This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61962CC0026
Opinion of Mr Advocate General Roemer delivered on 12 December 1962. # NV Algemene Transport- en Expeditie Onderneming van Gend & Loos v Netherlands Inland Revenue Administration. # Reference for a preliminary ruling: Tariefcommissie - Netherlands. # Case 26-62.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Roemer της 12ης Δεκεμβρίου 1962.
NV Algemene Transport- en Expeditie Onderneming van Gend & Loos κατά Nederlandse administratie der belastingen.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tariefcommissie - Κάτω Χώρες.
Υπόθεση 26/62.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Roemer της 12ης Δεκεμβρίου 1962.
NV Algemene Transport- en Expeditie Onderneming van Gend & Loos κατά Nederlandse administratie der belastingen.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tariefcommissie - Κάτω Χώρες.
Υπόθεση 26/62.
Αγγλική ειδική έκδοση 1954-1964 00863
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1962:42
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
KARL ROEMER
της 12ης Δεκεμβρίου 1962 ( *1 )
Περιεχόμενα
Εισαγωγή |
|
Νομική εξέταση |
|
I — Σειρά ερεύνης |
|
II — Πρώτο ερώτημα |
|
1. Παραδεκτό |
|
2. Εξέταση του πρώτου ερωτήματος |
|
III — Δεύτερο ερώτημα |
|
1. Παραδεκτό |
|
2. Εξέταση του δευτέρου ερωτήματος |
|
IV — Συμπέρασμα |
Κύριε Πρόεδρε,
Κύριοι δικαστές,
Εισαγωγή
Η παρούσα υπόθεση προέρχεται από μια δίκη ενώπιον του Tariefcommissie, ολλανδικού διοικητικού δικαστηρίου. Αυτό το δικαστήριο έχει επιληφθεί προσφυγής ακυρώσεως μιας αποφάσεως του ολλανδικού Δημοσίου της 6ης Μαρτίου 1961, περί εφαρμογής ορισμένου δασμού επί των εισαγωγών ουρίας-φορμαλδεΰδης προελεύσεως Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Αυτή η απόφαση στηρίζεται στο νέο ολλανδικό δασμολόγιο, που άρχισε να ισχύει την 1η Μαρτίου 1960 και το οποίο θεσπίστηκε με το πρωτόκολλο των Βρυξελλών της 25ης Ιουλίου 1958 από το Βασίλειο του Βελγίου, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, επικυρώθηκε δε από την τελευταία αυτή χώρα με νόμο της 16ης Δεκεμβρίου 1959.
Οι διάδικοι της κύριας δίκης συμφωνούν με το Tariefcommissie επί του γεγονότος ότι κατά τη στιγμή της εισαγωγής (9 Σεπτεμβρίου 1960) τα εισαχθέντα είδη κατατάχθηκαν ορθά σε ορισμένη κλάση του ισχύοντος δασμολογίου. Όμως αυτό το δασμολόγιο διαφέρει από το παλαιό ( 1 ), θεσπίστηκε δε σύμφωνα με την ονοματολογία των Βρυξελλών ( 2 ), πράγμα το οποίο επέφερε μεταβολές των παλαιών δασμολογικών κλάσεων.
Ενώ το εν λόγω προϊόν, όπως φαίνεται από δύο αποφάσεις του Tariefcommissie, κατατασσόταν πριν από την 1η Μαρτίου 1960 σε κατηγορία, επί της οποίας επιβαλλόταν δασμός 3 % σύμφωνα με το ολλανδικό δασμολόγιο («Tariefbesluit» 1947), μετά την εισαγωγή της ονοματολογίας των Βρυξελλών επιβαλλόταν σ' αυτό υψηλότερος δασμός, λόγω της αναδιαρθρώσεως των παλαιών δασμολογικών κλάσεων.
Γι' αυτό τον λόγο η προσφεύγουσα έκρινε ότι αυτή η τροποποίηση του δασμολογίου από το πρωτόκολλο των Βρυξελλών παραβίαζε το άρθρο 12 της Συνθήκης και ότι η απόφαση που εξέδωσε η τελωνειακή αρχή έπρεπε να ακυρωθεί, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων της Συνθήκης ΕΟΚ.
Το Tariefcommissie δεν έλυσε αυτό το πρόβλημα, αλλά το υπέβαλε στο Δικαστήριο στις 16 Αυγούστου 1962, σύμφωνα με το άρθρο 177 της Συνθήκης, ζητώντας να εκδώσει προδικαστική απόφαση επί δύο ερωτημάτων. Ζητούσε να μάθει:
«1) Αν έχει το άρθρο 12 της Συνθήκης ΕΟΚ εσωτερικά αποτελέσματα, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, με άλλα λόγια αν μπορούν οι πολίτες να επικαλούνται, βάσει του άρθρου αυτού, προσωπικά δικαιώματα που τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να διασφαλίζουν.
2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν υπήρξε παράνομη αύξηση του εισαγωγικού δασμού ή αν πρόκειται μόνο για λογική τροποποίηση των ισχυόντων πριν από την 1η Μαρτίου 1960 δασμών, τροποποίηση η οποία, αν και αποτελεί αύξηση από αριθμητική άποψη, δεν πρέπει να θεωρηθεί ως απαγορευόμενη βάσει του άρθρου 12.».
Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ο γραμματέας κοινοποίησε την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως στους διαδίκους της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή. Οι διάδικοι της δίκης, οι Κυβερνήσεις του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, του Βασιλείου του Βελγίου, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και η Επιτροπή της ΕΟΚ κατέθεσαν έγγραφες παρατηρήσεις. Κατά τη διάρκεια των προφορικών συζητήσεων, μόνο η προσφεύγουσα και η Επιτροπή της ΕΟΚ έλαβαν τον λόγο. Θα μνημονεύσω το περιεχόμενο όλων αυτών των παρατηρήσεων εξετάζοντας την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Νομική εξέταση
I — Σειρά ερεύνης
Με ορισμένες έγγραφες παρατηρήσεις υποδείχθηκε στο Δικαστήριο να αρχίσει απαντώντας στο δεύτερο ερώτημα.
Σύμφωνα με την αντίληψη της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, το δεύτερο ερώτημα στηρίζεται στη σκέψη ότι υπάρχει σύγκρουση μεταξύ του άρθρου 12 της Συνθήκης ΕΟΚ και του πρωτοκόλλου των Βρυξελλών (το οποίο αποτελεί τη βάση του βαλλόμενου δασμολογίου). Αυτή η σκέψη στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της Συνθήκης ΕΟΚ. Η συμφωνία Benelux δεν θέλησε να παρεκκλίνει ανεπιτρέπτως από τη Συνθήκη ΕΟΚ. Τέτοια απάντηση στο δεύτερο ερώτημα θα αποστερούσε το πρώτο από το αντικείμενό του. Θεωρώ ότι ενδείκνυται να αφιερώσω καταρχάς λίγο χρόνο σ' αυτή την άποψη, για λόγους οικονομίας της δίκης.
Καταρχήν πιστεύω ότι, απαντώντας στα ερωτήματα ερμηνείας, το Δικαστήριο υποχρεούται να τηρήσει τη σειρά την οποία προτίμησε το δικαστήριο που του τα υπέβαλε, τουλάχιστον όταν αυτή η σειρά καθορίζεται σε συνάρτηση με το βαθμό της σπουδαιότητας των προς λύση ζητημάτων για την εθνική δίκη και αν τα υποβαλλόμενα ερωτήματα έχουν, σύμφωνα με το σύστημα του κοινοτικού δικαίου, ουσιαστική και λογική σχέση μεταξύ τους, που να επιτρέπει να τηρηθεί η επιλεγείσα σειρά. Αλλά δεν υπάρχει ανάγκη να εμβαθύνω σ' αυτό το πρόβλημα στην υπό κρίση υπόθεση.
Δεν θα ήταν δυνατό να νοηθεί να αντιστραφεί αυτή η σειρά παρά μόνο αν φαινόταν, εκ πρώτης όψεως και πριν από την κατά κυριολεξία εξέταση, ότι το δεύτερο ερώτημα είναι απλούστερο και ότι θα έπρεπε να αποτελέσει το αντικείμενο απαντήσεως τέτοιας, η οποία θα καθιστούσε αναμφίβολα αλυσιτελή την εξέταση του πρώτου. Κατά τη γνώμη μου όμως, στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτό χωρίς αμφιβολία ότι το δεύτερο ερώτημα παρουσιάζει μόνο την όψη που προσέδωσε η Ολλανδική Κυβέρνηση, ότι παρουσιάζει λιγότερη δυσκολία και ότι απαιτεί λιγότερο εκτενή εξέταση, ούτε ότι κατά πάσα πιθανότητα η απάντηση που θα δοθεί σ' αυτό θα είναι σύμφωνη με την άποψη που υπαινίχθηκε η Ολλανδική Κυβέρνηση. Αυτή η σκέψη αρκεί για να διατηρηθεί η σειρά εξετάσεως που επέλεξε το Tariefcommissie, η οποία επιπλέον θεωρώ ότι έχει επίσης και τη λογική της. Πράγματι, η ερμηνεία του περιεχομένου του άρθρου 12 δεν μπορεί να ενδιαφέρει το ολλανδικό δικαστήριο, παρά μόνο αν γνωρίζει ότι πρέπει να εφαρμόσει αυτόν τον κανόνα.
