EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52021PC0581

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ όσον αφορά την αναλογικότητα, την ποιότητα της εποπτείας, την υποβολή εκθέσεων, τα μέτρα μακροπρόθεσμων εγγυήσεων, τα μακροπροληπτικά εργαλεία, τους κινδύνους βιωσιμότητας, την εποπτεία σε επίπεδο ομίλου και τη διασυνοριακή εποπτεία

COM/2021/581 final

Βρυξέλλες, 22.9.2021

COM(2021) 581 final

2021/0295(COD)

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ όσον αφορά την αναλογικότητα, την ποιότητα της εποπτείας, την υποβολή εκθέσεων, τα μέτρα μακροπρόθεσμων εγγυήσεων, τα μακροπροληπτικά εργαλεία, τους κινδύνους βιωσιμότητας, την εποπτεία σε επίπεδο ομίλου και τη διασυνοριακή εποπτεία

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

{SEC(2021) 620 final} - {SWD(2021) 260 final} - {SWD(2021) 261 final}


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1.ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Αιτιολόγηση και στόχοι της πρότασης

Η οικονομική και κοινωνική σημασία της ασφάλισης 1 δικαιολογεί την παρέμβαση των δημόσιων αρχών, υπό τη μορφή προληπτικής εποπτείας. Οι ασφαλιστές παρέχουν προστασία έναντι μελλοντικών γεγονότων που ενδέχεται να οδηγήσουν σε ζημία και διοχετεύουν τις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στην πραγματική οικονομία. Η οδηγία 2009/138/ΕΚ 2 (στο εξής: οδηγία Φερεγγυότητα II) καθορίζει κανόνες προληπτικής εποπτείας για τον ασφαλιστικό τομέα και έχει ως στόχο να καταστήσει δυνατή την ενιαία αγορά ασφαλιστικών υπηρεσιών, προστατεύοντας ταυτόχρονα τους αντισυμβαλλομένους.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει τη νομική εντολή να προβεί σε συνολική επανεξέταση των σημαντικότερων συνιστωσών της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ, ιδίως των κεφαλαιακών απαιτήσεων βάσει κινδύνου και των κανόνων για την αποτίμηση των μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων, και να συναγάγει συμπεράσματα από τα πρώτα 5 έτη εμπειρίας από το πλαίσιο. Η εμπειρία αυτή έχει καταδείξει επίσης ότι η αναλογικότητα της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ θα μπορούσε να βελτιωθεί, ενώ έχει αναδείξει επίσης την απουσία ειδικών διατάξεων σε επίπεδο ΕΕ για την αντιμετώπιση της συσσώρευσης συστημικών κινδύνων, τη διασφάλιση της ετοιμότητας για την αντιμετώπιση κρίσεων ή την εξυγίανση των ασφαλιστών, όπου απαιτείται.

Επιπλέον, το πλαίσιο πρέπει να συνάδει με τις πολιτικές προτεραιότητες της ΕΕ. Ειδικότερα, ο ασφαλιστικός τομέας θα πρέπει να διαδραματίσει ρόλο στη χρηματοδότηση της οικονομικής ανάκαμψης μετά την πανδημία COVID-19, στην ολοκλήρωση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών (CMU) 3 και στην επίτευξη των στόχων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας 4 . Πιο συγκεκριμένα, ο τομέας θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην «επανεξισορρόπηση» στον τομέα των επιχειρήσεων και στη χρηματοδότηση της μετάβασης στη βιωσιμότητα.

Άλλα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα θεωρούν επίσης ότι η επανεξέταση αποτελεί καθοριστική πρωτοβουλία για τη στήριξη των στόχων της Ένωσης Κεφαλαιαγορών. Στην έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την περαιτέρω προώθηση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών (CMU) 5 ζητείται από την Επιτροπή να αξιολογήσει αν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για επενδύσεις σε επιχειρήσεις, ιδίως σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), αποθαρρύνουν τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις. Τα συμπεράσματα του Συμβουλίου 6 σχετικά με το σχέδιο δράσης για την Ένωση των Κεφαλαιαγορών καλούν την Επιτροπή να ενισχύσει τον ρόλο των ασφαλιστών ως μακροπρόθεσμων επενδυτών και να αξιολογήσει τρόπους παροχής κινήτρων για μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε επιχειρήσεις, ιδίως ΜΜΕ, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή η προστασία των επενδυτών.

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή προσδιόρισε τους ακόλουθους στόχους για την επανεξέταση:

·παροχή κινήτρων στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ώστε να συμβάλλουν στη μακροπρόθεσμη βιώσιμη χρηματοδότηση της οικονομίας·

·βελτίωση της ευαισθησίας ως προς τον κίνδυνο·

·μετριασμός της υπερβολικής βραχυπρόθεσμης μεταβλητότητας της κατάστασης φερεγγυότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων·

·βελτίωση της ποιότητας, της συνοχής και του συντονισμού της εποπτείας ασφαλίσεων σε ολόκληρη την ΕΕ και βελτίωση της προστασίας των αντισυμβαλλομένων και των δικαιούχων, μεταξύ άλλων και σε περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή τους·

·καλύτερη αντιμετώπιση της πιθανής συσσώρευσης συστημικών κινδύνων στον ασφαλιστικό τομέα.

Συνέπεια με τις ισχύουσες διατάξεις στον τομέα πολιτικής

Η παρούσα πρόταση αξιοποιεί και ενισχύει το πλαίσιο προληπτικής εποπτείας για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που καθορίζεται στην οδηγία 2009/138/ΕΚ, όπως επεξηγείται αναλυτικότερα στο τμήμα 5 κατωτέρω. Η οδηγία Φερεγγυότητα ΙΙ αποτελεί, παράλληλα με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2015/35 7 , τον ακρογωνιαίο λίθο του πλαισίου προληπτικής εποπτείας της ΕΕ για τις ασφαλίσεις. Σε ανακοίνωση 8 που εκδίδεται μαζί με την παρούσα πρόταση επεξηγείται αναλυτικότερα η αλληλεπίδραση μεταξύ της πρότασης και των επικείμενων τροποποιήσεων του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/35.

Συνέπεια με άλλες πολιτικές της Ένωσης

Η παρούσα πρόταση εκδίδεται ως μέρος μιας δέσμης μέτρων, μαζί με νομοθετική πρόταση για την εξυγίανση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων· η εν λόγω δέσμη μέτρων αποσκοπεί στη βελτίωση της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς ασφαλίσεων και της εμπιστοσύνης σε αυτήν. Οι προτάσεις που περιλαμβάνονται στη δέσμη μέτρων αλληλοσυνδέονται, δεδομένου ότι η πρόταση τροποποιεί τους κανόνες εποπτείας πριν από την πτώχευση μιας ασφαλιστικής επιχείρησης, ενώ οι νέοι κανόνες τυποποίησης για την εξυγίανση αφορούν τις διαδικασίες και τις εξουσίες μετά από τέτοιου είδους πτώχευση.

Μέσω τροποποιήσεων των κανόνων αποτίμησης των υποχρεώσεων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, η παρούσα πρόταση συμβάλλει στην ολοκλήρωση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών. Ειδικότερα, οι σχετικές τροποποιήσεις καθιστούν λιγότερο πιθανές αδικαιολόγητες φιλοκυκλικές συμπεριφορές και αποτυπώνουν καλύτερα τον μακροπρόθεσμο χαρακτήρα των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων. Οι αλλαγές αυτές θα συνοδεύονται από πρόσθετα μέτρα στο πλαίσιο του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/35, ώστε να διασφαλίζεται η καταλληλότητα του υπολογισμού του περιθωρίου κινδύνου και των κριτηρίων επιλεξιμότητας για την κατηγορία των μακροπρόθεσμων μετοχικών στοιχείων ενεργητικού.

Στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή προωθεί διάφορες πρωτοβουλίες για την αύξηση της ιδιωτικής χρηματοδότησης της μετάβασης σε μια οικονομία με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα, καθώς και για τη διασφάλιση της διαχείρισης των κινδύνων για το κλίμα και το περιβάλλον από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή εξέδωσε πρόταση οδηγίας για την υποβολή εκθέσεων βιωσιμότητας από τις εταιρείες 9 , με την οποία αποσαφηνίζονται οι απαιτήσεις για τη δημοσιοποίηση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών βιωσιμότητας και επεκτείνεται το πεδίο εφαρμογής, μεταξύ άλλων στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις μεσαίου μεγέθους. Για την αποφυγή αλληλεπικαλύψεων, η παρούσα πρόταση δεν καλύπτει τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα.

Με τη θέσπιση απαίτησης για τη διενέργεια ανάλυσης σεναρίων για την κλιματική αλλαγή, η πρόταση συμβάλλει στη στρατηγική χρηματοδότησης της μετάβασης προς τη βιώσιμη οικονομία 10 , η οποία αποσκοπεί στην ενίσχυση των θεμελίων για βιώσιμες επενδύσεις, στην πλήρη ενσωμάτωση των ζητημάτων βιωσιμότητας στο χρηματοοικονομικό σύστημα, καθώς και στη διαχείριση αυτών των ζητημάτων.

Η Επιτροπή θα μεριμνήσει επίσης δεόντως ώστε να αποφευχθεί η ασυνέπεια μεταξύ της παρούσας πρότασης και των επικείμενων τροποποιήσεων των κανόνων για τον τραπεζικό τομέα.

2.ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ, ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ

Νομική βάση

Η οδηγία Φερεγγυότητα ΙΙ προβλέπει ένα ολοκληρωμένο κανονιστικό πλαίσιο για την ανάληψη και την άσκηση ασφαλιστικών δραστηριοτήτων εντός της ΕΕ. Οι νομικές βάσεις της ισχύουσας οδηγίας είναι το άρθρο 53 παράγραφος 1 και το άρθρο 62 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης· απαιτείται η ανάληψη δράσης από την Ένωση σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα, ώστε να εξακολουθήσουν να είναι εναρμονισμένοι οι ισχύοντες κανόνες ή να θεσπιστούν νέοι τυποποιημένοι κανόνες.

Επικουρικότητα

Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η Ένωση δύναται να αναλάβει δράση μόνον εάν είναι αδύνατον να επιτευχθούν οι επιδιωκόμενοι στόχοι μόνον από τα κράτη μέλη. Η ρύθμιση της ασφάλισης σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει καθιερωθεί από μακρού, διότι μόνο η ανάληψη δράσης από την Ένωση μπορεί να καθορίσει κοινό κανονιστικό πλαίσιο για ασφαλιστικές επιχειρήσεις που επωφελούνται από την ελευθερία εγκατάστασης και την ελευθερία παροχής υπηρεσιών. Ως προς το ζήτημα αυτό, η παρούσα πρόταση, όπως και η νομοθεσία που επιδιώκει να τροποποιήσει, συνάδει πλήρως με την αρχή της επικουρικότητας.

Αναλογικότητα

Η παρούσα πρόταση αποσκοπεί στην τροποποίηση ορισμένων διατάξεων της οδηγίας Φερεγγυότητα II, ιδίως των διατάξεων που αφορούν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, την αποτίμηση των ασφαλιστικών υποχρεώσεων έναντι των αντισυμβαλλομένων και τη διασυνοριακή εποπτεία. Εισάγει επίσης τις αναγκαίες αποσαφηνίσεις και αλλαγές των διατάξεων για την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας. Οι αλλαγές αυτές είναι αναγκαίες και αναλογικές για τη βελτίωση της λειτουργίας του κανονιστικού πλαισίου όσον αφορά τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και για την επίτευξη των στόχων της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ.

Επιλογή της νομικής πράξης

Σκοπός της παρούσας πρότασης είναι η τροποποίηση της ισχύουσας οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ και, ως εκ τούτου, η πράξη που επιλέχθηκε είναι τροποποιητική οδηγία.

3.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΩΝ, ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΚΤΙΜΗΣΕΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

Εκ των υστέρων αξιολογήσεις / έλεγχοι καταλληλότητας της ισχύουσας νομοθεσίας

Το παράρτημα της συνοδευτικής εκτίμησης επιπτώσεων περιλαμβάνει αξιολόγηση του πλαισίου Φερεγγυότητα ΙΙ. Τα κύρια συμπεράσματα είναι ότι το πλαίσιο είναι εν γένει αποτελεσματικό και συνεκτικό, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ανάγκες και προβλήματα και προσδίδει την επιδιωκόμενη προστιθέμενη αξία. Παρ’ όλα αυτά, επισημαίνει ταυτόχρονα και ορισμένα ζητήματα κατά την εφαρμογή των αρχών και των απαιτήσεών της, καθώς και σε σχέση με τη διαδικασία εποπτικής σύγκλισης. Επιπλέον, το πλαίσιο δεν λαμβάνει πλήρως υπόψη το νέο χρηματοπιστωτικό και οικονομικό περιβάλλον, ιδίως όσον αφορά τα χαμηλά επιτόκια.

Επιπροσθέτως, εξακολουθεί να υπάρχει υπερβολική βραχυπρόθεσμη μεταβλητότητα, παρά τα υφιστάμενα εργαλεία που αποσκοπούν στον μετριασμό των επιπτώσεων αυτού του είδους. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις πρέπει να βελτιωθούν ώστε να διασφαλιστεί η ευαισθησία ως προς τον κίνδυνο και η κατάλληλη μεταχείριση των μακροπρόθεσμων επενδύσεων. Επιπλέον, δεν λαμβάνουν υπόψη τον βιώσιμο χαρακτήρα των στοιχείων ενεργητικού που κατέχουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Ορισμένα χαρακτηριστικά των διατάξεων υποβολής εκθέσεων και δημοσιοποίησης θα μπορούσαν να βελτιωθούν και, γενικότερα, η εφαρμογή της αναλογικότητας δεν ήταν επαρκής για την αποτελεσματική μείωση της κανονιστικής επιβάρυνσης για τις μικρότερες ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

Στην αξιολόγηση επισημαίνονται επίσης ρυθμιστικές και εποπτικές ελλείψεις όσον αφορά την προστασία των αντισυμβαλλομένων. Υπάρχουν δυνατότητες περαιτέρω εναρμόνισης των εποπτικών διαδικασιών και βελτίωσης της συνεργασίας μεταξύ των εποπτικών αρχών στην περίπτωση άσκησης διασυνοριακών δραστηριοτήτων. Επιπλέον, οι εποπτικές αρχές έχουν στη διάθεσή τους περιορισμένα μόνο εργαλεία για την αντιμετώπιση της πιθανής συσσώρευσης συστημικών κινδύνων στον ασφαλιστικό τομέα και την ανάληψη κατάλληλης μακροπροληπτικής εποπτείας

Διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη

Η Επιτροπή πραγματοποίησε διάφορες δραστηριότητες διαβούλευσης για την παρούσα επανεξέταση. Στις 29 Ιανουαρίου 2020 διοργάνωσε δημόσια διάσκεψη σχετικά με την επανεξέταση, με τη συμμετοχή εκπροσώπων του ασφαλιστικού κλάδου, των ασφαλιστικών ενώσεων, των δημόσιων αρχών, της κοινωνίας των πολιτών και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Η Επιτροπή διεξήγαγε επίσης δημόσια διαβούλευση από την 1η Ιουλίου 2020 έως τις 21 Οκτωβρίου 2020, στο πλαίσιο της οποίας έλαβε 73 απαντήσεις από ευρύ φάσμα ενδιαφερόμενων μερών που εκπροσωπούν τον ασφαλιστικό κλάδο (56 %), την κοινωνία των πολιτών (14 %) και τις δημόσιες αρχές (11 %). Την 1η Φεβρουαρίου 2021 η Επιτροπή δημοσίευσε συνοπτική έκθεση σχετικά με τις παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο αυτής της διαβούλευσης 11 . Επιπλέον, η Επιτροπή συζήτησε ποικίλες πτυχές της επανεξέτασης κατά τη διάρκεια διαφόρων συνεδριάσεων μιας ομάδας εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών.

Οι εν λόγω δραστηριότητες διαβούλευσης συμπληρώνουν τρεις διαβουλεύσεις που διεξήγαγε η EIOPA κατά την περίοδο μεταξύ Ιουλίου 2019 και Ιανουαρίου 2020.

Συλλογή και χρήση εμπειρογνωσίας

Κατόπιν επίσημου αιτήματος παροχής συμβουλών 12 που απέστειλε η Επιτροπή τον Φεβρουάριο του 2019, η EIOPA εξέδωσε γνώμη 13 σχετικά με την επανεξέταση της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ, μαζί με ανάλυση ιστορικού και εκτίμηση επιπτώσεων, στις 17 Δεκεμβρίου 2020. Οι γνώμες της EIOPA αξιοποιήθηκαν για την τεκμηρίωση της εκτίμησης επιπτώσεων της Επιτροπής και την ανάπτυξη της παρούσας πρότασης. Στο παράρτημα 10 της συνοδευτικής εκτίμησης επιπτώσεων παρατίθενται πρόσθετες πηγές που εξετάστηκαν κατά την κατάρτιση της παρούσας πρότασης.

Εκτίμηση επιπτώσεων

Η παρούσα πρόταση συνοδεύεται από εκτίμηση επιπτώσεων 14 . Η εκτίμηση επιπτώσεων υποβλήθηκε στην επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου (ΕΡΕ) στις 19 Μαρτίου 2021, και έλαβε θετική γνώμη στις 23 Απριλίου 2021 15 . Παρότι η επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου επαίνεσε τον ολοκληρωμένο και άρτια διαρθρωμένο χαρακτήρα της εκτίμησης επιπτώσεων, συνέστησε να αναπτυχθεί περαιτέρω η ανάλυση του προβλήματος και το περιγραφικό κείμενο, μεταξύ άλλων σε σχέση με την αναλογικότητα. Η εκτίμηση επιπτώσεων τροποποιήθηκε αναλόγως.

Η εκτίμηση επιπτώσεων προσδιορίζει ένα σύνολο προτιμώμενων επιλογών πολιτικής που αντιμετωπίζουν πέντε βασικά προβλήματα:

i)αντικίνητρα για μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε μετοχικό κεφάλαιο και ανεπαρκής συνεκτίμηση των κινδύνων βιωσιμότητας·

ii)ανεπαρκής αποτύπωση του περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων και, ενδεχομένως, αδικαιολόγητα υψηλή μεταβλητότητα της κατάστασης φερεγγυότητας·

iii)πολυπλοκότητα για τις μικρές ασφαλιστικές επιχειρήσεις χαμηλότερου κινδύνου·

iv)πρόσφατες πτωχεύσεις ασφαλιστικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε διασυνοριακό επίπεδο, οι οποίες έχουν αναδείξει τις ελλείψεις εποπτείας και τη διαφορετική προστασία των αντισυμβαλλομένων σε ολόκληρη την ΕΕ μετά τις εν λόγω πτωχεύσεις·

v)τα εργαλεία για την πρόληψη συστημικών κινδύνων μπορεί να αποδειχθεί ανεπαρκής.

Ο βασικός συμβιβασμός για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων σχετίζεται με τον συνολικό ποσοτικό αντίκτυπο της επανεξέτασης. Σημαντική αύξηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων δεν θα επέτρεπε τη συμβολή των ασφαλιστών στην πράσινη και βιώσιμη ανάκαμψη. Από την άλλη πλευρά, σημαντική μείωση θα έθετε σε κίνδυνο την προστασία των αντισυμβαλλομένων και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Στην πραγματικότητα, λόγω της σταδιακής εφαρμογής των μεταβολών των επιτοκίων, οι προτιμώμενες επιλογές πολιτικής θα είχαν ως αποτέλεσμα σημαντική κεφαλαιακή ελάφρυνση, η οποία εκτιμάται σε 90 000 000 000 EUR σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Στο τέλος της μεταβατικής περιόδου, εκτιμάται ότι οι προτιμώμενες επιλογές πολιτικής θα έχουν ως αποτέλεσμα, σε σύγκριση με την υφιστάμενη κατάσταση, περισσότερο ή λιγότερο σταθερά ή ελαφρώς αυξημένα κεφάλαια που υπερβαίνουν τις κανονιστικές απαιτήσεις (ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς).

Καταλληλότητα και απλούστευση του κανονιστικού πλαισίου

Η προτεινόμενη οδηγία βελτιώνει την καταλληλότητα του κανονιστικού πλαισίου και απλουστεύει το πλαίσιο ως εξής:

·εξαιρώντας περισσότερες μικρές επιχειρήσεις από την οδηγία Φερεγγυότητα ΙΙ·

·καθιστώντας αναλογικότερους κανόνες αυτομάτως διαθέσιμους σε «επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου» και, κατόπιν εποπτικής έγκρισης, σε άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις·

·απλουστεύοντας την ποσοτική έκφραση των επουσιωδών κινδύνων·

·διασφαλίζοντας ότι οι απαιτούμενες δημοσιοποιήσεις δεν βαίνουν πέραν των αναγκαίων ορίων για τους αποδέκτες.

Όσον αφορά την ψηφιακή ετοιμότητα, οι διατάξεις της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ είναι ήδη τεχνολογικά ουδέτερες. Επιπλέον, οι υφιστάμενες εξουσιοδοτήσεις για την Επιτροπή και την EIOPA θα παράσχουν τη δυνατότητα περαιτέρω προσαρμογών, κυρίως όσον αφορά την εποπτική αναφορά και τις δημοσιοποιήσεις.

Θεμελιώδη δικαιώματα

Η πρόταση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συγκεκριμένα την επιχειρηματική ελευθερία (άρθρο 16) και το δικαίωμα στην προστασία του καταναλωτή (άρθρο 38).

4.ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Η πρόταση δεν έχει δημοσιονομικές επιπτώσεις.

5.ΛΟΙΠΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Σχέδια εφαρμογής και ρυθμίσεις παρακολούθησης, αξιολόγησης και υποβολής εκθέσεων

Η Επιτροπή θα παρακολουθεί την πρόοδο προς την επίτευξη των ειδικών στόχων με βάση τον μη εξαντλητικό κατάλογο δεικτών που περιλαμβάνεται στο τμήμα 8 της συνοδευτικής εκτίμησης επιπτώσεων.

Εντός πέντε ετών η Επιτροπή θα διενεργήσει την επόμενη αξιολόγηση της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ, συμπεριλαμβανομένων των τροποποιήσεων της παρούσας πρότασης, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για τη βελτίωση της νομοθεσίας.

Η παρούσα πρόταση δεν απαιτεί σχέδιο εφαρμογής.

Επεξηγηματικά έγγραφα

Δεν θεωρείται αναγκαίο κανένα επεξηγηματικό έγγραφο.

Αναλυτική επεξήγηση των επιμέρους διατάξεων της πρότασης

Το άρθρο 1 της πρότασης τροποποιεί την οδηγία 2009/138/EΚ.

Αναλογικότητα

Η παράγραφος 2 τροποποιεί το άρθρο 4 ώστε να αυξηθούν τα κατώτατα όρια μεγέθους για τις εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παρέχοντας με τον τρόπο αυτόν τη δυνατότητα εξαίρεσης περισσότερων μικρών επιχειρήσεων.

Η παράγραφος 12 αποσαφηνίζει στο άρθρο 29 τη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας όσον αφορά τις κατ’ εξουσιοδότηση και τις εκτελεστικές πράξεις, ιδίως με την εισαγωγή της νέας έννοιας των επιχειρήσεων με προφίλ χαμηλού κινδύνου.

Η παράγραφος 13 εισάγει τα νέα άρθρα 29α έως 29ε. Το άρθρο 29α θεσπίζει κριτήρια για τον προσδιορισμό των επιχειρήσεων με προφίλ χαμηλού κινδύνου, τα οποία μπορούν να συμπληρώνονται με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις. Το άρθρο 29β θεσπίζει τη διαδικασία ταξινόμησης των επιχειρήσεων ως επιχειρήσεων με προφίλ χαμηλού κινδύνου.

Το άρθρο 29γ περιλαμβάνει τα μέτρα αναλογικότητας που είναι «αυτομάτως» διαθέσιμα για τις επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου και θεσπίζει τους κανόνες σε περίπτωση μεταβολής του προφίλ κινδύνου. Το άρθρο 29δ καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις που δεν ταξινομούνται ως επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου μπορούν να λάβουν άδεια για τη χρήση αναλογικών μέτρων. Το άρθρο 29ε καθορίζει τις υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων για τις επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου.

Η παράγραφος 63 εισάγει το νέο άρθρο 213α, το οποίο θεσπίζει τα κριτήρια προσδιορισμού των ομίλων με προφίλ χαμηλού κινδύνου, καθώς και τους κανόνες χρήσης των μέτρων αναλογικότητας από τους εν λόγω ασφαλιστικούς ομίλους.

Η παράγραφος 21 εισάγει στο άρθρο 41 τη νέα παράγραφο 2α, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου να αναθέτουν σε ένα πρόσωπο την άσκηση διαφόρων βασικών καθηκόντων. Η παράγραφος προβλέπει επίσης μέτρα αναλογικότητας σε σχέση με τους κανόνες διακυβέρνησης· στην περίπτωση επιχειρήσεων με προφίλ χαμηλού κινδύνου, οι εσωτερικές πολιτικές που απαριθμούνται στο άρθρο 41 παράγραφος 3 πρέπει να επικαιροποιούνται μόνο ανά τριετία και όχι ετησίως.

Το άρθρο 45 τροποποιείται ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου, στις εξαρτημένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις και στις εξαρτημένες αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που πληρούν ορισμένα κριτήρια να διενεργούν εκτίμηση ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας ανά διετία και όχι τουλάχιστον σε ετήσια βάση.

Οι αλλαγές στο άρθρο 77 θα παρέχουν τη δυνατότητα χρήσης συνετής προσδιοριστικής αποτίμησης της βέλτιστης εκτίμησης των υποχρεώσεων ασφάλισης ζωής με δικαιώματα προαίρεσης και εγγυήσεις που δεν θεωρούνται σημαντικές, αντί της χρήσης τεχνικών στοχαστικής αποτίμησης.

Το νέο άρθρο 109 εισάγει απλουστεύσεις στην τυποποιημένη μέθοδο όταν μια ενότητα ή υποενότητα κινδύνου δεν είναι σημαντική, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται ορισμένα ειδικά κριτήρια.

Ποιότητα της εποπτείας

Η τροπολογία του άρθρου 25 διασφαλίζει ότι κάθε άρνηση χορήγησης άδειας, συμπεριλαμβανομένης της αιτιολόγησης, κοινοποιείται στην EIOPA και καταγράφεται σε βάση δεδομένων, την οποία μπορούν να συμβουλεύονται οι εποπτικές αρχές. Η αλλαγή στο άρθρο 26 εισάγει τη δυνατότητα κοινής αξιολόγησης μιας αίτησης για τη χορήγηση άδειας, κατόπιν αιτήματος μίας από τις εποπτικές αρχές των οποίων πρέπει να ζητείται η γνώμη από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.

Οι τροποποιήσεις των άρθρων 30, 36 και 42 αποσκοπούν στη βελτίωση της παρακολούθησης της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις ικανότητας και ήθους όσον αφορά τα μέλη του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου ή τα πρόσωπα που ασκούν άλλα βασικά καθήκοντα στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση. Το άρθρο 42 παράγραφος 4 εξουσιοδοτεί τις εποπτικές αρχές να ζητούν την απομάκρυνση μέλους του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου ή προσώπου που ασκεί βασικά καθήκοντα.

Υποβολή εκθέσεων

Οι τροποποιήσεις του άρθρου 35 και το νέο άρθρο 35α προσαρμόζουν τις απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων για τις επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου, κυρίως για τη διευκόλυνση της πρόσβασης σε εξαιρέσεις και περιορισμούς όσον αφορά την υποβολή εκθέσεων για τις εν λόγω οντότητες.

Η νέα παράγραφος 5α του άρθρου 35 και το νέο άρθρο 256β σχετικά με την τακτική εποπτική αναφορά από επιχειρήσεις και ομίλους καθορίζουν τις αρχές και τη συχνότητα αυτής της περιγραφικής έκθεσης. Το νέο άρθρο 35β ορίζει προθεσμίες υποβολής εκθέσεων και θεσπίζει τη δυνατότητα μεταβολής τους όταν αυτό δικαιολογείται από έκτακτες περιστάσεις.

Οι παράγραφοι 26 και 83 τροποποιούν το άρθρο 51 και, αντίστοιχα, το άρθρο 256 για την τροποποίηση της δομής της έκθεσης για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση από επιχειρήσεις και ομίλους, διαχωρίζοντας το περιεχόμενό της σε ένα μέρος που έχει ως αποδέκτες τους αντισυμβαλλομένους και σε ένα μέρος που έχει ως αποδέκτες άλλα ενδιαφερόμενα μέρη.

Οι παράγραφοι 27 και 84 θεσπίζουν μέσω των νέων άρθρων 51α και 256γ απαίτηση ελέγχου για τον εποπτικό ισολογισμό, τον ισολογισμό του ομίλου και/ή την ενιαία έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση.

Η παράγραφος 28 θεσπίζει στο άρθρο 52 την υποχρέωση των εποπτικών αρχών να υποβάλλουν στην EIOPA στατιστικά στοιχεία σχετικά με τη χρήση μέτρων αναλογικότητας και απλουστεύσεων στην αγορά τους.

Η παράγραφος 47 τροποποιεί το άρθρο 112 ώστε να απαιτείται από τις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν εσωτερικό υπόδειγμα να υποβάλλουν τακτικά στις εποπτικές αρχές εκτίμηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας που υπολογίζονται με την τυποποιημένη μέθοδο.

Μέτρα για μακροπρόθεσμες εγγυήσεις

Η παράγραφος 37 αντικαθιστά το άρθρο 77α σχετικά με τους κανόνες για την παρέκταση της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου. Σύμφωνα με τις τροποποιήσεις, η παρέκταση απαιτείται να λαμβάνει υπόψη πληροφορίες από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, εφόσον είναι διαθέσιμες, για τις ληκτότητες για τις οποίες η καμπύλη των επιτοκίων προκύπτει με παρέκταση. Η νέα μέθοδος παρέκτασης που προκύπτει εφαρμόζεται σταδιακά με γραμμικό τρόπο εντός περιόδου που εκτείνεται έως το 2032, κατά τη διάρκεια της οποίας οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να δημοσιοποιούν τις επιπτώσεις της νέας μεθόδου παρέκτασης χωρίς σταδιακή εφαρμογή.

Η παράγραφος 38 τροποποιεί το άρθρο 77δ σχετικά με την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας. Οι νέες περιπτώσεις χρήσης της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας θα υπόκεινται σε εποπτική άδεια. Επιπλέον, στην προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας λαμβάνεται υπόψη υψηλότερο ποσοστό της τάξης του 85 % του προσαρμοσμένου βάσει κινδύνου περιθωρίου. Για τον μετριασμό του κινδύνου που αντισταθμίζει η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας πέραν των ζημιών επί των επενδύσεων που οφείλονται σε αύξηση των πιστωτικών περιθωρίων, θεσπίζεται ειδικός ανά επιχείρηση «δείκτης ευαισθησίας ως προς το πιστωτικό περιθώριο». Τέλος, η ειδική ανά χώρα συνιστώσα της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας αντικαθίσταται από προσαρμογή λόγω μακροοικονομικής μεταβλητότητας για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, προκειμένου να μετριαστούν οι επιπτώσεις των κρίσεων πιστωτικού περιθωρίου σε επίπεδο χώρας, ενώ αποφεύγονται παράλληλα φαινόμενα κατακρήμνισης («cliff edge effect»).

