Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61978CC0182

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mayras της 3ης Μαΐου 1979.
    Bestuur van het Algemeen Ziekenfonds Drenthe-Platteland κατά G. Pierik.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Centrale Raad van Beroep - Κάτω Χώρες.
    Παροχές σε είδος στους δικαιούχους.
    Υπόθεση 182/78.

    Αγγλική ειδική έκδοση 1979:II 00003

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1979:120

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ HENRI MAYRAS

    της 3ης Μαΐου 1979 ( *1 )

    Κύριε πρόεδρε,

    Κύριοι δικαστές,

    Το Δικαστήριο επιλαμβάνεται αυτής της υπόθεσης, για δεύτερη φορά, με αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως του Centrale Raad van Beroep Ουτρέχτης. Την πρώτη φορά έφερε τον αριθμό 117/77 και η απόφαση του Δικαστηρίου εκδόθηκε στις 16 Μαρτίου 1978. Δημοσιεύτηκε στο Recueil 1978, στη σελίδα 825.

    Τα σχετικά πραγματικά περιστατικά εξετέθησαν πλήρως μ' αυτή την ευκαιρία και θεωρώ περιττό να τα επαναλάβω σήμερα.

    1.

    Στο πλαίσιο των ερωτημάτων που υποβλήθηκαν προηγουμένως στο Δικαστήριο, σχετικά με τη διαφορά την υφιστάμενη μεταξύ της Pierik, δικαιούχου συντάξεως αναπηρίας, ή ακριβέστερα της επαγγελματικής ενώσεως της οποίας ήταν μέλος, και της Caisse de maladie της Drenthe, το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί επί του αν η έννοια του όρου «δικαιούχος συντάξεως» κατά το άρθρο 31 του κανονισμού του Συμβουλίου 1408/71 είναι στενότερη από την έννοια του όρου «εργαζόμενος» που χρησιμοποιείται ιδίως στο άρθρο 1, στοιχείο α.

    Αυτό το ζήτημα ρητώς τίθεται τώρα και αποτελεί το αντικείμενο του πρώτου υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος. Η απάντηση άλλωστε δεν έχει, όπως φαίνεται, ενδιαφέρον παρά στην περίπτωση που τα δικαιώματα που παρέχει το άρθρο 31 είναι διαφορετικά από τα παρεχόμενα με το άρθρο 22. Ωστόσο, το εθνικό δικαστήριο αποφεύγει να υποβάλει το σχετικό ερώτημα και πρέπει, επομένως, να δοθεί γενική απάντηση σ' αυτό το πρώτο ερώτημα.

    Παρόλον ότι οι όροι «ενεργός» ή «μη ενεργός» πληθυσμός δεν χρησιμοποιούνται στο κεφάλαιο I του τίτλου III αυτού του κανονισμού, αυτό το κεφάλαιο διαιρείται σε τμήματα που αντιστοιχούν σε διαφορετικές κατηγορίες πιθανών δικαιούχων. Αυτή η κατασκευή δείχνει ότι προς το σκοπό της εφαρμογής των σχετικών με το καθεστώς ασθενείας και μητρότητας διατάξεων, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ «ενεργού» πληθυσμού και των δικαιούχων συντάξεως, έτσι ώστε όταν οι τελευταίοι ή τα μέλη της οικογενείας τους διαμένουν σε κράτος άλλο από αυτό της κατοικίας τους να απολαύουν των εις είδος παροχών και, σε ενδεχομένη περίπτωση, παροχών εις χρήμα κατά τα οριζόμενα από το άρθρο 31, όπως προκύπτει από την Πράξη Προσχωρήσεως.

    Συμπληρωματικό επιχείρημα υπέρ αυτής της διακρίσεως συνιστούν οι διατάξεις του άρθρου 34, το οποίο διακρίνει την περίπτωση απλού δικαιούχου συντάξεως από την περίπτωση των δικαιούχων συντάξεως «που δικαιούνται παροχών δυνάμει της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους εκ του λόγου ότι ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα» και που ορίζει ότι «στην περίπτωση αυτή, και για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, ο ενδιαφερόμενος θεωρείται ως μισθωτός…».

    Ειλικρινά, αυτό το επιχείρημα μου φαίνεται χωρίς σημασία στο μέτρο που, όπως στις Κάτω Χώρες, για παράδειγμα, η σώρευση συντάξεως λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας, αφενός και, μισθού, αφετέρου, είναι στην πράξη αδύνατη εφόσον, είτε δεν γεννάται δικαίωμα λόγω της συνεχιζόμενης επαγγελματικής δραστηριότητας είτε διότι το ποσό της συντάξεως αφαιρείται από το μισθό. Φαίνεται, επομένως, ότι αποκλείεται ο δικαιούχος συντάξεως να έχει τη δυνατότητα, τουλάχιστον σ' αυτό το κράτος, να ασκεί επωφελώς επαγγελματική δραστηριότητα.