II — Πρώτο ερώτημα
1. Παραδεκτό
Πρέπει να εξεταστεί αυτεπάγγελτα αν η αίτηση του Tariefcommissie είναι παραδεκτή υπό την έννοια του άρθρου 177 της Συνθήκης. Πρόκειται για θέμα το οποίο δεν μπορεί να αποκλειστεί από τους ενδιαφερόμενους, διότι πρόκειται για αντικειμενική διαδικασία ερμηνείας της Συνθήκης. Φυσικά, τούτο δεν αποκλείει να προβάλουν οι ενδιαφερόμενοι ενστάσεις απαραδέκτου. Έτσι, η Ολλανδική και η Βελγική Κυβέρνηση επέστησαν την προσοχή επί των εξής σημείων, σχετικά με το πρώτο ερώτημα:
1) |
Το ερώτημα αυτό δεν αφορά την ερμηνεία ενός άρθρου της Συνθήκης αλλά είναι σχετικό με ένα πρόβλημα του ολλανδικού συνταγματικού δικαίου. |
2) |
Η απάντηση επί του πρώτου ερωτήματος δεν επηρεάζει τη λύση των αληθινών δυσχερειών της ολλανδικής δίκης. Ακόμη και σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως σ' αυτό το ερώτημα, το ολλανδικό δικαστήριο εξακολουθεί να αντιμετωπίζει το εξής πρόβλημα: ποιος νόμος επικυρώσεως προέχει για το δικαστήριο αυτό (εκείνος της Συνθήκης ΕΟΚ ή εκείνος του πρωτοκόλλου των Βρυξελλών). |
Αυτές οι παρατηρήσεις πρέπει να εξεταστούν πριν από τη λύση των τεθέντων προβλημάτων ερμηνείας.
Επί του σημείου 1
Το ζήτημα αν το Tariefcommissie υπέβαλε στο Δικαστήριο ένα πρόβλημα ολλανδικού συνταγματικού δικαίου δίνει λαβή σ' αυτήν την παρατήρηση: θεωρώ ότι η διατύπωση του πρώτου ερωτήματος — «έχει το άρθρο 12 (…) εσωτερικά αποτελέσματα» — οδηγεί στη σκέψη ότι το Δικαστήριο βρίσκεται ενώπιον ενός έργου που υπερβαίνει τις προβλεπόμενες στο άρθρο 177 αρμοδιότητές του. Είναι αδύνατο να διαφωτιστεί πλήρως το ζήτημα ποια είναι τα πραγματικά νομικά αποτελέσματα μιας διεθνούς συμβάσεως επί των υπηκόων ενός κράτους μέλους, χωρίς να ληφθεί υπόψη το εθνικό συνταγματικό δίκαιο.
Από την άλλη πλευρά όμως είναι σαφές ότι το ζήτημα δεν αφορά αποκλειστικά προβλήματα συνταγματικού δικαίου. Τα αποτελέσματα μιας διεθνούς συνθήκης εξαρτώνται καταρχάς από τη νομική έκταση ισχύος την οποία θέλησαν να δώσουν οι συντάκτες της στις διάφορες διατάξεις της, από το αν δεν περιλαμβάνουν μόνο προγράμματα, ανακοινώσεις βουλήσεως, υποχρεώσεις ενεργείας σε διεθνές επίπεδο, ή από το αν ένα μέρος από τις διατάξεις αυτές πρέπει να έχει άμεσο αποτέλεσμα στην έννομο τάξη των κρατών μελών. Αν η εξέταση περιορίζεται σ' αυτό το θέμα, χωρίς να περιλαμβάνει κρίση επί του τρόπου με τον οποίο το εθνικό συνταγματικό δίκαιο εντάσσει τις ηθελημένες συνέπειες της Συνθήκης στην εθνική έννομη τάξη, τότε η εξέταση αυτή κινείται στον τομέα της ερμηνείας της Συνθήκης. Ακόμη και αν η διατύπωση του πρώτου ερωτήματος δεν είναι επιτυχημένη, επιτρέπει να γίνει αντιληπτό ότι πρόκειται για παραδεκτή αίτηση ερμηνείας, την οποία το Δικαστήριο μπορεί να συναγάγει από τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά χωρίς δυσκολία και που μπορεί να εξετάσει κατά το άρθρο 177.
Επί του σημείου 2
Η δεύτερη αντίρρηση αφορά το ζήτημα αν η λύση του τεθέντος προβλήματος κοινοτικού δικαίου χρησιμεύει για την κρίση της εθνικής διαφοράς.
Κατά τη γνώμη μου, το Δικαστήριο δεν έχει καταρχήν καμιά αρμοδιότητα να εξετάσει αυτό το προκαταρκτικό ζήτημα. Όπως φαίνεται από το γράμμα του άρθρου 177, δεύτερη παράγραφος, το οποίο πρέπει επίσης να εφαρμόζεται στις περιπτώσεις παραπομπής, σύμφωνα με την τρίτη παράγραφο — «(…) αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία (…)» —, τα εθνικά δικαστήρια διαθέτουν σχετικά μιαν ορισμένη ελευθερία εκτιμήσεως. Σχηματίζουν μιαν ιδέα περί της λύσεως της εθνικής διαφοράς και διερωτώνται επί ποιου σημείου θα μπορούσε να συμπληρωθεί η επί των νομικών και πραγματικών ζητημάτων συλλογιστική τους με τη βοήθεια της δεσμευτικής ερμηνείας της Συνθήκης κατά το άρθρο 177. Το Δικαστήριο, το οποίο καταρχήν δεν οφείλει να εφαρμόζει το εθνικό δίκαιο, δεν μπορεί ούτε να ελέγξει ούτε να διορθώσει τις σκέψεις που στηρίζονται στο εθνικό δίκαιο, διότι αλλιώς διατρέχει τον κίνδυνο να κατηγορηθεί για υπέρβαση των ορίων της αρμοδιότητάς του. Επομένως πρέπει να δεχτεί την κρίση του εθνικού δικαστηρίου επί των στοιχείων που θεωρεί απαραίτητα για την απόφασή του.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι πάντως δυνατό να ισχύσει μια άλλη λύση, σε περίπτωση προφανούς σφάλματος εκτιμήσεως (παραδείγματος χάρη σε περίπτωση αντιθέσεως προς νόμους της λογικής, των γενικών αρχών του δικαίου ή ακόμη μη λήψεως υπόψη εθνικών νομικών ζητημάτων που έχουν κριθεί σαφώς, πράγμα που θα εμφάνιζε τη διαδικασία της παραπομπής ως γενομένη κατά κατάχρηση διαδικασίας.
Όσον αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση, δεν πρέπει να παραβλεφθεί ότι μετά από θετική απάντηση στο πρώτο ερώτημα προκύπτει το δεύτερο. Η εξέτασή του είναι δυνατό να οδηγήσει σε ερμηνεία του άρθρου 12, κατά την οποία δεν υφίσταται σύγκρουση μεταξύ της Συνθήκης ΕΟΚ και του πρωτοκόλλου των Βρυξελλών, διότι το άρθρο 12 επιτρέπει παρεκκλίσεις σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις. Εξάλλου, δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε τη σπουδαιότητα που θα απέδιδε το ολλανδικό δικαστήριο σε μια σύγκρουση που ενδεχομένως θα υφίστατο, ούτε το πώς θα την επέλυε. Για όλους αυτούς τους λόγους δεν είναι δυνατό να αμφισβητήσουμε τη σπουδαιότητα της αιτούμενης ερμηνείας για τη λυση της εθνικής διαφοράς και να αρνηθούμε έτσι να απαντήσουμε στο πρώτο ερώτημα.
Καθώς το πρώτο ερώτημα δεν θέτει προφανώς άλλα προβλήματα στο πλαίσιο του παραδεκτού, το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στην εξέτασή του επί της ουσίας.
2. Εξέταση του πρώτου ερωτήματος
Έχω ήδη αναφέρει ότι η διατύπωση του ερωτήματος δεν είναι επιτυχημένη. Το νόημά του όμως είναι σαφές όταν εξετάζεται υπό το φως του ολλανδικού Συνταγματικού Δικαίου.
Το άρθρο 66 του Ολλανδικού Συντάγματος, όπως ερμηνεύθηκε από τη νομολογία, ορίζει ότι οι διεθνείς συνθήκες υπερέχουν του εθνικού δικαίου όταν οι ρήτρες των συνθηκών έχουν γενική υποχρεωτική ενέργεια, δηλαδή όταν ισχύουν άμεσα (είναι «self executing»). Επομένως το ερώτημα είναι αν η Συνθήκη ΕΟΚ επιτρέπει να συναχθεί αυτός ο νομικός χαρακτήρας για το άρθρο 12 ή αν αυτό το άρθρο δεν θεσπίζει παρά μόνο την υποχρέωση των κρατών μελών να μην εκδίδουν αντίθετους κανόνες δικαίου, υποχρέωση η παράβαση της οποίας δεν συνεπάγεται ότι το εθνικό δίκαιο παραμένει ανενεργό.
Οι γνώμες που εκφράστηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δεν είναι ομόφωνες. Η προσφεύγουσα στην ολλανδική δίκη και η Επιτροπή της ΕΟΚ υποστηρίζουν ότι το άρθρο 12 έχει άμεσα εσωτερικά αποτελέσματα, υπό την έννοια ότι οι διοικήσεις και τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν να τα σέβονται άμεσα. Σύμφωνα με αυτήν τη γνώμη, στο πρώτο ερώτημα θα έπρεπε να δοθεί καταφατική απάντηση. Αντίθετα, η Ολλανδική, η Βελγική και η Γερμανική Κυβέρνηση δεν συνάγουν από το άρθρο 12 παρά μόνο μια υποχρέωση για τα κράτη μέλη.