Οι αλλαγές αυτές συμπληρώνονται από την παράγραφο 48, η οποία εισάγει στο άρθρο 122 διασφαλίσεις, όταν ένα εσωτερικό υπόδειγμα λαμβάνει υπόψη την επίδραση των διακυμάνσεων των πιστωτικών περιθωρίων στην προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας («δυναμική προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας»).

Η παράγραφος 44 τροποποιεί το άρθρο 106 παράγραφος 3 ώστε να επιτρέπεται η συμμετρική προσαρμογή στον κίνδυνο μετοχών να αυξάνει ή να μειώνει τις κεφαλαιακές επιβαρύνσεις κατ’ ανώτατο όριο κατά 17 % και όχι κατά 10 %.

Η παράγραφος 51 τροποποιεί το άρθρο 138 ώστε να διασφαλίζεται ότι η EIOPA, και όχι οι εθνικές εποπτικές αρχές, διαβουλεύεται με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) πριν από την κήρυξη έκτακτης αντίξοης κατάστασης.

Η παράγραφος 90 αντικαθιστά το άρθρο 304 παράγραφος 2 σχετικά με την υποενότητα μετοχικού κινδύνου βασιζόμενη στη διάρκεια, η χρήση της οποίας δεν θα πρέπει πλέον να εγκρίνεται, με ρήτρα αποδοχής του προϋφιστάμενου καθεστώτος.

Οι παράγραφοι 95 και 96 τροποποιούν το άρθρο 308γ σχετικά με το μεταβατικό μέτρο για τα επιτόκια άνευ κινδύνου και, αντίστοιχα, το άρθρο 308δ σχετικά με το μεταβατικό μέτρο για τις τεχνικές προβλέψεις. Οι νέες εγκρίσεις για τη χρήση των εν λόγω μεταβατικών μέτρων περιορίζονται σε κλειστό κατάλογο περιστάσεων. Επιπλέον, οι εταιρείες που χρησιμοποιούν τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να δημοσιοποιούν τόσο την αιτιολόγηση της χρήσης όσο και αξιολόγηση των μέτρων για τη μείωση της εξάρτησης από τα μέτρα.

Οι παράγραφοι 39, 40 και 46 εναρμονίζουν το άρθρο 77ε, το άρθρο 86 και, αντίστοιχα, το άρθρο 111 σχετικά με τις εξουσιοδοτήσεις για την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων με τις αλλαγές που περιγράφονται ανωτέρω. Επιπροσθέτως, η παράγραφος 40 θεσπίζει νέα εξουσιοδότηση για την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σχετικά με τα κριτήρια επιλεξιμότητας των στοιχείων ενεργητικού στο πλαίσιο της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης.

Μακροπροληπτικά εργαλεία

Η παράγραφος 24 ενσωματώνει στο άρθρο 45 μακροοικονομικές εκτιμήσεις και ανάλυση σχετικά με την εκτίμηση ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας που διενεργείται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα υποχρεούνται να εκτιμούν τον αντίκτυπο εύλογων μακροοικονομικών εξελίξεων και εξελίξεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, συμπεριλαμβανομένων αρνητικών οικονομικών σεναρίων, στο ιδιαίτερο προφίλ κινδύνου τους, στις επιχειρηματικές αποφάσεις και στις ανάγκες φερεγγυότητάς τους, και, αντιστρόφως, τον τρόπο με τον οποίο οι δραστηριότητές τους μπορούν να επηρεάσουν τους παράγοντες της αγοράς. Οι εποπτικές αρχές θα υποχρεούνται να παρέχουν στοιχεία σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις, ιδίως σε σχέση με μακροπροληπτικούς κινδύνους και ανησυχίες που προκύπτουν από την ανάλυσή τους.

Η παράγραφος 49 ενσωματώνει στο άρθρο 132 μακροοικονομικές εκτιμήσεις σχετικά με την αρχή του συνετού επενδυτή για τις επενδύσεις. Οι ασφαλιστές θα υποχρεούνται να συνεκτιμούν στην επενδυτική στρατηγική τους τις εύλογες μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές εξελίξεις της αγοράς και να αξιολογούν τον βαθμό στον οποίο οι επενδύσεις τους μπορούν να αυξήσουν τον συστημικό κίνδυνο. Οι εποπτικές αρχές θα υποχρεούνται να παρέχουν σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις στοιχεία σε σχέση με συγκεκριμένες μακροπροληπτικές ανησυχίες.

Η παράγραφος 54 εισάγει τα νέα άρθρα 144α έως 144δ. Το άρθρο 144α εισάγει απαιτήσεις σχετικά με τη διαχείριση και τον προγραμματισμό της ρευστότητας, ώστε να διασφαλίζεται η ικανότητα διακανονισμού των οικονομικών υποχρεώσεων έναντι των αντισυμβαλλομένων. Ειδικότερα, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να αναπτύξουν δείκτες κινδύνου ρευστότητας για την παρακολούθηση του κινδύνου ρευστότητας.

Το άρθρο 144β παρέχει στις εποπτικές αρχές τη δυνατότητα παρέμβασης όταν οι ευπάθειες ρευστότητας δεν αντιμετωπίζονται δεόντως από μια ασφαλιστική επιχείρηση. Επιπλέον, οι εποπτικές αρχές θα έχουν τη δυνατότητα —σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ως μέτρο έσχατης ανάγκης— να επιβάλλουν σε μεμονωμένες εταιρείες ή σε ολόκληρη την αγορά προσωρινό πάγωμα των δικαιωμάτων εξαγοράς ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής.

Το άρθρο 144γ θεσπίζει εποπτικές εξουσίες που αποσκοπούν στη διαφύλαξη της κατάστασης φερεγγυότητας συγκεκριμένων επιχειρήσεων σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως δυσμενείς οικονομικές καταστάσεις ή γεγονότα της αγοράς που επηρεάζουν μεγάλο μέρος ή το σύνολο της ασφαλιστικής αγοράς. Με την επιφύλαξη κριτηρίων βάσει κινδύνου και ειδικών διασφαλίσεων, οι διανομές στους μετόχους και σε άλλους δανειοδότες μειωμένης εξασφάλισης μιας συγκεκριμένης επιχείρησης μπορούν να ανασταλούν ή να περιοριστούν πριν από την πραγματική παραβίαση των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας.

Τροποποιήσεις που σχετίζονται με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία

Η παράγραφος 25 εισάγει το νέο άρθρο 45α σχετικά με την ανάλυση σεναρίων για το κλίμα. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να εντοπίζουν κάθε σημαντική έκθεση σε κινδύνους από την κλιματική αλλαγή και, κατά περίπτωση, να προβαίνουν σε εκτίμηση των επιπτώσεων των μακροπρόθεσμων σεναρίων για την κλιματική αλλαγή στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ταξινομούνται ως επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου εξαιρούνται από τις αναλύσεις σεναρίων.

Η παράγραφος 91 εισάγει το νέο άρθρο 304α με δύο εντολές προς την EIOPA όσον αφορά τους κινδύνους βιωσιμότητας. Ανατίθεται στην EIOPA η εντολή να διερευνήσει έως το 2023 το ενδεχόμενο ειδικής μεταχείρισης προληπτικής εποπτείας για τα ανοίγματα που σχετίζονται με στοιχεία ενεργητικού ή δραστηριότητες που συνδέονται ουσιαστικά με περιβαλλοντικούς και/ή κοινωνικούς στόχους και να επανεξετάζει τακτικά το πεδίο εφαρμογής και τη διαμόρφωση των παραμέτρων της τυποποιημένης μεθόδου που αφορούν τον κίνδυνο φυσικών καταστροφών.

Εποπτεία σε επίπεδο ομίλου

Το άρθρο 212 της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ τροποποιείται για να διευκολυνθεί ο προσδιορισμός των επιχειρήσεων που συγκροτούν όμιλο, ιδίως όσον αφορά τους ομίλους που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2013/34/ΕΕ σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, καθώς και τους οριζόντιους ομίλους. Επιπλέον, ο ορισμός της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου αποσαφηνίζεται κατά παρόμοιο τρόπο με τις τροποποιήσεις του ορισμού της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών στην οδηγία 2013/36/ΕΕ σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων.

Το άρθρο 213 τροποποιείται ώστε οι ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και οι εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να εμπίπτουν άμεσα στο πεδίο εφαρμογής του πλαισίου προληπτικής εποπτείας της ΕΕ. Η νέα παράγραφος 3α απαιτεί κατάλληλη εσωτερική διακυβέρνηση και εταιρική δομή για ομίλους των οποίων η μητρική επιχείρηση είναι εταιρεία χαρτοφυλακίου, ώστε να είναι δυνατή η αποτελεσματική εποπτεία του ομίλου. Παρεμβάλλονται οι παράγραφοι 3β και 3γ ώστε να διασφαλίζονται κατάλληλες εκτελεστικές εξουσίες, συμπεριλαμβανομένης, ως μέτρου έσχατης ανάγκης, της εξουσίας να απαιτείται η αναδιάρθρωση του ομίλου.

Η παράγραφος 64 τροποποιεί το άρθρο 214 ώστε να αποσαφηνίζεται πότε μια επιχείρηση μπορεί να εξαιρεθεί από το πεδίο εποπτείας του ομίλου, πότε η εποπτεία του ομίλου μπορεί να αρθεί ή μπορεί να ασκηθεί στο επίπεδο ενδιάμεσης μητρικής επιχείρησης.

Τα άρθρα 244, 245 και 265 τροποποιούνται ώστε να διευρυνθεί ο κατάλογος δεικτών βάσει των οποίων οι αρχές εποπτείας του ομίλου μπορούν να ορίζουν σημαντικές ενδοομιλικές συναλλαγές και συγκεντρώσεις κινδύνου και να αποσαφηνιστεί το πεδίο εφαρμογής της δήλωσης ενδοομιλικών συναλλαγών.

Η παράγραφος 86 εισάγει στο άρθρο 258 ένα ελάχιστο σύνολο εξουσιών που μπορούν να εφαρμόζονται στις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και στις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

Η παράγραφος 87 τροποποιεί το άρθρο 262 αποσαφηνίζοντας τους στόχους και τις αναγκαίες εξουσίες όταν εφαρμόζονται «άλλες μέθοδοι» για την εποπτεία ομίλων των οποίων η τελική μητρική επιχείρηση έχει την έδρα της εκτός του ΕΟΧ.

Παρεμβάλλεται νέο άρθρο 229α ώστε να δίνεται η δυνατότητα χρήσης, με την επιφύλαξη της έγκρισης των εποπτικών αρχών, απλουστευμένης προσέγγισης για την ενσωμάτωση μη σημαντικών συνδεδεμένων επιχειρήσεων στον υπολογισμό της φερεγγυότητας του ομίλου. Εισάγονται όρια σημαντικότητας.

Τροποποιούνται τα άρθρα 220, 222, 228, 230, 233, 234 και το άρθρο 308β παράγραφος 17 και παρεμβάλλεται νέο άρθρο 233α ώστε να παρασχεθούν οι ακόλουθες διευκρινίσεις σχετικά με τους κανόνες που διέπουν τον υπολογισμό της φερεγγυότητας του ομίλου:

·το είδος των επιχειρήσεων που μπορούν να συμπεριληφθούν μέσω της μεθόδου 2:

·ο τρόπος υπολογισμού των ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου στην περίπτωση συνδυασμού μεθόδων·

·ο τρόπος συμπερίληψης επιχειρήσεων από άλλους χρηματοπιστωτικούς τομείς, π.χ. πιστωτικά ιδρύματα, στον υπολογισμό της φερεγγυότητας του ομίλου·

·ο τρόπος αξιολόγησης των ιδίων κεφαλαίων του ομίλου, ιδίως η έννοια του «ελεύθερου βαρών», η μεταχείριση των μεταβατικών μέτρων για τις τεχνικές προβλέψεις και το επιτόκιο άνευ κινδύνου, καθώς και η αντιμετώπιση των στοιχείων ιδίων κεφαλαίων που δεν μπορούν ουσιαστικά να διατεθούν για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας·

·σε περίπτωση χρήσης της μεθόδου 1 ή συνδυασμού μεθόδων, ο τρόπος υπολογισμού του κατώτατου ορίου στις ενοποιημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου.

Επιπλέον, εισάγονται αναθεωρημένες «ελάχιστες ενοποιημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου», οι οποίες αποτυπώνουν τους κανόνες για τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις σε μεμονωμένο επίπεδο.

Τα άρθρα 246 και 257 τροποποιούνται ώστε να αποσαφηνιστεί, τηρουμένων των αναλογιών, η εφαρμογή, σε επίπεδο ομίλου, των κανόνων διακυβέρνησης που εφαρμόζονται σε μεμονωμένες επιχειρήσεις. Οι τροποποιήσεις αυτές περιλαμβάνουν τον ρόλο του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου της μητρικής επιχείρησης και επιβάλλουν στους ομίλους την υποχρέωση να διασφαλίζουν τη συνέπεια των γραπτώς τεκμηριωμένων πολιτικών του ομίλου με εκείνες που υιοθετούν οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις. Τέλος, αποσαφηνίζουν ότι τα πρόσωπα που είναι αρμόδια για άλλα βασικά καθήκοντα στο πλαίσιο των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου και των εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών θα πρέπει να έχουν το απαιτούμενο ήθος και τις ικανότητες.

Επιπλέον, παρεμβάλλονται τα άρθρα 246α και 246β ώστε να διευκρινιστεί ο τρόπος εφαρμογής των νέων μακροπροληπτικών κανόνων στο επίπεδο των ασφαλιστικών ομίλων.

Εποπτεία της διασυνοριακής ασφαλιστικής δραστηριότητας

Οι διατάξεις του άρθρου 18 σχετικά με τη χορήγηση άδειας τροποποιούνται με τη θέσπιση απαίτησης, αφενός, παροχής πληροφοριών από τους αιτούντες σχετικά με προηγούμενες απορρίψεις ή ανακλήσεις άδειας σε άλλα κράτη μέλη και, αφετέρου, συνεκτίμησης των πληροφοριών αυτών από τις εποπτικές αρχές κατά την αξιολόγηση των αιτήσεων. Στο πλαίσιο της διαδικασίας χορήγησης άδειας, οι αλλαγές στο άρθρο 23 διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές θα ενημερώνονται επίσης για τις προβλεπόμενες διασυνοριακές επιχειρηματικές δραστηριότητες.

Η παράγραφος 15 εισάγει στο άρθρο 33α ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εποπτικών αρχών του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής σχετικά με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και τις δραστηριότητές τους στο κράτος μέλος υποδοχής.

Οι τροποποιήσεις των άρθρων 149 και 152 αποσαφηνίζουν ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να κοινοποιούν τις σημαντικές αλλαγές και τους αναδυόμενους κινδύνους που σχετίζονται με τις υπό εξέλιξη διασυνοριακές ασφαλιστικές δραστηριότητες. Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να ανταλλάσσουν πληροφορίες αυτού του είδους.

Η παράγραφος 58 του άρθρου 152β ενισχύει τον ρόλο της EIOPA σε πολύπλοκες διασυνοριακές υποθέσεις στις οποίες οι εμπλεκόμενες εποπτικές αρχές δεν κατορθώνουν να καταλήξουν σε κοινή άποψη σε μια πλατφόρμα συνεργασίας.

Η τροποποίηση του άρθρου 153 διασφαλίζει την έγκαιρη πρόσβαση σε πληροφορίες από εποπτική αρχή κράτους μέλους υποδοχής. 

Με το άρθρο 159α ανατίθεται η εξουσία στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους υποδοχής να ζητεί από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση φερεγγυότητας της επιχείρησης και, σε περίπτωση σοβαρών ανησυχιών, να ζητεί τη διενέργεια κοινής επιτόπιας επιθεώρησης. Στην EIOPA ανατίθεται ο ρόλος επίλυσης διαφωνιών μεταξύ των εποπτικών αρχών.

Μεταβατικά μέτρα που θεσπίστηκαν με την οδηγία 2014/51/ΕΕ

Η παράγραφος 94 στοιχείο β) αντικαθιστά ένα μεταβατικό μέτρο που έχει λήξει στο πλαίσιο ανοιγμάτων έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα άλλου κράτους μέλους. Σύμφωνα με μια νέα ρήτρα αποδοχής του προϋφιστάμενου καθεστώτος, τα ανοίγματα αυτού του είδους που προέκυψαν πριν από το 2020 μπορούν να τύχουν της ίδιας μεταχείρισης με ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμά τους. Σε αντίθεση με το προηγούμενο μεταβατικό μέτρο, δεν έχει οριστεί λήξη ισχύος για τη νέα ρήτρα αποδοχής του προϋφιστάμενου καθεστώτος.

Επικαιροποιήσεις και διορθώσεις ήσσονος σημασίας

Διάφορες παράγραφοι τροποποιούν την οδηγία 2009/138/ΕΚ για επικαιροποιήσεις και διορθώσεις ήσσονος σημασίας, ιδίως για την εναρμόνιση ορισμών, ενδονομικών και εξωνομικών παραπομπών με τις αλλαγές που εισάγονται σε άλλες παραγράφους, καθώς και για την κατάργηση παρωχημένων αναφορών στο Ηνωμένο Βασίλειο.

2021/0295 (COD)

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ όσον αφορά την αναλογικότητα, την ποιότητα της εποπτείας, την υποβολή εκθέσεων, τα μέτρα μακροπρόθεσμων εγγυήσεων, τα μακροπροληπτικά εργαλεία, τους κινδύνους βιωσιμότητας, την εποπτεία σε επίπεδο ομίλου και τη διασυνοριακή εποπτεία

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1, το άρθρο 62 και το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής 16 ,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)Η οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 17 έχει δημιουργήσει κανόνες προληπτικής εποπτείας για τον ασφαλιστικό και αντασφαλιστικό τομέα που βασίζονται περισσότερο στον κίνδυνο και είναι πιο εναρμονισμένοι. Ορισμένες από τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας υπόκεινται σε ρήτρες επανεξέτασης. Η εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας έχει συμβάλει σημαντικά στην ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης και έχει καταστήσει τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις πιο ανθεκτικές σε διάφορους κινδύνους. Παρότι η εν λόγω οδηγία είναι ιδιαιτέρως εμπεριστατωμένη, δεν αντιμετωπίζει όλες τις εντοπισθείσες αδυναμίες που επηρεάζουν τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

(2)Η πανδημία Covid-19 έχει προκαλέσει τεράστια κοινωνικοοικονομική ζημία και έχει καταστήσει επιτακτική την ανάγκη βιώσιμης, δίκαιης και χωρίς αποκλεισμούς ανάκαμψης της οικονομίας της ΕΕ. Η εξέλιξη αυτή έχει προσδώσει ακόμη πιο επείγοντα χαρακτήρα στις εργασίες σχετικά με τις πολιτικές προτεραιότητες της Ένωσης, ιδίως όσον αφορά την εδραίωση μιας οικονομίας στην υπηρεσία των ανθρώπων και την επίτευξη των στόχων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας. Ο ασφαλιστικός και αντασφαλιστικός τομέας μπορεί να παρέχει ιδιωτικές πηγές χρηματοδότησης στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και μπορεί να καταστήσει την οικονομία ανθεκτικότερη παρέχοντας προστασία έναντι ευρέος φάσματος κινδύνων. Με αυτόν τον διττό ρόλο, ο τομέας διαθέτει σημαντικές δυνατότητες συμβολής στην επίτευξη των προτεραιοτήτων της Ένωσης.

(3)Όπως υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής, της 24ης Σεπτεμβρίου 2020, με τίτλο «Ένωση Κεφαλαιαγορών για τα άτομα και τις επιχειρήσεις» 18 , η παροχή κινήτρων στους θεσμικούς επενδυτές, ιδίως στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, για την υλοποίηση πιο μακροπρόθεσμων επενδύσεων θα έχει καθοριστική σημασία για τη στήριξη της επανεξισορρόπησης στον τομέα των επιχειρήσεων. Για να διευκολυνθεί η συνεισφορά των ασφαλιστικών επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση της οικονομικής ανάκαμψης της Ένωσης, το πλαίσιο προληπτικής εποπτείας θα πρέπει να προσαρμοστεί ώστε να λαμβάνεται καλύτερα υπόψη ο μακροπρόθεσμος χαρακτήρας των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων. Ειδικότερα, κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας βάσει της τυποποιημένης μεθόδου, θα πρέπει να διευκολύνεται η δυνατότητα χρήσης ευνοϊκότερης τυπικής παραμέτρου για μετοχικές επενδύσεις που κατέχονται με μακροπρόθεσμη προοπτική, υπό την προϋπόθεση ότι οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις συμμορφώνονται με άρτια και αξιόπιστα κριτήρια, τα οποία διαφυλάσσουν την προστασία των αντισυμβαλλομένων και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Τα εν λόγω κριτήρια θα πρέπει να αποσκοπούν στην εξασφάλιση της δυνατότητας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να αποφεύγουν την αναγκαστική πώληση μετοχών που προορίζονται να κατέχονται μακροπρόθεσμα, μεταξύ άλλων υπό ακραίες συνθήκες αγοράς.

(4)Η Επιτροπή στην ανακοίνωσή της, της 11ης Δεκεμβρίου 2019, σχετικά με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία 19 , ανέλαβε τη δέσμευση να ενσωματώσει καλύτερα στο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας της Ένωσης τη διαχείριση των κινδύνων για το κλίμα και το περιβάλλον. Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία αποτελεί τη νέα αναπτυξιακή στρατηγική της Ένωσης, η οποία αποσκοπεί στον μετασχηματισμό της ΕΕ σε μια οικονομία σύγχρονη, ανταγωνιστική και αποδοτική ως προς τη χρήση των πόρων και ανταγωνιστική, στην οποία έως το 2050 θα έχουν μηδενιστεί οι καθαρές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Θα συμβάλει στην επίτευξη του στόχου της οικοδόμησης μιας οικονομίας στην υπηρεσία των πολιτών, ενισχύοντας την κοινωνική οικονομία της αγοράς της Ένωσης, βοηθώντας να διασφαλιστεί ότι θα είναι έτοιμη για το μέλλον και ότι θα προσφέρει σταθερότητα, απασχόληση, ανάπτυξη και επενδύσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην πρότασή της, της 4ης Μαρτίου 2020, για ευρωπαϊκό νόμο για το κλίμα, πρότεινε να καταστεί δεσμευτικός ο στόχος για κλιματική ουδετερότητα και ανθεκτικότητα στην κλιματική αλλαγή στην Ένωση έως το 2050. Η εν λόγω πρόταση εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και από το Συμβούλιο και άρχισε να ισχύει στις 29 Ιουλίου 2021 20 . Η φιλοδοξία της Επιτροπής να εξασφαλίσει τον παγκόσμιο ηγετικό ρόλο της ΕΕ στην πορεία προς το 2050 επαναλαμβάνεται στην έκθεση στρατηγικών προβλέψεων 2021 21 , στην οποία η οικοδόμηση ανθεκτικών οικονομικών και χρηματοπιστωτικών συστημάτων, ικανών να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του μέλλοντος, προσδιορίζεται ως στρατηγικός τομέας δράσης.

(5)Το πλαίσιο βιώσιμης χρηματοδότησης της ΕΕ θα διαδραματίσει καίριο ρόλο στην επίτευξη των στόχων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και κανονιστικές διατάξεις για το περιβάλλον θα πρέπει να συμπληρωθούν από ένα πλαίσιο βιώσιμης χρηματοδότησης, το οποίο θα διοχετεύει τη χρηματοδότηση σε επενδύσεις που μειώνουν την έκθεση στους εν λόγω κινδύνους για το κλίμα και το περιβάλλον. Η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της, της 6ης Ιουλίου 2021, με τίτλο «Στρατηγική χρηματοδότησης της μετάβασης προς τη βιώσιμη οικονομία» 22 , δεσμεύτηκε να προτείνει τροποποιήσεις στην οδηγία 2009/138/ΕΚ για τη συνεπή ενσωμάτωση των κινδύνων για τη βιωσιμότητα στη διαχείριση κινδύνων από τους ασφαλιστές, απαιτώντας από τους ασφαλιστές ανάλυση σεναρίων για την κλιματική αλλαγή.

(6)Η οδηγία 2009/138/ΕΚ εξαιρεί ορισμένες επιχειρήσεις από το πεδίο εφαρμογής της, λόγω του μεγέθους τους. Μετά τα πρώτα έτη εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ και προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν εφαρμόζεται αδικαιολόγητα σε επιχειρήσεις μειωμένου μεγέθους, είναι σκόπιμο να επανεξεταστούν οι εν λόγω εξαιρέσεις με την αύξηση αυτών των ορίων, ώστε να μην υπόκεινται στην εν λόγω οδηγία περισσότερες μικρές ασφαλιστικές επιχειρήσεις που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις που επωφελούνται από αυτά τα αυξημένα όρια θα πρέπει να έχουν την επιλογή να διατηρούν ή να ζητούν άδεια βάσει της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ώστε να επωφελούνται από την ενιαία άδεια που προβλέπεται στη συγκεκριμένη οδηγία.

(7)Η οδηγία 2009/138/ΕΚ δεν εφαρμόζεται σε δραστηριότητα βοήθειας όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 6 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας. Σύμφωνα με την πρώτη προϋπόθεση, η βοήθεια πρέπει να συνδέεται με ατύχημα ή βλάβη οδικού οχήματος που συμβαίνει στο έδαφος του κράτους μέλους του παρέχοντος την κάλυψη. Η διάταξη αυτή θα μπορούσε να συνεπάγεται απαίτηση χορήγησης άδειας ασφαλιστή για τους παρέχοντες βοήθεια σε οδικά οχήματα σε περίπτωση ατυχήματος ή βλάβης που συμβαίνει σε διασυνοριακό επίπεδο και μπορεί να διακόψει αδικαιολόγητα τη βοήθεια. Για τον λόγο αυτόν, είναι σκόπιμο να επανεξεταστεί η προϋπόθεση αυτή. Ως εκ τούτου, η προϋπόθεση του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ θα πρέπει επίσης να επεκταθεί σε ατυχήματα ή βλάβες οδικού οχήματος που καλύπτονται από την εν λόγω επιχείρηση και συμβαίνουν περιστασιακά σε γειτονική χώρα.

(8)Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να υποβάλουν αίτηση για χορήγηση άδειας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος. Οι πληροφορίες σχετικά με προηγούμενες αιτήσεις και τα αποτελέσματα της αξιολόγησης των εν λόγω αιτήσεων θα μπορούσαν να παράσχουν βασικές πληροφορίες για την αξιολόγηση της αίτησής τους. Κατά συνέπεια, η εποπτική αρχή θα πρέπει να ενημερώνεται από την αιτούσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σχετικά με προηγούμενες απορρίψεις ή ανακλήσεις άδειας σε άλλο κράτος μέλος.

(9)Πριν από τη χορήγηση της άδειας, η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής θα πρέπει να διαβουλεύεται με τις εποπτικές αρχές οποιωνδήποτε ενδιαφερόμενων κρατών μελών. Λαμβανομένων υπόψη των αυξημένων διασυνοριακών ασφαλιστικών δραστηριοτήτων, είναι αναγκαία η προώθηση τόσο της συγκλίνουσας εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης σε περιπτώσεις διασυνοριακής ασφαλιστικής δραστηριότητας όσο και της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των εποπτικών αρχών, ιδίως πριν από τη χορήγηση αδειών. Επομένως, όταν πρέπει να ζητηθεί η γνώμη περισσότερων εποπτικών αρχών, κάθε ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητήσει από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία χορήγησης άδειας κοινή αξιολόγηση αίτησης για χορήγηση άδειας.

(10)Η οδηγία 2009/138/ΕΚ θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Για τη διευκόλυνση της αναλογικής εφαρμογής της οδηγίας σε επιχειρήσεις με χαμηλότερο προφίλ κινδύνου από τη μέση επιχείρηση, και προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν υπόκεινται σε δυσανάλογα επαχθείς απαιτήσεις, είναι αναγκαίο να προβλεφθούν κριτήρια βάσει κινδύνου που επιτρέπουν τον προσδιορισμό τους.

(11)Οι επιχειρήσεις που συμμορφώνονται με τα κριτήρια βάσει κινδύνου θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ταξινομούνται ως επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου βάσει απλής διαδικασίας κοινοποίησης. Εάν, εντός ενός μηνός από την εν λόγω κοινοποίηση, η εποπτική αρχή δεν αντιταχθεί στην ταξινόμηση για δεόντως αιτιολογημένους λόγους που συνδέονται με την αξιολόγηση των σχετικών κριτηρίων, η εν λόγω επιχείρηση θα πρέπει να θεωρείται επιχείρηση με προφίλ χαμηλού κινδύνου. Μετά την ταξινόμησή της ως επιχείρησης με προφίλ χαμηλού κινδύνου, καταρχήν, θα πρέπει να επωφελείται αυτομάτως από προσδιορισμένα μέτρα αναλογικότητας όσον αφορά την υποβολή εκθέσεων, τη διακυβέρνηση, την αναθεώρηση γραπτώς τεκμηριωμένων πολιτικών, την εκτίμηση ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας και τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης.

(12)Είναι σκόπιμο τα μέτρα αναλογικότητας να είναι επίσης διαθέσιμα σε επιχειρήσεις που δεν ταξινομούνται ως επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου, αλλά για τις οποίες ορισμένες από τις απαιτήσεις της οδηγίας 2009/138/ΕΚ είναι υπερβολικά δαπανηρές και πολύπλοκες, λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων που ενέχει η επιχειρηματική δραστηριότητα που ασκείται από τις εν λόγω επιχειρήσεις. Στις επιχειρήσεις αυτές θα πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα χρήσης μέτρων αναλογικότητας βάσει κατά περίπτωση ανάλυσης και κατόπιν προηγούμενης έγκρισης από τις εποπτικές αρχές τους.

(13)Η ορθή εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας έχει καίρια σημασία για την αποφυγή της υπερβολικής επιβάρυνσης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Οι εποπτικές αρχές πρέπει να ενημερώνονται τακτικά για τη χρήση των μέτρων αναλογικότητας. Για τον λόγο αυτόν, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να υποβάλλουν ετησίως στις εποπτικές αρχές τους πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα αναλογικότητας που χρησιμοποιούν.

(14)Οι εξαρτημένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι εξαρτημένες αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες καλύπτουν μόνο κινδύνους που συνδέονται με τον βιομηχανικό ή εμπορικό όμιλο στον οποίο ανήκουν παρουσιάζουν ιδιαίτερο προφίλ κινδύνου, το οποίο θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό ορισμένων απαιτήσεων, ιδίως όσον αφορά την εκτίμηση ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας, τις δημοσιοποιήσεις και τις σχετικές εξουσιοδοτήσεις της Επιτροπής για την περαιτέρω εξειδίκευση των κανόνων σχετικά με τις εν λόγω εξουσιοδοτήσεις. Επιπλέον, οι εξαρτημένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι εξαρτημένες αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να επωφελούνται από τα μέτρα αναλογικότητας όταν ταξινομούνται ως επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου.

