Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61978CJ0119

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 1979.
    SA des grandes distilleries Peureux κατά Directeur des Services fiscaux de la Haute-Saône et du territoire de Belfort.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de grande instance de Lure - Γαλλία.
    Υπόθεση 119/78.

    Αγγλική ειδική έκδοση 1979:I 00545

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1979:66

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

    της 13ης Μαρτίου 1979 ( *1 )

    Στην υπόθεση 119/78,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του tribunal de grande instance της Lure προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ

    SA des grandes distilleries Peureux, Fougerolles (Haute-Saône),

    και

    Directeur des Services fiscaux de la Haute-Saône et du territoire de Belfort, Vesoul,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 10, 30 έως 37 της Συνθήκης ΕΟΚ,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους Η. Kutscher, Πρόεδρο, J. Mertens de Wilmars και Mackenzie Stuart, προέδρους τμήματος, Μ. Sørensen, Α. O'Keeffe, G. Bosco και A. Touffait, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Η. Mayras

    γραμματέας: Α. Van Houtte

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    (το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται)

    Σκεπτικό

    1

    Με απόφαση της 21ης Απριλίου 1978, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Μαΐου 1978, το tribunal de grande instance της Lure υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 10 και 37, καθώς και άλλων διατάξεων της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

    2

    Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς, αναφυείσας το 1976, μεταξύ της προσφεύγουσας της κύριας δίκης και της αρμόδιας γαλλικής αρχής σχετικά με το δικαίωμα της πρώτης να εισαγάγει στη Γαλλία προς διύλιση, από την Ιταλία, όπου τελούσαν σε ελεύθερη κυκλοφορία, πορτοκάλια εμπεποτισμένα σε αλκοόλη.

    3

    Όταν η προσφεύγουσα πληροφόρησε την εν λόγω διοικητική αρχή ότι θα εισήγαγε αυτό το προϊόν προς διύλιση, η τελευταία της απάντησε ότι δεν υπήρχε καμιά αντίρρηση για την εισαγωγή του, δεν θα ελάμβανε όμως την άδεια να το διυλίσει, καθόσον το άρθρο 268 του παραρτήματος II του γενικού φορολογικού κώδικα αντετίθετο στο να γίνει δεκτή παρόμοια αίτηση.

    4

    Κατά το άρθρο αυτό, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του διατάγματος 74-91 της 6ης Φεβρουαρίου 1974 (JORF της 8ης Φεβρουαρίου 1974) «απαγορεύεται η διύλιση οποιασδήποτε εισαγόμενης πρώτης ύλης, εξαιρέσει νωπών φρούτων εκτός των μήλων, αχλαδιών ή σταφυλιών».

    5

    Το άρθρο 268 εντάσσεται σε σύνολο διατάξεων σχετικών με το εμπορικό μονοπώλιο της αιθυλικής αλκοόλης, οι ουσιώδεις των οποίων περιλαμβάνονται στο γενικό φορολογικό κώδικα [βιβλίο πρώτο, τμήμα πρώτο, τίτλος III, έμμεσοι φόροι και φορολογικά μονοπώλια, κεφάλαιο I, τμήμα 1 (αλκοόλες), στοιχείο Β, οικονομικό καθεστώς (άρθρα 358 έως 399)] καθώς και το παράρτημα II (άρθρα 268 έως 275) του εν λόγω κώδικα.

    6

    Κατά τα άρθρα 358 επ. του γενικού φορολογικού κώδικα, το μονοπώλιο συνεπάγεται την υποχρέωση των παραγωγών αιθυλικής αλκοόλης που είναι εγκατεστημένοι στη Γαλλία, εν πάση περιπτώσει στη μητρόπολη, να διαθέτουν αποκλειστικά στο κράτος την παραγωγή τους αιθυλικής αλκοόλης εκτός ορισμένων αλκοολών ρητώς απαριθμούμενων στο εν λόγω άρθρο 358.

    7

    Ο όγκος αυτής της παραγωγής καθορίζεται με ορισμένες ετήσιες ποσοστώσεις που κατανέμονται από τον αρμόδιο υπουργό μεταξύ των εργοστασίων παραγωγής, λαμβανομένων υπόψη των τεχνικών δυνατοτήτων αυτών.

