EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52022XC0318(02)

Ανακοινωση της Επιτροπης Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2020/2092 περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης 2022/C 123/02

C/2022/1382

ΕΕ C 123 της 18.3.2022, p. 12–37 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

18.3.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 123/12


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2020/2092 περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης

(2022/C 123/02)

1.   Εισαγωγη

1.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στο κράτος δικαίου (1). Ο σεβασμός του κράτους δικαίου αποτελεί μία από τις θεμελιακές αξίες της Ένωσης, οι οποίες είναι κοινές σε όλα τα κράτη μέλη, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και στα προοίμια της ΣΕΕ και του χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.

Ο προϋπολογισμός της Ένωσης αποτελεί ένα από τα κύρια μέσα απτής έκφρασης της αρχής της αλληλεγγύης (άρθρο 2 ΣΕΕ), μίας εκ των θεμελιωδών αρχών του ενωσιακού δικαίου, η οποία βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών για υπεύθυνη χρήση των κοινών πόρων του προϋπολογισμού της Ένωσης. Ωστόσο, αυτή η αμοιβαία εμπιστοσύνη εξαρτάται, με τη σειρά της, από τη δέσμευση του κάθε κράτους μέλους για συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του βάσει του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για αταλάντευτο σεβασμό των αξιών που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, μεταξύ αυτών του κράτους δικαίου Η συμμόρφωση ενός κράτους μέλους με τις αξίες που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από την εφαρμογή των Συνθηκών στο εν λόγω κράτος μέλος (2).

3.

Ο κανονισμός περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης (3) (στο εξής: κανονισμός για την αιρεσιμότητα) αποσκοπεί στην προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης από παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου που επηρεάζουν ή απειλούν σοβαρά να επηρεάσουν τη χρηστή δημοσιονομική διαχείρισή του ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης κατά τρόπο επαρκώς άμεσο. Ο κανονισμός για την αιρεσιμότητα είναι ένα μόνιμο μέσο του οποίου η εφαρμογή υπερβαίνει τα όρια ενός δεδομένου πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου (4).

4.

Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές επιχειρούν να αποσαφηνίσουν πέντε πτυχές του κανονισμού για την αιρεσιμότητα: i) τις προϋποθέσεις για τη θέσπιση μέτρων· ii) τη συμπληρωματικότητα του κανονισμού για την αιρεσιμότητα με άλλα μέσα· iii) την αναλογικότητα των μέτρων που προτείνονται στο Συμβούλιο· iv) τη διαδικασία και μεθοδολογία της διαδικασίας αξιολόγησης· και v) την προστασία των δικαιωμάτων των τελικών αποδεκτών ή δικαιούχων.

5.

Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές δεν είναι νομικά δεσμευτικές και δεν δημιουργούν ούτε τροποποιούν δικαίωμα ή υποχρέωση σε σύγκριση με όσα θεσπίζονται στη ΣΕΕ και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), στον δημοσιονομικό κανονισμό (5), στον κανονισμό για την αιρεσιμότητα, στον κανονισμό για την OLAF (6), στον κανονισμό σχετικά με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (EPPO) (7), ή σε άλλες σχετικές νομοθετικές πράξεις της Ένωσης, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο (στο εξής: Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (8)).

2.   Προϋποθεσεις για τη θεσπιση μετρων

6.

Στόχος του κανονισμού για την αιρεσιμότητα είναι η προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης στην περίπτωση παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου σε κράτος μέλος. Ο κανονισμός για την αιρεσιμότητα θεσπίζει σειρά προϋποθέσεων οι οποίες πρέπει να πληρούνται προκειμένου να κινηθεί η διαδικασία που προβλέπεται σε αυτόν.

7.

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, «[λ]αμβάνονται κατάλληλα μέτρα όταν διαπιστώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 6, ότι παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου σε ένα κράτος μέλος επηρεάζουν ή απειλούν σοβαρά να επηρεάσουν τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης κατά τρόπο επαρκώς άμεσο». Βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 2, οι παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου αφορούν μία ή περισσότερες από τις καταστάσεις που περιγράφονται στο εν λόγω άρθρο. Στις περιπτώσεις αυτές, οι εν λόγω παραβιάσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

8.

Η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία που θεσπίζεται στο άρθρο 6 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα όταν διαπιστώνει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που θεσπίζονται στο άρθρο 4. Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται μόνον όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι υφίστανται βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι i) υπήρξε παραβίαση τουλάχιστον μίας από τις αρχές του κράτους δικαίου που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο α) του κανονισμού για την αιρεσιμότητα σε κράτος μέλος, ii) η εν λόγω παραβίαση αφορά τουλάχιστον μία από τις καταστάσεις που μπορούν να αποδοθούν σε αρχή κράτους μέλους ή τουλάχιστον μία περίπτωση πρακτικής των αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού, στο μέτρο που οι εν λόγω καταστάσεις ή πρακτική σχετίζονται με τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, iii) η αναφερόμενη παραβίαση επηρεάζει ή απειλεί σοβαρά να επηρεάσει τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση ή τα εν λόγω οικονομικά συμφέροντα, κατά τρόπο επαρκώς άμεσο, ως αποτέλεσμα γνήσιας (9) ή πραγματικής σύνδεσης ανάμεσα στην παραβίαση και τις επιπτώσεις ή τη σοβαρή απειλή επιπτώσεων (10). Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 4, η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία εκτός εάν κρίνει ότι άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στην ενωσιακή νομοθεσία μπορούν να εξασφαλίσουν αποτελεσματικότερη προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης. Η διαδικασία αυτή διασφαλίζει την προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων του οικείου κράτους μέλους.

9.

Κατά την αξιολόγηση των υποθέσεων στο πλαίσιο του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, η Επιτροπή εφαρμόζει μια ολοκληρωμένη, προδραστική και στοχευμένη προσέγγιση βάσει κινδύνων, με στόχο τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του και, ως εκ τούτου, την εγγύηση του προϋπολογισμού της Ένωσης και την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

2.1.   Σχετικές παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου

10.

Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι το άρθρο 2 στοιχείο α) του κανονισμού για την αιρεσιμότητα «διαλαμβάνει [...] ότι η έννοια του “κράτους δικαίου”, όπως ορίζεται για τους σκοπούς της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, “νοείται σε σχέση με τις άλλες αξίες και αρχές της Ένωσης που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ”. Κατά συνέπεια, ο σεβασμός των εν λόγω αξιών και αρχών —στον βαθμό που αποτελούν μέρος του ίδιου του ορισμού της αξίας του “κράτους δικαίου” που περιέχεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ ή, όπως προκύπτει από τη δεύτερη περίοδο του εν λόγω άρθρου, συνδέονται στενά με μια κοινωνία που σέβεται το κράτος δικαίου— μπορεί να απαιτείται στο πλαίσιο ενός μηχανισμού οριζόντιας αιρεσιμότητας, όπως αυτός που θεσπίζει ο προσβαλλόμενος κανονισμός.» (11)

11.

Το άρθρο 2 στοιχείο α) του κανονισμού για την αιρεσιμότητα απλώς καθορίζει, για τους σκοπούς του εν λόγω κανονισμού αποκλειστικά, ορισμένες από τις αρχές τις οποίες καλύπτει και οι οποίες είναι οι πλέον συναφείς με τον σκοπό του, που είναι η διασφάλιση της προστασίας του προϋπολογισμού της Ένωσης (12). Σκοπός της εν λόγω διάταξης δεν είναι να παράσχει εξαντλητικό ορισμό της έννοιας του κράτους δικαίου.

12.

Όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η αναφορά σε αυτά «αποτελεί απλώς παράδειγμα των απαιτήσεων που ενέχει η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας». Αντιθέτως, η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων αποτελεί αφεαυτής μέρος του ορισμού του κράτους δικαίου: «[ε]ίναι σαφές ότι ένα κράτος μέλος του οποίου η κοινωνία χαρακτηρίζεται από διακρίσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εγγυάται τον σεβασμό του κράτους δικαίου, κατά την έννοια της κοινής αυτής αξίας» (13).

13.

Η αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα αναφέρεται σε «μεμονωμένες παραβιάσεις» και σε «παραβιάσεις που είναι διαδεδομένες ή οφείλονται σε επαναλαμβανόμενες πρακτικές ή παραλείψεις των δημόσιων αρχών ή σε γενικά μέτρα που λαμβάνονται από τις εν λόγω αρχές». Ο κανονισμός για την αιρεσιμότητα καλύπτει τόσο μεμονωμένες όσο και συστηματικές παραβιάσεις, οι οποίες καλύπτονται στον βαθμό που άπτονται της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης του προϋπολογισμού της Ένωσης ή της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.» Ως εκ τούτου, η Επιτροπή μπορεί να αξιολογεί και ενέργειες, αλλά και παραλείψεις των δημόσιων αρχών.

14.

Το άρθρο 3 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα έχει ως στόχο τη διευκόλυνση της εφαρμογής του κανονισμού για την αιρεσιμότητα απαριθμώντας μια σειρά καταστάσεων που μπορεί να είναι ενδεικτικές παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου (14). Επειδή ο κατάλογος αυτός είναι απλώς ενδεικτικός, άλλες ενέργειες, πρακτικές ή παραλείψεις δημόσιων αρχών ή άλλες νομικές καταστάσεις που καλύπτονται από το άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού μπορεί επίσης να εμπίπτουν στον κανονισμό για την αιρεσιμότητα.

15.

Το Δικαστήριο υποστήριξε ότι «υπάρχει σαφής σχέση ανάμεσα, αφενός, στον σεβασμό της αξίας του κράτους δικαίου και, αφετέρου, στην αποτελεσματική εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ένωσης, σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, και στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης» (15). Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι «η χρηστή δημοσιονομική διαχείριση και τα εν λόγω οικονομικά συμφέροντα ενδέχεται να υπονομευθούν σοβαρά από παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου που διαπράττονται σε κράτος μέλος, καθώς οι εν λόγω παραβιάσεις μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να μην υφίσταται καμία εγγύηση ότι οι δαπάνες που καλύπτονται από τον προϋπολογισμό της Ένωσης ικανοποιούν όλους τους χρηματοδοτικούς όρους που θεσπίζονται από το δίκαιο της ΕΕ […]» (16).

16.

Το Δικαστήριο υποστήριξε ότι η συμμόρφωση με τους εν λόγω όρους χρηματοδότησης και τους στόχους που επιδιώκονται από την Ένωση κατά τη χρηματοδότηση δαπανών «δεν μπορεί να είναι απολύτως εγγυημένη ελλείψει αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου που αποσκοπεί στη διασφάλιση της συμμόρφωσης με το δίκαιο της ΕΕ· η άσκηση αυτού του ελέγχου, τόσο σε επίπεδο κρατών μελών όσο και σε επίπεδο ΕΕ, από ανεξάρτητα δικαστήρια είναι καθοριστικής σημασίας για το κράτος δικαίου» (17). Αυτό ισχύει με την επιφύλαξη της απαίτησης για επαρκώς άμεση σχέση με τον προϋπολογισμό της Ένωσης.

17.

Οι παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου αφορούν μία ή περισσότερες καταστάσεις ή πρακτικές των οικείων δημόσιων αρχών ή που μπορούν να αποδοθούν στις εν λόγω αρχές, στο μέτρο που άπτονται της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης του προϋπολογισμού της Ένωσης ή της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (18).

18.

Το Δικαστήριο υποστήριξε ότι η συνάφεια αυτή μπορεί να τεκμαίρεται για τις δραστηριότητες των αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, δηλαδή των αρχών που εκτελούν τον προϋπολογισμό της Ένωσης και διενεργούν οικονομικούς ελέγχους, παρακολούθηση και λογιστικό έλεγχο (19).

19.

Όσον αφορά τις ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές, η εύρυθμη λειτουργία των εν λόγω υπηρεσιών καλύπτεται, δυνάμει του στοιχείου γ) της εν λόγω διάταξης, μόνο στο μέτρο που αφορά παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου σχετικές με την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Το ίδιο ισχύει για την πρόληψη και τον κολασμό, από εθνικά δικαστήρια ή διοικητικές αρχές, των παραβιάσεων του ενωσιακού δικαίου που αναφέρονται στο στοιχείο ε). Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο που αναφέρεται στο στοιχείο δ), αυτός καλύπτεται μόνο στο μέτρο που αφορά τις πρακτικές των αρχών που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως γ). Η ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, που προβλέπεται στο στοιχείο στ), καλύπτει μόνο τα κονδύλια από τον προϋπολογισμό της Ένωσης, ενώ το ίδιο ισχύει και για τη συνεργασία με την OLAF και την EPPO, όπως αναφέρεται στο στοιχείο ζ). Τέλος, το στοιχείο η) αναφέρεται ρητά σε άλλες καταστάσεις ή πρακτικές των αρχών που άπτονται της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης του προϋπολογισμού της Ένωσης ή της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (20).

20.

Η συνέπεια αυτής της πρόβλεψης είναι ότι, όσον αφορά τις εθνικές αρχές των οποίων οι δραστηριότητες είναι γενικές και δεν περιορίζονται στην εκτέλεση ή την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης, οι πρακτικές τους ή καταστάσεις που συνιστούν παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού μόνο στο μέτρο που άπτονται της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης του προϋπολογισμού της Ένωσης ή της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

21.

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, μεταξύ αυτών των συγκεκριμένων καταστάσεων ή πρακτικών των δημόσιων αρχών, η μη αποτελεσματική ή έγκαιρη συνεργασία με την EPPO και την OLAF συνιστά λόγο για ανάληψη δράσης στο πλαίσιο του κανονισμού για την αιρεσιμότητα (21). Όσον αφορά την EPPO (22), στο πεδίο εφαρμογής αυτής της συνεργασίας περιλαμβάνεται η υποχρέωση των αρμόδιων εθνικών αρχών των κρατών μελών που συμμετέχουν στην EPPO να συνδράμουν και να υποστηρίζουν ενεργά τις ποινικές έρευνες και διώξεις της EPPO (23). Όσον αφορά την OLAF, στο πεδίο εφαρμογής της συνεργασίας περιλαμβάνεται το δικαίωμα της OLAF (24) να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις, με τη συνδρομή που απαιτείται για την αποτελεσματική διενέργειά τους, και να έχει πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες, δεδομένα και έγγραφα ώστε να μπορεί να αποφασίζει αν θα κινήσει ή όχι διαδικασία έρευνας, ή να διενεργεί έρευνες με αποτελεσματικότητα και χωρίς αδικαιολόγητες καθυστερήσεις. Περιλαμβάνονται επίσης οι σχετικές υποχρεώσεις για το οικείο κράτος μέλος, στις οποίες περιλαμβάνονται οι εξής (25): i) ενημέρωση της OLAF (26), ii) παροχή στην OLAF της συνδρομής που χρειάζεται για την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων της κατά τη διεξαγωγή των ερευνών (27), iii) λήψη κατάλληλων μέτρων προφύλαξης, ιδίως μέτρων για την προστασία των συναφών αποδεικτικών στοιχείων (28), iv) ανάληψη ενδεδειγμένης δράσης με βάση τις πληροφορίες που διαβιβάζει η OLAF, προτού η OLAF λάβει απόφαση για έναρξη έρευνας ή όχι (29), και v) μέριμνα για κατάλληλη και έγκαιρη παρακολούθηση των εκθέσεων και συστάσεων της OLAF μετά την περάτωση των ερευνών της, υποβολή έκθεσης προς την OLAF για τη δράση που αναλήφθηκε (30).

