EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61963CJ0073

Απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Φεβρουαρίου 1964.
NV Internationale Crediet- en Handelsvereniging "Rotterdam" και De Coöperatieve Suikerfabriek en Raffinaderij G.A. "Puttershoek" κατά Υπουργού Γεωργίας και Αλιείας που εδρεύει στη Χάγη.
Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: College van Beroep voor het Bedrijfsleven - Κάτω Χώρες.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 73 και 74/63.

Αγγλική ειδική έκδοση 1954-1964 01019

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1964:8

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 18ης Φεβρουαρίου 1964 ( *1 )

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 73/63 και 74/63,

που έχουν ως αντικείμενο δύο αιτήσεις του «College van Beroep voor het Bedrijfsleven» ( 1 ) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ,

αφενός, NV Internationale Crediet- en Handelsvereniging«Rotterdam», με έδρα το Ρόττερνταμ,

και

De Cooperatieve Suikerfabriek en Raffinaderij GA«Puttershoek», με έδρα το Putterschoek, εκπροσωπουμένων από τον F. Salomonson, δικηγόρο του Dordrecht,

προσφεύγουσες,

και

αφετέρου, του Υπουργού Γεωργίας και Αλιείας, που εδρεύει στη Χάγη,

καθού,

εκπροσωπουμένου από τους J. Η. Weber και L. J. Schippers, την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς τα εξής ερωτήματα (στο βαθμό που τίθενται, ενόψει της αλληλεξαρτήσεώς τους):

1)

Εξουσιοδοτεί η απόφαση της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας της 27ης Ιουλίου 1960 (που παρατάθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1960, ανανεώθηκε στις 28 Ιουνίου 1961 και τροποποιήθηκε εκ νέου στις 27 Φεβρουαρίου 1962) περί μέτρων διασφαλίσεως ως προς την εισαγωγή στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας άρτου και ζαχαρώδους μάζας προελεύσεως άλλων κρατών μελών, τις Κάτω Χώρες να επιβάλλουν επιβαρύνσεις επί της εξαγωγής ζαχαρώδους μάζας προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως επί του πρώτου ερωτήματος,

α)

Μπορούσε η Επιτροπή να παραχωρήσει, δυνάμει του άρθρου 226 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος, την εξουσία αυτή στις Κάτω Χώρες, ενώ αυτές δεν την είχαν ζητήσει;

και αν όχι

β)

Δεν είναι, για τον λόγο αυτό, άκυρη η απόφαση, όσον αφορά την εξουσιοδότηση προς τις Κάτω Χώρες;

3)

Στην περίπτωση που οι απαντήσεις επί των ερωτημάτων 2, α και 2, β δεν διαπιστώνουν την ακυρότητα της αποφάσεως,

α)

Πρέπει να υπαχθούν στις δυσχέρειες του άρθρου 226, παράγραφος 1, της Συνθήκης, εκείνες που προκύπτουν αποκλειστικά από την εφαρμογή των επιτακτικών κανόνων της Συνθήκης και ιδίως από την εφαρμογή των κανόνων περί καταργήσεως των εσωτερικών δασμών;

και σε περίπτωση αποφατικής απαντήσεως επί του ερωτήματος αυτού,

β)

Μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η απόφαση δεν είναι έγκυρη στον βαθμό που παραχωρεί στις Κάτω Χώρες την προαναφερθείσα εξουσία; Ή πρέπει, για άλλους λόγους, να γίνει δεκτή η ακυρότητα της αποφάσεως, λόγω παραβάσεως του δικαίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως προτείνουν οι προσφεύγουσες με την επιχειρηματολογία τους, κατά την οποία η Επιτροπή, εκδίδοντας την απόφασή της, προσέφυγε στη διαδικασία του άρθρου 226 της Συνθήκης για να αποφύγει τη διαδικασία του άρθρου 235 της Συνθήκης;

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Α. Μ. Donner, (εισηγητή) πρόεδρο, Ch. L. Hammes και Α. Trabucchi, προέδρους τμήματος, L. Delvaux, R. Rossi, R. Lecourt και W. Strauss, δικαστές

γενικός εισαγγελέας: Κ. Roemer

γραμματέας: Α. van Houtte

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

(το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται)

Σκεπτικό

Η Επιτροπή έθεσε το ζήτημα, εάν το «College van Beroep voor het Bedrijfsleven», δικαστήριο τελευταίου βαθμού, παρέβη το άρθρο 177, παράγραφος 3, της Συνθήκης, επειδή δεν ζήτησε από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 12, επί του οποίου το εν λόγω δικαστήριο στήριξε τα υποβληθέντα στο πλαίσιο της διαδικασίας παραπομπής ερωτήματα.

Από το σκεπτικό της αποφάσεως του εν λόγω δικαστηρίου συνάγεται, εντούτοις, ότι αυτό το ίδιο δεν ερμήνευσε το άρθρο 12, αλλά περιορίστηκε εν προκειμένω σε εφαρμογή της ερμηνείας που προκύπτει από προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου που εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 177 επί των υποθέσεων 26/62 και 28/62 έως 30/62.