    8

    Σ' αυτή την υποχρέωση παραδόσεως αντιστοιχεί η υποχρέωση του μονοπωλίου να αγοράζει τις εν λόγω αλκοόλες σε τιμές που ορίζονται περιοδικά με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών.

    9

    Η αγοραζόμενη από το κράτος αλκοόλη μεταπωλείται από αυτό για όλες τις χρήσεις σε ορισμένες τιμές καθοριζόμενες και αυτές από τις αρχές.

    10

    Δυνάμει του άρθρου 385 του γενικού κώδικα φορολογίας, η εισαγωγή αλκοόλης από την αλλοδαπή γίνεται αποκλειστικά από το κράτος.

    11

    Εντούτοις, όσον αφορά την αιθυλική αλκοόλη που χρησιμοποιείται ή καταναλίσκεται στην κατάσταση που βρίσκεται και τα οινοπνευματώδη ποτά προελεύσεως άλλων κρατών μελών, έπαυσε το μονοπώλιο εισαγωγής, ιδίως με το διάταγμα 74-91 της 6ης Φεβρουαρίου 1974, το οποίο εκδόθηκε στο πλαίσιο της οργανώσεως του μονοπωλίου σε εκτέλεση του άρθρου 37 της Συνθήκης, έτσι ώστε, από της θέσεως σε ισχύ του εν λόγω διατάγματος, αυτές οι αλκοόλες και τα οινοπνευματώδη ποτά μπορούν να εισάγονται από τα άλλα κράτη μέλη και να διατίθενται στο εμπόριο στη Γαλλία, κατόπιν καταβολής ορισμένων φόρων για τους οποίους όμως δεν τίθεται ζήτημα στην κύρια δίκη.

    12

    Η απαγόρευση διυλίσεως ορισμένων εισαγόμενων πρώτων υλών, που επιβάλλει το άρθρο 268 του παραρτήματος II, πρέπει να συσχετισθεί με τη διάκριση στην οποία προβαίνει το άρθρο 358 του γενικού φορολογικού κώδικα μεταξύ αλκοόλης που προορίζεται αποκλειστικά για το κράτος (αλκοόλη μονοπωλίου) και της αλκοόλης που δεν προορίζεται για το κράτος (ελεύθερη αλκοόλη).

    13

    Από την προσέγγιση των δύο διατάξεων προκύπτει, πράγματι, ότι το άρθρο 268 έχει ως αποτέλεσμα την απαγόρευση διυλίσεως εισαγόμενων πρώτων υλών όταν αυτές προσφέρονται για την παραγωγή αλκοόλης που υπάγεται αποκλειστικά στη δραστηριότητα του μονοπωλίου, ενώ μπορούν να χρησιμοποιηθούν ελεύθερα οι πρώτες ύλες που προσφέρονται για την παραγωγή αλκοόλης που απαλλάσσεται της υποχρεώσεως να παραδοθεί στο μονοπώλιο.

    14

    Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι η απαγόρευση του άρθρου 268 δεν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο και προσέφυγε ενώπιον του tribunal de grande instance της Lure, το οποίο, πριν αποφανθεί, υπέβαλε το εξής προδικαστικό ερώτημα: «Συμβιβάζεται η ισχύουσα στη Γαλλία απαγόρευση διυλίσεως οποιασδήποτε εισαγόμενης πρώτης ύλης, εξαιρέσει των νωπών φρούτων εκτός των μήλων, αχλαδιών και σταφυλιών (άρθρο 268 του παραρτήματος II του γενικού φορολογικού κώδικα), με τα άρθρα 10 και 37 ή οποιαδήποτε άλλη διάταξη της Συνθήκης της Ρώμης περί ελεύθερης κυκλοφορίας και διαθέσεως στο εμπόριο προϊόντων προελεύσεως τρίτων χωρών, ιδίως όσον αφορά τη διύλιση πορτοκαλιών εμπεποτισμένων σε αλκοόλη προελεύσεως Ιταλίας;»

    15

    Όπως, εξάλλου, προκύπτει από την απόφαση του εθνικού δικαστηρίου, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης διώκεται ποινικώς διότι παρέβη την απαγόρευση για την οποία πρόκειται και της ζητείται η καταβολή προστίμου 17804343,19 γαλλικών φράγκων λόγω παραβάσεως του οικονομικού καθεστώτος της αλκοόλης.