22.

Η συμμόρφωση του εκάστοτε κράτους μέλους με τις υποχρεώσεις αυτές είναι πράγματι καθοριστική για την εξασφάλιση αποτελεσματικής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Η Επιτροπή θα παρακολουθεί επομένως αν υφίσταται αποτελεσματική και έγκαιρη συνεργασία με την OLAF, λαμβανομένων υπόψη των αρχών που ορίζονται στο άρθρο 3 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία για την EPPO, καθώς στα εν λόγω κράτη μέλη η OLAF είναι αρμόδια για την έρευνα καταγγελιών απάτης, διαφθοράς ή άλλης παράνομης δραστηριότητας που πλήττει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Επιπλέον, η συστηματική έλλειψη παρακολούθησης των συστάσεων της OLAF εκ μέρους των δημόσιων αρχών είναι δυνατό να ισοδυναμεί με πρακτική που θα μπορούσε να θεωρηθεί παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου βάσει του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

23.

Περαιτέρω, το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο η) καλύπτει άλλες καταστάσεις ή πρακτικές των αρχών που άπτονται της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης του προϋπολογισμού της Ένωσης ή της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο η) πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παράγραφος 1 το οποίο αποτελεί «τον ίδιο τον πυρήνα του μηχανισμού οριζόντιας αιρεσιμότητας που θεσπίζεται με τον εν λόγω κανονισμό» (31). Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι το άρθρο 4 παράγραφος 2 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, «ειδικότερα, το στοιχείο η), δεν είναι ικανό να καταστήσει μη εξαντλητικές τις περιπτώσεις που καλύπτονται από τον μηχανισμό αιρεσιμότητας που θεσπίζει ο προσβαλλόμενος κανονισμός ούτε ανεπαρκώς ακριβές ώστε να αποτελεί μέρος αυτού» (32).

24.

Παραδείγματος χάριν, μια κατάσταση ή πρακτική (ή παράλειψη) των αρχών κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 2 στοιχείο η) του κανονισμού για την αιρεσιμότητα μπορεί να αφορά την εύρυθμη λειτουργία των αρχών που είναι αρμόδιες για τα κτηματολόγια και τους αντίστοιχους ελέγχους των μισθώσεων και/ή της ιδιοκτησίας γεωργικών γαιών (συμπεριλαμβανομένων μέτρων επιβολής του νόμου, κατά περίπτωση), στο μέτρο που οι εν λόγω μισθώσεις και/ή ιδιοκτησία συνδέονται με τη χορήγηση επιδοτήσεων στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής της Ένωσης.

25.

Υπενθυμίζεται ότι ο κανονισμός για την αιρεσιμότητα ισχύει για όλα τα κονδύλια της ΕΕ. Ως προς αυτό, οι συννομοθέτες έχουν επίσης διευκρινίσει ότι ο κανονισμός για την αιρεσιμότητα μπορεί να ενεργοποιηθεί όταν δεν διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία των αρχών που εφαρμόζουν τα οικεία σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/241 (στο εξής: κανονισμός για τον ΜΑΑ) (33). Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι ο κανονισμός για την αιρεσιμότητα μπορεί εκτός των άλλων να σχετίζεται με παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου που επηρεάζουν την είσπραξη των ίδιων πόρων της Ένωσης (34).

2.2.   Επιπτώσεις στη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

26.

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, για να εμπίπτει μια πρακτική ή μια κατάσταση στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, η Επιτροπή πρέπει να διαπιστώσει παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου και να εκτιμήσει αν η παραβίαση αυτή i) επηρεάζει ή απειλεί σοβαρά να επηρεάσει τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης ii) κατά τρόπο επαρκώς άμεσο. Η εκτίμηση αυτή θα πρέπει να διενεργείται χωριστά για κάθε περίπτωση.

27.

Η πρώτη προϋπόθεση της παραγράφου 24 ανωτέρω (βλ. σημείο i): («επηρεάζει), προϋποθέτει ότι η διαπιστωθείσα παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου έχει επίπτωση στη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

28.

Η επίπτωση αυτή μπορεί να συνίσταται, πρώτον, στην εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ένωσης κατά τρόπο που δεν συνάδει με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 317 ΣΛΕΕ και στους κανόνες που έχουν θεσπιστεί για την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ένωσης. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 2 παράγραφος 59 του δημοσιονομικού κανονισμού η χρηστή δημοσιονομική διαχείριση ορίζεται ως η «εκτέλεση του προϋπολογισμού σύμφωνα με τις αρχές της οικονομίας, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας». Τα άρθρα 33 έως 36 του δημοσιονομικού κανονισμού ορίζουν λεπτομερέστερα την έννοια, το πεδίο εφαρμογής και το τι συνεπάγονται οι εν λόγω αρχές.

29.

Δεύτερον, μπορεί επίσης να διαπιστωθούν επιπτώσεις λόγω παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου που είναι επιζήμιες για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 325 ΣΛΕΕ και στο συναφές παράγωγο δίκαιο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 63 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού, εδώ περιλαμβάνονται όλα τα νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα για την πρόληψη, τον εντοπισμό και τη διόρθωση περιπτώσεων παρατυπιών και απάτης κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού. Τα «οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης» ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 883/2013 ως συμπεριλαμβάνοντα τα «έσοδα, έξοδα και στοιχεία του ενεργητικού που καλύπτονται από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και εκείνα που καλύπτονται από τους προϋπολογισμούς των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών και από τους προϋπολογισμούς υπό τη διαχείριση και τον έλεγχό τους». Εξάλλου, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια των «οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης», κατά την έννοια του άρθρου 325 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, εμπεριέχει τόσο τα έσοδα που αποδίδονται στον προϋπολογισμό της Ένωσης όσο και τις δαπάνες που καλύπτονται από τον εν λόγω προϋπολογισμό (35).

30.

Επιπλέον, κατά τον καθορισμό της έκτασης των επιπτώσεων στον προϋπολογισμό της Ένωσης ή στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη κριτήρια όπως η φύση, η διάρκεια, η σοβαρότητα και το πεδίο εφαρμογής των διαπιστούμενων παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου, που μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των εν λόγω παραβιάσεων (36). Επιπροσθέτως, η βούληση του οικείου κράτους μέλους να θέσει τέλος στην παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του βαθμού συνεργασίας του με την Επιτροπή στο πλαίσιο του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, μπορεί να είναι σημαντική, μεταξύ άλλων, για τον υπολογισμό των επιπτώσεων, της διάρκειας και του εύρους της εν λόγω παραβίασης στη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης (37).

31.

Όσον αφορά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου «απειλούν σοβαρά» να επηρεάσουν τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι «θα ήταν ασύμβατο με τις απαιτήσεις χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης του προϋπολογισμού της Ένωσης ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης να περιορίζεται η λήψη κατάλληλων μέτρων σε περιπτώσεις αποδεδειγμένων επιπτώσεων στην εν λόγω χρηστή δημοσιονομική διαχείριση ή στα εν λόγω οικονομικά συμφέροντα» (38). Η αποτροπή των επιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού αποτελεί «πάγια και οριζόντια απαίτηση της δημοσιονομικής νομοθεσίας της ΕΕ» (39). «Σοβαρή απειλή» είναι δυνατό να στοιχειοθετείται σε περιπτώσεις στις οποίες οι επιπτώσεις της σχετικής παραβίασης των αρχών του κράτους δικαίου, αν και δεν έχουν ακόμη αποδειχθεί στην πράξη, μπορούν παρά ταύτα εύλογα να προβλεφθούν, καθώς είναι πολύ πιθανό να γίνουν πραγματικότητα (40). Θα πρέπει συνεπώς να αποδεικνύεται ότι είναι πολύ πιθανό να υλοποιηθεί η απειλή, σε σχέση με τις καταστάσεις ή τα είδη πρακτικών των αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα. Εάν, π.χ., ορισμένες ενέργειες των εθνικών αρχών που εκτελούν κονδύλια της Ένωσης μέσω δημόσιων προμηθειών, εισπράττουν τους ίδιους πόρους της Ένωσης, διενεργούν οικονομικούς ελέγχους, παρακολούθηση και λογιστικό έλεγχο των κονδυλίων της Ένωσης, ή διερευνούν καταγγελίες για απάτη, διαφθορά ή άλλες παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης κατά την εκτέλεση των κονδυλίων ή των εσόδων της Ένωσης, δεν είναι δυνατό να ελεγχθούν αποτελεσματικά από πλήρως ανεξάρτητα δικαστήρια, αυτό μπορεί να συνεπάγεται σοβαρή απειλή για τα κονδύλια της Ένωσης ή τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

32.

Τέλος, δεν αρκεί μια παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου να επηρεάζει ή να απειλεί σοβαρά να επηρεάσει τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, η παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου θα πρέπει να επηρεάζει ή να απειλεί να επηρεάσει «κατά τρόπο επαρκώς άμεσο» (δεύτερη προϋπόθεση της παραγράφου 24 ανωτέρω (βλέπε σημείο ii)).

33.

Βάσει αυτής της απαίτησης, θα πρέπει να τεκμηριώνεται ότι υπάρχει επαρκώς άμεση σχέση μεταξύ της παραβίασης των αρχών του κράτους δικαίου και των επιπτώσεών της, ή της σοβαρής απειλής επιπτώσεων, στη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η φράση «κατά τρόπο επαρκώς άμεσο» συνεπάγεται ότι η σύνδεση μεταξύ της παραβίασης των αρχών του κράτους δικαίου και των επιπτώσεων ή της απειλής επιπτώσεων για τον προϋπολογισμό της Ένωσης θα πρέπει να είναι «γνήσια» ή «πραγματική» (41). Αυτό σημαίνει ότι οι διαδικασίες του κανονισμού δεν θα πρέπει να ενεργοποιούνται σε καταστάσεις στις οποίες η σύνδεση είναι απλώς υποθετική, υπερβολικά αβέβαιη ή υπερβολικά αόριστη.

3.   Η σχεση μεταξυ του κανονισμου για την αιρεσιμοτητα και αλλων διαδικασιων που θεσπιζονται στην ενωσιακη νομοθεσια

34.

Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι υπάρχουν εύλογοι λόγοι να θεωρήσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για λήψη μέτρων δυνάμει του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, προτού προχωρήσει σε κίνηση της διαδικασίας εξετάζει αν είναι αναγκαία η λήψη ενδεδειγμένων μέτρων, δηλαδή αν άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στην ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης δεν θα ήταν καταλληλότερες για την αποτελεσματική προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

35.

Πράγματι, η δημοσιονομική νομοθεσία της Ένωσης και οι ισχύοντες ειδικοί τομεακοί κανόνες έχουν ήδη προβλέψει άλλες διαδικασίες για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης.

36.

Π.χ, ο δημοσιονομικός κανονισμός προβλέπει το σύστημα έγκαιρου εντοπισμού και αποκλεισμού (στο εξής: EDES) (42), το οποίο επιτρέπει στην Επιτροπή να εντοπίζει εγκαίρως πρόσωπα ή οντότητες που συνιστούν απειλή για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, και να αποκλείει τα εν λόγω πρόσωπα ή οντότητες από τη λήψη κονδυλίων από τον προϋπολογισμό της Ένωσης, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.

37.

Επιπλέον, η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει διακοπή ή αναστολή πληρωμών, ενώ επιβάλλει δημοσιονομικές διορθώσεις στα κράτη μέλη (43) αν δεν συμμορφώνονται με το εφαρμοστέο δίκαιο και αν δεν προστατεύουν τα συμφέροντα της Ένωσης κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού υπό καθεστώς επιμερισμένης διαχείρισης (44).

38.

Σύμφωνα με τον κανονισμό ΜΑΑ και τις συμφωνίες χρηματοδότησης και δανειοδότησης που υπογράφονται δυνάμει αυτού, η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να μειώσει αναλογικά τη στήριξη και να ανακτήσει κάθε ποσό που οφείλεται στον προϋπολογισμό της Ένωσης σε περιπτώσεις απάτης, διαφθοράς, σύγκρουσης συμφερόντων που επηρεάζουν τα συμφέροντα της Ένωσης και δεν έχουν διορθωθεί από τα κράτη μέλη. Επιπλέον, ορισμένα σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας περιλαμβάνουν μέτρα που σχετίζονται άμεσα με ζητήματα κράτους δικαίου, των οποίων η ικανοποιητική εκπλήρωση είναι αναγκαία για την αποδέσμευση των πληρωμών στο πλαίσιο του ΜΑΑ.

39.

Ωστόσο, μπορεί να μην είναι πάντοτε δυνατό να ενεργοποιηθούν οι ανωτέρω διαδικασίες σε περιπτώσεις παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου όπως εκείνες που απαριθμούνται στο άρθρο 3 και στο άρθρο 4 παράγραφος 2 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα. Μπορεί επίσης να προκύψουν περιπτώσεις κατά τις οποίες τα μέτρα δυνάμει του κανονισμού για την αιρεσιμότητα μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικά στην προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης από ό,τι οι διαδικασίες του κανονισμού (ΕΕ) 2021/1060 (ΚΚΔ) ή του κανονισμού (ΕΕ) 1306/2013 και, από την 1η Ιανουαρίου 2023, του κανονισμού (ΕΕ) 2021/2116, καθώς ο τελευταίος κανονισμός μπορεί να ενεργοποιηθεί μόνο για τους συγκεκριμένους λόγους που αναφέρονται στους εν λόγω κανονισμούς (45) και μπορεί να αφορά μόνον δαπάνες που έχουν ήδη δηλωθεί από το κράτος μέλος στην Επιτροπή. Π.χ., η αποτελεσματική εφαρμογή και τήρηση του χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ αποτελεί οριζόντιο αναγκαίο πρόσφορο όρο κατά την έννοια του άρθρου 15 του ΚΚΔ. Ο εν λόγω αναγκαίος πρόσφορος όρος αποτελεί προαπαιτούμενο για την αποτελεσματική και αποδοτική εκτέλεση των ειδικών στόχων ενός προγράμματος. Δυνάμει του ΚΚΔ, αν ένα κράτος μέλος δεν πληροί έναν αναγκαίο πρόσφορο όρο, η Επιτροπή δεν επιστρέφει τις δαπάνες για πράξεις που σχετίζονται με τον οικείο ή τους οικείους ειδικούς στόχους με εξαίρεση τις δαπάνες που συμβάλλουν στην ικανοποίηση του αντίστοιχου αναγκαίου πρόσφορου όρου. Το μέτρο αυτό εφαρμόζεται μόνο μετά την έγκριση, από την Επιτροπή, του σχετικού προγράμματος ή της τροποποίησής του. Στις περιπτώσεις παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου που σχετίζονται με τον χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ και επηρεάζουν την υλοποίηση ενωσιακού προγράμματος, ο κανονισμός για την αιρεσιμότητα μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικός στο μέτρο που προβλέπει επίσης δυνατότητα αναστολής της έγκρισης ή τροποποίησης ενός προγράμματος και, κατά συνέπεια, να ενισχύει περαιτέρω την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης χάρη στον αποτρεπτικό του χαρακτήρα.

