EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61968CJ0006

Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1968.
Zuckerfabrik Watenstedt GmbH κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Υπόθεση 6/68.

Αγγλική ειδική έκδοση 1965-1968 00791

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1968:43

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 11ης Ιουλίου 1968 ( *1 )

Στην υπόθεση 6/68,

Zuckerfabrik Watenstedt GmbH, με έδρα το Watenstedt über Schöningen, Kreis Helmstedt,

προσφεύγουσα,

εκπροσωπούμενη από τους διαχειριστές της, Rudolf Modrow και Alfred Steinmeier, επικουρούμενη από τον Konrad Redeker, δικηγόρο Βόννης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Georges Reuter, δικηγόρο, 7, avenue de l'Arsenal,

κατά

Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

καθού,

εκπροσωπουμένου από τον νομικό του σύμβουλο Hans Jürgen Lambers, με αντίκλητο τον Emile Reuter, Centre Européen, Luxembourg, Kirchberg, που έχει, στο παρόν στάδιο της διαδικασίας, ως αντικείμενο το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του κανονισμού 1009/67/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1967, περί κοινής οργανώσεως των αγορών στον τομέα της ζάχαρης, η οποία ορίζει ότι το σύστημα παρεμβάσεως που προβλέπεται από τις παραγράφους 1 και 2 του εν λόγω άρθρου 9 δεν εφαρμόζεται στην ακατέργαστη ζάχαρη από τεύτλα μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1969,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους R. Lecourt, πρόεδρο, Α. Μ. Donner, πρόεδρο τμήματος, Α. Trabucchi, J. Mertens de Wilmars (εισηγητή), και P. Pescatore, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Κ. Roemer

γραμματέας: Α. van Houtte

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

(το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται)

Σκεπτικό

Με την παρούσα προσφυγή ζητείται η ακύρωση της διατάξεως που περιέχεται στο άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 1009/67 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1967, περί κοινής οργανώσεως των αγορών στον τομέα της ζάχαρης.

Δυνάμει της προσβαλλομένης διατάξεως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 9, παράγραφος 1, υποχρέωση των οριζομένων από τα κράτη μέλη οργανισμών παρεμβάσεως να αγοράζουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τις ποσότητες ακατέργαστης ή λευκής ζάχαρης από τεύτλα ή ζαχαροκάλαμα που τους προσφέρονται στην τιμή παρεμβάσεως, λήγει, όσον αφορά την ακατέργαστη ζάχαρη από τεύτλα, στις 31 Δεκεμβρίου 1969.

Το καθού πρόβαλε ένσταση απαραδέκτου, βάσει του άρθρου 91 του κανονισμού διαδικασίας, ισχυριζόμενο ότι δεν πρόκειται για απόφαση που αφορά άμεσα και ατομικά την προσφεύγουσα.

Για να κριθεί το παραδεκτό της προσφυγής, πρέπει να εξεταστεί εάν η προσβαλλόμενη πράξη είναι κανονισμός ή απόφαση υπό την έννοια των άρθρων 173 και 189 της Συνθήκης.

Δυνάμει του άρθρου 189, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης, το κριτήριο της διακρίσεως μεταξύ κανονισμού και αποφάσεως πρέπει να αναζητηθεί στη γενική ή μη «ισχύ» της υπό κρίση πράξεως.

Πρέπει λοιπόν να εκτιμηθεί η φύση της προσβαλλομένης διάταξης και ιδίως τα έννομα αποτελέσματα που επιδιώκει να παραγάγει ή πράγματι παράγει.

Η προσφεύγουσα, αφού παρατήρησε ότι η διάταξη αυτή απευθύνεται σε διαφορετικές κατηγορίες υποκειμένων δικαίου, δηλαδή στους οργανισμούς παρεμβάσεως, στους άλλους αγοραστές, στους πωλητές και, μεταξύ αυτών, στους παραγωγούς που παρασκευάζουν αποκλειστικά ακατέργαστη ζάχαρη από τεύτλα, εκθέτει ότι, για να κριθεί στην παρούσα διαφορά ο κανονιστικός ή ατομικός χαρακτήρας της εν λόγω πράξεως, πρέπει να εξεταστεί ποια είναι η συγκεκριμένη σημασία της για την προσφεύγουσα ή την κατηγορία, στην οποία αυτή ανήκει.

Κατά την προσφεύγουσα, τα αποτελέσματα της προσβαλλομένης πράξης αφορούν άμεσα και ατομικά «ορισμένη κατηγορία προσώπων: τους παραγωγούς ακατέργαστης ζάχαρης από τεύτλα», επειδή το επίδικο μέτρο παράγει έναντι τους διαφορετικά και δυσμενέστερα αποτελέσματα απ' ό, τι έναντι των άλλων υποκειμένων δικαίου, στα οποία εφαρμόζεται.

Η κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα της ζάχαρης που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 1009/67 ρυθμίζεται κατά βάση μέσω των τιμών.