Στις έγγραφες παρατηρήσεις και κατά τη διάρκεια των προφορικών συζητήσεων, η Επιτροπή επιχείρησε να θεμελιώσει τη γνώμη της παρουσιάζοντας λεπτομερή ανάλυση επί της δομής της Κοινότητας. Με πολύ εντυπωσιακό τρόπο εξέθεσε ότι, σε σχέση με το συμβατικό διεθνές δίκαιο και τη γενική διακρατική νομική πρακτική, οι ευρωπαϊκές συνθήκες αποτελούν βαθιά καινοτομία και ότι θα ήταν λάθος να εξεταστούν μόνο κατά τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου.
Αυτές οι παρατηρήσεις διατυπώθηκαν ορθά σε μια διαδικασία που θέτει το ζήτημα αρχής των σχέσεων μεταξύ του κοινοτικού και του εσωτερικού δικαίου.
Όποιος είναι εξοικειωμένος με το δίκαιο της Κοινότητας γνωρίζει ότι πράγματι αυτό το δίκαιο δεν εξαντλείται στις συμβατικές σχέσεις μεταξύ διαφόρων κρατών ως υποκειμένων του διεθνούς δικαίου. Η Κοινότητα έχει τα δικά της θεσμικά όργανα, ανεξάρτητα από τα κράτη μέλη, στα οποία έχει παρασχεθεί η εξουσία να εκδίδουν διοικητικές πράξεις και να θεσπίζουν κανόνες δικαίου που δημιουργούν άμεσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, όχι μόνο για τα κράτη μέλη και τις διοικήσεις τους, αλλά επίσης και για τους υπηκόους των κρατών μελών. Αυτό συνάγεται σαφώς από τα άρθρα 187, 189, 191 και 192 της Συνθήκης.
Η Συνθήκη ΕΟΚ περιλαμβάνει άλλωστε διατάξεις, οι οποίες είναι βέβαιο ότι προορίζονται να επεμβαίνουν άμεσα στο εθνικό δίκαιο και να το μεταβάλουν ή να το συμπληρώσουν. Αναφέρομαι στις διατάξεις των άρθρων 85 και 86 στον τομέα του ανταγωνισμού (απαγόρευση ορισμένων συμπράξεων, απαγόρευση της καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσης στην κοινή αγορά), στην εφαρμογή των κανόνων επί του ανταγωνισμού από τις διοικήσεις των κρατών μελών (άρθρο 88), καθώς και στην υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να συνεργάζονται με τα κοινοτικά όργανα στη νομολογία και την αναγκαστική εκτέλεση (άρθρα 177 και 192 της Συνθήκης — άρθρα 26 και 27 του Οργανισμού του Δικαστηρίου). Σχετικά, μπορούν επίσης να αναφερθούν διατάξεις που είναι φύσεως τέτοιας ώστε να έχουν άμεσα αποτελέσματα σε μεταγενέστερο στάδιο, για παράδειγμα οι διατάξεις του τίτλου που είναι αφιερωμένος στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων (άρθρα 48 και 60).
Από την άλλη πλευρά όμως, δεν πρέπει να λησμονηθεί ότι σε μεγάλο αριθμό διατάξεων της Συνθήκης γίνεται ρητή αναφορά στις υποχρεώσεις των κρατών μελών.
Παραθέτω, από το πρώτο μέρος περί των αρχών της Κοινότητας, το άρθρο 5, με την επιταγή που απευθύνεται στα κράτη μέλη να λαμβάνουν κάθε κατάλληλο μέτρο για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη, ή το άρθρο 8, το οποίο προβλέπει τη διαπίστωση ότι οι στόχοι που ορίστηκαν για το πρώτο στάδιο έχουν επιτευχθεί και ότι ορισμένες υποχρεώσεις έχουν εκπληρωθεί. Από τον τίτλο περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μπορεί να μνημονευθεί το άρθρο 11 (υποχρεώσεις σε θέματα δασμών) και το άρθρο 37 (υποχρεώσεις όσον αφορά τα κρατικά μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα). Τέλος θα σημειώσω ακόμη, χωρίς να ισχυρίζομαι ότι εξαντλώ πλήρως το θέμα, το άρθρο 106, στο οποίο τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να επιτρέπουν πληρωμές σε ορισμένο νόμισμα.
Η ορολογία της Συνθήκης, που περιέχει πολλές εννοιολογικές αποχρώσεις, το ουσιαστικό περιεχόμενο και τα συμφραζόμενα των κανόνων αυτών επιτρέπουν ασφαλώς να διαπιστωθεί ότι οι κανόνες αυτοί δεν καθορίζουν στην πραγματικότητα παρά υποχρέωση των κρατών μελών.
Επιπλέον, υπάρχει ολόκληρη σειρά από διατάξεις, οι οποίες, αν και έχουν διατυπωθεί με τη μορφή δηλώσεως, δεν αφορούν προφανώς, σύμφωνα με το περιεχόμενο και τα συμφραζόμενά τους, παρά μόνο υποχρεώσεις των κρατών μελών και όχι άμεσα εσωτερικά έννομα αποτελέσματα.
Πρόκειται για τις διατάξεις περί καταργήσεως των εισαγωγικών δασμών, άρσεως των εξαγωγικών δασμών, μειώσεως των δασμών ταμιευτικού χαρακτήρα (άρθρα 13, 16 και 17), περί της προοδευτικής εισαγωγής του Κοινού Δασμολογίου (άρθρο 23), περί της καταργήσεως των ποσοστώσεων επί των εισαγωγών (άρθρο 32), περί της μετατροπής των διμερών ποσοστώσεων σε καθολικές ποσοστώσεις και της αυξήσεως των τελευταίων (άρθρο 33), περί της διαρρυθμίσεως των κρατικών μονοπωλίων εμπορικού χαρακτήρα (άρθρο 37), περί της προοδευτικής καταργήσεως των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως (άρθρο 52), περί της καταργήσεως των περιορισμών στην κίνηση των κεφαλαίων (άρθρο 67) και περί της καταργήσεως των διακρίσεων στις μεταφορές (άρθρο 79).
Συγκριτικά, είναι σχετικά σπάνιο να βρεθούν στην ορολογία της Συνθήκης οι όροι «απαγόρευση» ή «απαγορευόμενος», όπως για παράδειγμα στα άρθρα 7, 9, 30, 34, 80, 85 και 86. Και μάλιστα, σε ορισμένο αριθμό από αυτές τις διατάξεις, κυρίως όταν δεν απευθύνονται στους πολίτες, από το κείμενο ή τα συμφραζόμενα προκύπτει σαφώς, με παραπομπή σε κανονιστικές πράξεις που πρέπει να εκδοθούν αργότερα ή σε άλλους εκτελεστικούς κανονισμούς, ότι αυτές οι διατάξεις δεν μπορούν να έχουν άμεσα έννομα αποτελέσματα (άρθρα 9, 30 και 34).
Είναι αξιοσημείωτο ότι, ακόμα και στις διατάξεις που περιέχουν την έκφραση «ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά» (άρθρο 92 για τις κρατικές ενισχύσεις), δεν είναι δυνατό να νοηθεί άμεση ισχύς, διότι, κατά το άρθρο 93, όταν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι αυτές οι ρυθμίσεις δεν συμβιβάζονται με τη Συνθήκη, έχει την εξουσία να αποφασίσει ότι το οικείο κράτος οφείλει να τις καταργήσει ή να τις τροποποιήσει εντός ορισμένης προθεσμίας.
Αυτή η ανάλυση μου επιτρέπει να συναγάγω ένα πρώτο συμπέρασμα: ότι μεγάλος αριθμός χωρίων της Συνθήκης δεν περιλαμβάνουν ασφαλώς παρά μόνο υποχρεώσεις των κρατών μελών και όχι κανόνες που έχουν άμεσα εσωτερικά αποτελέσματα.
Η καταστολή των παραβιάσεων της Συνθήκης έχει διαμορφωθεί, σύμφωνα με αυτό το σύστημα, στα πλαίσια της υπερεθνικής δικαιοδοσίας. Κατά το άρθρο 169, η Επιτροπή τάσσει στο κράτος μέλος το οποίο δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη προθεσμία, κατά τη διάρκεια της οποίας μπορεί να συμμορφωθεί προς τη γνώμη της Επιτροπής. Σύμφωνα με το άρθρο 171, αυτό το κράτος οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου. Εάν οι συντάκτες της Συνθήκης είχαν θελήσει να θεσπίσουν, στο κοινοτικό δίκαιο, ως γενικό κανόνα την άμεση ισχύ των διατάξεων της Συνθήκης, υπό την έννοια ότι υπερέχουν έναντι του εθνικού δικαίου, η κατασταλτική διαδικασία θα μπορούσε να περιοριστεί στη διαπίστωση της ακυρότητας των αντίθετων προς τη Συνθήκη μέτρων. Τουλάχιστον ο κανόνας του άρθρου 171, αν όχι και ο καθορισμός της προβλεπόμενης στο άρθρο 169 προθεσμίας, θα ήταν περιττός.
Εάν εξετάσουμε τη θέση που μπορεί να έχει το άρθρο 12 σ' αυτό το σύστημα, σ' αυτή την κλίμακα νομικών δυνατοτήτων, πρέπει να αρχίσουμε υπενθυμίζοντας το περιεχόμενό του, που έχει ως εξής:
«Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν μεταξύ τους νέους εισαγωγικούς και εξαγωγικούς δασμούς ή φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος ούτε προβαίνουν σε αύξηση εκείνων που εφαρμόζουν στις μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις.».