Παρέλκει, επομένως, η εξέταση του ζητήματος που έθεσε η Επιτροπή.

Στο Δικαστήριο υποβλήθηκε καταρχήν το ερώτημα, εάν οι επίδικες αποφάσεις της Επιτροπής, που επέτρεψαν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας την επιβολή ειδικής επιβαρύνσεως επί των εισαγωγών ζαχαρώδους μάζας, εξουσιοδότησαν επίσης το Βασίλειο των Κάτω Χωρών να επιβάλει ισόποση επιβάρυνση επί των εξαγωγών του προϊόντος αυτού προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Η τελευταία αυτή εξουσιοδότηση τελεί υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος μέλος εξαγωγής δεν επιβάλλει το ίδιο την επιβάρυνση που προβλέπεται από τις αποφάσεις.

Οι αποφάσεις αυτές, που απευθύνονται, μεταξύ άλλων, προς τις κυβερνήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, καθόρισαν το ύψος της επιβαρύνσεως καταρχήν σε ολλανδικά φιορίνια (HFL) και επικουρικά σε γερμανικά μάρκα (DM).

Μολονότι στις αποφάσεις αυτές δεν διατυπώθηκε ρητή εξουσιοδότηση, που θα ήταν πλέον σύμφωνη προς τις απαιτήσεις της ασφάλειας δικαίου, οι αποφάσεις αυτές εξουσιοδότησαν σιωπηρά την Ολλανδική Κυβέρνηση να εισπράξει την εν λόγω επιβάρυνση.

Με το δεύτερο ερώτημα ζητείται από το Δικαστήριο να αποφανθεί εάν το άρθρο 226 επέτρεπε στην Επιτροπή να εξουσιοδοτήσει την Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών να επιβάλει επιβάρυνση που δεν είχε ζητηθεί και σε περίπτωση αποφατικής απαντήσεως, εάν θίγεται για τον λόγο αυτό το κύρος των αποφάσεων.

Τα μέτρα διασφαλίσεως έχουν μόνο σκοπό την προσωρινή προστασία στον τομέα της οικονομικής δραστηριότητας που αντιμετωπίζει δυσχέρειες.

Μολονότι η παράγραφος 1 του άρθρου 226 προβλέπει ότι το ενδιαφερόμενο κράτος ζητεί να λάβει το ίδιο μέτρα διασφαλίσεως, η παράγραφος 2 της διατάξεως αυτής παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να ορίσει, κατόπιν της αιτήσεως αυτής, «τα μέτρα διασφαλίσεως που θεωρεί αναγκαία» και να προσδιορίσει «συγχρόνως τους όρους και τον τρόπο εφαρμογής τους».

Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της εν λόγω διατάξεως αφορά μόνο τη φύση και την έκταση των εξαιρέσεων από τη Συνθήκη και όχι τον οριζόμενο από την Επιτροπή τρόπο πραγματοποιήσεως της διασφαλίσεως που ζητήθηκε.

Η Επιτροπή οφείλει σχετικά να κάνει χρήση των μέσων που συνεπάγονται τα λιγότερο επαχθή αποτελέσματα έναντι του κράτους, του οποίου θίγεται κάποιος τομέας της οικονομικής δραστηριότητας από τα επιτραπέντα μέτρα.

Για τον σκοπό αυτό η άδεια λήψεως μέτρων διασφαλίσεως που χορηγείται στο κράτος που τα ζήτησε μπορεί να εξαρτηθεί από τον όρο ότι το κράτος, του οποίου θίγεται κάποιος τομέας της οικονομικής δραστηριότητας από τα μέτρα αυτά, δεν προτιμά να τα εφαρμόσει το ίδιο.

Η δυνατότητα, εξάλλου, της Επιτροπής να προβλέπει τον όρο αυτό κατά τη χορήγηση της άδειας υπογραμμίζεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 226, που προβλέπει επιλογή κατά προτεραιότητα των μέτρων που διαταράσσουν το λιγότερο δυνατό τη λειτουργία της κοινής αγοράς.

Από την άποψη, επομένως, αυτή οι επίδικες αποφάσεις δεν επιδέχονται αμφισβήτηση.

Με το τρίτο ερώτημα το «College van Beroep» ζητεί καταρχήν να κριθεί εάν οι δυσκολίες που προκύπτουν αποκλειστικά από την εφαρμογή επιτακτικών διατάξεων της Συνθήκης και ιδίως από την κατάργηση των εσωτερικών δασμών μπορούν να αποτελέσουν δυσχέρειες υπό την έννοια του άρθρου 226.

Από την αιτιολογία των επίδικων αποφάσεων προκύπτει ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για δυσχέρειες που υφίσταντο ήδη πριν από την έναρξη εφαρμογής της Συνθήκης και που απλώς επιδεινώθηκαν λόγω της καταργήσεως των περιορισμών του ενδοκοινοτικού εμπορίου.

Επειδή δεν αποδείχτηκε η ανακρίβεια των αιτιολογικών αυτών σκέψεων, το εν λόγω ερώτημα δεν παρίσταται κρίσιμο, όσον αφορά τις αποφάσεις της Επιτροπής που υποβλήθηκαν στον έλεγχο του Δικαστηρίου.

