Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52021PC0582

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τη θέσπιση πλαισίου ανάκαμψης και εξυγίανσης ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ, (ΕΕ) 2017/1132 και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012

COM/2021/582 final

Βρυξέλλες, 22.9.2021

COM(2021) 582 final

2021/0296(COD)

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για τη θέσπιση πλαισίου ανάκαμψης και εξυγίανσης ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ, (ΕΕ) 2017/1132 και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

{SWD(2021) 260}
{SWD(2021) 261}
{SEC(2021) 620}


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1.ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Αιτιολόγηση και στόχοι της πρότασης

Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής ζωής των Ευρωπαίων πολιτών. Πολλές κοινωνικές και οικονομικές δραστηριότητες προϋποθέτουν την ύπαρξη ασφαλιστήριου συμβολαίου για την προστασία από πιθανούς κινδύνους. Ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο μπορεί επίσης να είναι προϊόν αποταμίευσης, το οποίο θα καθορίζει τη μακροπρόθεσμη ευημερία των αντισυμβαλλομένων, ενώ οι ασφαλιστές διοχετεύουν τις αποταμιεύσεις αυτές μέσω των χρηματοπιστωτικών αγορών στην πραγματική οικονομία. Η άτακτη πτώχευση των ασφαλιστών μπορεί, συνεπώς, να έχει σημαντικό αντίκτυπο στους αντισυμβαλλομένους, τους δικαιούχους, τα ζημιωθέντα μέρη ή τις θιγόμενες επιχειρήσεις, ειδικότερα όταν οι κρίσιμες ασφαλιστικές υπηρεσίες δεν μπορούν να αντικατασταθούν σε εύλογο χρονικό διάστημα και με εύλογο κόστος. Η διαχείριση μιας παρ’ ολίγον πτώχευσης ή της πτώχευσης ορισμένων ασφαλιστών, και ειδικότερα των μεγάλων διασυνοριακών ομίλων, ή η ταυτόχρονη πτώχευση πολλών ασφαλιστών μπορεί επίσης να οδηγήσει ή να εντείνει τη χρηματοπιστωτική αστάθεια.

Η οδηγία Φερεγγυότητα II μείωσε την πιθανότητα αποτυχίας και βελτίωσε την ανθεκτικότητα του ασφαλιστικού κλάδου της ΕΕ, και αναμένεται να ενισχυθεί με την επανεξέταση που εγκρίθηκε μαζί με την παρούσα πρόταση 1 . Ωστόσο, παρά το υγιές και άρτιο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας, δεν μπορούν να αποκλειστούν ολοκληρωτικά καταστάσεις χρηματοοικονομικών δυσχερειών.

Ωστόσο, επί του παρόντος δεν υφίστανται εναρμονισμένες διαδικασίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την εξυγίανση των ασφαλιστών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλές ουσιαστικές και διαδικαστικές διαφορές μεταξύ των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που διέπουν την πτώχευση των ασφαλιστών στα κράτη μέλη. Επιπλέον, οι διαδικασίες αφερεγγυότητας των επιχειρήσεων ενδέχεται να μην είναι κατάλληλες για την ασφάλιση, δεδομένου ότι μπορεί να μη διασφαλίζουν πάντοτε την επαρκή συνέχιση κρίσιμων λειτουργιών. Ως εκ τούτου, απαιτείται ένα καθεστώς το οποίο θα παρέχει στις αρχές ένα αξιόπιστο σύνολο εργαλείων εξυγίανσης για να παρεμβαίνουν αρκετά νωρίς και γρήγορα σε περίπτωση που οι ασφαλιστές πτωχεύσουν ή ενδέχεται να πτωχεύσουν ώστε να εξασφαλίζουν καλύτερο αποτέλεσμα για τους αντισυμβαλλομένους, ελαχιστοποιώντας παράλληλα τον αντίκτυπο στην οικονομία, το χρηματοπιστωτικό σύστημα και οποιαδήποτε χρήση χρημάτων των φορολογουμένων.

Σε διεθνές επίπεδο, τον Οκτώβριο του 2014 το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSB) ανέπτυξε βασικά χαρακτηριστικά για αποτελεσματικά καθεστώτα εξυγίανσης του ασφαλιστικού τομέα με στόχο κάθε ασφαλιστή που θα μπορούσε να είναι συστημικά σημαντικός ή κρίσιμης σημασίας σε περίπτωση πτώχευσής του. Το FSB εξέδωσε συμπληρωματικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ανάπτυξη αποτελεσματικών στρατηγικών και σχεδίων εξυγίανσης τον Ιούνιο του 2016 και στη μεθοδολογία αξιολόγησης των βασικών χαρακτηριστικών που εξέδωσε τον Αύγουστο του 2020. Παράλληλα, τον Νοέμβριο του 2019 η Διεθνής Ένωση Ασφαλιστικών Εποπτών (IAIS) ενέκρινε βασικές ασφαλιστικές αρχές για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και κοινό πλαίσιο για ασφαλιστικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται σε διεθνές επίπεδο (IAIG), στο οποίο περιγράφονται λεπτομερώς τα πρότυπα για το προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης των IAIG και εξουσίες που αναμένεται να διαθέτουν οι αρχές για τη διαχείριση της ομαλής εξόδου από την αγορά. Ο σχεδιασμός της εξυγίανσης για μεμονωμένους ασφαλιστικούς ομίλους αναμένεται ότι θα είναι απαραίτητος.

Η παρούσα πρόταση αποτυπώνει τις εξελίξεις αυτές και εφαρμόζει τα εν λόγω διεθνή πρότυπα στην ευρωπαϊκή νομοθεσία. Βασίζεται στις προπαρασκευαστικές εργασίες της EIOPA, και ειδικότερα στη γνωμοδότηση που εξέδωσε τον Ιούλιο του 2017 2 , καθώς και στις τεχνικές συμβουλές της EIOPA σχετικά με την επανεξέταση της οδηγίας Φερεγγυότητα II 3 . Ακολουθεί επίσης τις εκθέσεις που εκπόνησε το ΕΣΣΚ το 2017 και το 2018 4 , οι οποίες τάσσονται υπέρ ενός εναρμονισμένου πλαισίου ανάκαμψης και εξυγίανσης στον ασφαλιστικό τομέα.

Συνέπεια με τις ισχύουσες διατάξεις στον τομέα πολιτικής

Η παρούσα πρόταση καταρτίστηκε σε πλήρη συμφωνία με το πλαίσιο Φερεγγυότητα ΙΙ, και ειδικότερα όσον αφορά την κλίμακα παρέμβασής της για τις επιχειρήσεις σε περίπτωση επιδείνωσης των χρηματοοικονομικών συνθηκών και τα μέτρα ανάκαμψης που είναι ήδη διαθέσιμα για παραβάσεις των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Ενώ προσθέτει ορισμένα στοιχεία ετοιμότητας για την αντιμετώπιση κρίσεων, οι νέες εξουσίες πρόληψης συνάδουν με την κλίμακα παρέμβασης και τις εποπτικές εξουσίες που προβλέπονται ήδη στο πλαίσιο Φερεγγυότητα ΙΙ· δεν καταλήγουν σε νέα προκαθορισμένη ενεργοποίηση παρέμβασης πέραν του επιπέδου των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας. Η πρόταση συνάδει επίσης με τις αντίστοιχες πολιτικές στον τομέα της ανάκαμψης και της εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων 5 , και κεντρικών αντισυμβαλλομένων 6 .

Συνέπεια με άλλες πολιτικές της Ένωσης

Σταθεροποιώντας τις κρίσιμες λειτουργίες ασφαλιστών που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες, η παρούσα πρόταση συμβάλλει στη διασφάλιση καλύτερης προστασίας των αποταμιευτών και των επενδυτών, στη διατήρηση των βασικών λειτουργιών των ασφαλιστών για την πραγματική οικονομία και στην ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Υποστηρίζει τις βασικές προϋποθέσεις για τη διευκόλυνση αποδοτικών και βιώσιμων ροών κεφαλαίων εκεί όπου είναι απαραίτητες.

Συνολικά, η παρούσα πρόταση συμβάλλει στην ενίσχυση του ρόλου των ασφαλιστών ως μακροπρόθεσμων επενδυτών και παραγόντων στην οικονομική ανάκαμψη μετά την κρίση της νόσου COVID-19, σύμφωνα με τους πολιτικούς στόχους της Ένωσης Κεφαλαιαγορών και της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας.

2.ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ, ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ

Νομική βάση

Νομική βάση της πρότασης αποτελεί το άρθρο 114 της ΣΛΕΕ. Επιτρέπει τη θέσπιση μέτρων για την προσέγγιση των εθνικών διατάξεων που έχουν ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Η πρόταση εναρμονίζει τις εθνικές νομοθεσίες για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των ασφαλιστών ή εισάγει ένα τέτοιου είδους πλαίσιο, εάν δεν υπάρχει ακόμη, στον βαθμό που είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν τα ίδια εργαλεία και τις διαδικασίες για την αντιμετώπιση των πτωχεύσεων. Με τη θέσπιση ελάχιστων εναρμονισμένων απαιτήσεων στην εσωτερική αγορά, η πρόταση θα καθιερώσει ισότιμους όρους ανταγωνισμού σε όλα τα κράτη μέλη. Το εναρμονισμένο πλαίσιο θα διασφαλίζει επίσης τα συμφέροντα των αντισυμβαλλομένων και θα διαφυλάσσει την πραγματική οικονομία. Αναμένεται να συμβάλει στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την εμπιστοσύνη στην εσωτερική αγορά ασφάλισης και αντασφάλισης, εξασφαλίζοντας ελάχιστη ικανότητα εξυγίανσης των ασφαλιστών σε όλα τα κράτη μέλη και διευκολύνοντας τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών κατά την αντιμετώπιση της πτώχευσης διασυνοριακών ομίλων. Ως εκ τούτου, η πρόταση έχει ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και το άρθρο 114 της ΣΛΕΕ συνιστά την κατάλληλη νομική βάση.

Επικουρικότητα (σε περίπτωση μη αποκλειστικής αρμοδιότητας)

Επί του παρόντος, τα συστήματα ανάκαμψης και εξυγίανσης του ασφαλιστικού τομέα είναι εθνικά και εφαρμόζονται μόνο σε λίγα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου, πολλά εθνικά νομικά συστήματα δεν παρέχουν στις αρχές τις αναγκαίες εξουσίες για να αντιμετωπίζουν επαρκώς τους υπό πτώχευση ασφαλιστές. Οι εν λόγω αποκλίνουσες εθνικές νομοθεσίες είναι επίσης ανεπαρκείς σε περιπτώσεις διασυνοριακής πτώχευσης, ειδικότερα όσον αφορά τους διασυνοριακούς ομίλους όπου οι μη συντονισμένες ενέργειες θα μπορούσαν να οδηγήσουν γρήγορα σε αποτελέσματα που δεν είναι τα βέλτιστα. Η θέσπιση κατάλληλων ρυθμίσεων εξυγίανσης σε επίπεδο Ένωσης απαιτεί σημαντική εναρμόνιση των εθνικών πρακτικών και διαδικασιών, γεγονός που δικαιολογεί την υποβολή πρότασης της Ένωσης για την αναγκαία νομοθεσία.

Ο στόχος της παρούσας πρότασης, δηλαδή η εναρμόνιση των κανόνων και των διαδικασιών για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των ασφαλιστών, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη· αντιθέτως, λόγω των επιπτώσεων της πτώχευσης οποιασδήποτε επιχείρησης στην Ένωση, μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης. Επομένως, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, που ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αναλογικότητα

Η παρούσα πρόταση εφαρμόζει τα διεθνή πρότυπα και ακολουθεί τις συμβουλές της EIOPA. Για να διασφαλιστεί η καταλληλότητα και η αποτελεσματικότητα του πλαισίου ανάκαμψης και εξυγίανσης και να περιοριστούν η υπερβολική διοικητική επιβάρυνση και οι δαπάνες για ασφαλιστές και αρχές, η πρόταση περιλαμβάνει αναλογικές απαιτήσεις που λαμβάνουν υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της οργάνωσης, των δραστηριοτήτων και των υπηρεσιών ενός ασφαλιστή. Αυτό ισχύει για το φάσμα των επιχειρήσεων που θα υπόκεινται σε προληπτικό σχεδιασμό ανάκαμψης και σε σχεδιασμό εξυγίανσης· οι αρχές μπορούν επίσης να παρέχουν στους ασφαλιστές τη δυνατότητα υπαγωγής σε απλουστευμένο σύνολο υποχρεώσεων κατά την κατάρτιση και τη διατήρηση των σχεδίων τους. Οι εθνικές διαδικασίες αφερεγγυότητας θα συνεχίσουν να αποτελούν πιθανή έξοδο από την αγορά για ασφαλιστή που έχει πτωχεύσει και η εποπτική παρέμβαση θα εξακολουθήσει να βασίζεται σε εκτιμήσεις.

Οι διατάξεις της πρότασης είναι, συνεπώς, αναλογικές προς ό,τι είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων της.

Επιλογή της νομικής πράξης

Η προληπτική εποπτεία βασίζεται στην οδηγία Φερεγγυότητα ΙΙ και η εξυγίανση συνδέεται στενά με μη εναρμονισμένους τομείς του εθνικού δικαίου, όπως το πτωχευτικό και το εμπράγματο δίκαιο. Ως εκ τούτου, η οδηγία αποτελεί την κατάλληλη νομική πράξη, δεδομένου ότι η μεταφορά στο εθνικό δίκαιο είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί ότι το πλαίσιο εφαρμόζεται κατά τρόπο που επιτυγχάνει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, εντός των ιδιαιτεροτήτων του σχετικού εθνικού δικαίου.

3.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΩΝ, ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΚΤΙΜΗΣΕΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

Εκ των υστέρων αξιολογήσεις / έλεγχοι καταλληλότητας της ισχύουσας νομοθεσίας

Η παρούσα πρόταση μοιράζεται την εκτίμηση επιπτώσεών της με την πρόταση για την επανεξέταση του πλαισίου Φερεγγυότητα ΙΙ 7 . Το παράρτημα 10 της εκτίμησης επιπτώσεων αξιολογεί το ισχύον πλαίσιο Φερεγγυότητα ΙΙ και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ήταν, κατά γενικό κανόνα, αποτελεσματικό όσον αφορά την πρόοδο που σημειώθηκε προς την επίτευξη των πρωταρχικών στόχων του για τη διευκόλυνση της ανάπτυξης της ενιαίας αγοράς ασφαλιστικών υπηρεσιών, παρέχοντας παράλληλα επαρκή προστασία των αντισυμβαλλομένων. Ωστόσο, από την έναρξη εφαρμογής του το 2016, το πλαίσιο προληπτικής εποπτείας Φερεγγυότητα ΙΙ εφαρμόζεται με διάφορους τρόπους από τις εθνικές εποπτικές αρχές (ΕΕΑ). Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, στην κλίμακα παρέμβασης που αποσκοπεί στην αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των ασφαλιστών μετά την παρατηρούμενη επιδείνωση ή, ευρύτερα, σε μέτρα που σχετίζονται με την ανάκαμψη και την εξυγίανση. Επιπλέον, υπό το πρίσμα των αυξανόμενων διασυνοριακών δραστηριοτήτων και των νέων προκλήσεων που θέτουν οι επικρατούσες οικονομικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες, το πλαίσιο Φερεγγυότητα ΙΙ δεν έχει καθιερώσει ακόμη ένα καθεστώς που θα μπορούσε να διασφαλίσει τη συντονισμένη εξυγίανση των ασφαλιστών.

Στην πλειονότητά τους τα κράτη μέλη δεν διαθέτουν αποτελεσματικό πλαίσιο ανάκαμψης και εξυγίανσης και, όταν διαθέτουν, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους 8 . Οι εν λόγω διαφορές περιλαμβάνουν τις εξουσίες και τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους οι αρχές, τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να ασκηθούν οι εξουσίες αυτές και τους επιδιωκόμενους στόχους κατά την αντιμετώπιση της πτώχευσης των ασφαλιστών. Επιπλέον, όπως αποδεικνύεται από τις λίγες περιπτώσεις πτώχευσης και παρ’ ολίγον πτώχευσης που κατέγραψε η EIOPA, η έλλειψη επαρκούς ετοιμότητας τόσο των ασφαλιστών όσο και των δημόσιων αρχών, η έλλειψη κατάλληλων εργαλείων και εξουσιών ή η έλλειψη διασυνοριακού συντονισμού ενδέχεται να έχουν εμποδίσει την ταχεία και επιτυχή ανάκαμψη ή εξυγίανση των υπό πτώχευση ασφαλιστών στην ΕΕ. Κατά συνέπεια, το επίπεδο προστασίας των αντισυμβαλλομένων και των δικαιούχων ενδέχεται να μην ήταν το βέλτιστο.

Διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη

Τον Ιούλιο του 2017 η EIOPA δημοσίευσε γνωμοδότηση σχετικά με την εναρμόνιση των πλαισίων ανάκαμψης και εξυγίανσης ασφαλιστών σε όλα τα κράτη μέλη· η EIOPA δημοσίευσε δεύτερη γνωμοδότηση τον Δεκέμβριο του 2020 μετά από αίτημα της Επιτροπής για γνωμοδότηση τον Φεβρουάριο του 2019. Και στις δύο περιπτώσεις, η EIOPA διεξήγαγε δημόσια διαβούλευση. Επιπλέον, η Επιτροπή διοργάνωσε διάσκεψη τον Ιανουάριο του 2020, η οποία περιλάμβανε μία συνεδρία με επίκεντρο την ανάκαμψη και την εξυγίανση.

Στις 19 Φεβρουαρίου 2020 η Επιτροπή ζήτησε τη γνώμη των κρατών μελών στο πλαίσιο της ομάδας εμπειρογνωμόνων για θέματα τραπεζών, πληρωμών και ασφαλίσεων. Τα κράτη μέλη κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τη στρατηγική διαβουλεύσεων της Επιτροπής και την εκτίμηση των επιπτώσεων των προτάσεών της από την EIOPA. Πραγματοποιήθηκε ειδική ανταλλαγή απόψεων σχετικά με μια πιθανή προσέγγιση για την ανάκαμψη και την εξυγίανση, κυρίως μέσω στοχευμένης έρευνας.

Τον Ιούλιο του 2020 παρασχέθηκε λεπτομερής ανάλυση των διαφόρων επιλογών πολιτικής σε μια αρχική εκτίμηση επιπτώσεων· οι παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών σχετικά με την αρχική εκτίμηση επιπτώσεων συγκεντρώθηκαν έως τα τέλη Αυγούστου του 2020. Από τον Ιούλιο έως τον Οκτώβριο του 2020, στο πλαίσιο δημόσιας διαβούλευσης σχετικά με την επανεξέταση του πλαισίου Φερεγγυότητα II, συγκεντρώθηκαν 73 απαντήσεις από διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη, κυρίως από τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο. Την 1η Φεβρουαρίου 2021 δημοσιεύτηκε συνοπτική έκθεση σχετικά με τις παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της εν λόγω διαβούλευσης 9 .

Από τις διαβουλεύσεις αυτές προέκυψε ότι, ενώ οι δημόσιες αρχές και η κοινωνία των πολιτών υποστηρίζουν ευρέως την καλύτερη εναρμόνιση των στοιχείων ανάκαμψης και εξυγίανσης, ο ασφαλιστικός κλάδος έκρινε ότι η εν λόγω εναρμόνιση είναι σε μεγάλο βαθμό περιττή και επισήμανε το πιθανώς υψηλό κόστος συμμόρφωσης. Ορισμένοι συμμετέχοντες τόνισαν την ανάγκη να υπάρξει αναλογική εφαρμογή των κανόνων. Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, ωστόσο, τόνισαν την ανάγκη καλύτερου συντονισμού και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των εποπτικών αρχών σε διασυνοριακό πλαίσιο.

Στις 10 Νοεμβρίου 2020 η Επιτροπή ζήτησε τη γνώμη των κρατών μελών στο πλαίσιο της ομάδας εμπειρογνωμόνων για θέματα τραπεζών, πληρωμών και ασφαλίσεων όσον αφορά πρόσθετα στοιχεία που σχετίζονται με την ανάκαμψη και την εξυγίανση του ασφαλιστικού τομέα. Συνολικά, οι εμπειρογνώμονες των κρατών μελών συμφώνησαν με τους προσανατολισμούς πολιτικής που προτείνονται στη γνωμοδότηση της EIOPA του 2020.

Συλλογή και χρήση εμπειρογνωσίας

Για να στηρίξει τις εργασίες της σχετικά με την επανεξέταση του πλαισίου Φερεγγυότητα ΙΙ, η Επιτροπή απέστειλε στην EIOPA ολοκληρωμένο αίτημα για γνωμοδότηση, μεταξύ άλλων, όσον αφορά την ανάκαμψη και την εξυγίανση. Η τελική έκθεση της EIOPA δημοσιεύθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2020.

Εκτός από τη διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, η Επιτροπή συμμετείχε στις συζητήσεις και στην ανταλλαγή απόψεων για την ενημέρωση των εργασιών της EIOPA, της IAIS και του FSB σχετικά με την ανάκαμψη και την εξυγίανση των ασφαλιστών. Στο πλαίσιο αυτό, η νομοθετική πρόταση συνάδει πλήρως με τους πλέον πρόσφατους προσανατολισμούς πολιτικής του FSB και της IAIS.

Εκτίμηση επιπτώσεων

Η εκτίμηση των επιπτώσεων της παρούσας πρότασης αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της ευρύτερης επανεξέτασης της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ και έλαβε θετική γνώμη από την επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου (ΕΡΕ) στις 23 Απριλίου 2021. Το κόστος και οι ωφέλειες που συνδέονται με την παρούσα πρόταση αξιολογήθηκαν διεξοδικά και σε δύο περιπτώσεις ζητήθηκε η γνώμη της EIOPA 10 · τα κύρια διαφωτιστικά στοιχεία από την ανάλυση της EIOPA αντικατοπτρίζονται στην εκτίμηση επιπτώσεων και συνοψίζονται στη συνέχεια.

Η ΕΡΕ διατύπωσε ορισμένες συστάσεις για βελτιώσεις, οι οποίες οδήγησαν σε περαιτέρω βελτίωση της εκτίμησης επιπτώσεων. Ειδικότερα, τεκμηριώθηκε περαιτέρω η αξιολόγηση των επιλογών και το συνολικό κόστος και οι ωφέλειες της επανεξέτασης της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ, σε συνδυασμό με την πρόταση ανάκαμψης και εξυγίανσης.

Από την εκτίμηση επιπτώσεων διαπιστώθηκε ότι η εφαρμογή προληπτικού πλαισίου ανάκαμψης και εξυγίανσης θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την παρατηρούμενη έλλειψη ετοιμότητας, πιθανώς καθυστερημένες παρεμβάσεις, την ελλιπή εργαλειοθήκη και τη μη συντονισμένη διαχείριση διασυνοριακών περιπτώσεων (παρ’ ολίγον) πτώχευσης.

Ωστόσο, η εκτίμηση επιπτώσεων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με τις διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές και τα διεθνή πρότυπα, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν ειδικοί όροι για την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης προκειμένου να αντιμετωπίζονται καταστάσεις στις οποίες ο ασφαλιστής θα είχε συστημικό αντίκτυπο σε περίπτωση πτώχευσής του. Ειδικότερα, οι επιλογές πολιτικής που αναπτύσσονται στην πρόταση θα παρέχουν ένα αξιόπιστο πλαίσιο για την αντιμετώπιση της δυσχέρειας των ασφαλιστών των οποίων η πτώχευση θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τους αντισυμβαλλομένους. Ένα εναρμονισμένο σύνολο εξουσιών για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των πτωχεύσεων με συνεκτικά χαρακτηριστικά σχεδιασμού, εφαρμογής και επιβολής θα ενισχύσει τη διασυνοριακή συνεργασία και τον συντονισμό κατά τη διάρκεια κρίσεων και θα συμβάλλει στην αποφυγή κάθε περιττού οικονομικού κόστους που απορρέει από τη μη συντονισμένη λήψη αποφάσεων μεταξύ διαφόρων δημόσιων αρχών και δικαστηρίων. Θα συμβάλλει επίσης στην εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού και θα αποτρέπει την καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας.

Όσον αφορά τις δαπάνες, η εκτίμηση επιπτώσεων κατέδειξε ότι θα προέρχονταν κυρίως από τις απαιτήσεις σχεδιασμού και εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης. Η εκτίμηση επιπτώσεων της EIOPA παρέχει επισκόπηση του εύρους των δαπανών που προβλέπουν οι ΕΕΑ για την κατάρτιση και τη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης και εκτιμήσεων της δυνατότητας εξυγίανσης, καθώς και για την εποπτεία των προληπτικών σχεδίων ανάκαμψης. Οι ασφαλιστές θα αντιμετωπίσουν δαπάνες από την κατάρτιση προληπτικών σχεδίων ανάκαμψης, από τη διάθεση πληροφοριών για τον σχεδιασμό της εξυγίανσης ή από πιθανές αλλαγές για την αντιμετώπιση εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης. Για την εκτίμηση επιπτώσεων δεν ήταν διαθέσιμη καμία εκτίμηση των εν λόγω δαπανών· ωστόσο, δεδομένου ότι τα προληπτικά σχέδια ανάκαμψης θα ενσωματωθούν στη συνεχή διαχείριση κινδύνων των ασφαλιστών, ως πηγή στοιχείων θα μπορούσαν να χρησιμεύουν οι εκθέσεις ίδιας αξιολόγησης κινδύνου και φερεγγυότητας (ORSA) και ο σχεδιασμός έκτακτης ανάγκης.

Με την εκτίμηση επιπτώσεων επιβεβαιώθηκε επίσης η εκτίμηση της EIOPA ότι δεν θα ήταν αναλογικό να απαιτείται η χρηματοδότηση ενός ταμείου εξυγίανσης από τον ασφαλιστικό κλάδο ή η δημιουργία υποχρεώσεων από μεμονωμένους ασφαλιστές που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για διάσωση με ίδια μέσα με σκοπό την απορρόφηση ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση των υπό πτώχευση ασφαλιστών. Στην εκτίμηση επιπτώσεων κρίθηκε ότι τα μέτρα αυτά θα διογκώσουν τον ισολογισμό των ασφαλιστών ώστε να δημιουργηθεί ικανότητα απορρόφησης ζημιών κατ’ αναλογία προς τις τεχνικές προβλέψεις τους· αυτό θα συνεπαγόταν υψηλότερο κόστος για τον κλάδο και θα ενείχε πρόσθετους κινδύνους εξυπηρέτησης για τις επιχειρήσεις, οι οποίοι δεν θα δικαιολογούνταν από σημαντικά αυξημένα οφέλη 11 .

Καταλληλότητα και απλούστευση του κανονιστικού πλαισίου

Όπως εξηγείται στο τμήμα 2, δεν δημιουργείται πρόσθετη κλίμακα παρέμβασης στη Φερεγγυότητα II και οι νέες απαιτήσεις σχεδιασμού υπόκεινται σε επαρκή αναλογικότητα. Η θέσπιση αυτών των στοιχείων αναλογικότητας αναμένεται να συμβάλει στη μείωση της ρυθμιστικής και διοικητικής επιβάρυνσης που συνδέεται με την εφαρμογή της πρότασης, και στην επίτευξη κατάλληλης ισορροπίας με τα αναμενόμενα οφέλη της.

Με την ενίσχυση της ευαισθητοποίησης και της ετοιμότητας, η πρόταση συμβάλλει στη λήψη τεκμηριωμένων και έγκαιρων διορθωτικών μέτρων όταν κρίνεται σκόπιμο από τους ασφαλιστές. Επίσης, θα ενισχύσει τους ισότιμους όρους ανταγωνισμού όσον αφορά τα μέτρα που λαμβάνουν οι αρχές για την αποκατάσταση των χρηματοοικονομικών συνθηκών τους ή την εξάλειψή τους, συμβάλλοντας έτσι σε πιο δίκαιες συνθήκες ανταγωνισμού.

Θεμελιώδη δικαιώματα

Η παρούσα πρόταση συνάδει με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ειδικότερα στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), και κυρίως το δικαίωμα ιδιοκτησίας, την επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου και το δικαίωμα υπεράσπισης, και πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και τις αρχές.

Κάθε παρέμβαση στα δικαιώματα των μετόχων και των πιστωτών που προκύπτει από δράση εξυγίανσης θα πρέπει να είναι συμβατή με τον Χάρτη. Ειδικότερα, όταν οι πιστωτές της ίδιας κατηγορίας αντιμετωπίζονται διαφορετικά στο πλαίσιο της δράσης εξυγίανσης, οι διακρίσεις αυτές θα πρέπει να δικαιολογούνται από το δημόσιο συμφέρον και να είναι αναλογικές προς τους κινδύνους που αντιμετωπίζονται. Οι θιγόμενοι πιστωτές, συμπεριλαμβανομένων των αντισυμβαλλομένων, δεν θα πρέπει να υφίστανται μεγαλύτερες ζημίες από εκείνες που θα είχαν υποστεί σε περίπτωση που ο ασφαλιστής είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, κατά τη στιγμή που ελήφθη η απόφαση για εξυγίανση.

4.ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Η πρόταση δεν έχει επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της Ένωσης.

Η πρόταση επιβάλλει στην EIOPA: i) να αναπτύξει δέκα τεχνικά πρότυπα και έξι κατευθυντήριες γραμμές· ii) να καταρτίζει ετήσια έκθεση σχετικά με τη χρήση απλουστευμένων υποχρεώσεων· iii) να διατηρεί βάση δεδομένων αναφορικά με τις διοικητικές κυρώσεις που κοινοποιούνται από τις εθνικές αρχές· και iv) να συμμετέχει σε σώματα εξυγίανσης, να λαμβάνει αποφάσεις σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ εποπτικών αρχών και αρχών εξυγίανσης και να ασκεί δεσμευτική διαμεσολάβηση. Η νεοσυσταθείσα επιτροπή εξυγίανσης θα προετοιμάζει επίσης τα καθήκοντα της EIOPA στους τομείς που καλύπτονται από την πρόταση. Στο πλαίσιο αυτό, οι σχετικές αρμόδιες αρχές καλούνται να συμμετέχουν ως μέλη στις εν λόγω εξελίξεις, μεγιστοποιώντας έτσι τη χρήση των υφιστάμενων πόρων.

Τα τεχνικά πρότυπα είναι παραδοτέα 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας. Η προθεσμία αυτή αναμένεται να παρέχει επαρκή χρόνο στην EIOPA για την ανάπτυξή τους, λαμβάνοντας υπόψη τους υφιστάμενους πόρους της. Το μόνο επαναλαμβανόμενο παραδοτέο αφορά την έκθεση για τη χρήση απλουστευμένων υποχρεώσεων.

Ο φόρτος εργασίας που συνδέεται με τη δημιουργία και τη διατήρηση της βάσης δεδομένων σχετικά με τις κυρώσεις θα εξαρτάται πιθανότατα από τη ροή των γεγονότων που αναφέρουν οι εθνικές αρχές. Τα περιστατικά θα πρέπει να είναι περιορισμένα και να κατανέμονται σε βάθος χρόνου, επιτρέποντας στην EIOPA να διαχειρίζεται τους υφιστάμενους πόρους της, ανάλογα με τις ανάγκες.

Λαμβανομένων υπόψη των προηγούμενων και των τρεχουσών εργασιών της EIOPA όσον αφορά τη διαχείριση κρίσεων, θεωρείται ότι τα προτεινόμενα καθήκοντα της EIOPA δεν θα απαιτούν τη δημιουργία πρόσθετων θέσεων και μπορούν να εκτελεστούν με τους τρέχοντες πόρους.

5.ΛΟΙΠΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Σχέδια εφαρμογής και ρυθμίσεις παρακολούθησης, αξιολόγησης και υποβολής εκθέσεων

Με την πρόταση απαιτείται από τα κράτη μέλη να μεταφέρουν τους κανόνες ανάκαμψης και εξυγίανσης στο εθνικό τους δίκαιο εντός 18 μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσας πρότασης. Όπως αναφέρεται στο τμήμα 5, οι εθνικές αρχές θα πρέπει να υποβάλλουν στην EIOPA έκθεση σχετικά με την εφαρμογή απλουστευμένων υποχρεώσεων σε ετήσια βάση, την οποία η EIOPA θα πρέπει με τη σειρά της να δημοσιοποιεί.

Αναλυτική επεξήγηση των επιμέρους διατάξεων της πρότασης

Τίτλος I — Πεδίο εφαρμογής, ορισμοί και αρχές

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής (άρθρο 1)

Η παρούσα πρόταση αφορά τη διαχείριση κρίσεων (εξουσίες πρόληψης, προληπτικός σχεδιασμός ανάκαμψης και εξυγίανσης) σε σχέση με όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην ΕΕ και υπόκεινται στο πλαίσιο της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ.

Επιπλέον, δεδομένου ότι η πτώχευση μιας οντότητας συνδεδεμένης με όμιλο μπορεί να επηρεάσει τη φερεγγυότητα και τις δραστηριότητες ολόκληρου του ομίλου, ο προληπτικός σχεδιασμός ανάκαμψης και εξυγίανσης θα πρέπει να εντοπίζει και να περιλαμβάνει όλες τις σημαντικές οντότητες ομίλων στους οποίους μπορεί να συμμετέχει ένας ασφαλιστής, και οι αρχές θα πρέπει να διαθέτουν αποτελεσματικά μέσα δράσης όσον αφορά τις εν λόγω οντότητες με σκοπό την επιβολή διορθωτικών μέτρων που λαμβάνουν υπόψη την οικονομική ευρωστία του ομίλου, την αντιμετώπιση των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σε πλαίσιο ομίλου και τη δημιουργία συνεκτικού μηχανισμού εξυγίανσης για τον όμιλο συνολικά, και ειδικότερα σε διασυνοριακό πλαίσιο.

Σύσταση αρχών εξυγίανσης (άρθρο 3)

Η παρούσα πρόταση επιβάλλει στα κράτη μέλη να συστήνουν ασφαλιστικές αρχές εξυγίανσης, οι οποίες θα διαθέτουν ένα ελάχιστο εναρμονισμένο σύνολο εξουσιών για την ανάληψη όλων των σχετικών προπαρασκευαστικών δράσεων και των δράσεων εξυγίανσης. Η πρόταση δεν προσδιορίζει τη συγκεκριμένη αρχή που θα πρέπει να διορίζεται και, ως εκ τούτου, μπορεί να είναι, για παράδειγμα, εθνικές κεντρικές τράπεζες, αρμόδια υπουργεία, δημόσιες διοικητικές αρχές ή άλλες αρχές στις οποίες έχουν ανατεθεί εξουσίες δημόσιας διοίκησης. Σε περίπτωση που οι εξουσίες ανατίθενται σε υφιστάμενη αρχή, θα πρέπει να εφαρμόζονται κατάλληλες διαρθρωτικές ρυθμίσεις για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ εποπτικών καθηκόντων και λειτουργιών εξυγίανσης και επιχειρησιακής ανεξαρτησίας, ειδικότερα όσον αφορά τις εποπτικές αρχές.

Τίτλος II — Προετοιμασία

Απλουστευμένες υποχρεώσεις (άρθρο 4)

Οι αρχές, προκειμένου να συμμορφώνονται με την αρχή της αναλογικότητας και να αποτρέπεται η υπερβολική διοικητική επιβάρυνση, θα πρέπει, κατά περίπτωση, να εφαρμόζουν διαφορετικές ή μειωμένες απαιτήσεις προληπτικού σχεδιασμού ανάκαμψης και εξυγίανσης και πληροφόρησης με βάση κάθε συγκεκριμένη επιχείρηση, και με μικρότερη συχνότητα επικαιροποιήσεων, λαμβάνοντας υπόψη διάφορους παράγοντες που αφορούν την επιχείρηση. Σε ετήσια βάση, οι αρχές θα πρέπει να υποβάλλουν στην EIOPA έκθεση σχετικά με την εφαρμογή απλουστευμένων υποχρεώσεων.

Προληπτικός σχεδιασμός ανάκαμψης (άρθρα 5 έως 8)

Οι όμιλοι θα πρέπει να καταρτίζουν προληπτικά σχέδια ανάκαμψης ομίλου και να τα υποβάλλουν στην αρχή εποπτείας του ομίλου. Επίσης, οι ασφαλιστές, οι οποίοι δεν ανήκουν σε όμιλο που υπόκειται σε τέτοιου είδους απαιτήσεις σχεδιασμού, υποχρεούνται να καταρτίζουν και να επικαιροποιούν τακτικά προληπτικά σχέδια ανάκαμψης στα οποία καθορίζονται οι ενέργειες που θα πρέπει να λαμβάνουν οι εν λόγω επιχειρήσεις για την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής τους θέσης όταν αυτή έχει επιδεινωθεί σημαντικά. Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να προσδιορίζουν τους ασφαλιστές που είναι υποχρεωμένοι να καταρτίζουν προληπτικά σχέδια ανάκαμψης με βάση διάφορους παράγοντες. Συνολικά, τουλάχιστον το 80 % της αγοράς ενός κράτους μέλους θα πρέπει να υπόκειται σε τέτοιου είδους απαιτήσεις και οι επιχειρήσεις χαμηλού κινδύνου θα εξαιρούνται σε μεμονωμένη βάση.

Τα εν λόγω σχέδια θα βελτιώνουν την κατανόηση του ασφαλιστή όσον αφορά τα τρωτά σημεία του, ενώ σε σενάρια ακραίων καταστάσεων, οι ρεαλιστικές επιλογές του θα πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του συστήματος διακυβέρνησης μιας επιχείρησης και τα υφιστάμενα εργαλεία μπορούν να χρησιμεύσουν ως πηγή στοιχείων κατά την κατάρτιση προληπτικών σχεδίων ανάκαμψης.

Τα προληπτικά σχέδια ανάκαμψης θα πρέπει να αξιολογούνται από τις εποπτικές αρχές προκειμένου να εξακριβώνεται αν τα σχέδια είναι πλήρη και θα μπορούσαν όντως να αποκαταστήσουν εγκαίρως τη βιωσιμότητα μιας επιχείρησης.

Σχεδιασμός εξυγίανσης και εκτιμήσεις της δυνατότητας εξυγίανσης (άρθρα 9 έως 16)

Οι αρχές εξυγίανσης υποχρεούνται να καταρτίζουν σχέδια εξυγίανσης στα οποία εκτίθενται οι δράσεις εξυγίανσης που προβλέπει η αρχή στην περίπτωση που πληρούνται οι προϋποθέσεις για εξυγίανση. Συνολικά, το 70 % των επιχειρήσεων ανά κράτος μέλος θα πρέπει να υπόκειται σε σχεδιασμό εξυγίανσης και οι επιχειρήσεις χαμηλού κινδύνου θα εξαιρούνται σε μεμονωμένη βάση. Οι σχετικοί ασφαλιστές θα πρέπει να προσδιορίζονται με βάση ορισμένα κριτήρια αναλογικότητας, συμπεριλαμβανομένου του αναμενόμενου αντικτύπου της πτώχευσής τους.

Τα προληπτικά σχέδια ανάκαμψης και τα σχέδια εξυγίανσης δεν θα πρέπει να βασίζονται σε οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική συνδρομή ή να εκθέτουν τους φορολογουμένους σε κινδύνους ζημίας.

Στο πλαίσιο του σχεδιασμού εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει επίσης να αξιολογούν τη συνολική δυνατότητα εξυγίανσης του ασφαλιστή και να αντιμετωπίζουν τυχόν εμπόδια ως προς αυτήν. Η διακριτική ευχέρεια των αρχών θα πρέπει να περιορίζεται στα απολύτως αναγκαία με σκοπό την απλούστευση της δομής και των δραστηριοτήτων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλειστικά και μόνο για τη βελτίωση της δυνατότητας εξυγίανσής της.

Κοινές αποφάσεις (άρθρο 17)

Οι εποπτικές αρχές ομίλου, οι εποπτικές αρχές, οι αρχές εξυγίανσης ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης, κατά περίπτωση, θα πρέπει να επιδιώκουν τη λήψη κοινών αποφάσεων, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο παρόν άρθρο.

Τίτλος III — Εξυγίανση

Όροι εξυγίανσης (άρθρο 19)

Στην πρόταση θεσπίζεται κοινή παράμετρος για την ενεργοποίηση της εφαρμογής εργαλείων εξυγίανσης. Μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση θα πρέπει να τίθεται σε διαδικασία εξυγίανσης όταν βρίσκεται υπό πτώχευση ή είναι πιθανό να πτωχεύσει και δεν υπάρχει προοπτική αποτροπής της πτώχευσης με εναλλακτικές λύσεις ή εποπτικά μέτρα του ιδιωτικού τομέα.

Ταυτόχρονα, είναι αναγκαίο να διασφαλίζεται ότι τα παρεμβατικά μέτρα ενεργοποιούνται μόνον όταν η παρέμβαση στα δικαιώματα των ενδιαφερόμενων μερών είναι δικαιολογημένη και ότι η δράση εξυγίανσης θα ήταν προς το δημόσιο συμφέρον.

Εργαλεία και εξουσίες εξυγίανσης (άρθρα 26 έως 52)

Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις για εξυγίανση, οι αρχές εξυγίανσης θα έχουν την εξουσία να εφαρμόζουν τα ακόλουθα εργαλεία εξυγίανσης:

α)απομείωση ή μετατροπή κεφαλαιακών μέσων, χρεωστικών μέσων και άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων, ειδικότερα με σκοπό τη διευκόλυνση της άσκησης άλλων εργαλείων εξυγίανσης, όπως το εργαλείο διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων φερέγγυας επιχείρησης ή το εργαλείο μεταβίβασης. Δημιουργείται ειδική ιεράρχηση η οποία συμπληρώνει και, κατά περίπτωση, αντικαθιστά εκείνη που προβλέπεται στο εκάστοτε εθνικό πτωχευτικό δίκαιο. Καταρχήν, οι απαιτήσεις των μετόχων θα πρέπει να εξαντλούνται πριν από τις απαιτήσεις πιστωτών μειωμένης εξασφάλισης. Μόνον όταν εξαντληθούν οι εν λόγω απαιτήσεις, μπορούν οι αρχές εξυγίανσης να επιβάλουν ζημίες σε απαιτήσεις μεγαλύτερης εξοφλητικής προτεραιότητας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η μετατροπή θα πραγματοποιείται με σκοπό τη σοβαρή αποδυνάμωση των υπόλοιπων απαιτήσεων των μετόχων·

β)διακοπή ανάληψης κάλυψης κινδύνων φερέγγυας επιχείρησης: η άδεια μιας επιχείρησης υπό εξυγίανση να συνάπτει νέες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές συμβάσεις ανακαλείται προκειμένου να περιοριστεί η δραστηριότητά της στην αποκλειστική διαχείριση του υφιστάμενου χαρτοφυλακίου της, μεγιστοποιώντας έτσι την κάλυψη των ασφαλιστικών απαιτήσεων από υφιστάμενα στοιχεία ενεργητικού·

γ)πώληση δραστηριοτήτων: το σύνολο ή μέρος των δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης μπορεί να πωληθεί με εμπορικούς όρους, χωρίς να τηρούνται οι διαδικαστικές απαιτήσεις που θα ίσχυαν σε διαφορετική περίπτωση.

δ)μεταβατική επιχείρηση: το σύνολο ή μέρος των δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης μπορεί να μεταβιβαστεί σε ελεγχόμενη από το δημόσιο οντότητα. Η μεταβατική επιχείρηση πρέπει να έχει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία Φερεγγυότητα ΙΙ. Οι εργασίες της έχουν προσωρινό χαρακτήρα, με στόχο την πώληση των δραστηριοτήτων σε ιδιώτη αγοραστή όταν οι συνθήκες της αγοράς είναι οι κατάλληλες.

ε)διαχωρισμός στοιχείων ενεργητικού και παθητικού: τα απομειωμένα ή προβληματικά στοιχεία ενεργητικού και/ή παθητικού μπορούν να μεταβιβαστούν σε φορέα διαχείρισης, ώστε να καταστεί δυνατή η διαχείριση και η επίλυσή τους με την πάροδο του χρόνου. Για να ελαχιστοποιηθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και οι ηθικοί κίνδυνοι, το εργαλείο αυτό θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο σε συνδυασμό με άλλο εργαλείο εξυγίανσης.

Κατά περίπτωση, τα συστήματα εγγύησης ασφαλίσεων θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στη χρηματοδότηση της διαδικασίας εξυγίανσης απορροφώντας ζημίες έως το ύψος των καθαρών ζημιών που θα ήταν υποχρεωμένα να αναλάβουν τα εν λόγω συστήματα αφού προστατεύσουν τους αντισυμβαλλομένους στις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Στις περιπτώσεις αυτές, η εφαρμογή του εργαλείου απομείωσης ή μετατροπής θα διασφαλίζει ότι οι επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι προστατεύονται τουλάχιστον μέχρι το επίπεδο κάλυψης, γεγονός που αποτελεί τον βασικό λόγο για τον οποίο έχουν θεσπιστεί τα εν λόγω συστήματα εγγύησης ασφαλίσεων με βάση το εθνικό δίκαιο.

Προκειμένου να εφαρμόζουν τα εν λόγω εργαλεία, οι αρχές εξυγίανσης θα διαθέτουν εξουσίες ώστε να αναλαμβάνουν τον έλεγχο ενός ιδρύματος που έχει πτωχεύσει ή πρόκειται να πτωχεύσει, να αναλαμβάνουν τον ρόλο των μετόχων και των διοικητικών στελεχών, να μεταβιβάζουν στοιχεία ενεργητικού και παθητικού, και να επιβάλλουν την εκτέλεση συμβολαίων. Κατά περίπτωση, οι δράσεις εξυγίανσης θα πρέπει να συνάδουν με το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις. Οι εθνικές αρχές θα είναι σε θέση να προβλέπουν, πέραν της ελάχιστης εναρμονισμένης εργαλειοθήκης, ειδικά εθνικά εργαλεία και εξουσίες, εάν είναι συμβατά με τις αρχές και τους στόχους του πλαισίου εξυγίανσης της Ένωσης. Ειδικότερα, οι εθνικές αρχές μπορούν να εξετάζουν τη χρήση του εργαλείου απομείωσης ή μετατροπής για την ανακεφαλαιοποίηση ενός ασφαλιστή υπό πτώχευση, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επηρεάζονται οι απαιτήσεις εξ ασφαλίσεως και λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα αναδιοργάνωσης και αναδιάρθρωσης.

Επικουρικές διατάξεις σχετικά με την εξυγίανση, συμπεριλαμβανομένης της αποτίμησης, των διασφαλίσεων, των διαδικαστικών υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων προσφυγής και του αποκλεισμού άλλων μέτρων (άρθρα 23 έως 25 και άρθρα 53 έως 66)

Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι αποφάσεις εξυγίανσης λαμβάνονται σύμφωνα με τις βασικές αρχές όσον αφορά τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και τη συμμόρφωση με το σχετικό δίκαιο περί αξιογράφων και εταιρειών, η οδηγία περιλαμβάνει τις αναγκαίες διατάξεις και τα μέτρα με τα οποία οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να συμμορφώνονται πριν και μετά τη λήψη αποφάσεων εξυγίανσης. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνεται η διασφάλιση της ακριβούς αποτίμησης του ισολογισμού του ασφαλιστή, οι διασφαλίσεις για τους θιγόμενους μετόχους και πιστωτές, συμπεριλαμβανομένων των αντισυμβαλλομένων, ότι θα λάβουν αποζημίωση, εάν καταλήξουν σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι εάν εκκαθαριστεί η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στο πλαίσιο εθνικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, τα διαδικαστικά στάδια με τα οποία οι αρχές θα πρέπει να κοινοποιούν στον ασφαλιστή και σε άλλες οικείες αρχές τις αποφάσεις εξυγίανσης και το δικαίωμα προσφυγής κατά των μέτρων πρόληψης ή διαχείρισης κρίσεων. Για να διευκολυνθεί η εξυγίανση και ο στόχος της διασφάλισης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, το πλαίσιο περιλαμβάνει επίσης ένα προσωρινό καθεστώς αναστολής των πληρωμών απαιτήσεων και τη διατήρηση των δικαιωμάτων εξαγοράς των αντισυμβαλλομένων όσον αφορά τις συμβάσεις ασφάλισης ζωής.

Τίτλος IV — Εξυγίανση διασυνοριακού ομίλου (άρθρα 67 έως 71)

Προκειμένου να ληφθεί υπόψη ο διασυνοριακός χαρακτήρας ορισμένων ασφαλιστικών ομίλων και να δημιουργηθεί ένα σφαιρικό και ολοκληρωμένο πλαίσιο για δράσεις ανάκαμψης και εξυγίανσης στην Ένωση, θα συσταθούν σώματα εξυγίανσης υπό την ηγεσία της αρχής εξυγίανσης ομίλου και με τη συμμετοχή της EIOPA. Η EIOPA θα διευκολύνει τη συνεργασία των αρχών, θα συμβάλλει στη συνέπεια και θα μεσολαβεί, εάν κρίνεται σκόπιμο. Στόχος των σωμάτων εξυγίανσης είναι ο συντονισμός των προπαρασκευαστικών εργασιών και των μέτρων εξυγίανσης μεταξύ των εθνικών αρχών με σκοπό να επιτυγχάνονται βέλτιστες λύσεις σε επίπεδο Ένωσης.

Τίτλος V — Σχέσεις με τρίτες χώρες (άρθρα 72 έως 77)

Οι ασφαλιστές στην Ένωση δραστηριοποιούνται σε τρίτες χώρες και αντιστρόφως και, ως εκ τούτου, ένα αποτελεσματικό πλαίσιο εξυγίανσης θα πρέπει να προβλέπει τη συνεργασία με αρχές τρίτων χωρών. Η πρόταση παρέχει στις αρχές της Ένωσης τις αναγκαίες εξουσίες για τη στήριξη των δράσεων εξυγίανσης στην αλλοδαπή ενός υπό πτώχευση αλλοδαπού ασφαλιστή, υλοποιώντας μεταβιβάσεις των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του που βρίσκονται ή διέπονται από το δίκαιο της δικαιοδοσίας τους, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Οι αρχές εξυγίανσης της Ένωσης θα πρέπει επίσης να έχουν την εξουσία να εφαρμόζουν εργαλεία εξυγίανσης σε εθνικά υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών, όταν είναι απαραίτητη η χωριστή εξυγίανση για λόγους δημόσιου συμφέροντος ή για την προστασία των τοπικών αντισυμβαλλομένων.

Η πρόταση προβλέπει ότι θα μπορούν να συνάπτονται συμφωνίες συνεργασίας με αλλοδαπές αρχές εξυγίανσης για να διευκολύνεται η στήριξη δράσεων εξυγίανσης στην αλλοδαπή. Η EIOPA θα μπορεί να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις-πλαίσιο με τις αρχές τρίτων χωρών σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού αριθ. 1094/2010 και οι εθνικές αρχές θα μπορούν να συνάπτουν διμερείς συμφωνίες σύμφωνα με τις ρυθμίσεις-πλαίσιο της EIOPA.

Τίτλος VI — Κυρώσεις (άρθρα 78 έως 82)

Για να διασφαλιστεί η συμμόρφωση των ασφαλιστών, όσων ελέγχουν αποτελεσματικά τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες και του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου τους με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παρούσα πρόταση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέπουν διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα που είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά. Η EIOPA θα πρέπει να διατηρεί μια κεντρική βάση δεδομένων όλων των διοικητικών κυρώσεων.

Τίτλος VII — Τροποποιήσεις της οδηγίας Φερεγγυότητα II, των οδηγιών εταιρικού δικαίου και του κανονισμού για την EIOPA

Τροποποιήσεις της οδηγίας Φερεγγυότητα II, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τα προληπτικά μέτρα (άρθρο 83)

Χωρίς να θίγεται η υφιστάμενη κλίμακα παρέμβασης, η παρούσα πρόταση αποσαφηνίζει τις εξουσίες των εποπτικών αρχών να επιβάλλουν προληπτικά μέτρα στους ασφαλιστές σε περιπτώσεις επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής τους θέσης ή παραβιάσεων των κανονιστικών απαιτήσεων, ώστε να αποφεύγεται η κλιμάκωση των προβλημάτων σε αρκετά πρώιμο στάδιο της επιδείνωσης.

Προκειμένου να επιτευχθεί αποτελεσματική εξυγίανση, τροποποιούνται οι διατάξεις σχετικά με την αναδιοργάνωση και την εκκαθάριση, ώστε να επεκταθεί η εφαρμογή τους σε περίπτωση χρήσης των εργαλείων εξυγίανσης, όταν τα μέσα αυτά εφαρμόζονται σε ασφαλιστές και σε οντότητες που καλύπτονται από το καθεστώς εξυγίανσης.

Τροποποιήσεις των οδηγιών εταιρικού δικαίου και του κανονισμού για την EIOPA (άρθρα 83 έως 88)

Οι οδηγίες της Ένωσης σχετικά με το εταιρικό δίκαιο περιέχουν κανόνες για την προστασία των μετόχων και των πιστωτών. Ορισμένοι από τους κανόνες αυτούς ενδέχεται να παρακωλύουν την ταχεία δράση των αρχών εξυγίανσης. Ως εκ τούτου, προτείνεται η τροποποίησή τους.

Για να διασφαλιστεί ότι οι αρχές εξυγίανσης εκπροσωπούνται στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας και ότι η EIOPA διαθέτει την αναγκαία εμπειρογνωσία, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 θα τροποποιηθεί ώστε να συμπεριλάβει τις αρχές εξυγίανσης στην έννοια των αρμόδιων αρχών.

2021/0296 (COD)

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για τη θέσπιση πλαισίου ανάκαμψης και εξυγίανσης ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ, (ΕΕ) 2017/1132 και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας 12 ,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής 13 ,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)Η δυσχέρεια των ασφαλιστικών επιχειρήσεων μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία και την κοινωνική ευημερία των κρατών μελών σε περίπτωση που η εν λόγω δυσχέρεια οδηγήσει σε διαταραχή της προστασίας που παρέχεται στους αντισυμβαλλομένους, τους δικαιούχους ή τους ζημιωθέντες. Ο ρόλος των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στην οικονομία, η διασύνδεσή τους με τις κύριες ασφαλιστικές επιχειρήσεις και τις χρηματοπιστωτικές αγορές γενικότερα, καθώς και η σχετικά συγκεντρωμένη αγορά αντασφαλίσεων απαιτούν κατάλληλο πλαίσιο για την αντιμετώπιση της δυσχέρειας ή της πτώχευσής τους με ομαλό τρόπο. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να εξεταστεί η ανάκαμψη και η εξυγίανση των κύριων ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, λαμβανομένων υπόψη των αντίστοιχων ιδιαιτεροτήτων τους.

