Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61966CJ0008

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 1967.
    Société anonyme Cimenteries C.B.R. Cementsbedrijven N.V. και λοιποί κατά Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 8 έως 11/66.

    Αγγλική ειδική έκδοση 1965-1968 00489

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1967:7

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

    της 15ης Μαρτίου 1967 ( *1 )

    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις,

     

    8/66,

     

    Société anonyme Cimenteries CBR Cementbedrijven NV,

     

    Société anonyme Ciments d'Obourg,

     

    Société anonyme Ciments Portland Liegeois,

     

    Société anonyme Common Brand, Cement Works,

     

    Société anonyme Des Ciments Belges CCB,

     

    Société anonyme Société Generate des Ciments Portland de I'Escaut Cimescaut,

     

    Société anonyme La Franco-Belge,

     

    Société anonyme Des Ciments de Thieu,

     

    Société anonyme Des Ciments Portland J. van den Heuvel,

     

    Κληρονόμοι Marcel Lemay,

     

    Société anonyme Ciments de Vise,

     

    Société anonyme υπό εκκαθάριση Carrières et Cimenteries Dutoit,

     

    Société anonyme υπό εκκαθάριση Ciments de Haren,

    εκπροσωπούμενοι από τα διοικητικά τους συμβούλια, τους δικαιοδόχους ή εκκαθαριστές τους, επικουρούμενους από τον Marcel Grégoire, δικηγόρο Βρυξελλών (η SA Compagnie des Ciments Belges CCB επικουρούμενη και από τον Alphonse Servais, πρώην πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου της Mons), με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Tony Biever, 83, Boulevard Grande-Duchesse-Charlotte,

     

    9/66,

    Cementfabriek Ijmuiden (Cemij) NV, εκπροσωπούμενη από τα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου, επικουρούμενα από τους Mertens de Wilmars, δικηγόρο Αμβέρσας και J.J.A. Ellis, δικηγόρο Χάγης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Ernest Arendt, 6, rue Willy-Goergen,

     

    10/66,

    Eerste Nederlandse Cement Industrie (Enci) NV, εκπροσωπούμενη από τον πρόεδρο και αντιπρόεδρο του διοικητικού της συμβουλίου, επικουρούμενους από τους Mertens de Wilmars, δικηγόρο Αμβέρσας, και JJA. Ellis, δικηγόρο Χάγης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Ernest Arendt, 6, rue Willy-Goergen,

     

    11/66,

     

    επιχειρήσεις Alsen'sche Portland-Cement-Fabriken KG, Ost-West-Straße 69, Hamburg 11,

     

    Anneliese Portland-Cement- und Wasserkalkwerke AG, Ennigerloh i.W, Postfach 65,

     

    Beckumer Portland-Zementwerk Bomke und Bleckmann, Beckum Bez. Münster i.W, Postfach 31,

     

    Bonner Portland-Zementwerk AG, Zementfabrik, Oberkassel (Siegkreis),

     

    Breitenburger Portland-Cement-Fabrik, Burchardstraße 8, Hamburg 1,

     

    Burania Portlandzement- und Kalkwerke GmbH, Büren i.W,

     

    Duckerhoff Zementwerke AG, Wiesbaden- Biebrich, Postfach 9139,

     

    Elsa Zement- und Kalkwerke AG, Neubeckum i.W, Postfach 65,

     

    Evers Portlandzement- und Kalkwerke GmbH, Erwitte i.W. ,

     

    «Felsenfest» Westfalische Portland-Zement- und Kalkwerke GmbH, Erwitte i.W.,

     

    «Fortuna» Portland-Zementwerke GmbH, Geseke i.W., Postfach 6,

     

    Portland- Cementfabrik Germania AG, Misburg bei Hannover, Bahnhofstraße 2,

     

    Hannoversche Portland-Cementfabrik AG, Misburg bei Hannover, Bahnhofstraße 2,

     

    Portland-Zementwerke Heidelberg AG, Heidelberg, Postfach 1328,

     

    Portland-Cementwerk «Hellbach» Feldmann und Co., Beckum, Bez. Münster i.W.,

     