(15)Είναι σημαντικό οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να διατηρούν υγιή χρηματοοικονομική θέση. Για τον σκοπό αυτόν, η οδηγία 2009/138/ΕΚ προβλέπει την άσκηση χρηματοπιστωτικής εποπτείας ως προς την κατάσταση φερεγγυότητας μιας επιχείρησης, τη σύσταση τεχνικών προβλέψεων, τα στοιχεία του ενεργητικού της και τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά της. Ωστόσο, το σύστημα διακυβέρνησης μιας επιχείρησης αποτελεί επίσης σημαντικό παράγοντα για την εξασφάλιση της διατήρησης της οικονομικής ευρωστίας της επιχείρησης. Για τον σκοπό αυτόν, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να υποχρεούνται να προβαίνουν σε τακτικές επανεξετάσεις και αξιολογήσεις του συστήματος διακυβέρνησης στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής εποπτείας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

(16)Θα πρέπει να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ της εποπτικής αρχής του κράτους μέλους καταγωγής που χορήγησε άδεια σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και των εποπτικών αρχών των κρατών μελών στα οποία η εν λόγω επιχείρηση ασκεί δραστηριότητες με την ίδρυση υποκαταστημάτων ή με την παροχή υπηρεσιών, ώστε να προλαμβάνονται καλύτερα πιθανά προβλήματα και να ενισχύεται η προστασία των αντισυμβαλλομένων σε ολόκληρη την Ένωση. Η συνεργασία αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει περισσότερες πληροφορίες που προέρχονται από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ιδίως όσον αφορά το αποτέλεσμα της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης που σχετίζεται με τη διασυνοριακή δραστηριότητα.

(17)Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν από κάθε εποπτευόμενη ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση και τους ομίλους τους, τουλάχιστον ανά τριετία, τακτική περιγραφική έκθεση με πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες και τις επιδόσεις, το σύστημα διακυβέρνησης, το προφίλ κινδύνου, τη διαχείριση των κεφαλαίων και άλλες σχετικές πληροφορίες για τους σκοπούς της φερεγγυότητας. Για λόγους απλούστευσης αυτής της απαίτησης υποβολής εκθέσεων για τους ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς ομίλους, θα πρέπει να είναι δυνατή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η υποβολή των πληροφοριών της τακτικής εποπτικής έκθεσης σχετικά με τον όμιλο και τις θυγατρικές του με συγκεντρωτικό τρόπο για ολόκληρο τον όμιλο.

(18)Θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι δίνεται προτεραιότητα στις επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου όταν οι εποπτικές αρχές χορηγούν εξαιρέσεις και περιορισμούς ως προς την υποβολή εκθέσεων. Για το συγκεκριμένο είδος οντοτήτων, η διαδικασία κοινοποίησης που εφαρμόζεται για την ταξινόμησή τους ως επιχειρήσεων με προφίλ χαμηλού κινδύνου θα πρέπει να διασφαλίζει ότι υπάρχει αρκετή βεβαιότητα όσον αφορά τη χρήση εξαιρέσεων και περιορισμών ως προς την υποβολή εκθέσεων.

(19)Οι προθεσμίες υποβολής εκθέσεων και δημοσιοποίησης θα πρέπει να καθορίζονται με σαφήνεια στην οδηγία 2009/138/ΕΚ. Ωστόσο, θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι έκτακτες περιστάσεις, όπως καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στον τομέα της υγείας, φυσικές καταστροφές και άλλα ακραία συμβάντα, θα μπορούσαν να καταστήσουν αδύνατη την υποβολή τέτοιων εκθέσεων από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εντός των καθορισμένων προθεσμιών. Για τον σκοπό αυτόν, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να παρατείνει τις προθεσμίες υπό τις περιστάσεις αυτές.

(20)Η οδηγία 2009/138/ΕΚ προβλέπει ότι οι εποπτικές αρχές πρέπει να αξιολογούν κατά πόσον νέα πρόσωπα που έχουν ορισθεί για να αναλάβουν τη διοίκηση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή για να ασκήσουν βασικά καθήκοντα πληρούν τις απαιτήσεις ικανότητας και ήθους. Ωστόσο, τα πρόσωπα που διοικούν την επιχείρηση ή ασκούν βασικά καθήκοντα θα πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις ικανότητας και ήθους σε συνεχή βάση. Συνεπώς, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να αντιδρούν και, κατά περίπτωση, να απομακρύνουν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο από τη σχετική θέση, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις ικανότητας και ήθους.

(21)Δεδομένου ότι οι ασφαλιστικές δραστηριότητες ενδέχεται να ενεργοποιούν ή να αυξάνουν τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να ενσωματώνουν μακροπροληπτικές παραμέτρους και ανάλυση στις οικείες δραστηριότητες διαχείρισης επενδύσεων και κινδύνων. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση της πιθανής συμπεριφοράς άλλων συμμετεχόντων στην αγορά, μακροοικονομικών κινδύνων, όπως σημείων κάμψης στον πιστωτικό κύκλο ή μειωμένης ρευστότητας στην αγορά, ή υπερβολικών συγκεντρώσεων σε επίπεδο αγοράς σε ορισμένα είδη στοιχείων ενεργητικού, αντισυμβαλλομένων ή τομέων.

(22)Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να συνεκτιμούν κάθε σχετική μακροπροληπτική πληροφορία που παρέχεται από τις εποπτικές αρχές στο πλαίσιο της εκτίμησης ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας που διενεργούν. Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να αναλύουν τις εποπτικές αναφορές εκτίμησης ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας των επιχειρήσεων εντός της δικαιοδοσίας τους, να τις συγκεντρώνουν και να παρέχουν στις επιχειρήσεις πληροφορίες σχετικά με τα στοιχεία που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στις μελλοντικές τους εκτιμήσεις ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας, ιδίως όσον αφορά τους μακροπροληπτικούς κινδύνους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι, όταν αναθέτουν μακροπροληπτική εντολή σε κάποια αρχή, τα αποτελέσματα και οι διαπιστώσεις των μακροπροληπτικών αξιολογήσεων από τις εποπτικές αρχές κοινοποιούνται στην εν λόγω αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας.

(23)Σύμφωνα με τις βασικές ασφαλιστικές αρχές που εκδόθηκαν από τη Διεθνή Ένωση Ασφαλιστικών Εποπτών, οι εθνικές εποπτικές αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εντοπίζουν, να παρακολουθούν και να αναλύουν τις εξελίξεις στην αγορά και τις χρηματοπιστωτικές εξελίξεις που μπορούν να επηρεάσουν τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές αγορές, και θα πρέπει να χρησιμοποιούν τις εν λόγω πληροφορίες κατά την εποπτεία μεμονωμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Τα εν λόγω καθήκοντα θα πρέπει, κατά περίπτωση, να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που προέρχονται και τα στοιχεία που αντλούνται από άλλες εποπτικές αρχές.

(24)Οι αρχές με μακροπροληπτική εντολή είναι αρμόδιες για τη μακροπροληπτική πολιτική για την εθνική ασφαλιστική και αντασφαλιστική αγορά τους. Η μακροπροληπτική πολιτική μπορεί να ασκείται από την εποπτική αρχή ή από άλλη αρχή ή φορέα που έχει επιφορτιστεί με το καθήκον αυτό.

(25)Ο άρτιος συντονισμός μεταξύ των εποπτικών αρχών και των αρμόδιων φορέων και αρχών με μακροπροληπτική εντολή είναι σημαντικός για τον εντοπισμό, την παρακολούθηση και την ανάλυση πιθανών κινδύνων για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος που μπορούν να επηρεάσουν τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και για τη λήψη μέτρων που αποσκοπούν στην αποτελεσματική και κατάλληλη αντιμετώπιση των εν λόγω κινδύνων. Η συνεργασία μεταξύ των αρχών θα πρέπει επίσης να αποσκοπεί στην αποφυγή κάθε μορφής αλληλεπικαλυπτόμενων ή ασυνεπών ενεργειών.

(26)Η οδηγία 2009/138/ΕΚ επιβάλλει στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις την υποχρέωση να διενεργούν, ως αναπόσπαστο μέρος της επιχειρηματικής στρατηγικής τους, περιοδική εκτίμηση ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας. Ορισμένοι κίνδυνοι, όπως οι κίνδυνοι από την κλιματική αλλαγή, είναι δύσκολο να εκφραστούν ποσοτικώς ή να υλοποιηθούν σε περίοδο μεγαλύτερη από εκείνη που χρησιμοποιείται για τη διαμόρφωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας. Οι κίνδυνοι αυτοί μπορούν να ληφθούν καλύτερα υπόψη στην εκτίμηση ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας. Σε περίπτωση που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν σημαντική έκθεση σε κλιματικούς κινδύνους, θα πρέπει να υποχρεούνται να διενεργούν, σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα και στο πλαίσιο της εκτίμησης ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας, αναλύσεις των επιπτώσεων μακροπρόθεσμων σεναρίων κινδύνου από την κλιματική αλλαγή στις δραστηριότητές τους. Οι αναλύσεις αυτές θα πρέπει να είναι αναλογικές προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας των επιχειρήσεων. Ειδικότερα, ενώ η αξιολόγηση της σημαντικότητας της έκθεσης σε κλιματικούς κινδύνους θα πρέπει να απαιτείται από όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, για τις επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου δεν θα πρέπει να απαιτούνται μακροπρόθεσμες αναλύσεις σεναρίων για το κλίμα.

(27)Βάσει της οδηγίας 2009/138/ΕΚ απαιτείται η δημοσιοποίηση ουσιωδών πληροφοριών, τουλάχιστον ετησίως, μέσω της έκθεσης σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση. Η εν λόγω έκθεση έχει δύο βασικά είδη αποδεκτών: τους αντισυμβαλλομένους και τους δικαιούχους, αφενός, και τους αναλυτές και άλλους συμμετέχοντες στην αγορά, αφετέρου. Για την αντιμετώπιση των αναγκών και των προσδοκιών αυτών των δύο διαφορετικών ομάδων, το περιεχόμενο της έκθεσης θα πρέπει να διαιρείται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος, το οποίο απευθύνεται κυρίως στους αντισυμβαλλομένους και τους δικαιούχους, θα πρέπει να περιέχει τις βασικές πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες, τις επιδόσεις, τη διαχείριση των κεφαλαίων και το προφίλ κινδύνου. Το δεύτερο μέρος, το οποίο απευθύνεται σε αναλυτές και άλλους συμμετέχοντες στην αγορά, θα πρέπει να περιέχει λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με το σύστημα διακυβέρνησης, συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τις τεχνικές προβλέψεις και άλλες υποχρεώσεις, την κατάσταση φερεγγυότητας, καθώς και άλλα στοιχεία που είναι συναφή για ειδικευμένους αναλυτές.

(28)Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να προσαρμόζουν τη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης σύμφωνα με τις διακυμάνσεις των πιστωτικών περιθωρίων των στοιχείων ενεργητικού τους κατόπιν έγκρισης από τις εποπτικές αρχές («προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης») ή σύμφωνα με τη μέση διακύμανση των πιστωτικών περιθωρίων των στοιχείων ενεργητικού που κατέχουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε συγκεκριμένο νόμισμα ή συγκεκριμένη χώρα («προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας»). Το μέρος της έκθεσης σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση που απευθύνεται στους αντισυμβαλλομένους θα πρέπει να περιέχει μόνο τις πληροφορίες που αναμένεται να είναι συναφείς για τη λήψη αποφάσεων από τον μέσο αντισυμβαλλόμενο. Παρότι οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να δημοσιοποιούν τις επιπτώσεις της μη εφαρμογής της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης, της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας και των μεταβατικών μέτρων για τα επιτόκια άνευ κινδύνου και τις τεχνικές προβλέψεις για τις χρηματοοικονομικές τους θέσεις, η εν λόγω δημοσιοποίηση δεν θα πρέπει να θεωρείται συναφής για τη λήψη αποφάσεων από τον μέσο αντισυμβαλλόμενο. Ως εκ τούτου, οι επιπτώσεις των εν λόγω μέτρων θα πρέπει να δημοσιοποιούνται στο μέρος της έκθεσης σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση που απευθύνεται στους συμμετέχοντες στην αγορά και όχι στο μέρος που απευθύνεται στους αντισυμβαλλομένους.

(29)Οι απαιτήσεις δημοσιοποίησης δεν θα πρέπει να είναι υπερβολικά επαχθείς για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Για τον σκοπό αυτόν, στην οδηγία 2009/138/ΕΚ θα πρέπει να συμπεριληφθούν ορισμένα μέτρα απλούστευσης και αναλογικότητας, ιδίως όταν δεν θέτουν σε κίνδυνο την αναγνωσιμότητα των στοιχείων που παρέχουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

(30)Για τη διασφάλιση του υψηλότερου βαθμού ακρίβειας των πληροφοριών που δημοσιοποιούνται, σημαντικό μέρος της έκθεσης σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση θα πρέπει να υπόκειται σε έλεγχο. Η εν λόγω απαίτηση ελέγχου θα πρέπει να καλύπτει τον ισολογισμό που αξιολογείται σύμφωνα με τα κριτήρια αποτίμησης που καθορίζονται στην οδηγία 2009/138/ΕΚ.

(31)Το βάρος της απαίτησης ελέγχου δεν φαίνεται να δικαιολογείται για τις επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου, οι οποίες δεν αναμένεται να έχουν σημασία για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης και των οποίων οι αντισυμβαλλόμενοι δεν είναι πολυάριθμοι. Ένα από τα κριτήρια που υποχρεούνται να πληρούν οι επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου είναι ότι πρέπει να είναι μικρού μεγέθους. Για την ελάφρυνση αυτής της επιβάρυνσης, θα πρέπει να χορηγείται εξαίρεση από τη συγκεκριμένη απαίτηση.

(32)Θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι η απαίτηση ελέγχου, αν και επωφελής, θα συνιστούσε πρόσθετη επιβάρυνση για κάθε επιχείρηση. Επομένως, οι προθεσμίες ετήσιας υποβολής εκθέσεων και δημοσιοποίησης για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και για τους ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς ομίλους, θα πρέπει να παραταθούν, ώστε να δίνεται στις εν λόγω επιχειρήσεις επαρκής χρόνος για την κατάρτιση των ελεγμένων εκθέσεων.

(33)Θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι οι μέθοδοι υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων των συμβάσεων με δικαιώματα προαίρεσης ή εγγυήσεις είναι ανάλογες προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που αντιμετωπίζει η ασφαλιστική επιχείρηση. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να προβλεφθούν ορισμένες απλουστεύσεις.

(34)Ο προσδιορισμός της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου θα πρέπει να εξισορροπεί τη χρήση πληροφοριών που προέρχονται από σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα με την ικανότητα των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να αντισταθμίζουν τα επιτόκια που προέρχονται από χρηματοπιστωτικά μέσα. Ειδικότερα, είναι πιθανό μικρότερες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να μην έχουν την ικανότητα να αντισταθμίζουν τον κίνδυνο επιτοκίου με άλλα μέσα εκτός από ομόλογα, δάνεια ή παρόμοια στοιχεία ενεργητικού με σταθερές ταμειακές ροές. Επομένως, η σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου θα πρέπει να προκύπτει με παρέκταση για ληκτότητες για τις οποίες οι αγορές ομολόγων δεν διαθέτουν πλέον βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια. Ωστόσο, η μέθοδος παρέκτασης θα πρέπει να χρησιμοποιεί πληροφορίες που συνάγονται από σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα εκτός των ομολόγων, όταν οι πληροφορίες αυτές είναι διαθέσιμες από αγορές με βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια για ληκτότητες για τις οποίες οι αγορές ομολόγων δεν διαθέτουν πλέον βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια. Για τη διασφάλιση της βεβαιότητας και της εναρμονισμένης εφαρμογής, με την εξασφάλιση ταυτόχρονα της δυνατότητας έγκαιρης αντίδρασης σε μεταβολές των συνθηκών της αγοράς, η Επιτροπή θα πρέπει να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για τον προσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο θα πρέπει να εφαρμόζεται η νέα μέθοδος παρέκτασης.

(35)Ο προσδιορισμός της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου έχει σημαντικές επιπτώσεις στην κατάσταση φερεγγυότητας, ιδίως για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζωής με μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις. Προκειμένου να αποφευχθεί η διατάραξη των υφιστάμενων ασφαλιστικών δραστηριοτήτων και να καταστεί δυνατή η ομαλή μετάβαση στη νέα μέθοδο παρέκτασης, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ένα μέτρο σταδιακής εφαρμογής και ένα μεταβατικό μέτρο. Τα μεταβατικά μέτρα θα πρέπει να αποσκοπούν στην αποφυγή της διατάραξης της αγοράς και να παρέχουν διαφανή πορεία προς την τελική μέθοδο παρέκτασης.

(36)Η οδηγία 2009/138/ΕΚ προβλέπει προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, η οποία αποσκοπεί στον μετριασμό της επίδρασης των υπερβολικών πιστωτικών περιθωρίων των ομολόγων και βασίζεται σε χαρτοφυλάκια αναφοράς για τα σχετικά νομίσματα των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και, στην περίπτωση του ευρώ, στα χαρτοφυλάκια αναφοράς για τις εθνικές ασφαλιστικές αγορές. Η χρήση ενιαίας προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας για ολόκληρα νομίσματα ή χώρες μπορεί να συνεπάγεται οφέλη που βαίνουν πέραν της μείωσης των υπερβολικών πιστωτικών περιθωρίων των ομολόγων, ιδίως όταν η ευαισθησία των σχετικών στοιχείων ενεργητικού των εν λόγω επιχειρήσεων στις μεταβολές των πιστωτικών περιθωρίων είναι μικρότερη από την ευαισθησία της σχετικής βέλτιστης εκτίμησης στις μεταβολές των επιτοκίων. Για την αποφυγή των εν λόγω υπέρμετρων οφελών από την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας θα πρέπει να υπόκειται σε εποπτική έγκριση και ο υπολογισμός της θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά της εκάστοτε επιχείρησης που σχετίζονται με την ευαισθησία των στοιχείων ενεργητικού στα περιθώρια και με την ευαισθησία της βέλτιστης εκτίμησης των τεχνικών προβλέψεων στα επιτόκια. Υπό το πρίσμα των πρόσθετων διασφαλίσεων, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αθροίζουν αυξημένο ποσοστό 85 % του διορθωμένου για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου που προκύπτει από τα αντιπροσωπευτικά χαρτοφυλάκια στη βασική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου.

(37)Η οδηγία 2009/138/ΕΚ προβλέπει ειδική ανά χώρα συνιστώσα της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας, η οποία έχει ως στόχο την εξασφάλιση της μείωσης των υπερβολικών πιστωτικών περιθωρίων των ομολόγων σε συγκεκριμένη χώρα. Ωστόσο, η ενεργοποίηση της ειδικής ανά χώρα συνιστώσας βασίζεται σε ένα απόλυτο και ένα σχετικό κατώτατο όριο σε σχέση με το προσαρμοσμένο βάσει κινδύνου περιθώριο της χώρας, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε φαινόμενα κατακρήμνισης και, κατά συνέπεια, να αυξήσει τη μεταβλητότητα των ιδίων κεφαλαίων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική μείωση των υπερβολικών πιστωτικών περιθωρίων των ομολόγων σε συγκεκριμένο κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ, η συνιστώσα της χώρας θα πρέπει να αντικατασταθεί από μακροοικονομική συνιστώσα, η οποία θα υπολογίζεται με βάση τις διαφορές μεταξύ του προσαρμοσμένου βάσει κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου για το ευρώ και του προσαρμοσμένου βάσει κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου για τη χώρα. Για την αποφυγή φαινομένων κατακρήμνισης, κατά τον υπολογισμό θα πρέπει να αποφεύγονται διακοπές όσον αφορά τις παραμέτρους εισόδου.

(38)Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις επενδυτικές πρακτικές των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για τον καθορισμό κριτηρίων επιλεξιμότητας των στοιχείων ενεργητικού που πρέπει να περιλαμβάνονται στο δεσμευμένο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού, σε περίπτωση που η φύση των στοιχείων ενεργητικού θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποκλίνουσες πρακτικές όσον αφορά τα κριτήρια εφαρμογής και υπολογισμού της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης.

(39)Προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή της ίδιας μεταχείρισης σε όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπολογίζουν την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας ή για να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις της αγοράς, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για τον προσδιορισμό του υπολογισμού των ειδικών για κάθε επιχείρηση στοιχείων της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας.

(40)Για τους σκοπούς του υπολογισμού των ιδίων κεφαλαίων τους βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 23 , μπορεί να επιτρέπεται στα ιδρύματα τα οποία ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων που υπόκεινται στην οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 24 να μην αφαιρούν τις σημαντικές επενδύσεις τους σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, υπό τον όρο ότι πληρούνται ορισμένα κριτήρια. Είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι οι κανόνες προληπτικής εποπτείας που ισχύουν για τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και τα πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν τη δυνατότητα εξασφάλισης κατάλληλων ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων με δεσπόζουσες τις τραπεζικές εργασίες και των χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων με δεσπόζουσες τις ασφαλιστικές εργασίες. Επομένως, θα πρέπει να επιτρέπεται επίσης στις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να μην αφαιρούν από τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια τις συμμετοχές τους σε πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα, υπό παρόμοιες προϋποθέσεις. Ειδικότερα, σε ομίλους που περιλαμβάνουν τόσο την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση όσο και το συνδεδεμένο ίδρυμα θα πρέπει να εφαρμόζεται είτε η εποπτεία ομίλου, σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ, είτε η συμπληρωματική εποπτεία, σύμφωνα με την οδηγία 2002/87/ΕΚ. Επιπλέον, το ίδρυμα θα πρέπει να είναι μετοχική επένδυση στρατηγικού χαρακτήρα για την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να είναι ικανοποιημένες ως προς το επίπεδο της ενοποιημένης διοίκησης, της διαχείρισης κινδύνων και του εσωτερικού ελέγχου αναφορικά με τις οντότητες οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της εποπτείας ομίλου ή της συμπληρωματικής εποπτείας.

(41)Τα υφιστάμενα όρια που επιβάλλονται σε επίπεδο συμμετρικής προσαρμογής περιορίζουν τις δυνατότητες αυτής της προσαρμογής όσον αφορά τον μετριασμό ενδεχόμενων φιλοκυκλικών επιπτώσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και την αποφυγή καταστάσεων στην οποία οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποχρεούνται αδικαιολόγητα να αντλούν πρόσθετα κεφάλαια ή να πωλούν τις επενδύσεις τους ως αποτέλεσμα πρόσκαιρων δυσμενών διακυμάνσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, όπως αυτές που προκλήθηκαν λόγω της πανδημίας Covid-19. Κατά συνέπεια, η συμμετρική προσαρμογή θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να δίνεται η δυνατότητα μεγαλύτερων μεταβολών στην τυποποιημένη επιβάρυνση κεφαλαίου λόγω μετοχών και να μετριάζονται περαιτέρω οι επιπτώσεις απότομων αυξήσεων ή μειώσεων στα χρηματιστήρια αξιών.

(42)Για την ενίσχυση της αναλογικότητας στο πλαίσιο των ποσοτικών απαιτήσεων, θα πρέπει να παρέχεται στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις η δυνατότητα υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων για επουσιώδεις κινδύνους στην τυποποιημένη μέθοδο με απλουστευμένη προσέγγιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη. Η εν λόγω απλουστευμένη προσέγγιση θα πρέπει να παρέχει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να προβαίνουν σε εκτίμηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων για επουσιώδη κίνδυνο βάσει κατάλληλου δείκτη όγκου, ο οποίος διαφοροποιείται με την πάροδο του χρόνου. Η προσέγγιση αυτή θα πρέπει να βασίζεται σε κοινούς κανόνες και να υπόκειται σε κοινά κριτήρια για τον εντοπισμό επουσιωδών κινδύνων.

(43)Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν την προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης πρέπει να προσδιορίζουν, να οργανώνουν και να διαχειρίζονται το δεσμευμένο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού και υποχρεώσεων χωριστά από τα άλλα μέρη της επιχείρησης και, συνεπώς, δεν θα πρέπει να τους επιτρέπεται να αναλαμβάνουν κινδύνους που προκύπτουν σε άλλα μέρη της επιχείρησης χρησιμοποιώντας το δεσμευμένο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού. Ωστόσο, η χωριστή διαχείριση του χαρτοφυλακίου δεν συνεπάγεται αύξηση της συσχέτισης μεταξύ των κινδύνων του εν λόγω χαρτοφυλακίου και των κινδύνων της υπόλοιπης επιχείρησης. Επομένως οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν την προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητάς τους με βάση την παραδοχή πλήρους διαφοροποίησης μεταξύ των στοιχείων ενεργητικού και των υποχρεώσεων του χαρτοφυλακίου και της υπόλοιπης επιχείρησης, εκτός εάν τα χαρτοφυλάκια στοιχείων ενεργητικού που καλύπτουν την αντίστοιχη βέλτιστη εκτίμηση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων αποτελούν κεφάλαιο κλειστής διάρθρωσης.

(44)Στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης, είναι σημαντικό οι εποπτικές αρχές να έχουν τη δυνατότητα σύγκρισης των πληροφοριών μεταξύ των εταιρειών που εποπτεύουν. Τα μερικά και πλήρη εσωτερικά υποδείγματα παρέχουν τη δυνατότητα καλύτερης αποτύπωσης του μεμονωμένου κινδύνου μιας εταιρείας και η οδηγία 2009/138/ΕΚ παρέχει στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τη δυνατότητα να τα χρησιμοποιούν για τον προσδιορισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων χωρίς περιορισμούς που απορρέουν από την τυποποιημένη μέθοδο. Ωστόσο, τα μερικά και πλήρη εσωτερικά υποδείγματα καθιστούν δυσχερέστερες τις συγκρίσεις μεταξύ των εταιρειών και, ως εκ τούτου, οι εποπτικές αρχές θα επωφελούνταν από την πρόσβαση στο αποτέλεσμα του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων της τυποποιημένης μεθόδου. Για τον λόγο αυτόν, όλες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να υποβάλλουν τακτικά τις εν λόγω πληροφορίες στις εποπτικές αρχές τους.

(45)Η οδηγία 2009/138/ΕΚ προβλέπει για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τη δυνατότητα υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητάς τους με εσωτερικό υπόδειγμα που υπόκειται σε εποπτική έγκριση. Όταν εφαρμόζεται εσωτερικό υπόδειγμα, η εν λόγω οδηγία δεν εμποδίζει την ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση να λαμβάνει υπόψη στο εσωτερικό της υπόδειγμα την επίδραση των διακυμάνσεων των πιστωτικών περιθωρίων στην προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας. Δεδομένου ότι η χρήση της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας μπορεί να συνεπάγεται οφέλη που βαίνουν πέραν της μείωσης των υπερβολικών πιστωτικών περιθωρίων των ομολόγων στον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης, τα εν λόγω υπέρμετρα οφέλη μπορούν επίσης να στρεβλώσουν τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας όταν η επίδραση των διακυμάνσεων των πιστωτικών περιθωρίων στην προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας λαμβάνεται υπόψη στο εσωτερικό υπόδειγμα. Προκειμένου να αποφευχθεί η στρέβλωση αυτή, θα πρέπει να οριστεί κατώτατο όριο για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, όταν οι εποπτικές αρχές επιτρέπουν στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να λαμβάνουν υπόψη στο εσωτερικό τους υπόδειγμα την επίδραση των διακυμάνσεων των πιστωτικών περιθωρίων στην προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, σε επίπεδο κάτω από το οποίο αναμένεται να προκύψουν οφέλη από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας τα οποία βαίνουν πέραν της μείωσης των υπερβολικών πιστωτικών περιθωρίων των ομολόγων.

(46)Θα πρέπει να παρέχονται στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κίνητρα για την ανθεκτικότητας σε καταστάσεις κρίσης. Όταν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις συνεκτιμούν στο εσωτερικό τους υπόδειγμα την επίδραση των διακυμάνσεων των πιστωτικών περιθωρίων στην προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, συνεκτιμώντας επίσης την επίδραση των διακυμάνσεων των πιστωτικών περιθωρίων στην προσαρμογή λόγω μακροοικονομικής μεταβλητότητας, η συνεκτίμηση αυτή θα μπορούσε να υπονομεύσει σοβαρά τυχόν κίνητρα για την ανάπτυξη ανθεκτικότητας σε καταστάσεις κρίσης. Επομένως, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη στο εσωτερικό τους υπόδειγμα πιθανή προσαρμογή λόγω μακροοικονομικής μεταβλητότητας.

(47)Οι εθνικές εποπτικές αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συλλέγουν συναφείς μακροπροληπτικές πληροφορίες σχετικά με την επενδυτική στρατηγική των επιχειρήσεων, να τις αναλύουν μαζί με άλλες συναφείς πληροφορίες που μπορεί να είναι διαθέσιμες από άλλες πηγές της αγοράς και να ενσωματώνουν μια μακροπροληπτική προοπτική στην εποπτεία των επιχειρήσεων. Η διαδικασία αυτή θα μπορούσε να περιλαμβάνει την εποπτεία των κινδύνων που σχετίζονται με συγκεκριμένους πιστωτικούς κύκλους, περιόδους οικονομικής κάμψης και συλλογική συμπεριφορά ή συμπεριφορά αγέλης στις επενδύσεις.

(48)Η οδηγία 2009/138/ΕΚ προβλέπει παράταση της περιόδου ανάκαμψης σε περιπτώσεις παραβίασης των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας όταν η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (EIOPA) έχει δηλώσει την ύπαρξη έκτακτων αντίξοων καταστάσεων. Οι δηλώσεις μπορούν να υποβάλλονται κατόπιν αιτήματος των εθνικών εποπτικών αρχών, οι οποίες υποχρεούνται να ζητούν τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), κατά περίπτωση, πριν από την υποβολή του αιτήματος. Η διαβούλευση με το ΕΣΣΚ με αποκεντρωμένο τρόπο από τις εθνικές εποπτικές αρχές είναι λιγότερο αποτελεσματική από τη διαβούλευση με το ΕΣΣΚ σε κεντρικό επίπεδο από την EIOPA. Για τη διασφάλιση της αποδοτικότητας της διαδικασίας, η διαβούλευση με το ΕΣΣΚ πριν από τη δήλωση της ύπαρξης έκτακτων αντίξοων καταστάσεων θα πρέπει να πραγματοποιείται από την EIOPA, και όχι από τις εθνικές εποπτικές αρχές, όταν η φύση της κατάστασης επιτρέπει την εν λόγω προηγούμενη διαβούλευση.

(49)Η οδηγία 2009/138/ΕΚ επιβάλλει στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις την υποχρέωση να ενημερώνουν αμέσως την οικεία εποπτική αρχή όταν διαπιστώνουν περιπτώσεις μη συμμόρφωσης ή κινδύνου μη συμμόρφωσης, κατά τους επόμενους τρεις μήνες, με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις. Ωστόσο, η εν λόγω οδηγία δεν προσδιορίζει πότε μπορεί να διαπιστωθεί η περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ή κινδύνου μη συμμόρφωσης κατά τους επόμενους τρεις μήνες και οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να καθυστερήσουν να ενημερώσουν τις εποπτικές αρχές έως το τέλος του αντίστοιχου τριμήνου, όταν πραγματοποιείται ο υπολογισμός των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων που πρέπει να υποβληθεί επισήμως στην εποπτική αρχή. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι εποπτικές αρχές λαμβάνουν εγκαίρως τις πληροφορίες και έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τα αναγκαία μέτρα, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να υποχρεούνται να ενημερώνουν αμέσως τις εποπτικές αρχές για περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ή κινδύνου μη συμμόρφωσης, ακόμη και όταν οι περιπτώσεις αυτές διαπιστώνονται βάσει εκτιμήσεων ή υπολογισμών μεταξύ δύο ημερομηνιών επίσημων υπολογισμών των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, κατά το αντίστοιχο τρίμηνο.