(2)Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 αποκάλυψε τα τρωτά σημεία του χρηματοπιστωτικού τομέα και τη διασύνδεσή του. Τα αίτια των δυσχερειών και της πτώχευσης φαίνεται ότι συνδέονται, μεταξύ άλλων, με την εξέλιξη των χρηματοπιστωτικών αγορών και την εγγενή φύση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, οι ασφαλιστικοί κίνδυνοι, δηλαδή οι ανεπαρκώς προβλεπόμενες απαιτήσεις, η εσφαλμένη τιμολόγηση, δηλαδή τα υποτιμημένα ασφάλιστρα, η κακή διαχείριση στοιχείων ενεργητικού και παθητικού και οι επενδυτικές ζημίες αναφέρονται συχνά ως κύριες πηγές ανησυχίας για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, τα χρήματα των φορολογουμένων χρησιμοποιήθηκαν για την αποκατάσταση των επιδεινούμενων οικονομικών συνθηκών πολλών ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Παρότι η οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 14 είχε ως στόχο την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης και της ανθεκτικότητας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, δεν εξάλειψε πλήρως το ενδεχόμενο πτώχευσης των εν λόγω ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Η υψηλή μεταβλητότητα της αγοράς και τα παρατεταμένα χαμηλά επίπεδα επιτοκίων θα μπορούσαν να είναι ιδιαιτέρως επιζήμια για την κερδοφορία και την κατάσταση φερεγγυότητας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, η ευαισθησία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στις εξελίξεις της αγοράς και της οικονομίας απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και κατάλληλο πλαίσιο διαχείρισης, μεταξύ άλλων και με προληπτικό τρόπο, της πιθανής επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής θέσης των εν λόγω επιχειρήσεων. Ορισμένες πρόσφατες πτωχεύσεις και παρ’ ολίγον πτωχεύσεις, ιδίως διασυνοριακού χαρακτήρα, κατέδειξαν αδυναμίες του ισχύοντος πλαισίου οι οποίες θα πρέπει να αντιμετωπιστούν για την κατάλληλη οργάνωση της ομαλής εξόδου των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων από την αγορά.

(3)Οι δραστηριότητες, οι υπηρεσίες ή οι εργασίες που εκτελούνται από ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες δεν μπορούν να υποκατασταθούν εύκολα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ή με εύλογο κόστος για τους αντισυμβαλλομένους, τους δικαιούχους ή τους ζημιωθέντες, θα πρέπει να θεωρούνται κρίσιμες λειτουργίες οι οποίες θα πρέπει να συνεχίζονται. Οι εν λόγω δραστηριότητες, υπηρεσίες ή εργασίες μπορεί να είναι κρίσιμης σημασίας σε ενωσιακό, εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο. Η συνέχεια της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής προστασίας είναι συχνά προτιμότερη από την εκκαθάριση μιας επιχείρησης υπό πτώχευση, καθώς η εν λόγω συνέχεια παράγει το ευνοϊκότερο αποτέλεσμα για τους αντισυμβαλλομένους, τους δικαιούχους ή τους ζημιωθέντες. Ως εκ τούτου, η ύπαρξη κατάλληλων εργαλείων είναι καίριας σημασίας για την πρόληψη πτωχεύσεων και, σε περίπτωση πτωχεύσεων, για την ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων με τη διατήρηση της συνέχειας των εν λόγω κρίσιμων λειτουργιών.

(4)Η διασφάλιση της αποτελεσματικής εξυγίανσης των υπό πτώχευση ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων εντός της Ένωσης αποτελεί βασικό στοιχείο της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς. Η πτώχευση των εν λόγω επιχειρήσεων έχει αντίκτυπο όχι μόνο στους αντισυμβαλλομένους και ενδεχομένως στην πραγματική οικονομία και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των αγορών στις οποίες δραστηριοποιούνται άμεσα οι εν λόγω ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, αλλά και στην εμπιστοσύνη στην εσωτερική αγορά ασφαλίσεων. Η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών έχει ενισχύσει την αλληλεπίδραση μεταξύ των διαφόρων εθνικών χρηματοπιστωτικών συστημάτων. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε χρηματοπιστωτικές αγορές για τη διαχείριση του επενδυτικού τους χαρτοφυλακίου και των κινδύνων που συνδέονται με τις δραστηριότητές τους. Αλληλοσυνδέονται μέσω των πράξεων παραγώγων τους με τις διατραπεζικές και άλλες χρηματοπιστωτικές αγορές που είναι, ουσιαστικά, πανευρωπαϊκές. Στο πλαίσιο αυτό, η αδυναμία των κρατών μελών να αντιμετωπίσουν την πτώχευση μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και να την επιλύσουν με τρόπο που να είναι προβλέψιμος και εναρμονισμένος και να αποτρέπει αποτελεσματικά τις ευρύτερες συστημικές ζημίες, μπορεί να υπονομεύσει τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και, κατά συνέπεια, της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

(5)Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 επισήμανε την ανάγκη να αναπτυχθεί κατάλληλο πλαίσιο ανάκαμψης και εξυγίανσης για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Σε διεθνές επίπεδο, το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSB) ανέπτυξε τον Οκτώβριο του 2014 βασικά χαρακτηριστικά για αποτελεσματικά καθεστώτα εξυγίανσης 15 για κάθε ασφαλιστική επιχείρηση που θα μπορούσε να είναι συστημικά σημαντική ή κρίσιμης σημασίας σε περίπτωση πτώχευσης. Τον Ιούνιο του 2016 το FSB εξέδωσε συμπληρωματικές κατευθυντήριες γραμμές για την ανάπτυξη αποτελεσματικών στρατηγικών και σχεδίων εξυγίανσης για συστημικά σημαντικούς ασφαλιστές 16 . Παράλληλα, τον Νοέμβριο του 2019 η Διεθνής Ένωση Ασφαλιστικών Εποπτών (IAIS) ενέκρινε βασικές ασφαλιστικές αρχές για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, κοινό πλαίσιο για ασφαλιστικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται σε διεθνές επίπεδο, στο οποίο περιγράφονται λεπτομερώς τα πρότυπα για τον προληπτικό σχεδιασμό ανάκαμψης, και δράσεις στις οποίες αναμένεται να προβούν οι αρχές έναντι μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που εξέρχεται από την αγορά και τίθεται σε διαδικασία εξυγίανσης 17 . Οι εξελίξεις αυτές θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων υπό πτώχευση.

(6)Πολλές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται πέραν των εθνικών συνόρων. Η έλλειψη συντονισμού και συνεργασίας μεταξύ των δημόσιων αρχών για την προετοιμασία και τη διαχείριση της δυσχέρειας ή της πτώχευσης μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που δραστηριοποιείται διασυνοριακά θα υπονόμευε την αμοιβαία εμπιστοσύνη των κρατών μελών, θα οδηγούσε σε αποτέλεσμα που δεν είναι το βέλτιστο για αντισυμβαλλομένους, δικαιούχους και ζημιωθέντες και θα επηρέαζε την αξιοπιστία της εσωτερικής αγοράς ασφαλίσεων.

(7)Επί του παρόντος οι διαδικασίες για την εξυγίανση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων δεν εναρμονίζονται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης με συντονισμένο τρόπο. Αντιθέτως, σε όλα τα κράτη μέλη παρατηρούνται σημαντικές ουσιαστικές και διαδικαστικές διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που διέπουν την πτώχευση ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Επιπλέον, οι διαδικασίες αφερεγγυότητας των επιχειρήσεων ενδέχεται να μην είναι πάντοτε κατάλληλες για τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς οι εν λόγω διαδικασίες ενδέχεται να μη διασφαλίζουν πάντοτε την επαρκή συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών για τους αντισυμβαλλομένους, τους δικαιούχους και τους ζημιωθέντες, την πραγματική οικονομία ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο σύνολό της.

(8)Είναι αναγκαίο να διασφαλίζεται η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών των υπό πτώχευση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που είναι πιθανό να πτωχεύσουν, με την παράλληλη ελαχιστοποίηση του αντικτύπου της πτώχευσης μιας τέτοιου είδους επιχείρησης στην οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να θεσπιστεί ένα πλαίσιο που θα παρέχει στις αρχές ένα αξιόπιστο σύνολο εργαλείων για να παρεμβαίνουν αρκετά νωρίς και γρήγορα σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που τελούν υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσουν. Το πλαίσιο αυτό θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι ζημίες βαρύνουν πρώτα τους μετόχους και μετά τους πιστωτές, υπό την προϋπόθεση ότι κανένας πιστωτής δεν βαρύνεται με ζημίες μεγαλύτερες από αυτές που θα αναλάμβανε εάν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, σύμφωνα με την αρχή περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών.

(9)Το πλαίσιο που θα θεσπιστεί θα πρέπει να παρέχει στις αρχές τη δυνατότητα να διασφαλίζουν τη συνέχεια της ασφαλιστικής προστασίας για τους αντισυμβαλλομένους, τους δικαιούχους και τους ζημιωθέντες, να μεταβιβάζουν βιώσιμες δραστηριότητες και χαρτοφυλάκια της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, κατά περίπτωση, και να επιμερίζουν τις ζημίες κατά τρόπο δίκαιο και προβλέψιμο. Οι στόχοι αυτοί θα πρέπει να συμβάλλουν στην αποτροπή περιττών απωλειών ή κοινωνικών αναγκών για αντισυμβαλλομένους, δικαιούχους και ζημιωθέντες, στον μετριασμό των αρνητικών επιπτώσεων για την πραγματική οικονομία, στην ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων για τις χρηματοπιστωτικές αγορές και την ελαχιστοποίηση του κόστους για τους φορολογούμενους.

(10)Η επανεξέταση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ και ειδικότερα η θέσπιση πιο ευαίσθητων σε θέματα κινδύνων κεφαλαιακών απαιτήσεων, ενισχυμένης εποπτείας και ενισχυμένης παρακολούθησης της ρευστότητας και καλύτερων εργαλείων για μακροπροληπτικές πολιτικές, θα πρέπει να μειώσει περαιτέρω την πιθανότητα πτωχεύσεων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και να ενισχύσει την ανθεκτικότητα των επιχειρήσεων αυτών έναντι οικονομικών πιέσεων είτε αυτές οφείλονται σε συστημικές διαταραχές είτε σε γεγονότα που αφορούν ειδικά τη συγκεκριμένη επιχείρηση. Ωστόσο, παρά το υγιές και άρτιο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας, δεν μπορούν να αποκλειστούν ολοκληρωτικά καταστάσεις χρηματοοικονομικών δυσχερειών. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι προετοιμασμένα και να εφαρμόζουν τα κατάλληλα εργαλεία για την ανάκαμψη και την εξυγίανση προς αντιμετώπιση καταστάσεων που σχετίζονται τόσο με συστημικές κρίσεις όσο και με πτωχεύσεις επιμέρους επιχειρήσεων. Τα εργαλεία αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνουν μηχανισμούς που να παρέχουν στις αρχές τη δυνατότητα να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τις υπό πτώχευση ή πιθανή πτώχευση επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο της χρήσης των εν λόγω εργαλείων και της άσκησης των εξουσιών αυτών, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες της πτώχευσης.

(11)Ορισμένα κράτη μέλη έχουν ήδη θεσπίσει απαιτήσεις προληπτικού σχεδιασμού ανάκαμψης και μηχανισμούς για την εξυγίανση υπό πτώχευση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ωστόσο, η απουσία κοινών όρων, εξουσιών και διαδικασιών ανάκαμψης και εξυγίανσης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε ολόκληρη την Ένωση ενδέχεται να συνιστά εμπόδιο για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να παρακωλύει τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών κατά την αντιμετώπιση διασυνοριακών ομίλων επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν προβλήματα ή πτώχευση. Αυτό ισχύει ειδικότερα όταν εξαιτίας των διαφορετικών προσεγγίσεων οι εθνικές αρχές δεν διαθέτουν το ίδιο επίπεδο ελέγχου ή την ίδια ικανότητα εξυγίανσης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Οι εν λόγω διαφορές στα καθεστώτα ανάκαμψης και εξυγίανσης ενδέχεται να επηρεάζουν τους ισότιμους όρους ανταγωνισμού και ενδεχομένως να δημιουργούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων. Οι φραγμοί αυτοί θα πρέπει να εξαλειφθούν και να θεσπιστούν κανόνες, ώστε να διασφαλιστεί ότι η εσωτερική αγορά δεν υπονομεύεται. Για τον σκοπό αυτόν, οι κανόνες που διέπουν την προληπτική ανάκαμψη και εξυγίανση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων θα πρέπει να υπόκεινται σε κοινούς κανόνες ελάχιστης εναρμόνισης. Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέπεια με την ισχύουσα νομοθεσία της Ένωσης στον τομέα των ασφαλιστικών υπηρεσιών, το καθεστώς προληπτικής ανάκαμψης και εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζεται σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες υπόκεινται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ορίζονται στην οδηγία 2009/138/ΕΚ.

(12)Η πτώχευση μιας οντότητας συνδεδεμένης με όμιλο μπορεί να επηρεάσει ταχέως τη φερεγγυότητα και τις δραστηριότητες ολόκληρου του ομίλου. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να εφαρμόζονται απαιτήσεις προληπτικού σχεδιασμού ανάκαμψης και εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου. Επιπλέον, οι αρχές θα πρέπει να διαθέτουν αποτελεσματικά μέσα δράσης όσον αφορά τις εν λόγω οντότητες για την επιβολή διορθωτικών μέτρων που λαμβάνουν υπόψη την οικονομική ευρωστία όλων των οντοτήτων του ομίλου, την αντιμετώπιση των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σε πλαίσιο ομίλου και τη δημιουργία ενός συνεκτικού μηχανισμού εξυγίανσης για τον όμιλο συνολικά, και ειδικότερα σε διασυνοριακό πλαίσιο. Οι απαιτήσεις προληπτικής ανάκαμψης και σχεδιασμού εξυγίανσης και οι απαιτήσεις δυνατότητας εξυγίανσης και το καθεστώς εξυγίανσης θα πρέπει, συνεπώς, να εφαρμόζονται και στις μητρικές επιχειρήσεις, τις εταιρείες χαρτοφυλακίου και άλλες οντότητες του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένα εκτός της Ένωσης.

(13)Είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί η καταλληλότητα και η αποτελεσματικότητα του πλαισίου ανάκαμψης και εξυγίανσης, με την παράλληλη αποφυγή της περιττής διοικητικής επιβάρυνσης και του κόστους για τις επιχειρήσεις και τις αρχές. Ως εκ τούτου, η εφαρμογή του εν λόγω πλαισίου ανάκαμψης και εξυγίανσης θα πρέπει να είναι αναλογική προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της οικείας επιχείρησης, καθώς και των δραστηριοτήτων και υπηρεσιών της. Όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής των απαιτήσεων σχεδιασμού ανάκαμψης και εξυγίανσης, οι αρχές θα πρέπει να καθορίζουν, με βάση ένα εναρμονισμένο σύνολο κριτηρίων βάσει κινδύνου, ποιες επιχειρήσεις υπόκεινται στις απαιτήσεις σχεδιασμού. Για να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στην ενιαία αγορά ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και να προωθηθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού, θα πρέπει να επιτευχθεί ελάχιστος βαθμός ετοιμότητας με τη θέσπιση ελάχιστου επιπέδου κάλυψης της αγοράς. Ωστόσο, το εν λόγω ελάχιστο επίπεδο κάλυψης της αγοράς θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις διαφορές μεταξύ της ανάκαμψης, αφενός, και της εξυγίανσης, αφετέρου, και την ύπαρξη ή απουσία δημόσιου συμφέροντος για την ανάληψη δράσης εξυγίανσης.

(14)Για τον ίδιο λόγο, οι αρχές θα πρέπει, κατά περίπτωση, να εφαρμόζουν διαφορετικές ή μειωμένες απαιτήσεις προληπτικού σχεδιασμού ανάκαμψης και εξυγίανσης και πληροφόρησης με βάση κάθε συγκεκριμένη επιχείρηση, και με μικρότερη συχνότητα επικαιροποιήσεων. Κατά την εφαρμογή των εν λόγω απλουστευμένων υποχρεώσεων, οι αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη φύση, το μέγεθος, την πολυπλοκότητα και τη δυνατότητα υποκατάστασης των δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης, τη μετοχική σύνθεση και τη νομική μορφή της, το προφίλ κινδύνου της, τον βαθμό διασύνδεσής της με άλλες ρυθμιζόμενες επιχειρήσεις ή με το χρηματοπιστωτικό σύστημα, εν γένει. Οι αρχές θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη αν η πτώχευση και η επακόλουθη εκκαθάριση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας θα ήταν πιθανό να έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στους αντισυμβαλλομένους, τις χρηματοπιστωτικές αγορές, άλλες επιχειρήσεις ή την ευρύτερη οικονομία. Οι αρχές θα πρέπει να υποβάλλουν στην EIOPA έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των εν λόγω απλουστευμένων υποχρεώσεων σε ετήσια βάση.

(15)Για μια ομαλή διαδικασία εξυγίανσης και για την αποτροπή συγκρούσεων συμφερόντων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίσουν δημόσιες διοικητικές αρχές ή αρχές που διαθέτουν τις δημόσιες διοικητικές εξουσίες να εκτελούν τις λειτουργίες και τα καθήκοντα όσον αφορά το πλαίσιο ανάκαμψης και εξυγίανσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι διατίθενται επαρκείς πόροι στις εν λόγω αρχές εξυγίανσης. Όταν ένα κράτος μέλος ορίζει αρχή εξυγίανσης που έχει άλλα καθήκοντα, θα πρέπει να εφαρμόζονται κατάλληλες διαρθρωτικές ρυθμίσεις για τον διαχωρισμό των εν λόγω καθηκόντων από τις λειτουργίες που αφορούν την εξυγίανση και για τη διασφάλιση της επιχειρησιακής ανεξαρτησίας. Ο διαχωρισμός αυτός δεν θα πρέπει να εμποδίζει την πρόσβαση της λειτουργίας εξυγίανσης σε οποιεσδήποτε πληροφορίες απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων της βάσει του πλαισίου ανάκαμψης και εξυγίανσης ή για τη συνεργασία μεταξύ των διαφόρων αρχών που συμμετέχουν στην εφαρμογή του πλαισίου ανάκαμψης και εξυγίανσης.

(16)Υπό το πρίσμα των συνεπειών που ενδέχεται να έχει η πτώχευση μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στους αντισυμβαλλομένους, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην οικονομία ενός κράτους μέλους, και υπό το πρίσμα της πιθανής ανάγκης να χρησιμοποιηθούν δημόσιοι πόροι για την αντιμετώπιση μιας τέτοιου είδους πτώχευσης, τα υπουργεία οικονομικών ή άλλα σχετικά υπουργεία των κρατών μελών θα πρέπει να συμμετέχουν στενά, σε πρώιμο στάδιο, στη διαδικασία διαχείρισης και επίλυσης της κρίσης.

(17)Είναι αναγκαίο να αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά η επιδείνωση της χρηματοοικονομικής θέσης ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή οι παραβιάσεις των κανονιστικών απαιτήσεων από τις εν λόγω επιχειρήσεις, και να προλαμβάνεται η κλιμάκωση των προβλημάτων. Κατά συνέπεια, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να επιβάλλουν προληπτικά μέτρα. Οι εν λόγω προληπτικές εξουσίες θα πρέπει, ωστόσο, να συνάδουν με την κλίμακα παρέμβασης και τις εποπτικές εξουσίες που προβλέπονται ήδη στην οδηγία 2009/138/ΕΚ για παρόμοιες περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των εποπτικών εξουσιών που προβλέπονται στη διαδικασία εποπτικής εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 36 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Οι εν λόγω προληπτικές εξουσίες δεν θα πρέπει να οδηγούν σε νέα προκαθορισμένη ενεργοποίηση παρέμβασης πριν από την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, που προβλέπεται στον τίτλο Ι κεφάλαιο VI τμήμα 4 της εν λόγω οδηγίας. Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να αξιολογούν κάθε κατάσταση μεμονωμένα και να αποφασίζουν σχετικά με την ανάγκη λήψης προληπτικών μέτρων με βάση τις περιστάσεις, την κατάσταση της επιχείρησης και την εποπτική κρίση τους.

(18)Είναι σημαντικό οι όμιλοι ή, κατά περίπτωση, οι μεμονωμένες επιχειρήσεις, να καταρτίζουν προληπτικά σχέδια ανάκαμψης και να τα επικαιροποιούν τακτικά, στα οποία καθορίζονται οι δράσεις που θα πρέπει να αναλάβουν οι εν λόγω όμιλοι ή επιχειρήσεις για την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής τους θέσης έπειτα από σημαντική επιδείνωση της θέσης τους, η οποία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητά τους. Ως εκ τούτου, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να προσδιορίζουν μια δέσμη ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών που θα προκαλούσαν την ενεργοποίηση των διορθωτικών μέτρων που προβλέπονται στα εν λόγω προληπτικά σχέδια ανάκαμψης. Οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να βοηθούν τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να λαμβάνουν διορθωτικά μέτρα προς το συμφέρον των αντισυμβαλλομένων και δεν θα πρέπει να θεσπίζουν νέες ρυθμιστικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας. Τα προληπτικά σχέδια ανάκαμψης που καλύπτουν όλες τις σημαντικές νομικές οντότητες εντός του ομίλου θα πρέπει να περιγράφονται λεπτομερώς και να βασίζονται σε ρεαλιστικές παραδοχές που εφαρμόζονται σε μια σειρά άρτιων και σοβαρών σεναρίων. Τα εν λόγω προληπτικά σχέδια ανάκαμψης θα πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του συστήματος διακυβέρνησης μιας επιχείρησης. Τα υφιστάμενα εργαλεία μπορούν να χρησιμεύουν ως πηγή στοιχείων κατά την κατάρτιση τέτοιου είδους προληπτικών σχεδίων ανάκαμψης, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας αξιολόγησης κινδύνου και φερεγγυότητας, των σχεδίων έκτακτης ανάγκης ή των σχεδίων διαχείρισης κινδύνου ρευστότητας. Η απαίτηση κατάρτισης προληπτικού σχεδίου ανάκαμψης θα πρέπει, ωστόσο, να εφαρμόζεται αναλογικά και να μη θίγει την κατάρτιση και υποβολή ρεαλιστικού σχεδίου ανάκαμψης, όπως απαιτείται από το άρθρο 138 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Κατά περίπτωση, τα στοιχεία του προληπτικού σχεδίου ανάκαμψης θα μπορούσαν να παρέχουν πληροφορίες ή να χρησιμεύουν ως βάση για την κατάρτιση του σχεδίου ανάκαμψης που απαιτείται από το άρθρο 138 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

(19)Είναι αναγκαίο να διασφαλίζεται επαρκής βαθμός ετοιμότητας για καταστάσεις κρίσης. Ως εκ τούτου, οι τελικές μητρικές επιχειρήσεις ή οι μεμονωμένες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να υποβάλλουν τα προληπτικά σχέδια ανάκαμψής τους για πλήρη αξιολόγηση από τις εποπτικές αρχές, οι οποίες θα αξιολογούν, μεταξύ άλλων, τον βαθμό πληρότητας των εν λόγω σχεδίων και τη δυνατότητά τους να αποκαταστήσουν τη βιωσιμότητα μιας επιχείρησης ή ομίλου εγκαίρως, ακόμη και σε περιόδους ακραίων οικονομικών πιέσεων. Εάν μια επιχείρηση υποβάλει προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης που δεν είναι κατάλληλο, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να είναι εξουσιοδοτημένες να απαιτούν από την εν λόγω επιχείρηση να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποκατάσταση των ουσιαστικών ελλείψεων του σχεδίου.

(20)Ο σχεδιασμός εξυγίανσης αποτελεί ουσιώδες στοιχείο μιας αποτελεσματικής εξυγίανσης. Ως εκ τούτου, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να διαθέτουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για τον προσδιορισμό των κρίσιμων λειτουργιών και τη διασφάλιση της συνέχειάς τους. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν ιδιαίτερες γνώσεις όσον αφορά την ίδια τους τη λειτουργία και τα ενδεχόμενα προβλήματα που προκύπτουν από αυτήν και, συνεπώς, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να καταρτίζουν σχέδια εξυγίανσης βάσει, μεταξύ άλλων, των πληροφοριών που τους παρέχουν οι οικείες επιχειρήσεις. Προκειμένου να αποφευχθεί η περιττή διοικητική επιβάρυνση, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει πρωτίστως να ανακτούν τις απαραίτητες πληροφορίες από τις εποπτικές αρχές.

(21)Οι επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου δεν θα πρέπει, λόγω του προφίλ χαμηλού κινδύνου τους, να υποχρεούνται να καταρτίζουν χωριστά προληπτικά σχέδια ανάκαμψης ούτε θα πρέπει να υπόκεινται σε σχεδιασμό εξυγίανσης.

(22)Προκειμένου να προβλέπεται η πιθανή αλληλεπίδραση των διορθωτικών μέτρων και των μέτρων εξυγίανσης και να ενισχύεται η ετοιμότητα για την αντιμετώπιση κρίσεων και η δυνατότητα εξυγίανσης ομίλων, κάθε μεταχείριση ομίλου για προληπτικό σχεδιασμό ανάκαμψης και εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλες τις οντότητες του ομίλου που υπόκεινται σε εποπτεία ομίλου. Τα προληπτικά σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη χρηματοοικονομική, τεχνική και επιχειρηματική διάρθρωση του οικείου ομίλου, καθώς και τον βαθμό εσωτερικής διασύνδεσής του.

(23)Τα προληπτικά σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης του ομίλου θα πρέπει να καταρτίζονται για τον όμιλο στο σύνολό του και θα πρέπει να προσδιορίζουν μέτρα σε σχέση με την τελική μητρική επιχείρηση και με μεμονωμένες θυγατρικές που ανήκουν στον εν λόγω όμιλο. Ωστόσο, ο βαθμός στον οποίο λαμβάνονται υπόψη οι θυγατρικές στα σχέδια προληπτικής ανάκαμψης και εξυγίανσης του ομίλου θα πρέπει να είναι αναλογικός προς τη σημασία τους για τον όμιλο και τους αντισυμβαλλομένους, την πραγματική οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα στα κράτη μέλη στα οποία δραστηριοποιούνται οι εν λόγω θυγατρικές. Οι αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών στα οποία διαθέτει θυγατρικές ένας όμιλος θα πρέπει να συμμετέχουν στην κατάρτιση κάθε σχεδίου ανάκαμψης. Οι οικείες αρχές, ενεργώντας εντός του εποπτικού σώματος ή του σώματος εξυγίανσης, θα πρέπει να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να καταλήξουν σε κοινή απόφαση σχετικά με την αξιολόγηση και την έγκριση των εν λόγω σχεδίων. Ωστόσο, η επαρκής ετοιμότητα για την αντιμετώπιση κρίσεων δεν θα πρέπει να επηρεάζεται από την απουσία κοινής απόφασης στο πλαίσιο του εποπτικού σώματος ή του σώματος εξυγίανσης. Στις περιπτώσεις αυτές, κάθε εποπτική αρχή που είναι αρμόδια για μια θυγατρική θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητεί προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης για τις θυγατρικές που υπάγονται στη δικαιοδοσία της και να προβαίνει στη δική της αξιολόγηση του προληπτικού σχεδίου ανάκαμψης. Για τους ίδιους λόγους, κάθε αρχή εξυγίανσης που είναι αρμόδια για μια θυγατρική θα πρέπει να καταρτίζει σχέδιο εξυγίανσης για τις θυγατρικές που υπάγονται στη δικαιοδοσία της και να το επικαιροποιεί. Η κατάρτιση μεμονωμένων προληπτικών σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης για επιχειρήσεις που ανήκουν σε όμιλο θα πρέπει να πραγματοποιείται κατ' εξαίρεση, να είναι δεόντως αιτιολογημένη και να εφαρμόζει τα ίδια πρότυπα που εφαρμόζονται σε συγκρίσιμες επιχειρήσεις στο οικείο κράτος μέλος. Όταν καταρτίζονται μεμονωμένα προληπτικά σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης για επιχειρήσεις που αποτελούν μέρος ομίλου, οι οικείες αρχές θα πρέπει να επιδιώκουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συνέπεια με τα προληπτικά σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης του υπόλοιπου ομίλου.

(24)Προκειμένου να τηρούνται πλήρως και μόνιμα ενήμερες όλες οι οικείες αρχές, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να διαβιβάζουν στις οικείες αρχές εξυγίανσης τυχόν προληπτικά σχέδια ανάκαμψης και τυχόν αλλαγές σε αυτά, και οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να διαβιβάζουν στις οικείες εποπτικές αρχές τυχόν σχέδια εξυγίανσης και τυχόν αλλαγές σε αυτά.

(25)Βάσει εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να έχουν την εξουσία να ζητούν, άμεσα ή έμμεσα μέσω της εποπτικής αρχής, αλλαγή της δομής και της οργάνωσης των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να λαμβάνουν τα αναγκαία αλλά αναλογικά μέτρα για τη μείωση ή την εξάλειψη τυχόν σημαντικών εμποδίων στην εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και να διασφαλίζουν τη δυνατότητα εξυγίανσης των οικείων οντοτήτων. Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να εκτιμούν τη δυνατότητα εξυγίανσης των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στο επίπεδο των επιχειρήσεων εκείνων στις οποίες αναμένεται ότι, σύμφωνα με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου, θα αναληφθούν δράσεις εξυγίανσης. Η δυνατότητα των αρχών εξυγίανσης να ζητούν αλλαγές στη δομή και την οργάνωση μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή να λαμβάνουν μέτρα για τη μείωση ή την εξάλειψη τυχόν σημαντικών εμποδίων στην εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και να διασφαλίζουν τη δυνατότητα εξυγίανσης των οικείων επιχειρήσεων, δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την απλούστευση της δομής και των δραστηριοτήτων της οικείας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, προκειμένου να βελτιωθεί η δυνατότητα εξυγίανσης της εν λόγω επιχείρησης.

(26)Η υλοποίηση των δράσεων που περιγράφονται σε προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης ή εξυγίανσης μπορεί να έχει επιπτώσεις στο προσωπικό των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω σχέδια θα πρέπει να περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, διαδικασίες για την ενημέρωση και τη διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων κατά τη διάρκεια των διαδικασιών ανάκαμψης και εξυγίανσης. Οι εν λόγω διαδικασίες θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη συλλογικές συμβάσεις ή άλλες συμφωνίες μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, καθώς και το εθνικό και το ενωσιακό δίκαιο σχετικά με τη συμμετοχή των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των εκπροσώπων των εργαζομένων στις διαδικασίες αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων.

(27)Για την αποτελεσματική ανάκαμψη και εξυγίανση ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή οντοτήτων ομίλων που λειτουργούν σε ολόκληρη την Ένωση απαιτείται συνεργασία μεταξύ των εποπτικών αρχών και των αρχών εξυγίανσης στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτείας και εξυγίανσης σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, από την κατάρτιση των προληπτικών σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης μέχρι την πραγματοποίηση της εξυγίανσης της επιχείρησης. Όταν οι αρχές διαφωνούν με αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν όσον αφορά ομίλους και επιχειρήσεις, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων ή EIOPA), η οποία συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 18 , θα πρέπει, ως ύστατη λύση, να αναλαμβάνει ρόλο διαμεσολάβησης.

(28)Κατά τη διάρκεια των σταδίων ανάκαμψης και πρόληψης, οι μέτοχοι θα πρέπει να διατηρούν την πλήρη ευθύνη και τον έλεγχο της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. Δεν θα πρέπει να διατηρούν την ευθύνη αυτήν από τη στιγμή που η επιχείρηση τεθεί υπό εξυγίανση. Το πλαίσιο εξυγίανσης θα πρέπει, επομένως, να προβλέπει έγκαιρη έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, δηλαδή προτού μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση καταστεί αφερέγγυα ως προς τον ισολογισμό ή τις ταμειακές ροές, προτού εξαντληθεί πλήρως το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων ή προτού η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις πληρωμής της όταν καθίστανται απαιτητές. Η εξυγίανση θα πρέπει να ενεργοποιείται όταν μια εποπτική αρχή, αφού ζητήσει τη γνώμη της αρχής εξυγίανσης ή αφού ζητηθεί η γνώμη της από αρχή εξυγίανσης, διαπιστώσει ότι μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται υπό πτώχευση ή πιθανή πτώχευση και εναλλακτικά μέτρα δεν θα απέτρεπαν την εν λόγω πτώχευση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση θα πρέπει να θεωρείται ότι τελεί υπό πτώχευση ή πιθανή πτώχευση σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις: i) όταν η επιχείρηση παραβιάζει ή ενδέχεται να παραβιάσει τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις που ορίζονται στον τίτλο Ι κεφάλαιο VI τμήμα 4 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ και δεν υπάρχει εύλογη προοπτική αποκατάστασης της συμμόρφωσης· ii) όταν η επιχείρηση δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας ή όταν η επιχείρηση αθετεί σοβαρά τη συμμόρφωση με τις νομικές υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων στις οποίες υπόκειται, ή είναι πιθανό να αθετήσει σοβαρά τη συμμόρφωση με τις νομικές υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων στις οποίες υπόκειται στο εγγύς μέλλον κατά τρόπο που θα δικαιολογούσε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας· iii) όταν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αδυνατεί ή ενδέχεται να μην είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές ή άλλες υποχρεώσεις της στο εγγύς μέλλον, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών σε αντισυμβαλλομένους ή δικαιούχους όταν καθίστανται απαιτητές· ή iv) όταν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση χρειάζεται έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη.

(29)Η χρήση εργαλείων και εξουσιών εξυγίανσης ενδέχεται να επιφέρει αναστάτωση στα δικαιώματα των μετόχων και των πιστωτών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, η εξουσία των αρχών εξυγίανσης να μεταβιβάζουν τις μετοχές ή το σύνολο ή μέρος των στοιχείων ενεργητικού μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε ιδιώτες αγοραστές χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων, επηρεάζει τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των μετόχων. Επιπλέον, η εξουσία να αποφασίζουν ποιες υποχρεώσεις θα μεταβιβαστούν από μια επιχείρηση υπό πτώχευση με σκοπό να διασφαλίσουν τη συνέχεια των υπηρεσιών και να αποφευχθούν οι δυσμενείς επιπτώσεις για τους αντισυμβαλλομένους, τους δικαιούχους και τους ζημιωθέντες, την πραγματική οικονομία ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο σύνολό της, ενδέχεται να επηρεάσει την ίση μεταχείριση των πιστωτών. Επομένως, κάθε εργαλείο εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που τελούν υπό πτώχευση ή πιθανή πτώχευση, και μόνον όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επιδίωξη των στόχων εξυγίανσης προς όφελος του γενικού συμφέροντος. Ειδικότερα, τα εργαλεία εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνον όταν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας χωρίς να επηρεάζεται αδικαιολόγητα η προστασία των αντισυμβαλλομένων, των δικαιούχων και των αιτούντων ή να αποσταθεροποιείται το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Επιπλέον, τα μέτρα εξυγίανσης αναμένεται να είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της ταχείας μεταβίβασης και συνέχειας κρίσιμων λειτουργιών και δεν θα πρέπει να υπάρχουν εύλογες προοπτικές για οποιαδήποτε εναλλακτική ιδιωτική λύση, συμπεριλαμβανομένης τυχόν αύξησης κεφαλαίου από τους υφιστάμενους μετόχους ή από οποιονδήποτε τρίτο που επαρκεί για την αποκατάσταση της πλήρους βιωσιμότητας της οντότητας χωρίς επιπτώσεις στις ασφαλιστικές απαιτήσεις. Κάθε παρέμβαση στα δικαιώματα των μετόχων και των πιστωτών που προκύπτει από δράση εξυγίανσης θα πρέπει να συνάδει με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, όταν οι πιστωτές της ίδιας κατηγορίας αντιμετωπίζονται διαφορετικά στο πλαίσιο της δράσης εξυγίανσης, τέτοιου είδους διακρίσεις θα πρέπει να δικαιολογούνται από το δημόσιο συμφέρον και να είναι αναλογικές προς τους κινδύνους που αντιμετωπίζονται και να μην να εισάγουν άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις για λόγους εθνικότητας.

(30)Κατά την εφαρμογή εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση εξουσιών εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίζουν ότι η δράση εξυγίανσης αναλαμβάνεται σύμφωνα με την αρχή ότι οι ασφαλιστικές απαιτήσεις επηρεάζονται μετά τους μετόχους και ότι άλλοι πιστωτές έχουν επιβαρυνθεί με το μερίδιο των ζημιών που τους αναλογεί. Επιπλέον, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι το κόστος της εξυγίανσης των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ελαχιστοποιείται και ότι οι πιστωτές της ίδιας κατηγορίας τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης.

(31)Η απομείωση ή η μετατροπή κεφαλαιακών μέσων, χρεωστικών μέσων και άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων θα πρέπει να προβλέπει εσωτερικό μηχανισμό απορρόφησης των ζημιών. Ο εν λόγω μηχανισμός, σε συνδυασμό με εργαλεία μεταβίβασης που αποσκοπούν στη διατήρηση της συνέχειας της ασφαλιστικής κάλυψης προς όφελος των αντισυμβαλλομένων, των δικαιούχων και των ζημιωθέντων, θα πρέπει να επιτρέπει την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης και να περιορίζει σε μεγάλο βαθμό τον αντίκτυπο της πτώχευσης μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στους αντισυμβαλλομένους. Ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχουν ακραίες περιπτώσεις στις οποίες η εξυγίανση μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης μπορεί να απαιτεί την παρέμβαση ειδικών εθνικών συστημάτων, και ειδικότερα ενός συστήματος εγγύησης ασφάλισης ή ενός ταμείου εξυγίανσης, για την παροχή συμπληρωματικών πόρων απορρόφησης των ζημιών και αναδιάρθρωσης ή, ως ύστατη λύση, έκτακτης δημόσιας χρηματοδότησης. Οι αναγκαίες διασφαλίσεις που αποσκοπούν στην προστασία των πιστωτών θα πρέπει επίσης να αντικατοπτρίζουν την ύπαρξη τέτοιων ειδικών εθνικών συστημάτων, τα οποία με τη σειρά τους πρέπει να συμμορφώνονται με το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις. Το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής θα πρέπει να εφαρμόζεται πριν από τη χρήση οποιασδήποτε έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης.

(32)Η παρεμβολή στα δικαιώματα ιδιοκτησίας δεν θα πρέπει να είναι δυσανάλογη. Ως εκ τούτου, οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των αντισυμβαλλομένων, δεν θα πρέπει να υφίστανται μεγαλύτερες ζημίες από εκείνες που θα είχαν υποστεί εάν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση είχε εκκαθαριστεί κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης εξυγίανσης. Σε περίπτωση εν μέρει μεταβίβασης των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης υπό εξυγίανση σε ιδιώτη αγοραστή ή σε μεταβατική επιχείρηση, το εναπομένον μέρος της επιχείρησης υπό εξυγίανση θα πρέπει να εκκαθαρίζεται σύμφωνα με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Οι μέτοχοι και οι πιστωτές που απομένουν στη διαδικασία εκκαθάρισης μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, θα πρέπει να δικαιούνται να λάβουν κατά την εξόφληση ή κατά την αποζημίωση των απαιτήσεών τους στη διαδικασία εκκαθάρισης όχι λιγότερα από όσα θα είχαν ανακτήσει εάν ολόκληρη η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(33)Για την προστασία των δικαιωμάτων των μετόχων και των πιστωτών, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν σαφείς υποχρεώσεις όσον αφορά την αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της υπό εξυγίανση επιχείρησης και όσον αφορά την αποτίμηση της μεταχείρισης της οποίας θα τύγχαναν οι μέτοχοι και οι πιστωτές, εάν η επιχείρηση είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ότι, πριν αναληφθεί οποιαδήποτε δράση εξυγίανσης, θα πρέπει να διενεργείται αντικειμενική και ρεαλιστική αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. Η εν λόγω αποτίμηση θα πρέπει να υπόκειται σε δικαίωμα προσφυγής. Ωστόσο, λόγω της φύσης της δράσης εξυγίανσης και της στενής σχέσης της με την αποτίμηση, η προσφυγή αυτή θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον όταν στρέφεται ταυτόχρονα κατά της απόφασης εξυγίανσης. Επιπλέον, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ότι, μετά την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης, γίνεται σύγκριση μεταξύ της μεταχείρισης που έχουν λάβει πραγματικά οι μέτοχοι και οι πιστωτές και της μεταχείρισης που θα είχαν λάβει υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Η εν λόγω εκ των υστέρων σύγκριση θα πρέπει να είναι δεκτική προσφυγής, εκτός από την απόφαση εξυγίανσης. Οι μέτοχοι και οι πιστωτές που έχουν λάβει μικρότερο ποσό από αυτό που θα είχαν λάβει υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας θα πρέπει να δικαιούνται την καταβολή της διαφοράς.

(34)Είναι σημαντικό να αναγνωρίζονται οι ζημίες κατά την πτώχευση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. Η αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού των υπό πτώχευση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων θα πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικές, συνετές και εύλογες παραδοχές κατά τη στιγμή που εφαρμόζονται τα εργαλεία εξυγίανσης. Η αξία των στοιχείων παθητικού δεν θα πρέπει, ωστόσο, να επηρεάζεται από την αποτίμηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να είναι σε θέση να προβαίνουν σε ταχεία αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού μιας υπό πτώχευση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. Η αποτίμηση αυτή θα πρέπει να είναι προσωρινή και να ισχύει έως ότου διενεργηθεί ανεξάρτητη αποτίμηση. Η EIOPA θα πρέπει να ορίζει ένα πλαίσιο αρχών προς εφαρμογή κατά τη διενέργεια αυτών των αποτιμήσεων, καθώς και να αφήνει περιθώριο για την εφαρμογή, κατά περίπτωση, διαφορετικών μεθοδολογιών εκ μέρους των αρχών εξυγίανσης και των ανεξάρτητων αποτιμητών.

(35)Κατά την ανάληψη δράσεων εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη και να ακολουθούν τα μέτρα που προβλέπονται στα σχέδια εξυγίανσης, εκτός εάν οι αρχές εξυγίανσης εκτιμήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι οι στόχοι εξυγίανσης θα επιτευχθούν αποτελεσματικότερα με την ανάληψη δράσεων που δεν έχουν προβλεφθεί στα σχέδια εξυγίανσης.

(36)Τα εργαλεία εξυγίανσης θα πρέπει να σχεδιάζονται και να είναι κατάλληλα για την αντιμετώπιση ευρέος φάσματος απρόβλεπτων σεναρίων, δεδομένου ότι μπορεί να υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην κρίση μιας μεμονωμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και σε μια ευρύτερη συστημική κρίση. Ως εκ τούτου, τα εργαλεία εξυγίανσης θα πρέπει να καλύπτουν καθένα από τα σενάρια αυτά, συμπεριλαμβανομένης της διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων φερέγγυας επιχείρησης υπό εξυγίανση έως τη λύση της, της πώλησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας ή των μετοχών της επιχείρησης υπό εξυγίανση, της σύστασης μεταβατικής επιχείρησης, του διαχωρισμού στοιχείων ενεργητικού και παθητικού από τα απομειωμένα ή μη αποδοτικά χαρτοφυλάκια της υπό πτώχευση επιχείρησης και της απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων και άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων της υπό πτώχευση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

(37)Όταν έχουν χρησιμοποιηθεί εργαλεία εξυγίανσης για τη μεταβίβαση ασφαλιστικών χαρτοφυλακίων σε υγιή οντότητα, η οποία θα μπορούσε να είναι αγοραστής του ιδιωτικού τομέα ή μεταβατική επιχείρηση, το εναπομένον μέρος της επιχείρησης θα πρέπει να ρευστοποιείται εντός κατάλληλου χρονικού πλαισίου. Η διάρκεια του εν λόγω χρονικού πλαισίου θα πρέπει να βασίζεται στην ανάγκη της υπό πτώχευση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης να παρέχει υπηρεσίες ή στήριξη, ώστε ο αγοραστής του ιδιωτικού τομέα ή η μεταβατική επιχείρηση να είναι σε θέση να διεκπεραιώσει τις δραστηριότητες ή τις υπηρεσίες τις οποίες απέκτησε δυνάμει αυτής της μεταβίβασης.

(38)Το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στις αρχές εξυγίανσης να πραγματοποιούν πώληση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή μερών των δραστηριοτήτων της σε έναν ή περισσότερους αγοραστές χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων. Οι αρχές, όταν εφαρμόζουν το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων, θα πρέπει να προβαίνουν σε ρυθμίσεις για τη διάθεση προς πώληση της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή μέρους των δραστηριοτήτων της με ανοικτή, διαφανή διαδικασία που δεν εισάγει διακρίσεις, ενώ παράλληλα να μεγιστοποιούν, όσο είναι δυνατόν, την τιμή πώλησης. Όταν, λόγω επείγουσας ανάγκης, είναι αδύνατον να εφαρμοστεί μια τέτοιου είδους διαδικασία, οι αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν μέτρα για την αντιμετώπιση των δυσμενών επιπτώσεων στον ανταγωνισμό και στην εσωτερική αγορά.

(39)Τυχόν καθαρά έσοδα από τη μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού της υπό εξυγίανση επιχείρησης, όταν εφαρμόζεται το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων, θα πρέπει να αποδίδονται στην επιχείρηση που απομένει στη διαδικασία εκκαθάρισης. Τυχόν καθαρά έσοδα από τη μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που είχε εκδώσει η υπό εξυγίανση επιχείρηση, όταν εφαρμόζεται το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων, θα πρέπει να αποδίδονται στους ιδιοκτήτες των εν λόγω μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας. Τα έσοδα θα πρέπει να υπολογίζονται μετά την αφαίρεση των εξόδων που προκύπτουν από την πτώχευση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και από τη διαδικασία εξυγίανσης.

(40)Οι πληροφορίες σχετικά με τη διάθεση προς πώληση μιας υπό πτώχευση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και οι διαπραγματεύσεις με δυνητικούς αγοραστές πριν από την εφαρμογή του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων είναι πιθανό να είναι ευαίσθητες και ενδέχεται να ενέχουν κινδύνους για την εμπιστοσύνη στην ασφαλιστική αγορά. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι η δημοσιοποίηση των εν λόγω στοιχείων, που απαιτείται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 19 , μπορεί να καθυστερήσει για όσο διάστημα είναι αναγκαίο για τον προγραμματισμό και τη διοργάνωση της εξυγίανσης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

(41)Μια μεταβατική επιχείρηση είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που ανήκει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει σε μία ή περισσότερες δημόσιες αρχές ή ελέγχεται από την αρχή εξυγίανσης. Ο βασικός σκοπός της μεταβατικής επιχείρησης είναι να διασφαλίσει ότι συνεχίζουν να παρέχονται κρίσιμες λειτουργίες στους αντισυμβαλλομένους της υπό πτώχευση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. Ως εκ τούτου, μια μεταβατική επιχείρηση θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως βιώσιμη συνεχώς λειτουργούσα επιχείρηση και να επανεντάσσεται στην αγορά αμέσως μόλις οι συνθήκες είναι κατάλληλες ή να εκκαθαρίζεται σε περίπτωση που δεν είναι βιώσιμη.

(42)Το εργαλείο διαχωρισμού στοιχείων ενεργητικού και παθητικού θα πρέπει να επιτρέπει στις αρχές να μεταβιβάζουν στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις μιας υπό εξυγίανση επιχείρησης σε χωριστό φορέα με σκοπό την απομάκρυνση, τη διαχείριση και την εκκαθάριση των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων. Για να αποφεύγεται αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα υπέρ της υπό πτώχευση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, το εργαλείο διαχωρισμού στοιχείων ενεργητικού και παθητικού θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο σε συνδυασμό με άλλα εργαλεία.

(43)Ένα αποτελεσματικό καθεστώς εξυγίανσης θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να εξυγιανθούν κατά τρόπο που να ελαχιστοποιεί τον αρνητικό αντίκτυπο μιας πτώχευσης για τους αντισυμβαλλομένους, τους φορολογούμενους, την πραγματική οικονομία και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η απομείωση ή η μετατροπή θα πρέπει να διασφαλίζει ότι, πριν θιγούν οι απαιτήσεις εξ ασφαλίσεως, οι μέτοχοι και οι πιστωτές μιας υπό πτώχευση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης υφίστανται πρώτα ζημίες και επωμίζονται κατάλληλο μέρος των εξόδων που προκύπτουν από την πτώχευση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αμέσως μόλις χρησιμοποιηθεί η εξουσία εξυγίανσης. Το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής θα πρέπει, συνεπώς, να παρέχει στους μετόχους και τους πιστωτές των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και, σε ορισμένο βαθμό, στους αντισυμβαλλομένους ισχυρότερο κίνητρο για την παρακολούθηση της υγείας μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης υπό κανονικές συνθήκες.

(44)Είναι αναγκαίο να διασφαλίζεται ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την αναγκαία ευελιξία, σε διάφορες περιπτώσεις, ώστε να θέτουν την υπό εξυγίανση επιχείρηση σε διαδικασία διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων φερέγγυας επιχείρησης, να μεταβιβάζουν τα στοιχεία ενεργητικού, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της υπό τους καλύτερους όρους για τους αντισυμβαλλομένους ή να επιμερίζουν τις εναπομένουσες ζημίες. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ότι οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να είναι σε θέση να εφαρμόζουν το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής όταν ο στόχος είναι η εξυγίανση της υπό πτώχευση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ως επιχείρησης σε διαδικασία διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων φερέγγυας επιχείρησης και όταν μεταβιβάζονται κρίσιμες ασφαλιστικές υπηρεσίες, ενώ το εναπομένον μέρος της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης παύει να λειτουργεί και εκκαθαρίζεται. Στο πλαίσιο αυτό, ενδεχομένως απαιτείται η αναδιάρθρωση των ασφαλιστικών υποχρεώσεων προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχεια σημαντικού μέρους της ασφαλιστικής κάλυψης και σε περίπτωση που αυτό κρίνεται ότι είναι προς το βέλτιστο συμφέρον των αντισυμβαλλομένων.

(45)Όταν υπάρχει ρεαλιστική προοπτική να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα μιας επιχείρησης και οι αντισυμβαλλόμενοι δεν υφίστανται ζημίες κατά τη διαδικασία εξυγίανσης, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής για την αποκατάσταση της επιχείρησης υπό εξυγίανση σε συνεχιζόμενη δραστηριότητα. Στην περίπτωση αυτήν, η εξυγίανση μέσω απομείωσης ή μετατροπής θα πρέπει να συνοδεύεται από την αντικατάσταση της διοίκησης, εκτός εάν η διατήρηση της διοίκησης είναι κατάλληλη και αναγκαία για την επίτευξη των στόχων της εξυγίανσης.

(46)Δεν είναι σκόπιμο να εφαρμόζεται το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής σε απαιτήσεις στο μέτρο που είναι εξασφαλισμένες ή με άλλον τρόπο εγγυημένες, καθώς η εν λόγω απομείωση ή μετατροπή θα μπορούσε να είναι αναποτελεσματική ή να οφείλεται στον δυνητικό αρνητικό αντίκτυπο της εν λόγω απομείωσης ή μετατροπής στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ωστόσο, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής είναι αποτελεσματικό και επιτυγχάνει τους στόχους του, είναι επιθυμητό να μπορεί να εφαρμόζεται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο φάσμα των μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων μιας υπό πτώχευση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. Ωστόσο, κρίνεται σκόπιμη η εξαίρεση ορισμένων ειδών μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων από το πεδίο εφαρμογής του εργαλείου απομείωσης ή μετατροπής. Συνεπώς, για να διασφαλίσει τη συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών, το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε ορισμένες υποχρεώσεις προς υπαλλήλους της υπό πτώχευση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή σε εμπορικές απαιτήσεις που αφορούν αγαθά και υπηρεσίες με κρίσιμη σημασία για την καθημερινή λειτουργία της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. Για να καλυφθούν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και οι παρελθούσες ή τρέχουσες οφειλές σε συνταξιοδοτικούς φορείς, το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις υπό πτώχευση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης έναντι συνταξιοδοτικών συστημάτων. Για να μειωθεί ο κίνδυνος αλυσιδωτών επιπτώσεων στο σύστημα, το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε υποχρεώσεις που προκύπτουν από συμμετοχή σε συστήματα πληρωμών και έχουν απομένουσα διάρκεια μικρότερη των επτά ημερών ή σε υποχρεώσεις προς ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων, εξαιρουμένων των οντοτήτων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, με αρχική διάρκεια μικρότερη των επτά ημερών.

(47)Η προστασία των αντισυμβαλλομένων, των δικαιούχων ή των ζημιωθέντων αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους της εξυγίανσης. Ως εκ τούτου, οι απαιτήσεις εξ ασφαλίσεως θα πρέπει να υπόκεινται μόνο στην εφαρμογή του εργαλείου απομείωσης ή μετατροπής ως μέτρου ύστατης ανάγκης και οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να εξετάζουν προσεκτικά τις συνέπειες ενδεχόμενης απομείωσης των απαιτήσεων εξ ασφαλίσεως που απορρέουν από ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία κατέχουν φυσικά πρόσωπα και πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

(48)Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούν ή να εξαιρούν εν μέρει υποχρεώσεις σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν δεν είναι δυνατόν να απομειωθούν ή να μετατραπούν οι εν λόγω υποχρεώσεις εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, όταν η εξαίρεση είναι απολύτως απαραίτητη και αναλογική προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι εξυγίανσης ή όταν η εφαρμογή του εργαλείου απομείωσης ή μετατροπής θα προκαλούσε καταστροφή αξίας τέτοιας ώστε οι ζημίες που επιβαρύνουν τους λοιπούς πιστωτές θα είναι μεγαλύτερες από ό,τι εάν δεν είχαν εξαιρεθεί οι εν λόγω υποχρεώσεις. Όταν εφαρμόζονται οι εν λόγω εξαιρέσεις, το επίπεδο απομείωσης ή μετατροπής άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων μπορεί να αυξηθεί ώστε να ληφθούν υπόψη οι εξαιρέσεις αυτές, υπό τον όρο ότι τηρείται η αρχή περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών σε σχέση με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Ταυτόχρονα, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να χρηματοδοτούν την εξυγίανση από τον γενικό προϋπολογισμό τους.

(49)Κατά κανόνα, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζουν το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η ίση μεταχείριση των πιστωτών και η εκ του νόμου σειρά προτεραιότητας των απαιτήσεων σύμφωνα με το ισχύον πτωχευτικό δίκαιο. Ως εκ τούτου, οι ζημίες θα πρέπει να απορροφώνται κατά πρώτον από μέσα ρυθμιστικών κεφαλαίων και να επιμερίζονται στους μετόχους είτε με ακύρωση ή μεταβίβαση μετοχών είτε με σημαντική αραίωση. Όταν κάτι τέτοιο δεν επαρκεί, θα πρέπει να μετατρέπεται ή να απομειώνεται το χρέος μειωμένης εξασφάλισης. Οι υποχρεώσεις υψηλής εξασφάλισης θα πρέπει να μετατρέπονται ή να απομειώνονται μόνον όταν έχει μετατραπεί ή απομειωθεί εξ ολοκλήρου το χρέος μειωμένης εξασφάλισης.

(50)Εξαιρέσεις υποχρεώσεων, μεταξύ άλλων, έναντι συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού, εργαζομένων ή εμπορικών πιστωτών, ή όταν υπάρχει προνομιακή μεταχείριση ως προς τη σειρά εξοφλητικής προτεραιότητας, θα πρέπει να εφαρμόζονται εξίσου σε τρίτες χώρες και στην Ένωση. Για να εξασφαλιστεί ότι οι υποχρεώσεις μπορούν να απομειωθούν ή να μετατραπούν σε τρίτες χώρες, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ότι οι συμβατικές διατάξεις που διέπονται από το δίκαιο τρίτων χωρών αναγνωρίζουν τη δυνατότητα αυτή. Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να απαιτείται τέτοιου είδους συμβατική ρήτρα για τις υποχρεώσεις που εξαιρούνται από την εφαρμογή του εργαλείου απομείωσης ή μετατροπής ή σε περίπτωση που η νομοθεσία της τρίτης χώρας ή μια δεσμευτική συμφωνία που έχει συναφθεί με την εν λόγω τρίτη χώρα επιτρέπουν στην αρχή εξυγίανσης του οικείου κράτους μέλους να εφαρμόσει το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής.