    Portland Cementfabrik Hemmor, Basbeck, Postfach 20,

     

    Portland- Zement- und Kalkwerke Hessling und Co., KG, Beckum. Bez. Münster i.W.,

     

    Holsteinische Portland-Cement-Fabrik GmbH, Burchardstraße 8, Hamburg 1,

     

    Zementwerk «Ilse» Friedrich-Wilhelm Mohn, Paderborn, Postfach 560,

     

    W. Kalthoner Portland-Zement- und Kalkwerke, Ennigerloh i.W, Postfach 25,

     

    Klockner-Werke AG, Hütte Bremen, Postfach 5023, Bremen 18,

     

    C. Mersmann Portland Zementwerk, Beckum, Bez. Münster i.W, Postfach 36,

     

    Hermann Milke KG, Soest i.W, Postfach 404,

     

    Montanzement Vertriebs GmbH, Düsseldorf 1, Postfach 5731,

     

    Portland-Zement- und Kalkwerk «Nord», Ruhr und Co., Beckum, Bez. Münster i.W,

     

    Nordcement AG (V/H Norddeutsche Portland-Cement Fabriken AG), Postfach 45/40, Hannover 1,

     

    Portland- Zementwerke «Nordstern» Josef Spenner, Erwitte i.W,

     

    Phoenix Zementwerke Krogbeumker KG, Beckum, Bez. Münster i.W,

     

    E. Renfert KG, Beckum, Bez. Münster, Postfach 30,

     

    E. Schwerk Zementwerke GmbH, Ulm/Donau, Hindenburgring 11-15,

     

    Teutonia Misburger Portland-Cementwerke, Misburg bei Hannover, Postfach 49,

     

    Tubag Trass-Zement- und Steinwerke AG, Kruft bei Andernach,

     

    Westdeutsche Kalk- und Portlandzement-Werke AG, Untersachsenhausen 17-19, Köln 1,

     

    Westdeutsche Portland-Zement- und Kalkwerke Gebr. Grone, Ennigerloh i.W., Postfach 7,

     

    Portland Zementwerke «Westfalen» Schonlau und Co. KG, Geseke i.W, Postfach 8,

     

    Westfälische Portland-Zementwerke Kohle und Co., Geseke i.W, Postfach 47,

     

    Portlandzementwerk Wittekind Hugo Miebach und Co., Erwitte i.W, Postfach 25,

    εκπροσωπούμενες από τους διευθυντές τους, ιδιοκτήτες τους ή διαχειριστές τους, επικουρούμενους από τους Η. Hellmann και Κ. Pfeiffer, δικηγόρους Κολωνίας, και τον W. von Simson, δικηγόρο Düsseldorf, εντεταλμένου υφηγητή στο Πανεπιστήμιο του Freiburg im Breisgau, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο (Bertrange) τον τελευταίο,

    προσφεύγουσες,

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους νομικούς της συμβούλους J. Thiesing, G. Le Tallec και R. C. Fischer, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τη γραμματεία της νομικής υπηρεσίας του Ευρωπαϊκού Εκτελεστικού, 2, place de Metz,

    καθής,

    που έχουν ως αντικείμενο την ακύρωση των αποφάσεων που αποτελούν κατά την άποψή τους οι γνωστοποιήσεις, οι οποίες απευθύνθηκαν από τον γενικό διευθυντή της Γενικής Διευθύνσεως Ανταγωνισμού της ΕΟΚ στις διάφορες προσφεύγουσες, ως προς την εφαρμογή του άρθρου 85, της Συνθήκης επί της συμφωνίας «Noordwijks Cement Accoord» (NCA), που συνήφθη το 1956 από τις προσφεύγουσες,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους Α. Trabucchi (πρόεδρο τμήματος), πρόεδρο, R. Monaco, πρόεδρο τμήματος, Α. Donner, R. Lecourt (εισηγητή) και W. Strauss, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Κ. Roemer

    γραμματέας: Α. van Houtte

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    (το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται)