Το άρθρο 226 δεν συνδυάζει, άλλωστε, την έννοια «δυσχέρειες» με καμιά διάκριση, ανάλογα με το αν οφείλονται στην εφαρμογή της Συνθήκης ή όχι.

Το κύρος των επίδικων αποφάσεων δεν μπορεί, συνεπώς, να αμφισβητηθεί απ' αυτή την άποψη.

Με το τρίτο ερώτημα ζητείται από το Δικαστήριο περαιτέρω να κρίνει εάν το κύρος των αποφάσεων αυτών θίγεται λόγω ασαφούς αιτιολογίας ή λόγω του ότι η Επιτροπή τις εξέδωσε δυνάμει του άρθρου 226 της Συνθήκης για να αποφύγει την εφαρμογή του άρθρου 235.

Αρκεί να εξετάσει το Δικαστήριο σχετικά εάν, αφενός, η Επιτροπή, προσφεύγοντας στο άρθρο 226, αγνόησε το άρθρο 235 και αν, αφετέρου, οι επίδικες αποφάσεις πάσχουν ελάττωμα που μπορεί να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως.

Το άρθρο 235 αποτελεί επικουρικό μέσο δράσεως και εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η Συνθήκη δεν προέβλεψε τις αναγκαίες για την πραγματοποίηση των στόχων της εξουσίες.

Η κανονική, επομένως, άσκηση των εξουσιών που χορηγεί η Συνθήκη δεν μπορεί να αποτελέσει αγνόηση αυτής της διατάξεως.

Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης, επικαλούμενες τη διατύπωση της αποφάσεως του Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 2/62 και 3/62, ισχυρίστηκαν ότι άδεια που δεν δημοσιεύτηκε δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «σαφώς προβλεπόμενη εξαίρεση», όπως απαιτεί η απόφαση αυτή.

Επειδή η παράλειψη της προβλεπόμενης δημοσιότητας μπορεί να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να εξεταστεί.

Μολονότι φαίνεται ευκταίο απόφαση αυτού του είδους, που επηρεάζει τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των υπηκόων περισσότερων κρατών μελών, να μη στερείται της δημοσιότητας που εξασφαλίζεται σε ανάλογες περιπτώσεις, το άρθρο 191 προβλέπει για τις αποφάσεις μόνο κοινοποίηση προς τους αποδέκτες τους.

Είναι βέβαιο ότι η κοινοποίηση αυτή έγινε εν προκειμένω.

Η λεγόμενη «σαφώς προβλεπόμενη εξαίρεση» συνίστατο, εξάλλου, εν προκειμένω, σ' αυτό το ίδιο άρθρο 226, στο βαθμό που καθιστά δυνατή τη λήψη μέτρων διασφαλίσεως που συνεπάγονται εξαιρέσεις από τα άρθρα 12 και 16 της Συνθήκης.

Ελλείψει, επομένως, άλλης αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενης πλημμέλειας, δεν φαίνεται να υπάρχει άλλο στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος των εν λόγω αποφάσεων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

έχοντας υπόψη τα διαδικαστικά έγγραφα,

αφού άκουσε την έκθεση του εισηγητή δικαστή, τις προφορικές παρατηρήσεις των διαδίκων της κύριας δίκης, της Επιτροπής της ΕΟΚ και της Κυβερνήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 12, 16, 177, 191, 226 και 235 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, το Πρωτόκολλο περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και τον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και τις αποφάσεις στις υποθέσεις 26/62 και 28/62 έως 30/62,

κρίνοντας επί των προδικαστικών ερωτημάτων που του υπέβαλε, με Διάταξη της 10ης Ιουλίου 1963, το «College van Beroep voor het Bedrijfsleven», αποφαίνεται:

 

1)

Οι αποφάσεις της Επιτροπής της ΕΟΚ της 27ης Ιουλίου 1960, της 21ης Δεκεμβρίου 1960, της 28ης Ιουνίου 1961, της 22ας Δεκεμβρίου 1961 και της 27ης Φεβρουαρίου 1962 περί των μέτρων διασφαλίσεως που εφαρμόζονται στις εισαγωγές στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας άρτου και ζαχαρώδους μάζας προελεύσεως άλλων κρατών μελών, εξουσιοδοτούν την Κυβέρνήση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών να επιβάλει επιβάρυνση του ίδιου ύψους επί της εξαγωγής των προϊόντων αυτών προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

 

2)

Από την εξέταση των ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος των εν λόγω αποφάσεων.

 

Donner

Hammes

Trabucchi

Delvaux

Rossi

Lecourt

Strauss

Κρίθηκε στο Λουξεμβούργο στις 18 Φεβρουαρίου 1964.

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Φεβρουαρίου 1964.

Donner

Hammes

Trabucchi

Delvaux

Rossi

Lecourt

Strauss

Ο Γραμματέας

Α. van Houtte

Ο Πρόεδρος

Ch. L. Hammes

πρόεδρος τμήματος


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

( 1 ) Οικονομικό-διοικητικό δικαστήοριο του ολλανδικού δικαίου.

Top