40.

Εξετάζοντας εάν η διαδικασία που θεσπίζεται με τον κανονισμό για την αιρεσιμότητα προστατεύει τον προϋπολογισμό της Ένωσης πιο αποτελεσματικά από άλλες διαδικασίες, η Επιτροπή, στηριζόμενη στην εφαρμογή της ειδικής τομεακής νομοθεσίας και με την επιφύλαξη των εξουσιών και υποχρεώσεών της βάσει αυτής, λαμβάνει υπόψη μια ανοικτή δέσμη κριτηρίων, που πρέπει να εφαρμόζονται ανάλογα με τις επιμέρους περιστάσεις της κάθε κατάστασης. Σε ορισμένες καταστάσεις, η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόσει τον κανονισμό για την αιρεσιμότητα σε συνδυασμό με ή μετά τη λήψη ειδικών τομεακών ή δημοσιονομικών μέτρων που μπορεί να υποχρεούται να λάβει, όταν θεωρεί ότι ο κανονισμός για την αιρεσιμότητα προστατεύει πιο αποτελεσματικά τον προϋπολογισμό της Ένωσης και τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, αναδεικνύοντας έτσι την προστιθέμενη αξία του. Διαφορετικά η προστιθέμενη αξία και αποτελεσματικότητα του κανονισμού, ως γενικού και οριζόντιου μέσου με στόχο την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης και των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, αποστερείται της χρησιμότητάς της.

41.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα ακόλουθα ενδεικτικά κριτήρια για τον προσδιορισμό της αποτελεσματικότητας της προστασίας που παρέχεται από τον κανονισμό για την αιρεσιμότητα, σε σύγκριση με άλλα υφιστάμενα μέσα για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

42.

Το πρώτο κριτήριο αφορά την έκταση των επιπτώσεων στον προϋπολογισμό της Ένωσης και/ή την έκταση του κινδύνου που μπορεί να συνεπάγεται η παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου για την αποδοτικότητα της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισής του ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Ειδικότερα, οι διαδικασίες που προβλέπονται σε άλλους δημοσιονομικούς κανόνες της Ένωσης μπορούν να εφαρμόζονται μόνο σε συγκεκριμένα προγράμματα δαπανών και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να μην επαρκούν σε ορισμένες περιπτώσεις παραβίασης των αρχών του κράτους δικαίου που είναι «διαδεδομένες ή οφείλονται σε επαναλαμβανόμενες πρακτικές ή παραλείψεις των δημόσιων αρχών ή σε γενικά μέτρα που λαμβάνονται από τις εν λόγω αρχές» (46). Αυτό μπορεί επίσης να συμβεί σε περιπτώσεις που παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου ενέχουν σοβαρό κίνδυνο να επηρεάσουν τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, ενώ άλλοι δημοσιονομικοί κανόνες της Ένωσης ενδέχεται αντ’ αυτού να σχετίζονται με ήδη υλοποιηθείσες επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της Ένωσης. Για παράδειγμα, όταν η εθνική νομοθεσία περιορίζει την ποινική ευθύνη για απάτη ή διαφθορά ή αποδυναμώνει το νομικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της απάτης και της διαφθοράς ή την πρόληψη των συγκρούσεων συμφερόντων, οι υποθέσεις απάτης, διαφθοράς ή σύγκρουσης συμφερόντων ενδέχεται να μην διερευνώνται και να μην διώκονται αποτελεσματικά, γεγονός που ενδεχομένως ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Στο ίδιο σκεπτικό, γενικοί νόμοι που αποκλείουν τη δυνατότητα να υποβάλλονται αποφάσεις εθνικών αρχών που διαχειρίζονται εν όλω ή εν μέρει κονδύλια της Ένωσης σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο από ανεξάρτητα δικαστήρια ενδέχεται επίσης να ενέχουν σοβαρούς κινδύνους για τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να συμπεραίνει ότι η χρήση του κανονισμού για την αιρεσιμότητα ενδέχεται να είναι αποτελεσματικότερη από άλλες πράξεις της Ένωσης.

43.

Ένα άλλο σχετικό κριτήριο αφορά τα είδη των διαθέσιμων μέσων έννομης προστασίας και την καταλληλότητά τους για διαφορετικές καταστάσεις. Ο κανονισμός για την αιρεσιμότητα παρέχει ποικίλες δυνατότητες αντιμετώπισης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της εκάστοτε παραβίασης των αρχών του κράτους δικαίου, οι οποίες μπορούν να εφαρμοστούν σωρευτικά (47). Σε περιπτώσεις που τα μέσα έννομης προστασίας που διατίθενται δυνάμει άλλης νομοθεσίας της Ένωσης είναι λιγότερο κατάλληλα για την αντιμετώπιση της εκάστοτε παραβίασης των αρχών του κράτους δικαίου, ο κανονισμός για την αιρεσιμότητα θα μπορούσε να θεωρηθεί αποτελεσματικότερος. Τέτοιες περιπτώσεις είναι, για παράδειγμα, όταν ο προϋπολογισμός της Ένωσης επηρεάζεται ή κινδυνεύει να επηρεαστεί ευρέως, για παράδειγμα, λόγω εθνικής νομοθεσίας που αποκλείει τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο των διοικητικών αποφάσεων περί εκτέλεσης του προϋπολογισμού της Ένωσης ή εμποδίζει την παραπομπή σχετικών υποθέσεων στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε λόγω έλλειψης ανεξαρτησίας των εθνικών δικαστηρίων. Στις περιπτώσεις αυτές, η σωρευτική επιβολή των ανασταλτικών ή απαγορευτικών μέτρων που προβλέπονται στον κανονισμό για την αιρεσιμότητα έως ότου τερματιστεί η σχετική παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου, θα μπορούσε ενδεχομένως να προστατεύσει αποτελεσματικότερα τον προϋπολογισμό της Ένωσης, καθώς τα μέτρα αυτά θα μπορούσαν να αποτρέψουν δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης και στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Αυτό θα μπορούσε να καλύπτει καταστάσεις στις οποίες οι συνολικοί χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι για τον προϋπολογισμό της Ένωσης και τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης υπερβαίνουν τους κινδύνους που μπορούν να αντιμετωπιστούν με τα μέτρα που αφορούν συγκεκριμένο πρόγραμμα και διατίθενται στο πλαίσιο ενός τομεακού μέσου.

4.   Μετρα που θα μπορουσαν να προταθουν απο την επιτροπη - αναλογικοτητα

44.

Σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση της εφαρμογής του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, θα προτείνει στο Συμβούλιο μέτρα που είναι αναλογικά (48), δηλαδή μέτρα που είναι κατάλληλα και αναγκαία για την αντιμετώπιση των εντοπισθέντων ζητημάτων και την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης ή των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, χωρίς να υπερβαίνουν τα απαιτούμενα για την επίτευξη του στόχου τους.

45.

Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 του κανονισμού, τα μέτρα θα πρέπει να είναι αυστηρώς αναλογικά, δηλαδή «να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία υπό το πρίσμα των πραγματικών ή δυνητικών επιπτώσεων των παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου στη δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης» (49).

46.

Για αυτόν τον λόγο, η Επιτροπή θα λαμβάνει δεόντως υπόψη τη φύση, τη διάρκεια, τη σοβαρότητα και την έκταση των παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου (50). Δεδομένου ότι τα κριτήρια αυτά συμβάλλουν στον προσδιορισμό της έκτασης των επιπτώσεων, η οποία μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των διαπιστωθεισών παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου, η εξέτασή τους επηρεάζει την αξιολόγηση της αναλογικότητας των μέτρων (51). Παρότι δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν και να σταθμιστούν εκ των προτέρων όλα τα πιθανά είδη παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου, ούτε ο ακριβής αντίκτυπός τους στον προϋπολογισμό της Ένωσης ή στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, στο παρόν στάδιο και ελλείψει εμπειρίας από την εφαρμογή του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, η Επιτροπή θα εξετάζει τα κατωτέρω στοιχεία σε σχέση με καθένα από αυτά τα χαρακτηριστικά.

47.

Όσον αφορά τη φύση της παραβίασης, όλες οι παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου είναι σημαντικές για την εφαρμογή του κανονισμού για την αιρεσιμότητα στον βαθμό που επηρεάζουν ή ενέχουν σοβαρό κίνδυνο να επηρεάσουν τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Ωστόσο, οι περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα έχουν ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι ορίζονται ρητώς στο εν λόγω άρθρο. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι άλλες παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου παρόμοιας φύσης θα θεωρούνται λιγότερο σημαντικές. Στην αξιολόγησή της, η Επιτροπή θα λαμβάνει επίσης δεόντως υπόψη άλλα χαρακτηριστικά της παραβίασης των αρχών του κράτους δικαίου, όπως το κατά πόσον αυτή συνδέεται εγγενώς ή στενά με τη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας χρησιμοποιούνται κονδύλια της Ένωσης από το οικείο κράτος μέλος (για παράδειγμα, σε περιπτώσεις μη ορθής λειτουργίας των δημόσιων αρχών που αποφαίνονται για τη χορήγηση επιχορηγήσεων ή συμβάσεων που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό της Ένωσης), οπότε ο αντίκτυπος στον προϋπολογισμό της Ένωσης ή στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντικός.

48.

Όσον αφορά τη διάρκεια, όσο περισσότερο διαρκεί μια παράβαση των αρχών του κράτους δικαίου ή όσο πιο επαναλαμβανόμενη είναι, τόσο πιο πιθανό είναι αυτή γενικά να επηρεάσει δυσμενώς ή να ενέχει σοβαρό κίνδυνο να επηρεάσει τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Ως εκ τούτου, το συμπέρασμα αυτό θα συνυπολογίζεται στην εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με την αναλογικότητα των μέτρων που μπορεί να προτείνει.

49.

Όσον αφορά τη σοβαρότητα μιας παραβίασης των αρχών του κράτους δικαίου, η Επιτροπή θεωρεί ότι, όταν μία ή περισσότερες παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου αφορούν σημαντικά τμήματα του δημόσιου τομέα ενός κράτους μέλους, όπως ο νομοθετικός κλάδος και/ή το δικαστικό σώμα, οι οποίες ενδέχεται να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στη διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης από τις εθνικές αρχές, ή όταν η/οι παραβίαση/-σεις των αρχών του κράτους δικαίου είναι συστημική/-ές ή διαδεδομένη/-ες, οι παράγοντες αυτοί θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όσον αφορά την αναλογικότητα των μέτρων. Όσον αφορά την έκταση της παραβίασης των αρχών του κράτους δικαίου, η Επιτροπή θεωρεί ότι, όταν μια παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου επηρεάζει ή ενέχει τον κίνδυνο να επηρεάσει περισσότερα του ενός προγράμματα ή κονδύλια της Ένωσης, αυτή θα έχει μείζονα αντίκτυπο στον προϋπολογισμό της Ένωσης ή στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Σε γενικές γραμμές, η σοβαρότητα της παραβίασης των αρχών του κράτους δικαίου βάσει του κανονισμού για την αιρεσιμότητα θα έχουν την τάση να αντανακλώνται στη σοβαρότητα των πραγματικών ή δυνητικών επιπτώσεών της στη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

50.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η σωρευτική παρουσία ή απουσία των προαναφερθέντων στοιχείων που εξετάζονται υπό το πρίσμα των πραγματικών ή δυνητικών επιπτώσεων της εκάστοτε παραβίασης των αρχών του κράτους δικαίου στον προϋπολογισμό της Ένωσης ή στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης μπορεί να κατευθύνει την αξιολόγηση της αναλογικότητας των μέτρων που θα προταθούν βάσει του κανονισμού. Επομένως, μια συστημική παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου η οποία επηρεάζει σωρευτικά και/ή για σημαντικό χρονικό διάστημα τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης μπορεί να δικαιολογήσει την πρόταση μέτρων που συνεπάγονται σημαντικό δημοσιονομικό αντίκτυπο στο οικείο κράτος μέλος.

51.

Επιπροσθέτως των εν λόγω στοιχείων, η Επιτροπή μπορεί επίσης να εξετάσει και άλλους παράγοντες, ιδίως την πρόθεση του κράτους μέλους να θέσει τέρμα στην παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου, τον βαθμό συνεργασίας του οικείου κράτους μέλους (52) ή την άρνησή του να συνεργαστεί με ειλικρίνεια με την Επιτροπή στο πλαίσιο των διαδικασιών του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, ή την ενδεχόμενη συνέχιση ή επανάληψη παρόμοιων παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου, παρά τις προηγούμενες συστάσεις ή προτάσεις μέτρων που έχει διατυπώσει η Επιτροπή. Η πρόθεση και ο βαθμός συνεργασίας του κράτους μέλους είναι επίσης καίριας σημασίας για τον καθορισμό της διάρκειας και της έκτασης της παραβίασης των αρχών του κράτους δικαίου (53). Η Επιτροπή θα αξιολογεί αυτούς τους παράγοντες με τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο.

52.

Ο κανονισμός για την αιρεσιμότητα απαιτεί τα μέτρα να στοχεύουν, στο μέτρο του δυνατού, τις «δράσεις της Ένωσης που επηρεάζονται από τις παραβιάσεις» (54). Στην πρότασή της, η Επιτροπή θα αναφέρει συγκεκριμένα προγράμματα ή κονδύλια που επηρεάζονται κινδυνεύουν να επηρεαστούν από τις παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου και θα προτείνει, στο μέτρο του δυνατού, μέτρα που στοχεύουν τα συγκεκριμένα ή κονδύλια. Ωστόσο, σε περιπτώσεις όπου αυτό δεν είναι δυνατό, για παράδειγμα, σε περιπτώσεις στις οποίες η παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου έχει επιπτώσεις στην είσπραξη των ιδίων πόρων της Ένωσης, ο κανονισμός για την αιρεσιμότητα επιτρέπει τη θέσπιση μέτρων με αντικείμενο δράσεις της Ένωσης πλην εκείνων που επηρεάζονται από την παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου. Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι αυτό μπορεί να αφορά καταστάσεις στις οποίες οι ως άνω δράσεις δεν μπορούν (55) ή δεν μπορούν πλέον να αντιμετωπιστούν ή μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο ανεπαρκώς, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της προστασίας του συνολικού προϋπολογισμού της Ένωσης, με αποτέλεσμα τα μέτρα αυτά να είναι αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού (56). Διαφορετικά, ο κανονισμός για την αιρεσιμότητα δεν θα μπορούσε να επιτύχει τον σκοπό του. Επιπλέον, στις περιπτώσεις που ο κανονισμός για την αιρεσιμότητα εφαρμόζεται επιπροσθέτως ή σε συνέχεια άλλων νομοθετικών πράξεων της Ένωσης, η Επιτροπή θα λαμβάνει υπόψη τον συνολικό αντίκτυπο των μέτρων για να διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας.