(51)Οι μέτοχοι και οι πιστωτές θα πρέπει να συμβάλλουν, στον βαθμό που είναι αναγκαίο, στον μηχανισμό κατανομής των ζημιών μιας υπό πτώχευση επιχείρησης. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα κεφαλαιακά μέσα της κατηγορίας 1, της κατηγορίας 2 και της κατηγορίας 3 απορροφούν πλήρως τις ζημίες, στο σημείο μη βιωσιμότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που πραγματοποιεί την έκδοση. Συνεπώς, θα πρέπει να απαιτείται από τις αρχές εξυγίανσης να απομειώνουν πλήρως τα εν λόγω μέσα ή να τα μετατρέπουν, κατά περίπτωση, σε μέσα της κατηγορίας 1, στο σημείο μη βιωσιμότητας και πριν από την ανάληψη άλλων δράσεων εξυγίανσης. Για τον σκοπό αυτόν, ως σημείο μη βιωσιμότητας θα πρέπει να νοείται είτε η στιγμή κατά την οποία η οικεία αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει ότι η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης είτε η στιγμή κατά την οποία η οικεία αρχή εξυγίανσης αποφασίζει ότι η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση παύει να είναι βιώσιμη, εάν δεν απομειωθούν ή μετατραπούν τα εν λόγω κεφαλαιακά μέσα. Οι απαιτήσεις αυτές θα πρέπει να αναγνωρίζονται στις ρήτρες που διέπουν το μέσο και σε κάθε ενημερωτικό δελτίο ή έγγραφο προσφοράς που δημοσιεύεται ή παρέχεται σε σχέση με τα μέσα.

(52)Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να διαθέτουν όλες τις αναγκαίες νόμιμες εξουσίες οι οποίες, σε διάφορους συνδυασμούς, δύναται να ασκούνται κατά την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή της εξυγίανσης. Οι εν λόγω νομικές εξουσίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν την εξουσία μεταβίβασης μετοχών, στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων μιας υπό πτώχευση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε άλλη οντότητα, συμπεριλαμβανομένης άλλης επιχείρησης ή μεταβατικής επιχείρησης, την εξουσία απομείωσης ή ακύρωσης μετοχών, ή απομείωσης ή μετατροπής των υποχρεώσεων μιας υπό πτώχευση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, την εξουσία αντικατάστασης της διοίκησης και την εξουσία επιβολής προσωρινής αναστολής των πληρωμών απαιτήσεων. Χρειάζονται επικουρικές εξουσίες, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας να απαιτούν συνέχιση των βασικών υπηρεσιών από άλλα μέλη του ομίλου.

(53)Δεν είναι αναγκαίο να καθοριστούν τα ακριβή μέσα με τα οποία θα πρέπει να παρεμβαίνουν οι αρχές εξυγίανσης στην υπό πτώχευση ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση. Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ της ανάληψης του ελέγχου μέσω άμεσης παρέμβασης στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή μέσω εκτελεστικής διάταξης. Θα πρέπει να αποφασίζουν ανάλογα με τις περιστάσεις της περίπτωσης.

(54)Είναι αναγκαίο να θεσπιστούν διαδικαστικές απαιτήσεις προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι δράσεις εξυγίανσης κοινοποιούνται δεόντως και δημοσιοποιούνται. Ωστόσο, οι πληροφορίες που λαμβάνουν οι αρχές εξυγίανσης και οι επαγγελματίες σύμβουλοί τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξυγίανσης είναι πιθανό να είναι ευαίσθητες και, συνεπώς, θα πρέπει να υπόκεινται σε αποτελεσματικό καθεστώς εμπιστευτικότητας πριν από τη δημοσιοποίηση της απόφασης εξυγίανσης. Κάθε πληροφορία που παρέχεται σχετικά με μια απόφαση πριν από τη λήψη της απόφασης αυτής, είτε πρόκειται για το αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης είτε για τη χρησιμοποίηση ενός συγκεκριμένου εργαλείου ή την ανάληψη οποιασδήποτε δράσης στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, πρέπει να θεωρείται ότι έχει αντίκτυπο στα δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα που αφορά η δράση. Επομένως, είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί η ύπαρξη κατάλληλων μηχανισμών για τη διατήρηση της εμπιστευτικότητας τέτοιου είδους πληροφοριών, μεταξύ άλλων, όσον αφορά το περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης ή το αποτέλεσμα κάθε αξιολόγησης που διενεργείται στο εν λόγω πλαίσιο.

(55)Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να διαθέτουν επικουρικές εξουσίες, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα της μεταβίβασης μετοχών ή χρεωστικών μέσων και στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε τρίτο αγοραστή ή σε μεταβατική επιχείρηση. Ειδικότερα, για να διευκολύνεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων εξ ασφαλίσεως χωρίς να επηρεάζεται το συνολικό προφίλ κινδύνου του σχετικού χαρτοφυλακίου και των σχετικών τεχνικών προβλέψεων και κεφαλαιακών απαιτήσεων, θα πρέπει να διατηρούνται τα οικονομικά οφέλη που προβλέπονται από τις συμφωνίες αντασφάλισης. Ως εκ τούτου, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να μεταβιβάζουν τις απαιτήσεις εξ ασφαλίσεως μαζί με τα αντίστοιχα δικαιώματα αντασφάλισης. Η εν λόγω δυνατότητα θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει την εξουσία άρσης των δικαιωμάτων τρίτων μερών από τα μεταβιβασθέντα μέσα ή στοιχεία ενεργητικού, την εξουσία αναγκαστικής εκτέλεσης συμβάσεων και την εξουσία πρόβλεψης της συνέχισης των ρυθμίσεων όσον αφορά τον αποδέκτη των μεταβιβασμένων στοιχείων ενεργητικού και μετοχών. Επίσης δεν θα πρέπει να θίγεται το δικαίωμα ενός μέρους να καταγγείλει μια σύμβαση με επιχείρηση υπό εξυγίανση ή με οντότητα ομίλου της, για λόγους πέραν της εξυγίανσης της υπό πτώχευση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. Επιπλέον, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να διαθέτουν την επικουρική εξουσία να ζητούν από την εναπομένουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που εκκαθαρίζεται υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, να παρέχει υπηρεσίες οι οποίες είναι αναγκαίες ώστε να είναι σε θέση να ασκεί τις δραστηριότητές της η επιχείρηση στην οποία έχουν μεταβιβαστεί τα στοιχεία ενεργητικού ή οι μετοχές, δυνάμει της εφαρμογής του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ή του εργαλείου μεταβατικής επιχείρησης.

(56)Σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη, κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από αρχές εξυγίανσης θα πρέπει επομένως να υπόκεινται στην άσκηση προσφυγής.

(57)Τα μέτρα διαχείρισης κρίσεων που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης ενδέχεται να απαιτούν σύνθετες οικονομικές εκτιμήσεις και μεγάλη διακριτική ευχέρεια. Οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την απαιτούμενη ειδική εμπειρογνωσία που χρειάζεται για τη διενέργεια τέτοιων εκτιμήσεων και τον προσδιορισμό της ενδεικνυόμενης χρήσης του περιθωρίου διακριτικής ευχέρειας. Είναι επομένως σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι σύνθετες οικονομικές εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνουν εν προκειμένω οι αρχές εξυγίανσης θα χρησιμοποιούνται ως βάση από τα εθνικά δικαστήρια όταν εξετάζουν τα σχετικά μέτρα διαχείρισης κρίσεων. Ωστόσο, ο σύνθετος χαρακτήρας των εν λόγω εκτιμήσεων δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα εθνικά δικαστήρια να εξετάζουν αν τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε η αρχή εξυγίανσης είναι αντικειμενικά ακριβή, αξιόπιστα και συνεκτικά, αν τα στοιχεία αυτά περιέχουν όλες τις σχετικές πληροφορίες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για να εκτιμηθεί μια πολύπλοκη κατάσταση και αν η αρχή εξυγίανσης είναι σε θέση να τεκμηριώσει τα συμπεράσματά της.

(58)Για την αντιμετώπιση καταστάσεων επείγουσας ανάγκης, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ότι η άσκηση προσφυγής δεν έχει ως αποτέλεσμα την αυτόματη αναστολή των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι η απόφαση της αρχής εξυγίανσης είναι άμεσα εκτελεστή, τεκμαιρομένου ότι η αναστολή της θα ήταν αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον.

(59)Είναι αναγκαίο να προστατεύονται τρίτα μέρη που έχουν αποκτήσει στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα και υποχρεώσεις του ιδρύματος υπό εξυγίανση καλή τη πίστει λόγω της άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης από τις αρχές. Είναι εξίσου αναγκαίο να διασφαλίζεται η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών. Συνεπώς, το δικαίωμα προσφυγής κατά απόφασης εξυγίανσης δεν θα πρέπει να επηρεάζει τυχόν μεταγενέστερες διοικητικές πράξεις ή συναλλαγές πραγματοποιηθείσες με βάση ακυρούμενη απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές, τα ένδικα μέσα που μπορούν να ασκηθούν κατά καταχρηστικής απόφασης θα πρέπει να περιορίζονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για τις ζημίες που υπέστησαν τα θιγόμενα πρόσωπα.

(60)Μπορεί να χρειαστεί να αναληφθούν επειγόντως μέτρα διαχείρισης κρίσεων λόγω σοβαρών κινδύνων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο οικείο κράτος μέλος και στην Ένωση. Κάθε διαδικασία βάσει του εθνικού δικαίου σχετικά με την αίτηση για εκ των προτέρων δικαστική έγκριση ενός μέτρου διαχείρισης κρίσεων και η εξέταση της εν λόγω αίτησης από το δικαστήριο θα πρέπει, συνεπώς, να είναι ταχεία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η οικεία αρχή μπορεί να λάβει την απόφασή της αμέσως μετά την έγκριση του δικαστηρίου. Η δυνατότητα αυτή δεν θα πρέπει να θίγει το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να υποβάλουν στο δικαστήριο αίτημα ακύρωσης της απόφασης. Ωστόσο, η δυνατότητα αυτή θα πρέπει να παρέχεται μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα μετά τη λήψη του μέτρου διαχείρισης κρίσεων από την αρχή εξυγίανσης, προκειμένου να μη καθυστερήσει αδικαιολόγητα η εφαρμογή της απόφασης εξυγίανσης.

(61)Η αποτελεσματική εξυγίανση και η ανάγκη να αποφεύγονται συγκρούσεις δικαιοδοσίας προϋποθέτουν να μην κινούνται ούτε να συνεχίζονται κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας έναντι μιας υπό πτώχευση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ενόσω μια αρχή εξυγίανσης ασκεί τις εξουσίες εξυγίανσης ή εφαρμόζει εργαλεία εξυγίανσης, παρά μόνο με πρωτοβουλία ή με τη συγκατάθεση της αρχής εξυγίανσης. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ότι ορισμένες συμβατικές υποχρεώσεις μπορούν να ανασταλούν για περιορισμένο χρονικό διάστημα ώστε οι αρχές εξυγίανσης να μπορούν να εφαρμόσουν τα εργαλεία εξυγίανσης. Ωστόσο, η δυνατότητα αυτή δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται για υποχρεώσεις σχετιζόμενες με τα συστήματα που ορίζει ένα κράτος μέλος, όπως αναφέρεται στην οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 20 , συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Η οδηγία 98/26/ΕΚ μειώνει τον κίνδυνο που συνδέεται με τη συμμετοχή σε συστήματα πληρωμών και συστήματα διακανονισμού αξιογράφων, ιδίως μέσω της μείωσης της διαταραχής σε περίπτωση αφερεγγυότητας ενός συμμετέχοντος σε τέτοιο σύστημα. Είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι τα εν λόγω μέτρα προστασίας συνεχίζουν να εφαρμόζονται σε καταστάσεις κρίσεων και ότι διατηρείται η κατάλληλη βεβαιότητα για τους διαχειριστές συστημάτων πληρωμών και αξιογράφων και άλλους συμμετέχοντες στην αγορά. Ως εκ τούτου, ένα μέτρο πρόληψης κρίσεων ή ένα μέτρο διαχείρισης κρίσεων δεν θα πρέπει να θεωρείται αφ’ εαυτού ότι συνιστά διαδικασία αφερεγγυότητας κατά την έννοια της οδηγίας 98/26/ΕΚ, υπό την προϋπόθεση ότι εξακολουθούν να εκπληρώνονται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σχετική σύμβαση.

(62)Είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι οι αρχές εξυγίανσης, όταν μεταβιβάζουν στοιχεία ενεργητικού και υποχρεώσεις σε αγοραστή του ιδιωτικού τομέα ή σε μεταβατική επιχείρηση, διαθέτουν επαρκές χρονικό διάστημα για τον προσδιορισμό των συμβάσεων που θα πρέπει να μεταβιβαστούν. Ως εκ τούτου, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να περιορίζουν τα δικαιώματα των αντισυμβαλλομένων να καταγγέλλουν, να επιταχύνουν ή να λύουν με άλλον τρόπο τις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις πριν από την πραγματοποίηση της μεταβίβασης. Οι εν λόγω περιορισμοί θα πρέπει να επιτρέπουν στις αρχές εξυγίανσης να αποκτούν πραγματική εικόνα του ισολογισμού της υπό πτώχευση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης χωρίς τις αλλαγές στην αξία και το πεδίο εφαρμογής που θα επέφερε η εκτεταμένη άσκηση των δικαιωμάτων καταγγελίας, και θα πρέπει να συμβάλλουν στην αποφυγή της δημιουργίας αστάθειας στην αγορά. Ωστόσο, η παρέμβαση στα συμβατικά δικαιώματα των αντισυμβαλλομένων θα πρέπει να περιορίζεται στον ελάχιστο αναγκαίο βαθμό. Οι περιορισμοί στα δικαιώματα καταγγελίας που επιβάλλονται από τις αρχές εξυγίανσης θα πρέπει, συνεπώς, να εφαρμόζονται μόνο σε σχέση με μέτρα διαχείρισης κρίσεων ή γεγονότα που συνδέονται άμεσα με την εφαρμογή τέτοιων μέτρων. Συνεπώς, τα δικαιώματα καταγγελίας που απορρέουν από κάθε άλλη αθέτηση υποχρέωσης, συμπεριλαμβανομένης της παύσης πληρωμών ή της απόδοσης περιθωρίου, θα πρέπει να διατηρούνται.

(63)Είναι αναγκαίο να διατηρηθούν οι νόμιμες ρυθμίσεις της κεφαλαιαγοράς σε περίπτωση μεταβίβασης ορισμένων, αλλά όχι όλων, των στοιχείων ενεργητικού, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων μιας υπό πτώχευση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να θεσπιστούν διασφαλίσεις για την πρόληψη της κατάτμησης συνδεδεμένων υποχρεώσεων ή δικαιωμάτων και συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων με τον ίδιο αντισυμβαλλόμενο που καλύπτονται από συμφωνίες εγγυοδοσίας, συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού, συμφωνίες εκκαθαριστικού συμψηφισμού και συμφωνίες δομημένης χρηματοδότησης. Στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζονται τέτοιου είδους διασφαλίσεις, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να δεσμεύονται να μεταβιβάζουν όλες τις συνδεδεμένες συμβάσεις στο πλαίσιο μιας προστατευμένης ρύθμισης ή να τις αφήνουν όλες στην εναπομένουσα υπό πτώχευση ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση. Με αυτά τα μέτρα θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι δεν θίγεται η μεταχείριση ως προς τα υποχρεωτικά κεφάλαια των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που καλύπτονται από συμφωνία συμψηφισμού για τους σκοπούς της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

(64)Προκειμένου να εξασφαλιστεί χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση, θα πρέπει να θεσπιστεί καθεστώς αναστολής για τα δικαιώματα εξαγοράς των αντισυμβαλλομένων. Το εν λόγω καθεστώς αναστολής και η επακόλουθη χρηματοπιστωτική σταθερότητα για την οικεία επιχείρηση θα πρέπει να παρέχουν στις αρχές εξυγίανσης επαρκή χρόνο για την αποτίμηση των εν λόγω επιχειρήσεων και την αξιολόγηση των εργαλείων εξυγίανσης που θα πρέπει να εφαρμοστούν. Ένα τέτοιου είδους καθεστώς αναστολής θα πρέπει επίσης να διασφαλίζει την ίση μεταχείριση των αντισυμβαλλομένων και, ως εκ τούτου, να αποτρέπει δυνητικές δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις στους αντισυμβαλλομένους που δεν θα ήταν μεταξύ των πρώτων που θα εξαγοράσουν το ασφαλιστήριο συμβόλαιό τους. Επειδή ένας από τους στόχους της εξυγίανσης είναι η συνέχεια της ασφαλιστικής κάλυψης, οι αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να συνεχίσουν να καταβάλλουν υποχρεωτικές πληρωμές στο πλαίσιο των σχετικών ασφαλιστικών συμβολαίων, μεταξύ άλλων, και στην περίπτωση των ετήσιων προσόδων.

(65)Η διασφάλιση ότι οι αρχές εξυγίανσης έχουν στη διάθεσή τους τα ίδια εργαλεία και εξουσίες εξυγίανσης θα διευκολύνει τη συντονισμένη δράση σε περίπτωση πτώχευσης ενός διασυνοριακού ομίλου. Ωστόσο, κρίνεται αναγκαία η ανάληψη περαιτέρω δράσεων για την προώθηση της συνεργασίας και την αποτροπή κατακερματισμένων εθνικών επεμβάσεων. Για να συμφωνήσουν σε έναν μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου κατά την εξυγίανση οντοτήτων του ομίλου, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει, επομένως, να υποχρεούνται να διαβουλεύονται μεταξύ τους και να συνεργάζονται στο πλαίσιο σωμάτων εξυγίανσης. Προκειμένου να προβλεφθεί ένα φόρουμ συζήτησης και επίτευξης τέτοιας συμφωνίας, θα πρέπει να συγκροτούνται σώματα εξυγίανσης γύρω από τον πυρήνα των υφιστάμενων σωμάτων εποπτείας, στα οποία να περιλαμβάνονται οι αρχές εξυγίανσης και να συμμετέχουν αρμόδια υπουργεία, η EIOPA και, κατά περίπτωση, αρχές αρμόδιες για τα συστήματα εγγύησης ασφάλισης. Τα σώματα εξυγίανσης δεν θα πρέπει να είναι φορείς λήψης αποφάσεων, αλλά πλατφόρμες που θα διευκολύνουν τη λήψη αποφάσεων από τις εθνικές αρχές, ενώ θα πρέπει να εναπόκειται στις οικείες εθνικές αρχές να λαμβάνουν τις κοινές αποφάσεις.

(66)Για την εξυγίανση των διασυνοριακών ομίλων θα πρέπει να επιτυγχάνεται εξισορρόπηση μεταξύ, αφενός, της ανάγκης για διαδικασίες που λαμβάνουν υπόψη την κρισιμότητα της κατάστασης και προσφέρουν αποτελεσματικές, δίκαιες και έγκαιρες λύσεις για ολόκληρο τον όμιλο και, αφετέρου, της αναγκαιότητας να προστατευθούν οι αντισυμβαλλόμενοι, η πραγματική οικονομία και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε όλα τα κράτη μέλη όπου λειτουργεί ο όμιλος. Ως εκ τούτου, οι διάφορες αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να ανταλλάσσουν τις απόψεις τους στο σώμα εξυγίανσης και κάθε δράση εξυγίανσης που προτείνεται από την αρχή εξυγίανσης ομίλου θα πρέπει να προετοιμάζεται και να συζητείται μεταξύ των διαφόρων αρχών εξυγίανσης στο πλαίσιο των σχεδίων εξυγίανσης του ομίλου. Προκειμένου να καθίστανται εφικτές οι ταχείες και κοινές αποφάσεις, όπου είναι δυνατόν, τα σώματα εξυγίανσης θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη τις απόψεις των αρχών εξυγίανσης όλων των κρατών μελών στα οποία δραστηριοποιείται ο όμιλος.

(67)Στις δράσεις εξυγίανσης από την αρχή εξυγίανσης ομίλου θα πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις τους στους αντισυμβαλλομένους, την πραγματική οικονομία και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στα κράτη μέλη όπου λειτουργεί ο όμιλος. Ως εκ τούτου, οι αρχές εξυγίανσης του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη μια θυγατρική επιχείρηση θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αντιτάσσονται, ως ύστατη λύση και σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, στις αποφάσεις της αρχής εξυγίανσης του ομίλου, όταν οι εν λόγω αρχές εξυγίανσης έχουν την άποψη ότι οι δράσεις και τα μέτρα εξυγίανσης δεν είναι κατάλληλα είτε λόγω της ανάγκης προστασίας των αντισυμβαλλομένων, της πραγματικής οικονομίας και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στο εν λόγω κράτος μέλος είτε λόγω υποχρεώσεων στις οποίες υπόκεινται συγκρίσιμες επιχειρήσεις στα εν λόγω κράτη μέλη.

(68)Οι μηχανισμοί εξυγίανσης ομίλου θα πρέπει να διευκολύνουν τη συντονισμένη εξυγίανση, η οποία είναι πιθανότερο να αποφέρει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα για όλες τις επιχειρήσεις του ομίλου. Ως εκ τούτου, οι αρχές εξυγίανσης ομίλου θα πρέπει να προτείνουν τους μηχανισμούς εξυγίανσης του ομίλου και να υποβάλουν τους μηχανισμούς αυτούς στο σώμα εξυγίανσης. Οι αρχές εξυγίανσης που διαφωνούν με μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου ή αποφασίζουν να αναλάβουν ανεξάρτητη δράση εξυγίανσης θα πρέπει να επεξηγούν στην αρχή εξυγίανσης του ομίλου και σε άλλες αρχές εξυγίανσης που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου τους λόγους της διαφωνίας τους και να κοινοποιούν τους λόγους αυτούς μαζί με λεπτομέρειες για κάθε ανεξάρτητη δράση εξυγίανσης που προτίθενται να αναλάβουν. Όποια αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να αποχωρήσει από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τον πιθανό αντίκτυπο της εν λόγω αποχώρησης στους αντισυμβαλλομένους, την πραγματική οικονομία και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των κρατών μελών στα οποία βρίσκονται οι άλλες αρχές εξυγίανσης και τις πιθανές επιπτώσεις της εν λόγω αποχώρησης σε άλλα τμήματα του ομίλου.

(69)Προκειμένου να διασφαλιστεί η συντονισμένη δράση σε επίπεδο ομίλου, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να καλούνται να εφαρμόζουν, στο πλαίσιο ενός μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου, το ίδιο εργαλείο σε οντότητες που ανήκουν στον όμιλο και πληρούν τις προϋποθέσεις για την εξυγίανση. Οι αρχές εξυγίανσης ομίλου θα πρέπει, επομένως, να έχουν την εξουσία να εφαρμόζουν το εργαλείο μεταβατικής επιχείρησης σε επίπεδο ομίλου με σκοπό τη σταθεροποίηση ενός ομίλου στο σύνολό του και τη μεταβίβαση της κυριότητας των θυγατρικών στη μεταβατική επιχείρηση με σκοπό την περαιτέρω πώληση των εν λόγω θυγατρικών είτε ως σύνολο είτε μεμονωμένα, όταν οι συνθήκες της αγοράς είναι κατάλληλες. Επιπλέον, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου θα πρέπει να διαθέτει την εξουσία να εφαρμόζει το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής σε επίπεδο μητρικής επιχείρησης.

(70)Για την αποτελεσματική εξυγίανση ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και ομίλων με διεθνείς δραστηριότητες απαιτείται συνεργασία μεταξύ των αρχών εξυγίανσης των κρατών μελών και τρίτων χωρών. Για τον σκοπό αυτόν, όταν δικαιολογείται από την συγκεκριμένη κατάσταση, η EIOPA θα πρέπει να εξουσιοδοτείται να καταρτίζει και να προσχωρεί σε μη δεσμευτικές ρυθμίσεις-πλαίσια συνεργασίας με τις αρχές τρίτων χωρών σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010. Για τον ίδιο λόγο, θα πρέπει να επιτρέπεται στις εθνικές αρχές να συνάπτουν διμερείς συμφωνίες με αρχές τρίτων χωρών σύμφωνα με τις συμφωνίες-πλαίσιο συνεργασίας της EIOPA. Η κατάρτιση τέτοιου είδους διμερών συμφωνιών θα πρέπει να εξασφαλίζει αποτελεσματικό σχεδιασμό, λήψη αποφάσεων και συντονισμό όσον αφορά τις εν λόγω ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με διεθνείς δραστηριότητες. Προκειμένου να δημιουργηθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού, οι εν λόγω διμερείς συμφωνίες θα πρέπει να είναι αμοιβαίες, με τις αρχές εξυγίανσης να αναγνωρίζουν και να επιβάλλουν αμοιβαία τις διαδικασίες, εκτός εάν ισχύει οποιαδήποτε εξαίρεση που επιτρέπει την απόρριψη της αναγνώρισης των διαδικασιών εξυγίανσης τρίτων χωρών.

(71)Η συνεργασία μεταξύ των αρχών εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνει χώρα όσον αφορά τις θυγατρικές ομίλων της Ένωσης ή τρίτων χωρών και όσον αφορά υποκαταστήματα ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων της Ένωσης ή τρίτων χωρών. Οι θυγατρικές ομίλων τρίτων χωρών είναι επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην Ένωση και, συνεπώς, υπόκεινται πλήρως στο ενωσιακό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής κάθε εργαλείου εξυγίανσης. Είναι, ωστόσο, αναγκαίο να διατηρούν τα κράτη μέλη το δικαίωμα να δρουν σε σχέση με υποκαταστήματα ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που έχουν την έδρα τους σε τρίτες χώρες, όταν η αναγνώριση και η εφαρμογή διαδικασιών εξυγίανσης τρίτων χωρών όσον αφορά το υποκατάστημα θα έθετε σε κίνδυνο την πραγματική οικονομία ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ένωση ή όταν οι αντισυμβαλλόμενοι στην Ένωση δεν θα τύγχαναν ίσης μεταχείρισης με τους αντισυμβαλλομένους της τρίτης χώρας. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα, αφού ζητήσουν τη γνώμη της οικείας αρχής εξυγίανσης, να αρνηθούν την αναγνώριση των διαδικασιών εξυγίανσης τρίτων χωρών.

(72)Η EIOPA θα πρέπει να προωθεί τη σύγκλιση των πρακτικών των αρχών εξυγίανσης μέσω κατευθυντήριων γραμμών που θα εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010. Ειδικότερα, η EIOPA θα πρέπει να προσδιορίζει όλα τα ακόλουθα: α) την εφαρμογή απλουστευμένων υποχρεώσεων για ορισμένες επιχειρήσεις· β) τις μεθόδους που θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των μεριδίων αγοράς και τα κριτήρια για το πεδίο εφαρμογής του προληπτικού σχεδιασμού ανάκαμψης· γ) έναν ελάχιστο κατάλογο ποιοτικών και ποσοτικών δεικτών και ένα φάσμα σεναρίων για προληπτικά σχέδια ανάκαμψης· δ) τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των κρίσιμων λειτουργιών· ε) τις λεπτομέρειες σχετικά με τα μέτρα για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης και τις περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί κάθε μέτρο· και στ) τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να παρέχονται οι πληροφορίες σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή για τους σκοπούς των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας.

(73)Τα τεχνικά πρότυπα για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες θα πρέπει να διευκολύνουν συνεπή εναρμόνιση και επαρκή προστασία των αντισυμβαλλομένων, των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση. Στην EIOPA, καθώς αποτελεί όργανο με υψηλό βαθμό εξειδικευμένης τεχνογνωσίας, θα ήταν αποτελεσματικό και σκόπιμο να ανατίθεται η κατάρτιση σχεδίων κανονιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που δεν συνεπάγονται πολιτικές επιλογές, τα οποία να υποβάλλονται στην Επιτροπή.

(74)Όπου αυτό προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων τα οποία καταρτίζει η EIOPA, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 για τον καθορισμό των παρακάτω στοιχείων: α) των πληροφοριών που θα πρέπει να περιλαμβάνονται στα προληπτικά σχέδια ανάκαμψης· β) του περιεχομένου των σχεδίων εξυγίανσης και του περιεχομένου των σχεδίων εξυγίανσης ομίλου· γ) των ζητημάτων και των κριτηρίων για την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης· δ) διαφόρων στοιχείων σχετικά με την αποτίμηση, συμπεριλαμβανομένης της μεθοδολογίας για τον υπολογισμό του αποθέματος ασφαλείας για πρόσθετες ζημίες που θα πρέπει να περιλαμβάνονται στις προσωρινές αποτιμήσεις και της μεθοδολογίας για τη διενέργεια της αποτίμησης της διαφορετικής μεταχείρισης· ε) του περιεχομένου της συμβατικής ρήτρας που θα πρέπει να περιλαμβάνεται σε χρηματοπιστωτική σύμβαση που διέπεται από το δίκαιο τρίτης χώρας· στ) της επιχειρησιακής λειτουργίας των σωμάτων εξυγίανσης. Όταν προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που καταρτίζει η EIOPA μέσω εκτελεστικών πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 291 ΣΛΕΕ, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, προκειμένου να διευκρινίσει τις διαδικασίες, το περιεχόμενο και την ελάχιστη δέσμη τυποποιημένων εντύπων και υποδειγμάτων για την παροχή πληροφοριών για τους σκοπούς των σχεδίων εξυγίανσης και της συνεργασίας από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

(75)Η οδηγία 2009/138/ΕΚ προβλέπει την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση σε όλα τα κράτη μέλη των αποφάσεων που αφορούν την εξυγίανση ή την εκκαθάριση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Η εν λόγω οδηγία διασφαλίζει ότι όλα τα στοιχεία ενεργητικού και οι υποχρεώσεις της επιχείρησης, ανεξάρτητα από τη χώρα στην οποία βρίσκονται, αντιμετωπίζονται με μια ενιαία διαδικασία στο κράτος μέλος καταγωγής και ότι οι πιστωτές στα κράτη μέλη υποδοχής αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως οι πιστωτές στο κράτος μέλος καταγωγής. Προκειμένου να επιτυγχάνεται αποτελεσματική εξυγίανση, οι διατάξεις σχετικά με την εξυγίανση και την εκκαθάριση που προβλέπονται στην οδηγία 2009/138/ΕΚ θα πρέπει να εφαρμόζονται στην περίπτωση χρήσης των εργαλείων εξυγίανσης όταν τα εν λόγω μέσα εφαρμόζονται σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και όταν εφαρμόζονται σε άλλες οντότητες που καλύπτονται από το καθεστώς εξυγίανσης. Επομένως, οι διατάξεις αυτές θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως.

(76)Η οδηγία 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 21 , η οδηγία 2007/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 22 και η οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 23 περιέχουν κανόνες για την προστασία των μετόχων και των πιστωτών των επιχειρήσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω οδηγιών. Σε μια κατάσταση όπου οι αρχές εξυγίανσης πρέπει να δράσουν ταχέως, οι εν λόγω κανόνες ενδέχεται να παρεμποδίζουν την αποτελεσματική δράση εξυγίανσης και την εφαρμογή των εργαλείων και εξουσιών εξυγίανσης από τις αρχές εξυγίανσης. Οι παρεκκλίσεις βάσει της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 24 και του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 25 θα πρέπει, συνεπώς, να επεκταθούν σε δράσεις που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της εξυγίανσης ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Για να διασφαλίζεται η μέγιστης ασφάλεια δικαίου υπέρ των ενδιαφερομένων, οι εν λόγω παρεκκλίσεις θα πρέπει να ορίζονται με σαφήνεια, να είναι περιορισμένες και να χρησιμοποιούνται μόνο προς το δημόσιο συμφέρον και όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις ενεργοποίησης της εξυγίανσης.

(77)Για την παροχή επαρκούς ανταλλαγής πληροφοριών και πρόσβασης σε όλες τις ενδιαφερόμενες αρχές, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι οι αρχές εξυγίανσης εκπροσωπούνται σε όλα τα σχετικά φόρουμ και ότι η EIOPA επωφελείται από την εμπειρογνωσία που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων που σχετίζονται με την ανάκαμψη και την εξυγίανση ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε οι αρχές εξυγίανσης να ορίζονται ως αρμόδιες αρχές, όπως αναφέρεται στον εν λόγω κανονισμό. Η εξομοίωση αυτή μεταξύ των αρχών εξυγίανσης και των αρμόδιων αρχών συνάδει με τα καθήκοντα που ανατίθενται στην EIOPA σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 με σκοπό να συμβάλλει και να συμμετέχει ενεργά στην κατάρτιση και τον συντονισμό των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης.

(78)Είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, όσοι ελέγχουν αποτελεσματικά τις δραστηριότητές τους και το διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό τους όργανο συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά την εξυγίανση των εν λόγω επιχειρήσεων. Είναι επίσης αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις, όσοι ελέγχουν αποτελεσματικά τις δραστηριότητές τους και το διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό τους όργανο υπόκεινται σε παρόμοια μεταχείριση σε ολόκληρη την Ένωση. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεούνται να προβλέπουν διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα που θα είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά. Οι εν λόγω διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα θα πρέπει να πληρούν ορισμένες ουσιώδεις απαιτήσεις ως προς τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονται, τα κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την επιβολή μιας διοικητικής κύρωσης ή άλλου διοικητικού μέτρου, τη δημοσίευση των διοικητικών κυρώσεων ή λοιπών διοικητικών μέτρων, τις βασικές εξουσίες επιβολής κυρώσεων και τα επίπεδα των διοικητικών προστίμων. Η EIOPA τηρώντας αυστηρά το επαγγελματικό απόρρητο θα πρέπει να διατηρεί κεντρική βάση δεδομένων για όλες τις διοικητικές κυρώσεις ή τα λοιπά διοικητικά μέτρα και πληροφορίες σχετικά με τις προσφυγές που της αναφέρουν οι εποπτικές αρχές και οι αρχές εξυγίανσης.

(79)Τα κράτη μέλη δεν απαιτείται να θεσπίζουν κανόνες για διοικητικές κυρώσεις ή λοιπά διοικητικά μέτρα όσον αφορά παραβάσεις της παρούσας οδηγίας που υπόκεινται στο εθνικό ποινικό δίκαιο. Ωστόσο, η διατήρηση ποινικών κυρώσεων αντί διοικητικών κυρώσεων ή λοιπών διοικητικών μέτρων για παραβάσεις δεν θα πρέπει να μειώνει ούτε να επηρεάζει με άλλον τρόπο την ικανότητα των αρχών εξυγίανσης και των εποπτικών αρχών για συνεργασία, πρόσβαση και έγκαιρη ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρχές εξυγίανσης και τις εποπτικές αρχές άλλων κρατών μελών, ακόμη και μετά από τυχόν παραπομπή των σχετικών παραβάσεων στις αρμόδιες δικαστικές αρχές προκειμένου να ασκηθεί δίωξη.

(80)Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η εναρμόνιση των κανόνων και των διαδικασιών εξυγίανσης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως λόγω των επιπτώσεων που θα είχε η πτώχευση μιας επιχείρησης σε ολόκληρη την Ένωση να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(81)Οι εποπτικές αρχές και οι αρχές εξυγίανσης, όταν λαμβάνουν αποφάσεις ή αναλαμβάνουν δράσεις στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να έχουν πάντα δεόντως υπόψη τον αντίκτυπο των αποφάσεών και των ενεργειών τους στους αντισυμβαλλομένους, την πραγματική οικονομία και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα άλλων κρατών μελών, και θα πρέπει να εξετάζουν τη σημασία της κάθε θυγατρικής επιχείρησης ή των διασυνοριακών δραστηριοτήτων για τους αντισυμβαλλομένους, τον χρηματοπιστωτικό τομέα και την οικονομία του κράτους μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η εν λόγω θυγατρική επιχείρηση ή ασκούνται οι δραστηριότητες, ακόμη και σε περιπτώσεις που η θυγατρική επιχείρηση ή οι σχετικές διασυνοριακές δραστηριότητες είναι ήσσονος σημασίας για τον όμιλο,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΤΙΤΛΟΣ Ι
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ, ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες και διαδικασίες για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των εξής οντοτήτων:

α)ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

β)μητρικές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην Ένωση·

γ)ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ένωση·

δ)μητρικές ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και μητρικές εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένες σε κράτος μέλος·

ε)μητρικές ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου εγκατεστημένες στην Ένωση και μητρικές εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ένωση·

στ)υποκαταστήματα ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένα εκτός της Ένωσης και πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 72 έως 77.

Οι αρχές εξυγίανσης και οι εποπτικές αρχές, κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή των απαιτήσεων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία και κατά την εφαρμογή διαφόρων εργαλείων που έχουν στη διάθεσή τους σε σχέση με οντότητα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, λαμβάνουν υπόψη τη φύση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της εν λόγω οντότητας, τη μετοχική της σύνθεση, τη νομική μορφή, το προφίλ κινδύνου, το μέγεθος, το νομικό καθεστώς, τη διασύνδεση με άλλα ιδρύματα ή με το χρηματοπιστωτικό σύστημα εν γένει, και το πεδίο εφαρμογής και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της οντότητας.

2.Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν αυστηρότερους ή πρόσθετους κανόνες πέραν αυτών που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία και στις κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται βάσει της παρούσας οδηγίας, υπό τον όρο ότι οι κανόνες αυτοί έχουν γενική ισχύ και δεν αντίκεινται στην παρούσα οδηγία και στις κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις που εκδόθηκαν δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1.Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, εφαρμόζονται οι ορισμοί που προβλέπονται στο άρθρο 212 στοιχεία α) έως δ) και στοιχεία στ) έως η) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

2.Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

(1)«εξυγίανση»: η εφαρμογή ενός εργαλείου εξυγίανσης ή ενός εργαλείου που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 3, με σκοπό να επιτευχθούν ένας ή περισσότεροι στόχοι της εξυγίανσης, όπως ορίζονται στο άρθρο 18 παράγραφος 2·

(2)«μητρική ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη σε κράτος μέλος»: ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου όπως ορίζεται στο άρθρο 212 παράγραφος 1 στοιχείο στ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, η οποία είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος και δεν αποτελεί θυγατρική επιχείρηση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχει λάβει άδεια λειτουργίας ή έχει συσταθεί στο ίδιο κράτος μέλος·

(3)«μητρική ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη στην Ένωση»: μητρική ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, η οποία δεν αποτελεί θυγατρική επιχείρηση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, άλλης ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχει λάβει άδεια λειτουργίας ή έχει συσταθεί σε οποιοδήποτε κράτος μέλος·

(4)«μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος»: εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 212 παράγραφος 1 στοιχείο η) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, η οποία είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος και δεν αποτελεί η ίδια θυγατρική επιχείρηση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχει λάβει άδεια λειτουργίας ή έχει συσταθεί στο ίδιο κράτος μέλος·

(5)«μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση»: μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, η οποία δεν αποτελεί θυγατρική άλλης επιχείρησης με άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή άλλης ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχει συσταθεί σε οποιοδήποτε κράτος μέλος·

(6)«στόχοι εξυγίανσης»: οι στόχοι εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 2·

(7)«αρχή εξυγίανσης»: αρχή που ορίζεται από κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 3·

(8)«εποπτική αρχή»: η εποπτική αρχή όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημείο 10 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

(9)«εργαλείο εξυγίανσης»: εργαλείο εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 3·

(10)«εξουσία εξυγίανσης»: η εξουσία που αναφέρεται στα άρθρα 40 έως 52·

(11)«αρμόδια υπουργεία»: τα υπουργεία οικονομικών ή άλλα υπουργεία των κρατών μελών, τα οποία είναι αρμόδια για οικονομικές, χρηματοπιστωτικές και δημοσιονομικές αποφάσεις σε εθνικό επίπεδο σύμφωνα με τις εθνικές αρμοδιότητες και τα οποία έχουν ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 7·

(12)«ανώτατα διοικητικά στελέχη»: τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα σε επιχείρηση και τα οποία είναι υπεύθυνα και λογοδοτούν στο διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο για την καθημερινή διοίκηση της επιχείρησης·

(13)«διασυνοριακός όμιλος»: όμιλος με οντότητες ομίλου εγκατεστημένες σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη·

(14)«έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη»: κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ ή κάθε άλλη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη σε υπερεθνικό επίπεδο που, αν προβλεπόταν σε εθνικό επίπεδο, θα συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η οποία παρέχεται με σκοπό να διατηρηθεί ή να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα, η ρευστότητα ή η φερεγγυότητα μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) ή ενός ομίλου του οποίου η εν λόγω επιχείρηση ή οντότητα αποτελεί μέρος·

(15)«οντότητα του ομίλου»: νομικό πρόσωπο το οποίο αποτελεί μέρος ενός ομίλου·

(16)«προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης»: προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης που καταρτίζεται και διατηρείται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σύμφωνα με το άρθρο 5·

(17)«προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης ομίλου»: προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης ομίλου που καταρτίζεται και διατηρείται σύμφωνα με το άρθρο 7·

(18)«σημαντικές διασυνοριακές δραστηριότητες»: ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές δραστηριότητες που ασκούνται στο πλαίσιο του δικαιώματος εγκατάστασης και εκείνες που ασκούνται στο πλαίσιο του δικαιώματος της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε ένα δεδομένο κράτος μέλος υποδοχής, για τις οποίες τα ετήσια ακαθάριστα εγγεγραμμένα ασφάλιστρα υπερβαίνουν το 5 % του ετήσιου ακαθάριστου εγγεγραμμένου ασφαλίστρου της επιχείρησης, που υπολογίζεται με βάση την τελευταία διαθέσιμη οικονομική κατάσταση της επιχείρησης·

(19)«κρίσιμες λειτουργίες»: οι δραστηριότητες, υπηρεσίες ή εργασίες που εκτελούνται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση για τρίτους, οι οποίες δεν μπορούν να υποκατασταθούν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ή με εύλογο κόστος, και όταν η αδυναμία της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης να ασκήσει τις δραστηριότητες, τις υπηρεσίες ή τις εργασίες θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και την πραγματική οικονομία ενός ή περισσότερων κρατών μελών, μεταξύ άλλων, επηρεάζοντας την κοινωνική πρόνοια μεγάλου αριθμού αντισυμβαλλομένων, δικαιούχων ή ζημιωθέντων ή προκαλώντας συστημική διαταραχή ή υπονομεύοντας τη γενική εμπιστοσύνη στην παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών·

(20)«βασικοί επιχειρηματικοί τομείς»: οι επιχειρηματικοί τομείς και οι συναφείς υπηρεσίες που αντιπροσωπεύουν ουσιώδεις πηγές εισοδήματος, κέρδους ή αξίας δικαιόχρησης για μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή για όμιλο του οποίου η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αποτελεί μέρος·

(21)«ρύθμιση χρηματοδότησης»: ρύθμιση επίσημα αναγνωρισμένη από κράτος μέλος με την οποία παρέχεται χρηματοδότηση μέσω εισφορών από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή από την αρχή εξυγίανσης των εργαλείων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 και των εξουσιών που αναφέρονται στα άρθρα 40 έως 52·

(22)«ίδια κεφάλαια»: τα ίδια κεφάλαια όπως ορίζονται στο άρθρο 87 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

(23)«δράση εξυγίανσης»: η απόφαση να τεθεί υπό εξυγίανση μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή οντότητα όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε), σύμφωνα με το άρθρο 19 ή 20, η εφαρμογή ενός εργαλείου εξυγίανσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 ή η άσκηση μίας ή περισσότερων εξουσιών εξυγίανσης όπως αναφέρεται στα άρθρα 40 έως 52·

(24)«σχέδιο εξυγίανσης»: το σχέδιο εξυγίανσης που καταρτίζεται για μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σύμφωνα με το άρθρο 9·

(25)«εξυγίανση ομίλου»: οποιοδήποτε από τα εξής:

α)η ανάληψη δράσης εξυγίανσης στο επίπεδο μητρικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που υπόκειται σε εποπτεία ομίλου, ή

β)ο συντονισμός της εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 και η άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης που αναφέρονται στα άρθρα 40 έως 52 από τις αρχές εξυγίανσης όσον αφορά τις οντότητες ομίλου που πληρούν τις προϋποθέσεις εξυγίανσης που ορίζονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 20 παράγραφος 3·

(26)«σχέδιο εξυγίανσης ομίλου»: το σχέδιο εξυγίανσης ενός ομίλου που καταρτίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 11·

(27)«αρχή εξυγίανσης ομίλου»: η αρχή εξυγίανσης στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η αρχή εποπτείας του ομίλου·

(28)«μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου»: σχέδιο που καταρτίζεται για τους σκοπούς της εξυγίανσης ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 70·

(29)«σώμα εξυγίανσης»: σώμα που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 68 για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου·

(30)«κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας»: η συλλογική πτωχευτική διαδικασία λόγω αφερεγγυότητας του οφειλέτη, η οποία συνεπάγεται τη μερική ή ολική εκποίηση περιουσιακών του στοιχείων και τον διορισμό εκκαθαριστή ή διαχειριστή, και η οποία συνήθως εφαρμόζεται σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις βάσει του εθνικού δικαίου και είτε είναι εξειδικευμένη για τις εν λόγω επιχειρήσεις είτε εφαρμόζεται γενικά σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο·

(31)«χρεωστικά μέσα»: ομόλογα και άλλες μορφές μεταβιβάσιμων οφειλών, μέσα με τα οποία δημιουργείται ή αναγνωρίζεται μια οφειλή, καθώς και μέσα που παρέχουν δικαιώματα απόκτησης χρεωστικών μέσων·

(32)«απαιτήσεις εξ ασφαλίσεως»: απαιτήσεις από ασφάλιση όπως ορίζονται στο άρθρο 268 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

(33)«μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη σε κράτος μέλος»: μια μητρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημείο 15) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, η οποία είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος·

(34)«σώμα εποπτικών αρχών»: σώμα εποπτικών αρχών όπως ορίζεται στο άρθρο 212 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ και έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 248 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

(35)«πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις»: το πλαίσιο που έχει καθοριστεί σύμφωνα με τα άρθρα 107, 108 και 109 της ΣΛΕΕ και με τους κανονισμούς και όλες τις νομοθετικές πράξεις της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων κατευθυντήριων γραμμών, κοινοποιήσεων και ανακοινώσεων, που έχουν διατυπωθεί ή εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 108 παράγραφος 4 ή του άρθρου 109 της ΣΛΕΕ·

(36)«εκκαθάριση»: η ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε)·

(37)«εργαλείο διαχωρισμού στοιχείων ενεργητικού και παθητικού»: ο μηχανισμός για την πραγματοποίηση μεταβίβασης από μια αρχή εξυγίανσης στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων ή στοιχείων παθητικού μιας επιχείρησης υπό εξυγίανση σε φορέα διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού σύμφωνα με το άρθρο 30·

(38)«φορέας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού»: νομικό πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 30 παράγραφος 2·

(39)«εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής»: ο μηχανισμός για την άσκηση από την αρχή εξυγίανσης των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής όσον αφορά τις υποχρεώσεις μιας επιχείρησης υπό εξυγίανση σύμφωνα με το άρθρο 34·

(40)«εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων»: ο μηχανισμός για την πραγματοποίηση μεταβίβασης από μια αρχή εξυγίανσης μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από επιχείρηση υπό εξυγίανση, ή στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων ή στοιχείων παθητικού μιας επιχείρησης υπό εξυγίανση, σε αγοραστή που δεν είναι μεταβατική επιχείρηση, σύμφωνα με το άρθρο 31·

(41)«μεταβατική επιχείρηση»: νομικό πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 32 παράγραφος 2·

(42)«εργαλείο μεταβατικής επιχείρησης»: ο μηχανισμός για τη μεταβίβαση μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από επιχείρηση που τελεί υπό διαδικασία εξυγίανσης, ή περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή στοιχείων παθητικού επιχείρησης υπό εξυγίανση σε μεταβατική επιχείρηση, σύμφωνα με το άρθρο 32·

(43)«εργαλείο διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων φερέγγυας επιχείρησης»: ο μηχανισμός για την ανάκληση της άδειας μιας επιχείρησης υπό εξυγίανση να συνάπτει νέες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές συμβάσεις και για τον περιορισμό των δραστηριοτήτων της στην αποκλειστική διαχείριση του υφιστάμενου χαρτοφυλακίου της έως τη λύση και την εκκαθάρισή της υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 27·

(44)«μέσα ιδιοκτησίας»: μετοχές, άλλα μέσα που εκχωρούν δικαιώματα ιδιοκτησίας, μέσα που είναι μετατρέψιμα σε μετοχές ή παρέχουν το δικαίωμα απόκτησής τους ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας και μέσα που αντιπροσωπεύουν δικαιώματα επί μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

(45)«μέτοχοι»: μέτοχοι ή κάτοχοι άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

(46)«εξουσίες μεταβίβασης»: οι εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 40 παράγραφος 1 στοιχείο δ) ή ε) για τη μεταβίβαση μετοχών, άλλων μέσων ιδιοκτησίας, χρεωστικών μέσων, στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οποιουδήποτε συνδυασμού των εν λόγω στοιχείων από επιχείρηση υπό εξυγίανση προς αποδέκτη·

(47)«κεντρικός αντισυμβαλλόμενος (CCP)»: ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 26 ·

(48)«εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής»: οι εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 34 παράγραφος 2 και στο άρθρο 40 παράγραφος 1 στοιχεία στ) έως ι)·

(49)«εξασφαλισμένη υποχρέωση»: υποχρέωση όπου το δικαίωμα του πιστωτή για πληρωμή ή άλλης μορφής αντιστάθμισμα εξασφαλίζεται με βάρος επί περιουσιακών στοιχείων, ενέχυρο ή εμπράγματο δικαίωμα ή συμφωνίες παροχής ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων που προκύπτουν από πράξεις επαναγοράς και άλλες συμφωνίες παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου·

(50)«μέσα της κατηγορίας 1»: τα στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων που πληρούν τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 94 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

(51)«μέσα της κατηγορίας 2» τα στοιχεία των βασικών και συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων που πληρούν τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 94 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/38/ΕΚ·

(52)«μέσα της κατηγορίας 3» τα στοιχεία των βασικών και συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων που πληρούν τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 94 παράγραφος 3 της οδηγίας 2009/38/ΕΚ·

(53)«επιλέξιμες υποχρεώσεις»: οι υποχρεώσεις και τα κεφαλαιακά μέσα που δεν χαρακτηρίζονται ως μέσα της κατηγορίας 1, της κατηγορίας 2 ή της κατηγορίας 3 ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε), και οι οποίες δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εργαλείου απομείωσης ή μετατροπής δυνάμει του άρθρου 34 παράγραφος 5 ή 6·

(54)«σύστημα εγγύησης ασφάλισης»: σύστημα επίσημα αναγνωρισμένο από κράτος μέλος και χρηματοδοτούμενο μέσω εισφορών από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, το οποίο εγγυάται την πληρωμή, εν όλω ή εν μέρει, επιλέξιμων απαιτήσεων εξ ασφαλίσεως σε επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους, ασφαλισμένους και δικαιούχους, όταν μια ασφαλιστική επιχείρηση δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει ή ενδέχεται να μην εκπληρώσει τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις της που απορρέουν από τα ασφαλιστήρια συμβόλαιά της·

(55)«σχετικά κεφαλαιακά μέσα»: μέσα της κατηγορίας 1. της κατηγορίας 2 και της κατηγορίας 3·

(56)«συντελεστής μετατροπής»: ο συντελεστής που καθορίζει τον αριθμό των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας στον οποίο μετατρέπεται μια υποχρέωση συγκεκριμένης κατηγορίας, με αναφορά είτε σε ένα μόνο μέσο της εν λόγω κατηγορίας είτε σε μια συγκεκριμένη μονάδα αξίας μιας χρεωστικής απαίτησης·

(57)«θιγόμενος πιστωτής»: ο πιστωτής του οποίου η απαίτηση αφορά υποχρέωση που μειώνεται ή μετατρέπεται σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας μέσω της άσκησης της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής με χρήση του εργαλείου απομείωσης ή μετατροπής·

(58)«αποδέκτης»: η οντότητα στην οποία μεταβιβάζονται οι μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, χρεωστικά μέσα, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ή οποιοσδήποτε συνδυασμός των εν λόγω στοιχείων από επιχείρηση υπό εξυγίανση·

(59)«εργάσιμη ημέρα»: κάθε ημέρα εκτός Σαββάτου, Κυριακής ή αργίας στο οικείο κράτος μέλος·

(60)«δικαίωμα καταγγελίας»: το δικαίωμα καταγγελίας μιας σύμβασης, το δικαίωμα επίσπευσης, εκκαθάρισης (close out), αλληλοσυμψηφισμού (set-off) ή συμψηφισμού των υποχρεώσεων ή κάθε παρόμοια διάταξη που αναστέλλει, τροποποιεί ή εξαλείφει υποχρέωση ενός συμβαλλόμενου μέρους της σύμβασης ή διάταξη η οποία εμποδίζει τη γένεση, στο πλαίσιο της σύμβασης, υποχρέωσης η οποία διαφορετικά θα είχε προκύψει·

(61)«επιχείρηση υπό εξυγίανση»: οποιαδήποτε από τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχεία α) έως ε) για την οποία αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης·

(62)«θυγατρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ένωση»: ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει την έδρα της σε κράτος μέλος και η οποία είναι θυγατρική επιχείρηση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας ή μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας·

(63)«τελική μητρική επιχείρηση»: μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ομίλου που υπόκειται σε εποπτεία ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 213 παράγραφος 2 στοιχεία α) ή β) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, η οποία δεν είναι θυγατρική επιχείρηση άλλης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και έχει συσταθεί σε οποιοδήποτε κράτος μέλος·

(64)«ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας»: μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

(65)«διαδικασία εξυγίανσης σε τρίτη χώρα»: δράση βάσει της νομοθεσίας τρίτης χώρας για τη διαχείριση της πτώχευσης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας ή μητρικής επιχείρησης τρίτης χώρας, η οποία είναι συγκρίσιμη ως προς τους στόχους και τα αναμενόμενα αποτελέσματα με τις δράσεις εξυγίανσης βάσει της παρούσας οδηγίας·

(66)«υποκατάστημα της Ένωσης»: υποκατάστημα ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας που βρίσκεται σε κράτος μέλος·

(67)«σχετική αρχή τρίτης χώρας»: αρχή τρίτης χώρας η οποία είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση παρόμοιων καθηκόντων με εκείνα των αρχών εξυγίανσης ή των εποπτικών αρχών, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία·

(68)«συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου»: η συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 27 ·

(69)«συμφωνία συμψηφισμού»: συμφωνία βάσει της οποίας ένας αριθμός απαιτήσεων ή υποχρεώσεων μπορεί να μετατραπεί σε μία ενιαία καθαρή απαίτηση, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών εκκαθαριστικού συμψηφισμού (close-out netting), βάσει των οποίων, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση (όπως ή όπου ορίζεται), οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων επιταχύνονται ώστε να καθίστανται άμεσα απαιτητές ή να λήγουν και σε κάθε περίπτωση να μετατρέπονται σε ενιαία καθαρή απαίτηση ή να αντικαθίστανται από αυτήν και στις δύο περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων και των «ρητρών συμψηφισμού» κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιδ) σημείο i) της οδηγίας 2002/47/ΕΚ και του «συμψηφισμού» σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο ια) της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

(70)«συμφωνία αλληλοσυμψηφισμού (set-off)»: συμφωνία βάσει της οποίας δύο ή περισσότερες απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που οφείλονται μεταξύ της επιχείρησης υπό εξυγίανση και ενός αντισυμβαλλομένου συμψηφίζονται εκατέρωθεν η μία με την άλλη·

(71)«χρηματοπιστωτικές συμβάσεις»: οι χρηματοπιστωτικές συμβάσεις που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 σημείο 100 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

(72)«μέτρο πρόληψης κρίσεων»: η άσκηση εξουσιών για να κατευθυνθεί η αντιμετώπιση των ελλείψεων ή η εξάλειψη των εμποδίων προς τη δυνατότητα ανάκαμψης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 5 της παρούσας οδηγίας, η άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων προς τη δυνατότητα εξυγίανσης σύμφωνα με τα άρθρα 15 ή 16 της παρούσας οδηγίας, η εφαρμογή οποιουδήποτε μέτρου σύμφωνα με το άρθρο 137, το άρθρο 138 παράγραφοι 3 και 5, το άρθρο 139 παράγραφος 3 και το άρθρο 140 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, και η εφαρμογή προληπτικού μέτρου δυνάμει του άρθρου 141 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

(73)«μέτρο διαχείρισης κρίσεων»: δράση εξυγίανσης, ο διορισμός ειδικού διαχειριστή δυνάμει του άρθρου 42 ή ο διορισμός προσώπου δυνάμει του άρθρου 52 παράγραφος 1·

(74)«ορισθείσα εθνική αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας»: η αρχή στην οποία έχει ανατεθεί η μακροπροληπτική πολιτική που αναφέρεται στη Σύσταση Β1 της Σύστασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, της 22ας Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τη μακροπροληπτική αρμοδιότητα των εθνικών αρχών (ΕΣΣΚ/2011/3)·

(75)«ρυθμιζόμενη αγορά»: ρυθμιζόμενη αγορά όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 21) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 28 .