    Όπως ανέφερα, η αποδοχή αυτής της διακρίσεως δεν προδικάζει, ωστόσο, το αν τα παρεχόμενα με το άρθρο 31 δικαιώματα είναι στην ουσία διαφορετικά από τα παρεχόμενα με το άρθρο 22. Η Επιτροπή αρνείται ρητώς να εκφέρει γνώμη· το ολλανδικό δικαστήριο απέχει και αυτό από του να σας υποβάλει ερώτημα επ' αυτού του σημείου και δεν νομίζω ότι ανήκει στο Δικαστήριο, επιληφθέν βάσει του άρθρου 177, να αποφανθεί αυτεπαγγέλτως επ' αυτού του ζητήματος. Εξάλλου, δεν αποκλείεται το Centrale Raad van Beroep να υποβάλει στο Δικαστήριο για τρίτη φορά αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως προς πλήρη διαφώτισή του.

    2.

    Με το δεύτερο ερώτημα, ο εθνικός δικαστής ερωτά αν, κατά την έννοια του άρθρου 22, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, η υποχρέωση για τον αρμόδιο φορέα να χορηγήσει την απαιτούμενη έγκριση ισχύει, ακόμα και όταν η «κατάλληλη» θεραπεία για την οποία πρόκειται σκοπίμως αποκλείστηκε από τον πίνακα των παροχών, των οποίων το βάρος ανέλαβε η νομοθεσία στην οποία υπάγεται ο εν λόγω φορέας.

    Με την απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαρτίου 1978 (Recueil 1978, σ. 839), το Δικαστήριο ήδη απάντησε ότι «οι όροι “παροχές σε είδος που χορηγούνται, για λογαριασμό του αρμόδιου φορέα, από το φορέα του τόπου διαμονής ή κατοικίας” δεν επισημαίνουν αποκλειστικά τις παροχές σε είδος που χορηγούνται στο κράτος μέλος διαμονής, αλλά και τις παροχές που ο αρμόδιος φορέας έχει τη δυνατότητα να χορηγήσει».

    Όπως εκθέτει η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου στις παρατηρήσεις της, πρόκειται περί του αν αυτό πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την εθνική νομοθεσία στην οποία υπάγεται ο αρμόδιος φορέας ή αν αρκεί να απορρέει απευθείας από τον κανονισμό 1408/71.

    Σχετικώς, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η εν λόγω υποχρέωση υφίσταται, εν πάση περιπτώσει:

    1)

    όταν η «σχετική» θεραπεία δεν μπορεί να παρασχεθεί στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας

    2)

    όταν η παρεχόμενη στο κράτος προσωρινής διαμονής θεραπεία είναι αποτελεσματικότερη από τη θεραπεία που μπορεί να του παρασχεθεί στο κράτος μέλος όπου κατοικεί.

    Ο μόνος περιορισμός τον οποίο θέτει το άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο ι είναι ότι η διάρκεια χορηγήσεως των παροχών διέπεται από τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους. Με αυτή την επιφύλαξη, η περίθαλψη χορηγείται στο κράτος μέλος διαμονής (ή κατοικίας) σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού του κράτους, διότι δεν θα ήταν λογικό να ζητηθεί από τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως του κάθε κράτους να λαμβάνουν υπόψη τα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως ενός εκάστου των άλλων κρατών.

    Ειδικότερα, θα ήταν αντίθετο προς την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, ο αρμόδιος φορέας να αρνείται σε ασφαλισμένο θεραπεία κατάλληλη για την κατάσταση της υγείας του, η οποία θα του παρείχετο, άνευ ετέρου, αν είχε παραμείνει στη χώρα καταγωγής του. Ακόμα και αν, για λόγους διαχειρίσεως ή σκοπιμότητας, η παροχή τέτοιας περιθάλψεως — υποτιθέμενης δυνατής από τεχνική άποψη — δεν αποτελεί το αντικείμενο αναλήψεως υποχρεώσεως από τον αρμόδιο φορέα. Ενδεχομένη δυσμενής διάκριση έναντι των εθνικών ασφαλισμένων δεν μπορεί να στερήσει τον εργαζόμενο από δικαίωμα που θα είχε εάν δεν είχε «διακινηθεί».