53.

Για την αξιολόγηση της αναλογικότητας των προτεινόμενων μέτρων, η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 8 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τις ίδιες πηγές που χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου, όπως αναφέρεται στο τμήμα 5.2 των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών.

5.   Διαδικασια και μεθοδολογια της διαδικασιας αξιολογησης

5.1.   Προκαταρκτική αξιολόγηση της Επιτροπής

54.

Για να εντοπίσει και να αξιολογήσει παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου βάσει του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, η Επιτροπή θα διενεργεί ενδελεχή ποιοτική αξιολόγηση κατά περίπτωση, στην οποία θα λαμβάνει δεόντως υπόψη τις ειδικές περιστάσεις και το εκάστοτε πλαίσιο, με βάση τις αρχές και τα χαρακτηριστικά της μεθοδολογίας που καθορίζεται στις ακόλουθες παραγράφους των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών.

55.

Η Επιτροπή θα διενεργεί την αξιολόγησή της με τρόπο αντικειμενικό, αμερόληπτο και δίκαιο (57).

56.

Για τους σκοπούς της αντικειμενικότητας η αξιολόγηση απαιτείται να βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή. Πέραν των διαφόρων επαφών μεταξύ της Επιτροπής, άλλων φορέων και των κρατών μελών, στο άρθρο 6 παράγραφος 4 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα προβλέπεται σαφώς ότι η Επιτροπή μπορεί επίσης να ζητά συμπληρωματικές πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τη διενέργεια της αξιολόγησής της και θα τις ζητά όταν το κρίνει σκόπιμο. Για παράδειγμα, μπορεί να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες προκειμένου να επιβεβαιώσει κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, να αξιολογήσει την έκταση των επιπτώσεων στον προϋπολογισμό της Ένωσης ή στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (ή του σχετικού κινδύνου), είτε να αξιολογήσει πιο αναλυτικά τυχόν διορθωτικά μέτρα που το κράτος μέλος έχει θεσπίσει ή σχεδιάζει να θεσπίσει. Δεδομένου ότι ένας από τους βασικούς στόχους του κανονισμού για την αιρεσιμότητα είναι να χρησιμοποιείται ως προληπτικό εργαλείο για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης και των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, η Επιτροπή επιδιώκει να εξασφαλίσει ειλικρινή διάλογο και συνεργασία με το οικείο κράτος μέλος, διατηρώντας παράλληλα τη διαδικασία στον κατάλληλο ρυθμό.

57.

Η αμεροληψία κατά την αξιολόγηση των υποθέσεων βάσει του κανονισμού για την αιρεσιμότητα συνεπάγεται ίση μεταχείριση μεταξύ των κρατών μελών. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 της ΣΕΕ, η Ένωση απαιτείται να σέβεται την ισότητα των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτό σημαίνει πρωτίστως ότι σε όμοιες καταστάσεις δεν πρέπει να επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις να επιφυλάσσεται όμοια μεταχείριση, εκτός αν η μεταχείριση αυτή είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη (58), με βάση τις συγκεκριμένες περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την εκάστοτε κατάσταση. Παρότι η Επιτροπή οφείλει να διενεργεί τις αξιολογήσεις της λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του νομικού συστήματος του οικείου κράτους μέλους και τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει ως προς την εφαρμογή των αρχών του κράτους δικαίου, τούτο δεν σημαίνει ότι οι υποχρεώσεις ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα που απορρέουν από αυτές τις αρχές μπορούν να διαφέρουν ανά κράτος μέλος. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο σεβασμός του κράτους δικαίου θα πρέπει να αξιολογείται βάσει ενιαίων κριτηρίων και ότι το περιεχόμενο των αρχών του κράτους δικαίου είναι σαφές, θεσπίζει ξεκάθαρες και ακριβείς δεσμευτικές υποχρεώσεις αποτελέσματος και είναι ευρέως γνωστό στα κράτη μέλη (59). Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα κράτη μέλη είναι σε θέση να καθορίζουν με επαρκή ακρίβεια το ουσιώδες περιεχόμενο και τις απαιτήσεις που απορρέουν από καθεμία από τις αρχές που απαριθμούνται στο άρθρο 2 στοιχείο α) του κανονισμού (60).

58.

Όσον αφορά τον δίκαιο χαρακτήρα της αξιολόγησης βάσει του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτός συνεπάγεται τη διατύπωση ολοκληρωμένης άποψης σχετικά με όλες τις υπό εξέταση περιστάσεις, προκειμένου να εντοπιστούν παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου που είναι σημαντικές για τους σκοπούς του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

59.

Πρώτον, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα ελέγχουν κατά πόσον οι σχετικές πηγές αφορούν παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου που έχει ήδη εντοπιστεί ή, εάν δεν έχει εντοπιστεί προηγουμένως, κατά πόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι έχει διαπραχθεί παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου. Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι τελικές αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ισχύ δεδικασμένου. Στη συνέχεια, θα ελέγχει κατά πόσον η εν λόγω παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου αφορά κατάσταση ή πρακτική των αρχών που άπτεται της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης του προϋπολογισμού της Ένωσης ή της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού.

60.

Δεύτερον, δεδομένου ότι η απλή διαπίστωση ότι έχει διαπραχθεί παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου δεν αρκεί για να ενεργοποιηθεί ο κανονισμός για την αιρεσιμότητα, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα αξιολογούν κατά πόσον η παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου επηρεάζει ή ενέχει σοβαρό κίνδυνο να επηρεάσει τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, με βάση τα κριτήρια που αναλύονται στο τμήμα 2.2 των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών. Η Επιτροπή θα δίνει ιδιαίτερη προσοχή σε διορθωτικά μέτρα ή άλλα μέσα έννομης προστασίας που έχει ήδη λάβει σε παρόμοιες υποθέσεις στο πλαίσιο των διαδικασιών που αναφέρονται στο τμήμα 3 ανωτέρω ή άλλων διαδικασιών του δικαίου της Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι οι διαδικασίες αυτές συνδέονται με καταστάσεις ενδεικτικές παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου σύμφωνα με τον κανονισμό για την αιρεσιμότητα.

61.

Τέλος, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα αξιολογούν κατά πόσον η διαπιστωθείσα παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου έχει επαρκώς άμεση σύνδεση με επιπτώσεις στη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή θεωρεί ιδιαίτερα συναφείς τις τελικές αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και προηγούμενα διορθωτικά μέτρα ή άλλα μέσα έννομης προστασίας που έχει ήδη λάβει σε παρόμοιες υποθέσεις στο πλαίσιο των διαδικασιών που αναφέρονται στο τμήμα 3 ανωτέρω.

5.2.   Πηγές πληροφοριών

62.

Η Επιτροπή επιδιώκει να αξιολογεί ζητήματα που άπτονται της εφαρμογής του κανονισμού για την αιρεσιμότητα με τρόπο επιμελή και ενδελεχή, βασιζόμενη σε ευρύ φάσμα αποδεικτικών στοιχείων, στον βαθμό που αυτό είναι σημαντικό για την εκπλήρωση των προϋποθέσεων για την εφαρμογή του κανονισμού για την αιρεσιμότητα. Το φάσμα και το εύρος των αποδεικτικών στοιχείων θα εξετάζονται με βάση την ουσία κάθε υπόθεσης, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών περιστάσεων. Η Επιτροπή θα διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες που χρησιμοποιεί είναι συναφείς και ότι οι πηγές των πληροφοριών αυτών είναι αξιόπιστες.

5.2.1.   Γενικές πηγές πληροφοριών

63.

Η Επιτροπή θα προσπαθεί να χρησιμοποιεί διάφορες πηγές για τον εντοπισμό, τη διασταύρωση και την αξιολόγηση των σχετικών παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου, προκειμένου να καταλήγει στα δικά της συμπεράσματα σχετικά με το κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του κανονισμού. Στην αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα αναφέρονται συγκεκριμένες πηγές, όπως «οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι εκθέσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η ετήσια έκθεση της Επιτροπής για το κράτος δικαίου και ο πίνακας αποτελεσμάτων της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης, οι εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO), και τα συμπεράσματα και οι συστάσεις συναφών διεθνών οργανισμών και δικτύων, συμπεριλαμβανομένων των οργάνων του Συμβουλίου της Ευρώπης όπως η ομάδα κρατών του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά της διαφθοράς (GRECO) και η Επιτροπή της Βενετίας, ιδίως του καταλόγου ελέγχου της για το κράτος δικαίου, καθώς και το Ευρωπαϊκό Δίκτυο των Ανωτάτων Δικαστηρίων και το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Δικαστικών Συμβουλίων».

64.

Εκτός από τις εν λόγω πηγές, οι οποίες δεν έχουν ειδική ή απόλυτη αποδεικτική αξία, η Επιτροπή θα λαμβάνει επίσης υπόψη και άλλες σχετικές πληροφορίες, ανάλογα με την περίπτωση. Αυτές μπορεί να είναι, για παράδειγμα, οι ετήσιες εκθέσεις της Επιτροπής για την «προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — καταπολέμηση της απάτης» (εκθέσεις PIF) και τα σχετικά ετήσια ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι πληροφορίες στις οποίες βασίστηκαν σχετικές εκθέσεις της Επιτροπής, της OLAF και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, οι πληροφορίες που περιέχονται στις εκθέσεις ελέγχου των υπηρεσιών της Επιτροπής, καθώς και πληροφορίες που ελήφθησαν από εθνικές αρχές και ενδιαφερόμενα μέρη, αλλά και άλλες δημοσίως διαθέσιμες πληροφορίες, όπως αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων ή αποφάσεις εθνικών αρχών.

65.

Η Επιτροπή έχει επίσης τη δυνατότητα να επικοινωνεί απευθείας με άλλα όργανα και αναγνωρισμένους θεσμικούς φορείς, όπως η εθνική υπηρεσία συντονισμού για την καταπολέμηση της απάτης («AFCOS»). Παρότι στην αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα ορίζεται ότι η Επιτροπή «μπορεί να συμβουλεύεται τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα και την Επιτροπή της Βενετίας εάν είναι απαραίτητο με σκοπό την προετοιμασία μιας ενδελεχούς ποιοτικής αξιολόγησης», η δυνατότητά της να ζητεί συμβουλές δεν περιορίζεται στους δύο αυτούς φορείς και η Επιτροπή θα επικοινωνεί με οποιοδήποτε όργανο ή φορέα κρίνει αναγκαίο για τον εντοπισμό παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου και τη βελτίωση της αξιολόγησης των υποθέσεων δυνάμει του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

5.2.2.   Καταγγελίες

66.

Μια άλλη πολύτιμη πηγή πληροφοριών είναι η υποβολή τεκμηριωμένων καταγγελιών από οποιοδήποτε τρίτο μέρος που μπορεί να γνωρίζει σχετικές πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν ή να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης με επαρκώς άμεσο τρόπο.

67.

Ως δημοσιονομικό εργαλείο, ο κανονισμός για την αιρεσιμότητα δεν προβλέπει μέσα έννομης προστασίας ή διαδικασίες προσφυγής για τους καταγγέλλοντες (61). Οι καταγγέλλοντες που ζητούν διορθωτικά μέτρα με αποδέκτες τους ίδιους, συμπεριλαμβανομένης της αποζημίωσης, δεν μπορούν να τα διεκδικήσουν από την Επιτροπή, αλλά μπορούν να εξετάσουν την πιθανότητα να υποβάλουν καταγγελίες στις εθνικές αρχές ή να ασκήσουν αγωγές ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση παρέχει μέσα για την υποβολή καταγγελιών σε επίπεδο ΕΕ. Συγκεκριμένα, εάν κάποιο κράτος μέλος δεν συμμορφώνεται με το δίκαιο της Ένωσης, κάθε πολίτης, επιχείρηση ή άλλος ενδιαφερόμενος μπορεί να υποβάλει καταγγελία για παράβαση στην Επιτροπή (62).

68.

Αφού παραλάβουν καταγγελία σχετικά με τον κανονισμό για την αιρεσιμότητα, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα αξιολογούν αν περιέχει τεκμηριωμένες πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία που μπορεί να χρησιμοποιήσει η Επιτροπή για την αξιολόγησή της βάσει του κανονισμού για την αιρεσιμότητα. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι οι καταγγελίες που αναφέρονται σε παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου χωρίς να περιλαμβάνουν κανένα στοιχείο ως προς το αποτέλεσμα που μπορεί να έχουν ή τους κινδύνους που ενδέχεται να συνεπάγονται για τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης δεν θα επαρκούν για να θεωρηθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του κανονισμού, εκτός εάν η Επιτροπή διαπιστώσει το εν λόγω αποτέλεσμα ή τους εν λόγω κινδύνους με βάση πρόσθετους λόγους. Ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης, οι υπηρεσίες της Επιτροπής μπορούν να ζητήσουν από τον καταγγέλλοντα να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες για να τεκμηριώσει την καταγγελία εντός συγκεκριμένης προθεσμίας. Εάν δεν παρασχεθούν συμπληρωματικές πληροφορίες εντός της καθορισμένης προθεσμίας, η Επιτροπή θα τηρεί αρχείο των πληροφοριών που υποβλήθηκαν, αλλά δεν μπορεί να δώσει συνέχεια στην καταγγελία.

69.

Όταν οι πληροφορίες που υποβάλλονται είναι επαρκώς τεκμηριωμένες και συναφείς για τους σκοπούς της αξιολόγησης της Επιτροπής, οι υπηρεσίες της Επιτροπής μπορούν να ζητούν περαιτέρω πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία, εάν χρειάζεται. Εάν κριθεί σκόπιμο, οι υπηρεσίες της Επιτροπής μπορούν επίσης να συναντηθούν με τον καταγγέλλοντα ή τους εκπροσώπους του για να διευκρινίσουν τους ισχυρισμούς που διατύπωσε και να συζητήσουν συγκεκριμένα ζητήματα που σχετίζονται με την καταγγελία. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής μπορούν επίσης να επικοινωνούν με άλλους φορείς ή θεσμικά όργανα σχετικά με τις πληροφορίες που υπέβαλε ο καταγγέλλων για να επιβεβαιώσουν ή να συμπληρώσουν τις πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία που παρασχέθηκαν από τον καταγγέλλοντα, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 4 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

70.