    Σκεπτικό

    Αφού κοινοποίησαν οι προσφεύγουσες στην Επιτροπή της ΕΟΚ τη συμφωνία της 6ης Ιουλίου 1956 που φέρει το όνομα «Noordwijks Cement Accoord», η Επιτροπή, σύμφωνα με τα πρακτικά της 343ης της συνεδριάσεως, «εξέδωσε στις 14 Δεκεμβρίου 1965 την ακόλουθη απόφαση», διατυπωμένη ως εξής: «Προς τις επιχειρήσεις που μετέχουν στη συμφωνία που πρωτοκολλήθηκε στην Επιτροπή με αριθμό IV/A-00581 απευθύνεται γνωστοποίηση βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 6, του κανονισμού 17. Ο πρόεδρος της Ομάδας Ανταγωνισμού εξουσιοδοτείται να αποστείλει τις γνωστοποιήσεις μέσω του γενικού διευθυντή Ανταγωνισμού.»

    Σε εκτέλεση αυτής της αποφάσεως ο γενικός διευθυντής Ανταγωνισμού απέστειλε στις 3 Ιανουαρίου 1966 συστημένη επιστολή προς τις επιχειρήσεις με απόδειξη παραλαβής, με την οποία η Επιτροπή τις πληροφορεί, ύστερα από προσωρινή εξέταση, «ότι οι διατάξεις του άρθρου 15, παράγραφος 5, του κανονισμού 17(…) που είχαν ως αποτέλεσμα την προσωρινή αναστολή της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 15, παράγραφος 2α, περί προστίμων του εν λόγω κανονισμού επί της συμφωνίας που κοινοποιήθηκε, θα παύσουν να εφαρμόζονται από της παραλαβής της παρούσας γνωστοποίησης».

    Επί του παραδεκτού

    Στις προσφυγές ακυρώσεως που ασκήθηκαν από τις εν λόγω επιχειρήσεις αντιτάσσεται από την Επιτροπή ένσταση απαραδέκτου, λόγω του ότι αυτή εξέδωσε απλή γνώμη και όχι απόφαση υπό την έννοια του άρθρου 189 της Συνθήκης και του ότι το άρθρο 15, παράγραφος 6, του κανονισμού 17 δεν προβλέπει καμιά πράξη με χαρακτήρα αποφάσεως.

    Ο κανονισμός 17, στα πλαίσια του οποίου εκδόθηκε η πράξη της 14ης Δεκεμβρίου 1965, εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που από δόλο ή αμέλεια παραβαίνουν το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

    Από το σύστημα αυτό των προστίμων εξαιρούνται, εντούτοις, βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 5, οι επιχειρήσεις που προέβησαν σε κοινοποίηση της συμφωνίας τους και παραμένουν εντός των ορίων της δραστηριότητας που περιγράφεται στην εν λόγω κοινοποίηση.

    Το άρθρο 15, παράγραφος 6, επιτρέπει, τέλος, στην Επιτροπή να ανακαλέσει το ευεργέτημα αυτής της εξαιρέσεως από το πρόστιμο, εάν, ύστερα από προσωρινή εξέταση, θεωρήσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης και ότι δεν δικαιολογείται η εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 85, παράγραφος 3.

    Οι πράξεις της 14ης Δεκεμβρίου 1965 και της 3ης Ιανουαρίου 1956 είχαν ως αποτέλεσμα τη μετάβαση των επιχειρήσεων από το καθεστώς της εξαιρέσεως από το πρόστιμο του άρθρου 15, παράγραφος 5, που τις προστάτευε, στο αντίθετο καθεστώς του άρθρου 15, παράγραφος 2, που έκτοτε τις απειλεί.

    Το μέτρο αυτό τις στέρησε από το όφελος μιας νομικής καταστάσεως που το άρθρο 15, παράγραφος 5, συνάπτει προς την κοινοποίηση της συμφωνίας, εκθέτοντάς τες σε σοβαρό οικονομικό κίνδυνο. Το εν λόγω μέτρο επηρέασε συνεπώς τα συμφέροντα των επιχειρήσεων, επιφέροντας σοβαρή μεταβολή στη νομική τους κατάσταση.