    16

    Παρόλον ότι το Δικαστήριο, στο πλαίσιο του άρθρου 177 της Συνθήκης, δεν έχει αρμοδιότητα να κρίνει περί του αν μια εθνική διάταξη συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο, μπορεί ωστόσο να συναγάγει από τη διατύπωση του υποβληθέντος από το εθνικό δικαστήριο ερωτήματος, λαμβανομένων υπόψη των παρεχομένων από αυτό δεδομένων, τα στοιχεία που αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου.

    17

    Με το υποβληθέν ερώτημα, νοούμενο κατ' αυτό τον τρόπο, ερωτάται στην ουσία αν το άρθρο 37 της Συνθήκης, αφενός, και το άρθρο 30 σε συνδυασμό με το άρθρο 10, αφετέρου, επιτρέπουν ή, αντιθέτως, απαγορεύουν σε ένα κράτος μέλος, όπου υφίσταται εμπορικό μονοπώλιο αλκοόλης, τη διατήρηση περιορισμών ως προς τη διύλιση ορισμένων πρώτων υλών που προσφέρονται για μεταποίηση σε αλκοόλη και εισάγονται από άλλα κράτη μέλη, ενώ αυτοί οι περιορισμοί δεν πλήττουν τις ομοειδείς πρώτες ύλες — στη συγκεκριμένη περίπτωση τα εμπεπο-τισμένα σε αλκοόλη πορτοκάλια — που παράγονται στο έδαφος αυτού του ίδιου κράτους μέλους.

    18

    Το ερώτημα, αναφέροντας τις σχετικές με την «ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων» διατάξεις της Συνθήκης, αφορά το αν ένα μέτρο, όπως το προβλεπόμενο στην επίμαχη εθνική διάταξη, συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης.

    19

    Το εθνικό δικαστήριο, αναφέροντας το άρθρο 10 της Συνθήκης, αποβλέπει, φαίνεται, στο να διαφωτισθεί επί του αν το γεγονός ότι τα εμπεποτισμένα στην αλκοόλη πορτοκάλια είναι καταγωγής τρίτης χώρας, τελούντα σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Ιταλία, είναι ικανό να επηρεάσει τη λύση της διαφοράς.

    20

    Τέλος, αναφέροντας το άρθρο 37 της Συνθήκης, το εν λόγω δικαστήριο ερωτά αν, στην περίπτωση κατά την οποία μέτρα όπως τα περιλαμβανόμενα στο άρθρο 268 του παραρτήματος II θα έπρεπε να θεωρηθούν ως μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών, θα μπορούσαν ωστόσο να θεωρηθούν ως επιτρεπόμενα στο πλαίσιο εμπορικού μονοπωλίου οργανωμένου σύμφωνα με την υποχρέωση που επιβάλλει στα κράτη μέλη το εν λόγω άρθρο 37.

    21

    Η απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί σύμφωνα με την ανωτέρω σειρά.

    Επί του άρθρου 30 της Συνθήκης

    22

    Το άρθρο 30 της Συνθήκης, απαγορεύοντας μεταξύ των κρατών μελών τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών, αφορά κάθε εμπορική κανονιστική ρύθμιση των κρατών μελών ικανή να εμποδίσει άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

    23

    Παρόλον ότι τα εμπόδια στο ενδοκοινοτικό εμπόριο που προκύπτουν από διαφορές μεταξύ των διατάξεων των εθνικών νομοθεσιών που δεν έχουν ακόμα εναρμονισθεί σχετικά με τη διάθεση στο εμπόριο και τη χρησιμοποίηση ορισμένων προϊόντων δεν συνιστούν, καταρχήν, μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς, αυτό ισχύει υπό τη ρητή προϋπόθεση ότι οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται αδιακρίτως τόσο στα εισαγόμενα από άλλα κράτη προϊόντα όσο και στα προϊόντα που παράγονται ή κατασκευάζονται στο εθνικό έδαφος.