Η Επιτροπή θα προσπαθεί να ενημερώνει τους καταγγέλλοντες για τα μέτρα που προτίθεται να λάβει για την εκάστοτε καταγγελία εντός ενδεικτικού χρονοδιαγράμματος [π.χ. οκτώ μηνών] από την παραλαβή της καταγγελίας. Ωστόσο, αυτό εξαρτάται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης και, ιδίως, από το κατά πόσον η Επιτροπή έχει λάβει επαρκείς πληροφορίες από τον καταγγέλλοντα. Σε περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 6 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα και να προτείνει κατάλληλα μέτρα στο Συμβούλιο, θα ενημερώνει κατ’ αρχήν τον καταγγέλλοντα 1) μετά την αποστολή της επιστολής κοινοποίησης στο κράτος μέλος και 2) μετά την αποστολή της πρότασής της στο Συμβούλιο.

71.

Για να διευκολυνθεί η υποβολή καταγγελιών δυνάμει του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, η Επιτροπή δημιούργησε, στο πλαίσιο της κεντρικής οικονομικής υπηρεσίας της Γενικής Διεύθυνσης Προϋπολογισμού της, την ειδική ηλεκτρονική θυρίδα BUDG-CONDITIONALITY-REGIME-COMPLAINTS@ec.europa.eu μέσω της οποίας τρίτα μέρη μπορούν να εφιστούν την προσοχή της Επιτροπής σε εικαζόμενες παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου που σχετίζονται με τον κανονισμό για την αιρεσιμότητα. Στο παράρτημα II των κατευθυντήριων γραμμών παρατίθενται οι πληροφορίες που μπορούν να περιλαμβάνονται κατά την επικοινωνία με την Επιτροπή, καθώς και ένα έντυπο που συνιστάται να χρησιμοποιείται για την υποβολή τέτοιων καταγγελιών. Εκτός εάν συμφωνηθεί διαφορετικά, η ταυτότητα του καταγγέλλοντος θα διατηρείται αυστηρά εμπιστευτική και η Επιτροπή θα διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τους κανόνες που ορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 (63).

5.2.3.   Προκαταρκτικές επαφές με το οικείο κράτος μέλος

72.

Η Επιτροπή μπορεί να επικοινωνεί με το οικείο κράτος μέλος πριν από την αποστολή της γραπτής κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, εάν αυτό είναι αναγκαίο για την προκαταρκτική της αξιολόγηση. Επομένως, εάν, κατόπιν καταγγελίας ή βάσει οποιωνδήποτε άλλων πληροφοριών που έχει συγκεντρώσει, η Επιτροπή δεν είναι ακόμη σε θέση να καθορίσει αν έχει βάσιμους λόγους να θεωρεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού, θα πρέπει να μπορεί να επικοινωνήσει με το οικείο κράτος μέλος για να συγκεντρώσει τις πληροφορίες ή τις εξηγήσεις που ενδέχεται να χρειάζεται εντός εύλογης και κατάλληλης προθεσμίας. Εντός της ίδιας προθεσμίας, το κράτος μέλος μπορεί να αξιοποιήσει την ευκαιρία για να επανορθώσει την κατάσταση.

73.

Στις περιπτώσεις αυτές, η Επιτροπή θα προσπαθεί να διεξάγει ανοικτό διάλογο με το οικείο κράτος μέλος, προκειμένου να καταστεί δυνατή η ενισχυμένη συνεργασία και ενδεχομένως να αντιμετωπιστούν οι ανησυχίες σε πρώιμο στάδιο. Η προσέγγιση αυτή αντικατοπτρίζει επίσης την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΣΕΕ, καθώς και το γεγονός ότι ένας από τους βασικούς στόχους του κανονισμού για την αιρεσιμότητα είναι η αποτροπή των παραβιάσεων. Όταν η Επιτροπή ζητεί αρχικές γραπτές διευκρινίσεις από κράτος μέλος, θα ορίζει προθεσμίες που αντιστοιχούν στο εύρος και στην πολυπλοκότητα των διευκρινίσεων που ζητεί.

74.

Εάν το οικείο κράτος μέλος δεν αντιδράσει ή δεν συνεργαστεί εντός του χρονοδιαγράμματος που έχει ορίσει η Επιτροπή, η Επιτροπή θα οριστικοποιεί την προκαταρκτική της αξιολόγηση με βάση τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της, χωρίς καθυστέρηση.

75.

Η Επιτροπή θα εφαρμόζει τις ίδιες αρχές αντικειμενικότητας, αμεροληψίας και δικαιοσύνης για όλα τα κράτη μέλη κατά τις προκαταρκτικές επαφές με τα κράτη μέλη, στις περιπτώσεις που οι εν λόγω προκαταρκτικές επαφές κρίνονται αναγκαίες, όπως και καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και της αξιολόγησής της.

5.3.   Επίσημη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα

76.

Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι έχει βάσιμους λόγους να θεωρεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη θέσπιση μέτρων δυνάμει του κανονισμού για την αιρεσιμότητα και ότι άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στη νομοθεσία της Ένωσης δεν θα της επέτρεπαν να προστατεύσει αποτελεσματικότερα τον προϋπολογισμό της Ένωσης, θα αποστέλλει γραπτή κοινοποίηση στο οικείο κράτος μέλος, εκθέτοντας τα πραγματικά στοιχεία και τους συγκεκριμένους λόγους στους οποίους στήριξε τη διαπίστωσή της, και θα κινεί τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 6 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα (στο εξής: διαδικασία).

77.

Το οικείο κράτος μέλος θα πρέπει να παρέχει τις απαιτούμενες πληροφορίες και μπορεί να προτείνει ή να θεσπίζει διορθωτικά μέτρα ως απάντηση στη διαπίστωση της Επιτροπής που παρατίθεται στη γραπτή κοινοποίηση ή στο αίτημα υποβολής παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 7 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή, η οποία είναι τουλάχιστον ένας μήνας έως το πολύ τρεις μήνες από την ημερομηνία της κοινοποίησης ή του αιτήματος υποβολής παρατηρήσεων (64). Μετά την αλληλογραφία που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφοι 1 έως 7 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του κανονισμού για την αιρεσιμότητα και θεωρήσει ότι τα διορθωτικά μέτρα που ενδεχομένως προτάθηκαν δεν είναι επαρκή, θα προτείνει στο Συμβούλιο τη θέσπιση μέτρων για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης ή των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

78.

Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με την υποβολή πρότασης μέτρων, η Επιτροπή θα αξιολογεί δεόντως τις πληροφορίες που λαμβάνει και τυχόν παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από το οικείο κράτος μέλος καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας (65), καθώς και την καταλληλότητα τυχόν διορθωτικών μέτρων που προτάθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Για τη διενέργεια της αξιολόγησής της σχετικά με τα μέτρα που ενδέχεται να προταθούν, η Επιτροπή θα βασίζεται επίσης σε όλες τις πληροφορίες που συγκεντρώνονται στο πλαίσιο πιθανών προκαταρκτικών επαφών με το οικείο κράτος μέλος, μεταξύ άλλων πριν από την κίνηση της διαδικασίας, ανάλογα με την περίπτωση, καθώς και σε κάθε σχετική πληροφορία από διαθέσιμες πηγές, συμπεριλαμβανομένων αποφάσεων, συμπερασμάτων και συστάσεων των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, άλλων σχετικών διεθνών οργανισμών και άλλων αναγνωρισμένων θεσμικών φορέων.

79.

Η διαδικασία θα εγγυάται τα διαδικαστικά δικαιώματα του οικείου κράτους μέλους, ενώ επίσης θα διεξάγεται σύμφωνα με τις αρχές της αντικειμενικότητας, της απαγόρευσης των διακρίσεων και της ίσης μεταχείρισης του οικείου κράτους μέλους, αμερόληπτα και τεκμηριωμένα (66). Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 23 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, η Επιτροπή δεσμεύεται να κάνει την πλέον ενδεδειγμένη χρήση των δικαιωμάτων της δυνάμει του άρθρου 237 ΣΛΕΕ και του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου (67) προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι το Συμβούλιο θα λάβει εγκαίρως απόφαση σχετικά με την πρόταση μέτρων (68).

5.4.   Διαδικασία άρσης των μέτρων

80.

Μετά την έγκριση των μέτρων από το Συμβούλιο, η Επιτροπή θα παρακολουθεί τακτικά την κατάσταση στο οικείο κράτος μέλος. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, κατόπιν αιτήματος του οικείου κράτους μέλους, ή με δική της πρωτοβουλία και το αργότερο μετά την παρέλευση ενός έτους κατ’ ανώτατο όριο από τη θέσπιση μέτρων από το Συμβούλιο, η Επιτροπή επαναξιολογεί την κατάσταση στο οικείο κράτος μέλος λαμβάνοντας υπόψη τα υποβληθέντα από αυτό αποδεικτικά στοιχεία, καθώς και την επάρκεια τυχόν διορθωτικών μέτρων που θεσπίζονται από το οικείο κράτος μέλος.

81.

Το οικείο κράτος μέλος μπορεί ανά πάσα στιγμή να θεσπίσει νέα διορθωτικά μέτρα και να υποβάλει στην Επιτροπή γραπτή κοινοποίηση που περιλαμβάνει αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να καταδείξει ότι δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις για τη θέσπιση των μέτρων.

82.

Κατά την αξιολόγηση της γραπτής κοινοποίησης που υποβάλλει το οικείο κράτος μέλος ή άλλων πληροφοριών που συγκέντρωσε η Επιτροπή μετά την έγκριση των μέτρων από το Συμβούλιο, η Επιτροπή θα εφαρμόζει τη μεθοδολογία και τις αρχές της αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας και της δικαιοσύνης που περιγράφονται λεπτομερώς στο τμήμα 5.1 των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών. Για την εκπόνηση της αξιολόγησής της, η Επιτροπή θα βασίζεται σε όλες τις πηγές πληροφοριών που αναφέρονται στο τμήμα 5.2 των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών (69), τις οποίες συγκέντρωσε μετά την έγκριση των μέτρων από το Συμβούλιο.

83.

Εάν, μετά την αξιολόγηση της γραπτής κοινοποίησης που υπέβαλε το κράτος μέλος ή την αξιολόγηση οποιωνδήποτε άλλων πληροφοριών που συγκέντρωσε η Επιτροπή μετά τη θέσπιση των μέτρων από το Συμβούλιο, η Επιτροπή δεν μπορεί ευλόγως να καταλήξει ότι η κατάσταση που οδήγησε στη θέσπιση μέτρων έχει διορθωθεί, μπορεί να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες από το οικείο κράτος μέλος ή από οποιοδήποτε τρίτο μέρος που μπορεί να διαθέτει σχετικές πληροφορίες, πριν ολοκληρώσει την αξιολόγησή της, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 τελευταίο εδάφιο και το άρθρο 6 παράγραφος 4 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

84.

Το οικείο κράτος μέλος θα πρέπει να παράσχει τις απαιτούμενες πληροφορίες και μπορεί να προτείνει διορθωτικά μέτρα ή να προσαρμόσει τα μέτρα που πρότεινε αρχικά ως απάντηση στις ανησυχίες της Επιτροπής, εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή, η οποία είναι τουλάχιστον ένας μήνας έως το πολύ τρεις μήνες από την ημερομηνία της κοινοποίησης ή του αιτήματος υποβολής παρατηρήσεων (70). Μετά την εν λόγω αλληλογραφία και την τελική αξιολόγηση της Επιτροπής, εάν η Επιτροπή κρίνει ότι η κατάσταση που οδήγησε στη θέσπιση των μέτρων έχει διορθωθεί, θα υποβάλλει στο Συμβούλιο πρόταση εκτελεστικής απόφασης για την άρση των μέτρων που θεσπίστηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα. Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η κατάσταση που οδήγησε στη θέσπιση των μέτρων έχει διορθωθεί εν μέρει, υποβάλλει στο Συμβούλιο πρόταση εκτελεστικής απόφασης για την προσαρμογή των μέτρων που θεσπίστηκαν.

85.

Τα μέτρα μπορούν να αίρονται ή να προσαρμόζονται όταν οι παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου, μολονότι συνεχίζονται, δεν έχουν πλέον αντίκτυπο στον προϋπολογισμό της Ένωσης ή στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (71). Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η κατάσταση που οδήγησε στη θέσπιση των μέτρων δεν έχει διορθωθεί, απευθύνει αιτιολογημένη απόφαση στο οικείο κράτος μέλος και ενημερώνει σχετικά το Συμβούλιο.

86.

Η διαδικασία θα εγγυάται τα διαδικαστικά δικαιώματα του οικείου κράτους μέλους, ενώ επίσης θα διεξάγεται σύμφωνα με τις αρχές της αντικειμενικότητας, της απαγόρευσης των διακρίσεων και της ίσης μεταχείρισης του οικείου κράτους μέλους, αμερόληπτα και τεκμηριωμένα (72). Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 23 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, η Επιτροπή δεσμεύεται να κάνει την πλέον ενδεδειγμένη χρήση των δικαιωμάτων της δυνάμει του άρθρου 237 ΣΛΕΕ και του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου (73) προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι το Συμβούλιο θα λάβει εγκαίρως απόφαση σχετικά με την πρόταση άρσης ή προσαρμογής των μέτρων (74).

6.   Προστασία των έννομων δικαιωμάτων των τελικών αποδεκτών και των δικαιούχων ενωσιακής χρηματοδότησης δυνάμει του κανονισμού για την αιρεσιμότητα

87.

Τα μέτρα που θεσπίζονται δυνάμει του κανονισμού για την αιρεσιμότητα έχουν δημοσιονομικό ή οικονομικό αντίκτυπο. Ωστόσο, ο αντίκτυπος αυτός θα πρέπει να περιορίζεται στο οικείο κράτος μέλος ή, σε ειδικές περιπτώσεις, σε ορισμένες εθνικές οντότητες που διαχειρίζονται τα κονδύλια. Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στην απόφαση για τη θέσπιση των μέτρων βάσει δεόντως αιτιολογημένων λόγων σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες της Ένωσης, η επιβολή των εν λόγω μέτρων θα πρέπει να μην θίγει τις προϋπάρχουσες υποχρεώσεις των κρατικών φορέων ή των κρατών μελών να πραγματοποιούν πληρωμές στους τελικούς αποδέκτες ή στους δικαιούχους που δικαιούνται τέτοιου είδους πληρωμές στο πλαίσιο του αντίστοιχου ενωσιακού προγράμματος ή κονδυλίου.

88.

Τα μέτρα μπορούν να αφορούν κονδύλια ή προγράμματα της Ένωσης στο πλαίσιο όλων των τρόπων διαχείρισης του προϋπολογισμού της Ένωσης, δηλαδή με άμεση εκτέλεση (υπό τη διαχείριση των υπηρεσιών της Επιτροπής ή μέσω εκτελεστικών οργανισμών (75)), με έμμεση εκτέλεση (από μία από τις οντότητες που προβλέπονται στο άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του δημοσιονομικού κανονισμού) ή από κοινού με τα κράτη μέλη (επιμερισμένη διαχείριση (76)).