(76)«ασφαλιστική επιχείρηση»: η ασφαλιστική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημείο 1) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

(77)«αντασφαλιστική επιχείρηση»: η αντασφαλιστική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημείο 4) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

(78)«πιστωτικό ίδρυμα»: το πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 29 ·

(79)«επιχείρηση επενδύσεων»: η επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(80)«επιχείρηση με προφίλ χαμηλού κινδύνου»: η επιχείρηση με προφίλ χαμηλού κινδύνου όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημείο 10α) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

(81)«θυγατρική επιχείρηση»: η θυγατρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημείο 16) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

(82)«μητρική επιχείρηση»: η μητρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημείο 15) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

(83)«υποκατάστημα»: το υποκατάστημα όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημείο 11) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

(84)«διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο»: το διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο όπως ορίζεται στο άρθρο 1 σημείο 43) του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/35 της Επιτροπής 30 .

Άρθρο 3

Ορισμός των αρχών εξυγίανσης και των αρμόδιων υπουργείων

1.Κάθε κράτος μέλος ορίζει μία ή, κατ’ εξαίρεση, περισσότερες αρχές εξυγίανσης οι οποίες είναι εξουσιοδοτημένες για την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης.

2.Οι αρχές εξυγίανσης είναι εθνικές κεντρικές τράπεζες, αρμόδια υπουργεία, δημόσιες διοικητικές αρχές ή αρχές στις οποίες έχουν ανατεθεί δημόσιες διοικητικές εξουσίες.

3.Όταν η αρχή εξυγίανσης είναι επιφορτισμένη με άλλα καθήκοντα, προβλέπονται κατάλληλες διαρθρωτικές ρυθμίσεις για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ των καθηκόντων που ανατίθενται στην αρχή εξυγίανσης δυνάμει της παρούσας οδηγίας και όλων των άλλων καθηκόντων της, με την επιφύλαξη της ανταλλαγής πληροφοριών και των υποχρεώσεων συνεργασίας που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 6.

Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που αναφέρονται στο εδάφιο 1, θεσπίζονται ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργικής ανεξαρτησίας, συμπεριλαμβανομένου του χωριστού προσωπικού, των γραμμών αναφοράς και των διαδικασιών λήψης αποφάσεων της αρχής εξυγίανσης από κάθε εποπτική ή άλλη λειτουργία της εν λόγω αρχής εξυγίανσης.

4.Οι απαιτήσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 3 δεν αποκλείουν ότι:

α)οι γραμμές αναφοράς συγκλίνουν στο υψηλότερο επίπεδο ενός οργανισμού που περιλαμβάνει διαφορετικά καθήκοντα ή αρχές·

β)το προσωπικό μπορεί, υπό προκαθορισμένες συνθήκες, να είναι κοινό μεταξύ των άλλων λειτουργιών που ανατίθενται στην αρχή εξυγίανσης για να αντιμετωπίσει προσωρινά τον υψηλό φόρτο εργασίας ή η αρχή εξυγίανσης μπορεί να επωφεληθεί από την εμπειρογνωσία του κοινού προσωπικού.

5.Οι αρχές εξυγίανσης εκδίδουν και δημοσιοποιούν τον εσωτερικό κανονισμό προκειμένου να εξασφαλίζεται συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 3 και 4, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων σχετικά με το επαγγελματικό απόρρητο και τις ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των διαφόρων λειτουργικών τομέων.

6.Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρχές που ασκούν την εποπτεία και τις λειτουργίες εξυγίανσης και από τα πρόσωπα που ασκούν αυτά τα καθήκοντα εξ ονόματός τους να συνεργάζονται στενά κατά την προετοιμασία, τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των αποφάσεων εξυγίανσης, τόσο όταν η αρχή εξυγίανσης και η εποπτική αρχή είναι χωριστές οντότητες όσο και όταν τα καθήκοντα ασκούνται από την ίδια οντότητα.

7.Κάθε κράτος μέλος ορίζει ένα μόνον υπουργείο το οποίο είναι υπεύθυνο για την άσκηση των λειτουργιών που ανατίθενται στο αρμόδιο υπουργείο σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

8.Όταν η αρχή εξυγίανσης σε ένα κράτος μέλος δεν είναι το αρμόδιο υπουργείο, η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει το αρμόδιο υπουργείο σχετικά με τις αποφάσεις που έλαβε δυνάμει της παρούσας οδηγίας, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από το εθνικό δίκαιο, δεν εφαρμόζει αποφάσεις που έχουν άμεσο δημοσιονομικό αντίκτυπο χωρίς να έχει λάβει την έγκριση του εν λόγω αρμόδιου υπουργείου.

9.Ένα κράτος μέλος που ορίζει περισσότερες από μία αρχές εξυγίανσης προβαίνει σε κοινοποίηση προς την EIOPA, με την οποία αιτιολογεί δεόντως την ενέργεια αυτή και επιμερίζει με σαφήνεια τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες μεταξύ των εν λόγω αρχών, διασφαλίζει επαρκή συντονισμό μεταξύ τους και ορίζει μία και μόνη αρχή ως αρχή επικοινωνίας για τους σκοπούς της συνεργασίας και του συντονισμού με τις αντίστοιχες αρχές άλλων κρατών μελών.

10.Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την EIOPA σχετικά με την εθνική αρχή ή αρχές που έχουν οριστεί ως αρχές εξυγίανσης και, κατά περίπτωση, την αρχή επικοινωνίας και, εάν κρίνεται σκόπιμο, σχετικά με τις ειδικές λειτουργίες και αρμοδιότητές τους. Η EIOPA δημοσιεύει τον κατάλογο των εν λόγω αρχών εξυγίανσης και των αρχών επικοινωνίας.

11.Με την επιφύλαξη του άρθρου 65, τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την ευθύνη της αρχής εξυγίανσης, της εποπτικής αρχής και του προσωπικού τους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία για τις πράξεις και παραλείψεις τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.

ΤΙΤΛΟΣ II
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

ΚΕΦAΛΑΙΟ I
Προληπτικός σχεδιασμός ανάκαμψης και εξυγίανσης

Τμήμα 1
Γενικές διατάξεις

Άρθρο 4

Απλουστευμένες υποχρεώσεις για ορισμένες επιχειρήσεις

1.Λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η πτώχευση μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, λόγω της φύσης των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων, της μετοχικής της σύνθεσης, της νομικής μορφής, του προφίλ κινδύνου, του μεγέθους και του νομικού καθεστώτος της, της διασύνδεσής της με άλλες ρυθμιζόμενες επιχειρήσεις ή με το χρηματοπιστωτικό σύστημα εν γένει, του εύρους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της, καθώς και αν η πτώχευσή της και η επακόλουθη εκκαθάρισή της υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας ενδέχεται να έχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλες επιχειρήσεις, στους αντισυμβαλλομένους, στους όρους χρηματοδότησης ή στην ευρύτερη οικονομία, οι εποπτικές αρχές και οι αρχές εξυγίανσης προσδιορίζουν αν μπορούν να εφαρμοστούν απλουστευμένες υποχρεώσεις για ορισμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και ομίλους όσον αφορά:

α)το περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες των προληπτικών σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης που προβλέπονται στα άρθρα 5 έως 7·

β)την καταληκτική ημερομηνία για την κατάρτιση των πρώτων προληπτικών σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης και τη συχνότητα επικαιροποίησης των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης, η οποία μπορεί να είναι μικρότερη από τη συχνότητα που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 4, στο άρθρο 7 παράγραφος 5, στο άρθρο 9 παράγραφος 5 και στο άρθρο 11 παράγραφος 3·

γ)το περιεχόμενο και το εύρος των λεπτομερειών των πληροφοριών που απαιτούνται από τις επιχειρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 6, το άρθρο 10 παράγραφος 2 και το άρθρο 12 παράγραφος 1·

δ)το εύρος των λεπτομερειών για την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης που προβλέπεται στα άρθρα 13 και 14.

2.Η EIOPA εκδίδει, έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων — να προστεθεί ημερομηνία 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος], κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 για τον καθορισμό των κριτηρίων επιλεξιμότητας που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.Τα κράτη μέλη επιβάλλουν στις εποπτικές αρχές ή τις αρχές εξυγίανσης, κατά περίπτωση, να παρέχουν στην EIOPA, σε ετήσια βάση και για κάθε κράτος μέλος χωριστά, όλες τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)τον αριθμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και ομίλων που υπόκεινται σε προληπτικό σχεδιασμό ανάκαμψης και σχεδιασμό εξυγίανσης σύμφωνα με τα άρθρα 5, 7, 9 και 10·

β)τον αριθμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και ομίλων που επωφελούνται από τις απλουστευμένες υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου·

γ)ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

δ)περιγραφή των απλουστευμένων υποχρεώσεων που εφαρμόζονται βάσει των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε σύγκριση με το σύνολο των υποχρεώσεων, μαζί με τον όγκο των κεφαλαιακών απαιτήσεων, των ασφαλίστρων, των τεχνικών προβλέψεων και των στοιχείων ενεργητικού, που υπολογίζονται αντίστοιχα ως ποσοστά επί του συνολικού όγκου των κεφαλαιακών απαιτήσεων, των ασφαλίστρων, των τεχνικών προβλέψεων και των στοιχείων ενεργητικού των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων των κρατών μελών ή όλων των ομίλων, κατά περίπτωση.

4.Η EIOPA δημοσιοποιεί, σε ετήσια βάση και για κάθε κράτος μέλος χωριστά, όλες τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)τον αριθμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και ομίλων που υπόκεινται σε προληπτικό σχεδιασμό ανάκαμψης και σχεδιασμό εξυγίανσης σύμφωνα με τα άρθρα 5, 7, 9 και 10·

β)τον αριθμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και ομίλων που επωφελούνται από τις απλουστευμένες υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου·

γ)ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου·

δ)περιγραφή των απλουστευμένων υποχρεώσεων που εφαρμόζονται βάσει των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε σύγκριση με το σύνολο των υποχρεώσεων, μαζί με τον όγκο των κεφαλαιακών απαιτήσεων, των ασφαλίστρων, των τεχνικών προβλέψεων και των στοιχείων ενεργητικού, που υπολογίζονται αντίστοιχα ως ποσοστά επί του συνολικού όγκου των κεφαλαιακών απαιτήσεων, των ασφαλίστρων, των τεχνικών προβλέψεων και των στοιχείων ενεργητικού των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων των κρατών μελών ή όλων των ομίλων, κατά περίπτωση·

ε)και αξιολόγηση τυχόν αποκλίσεων όσον αφορά την εφαρμογή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου σε εθνικό επίπεδο.

Τμήμα 2
Προληπτικός σχεδιασμός ανάκαμψης

Άρθρο 5

Προληπτικά σχέδια ανάκαμψης

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που δεν ανήκουν σε όμιλο που υπόκειται σε προληπτικό σχεδιασμό ανάκαμψης σύμφωνα με το άρθρο 7 και πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στις παραγράφους 2 ή 3, καταρτίζουν και επικαιροποιούν προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης. Το εν λόγω προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης περιλαμβάνει τα μέτρα που θα πρέπει να λάβει η οικεία επιχείρηση για την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής της θέσης σε περίπτωση σημαντικής επιδείνωσης της θέσης της.

Η κατάρτιση, η επικαιροποίηση και η εφαρμογή προληπτικών σχεδίων ανάκαμψης θεωρούνται μέρος του συστήματος διακυβέρνησης κατά την έννοια του άρθρου 41 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

2.Η εποπτική αρχή υποβάλλει τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε απαιτήσεις προληπτικού σχεδιασμού ανάκαμψης με βάση το μέγεθός τους, το επιχειρηματικό μοντέλο, το προφίλ κινδύνου, τη διασύνδεση, τη δυνατότητα υποκατάστασης και, ειδικότερα, τη διασυνοριακή δραστηριότητά τους.

Οι εποπτικές αρχές διασφαλίζουν ότι τουλάχιστον το 80 % των αγορών ασφαλίσεων ζωής και ζημιών και αντασφαλίσεων του κράτους μέλους, αντίστοιχα, υπόκειται σε απαιτήσεις προληπτικού σχεδιασμού ανάκαμψης σύμφωνα με το παρόν άρθρο, όταν το μερίδιο αγοράς του κλάδου ζημιών βασίζεται σε ακαθάριστα εγγεγραμμένα ασφάλιστρα και το μερίδιο αγοράς του κλάδου ζωής βασίζεται σε μεικτές τεχνικές προβλέψεις.

Κατά τον υπολογισμό του επιπέδου κάλυψης της αγοράς που αναφέρεται στο εδάφιο 2, οι θυγατρικές ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενός ομίλου μπορούν να λαμβάνονται υπόψη όταν οι εν λόγω θυγατρικές ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποτελούν μέρος ομίλου για τον οποίο η τελική μητρική επιχείρηση καταρτίζει και διατηρεί σχέδιο προληπτικής ανάκαμψης ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 7.

3.Κάθε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που υπόκειται σε σχέδιο εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 9, υπόκειται σε απαιτήσεις προληπτικού σχεδιασμού ανάκαμψης.

Ωστόσο, οι επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου δεν υπόκεινται σε απαιτήσεις προληπτικού σχεδιασμού ανάκαμψης σε μεμονωμένη βάση.

4.Η EIOPA εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 για τον περαιτέρω προσδιορισμό των μεθόδων που θα πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά τον καθορισμό των μεριδίων αγοράς που αναφέρονται στην παράγραφο 2, καθώς και των κριτηρίων, ειδικότερα όσον αφορά τη διασυνοριακή δραστηριότητα, που αναφέρονται στην παράγραφο 2 πρώτο εδάφιο.

5.Οι εποπτικές αρχές διασφαλίζουν ότι οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επικαιροποιούν τα προληπτικά σχέδια ανάκαμψής τους τουλάχιστον ετησίως και έπειτα από μεταβολή στη νομική ή οργανωτική δομή της οικείας επιχείρησης ή στις δραστηριότητές της ή στη χρηματοοικονομική της κατάσταση, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά ή να απαιτήσει ουσιαστική αλλαγή στο προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης.

6.Τα προληπτικά σχέδια ανάκαμψης δεν προβλέπουν πρόσβαση σε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη ή λήψη έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης.

7.Τα κράτη μέλη απαιτούν τα προληπτικά σχέδια ανάκαμψης να περιλαμβάνουν όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α)σύνοψη των βασικών στοιχείων του σχεδίου, συμπεριλαμβανομένων των ουσιαστικών αλλαγών στο πλέον πρόσφατο υποβληθέν σχέδιο·

β)περιγραφή της επιχείρησης ή του ομίλου·

γ)πλαίσιο δεικτών που αναφέρεται στην παράγραφο 8·

δ)περιγραφή του τρόπου κατάρτισης του προληπτικού σχεδίου ανάκαμψης, του τρόπου επικαιροποίησής του και του τρόπου εφαρμογής του·

ε)δέσμη διορθωτικών μέτρων·

στ)στρατηγική επικοινωνίας.

8.Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να αξιολογούν την αξιοπιστία και τη σκοπιμότητα των προληπτικών σχεδίων ανάκαμψης, και ειδικότερα του πλαισίου δεικτών που αναφέρονται στην παράγραφο 8 και των διορθωτικών μέτρων, έναντι ενός φάσματος σεναρίων ακραίων μακροοικονομικών και χρηματοοικονομικών πιέσεων που σχετίζονται με τις ειδικές συνθήκες της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων γεγονότων που αφορούν ολόκληρο το σύστημα, γεγονότων ιδιοσυγκρατικών ακραίων συνθηκών που ενδέχεται να επηρεάσουν σημαντικά το προφίλ ενεργητικού και παθητικού τους, καθώς και συνδυασμών των εν λόγω ακραίων καταστάσεων.

9.Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να διασφαλίζουν ότι τα προληπτικά σχέδια ανάκαμψής τους περιλαμβάνουν ένα πλαίσιο ποιοτικών και ποσοτικών δεικτών που προσδιορίζουν τα σημεία στα οποία θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο λήψης διορθωτικών μέτρων. Οι δείκτες αυτοί μπορούν να περιλαμβάνουν κριτήρια που αφορούν, μεταξύ άλλων, το κεφάλαιο, τη ρευστότητα, την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού, την κερδοφορία, τις συνθήκες της αγοράς, τις μακροοικονομικές συνθήκες και λειτουργικά γεγονότα. Οι δείκτες που αφορούν την κεφαλαιακή θέση περιλαμβάνουν τουλάχιστον κάθε παραβίαση των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας που ορίζονται στον τίτλο Ι κεφάλαιο VI τμήμα 4 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

Τα κράτη μέλη επιβάλλουν στις εποπτικές αρχές να διασφαλίζουν ότι οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θεσπίζουν κατάλληλες ρυθμίσεις για την τακτική παρακολούθηση των δεικτών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

Μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η οποία αποφασίζει να λάβει διορθωτικά μέτρα που περιλαμβάνονται στο προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης ή αποφασίζει να απέχει από τη λήψη τέτοιων διορθωτικών μέτρων παρόλο που πληρούται ο δείκτης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, κοινοποιεί την εν λόγω απόφαση στην εποπτική αρχή χωρίς καθυστέρηση.

10.Το διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αξιολογεί και εγκρίνει το προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης προτού το υποβάλει προς εξέταση στην εποπτική αρχή.

11.Η EIOPA εκδίδει, έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων — να προστεθεί ημερομηνία 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος], κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 για τον περαιτέρω προσδιορισμό του ελάχιστου καταλόγου ποιοτικών και ποσοτικών δεικτών που αναφέρονται στην παράγραφο 7 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ) και, σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), του φάσματος των σεναρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 8.

12.Η EIOPA καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό, με την επιφύλαξη του άρθρου 4, των πληροφοριών που θα πρέπει να περιλαμβάνει στο προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένων των διορθωτικών μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 7 πρώτο εδάφιο στοιχείο ε) και της εφαρμογής τους.

Η EIOPA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων — να προστεθεί ημερομηνία 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος].

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Άρθρο 6

Επανεξέταση και αξιολόγηση των προληπτικών σχεδίων ανάκαμψης από τις εποπτικές αρχές

1.Εντός έξι μηνών από την υποβολή κάθε προληπτικού σχεδίου ανάκαμψης, όπως αναφέρεται στα άρθρα 5 και 7, οι εποπτικές αρχές επανεξετάζουν το εν λόγω σχέδιο και αξιολογούν τον βαθμό στον οποίο πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5 και, κατά περίπτωση, στο άρθρο 7, καθώς και όλα τα ακόλουθα:

α)αν η εφαρμογή των ρυθμίσεων που προτείνονται στο σχέδιο είναι ευλόγως πιθανό να διατηρήσει ή να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα και τη χρηματοοικονομική θέση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή του ομίλου·

β)αν το σχέδιο και οι συγκεκριμένες επιλογές στο πλαίσιο του σχεδίου είναι ευλόγως πιθανό να εφαρμοστούν ταχέως και αποτελεσματικά σε καταστάσεις οικονομικών πιέσεων·

γ)αν το σχέδιο και οι συγκεκριμένες επιλογές στο πλαίσιο του σχεδίου είναι ευλόγως πιθανό να αποτρέψουν στον μέγιστο δυνατόν βαθμό τυχόν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων και σεναρίων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν και άλλες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να εφαρμόσουν προληπτικά σχέδια ανάκαμψης εντός της ιδίας χρονικής περιόδου.

2.Οι εποπτικές αρχές παρέχουν στις αρχές εξυγίανσης όλα τα προληπτικά σχέδια ανάκαμψης που έχουν λάβει. Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εξετάσουν το προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης προκειμένου να προσδιορίσουν δράσεις περιλαμβανόμενες στο προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τη δυνατότητα εξυγίανσης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και υποβάλλουν συστάσεις στην εποπτική αρχή σχετικά με τα θέματα αυτά.

3.Όταν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ασκεί σημαντικές διασυνοριακές δραστηριότητες, η εποπτική αρχή καταγωγής παρέχει, κατόπιν αιτήματος εποπτικής αρχής υποδοχής, το προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης στην εν λόγω εποπτική αρχή υποδοχής. Οι εποπτικές αρχές υποδοχής μπορούν να εξετάσουν το προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης προκειμένου να προσδιορίσουν δράσεις περιλαμβανόμενες στο προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τους αντισυμβαλλομένους, την πραγματική οικονομία ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο κράτος μέλος της και υποβάλλουν συστάσεις στην εποπτική αρχή καταγωγής σχετικά με τα θέματα αυτά.

4.Οι εποπτικές αρχές οι οποίες, αφού αξιολογήσουν το προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν ουσιώδεις ελλείψεις στο εν λόγω σχέδιο ή σημαντικά εμπόδια ως προς την εφαρμογή του, κοινοποιούν στην οικεία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή στην οικεία τελική μητρική επιχείρηση το περιεχόμενο της αξιολόγησής τους και ζητούν από την οικεία επιχείρηση να υποβάλει εντός δύο μηνών αναθεωρημένο σχέδιο στο οποίο να καταδεικνύεται ο τρόπος αντιμετώπισης των εν λόγω ελλείψεων ή εμποδίων. Η περίοδος των δύο μηνών μπορεί να παραταθεί κατά έναν μήνα, σε περίπτωση που η εποπτική αρχή συμφωνεί.

Η εποπτική αρχή, πριν ζητήσει από μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να υποβάλει εκ νέου προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης, παρέχει την ευκαιρία στην επιχείρηση να διατυπώσει τη γνώμη της σχετικά με την εν λόγω απαίτηση.

Όταν η εποπτική αρχή κρίνει ότι οι ελλείψεις και τα εμπόδια δεν έχουν αντιμετωπιστεί επαρκώς στο αναθεωρημένο σχέδιο, μπορεί να δώσει στην επιχείρηση εντολή να πραγματοποιήσει συγκεκριμένες αλλαγές στο σχέδιο.

5.Όταν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν υποβάλει αναθεωρημένο προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης ή όταν η εποπτική αρχή καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το αναθεωρημένο προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης δεν αποκαθιστά επαρκώς τις ελλείψεις ή τα πιθανά εμπόδια που εντοπίστηκαν κατά την αρχική της αξιολόγηση, και όταν δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθούν επαρκώς οι ελλείψεις ή τα εμπόδια μέσω σύστασης για συγκεκριμένες αλλαγές στο σχέδιο, η εποπτική αρχή απαιτεί από την επιχείρηση να προσδιορίσει, εντός εύλογης προθεσμίας, αλλαγές τις οποίες μπορεί να επιφέρει στις επιχειρηματικές της δραστηριότητες προκειμένου να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις στο προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης ή τα εμπόδια στην εφαρμογή του εν λόγω σχεδίου.

Όταν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν προσδιορίσει τις αλλαγές αυτές εντός της ορισθείσας από την εποπτική αρχή προθεσμίας ή όταν η εποπτική αρχή καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι προτεινόμενες από την επιχείρηση δράσεις δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς τις ελλείψεις ή τα εμπόδια, η εποπτική αρχή μπορεί να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση να συστήσει στην επιχείρηση τη λήψη κάθε μέτρου που κρίνει απαραίτητο και αναλογικό, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των ελλείψεων και των εμποδίων και την επίπτωση των μέτρων στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της επιχείρησης.

Η τεκμηριωμένη απόφαση που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο κοινοποιείται γραπτώς στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και υπόκειται σε δικαίωμα προσφυγής.

Άρθρο 7

Προληπτικά σχέδια ανάκαμψης ομίλου

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι τελικές μητρικές επιχειρήσεις εκπονούν και υποβάλλουν στην εποπτική αρχή ομίλου προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου.

Τα προληπτικά σχέδια ανάκαμψης ομίλου συνίστανται σε προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης για τον όμιλο επικεφαλής του οποίου είναι η τελική μητρική επιχείρηση. Το προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου προβλέπει διορθωτικά μέτρα που ενδέχεται να πρέπει να εφαρμοστούν στο επίπεδο της τελικής μητρικής επιχείρησης και σε μεμονωμένες θυγατρικές.

2.Το προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου περιέχει διορθωτικά μέτρα με στόχο να επιτευχθεί η σταθεροποίηση του ομίλου ή κάθε ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης του ομίλου, όταν ο όμιλος ή οποιαδήποτε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση του ομίλου βρίσκεται σε κατάσταση πίεσης, ώστε να αντιμετωπιστούν ή να εξαλειφθούν τα αίτια των δυσχερειών και να αποκατασταθεί η χρηματοοικονομική θέση του ομίλου ή της επιχείρησης που είναι μέρος του συγκεκριμένου ομίλου, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τη χρηματοοικονομική θέση άλλων οντοτήτων του ομίλου.

Το προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου περιλαμβάνει ρυθμίσεις για τη διασφάλιση του συντονισμού και της συνέπειας των αναλογικών μέτρων που θα πρέπει να ληφθούν στο επίπεδο του ομίλου και των οντοτήτων του ομίλου.

3.Το προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου, καθώς και κάθε σχέδιο που υλοποιείται για μια επιμέρους θυγατρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, περιλαμβάνει τα στοιχεία που προσδιορίζονται στο άρθρο 5.

Το προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου προσδιορίζει αν υπάρχουν εμπόδια ως προς την εφαρμογή διορθωτικών μέτρων εντός του ομίλου, καθώς και σε επίπεδο επιμέρους οντοτήτων που καλύπτει το σχέδιο, και αν υπάρχουν ουσιαστικά πρακτικά ή νομικά κωλύματα ως προς την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων ή στοιχείων ενεργητικού εντός του ομίλου.

4.Οι εποπτικές αρχές μπορούν να ζητούν από τις θυγατρικές ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) να καταρτίζουν και να υποβάλλουν προληπτικά σχέδια ανάκαμψης στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)δεν υφίσταται προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης ομίλου·

β)η οικεία εποπτική αρχή αποδεικνύει ότι η οικεία οντότητα δεν λαμβάνεται επαρκώς υπόψη στο προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της εν λόγω οντότητας στο οικείο κράτος μέλος και λαμβανομένων υπόψη των υποχρεώσεων που υπέχουν συγκρίσιμες επιχειρήσεις στο εν λόγω κράτος μέλος.

5.Υπό τον όρο ότι εφαρμόζονται οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 64, η εποπτική αρχή ομίλου διαβιβάζει τα προληπτικά σχέδια ανάκαμψης ομίλου:

α)στην EIOPA·

β)στις σχετικές εποπτικές αρχές που είναι μέλη του σώματος εποπτείας ή συμμετέχουν σε αυτό, όπως αναφέρεται στο άρθρο 248 παράγραφος 3 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

γ)στην αρχή εξυγίανσης ομίλου·

δ)στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών.

6.Το διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο της οντότητας που εκπονεί το προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή την παράγραφο 4, αξιολογεί και εγκρίνει το προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου προτού το υποβάλει στην εποπτική αρχή του ομίλου προς εξέταση.

Άρθρο 8

Επανεξέταση και αξιολόγηση των προληπτικών σχεδίων ανάκαμψης ομίλου από τις εποπτικές αρχές του ομίλου

1.Η εποπτική αρχή του ομίλου, αφού ζητήσει τη γνώμη των αρμόδιων εποπτικών αρχών που είναι μέλη του σώματος εποπτείας ή συμμετέχουν σε αυτό, όπως αναφέρεται στο άρθρο 248 παράγραφος 3 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, επανεξετάζει το προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου και αξιολογεί τον βαθμό στον οποίο πληροί τις απαιτήσεις και τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 6 και στο παρόν άρθρο. Η αξιολόγηση αυτή πραγματοποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 6 και τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και λαμβάνει υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των διορθωτικών μέτρων στους αντισυμβαλλομένους, την πραγματική οικονομία και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε όλα τα κράτη μέλη όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος.

2.Η εποπτική αρχή του ομίλου καταβάλλει προσπάθειες να καταλήξει σε κοινή απόφαση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 17, στο πλαίσιο του σώματος εποπτών όσον αφορά:

α)την επανεξέταση και αξιολόγηση του προληπτικού σχεδίου ανάκαμψης του ομίλου και αν θα πρέπει να καταρτιστεί σχέδιο ανάκαμψης σε μεμονωμένη βάση για ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που αποτελούν μέρος του ομίλου, όπως ορίζεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3·

β)την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 3 και 4.

Τμήμα 3
Σχεδιασμός της εξυγίανσης

Άρθρο 9

Σχέδια εξυγίανσης

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης, αφού ζητήσουν τη γνώμη της εποπτικής αρχής, καταρτίζουν σχέδιο εξυγίανσης για κάθε ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση που πληροί τα κριτήρια που προβλέπονται στην παράγραφο 2, η οποία δεν αποτελεί μέρος ομίλου που υπόκειται σε σχεδιασμό εξυγίανσης σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 11. Το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει τις δράσεις εξυγίανσης τις οποίες μπορεί να αναλαμβάνει η αρχή εξυγίανσης, εάν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 20 παράγραφος 3.

2.Οι αρχές εξυγίανσης καταρτίζουν σχέδια εξυγίανσης για ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που επιλέγονται με βάση το μέγεθός τους, το επιχειρηματικό μοντέλο, το προφίλ κινδύνου, τη διασύνδεση, τη δυνατότητα υποκατάστασης και τον πιθανό αντίκτυπο της πτώχευσης στους αντισυμβαλλομένους. Κατά την επιλογή των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που υπόκεινται σε σχεδιασμό εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη τη διασυνοριακή δραστηριότητα της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και την ύπαρξη κρίσιμων λειτουργιών.

Οι αρχές εξυγίανσης διασφαλίζουν ότι τουλάχιστον το 70 % των αγορών ασφαλίσεων ζωής και ζημιών και αντασφαλίσεων του κράτους μέλους, αντίστοιχα, υπόκειται σε σχεδιασμό εξυγίανσης, όταν το μερίδιο αγοράς του κλάδου ζημιών βασίζεται σε ακαθάριστα εγγεγραμμένα ασφάλιστρα και το μερίδιο αγοράς του κλάδου ζωής βασίζεται σε μεικτές τεχνικές προβλέψεις. Κατά τον υπολογισμό του επιπέδου κάλυψης της αγοράς, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη οι θυγατρικές ενός ομίλου όταν οι εν λόγω θυγατρικές καλύπτονται από το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 10.

Οι επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου δεν υπόκεινται σε σχεδιασμό εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση.

3.Όταν η οικεία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ασκεί σημαντικές διασυνοριακές δραστηριότητες, οι αρχές εξυγίανσης καταγωγής παρέχουν, κατόπιν αιτήματος εποπτικής αρχής υποδοχής ή αρχής εξυγίανσης υποδοχής, το προσχέδιο του σχεδίου εξυγίανσης στην εν λόγω εποπτική αρχή υποδοχής ή αρχή εξυγίανσης υποδοχής. Οι εποπτικές αρχές υποδοχής ή οι αρχές εξυγίανσης υποδοχής μπορούν να εξετάσουν το προσχέδιο του σχεδίου εξυγίανσης προκειμένου να προσδιορίσουν δράσεις περιλαμβανόμενες στο προσχέδιο του σχεδίου εξυγίανσης οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τους αντισυμβαλλομένους, την πραγματική οικονομία ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο κράτος μέλος της και υποβάλλουν συστάσεις στην αρχή εξυγίανσης καταγωγής σχετικά με τα θέματα αυτά.

4.Κατά τον προσδιορισμό των επιλογών για την εφαρμογή εργαλείων και εξουσιών εξυγίανσης, τα σχέδια εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τα σχετικά σενάρια εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένου του σεναρίου κατά το οποίο η πτώχευση της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης είναι ιδιοσυγκρατική ή συμβαίνει σε περίοδο ευρύτερης χρηματοπιστωτικής αστάθειας ή γεγονότων που αφορούν το σύνολο του συστήματος.

Τα σχέδια εξυγίανσης δεν προβλέπουν έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη πέραν, κατά περίπτωση, της χρήσης συστημάτων εγγύησης ασφάλισης ή τυχόν χρηματοδοτικών ρυθμίσεων.

5.Οι αρχές εξυγίανσης επανεξετάζουν και επικαιροποιούν, κατά περίπτωση, τα σχέδια εξυγίανσης τουλάχιστον ετησίως και έπειτα από κάθε ουσιαστική μεταβολή στη νομική ή οργανωτική δομή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή στις επιχειρηματικές δραστηριότητές της ή στη χρηματοοικονομική της θέση, η οποία ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά την αποτελεσματικότητα του σχεδίου ή να επιβάλλει με άλλον τρόπο αναθεώρηση του σχεδίου εξυγίανσης.

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι εποπτικές αρχές κοινοποιούν αμέσως στις αρχές εξυγίανσης κάθε γεγονός που καθιστά αναγκαία την αναθεώρηση ή την επικαιροποίηση του σχεδίου εξυγίανσης.

6.Με την επιφύλαξη του άρθρου 4, στα σχέδια εξυγίανσης παρουσιάζονται επιλογές για την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση. Τα σχέδια εξυγίανσης περιλαμβάνουν, όποτε κρίνεται σκόπιμο και εφικτό, ποσοτικά προσδιορισμένα όλα τα ακόλουθα:

α)σύνοψη των βασικών στοιχείων του σχεδίου·

β)σύνοψη των ουσιωδών μεταβολών στην επιχείρηση, οι οποίες έχουν επέλθει μετά την υποβολή των πλέον πρόσφατων πληροφοριών σχετικά με την εξυγίανση·

γ)παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο θα μπορούσαν να διαχωριστούν νομικά και οικονομικά οι κρίσιμες λειτουργίες και οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς, στον αναγκαίο βαθμό, από άλλες λειτουργίες, ώστε να διασφαλιστεί η συνέχεια σε περίπτωση πτώχευσης της επιχείρησης·

δ)προσδιορισμό των στοιχείων ενεργητικού που αναμένεται να μπορούν να χαρακτηριστούν ως εξασφαλίσεις·

ε)εκτίμηση του χρονοδιαγράμματος για την εκτέλεση κάθε ουσιώδους πτυχής του σχεδίου·

στ)λεπτομερή περιγραφή της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης, που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 13·

ζ)περιγραφή των μέτρων που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 15 για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, τα οποία εντοπίζονται κατόπιν της αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 13·

η)επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν οι επιλογές εξυγίανσης χωρίς την παραδοχή έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης, πέραν, κατά περίπτωση, της χρήσης συστημάτων εγγύησης ασφάλισης ή τυχόν χρηματοδοτικών ρυθμίσεων·

θ)λεπτομερή περιγραφή των διαφόρων στρατηγικών εξυγίανσης, οι οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν ενόψει των διαφόρων πιθανών σεναρίων, καθώς και τα εφαρμοστέα χρονοδιαγράμματα·

ι)περιγραφή των κρίσιμων αλληλεξαρτήσεων·

ια)ανάλυση του αντικτύπου που θα έχει το σχέδιο εξυγίανσης στους υπαλλήλους της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένης μιας εκτίμησης των συναφών δαπανών, και περιγραφή των προβλεπόμενων διαδικασιών διαβούλευσης με το προσωπικό κατά τη διαδικασία εξυγίανσης, λαμβανομένων υπόψη, κατά περίπτωση, των εθνικών συστημάτων διαλόγου με τους κοινωνικούς εταίρους·

ιβ)σχέδιο επικοινωνίας με τα μέσα ενημέρωσης και το κοινό·

ιγ)περιγραφή των βασικών λειτουργιών και συστημάτων που απαιτούνται για τη διατήρηση της συνεχούς λειτουργίας των επιχειρησιακών διαδικασιών της επιχείρησης·

ιδ)κατά περίπτωση, οποιαδήποτε γνώμη διατυπώνεται από την επιχείρηση σε σχέση με το σχέδιο εξυγίανσης.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο στοιχείο α) γνωστοποιούνται στην οικεία ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση.

7.Η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει τα σχέδια εξυγίανσης και οποιεσδήποτε τροποποιήσεις τους στις οικείες εποπτικές αρχές.

8.Η EIOPA καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό του περιεχομένου του σχεδίου εξυγίανσης, με την επιφύλαξη του άρθρου 4.

Η EIOPA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων — να προστεθεί ημερομηνία 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος].

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

9.Η EIOPA εκδίδει, έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων — να προστεθεί ημερομηνία 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος], κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 για τον καθορισμό περαιτέρω κριτηρίων βάσει των οποίων προσδιορίζονται οι κρίσιμες λειτουργίες.

Άρθρο 10

Σχέδια εξυγίανσης ομίλου

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης ομίλου καταρτίζουν σχέδια εξυγίανσης ομίλου.

2.Το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου:

α)καθορίζει τις δράσεις εξυγίανσης που θα πρέπει να αναληφθούν σε σχέση με κάθε οντότητα, όταν θα απαιτηθούν μέτρα για τη διασφάλιση της συνέχειας των κρίσιμων λειτουργιών·

β)εξετάζει τον βαθμό στον οποίο θα μπορούσαν να εφαρμοστούν τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 και τις εξουσίες εξυγίανσης που ασκούνται με συντονισμένο τρόπο και προσδιορίζει τυχόν εμπόδια σε μια συντονισμένη εξυγίανση·

γ)όταν ένας όμιλος περιλαμβάνει οντότητες που έχουν συσταθεί σε τρίτες χώρες, προσδιορίζει τις κατάλληλες ρυθμίσεις συνεργασίας και συντονισμού με τις οικείες αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών καθώς και τις συνέπειες για την εξυγίανση εντός της Ένωσης·

δ)προσδιορίζει μέτρα, συμπεριλαμβανομένου του νομικού και οικονομικού διαχωρισμού συγκεκριμένων λειτουργιών ή επιχειρηματικών τομέων, τα οποία είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση της εξυγίανσης του ομίλου, λαμβάνοντας υπόψη τις ενδοομιλικές αλληλεξαρτήσεις·

ε)προσδιορίζει τις διαθέσιμες πηγές χρηματοδότησης για τη χρηματοδότηση των δράσεων εξυγίανσης ομίλου και, όταν απαιτείται η χρήση συστημάτων εγγύησης ασφάλισης ή οποιασδήποτε χρηματοδοτικής ρύθμισης, θέτει τις αρχές επιμερισμού της ευθύνης για την εν λόγω χρηματοδότηση μεταξύ των πηγών χρηματοδότησης στα διάφορα κράτη μέλη. Το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου δεν προβλέπει έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη·

στ)περιέχει τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφος 6.

3.Η αρχή εξυγίανσης ομίλου διαβιβάζει τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου και οποιεσδήποτε τροποποιήσεις τους στις οικείες εποπτικές αρχές.

4.Η EIOPA καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με τα οποία καθορίζεται το περιεχόμενο των σχεδίων εξυγίανσης ομίλου, λαμβάνοντας υπόψη τους διαφορετικούς επιχειρηματικούς μορφότυπους των ομίλων στην εσωτερική αγορά.

Η EIOPA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων — να προστεθεί ημερομηνία 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος].

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Άρθρο 11

Απαιτήσεις και διαδικασία για τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι τελικές μητρικές επιχειρήσεις υποβάλλουν στην αρχή εξυγίανσης ομίλου τις πληροφορίες που ενδέχεται να απαιτούνται βάσει του άρθρου 12. Οι εν λόγω πληροφορίες αφορούν την τελική μητρική επιχείρηση και, στον απαιτούμενο βαθμό, καθεμία από τις οντότητες του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε).

Υπό τον όρο ότι εφαρμόζονται οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, η αρχή εξυγίανσης ομίλου διαβιβάζει τις σχετικές πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο:

α)στην EIOPA·

β)στις αρχές εξυγίανσης που είναι μέλη του σώματος εξυγίανσης·

γ)στις σχετικές εποπτικές αρχές που είναι μέλη του σώματος εποπτείας ή συμμετέχουν σε αυτό, όπως αναφέρεται στο άρθρο 248 παράγραφος 3 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

2.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, στα σώματα εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης ομίλου, ενεργώντας από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β), και αφού ζητήσουν τη γνώμη των οικείων εποπτικών αρχών που είναι μέλη του σώματος εποπτείας ή συμμετέχουν σε αυτό, όπως αναφέρεται στο άρθρο 248 παράγραφος 3 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, καταρτίζουν και διατηρούν σχέδια εξυγίανσης ομίλου. Οι αρχές εξυγίανσης ομίλου δύνανται, κατά τη διακριτική τους ευχέρεια και με την επιφύλαξη ότι τηρούν τις απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που ορίζονται στο άρθρο 77 της παρούσας οδηγίας, να ζητήσουν να συμμετάσχουν στην εκπόνηση και τη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης ομίλου αρχές εξυγίανσης από τρίτες χώρες όπου ο όμιλος έχει εγκατεστημένες θυγατρικές ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή σημαντικά υποκαταστήματα.

3.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου αναθεωρούνται και, κατά περίπτωση, επικαιροποιούνται τουλάχιστον σε ετήσια βάση, καθώς και έπειτα από κάθε μεταβολή στη νομική ή την οργανωτική δομή, την επιχειρηματική ή τη χρηματοοικονομική θέση του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων του ομίλου, που δύναται να έχει σημαντική επίπτωση στο σχέδιο ή να απαιτεί τροποποίησή του.

4.Η έγκριση του σχεδίου εξυγίανσης ομίλου λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 17, της αρχής εξυγίανσης του ομίλου και των αρχών εξυγίανσης των θυγατρικών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε).

Άρθρο 12

Πληροφορίες για τους σκοπούς των σχεδίων εξυγίανσης και της συνεργασίας από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης έχουν την εξουσία να ζητούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή από την τελική μητρική επιχείρηση, κατά περίπτωση:

α)να συνεργάζονται όσο χρειάζεται για την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης ή σχεδίων εξυγίανσης ομίλου·

β)να τους παρέχουν, είτε άμεσα είτε μέσω της εποπτικής αρχής, όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την κατάρτιση και την εφαρμογή σχεδίων εξυγίανσης ή σχεδίων εξυγίανσης ομίλου.

2.Οι εποπτικές αρχές στα οικεία κράτη μέλη συνεργάζονται με τις αρχές εξυγίανσης για να επαληθεύουν αν είναι ήδη διαθέσιμες ορισμένες ή όλες οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και παρέχουν τις πληροφορίες αυτές στις εν λόγω αρχές εξυγίανσης. Οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν από τις εποπτικές αρχές όλες τις σχετικές πληροφορίες πριν ζητήσουν πληροφορίες από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

3.Η EIOPA καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τις διαδικασίες και ένα ελάχιστο σύνολο τυποποιημένων μορφότυπων και υποδειγμάτων για την παροχή των πληροφοριών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, καθώς και για τον προσδιορισμό του περιεχομένου των εν λόγω πληροφοριών.

Η EIOPA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων — να προστεθεί ημερομηνία 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II
Δυνατότητα εξυγίανσης

Άρθρο 13

Εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης, αφού ζητήσουν τη γνώμη της εποπτικής αρχής, αξιολογούν τον βαθμό στον οποίο οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που δεν ανήκουν σε όμιλο είναι δυνατόν να εξυγιανθούν χωρίς την παραδοχή έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης, πέραν, κατά περίπτωση, της χρήσης συστημάτων εγγύησης ασφάλισης ή τυχόν χρηματοδοτικών ρυθμίσεων.

Μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση θεωρείται ότι μπορεί να εξυγιανθεί όταν είναι εφικτό και αξιόπιστο για την εν λόγω επιχείρηση να εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας ή για την αρχή εξυγίανσης να εξυγιάνει την εν λόγω επιχείρηση εφαρμόζοντας σε αυτήν τα διάφορα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 και τις εξουσίες εξυγίανσης που αναφέρονται στα άρθρα 40 έως 52.

2.Οι αρχές εξυγίανσης προβαίνουν στην εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ταυτόχρονα και για τους σκοπούς της κατάρτισης και επικαιροποίησης του σχεδίου εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 9.

3.Η EIOPA καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου εξειδικεύονται τα θέματα και τα κριτήρια για την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή των ομίλων, η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 1 και στο άρθρο 14.

Η EIOPA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων — να προστεθεί ημερομηνία 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Άρθρο 14

Εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ομίλων

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης ομίλου, από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, αφού ζητήσουν τη γνώμη της αρχής εποπτείας του ομίλου και των εποπτικών αρχών των εν λόγω θυγατρικών, αξιολογούν τον βαθμό στον οποίο οι όμιλοι είναι δυνατόν να εξυγιανθούν χωρίς την παραδοχή έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης, πέραν, κατά περίπτωση, της χρήσης συστημάτων εγγύησης ασφάλισης ή τυχόν χρηματοδοτικών ρυθμίσεων.

2.Ένας όμιλος θεωρείται ότι είναι δυνατόν να εξυγιανθεί όταν είναι εφικτό και αξιόπιστο για τις αρχές εξυγίανσης να εκκαθαρίσουν οντότητες του ομίλου υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, να εξυγιάνουν τον εν λόγω όμιλο με την εφαρμογή εργαλείων εξυγίανσης σε οντότητες του ομίλου και να ασκήσουν εξουσίες εξυγίανσης σε σχέση με αυτές, όπου μπορούν εύκολα να διαχωριστούν εγκαίρως, ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο.

Τα σώματα εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 68 λαμβάνουν υπόψη την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

3.Οι αρχές εξυγίανσης ομίλου προβαίνουν στην εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου ταυτόχρονα με την κατάρτιση και επικαιροποίηση των σχεδίων εξυγίανσης ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 10 και για τους σκοπους της κατάρτισης και επικαιροποίησης αυτών. Η εκτίμηση πραγματοποιείται με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων που προβλέπεται στο άρθρο 11.

Άρθρο 15

Εξουσία για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν η εκτίμηση που διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 13 ή 14 καταδεικνύει ότι υπάρχουν ουσιαστικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης της οικείας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει εγγράφως την εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και την οικεία εποπτική αρχή.

2.Η απαίτηση για τις αρχές εξυγίανσης να καταρτίσουν σχέδια εξυγίανσης και για τις σχετικές αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε κοινή απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 17 σχετικά με τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 και στο άρθρο 11 παράγραφος 4 αντιστοίχως, αναστέλλεται έπειτα από την κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, έως ότου η αρχή εξυγίανσης αποδεχθεί τα μέτρα για την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου ή αποφασίσει περί αυτών σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

3.Εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση προτείνει στην αρχή εξυγίανσης ενδεχόμενα μέτρα για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων που προσδιορίζονται στην κοινοποίηση.

Το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, το οποίο καταρτίζεται από την οικεία επιχείρηση, λαμβάνει υπόψη τους λόγους στους οποίους οφείλεται το ουσιαστικό εμπόδιο.

Η αρχή εξυγίανσης, αφού ζητήσει τη γνώμη της εποπτικής αρχής, αξιολογεί αν με τα μέτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά ή εξαλείφεται το εν λόγω ουσιαστικό εμπόδιο.

4.Οι αρχές εξυγίανσης που διαπιστώνουν ότι τα μέτρα που προτείνονται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σύμφωνα με την παράγραφο 3 πρώτο εδάφιο δεν μειώνουν ή δεν εξαλείφουν αποτελεσματικά τα σχετικά εμπόδια, ζητούν, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω της εποπτικής αρχής, από την οικεία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να λάβει οποιοδήποτε από τα εναλλακτικά μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 5, και κοινοποιούν τα μέτρα αυτά εγγράφως στην εν λόγω οντότητα, η οποία προτείνει σχέδιο συμμόρφωσης με τις εν λόγω απαιτήσεις εντός ενός μήνα από τη λήψη της κοινοποίησης αυτής.

Κατά τον προσδιορισμό εναλλακτικών μέτρων, οι αρχές εξυγίανσης αποδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο τα μέτρα που πρότεινε η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν θα μπορούσαν να εξαλείψουν τα εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης και τον τρόπο με τον οποίο τα προτεινόμενα εναλλακτικά μέτρα είναι αναλογικά για την εξάλειψη των εμποδίων αυτών. Οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο των μέτρων στις δραστηριότητες της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, τη σταθερότητά της και την ικανότητά της να συνεισφέρει στην οικονομία.

5.Στα εναλλακτικά μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 4 περιλαμβάνονται τα εξής:

α)να απαιτούν από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να αναθεωρήσει οποιεσδήποτε ενδοομιλικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις ή να επανεξετάσει την απουσία τους ή να καταρτίσει συμφωνίες παροχής υπηρεσιών είτε ενδοομιλικές είτε με τρίτα μέρη·

β)να απαιτούν από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να περιορίσει τα μέγιστα ατομικά και συνολικά ανοίγματά της·

γ)να επιβάλλουν απαιτήσεις παροχής συγκεκριμένων ή τακτικών πρόσθετων πληροφοριών για τους σκοπούς της εξυγίανσης·

δ)να απαιτούν από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να εκποιήσει συγκεκριμένα στοιχεία ενεργητικού ή να αναδιαρθρώσει υποχρεώσεις·

ε)να απαιτούν από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να περιορίσει ή να παύσει συγκεκριμένες υφιστάμενες ή προτεινόμενες δραστηριότητες·

στ)να περιορίζουν ή να αποτρέπουν την ανάπτυξη νέων ή υφιστάμενων επιχειρηματικών τομέων ή την πώληση νέων ή υφιστάμενων προϊόντων·

ζ)να απαιτούν από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να αλλάξει τη στρατηγική αντασφάλισης·

η)να απαιτούν αλλαγές στη νομική ή λειτουργική δομή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή οποιασδήποτε οντότητας του ομίλου, η οποία βρίσκεται είτε άμεσα είτε έμμεσα υπό τον έλεγχό του, προκειμένου να μειωθεί η πολυπλοκότητα και να διασφαλιστεί ότι οι κρίσιμες λειτουργίες είναι δυνατόν να διαχωριστούν νομικά και λειτουργικά από άλλες λειτουργίες μέσω της εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης·

θ)να απαιτούν από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή μια μητρική επιχείρηση να συστήσει μητρική ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη στην Ένωση·

ι)στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση είναι η θυγατρική μιας ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, να απαιτούν από την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας να ιδρύσει χωριστή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου για τον έλεγχο της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, σε περίπτωση που είναι αναγκαίο προκειμένου να διευκολυνθεί η εξυγίανση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο η εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και η άσκηση εξουσιών εξυγίανσης να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο μη χρηματοπιστωτικό τμήμα του ομίλου.

6.Πριν από τον προσδιορισμό οποιουδήποτε εναλλακτικού μέτρου που αναφέρεται στην παράγραφο 5, η αρχή εξυγίανσης, αφού ζητήσει τη γνώμη της εποπτικής αρχής, εξετάζει δεόντως τις δυνητικές επιπτώσεις του εν λόγω μέτρου στην ευρωστία και τη σταθερότητα των τρεχουσών δραστηριοτήτων της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και στην εσωτερική αγορά.

7.Κοινοποίηση ή απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή 4:

α)περιέχει τους λόγους της εν λόγω εκτίμησης ή διαπίστωσης·

β)αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο η κοινοποίηση ή η απόφαση συμμορφώνεται με την απαίτηση για αναλογική εφαρμογή που προβλέπεται στην παράγραφο 4 δεύτερο εδάφιο·

γ)μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο άσκησης προσφυγής.

8.Η EIOPA εκδίδει, έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων — να προστεθεί ημερομηνία 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος], κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, με τις οποίες προσδιορίζονται περαιτέρω λεπτομερή στοιχεία όσον αφορά τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 5 και τις περιστάσεις στις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί κάθε μέτρο.

Άρθρο 16

Εξουσία για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης: αντιμετώπιση σε επίπεδο ομίλου

1.Η αρχή εξυγίανσης ομίλου, από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, αφού ζητήσει τη γνώμη του σώματος εποπτείας, εξετάζει την εκτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 14 στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης και λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα για να καταλήξει σε κοινή απόφαση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 17, σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 4 σε σχέση με όλες τις σχετικές οντότητες του ομίλου.

2.Η αρχή εξυγίανσης ομίλου, σε συνεργασία με την εποπτική αρχή ομίλου και την EIOPA, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, συντάσσει και υποβάλλει έκθεση στην τελική μητρική επιχείρηση και στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, οι οποίες διαβιβάζουν την εν λόγω έκθεση στις θυγατρικές που τελούν υπό την εποπτεία τους. Η έκθεση συντάσσεται αφού ζητηθεί η γνώμη των εποπτικών αρχών και αναλύει τα ουσιαστικά εμπόδια στην αποτελεσματική εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 και στην άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης που αναφέρονται στα άρθρα 40 έως 52 σε σχέση με τον όμιλο. Η έκθεση συνιστά οποιαδήποτε αναλογικά και στοχευμένα μέτρα τα οποία κατά την άποψη της αρχής εξυγίανσης του ομίλου είναι αναγκαία ή κατάλληλα για την εξάλειψη των εν λόγω εμποδίων, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο των εν λόγω μέτρων στο επιχειρηματικό μοντέλο του ομίλου.

3.Εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της έκθεσης, η τελική μητρική επιχείρηση μπορεί να υποβάλει παρατηρήσεις και να προτείνει στην αρχή εξυγίανσης ομίλου εναλλακτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των εμποδίων που προσδιορίζονται στην έκθεση.

Η αρχή εξυγίανσης, αφού ζητήσει τη γνώμη της εποπτικής αρχής, αξιολογεί αν με τα μέτρα αυτά αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά ή εξαλείφεται το ουσιαστικό εμπόδιο.