Θεωρώ βέβαιο από τη διατύπωση που προτιμήθηκε, πράγμα το οποίο εξάλλου κανείς δεν αμφισβητεί, ότι δεν αποκλείεται καθόλου η ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως, όπως δεν αποκλείεται και από άλλα άρθρα της Συνθήκης που χρησιμοποιούν την ίδια φρασεολογία. Το να τεθεί το άρθρο αυτό σε ιεραρχικά κατώτερη νομική βαθμίδα δεν θα ανταποκρινόταν στη σπουδαιότητα του άρθρου 12 στο πλαίσιο της Συνθήκης. Εξάλλου, πιστεύω ότι η δυνατότητα εκπληρώσεως της υποχρεώσεως δεν εξαρτάται από άλλες νομικές πράξεις των οργάνων της Κοινότητας, πράγμα το οποίο επιτρέπει, κατά κάποιο τρόπο, να γίνεται λόγος για άμεσα νομικά αποτελέσματα του άρθρου 12.
Εντούτοις, το αποφασιστικό σημείο στο ερώτημα του Tariefcommissie είναι το αν αυτό το αποτέλεσμα σταματά στις κυβερνήσεις των κρατών μελών ή αν πρέπει να εισχωρεί στο εθνικό νομικό πεδίο, επιφέροντας την άμεση εφαρμογή της διατάξεως αυτής από τις διοικήσεις και τα δικαστήρια. Εδώ αρχίζουν οι πραγματικές ερμηνευτικές δυσχέρειες.
Αυτό που πρέπει να σημειωθεί καταρχάς, είναι ότι τα κράτη μέλη αναφέρονται στο άρθρο αυτό ως αποδέκτες, όπως ακριβώς συμβαίνει και με άλλες διατάξεις, οι οποίες προφανώς αποσκοπούν μόνο να επιβάλουν υποχρεώσεις στα κράτη μέλη (άρθρα 13, 14, 16, 17 κ.λπ.). Τα κράτη μέλη δεν θα επιβάλουν νέους δασμούς ή δεν θα προβούν σε αύξηση των ισχυόντων. Από αυτό πρέπει να συναχθεί ότι το άρθρο 12 δεν αφορά τη διοικητική πρακτική, δηλαδή τη συμπεριφορά των εθνικών διοικήσεων.
Αλλά, ανεξάρτητα από τον καθορισμό του αποδέκτου, το άρθρο 12 θυμίζει τη διατύπωση άλλων διατάξεων, οι οποίες είναι βέβαιο, κατά τη γνώμη μου, ότι δεν δημιουργούν παρά μόνο υποχρεώσεις των κρατών μελών, διότι αναφέρονται ρητά σε υποχρεώσεις, έστω και αν αυτό γίνεται μόνο στις επόμενες παραγράφους (βλέπε ιδίως τα άρθρα 31 και 37).
Εδώ πρέπει να μνημονευθεί επιπλέον και το άρθρο 95, το οποίο ορίζει ότι κανένα κράτος μέλος δεν επιβάλλει άμεσα ή έμμεσα στα προϊόντα άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους οποιασδήποτε φύσεως, ανώτερους από εκείνους που επιβαρύνουν άμεσα ή έμμεσα τα ομοειδή εθνικά προϊόντα, συνεχίζοντας στην τρίτη παράγραφο ως εξής: «Τα κράτη μέλη καταργούν ή τροποποιούν το αργότερο στην αρχή του δευτέρου σταδίου, τις υφιστάμενες κατά την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης διατάξεις που είναι αντίθετες προς τους ανωτέρω κανόνες».
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η φρασεολογία του άρθρου 12 δεν χρησιμοποιεί όρους όπως «απαγόρευση», «απαγορευόμενος», «ασυμβίβαστος», «άνευ αποτελέσματος», οι οποίες απαντώνται σε άλλες διατάξεις της Συνθήκης. Ακριβώς όταν μια διάταξη προορίζεται να ισχύσει άμεσα, δηλαδή να εφαρμοστεί από τις διοικήσεις των κρατών μελών, είναι αδύνατο να μην προσδιοριστούν σαφώς τα επιδιωκόμενα έννομα αποτελέσματα.
Πρέπει όμως να διερωτηθούμε προπάντων αν, από το περιεχόμενό του, το άρθρο 12 φαίνεται ότι είναι φύσεως τέτοιας ώστε να ισχύσει άμεσα. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, τουλάχιστον στο παρόν στάδιο, τα κράτη μέλη διατηρούν ακόμη σε μεγάλο βαθμό τις νομοθετικές τους εξουσίες στον δασμολογικό τομέα. Σε ορισμένα κράτη μέλη οι εξουσίες αυτές ασκούνται με τυπικούς νόμους. Επομένως, η άμεση ισχύς του άρθρου 12 θα είχε συχνά την έννοια ελέγχου των νομοθετικών πράξεων από τις διοικήσεις και τα δικαστήρια των κρατών μελών μέσω των διατάξεων του άρθρου 12.
Εξετάζοντας τον σκοπό αυτής της διατάξεως, φαίνεται ότι, παρά την πρώτη εντύπωση, έχει πολύ περίπλοκη φύση. Επομένως, άμεση ισχύς που να μη δίνει λαβή σε προβλήματα παρίσταται αδύνατη.
Το άρθρο 12 εφαρμόζεται μεταξύ άλλων στις φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος. Είδαμε πρόσφατα σε άλλη δίκη τις δυσχέρειες που μπορεί να προκαλέσει ο ακριβής καθορισμός αυτής της έννοιας. Ακόμη, το άρθρο 12 αφορά τους δασμούς ή τις φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος που εφαρμόζονται σε δεδομένο χρονικό σημείο. Στην πρακτική του Δικαστηρίου μας, γνωρίζουμε ότι ακόμη και ο όρος «που ισχύει» (ή «που εφαρμόζεται») μπορεί να δημιουργήσει σοβαρές δυσχέρειες εφαρμογής. Τέλος, αυτή η ίδια η διαδικασία δείχνει πόσα πολλά προβλήματα μπορεί να δημιουργήσει η διαπίστωση μιας αυξήσεως των ισχυόντων δασμών όταν οφείλεται σε τροποποίηση της δασμολογικής ονοματολογίας.
Αυτές οι δυσχέρειες φαίνονται ακόμη σαφέστερα αν σκεφθούμε ότι στη δασμολογική νομοθεσία τα κράτη δεν υπέχουν μόνο υποχρέωση αποχής από ενέργεια. Σύμφωνα με τη Συνθήκη, υποχρεούνται να προσαρμόζουν διαρκώς τη δασμολογική νομοθεσία τους προς την εξέλιξη της κοινής αγοράς. Επομένως, αν το δασμολογικό σύστημα μεταβάλλεται συνεχώς, ο έλεγχος της τηρήσεως της συμπληρωματικής ρήτρας ακινητοποιήσεως («standstill») του άρθρου 12 δεν είναι ασφαλώς εύκολος.
Λαμβανομένου υπόψη αυτού του γεγονότος, δύσκολα αντιλαμβάνομαι πώς μπορεί να ελπίζει η Επιτροπή ότι η άμεση ισχύς του άρθρου 12 θα αυξήσει την ασφάλεια δικαίου.
Μπορεί άραγε να υποτεθεί ότι οι επιχειρήσεις θα επαφίονται, όσον αφορά τις εμπορικές σχέσεις, σε ορισμένη ερμηνεία και εφαρμογή επιμέρους διατάξεων της Συνθήκης ή μήπως προσανατολιστούν ασφαλέστερα προς τις θετικές εθνικές δασμολογικές διατάξεις;
Αν και αυτές οι σκέψεις δίνουν ήδη λαβή για την απόρριψη της άμεσης εσωτερικής ισχύος του άρθρου 12, πρέπει να προστεθούν ακόμη και τα εξής:
Τα συνταγματικά δίκαια στα κράτη μέλη και ειδικότερα η εκτίμηση των σχέσεων μεταξύ του υπερεθνικού ή του διεθνούς δικαίου και της μεταγενέστερης εθνικής νομοθεσίας κάθε άλλο παρά είναι ενιαία.
Αν αναγνωριζόταν άμεση εσωτερική ισχύς στο άρθρο 12, από αυτό θα προέκυπτε ότι σ' ένα μέρος μόνο των κρατών μελών οι παραβάσεις του άρθρου 12 θα επέφεραν την ακυρότητα της εθνικής δασμολογικής νομοθεσίας και θα καθιστούσαν αδύνατη την εφαρμογή της. Κάτι τέτοιο νομίζω ότι συμβαίνει στις Κάτω Χώρες, το Σύνταγμα των οποίων (άρθρο 66) θέτει τις διεθνείς συνθήκες, με υποχρεωτικούς και άμεσα ισχύοντες γενικούς κανόνες, σε ιεραρχικά ανώτερη βαθμίδα από τους εθνικούς νόμους, στο Λουξεμβούργο — όπου η νομολογία, ελλείψει ρητής διατάξεως του Συντάγματος, έχει καταλήξει σε γενικές γραμμές στο ίδιο αποτέλεσμα ( 3 ) — και ίσως στη Γαλλία — ίσως, διότι το άρθρο 55 του Συντάγματος της 4ης Οκτωβρίου 1958 δεν είναι πολύ σαφές επί του θέματος των μεταγενέστερων νόμων και περιέχει επιπλέον την επιφύλαξη της αμοιβαιότητας ( 4 ).