    Η επίδικη πράξη, με την οποία η Επιτροπή έλαβε, κατά τρόπο απερίφραστο, μέτρο με έννομα αποτελέσματα που επηρεάζουν τα συμφέροντα των επιχειρήσεων τις οποίες αφορά και επιβάλλεται υποχρεωτικά σε αυτές, δεν αποτελεί απλή γνώμη, αλλά απόφαση.

    Η αμφιβολία που μπορεί να γεννηθεί για το νομότυπο της κοινοποιήσεως της εν λόγω αποφάσεως δεν αλλοιώνει καθόλου τη φύση της και δεν μπορεί να επηρεάσει το παραδεκτό της προσφυγής.

    Σημασία έχει, εξάλλου, το ζήτημα μήπως η διπλή απαίτηση του άρθρου 15, παράγραφος 6, του κανονισμού 17, βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 1, καθώς και του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, απαιτεί οπωσδήποτε την έκδοση αποφάσεως.

    Για να αποκλείσει η Επιτροπή μια συμφωνία από το πλεονέκτημα της εξαιρέσεως από το πρόστιμο του άρθρου 15, παράγραφος 5, του κανονισμού 17, πρέπει πρώτα να θεωρήσει, βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 6, ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

    Υποχρεούται λοιπόν να εκτιμήσει τα περιστατικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως, να τα αντιπαραβάλει προς το γράμμα του άρθρου 85, παράγραφος 1, και να κρίνει ως προς τη συνδρομή των διαφόρων προϋποθέσεων αυτής της διατάξεως.

    Εσφαλμένα αντιτάσσει η Επιτροπή ότι η συμφωνία απαγορεύεται, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη απόφαση.

    Μολονότι, πράγματι, κατά το γράμμα του άρθρου 1, του κανονισμού, οι συμφωνίες που «αναφέρονται» στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης «απαγορεύονται χωρίς να απαιτείται προς τούτο προηγούμενη απόφαση», η Επιτροπή πρέπει εντούτοις να διαπιστώσει ότι η συμφωνία που της υποβλήθηκε υπάγεται όντως στο άρθρο 85, παράγραφος 1, και ότι συγκεντρώνει αντικειμενικά όλα τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο αυτό.

    Ιδίως το ζήτημα εάν η συμφωνία που κοινοποιήθηκε βάσει του άρθρου 5 του κανονισμού, μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών ή αν έχει ως αποτέλεσμα την αλλοίωση του ανταγωνισμού, αναφέρεται σε εκτίμηση οικονομικών και νομικών στοιχείων που μπορούν να θεωρούνται δεδομένα μόνο στην περίπτωση ρητής διαπιστώσεως ότι η συγκεκριμένη περίπτωση, ατομικά λαμβανόμενη, συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το άρθρο 85, παράγραφος 1.

    Κατά το γράμμα του εν λόγω άρθρου 15, παράγραφος 6, η Επιτροπή πρέπει να γνωστοποιήσει επίσης στους συμβαλλομένους ότι θεωρεί αδικαιολόγητη την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

    Η εκτίμηση αυτή της Επιτροπής βασίζεται επίσης σε εκτίμηση πραγματικών και νομικών στοιχείων που μπορούν να ενέχουν διάφορους παράγοντες αβεβαιότητας και αμφισβητήσεως.

    Η ευχέρεια εκτιμήσεως που διαθέτει σχετικά η Επιτροπή την υποχρεώνει ακόμη περισσότερο, στο ειδικό πλαίσιο του άρθρου 15, παράγραφος 6, του κανονισμού, να εκδώσει απόφαση για να δηλώσει ότι «δεν δικαιολογείται» η εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3.

    Η διαδικασία, τέλος, του άρθρου 15, παράγραφος 6, απαιτεί, ακόμη περισσότερο, απόφαση υπό την έννοια της Συνθήκης, υπαγόμενη στις εγγυήσεις της τελευταίας, λόγω του ότι η εν λόγω διαδικασία οδηγεί, αναμφισβήτητα, στην πράξη στο ερώτημα εάν υφίσταται προδήλως τόσο σοβαρή παράβαση της απαγορεύσεως που εξαγγέλλει το άρθρο 85, παράγραφος 1, ώστε να φαίνεται ότι αποκλείεται εξαίρεση βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3.