(50)Η προστασία των συμφερόντων των ασφαλισμένων αποτελεί γενικό στόχο του πλαισίου προληπτικής εποπτείας, τον οποίο θα πρέπει να επιδιώκουν οι αρμόδιες εποπτικές αρχές σε κάθε στάδιο της εποπτικής διαδικασίας, μεταξύ άλλων σε περίπτωση παραβάσεων ή πιθανών παραβιάσεων των απαιτήσεων από ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε ανάκληση της άδειας. Ο στόχος αυτός θα πρέπει να επιδιώκεται πριν από την ανάκληση της άδειας και λαμβανομένων υπόψη τυχόν νομικών επιπτώσεων για τους ασφαλισμένους που ενδέχεται να προκύπτουν από αυτήν, καθώς και μετά την ανάκληση της άδειας.

(51)Οι εθνικές εποπτικές αρχές θα πρέπει να διαθέτουν εργαλεία για την πρόληψη της επέλευσης κινδύνων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στις ασφαλιστικές αγορές, τον περιορισμό φιλοκυκλικών συμπεριφορών από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και τον μετριασμό των αρνητικών δευτερογενών επιπτώσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην πραγματική οικονομία.

(52)Οι πρόσφατες οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις, ιδίως η κρίση που προκλήθηκε λόγω της πανδημίας Covid-19, κατέδειξαν ότι η ορθή διαχείριση της ρευστότητας από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορεί να αποτρέψει κινδύνους για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Για τον λόγο αυτόν, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να υποχρεούνται να ενισχύουν τη διαχείριση και τον προγραμματισμό της ρευστότητας, ιδίως στο πλαίσιο αντίξοων καταστάσεων που επηρεάζουν μεγάλο μέρος ή το σύνολο της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής αγοράς.

(53)Οποτεδήποτε επιχειρήσεις με ιδιαίτερα ευάλωτα προφίλ, όπως οι επιχειρήσεις που έχουν ρευστές υποχρεώσεις ή κατέχουν μη ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού, ή με ευπάθειες ρευστότητας που μπορούν να επηρεάσουν τη συνολική χρηματοπιστωτική σταθερότητα, δεν αποκαθιστούν δεόντως την κατάσταση, οι εθνικές εποπτικές αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν για να ενισχύσουν τη θέση ρευστότητάς τους.

(54)Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες για τη διαφύλαξη της κατάστασης φερεγγυότητας συγκεκριμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως δυσμενείς οικονομικές καταστάσεις ή γεγονότα της αγοράς που επηρεάζουν μεγάλο μέρος ή το σύνολο της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής αγοράς, προκειμένου να εξασφαλίζεται η προστασία των αντισυμβαλλομένων και η διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Οι εν λόγω εξουσίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν τη δυνατότητα περιορισμού ή αναστολής των διανομών σε μετόχους και άλλους πιστωτές μειωμένης εξασφάλισης μιας συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης πριν από την πραγματική παραβίαση των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας. Οι εξουσίες αυτές θα πρέπει να ασκούνται κατά περίπτωση, να τηρούν κοινά κριτήρια βάσει κινδύνου και να μην υπονομεύουν τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(55)Δεδομένου ότι ο περιορισμός ή η αναστολή της διανομής μερισμάτων και άλλων συμμετοχών στα κέρδη θα επηρέαζε, ακόμη και σε προσωρινή βάση, τα δικαιώματα των μετόχων και άλλων πιστωτών μειωμένης εξασφάλισης, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη την αρχή της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας κατά τη λήψη των εν λόγω μέτρων. Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν ότι κανένα από τα μέτρα που θεσπίζονται δεν συνεπάγεται δυσανάλογες αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε άλλα κράτη μέλη ή στην Ένωση συνολικά. Ειδικότερα, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να περιορίζουν τις διανομές κεφαλαίου εντός ενός ασφαλιστικού και αντασφαλιστικού ομίλου μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις και όταν αυτό δικαιολογείται δεόντως για τη διαφύλαξη της σταθερότητας της ασφαλιστικής αγοράς και του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολό του.

(56)Οι πρόσφατες παραλείψεις ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε διασυνοριακό επίπεδο ανέδειξαν την ανάγκη καλύτερης ενημέρωσης των εποπτικών αρχών σχετικά με τις δραστηριότητες που ασκούν οι επιχειρήσεις. Κατά συνέπεια, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να υποχρεούνται να κοινοποιούν στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής τους κάθε σημαντική μεταβολή που επηρεάζει το προφίλ κινδύνου τους σε σχέση με τις τρέχουσες διασυνοριακές ασφαλιστικές τους δραστηριότητες, και οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να κοινοποιούνται στις εποπτικές αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών υποδοχής.

(57)Σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2019/2177 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 25 , η EIOPA έχει την εξουσία να δημιουργεί και να συντονίζει πλατφόρμες συνεργασίας για την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ των σχετικών εποπτικών αρχών όταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εκτελεί, ή προτίθεται να εκτελέσει, δραστηριότητες που βασίζονται στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών ή στην ελευθερία εγκατάστασης. Ωστόσο, λόγω της πολυπλοκότητας των εποπτικών ζητημάτων που εξετάζονται στο πλαίσιο των εν λόγω πλατφορμών, σε αρκετές περιπτώσεις, οι εθνικές εποπτικές αρχές δεν κατορθώνουν να καταλήξουν σε κοινή άποψη σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης ζητημάτων που αφορούν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία δραστηριοποιείται σε διασυνοριακή βάση. Σε περίπτωση που οι εποπτικές αρχές που συμμετέχουν στις πλατφόρμες συνεργασίας δεν μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία για θέματα που αφορούν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία δραστηριοποιείται σε διασυνοριακή βάση, η EIOPA θα πρέπει να έχει την εξουσία να επιλύει τη διαφωνία σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

(58)Σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ, οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν υποχρεούνται να παρέχουν εγκαίρως πληροφορίες σχετικά με την άσκηση των δραστηριοτήτων τους στις εποπτικές αρχές των κρατών μελών υποδοχής. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να ληφθούν μόνο με την υποβολή σχετικού αιτήματος στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής. Ωστόσο, μια τέτοια προσέγγιση δεν διασφαλίζει την πρόσβαση στις πληροφορίες εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Επομένως, οι εποπτικές αρχές των κρατών μελών υποδοχής, όπως και η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, θα πρέπει να έχουν την εξουσία να ζητούν εγκαίρως πληροφορίες απευθείας από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

(59)Σε περίπτωση που ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ασκεί σημαντικές διασυνοριακές δραστηριότητες σε κράτος μέλος υποδοχής, η εποπτική αρχή του εν λόγω κράτους μέλους θα πρέπει να έχει την εξουσία να ζητεί από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής βασικές πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση φερεγγυότητας της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. Εάν η εποπτική αρχή του κράτους μέλους υποδοχής έχει σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την εν λόγω κατάσταση φερεγγυότητας, θα πρέπει να έχει την εξουσία να ζητεί τη διενέργεια κοινής επιτόπιας επιθεώρησης με την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, σε περίπτωση σημαντικής μη συμμόρφωσης με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας. Θα πρέπει να καλείται να συμμετάσχει και η EIOPA. Στο πλαίσιο αυτό, η EIOPA θα πρέπει να δηλώνει το συντομότερο δυνατόν αν προτίθεται να συμμετάσχει. Όταν οι εποπτικές αρχές διαφωνούν ως προς τη δυνατότητα διενέργειας κοινής επιτόπιας επιθεώρησης, η EIOPA θα πρέπει να έχει την εξουσία να επιλύει τη διαφωνία σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

(60)Για να προσδιοριστεί μια μητρική εταιρεία ως ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, θα πρέπει ειδικότερα να έχει ως κύρια δραστηριότητα την απόκτηση και κατοχή συμμετοχών σε θυγατρικές επιχειρήσεις, εφόσον οι εν λόγω θυγατρικές είναι αποκλειστικά ή κυρίως ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας. Επί του παρόντος, οι εποπτικές αρχές διαθέτουν διαφορετικές ερμηνείες ως προς την έννοια του όρου «αποκλειστικά ή κυρίως» στο πλαίσιο αυτό. Επομένως, η συγκεκριμένη έννοια θα πρέπει να αποσαφηνιστεί, κατά τρόπο παρόμοιο με την αποσαφήνιση που παρέχεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/876 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 26 , για τον τραπεζικό τομέα. Οι θυγατρικές επιχειρήσεις θα πρέπει να θεωρούνται «κυρίως ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας», εφόσον οι εν λόγω επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν πάνω από το 50 % του μετοχικού κεφαλαίου, των ενοποιημένων στοιχείων ενεργητικού, των εσόδων, του προσωπικού ή άλλου δείκτη της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου που θεωρείται σημαντικός από την εποπτική αρχή.

(61)Σε ορισμένες περιπτώσεις, πολλές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σχηματίζουν εκ των πραγμάτων όμιλο και συμπεριφέρονται ως τέτοιος, μολονότι δεν πληρούν τα κριτήρια του ορισμού του ομίλου σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ. Κατά συνέπεια, ο τίτλος III της εν λόγω οδηγίας δεν ισχύει για ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αυτού του είδους. Στις περιπτώσεις αυτές, ιδίως για τους οριζόντιους ομίλους χωρίς κεφαλαιακούς δεσμούς μεταξύ διαφόρων επιχειρήσεων, οι αρχές εποπτείας του ομίλου θα πρέπει να έχουν την εξουσία να προσδιορίζουν την ύπαρξη ομίλου. Θα πρέπει επίσης να καθοριστούν αντικειμενικά κριτήρια για τον εν λόγω προσδιορισμό.

(62)Οι ασφαλιστικοί και αντασφαλιστικοί όμιλοι είναι ελεύθεροι να λαμβάνουν αποφάσεις σχετικά με τις ειδικές εσωτερικές ρυθμίσεις, την κατανομή των καθηκόντων και την οργανωτική δομή εντός του ομίλου, κατά την κρίση τους, ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με την οδηγία 2009/138/ΕΚ. Ωστόσο, σε μερικές περιπτώσεις, οι εν λόγω ρυθμίσεις και οργανωτικές δομές μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την αποτελεσματική εποπτεία του ομίλου. Επομένως, οι αρχές εποπτείας του ομίλου θα πρέπει να έχουν την εξουσία —σε εξαιρετικές περιστάσεις και μετά από διαβούλευση με την EIOPA και με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές— να απαιτούν αλλαγές στις εν λόγω ρυθμίσεις ή οργανωτικές δομές. Οι αρχές εποπτείας του ομίλου θα πρέπει να αιτιολογούν δεόντως την απόφασή τους και να διευκρινίζουν τον λόγο για τον οποίο οι υφιστάμενες ρυθμίσεις ή δομές παρακωλύουν και θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματική εποπτεία του ομίλου.

(63)Οι αρχές εποπτείας του ομίλου μπορούν να αποφασίσουν να εξαιρέσουν μια επιχείρηση από την εποπτεία του ομίλου, ιδίως εάν η εν λόγω επιχείρηση θεωρείται αμελητέας σημασίας σε σχέση με τους στόχους της εποπτείας του ομίλου. Η EIOPA έχει παρατηρήσει αποκλίνουσες ερμηνείες ως προς το κριτήριο της αμελητέας σημασίας και έχει επισημάνει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εν λόγω εξαιρέσεις οδηγούν στην πλήρη απαλλαγή από την εποπτεία του ομίλου ή στην εποπτεία σε επίπεδο ενδιάμεσης μητρικής εταιρείας. Επομένως, είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί ότι περιπτώσεις αυτού του είδους θα πρέπει να προκύπτουν μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιστάσεις και ότι οι αρχές εποπτείας του ομίλου θα πρέπει να ζητούν τη γνώμη της EIOPA πριν από τη λήψη τέτοιων αποφάσεων. Θα πρέπει επίσης να θεσπιστούν κριτήρια ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη σαφήνεια ως προς το τι θα πρέπει να θεωρείται αμελητέας σημασίας σε σχέση με τους στόχους της εποπτείας του ομίλου.

(64)Διαπιστώνεται έλλειψη σαφήνειας όσον αφορά τις μορφές επιχειρήσεων για τις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί η μέθοδος 2, δηλαδή μια μέθοδος αφαίρεσης και άθροισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 233 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας του ομίλου, κατάσταση που είναι επιζήμια για τη διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού στην Ένωση. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να προσδιορίζονται με σαφή τρόπο οι επιχειρήσεις που μπορούν να συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό της φερεγγυότητας του ομίλου μέσω της μεθόδου 2. Η μέθοδος αυτή θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας, στις επιχειρήσεις που ανήκουν σε άλλους χρηματοπιστωτικούς τομείς, στις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, στις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και σε άλλες μητρικές επιχειρήσεις των οποίων η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην απόκτηση και κατοχή συμμετοχών σε θυγατρικές επιχειρήσεις, εφόσον οι εν λόγω θυγατρικές επιχειρήσεις είναι αποκλειστικά ή κυρίως ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας.

(65)Σε ορισμένους ασφαλιστικούς ή αντασφαλιστικούς ομίλους, ενδιάμεση μητρική επιχείρηση, εκτός από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, αποκτά και κατέχει συμμετοχές σε θυγατρικές επιχειρήσεις, εφόσον οι εν λόγω επιχειρήσεις είναι αποκλειστικά ή κυρίως ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας. Σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, εάν οι εν λόγω ενδιάμεσες μητρικές επιχειρήσεις δεν κατέχουν συμμετοχή σε μία τουλάχιστον ασφαλιστική ή αντασφαλιστική θυγατρική επιχείρηση που έχει την έδρα της στην Ένωση, δεν αντιμετωπίζονται ως ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου για τους σκοπούς του υπολογισμού της φερεγγυότητας του ομίλου, μολονότι η φύση των κινδύνων τους είναι πολύ παρόμοια. Επομένως, οι κανόνες θα πρέπει να τροποποιηθούν, ώστε οι εν λόγω εταιρείες χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτης χώρας να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζονται και οι ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου για τους σκοπούς του υπολογισμού της φερεγγυότητας του ομίλου.

(66)Η οδηγία 2009/138/ΕΚ, όπως και ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/35 της Επιτροπής 27 , προβλέπει τέσσερις μεθόδους συμπερίληψης στον υπολογισμό της φερεγγυότητας του ομίλου επιχειρήσεων που ανήκουν σε άλλους χρηματοπιστωτικούς τομείς, συμπεριλαμβανομένων των μεθόδων 1 και 2 που ορίζονται στο παράρτημα I της οδηγίας 2002/87/ΕΚ. Αυτό οδηγεί σε ασυνεπείς εποπτικές προσεγγίσεις και άνισους όρους ανταγωνισμού, και δημιουργεί περιττή πολυπλοκότητα. Επομένως, οι κανόνες θα πρέπει να απλουστευθούν, ώστε οι επιχειρήσεις που ανήκουν σε άλλους χρηματοπιστωτικούς τομείς να συμβάλλουν πάντα στη φερεγγυότητα του ομίλου με τη χρήση των σχετικών τομεακών κανόνων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Οι εν λόγω απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και κεφαλαιακές απαιτήσεις θα πρέπει απλώς να αθροίζονται στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και κεφαλαιακές απαιτήσεις του τμήματος ασφάλισης και αντασφάλισης του ομίλου.

(67)Σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, στις συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις παρέχονται περιορισμένες δυνατότητες χρήσης απλουστευμένων υπολογισμών για τους σκοπούς του προσδιορισμού της φερεγγυότητας του ομίλου τους όταν χρησιμοποιείται η μέθοδος 1, δηλαδή η μέθοδος της λογιστικής ενοποίησης. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί δυσανάλογη επιβάρυνση, ιδίως όταν οι όμιλοι κατέχουν συμμετοχές σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις πολύ μικρού μεγέθους. Ως εκ τούτου, με την επιφύλαξη προηγούμενης εποπτικής έγκρισης, οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ενσωματώνουν στη φερεγγυότητα του ομίλου τους συνδεδεμένες επιχειρήσεις μη σημαντικού μεγέθους χρησιμοποιώντας απλουστευμένες προσεγγίσεις.

(68)Η έννοια των βαρών που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ταξινόμηση στοιχείων ιδίων κεφαλαίων σε κατηγορίες δεν προσδιορίζεται. Ειδικότερα, δεν είναι σαφής ο τρόπος εφαρμογής της έννοιας αυτής στις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και στις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που δεν έχουν ασφαλισμένους και δικαιούχους ως άμεσους πελάτες. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να θεσπιστούν ελάχιστα κριτήρια, ώστε να είναι δυνατός ο προσδιορισμός περιπτώσεων στις οποίες ένα στοιχείο ιδίων κεφαλαίων που έχει εκδοθεί από ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών είναι ελεύθερο βαρών.

(69)Το πεδίο εφαρμογής των επιχειρήσεων που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του κατώτατου ορίου για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου θα πρέπει να συνάδει με το πεδίο εφαρμογής των επιχειρήσεων που συνεισφέρουν στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια τα οποία είναι διαθέσιμα για την κάλυψη των ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου. Επομένως, κατά τον υπολογισμό του κατώτατου ορίου, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας, οι ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, οι ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και οι εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών τρίτης χώρας.

(70)Η μέθοδος υπολογισμού των ελάχιστων ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου μπορεί να οδηγήσει σε καταστάσεις στις οποίες το εν λόγω ελάχιστο όριο προσεγγίζει τις ενοποιημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, ή ακόμη και ισούται με αυτές. Στις περιπτώσεις αυτές ενδέχεται να προκύψει μη συμμόρφωση με το εν λόγω ελάχιστο όριο, παρότι διασφαλίζεται η συμμόρφωση με τις ενοποιημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου. Αυτή η ακούσια συνέπεια θα πρέπει να αποφευχθεί. Επομένως, η μέθοδος υπολογισμού θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε, όπως και για τις μεμονωμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι ελάχιστες ενοποιημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου να μην υπερβαίνουν ποτέ το 45 % των ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου.

(71)Για τους σκοπούς του υπολογισμού της φερεγγυότητας του ομίλου, οι ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και οι εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Η αντιμετώπιση αυτή συνεπάγεται τον υπολογισμό των θεωρητικών κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις εν λόγω επιχειρήσεις. Ωστόσο, οι υπολογισμοί αυτοί δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να εκλαμβάνονται ως απαίτηση συμμόρφωσης των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου και των εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών με τις εν λόγω θεωρητικές κεφαλαιακές απαιτήσεις σε μεμονωμένο επίπεδο.

(72)Δεν υπάρχει καμία νομική διάταξη που να ορίζει τον τρόπο υπολογισμού της φερεγγυότητας του ομίλου όταν χρησιμοποιείται συνδυασμός της μεθόδου 1 και της μεθόδου 2. Αυτό οδηγεί σε αντιφατικές πρακτικές και αβεβαιότητες, ιδίως σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού της συνεισφοράς των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου που περιλαμβάνονται μέσω της μεθόδου 2. Επομένως, θα πρέπει να αποσαφηνιστεί ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να υπολογίζεται η φερεγγυότητα του ομίλου όταν χρησιμοποιείται συνδυασμός μεθόδων. Για την αποφυγή σημαντικών αυξήσεων στις κεφαλαιακές απαιτήσεις, θα πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι, για τους σκοπούς του υπολογισμού των ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου, δεν πρέπει να εφαρμόζεται κεφαλαιακή επιβάρυνση μετοχικού κινδύνου σε συμμετοχές αυτού του είδους. Για τον ίδιο λόγο, η επιβάρυνση συναλλαγματικού κινδύνου θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στην αξία των συμμετοχών που υπερβαίνουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας των εν λόγω συνδεδεμένων επιχειρήσεων. Οι συμμετέχουσες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν υπόψη τη διαφοροποίηση μεταξύ των εν λόγω συναλλαγματικών κινδύνων και άλλων κινδύνων στους οποίους βασίζεται ο υπολογισμός των ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου.

(73)Επί του παρόντος, οι αρχές εποπτείας του ομίλου μπορούν να καθορίζουν όρια πάνω από τα οποία οι συγκεντρώσεις εντός του ομίλου και οι συγκεντρώσεις κινδύνου θεωρούνται σημαντικές με βάση τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, τις τεχνικές προβλέψεις ή και τα δύο. Ωστόσο, άλλα ποσοτικά ή ποιοτικά κριτήρια βάσει κινδύνου, για παράδειγμα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια, μπορεί να είναι εξίσου κατάλληλα για τον καθορισμό των ορίων. Επομένως, οι αρχές εποπτείας του ομίλου θα πρέπει να διαθέτουν μεγαλύτερη ευελιξία κατά τον προσδιορισμό σημαντικής ενδοομιλικής συναλλαγής ή σημαντικής συγκέντρωσης κινδύνου.

(74)Οι αρχές εποπτείας του ομίλου μπορούν να παραλείπουν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με ενδοομιλικές συναλλαγές που δεν απαιτείται να αναφέρονται σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, ιδίως εκείνες που αφορούν ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας, ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να επανεξεταστεί ο ορισμός των «ενδοομιλικών συναλλαγών που πρέπει να αναφέρονται». Επιπλέον, οι αρχές εποπτείας του ομίλου θα πρέπει να έχουν την εξουσία να προσαρμόζουν τον ορισμό των «ενδοομιλικών συναλλαγών που πρέπει να αναφέρονται», ώστε να ανταποκρίνεται καλύτερα στις ιδιαιτερότητες κάθε ομίλου.

(75)Οι ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και οι εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών μπορούν να είναι μητρικές επιχειρήσεις ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών ομίλων. Στην περίπτωση αυτή, η εφαρμογή της εποπτείας του ομίλου απαιτείται βάσει της ενοποιημένης κατάστασης των εν λόγω εταιρειών χαρτοφυλακίου. Δεδομένου ότι οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ελέγχονται από τις εν λόγω εταιρείες χαρτοφυλακίου δεν έχουν πάντα τη δυνατότητα να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις εποπτείας του ομίλου, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι οι αρχές εποπτείας του ομίλου διαθέτουν τις κατάλληλες εξουσίες εποπτείας και επιβολής της εφαρμογής ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση των ομίλων με την οδηγία 2009/138/ΕΚ. Ως εκ τούτου, όπως και στην περίπτωση των τροποποιήσεων της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 28 που θεσπίστηκαν με την οδηγία (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 29 για τα πιστωτικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οι αρχές εποπτείας του ομίλου θα πρέπει να διαθέτουν ένα ελάχιστο σύνολο εξουσιών επί των εταιρειών χαρτοφυλακίου, συμπεριλαμβανομένων των γενικών εποπτικών εξουσιών που ισχύουν για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για τους σκοπούς της εποπτείας του ομίλου.

(76)Εάν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ανήκουν σε όμιλο του οποίου η μητρική επιχείρηση έχει την έδρα της σε τρίτη χώρα η οποία δεν θεωρείται ισοδύναμη ή προσωρινά ισοδύναμη σύμφωνα με το άρθρο 260 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, η άσκηση εποπτείας σε επίπεδο ομίλου είναι πιο δύσκολη. Οι αρχές εποπτείας του ομίλου μπορούν να αποφασίσουν να εφαρμόσουν τις λεγόμενες «άλλες μεθόδους» σύμφωνα με το άρθρο 262 της εν λόγω οδηγίας. Ωστόσο, οι μέθοδοι αυτές δεν είναι σαφώς καθορισμένες και οι στόχοι που θα πρέπει να επιτύχουν οι εν λόγω άλλες μέθοδοι είναι αβέβαιοι. Επομένως, ο σκοπός των άλλων μεθόδων θα πρέπει να επεξηγείται περαιτέρω, συμπεριλαμβανομένης μιας ελάχιστης δέσμης μέτρων που θα πρέπει να εξετάζουν οι αρχές εποπτείας του ομίλου.

(77)Με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2019/981 της Επιτροπής 30 θεσπίστηκε καθεστώς προτιμησιακής μεταχείρισης για τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε μετοχές. Η υποενότητα μετοχικού κινδύνου βασιζόμενη στη διάρκεια, η οποία αποσκοπεί επίσης στην αποτύπωση του χαμηλότερου κινδύνου επένδυσης σε μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα αλλά η χρήση της είναι πολύ περιορισμένη στην Ένωση, υπόκειται σε κριτήρια τα οποία είναι αυστηρότερα από τα κριτήρια που εφαρμόζονται στις μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε μετοχές. Επομένως, φαίνεται ότι η νέα κατηγορία προληπτικής εποπτείας των μακροπρόθεσμων επενδύσεων σε μετοχές εξαλείφει την ανάγκη της υφιστάμενης υποενότητας μετοχικού κινδύνου βασιζόμενης στη διάρκεια. Δεδομένου ότι δεν συντρέχει λόγος να διατηρηθούν δύο διακριτές προτιμησιακές μεταχειρίσεις που έχουν τον ίδιο στόχο επιβράβευσης των μακροπρόθεσμων επενδύσεων, η υποενότητα μετοχικού κινδύνου βασιζόμενη στη διάρκεια θα πρέπει να απαλειφθεί. Ωστόσο, για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο οι εν λόγω τροποποιήσεις να επισύρουν δυσμενείς επιπτώσεις, θα πρέπει να προβλεφθεί ρήτρα αποδοχής του προϋφιστάμενου καθεστώτος όσον αφορά τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν επί του παρόντος την υποενότητα μετοχικού κινδύνου βασιζόμενη στη διάρκεια.

(78)Για την επίτευξη των φιλόδοξων στόχων της Πράσινης Συμφωνίας για το περιβάλλον και το κλίμα απαιτείται η διοχέτευση μεγάλων επενδυτικών ποσών από τον ιδιωτικό τομέα, μεταξύ άλλων από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εταιρείες, σε βιώσιμες επενδύσεις. Οι διατάξεις της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις δεν θα πρέπει να εμποδίζουν την υλοποίηση βιώσιμων επενδύσεων από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, αλλά θα πρέπει να αποτυπώνουν τον πλήρη κίνδυνο των επενδύσεων σε δραστηριότητες που είναι επιβλαβείς για το περιβάλλον. Μολονότι δεν υπάρχουν στο παρόν στάδιο επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για τις αποκλίσεις ως προς τους κινδύνους μεταξύ των περιβαλλοντικά ή κοινωνικά επιβλαβών και άλλων επενδύσεων, τα εν λόγω στοιχεία ενδέχεται να καταστούν διαθέσιμα κατά τα επόμενα έτη. Για τη διασφάλιση κατάλληλης αξιολόγησης των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, η EIOPA θα πρέπει να παρακολουθεί και να υποβάλει έως το 2023 έκθεση σχετικά με τα στοιχεία που αφορούν το προφίλ κινδύνου των περιβαλλοντικά ή κοινωνικά επιβλαβών επενδύσεων. Κατά περίπτωση, η έκθεση της EIOPA θα πρέπει να παρέχει συμβουλές σχετικά με αλλαγές στην οδηγία 2009/138/ΕΚ και στις κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται βάσει της εν λόγω οδηγίας. Η EIOPA μπορεί επίσης να διερευνήσει κατά πόσον θα ήταν σκόπιμο να ληφθούν υπόψη ορισμένοι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι εκτός από εκείνους που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, και με ποιον τρόπο. Για παράδειγμα, εάν υπάρχουν στοιχεία, η EIOPA θα μπορούσε να αναλύσει την ανάγκη επέκτασης και σε άλλους περιβαλλοντικούς κινδύνους των αναλύσεων σεναρίων που καθιερώνονται με την παρούσα οδηγία στο πλαίσιο κινδύνων που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή.

(79)Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει και θα συνεχίσει να επηρεάζει τουλάχιστον κατά τις επόμενες δεκαετίες τη συχνότητα και τη σοβαρότητα των φυσικών καταστροφών, οι οποίες ενδέχεται να επιδεινωθούν περαιτέρω λόγω της υποβάθμισης του περιβάλλοντος και της ρύπανσης. Η εξέλιξη αυτή μπορεί επίσης να μεταβάλει την έκθεση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε κίνδυνο φυσικών καταστροφών και να καταστήσει άκυρες τις τυπικές παραμέτρους για τον κίνδυνο φυσικών καταστροφών που καθορίζονται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2015/35. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν υπάρχουν παρατεταμένες αποκλίσεις μεταξύ των τυπικών παραμέτρων για τον κίνδυνο φυσικών καταστροφών και της πραγματικής έκθεσης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε τέτοιους κινδύνους, η EIOPA θα πρέπει να επανεξετάζει τακτικά το πεδίο εφαρμογής της ενότητας κινδύνου φυσικών καταστροφών και τις βαθμονομήσεις των τυπικών παραμέτρων της. Για τον σκοπό αυτόν, η EIOPA θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία από τις επιστημονικές γνώσεις για το κλίμα και, σε περίπτωση που διαπιστώνονται αποκλίσεις, θα πρέπει να υποβάλλει σχετική γνώμη στην Επιτροπή.

(80)Οι απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 308β παράγραφος 12 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθούν, ώστε να διασφαλιστεί η συνέπεια με το τραπεζικό πλαίσιο και η εφαρμογή ισότιμων όρων όσον αφορά τη μεταχείριση ανοιγμάτων έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε κράτους μέλους. Για τον σκοπό αυτόν, θα πρέπει να θεσπιστεί ρήτρα αποδοχής του προϋφιστάμενου καθεστώτος για τα εν λόγω ανοίγματα, ώστε τα σχετικά ανοίγματα να εξαιρούνται από τις κεφαλαιακές επιβαρύνσεις για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου και συγκέντρωσης της αγοράς, υπό την προϋπόθεση ότι τα ανοίγματα προέκυψαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2020.

(81)Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ασφαλιστικοί ή αντασφαλιστικοί όμιλοι εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη χρήση του μεταβατικού μέτρου για τα επιτόκια άνευ κινδύνου και του μεταβατικού μέτρου για τις τεχνικές προβλέψεις. Η κατάσταση αυτή μπορεί είναι παραπλανητική για την πραγματική κατάσταση φερεγγυότητας του ομίλου. Επομένως, οι ασφαλιστικοί ή αντασφαλιστικοί όμιλοι θα πρέπει να υποχρεούνται να δημοσιοποιούν τις επιπτώσεις που έχει στην κατάσταση φερεγγυότητάς τους η παραδοχή ότι τα ίδια κεφάλαια που προκύπτουν από τα εν λόγω μεταβατικά μέτρα δεν είναι διαθέσιμα για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου. Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να έχουν επίσης την εξουσία να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα ώστε η χρήση των μέτρων να αποτυπώνει δεόντως τη χρηματοοικονομική θέση του ομίλου. Ωστόσο, τα εν λόγω μέτρα δεν θα πρέπει να επηρεάζουν τη χρήση τους από συνδεδεμένες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά τον υπολογισμό των μεμονωμένων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητάς τους.