Από την άλλη πλευρά είναι βέβαιο ότι το βελγικό Σύνταγμα δεν περιέχει διατάξεις περί της νομικής ισχύος των διεθνών συνθηκών σε σχέση με το εθνικό δίκαιο. Φαίνεται ότι κατά τη νομολογία βρίσκονται στην ίδια βαθμίδα με τους εθνικούς νόμους.
Επίσης, ·το κείμενο του ιταλικού Συντάγματος δεν περιέχει καμία διάταξη που να επιτρέπει να συναχθεί ότι οι διεθνείς συνθήκες υπερέχουν του εθνικού δικαίου. Η νομολογία και η κρατούσα θεωρία δεν τοποθετούν τις συνθήκες σε ανώτερη βαθμίδα, τουλάχιστον σε σχέση με τους μεταγενέστερους εθνικούς νόμους.
Τέλος, όσον αφορά το γερμανικό Συνταγματικό Δίκαιο, το άρθρο 24 του Βασικού Νόμου προβλέπει ότι η Ομοσπονδία μπορεί να παραχωρήσει διά νόμου κυριαρχικά δικαιώματα σε διεθνείς οργανισμούς. Το άρθρο 25 ορίζει ότι οι γενικοί κανόνες του διεθνούς δικαίου αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ομοσπονδιακού δικαίου, ότι υπερέχουν των νόμων και ότι δημιουργούν άμεσα δικαιώματα και υποχρεώσεις στους κατοίκους του ομοσπονδιακού εδάφους. Εντούτοις, η νομολογία δεν συνάγει από αυτό, αντίθετα από ορισμένους συγγραφείς, την υπεροχή των διεθνών συνθηκών επί των εθνικών νόμων που εκδόθηκαν μεταγενέστερα ( 5 ).
Οι συντάκτες της Συνθήκης είχαν προ οφθαλμών αυτή την κατάσταση του συνταγματικού δικαίου όταν συνέτασσαν τα κοινοτικά νομικά κείμενα. Κατά τη γνώμη μου, από αυτή την κατάσταση φαίνεται αμφίβολο, όσον αφορά αυτή την τόσο σημαντική διάταξη για τη δασμολογική νομοθεσία, ότι οι συντάκτες θέλησαν να δεχτούν τις συνέπειες άνισης εξέλιξης του δικαίου, οι οποίες συνδέονται με την αρχή της αμέσου ισχύος, χωρίς να εναρμονίζονται με έναν ουσιώδη στόχο της Κοινότητας.
Όμως, ούτε η ενιαία εξέλιξη του δικαίου θα εξασφαλιζόταν στα κράτη μέλη το συνταγματικό δίκαιο των οποίων αναγνωρίζει την υπεροχή των διεθνών συνθηκών επί του εθνικού δικαίου.
Η Συνθήκη δεν περιέχει ασφαλή μηχανισμό για να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος. Το άρθρο 177 δεν προβλέπει παρά μόνο δικαίωμα προδικαστικής παραπομπής και υποχρέωση τέτοιας ενέργειας όταν πρόκειται για ζήτημα ερμηνείας της Συνθήκης και όχι για πρόβλημα συμβιβαστού του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό. Θα μπορούσε, λοιπόν, να υποτεθεί ότι τα εθνικά δικαστήρια παραλείπουν να υποβάλουν στο Δικαστήριο ένα προδικαστικό ζήτημα διότι δεν θεωρούν ότι υφίστανται δυσχέρειες ερμηνείας, αλλά ότι καταλήγουν σε διαφορετικά αποτελέσματα λόγω της δικής τους ερμηνείας της Συνθήκης. Με τον τρόπο αυτόν, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν διαφορές κατά την εφαρμογή του δικαίου μεταξύ των δικαστηρίων των διαφόρων κρατών, καθώς και μεταξύ των δικαστηρίων ενός και του αυτού κράτους.
Μετά από όλες αυτές τις παρατηρήσεις που στηρίζονται σε συνολική θεωρία του συστήματος της Συνθήκης, επί του γράμματος, της ουσίας και των συμφραζομένων της προς ερμηνεία διατάξεως, καταλήγω στο εξής συμπέρασμα: ότι το άρθρο 12 πρέπει να χαρακτηριστεί νομικά με τον ίδιο τρόπο όπως και οι άλλοι κανόνες περί της τελωνειακής ενώσεως. Για όλους, το άρθρο 11 έχει βασική σημασία όταν ομιλεί ρητά για «υποχρεώσεις (…) στον τομέα των δασμών», πράγμα το οποίο αποκλείει τα άμεσα εσωτερικά αποτελέσματα, υπό την έννοια του πρώτου ερωτήματος. Επομένως, είμαι πεπεισμένος ότι στο πρώτο ερώτημα του Tariefcommissie πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.
III — Δεύτερο ερώτημα
Αυτή η πρόταση σημαίνει ότι ούτε η απόφασή σας ούτε αυτές οι προτάσεις πρέπει να ασχοληθούν με το δεύτερο ερώτημα της παραπομπής. Το παραπέμπον δικαστήριο έθεσε ρητά αυτό το ερωτημα επικουρικά, για την περίπτωση που το Δικαστήριο θα έκρινε ότι ο εθνικός δικαστής πρέπει να εφαρμόσει ευθέως το άρθρο 12 της Συνθήκης. Αλλά, ακόμα και χωρίς την επιφύλαξη του παραπέμποντος δικαστηρίου, το δεύτερο ερώτημα χάνει τη σημασία του αν δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο.
Εντούτοις, είναι γνωστό ότι η απόπειρα λύσεως των προβλημάτων που θίγονται σ' αυτήν τη διαφορά μπορεί να οδηγήσει σε απαντήσεις, το περιεχόμενο των οποίων παρουσιάζει αισθητές διαφορές. Αναφέρομαι εδώ όχι μόνο στις διαφορές στις προφορικές παρατηρήσεις των μετεχόντων στη διαδικασία, αλλά επίσης στην ποικιλία των γνωμών που απαντώνται επί του προβλήματος που θέτει αυτή η διαδικασία στη θεωρία και την πρακτική του δημοσίου δικαίου και του διεθνούς δικαίου. Για τους λόγους αυτούς, θα εξετάσω επικουρικά το δεύτερο ερώτημα του Tariefcommissie, ξεκινώντας από την υπόθεση ότι έχετε απαντήσει στο πρώτο ερώτημα ότι το άρθρο 12 δεσμεύει το εθνικό δικαστήριο.
Επί του δευτέρου ερωτήματος, μόνο η Ολλανδική και η Βελγική Κυβέρνηση, η Επιτροπή της ΕΟΚ και η προσφεύγουσα της ολλανδικής δίκης υπέβαλαν δικές τους παρατηρήσεις.
1. Παραδεκτό
Όπως και με το πρώτο ερώτημα, η Βελγική και η Ολλανδική Κυβέρνηση άρχισαν ανακινώντας ορισμένα προβλήματα επί του παραδεκτού. Ισχυρίζονται ιδίως ότι:
1) |
το δεύτερο ερώτημα είναι απαράδεκτο διότι αφορά την εφαρμογή της Συνθήκης και όχι την ερμηνεία της· |
2) |
το δεύτερο ερώτημα επιδιώκει να καταστρατηγήσει τη διαδικασία των άρθρων 169 και 170 της Συνθήκης· οι ιδιώτες δεν μπορούν να προσβάλλουν έμμεσα τη στάση των κρατών μελών δεν επιτρέπεται να αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μια υποτιθέμενη παραβίαση της Συνθήκης βάσει του άρθρου 177. |
Επί του σημείου 1
Μετά την ανάγνωση του δευτέρου ερωτήματος δεν μπορεί να αποκρυβεί η εντύπωση ότι αναμένεται από το Δικαστήριο να εφαρμόσει τη Συνθήκη.
Το άρθρο 177 της Συνθήκης, στο μέτρο που παρουσιάζει ενδιαφέρον εδώ, δεν ομιλεί παρά μόνο για ερμηνεία της Συνθήκης. Ως ερμηνεία νοείται ο καθορισμός της εννοίας μιας διατάξεως, όταν η έννοια και ο σκοπός δεν προκύπτουν σαφώς από το κείμενο. Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της ερμηνείας και της εφαρμογής ενός κανόνα σε συγκεκριμένη περίπτωση, της ερεύνης αν ορισμένα πραγματικά περιστατικά μπορούν να υπαχθούν σε νομικό κανόνα και της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών που προκύπτει από την υπαγωγή αυτήν. Τα όρια μεταξύ ερμηνείας και εφαρμογής είναι μερικές φορές δύσκολο να διακριθούν, κυρίως όταν η ερμηνεία περιορίζεται σε μερική έποψη και όταν το ερμηνευτικό πρόβλημα διαφωτίζεται από την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, στην οποία προβαίνει το παραπέμπον δικαστήριο, πράγμα το οποίο μπορεί να φανεί χρήσιμο για να διευκολυνθεί το έργο του Δικαστηρίου. Εντούτοις, δεν θα ήθελα να δεχτώ ότι στην υπό κρίση περίπτωση το αίτημα του ολλανδικού δικαστηρίου αποσκοπεί στον έλεγχο της εφαρμογής της Συνθήκης από το Δικαστήριο. Εδώ μπορώ να παραπέμψω στην πρώτη διαδικασία παραπομπής (13/61), κατά τη διάρκεια της οποίας το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι επιτρεπόταν στο εθνικό δικαστήριο να εκθέσει συγκεκριμένα και απλά τα ερωτήματα που αποτέλεσαν το αντικείμενο της παραπομπής (Slg., τ. VIII, σ. 110).