4.Η αρχή εξυγίανσης ομίλου κοινοποιεί στις αρχές που είναι μέλη του σώματος εξυγίανσης ή συμμετέχουν σε αυτό κάθε μέτρο που προτείνει η τελική μητρική επιχείρηση. Οι αρχές εξυγίανσης ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, αφού ζητήσουν τη γνώμη των εποπτικών αρχών, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να καταλήξουν σε κοινή απόφαση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 17, στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης σχετικά με τον εντοπισμό ουσιαστικών εμποδίων και, όπου απαιτείται, όσον αφορά την εκτίμηση των μέτρων που προτείνονται από την τελική μητρική επιχείρηση και των μέτρων που απαιτούνται από τις αρχές για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων. Στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνουν υπόψη τον πιθανό αντίκτυπο των μέτρων σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία δραστηριοποιείται ο όμιλος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III
Κοινές αποφάσεις

Άρθρο 17

Κοινές αποφάσεις

1.Οι εποπτικές αρχές ομίλου, οι εποπτικές αρχές, οι αρχές εξυγίανσης ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης καταβάλουν προσπάθειες για να καταλήξουν στις κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2, στο άρθρο 11 παράγραφος 4 και στο άρθρο 16 παράγραφος 4, κατά περίπτωση, εντός 4 μηνών από την ημερομηνία:

α)της διαβίβασης από την αρχή εποπτείας του ομίλου του προληπτικού σχεδίου ανάκαμψης του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 4·

β)της διαβίβασης από την αρχή εξυγίανσης του ομίλου των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο·

γ)της διαβίβασης των παρατηρήσεων από την τελική μητρική επιχείρηση ή από την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 3, αναλόγως ποια ημερομηνία προηγείται.

Η EIOPA μπορεί, κατόπιν αιτήματος εποπτικής αρχής ή αρχής εξυγίανσης, να βοηθήσει τις εποπτικές αρχές του ομίλου, τις εποπτικές αρχές, τις αρχές εξυγίανσης ομίλου και τις αρχές εξυγίανσης στη λήψη κοινής απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

2.Ελλείψει κοινής απόφασης εντός της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 για οποιοδήποτε από τα θέματα που παρατίθενται στο δεύτερο εδάφιο, η αρχή εποπτείας του ομίλου ή η αρχή εξυγίανσης του ομίλου, κατά περίπτωση, λαμβάνει η ίδια απόφαση για τα θέματα αυτά.

Τα θέματα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο είναι τα ακόλουθα:

α)η επανεξέταση και αξιολόγηση του προληπτικού σχεδίου ανάκαμψης του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 8·

β)τυχόν μέτρα που πρέπει να λάβει η τελική μητρική επιχείρηση σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφοι 3 και 4·

γ)το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 10·

δ)τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 16.

Η απόφαση που λαμβάνεται από την εποπτική αρχή ομίλου ή την αρχή εξυγίανσης ομίλου, κατά περίπτωση, είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις άλλων εποπτικών αρχών ή αρχών εξυγίανσης, κατά περίπτωση, που εκφράστηκαν κατά τη διάρκεια της τετράμηνης περιόδου. Η απόφαση διαβιβάζεται στην τελική μητρική επιχείρηση και στις άλλες ενδιαφερόμενες αρχές.

3.Ελλείψει κοινής απόφασης εντός της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μεταξύ των εποπτικών αρχών ή των αρχών εξυγίανσης για οποιοδήποτε από τα θέματα που παρατίθενται στο δεύτερο εδάφιο, κάθε εποπτική αρχή ή αρχή εξυγίανσης, κατά περίπτωση, λαμβάνει η ίδια απόφαση για τα θέματα αυτά.

Τα θέματα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο είναι τα ακόλουθα:

α)αν πρόκειται να καταρτιστεί σχέδιο ανάκαμψης σε μεμονωμένη βάση για τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπάγονται στη δικαιοδοσία του, όπως αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2·

β)η εφαρμογή, σε επίπεδο θυγατρικών, των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 3 και 4·

γ)ο προσδιορισμός των ουσιωδών εμποδίων και, κατά περίπτωση, η αξιολόγηση των μέτρων που προτείνονται από την τελική μητρική επιχείρηση και των μέτρων που απαιτούνται από τις αρχές για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1.

4.Ελλείψει κοινής απόφασης μεταξύ των αρχών εξυγίανσης σχετικά με την έγκριση του σχεδίου εξυγίανσης του ομίλου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 4, εντός της τετράμηνης περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, κάθε αρχή εξυγίανσης που είναι υπεύθυνη για μια θυγατρική λαμβάνει τη δική της απόφαση και καταρτίζει και επικαιροποιεί σχέδιο εξυγίανσης για τις οντότητες υπό τη δικαιοδοσία της. Κάθε αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί την απόφασή της στα λοιπά μέλη του σώματος εξυγίανσης.

5.Κάθε απόφαση των εποπτικών αρχών ή των αρχών εξυγίανσης σύμφωνα με τις παραγράφους 3 ή 4 είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων εποπτικών αρχών, των αρχών εξυγίανσης ή των αρχών του ομίλου, κατά περίπτωση.

6.Οι εποπτικές αρχές ή οι αρχές εξυγίανσης που δεν διαφωνούν με απόφαση, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4, μπορούν να καταλήξουν σε κοινή απόφαση σχετικά με προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου ή σχέδιο εξυγίανσης ομίλου που καλύπτει οντότητες του ομίλου υπό τη δικαιοδοσία τους.

7.Εάν, έως το τέλος της τετράμηνης περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, οποιαδήποτε από τις οικείες εποπτικές αρχές ή αρχές εξυγίανσης έχει παραπέμψει θέμα στην EIOPA σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, η αρχή εποπτείας του ομίλου, η αρχή εξυγίανσης του ομίλου, η εποπτική αρχή ή η αρχή εξυγίανσης, κατά περίπτωση, αναβάλλει την απόφασή της σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 και 4, αναμένει οποιαδήποτε απόφαση μπορεί να λάβει η EIOPA σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της EIOPA. Η τετράμηνη περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 θεωρείται ως φάση συμβιβασμού, υπό την έννοια που αποδίδεται στο άρθρο 19 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού. Η EIOPA λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μήνα. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην EIOPA μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης. Ελλείψει απόφασης της EIOPA εντός ενός μήνα έπειτα από την παραπομπή στην EIOPA, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εποπτείας του ομίλου, της αρχής εξυγίανσης του ομίλου, της εποπτικής αρχής ή της αρχής εξυγίανσης για τον όμιλο ή τη θυγατρική σε μεμονωμένο επίπεδο, ανάλογα με την περίπτωση.

8.Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2, στο άρθρο 11 παράγραφος 4, στο άρθρο 16 παράγραφοι 4 και 6 του παρόντος άρθρου και οι αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από τις άλλες οικείες εποπτικές αρχές ή αρχές εξυγίανσης στα οικεία κράτη μέλη.

9.Όταν λαμβάνονται κοινές αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 4 και, όσον αφορά τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου, την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου και όταν μια αρχή εξυγίανσης εκτιμά ότι το αντικείμενο διαφωνίας σχετικά με τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου προσκρούει στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες του κράτους μέλους της, η αρχή εξυγίανσης του ομίλου δρομολογεί επανεκτίμηση του σχεδίου εξυγίανσης του ομίλου.

ΤΙΤΛΟΣ III
ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ

ΚΕΦAΛΑΙΟ I
Στόχοι εξυγίανσης, προϋποθέσεις εξυγίανσης και γενικές αρχές

Άρθρο 18

Στόχοι εξυγίανσης

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης, κατά την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 και κατά την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης που αναφέρονται στα άρθρα 40 έως 52, λαμβάνουν υπόψη τους στόχους της εξυγίανσης που παρατίθενται στην παράγραφο 2 και επιλέγουν τα εργαλεία και τις εξουσίες που επιτυγχάνουν καλύτερα τους στόχους που αντιστοιχούν στις περιστάσεις της κάθε περίπτωσης.

2.Οι στόχοι της εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι οι εξής:

α)προστασία των αντισυμβαλλομένων, των δικαιούχων και των αιτούντων·

β)διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ιδίως με την πρόληψη της μετάδοσης και τη διατήρηση της πειθαρχίας στην αγορά·

γ)διασφάλιση της συνέχειας των κρίσιμων λειτουργιών·

δ)προστασία των δημόσιων πόρων, με την ελαχιστοποίηση της εξάρτησης από έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης, κατά την επιδίωξη των στόχων της εξυγίανσης, επιδιώκουν να ελαχιστοποιήσουν το κόστος της εξυγίανσης και να αποφύγουν την καταστροφή αξίας εκτός αν αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη των εν λόγω στόχων.

3.Οι στόχοι εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο 2 είναι ίσης σημασίας και τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης τους σταθμίζουν δεόντως ανάλογα με τη φύση και τις περιστάσεις της κάθε περίπτωσης.

Άρθρο 19

Προϋποθέσεις εξυγίανσης

1.Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να αναλαμβάνουν δράση για την εξυγίανση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης μόνο εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)η εποπτική αρχή, αφού ζήτησε τη γνώμη της αρχής εξυγίανσης, ή, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2, η αρχή εξυγίανσης, αφού ζήτησε τη γνώμη της εποπτικής αρχής, έχε διαπιστώσει ότι η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει·

β)κανένα εναλλακτικό μέτρο του ιδιωτικού τομέα ή εποπτική δράση, συμπεριλαμβανομένων προληπτικών και διορθωτικών μέτρων, δεν αναμένεται ευλόγως να αποτρέψει την πτώχευση της επιχείρησης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος·

γ)η δράση εξυγίανσης είναι αναγκαία για λόγους δημόσιου συμφέροντος.

2.Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρχές εξυγίανσης, αφού ζητήσουν τη γνώμη της εποπτικής αρχής, διαθέτουν τα αναγκαία εργαλεία για να προβούν στη διαπίστωση σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α), συμπεριλαμβανομένης, ιδίως, επαρκούς πρόσβασης σε κάθε σχετική πληροφορία. Η εποπτική αρχή παρέχει χωρίς καθυστέρηση στην αρχή εξυγίανσης κάθε σχετική πληροφορία την οποία ζητά η αρχή εξυγίανσης για να διενεργήσει την αξιολόγησή της.

3.Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση παραβιάζει ή ενδέχεται να παραβιάσει τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις που αναφέρονται στον τίτλο Ι κεφάλαιο VI τμήμα 5 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ και δεν υπάρχει εύλογη προοπτική αποκατάστασης της συμμόρφωσης·

β)η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας ή αθετεί σοβαρά τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων στις οποίες υπόκειται, ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία που καταδεικνύουν ότι η επιχείρηση θα αθετήσει σοβαρά τις υποχρεώσεις της στο εγγύς μέλλον κατά τρόπο που θα δικαιολογούσε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας·

γ)η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές ή άλλες υποχρεώσεις της, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών προς αντισυμβαλλομένους ή δικαιούχους, όταν καθίστανται απαιτητές, ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία βάσει των οποίων κρίνεται ότι η επιχείρηση θα βρεθεί, στο εγγύς μέλλον, σε τέτοια κατάσταση·

δ)απαιτείται έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη.

4.Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ), μια δράση εξυγίανσης αναλαμβάνεται προς το δημόσιο συμφέρον εάν η δράση αυτή είναι αναγκαία για την επίτευξη ενός ή περισσότερων στόχων εξυγίανσης κατά το άρθρο 18 παράγραφος 2, και αναλογική προς αυτούς, ενώ με την εκκαθάριση του ιδρύματος σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας οι εν λόγω στόχοι δεν θα επιτυγχάνονταν στον ίδιο βαθμό.

Άρθρο 20

Προϋποθέσεις εξυγίανσης όσον αφορά μητρικές επιχειρήσεις και εταιρείες συμμετοχών

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να αναλάβουν δράση εξυγίανσης έναντι μιας οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε), εφόσον αυτή πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1.

2.Σε περίπτωση που οι θυγατρικές ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μιας ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας ανήκουν άμεσα ή έμμεσα σε ενδιάμεση ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι δράσεις εξυγίανσης για τους σκοπούς της εξυγίανσης του ομίλου να αναλαμβάνονται έναντι της ενδιάμεσης ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, και δεν αναλαμβάνουν δράσεις εξυγίανσης για τους σκοπούς της εξυγίανσης του ομίλου έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας.

3.Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης έναντι οποιασδήποτε από τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) έως ε), ακόμη και αν οι εν λόγω οντότητες δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1, εφόσον ισχύουν όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)μία ή περισσότερες από τις θυγατρικές ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1·

β)τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού των θυγατρικών ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων είναι τέτοιου είδους ώστε η πτώχευσή τους να απειλεί άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση του ομίλου ή τον όμιλο στο σύνολό του, ή το πτωχευτικό δίκαιο του κράτους μέλους απαιτεί να αντιμετωπίζονται οι όμιλοι ως σύνολο·

γ)η δράση εξυγίανσης έναντι των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) έως ε) είναι απαραίτητη για την εξυγίανση των θυγατρικών ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή για την εξυγίανση του ομίλου στο σύνολό του.

Άρθρο 21

Διαδικασίες αφερεγγυότητας για τις επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται σε δράση εξυγίανσης

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 19 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), αλλά όχι την προϋπόθεση του άρθρου 19 παράγραφος 1 στοιχείο γ), και οι οποίες πληρούν τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις που ορίζονται στον τίτλο Ι κεφάλαιο VI τμήμα 5 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, εκκαθαρίζονται με εύτακτο τρόπο σύμφωνα με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας που διασφαλίζουν την εύτακτη έξοδο από την αγορά.

Άρθρο 22

Γενικές αρχές που διέπουν την εξυγίανση

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης, κατά την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 και κατά την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης που αναφέρονται στα άρθρα 40 έως 52, λαμβάνουν κάθε ενδεδειγμένο μέτρο προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η δράση εξυγίανσης αναλαμβάνεται σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

α)οι μέτοχοι της επιχείρησης υπό εξυγίανση αναλαμβάνουν πρώτοι τις ζημίες·

β)οι πιστωτές της επιχείρησης υπό εξυγίανση αναλαμβάνουν ζημίες μετά τους μετόχους, σύμφωνα με τη σειρά προτεραιότητας των απαιτήσεών τους στο πλαίσιο των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, εκτός αν άλλως ρητώς ορίζει η παρούσα οδηγία·

γ)το διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη της επιχείρησης υπό εξυγίανση αντικαθίστανται, εκτός εάν η παραμονή, εν όλω ή εν μέρει, του συγκεκριμένου οργάνου ή των ανώτερων διοικητικών στελεχών θεωρείται αναγκαία για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης·

δ)το διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη της επιχείρησης υπό εξυγίανση παρέχουν κάθε απαραίτητη βοήθεια για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης·

ε)τα φυσικά και νομικά πρόσωπα καθίστανται υπόλογα βάσει του αστικού ή ποινικού δικαίου για την ευθύνη που φέρουν για την πτώχευση της επιχείρησης υπό εξυγίανση·

στ)εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στην παρούσα οδηγία, οι πιστωτές της ίδιας τάξης τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης·

ζ)κανένας μέτοχος ή πιστωτής δεν υφίσταται μεγαλύτερες ζημίες από εκείνες που θα είχε υποστεί εάν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, σύμφωνα με τις διασφαλίσεις των άρθρων 53 έως 55·

η)η δράση εξυγίανσης αναλαμβάνεται σύμφωνα με τις διασφαλίσεις της παρούσας οδηγίας.

2.Όταν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αποτελεί μέρος ομίλου, οι αρχές εξυγίανσης εφαρμόζουν τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 και ασκούν τις εξουσίες εξυγίανσης που αναφέρονται στα άρθρα 40 έως 52 κατά τρόπο που ελαχιστοποιεί, ιδίως στις χώρες όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος:

α)τις επιπτώσεις σε άλλες οντότητες του ομίλου και στο σύνολο του ομίλου·

β)τις δυσμενείς επιπτώσεις στους αντισυμβαλλομένους, στην πραγματική οικονομία και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ένωση και στα κράτη μέλη της.

3.Όταν πρόκειται να εφαρμόσουν τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 και να ασκήσουν τις εξουσίες εξυγίανσης που αναφέρονται στα άρθρα 40 έως 52, τα κράτη μέλη φροντίζουν, ανάλογα με την περίπτωση, να συμμορφώνονται με το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

4.Όταν εφαρμόζονται τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3, η οντότητα στην οποία εφαρμόζονται τα εργαλεία αυτά θεωρείται ότι υπόκειται σε διαδικασία πτώχευσης ή ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας για τους σκοπούς του άρθρου 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου 31 .

5.Κατά την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 και κατά την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης που αναφέρονται στα άρθρα 40 έως 52, οι αρχές εξυγίανσης ενημερώνουν και ζητούν τη γνώμη των εκπροσώπων των εργαζομένων της οικείας επιχείρησης, κατά περίπτωση.

6.Οι αρχές εξυγίανσης εφαρμόζουν τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 και ασκούν τις εξουσίες εξυγίανσης που αναφέρονται στα άρθρα 40 έως 52 υπό την επιφύλαξη των διατάξεων σχετικά με την εκπροσώπηση των εργαζομένων στα διοικητικά όργανα της εταιρείας, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή πρακτική.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II
Αποτίμηση

Άρθρο 23

Αποτίμηση για τους σκοπούς της εξυγίανσης

1.Οι αρχές εξυγίανσης εξασφαλίζουν ότι κάθε δράση εξυγίανσης αναλαμβάνεται βάσει αποτίμησης που διασφαλίζει δίκαιη, συνετή και ρεαλιστική εκτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

2.Προτού η αρχή εξυγίανσης θέσει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υπό εξυγίανση, εξασφαλίζει μια πρώτη αποτίμηση για να προσδιοριστεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για εξυγίανση κατά το άρθρο 19 παράγραφος 1 ή το άρθρο 20 παράγραφος 3.

3.Αφού η αρχή εξυγίανσης αποφασίσει να θέσει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υπό εξυγίανση, εξασφαλίζει μια δεύτερη αποτίμηση:

α)για να τεκμηριωθεί η απόφαση σχετικά με την κατάλληλη δράση εξυγίανσης που πρέπει να αναληφθεί·

β)για να διασφαλιστεί ότι τυχόν ζημίες επί των στοιχείων του ενεργητικού και δικαιωμάτων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αναγνωρίζονται πλήρως κατά τη στιγμή που χρησιμοποιούνται τα εργαλεία εξυγίανσης·

γ)για να τεκμηριωθεί η απόφαση σχετικά με την έκταση της ακύρωσης ή της αραίωσης των μέσων ιδιοκτησίας·

δ)για να τεκμηριωθεί η απόφαση σχετικά με την έκταση της απομείωσης ή της μετατροπής των μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των χρεωστικών μέσων·

ε)όταν εφαρμόζεται το εργαλείο μεταβατικής επιχείρησης που αναφέρεται στο άρθρο 32, για να τεκμηριωθεί η απόφαση σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ή τα μέσα ιδιοκτησίας που μπορούν να μεταβιβαστούν στη μεταβατική επιχείρηση και για να τεκμηριωθεί η απόφαση σχετικά με την αξία κάθε αντιτίμου που πρέπει να καταβληθεί στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υπό εξυγίανση ή, κατά περίπτωση, στους κατόχους των μέσων ιδιοκτησίας·

στ)όταν εφαρμόζεται το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων που αναφέρεται στο άρθρο 31, για να τεκμηριωθεί η απόφαση σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ή τα μέσα ιδιοκτησίας που μπορούν να μεταβιβαστούν στον τρίτο αγοραστή, και για να διαμορφωθεί εμπεριστατωμένη αντίληψη της αρχής εξυγίανσης ως προς το τι συνιστά εμπορικούς όρους για τους σκοπούς του άρθρου 31.

4.Οι αποτιμήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου ενδέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής κατά το άρθρο 65 μόνον μαζί με την απόφαση να χρησιμοποιηθεί εργαλείο εξυγίανσης ή να ασκηθεί εξουσία εξυγίανσης.

Άρθρο 24

Απαιτήσεις για την αποτίμηση

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αποτιμήσεις του άρθρου 23 πραγματοποιούνται από οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)πρόσωπο ανεξάρτητο από κάθε δημόσια αρχή και την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση·

β)την αρχή εξυγίανσης, όπου οι εν λόγω αποτιμήσεις δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν από ένα πρόσωπο, όπως αναφέρεται στο στοιχείο α).

2.Οι αποτιμήσεις του άρθρου 23 θεωρούνται οριστικές εφόσον έχουν διενεργηθεί από το πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου, και πληρούνται όλες οι απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 3 έως 5 του παρόντος άρθρου.

3.Με την επιφύλαξη του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, κατά περίπτωση, η οριστική αποτίμηση βασίζεται σε συνετές παραδοχές και δεν τεκμαίρεται οποιαδήποτε δυνητική χορήγηση έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης από τη χρονική στιγμή κατά την οποία αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης.

4.Η οριστική αποτίμηση συμπληρώνεται με τις ακόλουθες πληροφορίες τις οποίες κατέχει η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε):

α)επικαιροποιημένη οικονομική κατάσταση και επικαιροποιημένη οικονομική αποτίμηση βάσει της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ του ισολογισμού της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε)·

β)έκθεση σχετικά με την οικονομική θέση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένης αξιολόγησης, από ανεξάρτητη αναλογιστική λειτουργία, των τεχνικών προβλέψεων, που αναφέρονται στον τίτλο Ι κεφάλαιο VI τμήμα 2 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε)·

γ)τυχόν πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τις αγοραίες και λογιστικές αξίες των στοιχείων ενεργητικού, των τεχνικών προβλέψεων, που αναφέρονται στον τίτλο Ι κεφάλαιο VI τμήμα 2 της οδηγία 2009/138/ΕΚ, και άλλων υποχρεώσεων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε).

5.Κάθε οριστική αποτίμηση αναφέρει την κατάταξη των πιστωτών σε κατηγορίες σύμφωνα με τα επίπεδα προτεραιότητας βάσει του ισχύοντος δικαίου περί αφερεγγυότητας. Η οριστική αποτίμηση περιλαμβάνει επίσης εκτίμηση της μεταχείρισης την οποία θα αναμενόταν να λάβει κάθε κατηγορία μετόχων και πιστωτών εάν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) εκκαθαριζόταν υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Η εκτίμηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δεν προδικάζει την αποτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 54.

6.Η EIOPA καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει τα εξής:

α)τις συνθήκες υπό τις οποίες ένα πρόσωπο θεωρείται ότι είναι ανεξάρτητο τόσο από την αρχή εξυγίανσης όσο και από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου·

β)τη μεθοδολογία για την εκτίμηση της αξίας των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στο πλαίσιο της εξυγίανσης·

γ)τον διαχωρισμό των αποτιμήσεων βάσει των άρθρων 23 και 54 της παρούσας οδηγίας.

Η EIOPA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων — να προστεθεί ημερομηνία 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος].

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Άρθρο 25

Προσωρινές και οριστικές αποτιμήσεις

1.Αποτιμήσεις του άρθρου 23 οι οποίες δεν πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 24 παράγραφος 2 θεωρούνται προσωρινές αποτιμήσεις.

Οι προσωρινές αποτιμήσεις περιλαμβάνουν απόθεμα ασφαλείας για πρόσθετες ζημίες και κατάλληλη αιτιολόγηση για το εν λόγω απόθεμα.

2.Οι αρχές εξυγίανσης που αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης με βάση μια προσωρινή αποτίμηση εξασφαλίζουν ότι η οριστική αποτίμηση διενεργείται το συντομότερο δυνατόν.

Η αρχή εξυγίανσης εξασφαλίζει ότι η οριστική αποτίμηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο:

α)επιτρέπει την πλήρη αναγνώριση ενδεχόμενων ζημιών της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στα βιβλία της·

β)τεκμηριώνει απόφαση να αντιλογιστούν οι λογιστικές εγγραφές αξιώσεων των πιστωτών ή να αυξηθεί η αξία του καταβληθέντος αντιτίμου, κατά την παράγραφο 3.

3.Εάν η εκτίμηση της οριστικής αποτίμησης της καθαρής αξίας ενεργητικού της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης είναι υψηλότερη από την εκτίμηση της προσωρινής αποτίμησης της καθαρής αξίας των στοιχείων ενεργητικού της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η αρχή εξυγίανσης μπορεί:

α)να αυξήσει την αξία των αξιώσεων των θιγόμενων πιστωτών που έχουν απομειωθεί ή αναδιαρθρωθεί·

β)να απαιτήσει από μια μεταβατική επιχείρηση να καταβάλει επιπλέον αντίτιμο για τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υπό εξυγίανση ή, κατά περίπτωση, στους κατόχους των μέσων ιδιοκτησίας.

4.Η EIOPA καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει, για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τη μεθοδολογία υπολογισμού του αποθέματος ασφαλείας για πρόσθετες ζημίες που πρέπει να περιλαμβάνεται στις προσωρινές αποτιμήσεις.

Η EIOPA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων — να προστεθεί ημερομηνία 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος].

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III
Εργαλεία εξυγίανσης

Τμήμα 1
Γενικές αρχές

Άρθρο 26

Γενικές διατάξεις για τα εργαλεία εξυγίανσης

1.Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες για να εφαρμόζουν τα εργαλεία εξυγίανσης σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και σε οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε), οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 20 παράγραφος 3.

2.Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης αποφασίσει να εφαρμόσει ένα εργαλείο εξυγίανσης σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή σε οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) και αυτή η δράση εξυγίανσης προκαλέσει ζημίες που επιβαρύνουν τους πιστωτές, ιδίως τους αντισυμβαλλομένους, ή οδηγήσει σε αναδιάρθρωση ή μετατροπή των απαιτήσεών τους, η αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 34 αμέσως πριν ή παράλληλα με την εφαρμογή του εργαλείου εξυγίανσης.

Η μετατροπή επιλέξιμων υποχρεώσεων σε κεφαλαιακά μέσα δεν εφαρμόζεται σε απαιτήσεις εξ ασφαλίσεως.

3.Τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι τα εξής:

α)το εργαλείο διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων φερέγγυας επιχείρησης·

β)το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων·

γ)το εργαλείο μεταβατικής επιχείρησης·

δ)το εργαλείο διαχωρισμού στοιχείων ενεργητικού και παθητικού·

ε)το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εφαρμόζουν τα εργαλεία εξυγίανσης μεμονωμένα ή σε οποιονδήποτε συνδυασμό, με εξαίρεση το εργαλείο διαχωρισμού στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο από κοινού με άλλο εργαλείο εξυγίανσης.

4.Σε περίπτωση που χρησιμοποιείται μόνο το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων και το εργαλείο μεταβατικής επιχείρησης και εφόσον τα εργαλεία αυτά χρησιμοποιούνται για τη μεταβίβαση μόνο μέρους των στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων της επιχείρησης υπό εξυγίανση, η εναπομένουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) από την οποία έχουν μεταβιβαστεί τα στοιχεία ενεργητικού, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις εκκαθαρίζεται σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Η εκκαθάριση αυτή πραγματοποιείται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, λαμβανομένης υπόψη της ενδεχόμενης ανάγκης της εν λόγω εναπομένουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως δ) να παρέχει υπηρεσίες ή στήριξη σύμφωνα με το άρθρο 43, προκειμένου ο αποδέκτης να είναι σε θέση να διεκπεραιώσει τις δραστηριότητες ή τις υπηρεσίες τις οποίες απέκτησε δυνάμει αυτής της μεταβίβασης, και λαμβανομένου επίσης υπόψη κάθε άλλου λόγου ο οποίος επιτάσσει τη συνέχιση της λειτουργίας της εναπομένουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 18 ή να τηρούνται οι αρχές που ορίζονται στο άρθρο 22.

Όταν χρησιμοποιείται το εργαλείο διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων φερέγγυας επιχείρησης και η καθαρή αξία ενεργητικού της υπό εξυγίανση επιχείρησης που τελεί σε διαδικασία διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων φερέγγυας επιχείρησης έχει καταστεί αρνητική, η εναπομένουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εκκαθαρίζεται σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

5.Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ανακτά κάθε εύλογη δαπάνη που δικαιολογημένα προέκυψε από τη χρήση των εργαλείων εξυγίανσης ή την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης, με έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους τρόπους:

α)υπό μορφή παρακράτησης από οποιοδήποτε αντίτιμο καταβάλλεται από αποδέκτη προς την επιχείρηση υπό εξυγίανση ή, ανάλογα με την περίπτωση, προς τους κατόχους των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

β)από την επιχείρηση υπό εξυγίανση, ως προνομιακός πιστωτής·

γ)από τυχόν έσοδα που προκύπτουν από την περάτωση της λειτουργίας της μεταβατικής επιχείρησης, του φορέα διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού ή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που τελεί σε διαδικασία διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων φερέγγυας επιχείρησης, ως προνομιακός πιστωτής.

6.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι κανόνες του εθνικού πτωχευτικού δικαίου σχετικά με την ακυρωσία και την κήρυξη του ανενεργού των επιβλαβών για τους πιστωτές δικαιοπραξιών δεν εφαρμόζονται στις μεταβιβάσεις στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων από μια επιχείρηση υπό εξυγίανση προς άλλη οντότητα δυνάμει της εφαρμογής εργαλείου εξυγίανσης ή της άσκησης εξουσίας εξυγίανσης.

7.Τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέτουν στις αρχές εξυγίανσης πρόσθετα εργαλεία και εξουσίες που μπορούν να ασκούνται όταν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 20 παράγραφος 3, εφόσον:

α)όταν εφαρμόζονται σε διασυνοριακό όμιλο, τα εν λόγω πρόσθετα εργαλεία και εξουσίες δεν θέτουν εμπόδια στην αποτελεσματική εξυγίανση του ομίλου·

β)αυτά τα εργαλεία και οι εξουσίες συνάδουν με τους στόχους εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 18 και με τις γενικές αρχές περί εξυγίανσης που ορίζονται στα άρθρα 18 και 22.

Τμήμα 2
Το εργαλείο διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων φερέγγυας επιχείρησης

Άρθρο 27

Το εργαλείο διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων φερέγγυας επιχείρησης

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης έχουν την εξουσία να ανακαλούν την άδεια της υπό εξυγίανση επιχείρησης να συνάπτει νέες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές συμβάσεις και να θέτουν την υπό εξυγίανση επιχείρηση σε διαδικασία διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων φερέγγυας επιχείρησης προκειμένου να τερματιστούν οι δραστηριότητες της συγκεκριμένης επιχείρησης.

2.Οι αρχές εξυγίανσης διασφαλίζουν ότι μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υπό εξυγίανση η οποία τελεί σε διαδικασία διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων φερέγγυας επιχείρησης είναι σε θέση να διατηρήσει κατάλληλα εκπαιδευμένο και ικανό προσωπικό ώστε να διασφαλιστεί η ομαλή συνέχιση των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων της ενώ τελεί σε διαδικασία διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων έως την εκκαθάρισή της.

3.Οι αρχές εξυγίανσης παρακολουθούν, σε στενή συνεργασία με τις εποπτικές αρχές, το κόστος και τις δαπάνες μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης υπό εξυγίανση, ώστε να διαφυλάσσεται η αξία και η εμπορευσιμότητά της.

4.Οι αρχές εξυγίανσης, σε στενή συνεργασία με τις εποπτικές αρχές, αξιολογούν τις σκοπούμενες αλλαγές στη σύνθεση των στοιχείων ενεργητικού, παρακολουθούν στενά τις ρυθμίσεις αντασφάλισης και απαιτούν, τουλάχιστον σε τριμηνιαία βάση, ανεξάρτητες αναλογιστικές επανεξετάσεις των τεχνικών προβλέψεων και των αποθεματικών.

5.Κατά την εφαρμογή του εργαλείου διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων φερέγγυας επιχείρησης, οι αρχές εξυγίανσης περιορίζουν ή απαγορεύουν οποιαδήποτε αμοιβή για συμμετοχικό κεφάλαιο και για μέσα που αντιμετωπίζονται ως ίδια κεφάλαια, συμπεριλαμβανομένης της καταβολής μερισμάτων, και περιορίζουν ή απαγορεύουν κάθε καταβολή μεταβλητών αποδοχών και προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών.

6.Οι αρχές εξυγίανσης αποφασίζουν ότι μια υπό εξυγίανση επιχείρηση υπό εξυγίανση που τελεί σε διαδικασία διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων φερέγγυας επιχείρησης πρέπει να εκκαθαριστεί σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις προκύψει πρώτη:

α)η υπό εξυγίανση επιχείρηση που τελεί σε διαδικασία διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων φερέγγυας επιχείρησης συγχωνεύεται με άλλη οντότητα·

β)όλα ή σχεδόν όλα τα στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις της υπό εξυγίανση επιχείρησης που τελεί σε διαδικασία διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων φερέγγυας επιχείρησης πωλούνται σε τρίτο αγοραστή·

γ)τα στοιχεία ενεργητικού της υπό εξυγίανση επιχείρησης που τελεί σε διαδικασία διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων φερέγγυας επιχείρησης έχουν εξαντληθεί και οι υποχρεώσεις της έχουν εκπληρωθεί στο σύνολό τους·

δ)η καθαρή αξία ενεργητικού της υπό εξυγίανση επιχείρησης που τελεί σε διαδικασία διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων φερέγγυας επιχείρησης έχει καταστεί αρνητική.

7.Σε περίπτωση που οι δραστηριότητες μιας υπό εξυγίανση επιχείρησης που τελεί σε διαδικασία διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων φερέγγυας επιχείρησης παύσουν υπό τις συνθήκες που αναφέρονται στην παράγραφο 6 στοιχείο β), η εναπομένουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εκκαθαρίζεται σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 26 παράγραφος 6, οι μέτοχοι της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης καρπώνονται τυχόν έσοδα από την περάτωση της λειτουργίας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης υπό διαδικασία διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων.

Τμήμα 3
Το εργαλείο διαχωρισμού στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων και το εργαλείο μεταβατικής επιχείρησης

Άρθρο 28

Αρχές για την εφαρμογή του εργαλείου διαχωρισμού στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων και του εργαλείου μεταβατικής επιχείρησης

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, με την επιφύλαξη του άρθρου 31 παράγραφοι 5 και 6 και του άρθρου 65, οι αρχές εξυγίανσης έχουν την εξουσία να χρησιμοποιούν το εργαλείο διαχωρισμού στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων και το εργαλείο μεταβατικής επιχείρησης χωρίς να λαμβάνουν τη συγκατάθεση των μετόχων της επιχείρησης υπό εξυγίανση ή οποιουδήποτε τρίτου μέρους, εκτός από τον αγοραστή ή τη μεταβατική επιχείρηση, και χωρίς να τηρούνται τυχόν διαδικαστικές απαιτήσεις βάσει του δικαίου περί εταιρειών ή αξιογράφων πέραν αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 29.

2.Με την επιφύλαξη του άρθρου 26 παράγραφος 7, κάθε αντίτιμο που καταβάλλεται από τον αγοραστή ή τη μεταβατική επιχείρηση αποβαίνει προς όφελος:

α)των κατόχων των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, όταν οι εν λόγω μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από την επιχείρηση υπό εξυγίανση έχουν μεταβιβαστεί από τους κατόχους των εν λόγω μετοχών ή μέσων στον αγοραστή ή στη μεταβατική επιχείρηση·

β)την επιχείρηση υπό εξυγίανση, όταν ορισμένα ή όλα τα στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού της επιχείρησης υπό εξυγίανση έχουν μεταβιβαστεί στον αγοραστή ή στη μεταβατική επιχείρηση.

3.Με την επιφύλαξη του άρθρου 26 παράγραφος 7, η επιχείρηση υπό εξυγίανση καρπώνεται κάθε αντίτιμο που καταβάλλεται από φορέα διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2 σε σχέση με τα στοιχεία ενεργητικού, τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις που αποκτώνται απευθείας από την επιχείρηση υπό εξυγίανση. Το αντίτιμο μπορεί να καταβάλλεται υπό μορφή χρεωστικών τίτλων που εκδίδονται από τον φορέα διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού.

4.Οι μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται με τη χρήση του εργαλείου στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ή του εργαλείου μεταβατικής επιχείρησης υπόκεινται στις διασφαλίσεις που αναφέρονται στον τίτλο III κεφάλαιο V.

5.Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να χρησιμοποιούν το εργαλείο διαχωρισμού στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων και το εργαλείο μεταβατικής επιχείρησης περισσότερες από μία φορές για να πραγματοποιούν συμπληρωματικές μεταβιβάσεις, όπου αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 18.

6.Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο αγοραστής ή η μεταβατική επιχείρηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να συνεχίσει να ασκεί τα δικαιώματα συμμετοχής και πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού, σε χρηματιστήρια και σε συστήματα εγγύησης ασφάλισης, κατά περίπτωση, της υπό εξυγίανση επιχείρησης, εφόσον πληροί τα κριτήρια ιδιότητας μέλους και συμμετοχής για τη συμμετοχή στα συστήματα αυτά.

Στις περιπτώσεις που δεν πληρούνται όλα τα κριτήρια του πρώτου εδαφίου, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι:

α)η ιδιότητα του μέλους ή η συμμετοχή σε συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού, χρηματιστήρια και συστήματα εγγύησης ασφάλισης δεν απορρίπτεται επειδή ο αγοραστής ή η μεταβατική επιχείρηση δεν διαθέτει διαβάθμιση από οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή επειδή αυτή η διαβάθμιση δεν αντιστοιχεί στα επίπεδα διαβάθμισης που απαιτούνται για τη χορήγηση πρόσβασης στα εν λόγω συστήματα·

β)σε περίπτωση που ο αγοραστής ή η μεταβατική επιχείρηση δεν πληροί τα κριτήρια ιδιότητας μέλους ή συμμετοχής σε σχετικό σύστημα πληρωμών, εκκαθάρισης ή διακανονισμού, χρηματιστήριο ή σύστημα εγγύησης ασφάλισης, τα δικαιώματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ασκούνται για χρονική περίοδο που ορίζουν οι αρχές εξυγίανσης, η οποία δεν υπερβαίνει τους 24 μήνες και μπορεί να ανανεωθεί κατόπιν αιτήματος του αγοραστή ή της μεταβατικής επιχείρησης προς την αρχή εξυγίανσης.

7.Με την επιφύλαξη του τίτλου III κεφάλαιο V, οι μέτοχοι ή οι πιστωτές της επιχείρησης υπό εξυγίανση και άλλα τρίτα μέρη των οποίων τα στοιχεία ενεργητικού, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις δεν μεταβιβάζονται με τη χρήση του εργαλείου στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ή του εργαλείου μεταβατικής επιχείρησης, δεν έχουν δικαιώματα ή απαιτήσεις επί ή σε σχέση με τα μεταβιβασθέντα στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ή εντός του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου ή της ανώτερης διοίκησης της μεταβατικής επιχείρησης ή του φορέα διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού.

Άρθρο 29

Διαδικαστικές απαιτήσεις σχετικά με τις πωλήσεις δραστηριοτήτων, στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων κατά την εξυγίανση

1.Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όταν οι αρχές εξυγίανσης επιδιώκουν να εφαρμόσουν το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων ή να πωλήσουν μια μεταβατική επιχείρηση, ή τα στοιχεία ενεργητικού, τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις της, η επιχείρηση υπό εξυγίανση, η μεταβατική επιχείρηση ή τα στοιχεία ενεργητικού, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις, οι μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας τίθενται σε πώληση σύμφωνα με τα κριτήρια της παραγράφου 2. Ομάδες δικαιωμάτων και στοιχείων ενεργητικού και παθητικού δύνανται να τεθούν σε πώληση χωριστά.

2.Με την επιφύλαξη του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, ανάλογα με την περίπτωση, τα κριτήρια θέσης σε πώληση που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι τα ακόλουθα:

α)η θέση σε πώληση είναι όσο το δυνατόν πιο διαφανής και δεν αλλοιώνει ουσιωδώς την εικόνα των στοιχείων ενεργητικού, των δικαιωμάτων, των υποχρεώσεων, των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας της επιχείρησης ή της μεταβατικής επιχείρησης την οποία προτίθεται να μεταβιβάσει μια αρχή εξυγίανσης·

β)η θέση σε πώληση δεν ευνοεί αδικαιολόγητα κάποιους δυνητικούς αγοραστές ούτε δημιουργεί διακρίσεις μεταξύ τους·

γ)η θέση σε πώληση δεν επηρεάζεται από συγκρούσεις συμφερόντων·

δ)η θέση σε πώληση δεν προσφέρει τυχόν αθέμιτο πλεονέκτημα σε δυνητικό αγοραστή·

ε)η θέση σε πώληση λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να πραγματοποιηθεί ταχέως η δράση εξυγίανσης·

στ)η θέση σε πώληση στοχεύει στη μεγιστοποίηση, κατά το δυνατόν, της τιμής πώλησης των σχετικών μετοχών ή των άλλων μέσων ιδιοκτησίας, των στοιχείων ενεργητικού, των δικαιωμάτων ή των υποχρεώσεων.

Τα κριτήρια που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο δεν εμποδίζουν τις αρχές εξυγίανσης να προσκαλέσουν συγκεκριμένους δυνητικούς αγοραστές.

Κάθε γνωστοποίηση στο κοινό της θέσης σε πώληση της επιχείρησης υπό εξυγίανση ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) της παρούσας οδηγίας, ή της μεταβατικής επιχείρησης που κανονικά θα απαιτείτο σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, μπορεί να καθυστερήσει σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4 ή 5 του εν λόγω κανονισμού.

3.Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να αποφασίσουν να μην συμμορφωθούν με την απαίτηση για τη θέση σε πώληση, όταν διαπιστώνουν ότι η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2 ενδέχεται να υπονομεύσει έναν ή περισσότερους από τους στόχους εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 18.

Άρθρο 30

Το εργαλείο διαχωρισμού στοιχείων ενεργητικού και παθητικού·

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να μεταβιβάζουν στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις μιας επιχείρησης υπό εξυγίανση ή μιας μεταβατικής επιχείρησης σε έναν ή περισσότερους φορείς διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού.

2.Για τους σκοπούς του εργαλείου διαχωρισμού στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, φορέας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού είναι το νομικό πρόσωπο που πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)ανήκει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει ή ελέγχεται από μία ή περισσότερες δημόσιες αρχές, στις οποίες μπορεί να περιλαμβάνεται η αρχή εξυγίανσης, και ελέγχεται από την αρχή εξυγίανσης·

β)έχει δημιουργηθεί με σκοπό να λάβει ορισμένα ή όλα τα στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα και υποχρεώσεις ενός ή περισσοτέρων επιχειρήσεων υπό εξυγίανση ή μιας μεταβατικής επιχείρησης.

3.Ο φορέας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού διαχειρίζεται τα χαρτοφυλάκια που μεταβιβάζονται σε αυτόν με σκοπό να μεγιστοποιήσει την αξία τους μέσω πώλησης αυτών των χαρτοφυλακίων ή συντεταγμένης εκκαθάρισης.

4.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού λειτουργεί τηρουμένων των ακόλουθων απαιτήσεων:

α)η σχετική αρχή εξυγίανσης έχει εγκρίνει τα καταστατικά έγγραφα του φορέα διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού·

β)με την επιφύλαξη της ιδιοκτησιακής δομής του φορέα διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, η σχετική αρχή εξυγίανσης διορίζει ή εγκρίνει το διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο του φορέα·

γ)η σχετική αρχή εξυγίανσης εγκρίνει τις αποδοχές των μελών του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου και καθορίζει τις αρμοδιότητές τους·

δ)η σχετική αρχή εξυγίανσης εγκρίνει τη στρατηγική και το προφίλ κινδύνου του φορέα διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού.

5.Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να ασκούν την εξουσία που ορίζεται στην παράγραφο 1 όσον αφορά τη μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων μόνο σε συνδυασμό με άλλα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 και εφόσον συντρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)η κατάσταση της συγκεκριμένης αγοράς για αυτά τα στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις είναι τέτοια που είναι πιθανό να επιφέρει δυσμενείς συνέπειες σε μία ή περισσότερες χρηματοπιστωτικές αγορές σε περίπτωση εκκαθάρισης των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας·

β)η μεταβίβαση είναι απαραίτητη προκειμένου να διευκολυνθεί η χρήση του εργαλείου διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων φερέγγυας επιχείρησης ή προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή λειτουργία της επιχείρησης υπό εξυγίανση ή μιας μεταβατικής επιχείρησης·

γ)η μεταβίβαση είναι απαραίτητη προκειμένου να μεγιστοποιηθούν τα έσοδα από την εκκαθάριση.

6.Κατά την εφαρμογή του εργαλείου διαχωρισμού στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, οι αρχές εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 23 και σύμφωνα με το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, προσδιορίζουν το αντίτιμο έναντι του οποίου τα στοιχεία ενεργητικού, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις μεταβιβάζονται στον φορέα διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού. Η παρούσα παράγραφος δεν εμποδίζει το αντίτιμο να έχει ονομαστική ή αρνητική αξία.

7.Σε περίπτωση που οι αρχές εξυγίανσης έχουν εφαρμόσει το εργαλείο μεταβατικής επιχείρησης, ο φορέας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού μπορεί, μετά την εφαρμογή του εργαλείου μεταβατικής επιχείρησης, να αποκτήσει στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από τη μεταβατική επιχείρηση.

8.Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να μεταβιβάζουν στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από την επιχείρηση υπό εξυγίανση σε έναν ή περισσότερους φορείς διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, καθώς επίσης και να αναμεταβιβάζουν στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από έναν ή περισσότερους φορείς διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού προς την επιχείρηση υπό εξυγίανση σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)όταν η δυνατότητα αναμεταβίβασης των στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων δηλώνεται ρητώς στην πράξη με την οποία πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση·

β)όταν τα στοιχεία ενεργητικού, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που προσδιορίζονται στην πράξη με την οποία πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση ή δεν πληρούν τις προϋποθέσεις μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων.

Σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις των στοιχείων α) και β), η αναμεταβίβαση μπορεί να πραγματοποιείται εντός οποιουδήποτε χρονικού διαστήματος και συνάδει με κάθε προϋπόθεση που ρητώς ορίζεται στη σχετική προς αυτόν τον σκοπό πράξη.

Η επιχείρηση υπό εξυγίανση υποχρεούται να δεχθεί εκ νέου τυχόν στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που μεταβιβάστηκαν σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β).

9.Οι στόχοι ενός φορέα διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού δεν συνεπάγονται καμία υποχρέωση ή ευθύνη έναντι των μετόχων ή των πιστωτών της επιχείρησης υπό εξυγίανση. Τα μέλη του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου ή τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του φορέα διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού δεν υπέχουν καμία ευθύνη έναντι των εν λόγω μετόχων ή πιστωτών για πράξεις και παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εκτός εάν οι εν λόγω πράξεις ή παραλείψεις είναι, κατά την εθνική νομοθεσία, προϊόν βαρείας αμέλειας ή σοβαρού παραπτώματος που έχει θίξει άμεσα τα δικαιώματα αυτών των μετόχων ή πιστωτών.

Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν την ευθύνη ενός φορέα διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού και των μελών του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου του ή των ανώτατων διοικητικών στελεχών του για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 31

Το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να μεταβιβάζουν σε έναν αγοραστή που δεν είναι μεταβατική επιχείρηση:

α)μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από επιχείρηση που τελεί υπό εξυγίανση·

β)όλα ή οποιαδήποτε στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις μιας επιχείρησης υπό εξυγίανση.

2.Μια μεταβίβαση κατά την παράγραφο 1 πραγματοποιείται με εμπορικούς όρους, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, και σύμφωνα με το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

Οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο ώστε να εξασφαλίσουν εμπορικούς όρους για τη μεταβίβαση οι οποίοι συνάδουν με την αποτίμηση που πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 23, έχοντας υπόψη τις εκάστοτε περιστάσεις.

3.Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν, με τη συγκατάθεση του αγοραστή, να αντιστρέψουν τις εκτελεσθείσες μεταβιβάσεις, εφόσον αυτό δικαιολογείται από τις εκάστοτε περιστάσεις. Η επιχείρηση υπό εξυγίανση ή οι αρχικοί ιδιοκτήτες υποχρεούνται να δεχθούν εκ νέου τις μεταβιβασθείσες μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

4.Οι αγοραστές υποχρεούνται να διαθέτουν τη δέουσα άδεια λειτουργίας προκειμένου να διεκπεραιώνουν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που αναλαμβάνουν όταν πραγματοποιείται η μεταβίβαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Οι εποπτικές αρχές εξασφαλίζουν την έγκαιρη εξέταση τυχόν αίτησης χορήγησης της εν λόγω άδειας, σε συνδυασμό με τη μεταβίβαση.

5.Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 57 έως 62 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, σε περίπτωση που η μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας δυνάμει της εφαρμογής του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων θα κατέληγε σε απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, που αναφέρεται στο άρθρο 57 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, η εποπτική αρχή της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης διενεργεί εγκαίρως την εκτίμηση που απαιτείται βάσει των εν λόγω άρθρων, κατά τρόπο που δεν καθυστερεί την εφαρμογή του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων και δεν εμποδίζει τη δράση εξυγίανσης να επιτύχει τους στόχους εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 18 της παρούσας οδηγίας.

6.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που η εποπτική αρχή δεν έχει ολοκληρώσει την εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 5 από την ημερομηνία της μεταβίβασης, ισχύουν τα ακόλουθα:

α)η εν λόγω μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προς τον αγοραστή παράγει αμέσως έννομες συνέπειες·

β)κατά τη διάρκεια της περιόδου εκτίμησης και κάθε περιόδου εκποίησης που προβλέπεται στο στοιχείο στ), τα δικαιώματα ψήφου του αγοραστή βάσει των εν λόγω μετοχών ή μέσων ιδιοκτησίας αναστέλλονται και εκχωρούνται αποκλειστικά στην αρχή εξυγίανσης, η οποία δεν υποχρεούται να ασκεί τα σχετικά δικαιώματα ψήφου και δεν φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για την άσκηση ή την παράλειψη άσκησης αυτών των δικαιωμάτων ψήφου·

γ)κατά τη διάρκεια της περιόδου εκτίμησης και κάθε περιόδου εκποίησης που προβλέπεται στο στοιχείο στ), οι κυρώσεις και τα λοιπά μέτρα λόγω παράβασης των απαιτήσεων περί απόκτησης ή εκχώρησης ειδικών συμμετοχών που προβλέπονται στο άρθρο 62 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ δεν ισχύουν για την εν λόγω μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

δ)αμέσως μετά την ολοκλήρωση της εκτίμησής της, η εποπτική αρχή ειδοποιεί εγγράφως την αρχή εξυγίανσης και τον αγοραστή σχετικά με την εκ μέρους της έγκριση ή, σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, αντίθεση στη μεταβίβαση των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προς τον αγοραστή·

ε)εάν η εποπτική αρχή εγκρίνει τη μεταβίβαση των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προς τον αγοραστή, τα δικαιώματα ψήφου βάσει αυτών των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας θεωρούνται πλήρως εκχωρηθέντα στον αγοραστή από το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αρχή εξυγίανσης και ο αγοραστής λαμβάνουν την εν λόγω έγκριση από την εποπτική αρχή·

στ)εάν η εποπτική αρχή αντιταχθεί στη μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προς τον αγοραστή:

i)τα δικαιώματα ψήφου βάσει αυτών των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, όπως προβλέπεται στο στοιχείο β), παραμένουν σε πλήρη ισχύ·

ii)η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτήσει από τον αγοραστή να εκποιήσει αυτές τις μετοχές ή τα άλλα μέσα ιδιοκτησίας εντός περιόδου εκποίησης που ορίζεται από την αρχή εξυγίανσης, αφού ληφθούν υπόψη οι επικρατούσες συνθήκες στην αγορά· iii)εάν ο αγοραστής δεν συμμορφωθεί με το αίτημα που προβλέπεται στο σημείο ii), η εποπτική αρχή, με τη συγκατάθεση της αρχής εξυγίανσης, μπορεί να επιβάλει στον αγοραστή κυρώσεις και λοιπά μέτρα λόγω παράβασης των απαιτήσεων περί απόκτησης ή εκχώρησης ειδικών συμμετοχών που ορίζονται στο άρθρο 62 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

7.Για τους σκοπούς της άσκησης των δικαιωμάτων παροχής υπηρεσιών ή για τους σκοπούς της εγκατάστασής του σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ, ο αγοραστής θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια της επιχείρησης υπό εξυγίανση, και μπορεί να συνεχίσει να ασκεί κάθε δικαίωμα το οποίο ασκούσε η επιχείρηση υπό εξυγίανση όσον αφορά τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

Άρθρο 32

Εργαλείο μεταβατικής επιχείρησης

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να μεταβιβάζουν σε μεταβατική επιχείρηση:

α)μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις υπό εξυγίανση·

β)όλα ή ορισμένα στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις μίας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων υπό εξυγίανση.

2.Η μεταβατική επιχείρηση είναι νομικό πρόσωπο που πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)ανήκει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει ή ελέγχεται από μία ή περισσότερες δημόσιες αρχές, στις οποίες μπορεί να περιλαμβάνεται η αρχή εξυγίανσης ή, κατά περίπτωση, σύστημα εγγύησης ασφάλισης, και ελέγχεται από την αρχή εξυγίανσης·

β)δημιουργείται με σκοπό την απόκτηση και την κατοχή ορισμένων ή όλων των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από επιχείρηση υπό εξυγίανση ή ορισμένων ή όλων των στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μίας ή περισσότερων επιχειρήσεων υπό εξυγίανση με σκοπό την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης και την πώληση της επιχείρησης ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε).

3.Κατά την εφαρμογή του εργαλείου μεταβατικής επιχείρησης, οι αρχές εξυγίανσης μεριμνούν ώστε η συνολική αξία των υποχρεώσεων που μεταβιβάζονται στη μεταβατική επιχείρηση να μην υπερβαίνει τη συνολική αξία των δικαιωμάτων και των στοιχείων ενεργητικού που μεταβιβάζονται από την επιχείρηση υπό εξυγίανση.

4.Μετά την εφαρμογή του εργαλείου μεταβατικής επιχείρησης, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν, εφόσον δικαιολογείται από τις περιστάσεις, να αντιστρέψουν τις εκτελεσθείσες μεταβιβάσεις, και η επιχείρηση υπό εξυγίανση ή οι αρχικοί ιδιοκτήτες υποχρεούνται να δεχθούν εκ νέου τυχόν μεταβιβασθέντα στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις, ή μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, όταν αυτό δικαιολογείται από τις εκάστοτε περιστάσεις, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)η δυνατότητα να μπορούν να αναμεταβιβάζονται οι συγκεκριμένες μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις δηλώνεται ρητώς στην πράξη με την οποία πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση·

β)οι συγκεκριμένες μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που προσδιορίζονται στην πράξη με την οποία πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση ή δεν πληρούν τις προϋποθέσεις μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων.

Η αναμεταβίβαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να πραγματοποιείται εντός οποιουδήποτε χρονικού διαστήματος και πληροί οποιεσδήποτε άλλες προϋποθέσεις που ορίζονται στην πράξη με την οποία πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση.

5.Μετά την εφαρμογή του εργαλείου μεταβατικής επιχείρησης, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να μεταβιβάζουν μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, ή στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από τη μεταβατική επιχείρηση σε τρίτο αγοραστή.