    Επί του άρθρου 10 της Συνθήκης

    24

    Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, «θεωρούνται ότι ευρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός κράτους μέλους τα προϊόντα προελεύσεως τρίτων χωρών, για τα οποία έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις εισαγωγής και εισπραχθεί σ' αυτό το κράτος μέλος οι απαιτούμενοι δασμοί και φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος, και για τα οποία δεν έχουν επιστραφεί ολικώς ή μερικώς αυτοί οι δασμοί και επιβαρύνσεις».

    25

    Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 2, οι διατάξεις της Συνθήκης περί καταργήσεως των ποσοτικών περιορισμών μεταξύ κρατών μελών (κεφάλαιο 2, τίτλος I, του δευτέρου μέρους της Συνθήκης), εφαρμόζονται στα προϊόντα προελεύσεως τρίτων χωρών που ευρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός των κρατών μελών.

    26

    Από αυτό έπεται ότι η απαγόρευση μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ισχύει για τα εισαγόμενα από άλλο κράτος προϊόντα, που έχουν τεθεί σ' αυτό σε ελεύθερη κυκλοφορία, όπως και για τα προϊόντα καταγωγής του εν λόγω κράτους μέλους.

    Επί του άρθρου 37 της Συνθήκης

    27

    Το άρθρο 37 της Συνθήκης συνιστά ειδική διάταξη που αποβλέπει όχι στην κατάργηση, αλλά στην οργάνωση των εθνικών μονοπωλίων εμπορικού χαρακτήρα κατά τρόπο ώστε, αφενός, να διασφαλισθεί στη λήξη της μεταβατικής περιόδου ο αποκλεισμός οποιασδήποτε διακρίσεως μεταξύ υπηκόων των κρατών μελών ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως (άρθρο 37, παράγραφος 1) και, αφετέρου, να τηρηθεί η υποχρέωση των κρατών μελών να απέχουν, κατά τη διαχείριση και την οργάνωση εμπορικού μονοπωλίου, από κάθε νέο μέτρο αντίθετο προς τις αρχές της παραγράφου 1, ή το οποίο περιορίζει την έκταση εφαρμογής των άρθρων των σχετικών με την κατάργηση των δασμών και των ποσοτικών περιορισμών μεταξύ των κρατών μελών (άρθρο 37, παράγραφος 2).

    28

    Οι κανόνες, οι περιεχόμενοι στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 37, δεν αφορούν παρά τις δραστηριότητες που συνδέονται ειδικά με την άσκηση της ειδικής λειτουργίας του μονοπωλίου και δεν αφορούν εσωτερικές διατάξεις ξένες προς την άσκηση αυτής της ειδικής λειτουργίας.

    29

    Το υποβληθέν ερώτημα αφορά μονοπώλιο εμπορικού χαρακτήρα του οποίου η ειδική λειτουργία συνίσταται στην υποχρέωση των εθνικών παραγωγών ορισμένου τύπου αλκοόλης να διατηρούν την παραγωγή της εντός των ορίων των ετησίων ποσοστώσεων που καθορίζει η δημόσια αρχή και να μη παραδίδουν την παραγωγή τους παρά στο μονοπώλιο, συνοδευόμενη από τη συνακόλουθη υποχρέωση του εν λόγω μονοπωλίου να αγοράζει αυτά τα προϊόντα σε τιμές οριζόμενες από τη δημόσια αρχή.