Με βάση το σύνολο του περιεχομένου της αποφάσεως περί παραπομπής, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να συναγάγει την ουσία και τον σκοπό του υποβληθέντος ερωτήματος και να απαντήσει σ' αυτό με γενικό τρόπο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του. Εν πάση περιπτώσει, θα περιοριστώ στα όρια της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου και δεν θα επεκταθώ στην εφαρμογή της Συνθήκης σε συγκεκριμένη περίπτωση. Δεν θα χρειαστεί να προβώ για τον σκοπό αυτόν σε διαπιστώσεις πραγματικών περιστατικών. Όμως, αντίθετα από ό, τι δέχεται η Ολλανδική Κυβερνηση, αυτές οι διαπιστώσεις δεν αποκλείονται στις προδικαστικές διαδικασίες παραπομπής (πρβλ. άρθρο 103, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο παραπέμπει στα άρθρα 44 και επόμενα του ίδιου κανονισμού). Επομένως, το δεύτερο ερώτημα ασφαλώς δεν είναι απαράδεκτο στο σύνολό του.
Επί του σημείου 2
Οι αμφιβολίες σχετικά με τη σχέση μεταξύ της παρούσας διαδικασίας και εκείνης των άρθρων 169 και 170 της Συνθήκης, καθώς και με τον κίνδυνο να καταστρατηγηθεί αυτή η διαδικασία, οδηγούν στις εξής παρατηρήσεις:
Το άρθρο 169 ρυθμίζει τη δικαστική διαπίστωση των παραβιάσεων της Συνθήκης, οι οποίες διαπράττονται από τα κράτη μέλη. Μπορεί να ζητηθεί από την Επιτροπή όταν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν συμμορφώνεται προς αυτήν τη γνώμη της Επιτροπής. Το άρθρο 170 προβλέπει ανάλογη διαδικασία που αρχίζει με την προσφυγή κράτους μέλους, ενδεχομένως δε χωρίς προηγούμενη γνώμη της Επιτροπής.
Στην υπό κρίση υπόθεση, αν το Δικαστήριο ασχοληθεί με το δεύτερο ερώτημα μέσα στα όρια της αρμοδιότητάς του, δεν οφείλει να προβεί παρά μόνο σε γενική ερμηνεία του άρθρου 12, της εννοίας και του σκοπού του, αφήνοντας το εθνικό δικαστήριο να συναγάγει τα συμπεράσματά του. Το διατακτικό και το σκεπτικό δεν πρέπει να αναφέρουν ούτε λέξη για τη συμπεριφορά ενός κράτους μέλους ούτε να διαπιστώσουν αν αυτή η στάση συμβιβάζεται με τη Συνθήκη ή αν συνιστά παραβίασή της. Επομένως, το Δικαστήριο δεν οφείλει να προβεί σε εκτίμηση, η οποία επιφυλάσσεται για τη διαδικασία των άρθρων 169 και 170.
Η άποψη ότι τα άρθρα 169 και 170 αποκλείουν τη δυνατότητα των εθνικών δικαστηρίων να διαπιστώνουν ότι ορισμένα μέτρα του κράτους μέλους στο οποίο υπάγονται είναι άκυρα, λόγω παραβάσεως των κανόνων της Συνθήκης, θα είχε ως συνέπεια να αμφισβητηθεί η ύπαρξη κανόνων της Συνθήκης που να μπορούν να εφαρμόζονται άμεσα από τα εθνικά δικαστήρια. Πράγματι, η άμεση ισχύς πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα να μπορούν οι κανόνες που έχουν αυτήν την ιδιότητα να αναπτύσσουν τα αποτελέσματά τους χωρίς περιορισμούς και ακόμη, αν χρειαστεί, κατά αντιθέτου εθνικού δικαίου. Η άμεση ισχύς ελλείπει όταν είναι απαραίτητη προηγούμενη διαπίστωση του Δικαστηρίου.
Πρέπει, λοιπόν, να συμπεράνω ότι τα άρθρα 169 και 170 αφορούν καταρχάς την περίπτωση κατά την οποία ένας κανόνας της Συνθήκης δεν ισχύει άμεσα, αλλά απλώς περιέχει επιταγή προς τα κράτη μέλη. Εδώ νομικά και λογικά υπάρχει χώρος για διαδικασία εξαναγκασμού, δηλαδή για διαδικασία ο σκοπός της οποίας είναι η μεταβολή της νομικής καταστάσεως, όχι όμως για την περίπτωση καταστάσεως συγκρούσεως, όπου το δίκαιο της Κοινότητας, δυνάμει της αμέσου ισχύος του, θα επιβαλλόταν από μόνο του επί του εθνικού δικαίου.
Καθώς το δεύτερο ερώτημα δεν έχει τεθεί παρά μόνο για την περίπτωση που θα δοθεί καταφατική απάντηση στο πρώτο, δηλαδή για την περίπτωση που θα γίνει δεκτό ότι το άρθρο 12 έχει άμεσο εσωτερικό αποτέλεσμα, δεν μπορεί να λογισθεί η απάντησή σας ως ανεπίτρεπτη καταστρατήγηση από το Δικαστήριο του άρθρου 169.
Δεν βλέπω άλλο πρόβλημα στο πλαίσιο του παραδεκτού. Επομένως, μπορώ να προχωρήσω αμέσως στην κατά κυριολεξία εξέταση του δεύτερου ερωτήματος.
2. Εξέταση του δεύτερου ερωτήματος
Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων επί του παραδεκτού, το ερώτημα αυτό πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι μόνο τα καθαρώς ερμηνευτικά προβλήματα πρέπει να εξεταστούν.
Σύμφωνα με την έκθεση των πραγματικών περιστατικών του ολλανδικού δικαστηρίου, αυτό σημαίνει ότι το Δικαστήριο πρέπει να καθορίσει τα κριτήρια που επιτρέπουν να διαπιστωθεί αν υφίσταται σημαντική αύξηση των δασμών, σύμφωνα με το άρθρο 12. Με αφετηρία το γράμμα του άρθρου 12, πρόκειται καταρχάς, για την ολλανδική δίκη, για ερμηνεία των όρων «που εφαρμόζουν» και «προβαίνουν σε αύξηση».
Στις έγγραφες παρατηρήσεις της, η Επιτροπή προσπάθησε να τακτοποιήσει συστηματικά τα πολυάριθμα δευτερεύοντα ερωτήματα στα οποία μπορεί να υποδιαιρεθεί το δεύτερο ερώτημα.
Όσον αφορά την απαγόρευση αυξήσεως των εισαγωγικών δασμών, τίθενται τα εξής ειδικότερα προβλήματα:
1) |
Η απαγόρευση επιβάλλεται για κάθε συγκεκριμένο προϊόν ή αφορά το γενικό επίπεδο των εισαγωγικών δασμών; |
2) |
Η απαγόρευση είναι απόλυτη ή επιτρέπει ορισμένες εξαιρέσεις, οι οποίες προκύπτουν, σύμφωνα με την έννοια και τον σκοπό της, από το ίδιο το άρθρο 12 ή από τον συσχετισμό του με άλλες διατάξεις της Συνθήκης; |
Ο όρος «που εφαρμόζουν» οδηγεί επίσης σε ορισμένα δευτερεύοντα ερωτήματα:
1) |
Πρόκειται για το ζήτημα ποιοι είναι οι πράγματι εφαρμοζόμενοι δασμολογικοί συντελεστές στην τελωνειακή πρακτική; |
2) |
Πρέπει να ληφθεί υπόψη η τελωνειακή πρακτική που προκλήθηκε από ψευδείς τελωνειακές δηλώσεις; |
3) |
Πώς πρέπει να εκτιμηθούν στην τελωνειακή πρακτική οι αποφάσεις του Tariefcommissie; |
4) |
Πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα από την άποψη της τελωνειακής πρακτικής των Κάτω Χωρών ή των χωρών του Benelux γενικά; |
Για το πρώτο σύνολο ερωτημάτων, η Επιτροπή υπογραμμίζει καταρχάς, πράγμα το οποίο κανείς από τους διαδίκους δεν αμφισβήτησε, ότι η απαγόρευση του άρθρου 12 ισχύει για κάθε προϊόν. Στο κείμενο δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το αντίθετο.
Ιδίως η χρησιμοποίηση του πληθυντικού «δασμούς» είναι εύγλωττη. Επίσης μπορεί να συναχθεί από άλλες δασμολογικές διατάξεις αυτού του κεφαλαίου ότι ισχύουν για κάθε προϊόν (άρθρο 14), εκτός αν γίνεται ρητή αναφορά συνολικού υπολογισμού για τα δασμολογικά μέτρα (συνολική είσπραξη εκ δασμών, άρθρο 14). Εξάλλου, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι το άρθρο 12 έχει απόλυτη ενέργεια που δεν επιδέχεται καμία εξαίρεση. Η λειτουργία του αντιστοιχεί, σε δασμολογικά ζητήματα, σ' εκείνη του άρθρου 31 για τους ποσοτικούς περιορισμούς. Στην απόφαση 7/61, το Δικαστήριο έκρινε επί του άρθρου 31 και δέχτηκε με έμφαση την απόλυτη ενέργειά του που δεν επιδέχεται καμιά εξαίρεση.