6.Η μεταβατική επιχείρηση θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια της επιχείρησης υπό εξυγίανση και ότι έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει να ασκεί κάθε δικαίωμα που ασκούσε η επιχείρηση υπό εξυγίανση όσον αφορά τα μεταβιβασθέντα στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

Μια μεταβατική επιχείρηση δεν συνάπτει νέα ασφαλιστήρια συμβόλαια ούτε μεταβάλλει υφιστάμενα ασφαλιστήρια συμβόλαια κατά τρόπο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των απαιτήσεων εξ ασφαλίσεως της μεταβατικής επιχείρησης.

7.Οι στόχοι της μεταβατικής επιχείρησης δεν συνεπάγονται καμία υποχρέωση ή ευθύνη έναντι των μετόχων ή πιστωτών της επιχείρησης υπό εξυγίανση, και τα μέλη του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου ή τα ανώτατα διοικητικά στελέχη δεν υπέχουν καμία ευθύνη έναντι αυτών των μετόχων ή πιστωτών για πράξεις ή παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, εκτός εάν η πράξη ή παράλειψη είναι, κατά την εθνική νομοθεσία, προϊόν βαρείας αμέλειας ή σοβαρού παραπτώματος που έχει θίξει άμεσα τα δικαιώματα αυτών των μετόχων και πιστωτών.

Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν περαιτέρω την ευθύνη μιας μεταβατικής επιχείρησης και των μελών του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού της οργάνου ή των ανώτατων διοικητικών στελεχών της, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 33

Λειτουργία της μεταβατικής επιχείρησης

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η μεταβατική επιχείρηση λειτουργεί τηρουμένων των ακόλουθων απαιτήσεων:

α)η αρχή εξυγίανσης έχει εγκρίνει τα καταστατικά έγγραφα της μεταβατικής επιχείρησης·

β)με την επιφύλαξη της ιδιοκτησιακής δομής της μεταβατικής επιχείρησης, η αρχή εξυγίανσης διορίζει ή εγκρίνει το διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο της μεταβατικής επιχείρησης·

γ)η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει τις αποδοχές των μελών του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου και καθορίζει τις σχετικές αρμοδιότητές τους·

δ)η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει τη στρατηγική και το προφίλ κινδύνου της μεταβατικής επιχείρησης·

ε)η μεταβατική επιχείρηση λαμβάνει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ και διαθέτει την αναγκαία άδεια, βάσει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, να διεκπεραιώσει τις δραστηριότητες ή τις υπηρεσίες που αποκτά δυνάμει της μεταβίβασης που πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 40 της παρούσας οδηγίας·

στ)η μεταβατική επιχείρηση πληροί τις εποπτικές απαιτήσεις και υπόκειται σε εποπτεία σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ·

ζ)η λειτουργία της μεταβατικής επιχείρησης συνάδει με το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις και η αρχή εξυγίανσης μπορεί να θέσει σχετικούς περιορισμούς στις δραστηριότητές του.

Παρά τις διατάξεις των στοιχείων δ) και ε) του πρώτου εδαφίου, και εφόσον αυτό απαιτείται προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 18, μια μεταβατική επιχείρηση μπορεί να συσταθεί και να λάβει άδεια λειτουργίας χωρίς να συμμορφώνεται με την οδηγία 2009/138/ΕΚ για σύντομο χρονικό διάστημα κατά την έναρξη της λειτουργίας του. Προς τον σκοπό αυτό, η αρχή εξυγίανσης υποβάλλει σχετικό αίτημα στην εποπτική αρχή. Σε περίπτωση που η εποπτική αρχή αποφασίσει να χορηγήσει την εν λόγω άδεια, υποδεικνύει την περίοδο για την οποία η μεταβατική επιχείρηση απαλλάσσεται από τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

2.Με την επιφύλαξη τυχόν περιορισμών που επιβάλλονται σύμφωνα με τους ενωσιακούς ή τους εθνικούς κανόνες περί ανταγωνισμού, η διοίκηση της μεταβατικής επιχείρησης διευθύνει τη μεταβατική επιχείρηση με σκοπό την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 18 και την πώληση της υπό εξυγίανση επιχείρησης και των στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεών της σε έναν ή περισσότερους αγοραστές του ιδιωτικού τομέα μόλις κριθούν κατάλληλες οι συνθήκες της αγοράς.

3.Οι αρχές εξυγίανσης αποφασίζουν ότι μια οντότητα δεν αποτελεί πλέον μεταβατική επιχείρηση σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις προκύψει πρώτη:

α)η μεταβατική επιχείρηση συγχωνεύεται με άλλη οντότητα·

β)η μεταβατική επιχείρηση παύει να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 32 παράγραφος 2·

γ)όλα ή σχεδόν όλα τα στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις της μεταβατικής επιχείρησης πωλούνται σε τρίτο αγοραστή·

δ)τα στοιχεία ενεργητικού της μεταβατικής επιχείρησης έχουν εξαντληθεί και οι υποχρεώσεις της έχουν εκπληρωθεί στο σύνολό τους.

4.Σε περίπτωση που οι δραστηριότητες της μεταβατικής επιχείρησης παύσουν στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχείο γ), η μεταβατική επιχείρηση εκκαθαρίζεται στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 26 παράγραφος 7, οι μέτοχοι της μεταβατικής επιχείρησης καρπώνονται τυχόν έσοδα από την περάτωση της λειτουργίας της μεταβατικής επιχείρησης.

Τμήμα 4
Το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής.

Άρθρο 34

Στόχος και πεδίο εφαρμογής του εργαλείου απομείωσης ή μετατροπής

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εφαρμόζουν το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 18 για οποιονδήποτε από τους ακόλουθους σκοπούς:

α)για την ανακεφαλαιοποίηση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε), η οποία πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 και στο άρθρο 20 παράγραφος 3 σε βαθμό που επαρκεί για την εφαρμογή του εργαλείου διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων φερέγγυας επιχείρησης που αναφέρεται στο άρθρο 27 και για τη διατήρηση της άδειας λειτουργίας της βάσει της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

β)για τη μετατροπή σε μετοχικό κεφάλαιο ή τη μείωση του κεφαλαίου των απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων εξ ασφαλίσεως, ή των χρεωστικών μέσων που μεταβιβάζονται:

i)σε μεταβατική επιχείρηση, με σκοπό την παροχή κεφαλαίου για την εν λόγω μεταβατική επιχείρηση· ή

ii)στο πλαίσιο του εργαλείου διαχωρισμού στοιχείων ενεργητικού και παθητικού που αναφέρεται στο άρθρο 30 ή του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων που αναφέρεται στο άρθρο 31.

Κατά την εφαρμογή του εργαλείου απομείωσης ή μετατροπής σε απαιτήσεις εξ ασφαλίσεως, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν επίσης να αναδιαρθρώσουν τους όρους των σχετικών ασφαλιστήριων συμβολαίων για την αποτελεσματικότερη επίτευξη των στόχων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 18.

2.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης καθορίζουν το ποσό κατά το οποίο τα κεφαλαιακά μέσα, τα χρεωστικά μέσα και άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις πρέπει να απομειωθούν ή να μετατραπούν για τους σκοπούς της παραγράφου 1 βάσει της αποτίμησης που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 23.

3.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εφαρμόζουν το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής σε όλες τις υποχρεώσεις των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε), διατηρώντας την τρέχουσα νομική μορφή τους ή εξετάζοντας το ενδεχόμενο αλλαγής της νομικής μορφής τους εφόσον απαιτείται.

4.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής μπορεί να εφαρμοστεί σε όλα τα κεφαλαιακά μέσα και σε όλες τις υποχρεώσεις ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) που δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω εργαλείου σύμφωνα με την παράγραφο 5 ή 6 του παρόντος άρθρου.

5.Οι αρχές εξυγίανσης δεν εφαρμόζουν το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής όσον αφορά τις ακόλουθες υποχρεώσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές διέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους ή τρίτης χώρας:

α)εξασφαλισμένες υποχρεώσεις·

β)υποχρεώσεις προς πιστωτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων και ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, εξαιρουμένων των οντοτήτων που ανήκουν στην ίδια ομάδα, με αρχική διάρκεια μικρότερη των επτά ημερών·

γ)υποχρεώσεις που έχουν εναπομένουσα διάρκεια μικρότερη των επτά ημερών, έναντι συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ ή των συμμετεχόντων σε αυτά και που προκύπτουν από συμμετοχή στα εν λόγω συστήματα, ή κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας εντός της Ένωσης βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 32 και κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτης χώρας που έχουν αναγνωριστεί από την ESMA βάσει του άρθρου 25 του εν λόγω κανονισμού·

δ)υποχρέωση σε οποιονδήποτε από τους εξής:

i)εργαζόμενο, όσον αφορά δεδουλευμένο μισθό, συνταξιοδοτικά δικαιώματα ή άλλες σταθερές αποδοχές, εκτός από τη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών που δεν ρυθμίζεται από συλλογική σύμβαση·

ii)εμπορικό πιστωτή ή προμηθευτή που συνδέεται με την παροχή στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή την οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) αγαθών και υπηρεσιών κρίσιμων για την καθημερινή λειτουργία του, περιλαμβανομένων των υπηρεσιών πληροφορικής, κοινής ωφελείας, καθώς και της ενοικίασης, συντήρησης και φροντίδας των εγκαταστάσεων·

iii)φορολογικές αρχές και αρχές κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον οι υποχρεώσεις αυτές είναι προνομιούχες σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο·

iv)συστήματα εγγύησης ασφάλισης τα οποία προκύπτουν από τις εισφορές που οφείλονται σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία.

Το στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου δεν εμποδίζει τις αρχές εξυγίανσης, κατά περίπτωση, να εφαρμόζουν το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής σε οποιοδήποτε μέρος μιας εξασφαλισμένης υποχρέωσης ή υποχρέωσης για την οποία έχει ενεχυριαστεί εξασφάλιση που υπερβαίνει την αξία των περιουσιακών στοιχείων, του ενεχύρου, του εμπράγματου δικαιώματος ή της εξασφάλισης που παρέχονται ως ασφάλεια.

6.Σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν εφαρμόζεται το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εξαιρούν ή να εξαιρούν εν μέρει ορισμένες υποχρεώσεις από την εφαρμογή του εργαλείου απομείωσης ή μετατροπής σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)δεν είναι δυνατή η απομείωση ή μετατροπή της συγκεκριμένης υποχρέωσης εντός εύλογου χρόνου, παρά τις καλόπιστες προσπάθειες της αρχής εξυγίανσης·

β)η εξαίρεση είναι απολύτως αναγκαία και αναλογική προκειμένου να επιτευχθεί η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών και των βασικών επιχειρηματικών τομέων κατά τρόπο που διατηρεί την ικανότητα της επιχείρησης υπό εξυγίανση να συνεχίζει τις κεντρικές λειτουργίες, υπηρεσίες και συναλλαγές της·

γ)η εξαίρεση είναι απολύτως αναγκαία και αναλογική για την αποφυγή εκτεταμένης μετάδοσης, κατά τρόπο που θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρή διαταραχή στην οικονομία κράτους μέλους ή της Ένωσης· ή

δ)η εφαρμογή του εργαλείου απομείωσης ή μετατροπής σε αυτές τις υποχρεώσεις θα προκαλούσε καταστροφή αξίας τέτοια ώστε οι ζημίες που επιβαρύνουν τους λοιπούς πιστωτές θα είναι μεγαλύτερες απ’ ό,τι εάν οι εν λόγω υποχρεώσεις εξαιρεθούν από την εφαρμογή του εργαλείου απομείωσης ή μετατροπής.

Άρθρο 35

Μεταχείριση των μετόχων και των κατόχων άλλων μέσων ιδιοκτησίας κατά την εφαρμογή του εργαλείου απομείωσης ή μετατροπής

1.Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν εφαρμόζουν το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής που αναφέρεται στο άρθρο 34, οι αρχές εξυγίανσης να προβαίνουν έναντι των μετόχων και των κατόχων άλλων μέσων ιδιοκτησίας σε μία ή και στις δύο από τις ακόλουθες ενέργειες:

α)να ακυρώνουν τις υφιστάμενες μετοχές ή τα άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή να τα μεταβιβάζουν σε πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις έχουν μετατραπεί·

β)υπό την προϋπόθεση ότι η αποτίμηση που διενεργείται βάσει του άρθρου 23 δείχνει ότι η επιχείρηση υπό εξυγίανση έχει θετική καθαρή αξία, να αποδυναμώνουν τους υφιστάμενους μετόχους και κατόχους άλλων μέσων ιδιοκτησίας μετατρέποντας τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα ή χρεωστικά μέσα που έχουν εκδοθεί από την υπό εξυγίανση επιχείρηση ή άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις της υπό εξυγίανση επιχείρησης σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας σύμφωνα με την εφαρμογή του εργαλείου απομείωσης ή μετατροπής.

Όσον αφορά το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, η μετατροπή γίνεται με συντελεστή μετατροπής που απομειώνει σημαντικά την αξία των υφιστάμενων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας.

2.Όταν εξετάζουν ποια δράση θα αναληφθεί από τις δράσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τα εξής:

α)την αποτίμηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 23·

β)τα ποσά με βάση τα οποία η αρχή εξυγίανσης εκτίμησε ότι τα μέσα της κατηγορίας 1 πρέπει να μειωθούν και τα οικεία κεφαλαιακά μέσα πρέπει να απομειωθούν ή να μετατραπούν σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 1.

3.Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 57 έως 62 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, σε περίπτωση που η μετατροπή των κεφαλαιακών μέσων, χρεωστικών μέσων που έχουν εκδοθεί από την επιχείρηση υπό εξυγίανση, ή άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων της επιχείρησης υπό εξυγίανση, θα κατέληγε σε απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, που αναφέρεται στο άρθρο 57 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, οι εποπτικές αρχές διενεργούν εγκαίρως την εκτίμηση που απαιτείται βάσει των εν λόγω άρθρων, κατά τρόπο που δεν καθυστερεί τη μετατροπή των κεφαλαιακών μέσων ή δεν εμποδίζει τη δράση εξυγίανσης να επιτύχει τους στόχους εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 18.

4.Εάν η εποπτική αρχή της επιχείρησης δεν έχει ολοκληρώσει την εκτίμηση που απαιτείται βάσει της παραγράφου 3 κατά την ημερομηνία μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων, το άρθρο 31 παράγραφος 6 εφαρμόζεται σε κάθε απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής από τον αποκτώντα που προκύπτει από τη μετατροπή των κεφαλαιακών μέσων.

Άρθρο 36

Συντελεστής μετατροπής του χρέους σε μετοχικό κεφάλαιο

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης, όταν εφαρμόζουν τα εργαλεία που ορίζονται στο άρθρο 34 παράγραφος 1 και ασκούν τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 40 παράγραφος 1 στοιχείο ζ), μπορούν να εφαρμόζουν διαφορετικό συντελεστή μετατροπής στις διάφορες κατηγορίες κεφαλαιακών μέσων και υποχρεώσεων σύμφωνα με μία ή και αμφότερες τις ακόλουθες αρχές:

α)ο συντελεστής μετατροπής αντιπροσωπεύει κατάλληλη αποζημίωση του θιγόμενου πιστωτή για οποιαδήποτε ζημία που υφίσταται λόγω της άσκησης της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής·

β)ο συντελεστής μετατροπής που εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις που θεωρούνται υποχρεώσεις υψηλής εξασφάλισης βάσει του ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου είναι υψηλότερος από τον συντελεστή μετατροπής που εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης.

Άρθρο 37

Πρόσθετες διατάξεις που διέπουν το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής

1.Οι αρχές εξυγίανσης χρησιμοποιούν το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής κατά τη σειρά προτεραιότητας των απαιτήσεων που εφαρμόζονται υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, κατά τρόπο ώστε να παράγονται τα ακόλουθα αποτελέσματα:

α)τα μέσα της κατηγορίας 1 υφίστανται μείωση πρώτα κατ’ αναλογία προς τις ζημίες και στα όρια των δυνατοτήτων τους και η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει μία ή αμφότερες τις δράσεις που ορίζονται στο άρθρο 35 παράγραφος 1 έναντι των κατόχων μέσων της κατηγορίας 1·

β)η αξία των μέσων της κατηγορίας 2 απομειώνεται ή μετατρέπεται σε μέσα της κατηγορίας 1 ή αμφότερα, στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης του άρθρου 18 ή στα όρια των δυνατοτήτων των σχετικών κεφαλαιακών μέσων, όποιο είναι χαμηλότερο·

γ)η αξία των μέσων της κατηγορίας 3 απομειώνεται ή μετατρέπεται σε μέσα της κατηγορίας 1 ή αμφότερα, στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης του άρθρου 18 ή στα όρια των δυνατοτήτων των σχετικών κεφαλαιακών μέσων, όποιο είναι χαμηλότερο·

δ)η αξία ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο των υπόλοιπων επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με την ιεράρχηση των απαιτήσεων σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της κατάταξης των απαιτήσεων εξ ασφαλίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 275 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, απομειώνεται ή μετατρέπεται σε μέσα της κατηγορίας 1 ή αμφότερα, στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 18.

Όταν διαπιστώνεται ότι το επίπεδο της απομείωσης με βάση την προσωρινή αποτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 25 υπερβαίνει τις απαιτήσεις όταν αξιολογείται με βάση την οριστική αποτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 2, μπορεί να εφαρμοστεί μηχανισμός ανατίμησης για την αποζημίωση των πιστωτών και, στη συνέχεια, των μετόχων στον βαθμό που απαιτείται.

Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το κατά πόσον οι υποχρεώσεις πρόκειται να απομειωθούν ή να μετατραπούν σε μετοχές, οι αρχές εξυγίανσης δεν μετατρέπουν μία κατηγορία υποχρεώσεων εάν άλλη κατηγορία υποχρεώσεων χαμηλότερης εξοφλητικής προτεραιότητας εξακολουθεί να μην έχει μετατραπεί σε μετοχές ή να μην έχει απομειωθεί.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλες οι απαιτήσεις που προκύπτουν από στοιχεία ιδίων κεφαλαίων έχουν, στην εθνική νομοθεσία που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, χαμηλότερη κατάταξη από οποιαδήποτε απαίτηση δεν προκύπτει από στοιχείο ιδίων κεφαλαίων. Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, στον βαθμό που ένα μέσο έχει μόνο εν μέρει αναγνωριστεί ως στοιχείο ιδίων κεφαλαίων, το σύνολο του μέσου αντιμετωπίζεται ως απαίτηση που προκύπτει από στοιχεία ιδίων κεφαλαίων και κατατάσσεται χαμηλότερα από οποιαδήποτε απαίτηση δεν προκύπτει από στοιχείο ιδίων κεφαλαίων.

2.Σε περίπτωση που η αξία του σχετικού κεφαλαιακού μέσου ή η αξία ενός χρεωστικού μέσου ή άλλης επιλέξιμης υποχρέωσης απομειώνεται, ισχύουν τα ακόλουθα:

α)η μείωση που προκύπτει από την εφαρμογή του εργαλείου απομείωσης ή μετατροπής είναι μόνιμη, με την επιφύλαξη τυχόν ανατίμησης σύμφωνα με τον μηχανισμό επιστροφής που αναφέρεται στην παράγραφο 1·

β)δεν υφίσταται πλέον καμία υποχρέωση έναντι του κατόχου του σχετικού κεφαλαιακού μέσου, χρεωστικού μέσου ή άλλης επιλέξιμης υποχρέωσης στο πλαίσιο ή σε σχέση με την αξία του μέσου που απομειώθηκε, εκτός των ήδη δεδουλευμένων υποχρεώσεων και τυχόν υποχρέωσης αποζημίωσης που μπορεί να προκύψει κατόπιν προσφυγής κατά της νομιμότητας της άσκησης της εξουσίας απομείωσης·

γ)καμία αποζημίωση δεν καταβάλλεται σε κανέναν κάτοχο του σχετικού κεφαλαιακού μέσου χρεωστικού μέσου ή άλλης επιλέξιμης υποχρέωσης, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 3.

3.Προκειμένου να πραγματοποιηθεί η μετατροπή των σχετικών κεφαλαιακών μέσων, χρεωστικών μέσων ή άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχεία β) και γ), οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτούν από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) να εκδίδουν μέσα της κατηγορίας 1 στους κατόχους των σχετικών κεφαλαιακών μέσων, χρεωστικών μέσων ή άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων.

Η μετατροπή των κεφαλαιακών μέσων, χρεωστικών μέσων ή άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων είναι δυνατή μόνο εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)τα μέσα της κατηγορίας 1 εκδίδονται από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) ή από τη μητρική επιχείρηση με τη σύμφωνη γνώμη της σχετικής αρχής εξυγίανσης·

β)τα μέσα της κατηγορίας 1 εκδίδονται πριν από κάθε έκδοση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας από την εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε), με σκοπό την παροχή ιδίων κεφαλαίων από το κράτος ή από κρατικό φορέα·

γ)τα μέσα της κατηγορίας 1 αποδίδονται και μεταβιβάζονται χωρίς καθυστέρηση μετά την άσκηση της εξουσίας μετατροπής·

δ)ο συντελεστής μετατροπής που καθορίζει τον αριθμό των μέσων της κατηγορίας 1 που παρέχονται για κάθε σχετικό κεφαλαιακό μέσο, χρεωστικό μέσο ή άλλη επιλέξιμη υποχρέωση συνάδει με το άρθρο 36.

4.Για τη διάθεση των μέσων της κατηγορίας 1 σύμφωνα με την παράγραφο 3, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτούν από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) να κατέχουν, ανά πάσα στιγμή, την απαιτούμενη εκ των προτέρων άδεια για την έκδοση του σχετικού αριθμού μέσων της κατηγορίας 1.

Άρθρο 38

Αποτέλεσμα της απομείωσης ή μετατροπής

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν μια αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής και ασκεί τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα το άρθρο 34 παράγραφος 1 και το άρθρο 40 παράγραφος 1 στοιχεία στ) έως ι), η μείωση της αξίας ή του οφειλόμενου ανεξόφλητου υπόλοιπου, η μετατροπή ή η ακύρωση παράγουν αποτελέσματα και είναι αμέσως δεσμευτικές για την επιχείρηση υπό εξυγίανση και τους θιγόμενους πιστωτές και μετόχους.

2.Η αρχή εξυγίανσης ολοκληρώνει ή ζητεί να ολοκληρωθούν όλα τα διοικητικά και διαδικαστικά καθήκοντα που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική χρήση του εργαλείου απομείωσης και μετατροπής, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

α)τροποποίηση όλων των σχετικών μητρώων·

β)διαγραφή ή απόσυρση από τη διαπραγμάτευση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας ή χρεωστικών μέσων·

γ)εισαγωγή σε χρηματιστήριο αξιών ή η εισαγωγή προς διαπραγμάτευση νέων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

δ)εκ νέου εισαγωγή σε χρηματιστήριο αξιών ή εκ νέου εισαγωγή προς διαπραγμάτευση χρεωστικών μέσων που έχουν απομειωθεί, χωρίς να απαιτείται η έκδοση ενημερωτικού δελτίου σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1129 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 33 .

3.Όταν μια αρχή εξυγίανσης μηδενίζει την αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, μιας υποχρέωσης, μέσω της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 40 παράγραφος 1 στοιχείο στ), η εν λόγω υποχρέωση και οι όποιες υποχρεώσεις ή απαιτήσεις προκύπτουν από αυτήν, που δεν είναι δεδουλευμένες κατά τη στιγμή που ασκείται η εξουσία, θεωρείται ότι έχουν εξοφληθεί για κάθε σκοπό, και δεν είναι αποδείξιμες σε τυχόν μεταγενέστερες διαδικασίες που αφορούν την επιχείρηση υπό εξυγίανση ή κάθε διάδοχη οντότητα σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη εκκαθάριση.

4.Όταν μια αρχή εξυγίανσης μειώνει εν μέρει, αλλά όχι εξ ολοκλήρου, την αξία —ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο— μιας υποχρέωσης, μέσω της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 40 παράγραφος 1 στοιχείο στ):

α)η υποχρέωση εξοφλείται κατ’ αναλογία του ποσού της μείωσης·

β)το σχετικό μέσο ή η συμφωνία που δημιούργησε την αρχική υποχρέωση εξακολουθεί να ισχύει ως προς την εναπομένουσα αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, μιας υποχρέωσης, υπό την επιφύλαξη ενδεχόμενης τροποποίησης του ύψους των πληρωτέων τόκων, προκειμένου να αντικατοπτρίζεται η μείωση της αξίας, και οποιασδήποτε περαιτέρω τροποποίησης των όρων, την οποία δύναται να αποφασίσει η αρχή εξυγίανσης μέσω της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 40 παράγραφος 1 στοιχείο ια).

Άρθρο 39

Άρση των διαδικαστικών εμποδίων για απομείωση ή μετατροπή

1.Όταν εφαρμόζεται το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής, τα κράτη μέλη, κατά περίπτωση, απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) να διατηρούν ανά πάσα στιγμή επαρκές ποσό εγκεκριμένου μετοχικού κεφαλαίου ή άλλων μέσων της κατηγορίας 1, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις και οντότητες δεν εμποδίζονται να εκδώσουν επαρκή αριθμό νέων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας ώστε να διασφαλίζεται ότι η μετατροπή των υποχρεώσεων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας μπορεί να πραγματοποιηθεί αποτελεσματικά.

Οι αρχές εξυγίανσης αξιολογούν τη συμμόρφωση με την απαίτηση που ορίζεται στην παράγραφο 1 στο πλαίσιο της κατάρτισης και της διατήρησης των σχεδίων εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 9 και το άρθρο 10.

2.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι δεν υπάρχουν διαδικαστικά εμπόδια στη μετατροπή των υποχρεώσεων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, βάσει της συστατικής πράξης της εταιρείας ή του καταστατικού του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων προτίμησης των μετόχων ή των απαιτήσεων συγκατάθεσης των μετόχων σε αύξηση του κεφαλαίου.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ IV
Εξουσίες εξυγίανσης

Άρθρο 40

Γενικές εξουσίες

1.Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να διαθέτουν όλες τις αναγκαίες εξουσίες για να εφαρμόζουν τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και σε οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε), οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις εξυγίανσης που ορίζονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 20 παράγραφος 3, κατά περίπτωση. Ειδικότερα, οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν τις ακόλουθες εξουσίες εξυγίανσης, τις οποίες μπορούν να ασκούν μεμονωμένα ή σε συνδυασμό:

α)την εξουσία να απαιτούν από κάθε πρόσωπο να παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την αρχή εξυγίανσης προκειμένου να αποφασίζει και να προετοιμάζει μια δράση εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης της επικαιροποίησής τους και των συμπληρωματικών πληροφοριών που παρέχονται στα σχέδια εξυγίανσης, καθώς και να απαιτούν την παροχή πληροφοριών μέσω της διεξαγωγής επιτόπιων ελέγχων·

β)την εξουσία να αποκτούν τον έλεγχο μιας επιχείρησης υπό εξυγίανση και να ασκούν όλα τα δικαιώματα και τις εξουσίες που παρέχονται στους μετόχους, στους λοιπούς ιδιοκτήτες και στο διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο της επιχείρησης υπό εξυγίανση·

γ)την εξουσία να ανακαλούν την άδεια για τη σύναψη νέων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων και να θέτουν μια επιχείρηση υπό εξυγίανση σε διαδικασία εύτακτης διακοπής ανάληψης κάλυψης κινδύνων φερέγγυας επιχείρησης, καθώς και να τερματίζουν τις δραστηριότητές της·

δ)την εξουσία να μεταβιβάζουν μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας που εκδίδονται από μια επιχείρηση υπό εξυγίανση·

ε)την εξουσία να μεταβιβάζουν σε άλλη οντότητα, με τη συγκατάθεση της εν λόγω οντότητας, δικαιώματα, στοιχεία ενεργητικού ή υποχρεώσεις μιας επιχείρησης υπό εξυγίανση·

στ)την εξουσία να αναδιαρθρώνουν απαιτήσεις εξ ασφαλίσεως ή να μειώνουν, συμπεριλαμβανομένου του μηδενισμού, την αξία ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο χρεωστικών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων απαιτήσεων εξ ασφαλίσεως, μιας επιχείρησης υπό εξυγίανση·

ζ)εξαιρουμένων των απαιτήσεων εξ ασφαλίσεως, την εξουσία να μετατρέπουν χρεωστικά μέσα και επιλέξιμες υποχρεώσεις μιας επιχείρησης υπό εξυγίανση σε κοινές μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας της εν λόγω επιχείρησης ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε), μιας σχετικής μητρικής επιχείρησης ή μιας μεταβατικής επιχείρησης στην οποία μεταβιβάζονται στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε)·

η)την εξουσία να ακυρώνουν χρεωστικά μέσα που έχουν εκδοθεί από μια επιχείρηση υπό εξυγίανση, με εξαίρεση τις εξασφαλισμένες υποχρεώσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 34 παράγραφος 5·

θ)την εξουσία να μειώνουν, ή και να μηδενίζουν, την ονομαστική αξία μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας μιας επιχείρησης υπό εξυγίανση καθώς και να ακυρώνουν τέτοιες μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας·

ι)την εξουσία να απαιτούν από μια επιχείρηση υπό εξυγίανση ή από σχετική μητρική επιχείρηση να εκδώσει νέες μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή άλλα κεφαλαιακά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των προνομιούχων μετοχών και των υπό αίρεση μετατρέψιμων μέσων·

ια)την εξουσία να τροποποιούν ή να μεταβάλλουν τη διάρκεια των χρεωστικών μέσων και άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων που εκδίδονται από μια επιχείρηση υπό εξυγίανση ή να τροποποιούν το ύψος των πληρωτέων τόκων βάσει των εν λόγω μέσων και άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων ή την ημερομηνία κατά την οποία οι τόκοι καθίστανται πληρωτέοι, μεταξύ άλλων αναστέλλοντας την πληρωμή για προσωρινό χρονικό διάστημα·

ιβ)την εξουσία να καταγγέλλουν και να λύουν χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή συμβάσεις παραγώγων όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου·

ιγ)την εξουσία να απομακρύνουν ή να αντικαθιστούν το διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη μιας επιχείρησης υπό εξυγίανση·

ιδ)την εξουσία να απαιτούν από την εποπτική αρχή να αξιολογήσει εγκαίρως έναν αγοραστή ειδικής συμμετοχής, κατά παρέκκλιση από τα χρονικά όρια που προβλέπονται στο άρθρο 58 της οδηγίας 2009/138/ΕΕ.

2.Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο προκειμένου να διασφαλίζουν ότι, όταν πρόκειται να εφαρμόσουν τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 και να ασκήσουν τις εξουσίες εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι αρχές εξυγίανσης δεν υπόκεινται σε καμία από τις ακόλουθες απαιτήσεις, οι οποίες διαφορετικά θα εφαρμόζονταν δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας ή σύμβασης ή άλλων διατάξεων:

α)με την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφος 8 και του άρθρου 65 παράγραφος 1, απαιτήσεις να λάβουν την έγκριση ή τη συγκατάθεση οποιουδήποτε άλλου προσώπου, ιδιωτικού ή δημόσιου, συμπεριλαμβανομένων των μετόχων, των πιστωτών ή των αντισυμβαλλομένων της επιχείρησης υπό εξυγίανση·

β)πριν από την άσκηση της εξουσίας εξυγίανσης, διαδικαστικές απαιτήσεις κοινοποίησης προς οποιοδήποτε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένης κάθε απαίτησης δημοσίευσης οποιασδήποτε κοινοποίησης ή ενημερωτικών δελτίων ή αρχειοθέτησης ή καταχώρισης οποιουδήποτε εγγράφου σε οποιαδήποτε άλλη αρχή.

Το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των απαιτήσεων των άρθρων 61 και 63 και των απαιτήσεων κοινοποίησης βάσει του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

3.Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που κάποια από τις εξουσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας λόγω της ειδικής νομικής μορφής της, οι αρχές εξυγίανσης έχουν όσο είναι δυνατόν παρόμοιες εξουσίες, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τα αποτελέσματά τους.

4.Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, όταν οι αρχές εξυγίανσης ασκούν τις εξουσίες που ορίζονται στην παράγραφο 3, εφαρμόζονται στα επηρεαζόμενα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των μετόχων, των πιστωτών, των κατόχων ασφαλιστηρίων συμβολαίων και των αντισυμβαλλομένων, οι διασφαλίσεις του κεφαλαίου V της παρούσας οδηγίας ή διασφαλίσεις που παράγουν ταυτόσημο αποτέλεσμα.

Άρθρο 41

Επικουρικές εξουσίες

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης, κατά την άσκηση μιας εξουσίας εξυγίανσης, έχουν την εξουσία να προβαίνουν σε όλες τις ακόλουθες ενέργειες:

α)με την επιφύλαξη του άρθρου 58, να μεριμνούν ώστε η μεταβίβαση να πραγματοποιείται απαλλαγμένη από κάθε υποχρέωση ή επιβάρυνση επί των μεταβιβαζόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων, δικαιωμάτων, στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού·

β)να αίρουν τα δικαιώματα απόκτησης πρόσθετων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

γ)να απαιτούν από τη σχετική αρχή να διακόπτει ή να αναστέλλει την αποδοχή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, ή την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων σε χρηματιστήριο αξιών, σύμφωνα με την οδηγία 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 34 ·

δ)να προβλέπουν τη μεταχείριση του αποδέκτη σαν να ήταν η επιχείρηση υπό εξυγίανση για τους σκοπούς οποιωνδήποτε δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, ή ενεργειών στις οποίες έχει προβεί η επιχείρηση υπό εξυγίανση, συμπεριλαμβανομένων, με την επιφύλαξη της εφαρμογής του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων και του εργαλείου μεταβατικής επιχείρησης που αναφέρονται στα άρθρα 31 και 32, των δικαιωμάτων ή των υποχρεώσεων που αφορούν τη συμμετοχή σε υποδομές αγοράς·

ε)να απαιτούν από την επιχείρηση υπό εξυγίανση ή τον αποδέκτη να παρέχουν αμοιβαία πληροφορίες και συνδρομή·

στ)να ακυρώνουν ή να τροποποιούν τις ρήτρες μιας σύμβασης στην οποία είναι μέρος η επιχείρηση υπό εξυγίανση ή να την υποκαθιστούν με έναν αποδέκτη ως συμβαλλόμενο μέρος·

ζ)να μεταβιβάζουν τυχόν δικαιώματα αντασφάλισης που καλύπτουν μεταβιβασθείσες απαιτήσεις εξ ασφαλίσεως χωρίς τη συγκατάθεση της αντασφαλιστικής επιχείρησης, όταν η αρχή εξυγίανσης μεταβιβάζει, εν όλω ή εν μέρει, στοιχεία ενεργητικού και παθητικού της υπό εξυγίανση επιχείρησης σε άλλη οντότητα.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α), κάθε δικαίωμα αποζημίωσης που παρέχεται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία δεν θεωρείται υποχρέωση ή επιβάρυνση.

2.Οι αρχές εξυγίανσης ασκούν τις εξουσίες που καθορίζονται στην παράγραφο 1, όταν κρίνουν ότι η άσκηση αυτή ενδείκνυνται για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα μιας δράσης εξυγίανσης ή να επιτευχθεί ένας ή περισσότεροι στόχοι εξυγίανσης.

3.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης που ασκούν μια εξουσία εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να προβλέπουν τη συνέχιση των ρυθμίσεων που είναι αναγκαίες προκειμένου η δράση εξυγίανσης να είναι αποτελεσματική και, κατά περίπτωση, να διασφαλίζεται ότι ο αποδέκτης είναι σε θέση να ασκήσει τις δραστηριότητες που του μεταβιβάστηκαν. Αυτή η συνέχιση των ρυθμίσεων περιλαμβάνει συγκεκριμένα:

α)τη συνέχεια των συμβάσεων που έχει συνάψει η επιχείρηση υπό εξυγίανση, προκειμένου ο αποδέκτης να αναλάβει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της επιχείρησης υπό εξυγίανση που αφορούν κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, δικαίωμα, στοιχείο ενεργητικού ή υποχρέωση που έχει μεταβιβαστεί, και να υποκαταστήσει την επιχείρηση υπό εξυγίανση, ρητά ή σιωπηρά, σε όλα τα σχετικά συμβατικά έγγραφα·

β)την υποκατάσταση της επιχείρησης υπό εξυγίανση από τον αποδέκτη σε κάθε δικαστική διαδικασία που αφορά κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, δικαίωμα, στοιχείο ενεργητικού ή παθητικού που έχει μεταβιβαστεί.

4.Οι εξουσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ) και στην παράγραφο 3 στοιχείο β) δεν θίγουν τα ακόλουθα:

α)το δικαίωμα ενός υπαλλήλου της επιχείρησης υπό εξυγίανση να καταγγείλει μια σύμβαση εργασίας·

β)με την επιφύλαξη των άρθρων 47, 48 και 49, κάθε δικαίωμα ενός μέρους μιας σύμβασης να ασκήσει δικαιώματα βάσει της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να την καταγγείλει, εφόσον το δικαιούται, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, λόγω πράξης ή παράλειψης από την επιχείρηση υπό εξυγίανση, πριν από τη σχετική μεταβίβαση, ή από τον αποδέκτη, μετά την ολοκλήρωση της σχετικής μεταβίβασης.

Άρθρο 42

Ειδική διαχείριση

1.Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να μπορούν να διορίσουν ειδικό διαχειριστή προς αντικατάσταση του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου της επιχείρησης υπό εξυγίανση. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν περαιτέρω ότι ο ειδικός διαχειριστής διαθέτει τα προσόντα, τις ικανότητες και τις γνώσεις που απαιτούνται για να ασκήσει τα καθήκοντά του.

2.Ο ειδικός διαχειριστής διαθέτει όλες τις εξουσίες των μετόχων και του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. Ο ειδικός διαχειριστής ασκεί τις εξουσίες αυτές μόνον υπό τον έλεγχο της αρχής εξυγίανσης. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να περιορίζει τις ενέργειες του ειδικού διαχειριστή ή να απαιτεί προηγούμενη συγκατάθεση για ορισμένες πράξεις.

Οι αρχές εξυγίανσης γνωστοποιούν στο κοινό τον διορισμό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και τους όρους και τις προϋποθέσεις που συνοδεύουν τον εν λόγω διορισμό.

3.Ο ειδικός διαχειριστής έχει το νόμιμο καθήκον να λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο για την προώθηση των στόχων εξυγίανσης του άρθρου 18 και την εφαρμογή δράσεων εξυγίανσης που αναλαμβάνονται από την αρχή εξυγίανσης. Σε περίπτωση ασυμφωνίας ή σύγκρουσης με οποιοδήποτε άλλο καθήκον διαχείρισης που προβλέπεται στο καταστατικό της επιχείρησης ή στο εθνικό δίκαιο, το εν λόγω νόμιμο καθήκον υπερισχύει άλλου τέτοιου καθήκοντος.

4.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο ειδικός διαχειριστής καταρτίζει εκθέσεις για την αρχή εξυγίανσης που τον διόρισε ανά τακτά διαστήματα τα οποία ορίζονται από την αρχή εξυγίανσης, καθώς και κατά την έναρξη και τη λήξη της θητείας του. Οι εν λόγω εκθέσεις περιγράφουν λεπτομερώς την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης υπό εξυγίανση και αναφέρουν τους λόγους για τα ληφθέντα μέτρα.

5.Η αρχή εξυγίανσης δύναται να απομακρύνει τον ειδικό διαχειριστή ανά πάσα στιγμή.

Άρθρο 43

Εξουσία απαίτησης παροχής επιχειρησιακών υπηρεσιών και εγκαταστάσεων

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να απαιτούν από μια επιχείρηση υπό εξυγίανση, ή από οποιαδήποτε οντότητα του ομίλου της, να παρέχει τις επιχειρησιακές υπηρεσίες ή τις εγκαταστάσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου ο αποδέκτης να είναι σε θέση να ασκεί αποτελεσματικά τις δραστηριότητες που του μεταβιβάστηκαν, μεταξύ άλλων όταν η επιχείρηση υπό εξυγίανση ή σχετική οντότητα του ομίλου έχει τεθεί σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

2.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσής τους έχουν εξουσίες ώστε να επιβάλλουν την τήρηση υποχρεώσεων που έχουν επιβληθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 1, από αρχές εξυγίανσης άλλων κρατών μελών, σε οντότητες ομίλου εγκατεστημένες στην επικράτειά τους.

3.Οι παρεχόμενες σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 επιχειρησιακές υπηρεσίες και εγκαταστάσεις παρέχονται υπό τους ακόλουθους όρους:

α)σε περίπτωση που οι επιχειρησιακές υπηρεσίες και εγκαταστάσεις παρασχέθηκαν στην επιχείρηση υπό εξυγίανση στο πλαίσιο συμφωνίας πριν από την ανάληψη της δράσης εξυγίανσης, υπό τους ιδίους όρους καθ’ όλη τη διάρκεια της συμφωνίας·

β)σε περίπτωση που δεν υφίσταται συμφωνία ή που η συμφωνία έχει λήξει, υπό εύλογους όρους.

Άρθρο 44

Εξουσία επιβολής της εφαρμογής μέτρων διαχείρισης κρίσεων από άλλα κράτη μέλη

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν μια μεταβίβαση μετοχών, άλλων μέσων ιδιοκτησίας ή στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων περιλαμβάνει στοιχεία ενεργητικού που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο της αρχής εξυγίανσης ή περιλαμβάνει δικαιώματα ή υποχρεώσεις που υπόκεινται στο δίκαιο άλλου κράτους μέλους από εκείνο της αρχής εξυγίανσης, η μεταβίβαση παράγει έννομα αποτελέσματα στο πλαίσιο ή βάσει του δικαίου του εν λόγω άλλου κράτους μέλους.

2.Τα κράτη μέλη παρέχουν στην αρχή εξυγίανσης, που έχει πραγματοποιήσει ή σκοπεύει να πραγματοποιήσει τη μεταβίβαση, κάθε εύλογη βοήθεια, προκειμένου να διασφαλιστεί η μεταβίβαση στον αποδέκτη των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας ή στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σύμφωνα με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις του εθνικού δικαίου.

3.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μέτοχοι, οι πιστωτές και τα τρίτα μέρη που θίγονται από τη μεταβίβαση μετοχών, άλλων μέσων ιδιοκτησίας, στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν δικαιούνται να εμποδίζουν, να αμφισβητούν ή να ακυρώνουν με ένδικα μέσα τη μεταβίβαση βάσει διάταξης του δικαίου του κράτους μέλους όπου βρίσκονται τα στοιχεία ενεργητικού ή βάσει του δικαίου που διέπει τις μετοχές, τα άλλα μέσα ιδιοκτησίας, τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις.

4.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αξία των κεφαλαιακών μέσων, των χρεωστικών μέσων ή άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων μειώνεται, ή ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις ή μέσα μετατρέπονται, σύμφωνα με την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής από αρχή εξυγίανσης άλλου κράτους μέλους σε επιχείρηση υπό εξυγίανση, όταν οι σχετικές υποχρεώσεις ή μέσα:

α)διέπονται από το δίκαιο άλλου κράτους μέλους από εκείνο της αρχής εξυγίανσης που άσκησε τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής·

β)οφείλονται σε πιστωτές που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο της αρχής εξυγίανσης που άσκησε τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής.

5.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πιστωτές που θίγονται από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής που αναφέρονται στην παράγραφο 4 δεν δικαιούνται να αμφισβητούν, με ένδικα μέσα, τη μείωση της αξίας του μέσου ή της υποχρέωσης ή τη μετατροπή τους, ανάλογα με την περίπτωση, βάσει οποιασδήποτε διάταξης του δικαίου άλλου κράτους μέλους από εκείνο της αρχής εξυγίανσης που άσκησε τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής.

6.Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει τον προσδιορισμό όλων των κατωτέρω στοιχείων σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους της αρχής εξυγίανσης:

α)το δικαίωμα των μετόχων, των πιστωτών και των τρίτων μερών να αμφισβητούν με κατάθεση προσφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 65, μια μεταβίβαση μετοχών, άλλων μέσων ιδιοκτησίας, στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου·

β)το δικαίωμα των πιστωτών να αμφισβητούν με κατάθεση προσφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 65, τη μείωση της αξίας ή τη μετατροπή ενός μέσου ή μιας υποχρέωσης που καλύπτεται από την παράγραφο 4 στοιχείο α) ή β) του παρόντος άρθρου·

γ)τις διασφαλίσεις για τις εν μέρει μεταβιβάσεις, όπως αναφέρονται στο κεφάλαιο V, όσον αφορά τα στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις, που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 45

Εξουσία όσον αφορά τα στοιχεία ενεργητικού, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις, τις μετοχές και άλλα μέσα ιδιοκτησίας που βρίσκονται σε τρίτες χώρες

1.Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, σε περιπτώσεις όπου η δράση εξυγίανσης συνεπάγεται ενέργειες όσον αφορά στοιχεία ενεργητικού που βρίσκονται σε τρίτη χώρα ή μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας, οι αρχές εξυγίανσης δύνανται να απαιτούν:

α)από το πρόσωπο που ασκεί έλεγχο επί της υπό εξυγίανση επιχείρησης και τον αποδέκτη να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι η δράση εξυγίανσης παράγει αποτελέσματα·

β)από το πρόσωπο που ασκεί έλεγχο επί της υπό εξυγίανση επιχείρησης να διακρατεί τις μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, τα στοιχεία ενεργητικού ή τα δικαιώματα ή να εξοφλεί τις υποχρεώσεις εξ ονόματος του αποδέκτη έως ότου η δράση εξυγίανσης παραγάγει αποτελέσματα·

γ)τα εύλογα έξοδα του αποδέκτη, τα οποία προκύπτουν κανονικά κατά την εκτέλεση οποιασδήποτε απαιτούμενης ενέργειας βάσει των στοιχείων α) και β), να καλύπτονται με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 5.

2.Προκειμένου να διευκολυνθεί η ενδεχόμενη δράση σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) να συμπεριλαμβάνουν στις σχετικές συμφωνίες συμβατικούς όρους με τους οποίους οι μέτοχοι, οι πιστωτές ή τα μέρη της συμφωνίας που δημιουργεί την υποχρέωση αναγνωρίζουν ότι η υποχρέωση ενδέχεται να αποτελέσει αντικείμενο άσκησης των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής και συμφωνούν να δεσμεύονται από κάθε μείωση της αξίας ή του οφειλόμενου ανεξόφλητου υπόλοιπου, μετατροπή ή ακύρωση, που πραγματοποιείται από μια αρχή εξυγίανσης κατά την άσκηση των εν λόγω εξουσιών.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτούν από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) να παρέχουν στις εν λόγω αρχές εξυγίανσης αιτιολογημένη νομική γνώμη ανεξάρτητου νομικού εμπειρογνώμονα που επιβεβαιώνει τη νόμιμη εκτελεστότητα και την αποτελεσματικότητα αυτών των συμβατικών όρων.

3.Όταν η αρχή εξυγίανσης εκτιμά ότι, παρόλο που ελήφθησαν όλα τα αναγκαία μέτρα από το πρόσωπο που ασκεί έλεγχο επί της επιχείρησης υπό εξυγίανση σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α), η δράση εξυγίανσης είναι άκρως απίθανο να παραγάγει αποτελέσματα σε σχέση με στοιχεία ενεργητικού που βρίσκονται σε τρίτη χώρα ή σε σχέση με μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας, η αρχή εξυγίανσης δεν προβαίνει στη δράση εξυγίανσης. Εάν η αρχή εξυγίανσης έχει ήδη δώσει εντολή για τη δράση εξυγίανσης, η εντολή αυτή είναι άκυρη όσον αφορά τα συγκεκριμένα στοιχεία ενεργητικού, μετοχές, μέσα ιδιοκτησίας, δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

Άρθρο 46

Εξαίρεση ορισμένων συμβατικών όρων

1.Οποιοδήποτε μέτρο πρόληψης κρίσεων ή μέτρο διαχείρισης κρίσεων λαμβάνεται σχετικά με μία οντότητα, συμπεριλαμβανομένης της επέλευσης οποιουδήποτε γεγονότος άμεσα συνδεόμενου με την εφαρμογή αυτού του μέτρου, δεν θεωρείται αφ’ εαυτού, σε πλαίσιο σύμβασης που έχει συνάψει η οικεία οντότητα, ότι συνιστά γεγονός που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση κατά την έννοια της οδηγίας 2002/47/ΕΚ ή διαδικασία αφερεγγυότητας κατά την έννοια της οδηγίας 98/26/ΕΚ, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης, καθώς και η παροχή εξασφάλισης.

Επιπροσθέτως, ένα μέτρο πρόληψης κρίσεων ή μέτρο διαχείρισης κρίσεων δεν θεωρείται αφ’ εαυτού ότι συνιστά γεγονός που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση κατά την έννοια της οδηγίας 2002/47/ΕΚ ή ως διαδικασία αφερεγγυότητας κατά την έννοια της οδηγίας 98/26/ΕΚ στο πλαίσιο σύμβασης που συνάφθηκε από:

α)θυγατρική, όταν η μητρική επιχείρηση ή οποιαδήποτε οντότητα του ομίλου εγγυάται ή υποστηρίζει με άλλο τρόπο τις υποχρεώσεις βάσει της εν λόγω σύμβασης· ή

β)οποιαδήποτε οντότητα ομίλου, όταν η σύμβαση περιλαμβάνει ρήτρες διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης.

2.Εάν οι διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 73 ή, ελλείψει τέτοιας αναγνώρισης, εάν λάβει τέτοια απόφαση η αρχή εξυγίανσης, οι διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας αποτελούν, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, μέτρο διαχείρισης κρίσεων.

3.Υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή ασφάλειας, κάθε μέτρο πρόληψης κρίσεων ή μέτρο διαχείρισης κρίσεων, συμπεριλαμβανομένης της επέλευσης οποιουδήποτε γεγονότος άμεσα συνδεόμενου με την εφαρμογή τέτοιου μέτρου, δεν παρέχει αφ’ εαυτού σε κανέναν τη δυνατότητα:

α)να ασκεί οποιοδήποτε δικαίωμα καταγγελίας, αναστολής, τροποποίησης, συμψηφισμού ή αλληλοσυμψηφισμού, μεταξύ άλλων και σχετικά με σύμβαση η οποία έχει συναφθεί από:

i)θυγατρική, και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση τελούν υπό την εγγύηση ή στηρίζονται με άλλο τρόπο από οποιαδήποτε οντότητα του ομίλου,

ii)οποιαδήποτε οντότητα του ομίλου και η σύμβαση περιλαμβάνει ρήτρες διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης·

β)να αποκτά κατοχή, να ασκεί έλεγχο ή να επιβάλλει οποιαδήποτε εγγύηση επί περιουσιακού στοιχείου της σχετικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) ή οποιασδήποτε οντότητας του ομίλου σε σχέση με σύμβαση που περιλαμβάνει ρήτρες διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης·

γ)να θίγει οποιαδήποτε συμβατικά δικαιώματα της σχετικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) ή οποιασδήποτε οντότητας του ομίλου σε σχέση με σύμβαση που περιλαμβάνει ρήτρες διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης.

4.Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 δεν θίγουν το δικαίωμα προσώπου να αναλάβει δράση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχείο α), β) ή γ), σε περίπτωση που το δικαίωμα αυτό απορρέει από γεγονός διάφορο από το μέτρο πρόληψης κρίσεων, το μέτρο διαχείρισης κρίσεων ή οποιοδήποτε γεγονός άμεσα συνδεόμενο με την εφαρμογή τέτοιου μέτρου.

5.Αναστολή ή περιορισμός δυνάμει των άρθρων 47 ή 48 δεν συνιστά αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 3 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 49 παράγραφος 1.

6.Οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στο παρόν άρθρο θεωρούνται υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 35 .

Άρθρο 47

Εξουσία αναστολής ορισμένων υποχρεώσεων

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να αναστέλλουν οποιεσδήποτε υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης απορρέουν από σύμβαση στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος επιχείρηση υπό εξυγίανση από τη δημοσίευση της κοινοποίησης αναστολής, σύμφωνα με το άρθρο 63 παράγραφος 3, έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρχή εξυγίανσης της επιχείρησης υπό εξυγίανση.

2.Υποχρέωση πληρωμής ή παράδοσης που θα καθίστατο απαιτητή εντός της περιόδου αναστολής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 καθίσταται απαιτητή αμέσως μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής.

3.Εάν οι συμβατικές υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης επιχείρησης υπό εξυγίανση αναστέλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης των αντισυμβαλλομένων της εν λόγω επιχείρησης στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής αναστέλλονται για το ίδιο χρονικό διάστημα.

4.Καμία αναστολή βάσει της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζεται σε υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης έναντι των ακόλουθων:

α)συστημάτων και φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ·

β)κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και κεντρικών αντισυμβαλλόμενων τρίτης χώρας αναγνωρισμένων από την ESMA σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω κανονισμού.

5.Κατά την άσκηση εξουσίας δυνάμει του παρόντος άρθρου, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο που ενδέχεται να έχει η άσκηση της εξουσίας αυτής.

Οι αρχές εξυγίανσης καθορίζουν το πεδίο εφαρμογής αυτής της εξουσίας, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις κάθε περίπτωσης.

Άρθρο 48

Εξουσία περιορισμού της αναγκαστικής εκτέλεσης συμφωνιών παροχής ασφάλειας

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να περιορίζουν το δικαίωμα των εξασφαλισμένων πιστωτών μιας επιχείρησης υπό εξυγίανση να προβαίνουν σε αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας όσον αφορά οποιαδήποτε στοιχεία ενεργητικού της εν λόγω υπό εξυγίανση επιχείρησης από τη στιγμή της δημοσίευσης της κοινοποίησης περιορισμού, σύμφωνα με το άρθρο 63 παράγραφος 3, έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρχή εξυγίανσης της επιχείρησης υπό εξυγίανση.

2.Κανένας περιορισμός βάσει της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζεται σε:

α)παροχή ασφάλειας έναντι συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται για τους σκοπούς της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

β)κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτης χώρας αναγνωρισμένους από την ESMA σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω κανονισμού.

3.Στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται το άρθρο 60, οι αρχές εξυγίανσης μεριμνούν ώστε οι τυχόν περιορισμοί που επιβάλλονται δυνάμει της εξουσίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου να εφαρμόζονται με συνέπεια για όλες τις οντότητες ομίλου έναντι των οποίων αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης.

Άρθρο 49

Εξουσία προσωρινής αναστολής των δικαιωμάτων καταγγελίας

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να αναστέλλουν τα δικαιώματα καταγγελίας οποιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους βάσει μιας σύμβασης με επιχείρηση υπό εξυγίανση, από τη στιγμή της δημοσίευσης της κοινοποίησης περιορισμού, σύμφωνα με το άρθρο 63 παράγραφος 3, έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρχή εξυγίανσης της επιχείρησης υπό εξυγίανση, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή εξασφάλισης.

2.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να αναστέλλουν τα δικαιώματα καταγγελίας οποιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους σύμβασης με θυγατρική επιχείρησης υπό εξυγίανση εφόσον ισχύει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)οι υποχρεώσεις βάσει της εν λόγω σύμβασης είναι εγγυημένες ή με άλλον τρόπο υποστηριζόμενες από την επιχείρηση υπό εξυγίανση·

β)τα δικαιώματα καταγγελίας βάσει της εν λόγω σύμβασης στηρίζονται μόνο στην αφερεγγυότητα ή τη χρηματοοικονομική κατάσταση της επιχείρησης υπό εξυγίανση·

γ)σε περίπτωση που έχει ασκηθεί ή ενδέχεται να ασκηθεί εξουσία μεταβίβασης σε σχέση με την υπό εξυγίανση επιχείρηση, είτε

i)όλα τα στοιχεία ενεργητικού και οι υποχρεώσεις της θυγατρικής που σχετίζεται με την εν λόγω σύμβαση έχουν μεταβιβαστεί ή ενδέχεται να μεταβιβαστούν και να αναληφθούν από τον αποδέκτη, ή

ii)η αρχή εξυγίανσης παρέχει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο επαρκή προστασία αυτών των υποχρεώσεων.