(82)Η οδηγία 2009/138/ΕΚ προβλέπει μεταβατικά μέτρα για τα επιτόκια άνευ κινδύνου και για τις τεχνικές προβλέψεις που υπόκεινται σε εποπτική έγκριση και εφαρμόζονται σε συμβάσεις που δημιουργούν τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις που είχαν συναφθεί πριν από το 2016. Μολονότι τα μεταβατικά μέτρα θα πρέπει να ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις να μεταβούν όσο το δυνατόν πιο έγκαιρα προς τη συμμόρφωση με την εν λόγω οδηγία, η εφαρμογή των μεταβατικών μέτρων που εγκρίθηκαν για πρώτη φορά μετά το 2016 είναι πιθανό να επιβραδύνει την πορεία συμμόρφωσης προς την εν λόγω οδηγία. Συνεπώς, η εν λόγω έγκριση της χρήσης αυτών των μεταβατικών μέτρων θα πρέπει να περιορίζεται στις περιπτώσεις στις οποίες μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υπόκειται για πρώτη φορά στους κανόνες της οδηγίας 2009/138/ΕΚ και, εάν μια επιχείρηση έχει αποδεχτεί χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων και η μεταβιβάζουσα επιχείρηση έθεσε σε εφαρμογή μεταβατικό μέτρο για τις υποχρεώσεις που αφορούν το εν λόγω χαρτοφυλάκιο, πριν από τη μεταβίβαση.

(83)Το Ηνωμένο Βασίλειο κατέστη τρίτη χώρα την 1η Φεβρουαρίου 2020 και το δίκαιο της Ένωσης έπαυσε να ισχύει για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού από τις 31 Δεκεμβρίου 2020. Δεδομένου ότι η οδηγία 2009/138/ΕΚ περιλαμβάνει διάφορες διατάξεις που αφορούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά συγκεκριμένων κρατών μελών, όπου οι εν λόγω διατάξεις αφορούν ειδικά το Ηνωμένο Βασίλειο, έχουν καταστεί παρωχημένες και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να απαλειφθούν.

(84)Επομένως, η οδηγία 2009/138/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2009/138/ΕΚ

Η οδηγία 2009/138/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)στο άρθρο 2 παράγραφος 3, το στοιχείο α) σημείο iv) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«iv) των τύπων της «permanent health insurance» (διαρκούς ασφάλισης ασθενείας), μη ακυρώσιμης, που ασκούνται σήμερα στην Ιρλανδία·»·

2)στο άρθρο 4 παράγραφος 1, τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α) τα ετήσια εγγεγραμμένα μεικτά ασφάλιστρα της επιχείρησης δεν υπερβαίνουν τα 15 000 000 EUR·

β) οι συνολικές τεχνικές προβλέψεις της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 76, δεν υπερβαίνουν τα 50 000 000 EUR·»·

3)το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α)στην παράγραφο 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α) η βοήθεια παρέχεται σε περίπτωση ατυχήματος ή βλάβης οδικού οχήματος, όταν το ατύχημα ή η βλάβη συμβαίνει στο έδαφος του κράτους μέλους του παρέχοντος την κάλυψη ή γειτονικών χωρών·»·

β)η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) σημεία i) και ii), η προϋπόθεση ότι το ατύχημα ή η βλάβη πρέπει να έχει συμβεί στο έδαφος του κράτους μέλους του παρέχοντος την κάλυψη δεν ισχύει εάν ο δικαιούχος είναι μέλος του φορέα που παρέχει την κάλυψη και η επισκευή ή η μεταφορά του οχήματος πραγματοποιείται μετά από απλή επίδειξη της ταυτότητας μέλους, χωρίς πρόσθετη επιβάρυνση, από ανάλογο φορέα του συγκεκριμένου κράτους βάσει συμφωνίας αμοιβαιότητας.»·

γ)η παράγραφος 3 απαλείφεται·

4)στο άρθρο 8, το σημείο 3 απαλείφεται·

5)το άρθρο 13 τροποποιείται ως εξής:

α)στο σημείο 7, το στοιχείο β) απαλείφεται·

β)παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία 10α, 10β, 10γ και 10δ:

«10α “επιχείρηση με προφίλ χαμηλού κινδύνου”: ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 29α και έχει ταξινομηθεί ως τέτοια σύμφωνα με το άρθρο 29β·

10β) “ελεγκτικό γραφείο”: ελεγκτικό γραφείο κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 3 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*·

10γ) “νόμιμος ελεγκτής”: νόμιμος ελεγκτής κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 2 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*·

10δ) “όμιλος με προφίλ χαμηλού κινδύνου”: όμιλος που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 213α και έχει ταξινομηθεί ως τέτοιος από την αρχή εποπτείας του ομίλου σύμφωνα με την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου·

* Οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 87).»·

γ)τα σημεία 15 και 16 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«15)    “μητρική επιχείρηση”: μητρική επιχείρηση όπως αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*, καθώς και επιχείρηση την οποία οι εποπτικές αρχές θεωρούν μητρική επιχείρηση σύμφωνα με το άρθρο 212 της παρούσας οδηγίας·

«16)    “θυγατρική επιχείρηση”: κάθε θυγατρική επιχείρηση που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των θυγατρικών της, καθώς και επιχείρηση την οποία οι εποπτικές αρχές πρέπει να θεωρούν θυγατρική επιχείρηση σύμφωνα με το άρθρο 212 της παρούσας οδηγίας·

*    Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).»·

δ)στο σημείο 18, οι λέξεις «άρθρου 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ» αντικαθίστανται από τις λέξεις «άρθρου 22 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ»·

ε)το σημείο 19 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«19)    “συναλλαγή στο πλαίσιο ομίλου”: οποιαδήποτε συναλλαγή μέσω της οποίας μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα από άλλες επιχειρήσεις του ιδίου ομίλου ή από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συνδέεται με τις επιχειρήσεις εντός του ομίλου αυτού με στενούς δεσμούς, για την εκπλήρωση μιας υποχρέωσης, συμβατικής ή μη, και έναντι πληρωμής ή μη·»·

στ)το σημείο 22 τροποποιείται ως εξής:

i)στο στοιχείο α), οι λέξεις «άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 14 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ» αντικαθίστανται από τις λέξεις «άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 21 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*·

___________________________________

* Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).»·

ii)στο στοιχείο β σημείο i), οι λέξεις «οδηγία 2004/39/ΕΚ» αντικαθίστανται από τις λέξεις «οδηγία 2014/65/ΕΕ»·

ζ)το σημείο 25 τροποποιείται ως εξής:

i)στο στοιχείο α), οι λέξεις «άρθρου 4 σημεία 1, 5 και 21 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ» αντικαθίστανται από τις λέξεις «άρθρου 4 παράγραφος 1 σημεία 1, 18 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*·

______________________________

* Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).»·

ii)στο στοιχείο γ), οι λέξεις «οδηγίας 2004/39/ΕΚ» αντικαθίστανται από τις λέξεις «οδηγίας 2014/65/ΕΕ»·

η)το σημείο 27 τροποποιείται ως εξής:

i)στο στοιχείο γ), το σημείο ii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ii) καθαρό ύψος κύκλου εργασιών, κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 5 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ, 13 600 000 EUR·»·

ii)οι λέξεις «οδηγία 83/349/ΕΚ» αντικαθίστανται από τις λέξεις «οδηγία 2013/34/ΕΕ»·

θ)προστίθεται το ακόλουθο σημείο 41:

«41) “ρυθμιζόμενη επιχείρηση”: “ρυθμιζόμενη οντότητα”, κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 4 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, ή ίδρυμα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, κατά την έννοια του άρθρου 6 σημείο 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341.»·

6)στο άρθρο 18 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο σημείο i):

«i) να αναφέρει αν έχει απορριφθεί ή ανακληθεί σε άλλο κράτος μέλος αίτηση για χορήγηση άδειας ανάληψης δραστηριότητας πρωτασφάλισης ή αντασφάλισης ή ανάληψης δραστηριότητας άλλης ρυθμιζόμενης επιχείρησης ή διανομέα ασφάλισης, καθώς και τους λόγους της απόρριψης ή της ανάκλησης.»·

7)στο άρθρο 23 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο στ):

«στ) την αγορά στην οποία σκοπεύει να δραστηριοποιηθεί η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση·»·

8)στο άρθρο 24 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, οι λέξεις «οδηγίας 2004/39/ΕΚ» αντικαθίστανται από τις λέξεις «οδηγίας 2014/65/ΕΕ»·

9)στο άρθρο 25, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«Κάθε άρνηση χορήγησης άδειας, συμπεριλαμβανομένων του προσδιορισμού της αιτούσας επιχείρησης και της αιτιολόγησης της άρνησης χορήγησης άδειας, κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (EIOPA), η οποία συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*. Η EIOPA τηρεί επικαιροποιημένη βάση δεδομένων με τις εν λόγω πληροφορίες και παρέχει στις εποπτικές αρχές πρόσβαση στη βάση δεδομένων.

*Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).»·

10)στο άρθρο 25α, οι λέξεις «Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (EIOPA) που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου6» αντικαθίστανται από τη λέξη «EIOPA»·

11)στο άρθρο 26, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 4:

«4. Εάν πρέπει να ζητηθεί η γνώμη περισσότερων εποπτικών αρχών σύμφωνα με την παράγραφο 1, κάθε ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή μπορεί να ζητήσει από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής να αξιολογήσει από κοινού την αίτηση χορήγησης άδειας. Η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής λαμβάνει υπόψη τα συμπεράσματα της κοινής αξιολόγησης κατά τη λήψη της τελικής της απόφασης.»·

12)το άρθρο 29 τροποποιείται ως εξής:

α)οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την εφαρμογή των απαιτήσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία κατά τρόπο ανάλογο προς τη φύση, την πολυπλοκότητα και την κλίμακα των ενυπαρχόντων κινδύνων στις δραστηριότητες των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, ιδίως εκείνων που ταξινομούνται ως επιχειρήσεις με χαμηλό προφίλ κινδύνου.

4. Στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και στα ρυθμιστικά και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που εκδίδει η Επιτροπή λαμβάνεται υπόψη η αρχή της αναλογικότητας, με την οποία εξασφαλίζεται η αναλογική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ιδίως σε σχέση με τις επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου.

Στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υποβάλλει η EIOPA σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, στα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 15 του εν λόγω κανονισμού και στις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 16 του εν λόγω κανονισμού εξασφαλίζεται η αναλογική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ιδίως σε σχέση με τις επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου.»·

β)προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 5 και 6:

«5. Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για τον καθορισμό ή την προσαρμογή των κριτηρίων που αναφέρονται στο άρθρο 29α παράγραφος 1 στοιχεία ε), στ) και η).

6. Για την εξασφάλιση συνεπών εποπτικών πρακτικών κατά την εφαρμογή της αναλογικότητας, η EIOPA καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για τη διευκόλυνση κοινών εποπτικών εργαλείων και την περαιτέρω επεξήγηση της μεθοδολογίας που πρέπει να χρησιμοποιείται κατά την ταξινόμηση ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ως επιχειρήσεων με προφίλ χαμηλού κινδύνου.»·

13)παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 29α έως 29ε:

«Άρθρο 29α
Κριτήρια προσδιορισμού των επιχειρήσεων με προφίλ χαμηλού κινδύνου

1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ταξινομούνται ως επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 29β, εάν πληρούν, επί δύο συνεχή οικονομικά έτη πριν από την εν λόγω ταξινόμηση, τα ακόλουθα κριτήρια:

α)Για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζωής και για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες ασφάλισης ζωής και ζημιών σύμφωνα με το άρθρο 73, για τις οποίες οι τεχνικές προβλέψεις που αφορούν τις δραστηριότητες ασφάλισης ζωής αντιπροσωπεύουν το 20 % ή περισσότερο των συνολικών τεχνικών προβλέψεων, συμπεριλαμβανομένων των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 76, και των οποίων τα ακαθάριστα ετήσια έσοδα από ασφάλιστρα που αφορούν τις δραστηριότητες ασφάλισης ζημιών αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 40 % των συνολικών ετήσιων εγγεγραμμένων μεικτών ασφαλίστρων, πληρούνται όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

i)η υποενότητα κινδύνου επιτοκίου που αναφέρεται στο άρθρο 105 παράγραφος 5 στοιχείο α) δεν υπερβαίνει το 5 % των τεχνικών προβλέψεων, συμπεριλαμβανομένων των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 76·

ii)οι αναληφθείσες δραστηριότητες σε άλλα κράτη μέλη εκτός του κράτους μέλους καταγωγής, στο οποίο η επιχείρηση έλαβε την άδειά της σύμφωνα με το άρθρο 14, δεν υπερβαίνουν το 5 % των συνολικών ετήσιων εγγεγραμμένων μεικτών ασφαλίστρων της·

iii)οι τεχνικές προβλέψεις, συμπεριλαμβανομένων των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 76, δεν υπερβαίνουν το 1 000 000 000 EUR·

iv)οι επενδύσεις σε μη παραδοσιακές επενδύσεις δεν αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 20 % των συνολικών επενδύσεων·

v)στην επιχειρηματική δραστηριότητα της επιχείρησης δεν περιλαμβάνονται οι αντασφαλιστικές εργασίες που υπερβαίνουν το 50 % των συνολικών ακαθάριστων ετήσιων εσόδων της από ασφάλιστρα.

Τα κριτήρια που καθορίζονται στα σημεία ii) και v) δεν ισχύουν για τις εξαρτημένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τις εξαρτημένες αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

β)Για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζημιών και για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες ασφάλισης ζωής και ζημιών σύμφωνα με το άρθρο 73, των οποίων τα ακαθάριστα ετήσια έσοδα από ασφάλιστρα που αφορούν τις δραστηριότητες ασφάλισης ζημιών αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 40 % των συνολικών ακαθάριστων ετήσιων εσόδων τους από ασφάλιστρα, και για τις οποίες οι τεχνικές προβλέψεις που αφορούν τις δραστηριότητες ασφάλισης ζημιών αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 20 % των συνολικών τεχνικών τους προβλέψεων, συμπεριλαμβανομένων των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 76, πληρούνται όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

i)ο μέσος συνδυασμένος δείκτης, μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων των τριών τελευταίων ετών, είναι μικρότερος από 100 %·

ii)οι αναληφθείσες δραστηριότητες σε άλλα κράτη μέλη εκτός του κράτους μέλους καταγωγής, στο οποίο η επιχείρηση έλαβε την άδειά της σύμφωνα με το άρθρο 14, δεν υπερβαίνουν το 5 % των συνολικών ετήσιων εγγεγραμμένων μεικτών ασφαλίστρων της·

iii)τα ετήσια εγγεγραμμένα μεικτά ασφάλιστρα δεν υπερβαίνουν τα 100 000 000 EUR·

iv)το άθροισμα των ετήσιων εγγεγραμμένων μεικτών ασφαλίστρων των κατηγοριών 3 έως 7, 14 και 15 του τμήματος Α του παραρτήματος Ι δεν υπερβαίνει το 30 % των συνολικών ετήσιων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων για τις δραστηριότητες ασφάλισης ζημιών·

v)οι επενδύσεις σε μη παραδοσιακές επενδύσεις δεν αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 20 % των συνολικών επενδύσεων·

vi)στην επιχειρηματική δραστηριότητα της επιχείρησης δεν περιλαμβάνονται οι αντασφαλιστικές εργασίες που υπερβαίνουν το 50 % των συνολικών ακαθάριστων ετήσιων εσόδων της από ασφάλιστρα.

Τα κριτήρια που καθορίζονται στα σημεία ii) και vi) δεν ισχύουν για τις εξαρτημένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τις εξαρτημένες αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

γ)Για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες ασφάλισης ζωής και ζημιών σύμφωνα με το άρθρο 73, για τις οποίες οι τεχνικές προβλέψεις που αφορούν τις δραστηριότητες ασφάλισης ζωής αντιπροσωπεύουν το 20 % ή περισσότερο των συνολικών τεχνικών τους προβλέψεων, συμπεριλαμβανομένων των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 76, και των οποίων τα ακαθάριστα ετήσια έσοδα από ασφάλιστρα που αφορούν τις δραστηριότητες ασφάλισης ζημιών αντιπροσωπεύουν το 40 % ή περισσότερο των συνολικών ακαθάριστων ετήσιων εσόδων τους από ασφάλιστρα, πληρούνται όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

i)η υποενότητα κινδύνου επιτοκίου που αναφέρεται στο άρθρο 105 παράγραφος 5 στοιχείο α) δεν υπερβαίνει το 5 % των τεχνικών προβλέψεων, συμπεριλαμβανομένων των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 76·

ii)ο μέσος συνδυασμένος δείκτης, μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων των τριών τελευταίων ετών, είναι μικρότερος από 100 %·

iii)οι τεχνικές προβλέψεις, συμπεριλαμβανομένων των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 76, δεν υπερβαίνουν το 1 000 000 000 EUR·

iv)τα ετήσια εγγεγραμμένα μεικτά ασφάλιστρα δεν υπερβαίνουν τα 100 000 000 EUR·

v)οι αναληφθείσες δραστηριότητες σε άλλα κράτη μέλη εκτός του κράτους μέλους καταγωγής, στο οποίο η επιχείρηση έλαβε την άδειά της σύμφωνα με το άρθρο 14, δεν υπερβαίνουν το 5 % των συνολικών ετήσιων εγγεγραμμένων μεικτών ασφαλίστρων της·

vi)το άθροισμα των ετήσιων εγγεγραμμένων μεικτών ασφαλίστρων των κατηγοριών 3 έως 7, 14 και 15 του τμήματος Α του παραρτήματος Ι δεν υπερβαίνει το 30 % των συνολικών ετήσιων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων για τις δραστηριότητες ασφάλισης ζημιών του ομίλου·

vii)οι επενδύσεις σε μη παραδοσιακές επενδύσεις δεν αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 20 % των συνολικών επενδύσεων·

viii)στην επιχειρηματική δραστηριότητα της επιχείρησης δεν περιλαμβάνονται οι αντασφαλιστικές εργασίες που υπερβαίνουν το 50 % των συνολικών ακαθάριστων ετήσιων εσόδων της από ασφάλιστρα.

Τα κριτήρια που καθορίζονται στα σημεία v) και viii) δεν ισχύουν για τις εξαρτημένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τις εξαρτημένες αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι παραδοσιακές επενδύσεις αποτελούνται από ομόλογα, μετοχές, μετρητά και ισοδύναμα μετρητών και καταθέσεις, ενώ οι συνολικές επενδύσεις αποτελούνται από όλα τα στοιχεία ενεργητικού, συμπεριλαμβανομένων των παραγώγων, και εξαιρουμένων των επενδύσεων που καλύπτουν συμβάσεις ασφάλισης συνδεόμενες με την αξία μεριδίων ή με δείκτες, μη συμπεριλαμβανομένων ακινήτων για ιδιόχρηση, εγκαταστάσεων και εξοπλισμού για ιδιόχρηση, ακινήτων υπό κατασκευή για ιδιόχρηση.

2. Για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με το άρθρο 14 για λιγότερο από δύο έτη, η συμμόρφωση με τα κριτήρια που καθορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου αξιολογείται μόνο σε σχέση με το τελευταίο οικονομικό έτος που προηγείται της ταξινόμησης.

3. Οι ακόλουθες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν ταξινομούνται ποτέ ως επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου:

α)επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν εγκεκριμένο μερικό ή πλήρες εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, σύμφωνα με τις απαιτήσεις για πλήρη και μερικά εσωτερικά υποδείγματα που προβλέπονται στο κεφάλαιο VI τμήμα 4 ενότητα 3·

β)επιχειρήσεις που είναι μητρικές επιχειρήσεις ασφαλιστικού ομίλου κατά την έννοια του άρθρου 212, στις οποίες εφαρμόζεται εποπτεία του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 213 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή β), εκτός εάν ο όμιλος ταξινομείται ως όμιλος με προφίλ χαμηλού κινδύνου.

Άρθρο 29β
Διαδικασία ταξινόμησης για τις επιχειρήσεις που πληρούν τα κριτήρια

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που συμμορφώνονται με τις προϋποθέσεις του άρθρου 29α παράγραφοι 1 και 3 μπορούν να κοινοποιούν την εν λόγω συμμόρφωση στην εποπτική αρχή προκειμένου να ταξινομηθούν ως επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου.

2.Η κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου υποβάλλεται από την ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους που χορήγησε την προηγούμενη άδεια που αναφέρεται στο άρθρο 14. Η εν λόγω κοινοποίηση περιλαμβάνει όλα τα ακόλουθα:

α)αποδεικτικά στοιχεία της συμμόρφωσης με όλα τα κριτήρια του άρθρου 29α που ισχύουν για την εν λόγω επιχείρηση·

β)δήλωση ότι η επιχείρηση δεν σχεδιάζει καμία στρατηγική αλλαγή που θα συνεπαγόταν μη συμμόρφωση με τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 29α εντός των επόμενων τριών ετών·

γ)έγκαιρο προσδιορισμό των μέτρων αναλογικότητας που αναμένεται να εφαρμόσει η επιχείρηση, ιδίως εάν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί η απλούστευση της βέλτιστης εκτίμησης και αν η επιχείρηση σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει την απλουστευμένη μέθοδο για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 77 παράγραφος 7.

3.Η εποπτική αρχή μπορεί να αντιταχθεί στην ταξινόμηση επιχείρησης ως επιχείρησης με προφίλ χαμηλού κινδύνου εντός ενός μηνός από την παραλαβή της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου για λόγους που αφορούν αποκλειστικά τη μη συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 29α. Η απόφαση της εποπτικής αρχής να αντιταχθεί στην εν λόγω ταξινόμηση λαμβάνεται γραπτώς και περιλαμβάνει αιτιολόγηση της διαφωνίας της εποπτικής αρχής. Ελλείψει τέτοιας απόφασης, η ασφαλιστική επιχείρηση ταξινομείται ως επιχείρηση με προφίλ χαμηλού κινδύνου στο τέλος της προθεσμίας ενός μηνός για τη διατύπωση αντιρρήσεων ή σε προγενέστερη ημερομηνία, σε περίπτωση που η εποπτική αρχή έχει εκδώσει απόφαση που επιβεβαιώνει νωρίτερα τη συμμόρφωση με τα κριτήρια.

4.Όσον αφορά τα αιτήματα που λαμβάνονται από τις εποπτικές αρχές εντός του πρώτου εξαμήνου από τη(ν) [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = έναρξη εφαρμογής της παρούσας οδηγίας], η περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 παρατείνεται σε δύο μήνες.

5.Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ταξινομούνται ως επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου για όσο διάστημα συνεχίζει να ισχύει η ταξινόμηση αυτή σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

Σε περίπτωση που μια επιχείρηση με προφίλ χαμηλού κινδύνου δεν συμμορφώνεται πλέον με κανένα από τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 29α παράγραφος 1, ενημερώνει αμελλητί την εποπτική αρχή. Εάν η εν λόγω μη συμμόρφωση εξακολουθεί να υφίσταται επί δύο συνεχή έτη, η επιχείρηση ενημερώνει την εποπτική αρχή για την κατάσταση αυτή και παύει να ταξινομείται ως επιχείρηση με προφίλ χαμηλού κινδύνου από το τρίτο οικονομικό έτος.

Σε περίπτωση που επιχείρηση με προφίλ χαμηλού κινδύνου δεν πληροί πλέον καμία από τις προϋποθέσεις του άρθρου 29α παράγραφος 3, ενημερώνει αμελλητί την εποπτική αρχή και παύει να ταξινομείται ως επιχείρηση με προφίλ χαμηλού κινδύνου από το επόμενο οικονομικό έτος.

Άρθρο 29γ
Χρήση μέτρων αναλογικότητας από επιχειρήσεις που ταξινομούνται ως επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου 

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, με την επιφύλαξη των ειδικών απαιτήσεων που προβλέπονται σε κάθε μέτρο αναλογικότητας, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ταξινομούνται ως επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου μπορούν να χρησιμοποιούν όλα τα μέτρα αναλογικότητας που προβλέπονται στο άρθρο 35 παράγραφος 5α, στο άρθρο 41, στο άρθρο 45 παράγραφοι 1β και 5, στο άρθρο 45α παράγραφος 5, στο άρθρο 51 παράγραφος 6, στο άρθρο 51α παράγραφος 1, στο άρθρο 77 παράγραφος 7 και στο άρθρο 144α παράγραφος 4, καθώς και οποιοδήποτε από τα μέτρα αναλογικότητας που προβλέπονται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

2.Εάν η εποπτική αρχή έχει σοβαρές ανησυχίες σε σχέση με το προφίλ κινδύνου μιας επιχείρησης με προφίλ χαμηλού κινδύνου, η εποπτική αρχή μπορεί, σε εξαιρετικές περιστάσεις, να ζητήσει από την οικεία επιχείρηση να μη χρησιμοποιήσει ένα ή περισσότερα από τα μέτρα αναλογικότητας που αναφέρονται στην παράγραφο 1, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό αιτιολογείται γραπτώς, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων στην οργάνωση της επιχείρησης και των ιδιαιτεροτήτων ή της μεταβολής του προφίλ κινδύνου της.

Άρθρο 29δ
Χρήση μέτρων αναλογικότητας από επιχειρήσεις που δεν ταξινομούνται ως επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου

1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που δεν ταξινομούνται ως επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου μπορούν να χρησιμοποιούν οποιοδήποτε από τα μέτρα αναλογικότητας που προβλέπονται στο άρθρο 35 παράγραφος 5α, στο άρθρο 41, στο άρθρο 45 παράγραφοι 1β και 5, στο άρθρο 77 παράγραφος 7 και στο άρθρο 144α παράγραφος 4, καθώς και οποιοδήποτε από τα μέτρα αναλογικότητας που προβλέπονται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, με την επιφύλαξη προηγούμενης έγκρισης από την εποπτική αρχή.

Η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει γραπτή αίτηση έγκρισης στην εποπτική αρχή. Η εν λόγω αίτηση περιλαμβάνει όλα τα ακόλουθα:

α)τον κατάλογο των μέτρων αναλογικότητας που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν και τους λόγους για τους οποίους δικαιολογείται η χρήση τους σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων στις δραστηριότητες της επιχείρησης·

β)κάθε άλλη σημαντική πληροφορία σχετικά με το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης·

γ)δήλωση ότι η επιχείρηση δεν σχεδιάζει καμία στρατηγική αλλαγή που θα είχε αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου της επιχείρησης εντός των επόμενων τριών ετών·

2. Η εποπτική αρχή αξιολογεί την αίτηση, εντός δύο μηνών από την παραλαβή της, και ενημερώνει την επιχείρηση για την έγκριση ή την απόρριψή της, καθώς και για τα μέτρα αναλογικότητας που έχουν ληφθεί. Εάν η εποπτική αρχή εγκρίνει τη χρήση μέτρων αναλογικότητας υπό ορισμένους όρους ή προϋποθέσεις, η απόφαση έγκρισης περιέχει την αιτιολόγηση αυτών των όρων και προϋποθέσεων. Η απόφαση της εποπτικής αρχής να αντιταχθεί στη χρήση ενός ή περισσότερων μέτρων αναλογικότητας που απαριθμούνται στην αίτηση που έχει υποβάλει η επιχείρηση λαμβάνεται γραπτώς και περιλαμβάνει την αιτιολόγηση της απόφασης της εποπτικής αρχής. Τα εν λόγω μέτρα συνδέονται με το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης.

3. Η εποπτική αρχή μπορεί να ζητήσει οποιεσδήποτε περαιτέρω πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Η περίοδος αξιολόγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 αναστέλλεται για το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από τις εποπτικές αρχές και της ημερομηνίας παραλαβής της σχετικής απάντησης από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση. Τυχόν περαιτέρω αιτήματα της εποπτικής αρχής δεν είναι δυνατόν να καταλήξουν σε αναστολή της περιόδου αξιολόγησης.

4. Όσον αφορά τα αιτήματα που λαμβάνονται από τις εποπτικές αρχές εντός του πρώτου εξαμήνου από τη(ν) [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = έναρξη εφαρμογής της παρούσας οδηγίας], η περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 είναι τέσσερις μήνες.

5. Η έγκριση της χρήσης μέτρων αναλογικότητας μπορεί να τροποποιηθεί ή να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή εάν έχει μεταβληθεί το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. Η αρχή αναφέρει γραπτώς τους λόγους της απόφασής της.

Άρθρο 29ε
Παρακολούθηση της χρήσης μέτρων αναλογικότητας

1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν μέτρα αναλογικότητας να υποβάλλουν ετησίως στις εποπτικές τους αρχές πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα αναλογικότητας που χρησιμοποιούνται ως μέρος των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται για τους εποπτικούς σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 35.

2. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν οποιοδήποτε από τα μέτρα αναλογικότητας που αναφέρονται στο άρθρο 29γ παράγραφος 1 ή στο άρθρο 29δ παράγραφος 1 έως τη(ν) [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας] μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τα εν λόγω μέτρα χωρίς να εφαρμόζουν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 29β, 29γ και 29δ, για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα οικονομικά έτη.»·

14)στο άρθρο 30 παράγραφος 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η χρηματοοικονομική εποπτεία δυνάμει της παραγράφου 1 περιλαμβάνει την εξακρίβωση, για το σύνολο των δραστηριοτήτων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, του συστήματος διακυβέρνησής της, της κατάστασης της φερεγγυότητάς της, της σύστασης τεχνικών προβλέψεων, των στοιχείων του ενεργητικού της και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων, σύμφωνα με τους κανόνες και τις πρακτικές που εφαρμόζονται στο οικείο κράτος μέλος, δυνάμει διατάξεων που έχουν θεσπισθεί σε ενωσιακό επίπεδο.»·

15)παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 33α:

«Άρθρο 33α
Εποπτική συνεργασία μεταξύ των εποπτικών αρχών του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής

1. Σε περίπτωση σημαντικών διασυνοριακών δραστηριοτήτων που ασκούνται από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δυνάμει του δικαιώματος εγκατάστασης ή της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής συνεργάζεται με την εποπτική αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για να εκτιμήσει αν η ασφαλιστική επιχείρηση κατανοεί σαφώς τους κινδύνους που αντιμετωπίζει ή ενδέχεται να αντιμετωπίσει στο κράτος μέλος υποδοχής.

Η συνεργασία αυτή αφορά τουλάχιστον τις ακόλουθες πτυχές:

α) το σύστημα διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας της διοίκησης των κεντρικών γραφείων να κατανοεί τις ιδιαιτερότητες της διασυνοριακής αγοράς, τα εργαλεία διαχείρισης κινδύνων, τους εσωτερικούς ελέγχους που εφαρμόζονται και τις διαδικασίες συμμόρφωσης για τις διασυνοριακές επιχειρήσεις·

β) ρυθμίσεις εξωτερικής ανάθεσης και συμπράξεις διανομής·

γ) επιχειρηματική στρατηγική και διεκπεραίωση απαιτήσεων·

δ) προστασία των καταναλωτών.

2. Η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει εγκαίρως την εποπτική αρχή του κράτους μέλους υποδοχής σχετικά με το αποτέλεσμα της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης που έχει εφαρμόσει σε σχέση με τη διασυνοριακή δραστηριότητα σε περίπτωση που έχουν διαπιστωθεί πιθανά ζητήματα συμμόρφωσης προς τις διατάξεις που εφαρμόζονται στο κράτος μέλος υποδοχής.

3. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «σημαντικές διασυνοριακές δραστηριότητες» νοούνται οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές δραστηριότητες που ασκούνται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υπό καθεστώς εγκατάστασης και εκείνες που ασκούνται υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε ένα συγκεκριμένο κράτος μέλος υποδοχής, οι οποίες υπερβαίνουν το 5 % των ετήσιων εγγεγραμμένων μεικτών ασφαλίστρων της επιχείρησης, που υπολογίζονται με βάση τις τελευταίες διαθέσιμες οικονομικές καταστάσεις της επιχείρησης.»·

16)το άρθρο 35 τροποποιείται ως εξής:

α)στην παράγραφο 1, η πρώτη πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να υποβάλλουν στις εποπτικές αρχές τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τους σκοπούς της εποπτείας, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους της εποπτείας που καθορίζονται στα άρθρα 27 και 28, καθώς και τις γενικές αρχές εποπτείας που αναφέρονται στο άρθρο 29.»·

β)παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 5α:

«5α. Λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτούμενες πληροφορίες των παραγράφων 1 και 2 και τις αρχές που καθορίζονται στις παραγράφους 3 και 4, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν στις εποπτικές αρχές τακτική εποπτική αναφορά, η οποία περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες και τις επιδόσεις της επιχείρησης, το σύστημα διακυβέρνησης, το προφίλ κινδύνου, την αποτίμηση για τους σκοπούς της φερεγγυότητας και τη διαχείριση των κεφαλαίων κατά την περίοδο αναφοράς.