    30

    Παρόλον ότι, όπως προκύπτει από τον εθνικό χαρακτήρα των μονοπωλίων εμπορικού χαρακτήρα που αφορά το άρθρο 37 και από τη δυνατότητα της διατηρήσεως τους μετά την οργάνωσή τους, η οποία προκύπτει από την ίδια διάταξη, δεν μπορεί να θεωρείται ως διάκριση, κατά την έννοια του άρθρου 37, παράγραφος 1, ούτε ως ποσοτικός περιορισμός, κατά την έννοια του άρθρου 37, παράγραφος 2, το γεγονός ότι η υποχρέωση παραδόσεως στο μονοπώλιο και η αντίστοιχη υποχρέωση αγοράς από το μονοπώλιο δεν αφορά παρά μόνο την εθνική αλκοόλη, εντούτοις, η απαγόρευση οποιασδήποτε διακρίσεως μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως εμποδίζει στο να γίνεται διάκριση μεταξύ αλκοόλης εθνικής παραγωγής και της ιδίας φύσεως, ανάλογα με το εάν έχει αποκτηθεί με διύλιση εθνικών πρώτων υλών ή, αντιθέτως, με τη διύλιση πρώτων υλών προελεύσεως άλλου κράτους μέλους.

    31

    Και αυτό ισχύει πολλώ μάλλον όταν δυνάμει του διέποντος το μονοπώλιο συστήματος, οι αρχές του κράτους μέλους έχουν αρμοδιότητα να καθορίζουν ετησίως τις ποσότητες αλκοόλης που μπορούν να παραχθούν και που πρέπει να παραδοθούν στο μονοπώλιο.

    32

    Πρέπει, επομένως, να δοθεί στο υποβληθέν από το εθνικό δικαστήριο ερώτημα η απάντηση ότι:

    α)

    συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό, που αφορά το άρθρο 30 της Συνθήκης και διάκριση ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως, περί της οποίας το άρθρο 37, παράγραφος 1, της Συνθήκης, η διάταξη εσωτερικού δικαίου που απαγορεύει τη διύλιση, προς το σκοπό παραγωγής προϊόντων, των οποίων η παραγωγή επιτρέπεται μόνον από εμπορικό εθνικό μονοπώλιο, πρώτων υλών προελεύσεως των άλλων κρατών μελών, ενώ αυτή η απαγόρευση δεν πλήττει τις ίδιες πρώτες ύλες που παράγονται στο εθνικό έδαφος,

    β)

    σχετικώς, δεν πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των προϊόντων που έχουν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία σε άλλο κράτος μέλος, κατόπιν εισαγωγής τους από τρίτη χώρα, και των προϊόντων καταγωγής αυτού του κράτους μέλους.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    κρίνοντας επί του υποβληθέντος, με απόφαση της 21ης Απριλίου 1978, από το tribunal de grande instance της Lure ερωτήματος, αποφαίνεται:

     

    1)

    Συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό, που αφορά το άρθρο 30 της Συνθήκης και διάκριση ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως, περί της οποίας το άρθρο 37, παράγραφος 1, της Συνθήκης, η διάταξη εσωτερικού δικαίου που απαγορεύει τη διύλιση, προς το σκοπό παραγωγής προϊόντων, των οποίων η παραγωγή επιτρέπεται μόνον από εμπορικό εθνικό μονοπώλιο, πρώτων υλών προελεύσεως των άλλων κρατών μελών, ενώ αυτή η απαγόρευση δεν πλήττει τις ίδιες πρώτες ύλες που παράγονται στο εθνικό έδαφος.

     

    2)

    Σχετικώς, δεν πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των προϊόντων που έχουν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία σε άλλο κράτος μέλος, κατόπιν εισαγωγής τους από τρίτη χώρα, και των προϊόντων καταγωγής αυτού του κράτους μέλους.

     

    Kutscher

    Mertens de Wilmars

    Mackenzie Stuart

    Sørensen

    O'Keeffe

    Bosco

    Touffait

    Κρίθηκε από το Δικαστήριο στο Λουξεμβούργο στις 13 Μαρτίου 1979.

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Μαρτίου 1979.

    Kutscher

    Mertens de Wilmars

    Mackenzie Stuart

    Sørensen

    O'Keeffe

    Bosco

    Touffait

    Ο γραμματέας

    Α. Van Houtte

    Ο Πρόεδρος

    Η. Kutscher


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top