89.

Η επιβολή μέτρων δεν μεταβάλλει τις προϋπάρχουσες υποχρεώσεις των κρατικών φορέων ή των κρατών μελών όσον αφορά την εκτέλεση του προγράμματος ή του κονδυλίου με οποιονδήποτε τρόπο διαχείρισης, ιδίως τις νομικές υποχρεώσεις τους να πραγματοποιούν πληρωμές προς τελικούς αποδέκτες ή δικαιούχους, όπως προβλέπεται από τις εφαρμοστέες ενωσιακές πράξεις και τις ειδικές νομικές πράξεις που δημιούργησαν τις εν λόγω υποχρεώσεις, εκτός εάν η απόφαση επιβολής των μέτρων προβλέπει διαφορετικά.

90.

Με άλλα λόγια, οι κυβερνητικοί φορείς ή τα κράτη μέλη δεν μπορούν να χρησιμοποιούν τα κατάλληλα μέτρα που λαμβάνει το Συμβούλιο για να απαλλαγούν από τις προϋπάρχουσες υποχρεώσεις τους έναντι τελικών αποδεκτών ή δικαιούχων, όσον αφορά πληρωμές βάσει των σχετικών εφαρμοστέων κανόνων.

91.

Το άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα ορίζει ότι οι υποχρεώσεις των κρατικών φορέων ή των κρατών μελών για την εκτέλεση του προγράμματος ή του κονδυλίου δεν επηρεάζονται από την επιβολή κατάλληλων μέτρων, και ιδίως οι υποχρεώσεις που υπέχουν έναντι των τελικών αποδεκτών ή των δικαιούχων, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στην απόφαση για τη θέσπιση των μέτρων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι το συμπέρασμα σχετικά με το κατά πόσον τα δικαιώματα των δικαιούχων ή των τελικών αποδεκτών μπορούν νομίμως να θιγούν από τα κατάλληλα μέτρα απαιτεί ανάλυση κατά περίπτωση, και η Επιτροπή θα αξιολογεί κάθε σχετική πληροφορία σχετικά με το θέμα αυτό. Στο παρόν στάδιο, θεωρεί ότι, κατ’ αρχήν, όταν ο δικαιούχος ή ο τελικός αποδέκτης έχει εμπλακεί παραβιάζοντας αρχές του κράτους δικαίου, όπως σε περιπτώσεις διαφθοράς, συστημικής απάτης και σύγκρουσης συμφερόντων, τα μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει του κανονισμού για την αιρεσιμότητα μπορούν επίσης να έχουν αντίκτυπο στον εν λόγω δικαιούχο ή αποδέκτη. Εάν η Επιτροπή λάβει γνώση τέτοιων περιπτώσεων, η Επιτροπή θα συμπεριλάβει στην πρότασή της προς το Συμβούλιο i) το συμπέρασμά της σχετικά με το κατά πόσον συγκεκριμένοι τελικοί δικαιούχοι ή αποδέκτες θα πρέπει να θιγούν από τα προτεινόμενα μέτρα, ii) τους λόγους που δικαιολογούν αυτό το συμπέρασμα και iii) τη συγκεκριμένη πρότασή της όσον αφορά τους εν λόγω δικαιούχους ή αποδέκτες.

Εργαλεία πληροφόρησης και υποβολή εκθέσεων

92.

Οι δικαιούχοι ή οι τελικοί αποδέκτες προγραμμάτων ή κονδυλίων της Ένωσης θα πρέπει να ενημερώνονται για τα δικαιώματά τους δυνάμει του κανονισμού για την αιρεσιμότητα. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή έχει δημιουργήσει την ειδική Internet: https://ec.europa.eu/info/strategy/eu-budget/protection-eu-budget/rule-law-conditionality-regulation_el όπου οι πολίτες, συμπεριλαμβανομένων των δικαιούχων ή των τελικών αποδεκτών, μπορούν να ζητούν άτυπη καθοδήγηση. Μπορούν επίσης να υποβάλουν πληροφορίες στην Επιτροπή σχετικά με ζητήματα που σχετίζονται με την εφαρμογή του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, συμπληρώνοντας το έντυπο καταγγελίας που διατίθεται στην εν λόγω ιστοσελίδα και υποβάλλοντάς το στην ειδική ηλεκτρονική θυρίδα BUDG-CONDITIONALITY-REGIME-COMPLAINTS@ec.europa.eu. Η Επιτροπή θα δημοσιεύει στην ιστοσελίδα της πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που θεσπίζει το Συμβούλιο κατόπιν πρότασης της Επιτροπής, ώστε οι δικαιούχοι και οι τελικοί αποδέκτες να γνωρίζουν τα μέτρα που επιβάλλονται σε κάθε κράτος μέλος.

93.

Εάν, μετά την επιβολή κατάλληλων μέτρων από το Συμβούλιο δυνάμει του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος αρνηθεί να καταβάλει τις πληρωμές του στους δικαιούχους ή στους τελικούς αποδέκτες προγραμμάτων ή κονδυλίων της Ένωσης τους οποίους αφορούν τα μέτρα, οι ενδιαφερόμενοι δικαιούχοι ή τελικοί αποδέκτες θα πρέπει πρώτα να παραπέμψουν το θέμα στις αρμόδιες εθνικές αρχές κάνοντας χρήση όλων των μέτρων που έχουν στη διάθεσή τους βάσει των εφαρμοστέων εθνικών κανόνων, συμπεριλαμβανομένων καταγγελιών στην αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους. Σε περίπτωση που ένα τέτοιο μέτρο δεν είναι διαθέσιμο ή δεν είναι αποτελεσματικό (77), οι δικαιούχοι θα πρέπει να ενημερώνουν την Επιτροπή και, ει δυνατόν, να παρέχουν σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι δίνεται η κατάλληλη συνέχεια στις νομικές ενέργειες, σύμφωνα με το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο.

94.

Οι δικαιούχοι ή οι τελικοί αποδέκτες θα μπορούσαν να ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με πιθανές παραβιάσεις του άρθρου 5 παράγραφος 2 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, σε περίπτωση που θίγονται άμεσα. Στις παρατηρήσεις τους, οι δικαιούχοι ή οι τελικοί αποδέκτες θα πρέπει να αναφέρουν με σαφήνεια i) τη νομική βάση του δικαιώματός τους να λάβουν πληρωμή από το κράτος μέλος, ii) τη μη συμμόρφωση του κράτους μέλους με την υποχρέωσή του να πληρώσει σύμφωνα με τους κανόνες του σχετικού ενωσιακού προγράμματος ή κονδυλίου, iii) τις νομικές ενέργειες που έχουν ήδη αναληφθεί και το σχετικό αποτέλεσμα, εάν υπάρχει, και να παρέχουν όλα τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία και δικαιολογητικά έγγραφα που αποδεικνύουν την κίνηση των σχετικών νομικών διαδικασιών, καθώς και τη μη συμμόρφωση του κράτους μέλους με τις υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 5 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα (εάν υπάρχουν). Οι παρατηρήσεις θα πρέπει να περιέχουν όλες τις πληροφορίες που ζητούνται στο παράρτημα III των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών.

95.

Σύμφωνα με το άρθρο 339 ΣΛΕΕ και με το άρθρο 17 του ΚΥΚ, οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης οφείλουν να μην αποκαλύπτουν πληροφορίες που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο. Η Επιτροπή θα διασφαλίσει επίσης τη συμμόρφωση με τους κανόνες που ορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 (78).

96.

Κατά την εκτέλεση κονδυλίων της Ένωσης υπό επιμερισμένη διαχείριση, τα κράτη μέλη τα οποία αφορούν τα μέτρα που θεσπίζονται δυνάμει του κανονισμού για την αιρεσιμότητα έχουν την υποχρέωση να υποβάλουν έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τα συγκεκριμένα μέτρα που έχουν λάβει για να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις τους για την καταβολή πληρωμών προς τους τελικούς αποδέκτες ή τους δικαιούχους στο πλαίσιο του ενωσιακού κονδυλίου ή προγράμματος που επηρεάζεται. Οι εν λόγω εκθέσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία της εν λόγω συμμόρφωσης (π.χ. σχετικά λογιστικά αρχεία και δικαιολογητικά έγγραφα) και θα πρέπει να υποβάλλονται ανά τρεις μήνες από τη θέσπιση των μέτρων και εξής (79).

97.

Βάσει των εκθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα και τυχόν άλλων αποδεικτικών στοιχείων που παρέχονται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ή άλλων πληροφοριών που συλλέγονται, μεταξύ άλλων μέσω των πληροφοριών που λαμβάνονται από τελικούς αποδέκτες ή δικαιούχους, η Επιτροπή επαληθεύει κατά πόσον έχουν τηρηθεί οι υποχρεώσεις καταβολής πληρωμής στους τελικούς αποδέκτες ή στους δικαιούχους που ορίζονται στον κανονισμό για την αιρεσιμότητα και σε άλλες εφαρμοστέες νομοθετικές διατάξεις της Ένωσης όσον αφορά την υλοποίηση της χρηματοδότησης υπό επιμερισμένη διαχείριση. Όπου είναι αναγκαίο, καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να διασφαλίσει ότι κάθε ποσό που οφείλεται από κυβερνητικούς φορείς ή κράτη μέλη αποδίδεται πράγματι στους τελικούς αποδέκτες ή δικαιούχους σύμφωνα με τους σχετικούς ειδικούς τομεακούς κανόνες. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει, για παράδειγμα, την εφαρμογή δημοσιονομικών διορθώσεων σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο της Ένωσης (80). Επίσης, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να κινήσει διαδικασία επί παραβάσει κατά του οικείου κράτους μέλους, ώστε να διασφαλίσει τη συμμόρφωσή του με την υποχρέωση που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού. Πριν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των κρατών μελών με την υποχρέωσή τους να καταβάλλουν πληρωμές στους τελικούς αποδέκτες ή στους δικαιούχους, η Επιτροπή διασφαλίζει τον σεβασμό των διαδικαστικών δικαιωμάτων του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

7.   Επανεξεταση των παρουσων κατευθυντηριων γραμμων

98.

Η Επιτροπή μπορεί να επανεξετάσει τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές σε εύθετο χρόνο, προκειμένου να λάβει υπόψη τις εξελίξεις στην πρακτική της, τις σχετικές αλλαγές στη νομοθεσία της Ένωσης ή τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διασφαλίζοντας παράλληλα την ασφάλεια δικαίου. Κατά την επανεξέταση των κατευθυντήριων γραμμών, η Επιτροπή διαβουλεύεται με τα κράτη μέλη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

(1)  Βλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 1986, Les Verts κατά Κοινοβουλίου, υπόθεση C-294/83, ECLI:EU:C:1986:166, σκέψη 23. Βλ. επίσης απόφαση της 20ης Απριλίου 2021, Repubblika κατά Il-Prim Ministru, υπόθεση C-896/19, ECLI:EU:C:2021:311, σκέψεις 61 έως 65.

(2)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-156/21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψεις 126 και 129·

(3)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2020/2092 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης (ΕΕ L 433I της 22.12.2020, σ. 1).

(4)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-157/21, ECLI:EU:C:2022:98, σκέψη 188.

(5)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1).

(8)  Βλέπε άρθρο 19 παράγραφος 1 της ΣΕΕ.

(9)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, υπόθεση C-156/21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψη 165.

(10)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-157/21, ECLI:EU:C:2022:98, σκέψη 288.

(11)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-157/21, ECLI:EU:C:2022:98, σκέψη 154.

(12)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-156/21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψη 227.

(13)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-156/21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψη 229 και απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-157/21, ECLI:EU:C:2022:98, σκέψη 324.

(14)  Κατάλογος ενδεικτικών παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου περιλαμβάνεται επίσης στο παράρτημα I των κατευθυντήριων γραμμών.

(15)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-156/21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψη 130. και απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, υπόθεση C-157/21, ECLI:EU:C:2022:98, σκέψη 148.

(16)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-156/21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψη 131. και απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, υπόθεση C-157/21, ECLI:EU:C:2022:98, σκέψη 149.

(17)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-156/21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψη 132. και απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, υπόθεση C-157/21, ECLI:EU:C:2022:98, σκέψη 150.

(18)  Ενδεικτικός κατάλογος αυτών των ειδικών καταστάσεων περιλαμβάνεται επίσης στο παράρτημα I των κατευθυντήριων γραμμών.

(19)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, υπόθεση C-156/21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψη 143.

(20)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, υπόθεση C-156/-21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψη 143.

(21)  Βλ. άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο ζ) του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

(22)  Βλ. σχετικές διατάξεις του κανονισμού του Συμβουλίου (ΕΕ) 2017/1939, όπ.π.

(23)  Αυτό ισχύει με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των μη συμμετεχόντων κρατών μελών να συνεργάζονται με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες της Ένωσης, όταν αυτή ασκεί τις αρμοδιότητές της στα συμμετέχοντα κράτη μέλη και απαιτεί την εν λόγω συνεργασία.

(24)  Σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013, όπ.π.

(25)  Οι υποχρεώσεις αυτές προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013. Ο κατάλογος που περιλαμβάνεται στις παρούσες κατευθυντήριες οδηγίες δεν είναι εξαντλητικός.

(26)  Άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013.

(27)  Άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013.

(28)  Άρθρο 7 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013.

(29)  Άρθρο 5 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013.

(30)  Άρθρο 11 παράγραφος 3 και παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ), αριθ. 883/2013.

(31)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-156/21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψη 294.

(32)  Βλ. αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-156/21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψη 301· και Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-157/21, ECLI:EU:C:2022:98, σκέψη 173.

(33)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/241 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Φεβρουαρίου 2021, για τη θέσπιση του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (ΕΕ L 57 της 18.2.2021, σ. 17).

(34)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-157/21, ECLI:EU:C:2022:98, σκέψη 186.

(35)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-156/21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψη 265. και απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, υπόθεση C-157/21, ECLI:EU:C:2022:98, σκέψη 297.

(36)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-156/21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψη 331. και απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, υπόθεση C-157/21, ECLI:EU:C:2022:98, σκέψη 361.

(37)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-156/21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψη 332.

(38)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, υπόθεση C-156/21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψη 262.

(39)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-156/21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψη 266. και απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίουυ, υπόθεση C-157/21, ECLI:EU:C:2022:98, σκέψη 298.

(40)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-156/21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψη 262.

(41)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-157/21, ECLI:EU:C:2022:98, σκέψη 288.

(42)  Βλ. δημοσιονομικό κανονισμό, άρθρο 135.