Θεωρώ ότι δίκαια η Επιτροπή συνάγει από αυτά το συμπέρασμα ότι ακόμη και οι δυσχέρειες, που μπορεί να προκαλέσει η αναμόρφωση της δασμολογικής ονοματολογίας, δεν παρέχουν καταρχήν καμία δυνατότητα απομακρύνσεως από την απαγόρευση του άρθρου 12. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, ήδη πριν από τη σύναψη της Συνθήκης, τα κράτη μέλη ασχολήθηκαν με τα προβλήματα της μετατροπής των δασμολογικών κλάσεων σύμφωνα με την ονοματολογία των Βρυξελλών. Επομένως, είχαν επίγνωση αυτών των δυσχερειών. Εντούτοις, αν παρέλειψαν να εκφράσουν στο άρθρο 12 μια επιφύλαξη προς τον σκοπό αυτόν, από αυτό δεν συνάγεται παρά μόνο μια ένδειξη της απόλυτης ενέργειας αυτού του άρθρου.
Όπως προκύπει από το κείμενο της συμβάσεως των Βρυξελλών επί της ονοματολογίας για τη δασμολογική κατάταξη των εμπορευμάτων (της 15ης Δεκεμβρίου 1950), τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν τη δυνατότητα, μέσα στις κλάσεις της δασμολογικής ονοματολογίας, να δημιουργήσουν διακρίσεις για να κατατάξουν εκεί προϊόντα και για να διατηρήσουν έτσι μια δασμολογική διαφοροποίηση. Συνεπώς, η ονοματολογία των Βρυξελλών δεν έχει ως αναγκαία συνέπεια την κατάργηση ορισμένων δασμών.
Τα κράτη μέλη της ΕΟΚ μπορούν, άλλωστε, να εξαλείψουν ορισμένες δυσχέρειες που προέρχονται από την αναμόρφωση της ονοματολογίας, μειώνοντας τους ενδοκοινοτικούς δασμούς τους για ορισμένες κλάσεις κάτω από το προβλεπόμενο από τη Συνθήκη μέτρο, αποφεύγοντας έτσι να παραβιάσουν τον κανόνα του άρθρου 12.
Αν αναλογισθεί κανείς ότι σε ορισμένες περιπτώσεις υφίστανται ανυπέρβλητες δυσχέρειες, πρέπει να παρατηρήσω ότι οι γενικές και όχι τόσο αιτιολογημένες παρατηρήσεις της Ολλανδικής και της Βελγικής Κυβερνήσεως δεν αφήνουν να διαφανούν αυτές οι δυσχέρειες. Επιπλέον, η πειστικότητά τους αμβλύνεται από τις δηλώσεις του Ολλανδού Υπουργού Οικονομικών κατά τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις επί του πρωτοκόλλου Benelux ( 6 ), οι οποίες δείχνουν ότι υφίσταντο ήδη, για το προϊόν που ενδιαφέρει την παρούσα υπόθεση, σύμφωνα με τον παλαιό τελωνειακό νόμο του 1947, ορισμένες δυσχέρειες τελωνειακής διοικητικής πρακτικής, οι οποίες συνδέονται με τον ακριβή καθορισμό της συνθέσεως αυτού του προϊόντος και των δυνατοτήτων χρησιμοποιήσεώς του. Θα μπορούσε έτσι να σχηματιστεί η εντύπωση ότι οι δυσχέρειες που συνδέονται με τη δασμολογική αναμόρφωση δεν ήταν καθοριστικές για την προβλεπόμενη από το πρωτόκολλο των Βρυξελλών δασμολογική μεταχείριση.
Όμως, σε τελική ανάλυση μπορώ να αντιπαρέλθω σιωπηρά αυτά τα πραγματικά ζητήματα. Διαπιστώνω απλώς ότι δεν είναι δυνατό να αναγνωριστεί η ύπαρξη νομικής δυνατότητας παρεκκλίσεως από την απόλυτη απαγόρευση του άρθρου 12 για τις ανάγκες της τροποποιήσεως της δασμολογικής ονοματολογίας, τουλάχιστον όσον αφορά τα δεδομένα της υπό κρίση υποθέσεως.
Επίσης, το άρθρο 233, που ορίζει ρητά ότι η Συνθήκη ΕΟΚ δεν εμποδίζει την ύπαρξη και την ολοκλήρωση των περιφερειακών ενώσεων μεταξύ Βελγίου και Λουξεμβούργου, καθώς και μεταξύ Βελγίου, Λουξεμβούργου και Κάτω Χωρών, δεν επιτρέπει τη χαλάρωση της ρήτρας ακινητοποιήσεως (standstill) του άρθρου 12. Όπως προκύπτει από την προσθήκη «εφόσον οι στόχοι των περιφερειακών αυτών ενώσεων δεν επιτυγχάνονται με την εφαρμογή της παρούσης συνθήκης», η βασική σκέψη της διατάξεως είναι να επιτρέψει στα κράτη του Benelux να επιταχύνουν και να εντείνουν την περιφερειακή ολοκλήρωση ανεξάρτητα από τη Συνθήκη. Δεν μπορεί όμως να χρησιμεύσει για τη δικαιολόγηση παραβάσεως στοιχειωδών θεμελιωδών διατάξεων της Συνθήκης της Κοινότητας, οι οποίες επιβάλλονται εξίσου σε όλα τα κράτη μέλη και που μπορούν να τηρηθούν χωρίς να θίξουν τους στόχους της περιφερειακής ενώσεως, η οποία γνώριζε ένα Κοινό Εξωτερικό Δασμολόγιο πριν από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΟΚ.
Ο όρος «δασμός που εφαρμόζεται» αποτελεί το επίκεντρο του δεύτερου συνόλου ερωτημάτων.
Κι εδώ μπορώ να αρχίσω παραπέμποντας σε απόφαση του Δικαστηρίου. Στην υπόθεση 10/61 το Δικαστήριο έκρινε ότι, τόσο για το άρθρο 12, όσο και για το άρθρο 14, ο πράγματι εφαρμοζόμενος δασμός αποτελεί το αποφασιστικό στοιχείο και όχι ο κατά νόμο εφαρμοστέος. Αυτή η αντίληψη στηρίζεται στη διαπίστωση ότι είναι δύσκολο να ελέγξει το Δικαστήριο το εθνικό δίκαιο (τη νομιμότητα της υφιστάμενης τελωνειακής πρακτικής), καθώς και στο γεγονός ότι η διαφορά μεταξύ «κατά νόμο εφαρμοστέου δασμού» και «πράγματι εφαρμοζόμενου δασμού» είναι συνήθης στη Συνθήκη, όπως προκύπτει από το άρθρο 19.
Δεν βλέπω κανένα λόγο να αμφισβητήσω την αρχή αυτής της αποφάσεως. Όμως σ' αυτήν τη δίκη υπάρχουν ακόμα ορισμένες ειδικές όψεις του προβλήματος, στις οποίες αξίζει να δοθεί προσοχή.
Ειπώθηκε ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, εφαρμόστηκε δασμός μόνο 3 % επί των προϊόντων του είδους εκείνων που αποτέλεσαν το αντικείμενο της επίδικης τελωνειακής αποφάσεως, βάσει ψευδών τελωνειακών δηλώσεων. Αυτές οι περιπτώσεις δεν παρουσιάζουν καμία δυσχέρεια. Θεωρώ αυτονόητο ότι μια τέτοια πρακτική δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη σε καμιά περίπτωση, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι κατά νόμο εφαρμοστέοι δασμοί, αλλά η υφιστάμενη πρακτική, διότι η ratio legis, κατά την οποία η πρακτική της τελωνειακής διοικήσεως είναι αποφασιστική για τα εμπορικά μέτρα, δεν επιβάλλει την προστασία των προσώπων, η συμπεριφορά των οποίων προκάλεσε την κακή εφαρμογή του δασμολογίου. Επομένως, ψευδείς τελωνειακές δηλώσεις δεν μπορούν ποτέ να αποτελέσουν το έρεισμα αποφασιστικής πρακτικής για το τελωνειακό καθεστώς της Συνθήκης.
Ανέκυψε περαιτέρω το ζήτημα της σπουδαιότητας των αποφάσεων του Tariefcommissie που εκδόθηκαν μετά την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης και οι οποίες έκριναν ότι έπρεπε να εφαρμοστεί στα προϊόντα που ενδιαφέρουν την υπό κρίση υπόθεση δασμός 3 % και όχι 10 % και που συνεπώς θεώρησαν παράνομη την πρακτική του Ολλανδικού Δημοσίου.
Για τη διαφώτιση του προβλήματος, το Δικαστήριο ζήτησε να του υποβληθούν έγγραφες επεξηγήσεις από τους μετασχόντες στην προφορική διαδικασία. Καθώς το περιεχόμενό τους δεν αφήνει καμία αμφιβολία, τίποτα δεν εμποδίζει τη χρησιμοποίηση τους στην παρούσα υπόθεση. Ιδού η εικόνα που μας παρέχουν:
Σύμφωνα με τις επεξηγήσεις της προσφεύγουσας της ολλανδικής δίκης, στην εισαγωγή καθαρής ουρίας-φορμαλδεΰδης (δηλαδή του επίδικου προϊόντος) επιβαλλόταν δασμός 3 % μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1956. Μετά από αυτή την ημερομηνία, η τελωνειακή διοίκηση εισέπραττε δασμό 10 % επί του αυτού προϊόντος. Η πρώτη μεταβολή της τελωνειακής πρακτικής ώθησε την προσφεύγουσα να ασκήσει διοικητική προσφυγή, η οποία κατέληξε στις 6 Μαΐου 1958 στην προαναφερθείσα απόφαση του Tariefcommissie. Αυτή η υπόθεση είχε ως συνέπεια, για τις μεταγενέστερες του Σεπτεμβρίου 1956 εισαγωγές, τη μερική επιστροφή του υψηλότερου δασμού που είχε καταβληθεί, έτσι ώστε η επιβάρυνση, να παραμείνει στο 3 %. Είχε και άλλη συνέπεια, ότι μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1959 ίσχυσε δασμολογικός συντελεστής 3 %.