    Δεν νομίζω ότι έχω να προσθέσω τίποτε σ' αυτή την απάντηση, παρά μόνον ίσως να διατυπώσω επιφυλάξεις ως προς την περίπτωση παροχής περιθάλψεως ή ιατρικής αγωγής που θα ήσαν προφανώς αντίθετες προς τη δημόσια ηθική του κράτους συνήθους διαμονής. Θεωρώ, όμως, ανωφελές, αν όχι επικίνδυνο, την αντιμετώπιση κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, διαφόρων σκέψεων ιατρικής δεοντολογίας, λόγω των οποίων μια θεραπεία σκοπίμως θα αποκλειόταν από τον πίνακα παροχών που αναλαμβάνουν να παρέχουν τα ταμεία προνοίας. Η περίπτωση της Pierik (θεραπεία ρευματικής παθήσεως) προφανώς δεν εμπίπτει σε καμιά απ' αυτές τις περιπτώσεις.

    3.

    Με το τρίτο ερώτημα, ο εθνικός δικαστής ερωτά αν οι όροι του άρθρου 22, παράγραφος 1 γ, υπό ι, αναφέρονται απευθείας στην περίπτωση κατά την οποία ο φορέας του κράτους προσωρινής διαμονής έχει τη διακριτική ευχέρεια να εγκρίνει ή να απορρίψει την παροχή της περιθάλψεως για την οποία πρόκειται ή αν, πριν χορηγήσει την έγκρισή του, ο αρμόδιος φορέας οφείλει να ελέγξει αν ο φορέας του κράτους προσωρινής διαμονής θα ανελάμβανε την υποχρέωση παροχής αυτής της περιθάλψεως στον ενδιαφερόμενο αν υπαγόταν σ' αυτόν. Με άλλα λόγια, το Centrale Raad van Beroep ζητεί να πληροφορηθεί αν ο φορέας του κράτους προσωρινής διαμονής έχει, έναντι προσώπου που έρχεται από άλλο κράτος μέλος για να τύχει περιθάλψεως σ' αυτό το κράτος, τα ίδια δικαιώματα που έχει έναντι των προσώπων που υπάγονται απευθείας σ' αυτόν.

    Κατά τη σχετική διάταξη, ο ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα παροχών σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους διαμονής (ή κατοικίας), σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζεται από το φορέα αυτόν, σαν να ήταν ασφαλισμένος σε αυτόν. Εννοείται ότι ο εργαζόμενος πρέπει να έχει λάβει την έγκριση του αρμόδιου φορέα να μεταβεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους για να υποβληθεί στην κατάλληλη για την κατάστασή του θεραπεία, όμως το δικαίωμα αρνήσεως χορηγήσεως αυτής της εγκρίσεως δεν μπορεί να ασκηθεί παρά εντός των ορίων του άρθρου 22, παράγραφος 2 που υπέμνησα. Κατά συνέπεια, το δικαίωμα για παροχή κατάλληλης θεραπείας υφίσταται σε όλη την έκταση που ο φορέας του κράτους διαμονής (ή κατοικίας) την παρέχει στους δικούς του ασφαλισμένους. Διαφορετική απόφαση θα συνιστούσε διάκριση λόγω ιθαγενείας, αντίθετη προς το άρθρο 7 της Συνθήκης. Όμως, όπως παρατηρεί η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καμιά διάταξη κοινοτικού δικαίου δεν εμποδίζει τον αρμόδιο φορέα να ζητήσει πληροφορίες, πριν δώσει την έγκρισή του, από το φορέα του κράτους διαμονής ή κατοικίας.

    Προτείνω το Δικαστήριο να απαντήσει στα υποβληθέντα ερωτήματα ως εξής:

    1)

    Η παροχή ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως, οφειλόμενης, βάσει της νομοθεσίας κράτους μέλους, σε δικαιούχο συντάξεως που μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος, διέπονται από το άρθρο 31 του κανονισμού 1408/71.

    2)

    Ο αρμόδιος φορέας οφείλει να χορηγήσει την απαιτούμενη βάσει της παραγράφου 1 γ του άρθρου 22 έγκριση για κάθε κατάλληλη θεραπεία της ασθενείας από την οποία πάσχει ο ενδιαφερόμενος.

    3)

    Οι παροχές εις είδος, κατά την έννοια του άρθρου 22, παράγραφος 1 γ υπό ι, αφορούν και τις παροχές που αναφέρονται σε περίθαλψη αποτελεσματικότερη από αυτήν που μπορεί να παρασχεθεί στο κράτος μέλος όπου ο ενδιαφερόμενος έχει τη συνήθη διαμονή του και που δεν μπορεί να του παρασχεθεί σ' αυτό το κράτος.


    ( *1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

    Top