Η συχνότητα της τακτικής εποπτικής αναφοράς είναι η ακόλουθη:

α)ανά τριετία, για τις επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου·

β)τουλάχιστον ανά τριετία για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εκτός των επιχειρήσεων με προφίλ χαμηλού κινδύνου.»·

γ)οι παράγραφοι 6, 7 και 8 απαλείφονται·

δ)η παράγραφος 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«9. Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 301α, για την εξειδίκευση των πληροφοριών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου και των κριτηρίων περιορισμένης εποπτικής αναφοράς για τις εξαρτημένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις και τις αντασφαλιστικές εξαρτημένες επιχειρήσεις, λαμβανομένης υπόψη της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των κινδύνων αυτών των συγκεκριμένων μορφών επιχειρήσεων, με σκοπό τη διασφάλιση, στον κατάλληλο βαθμό, της σύγκλισης των εποπτικών αναφορών.»·

ε)στην παράγραφο 10, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για την εξασφάλιση ενιαίων όρων εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η EIOPA καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων τακτικής εποπτικής αναφοράς σε σχέση με τα υποδείγματα για την υποβολή πληροφοριών στις εποπτικές αρχές τα οποία αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, συμπεριλαμβανομένων των ορίων βάσει κινδύνου που καθορίζουν την ενεργοποίηση των απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων, κατά περίπτωση, ή τυχόν εξαίρεσης συγκεκριμένων πληροφοριών για ορισμένες μορφές επιχειρήσεων, όπως οι εξαρτημένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων συγκεκριμένων τύπων επιχειρήσεων.»·

στ)η παράγραφος 11 απαλείφεται·

ζ)προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 12:

«12. Έως τη(ν) [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = 2 έτη μετά την ημερομηνία δημοσίευσης], η EIOPA υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με πιθανά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων νομοθετικών αλλαγών, για την ανάπτυξη ολοκληρωμένης συλλογής δεδομένων με σκοπό:

α)τη μείωση των τομέων που παρουσιάζουν αλληλεπικαλύψεις και ασυνέπειες μεταξύ των πλαισίων υποβολής εκθέσεων στον ασφαλιστικό τομέα και σε άλλους τομείς του χρηματοπιστωτικού κλάδου· και

β)τη βελτίωση της τυποποίησης των δεδομένων και την αποτελεσματική ανταλλαγή και χρήση των στοιχείων που έχουν ήδη υποβληθεί σε οποιοδήποτε ενωσιακό πλαίσιο υποβολής εκθέσεων από οποιαδήποτε σχετική αρμόδια αρχή, τόσο σε ενωσιακό όσο και σε εθνικό επίπεδο.

Η EIOPA δίνει προτεραιότητα, αλλά δεν περιορίζεται, στις πληροφορίες σχετικά με τους τομείς των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων και της υποβολής αναφορών για συμβάσεις παραγώγων.

Κατά την εκπόνηση της έκθεσης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η EIOPA συνεργάζεται στενά με τις άλλες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές και με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και, κατά περίπτωση, με τη συμμετοχή των εθνικών αρμόδιων αρχών.»·

17)παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 35α:

«Άρθρο 35α
Εξαιρέσεις και περιορισμοί που χορηγούνται από τις εποπτικές αρχές ως προς την τακτική εποπτική αναφορά

«1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 129 παράγραφος 4, όταν οι προκαθορισμένες περίοδοι του άρθρου 35 παράγραφος 2 στοιχείο α) σημείο i) είναι μικρότερες του ενός έτους, οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές μπορούν να περιορίζουν την τακτική εποπτική αναφορά στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) η υποβολή των πληροφοριών αυτών θα ήταν επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας της επιχείρησης·

β) οι πληροφορίες υποβάλλονται τουλάχιστον σε ετήσια βάση.

Ο περιορισμός της συχνότητας της εποπτικής αναφοράς προβλέπεται μόνο για επιχειρήσεις που δεν αντιπροσωπεύουν πάνω από το 20 % της αγοράς ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων ζωής και ζημιών ενός κράτους μέλους αντίστοιχα, όπου το μερίδιο αγοράς του κλάδου ζημιών βασίζεται σε εγγεγραμμένα μεικτά ασφάλιστρα και το μερίδιο του κλάδου ζωής βασίζεται σε ακαθάριστες τεχνικές προβλέψεις.

Κατά τον καθορισμό της επιλεξιμότητας των επιχειρήσεων για τους εν λόγω περιορισμούς, οι εποπτικές αρχές δίνουν προτεραιότητα στις επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου.

2. Οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές μπορούν να περιορίζουν τη συχνότητα της εποπτικής αναφοράς ή να εξαιρούν ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις από την υποβολή πληροφοριών ανά στοιχείο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) η υποβολή των πληροφοριών αυτών θα ήταν επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας της επιχείρησης·

β) η υποβολή των πληροφοριών αυτών δεν είναι αναγκαία για την αποτελεσματική εποπτεία της επιχείρησης·

γ) η εξαίρεση δεν υπονομεύει τη σταθερότητα των αντίστοιχων χρηματοπιστωτικών συστημάτων στην Ένωση· και

δ) η επιχείρηση είναι σε θέση να παρέχει τις πληροφορίες όποτε της ζητείται.

Οι εποπτικές αρχές δεν εξαιρούν από την υποβολή αναλυτικών πληροφοριών ανά στοιχείο ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ανήκουν σε όμιλο υπό την έννοια του άρθρου 212 παράγραφος 1 στοιχείο γ), εκτός εάν η επιχείρηση μπορεί να πείσει την εποπτική αρχή ότι η υποβολή πληροφοριών ανά στοιχείο αντενδείκνυται δεδομένης της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας του ομίλου, και λαμβανομένου υπόψη του στόχου της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

Η εξαίρεση από την υποβολή αναλυτικών πληροφοριών ανά στοιχείο προβλέπεται μόνο για επιχειρήσεις που δεν αντιπροσωπεύουν πάνω από το 20 % της αγοράς ασφαλίσεων ή αντασφαλίσεων ζωής και ζημιών ενός κράτους μέλους αντίστοιχα, όπου το μερίδιο αγοράς του κλάδου ζημιών βασίζεται σε εγγεγραμμένα μεικτά ασφάλιστρα και το μερίδιο του κλάδου ζωής βασίζεται σε ακαθάριστες τεχνικές προβλέψεις. Κατά τον καθορισμό της επιλεξιμότητας των επιχειρήσεων για τους εν λόγω περιορισμούς ή εξαιρέσεις, οι εποπτικές αρχές δίνουν προτεραιότητα στις επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου.

3. Οι εξαρτημένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι εξαρτημένες αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εξαιρούνται από την τακτική εποπτική αναφορά ανά στοιχείο, όταν οι προκαθορισμένες περίοδοι του άρθρου 35 παράγραφος 2 στοιχείο α) σημείο i) είναι μικρότερες του ενός έτους, υπό τον όρο ότι πληρούν και τις δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)όλοι οι ασφαλισμένοι και οι δικαιούχοι είναι ένα από τα ακόλουθα:

νομικές οντότητες του ομίλου στον οποίο ανήκει η εξαρτημένη ασφαλιστική επιχείρηση ή η εξαρτημένη αντασφαλιστική επιχείρηση,

φυσικά πρόσωπα που είναι επιλέξιμα για κάλυψη από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια του ομίλου, υπό τον όρο ότι η δραστηριότητα που καλύπτει τα εν λόγω φυσικά πρόσωπα παραμένει κάτω του 5 % των τεχνικών προβλέψεων·

β)οι ασφαλιστικές υποχρεώσεις και οι συμβάσεις ασφάλισης στις οποίες βασίζονται οι αντασφαλιστικές υποχρεώσεις της εξαρτημένης ασφαλιστικής επιχείρησης ή της εξαρτημένης αντασφαλιστικής επιχείρησης δεν περιλαμβάνουν καμία υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης έναντι τρίτων.

4. Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης, όσον αφορά τις επιχειρήσεις που ταξινομούνται ως επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου, οι εποπτικές αρχές εξετάζουν αν η υποβολή πληροφοριών θα ήταν υπερβολικά επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων της επιχείρησης, λαμβάνοντας υπόψη τουλάχιστον τα εξής:

α)τους κινδύνους αγοράς που συνεπάγονται οι επενδύσεις της επιχείρησης·

β)το επίπεδο των συγκεντρώσεων κινδύνου·

γ)τις πιθανές επιπτώσεις της διαχείρισης των στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα·

δ)τα συστήματα και τις δομές της επιχείρησης για την παροχή πληροφοριών για σκοπούς εποπτείας και την τεκμηριωμένη πολιτική που αναφέρεται στην παράγραφο 5·

5. Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης, όσον αφορά τις επιχειρήσεις που δεν ταξινομούνται ως επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου, οι εποπτικές αρχές εξετάζουν αν η υποβολή πληροφοριών θα ήταν υπερβολικά επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων της επιχείρησης, λαμβάνοντας υπόψη τουλάχιστον τα εξής:

α)τον όγκο των ασφαλίστρων, των τεχνικών προβλέψεων και των στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης·

β)τη διακύμανση των απαιτήσεων και των παροχών που καλύπτει η επιχείρηση·

γ)τον συνολικό αριθμό των κατηγοριών ασφαλίσεων ζωής και ζημιών για τις οποίες έχει δοθεί άδεια λειτουργίας·

δ)την καταλληλότητα του συστήματος διακυβέρνησης της επιχείρησης·

ε)το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις·

στ)το αν η επιχείρηση είναι εξαρτημένη ασφαλιστική επιχείρηση ή εξαρτημένη αντασφαλιστική επιχείρηση που καλύπτει μόνο κινδύνους οι οποίοι συνδέονται με τον βιομηχανικό ή εμπορικό όμιλο στον οποίο ανήκει.

6. Για τη διασφάλιση της συνεκτικής και συνεπούς εφαρμογής των παραγράφων 1 έως 5 του παρόντος άρθρου, η EIOPA εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, προκειμένου να προσδιοριστούν περαιτέρω τα εξής:

α)οι μέθοδοι καθορισμού των μεριδίων αγοράς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο και στην παράγραφο 2 τρίτο εδάφιο του παρόντος άρθρου·

β)η διαδικασία που πρέπει να χρησιμοποιείται από τις εποπτικές αρχές για την ενημέρωση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σχετικά με κάθε περιορισμό ή εξαίρεση που αναφέρεται στο παρόν άρθρο.»·

18)παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 35β:

«Άρθρο 35β
Προθεσμίες υποβολής εκθέσεων

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να υποβάλλουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 35 παράγραφοι 1 έως 4 σε ετήσια ή λιγότερο συχνή βάση εντός 16 εβδομάδων από τη λήξη του οικονομικού έτους της επιχείρησης.

2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να υποβάλλουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 35 παράγραφοι 1 έως 4 σε τριμηνιαία βάση, το αργότερο, εντός πέντε εβδομάδων από τη λήξη κάθε τριμήνου.

3. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν την τακτική εποπτική αναφορά του άρθρου 35 παράγραφος 5α το αργότερο 18 εβδομάδες μετά τη λήξη του οικονομικού έτους της επιχείρησης.

4. Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 301α, για την αλλαγή των προθεσμιών που ορίζονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου, υπό την προϋπόθεση ότι η εκάστοτε αλλαγή είναι αναγκαία λόγω καταστάσεων έκτακτης ανάγκης στον τομέα της υγείας, φυσικών καταστροφών ή άλλων ακραίων συμβάντων.»·

19)στο άρθρο 36 παράγραφος 2, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α) το σύστημα διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων ικανότητας και ήθους, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 42, και της εκτίμησης ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας, κατά τα οριζόμενα στο κεφάλαιο IV τμήμα 2·»·

20)το άρθρο 37 τροποποιείται ως εξής:

α)στην παράγραφο 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο ε):

«ε) η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει ένα από τα μεταβατικά μέτρα που αναφέρονται στα άρθρα 308γ και 308δ και πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i) η επιχείρηση δεν θα πληρούσε τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας χωρίς την εφαρμογή του μεταβατικού μέτρου·

ii) η επιχείρηση δεν υπέβαλε στην εποπτική αρχή είτε το αρχικό σχέδιο σταδιακής εφαρμογής εντός της απαιτούμενης περιόδου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 308ε δεύτερο εδάφιο, είτε την απαιτούμενη ετήσια έκθεση, κατά τα οριζόμενα στο τρίτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου.»·

β)στην παράγραφο 2, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία δ) και ε) της παραγράφου 1, η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση είναι ανάλογη προς τους ουσιώδεις κινδύνους που απορρέουν από την παρέκκλιση και αντίστοιχα από τη μη συμμόρφωση, όπως αναφέρεται στα εν λόγω στοιχεία.»·

21)το άρθρο 41 τροποποιείται ως εξής:

α)στην παράγραφο 1, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το σύστημα διακυβέρνησης υπόκειται σε τακτική εσωτερική εξέταση. Η εν λόγω εσωτερική επανεξέταση περιλαμβάνει αξιολόγηση της επάρκειας της σύνθεσης, της αποτελεσματικότητας και της εσωτερικής διακυβέρνησης του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου, λαμβανομένης υπόψη της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας της επιχείρησης.»·

β)παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 2α:

«2α. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να ορίζουν διαφορετικά πρόσωπα για την άσκηση των βασικών καθηκόντων της διαχείρισης κινδύνων, της αναλογιστικής λειτουργίας, της συμμόρφωσης και του εσωτερικού ελέγχου, και καθένα από τα εν λόγω βασικά καθήκοντα να ασκείται με ανεξάρτητο τρόπο από τα υπόλοιπα για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων.

Σε περίπτωση που η επιχείρηση έχει ταξινομηθεί ως επιχείρηση με προφίλ χαμηλού κινδύνου, τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την άσκηση των βασικών καθηκόντων της διαχείρισης κινδύνων, της αναλογιστικής λειτουργίας και της συμμόρφωσης μπορούν επίσης να ασκούν οποιοδήποτε άλλο βασικό καθήκον πλην του εσωτερικού ελέγχου, οποιοδήποτε άλλο μη βασικό καθήκον ή να είναι μέλη του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) διασφαλίζεται η ορθή διαχείριση ενδεχόμενων συγκρούσεων συμφερόντων·

β) ο συνδυασμός καθηκόντων ή ο συνδυασμός καθήκοντος με την ιδιότητα μέλους του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου δεν θέτει σε κίνδυνο την ικανότητα του προσώπου να ασκεί τις αρμοδιότητές του.»·

γ)η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές σε σχέση, τουλάχιστον, με τη διαχείριση κινδύνων, τον εσωτερικό έλεγχο, τους εσωτερικούς λογιστικούς ελέγχους, τις αποδοχές και, κατά περίπτωση, την εξωτερική ανάθεση. Μεριμνούν για την εφαρμογή των πολιτικών αυτών.

Οι εν λόγω γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές επανεξετάζονται σε ετήσια, τουλάχιστον, βάση. Υπόκεινται στην προηγούμενη έγκριση του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου και προσαρμόζονται σε κάθε σημαντική αλλαγή του εκάστοτε συστήματος ή τομέα. Οι επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου μπορούν να διενεργούν λιγότερο συχνή επανεξέταση, τουλάχιστον ανά τριετία, εκτός εάν η εποπτική αρχή καταλήξει στο συμπέρασμα, βάσει των ειδικών περιστάσεων της εν λόγω επιχείρησης, ότι απαιτείται συχνότερη επανεξέταση.»·

22)το άρθρο 42 τροποποιείται ως εξής:

α)η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν την εποπτική αρχή τους εάν οποιοδήποτε από τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή έχει αντικατασταθεί για τον λόγο αυτόν.».·

β)προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 4:

«4. Σε περίπτωση που ένα πρόσωπο το οποίο διοικεί ουσιαστικά την επιχείρηση ή ασκεί άλλα βασικά καθήκοντα δεν πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1, οι εποπτικές αρχές έχουν την εξουσία να απαιτούν από την ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση να απομακρύνει το εν λόγω πρόσωπο από τη συγκεκριμένη θέση.»·

23)το άρθρο 44 τροποποιείται ως εξής:

α)η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε) διαχείριση λειτουργικού κινδύνου, συμπεριλαμβανομένης της κυβερνοασφάλειας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/881 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*·

* Κανονισμός (ΕΕ) 2019/881 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, σχετικά με τον ENISA («Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κυβερνοασφάλεια») και με την πιστοποίηση της κυβερνοασφάλειας στον τομέα της τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 526/2013 (πράξη για την κυβερνοασφάλεια) (ΕΕ L 151 της 7.6.2019, σ. 15).»·

ii)προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Εάν οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 77δ, στα σχέδια ρευστότητάς τους λαμβάνεται υπόψη η χρήση της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας και αξιολογείται αν ενδέχεται να προκύψουν περιορισμοί ρευστότητας οι οποίοι δεν συνάδουν με τη χρήση της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας.»·

β)η παράγραφος 2α τροποποιείται ως εξής:

i)το πρώτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

στο στοιχείο β), το σημείο i) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«i) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους στις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού του βασικού πιστωτικού περιθωρίου που αναφέρεται στο άρθρο 77γ παράγραφος 1 στοιχείο β)·»·

στο στοιχείο β), το σημείο iii) απαλείφεται·

το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ) όταν εφαρμόζεται η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 77δ, η ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους σε μεταβολές των οικονομικών συνθηκών που θα επηρέαζαν το διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο που αναφέρεται στο άρθρο 77δ παράγραφος 3.»·

ii)το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όταν εφαρμόζεται η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 77δ, η τεκμηριωμένη πολιτική διαχείρισης κινδύνων που αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 3 λαμβάνει υπόψη την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας.»·

24)το άρθρο 45 τροποποιείται ως εξής:

α)στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο, προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία δ), ε) και στ):

«δ) εξέταση και ανάλυση της μακροοικονομικής κατάστασης και των πιθανών μακροοικονομικών και χρηματοπιστωτικών εξελίξεων της αγοράς και, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος της εποπτικής αρχής, των μακροπροληπτικών ανησυχιών που μπορούν να επηρεάσουν το ιδιαίτερο προφίλ κινδύνου, τα εγκεκριμένα περιθώρια ανοχής του κινδύνου, την επιχειρηματική στρατηγική, τις δραστηριότητες ασφάλισης ή τις επενδυτικές αποφάσεις, καθώς και τις συνολικές ανάγκες φερεγγυότητας της επιχείρησης που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

ε) εξέταση και ανάλυση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης οι οποίες ενδέχεται να επηρεάζουν τις μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές εξελίξεις της αγοράς και έχουν τη δυνατότητα να μετατραπούν σε πηγές συστημικού κινδύνου·

στ) τη συνολική ικανότητα της επιχείρησης για τον διακανονισμό των οικονομικών υποχρεώσεών της έναντι των ασφαλισμένων και άλλων αντισυμβαλλομένων όταν οι εν λόγω υποχρεώσεις καθίστανται απαιτητές, ακόμη και υπό ακραίες συνθήκες.»·

β)παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι 1α και 1β:

«1α. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχεία δ) και ε), οι μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές εξελίξεις της αγοράς περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, μεταβολές ως προς τα εξής:

α) επίπεδο των επιτοκίων και των πιστωτικών περιθωρίων·

β) επίπεδο των δεικτών των χρηματοπιστωτικών αγορών·

γ) πληθωρισμός·

δ) διασυνδεσιμότητα με άλλους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές·

ε) κλιματική αλλαγή, πανδημίες, άλλα συμβάντα μαζικής κλίμακας και λοιπές καταστροφές που ενδέχεται να επηρεάζουν τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο δ), οι μακροπροληπτικές ανησυχίες περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, εύλογα δυσμενή μελλοντικά σενάρια και κινδύνους που σχετίζονται με τον πιστωτικό κύκλο και την οικονομική ύφεση, τη συμπεριφορά αγέλης σε επενδύσεις ή συγκεντρώσεις υπερβολικών ανοιγμάτων σε τομεακό επίπεδο.

1β. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ανάλυση που απαιτείται βάσει της παραγράφου 1 στοιχείο δ) είναι ανάλογη προς τη φύση των κινδύνων, καθώς και προς την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ταξινομούνται ως επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου, σύμφωνα με το άρθρο 29γ, και οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει προηγούμενη έγκριση από την εποπτική αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 29δ, δεν υποχρεούνται να διενεργούν την ανάλυση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε).»·

γ)παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 2β:

«2β. Σε περίπτωση που η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 77δ, η εκτίμηση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει, επιπλέον, το μέγεθος στο οποίο το προφίλ κινδύνου της σχετικής επιχείρησης αποκλίνει από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας.»·

δ)η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διενεργούν την εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 τακτικά και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά από οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στο προφίλ του κινδύνου τους.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να διενεργούν την εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 τουλάχιστον ανά διετία και χωρίς καθυστέρηση μετά από οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στο προφίλ κινδύνου τους, εκτός εάν η εποπτική αρχή καταλήξει στο συμπέρασμα, βάσει των ειδικών συνθηκών της επιχείρησης, ότι απαιτείται συχνότερη εκτίμηση, όταν πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) η ασφαλιστική επιχείρηση ταξινομείται ως επιχείρηση με χαμηλό προφίλ κινδύνου·

β) η ασφαλιστική επιχείρηση είναι εξαρτημένη ασφαλιστική επιχείρηση ή εξαρτημένη ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία πληροί όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

i) όλοι οι ασφαλισμένοι και οι δικαιούχοι είναι είτε νομικές οντότητες του ομίλου στον οποίο ανήκει η εξαρτημένη ασφαλιστική επιχείρηση ή η εξαρτημένη αντασφαλιστική επιχείρηση είτε φυσικά πρόσωπα που είναι επιλέξιμα για κάλυψη από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια του εν λόγω ομίλου και η επιχειρηματική δραστηριότητα που καλύπτει φυσικά πρόσωπα τα οποία είναι επιλέξιμα για κάλυψη από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια του ομίλου παραμένει κάτω του 5 % των τεχνικών προβλέψεων·

ii) οι ασφαλιστικές υποχρεώσεις και οι συμβάσεις ασφάλισης στις οποίες βασίζονται οι αντασφαλιστικές υποχρεώσεις της εξαρτημένης ασφαλιστικής επιχείρησης ή της εξαρτημένης αντασφαλιστικής επιχείρησης δεν αφορούν καμία υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης έναντι τρίτων.

Η εξαίρεση από την ετήσια εκτίμηση δεν εμποδίζει την επιχείρηση να εντοπίζει, να υπολογίζει, να παρακολουθεί, να διαχειρίζεται και να αναφέρει κινδύνους σε συνεχή βάση.»·

ε)προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 8:

«8. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχεία δ) και ε) του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση που έχει ανατεθεί μακροπροληπτική εντολή σε άλλες αρχές που δεν είναι οι εποπτικές αρχές, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές ανταλλάσσουν τις διαπιστώσεις των μακροπροληπτικών τους αξιολογήσεων όσον αφορά την εκτίμηση ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 45, με τις σχετικές εθνικές αρχές που διαθέτουν μακροπροληπτική εντολή.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές συνεργάζονται με οποιεσδήποτε εθνικές αρχές οι οποίες διαθέτουν μακροπροληπτική εντολή, με σκοπό την ανάλυση των αποτελεσμάτων και, κατά περίπτωση, τον εντοπισμό τυχόν μακροπροληπτικών ανησυχιών ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις μπορούν να επηρεάσουν τις μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές εξελίξεις της αγοράς.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές κοινοποιούν στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τυχόν μακροπροληπτικές ανησυχίες και σχετικές παραμέτρους εισόδου που έχουν σημασία για την εκτίμηση.»·

25)παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 45α:

«Άρθρο 45α
Ανάλυση σεναρίων για την κλιματική αλλαγή

1. Για τους σκοπούς του προσδιορισμού και της εκτίμησης των κινδύνων που αναφέρονται στο άρθρο 45 παράγραφος 2, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αξιολογεί επίσης αν παρουσιάζει σημαντική έκθεση σε κινδύνους από την κλιματική αλλαγή. Στην εκτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1, η επιχείρηση αποδεικνύει τη σημαντικότητα της έκθεσής της στους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή.

2. Εάν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση παρουσιάζει σημαντική έκθεση σε κινδύνους από την κλιματική αλλαγή, η επιχείρηση προσδιορίζει τουλάχιστον δύο μακροπρόθεσμα σενάρια για την κλιματική αλλαγή, μεταξύ των οποίων τα ακόλουθα:

α) ένα μακροπρόθεσμο σενάριο για την κλιματική αλλαγή, στο οποίο η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη παραμένει κάτω από δύο βαθμούς Κελσίου·

β) ένα μακροπρόθεσμο σενάριο για την κλιματική αλλαγή, στο οποίο η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη είναι ίση με δύο βαθμούς Κελσίου ή μεγαλύτερη.

3. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, η εκτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 περιέχει ανάλυση των επιπτώσεων των μακροπρόθεσμων σεναρίων για την κλιματική αλλαγή, που προσδιορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, στις δραστηριότητες της επιχείρησης. Τα εν λόγω χρονικά διαστήματα είναι ανάλογα προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων από την κλιματική αλλαγή που είναι εγγενείς στις δραστηριότητες της επιχείρησης, αλλά δεν υπερβαίνουν τα τρία έτη.

4. Τα μακροπρόθεσμα σενάρια για την κλιματική αλλαγή που αναφέρονται στην παράγραφο 2 επανεξετάζονται, τουλάχιστον ανά τριετία, και επικαιροποιούνται εφόσον απαιτείται.

5. Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 2, 3 και 4, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ταξινομούνται ως επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου δεν υποχρεούνται ούτε να προσδιορίζουν σενάρια για την κλιματική αλλαγή ούτε να διενεργούν εκτίμηση των επιπτώσεών τους στις δραστηριότητες της επιχείρησης.»·

26)το άρθρο 51 τροποποιείται ως εξής:

α)η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που απαιτούνται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου και τις αρχές που εκτίθενται στο άρθρο 35 παράγραφος 4 και απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να δημοσιοποιούν, σε ετήσια βάση, έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική τους κατάσταση.

Η έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση περιέχει δύο χωριστά μέρη. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει πληροφορίες που απευθύνονται στους αντισυμβαλλόμενους και τους δικαιούχους, ενώ το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει πληροφορίες που απευθύνονται σε άλλους συμμετέχοντες στην αγορά. Τα δύο μέρη δημοσιοποιούνται χωριστά ή από κοινού, με σαφή αναφορά ότι η έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση αποτελείται και από τα δύο μέρη.»·

β)η παράγραφος 1α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1α. Το μέρος της έκθεσης σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση το οποίο περιλαμβάνει τις πληροφορίες που απευθύνονται στους αντισυμβαλλόμενους και τους δικαιούχους περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)την περιγραφή της δραστηριότητας και των επιδόσεων της επιχείρησης· και

β)την περιγραφή της διαχείρισης των κεφαλαίων και του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης.»·

γ)παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι 1β και 1γ:

«1β. Το μέρος της έκθεσης σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση το οποίο περιλαμβάνει τις πληροφορίες που απευθύνονται σε άλλους συμμετέχοντες στην αγορά περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες, είτε αυτούσιες είτε με παραπομπές σε πληροφορίες αντίστοιχες ως προς τη φύση και την έκταση, που δημοσιοποιούνται δυνάμει άλλων νομικών ή κανονιστικών απαιτήσεων:

α) την περιγραφή του συστήματος διακυβέρνησης·

β) την περιγραφή, χωριστά για τα στοιχεία του ενεργητικού, τις τεχνικές προβλέψεις, και τις λοιπές υποχρεώσεις, των βάσεων και μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την αποτίμησή τους·

γ) την περιγραφή της διαχείρισης των κεφαλαίων και του προφίλ κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον των ακολούθων:

i) της διάρθρωσης και του ύψους των ιδίων κεφαλαίων, καθώς και της ποιότητάς τους·

ii) των ποσών των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας και των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων·

iii) για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν σημασία για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών συστημάτων στην Ένωση, τις πληροφορίες σχετικά με την ευαισθησία στον κίνδυνο·

iv) της επιλογής που προβλέπεται στο άρθρο 304 για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας·

v) πληροφοριών που επιτρέπουν την ορθή κατανόηση των κυριότερων διαφορών μεταξύ των παραδοχών στις οποίες βασίζεται η τυποποιημένη μέθοδος και εκείνων του εσωτερικού υποδείγματος που χρησιμοποιείται από την επιχείρηση για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας·

vi) του ποσού τυχόν μη συμμόρφωσης με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ή τυχόν σημαντικής μη συμμόρφωσης με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, ακόμα και αν στη συνέχεια επιλύθηκαν τα προβλήματα, με επεξήγηση της προέλευσης και των επιπτώσεων, καθώς και των ενδεχόμενων ληφθέντων μέτρων αποκατάστασης.

1γ. Όταν εφαρμόζεται η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης που αναφέρεται στο άρθρο 77β, η περιγραφή που αναφέρεται στο στοιχείο β) και στο στοιχείο γ) σημεία i) και ii) της παραγράφου 1β του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει επίσης περιγραφή της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης και του χαρτοφυλακίου των υποχρεώσεων και των δεσμευμένων στοιχείων ενεργητικού στα οποία εφαρμόζεται η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης, καθώς και ποσοτική έκφραση των επιπτώσεων που θα είχε στη χρηματοοικονομική θέση της επιχείρησης η μεταβολή της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης στο μηδέν.

Η περιγραφή που αναφέρεται στην παράγραφο 1β στοιχείο β) και στοιχείο γ) σημεία i) και ii) του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει επίσης δήλωση σχετικά με το αν η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 77δ χρησιμοποιείται από την επιχείρηση και, σε περίπτωση που χρησιμοποιείται η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, δημοσιοποιούνται οι ακόλουθες πληροφορίες:

α) ποσοτική έκφραση των επιπτώσεων που θα είχε στη χρηματοοικονομική θέση της επιχείρησης η μεταβολή της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στο μηδέν·

β) για κάθε σχετικό νόμισμα ή, κατά περίπτωση, σχετική χώρα, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 77δ και οι αντίστοιχες βέλτιστες εκτιμήσεις για τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υποχρεώσεις.»·

δ)η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Η περιγραφή που αναφέρεται στην παράγραφο 1β) στοιχείο γ) σημείο i) περιλαμβάνει ανάλυση πιθανών σημαντικών μεταβολών σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο αναφοράς και επεξήγηση ενδεχόμενων σοβαρών διαφορών σε σχέση με την αξία των εν λόγω στοιχείων στις οικονομικές καταστάσεις, καθώς και σύντομη περιγραφή της δυνατότητας μεταφοράς κεφαλαίων.