Την ημερομηνία αυτή μεταβλήθηκε πάλι η τελωνειακή πρακτική, με την εφαρμογή δασμολογικού συντελεστή 10 %, η οποία έδωσε λαβή σε νέα διοικητική προσφυγή. Στις 2 Μαΐου 1960, το Tariefcommissie εξέδωσε τη δεύτερη απόφασή του, το περιεχόμενο της οποίας ήταν ίδιο με της αποφάσεως της 6ης Μαΐου 1958. Η απόφαση αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη μερική επιστροφή των καταβληθέντων δασμών για τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ Σεπτεμβρίου 1959 και της 1ης Μαρτίου 1960 (έναρξη της ισχύος του νέου δασμολογίου).
Εάν όλες αυτές οι πληροφορίες είναι ακριβείς, και δεν υπάρχει κανένας λόγος αμφιβολίας, πρέπει να διαπιστωθεί ότι σε όλες τις εισαγωγές ουρίας-φορμαλδεΰδης που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα, και οι οποίες, σύμφωνα με τους δικούς της ισχυρισμούς, αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα αυτού του είδους εισαγωγών στις Κάτω Χώρες, επιβλήθηκε προσωρινά δασμός 10 %, αλλά ύστερα από δικαστικές αποφάσεις επήλθε διόρθωση που επανέφερε de facto μέχρι την 1η Μαρτίου 1960 τη δασμολογική επιβάρυνση στο 3 %.
Τώρα πρέπει να εξεταστεί μήπως, κατ' εφαρμογή των αρχών που έγιναν δεκτές με την απόφασή του 10/61, το Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη παρά μόνο την τελωνειακή πρακτική που πράγματι ίσχυσε μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1958. Κατά τη γνώμη μου, αυτό δεν πρέπει να συμβεί. Πράγματι, δεν μπορεί να λησμονηθεί ότι η προεξάρχουσα σημασία που αποδίδεται στην τελωνειακή πρακτική οφείλεται κυρίως στο ότι το Δικαστήριο δεν ήθελε να προβεί σε έλεγχο νομιμότητας της εφαρμοζόμενης πρακτικής.
Στην προκειμένη περίπτωση, η κατάσταση διαφωτίστηκε δικαστικά από ένα εθνικό δικαστήριο, και μάλιστα λίγο μετά την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης. Τη σχετική ευκαιρία αποτέλεσε μια προσφυγή που είχε ασκηθεί πολλούς μήνες πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης, το τελικό αποτέλεσμα της οποίας ήταν η διόρθωση με αναδρομική ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 1958 προς όφελος των ενδιαφερομένων οικονομικών κύκλων.
Έτσι εμφανίζεται μια διαφορά πραγματικών περιστατικών που δεν μπορώ να αγνοήσω. Ο βασικός σκοπός του κανόνα ακινητοποιήσεως (standstill) του άρθρου 12 είναι να εμποδίσει την επιδείνωση των εμπορικών δυσχερειών μεταξύ των κρατών μελών. Αυτός ο κανόνας στηρίζεται στην πρακτική, διότι εθιμικά οι οικονομικές σχέσεις ρυθμίζονται σε συνάρτηση με την διοικητική πρακτική. Στην περίπτωσή μας, η τελωνειακή πρακτική προκάλεσε για πολύ καιρό αμφισβητήσεις. Όμως, η σύγκρουση λύθηκε προς όφελος των εισαγωγέων. Επομένως, η διόρθωση της πρακτικής βάσει της νομικής καταστάσεως δεν προκάλεσε καμιά ζημιά στην εμπορική πρακτική.
Συνεπώς, εάν στην περίπτωση της εφαρμογής του άρθρου 12 λαμβάνεται υπόψη μια αναδρομική διόρθωση της τελωνειακής πρακτικής, την οποία προκάλεσε μια δικαστική απόφαση λίγο μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης, αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί παράβαση του κανόνα ακινητοποιήσεως (standstill) της Συνθήκης, αλλά εφαρμογή που ανταποκρίνεται στο γενικό πνεύμα της Συνθήκης.
Τέλος, τίθεται επίσης το ζήτημα του καθορισμού της τελωνειακής πρακτικής που πρέπει να θεωρηθεί ως καθοριστική, εκείνης των Κάτω Χωρών ή εκείνης που διείπε το σύνολο των κρατών του Benelux την 1η Ιανουαρίου 1958. Για τη λύση αυτού του ζητήματος είναι δυνατό, κατά τη γνώμη μου, να τεθεί κατά μέρος το πρόβλημα αν υπήρχε στην τελωνειακή ένωση των κρατών του Benelux, ως προς το κοινό εξωτερικό δασμολόγιο, μηχανισμός εγγυήσεως ενιαίας τελωνειακής πρακτικής. Επίσης, μπορεί να τεθεί κατά μέρος το ζήτημα της υπάρξεως, εκτός των Κάτω Χωρών, πρακτικής στα κράτη του Benelux για το εν λόγω προϊόν και, ανάλογα με την περίπτωση, αν είχε διαφορετική εξέλιξη, ή αν οι εισαγωγές παρέμειναν περιορισμένες στις Κάτω Χώρες. Πράγματι, πιστεύω ότι δεν υπάρχει καμιά ελευθερία στη νομική εκτίμηση. Αντίθετα από το άρθρο 19, που κάνει λόγο για τεσσερα τελωνειακά εδάφη και το οποίο επομένως περιλαμβάνει το έδαφος του Benelux, το άρθρο 12 κάνει λόγο για κράτη μέλη. Από αυτό πρέπει να συναχθεί ότι, για τον κανόνα της ακινητοποιήσεως (standstill) του άρθρου 12, που αφορά εξάλλου την τελωνειακή πρακτική και όχι τη νομική κατάσταση, η πραγματική κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος είναι καθοριστική. Κάθε ένα από τα κράτη μέλη της Συνθήκης είναι υπόλογο ενώπιον όλων των εταίρων του και των οργάνων της Κοινότητας για την εκπλήρωση της Συνθήκης.
Κατά τη γνώμη μου, στο πλαίσιο του άρθρου 177, το Δικαστήριο δεν μπορεί να παράσχει επί του δευτέρου αυτού ερωτήματος τίποτα περισσότερο από αυτές τις ερμηνευτικές οδηγίες. Είναι όμως επαρκείς για να παράσχουν τη δυνατότητα στο ολλανδικό δικαστήριο να εφαρμόσει ορθά στη συγκεκριμένη υπόθεσή του τις διατάξεις της Συνθήκης, υπό την επιφύλαξη ότι αντιμετωπίζει την άμεση εφαρμογή του άρθρου 12.
Συνοψίζοντας, μπορώ να προβώ στην εξής διαπίστωση επί του δευτέρου ερωτήματος:
Το άρθρο 12 έχει άμεση ενέργεια για κάθε συγκεκριμένο προϊόν. Δεν επιδέχεται καμία εξαίρεση ούτε για την εξάλειψη των δυσχερειών που συνεπάγεται η αναμόρφωση της ονοματολογίας ούτε προς όφελος περιφερειακών ενώσεων στο εσωτερικό της Κοινότητας. Το ζήτημα αν η εισαγωγή ενός νέου δασμολογίου επιφέρει αυξήσεις των δασμών πρέπει να λυθεί σύμφωνα με το πράγματι εφαρμοζόμενο δασμολόγιο για κάθε προϊόν κατά την 1η Ιανουαρίου 1958. Η καθοριστική τελωνειακή πρακτική πρέπει να αναζητηθεί χωρίς να ληφθούν υπόψη περιπτώσεις ψευδών τελωνειακών δηλώσεων. Αντίθετα, πρέπει να ληφθούν υπόψη υποχρεωτικές διορθώσεις της τελωνειακής πρακτικής που επήλθαν στις Κάτω Χώρες λίγο μετά την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης, ύστερα από αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων. Τέλος, η τελωνειακή πρακτική σε κάθε κράτος μέλος έχει καθοριστικό χαρακτήρα.
IV — Συμπέρασμα
Προτείνω στο Δικαστήριο να περιορίσει την απόφασή του στο πρώτο ερώτημα και να δεχτεί ότι το άρθρο 12 περιέχει μόνο υποχρέωση για τα κράτη μέλη.
( *1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.
( 1 ) Αρχισε να ισχύει το 1948 στις τρεις χώρες του Benelux δυ νάμει της τελωνειακής συμβάσεως της 5ης Σεπτεμβρίου 1944.
( 2 ) Καθορίστηκε με τη συμφωνία της 15ης Δεκεμβρίου 1950 επί της δασμολογικής ονοματολογίας για την κατάταξη των εμπορευμάτων στις δασμολογικές κλάσεις.
( 3 ) Pescatore: «L'autorité, en droit interne, des traités internationaux», Pasicrisie Luxembourgeoise, 1962, o. 99 επ.
( 4 ) Οι συνθήκες ή συμφωνίες που έχουν επικυρωθεί ή εγκριθεί κανονικά έχουν, από τη δημοσίευση τους, ανώτερο κύρος από το κύρος των νόμων, υπό την επιφύλαξη, για κάθε συμφωνία ή συνθήκη, της εφαρμογής της από τον αντισυμβαλλόμενο.
( 5 ) Gerhard Bebr: «The Relationship between Community Law and the Law of Member States»: Restrictive Practices, Patents, Trade Marks and Unfair Competition in the Common Market.
( 6 ) Παράρτημα της αιτήσεως.