Η αναστολή των δικαιωμάτων καταγγελίας ισχύει από τη δημοσίευση της κοινοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 63 παράγραφος 3, έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η θυγατρική της επιχείρησης υπό εξυγίανση.

3.Καμία αναστολή βάσει της παραγράφου 1 ή 2 δεν εφαρμόζεται σε:

α)συστήματα ή φορείς εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται για τους σκοπούς της οδηγίας 98/26/ΕΚ· ή

β)κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτης χώρας αναγνωρισμένους από την ESMA σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω κανονισμού.

4.Ένα πρόσωπο μπορεί να ασκήσει δικαίωμα καταγγελίας στο πλαίσιο σύμβασης πριν από το τέλος της περιόδου που αναφέρεται στις παραγράφους 1 ή 2, εάν το πρόσωπο αυτό λάβει κοινοποίηση από την αρχή εξυγίανσης ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη σύμβαση:

α)δεν μεταβιβάζονται σε άλλη οντότητα· ή

β)δεν υπόκεινται σε απομείωση ή μετατροπή σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 1 στοιχείο α).

5.Σε περίπτωση που αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία που προβλέπεται στις παραγράφους 1 ή 2 του παρόντος άρθρου για να αναστείλει δικαιώματα καταγγελίας, και σε περίπτωση που δεν έχει επιδοθεί κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, αυτά τα δικαιώματα καταγγελίας μπορούν να ασκηθούν από τη λήξη της περιόδου αναστολής, με την επιφύλαξη του άρθρου 46, ως εξής:

α)εάν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη σύμβαση έχουν μεταβιβασθεί σε άλλη οντότητα, ένας αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ασκήσει δικαιώματα καταγγελίας, σύμφωνα με τους όρους της σχετικής σύμβασης, μόνο σε περίπτωση επέλευσης οποιουδήποτε συνεχιζόμενου ή μεταγενέστερου γεγονότος που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση εκ μέρους του αποδέκτη·

β)εάν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη σύμβαση παραμένουν στην επιχείρηση υπό εξυγίανση, και η αρχή εξυγίανσης δεν έχει εφαρμόσει στη σύμβαση αυτή το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής για τον σκοπό που προβλέπεται στο άρθρο 34 παράγραφος 1 στοιχείο α), ένας αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα καταγγελίας σύμφωνα με τους όρους της εν λόγω σύμβασης κατά τη λήξη της περιόδου αναστολής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 50

Συμβατική αναγνώριση εξουσιών αναστολής της εξυγίανσης

1.Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) να συμπεριλάβουν σε κάθε χρηματοπιστωτική σύμβαση στην οποία εισέρχονται και η οποία διέπεται από το δίκαιο τρίτης χώρας, όρους με τους οποίους τα μέρη αναγνωρίζουν ότι η χρηματοπιστωτική σύμβαση μπορεί να υπόκειται στην άσκηση εξουσιών από την αρχή εξυγίανσης για την αναστολή ή τον περιορισμό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων δυνάμει των άρθρων 47, 48 και 49, και αναγνωρίζουν ότι δεσμεύονται από τις απαιτήσεις του άρθρου 46.

2.Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να απαιτούν από τις τελικές μητρικές επιχειρήσεις να διασφαλίζουν ότι οι οικείες θυγατρικές τρίτης χώρας, οι οποίες είναι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε), περιλαμβάνουν, στις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, όρους ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η άσκηση της εξουσίας της αρχής εξυγίανσης να αναστέλλει ή να περιορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της τελικής μητρικής επιχείρησης, σύμφωνα με την παράγραφο 1, να αποτελεί έγκυρο λόγο για την άσκηση δικαιώματος πρόωρης καταγγελίας, αναστολής, τροποποίησης, συμψηφισμού ή αλληλοσυμψηφισμού, ή για την αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας για τις εν λόγω συμβάσεις.

3.Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται σε κάθε χρηματοπιστωτική σύμβαση, η οποία:

α)δημιουργεί νέα υποχρέωση, ή τροποποιεί ουσιωδώς υπάρχουσα υποχρέωση, μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων που εκδίδονται σε εθνικό επίπεδο για τη μεταφορά του παρόντος άρθρου στο εσωτερικό δίκαιο·

β)προβλέπει την άσκηση ενός ή περισσοτέρων δικαιωμάτων καταγγελίας ή δικαιωμάτων αναγκαστικής εκτέλεσης συμφωνιών παροχής ασφάλειας, στα οποία θα εφαρμόζονταν τα άρθρα 46, 47, 48 ή 49, αν η χρηματοπιστωτική σύμβαση διεπόταν από το δίκαιο κράτους μέλους.

4.Το γεγονός ότι μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) δεν περιλαμβάνει στις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις της τους συμβατικούς όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν εμποδίζει την αρχή εξυγίανσης να ασκεί τις εξουσίες που αναφέρονται στα άρθρα 46, 47, 48 ή 49 σε σχέση με την εν λόγω χρηματοπιστωτική σύμβαση.

5.Η EIOPA καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει το περιεχόμενο του συμβατικού όρου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, λαμβάνοντας υπόψη τα διαφορετικά επιχειρηματικά μοντέλα των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και οντοτήτων.

Η EIOPA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων — να προστεθεί ημερομηνία 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος].

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Άρθρο 51

Εξουσία προσωρινής αναστολής των δικαιωμάτων εξαγοράς

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης έχουν την εξουσία να περιορίζουν ή να αναστέλλουν προσωρινά τα δικαιώματα εξαγοράς των αντισυμβαλλομένων σε σχέση με ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής που έχουν συναφθεί από την υπό εξυγίανση επιχείρηση, υπό την προϋπόθεση ότι εξακολουθούν να εκπληρώνονται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τις συμβάσεις, και ιδίως οι υποχρεώσεις πληρωμής προς όφελος των αντισυμβαλλομένων, των δικαιούχων ή των ζημιωθέντων.

2.Η εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 χρησιμοποιείται μόνο για όσο διάστημα είναι αναγκαίο προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή ενός ή περισσότερων από τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3. Η εξουσία αυτή ισχύει για το χρονικό διάστημα που καθορίζεται στην ανακοίνωση αναστολής που δημοσιεύεται σύμφωνα με το άρθρο 63 παράγραφος 3.

Άρθρο 52

Άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης

1.Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης είναι σε θέση να ασκούν τον έλεγχο της επιχείρησης υπό εξυγίανση, ώστε:

α)να διευθύνουν και να ασκούν τις δραστηριότητες και τις υπηρεσίες της υπό εξυγίανση επιχείρησης με όλες τις εξουσίες των μετόχων της και του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου·

β)να διαχειρίζονται και να διαθέτουν τα στοιχεία ενεργητικού και την περιουσία της επιχείρησης υπό εξυγίανση.

Ο έλεγχος που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να ασκείται άμεσα από την αρχή εξυγίανσης ή έμμεσα μέσω προσώπου ή προσώπων που διορίζονται από την αρχή εξυγίανσης. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα δικαιώματα ψήφου που αντιστοιχούν σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας της υπό εξυγίανση επιχείρησης να μην μπορούν να ασκηθούν κατά τη διάρκεια της περιόδου εξυγίανσης.

2.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης, με την επιφύλαξη του δικαιώματος προσφυγής που αναφέρεται στο άρθρο 65 παράγραφος 1, είναι σε θέση να αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης με εκτελεστική διάταξη σύμφωνα με τις εθνικές διοικητικές αρμοδιότητες και διαδικασίες, χωρίς να ασκούν έλεγχο στην επιχείρηση υπό εξυγίανση.

3.Οι αρχές εξυγίανσης αποφασίζουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά πόσον είναι σκόπιμο να εκτελέσουν τη δράση εξυγίανσης με τα μέσα που καθορίζονται στην παράγραφο 1 ή στην παράγραφο 2, έχοντας υπόψη τους στόχους της εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 18 και τις γενικές αρχές που διέπουν την εξυγίανση και αναφέρονται στο άρθρο 22, τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υπό εξυγίανση επιχείρησης και την ανάγκη να διευκολύνεται η αποτελεσματική εξυγίανση διασυνοριακών ομίλων.

4.Οι αρχές εξυγίανσης δεν θεωρούνται σκιώδεις διευθυντές ή de facto διευθυντές δυνάμει των εθνικών δικαίων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
Διασφαλίσεις

Άρθρο 53

Μεταχείριση των μετόχων και των πιστωτών σε περίπτωση εν μέρει μεταβιβάσεων και εφαρμογής του εργαλείου απομείωσης ή μετατροπής

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν έχει εφαρμοστεί ένα ή περισσότερα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3, εκτός της περίπτωσης που περιγράφεται στο δεύτερο εδάφιο, και σε περίπτωση που οι αρχές εξυγίανσης μεταβιβάζουν μόνο μέρη των δικαιωμάτων, στοιχείων ενεργητικού και υποχρεώσεων της επιχείρησης υπό εξυγίανση, οι μέτοχοι και οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις δεν έχουν μεταβιβαστεί, λαμβάνουν προς ικανοποίηση των απαιτήσεών τους τουλάχιστον όσα θα είχαν λάβει εάν η επιχείρηση υπό εξυγίανση είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 62.

2.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν έχει εφαρμοστεί ένα ή περισσότερα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 και σε περίπτωση που οι αρχές εξυγίανσης εφαρμόζουν το εργαλείο απομείωσης ή μετατροπής, οι μέτοχοι και οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί σε μετοχικό κεφάλαιο δεν υφίστανται μεγαλύτερες ζημίες από όσες θα υφίσταντο εάν η επιχείρηση υπό εξυγίανση είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 62.

Άρθρο 54

Αποτίμηση της διαφοράς ως προς τη μεταχείριση

1.Προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον οι μέτοχοι και οι πιστωτές θα είχαν τύχει καλύτερης μεταχείρισης εάν η υπό εξυγίανση επιχείρηση είχε τεθεί υπό κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας, τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη διενέργεια αποτίμησης από ανεξάρτητο πρόσωπο όσο το δυνατόν συντομότερα μετά την υλοποίηση της δράσης ή των δράσεων εξυγίανσης. Η εν λόγω αποτίμηση είναι χωριστή από την αποτίμηση που διενεργείται βάσει του άρθρου 23.

2.Με την αποτίμηση της παραγράφου 1 προσδιορίζεται:

α)η μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές, ή τα οικεία συστήματα εγγύησης ασφάλισης εάν η επιχείρηση υπό εξυγίανση, σε σχέση με την οποία έχει πραγματοποιηθεί η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης, είχε τεθεί υπό κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 62·

β)η πραγματική μεταχείριση της οποίας έτυχαν οι μέτοχοι και οι πιστωτές κατά την εξυγίανση της επιχείρησης υπό εξυγίανση·

γ)αν υπάρχει κάποια διαφορά μεταξύ της μεταχείρισης που αναφέρεται στο στοιχείο α) και της μεταχείρισης που αναφέρεται στο στοιχείο β).

3.Η αποτίμηση:

α)βασίζεται στην παραδοχή ότι η επιχείρηση υπό εξυγίανση, στην οποία έχει πραγματοποιηθεί η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης, θα είχε τεθεί υπό κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 62·

β)βασίζεται στην παραδοχή ότι η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης δεν έχουν πραγματοποιηθεί·

γ)δεν λαμβάνει υπόψη οποιαδήποτε χορήγηση έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης στην επιχείρηση υπό εξυγίανση.

4.Η EIOPA μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τη μεθοδολογία για τη διενέργεια της αποτίμησης του παρόντος άρθρου, ιδίως δε τη μεθοδολογία προκειμένου να αποτιμηθεί η μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές εάν η επιχείρηση υπό εξυγίανση είχε τεθεί υπό διαδικασία αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 62.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Άρθρο 55

Διασφάλιση για τους μετόχους και τους πιστωτές

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εάν με την αποτίμηση που διενεργείται βάσει του άρθρου 54 προσδιοριστεί ότι οποιοσδήποτε μέτοχος ή πιστωτής που αναφέρεται στο άρθρο 53, ή, κατά περίπτωση, το σύστημα εγγύησης ασφάλισης σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, έχει υποστεί μεγαλύτερες ζημίες από όσες θα υφίστατο κατά την εκκαθάριση υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, δικαιούται την καταβολή της διαφοράς.

Άρθρο 56

Διασφαλίσεις για τους αντισυμβαλλομένους στις μεταβιβάσεις εν μέρει

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν κατάλληλη προστασία των ακόλουθων συμφωνιών και των αντισυμβαλλομένων στις ακόλουθες συμφωνίες:

α)συμφωνίες εγγυοδοσίας, βάσει των οποίων ένα πρόσωπο έχει, λόγω εγγύησης, υπάρχον ή ενδεχόμενο συμφέρον στα στοιχεία ενεργητικού ή δικαιώματα που αποτελούν αντικείμενο μεταβίβασης, ανεξαρτήτως του αν το εν λόγω συμφέρον εξασφαλίζεται με συγκεκριμένα στοιχεία ενεργητικού ή δικαιώματα ή με κυμαινόμενες επιβαρύνσεις ή παρεμφερή ρύθμιση·

β)συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, βάσει των οποίων παρέχονται εξασφαλίσεις για την εξασφάλιση ή την κάλυψη της εκτέλεσης συγκεκριμένων υποχρεώσεων, με τη μεταβίβαση της πλήρους κυριότητας των στοιχείων ενεργητικού από τον ασφαλειοδότη στον ασφαλειολήπτη, υπό όρους που προβλέπουν τη μεταβίβαση των στοιχείων ενεργητικού από τον ασφαλειολήπτη εάν εκτελεστούν αυτές οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις·

γ)συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού βάσει των οποίων δύο ή περισσότερες απαιτήσεις ή υποχρεώσεις μεταξύ της επιχείρησης υπό εξυγίανση και ενός αντισυμβαλλομένου συμψηφίζονται η μία με την άλλη·

δ)συμφωνίες συμψηφισμού·

ε)πολιτικές που συνδυάζουν ασφάλιση ζωής με επενδύσεις ή άλλα χαρτοφυλάκια κλειστής διάρθρωσης·

στ)συμφωνίες αντασφάλισης·

ζ)συμφωνίες δομημένης χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των τιτλοποιήσεων και των μέσων που χρησιμοποιούνται για λόγους αντιστάθμισης κινδύνων, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συνολικών στοιχείων κάλυψης και, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εξασφαλίζονται, οι οποίες συνεπάγονται την παροχή και την κατοχή εγγύησης από συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας ή θεματοφύλακα, αντιπρόσωπο ή αντίκλητο.

Η μορφή προστασίας που είναι κατάλληλη, για τις κατηγορίες συμφωνιών που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως στ) της παρούσας παραγράφου, επιλέγεται σύμφωνα με τα άρθρα 57 έως 60.

2.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η προστασία που προβλέπεται στην παράγραφο 1 εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιστάσεις:

α)μια αρχή εξυγίανσης μεταβιβάζει ορισμένα αλλά όχι όλα τα στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις μιας επιχείρησης υπό εξυγίανση σε άλλη οντότητα ή, κατά την εφαρμογή ενός εργαλείου εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 3, από μια μεταβατική επιχείρηση ή φορέα διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού σε άλλο πρόσωπο·

β)μια αρχή εξυγίανσης ασκεί τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 41 παράγραφος 1 στοιχείο στ).

3.Η απαίτηση της παραγράφου 1 εφαρμόζεται ανεξάρτητα από τον αριθμό των μερών που συμμετέχουν στις συμφωνίες και από το αν οι συμφωνίες:

α)δημιουργούνται από σύμβαση, καταπιστεύματα ή άλλα μέσα, ή απορρέουν αυτομάτως από την εφαρμογή του νόμου·

β)απορρέουν ή διέπονται, εν όλω ή εν μέρει, από νομοθεσία άλλου κράτους μέλους.

Άρθρο 57

Προστασία των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, αλληλοσυμψηφισμού και συμψηφισμού, και αντασφάλισης

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι παρέχεται κατάλληλη προστασία για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, τις συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού και συμψηφισμού και τις συμφωνίες αντασφάλισης, ώστε να εμποδίζεται η μεταβίβαση ορισμένων αλλά όχι όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προστατεύονται από συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, συμφωνία αλληλοσυμψηφισμού, συμφωνία συμψηφισμού ή συμφωνία αντασφάλισης μεταξύ της επιχείρησης υπό εξυγίανση και άλλου προσώπου, και η τροποποίηση ή η καταγγελία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προστατεύονται από την εν λόγω συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, συμφωνία αλληλοσυμψηφισμού, συμφωνία συμψηφισμού ή συμφωνία αντασφάλισης μέσω της άσκησης επικουρικών εξουσιών.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται ως προστατευμένα βάσει συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, συμφωνίας αλληλοσυμψηφισμού και συμψηφισμού και συμφωνίας αντασφάλισης εάν τα μέρη της συμφωνίας δικαιούνται να προβούν σε αλληλοσυμψηφισμό ή συμψηφισμό των εν λόγω δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

2.Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, όταν είναι αναγκαίο για την καλύτερη επίτευξη των στόχων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 18 και ιδίως για τη διασφάλιση καλύτερης προστασίας των αντισυμβαλλομένων, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να μεταβιβάζουν, να τροποποιούν ή να καταργούν στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που αποτελούν μέρος συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, συμφωνίας αλληλοσυμψηφισμού και συμψηφισμού ή συμφωνίας αντασφάλισης.

Άρθρο 58

Προστασία των συμφωνιών εγγυοδοσίας

1.Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχει κατάλληλη προστασία για υποχρεώσεις που εξασφαλίζονται με συμφωνία εγγυοδοσίας, προκειμένου να εμποδίζεται ένα ή περισσότερα από τα εξής:

α)η μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού με τα οποία είναι εξασφαλισμένη η υποχρέωση, εκτός εάν μεταβιβάζονται επίσης η εν λόγω υποχρέωση και το όφελος της εγγύησης·

β)η μεταβίβαση εξασφαλισμένης υποχρέωσης, εκτός εάν μεταβιβάζεται επίσης και το όφελος της εγγύησης·

γ)η μεταβίβαση του οφέλους της εγγύησης, εκτός εάν μεταβιβάζεται επίσης και η εξασφαλισμένη υποχρέωση·

δ)η τροποποίηση ή η καταγγελία μιας συμφωνίας εγγυοδοσίας, μέσω της άσκησης επικουρικών εξουσιών, εάν το αποτέλεσμα της εν λόγω τροποποίησης ή καταγγελίας θα ήταν να παύσει να είναι εξασφαλισμένη η υποχρέωση.

2.Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, όταν είναι αναγκαίο για την καλύτερη επίτευξη των στόχων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 18 και ιδίως για τη διασφάλιση καλύτερης προστασίας των αντισυμβαλλομένων, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να μεταβιβάζει, να τροποποιεί ή να καταργεί στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που αποτελούν μέρος της ίδιας συμφωνίας.

Άρθρο 59

Προστασία των συμφωνιών δομημένης χρηματοδότησης και άλλων χαρτοφυλακίων κλειστής διάρθρωσης

1.Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχει κατάλληλη προστασία των συμφωνιών δομημένης χρηματοδότησης ή άλλων χαρτοφυλακίων κλειστής διάρθρωσης, περιλαμβανομένων των συμφωνιών που αναφέρονται στο άρθρο 56 παράγραφος 1 στοιχεία ε) και στ), προκειμένου να εμποδίζεται οποιοδήποτε από τα εξής:

α)η μεταβίβαση ορισμένων αλλά όχι όλων των στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συνιστούν ή αποτελούν μέρος μιας συμφωνία δομημένης χρηματοδότησης ή άλλων χαρτοφυλακίων κλειστής διάρθρωσης, περιλαμβανομένων των συμφωνιών που αναφέρονται στο άρθρο 56 παράγραφος 1 στοιχεία ε) και στ), όπου η επιχείρηση υπό εξυγίανση είναι συμβαλλόμενο μέρος·

β)η καταγγελία ή η τροποποίηση, μέσω της άσκησης επικουρικών εξουσιών των στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συνιστούν ή αποτελούν μέρος μιας συμφωνίας δομημένης χρηματοδότησης ή άλλων χαρτοφυλακίων κλειστής διάρθρωσης, περιλαμβανομένων των συμφωνιών που αναφέρονται στο άρθρο 56 παράγραφος 1 στοιχεία ε) και στ), όπου η επιχείρηση υπό εξυγίανση είναι συμβαλλόμενο μέρος.

2.Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, όταν είναι αναγκαίο για την καλύτερη επίτευξη των στόχων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 18 και ιδίως για τη διασφάλιση καλύτερης προστασίας των αντισυμβαλλομένων, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να μεταβιβάζουν, να τροποποιούν ή να καταργούν στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που αποτελούν μέρος της ίδιας συμφωνίας.

Άρθρο 60

Μεταβιβάσεις εν μέρει: προστασία των συστημάτων διαπραγμάτευσης, εκκαθάρισης και διακανονισμού

1.Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η εφαρμογή εργαλείου εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 να μην επηρεάζει τη λειτουργία και τους κανόνες των συστημάτων που καλύπτονται από την οδηγία 98/26/ΕΚ, σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)μεταβιβάζει ορισμένα αλλά όχι όλα τα στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις μιας επιχείρησης υπό εξυγίανση σε άλλη οντότητα·

β)κάνει χρήση των επικουρικών εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 41 για να ακυρώσει ή να τροποποιήσει τις ρήτρες μιας σύμβασης στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος η επιχείρηση υπό εξυγίανση ή να την υποκαταστήσει με τον αποδέκτη ως συμβαλλόμενο μέρος.

2.Με τη μεταβίβαση, ακύρωση ή τροποποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου:

α)δεν ανακαλείται εντολή μεταβίβασης, κατά παράβαση του άρθρου 5 της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

β)δεν τροποποιείται ούτε αναιρείται το εκτελεστό των εντολών μεταβίβασης και του συμψηφισμού, όπως απαιτείται βάσει των άρθρων 3 και 5 της οδηγίας 98/26/ΕΚ, η χρήση κεφαλαίων, αξιογράφων ή πιστωτικών διευκολύνσεων όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 4 της εν λόγω οδηγίας ή η προστασία της ασφάλειας, όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 9 της εν λόγω οδηγίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI
Διαδικαστικές υποχρεώσεις

Άρθρο 61

Απαιτήσεις κοινοποίησης

1.Τα κράτη μέλη απαιτούν από το διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή οποιασδήποτε οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β έως ε) να αποστέλλουν κοινοποίηση στην εποπτική αρχή, όταν κρίνει ότι η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύει να πτωχεύσει κατά την έννοια του άρθρου 19 παράγραφος 3.

2.Οι εποπτικές αρχές ενημερώνουν τις οικείες αρχές εξυγίανσης σχετικά με τα εξής:

α)τυχόν κοινοποιήσεις που λαμβάνονται βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 136, το άρθρο 138 παράγραφος 1 και το άρθρο 139 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

β)κάθε ενέργεια την οποία η εποπτική αρχή απαιτεί από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ή οποιαδήποτε οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε), να αναλάβει σύμφωνα με την άσκηση των εξουσιών που διαθέτει δυνάμει του άρθρου 15 ή 16 της παρούσας οδηγίας, και δυνάμει του άρθρου 137, του άρθρου 138 παράγραφοι 3 και 5, του άρθρου 139 παράγραφος 3 και των άρθρων 140, 141 και 144 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

γ)τυχόν παράταση της περιόδου ανάκαμψης σύμφωνα με το άρθρο 138 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

Οι εποπτικές αρχές παρέχουν επίσης στις αρχές εξυγίανσης αντίγραφο του σχεδίου ανάκαμψης που έχει υποβάλει η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή οποιαδήποτε οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) σύμφωνα με το άρθρο 138 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, αντίγραφο του προγράμματος χρηματοδότησης που υποβλήθηκε από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή οποιαδήποτε οντότητα αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε), σύμφωνα με το άρθρο 139 παράγραφος 2 της οδηγία 2009/138/ΕΚ, και τη γνώμη των εποπτικών αρχών σχετικά με τα εν λόγω έγγραφα, κατά περίπτωση.

3.Εποπτική αρχή ή αρχή εξυγίανσης που διαπιστώνει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) όσον αφορά μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε), κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση τη διαπίστωση αυτή στις ακόλουθες αρχές, εάν πρόκειται για διαφορετικές αρχές:

α)στην αρχή εξυγίανσης για την εν λόγω επιχείρηση ή οντότητα·

β)στην εποπτική αρχή για την εν λόγω επιχείρηση ή οντότητα·

γ)στην εποπτική αρχή οποιουδήποτε κράτους μέλους όπου η εν λόγω επιχείρηση ή οντότητα ασκεί σημαντικές διασυνοριακές δραστηριότητες·

δ)στην αρχή εξυγίανσης οποιουδήποτε κράτους μέλους όπου η εν λόγω επιχείρηση ή οντότητα ασκεί σημαντικές διασυνοριακές δραστηριότητες·

ε)στο σύστημα εγγύησης ασφάλισης στο οποίο συμμετέχει η ασφαλιστική επιχείρηση, κατά περίπτωση και εφόσον είναι αναγκαίο για να μπορέσει το σύστημα εγγύησης ασφάλισης να εκπληρώσει τα καθήκοντά του·

στ)ανάλογα με την περίπτωση, στην αρχή εξυγίανσης του ομίλου·

ζ)στο αρμόδιο υπουργείο·

η)κατά περίπτωση, στην αρχή εποπτείας του ομίλου·

θ)στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου και στην ορισθείσα εθνική αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας.

Άρθρο 62

Απόφαση της αρχής εξυγίανσης

1.Μόλις λάβει από την εποπτική αρχή την κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 3, ή με δική της πρωτοβουλία, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 παράγραφος 1 ή του άρθρου 20 παράγραφος 3 όσον αφορά τη σχετική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε).

2.Η απόφαση ανάληψης ή μη ανάληψης δράσης εξυγίανσης όσον αφορά μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)τους λόγους της συγκεκριμένης απόφασης·

β)τη δράση εξυγίανσης την οποία προτίθεται να αναλάβει η αρχή εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της προσφυγής σε διαδικασία εκκαθάρισης, του διορισμού διαχειριστή ή οποιουδήποτε άλλου μέτρου στο πλαίσιο των εφαρμοστέων κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας ή, με την επιφύλαξη του άρθρου 26 παράγραφος 8, βάσει του εθνικού δικαίου.

Άρθρο 63

Διαδικαστικές υποχρεώσεις των αρχών εξυγίανσης

1.Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, μόλις είναι ευλόγως εφικτό μετά την ανάληψη μιας δράσης εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 2 και 3.

2.Οι αρχές εξυγίανσης κοινοποιούν στην επιχείρηση υπό εξυγίανση και στις ακόλουθες αρχές, εάν είναι διαφορετικές, τη δράση εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1:

α)στην εποπτική αρχή για την επιχείρηση υπό εξυγίανση·

β)στην εποπτική αρχή για οποιοδήποτε υποκατάστημα της επιχείρησης υπό εξυγίανση·

γ)στην κεντρική τράπεζα του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση υπό εξυγίανση·

δ)κατά περίπτωση, στο σύστημα εγγύησης ασφάλισης στο οποίο συμμετέχει η επιχείρηση υπό εξυγίανση·

ε)ανάλογα με την περίπτωση, στην αρχή εξυγίανσης του ομίλου·

στ)στο αρμόδιο υπουργείο·

ζ)κατά περίπτωση, στην εποπτική αρχή του ομίλου·

η)στην ορισθείσα εθνική αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου·

θ)στην Επιτροπή, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στην EIOPA, στην ESMA και στην ΕΑΤ·

ι)εάν η επιχείρηση υπό εξυγίανση είναι ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο β) της οδηγίας 98/26/ΕΚ, στους φορείς εκμετάλλευσης των συστημάτων στα οποία συμμετέχει.

3.Η αρχή εξυγίανσης δημοσιεύει ή μεριμνά για τη δημοσίευση αντιγράφου της διάταξης ή της πράξης δυνάμει της οποίας αναλαμβάνεται η δράση εξυγίανσης είτε ειδοποίησης όπου συνοψίζονται τα αποτελέσματα της δράσης εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων για τους αντισυμβαλλομένους και, κατά περίπτωση, τους όρους και το χρονικό διάστημα της αναστολής ή του περιορισμού που αναφέρονται στα άρθρα 47, 48 και 49, στα ακόλουθα μέσα:

α)στον επίσημο ιστότοπό της·

β)στον ιστότοπο της εποπτικής αρχής, εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από την αρχή εξυγίανσης, και στον ιστότοπο της EIOPA·

γ)στον ιστότοπο της επιχείρησης υπό εξυγίανση·

δ)σε περίπτωση που οι μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή χρεωστικά μέσα της επιχείρησης υπό εξυγίανση έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, στα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη δημοσιοποίηση των ρυθμιζόμενων πληροφοριών που αφορούν την επιχείρηση υπό εξυγίανση, σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 36 .

4.Εάν οι μετοχές, τα μέσα ιδιοκτησίας ή τα χρεωστικά μέσα δεν έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε, τα έγγραφα που τεκμηριώνουν τις πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3, να αποστέλλονται στους μετόχους και πιστωτές της επιχείρησης υπό εξυγίανση, τους οποίους γνωρίζει μέσω του μητρώου ή των βάσεων δεδομένων της επιχείρησης υπό εξυγίανση που τίθενται στη διάθεση της αρχής εξυγίανσης.

Άρθρο 64

Εμπιστευτικότητα

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι απαιτήσεις σχετικά με το επαγγελματικό απόρρητο είναι δεσμευτικές για τα ακόλουθα πρόσωπα, αρχές και φορείς και ότι κανένα από αυτά δεν αποκαλύπτει εμπιστευτικές πληροφορίες:

α)τις αρχές εξυγίανσης·

β)τις εποπτικές αρχές και την EIOPA·

γ)τα αρμόδια υπουργεία·

δ)τους ειδικούς διαχειριστές που διορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 42 της παρούσας οδηγίας·

ε)τους πιθανούς αγοραστές με τους οποίους έχουν έρθει σε επαφή οι εποπτικές αρχές ή τους οποίους έχουν προσκαλέσει οι αρχές εξυγίανσης, ανεξαρτήτως αν η εν λόγω επαφή ή πρόσκληση πραγματοποιήθηκε ως προετοιμασία για τη χρήση του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων, και ανεξαρτήτως αν η πρόσκληση κατέληξε σε απόκτηση·

στ)τους ελεγκτές, λογιστές, νομικούς και επαγγελματικούς συμβούλους, εκτιμητές και άλλους εμπειρογνώμονες τους οποίους προσλαμβάνουν άμεσα ή έμμεσα οι αρχές εξυγίανσης, οι εποπτικές αρχές, τα αρμόδια υπουργεία ή οι πιθανοί αγοραστές που αναφέρονται στο στοιχείο ε)·

ζ)τους φορείς που διαχειρίζονται συστήματα εγγύησης ασφάλισης·

η)τον φορέα που είναι υπεύθυνος για τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις·

θ)τις κεντρικές τράπεζες και άλλες αρχές που εμπλέκονται στη διαδικασία εξυγίανσης·

ι)το μεταβατικό ίδρυμα ή τον φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων·

ια)κάθε άλλο πρόσωπο που παρέχει ή έχει παράσχει υπηρεσίες άμεσα ή έμμεσα, σε μόνιμη βάση ή περιστασιακά, στα πρόσωπα που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ι)·

ιβ)τα ανώτατα διοικητικά στελέχη, τα μέλη του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου και τους υπαλλήλους των φορέων ή των οντοτήτων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ι) πριν από τον διορισμό τους, κατά τη διάρκειά του και μετέπειτα.

2.Με την επιφύλαξη του γενικού χαρακτήρα των απαιτήσεων της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 απαγορεύεται να αποκαλύπτουν εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες λαμβάνουν στο πλαίσιο των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων ή από εποπτική αρχή ή αρχή εξυγίανσης σε σχέση με τις λειτουργίες της εν λόγω αρχής, σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, εκτός εάν:

α)η αποκάλυψη πραγματοποιείται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους βάσει της παρούσας οδηγίας·

β)η αποκάλυψη γίνεται σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή κατά τρόπο ώστε να μην είναι δυνατή η ταυτοποίηση μεμονωμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή οποιασδήποτε από τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε)·

γ)η αποκάλυψη πραγματοποιείται με τη ρητή και εκ των προτέρων συγκατάθεση της αρχής, της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε), η οποία παρείχε τις πληροφορίες.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αξιολογούν τις πιθανές συνέπειες από την αποκάλυψη πληροφοριών στο δημόσιο συμφέρον όσον αφορά τη χρηματοοικονομική, νομισματική ή οικονομική πολιτική, καθώς επίσης στα εμπορικά συμφέροντα φυσικών και νομικών προσώπων, στον σκοπό των επιθεωρήσεων, στις έρευνες και στους ελέγχους.

Η διαδικασία αξιολόγησης των συνεπειών που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο περιλαμβάνει ειδική αξιολόγηση των συνεπειών κάθε αποκάλυψης του περιεχομένου και των λεπτομερειών του σχεδίου ανάκαμψης και εξυγίανσης που προβλέπεται στα άρθρα 5, 7, 9, 10 και 12 και των πορισμάτων κάθε αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 6, 8 και 13.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε πρόσωπο ή οντότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υπέχει αστική ευθύνη σε περίπτωση παραβίασης του παρόντος άρθρου.

3.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), β), γ), ζ), θ) και ι) έχουν θεσπίσει εσωτερικούς κανόνες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2, συμπεριλαμβανομένων κανόνων για την προστασία του απορρήτου των πληροφοριών μεταξύ των προσώπων που εμπλέκονται άμεσα στη διαδικασία εξυγίανσης.

4.Οι παράγραφοι 1 έως 3 του παρόντος άρθρου δεν εμποδίζουν:

α)τους υπαλλήλους και εμπειρογνώμονες των φορέων ή των οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως θ) να ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες στο πλαίσιο εκάστου φορέα ή οντότητας·

β)τις αρχές εξυγίανσης και τις εποπτικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των υπαλλήλων και των εμπειρογνωμόνων τους, να ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους και με άλλες αρχές εξυγίανσης, άλλες εποπτικές αρχές της Ένωσης, αρμόδια υπουργεία, κεντρικές τράπεζες, συστήματα εγγύησης ασφάλισης, αρχές αρμόδιες για τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, αρχές αρμόδιες για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα κράτη μέλη μέσω κανόνων μακροπροληπτικού χαρακτήρα, αρμόδιους για τη διεξαγωγή νομίμων ελέγχων των λογαριασμών, την EIOPA ή, με την επιφύλαξη του άρθρου 77, αρχές τρίτων χωρών που επιτελούν ισοδύναμα καθήκοντα με τις αρχές εξυγίανσης, ή, με την προϋπόθεση αυστηρών απαιτήσεων εμπιστευτικότητας, με δυνητικό αγοραστή με σκοπό τον σχεδιασμό ή την εκτέλεση δράσης εξυγίανσης.

5.Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)υπό την προϋπόθεση αυστηρών απαιτήσεων εμπιστευτικότητας, οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, κατά περίπτωση, με σκοπό τον σχεδιασμό ή την εκτέλεση δράσης εξυγίανσης·

β)κοινοβουλευτικές εξεταστικές επιτροπές στο κράτος μέλος τους, ελεγκτικά συνέδρια στο κράτος μέλος τους και άλλες παρόμοιες οντότητες στο κράτος μέλος τους, υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις·

γ)εθνικές αρχές που είναι υπεύθυνες για τα συστήματα πληρωμών, οι αρχές που είναι αρμόδιες για τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, οι αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον εποπτείας άλλων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι αρχές που έχουν την ευθύνη της εποπτείας των χρηματοοικονομικών αγορών, των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων και επιθεωρητές που είναι εντεταλμένοι από αυτές, οι αρχές των κρατών μελών αρμόδιες για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα κράτη μέλη μέσω κανόνων μακροπροληπτικού χαρακτήρα, οι αρχές που είναι υπεύθυνες για την προστασία της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και πρόσωπα τα οποία είναι επιφορτισμένα με τη διεξαγωγή νομίμων ελέγχων των λογαριασμών.

6.Οι παράγραφοι 1 έως 5 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται με την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου όσον αφορά την αποκάλυψη πληροφοριών για τους σκοπούς δικαστικών διαδικασιών σε ποινικές ή αστικές υποθέσεις.

7.Έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων — να εισαχθεί ημερομηνία 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος], η EIOPA εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, προκειμένου να καθορίσει με ποιον τρόπο θα παρέχονται οι πληροφορίες σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή για τους σκοπούς της παραγράφου 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII
Δικαίωμα προσφυγής και αποκλεισμός άλλων μέτρων

Άρθρο 65

Εκ των προτέρων δικαστική έγκριση και δικαιώματα αμφισβήτησης των αποφάσεων

1.Τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν ότι η απόφαση για τη λήψη μέτρου πρόληψης κρίσεων ή μέτρου διαχείρισης κρίσεων υπόκειται σε εκ των προτέρων δικαστική έγκριση, υπό τον όρο ότι όσον αφορά απόφαση για τη λήψη μέτρου διαχείρισης κρίσεων, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, η διαδικασία που αφορά την αίτηση για έγκριση και την εξέταση της αίτησης από το δικαστήριο έχει επείγοντα χαρακτήρα.

2.Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν στο εθνικό δίκαιο το δικαίωμα προσφυγής κατά απόφασης για τη λήψη μέτρου πρόληψης κρίσεων ή απόφασης για την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας, πλην του μέτρου διαχείρισης κρίσεων, στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας.

3.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλα τα θιγόμενα πρόσωπα από απόφαση για τη λήψη μέτρου διαχείρισης κρίσεων, διαθέτουν το δικαίωμα κατάθεσης προσφυγής κατά της απόφασης αυτής.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο δικαστικός έλεγχος του μέτρου διαχείρισης κρίσεων είναι ταχύρρυθμος και ότι τα εθνικά δικαστήρια δέχονται ως βάση της εκτίμησής τους τις πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις των γεγονότων στις οποίες προβαίνει η αρχή εξυγίανσης.

4.Το δικαίωμα προσφυγής που αναφέρεται στην παράγραφο 3 υπόκειται στις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)η άσκηση προσφυγής δεν συνεπάγεται αυτόματη αναστολή των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης·

β)η απόφαση της αρχής εξυγίανσης είναι άμεσα εκτελεστή και θεωρείται μαχητό τεκμήριο ότι η αναστολή της εκτέλεσής της αντίκειται στο δημόσιο συμφέρον.

Όταν αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να προστατεύονται τα συμφέροντα τρίτων μερών, τα οποία, ενεργώντας καλή την πίστει, έχουν αποκτήσει μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις της επιχείρησης υπό εξυγίανση στο πλαίσιο της χρήσης εργαλείων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 ή της άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης από αρχή εξυγίανσης, η ακύρωση απόφασης μιας αρχής εξυγίανσης δεν επηρεάζει οποιεσδήποτε επακόλουθες διοικητικές πράξεις ή τις συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν από τη σχετική αρχή εξυγίανσης, οι οποίες βασίζονταν στην ακυρωθείσα απόφαση. Στην περίπτωση αυτή, τα ένδικα μέσα που μπορούν να ασκηθούν κατά καταχρηστικής απόφασης ή πράξης των αρχών εξυγίανσης περιορίζονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για τις ζημίες που υπέστη ο προσφεύγων εξαιτίας της ακυρωθείσας απόφασης ή της πράξης.

Άρθρο 66

Περιορισμός άλλων δικαστικών διαδικασιών

1.Με την επιφύλαξη του άρθρου 62 παράγραφος 2 στοιχείο β), τα κράτη μέλη διασφαλίζουν έναντι επιχείρησης υπό εξυγίανση ή ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) για τις οποίες έχει διαπιστωθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για εξυγίανση που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 20 παράγραφος 3, ότι δεν κινούνται κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας παρά μόνο με πρωτοβουλία της αρχής εξυγίανσης και ότι απόφαση για να τεθεί μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας λαμβάνεται μόνο με τη συγκατάθεση της αρχής εξυγίανσης.

2.Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι:

α)οι εποπτικές αρχές και οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν χωρίς καθυστέρηση κοινοποίηση κάθε αίτησης για έναρξη κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας έναντι ενός ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε), ανεξαρτήτως του αν η επιχείρηση ή η οντότητα βρίσκεται υπό εξυγίανση ή έχει δημοσιοποιηθεί απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 63 παράγραφοι 3 και 4·

β)δεν εκδίδεται απόφαση επί της αίτησης για κίνηση κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας εκτός εάν έχουν γίνει οι κοινοποιήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) και συντρέχει μια από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

i)η αρχή εξυγίανσης έχει κοινοποιήσει στις αρχές που είναι αρμόδιες για τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας ότι δεν προτίθεται να αναλάβει καμία δράση εξυγίανσης έναντι της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε),

ii)έχει παρέλθει περίοδος επτά ημερών, αρχομένη από την ημερομηνία κατά την οποία έγιναν οι κοινοποιήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α).

3.Με την επιφύλαξη οποιουδήποτε περιορισμού στην αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας που επιβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 48, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εάν είναι αναγκαίο για την αποτελεσματική εφαρμογή των εργαλείων που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 και των εξουσιών εξυγίανσης που αναφέρονται στον τίτλο IΙΙ κεφάλαιο IV, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να ζητούν από δικαστήριο να αναστείλει την έκδοση αποφάσεων, για κατάλληλο χρονικό διάστημα, ανάλογα με τον επιδιωκόμενο στόχο, επί δικαστικών ενεργειών ή διαδικασιών στις οποίες είναι ή καθίσταται διάδικος η επιχείρηση υπό εξυγίανση.

ΤΙΤΛΟΣ IV
ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ

Άρθρο 67

Γενικές αρχές σχετικά με τη λήψη αποφάσεων που αφορούν περισσότερα του ενός κράτη μέλη

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, κατά τη λήψη αποφάσεων ή την ανάληψη δράσης δυνάμει της παρούσας οδηγίας που ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη, οι αρχές τους να λαμβάνουν υπόψη τις ακόλουθες γενικές αρχές:

α)κατά την ανάληψη δράσης εξυγίανσης, η λήψη αποφάσεων είναι αποτελεσματική και το κόστος της εξυγίανσης διατηρείται όσο το δυνατόν χαμηλότερο·

β)οι αποφάσεις λαμβάνονται και η δράση αναλαμβάνεται εγκαίρως και με τη δέουσα ταχύτητα, όποτε αυτό καθίσταται αναγκαίο·

γ)οι αρχές εξυγίανσης, οι εποπτικές αρχές και οι λοιπές αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι λαμβάνονται αποφάσεις και αναλαμβάνεται δράση με συντονισμένο και αποτελεσματικό τρόπο·

δ)οι ρόλοι και οι ευθύνες των αρμόδιων αρχών σε κάθε κράτος μέλος καθορίζονται σαφώς·

ε)λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα, ο δυνητικός αντίκτυπος οποιασδήποτε απόφασης, δράσης ή αδράνειας και οι αρνητικές επιπτώσεις στους αντισυμβαλλομένους, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τους δημοσιονομικούς πόρους, τα συστήματα εγγύησης ασφάλισης, καθώς και οι αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία δραστηριοποιείται η τελική μητρική επιχείρηση και οι θυγατρικές της ή στα οποία ασκούν σημαντικές διασυνοριακές δραστηριότητες·

στ)λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι στόχοι της εξισορρόπησης των συμφερόντων των διαφόρων εμπλεκόμενων κρατών μελών και της αποφυγής αθέμιτης βλάβης ή αθέμιτης προστασίας των συμφερόντων συγκεκριμένων κρατών μελών·

ζ)κατά την ανάληψη δράσεων εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη και ακολουθούν τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου που αναφέρονται στο άρθρο 11, εκτός εάν οι αρχές εξυγίανσης εκτιμήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι οι στόχοι εξυγίανσης του άρθρου 18 θα επιτευχθούν αποτελεσματικότερα εάν αναληφθούν δράσεις που δεν έχουν προβλεφθεί στα σχέδια εξυγίανσης·

η)η προτεινόμενη απόφαση ή δράση πρέπει να είναι διαφανής όποτε η εν λόγω απόφαση ή δράση ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στους αντισυμβαλλομένους, την πραγματική οικονομία, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τους δημοσιονομικούς πόρους και, κατά περίπτωση, στα συστήματα εγγύησης ασφάλισης και τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις του εκάστοτε οικείου κράτους μέλους.

Άρθρο 68

Σώματα εξυγίανσης

1.Οι αρχές εξυγίανσης ομίλου συγκροτούν σώματα εξυγίανσης για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στα άρθρα 10, 11, 14, 16, 70 και 71, και, κατά περίπτωση, για τη διασφάλιση της συνεργασίας και του συντονισμού με τις αρχές εξυγίανσης τρίτων χωρών.

Ειδικότερα, τα σώματα εξυγίανσης αποτελούν ένα πλαίσιο για την αρχή εξυγίανσης ομίλου, τις άλλες αρχές εξυγίανσης και, κατά περίπτωση, τις εποπτικές αρχές και τις σχετικές εποπτικές αρχές ομίλου, για την εκτέλεση των εξής καθηκόντων:

α)ανταλλαγή πληροφοριών που είναι σημαντικές για την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης ομίλων και για την εφαρμογή των εξουσιών εξυγίανσης σε ομίλους·

β)κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης ομίλων, σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 11·

γ)εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ομίλων, σύμφωνα με το άρθρο 14·

δ)άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης ομίλων, σύμφωνα με το άρθρο 16·

ε)λήψη απόφασης όσον αφορά την ανάγκη να καθοριστεί μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 70 ή 71·

στ)επίτευξη της συμφωνίας για τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που προτείνεται σύμφωνα με το άρθρο 70 ή 71·

ζ)συντονισμός της γνωστοποίησης των στρατηγικών και των μηχανισμών εξυγίανσης ομίλων στο κοινό·

η)συντονισμός της χρήσης τυχόν συστημάτων εγγύησης ασφάλισης ή χρηματοδοτικών ρυθμίσεων.

Επιπλέον, τα σώματα εξυγίανσης είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν ως βήμα συζήτησης οιωνδήποτε θεμάτων σχετίζονται με την εξυγίανση διασυνοριακού ομίλου.

2.Μέλη του σώματος εξυγίανσης είναι:

α)η αρχή εξυγίανσης ομίλου·

β)οι αρχές εξυγίανσης σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη θυγατρική καλυπτόμενη από εποπτεία σε επίπεδο ομίλου·

γ)οι αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένη μητρική επιχείρηση ενός ή περισσοτέρων επιχειρήσεων του ομίλου, ήτοι οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), δ) ή ε)·

δ)η αρχή εποπτείας ομίλου και οι εποπτικές αρχές των κρατών μελών εάν η αρχή εξυγίανσης είναι μέλος του σώματος εξυγίανσης·

ε)τα αρμόδια υπουργεία, εφόσον οι αρχές εξυγίανσης οι οποίες είναι μέλη του σώματος εξυγίανσης δεν είναι τα αρμόδια υπουργεία·

στ)κατά περίπτωση, η αρχή που είναι υπεύθυνη για το σύστημα εγγύησης ασφάλισης κράτους μέλους, εφόσον η αρχή εξυγίανσης αυτού του κράτους μέλους είναι μέλος σώματος εξυγίανσης·

ζ)η EIOPA, με την επιφύλαξη της παραγράφου 4.

η)οι αρχές εξυγίανσης στα κράτη μέλη στα οποία οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του ομίλου ασκούν σημαντικές διασυνοριακές δραστηριότητες.

Για τους σκοπούς του στοιχείου ζ), η EIOPA συμβάλλει στην προώθηση και παρακολούθηση της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εξυγίανσης και της σύγκλισης μεταξύ των σωμάτων εξυγίανσης. Για τον σκοπό αυτό, η EIOPA καλείται να παραστεί στις συνεδριάσεις του σώματος εξυγίανσης. Η EIOPA δεν έχει δικαίωμα ψήφου.

Για τους σκοπούς του στοιχείου η), η συμμετοχή των αρχών εξυγίανσης περιορίζεται στην επίτευξη των στόχων της αποτελεσματικής ανταλλαγής πληροφοριών.

3.Οι αρχές εξυγίανσης τρίτων χωρών, όταν μητρική επιχείρηση ή επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ένωση διαθέτει θυγατρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή υποκατάστημα που θα εθεωρείτο σημαντικό εάν ήταν εγκατεστημένο στην Ένωση, μπορούν να συμμετέχουν στο σώμα εξυγίανσης ως παρατηρητές, υπό την προϋπόθεση ότι οι αρχές αυτές υπόκεινται σε απαιτήσεις εμπιστευτικότητας οι οποίες είναι, κατά τη γνώμη της αρχής εξυγίανσης ομίλου, με τις καθοριζόμενες στο άρθρο 77.

4.Η αρχή εξυγίανσης ομίλου προεδρεύει του σώματος εξυγίανσης. Υπ’ αυτήν την ιδιότητα:

α)θεσπίζει γραπτές ρυθμίσεις και διαδικασίες για τη λειτουργία του σώματος εξυγίανσης, αφού ζητήσει τη γνώμη των άλλων μελών του σώματος εξυγίανσης·

β)συντονίζει όλες τις δραστηριότητες του σώματος εξυγίανσης·

γ)συγκαλεί όλες τις συνεδριάσεις του σώματος εξυγίανσης, προεδρεύει των συνεδριάσεων αυτών και ενημερώνει πλήρως, εκ των προτέρων, όλα τα μέλη του σώματος εξυγίανσης σχετικά με τη διοργάνωση των συνεδριάσεων του σώματος εξυγίανσης, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τα θέματα προς εξέταση·

δ)κοινοποιεί στα μέλη του σώματος εξυγίανσης τις ενδεχόμενες προγραμματισμένες συνεδριάσεις, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν να συμμετάσχουν·

ε)αποφασίζει ποια μέλη και παρατηρητές προσκαλούνται να παρευρεθούν σε συγκεκριμένες συνεδριάσεις του σώματος εξυγίανσης, με βάση ειδικές ανάγκες, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία του προς συζήτηση θέματος για τα εν λόγω μέλη και παρατηρητές·

στ)ενημερώνει εγκαίρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις αποφάσεις και τα αποτελέσματα αυτών των συνεδριάσεων.

Με την επιφύλαξη του στοιχείου ε), οι αρχές εξυγίανσης έχουν δικαίωμα συμμετοχής σε συνεδριάσεις του σώματος εξυγίανσης οσάκις περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη θέματα που υπόκεινται σε κοινή λήψη απόφασης ή αφορούν οντότητα ομίλου που βρίσκεται στο κράτος μέλος τους.

5.Οι αρχές εξυγίανσης ομίλου δεν υποχρεούνται να συγκροτούν σώμα εξυγίανσης, εάν άλλες ομάδες ή σώματα εκτελούν τα ίδια καθήκοντα και τις ίδιες εργασίες που καθορίζονται στην παράγραφο 1, πληρούν δε όλες τις προϋποθέσεις και ακολουθούν όλες τις διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την ιδιότητα μέλους και τη συμμετοχή στα σώματα εξυγίανσης, οι οποίες προβλέπονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 69. Στην περίπτωση αυτή, κάθε αναφορά σε σώματα εξυγίανσης στην παρούσα οδηγία θεωρείται αναφορά σε αυτές τις άλλες ομάδες ή σώματα.

6.Η EIOPA καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τον τρόπο λειτουργίας των σωμάτων εξυγίανσης για την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

Η EIOPA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων — να προστεθεί ημερομηνία 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Άρθρο 69

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.Με την επιφύλαξη του άρθρου 64, οι αρχές εξυγίανσης και οι εποπτικές αρχές διαβιβάζουν μεταξύ τους κατόπιν αιτήματος όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την άσκηση των καθηκόντων τα οποία αναλαμβάνουν οι άλλες αρχές βάσει της παρούσας οδηγίας.

2.Η αρχή εξυγίανσης ομίλου συντονίζει τη ροή όλων των αναγκαίων πληροφοριών μεταξύ των αρχών εξυγίανσης. Ειδικότερα, η αρχή εξυγίανσης ομίλου διαβιβάζει εγκαίρως στις αρχές εξυγίανσης στα άλλα κράτη μέλη όλες τις σχετικές πληροφορίες, προκειμένου να διευκολυνθεί η άσκηση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 68 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχεία β) έως η).

3.Η αρχή εξυγίανσης δεν διαβιβάζει πληροφορίες που έχουν παρασχεθεί από εποπτική αρχή ή αρχή εξυγίανσης τρίτης χώρας, εκτός εάν η εν λόγω εποπτική αρχή ή αρχή εξυγίανσης τρίτης χώρας έχει συναινέσει σε αυτή τη διαβίβαση.

Οι αρχές εξυγίανσης δεν υποχρεούνται να διαβιβάζουν τις εν λόγω πληροφορίες εάν η εποπτική αρχή ή αρχή εξυγίανσης τρίτης χώρας δεν έχει συναινέσει στην περαιτέρω διαβίβασή τους.

Άρθρο 70

Εξυγίανση ομίλου στην οποία εμπλέκεται θυγατρική του ομίλου

1.Αρχή εξυγίανσης η οποία αποφασίζει ότι μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή οποιαδήποτε οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε), που είναι θυγατρική ενός ομίλου, πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης του άρθρου 19 παράγραφος 1 ή του άρθρου 20 παράγραφος 3, κοινοποιεί, χωρίς καθυστέρηση, τις ακόλουθες πληροφορίες στην αρχή εξυγίανσης ομίλου, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην αρχή εποπτείας ομίλου και στα μέλη του σώματος εξυγίανσης για τον εν λόγω όμιλο:

α)την απόφαση ότι η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή οποιαδήποτε οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 19 ή 20·

β)τις δράσεις εξυγίανσης ή μέτρα για περιπτώσεις αφερεγγυότητας τα οποία η αρχή εξυγίανσης κρίνει κατάλληλα για τη συγκεκριμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε).

2.Μόλις λάβει την κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρχή εξυγίανσης ομίλου, αφού ζητήσει τη γνώμη των άλλων μελών του σχετικού σώματος εξυγίανσης, προβαίνει σε εκτίμηση των πιθανών επιπτώσεων των δράσεων εξυγίανσης ή άλλων μέτρων που κοινοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β), στον όμιλο και σε οντότητες του ομίλου σε άλλα κράτη μέλη, και ειδικότερα εκτιμά αν οι δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα θα οδηγούσαν σε πιθανή εκπλήρωση των προϋποθέσεων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 20 παράγραφος 3 σε σχέση με οντότητα του ομίλου σε άλλο κράτος μέλος.