Η δημοσιοποίηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1β στοιχείο γ) σημείο ii) του παρόντος άρθρου εμφανίζει χωριστά το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το κεφάλαιο VI τμήμα 4 ενότητες 2 και 3 και οποιεσδήποτε πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 37 ή τον αντίκτυπο των ειδικών παραμέτρων που η ασφαλιστική ή η αντασφαλιστική επιχείρηση καλείται να χρησιμοποιεί σύμφωνα με το άρθρο 110, παράλληλα με συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με την αιτιολόγησή τους από την οικεία εποπτική αρχή.

Η δημοσιοποίηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας συνοδεύεται, κατά περίπτωση, από ένδειξη ότι το τελικό τους ύψος εξακολουθεί να υπόκειται σε εποπτική αξιολόγηση.»·

ε)προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 3 έως 8:

«3. Οι εξαρτημένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν υποχρεούνται να δημοσιοποιούν το μέρος που απευθύνεται σε αντισυμβαλλόμενους και δικαιούχους και υποχρεούνται μόνο να περιλαμβάνουν στο μέρος που απευθύνεται σε άλλους συμμετέχοντες στην αγορά τα απαιτούμενα ποσοτικά στοιχεία βάσει του εκτελεστικού τεχνικού προτύπου που αναφέρεται στο άρθρο 56, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)όλοι οι ασφαλισμένοι και οι δικαιούχοι είναι είτε νομικές οντότητες του ομίλου στον οποίο ανήκει η εξαρτημένη ασφαλιστική επιχείρηση είτε φυσικά πρόσωπα που είναι επιλέξιμα για κάλυψη από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια του εν λόγω ομίλου και η επιχειρηματική δραστηριότητα που καλύπτει φυσικά πρόσωπα τα οποία είναι επιλέξιμα για κάλυψη από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια του ομίλου παραμένει κάτω του 5 % των τεχνικών προβλέψεων·

β)οι ασφαλιστικές υποχρεώσεις της εξαρτημένης ασφαλιστικής επιχείρησης δεν αφορούν καμία υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης έναντι τρίτων.

4. Οι εξαρτημένες αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν υποχρεούνται να δημοσιοποιούν το μέρος που απευθύνεται στους αντισυμβαλλόμενους και στους δικαιούχους. Οι εν λόγω επιχειρήσεις υποχρεούνται μόνο να περιλαμβάνουν τα απαιτούμενα ποσοτικά στοιχεία βάσει των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 56, καθώς και το μέρος που απευθύνεται σε άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) όλοι οι ασφαλισμένοι και οι δικαιούχοι είναι είτε νομικές οντότητες του ομίλου στον οποίο ανήκει η εξαρτημένη αντασφαλιστική επιχείρηση είτε φυσικά πρόσωπα που είναι επιλέξιμα για κάλυψη από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια του εν λόγω ομίλου και η επιχειρηματική δραστηριότητα που καλύπτει φυσικά πρόσωπα τα οποία είναι επιλέξιμα για κάλυψη από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια του ομίλου παραμένει κάτω του 5 % των τεχνικών προβλέψεων·

β) οι συμβάσεις ασφάλισης στις οποίες βασίζονται οι αντασφαλιστικές υποχρεώσεις της εξαρτημένης αντασφαλιστικής επιχείρησης δεν αφορούν καμία υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης έναντι τρίτων·

γ) τα ισχύοντα δάνεια με τη μητρική εταιρεία ή οποιαδήποτε εταιρεία του ομίλου, συμπεριλαμβανομένης της συγκέντρωσης ρευστών διαθεσίμων του ομίλου, δεν υπερβαίνουν το 20 % του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού που κατέχει η εξαρτημένη επιχείρηση αντασφάλισης·

δ) η μέγιστη ζημία που προκύπτει από τις ακαθάριστες τεχνικές προβλέψεις μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσδιοριστικής αποτίμησης χωρίς τη χρήση στοχαστικών μεθόδων.

5. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να μην δημοσιοποιούν το μέρος της έκθεσης σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση που απευθύνεται στους αντισυμβαλλόμενους και τους δικαιούχους.

6. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1β του παρόντος άρθρου, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ταξινομούνται ως επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου μπορούν να δημοσιοποιούν μόνο τα απαιτούμενα ποσοτικά στοιχεία βάσει των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 56 στο τμήμα της έκθεσης σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση που περιλαμβάνει πληροφορίες οι οποίες απευθύνονται σε άλλους συμμετέχοντες στην αγορά, υπό τον όρο ότι δημοσιοποιούν ανά τριετία πλήρη έκθεση που περιέχει όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται στο παρόν άρθρο.

7. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να υποβάλλουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο σε ετήσια ή λιγότερο συχνή βάση εντός 18 εβδομάδων από τη λήξη του οικονομικού έτους της επιχείρησης.

8. Στο πλαίσιο της έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποχρεούνται να δημοσιοποιούν τις επιπτώσεις της χρήσης, για τους σκοπούς του καθορισμού των τεχνικών προβλέψεων σύμφωνα με το άρθρο 77, της διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου που καθορίζεται χωρίς την εφαρμογή του μεταβατικού μέτρου για την παρέκταση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 77ε παράγραφος 1 στοιχείο αα), αντί της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου.

Ωστόσο, κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, η απαίτηση δημοσιοποίησης δεν ισχύει για νόμισμα για το οποίο ισχύει ένα από τα ακόλουθα:

i) το μερίδιο των μελλοντικών ταμειακών ροών που συνδέονται με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υποχρεώσεις στο εν λόγω νόμισμα σε σχέση με όλες τις μελλοντικές ταμειακές ροές που συνδέονται με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υποχρεώσεις δεν υπερβαίνει το 5 %·

ii) όσον αφορά τις μελλοντικές ταμειακές ροές που συνδέονται με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υποχρεώσεις στο εν λόγω νόμισμα, το μερίδιο των μελλοντικών ταμειακών ροών που αφορούν ληκτότητες για τις οποίες η σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου προκύπτει με παρέκταση σε σχέση με όλες τις μελλοντικές ταμειακές ροές που συνδέονται με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υποχρεώσεις δεν υπερβαίνει το 10 %.»·

27)παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 51α:

«Άρθρο 51α
Απαιτήσεις ελέγχου

1. Για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εκτός των επιχειρήσεων με προφίλ χαμηλού κινδύνου και των εξαρτημένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των εξαρτημένων αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, ο ισολογισμός που δημοσιοποιείται στο πλαίσιο της έκθεσης σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση ή στο πλαίσιο της ενιαίας έκθεσης σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση υπόκειται σε έλεγχο.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να επεκτείνουν την υποχρέωση της παραγράφου 1, ώστε να συμπεριλαμβάνονται οι εξαρτημένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι εξαρτημένες αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

3. Ο έλεγχος διενεργείται από νόμιμο ελεγκτή ή από ελεγκτικό γραφείο, σύμφωνα με τα ισχύοντα διεθνή πρότυπα, εκτός εάν στην παρούσα οδηγία, ή στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει αυτής, θεσπίζονται άλλες αρχές και απαιτήσεις για την αποτίμηση οποιουδήποτε στοιχείου του ισολογισμού. Οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία, κατά την εκτέλεση αυτού του καθήκοντος, συμμορφώνονται με τα καθήκοντα των ελεγκτών που καθορίζονται στο άρθρο 72.

4. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν στην εποπτική αρχή, μαζί με την έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση, χωριστή έκθεση, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής της φύσης και των αποτελεσμάτων του ελέγχου, η οποία καταρτίζεται από τον νόμιμο ελεγκτή ή από το ελεγκτικό γραφείο.»·

28)το άρθρο 52 τροποποιείται ως εξής:

α)στην παράγραφο 1, προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία ε) και στ):

«ε) τον αριθμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, διαιρούμενο διά του αριθμού των επιχειρήσεων με προφίλ χαμηλού κινδύνου και άλλων επιχειρήσεων, με τη χρήση απλουστεύσεων ή άλλων μέτρων αναλογικότητας και των μέτρων αναλογικότητας που χρησιμοποιούνται από κάθε επιχείρηση·

στ) τον αριθμό των ομίλων, διαιρούμενο διά του αριθμού των ομίλων με προφίλ χαμηλού κινδύνου και άλλων ομίλων, με τη χρήση απλουστεύσεων ή άλλων μέτρων αναλογικότητας και των μέτρων αναλογικότητας που χρησιμοποιούνται από κάθε όμιλο.»·

β)στην παράγραφο 2, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο στ):

«στ) για κάθε κράτος μέλος, τον αριθμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και τον αριθμό των ομίλων, διαιρούμενο διά του αριθμού των επιχειρήσεων με προφίλ χαμηλού κινδύνου και άλλων επιχειρήσεων, με τη χρήση απλουστεύσεων ή άλλων μέτρων αναλογικότητας και των απλουστεύσεων και άλλων μέτρων αναλογικότητας που χρησιμοποιούνται από κάθε επιχείρηση.»·

γ)η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3. Η EIOPA παρέχει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή τις πληροφορίες της παραγράφου 2, μαζί με έκθεση στην οποία περιγράφεται ο βαθμός εποπτικής σύγκλισης μεταξύ των εποπτικών αρχών στα διάφορα κράτη μέλη όσον αφορά τη χρήση πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων και τη χρήση μέτρων αναλογικότητας.»·

29)στο άρθρο 53, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4. Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 51 παράγραφος 1 στοιχείο γ).»·

30)στο άρθρο 56, η πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 301α, για την περαιτέρω εξειδίκευση των πληροφοριών που υποχρεούνται να κοινοποιούν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 301α, για την αλλαγή των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 51 παράγραφος 7, υπό την προϋπόθεση ότι η εκάστοτε αλλαγή είναι αναγκαία λόγω καταστάσεων έκτακτης ανάγκης στον τομέα της υγείας, φυσικών καταστροφών ή άλλων ακραίων συμβάντων.»·

31)στο άρθρο 58 παράγραφος 3, τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α) είναι εγκατεστημένος στην Ένωση ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Ένωσης· ή

β)    είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει της παρούσας οδηγίας, της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*, της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

______________________________________

* Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).»·

32)στο άρθρο 60 παράγραφος 1 στοιχείο α), οι λέξεις «άρθρου 1α σημείο 2 της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ» αντικαθίστανται από τις λέξεις «άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2009/65/ΕΚ»·

33)στο άρθρο 62 πρώτη παράγραφος, η πρώτη πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σε περίπτωση που η επιρροή των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 57 είναι δυνατόν να αποβεί σε βάρος της συνετής και ορθής διαχείρισης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης, στην οποία επιδιώκεται απόκτηση ειδικής συμμετοχής ή αύξησή της, λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να τερματιστεί αυτή η κατάσταση.»·

34)στο άρθρο 63 δεύτερη παράγραφος, οι λέξεις «οδηγίας 2004/39/ΕΚ» αντικαθίστανται από τις λέξεις «οδηγίας 2014/65/ΕΕ»·

35)στο άρθρο 72 παράγραφος 1, οι λέξεις «άρθρο 51 της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ, το άρθρο 37 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, ή το άρθρο 31 της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ» αντικαθίστανται από τις λέξεις «άρθρο 34 ή 35 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ ή το άρθρο 73 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ»·

36)στο άρθρο 77, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 6 και 7:

«6. Όταν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές συμβάσεις περιλαμβάνουν χρηματοοικονομικά δικαιώματα προαίρεσης και εγγυήσεις, οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης αποτυπώνουν δεόντως ότι η παρούσα αξία των ταμειακών ροών που προκύπτουν από τις εν λόγω συμβάσεις μπορεί να εξαρτάται τόσο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα μελλοντικών γεγονότων και εξελίξεων όσο και από πιθανές αποκλίσεις του πραγματικού αποτελέσματος από το αναμενόμενο αποτέλεσμα στο πλαίσιο ορισμένων σεναρίων. 

7. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 6, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ταξινομούνται ως επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου μπορούν να χρησιμοποιούν συνετή προσδιοριστική αποτίμηση της βέλτιστης εκτίμησης για υποχρεώσεις ασφάλισης ζωής με δικαιώματα προαίρεσης και εγγυήσεις που δεν θεωρούνται σημαντικές.»·

37)το άρθρο 77α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 77α
Παρέκταση της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου

1. Ο προσδιορισμός της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 2 γίνεται με τη χρήση των πληροφοριών που συνάγονται από τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα και είναι συνεπής προς τις πληροφορίες αυτές. Κατά τον προσδιορισμό αυτόν, λαμβάνονται υπόψη τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα για ληκτότητες για τις οποίες οι αγορές των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων μπορεί να θεωρηθεί ότι διαθέτουν βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια. Η σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου προκύπτει με παρέκταση για ληκτότητες μεγαλύτερες από το πρώτο σημείο εξομάλυνσης. Το πρώτο σημείο εξομάλυνσης για ένα νόμισμα είναι η μεγαλύτερη ληκτότητα για την οποία πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) οι αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων με την εν λόγω ληκτότητα μπορεί να θεωρηθεί ότι διαθέτουν βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια·

β) το ποσοστό των ανεξόφλητων ομολόγων με την εν λόγω ληκτότητα, ή μεγαλύτερη, μεταξύ όλων των ανεξόφλητων ομολόγων στο συγκεκριμένο νόμισμα είναι επαρκώς υψηλό.

Για κάθε νόμισμα, το παρεκτεταμένο τμήμα της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται σε επιτόκια πρόσω που συγκλίνουν ομαλά από ένα αρχικό επιτόκιο πρόσω ή σύνολο επιτοκίων πρόσω σε σχέση με τις μεγαλύτερες ληκτότητες για τις οποίες μπορούν να παρατηρούνται τα ομόλογα σε μια αγορά με βάθος και ρευστότητα, μέχρι ένα οριστικό επιτόκιο πρόσω.

Το κατά παρεκτεταμένο τμήμα των σχετικών επιτοκίων άνευ κινδύνου λαμβάνει υπόψη πληροφορίες από άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα εκτός των ομολόγων για ληκτότητες για τις οποίες η σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου προκύπτει από παρέκταση και για τις οποίες οι αγορές των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων μπορεί να θεωρηθεί ότι διαθέτουν βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια.

2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 δεύτερο εδάφιο, κάθε παράμετρος για τον καθορισμό της ταχύτητας σύγκλισης των επιτοκίων πρόσω προς το τελικό επιτόκιο πρόσω της παρέκτασης μπορεί να επιλεγεί κατά τρόπο τέτοιον ώστε τη(ν) [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί ημερομηνία = ημερομηνία εφαρμογής] η διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου να είναι αρκετά παρόμοια με τη διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου κατά την εν λόγω ημερομηνία, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες παρέκτασης που ισχύουν τη(ν) [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = μία ημέρα πριν από την ημερομηνία εφαρμογής]. Οι εν λόγω παράμετροι της παρέκτασης μειώνονται γραμμικά στην αρχή κάθε ημερολογιακού έτους, κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου. Οι τελικές παράμετροι της παρέκτασης εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2032.

Ο μεταβατικός μηχανισμός που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο δεν επηρεάζει τον καθορισμό του βάθους, της ρευστότητας και της διαφάνειας των χρηματοπιστωτικών αγορών ούτε το πρώτο σημείο εξομάλυνσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.»·

38)το άρθρο 77δ τροποποιείται ως εξής:

α)η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να εφαρμόζουν προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 2, υπό τον όρο ότι υπάρχει προηγούμενη έγκριση από τις εποπτικές αρχές, όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας για ένα συγκεκριμένο εφαρμόζεται κατά τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης όλων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων της επιχείρησης στο εν λόγω νόμισμα, εάν η σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των εν λόγω υποχρεώσεων δεν περιλαμβάνει προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 77β·

β) η επιχείρηση μπορεί να πείσει την εποπτική αρχή ότι διαθέτει επαρκείς διαδικασίες για τον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου.»·

β)παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι 1α και 1β:

«1α. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφάρμοσαν προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 2 πριν από τη(ν) [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = ένα έτος πριν από την ημερομηνία εφαρμογής] μπορούν, χωρίς προηγούμενη έγκριση από την εποπτική αρχή, να συνεχίσουν να εφαρμόζουν προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, υπό την προϋπόθεση ότι συμμορφώνονται με την παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) του παρόντος άρθρου από τη(ν) [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί ημερομηνία = ημερομηνία εφαρμογής].

1β. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εποπτικές αρχές να έχουν την εξουσία να επιβάλλουν σε ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση την υποχρέωση να διακόψει την εφαρμογή προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 2, εάν η επιχείρηση δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Σε περίπτωση που η επιχείρηση αποκαθιστά τη συμμόρφωση προς τις διατάξεις της παραγράφου 1 στοιχεία α) και β) του παρόντος άρθρου, μπορεί να ζητήσει προηγούμενη έγκριση από τις εποπτικές αρχές για την εφαρμογή προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.»·

γ)οι παράγραφοι 2 έως 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Για κάθε σχετικό νόμισμα, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που θα μπορούσε να επιτευχθεί από χαρτοφυλάκιο αναφοράς επενδύσεων σε χρεωστικούς τίτλους για το συγκεκριμένο νόμισμα και των επιτοκίων της διαχρονικής διάρθρωσης επιτοκίων άνευ κινδύνου για το ίδιο νόμισμα.

Το χαρτοφυλάκιο αναφοράς επενδύσεων σε χρεωστικούς τίτλους για ένα νόμισμα είναι αντιπροσωπευτικό των στοιχείων ενεργητικού στο συγκεκριμένο νόμισμα, και στα οποία επενδύουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για την κάλυψη της βέλτιστης εκτίμησης των ασφαλιστικών υποχρεώσεων στο συγκεκριμένο νόμισμα.

3. Το ποσό της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στα επιτόκια άνευ κινδύνου για ένα νόμισμα υπολογίζεται ως εξής:

όπου:

α) VAcu: η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας για κάθε σχετικό νόμισμα cu·

β) CSSRcu: ο δείκτης ευαισθησίας ως προς το πιστωτικό περιθώριο ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για το νόμισμα cu·

γ) RCScu: το διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο για το νόμισμα cu.

Ο CSSRcu δεν μπορεί να είναι αρνητικός ούτε μεγαλύτερος από τη μονάδα. Λαμβάνει τιμές μικρότερες της μονάδας όταν η ευαισθησία των στοιχείων ενεργητικού μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε ένα νόμισμα στις μεταβολές των πιστωτικών περιθωρίων είναι μικρότερη από την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων της εν λόγω επιχείρησης στο συγκεκριμένο νόμισμα σε μεταβολές των επιτοκίων.

Το RSCcu υπολογίζεται ως διαφορά μεταξύ του πιστωτικού περιθωρίου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 και του τμήματος αυτού του πιστωτικού περιθωρίου που βασίζεται σε ρεαλιστική εκτίμηση των αναμενόμενων ζημιών ή του απρόβλεπτου πιστωτικού κινδύνου ή άλλου κινδύνου των συγκεκριμένων στοιχείων ενεργητικού.

Η VAcu εφαρμόζεται μόνο στα σχετικά επιτόκια άνευ κινδύνου της διαχρονικής διάρθρωσης τα οποία δεν προκύπτουν από παρέκταση σύμφωνα με το άρθρο 77α. Όταν το παρεκτεταμένο τμήμα των σχετικών επιτοκίων άνευ κινδύνου λαμβάνει υπόψη πληροφορίες από άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα εκτός των ομολόγων σύμφωνα με το άρθρο 77α παράγραφος 1, η VAcu εφαρμόζεται επίσης στα επιτόκια άνευ κινδύνου που προκύπτουν από τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα. Η παρέκταση της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται στα εν λόγω προσαρμοσμένα επιτόκια άνευ κινδύνου.

4. Όσον αφορά το ευρώ, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας αυξάνεται μέσω προσαρμογής λόγω μακροοικονομικής μεταβλητότητας. Η προσαρμογή λόγω μακροοικονομικής μεταβλητότητας υπολογίζεται ως εξής:

όπου:

α)VAEuro,macro: η προσαρμογή λόγω μακροοικονομικής μεταβλητότητας για κάθε σχετική χώρα co·

β) CSSREuro: ο δείκτης ευαισθησίας ως προς το πιστωτικό περιθώριο ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για το ευρώ·

γ) RCSco: το διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο του κράτους co·

δ) RCSEuro: το διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο για το ευρώ·

ε) wco: συντελεστής προσαρμογής του κράτους για κάθε σχετική χώρα co.

Ο CSSREuro υπολογίζεται ως δείκτης ευαισθησίας ως προς το πιστωτικό περιθώριο ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για το ευρώ σύμφωνα με την παράγραφο 3.

Το RCSco υπολογίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως το διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο για το ευρώ σύμφωνα με την παράγραφο 3, αλλά με βάση χαρτοφυλάκιο αναφοράς που είναι αντιπροσωπευτικό των στοιχείων ενεργητικού στα οποία επενδύουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για την κάλυψη της βέλτιστης εκτίμηση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων προϊόντων που πωλούνται στην ασφαλιστική αγορά του συγκεκριμένου κράτους και είναι στο νόμισμα του εν λόγω κράτους.

Το RSCEuro υπολογίζεται ως διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο για το ευρώ σύμφωνα με την παράγραφο 3.

Ο συντελεστής προσαρμογής του κράτους που αναφέρεται στο στοιχείο ε) υπολογίζεται ως εξής:

όπου RSCco*: το διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο του κράτους co, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο δ), πολλαπλασιαζόμενο επί το ποσοστό των επενδύσεων σε χρεωστικούς τίτλους σε σχέση με το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού που κατέχουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με άδεια στο κράτος co.»·

39)το άρθρο 77ε τροποποιείται ως εξής:

α)η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο αα):

«αα) για τους σκοπούς των δημοσιοποιήσεων σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 8, μια σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου, χωρίς προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης ή προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, η οποία καθορίζεται χωρίς την εφαρμογή του μεταβατικού μέτρου για την παρέκταση, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου·»·

ii)το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ) για κάθε σχετικό νόμισμα και εθνική ασφαλιστική αγορά, ένα διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο όπως αναφέρεται στο άρθρο 77δ παράγραφοι 3 και 4 αντίστοιχα·»·

iii)προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο δ):

«δ) για κάθε σχετικό κράτος μέλος, το ποσοστό των επενδύσεων σε χρεωστικούς τίτλους σε σχέση με το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με άδεια στο κράτος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 77δ παράγραφος 4.»·

β)παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 1α:

«1α. Η EIOPA καθορίζει και δημοσιεύει, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, για κάθε σχετικό νόμισμα και για κάθε ληκτότητα για την οποία οι αγορές των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων ή ομολόγων μπορεί να θεωρηθεί ότι διαθέτουν βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια, το ποσοστό των ομολόγων με την εν λόγω ληκτότητα, ή μεγαλύτερη, μεταξύ όλων των ομολόγων στο συγκεκριμένο νόμισμα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 77α παράγραφος 1·»·

γ)στην παράγραφο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

Για την εξασφάλιση ενιαίων όρων υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων και των βασικών ιδίων κεφαλαίων, η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις όσον αφορά τον καθορισμό, για κάθε σχετικό νόμισμα, των τεχνικών πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και του πρώτου σημείου εξομάλυνσης σύμφωνα με το άρθρο 77α παράγραφος 1. Στις εν λόγω εκτελεστικές πράξεις είναι δυνατή η χρήση των πληροφοριών που δημοσιεύονται από την EIOPA σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.»·

δ)στην παράγραφο 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όσον αφορά τα νομίσματα για τα οποία το διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) δεν καθορίζεται στις εκτελεστικές πράξεις της παραγράφου 2, δεν εφαρμόζεται προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης. Όσον αφορά τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ και, σε περίπτωση που το διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) και το ποσοστό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ) δεν καθορίζονται στις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, στην προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας δεν προστίθεται προσαρμογή λόγω μακροοικονομικής μεταβλητότητας.»·

ε)προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 4:

«4. Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, ένα πρώτο σημείο εξομάλυνσης για νόμισμα που ορίζεται σε εκτελεστική πράξη δεν τροποποιείται, εκτός εάν από την εκτίμηση των ποσοστών των ομολόγων με ληκτότητα μεγαλύτερη από μια συγκεκριμένη ληκτότητα, ή ίση με αυτή, μεταξύ όλων των ομολόγων στο συγκεκριμένο νόμισμα προκύπτει διαφορετικό πρώτο σημείο εξομάλυνσης σύμφωνα με το άρθρο 77α παράγραφος 1 και το ποσοστό που καθορίζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 86 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο iii) επί δύο τουλάχιστον συνεχή έτη.»·

40)το άρθρο 86 τροποποιείται ως εξής:

α)η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο αα):

«αα) τη συνετή προσδιοριστική αποτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 7, καθώς και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η εν λόγω αποτίμηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αποτίμηση της βέλτιστης εκτίμησης των τεχνικών προβλέψεων με δικαιώματα προαίρεσης και εγγυήσεις.»·

ii)το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β) τις μεθόδους, τις αρχές και τις τεχνικές καθορισμού της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου, η οποία πρέπει να χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 2, και ειδικότερα:

i) τον μαθηματικό τύπο για την παρέκταση που αναφέρεται στο άρθρο 77α παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένων των παραμέτρων που καθορίζουν την ταχύτητα σύγκλισης της παρέκτασης·

ii) τη μέθοδο καθορισμού του βάθους, της ρευστότητας και της διαφάνειας των αγορών ομολόγων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 77α παράγραφος 1·

iii) το ποσοστό κάτω από το οποίο το μερίδιο των ομολόγων με ληκτότητα μεγαλύτερη από μια συγκεκριμένη ληκτότητα, ή ίση με αυτή, μεταξύ όλων των ομολόγων θεωρείται χαμηλό για τους σκοπούς του άρθρου 77α παράγραφος 1·»·

iii)το στοιχείο θ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«θ) τις μεθόδους και τις παραδοχές για τον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 77δ, μεταξύ των οποίων και τα ακόλουθα:

i) μαθηματικό τύπο για τον υπολογισμό του πιστωτικού περιθωρίου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου·

ii) μαθηματικό τύπο για τον υπολογισμό του δείκτη ευαισθησίας ως προς το πιστωτικό περιθώριο που αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4 του εν λόγω άρθρου·

iii) για κάθε σχετική κατηγορία στοιχείων ενεργητικού, το ποσοστό του πιστωτικού περιθωρίου που αντιπροσωπεύει το τμήμα που βασίζεται σε ρεαλιστική εκτίμηση των αναμενόμενων ζημιών ή του απρόβλεπτου πιστωτικού κινδύνου ή άλλων κινδύνων των στοιχείων ενεργητικού κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 77δ παράγραφος 3·

iv) τον μεταβατικό μηχανισμό που αναφέρεται στο άρθρο 77α παράγραφος 2·»·

β)παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 1α:

«1α. Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 301α, για τον καθορισμό κριτηρίων όσον αφορά τα στοιχεία ενεργητικού που πρέπει να είναι επιλέξιμα για συμπερίληψη στο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού που αναφέρεται στο άρθρο 77β παράγραφος 1 στοιχείο α).»·

γ)παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 2α:

«2α. Για την εξασφάλιση ενιαίων όρων εφαρμογής του άρθρου 77 παράγραφος 7, η EIOPA καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό του συνόλου των σεναρίων που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τη συνετή προσδιοριστική αποτίμηση της βέλτιστης εκτίμησης όσον αφορά τις υποχρεώσεις ασφάλισης ζωής που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο.

Η EIOPA υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = 12 μήνες μετά την έναρξη ισχύος].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εν λόγω εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.»·

41)το άρθρο 92 τροποποιείται ως εξής:

α)η παράγραφος 1α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1α.    Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 301α, όσον αφορά τον καθορισμό του χειρισμού των συμμετοχών, κατά την έννοια του άρθρου 212 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο, σε χρηματοδοτικά και πιστωτικά ιδρύματα σε σχέση με τον προσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων προσεγγίσεων για τις αφαιρέσεις σημαντικών συμμετοχών σε πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα από τα βασικά ίδια κεφάλαια ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Παρά τις αφαιρέσεις συμμετοχών από τα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, όπως ορίζεται στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, για τον σκοπό του καθορισμού των βασικών ιδίων κεφαλαίων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 88, οι εποπτικές αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να μην αφαιρεί την αξία της συμμετοχής της σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, υπό τον όρο ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)    η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τελεί σε μία από τις περιστάσεις που περιγράφονται στο σημείο i) ή ii) του παρόντος στοιχείου:

i)το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα και η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ανήκουν στον ίδιο όμιλο, όπως ορίζεται στο άρθρο 212, στον οποίο εφαρμόζεται εποπτεία του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 213 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ), και το συνδεδεμένο πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα δεν υπόκειται στην αφαίρεση που αναφέρεται στο άρθρο 228 παράγραφος 6·

ii)οι εποπτικές αρχές απαιτούν από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή επιτρέπουν σε αυτές να εφαρμόζουν τεχνικές μεθόδους υπολογισμού, σύμφωνα με το παράρτημα Ι μέρος ΙΙ της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, και το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα περιλαμβάνεται στην ίδια συμπληρωματική εποπτεία, βάσει της εν λόγω οδηγίας, με την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση·

β)    οι εποπτικές αρχές είναι ικανοποιημένες ως προς το επίπεδο της ενοποιημένης διοίκησης, της διαχείρισης κινδύνων και του εσωτερικού ελέγχου αναφορικά με τις οντότητες οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της εποπτείας του ομίλου που αναφέρεται στο στοιχείο α) σημείο i) του παρόντος εδαφίου ή στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας που αναφέρεται στο στοιχείο α) σημείο ii) του παρόντος εδαφίου·

γ)    η σχετική συμμετοχή στο πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα είναι μετοχική επένδυση στρατηγικού χαρακτήρα, όπως ορίζεται στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 111 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ).»·

β)η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.    Οι συμμετοχές σε χρηματοδοτικά και πιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1α περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α) συμμετοχές τις οποίες κατέχουν ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις:

i) σε πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημεία 1 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ii) σε επιχειρήσεις επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·»·

β) πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 που αναφέρονται στο άρθρο 52 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και μέσα της κατηγορίας 2 που αναφέρονται στο άρθρο 63 του εν λόγω κανονισμού, καθώς και πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, τα οποία κατέχουν ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε σχέση με τις οντότητες που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου στις οποίες διαθέτουν συμμετοχή.»·

42)στο άρθρο 95, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για τον σκοπό αυτόν, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ανατρέχουν, κατά περίπτωση, στον κατάλογο των ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 97 παράγραφος 1.»·

43)στο άρθρο 96, η πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 95 και του άρθρου 97 παράγραφος 1, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, εφαρμόζονται οι ακόλουθες ταξινομήσεις:

1) τα πλεονάζοντα κεφάλαια που εμπίπτουν στο άρθρο 91 παράγραφος 2 ταξινομούνται στην κατηγορία 1·

2) οι πιστωτικές επιστολές και εγγυήσεις, που τηρούνται σε καταπίστευμα από ανεξάρτητο θεματοφύλακα προς όφελος των ασφαλιστικών πιστωτών και παρέχονται από πιστωτικά ιδρύματα τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ, ταξινομούνται στην κατηγορία 2·

3) τυχόν μελλοντικές αξιώσεις τις οποίες είναι δυνατόν να ασκήσουν αλληλασφαλιστικές ή παρόμοιες ενώσεις πλοιοκτητών με κυμαινόμενες συνεισφορές, οι οποίες ασφαλίζουν αποκλειστικά κινδύνους των κατηγοριών 6, 12 και 17 του μέρους Α του παραρτήματος Ι έναντι των μελών τους μέσω πρόσκλησης για συμπληρωματικές συνεισφορές, εντός των επόμενων δώδεκα μηνών, ταξινομούνται στην κατηγορία 2.»·

44)στο άρθρο 106, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.Η συμμετρική προσαρμογή της τυποποιημένης επιβάρυνσης του κεφαλαίου λόγω μετοχών για την κάλυψη του κινδύνου από μεταβολές στα επίπεδα των τιμών των μετοχών δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή επιβάρυνσης του κεφαλαίου χαμηλότερης κατά περισσότερες από 17 εκατοστιαίες μονάδες ή υψηλότερης από την τυποποιημένη επιβάρυνση του κεφαλαίου λόγω μετοχών.»·

45)το άρθρο 109 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 109
Απλουστεύσεις στην τυποποιημένη μέθοδο

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν απλουστευμένο υπολογισμό για κάποια ειδική υποενότητα ή ενότητα κινδύνου όταν η φύση, η κλίμακα και η πολυπλοκότητα των κινδύνων που αντιμετωπίζουν δικαιολογεί τη στάση αυτή και εφόσον θα ήταν δυσανάλογο να απαιτηθεί από όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν τον τυποποιημένο υπολογισμό.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, οι απλουστευμένοι υπολογισμοί διαμορφώνονται σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 3.