(43)  Βλ. δημοσιονομικό κανονισμό, άρθρο 101 παράγραφος 8· βλ. επίσης, π.χ., άρθρα 96, 97 και 104 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/1060 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Ιουνίου 2021 για τον καθορισμό κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο+, το Ταμείο Συνοχής, το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας, Αλιείας και Υδατοκαλλιέργειας, και δημοσιονομικών κανόνων για τα εν λόγω Ταμεία και για το Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης, το Ταμείο Εσωτερικής Ασφάλειας και το Μέσο για τη Χρηματοδοτική Στήριξη της Διαχείρισης των Συνόρων και την Πολιτική των Θεωρήσεων (στο εξής: ΚΚΔ) (ΕΕ L 231 της 30.6.2021, σ. 159), και άρθρο 52 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 2013 σχετικά με τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της κοινής γεωργικής πολιτικής και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 352/78, (ΕΚ) αριθ. 165/94, (ΕΚ) αριθ. 2799/98, (ΕΚ) αριθ. 814/2000, (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 και (ΕΚ) αριθ. 485/2008 του Συμβουλίου (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 549).

(44)  Βλ. δημοσιονομικό κανονισμό, άρθρο 63 παράγραφος 2· βλ. επίσης, π.χ., άρθρο 69 παράγραφος 3 και άρθρο 103 του ΚΚΔ, καθώς και άρθρο 58 του κανονισμού (ΕΕ) 1306/2013 και, από την 1η Ιανουαρίου 2023, άρθρο 57 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/2116 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 2021, σχετικά με τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της κοινής γεωργικής πολιτικής και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 (ΕΕ L 435 της 6.12.2021, σ. 187).

(45)  Μπορεί να εφαρμοστεί διακοπή των πληρωμών αν: α) υπάρχουν στοιχεία που υποδεικνύουν σοβαρή ανεπάρκεια για την οποία δεν έχουν ληφθεί διορθωτικά μέτρα· β) η Επιτροπή πρέπει να πραγματοποιήσει πρόσθετες επαληθεύσεις καθώς έχει λάβει πληροφορίες ότι οι δαπάνες που περιέχονται σε μια αίτηση πληρωμής ενδέχεται να συνδέονται με σοβαρή παρατυπία. Μπορεί να εφαρμοστεί αναστολή των πληρωμών εάν: α) το κράτος μέλος δεν έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για την επανόρθωση της κατάστασης η οποία αποτέλεσε αιτία της διακοπής βάσει του άρθρου 96 του ΚΚΔ· β) υπάρχει σοβαρή ανεπάρκεια· γ) οι δαπάνες που περιέχονται στις αιτήσεις πληρωμής συνδέονται με παρατυπία η οποία δεν έχει διορθωθεί· δ) υπάρχει αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής σχετικά με διαδικασία επί παραβάσει δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ που άπτεται ζητήματος το οποίο θέτει σε κίνδυνο τη νομιμότητα και την κανονικότητα των δαπανών. Επιβάλλονται δημοσιονομικές διορθώσεις εάν: α) υπάρχει σοβαρή ανεπάρκεια η οποία έχει θέσει σε κίνδυνο την στήριξη από τα Ταμεία που έχει ήδη καταβληθεί στο πρόγραμμα· β) οι δαπάνες που περιέχονται στους λογαριασμούς που έγιναν αποδεκτοί είναι παράτυπες και δεν εντοπίστηκαν ούτε αναφέρθηκαν από το κράτος μέλος· γ) το κράτος μέλος δεν έχει συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 97 πριν από την έναρξη της διαδικασίας δημοσιονομικών διορθώσεων από την Επιτροπή.

(46)  Βλ. αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

(47)  Βλ. άρθρο 5 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

(48)  Βλ. άρθρο 5 παράγραφος 3 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

(49)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-156/21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψη 112.

(50)  Βλ. άρθρο 5 παράγραφος 3 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

(51)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-156/21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψη 331. και απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, υπόθεση C-157/21, ECLI:EU:C:2022:98, σκέψη 361.

(52)  Βλ. αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

(53)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-156/21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψη 332.

(54)  Βλ. άρθρο 5 παράγραφος 3 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

(55)  Για παράδειγμα, σε περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι η παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου θα έχει επιπτώσεις στα έσοδα του προϋπολογισμού της Ένωσης.

(56)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-156/21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψη 275.

(57)  Βλ. αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

(58)  Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, Βασίλειο της Ισπανίας κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 203/86, ECLI:EU:C:1988:420, σκέψη 25. Για μια πιο πρόσφατη υπόθεση, βλ. απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2020, Universitatea «Lucian Blaga» Sibiu κ.λπ., C-644/19, ECLI:EU:C:2020:810, σκέψη 44.

(59)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-156/21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψεις 233 και 235· και απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-157/21, ECLI:EU:C:2022:98, σκέψεις 265 και 283.

(60)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-156/21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψη 240.

(61)  Αυτό ισχύει με την επιφύλαξη της προστασίας των νόμιμων δικαιωμάτων των τελικών αποδεκτών και δικαιούχων ενωσιακής χρηματοδότησης δυνάμει του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, βλ. τμήμα 6 κατωτέρω.

(62)  Κατάλογος αυτών των άλλων μέσων, συμπεριλαμβανομένου του εντύπου υποβολής καταγγελίας για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου, διατίθεται στη διεύθυνση https://ec.europa.eu/info/about-european-commission/contact/problems-and-complaints/complaints-about-breaches-eu-law/how-make-complaint-eu-level_el.

(63)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης (ΕΕ L 305 της 26.11.2019, σ. 17).

(64)  Βλ. άρθρο 6 παράγραφος 5 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

(65)  Βλ. άρθρο 6 παράγραφος 7 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

(66)  Βλ. αιτιολογική σκέψη 26 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

(67)  Απόφαση 2009/937/ΕΕ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2009, για τη θέσπιση του εσωτερικού του κανονισμού (ΕΕ L 325 της 11.12.2009, σ. 35).

(68)  Βλ. άρθρο 6 παράγραφος 10 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

(69)  Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 τελευταίο εδάφιο και το άρθρο 6 παράγραφος 3 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

(70)  Βλ. τελευταία περίοδο του άρθρου 7 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παράγραφος 5 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

(71)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-156/21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψη 178. και απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, υπόθεση C-157/21, ECLI:EU:C:2022:98, σκέψη 217.

(72)  Βλ. αιτιολογική σκέψη 26 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

(73)  Απόφαση 2009/937/ΕΕ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2009, για τη θέσπιση του εσωτερικού του κανονισμού (ΕΕ L 325 της 11.12.2009, σ. 35).

(74)  Βλ. άρθρο 6 παράγραφος 10 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

(75)  Βλ. άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α) του δημοσιονομικού κανονισμού.

(76)  Βλ. άρθρο 63 στοιχείο του δημοσιονομικού κανονισμού.

(77)  Για παράδειγμα, σε περιπτώσεις στις οποίες οι εθνικές αρχές καθυστερούν αδικαιολόγητα την απάντηση/απόφαση τους στις ενέργειες του δικαιούχου.

(78)  Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή χειρίζεται τις καταγγελίες διατίθενται στη διεύθυνση: https://ec.europa.eu/info/about-european-commission/contact/problems-and-complaints/complaints-about-breaches-eu-law/how-make-complaint-eu-level_el

(79)  Βλ. άρθρο 5 παράγραφος 2 και αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

(80)  Βλ. αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.


ΠΑΡΆΡΤΗΜΑ I

Παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου

Ενδεικτικά παραδείγματα παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου (άρθρο 3 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα)

α)

η διακινδύνευση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Εν προκειμένω, η αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού περί αιρεσιμότητας αναφέρει ότι «η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης προϋποθέτει, ιδίως, ότι το οικείο δικαστικό όργανο είναι σε θέση να ασκεί τα δικαστικά του καθήκοντα, τόσο στο πλαίσιο των σχετικών κανόνων όσο και στην πράξη, με πλήρη αυτονομία, χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση υπαγωγής έναντι οποιουδήποτε φορέα και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προέλευσης, και ότι, ως εκ τούτου, προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους. Οι εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας απαιτούν την ύπαρξη κανόνων, ιδίως όσον αφορά τη σύνθεση του οργάνου και τον διορισμό, τη διάρκεια της θητείας καθώς και τους λόγους εξαίρεσης ή παύσης των μελών του, ώστε οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς τη στεγανότητα του εν λόγω οργάνου έναντι εξωτερικών παραγόντων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιμαχόμενων συμφερόντων.»

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου «Η έννοια της ανεξαρτησίας προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι το σχετικό όργανο ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αυτονομία, χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση υπαγωγής έναντι οποιουδήποτε φορέα και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως και ότι, ως εκ τούτου, προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους»  (1).

β)

η παράλειψη αποτροπής, διόρθωσης ή κολασμού αυθαίρετων ή παράνομων αποφάσεων των δημόσιων αρχών, συμπεριλαμβανομένων

των αρχών επιβολής του νόμου,

της παρακράτησης χρηματοοικονομικών και ανθρώπινων πόρων που επηρεάζει την εύρυθμη λειτουργία τους,

της παράλειψης διασφάλισης της απουσίας συγκρούσεων συμφερόντων.

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι «καταστάσεις αυτές μπορούν να οδηγήσουν σε παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης της αυθαίρετης άσκησης εξουσίας από την εκτελεστική εξουσία ή της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας»  (2).

γ)

ο περιορισμός της διαθεσιμότητας και της αποτελεσματικότητας των μέσων ένδικης προστασίας, μεταξύ άλλων μέσω

περιοριστικών δικονομικών κανόνων,

μη εφαρμογής των δικαστικών αποφάσεων,

περιορισμού της αποτελεσματικής διερεύνησης, δίωξης ή κολασμού παραβάσεων του νόμου.

Σε σχέση με τα παραπάνω, οι αιτιολογικές σκέψεις 8 και 9 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα αναφέρουν τα εξής:

«(8)

Τα κράτη μέλη μπορούν να διασφαλίσουν τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση μόνο αν οι δημόσιες αρχές ενεργούν σύμφωνα με τον νόμο, αν οι περιπτώσεις απάτης, συμπεριλαμβανομένης της φορολογικής απάτης, φοροδιαφυγής, διαφθοράς, σύγκρουσης συμφερόντων ή άλλων παραβάσεων του νόμου διώκονται αποτελεσματικά από τις ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές και αν οι αυθαίρετες ή παράνομες αποφάσεις των δημόσιων αρχών, συμπεριλαμβανομένων των αρχών επιβολής του νόμου, είναι δυνατόν να υπόκεινται σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο από ανεξάρτητα δικαστήρια και από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

(9)

Η ανεξαρτησία και η αμεροληψία του δικαστικού συστήματος θα πρέπει πάντα να διασφαλίζονται, οι δε ανακριτικές και εισαγγελικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι σε θέση να εκτελούν προσηκόντως τα καθήκοντά τους. (...) Θα πρέπει να διαθέτουν επαρκείς οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους και διαδικασίες ώστε να ενεργούν αποτελεσματικά και με πλήρη σεβασμό του δικαιώματος αμερόληπτου δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού των δικαιωμάτων υπεράσπισης. Οι τελεσίδικες αποφάσεις θα πρέπει να τυγχάνουν αποτελεσματικής εκτέλεσης. Οι προϋποθέσεις αυτές απαιτούνται ως ελάχιστη εγγύηση έναντι παράνομων και αυθαίρετων αποφάσεων δημόσιων αρχών που θα μπορούσαν να βλάψουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.»

Παραδείγματα συγκεκριμένων καταστάσεων ή πρακτικών των αρχών (3) που ενδέχεται να αφορούν παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου (άρθρο 4 παράγραφος 2 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα)

α)

η εύρυθμη λειτουργία των αρχών που εκτελούν τον προϋπολογισμό της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων δανείων και λοιπών μέσων με την εγγύηση του προϋπολογισμού της Ένωσης, ιδίως στο πλαίσιο διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων ή επιδοτήσεων·

β)

η εύρυθμη λειτουργία των αρχών που διενεργούν οικονομικούς ελέγχους, παρακολούθηση και λογιστικό έλεγχο, καθώς και αποτελεσματικών και διαφανών συστημάτων δημοσιονομικής διαχείρισης και λογοδοσίας —εν προκειμένω, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «η έκφραση “αποτελεσματικά και διαφανή συστήματα δημοσιονομικής διαχείρισης και λογοδοσίας” [...] αναφέρεται στην έννοια της “δημοσιονομικής διαχείρισης”, η οποία εμπίπτει στην έννοια της “χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης” που απαντά στις ίδιες τις Συνθήκες, ιδίως στο άρθρο 310 παράγραφος 5 και στο άρθρο 317 πρώτο εδάφιο της ΣΛΕΕ, και ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 59 του δημοσιονομικού κανονισμού ως η εκτέλεση του προϋπολογισμού σύμφωνα με τις αρχές της οικονομίας, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας. Η έκφραση “δημοσιονομική λογοδοσία”, από την πλευρά της, αντικατοπτρίζει ιδίως τις υποχρεώσεις οικονομικού ελέγχου, παρακολούθησης και λογιστικού ελέγχου που αναφέρονται στο [...] άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο β) [του κανονισμού για την αιρεσιμότητα], ενώ η έκφραση “αποτελεσματικά και διαφανή [...] συστήματα” υποδηλώνει τη θέσπιση συνόλου κανόνων που διασφαλίζουν με αποτελεσματικό και διαφανή τρόπο την εν λόγω δημοσιονομική διαχείριση και λογοδοσία»  (4).

Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι η έκφραση «δημοσιονομική λογοδοσία», αντικατοπτρίζει ιδίως τις υποχρεώσεις οικονομικού ελέγχου, παρακολούθησης και λογιστικού ελέγχου που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο β), ενώ τα «αποτελεσματικά και διαφανή ... συστήματα» υποδηλώνουν τη θέσπιση συνόλου κανόνων που διασφαλίζουν με αποτελεσματικό και διαφανή τρόπο την εν λόγω δημοσιονομική διαχείριση και λογοδοσία.»  (5)

γ)

η εύρυθμη λειτουργία των ανακριτικών και εισαγγελικών αρχών σε σχέση με τη διερεύνηση και τη δίωξη:

της απάτης, συμπεριλαμβανομένης της φορολογικής απάτης, ιδίως όταν η απάτη αυτή μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μη είσπραξη φόρων, όπως ο ΦΠΑ και οι τελωνειακοί δασμοί, οι οποίοι επηρεάζουν άμεσα τους αναγκαίους πόρους για να επιτύχει η Ένωση τους στόχους της και να ασκήσει τις πολιτικές της,

της διαφθοράς ή άλλων παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης·

δ)

ο αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος, από ανεξάρτητα δικαστήρια, των πράξεων ή παραλείψεων των αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού για την αιρεσιμότητα.