3.Εάν η αρχή εξυγίανσης ομίλου εκτιμήσει ότι οι δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β) δεν θα οδηγούσαν σε πιθανή εκπλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 19 παράγραφος 1 ή του άρθρου 20 παράγραφος 3 σε σχέση με οντότητα του ομίλου σε άλλο κράτος μέλος, η αρχή εξυγίανσης που είναι αρμόδια για την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) μπορεί να αναλάβει τις δράσεις εξυγίανσης ή να λάβει άλλα μέτρα που κοινοποίησε σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου.

4.Εάν η αρχή εξυγίανσης ομίλου εκτιμήσει ότι οι δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β) θα οδηγούσαν σε πιθανή εκπλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 19 παράγραφος 1 ή του άρθρου 20 παράγραφος 3 σε σχέση με οντότητα του ομίλου σε άλλο κράτος μέλος, η αρχή εξυγίανσης ομίλου, το αργότερο εντός 24 ωρών από την παραλαβή της κοινοποίησης της παραγράφου 1, προτείνει μηχανισμό εξυγίανσης του ομίλου και υποβάλλει τον μηχανισμό αυτό στο σώμα εξυγίανσης. Η εικοσιτετράωρη αυτή προθεσμία μπορεί να παραταθεί με τη συναίνεση της αρχής εξυγίανσης που προέβη στην κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

5.Ελλείψει αξιολόγησης εκ μέρους της αρχής εξυγίανσης ομίλου εντός 24 ωρών, ή εντός μεγαλύτερης προθεσμίας που έχει συμφωνηθεί, μετά τη λήψη της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρχή εξυγίανσης που προέβη στην κοινοποίηση της παραγράφου 1 μπορεί να αναλάβει τις δράσεις εξυγίανσης ή να λάβει τα άλλα μέτρα που κοινοποίησε σύμφωνα με το στοιχείο β) της εν λόγω παραγράφου.

6.Ο μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου που αναφέρεται στην παράγραφο 4:

α)περιγράφει τις δράσεις εξυγίανσης τις οποίες θα πρέπει να αναλάβουν οι οικείες αρχές εξυγίανσης σε σχέση με την τελική μητρική επιχείρηση ή συγκεκριμένες οντότητες του ομίλου με σκοπό την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 18 και τη συμμόρφωση με τις γενικές αρχές που διέπουν την εξυγίανση και αναφέρονται στο άρθρο 22·

β)προσδιορίζει τον τρόπο συντονισμού των δράσεων εξυγίανσης που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

γ)καταρτίζει σχέδιο χρηματοδότησης το οποίο λαμβάνει υπόψη το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και τις αρχές επιμερισμού της ευθύνης που καθορίζονται στο εν λόγω σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο ε).

7.Με την επιφύλαξη της παραγράφου 8, ο μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής εξυγίανσης ομίλου και των αρχών εξυγίανσης που είναι υπεύθυνες για τις θυγατρικές που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου.

Η EIOPA μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας αρχής εξυγίανσης, να βοηθήσει τις αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε κοινή απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

8.Μια αρχή εξυγίανσης που διαφωνεί με τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που προτείνεται από την αρχή εξυγίανσης ομίλου ή θεωρεί ότι, για λόγους προστασίας των αντισυμβαλλομένων, της πραγματικής οικονομίας και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, πρέπει να αναλάβει ανεξάρτητες δράσεις εξυγίανσης ή να λάβει μέτρα διαφορετικά από αυτά που προτείνονται στον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου σε σχέση με ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε):

α)εκθέτει λεπτομερώς τους λόγους της διαφωνίας ή τους λόγους απόκλισης από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου·

β)κοινοποιεί στην αρχή εξυγίανσης του ομίλου και στις άλλες αρχές εξυγίανσης που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου τους λόγους που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

γ)ενημερώνει την αρχή εξυγίανσης του ομίλου και τις άλλες αρχές εξυγίανσης τις οποίες αφορά ο μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου σχετικά με τις δράσεις ή τα μέτρα εξυγίανσης που θα λάβει.

Η αρχή εξυγίανσης, όταν εκθέτει τους λόγους της διαφωνίας της, λαμβάνει δεόντως υπόψη τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου που αναφέρονται στο άρθρο 11, τον πιθανό αντίκτυπο των δράσεων ή των μέτρων στους αντισυμβαλλομένους, την πραγματική οικονομία και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των οικείων κρατών μελών, καθώς και τον πιθανό αντίκτυπο αυτών των δράσεων ή μέτρων εξυγίανσης στα υπόλοιπα τμήματα του ομίλου.

9.Οι αρχές εξυγίανσης που συμφωνούν με τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που προτείνει η αρχή εξυγίανσης ομίλου μπορούν να καταλήξουν σε κοινή απόφαση σχετικά με μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που καλύπτει τις οντότητες του ομίλου στα αντίστοιχα κράτη μέλη τους χωρίς τη συμμετοχή των αρχών εξυγίανσης που διαφωνούν.

10.Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 7 και 9, και οι δράσεις εξυγίανσης ή τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με την παράγραφο 8, αναγνωρίζονται ως οριστικά και εφαρμόζονται από τις αρχές εξυγίανσης στα οικεία κράτη μέλη.

11.Οι αρχές αναλαμβάνουν όλες τις δράσεις και τα μέτρα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο χωρίς καθυστέρηση και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης.

12.Όταν δεν τίθεται σε εφαρμογή μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου, οι αρχές εξυγίανσης, κατά την ανάληψη δράσεων εξυγίανσης όσον αφορά οποιαδήποτε οντότητα ομίλου, συνεργάζονται στενά στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης προκειμένου να επιτευχθεί συντονισμένη στρατηγική εξυγίανσης για όλες τις οντότητες του ομίλου οι οποίες βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύουν να πτωχεύσουν.

13.Οι αρχές εξυγίανσης οι οποίες αναλαμβάνουν οποιαδήποτε δράση εξυγίανσης όσον αφορά οποιαδήποτε οντότητα ομίλου ενημερώνουν τακτικά και πλήρως τα μέλη του σώματος εξυγίανσης σχετικά με τις εν λόγω δράσεις ή μέτρα και την κατάσταση προόδου τους.

Άρθρο 71

Εξυγίανση ομίλου με τη συμμετοχή τελικής μητρικής επιχείρησης

1.Αρχή εξυγίανσης ομίλου η οποία αποφασίζει ότι μια τελική μητρική επιχείρηση της Ένωσης, για την οποία είναι αρμόδια, πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 19 παράγραφος 1 ή του άρθρου 20 παράγραφος 3, κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 70 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) στην αρχή εποπτείας ομίλου και στα άλλα μέλη του σώματος εξυγίανσης του εν λόγω ομίλου.

Οι δράσεις εξυγίανσης ή τα μέτρα για περιπτώσεις αφερεγγυότητας που αναφέρονται στο άρθρο 70 παράγραφος 1 στοιχείο β) μπορούν να περιλαμβάνουν την υλοποίηση μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου, ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 70 παράγραφος 6 σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιστάσεις:

α)οι δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα σε επίπεδο μητρικής εταιρείας, που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 70 παράγραφος 1 στοιχείο β), οδηγούν σε πιθανή εκπλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 19 παράγραφος 1 ή του άρθρου 20 παράγραφος 3 σε σχέση με οντότητα του ομίλου σε άλλο κράτος μέλος·

β)οι δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα στο επίπεδο μόνο της μητρικής εταιρείας δεν επαρκούν για τη σταθεροποίηση της κατάστασης ή ενδέχεται να μην καταλήξουν σε βέλτιστο αποτέλεσμα·

γ)οι αρχές εξυγίανσης έχουν διαπιστώσει ότι μία ή περισσότερες θυγατρικές για τις οποίες είναι υπεύθυνες πληρούν τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 20 παράγραφος 3·

δ)από τις δράσεις εξυγίανσης ή τα άλλα μέτρα σε επίπεδο ομίλου θα ωφεληθούν οι θυγατρικές του ομίλου κατά τρόπο που καθιστά ενδεδειγμένο έναν μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου.

2.Εάν οι δράσεις ή τα μέτρα που προτείνει η αρχή εξυγίανσης ομίλου βάσει της παραγράφου 1 δεν περιλαμβάνουν μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, η αρχή εξυγίανσης ομίλου λαμβάνει απόφαση αφού ζητήσει τη γνώμη των μελών του σώματος εξυγίανσης.

3.Εάν οι δράσεις ή τα μέτρα που προτείνει η αρχή εξυγίανσης ομίλου βάσει της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, ο μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής εξυγίανσης ομίλου και των αρχών εξυγίανσης που είναι υπεύθυνες για τις θυγατρικές που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου.

Η EIOPA μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας αρχής εξυγίανσης, να βοηθήσει τις αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε κοινή απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

4.Μια αρχή εξυγίανσης που διαφωνεί ή απομακρύνεται τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που προτείνεται από την αρχή εξυγίανσης ομίλου ή θεωρεί ότι, για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, πρέπει να αναλάβει ανεξάρτητες δράσεις εξυγίανσης ή να λάβει μέτρα διαφορετικά από αυτά που προτείνονται στον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου σε σχέση με ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε):

α)εκθέτει λεπτομερώς τους λόγους της διαφωνίας ή τους λόγους απόκλισης από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου·

β)κοινοποιεί στην αρχή εξυγίανσης του ομίλου και στις άλλες αρχές εξυγίανσης που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου τους λόγους που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

γ)ενημερώνει την αρχή εξυγίανσης του ομίλου και τις άλλες αρχές εξυγίανσης που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου σχετικά με τις δράσεις ή τα μέτρα που προτίθεται να λάβει.

Η οικεία αρχή εξυγίανσης, όταν εκθέτει τους λόγους της διαφωνίας της, λαμβάνει υπόψη τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου που αναφέρονται στο άρθρο 11, τον πιθανό αντίκτυπο των δράσεων ή των μέτρων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των οικείων κρατών μελών, καθώς και τον πιθανό αντίκτυπο αυτών των δράσεων ή μέτρων εξυγίανσης στα υπόλοιπα τμήματα του ομίλου.

5.Οι αρχές εξυγίανσης που συμφωνούν με τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που προτείνει η αρχή εξυγίανσης ομίλου μπορούν να καταλήξουν σε κοινή απόφαση σχετικά με μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που καλύπτει τις οντότητες του ομίλου στα αντίστοιχα κράτη μέλη τους χωρίς τη συμμετοχή των αρχών εξυγίανσης που διαφωνούν.

6.Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 ή 5 και οι δράσεις και τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 4 αναγνωρίζονται ως οριστικά και εφαρμόζονται από τις αρχές εξυγίανσης στα οικεία κράτη μέλη.

7.Οι αρχές προβαίνουν σε όλες τις δράσεις και τα μέτρα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 6 χωρίς καθυστέρηση και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης.

8.Όταν δεν τίθεται σε εφαρμογή μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου, οι αρχές εξυγίανσης, κατά την ανάληψη δράσης εξυγίανσης όσον αφορά οποιαδήποτε οντότητα ομίλου, συνεργάζονται στενά στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης προκειμένου να επιτευχθεί συντονισμένη στρατηγική εξυγίανσης για όλες τις επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου.

9.Οι αρχές εξυγίανσης οι οποίες αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης όσον αφορά οποιαδήποτε οντότητα ομίλου ενημερώνουν τακτικά και πλήρως τα μέλη του σώματος εξυγίανσης σχετικά με τις εν λόγω δράσεις ή μέτρα και την κατάσταση προόδου τους.

ΤΙΤΛΟΣ V
ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ

Άρθρο 72

Συμφωνίες με τρίτες χώρες

1.Σύμφωνα με το άρθρο 218 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλλει στο Συμβούλιο προτάσεις για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες όσον αφορά τους τρόπους συνεργασίας μεταξύ των αρχών εξυγίανσης και των σχετικών αρχών τρίτων χωρών, μεταξύ άλλων, με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τον σχεδιασμό ανάκαμψης και εξυγίανσης για ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών και ομίλους.

2.Με τις συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 επιδιώκεται να διασφαλιστεί η καθιέρωση διαδικασιών και ρυθμίσεων συνεργασίας μεταξύ των αρχών εξυγίανσης και των σχετικών αρχών των τρίτων χωρών, με στόχο τη συνεργασία κατά την εκτέλεση ορισμένων ή όλων των καθηκόντων και την άσκηση ορισμένων ή όλων των εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 76.

3.Τα κράτη μέλη μπορούν να συνάπτουν διμερείς συμφωνίες με τρίτη χώρα όσον αφορά τα ζητήματα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 έως την έναρξη ισχύος συμφωνίας με την οικεία τρίτη χώρα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, εφόσον οι εν λόγω διμερείς συμφωνίες συνάδουν με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

Άρθρο 73

Αναγνώριση και επιβολή της εφαρμογής των διαδικασιών εξυγίανσης τρίτων χωρών

1.Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται όσον αφορά διαδικασίες εξυγίανσης τρίτων χωρών, εκτός εάν και έως ότου τεθεί σε εφαρμογή διεθνής συμφωνία με την οικεία τρίτη χώρα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 72 παράγραφος 1. Εφαρμόζεται, επίσης, μετά την έναρξη ισχύος διεθνούς συμφωνίας με την οικεία τρίτη χώρα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 72 παράγραφος 1, εφόσον η αναγνώριση και η επιβολή των διαδικασιών εξυγίανσης της τρίτης χώρας δεν διέπεται από την εν λόγω συμφωνία.

2.Η οικεία αρχή εξυγίανσης αποφασίζει αν θα αναγνωρίσει και θα επιβάλει, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 74, τις διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας που αφορούν θυγατρική της Ένωσης ή υποκατάστημα της Ένωσης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας ή μητρικής επιχείρησης.

Η απόφαση λαμβάνει δεόντως υπόψη τα συμφέροντα κάθε κράτους μέλους στο οποίο δραστηριοποιείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας, και ιδίως τα άλλα τμήματα του ομίλου και τους αντισυμβαλλομένους, την πραγματική οικονομία και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στα εν λόγω κράτη μέλη.

3.Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να διαθέτουν, τουλάχιστον, την εξουσία να προβαίνουν στις ακόλουθες ενέργειες:

α)άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης όσον αφορά τα εξής:

i)στοιχεία ενεργητικού ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή μητρικής επιχείρησης τρίτης χώρας τα οποία βρίσκονται στο οικείο κράτος μέλος ή διέπονται από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους,

ii)δικαιώματα ή υποχρεώσεις ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας που έχουν εγγραφεί στα βιβλία από το υποκατάστημα της Ένωσης στο οικείο κράτος μέλος ή διέπονται από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους, ή σε περίπτωση που οι απαιτήσεις επί των εν λόγω δικαιωμάτων και υποχρεώσεων είναι εκτελεστές στο οικείο κράτος μέλος·

β)ολοκλήρωση, μεταξύ άλλων ζητώντας από άλλο πρόσωπο να προβεί σε ενέργειες για την ολοκλήρωση, μεταβίβασης μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας σε θυγατρική της Ένωσης εγκατεστημένη στο εν λόγω κράτος μέλος·

γ)άσκηση των εξουσιών των άρθρων 47, 48 ή 49 όσον αφορά τα δικαιώματα οποιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους μιας σύμβασης με οντότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον οι εξουσίες αυτές είναι απαραίτητες για να επιβληθούν οι διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας· και

δ)κήρυξη μη εκτελεστού οποιουδήποτε συμβατικού δικαιώματος για καταγγελία, εκκαθάριση ή επίσπευση συμβάσεων, ή τροποποίηση των συμβατικών δικαιωμάτων, των οντοτήτων της παραγράφου 1 και άλλων οντοτήτων ομίλου, όταν τα δικαιώματα αυτά προκύπτουν από δράση εξυγίανσης που έχει αναληφθεί σε σχέση με την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας των οντοτήτων αυτών ή άλλων οντοτήτων του ομίλου, είτε από την ίδια την αρχή εξυγίανσης της τρίτης χώρας είτε με διαφορετικού τύπου εφαρμογή των νομοθετικών ή ρυθμιστικών απαιτήσεων για τις διευθετήσεις εξυγίανσης στην εν λόγω χώρα, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή ασφάλειας.

4.Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν, όποτε αυτό είναι αναγκαίο για λόγους δημόσιου συμφέροντος, να αναλάβουν δράση εξυγίανσης σε σχέση με μητρική επιχείρηση όταν η σχετική αρχή της τρίτης χώρας διαπιστώνει ότι μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που είναι θυγατρική αυτής της μητρικής επιχείρησης και έχει συσταθεί στην τρίτη χώρα πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης βάσει της νομοθεσίας της εν λόγω τρίτης χώρας. Προς τούτο, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης είναι εξουσιοδοτημένες να ασκούν οποιαδήποτε εξουσία εξυγίανσης σε σχέση με την εν λόγω μητρική επιχείρηση και εφαρμόζεται το άρθρο 46.

5.Η αναγνώριση και η επιβολή της εφαρμογής διαδικασιών εξυγίανσης τρίτης χώρας πραγματοποιείται με την επιφύλαξη τυχόν κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, κατά περίπτωση, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 74

Δικαίωμα άρνησης της αναγνώρισης ή της επιβολής της εφαρμογής των διαδικασιών εξυγίανσης τρίτων χωρών

Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αρνηθεί να αναγνωρίσει ή να επιβάλει διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας σύμφωνα με το άρθρο 73, εφόσον κρίνει:

α)ότι οι διαδικασίες εξυγίανσης της τρίτης χώρας θα είχαν δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο κράτος μέλος όπου εδρεύει η αρχή εξυγίανσης, ή ότι οι διαδικασίες θα είχαν δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε άλλο κράτος μέλος·

β)ότι είναι αναγκαία η ανεξάρτητη δράση εξυγίανσης, βάσει του άρθρου 75, όσον αφορά υποκατάστημα της Ένωσης, προκειμένου να επιτευχθεί ένας ή περισσότεροι από τους στόχους εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 18·

γ)ότι οι πιστωτές δεν θα τύγχαναν της ίδιας μεταχείρισης με τους πιστωτές τρίτων χωρών με παρόμοια νομικά δικαιώματα στο πλαίσιο των εγχώριων διαδικασιών εξυγίανσης της τρίτης χώρας·

δ)ότι η αναγνώριση ή η επιβολή των διαδικασιών εξυγίανσης της τρίτης χώρας θα είχε σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στο κράτος μέλος· ή

ε)ότι οι συνέπειες της αναγνώρισης ή της επιβολής της εφαρμογής αυτής θα ήταν αντίθετες προς το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 75

Εξυγίανση υποκαταστημάτων στην Ένωση

1.Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες για να ενεργούν όσον αφορά υποκατάστημα στην Ένωση το οποίο δεν υπόκειται σε διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας ή υπόκειται στις εν λόγω διαδικασίες τρίτης χώρας και ισχύει μία από τις περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 74.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το άρθρο 46 εφαρμόζεται στην άσκηση των εξουσιών αυτών.

2.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι απαιτούμενες βάσει της παραγράφου 1 εξουσίες μπορούν να ασκούνται από τις αρχές εξυγίανσης, εφόσον η αρχή εξυγίανσης κρίνει ότι είναι αναγκαίο να αναληφθεί δράση προς το δημόσιο συμφέρον, και πληρούται μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)το υποκατάστημα στην Ένωση δεν πληροί πλέον, ή είναι πιθανόν να μην πληροί, τις προϋποθέσεις, που επιβάλλονται από την εθνική νομοθεσία, για την αδειοδότηση και τη λειτουργία του στο εν λόγω κράτος μέλος και δεν υπάρχει καμία προοπτική, με ενέργειες του ιδιωτικού τομέα, των αρχών εποπτείας ή της σχετικής τρίτης χώρας, να αποκατασταθεί η συμμόρφωση του υποκαταστήματος ή να αποφευχθεί η πτώχευση σε εύλογο χρονικό διάστημα·

β)η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, κατά την άποψη της αρχής εξυγίανσης, δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμεί, ή πιθανόν να μην είναι σε θέση, να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της έναντι των ενωσιακών πιστωτών, ή τις υποχρεώσεις που έχουν δημιουργηθεί ή εγγραφεί μέσω του υποκαταστήματος, όπως οι πληρωμές προς αντισυμβαλλομένους ή δικαιούχους, όταν καθίστανται απαιτητές, και η αρχή εξυγίανσης έχει πεισθεί ότι δεν έχουν κινηθεί ούτε θα κινηθούν από τρίτη χώρα, σε εύλογο χρονικό διάστημα, διαδικασίες εξυγίανσης ή διαδικασίες αφερεγγυότητας όσον αφορά αυτή την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας·

γ)η σχετική αρχή της τρίτης χώρας έχει κινήσει διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας έναντι της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της τρίτης χώρας, ή έχει κοινοποιήσει στην αρχή εξυγίανσης την πρόθεσή της να κινήσει την εν λόγω διαδικασία.

3.Όταν μια αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει ανεξάρτητη δράση έναντι υποκαταστήματος στην Ένωση, λαμβάνει υπόψη τους στόχους εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 18 και αναλαμβάνει τη δράση σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές και απαιτήσεις, εφόσον είναι σχετικές με την προκειμένη περίπτωση:

α)τις αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 22·

β)τις απαιτήσεις σχετικά με την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης που καθορίζονται στον τίτλο IIΙ κεφάλαιο II.

Άρθρο 76

Συνεργασία με τις αρχές τρίτων χωρών

1.Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται όσον αφορά τη συνεργασία με τρίτες χώρες, εκτός εάν και έως ότου τεθεί σε εφαρμογή διεθνής συμφωνία με την οικεία τρίτη χώρα όπως αναφέρεται στο άρθρο 72 παράγραφος 1. Εφαρμόζεται, επίσης, μετά την έναρξη ισχύος μιας διεθνούς συμφωνίας, με την οικεία τρίτη χώρα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 72 παράγραφος 1, στον βαθμό που το αντικείμενο του παρόντος άρθρου δεν διέπεται από την εν λόγω συμφωνία.

2.Η EIOPA δύναται να συνάπτει μη δεσμευτικό πλαίσιο ρυθμίσεων συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών. Το πλαίσιο ρυθμίσεων συνεργασίας καθορίζει διαδικασίες και ρυθμίσεις μεταξύ των αρχών που συμμετέχουν, με σκοπό την ανταλλαγή των απαιτούμενων πληροφοριών και τη συνεργασία κατά την εκτέλεση ορισμένων ή όλων των ακόλουθων καθηκόντων και την άσκηση ορισμένων ή όλων των ακόλουθων εξουσιών όσον αφορά τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τους ομίλους:

α)κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης, σύμφωνα με τα άρθρα 9 έως 12 και με παρεμφερείς απαιτήσεις βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

β)εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης των εν λόγω ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και ομίλων, σύμφωνα με τα άρθρα 13 και 14 και με παρεμφερείς απαιτήσεις βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

γ)άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 και οποιεσδήποτε παρεμφερείς εξουσίες βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

δ)εφαρμογή προληπτικών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 141 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ και με παρεμφερείς εξουσίες βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

ε)εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 και άσκηση εξουσιών εξυγίανσης και παρεμφερών εξουσιών που μπορούν να ασκούνται από τις σχετικές αρχές των τρίτων χωρών.

3.Οι εποπτικές αρχές ή οι αρχές εξυγίανσης, κατά περίπτωση, μπορούν να συνάπτουν με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών ρυθμίσεις συνεργασίας σύμφωνα με τη συμφωνία-πλαίσιο της EIOPA που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

4.Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην EIOPA οποιεσδήποτε ρυθμίσεις συνεργασίας έχουν συνάψει οι αρχές εξυγίανσης και οι εποπτικές αρχές σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 77

Ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών

1.Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης, οι εποπτικές αρχές και τα αρμόδια υπουργεία να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων προληπτικών σχεδίων ανάκαμψης που καταρτίζονται και τηρούνται σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 7, με τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών μόνον εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)οι εν λόγω αρχές τρίτων χωρών υπόκεινται σε απαιτήσεις και πρότυπα επαγγελματικού απορρήτου που θεωρούνται τουλάχιστον ισοδύναμα, κατά την άποψη όλων των εμπλεκόμενων αρμόδιων αρχών, με αυτά που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 64·

β)οι πληροφορίες είναι αναγκαίες για την εκτέλεση, από τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών, των καθηκόντων τους περί εξυγίανσης βάσει της εθνικής νομοθεσίας τα οποία είναι παρόμοια με εκείνα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και, με την επιφύλαξη του στοιχείου α), δεν χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α), στον βαθμό που η ανταλλαγή πληροφοριών αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, η μεταχείριση και η διαβίβαση αυτών των προσωπικών δεδομένων σε αρχές τρίτων χωρών διέπονται από την εφαρμοστέα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία περί προστασίας δεδομένων.

2.Όταν οι εμπιστευτικές πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, οι αρχές εξυγίανσης, οι εποπτικές αρχές και τα αρμόδια υπουργεία δεν γνωστοποιούν αυτές τις πληροφορίες στις σχετικές αρχές τρίτων χωρών, εκτός εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)η σχετική αρχή του κράτους μέλους από το οποίο προήλθαν οι πληροφορίες (η αρχή προέλευσης) συμφωνεί για την εν λόγω γνωστοποίηση·

β)οι πληροφορίες γνωστοποιούνται μόνον για τις σκοπούς που επιτρέπονται από την αρχή προέλευσης.

ΤΙΤΛΟΣ VI
ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Άρθρο 78

Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα

1.Με την επιφύλαξη των εξουσιών εξυγίανσης και των εποπτικών αρχών που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και στην οδηγία 2009/138/ΕΚ, καθώς και του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο, τα κράτη μέλη ορίζουν κανόνες σχετικά με διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατά τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της παρούσας οδηγίας, και λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους.

Κράτη μέλη τα οποία αποφασίζουν να μην θεσπίσουν κανόνες για διοικητικές κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα για παραβάσεις που υπόκεινται στο εθνικό ποινικό δίκαιο κοινοποιούν στην Επιτροπή τις σχετικές διατάξεις του ποινικού δικαίου.

Οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα έχουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα.

2.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση παράβασης, μπορούν να εφαρμόζονται διοικητικές κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο εθνικό δίκαιο, στα μέλη του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου και σε άλλα φυσικά πρόσωπα τα οποία φέρουν ευθύνη για την παράβαση βάσει του εθνικού δικαίου.

3.Οι εξουσίες για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία ανατίθενται στις αρχές εξυγίανσης ή στις εποπτικές αρχές, ανάλογα με το είδος της παράβασης. Οι αρχές εξυγίανσης και οι εποπτικές αρχές διαθέτουν όλες τις εξουσίες συγκέντρωσης πληροφοριών και διερεύνησης που είναι αναγκαίες για την άσκηση των αντίστοιχων καθηκόντων τους. Κατά την άσκηση των εξουσιών επιβολής διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων, οι αρχές εξυγίανσης και οι εποπτικές αρχές συνεργάζονται στενά, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι διοικητικές κυρώσεις ή τα άλλα διοικητικά μέτρα θα φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, και συντονίζουν τις ενέργειές τους όταν ασχολούνται με διασυνοριακές υποθέσεις.

4.Οι αρχές εξυγίανσης και οι εποπτικές αρχές ασκούν τις εξουσίες επιβολής διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και την εθνική νομοθεσία με οποιονδήποτε από τους κατωτέρω τρόπους:

α)άμεσα·

β)σε συνεργασία με άλλες αρχές·

γ)υπό την ευθύνη τους με ανάθεση καθηκόντων σε άλλες αρχές·

δ)κατόπιν αίτησης προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

5.Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης και τις εποπτικές αρχές σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο να υπόκεινται σε δικαίωμα προσφυγής.

Άρθρο 79

Ειδικές διατάξεις σχετικά με την εφαρμογή διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις τους προβλέπονται διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα, τουλάχιστον όσον αφορά τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)παράβαση του άρθρου 5 ή 7 λόγω μη κατάρτισης, τήρησης και επικαιροποίησης προληπτικών σχεδίων ανάκαμψης και προληπτικών σχεδίων ανάκαμψης ομίλου·

β)παράβαση του άρθρου 12 λόγω μη παροχής όλων των αναγκαίων πληροφοριών για την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης·

γ)παράβαση του άρθρου 61 παράγραφος 1 λόγω παράλειψης του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) να ειδοποιήσει την εποπτική αρχή σχετικά με την πτώχευση ή τον κίνδυνο πτώχευσης της εν λόγω επιχείρησης ή οντότητας.

2.Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α)δημόσια δήλωση η οποία αναφέρει το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε), τελική μητρική επιχείρηση ή άλλο νομικό πρόσωπο και τη φύση της παράβασης·

β)διαταγή προς το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της επίμαχης συμπεριφοράς και αποφυγή της επανάληψής της·

γ)προσωρινή απαγόρευση κατά οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου ή ανώτατων στελεχών της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε), ή κάθε άλλου υπαίτιου φυσικού προσώπου, να ασκούν καθήκοντα σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε)·

δ)σε περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικά πρόστιμα ύψους μέχρι και 10 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του εν λόγω νομικού προσώπου κατά την προηγούμενη οικονομική χρήση·

ε)σε περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικά πρόστιμα ύψους έως 5 000 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, αντίστοιχης αξίας στο εθνικό νόμισμα στις [Υπηρεσία Εκδόσεων — να εισαχθεί η ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας]·

στ)διοικητικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, όταν το όφελος αυτό μπορεί να προσδιοριστεί.

Για τους σκοπούς του στοιχείου δ), σε περίπτωση νομικού προσώπου που είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, ο σχετικός κύκλος εργασιών είναι ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών που προκύπτει από τους ενοποιημένους λογαριασμούς της τελικής μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη οικονομική χρήση.

Άρθρο 80

Δημοσίευση διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων

1.Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης και οι εποπτικές αρχές δημοσιοποιούν στον επίσημο ιστότοπό τους τουλάχιστον τις διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που επιβάλλουν για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων οι οποίες μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο την παρούσα οδηγία, όταν οι εν λόγω διοικητικές κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ή όταν έχουν εξαντληθεί τα σχετικά δικαιώματα προσφυγής. Η εν λόγω δημοσίευση πραγματοποιείται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την ενημέρωση του φυσικού ή νομικού προσώπου για τη διοικητική κύρωση ή άλλο διοικητικό μέτρο. Η δημοσίευση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η διοικητική κύρωση ή άλλο διοικητικό μέτρο.

Όταν τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη δημοσίευση διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων για τα οποία εκκρεμεί προσφυγή, οι αρχές εξυγίανσης και οι εποπτικές αρχές δημοσιεύουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στον επίσημο ιστότοπό τους πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της προσφυγής αυτής και τα αποτελέσματά της.

2.Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης ή η εποπτική αρχή κρίνει ότι η δημοσίευση της ταυτότητας των νομικών προσώπων, ή της ταυτότητας ή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα φυσικών προσώπων, θα ήταν δυσανάλογη κατόπιν κατά περίπτωση αξιολόγησης που διενεργείται σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης των δεδομένων αυτών, ή σε περίπτωση που η δημοσίευση θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή μια διεξαγόμενη έρευνα, η αρχή εξυγίανσης ή η εποπτική αρχή πράττει ένα από τα ακόλουθα:

α)αναβάλλει τη δημοσίευση της απόφασης επιβολής της διοικητικής κύρωσης ή άλλων διοικητικών μέτρων έως ότου παύσουν να υφίστανται οι λόγοι για αυτή την αναβολή·

β)δημοσιεύει την απόφαση επιβολής της διοικητικής κύρωσης ή άλλων διοικητικών μέτρων σε ανώνυμη βάση σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εφόσον αυτή η ανώνυμη δημοσίευση θα εξασφάλιζε αποτελεσματική προστασία των σχετικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

γ)δεν δημοσιεύει την απόφαση επιβολής διοικητικής κύρωσης ή άλλων διοικητικών μέτρων όταν η αρχή εξυγίανσης ή η εποπτική αρχή είναι της γνώμης ότι η δημοσίευση σύμφωνα με το στοιχείο α) ή β) δεν θα επαρκούσε για να διασφαλιστεί ένα από τα ακόλουθα:

i)ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών·

ii)ότι η δημοσίευση των δεδομένων αυτών είναι αναλογική σε σχέση με μέτρα που θεωρούνται ήσσονος σημασίας.

Οι αρχές εξυγίανσης και οι εποπτικές αρχές εξασφαλίζουν ότι κάθε δημοσίευση σύμφωνα με το παρόν άρθρο παραμένει στον επίσημο ιστότοπό τους για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στη δημοσίευση διατηρούνται στον επίσημο ιστότοπο της αρχής εξυγίανσης ή της εποπτικής αρχής μόνο για το αναγκαίο χρονικό διάστημα σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες περί προστασίας δεδομένων.

Άρθρο 81

Τήρηση κεντρικής βάσης δεδομένων από την EIOPA

1.Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων περί επαγγελματικού απορρήτου που αναφέρονται στο άρθρο 64, οι αρχές εξυγίανσης και οι εποπτικές αρχές ενημερώνουν την EIOPA σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα που επιβάλλουν δυνάμει του άρθρου 79 και σχετικά με την κατάσταση των προσφυγών και τα αποτελέσματά τους.

Η EIOPA τηρεί και επικαιροποιεί κεντρική βάση δεδομένων με τις κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα που της κοινοποιούνται από τις αρχές εξυγίανσης, με αποκλειστικό σκοπό να μπορούν οι εν λόγω αρχές εξυγίανσης να ανταλλάσσουν πληροφορίες· στη βάση δεδομένων έχουν πρόσβαση μόνο οι εν λόγω αρχές εξυγίανσης.

Η EIOPA τηρεί και επικαιροποιεί κεντρική βάση δεδομένων με τις κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα που της κοινοποιούνται από τις εποπτικές αρχές, με αποκλειστικό σκοπό να μπορούν οι εν λόγω εποπτικές αρχές να ανταλλάσσουν πληροφορίες· στη βάση δεδομένων έχουν πρόσβαση μόνο οι εν λόγω εποπτικές αρχές.

2.Η EIOPA διατηρεί και επικαιροποιεί ιστοσελίδα με τις ακόλουθες πληροφορίες ή συνδέσμους προς αυτές τις πληροφορίες:

α)δημοσίευση κυρώσεων από κάθε αρχή εξυγίανσης·

β)δημοσίευση κυρώσεων από κάθε εποπτική αρχή βάσει του άρθρου 80·

γ)την περίοδο για την οποία κάθε κράτος μέλος δημοσιεύει τις κυρώσεις.

Άρθρο 82

Αποτελεσματική εφαρμογή των κυρώσεων και άσκηση των εξουσιών επιβολής κυρώσεων από τις εποπτικές αρχές και τις αρχές εξυγίανσης

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων και του ύψους των διοικητικών προστίμων, οι εποπτικές αρχές και οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση:

α)η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης·

β)ο βαθμός ευθύνης του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου·

γ)η οικονομική ισχύς του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου·

δ)το ποσό των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν·

ε)οι ζημίες τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των αντισυμβαλλομένων, που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν·

στ)ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με την εποπτική αρχή και την αρχή εξυγίανσης·

ζ)προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου.

Για τους σκοπούς του στοιχείου γ), οι δείκτες της οικονομικής ισχύος ενός φυσικού ή νομικού προσώπου περιλαμβάνουν τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπαίτιου νομικού προσώπου ή το ετήσιο εισόδημα του υπαίτιου φυσικού προσώπου.

ΤΙΤΛΟΣ VII
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ, (ΕΕ) 2017/1132 ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ (ΕΕ) ΑΡΙΘ. 1094/2010 ΚΑΙ (ΕΕ) ΑΡΙΘ. 648/2012

Άρθρο 83

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2009/138/ΕΚ

Η οδηγία 2009/138/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

(1)Το άρθρο 141 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 141

Εποπτικές εξουσίες σε περίπτωση επιδείνωσης των χρηματοοικονομικών συνθηκών

1.    Μετά από γνωστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 136 ή μετά την επισήμανση της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 3, εάν οι αποφάσεις της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών αποφάσεων, θα είχαν ως αποτέλεσμα, κατά τους επόμενους τρεις μήνες, ή έχουν ήδη ως αποτέλεσμα τη μη συμμόρφωση με οποιοδήποτε από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως ε), οι εποπτικές αρχές έχουν την εξουσία να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης.

2.    Τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι αναλογικά προς τον κίνδυνο και τον βαθμό της μη συμμόρφωσης με τις κανονιστικές απαιτήσεις και μπορούν να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α)επιβολή στο διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο της επιχείρησης της απαίτησης να επικαιροποιεί το προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης που καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας (ΕΕ) xx/xx του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*1, όταν οι περιστάσεις διαφέρουν από τις παραδοχές που παρατίθενται στο εν λόγω σχέδιο·

β)επιβολή στο διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο της επιχείρησης της απαίτησης να λαμβάνει τα μέτρα που καθορίζονται στο προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης που καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας (ΕΕ) xx/xx [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί ο αριθμός της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων]. Όταν το σχέδιο επικαιροποιείται σύμφωνα με το στοιχείο α), τα ληφθέντα μέτρα περιλαμβάνουν κάθε επικαιροποιημένο μέτρο·

γ)επιβολή στο διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο επιχείρησης που δεν διαθέτει προληπτικό σχέδιο ανάκαμψης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 5 της οδηγίας (ΕΕ) xx/xx [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί ο αριθμός της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων], της απαίτησης να προσδιορίζει τα αίτια της μη συμμόρφωσης ή της πιθανής μη συμμόρφωσης με τις κανονιστικές απαιτήσεις και να προσδιορίζει κατάλληλα μέτρα και χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή αυτών των κανονιστικών απαιτήσεων·

δ)επιβολή στο διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο της επιχείρησης της απαίτησης να αναστέλλει ή να περιορίζει τις μεταβλητές αποδοχές και τη συμμετοχή στα κέρδη, τις διανομές επί μέσων ιδίων κεφαλαίων ή την αποπληρωμή ή επαναγορά στοιχείων ιδίων κεφαλαίων.

3.    Εάν η κατάσταση φερεγγυότητας της επιχείρησης εξακολουθεί να επιδεινώνεται μετά τη γνωστοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 138 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 139 παράγραφος 1, οι εποπτικές αρχές διαθέτουν την εξουσία να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, για τη διασφάλιση των συμφερόντων των αντισυμβαλλομένων στην περίπτωση ασφαλιστήριων συμβολαίων ή των υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις αντασφάλισης.

Τα εν λόγω μέτρα πρέπει να είναι αναλογικά, ώστε να αντικατοπτρίζουν το επίπεδο της επιδείνωσης της κατάστασης φερεγγυότητας της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

_________________________________________________________________

*1    Οδηγία (ΕΕ) xx/xx του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί παραπομπή στην οδηγία για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων].»·

(2)στο άρθρο 267 προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Σε περίπτωση εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 της οδηγίας (ΕΕ) xx/xx [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί ο αριθμός της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων] και άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης που αναφέρονται στο κεφάλαιο IV τίτλος III της εν λόγω οδηγίας, ο παρών τίτλος εφαρμόζεται επίσης στις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) της εν λόγω οδηγίας.

Τα άρθρα 270 και 272 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται όταν εφαρμόζεται το άρθρο 63 της οδηγίας (ΕΕ) xx/xx [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί ο αριθμός της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων].

Το άρθρο 295 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζεται όταν εφαρμόζεται το άρθρο 64 της οδηγίας (ΕΕ) xx/xx [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί ο αριθμός της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων].»·

(3)το άρθρο 268 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)    «αρμόδιες αρχές»: είτε οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές των κρατών μελών οι οποίες είναι αρμόδιες για μέτρα εξυγίανσης ή για τις διαδικασίες εκκαθάρισης, είτε μια αρχή εξυγίανσης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 7 της οδηγίας (ΕΕ) xx/xx [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί ο αριθμός της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων] σε σχέση με τα μέτρα εξυγίανσης που λαμβάνονται σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία·»·

β)το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)    «μέτρα εξυγίανσης»: μέτρα που συνεπάγονται οποιαδήποτε παρέμβαση των αρμόδιων αρχών με σκοπό τη διαφύλαξη ή την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής κατάστασης ασφαλιστικής επιχείρησης και τα οποία θίγουν προϋπάρχοντα δικαιώματα άλλων συμβαλλομένων μερών και όχι αυτής καθ’ αυτήν της ασφαλιστικής επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένης της αναστολής πληρωμών ή εκτελεστικών μέτρων ή της μείωσης των απαιτήσεων, της εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 της οδηγίας (ΕΕ) xx/xx [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί ο αριθμός της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων] και της άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης που αναφέρονται στο κεφάλαιο IV τίτλος III της οδηγίας (ΕΕ) xx/xx [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί ο αριθμός της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων]·».

Άρθρο 84

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2002/47/ΕΚ

Η οδηγία 2002/47/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

(1)στο άρθρο 1, η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.    Τα άρθρα 4 έως 7 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται σε οιονδήποτε περιορισμό της εκτέλεσης των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ή οιονδήποτε περιορισμό στα αποτελέσματα των συμφωνιών εγγυοδοσίας με παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ρυθμίσεων εκκαθαριστικού συμψηφισμού (close out netting) ή αμοιβαίου συμψηφισμού (set-off) που επιβάλλονται δυνάμει του τίτλου IV κεφάλαιο V ή VI της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*2, ή του τίτλου V κεφάλαιο III τμήμα 3 ή κεφάλαιο IV του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*3, ή του τίτλου ΙΙΙ κεφάλαιο ΙΙΙ τμήμα 4 ή κεφάλαιο IV της οδηγίας (ΕΕ) xx/xx του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*4, ή σε οιονδήποτε παρόμοιο περιορισμό που επιβάλλεται δυνάμει παρεμφερών εξουσιών στο δίκαιο κράτους μέλους με σκοπό τη διευκόλυνση της ομαλής εξυγίανσης οιασδήποτε οντότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο δ) του παρόντος άρθρου και που υπόκειται σε διασφαλίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές του τίτλου IV κεφάλαιο VII της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και του τίτλου V κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23·

______________________________________________________________

*2Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

*3Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (ΕΕ L 22 της 22.1.2021, σ. 1).

*4[Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί παραπομπή στην οδηγία για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ασφαλιστικών επιχειρήσεων].»·

(2)το άρθρο 9α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9α

Οδηγίες 2008/48/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ, (ΕΕ) xx/xx και κανονισμός (ΕΕ) 2021/23

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την οδηγία 2008/48/ΕΚ, την οδηγία 2014/59/ΕΕ, την οδηγία (ΕΕ) xx/xx του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*5 [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί ο αριθμός της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ασφαλιστικών επιχειρήσεων] και τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/23.

_______________________________________________________

*5    Οδηγία xx/xx/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί παραπομπή στην οδηγία για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων]».

Άρθρο 85

Τροποποίηση της οδηγίας 2004/25/ΕΚ

Στο άρθρο 4 παράγραφος 5 της οδηγίας 2004/25/ΕΚ, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το άρθρο 5 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση χρήσης των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, στον τίτλο IV του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*6 ή στον τίτλο ΙΙΙ της οδηγίας (ΕΕ) xx/xx του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*7 [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί ο αριθμός της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ασφαλιστικών επιχειρήσεων].

___________________________________________________________

*6Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (ΕΕ L 22 της 22.1.2021, σ. 1).

*7Οδηγία xx/xx/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί παραπομπή στην οδηγία για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων]».

Άρθρο 86

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2007/36/ΕΚ

Στο άρθρο 1 της οδηγίας 2007/36/ΕΚ, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση χρήσης των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*8, στον τίτλο V του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*9 ή στον τίτλο ΙΙΙ της οδηγίας (ΕΕ) xx/xx του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*10 [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί ο αριθμός της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ασφαλιστικών επιχειρήσεων].

______________________________________________________

*8Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

*9Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (ΕΕ L 22 της 22.1.2021, σ. 1).

*10Οδηγία ΧΧ/ΧΧ/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί παραπομπή στην οδηγία για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων]».»

Άρθρο 87

Τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132

Η οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 τροποποιείται ως εξής:

(1)στο άρθρο 84, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το άρθρο 49, το άρθρο 58 παράγραφος 1, το άρθρο 68 παράγραφοι 1, 2 και 3, το άρθρο 70 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, τα άρθρα 72 έως 75, 79, 80 και 81 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση χρήσης των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*11, στον τίτλο V του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*12 ή στον τίτλο ΙΙΙ της οδηγίας (ΕΕ) xx/xx του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*13.

______________________________________________________

*11Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

*12Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (ΕΕ L 22 της 22.1.2021, σ. 1).

*13Οδηγία (ΕΕ) ΧΧ/ΧΧ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί παραπομπή στην οδηγία για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων].»·

(2)το άρθρο 86α τροποποιείται ως εξής:

α)στην παράγραφο 3, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)    η εταιρεία υπόκειται σε εργαλεία, εξουσίες και μηχανισμούς εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, στον τίτλο V του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 ή στον τίτλο III της οδηγίας (ΕΕ) xx/xx [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί ο αριθμός της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ασφαλιστικών επιχειρήσεων].»·

β)στην παράγραφο 4, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)    υπόκεινται σε μέτρα πρόληψης κρίσεων όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 101) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή στο άρθρο 2 σημείο 48) του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 ή στο άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 75) της οδηγίας (ΕΕ) xx/xx [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί ο αριθμός της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ασφαλιστικών επιχειρήσεων].»·

(3)στο άρθρο 87, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το παρόν κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται στις εταιρείες οι οποίες υπόκεινται στη χρήση των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, στον τίτλο V του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 ή στον τίτλο ΙΙΙ της οδηγίας (ΕΕ) xx/xx [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί ο αριθμός της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ασφαλιστικών επιχειρήσεων].»·

(4)το άρθρο 120 τροποποιείται ως εξής:

α)στην παράγραφο 4, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)    η εταιρεία υπόκειται σε εργαλεία, εξουσίες και μηχανισμούς εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, στον τίτλο V του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 ή στον τίτλο III της οδηγίας (ΕΕ) xx/xx [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί ο αριθμός της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ασφαλιστικών επιχειρήσεων].»·

β)στην παράγραφο 5, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)    υπόκεινται σε μέτρα πρόληψης κρίσεων όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 101) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή στο άρθρο 2 σημείο 48) του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 ή στο άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 75) της οδηγίας (ΕΕ) xx/xx [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί ο αριθμός της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ασφαλιστικών επιχειρήσεων].»·

(5)το άρθρο 160α αντικαθίσταται ως εξής:

α)στην παράγραφο 4, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)    η εταιρεία υπόκειται σε εργαλεία, εξουσίες και μηχανισμούς εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, στον τίτλο V του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 ή στον τίτλο III της οδηγίας (ΕΕ) xx/xx [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί παραπομπή στην οδηγία για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ασφαλιστικών επιχειρήσεων].»·

β)στην παράγραφο 5, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)    μέτρα πρόληψης κρίσεων κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 101) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, του άρθρου 2 σημείο 48) του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 ή του άρθρου 2 παράγραφος 2 σημείο 75) της οδηγίας (ΕΕ) xx/xx [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί παραπομπή στην οδηγία για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ασφαλιστικών επιχειρήσεων].».

Άρθρο 88

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 τροποποιείται ως εξής:

(1)στο άρθρο 4 σημείο 2), το σημείο i) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«i)    οι εποπτικές αρχές όπως ορίζονται στο άρθρο 13 σημείο 10) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, οι αρχές εξυγίανσης όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 7) της οδηγίας (ΕΕ) xx/xx του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*14 και οι αρμόδιες αρχές όπως ορίζονται στο άρθρο 6 σημείο 8) της οδηγίας 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*15 και όπως αναφέρονται στην οδηγία (ΕΕ) 2016/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*16·»·

(2)στο άρθρο 40 παράγραφος 6 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Προκειμένου να ενεργεί στο πλαίσιο της οδηγίας (ΕΕ) xx/xx [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί ο αριθμός της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ασφαλιστικών επιχειρήσεων], το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δύναται, κατά περίπτωση, να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της αρχής εξυγίανσης σε κάθε κράτος μέλος, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

_________________________________________________________________

*14    [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί παραπομπή στην οδηγία για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ασφαλιστικών επιχειρήσεων].

*15    Οδηγία (ΕΕ) 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2016, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΙΕΣΠ) (ΕΕ L 354 της 23.12.2016, σ. 37).

*16    Οδηγία (ΕΕ) 2016/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2016, σχετικά με τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων (ΕΕ L 26 της 2.2.2016, σ. 19).

Άρθρο 89

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Στο άρθρο 81 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ιη)    οι αρχές εξυγίανσης που ορίζονται βάσει του άρθρου 3 της οδηγίας (ΕΕ) xx/xx του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*17.

_______________________________________________________________

*17    [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί παραπομπή στην οδηγία για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ασφαλιστικών επιχειρήσεων].».

ΤΙΤΛΟΣ VΙΙΙ
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 90

Επιτροπή εξυγίανσης στο πλαίσιο της EIOPA

1.Η EIOPA συγκροτεί, σύμφωνα με το άρθρο 41 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, μια μόνιμη εσωτερική επιτροπή για τον σκοπό της προπαρασκευής των αποφάσεων της EIOPA που αναφέρονται στο άρθρο 44 του εν λόγω κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων για τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στις αρχές εξυγίανσης σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Η εν λόγω εσωτερική επιτροπή αποτελείται από τις αρχές εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 3 της παρούσας οδηγίας.

2.Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η EIOPA συνεργάζεται με την ΕΑΤ και την ESMA στο πλαίσιο της Μεικτής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, η οποία συγκροτείται σύμφωνα με το άρθρο 54 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η EIOPA εξασφαλίζει διαρθρωτικό διαχωρισμό μεταξύ της επιτροπής εξυγίανσης και των λοιπών καθηκόντων που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010. Η επιτροπή εξυγίανσης προωθεί την κατάρτιση και τον συντονισμό των σχεδίων εξυγίανσης και αναπτύσσει μεθόδους για την εξυγίανση των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας και βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης.

Άρθρο 91

Συνεργασία με την EIOPA

1.Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές και οι αρχές εξυγίανσης συνεργάζονται με την EIOPA για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

2.Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές και οι αρχές εξυγίανσης παρέχουν χωρίς καθυστέρηση στην EIOPA όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες προκειμένου να επιτελέσει το έργο της σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Άρθρο 92

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο έως την [Υπηρεσία Εκδόσεων — να προστεθεί ημερομηνία 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος], τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με τα άρθρα 1 έως 87, 90 και 91 της παρούσας οδηγίας. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων. Ωστόσο, τα άρθρα 88 και 89 είναι δεσμευτικά ως προς όλα τα μέρη τους και ισχύουν άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Εφαρμόζουν τα άρθρα 1 έως 87, 90 και 91 από την [Υπηρεσία Εκδόσεων — να προστεθεί ημερομηνία 18 μήνες και μία ημέρα μετά την έναρξη ισχύος].

Τα άρθρα 1 έως 87, 90 και 91, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των κύριων διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 93

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 94

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο    Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος    Ο Πρόεδρος

(1)    COM(2021) 581.
(2)    Βλ. γνωμοδότηση της EIOPA προς τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την εναρμόνιση των πλαισίων ανάκαμψης και εξυγίανσης για ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς φορείς σε όλα τα κράτη μέλη, Ιούλιος 2017.
(3)    https://www.eiopa.europa.eu/content/opinion-2020-review-of-solvency-ii_en
(4)    Έκθεση του ΕΣΣΚ με τίτλο «Ανάκαμψη και εξυγίανση του ασφαλιστικού τομέα της ΕΕ: μια μακροπροληπτική προοπτική», Αύγουστος 2017. Έκθεση του ΕΣΣΚ με τίτλο «Διατάξεις, μέτρα και μέσα μακροπροληπτικής εποπτείας για τον ασφαλιστικό τομέα», Νοέμβριος 2018.
(5)    Οδηγία 2014/59/ΕΕ, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων.
(6)    Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων.
(7)    Να προστεθεί παραπομπή στην εκτίμηση επιπτώσεων.
(8)    https://www.eiopa.europa.eu/content/opinion-2020-review-of-solvency-ii_en
(9)     https://ec.europa.eu/info/law/better-regulation/have-your-say/initiatives/12461-Review-of-measures-on-taking-up-and-pursuit-of-the-insurance-and-reinsurance-business-Solvency-II-/public-consultation_el
(10)    Βλ. τμήματα 11.6 και 12 της εκτίμησης επιπτώσεων της EIOPA και τμήμα 12 του ενημερωτικού εγγράφου αναφοράς . Της γνωμοδότησης της EIOPA σχετικά με την επανεξέταση της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ προηγήθηκε γνωμοδότηση σχετικά με την εναρμόνιση των πλαισίων ανάκαμψης και εξυγίανσης (αντ)ασφαλιστικών φορέων σε όλα τα κράτη μέλη (5 Ιουλίου 2017) και έγγραφο προβληματισμού σχετικά με τη χρηματοδότηση της εξυγίανσης και τα εθνικά συστήματα εγγύησης των ασφαλίσεων (EIOPA, Ιούλιος 2018).
(11)    Η EIOPA εξέτασε και ζήτησε γνώμες αναφορικά με τις επιλογές αυτές στο έγγραφο προβληματισμού σχετικά με τη χρηματοδότηση της εξυγίανσης και τα εθνικά συστήματα εγγύησης των ασφαλίσεων (EIOPA, 30 Ιουλίου 2018).
(12)    ΕΕ C της , σ. .
(13)    ΕΕ C της , σ. .
(14)    Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).
(15)    Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, Key Attributes of Effective Resolution Regimes for Financial Institutions (Βασικά χαρακτηριστικά για αποτελεσματικά καθεστώτα εξυγίανσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων), 2014.
(16)    Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, Developing Effective Resolution Strategies and Plans for Systemically Important Insurers (Ανάπτυξη αποτελεσματικών στρατηγικών και σχεδίων εξυγίανσης για συστημικά σημαντικούς ασφαλιστές), 2016.
(17)    Διεθνής Ένωση Ασφαλιστικών Εποπτών, Insurance Core Principles and Common Framework for the Supervision of Internationally Active Insurance Groups (Βασικές ασφαλιστικές αρχές και κοινό πλαίσιο εποπτείας για ασφαλιστικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται σε διεθνές επίπεδο), 2019.
(18)    Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).
(19)    Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 1).
(20)    Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων (ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 45).
(21)    Οδηγία 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς (ΕΕ 142 της 30.4.2004, σ. 12).
(22)    Οδηγία 2007/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, σχετικά με την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων από μετόχους εισηγμένων εταιρειών (ΕΕ L 184 της 14.7.2007, σ. 17).
(23)    Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δικαίου (ΕΕ L 169 της 30.6.2017, σ. 46).
(24)    Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).
(25)    Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (ΕΕ 22 της 22.1.2021, σ. 1).
(26)    Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).
(27)    Οδηγία 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2002, για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας (ΕΕ L 168 της 27.6.2002, σ. 43).
(28)    Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).
(29)    Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).
(30)    Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/35 της Επιτροπής, της 10ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 012 της 17.1.2015, σ. 1).
(31)    Οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ 82 της 22.3.2001, σ. 16).
(32)    Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).
(33)    Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1129 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή κατά την εισαγωγή κινητών αξιών προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 2003/71/ΕΚ (ΕΕ L 168 της 30.6.2017, σ. 12).
(34)    Οδηγία 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, σχετικά με την εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών και τις πληροφορίες επί των αξιών αυτών που πρέπει να δημοσιεύονται (ΕΕ 184 της 6.7.2001, σ. 1).
(35)    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (ΕΕ 177 της 4.7.2008, σ. 6).
(36)    Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38).
Top