    Από το γεγονός ότι ο όρος «απόφαση» δεν αναφέρεται στο άρθρο 15, παράγραφος 6, και από τον προσωρινό χαρακτήρα της διαδικασίας που προβλέπει αυτή η διάταξη δεν μπορεί να συναχθεί η δυνατότητα εκδόσεως απλής γνώμης, αφού άλλωστε ούτε αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται στην εν λόγω διάταξη.

    Η σιωπή του κειμένου σε θέμα που επηρεάζει τις εγγυήσεις των δικαιωμάτων των ιδιωτών δεν μπορεί να οδηγήσει στη δυσμενέστερη γι' αυτούς ερμηνεία.

    Παρά τον προσωρινό της χαρακτήρα, η πράξη με την οποία η Επιτροπή αποφασίζει εν προκειμένω αποτελεί το έσχατο πέρας ειδικής διαδικασίας που διακρίνεται από εκείνη, η οποία θα καταστήσει δυνατή, μετά την εφαρμογή του άρθρου 19, την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας.

    Ούτε λοιπόν η έλλειψη ρητής αναφοράς στο άρθρο 15, παράγραφος 6, σε ένα από τα είδη των πράξεων του άρθρου 189 ούτε ο προσωρινός χαρακτήρας της εξετάσεως της Επιτροπής μπορούν να αποτελέσουν επαρκείς λόγους αποκλεισμού της εννοίας της αποφάσεως.

    Μάταια γίνεται, επίσης, επίκληση της δυνατότητας των επιχειρήσεων να ασκήσουν προσφυγή κατά το τελικό στάδιο της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 6.

    Αν το προσωρινό μέτρο απέκλειε κάθε δικαστικό έλεγχο, δεν θα άφηνε στις επιχειρήσεις άλλη εναλλακτική λύση, είτε είχαν δίκιο είτε όχι, από την αναδοχή του κινδύνου που ενέχει η σοβαρή απειλή προστίμου ή τη ζημιογόνο λύση της συμβάσεως που θα είχε μπορέσει, σε περίπτωση προσφυγής, να διαφύγει της απαγορεύσεως. Θα είχε έτσι ως πρακτικό αποτέλεσμα να απαλλαγεί η Επιτροπή από την υποχρέωση εκδόσεως τελικής αποφάσεως χάρη στην αποτελεσματικότητα της απλής απειλής προστίμου.

    Αυτό το πρακτικό αποτέλεσμα δεν διέφυγε της Επιτροπής.

    Από το έγγραφο της 7ης Φεβρουαρίου 1966 που απηύθυνε στο Συμβούλιο Επιχειρήσεων ο γενικός διευθυντής του Ανταγωνισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή κάλεσε πράγματι τις επιχειρήσεις με την απειλή του άρθρου 15, παράγραφος 2, να «εξετάσουν καταρχήν με ποιο τρόπο μπορεί να επέλθει η λύση του Noordwijks Cement Accoord».

    Η Επιτροπή εσφαλμένα επικαλείται, τέλος, την υπερβολική επιβάρυνση που θα υφίστατο η διαδικασία σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής στα πλαίσια του άρθρου 15, παράγραφος 6, του κανονισμού.

    Αυτή η αντίρρηση, που δεν είναι κρίσιμη σε περίπτωση όπου περισσότερα από τρία έτη χωρίζουν την κοινοποίηση της συμφωνίας από την προσωρινή απόφαση, δεν έχει, εν πάση περιπτώσει, σημασία έναντι των ατομικών εγγυήσεων που προβλέπονται από τη Συνθήκη και υπερισχύουν όλων των κανονιστικών κειμένων.

    Οι αντιρρήσεις λοιπόν αυτές πρέπει να απορριφθούν.

    Από το σύνολο των στοιχείων αυτών προκύπτει ότι η πράξη, με την οποία η Επιτροπή έκρινε βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 6, του κανονισμού 17, αποτέλεσε και έπρεπε να αποτελέσει απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 189 της Συνθήκης.