Ειδικότερα, η αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα αναφέρει ότι «[το δικαστικό σύστημα και οι ανακριτικές και εισαγγελικές υπηρεσίες] θα πρέπει να διαθέτουν επαρκείς οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους και διαδικασίες ώστε να ενεργούν αποτελεσματικά και με πλήρη σεβασμό του δικαιώματος αμερόληπτου δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού των δικαιωμάτων υπεράσπισης. Οι τελεσίδικες αποφάσεις θα πρέπει να τυγχάνουν αποτελεσματικής εκτέλεσης. Οι προϋποθέσεις αυτές απαιτούνται ως ελάχιστη εγγύηση έναντι παράνομων και αυθαίρετων αποφάσεων δημόσιων αρχών που θα μπορούσαν να βλάψουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης»·

ε)

η πρόληψη και ο κολασμός της απάτης, συμπεριλαμβανομένης της φορολογικής απάτης, της διαφθοράς ή άλλων παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, και η επιβολή αποτελεσματικών και αποτρεπτικών κυρώσεων στους αποδέκτες από εθνικά δικαστήρια ή από διοικητικές αρχές·

στ)

η ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών·

ζ)

η αποτελεσματική και έγκαιρη συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και, με την επιφύλαξη της συμμετοχής του οικείου κράτους μέλους, με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (EPPO) στις έρευνες ή διώξεις σύμφωνα με την εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία, τηρώντας την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας·


(1)  Απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses κατά Tribunal de Contas, C-64/16, ECLI:EU:C:2018:117, σκέψη 44. Βλ. επίσης, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 2019, Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας, C-619/18, ECLI:EU:C:2019:531, και της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika κατά Il-Prim Ministru, C-896/19, ECLI:EU:C:2021:311.

(2)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-156/21, ECLI:EU:C:2022:97, σκέψη 245 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(3)  Τα παραδείγματα αυτά είναι μόνο ενδεικτικά, διότι άλλες καταστάσεις ή πρακτικές των αρχών που άπτονται της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης του προϋπολογισμού της Ένωσης ή της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης ενδέχεται επίσης να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού για την αιρεσιμότητα [πρβλ. άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο η)].

(4)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-157/21, ECLI:EU:C:2022:98, σκέψη 333.

(5)  Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-157/21, ECLI:EU:C:2022:98, σκέψη 333.


ΠΑΡΆΡΤΗΜΑ II

Στοιχεία που θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στην καταγγελία σχετικά με εικαζόμενες παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου δυνάμει του κανονισμού για την αιρεσιμότητα

Κατά την επικοινωνία με την Επιτροπή σχετικά με εικαζόμενες παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου δυνάμει του κανονισμού για την αιρεσιμότητα, οι καταγγέλλοντες θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία :

στοιχεία ταυτότητας και επικοινωνίας (1)·

πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο εικάζεται ότι έχει παραβιαστεί το κράτος δικαίου (συμπεριλαμβανομένων των πράξεων ή παραλείψεων των δημόσιων αρχών που εικάζεται ότι παραβιάζουν τις αρχές του κράτους δικαίου) και σχετικά αποδεικτικά στοιχεία·

πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η εικαζόμενη παράβαση σχετίζεται με τον κανονισμό για την αιρεσιμότητα (περιγραφή του τρόπου με τον οποίο επηρεάζει ή απειλεί σοβαρά να επηρεάσει τον προϋπολογισμό της Ένωσης ή τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης κατά τρόπο επαρκώς άμεσο) και σχετικά αποδεικτικά στοιχεία·

κατάλογο δικαιολογητικών εγγράφων τα οποία θα ήταν δυνατό —εφόσον ζητηθούν— να διαβιβαστούν στην Επιτροπή.

Για να διευκολύνεται η υποβολή πληροφοριών σχετικών με την εφαρμογή του κανονισμού για την αιρεσιμότητα και να διασφαλίζεται ότι η Επιτροπή λαμβάνει σχετικές και δομημένες πληροφορίες, θα ήταν δυνατό να χρησιμοποιείται το κατωτέρω υπόδειγμα, όπως διατίθεται στην Internet: https://ec.europa.eu/info/strategy/eu-budget/protection-eu-budget/rule-law-conditionality-regulation_el.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Καταγγελία – Παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου που επηρεάζει τον προϋπολογισμό ή τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης

Κανονισμός 2020/2092 περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης («κανονισμός για την αιρεσιμότητα»)

Το παρόν έντυπο καταγγελίας χρησιμοποιείται για την γνωστοποίηση, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου σε ένα κράτος μέλος που συγκεκριμένα επηρεάζουν ή απειλούν σοβαρά να επηρεάσουν τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης κατά τρόπο επαρκώς άμεσο.

Για να κοινοποιήσετε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάθε άλλη καταγγελία σχετικά με το κράτος δικαίου, χρησιμοποιήστε το έντυπο καταγγελίας που διατίθεται στη διεύθυνση https://ec.europa.eu/assets/sg/report-a-breach/complaints_el/index.html

Όλα τα πεδία με αστερίσκο * είναι υποχρεωτικά. Προσπαθήστε να τα συμπληρώσετε συνοπτικά και, αν χρειάζεται, συνεχίστε σε χωριστή σελίδα.

1.   Στοιχεία ταυτότητας & επικοινωνίας

 

Καταγγέλλων/-ουσα*

Εκπρόσωπος (εφόσον υπάρχει)

Τίτλος* κος/κα/δις

 

 

Όνομα*

 

 

Επώνυμο*

 

 

Οργανισμός:

 

 

Διεύθυνση*

 

 

Πόλη*

 

 

Ταχυδρομικός κώδικας*

 

 

Χώρα*

 

 

Τηλέφωνο

 

 

Διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

 

 

Γλώσσα*

 

 

Η αλληλογραφία θα αποστέλλεται σε εσάς ή στον/στην εκπρόσωπό σας*:

2.   Τι αφορά η καταγγελλόμενη παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου;*

διακινδύνευση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης

παράλειψη αποτροπής, διόρθωσης ή κολασμού αυθαίρετων ή παράνομων αποφάσεων των δημόσιων αρχών, συμπεριλαμβανομένων των αρχών επιβολής του νόμου, και συμπεριλαμβανομένης της παρακράτησης χρηματοοικονομικών και ανθρώπινων πόρων που επηρεάζει την εύρυθμη λειτουργία τους

παράλειψη διασφάλισης της απουσίας συγκρούσεων συμφερόντων

περιορισμό της διαθεσιμότητας και της αποτελεσματικότητας των μέσων ένδικης προστασίας, μεταξύ άλλων μέσω περιοριστικών δικονομικών κανόνων και μη εφαρμογής των δικαστικών αποφάσεων

περιορισμό της αποτελεσματικής διερεύνησης, δίωξης ή κολασμού παραβάσεων του νόμου.

άλλο

Να προσδιοριστεί.

3.   Κατά την άποψή σας, τι επηρεάζει η εικαζόμενη παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου που αναφέρεται στο σημείο 2 ανωτέρω;*

(μπορείτε να επιλέξετε περισσότερες από μία απαντήσεις)

την εύρυθμη λειτουργία των αρχών που εκτελούν τον προϋπολογισμό της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων δανείων και λοιπών μέσων με την εγγύηση του προϋπολογισμού της Ένωσης, ιδίως στο πλαίσιο διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων ή επιδοτήσεων

την εύρυθμη λειτουργία των αρχών που διενεργούν οικονομικούς ελέγχους, παρακολούθηση και λογιστικό έλεγχο, καθώς και την ορθή λειτουργία αποτελεσματικών και διαφανών συστημάτων δημοσιονομικής διαχείρισης και λογοδοσίας

την εύρυθμη λειτουργία των ανακριτικών και εισαγγελικών αρχών σε σχέση με τη διερεύνηση και τη δίωξη της απάτης, συμπεριλαμβανομένης της φορολογικής απάτης, της διαφθοράς ή άλλων παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, από ανεξάρτητα δικαστήρια, των πράξεων ή παραλείψεων των αρχών που αναφέρονται ανωτέρω

την πρόληψη και τον κολασμό της απάτης, συμπεριλαμβανομένης της φορολογικής απάτης, της διαφθοράς ή άλλων παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, και την επιβολή αποτελεσματικών και αποτρεπτικών κυρώσεων στους αποδέκτες από εθνικά δικαστήρια ή από διοικητικές αρχές

την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών

την αποτελεσματική και έγκαιρη συνεργασία με την OLAF στις έρευνες ή διώξεις σύμφωνα με την εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία, με τήρηση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας

[με την επιφύλαξη της συμμετοχής του οικείου κράτους μέλους,] την αποτελεσματική και έγκαιρη συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία στις έρευνες ή διώξεις σύμφωνα με την εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία, με τήρηση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας

άλλες καταστάσεις ή πρακτικές των αρχών που άπτονται της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης του προϋπολογισμού της Ένωσης ή της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

4   Ποια εθνικά μέτρα ή πρακτικές πιστεύετε ότι συνιστούν παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου δυνάμει του κανονισμού για την αιρεσιμότητα και γιατί;*

 

5   Περιγράψτε το πρόβλημα αναγράφοντας τα πραγματικά περιστατικά και τους λόγους της καταγγελίας σας* (10 000 χαρακτήρες το πολύ):

 

6   Πώς επηρεάζει ή απειλεί σοβαρά να επηρεάσει η εικαζόμενη παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης κατά τρόπο επαρκώς άμεσο;

6.1

Πώς επηρεάζει ή απειλεί σοβαρά να επηρεάσει η παραβίαση τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης;

6.2

Πρόκειται για μεμονωμένη ή συστηματική παραβίαση; Να προσδιοριστεί.

6.3

Έχει ήδη υλοποιηθεί η επίπτωση στη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης;

Αν ναι, εξηγήστε με ποιον τρόπο:

Αν όχι, εξηγήστε γιατί θα υπήρχε σοβαρή απειλή για τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης:

Προσδιορίστε μια επαρκώς άμεση σχέση μεταξύ της εικαζόμενης παραβίασης ή παραβιάσεων και των επιπτώσεων ή των κινδύνων για τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

7.   Προηγούμενες ενέργειες για την επίλυση του προβλήματος*

Έχετε ήδη προβεί σε ενέργειες στη συγκεκριμένη χώρα για να προσπαθήσετε να επιλύσετε αυτό το πρόβλημα;*

ΑΝ ΝΑΙ, οι ενέργειες αυτές ήταν: o Διοικητικές o Νομικές/Δικαστικές;

7.1

Περιγράψτε: α) τον φορέα / την αρχή / το δικαστήριο που επελήφθη της υπόθεσης και τι είδους απόφαση εκδόθηκε, β) κάθε άλλη ενέργεια που γνωρίζετε.

 

7.2

Διευθετήθηκε η καταγγελία από τον φορέα / την αρχή / το δικαστήριο ή εκκρεμεί ακόμη; Αν η υπόθεση εκκρεμεί, πότε αναμένεται η απόφαση;*

 

ΑΝ ΟΧΙ, διευκρινίστε παρακάτω, ανάλογα με την περίπτωση

o

Μια άλλη υπόθεση σχετικά με το ίδιο ζήτημα εκκρεμεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου ή δικαστηρίου της ΕΕ

o

Δεν υπάρχει κανένα μέσο έννομης προστασίας όσον αφορά το πρόβλημα

o

Υπάρχει μέσο έννομης προστασίας, αλλά είναι πολύ δαπανηρό ή η χρήση του θα ήταν πολύ χρονοβόρα

o

Έληξε η προθεσμία για ανάληψη δράσης

o

Έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης (δεν υπήρχε νομικά δικαίωμα για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του δικαστηρίου), διευκρινίστε γιατί:

 

o

Έλλειψη νομικής βοήθειας / έλλειψη δικηγόρου

o

Δεν γνωρίζω ποια μέσα έννομης προστασίας είναι διαθέσιμα για την αντιμετώπιση του προβλήματος

o

Άλλο – να διευκρινιστεί

 

8.   Αν έχετε ήδη επικοινωνήσει με όργανα της ΕΕ που διεκπεραιώνουν προβλήματα τέτοιου είδους, δώστε μας τα στοιχεία του φακέλου / της αλληλογραφίας σας:

o

Αναφορά προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Στοιχ. αναφ.: :… .

o

Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Στοιχ. αναφ.:… .

o

Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής – Στοιχ. αναφ.:… .

o

Άλλο - ονομασία του οργάνου ή του φορέα στον οποίο απευθυνθήκατε και τα στοιχεία αναφοράς της καταγγελίας σας (π.χ. SOLVIT, FIN-Net, ευρωπαϊκά κέντρα καταναλωτών)

 

9.   Απαριθμήστε κάθε συμπληρωματικό δικαιολογητικό έγγραφο / αποδεικτικό στοιχείο το οποίο μπορείτε, εφόσον ζητηθεί, να διαβιβάσετε στην Επιτροπή.

Image 1
Μην επισυνάπτετε έγγραφα σε αυτό το στάδιο.

 

10.   Προσωπικά δεδομένα*

Επιτρέπετε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αποκαλύψει την ταυτότητά σας στο πλαίσιο των επαφών της με τις αρχές κατά των οποίων υποβάλλετε καταγγελία;

o Ναι o Όχι

Image 2
Η απάντησή σας δεν θα επηρεάσει τον τρόπο χειρισμού της καταγγελίας σας. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, η αποκάλυψη της ταυτότητάς σας μπορεί να διευκολύνει τη διεκπεραίωση της καταγγελίας σας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.


(1)  Η γνωστοποίηση, στο οικείο κράτος μέλος, της ταυτότητας των καταγγελλόντων, καθώς και των πληροφοριών που υπέβαλαν υπόκειται στην προηγούμενη σύμφωνη γνώμη τους και πρέπει να συμμορφώνεται, μεταξύ άλλων, με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ.


ΠΑΡΆΡΤΗΜΑ III

Στοιχεία που θα πρέπει να αποτελούν μέρος των πληροφοριών από δικαιούχους / τελικούς αποδέκτες χρηματοδότησης της ΕΕ

Τα ακόλουθα στοιχεία θα πρέπει καταρχήν να αποτελούν μέρος των πληροφοριών που υποβάλλονται στην Επιτροπή από δικαιούχους ή τελικούς αποδέκτες σχετικά με πιθανές παραβιάσεις του άρθρου 5 παράγραφος 2 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα:

στοιχεία ταυτότητας και επικοινωνίας (1)·

πληροφορίες για το σχετικό πρόγραμμα/κονδύλιο·

πληροφορίες σχετικά με την εικαζόμενη παραβίαση του άρθρου 5 παράγραφος 2 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα·

δικαιολογητικά έγγραφα (συμπεριλαμβανομένων αποδεικτικών στοιχείων για το ότι ο σχετικός τελικός αποδέκτης ή δικαιούχος έχει υποβάλει επίσημη καταγγελία στην αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους, καθώς και κάθε πληροφορίας και εγγράφου σχετικά με την έκβαση της εν λόγω καταγγελίας, εφόσον υπάρχουν).


(1)  Η γνωστοποίηση, στο οικείο κράτος μέλος, της ταυτότητας των καταγγελλόντων, καθώς και των πληροφοριών που υπέβαλαν υπόκειται στην προηγούμενη σύμφωνη γνώμη τους και πρέπει να συμμορφώνεται, μεταξύ άλλων, με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ.


Top