Ο κανονισμός αυτός, προκειμένου να παράσχει στους παραγωγούς τεύτλων και ζαχαροκαλάμων τις αναγκαίες εγγυήσεις ως προς την απασχόλησή τους και το βιοτικό τους επίπεδο, θεσπίζει μέτρα που μπορούν να σταθεροποιήσουν την αγορά της ζάχαρης, προβλέποντας τον καθορισμό ενδεικτικής τιμής και τιμής παρεμβάσεως για τη λευκή ζάχαρη, καθώς και παράγωγες τιμές παρεμβάσεως που λαμβάνουν υπόψη και τις διαφορές των περιφερειακών τιμών και το στάδιο μεταποιήσεως των προϊόντων.

Η υποχρέωση των οργανισμών παρεμβάσεως να αγοράζουν τις ποσότητες που τους προσφέρονται είναι ουσιώδης προϋπόθεση της διατηρήσεως ενός επιπέδου τιμών αντιστοίχου προς τις τιμές παρεμβάσεως.

Υποχρεώνοντας, επομένως, τους οργανισμούς αυτούς να αγοράζουν ακατέργαστη ζάχαρη από τεύτλα μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1969, ο κανονισμός 1009/67, στο άρθρο του 9, παράγραφος 3, ορίζει στην πραγματικότητα ότι τα μέτρα που αφορούν την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα της ζάχαρης δεν θα εφαρμόζονται στη ζάχαρη από τεύτλα παρά μέχρι την αναφερθείσα ημερομηνία.

Η εν λόγω διάταξη καθορίζει λοιπόν το καθεστώς των τιμών προϊόντος και, συνεπώς, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των αγοραστών και πωλητών, συμπεριλαμβανομένων και των παραγωγών.

Ένα τέτοιο μέτρο έχει γενική ισχύ υπό την έννοια του άρθρου 189 της Συνθήκης.

Εφαρμόζεται, πράγματι, σε καταστάσεις που καθορίζονται αντικειμενικά και συνεπάγεται έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων που λαμβάνονται υπόψη κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο.

Αφορά την προσφεύγουσα μόνο υπό την ιδιότητά της ως πωλήτριας ακατέργαστης ζάχαρης από τεύτλα χωρίς καμία άλλη εξειδίκευση.

Άλλωστε, μια διάταξη, όπως το άρθρο 9, παράγραφος 3, που καταργεί ή περιορίζει χρονικά διάταξη γενικής ισχύος, μετέχει του γενικού χαρακτήρα της τελευταίας.

Η κανονιστική φύση, εξάλλου, μιας πράξεως δεν τίθεται σε αμφιβολία από τη δυνατότητα περισσότερο ή λιγότερο ακριβούς προσδιορισμού του αριθμού ή ακόμη και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου, επί των οποίων εφαρμόζεται σε δεδομένη στιγμή, εφόσον είναι βέβαιο ότι η εφαρμογή αυτή πραγματοποιείται δυνάμει αντικειμενικής νομικής ή πραγματικής καταστάσεως, οριζομένης από την πράξη σε σχέση με το σκοπό της τελευταίας.

Το γεγονός, επιπλέον, ότι νομική διάταξη μπορεί να έχει συγκεκριμένα αποτελέσματα, διαφορετικά για τα διάφορα υποκείμενα δικαίου, επί των οποίων εφαρμόζεται, δεν αντιφάσκει προς τον κανονιστικό της χαρακτήρα, εφόσον η κατάσταση αυτή καθορίζεται κατ' αντικειμενικό τρόπο.

Το καθού δεν παρέβη αυτές τις απαιτήσεις ρυθμίζοντας το καθεστώς των τιμών δεδομένου προϊόντος κατά τρόπο διαφορετικό από αυτόν που ισχύει για άλλα προϊόντα.

Η άρνηση της αναγνωρίσεως κανονιστικού χαρακτήρα σε ρύθμιση των τιμών μόνο λόγω του ότι αφορά συγκεκριμένο προϊόν και η άποψη ότι μια τέτοια ρύθμιση θα έθιγε τους παραγωγούς του λόγω της πραγματικής καταστάσεως που τους διακρίνει από κάθε άλλο πρόσωπο, θα επεξέτεινε την έννοια της αποφάσεως σε τέτοιο σημείο, ώστε να προσβάλει το σύστημα της Συνθήκης που αναγνωρίζει προσφυγή ακυρώσεως εκ μέρους ιδιωτών μόνο κατά ατομικών αποφάσεων που τους αφορούν ως αποδέκτες ή κατά πράξεων που τους θίγουν κατ' ανάλογο τρόπο.

Η προσφυγή πρέπει επομένως να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

έχοντας υπόψη τα διαδικαστικά έγγραφα,

αφού άκουσε την έκθεση του εισηγητή δικαστή, τις προφορικές παρατηρήσεις των διαδίκων καθώς και τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 173 και 189 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της ΕΟΚ, το Πρωτόκολλο περί του Οργανισμού ΕΟΚ του Δικαστηρίου, τον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

απορρίπτοντας κάθε αντίθετο αίτημα, αποφασίζει:

 

Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

 

Lecourt

Donne

Trabucchi

Mertens de Wilmars

Pescatore

Κρίθηκε στο Λουξεμβούργο στις 11 Ιουλίου 1968.

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Ιουλίου 1968.

Lecourt

Donne

Trabucchi

Mertens de Wilmars

Pescatore

Ο Γραμματέας

Α. van Houtte

Ο Πρόεδρος

R. Lecourt


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top