    Η ένσταση απαραδέκτου πρέπει συνεπώς να απορριφθεί.

    Επί της ουσίας

    Για να στηρίξουν τις προσφυγές τους ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, μεταξύ άλλων λόγων, ότι η απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη.

    Κατά το γράμμα των πρακτικών της 343ης συνεδριάσεως της Επιτροπής, η απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1965 που παρατέθηκε παραπάνω, δεν περιέχει καμιά αιτιολογία.

    Το έγγραφο της 3ης Ιανουαρίου 1966, με το οποίο η απόφαση αυτή γνωστοποιήθηκε στα μέρη, αποτελείται από απλή περίληψη της συμφωνίας, συνοδευόμενη από τη δήλωση ότι η Επιτροπή «κατέληξε στο συμπέρασμα» ότι έπρεπε να εφαρμοστεί το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης και ότι «δεν είναι δικαιολογημένη» η εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3.

    Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν επιτρέπει τη γνώση των λόγων, ενόψει των οποίων εφαρμόστηκε το άρθρο 15, παράγραφος 6, του κανονισμού.

    Ούτε μπορεί να διαπιστωθεί η κανονικότητα των στοιχείων, επί των οποίων στηρίχτηκε η Επιτροπή, κατά τα οποία θεωρήθηκε ότι «συνέτρεχαν» οι προϋποθέσεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, και ότι δεν ήταν δικαιολογημένη η εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3.

    Μολονότι αυτή η εκτίμηση μπορεί να διατυπωθεί με σύντομη αιτιολογία, λόγω του προσωρινού χαρακτήρα της διαδικασίας, πρέπει εντούτοις να φαίνεται στην ίδια την απόφαση με σαφήνεια αρκετή για να καθιστά δυνατή στο Δικαστήριο και σε όλους τους ενδιαφερόμενους τη διαπίστωση της ορθής εφαρμογής των διατάξεων.

    Είναι αναμφισβήτητο ότι η Επιτροπή θα παρέβαινε τη Συνθήκη εφαρμόζοντας το άρθρο 15, παράγραφος 6, του κανονισμού, σε περιπτώσεις που οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής προδήλως δεν πληρούνται.

    Ο κίνδυνος της παραβάσεως αυτής καθιστά αναγκαία την αιτιολογία που θα επιτρέψει την άσκηση του προσήκοντος δικαστικού ελέγχου.

    Η ανάγκη, επιπλέον, να διαπιστωθεί η προφανής βαρύτητα της παραβάσεως του άρθρου 85, παράγραφος 1, αντί να εξασθενίζει την υποχρέωση αυτή, την καθιστά, αντιθέτως, εντονότερη.

    Άσχετα έτσι από όλους τους άλλους λόγους των οποίων παρέλκει η εξέταση, η απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1965 που γνωστοποιήθηκε στις επιχειρήσεις με έγγραφο της 3ης Ιανουαρίου 1966 πρέπει να ακυρωθεί ελλείψει αιτιολογίας.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    έχοντας υπόψη τα διαδικαστικά έγγραφα,

    αφού άκουσε την έκθεση του εισηγητή δικαστή, τις αγορεύσεις των διαδίκων, καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα,

    έχοντας υπόψη τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και ιδίως τα άρθρα 85 και 189, το Πρωτόκολλο περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και τον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

    απορρίπτοντας κάθε αντίθετο αίτημα, αποφασίζει:

     

    Ακυρώνει την απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1965 που γνωστοποιήθηκε στις προσφεύγουσες επιχειρήσεις με έγγραφο της 3ης Ιανουαρίου 1966.

     

    Trabucchi

    Monaco

    Donner

    Lecourt

    Strauss

    Κρίθηκε από το Δικαστήριο στο Λουξεμβούργο στις 15 Μαρτίου 1967.

    Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Μαρτίου 1967.

    Trabucchi

    Monaco

    Donner

    Lecourt

    Strauss

    Ο Γραμματέας

    Α. van Houtte

    Ο Πρόεδρος

    Α. Trabucchi

    πρόεδρος τμήματος


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top