2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 102 παράγραφος 1, όταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και μια ενότητα ή υποενότητα κινδύνου δεν αντιπροσωπεύει μερίδιο άνω του 5 % των βασικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας που αναφέρονται στο άρθρο 103 στοιχείο α), η επιχείρηση μπορεί να κάνει χρήση απλουστευμένου υπολογισμού για την εν λόγω ενότητα ή υποενότητα κινδύνου για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη από τον εν λόγω υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας.

3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, το άθροισμα των μετοχών, σε σχέση με τις βασικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, κάθε ενότητας ή υποενότητας κινδύνου για την οποία εφαρμόζονται οι απλουστευμένοι υπολογισμοί σύμφωνα με την παράγραφο 2 δεν υπερβαίνει το 10 %.

Το μερίδιο μιας ενότητας ή υποενότητας κινδύνου σε σχέση με τις βασικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ισούται με το μερίδιο αυτό, όπως υπολογίστηκε την τελευταία φορά κατά την οποία η ενότητα ή υποενότητα κινδύνου είχε υπολογιστεί χωρίς τη χρήση απλουστευμένου υπολογισμού σύμφωνα με την παράγραφο 2.»·

46)το άρθρο 111 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)τα στοιχεία ιβ) και ιγ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«ιβ) τους προβλεπόμενους απλουστευμένους υπολογισμούς για συγκεκριμένες υποενότητες και ενότητες κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 109 παράγραφος 1 και για τις ενότητες και υποενότητες επουσιώδους κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 109 παράγραφος 2, καθώς και τα κριτήρια που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των εξαρτημένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των εξαρτημένων αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, πρέπει να ικανοποιούν για να μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις απλουστεύσεις αυτές, όπως προβλέπεται στο άρθρο 109 παράγραφος 1·

ιγ) την προσέγγιση που πρέπει να χρησιμοποιείται για τις ειδικές συμμετοχές, υπό την έννοια του άρθρου 13 σημείο 21, κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, ιδίως κατά τον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου μετοχών που αναφέρεται στο άρθρο 105 παράγραφος 5, λαμβανόμενης υπόψη της πιθανής μείωσης στη διακύμανση της αξίας των εν λόγω ειδικών συμμετοχών λόγω της στρατηγικής φύσης των συγκεκριμένων επενδύσεων και της επιρροής που ασκεί η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σε αυτές τις επιχειρήσεις στις οποίες γίνονται επενδύσεις.»·

β)προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο η), οι μέθοδοι και οι προσαρμογές που πρέπει να χρησιμοποιούνται, ώστε να αντανακλάται το μειωμένο εύρος διαφοροποίησης κινδύνου για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που σχετίζονται με κεφάλαια κλειστής διάρθρωσης, δεν εφαρμόζονται στα χαρτοφυλάκια στοιχείων ενεργητικού που δεν είναι κεφάλαια κλειστής διάρθρωσης και τα οποία διατίθενται για την κάλυψη αντίστοιχης βέλτιστης εκτίμησης των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 77β παράγραφος 1 στοιχείο α).»·

47)στο άρθρο 112, η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, αφού λάβουν έγκριση από τις εποπτικές αρχές για τη χρήση εσωτερικού υποδείγματος, και κάθε φορά που υποβάλλουν το αποτέλεσμα υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 102 παράγραφος 1, παρέχουν στις εποπτικές αρχές εκτίμηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας που καθορίζονται σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως προβλέπεται στην ενότητα 2.»·

48)στο άρθρο 122, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 5:

«5. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να λαμβάνουν υπόψη στο εσωτερικό τους υπόδειγμα την επίδραση των διακυμάνσεων των πιστωτικών περιθωρίων στην προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 77δ, μόνον εάν:

α) η μέθοδος συνεκτίμησης της επίδρασης των διακυμάνσεων των πιστωτικών περιθωρίων στην προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας για το ευρώ δεν λαμβάνει υπόψη την ενδεχόμενη αύξηση της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας μέσω προσαρμογής λόγω μακροοικονομικής μεταβλητότητας σύμφωνα με το άρθρο 77δ παράγραφος 4·

β) οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας δεν είναι χαμηλότερες από οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i) τις θεωρητικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας που υπολογίζονται ως κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, με τη διαφορά ότι η επίδραση των διακυμάνσεων των πιστωτικών περιθωρίων στην προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας λαμβάνεται υπόψη σύμφωνα με τη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται από την EIOPA για τους σκοπούς της δημοσίευσης των τεχνικών πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 77ε παράγραφος 1 στοιχείο γ)·

ii) τις θεωρητικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας που υπολογίζονται σύμφωνα με το σημείο i), με τη διαφορά ότι το αντιπροσωπευτικό χαρτοφυλάκιο για συγκεκριμένο νόμισμα που αναφέρεται στο άρθρο 77δ παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο προσδιορίζεται με βάση τα στοιχεία ενεργητικού στα οποία επενδύει η ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση, και όχι με βάση τα στοιχεία ενεργητικού όλων των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές στο εν λόγω νόμισμα.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο β), ο προσδιορισμός του αντιπροσωπευτικού χαρτοφυλακίου για ένα συγκεκριμένο νόμισμα βασίζεται στα στοιχεία ενεργητικού της επιχείρησης που κατέχουν δεσπόζουσα θέση στο εν λόγω νόμισμα και χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της βέλτιστης εκτίμησης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων στο εν λόγω νόμισμα.»·

49)το άρθρο 132 τροποποιείται ως εξής:

α)στην παράγραφο 3, οι λέξεις «οδηγία 85/611/ΕΟΚ» αντικαθίστανται από τις λέξεις «οδηγία 2009/65/ΕΚ»·

β)προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 5, 6 και 7:

«5. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να λαμβάνουν υπόψη πιθανές μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές εξελίξεις της αγοράς και, μετά από αίτημα της εποπτικής αρχής, μακροπροληπτικές ανησυχίες κατά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την επενδυτική στρατηγική τους.

6. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αξιολογούν τον βαθμό στον οποίο η επενδυτική στρατηγική τους μπορεί να επηρεάσει τις μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές εξελίξεις της αγοράς που έχουν τη δυνατότητα να μετατραπούν σε πηγές συστημικού κινδύνου, και ενσωματώνουν τις εν λόγω παραμέτρους στις επενδυτικές αποφάσεις τους.

7. Για τους σκοπούς των παραγράφων 5 και 6 του παρόντος άρθρου, οι μακροοικονομικές εξελίξεις και οι μακροπροληπτικές ανησυχίες έχουν την ίδια έννοια με εκείνη του άρθρου 45.»·

50)στο άρθρο 133 παράγραφος 3, οι λέξεις «οδηγία 85/611/ΕΟΚ» αντικαθίστανται από τις λέξεις «οδηγία 2009/65/ΕΚ»·

51)το άρθρο 138 παράγραφος 4 τροποποιείται ως εξής:

α)το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σε περίπτωση έκτακτων αντίξοων καταστάσεων με επιπτώσεις για ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων, όπως διαπιστώνει η EIOPA, η εποπτική αρχή μπορεί να παρατείνει, για τις πληγείσες επιχειρήσεις, το χρονικό διάστημα που καθορίζεται στην παράγραφο 3 δεύτερο εδάφιο κατά επτά έτη το πολύ, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της μέσης διάρκειας των τεχνικών προβλέψεων.»·

β)στο δεύτερο εδάφιο, η πρώτη πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της EIOPA βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου η EIOPA διαπιστώνει, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας εποπτικής αρχής και, κατά περίπτωση, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ, την ύπαρξη έκτακτης αντίξοης κατάστασης.»·

52)το άρθρο 139 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 139
Μη συμμόρφωση προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν αμέσως την εποπτική αρχή, μόλις διαπιστώσουν ότι δεν πληρούνται πλέον οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ή υπάρχει κίνδυνος μη συμμόρφωσης εντός των επομένων τριών μηνών.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, η απαίτηση ενημέρωσης της εποπτικής αρχής εφαρμόζεται ανεξάρτητα από το αν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση διαπιστώνει τη μη συμμόρφωση προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ή τον κίνδυνο μη συμμόρφωσης κατά τον υπολογισμό των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο 129 παράγραφος 4 ή κατά τον υπολογισμό των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων μεταξύ δύο ημερομηνιών κατά τις οποίες ο υπολογισμός αυτός υποβάλλεται στην εποπτική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 129 παράγραφος 4.

2. Εντός ενός μηνός από τη στιγμή που διαπιστώνει τη μη συμμόρφωση προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ή από τη στιγμή που διαπιστώνει τον κίνδυνο μη συμμόρφωσης, η συγκεκριμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει, προς έγκριση από την εποπτική αρχή, βραχυπρόθεσμο ρεαλιστικό πρόγραμμα χρηματοδότησης, προκειμένου να αποκαταστήσει, εντός τριών μηνών από τη στιγμή της διαπίστωσης, τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια τουλάχιστον στο επίπεδο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων ή να μειώσει το προφίλ κινδύνου της, ώστε να εξασφαλιστεί συμμόρφωση προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις.

3. Εάν δεν κινηθεί διαδικασία εκκαθάρισης εντός δύο μηνών από την παραλαβή των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής εξετάζει το ενδεχόμενο περιορισμού ή απαγόρευσης της ελεύθερης διάθεσης των στοιχείων ενεργητικού της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. Ενημερώνει σχετικά τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών υποδοχής. Μετά από αίτημα της εποπτικής αρχής του κράτους μέλους καταγωγής, οι αρχές αυτές λαμβάνουν τα ίδια μέτρα. Η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής προσδιορίζει τα στοιχεία του ενεργητικού που πρέπει να καλύπτονται από τα εν λόγω μέτρα.

4. Η EIOPA μπορεί να καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για τις ενέργειες στις οποίες θα πρέπει να προβαίνουν οι εποπτικές αρχές σε περίπτωση που διαπιστώνουν μη συμμόρφωση προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ή τον κίνδυνο μη συμμόρφωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.»·

53)στο άρθρο 144, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 4:

«4. Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να υπόκεινται στους γενικούς κανόνες και στόχους της εποπτείας ασφαλίσεων που προβλέπονται στον τίτλο Ι κεφάλαιο ΙΙΙ, έως ότου κινηθεί οποιαδήποτε διαδικασία εκκαθάρισης.»·

54)στον τίτλο II, παρεμβάλλεται το ακόλουθο κεφάλαιο:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIIA 
Μακροπροληπτικά εργαλεία

Άρθρο 144α
Διαχείριση κινδύνου ρευστότητας

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η διαχείριση του κινδύνου ρευστότητας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναφέρεται στο άρθρο 44 παράγραφος 2 στοιχείο δ) να διασφαλίζει ότι διατηρούν επαρκή ρευστότητα για τον διακανονισμό των οικονομικών τους υποχρεώσεων έναντι των ασφαλισμένων και άλλων αντισυμβαλλομένων όταν καθίστανται απαιτητές, ακόμη και υπό ακραίες συνθήκες.

2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις καταρτίζουν και διατηρούν σχέδιο διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας με προβολές των εισερχόμενων και των εξερχόμενων ταμειακών ροών σε σχέση με τα στοιχεία ενεργητικού και τις υποχρεώσεις τους. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις καταρτίζουν ένα σύνολο δεικτών κινδύνου ρευστότητας για τον εντοπισμό, την παρακολούθηση και την αντιμετώπιση πιθανών ακραίων συνθηκών ρευστότητας.

3. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν στις εποπτικές αρχές το σχέδιο διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας ως μέρος των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 35 παράγραφος 1.

4. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ταξινομούνται ως επιχειρήσεις με προφίλ χαμηλού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 29γ και οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει προηγούμενη έγκριση από την εποπτική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 29δ δεν υποχρεούνται να καταρτίζουν σχέδιο διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

5. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν την προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης που αναφέρεται στο άρθρο 77β ή την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 77δ, μπορούν να συνδυάζουν το σχέδιο διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου με το σχέδιο που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο.

6. Για τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η EIOPA καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για την περαιτέρω εξειδίκευση του περιεχομένου και της συχνότητας της επικαιροποίησης του σχεδίου διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας.

Η EIOPA υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως τη(ν) [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = 12 μήνες μετά την έναρξη ισχύος].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Άρθρο 144β 
Εποπτικές εξουσίες για την αποκατάσταση ευπαθειών ρευστότητας σε εξαιρετικές περιστάσεις

1. Στο πλαίσιο της τακτικής εποπτικής εξέτασης, οι εποπτικές αρχές παρακολουθούν τη θέση ρευστότητας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Σε περίπτωση που εντοπίζουν ουσιώδεις κινδύνους ρευστότητας, ενημερώνουν την ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση για την εκτίμηση αυτή. Η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση επεξηγεί τον τρόπο με τον οποίο προτίθεται να αντιμετωπίσει τους εν λόγω κινδύνους ρευστότητας.

2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες ώστε να απαιτούν από τις επιχειρήσεις να ενισχύσουν τη θέση ρευστότητάς τους σε περίπτωση εντοπισμού κινδύνων ή ελλείψεων ρευστότητας. Οι εν λόγω εξουσίες εφαρμόζονται όταν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά την ύπαρξη ευπαθειών λόγω κινδύνου ρευστότητας και την απουσία αποτελεσματικών ληφθέντων μέτρων αποκατάστασης από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

Τα μέτρα που λαμβάνουν οι εποπτικές αρχές βάσει της παρούσας παραγράφου επανεξετάζονται τουλάχιστον μία φορά ετησίως από την εποπτική αρχή και αίρονται όταν η επιχείρηση έχει λάβει αποτελεσματικά μέτρα αποκατάστασης.

3. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές έχουν την εξουσία να αναστέλλουν προσωρινά τα δικαιώματα εξαγοράς των αντισυμβαλλομένων όσον αφορά τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν σημαντικούς κινδύνους ρευστότητας, οι οποίοι ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την προστασία των αντισυμβαλλομένων ή τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Η εξουσία αυτή ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ως μέτρο έσχατης ανάγκης. Πριν από την άσκηση της εξουσίας αυτής, η εποπτική αρχή λαμβάνει υπόψη ενδεχόμενες ακούσιες επιπτώσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στα δικαιώματα των αντισυμβαλλομένων, μεταξύ άλλων σε διασυνοριακό πλαίσιο.

Η διάρκεια εφαρμογής του μέτρου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο είναι τρεις μήνες. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το μέτρο αυτό μπορεί να ανανεωθεί εάν εξακολουθούν να υπάρχουν οι λόγοι που δικαιολογούν την εφαρμογή του και παύει να εφαρμόζεται όταν δεν συντρέχουν πλέον οι λόγοι αυτοί.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 144γ παράγραφος 6, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι οικείες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν πραγματοποιούν διανομές σε μετόχους και άλλους πιστωτές μειωμένης εξασφάλισης και δεν καταβάλλουν συμμετοχές στα κέρδη ή άλλες μεταβλητές αποδοχές έως ότου αρθεί η αναστολή των δικαιωμάτων εξαγοράς από τις εποπτικές αρχές.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές με μακροπροληπτική εντολή, όταν είναι διαφορετικές από τις εποπτικές αρχές, ενημερώνονται δεόντως για την πρόθεση της εποπτικής αρχής να κάνει χρήση της εξουσίας που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο και συμμετέχουν δεόντως στην εκτίμηση των πιθανών ακούσιων επιπτώσεων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές ενημερώνουν την EIOPA και το ΕΣΣΚ κάθε φορά που ασκείται η εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 3 με σκοπό την αντιμετώπιση κινδύνου για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

4. Η εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 3 μπορεί να ασκείται σε σχέση με όλες τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο εν λόγω κράτος μέλος, όταν οι εξαιρετικές περιστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 επηρεάζουν το σύνολο ή σημαντικό μέρος της ασφαλιστικής αγοράς.

Τα κράτη μέλη ορίζουν αρχή για την άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο.

Εάν η αρχή που ορίζεται είναι διαφορετική από την εποπτική αρχή, το κράτος μέλος μεριμνά για τον κατάλληλο συντονισμό και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των διαφορετικών αρχών. Ειδικότερα, οι αρχές υποχρεούνται να συνεργάζονται στενά και να ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία που μπορεί να είναι αναγκαία για την επαρκή εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στην ορισθείσα αρχή δυνάμει του παρόντος άρθρου.

5. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 4 δεύτερο εδάφιο κοινοποιεί τη χρήση της εξουσίας που αναφέρεται στην παράγραφο 4 στην EIOPA και, σε περίπτωση που λαμβάνεται το μέτρο που αποσκοπεί στην αντιμετώπιση κινδύνου για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στο ΕΣΣΚ.

Η κοινοποίηση αυτή περιλαμβάνει περιγραφή του εφαρμοζόμενου μέτρου, τη διάρκειά του και περιγραφή των λόγων και των κινδύνων που οδήγησαν στη χρήση της εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων των λόγων για τους οποίους κρίθηκε αποτελεσματικό και αναλογικό σε σχέση με τις αρνητικές επιπτώσεις του στους αντισυμβαλλόμενους.

6. Για τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η EIOPA, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ, καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό:

α) την παροχή περαιτέρω καθοδήγησης σχετικά με τα μέτρα για την αντιμετώπιση ελλείψεων στη διαχείριση του κινδύνου ρευστότητας, καθώς και σχετικά με τη μορφή, την ενεργοποίηση και τη διαβάθμιση των εξουσιών που μπορούν να ασκούν οι εποπτικές αρχές για την ενίσχυση της θέσης ρευστότητας των επιχειρήσεων όταν εντοπίζονται κίνδυνοι ρευστότητας και δεν αντιμετωπίζονται επαρκώς από τις εν λόγω επιχειρήσεις·

β) τον προσδιορισμό της ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων που μπορούν να δικαιολογήσουν την προσωρινή αναστολή των δικαιωμάτων εξαγοράς·

γ) τον καθορισμό των προϋποθέσεων για τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής της προσωρινής αναστολής των δικαιωμάτων εξαγοράς σε ολόκληρη την Ένωση, καθώς και των πτυχών που πρέπει να εξετάζονται για την ισότιμη και επαρκή προστασία των αντισυμβαλλομένων σε όλες τις δικαιοδοσίες των κρατών μελών καταγωγής και υποδοχής.

Άρθρο 144γ 
Εποπτικά μέτρα για τη διαφύλαξη της χρηματοοικονομικής θέσης των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια έκτακτων κλυδωνισμών που αφορούν το σύνολο της αγοράς

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 141, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές έχουν την εξουσία να λαμβάνουν μέτρα για τη διαφύλαξη της χρηματοοικονομικής θέσης μεμονωμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε περιόδους έκτακτων κλυδωνισμών σε ολόκληρο τον τομέα που ενδέχεται να απειλήσουν την οικονομική θέση της οικείας επιχείρησης ή τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

2. Σε περιόδους έκτακτων κλυδωνισμών σε ολόκληρο τον τομέα, οι εποπτικές αρχές έχουν την εξουσία να απαιτούν από επιχειρήσεις με ιδιαίτερα ευάλωτο προφίλ κινδύνου να λαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα μέτρα:

α) να περιορίζουν ή να αναστέλλουν τις διανομές μερισμάτων στους μετόχους και σε άλλους πιστωτές μειωμένης εξασφάλισης·

β) να περιορίζουν ή να αναστέλλουν άλλες πληρωμές προς τους μετόχους και άλλους πιστωτές μειωμένης εξασφάλισης·

γ) να περιορίζουν ή να αναστέλλουν τις επαναγορές μετοχών και την αποπληρωμή ή εξόφληση στοιχείων ιδίων κεφαλαίων·

δ) να περιορίζουν ή να αναστέλλουν τις συμμετοχές στα κέρδη ή άλλες μεταβλητές αποδοχές.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι σχετικοί εθνικοί φορείς και αρχές που διαθέτουν μακροπροληπτική εντολή ενημερώνονται δεόντως για την πρόθεση της εθνικής εποπτικής αρχής να κάνει χρήση του παρόντος άρθρου και συμμετέχουν δεόντως στην αξιολόγηση έκτακτων κλυδωνισμών σε ολόκληρο τον τομέα σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

3. Κατά την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα κριτήρια αναλογικότητας που αναφέρονται στο άρθρο 29 παράγραφος 3 και η ύπαρξη τυχόν προληπτικά συμφωνημένων περιθωρίων ανοχής του κινδύνου και ορίων για τον εσωτερικό κεφαλαιακό προγραμματισμό.

4. Κατά την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου λαμβάνονται υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που προκύπτουν από την εποπτική διαδικασία και από προοπτική αξιολόγηση της φερεγγυότητας και της χρηματοοικονομικής θέσης των οικείων επιχειρήσεων, σύμφωνα με την αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχεία α) και β).

5. Η εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 διαρκεί για όσο διάστημα υφίστανται οι υποκείμενοι λόγοι που δικαιολογούν τη λήψη των μέτρων. Τα μέτρα αυτά επανεξετάζονται ανά τρεις μήνες και αίρονται μόλις πάψουν να υφίστανται οι υποκείμενες συνθήκες που υπαγόρευσαν τη λήψη των μέτρων.

6. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι σημαντικές ενδοομιλικές συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 245 παράγραφος 2, συμπεριλαμβανομένων των διανομών μερισμάτων εντός του ομίλου, αναστέλλονται ή περιορίζονται μόνον εάν συνιστούν απειλή για την κατάσταση φερεγγυότητας ή τη θέση ρευστότητας του ομίλου ή μίας από τις επιχειρήσεις του ομίλου. Η εποπτική αρχή συνδεδεμένης επιχείρησης διαβουλεύεται με την αρχή εποπτείας του ομίλου πριν αναστείλει ή πριν περιορίσει τις συναλλαγές με τον υπόλοιπο όμιλο.

7. Για την εξασφάλιση συνεπών όρων εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η EIOPA, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ, καταρτίζει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα για τον προσδιορισμό της ύπαρξης έκτακτων κλυδωνισμών σε ολόκληρο τον τομέα.

Η EIOPA υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τη(ν) [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = 12 μήνες μετά την έναρξη ισχύος].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εν λόγω εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.»·

55)στο άρθρο 145, η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

α)το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ) το όνομα προσώπου το οποίο διαθέτει επαρκή εξουσία για να δεσμεύει, έναντι τρίτων, την ασφαλιστική επιχείρηση·»·

β)το δεύτερο εδάφιο απαλείφεται·

56)το άρθρο 149 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 149
Μεταβολές στη φύση των κινδύνων ή στις ασφαλιστικές υποχρεώσεις

1. Η διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 147 και 148 εφαρμόζεται σε κάθε μεταβολή που προτίθεται να επιφέρει μια ασφαλιστική επιχείρηση στα στοιχεία τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 147.

2. Σε περίπτωση μεταβολής των δραστηριοτήτων που ασκεί η ασφαλιστική επιχείρηση υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, η οποία επηρεάζει ουσιωδώς το προφίλ κινδύνου της ή επηρεάζει ουσιωδώς τις ασφαλιστικές δραστηριότητες σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη υποδοχής, η ασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει αμέσως την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής. Η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής χωρίς καθυστέρηση.»·

57)στο άρθρο 152α, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ειδοποιεί την EIOPA και την εποπτική αρχή του σχετικού κράτους μέλους υποδοχής όταν εντοπίζει επιδείνωση των χρηματοοικονομικών συνθηκών ή άλλους αναδυόμενους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την προστασία των καταναλωτών, που προκαλεί μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία εκτελεί δραστηριότητες με βάση την ελευθερία παροχής υπηρεσιών ή την ελευθερία εγκατάστασης που μπορεί να έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις. Η εποπτική αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί επίσης να ειδοποιήσει την EIOPA και την εποπτική αρχή του σχετικού κράτους μέλους καταγωγής όταν έχει σοβαρές και βάσιμες ανησυχίες όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών. Οι εποπτικές αρχές μπορούν να παραπέμψουν το ζήτημα στην EIOPA και να ζητήσουν τη συνδρομή της σε περίπτωση που δεν μπορεί να εξευρεθεί διμερής λύση.»·

58)στο άρθρο 152β, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 5 και 6:

«5. Σε περίπτωση που δύο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές πλατφόρμας συνεργασίας διαφωνούν ως προς τη διαδικασία ή το περιεχόμενο δράσης που πρέπει να αναληφθεί, ή ως προς τη μη ανάληψη δράσης, σε σχέση με ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η EIOPA μπορεί, κατόπιν αιτήματος οποιασδήποτε αρμόδιας αρχής ή με δική της πρωτοβουλία, να βοηθήσει τις αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

6. Σε περίπτωση διαφωνίας εντός της πλατφόρμας, και όταν υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες ως προς τις αρνητικές επιπτώσεις στους αντισυμβαλλόμενους ή ως προς το περιεχόμενο δράσης που πρέπει να αναληφθεί, ή ως προς τη μη ανάληψη δράσης, σε σχέση με ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η EIOPA μπορεί να αποφασίσει, με δική της πρωτοβουλία, να κινήσει και να συντονίσει επιτόπιες επιθεωρήσεις. Καλεί την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, καθώς και άλλες σχετικές εποπτικές αρχές της πλατφόρμας συνεργασίας, να συμμετάσχουν στις εν λόγω επιτόπιες επιθεωρήσεις.»·

59)το άρθρο 153 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 153
Χρονοδιάγραμμα και γλώσσα των αιτημάτων παροχής πληροφοριών

Η εποπτική αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να απαιτεί να της παρέχονται οι πληροφορίες τις οποίες δικαιούται να ζητεί, όσον αφορά τη δραστηριότητα ασφαλιστικής επιχείρησης που λειτουργεί στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους, είτε από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της εν λόγω επιχείρησης είτε από την ασφαλιστική επιχείρηση. Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος στην επίσημη γλώσσα ή γλώσσες του κράτους μέλους υποδοχής ή σε άλλη γλώσσα που είναι αποδεκτή από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους υποδοχής. Όταν η εποπτική αρχή του κράτους μέλους υποδοχής απευθύνεται απευθείας στην ασφαλιστική επιχείρηση, ενημερώνει την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής σχετικά με το αίτημα παροχής πληροφοριών.»·

60)παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 159α:

«Άρθρο 159α
Πρόσθετες απαιτήσεις σχετικά με σημαντικές διασυνοριακές δραστηριότητες

1. Η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, κατόπιν αιτήματος της εποπτικής αρχής κράτους μέλους υποδοχής, υποβάλλει όλες τις ακόλουθες πληροφορίες, τις οποίες έλαβε σύμφωνα με το άρθρο 35, σε σχέση με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με σημαντικές διασυνοριακές δραστηριότητες στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους υποδοχής:

α)    τις βασικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας·

β)    τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις·

γ)    το ποσό των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων·

δ)    το ποσό των επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη ων ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «σημαντικές διασυνοριακές δραστηριότητες» νοούνται οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές δραστηριότητες που ασκούνται υπό καθεστώς εγκατάστασης και εκείνες που ασκούνται υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε κράτος μέλος, για τις οποίες τα ετήσια εγγεγραμμένα μεικτά ασφάλιστρα υπερβαίνουν το 5 % των ετήσιων εγγεγραμμένων μεικτών ασφαλίστρων της επιχείρησης, που υπολογίζονται με βάση τις τελευταίες διαθέσιμες οικονομικές καταστάσεις της επιχείρησης.

2. Σε περίπτωση που ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν συμμορφώνεται ή είναι πιθανό να μην συμμορφωθεί προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις κατά τους επόμενους τρεις μήνες, ή σε περίπτωση σημαντικής μη συμμόρφωσης προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, και ελλείψει κατάλληλων μέτρων από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής προκειμένου να αντιμετωπιστεί δεόντως η κατάσταση αυτή, η εποπτική αρχή του κράτους μέλους υποδοχής στο οποίο η εν λόγω επιχείρηση ασκεί σημαντικές διασυνοριακές δραστηριότητες μπορεί να ζητήσει από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής να διενεργηθεί από κοινού επιτόπια επιθεώρηση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επεξηγώντας τους λόγους του αιτήματος αυτού.

Η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής κάνει δεκτό ή απορρίπτει το αίτημα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο εντός ενός μηνός από την παραλαβή του.

3. Εάν η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής κάνει δεκτή τη διενέργεια κοινής επιτόπιας επιθεώρησης, καλεί την EIOPA να συμμετάσχει στην κοινή επιτόπια επιθεώρηση.

Μετά την ολοκλήρωση της κοινής επιτόπιας επιθεώρησης, οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές καταλήγουν σε κοινά συμπεράσματα εντός δύο μηνών. Η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής λαμβάνει υπόψη τα εν λόγω κοινά συμπεράσματα κατά τη λήψη της απόφασής της σχετικά με τις κατάλληλες εποπτικές απαντήσεις.

Σε περίπτωση διαφωνίας των εποπτικών αρχών ως προς τα συμπεράσματα της κοινής επιτόπιας επιθεώρησης, οποιαδήποτε από τις δύο εποπτικές αρχές μπορεί, εντός δύο μηνών από τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, και με την επιφύλαξη των εποπτικών ενεργειών και εξουσιών που πρέπει να αναλάβει η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής για την αντιμετώπιση της μη συμμόρφωσης προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας ή της μη συμμόρφωσης ή της πιθανής μη συμμόρφωσης προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην EIOPA μετά την παρέλευση της δίμηνης περιόδου που αναφέρεται στο παρόν εδάφιο, ούτε μετά την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των εποπτικών αρχών, σύμφωνα με τη δεύτερο εδάφιο, όσον αφορά τα κοινά συμπεράσματα.

Εάν, κατά τη δίμηνη περίοδο που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην EIOPA σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, η ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αναβάλλει την έγκριση των τελικών συμπερασμάτων της κοινής επιτόπιας επιθεώρησης, περιμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την EIOPA, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, και εγκρίνει τα συμπεράσματα σύμφωνα με την απόφαση της EIOPA. Όλες οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές αναγνωρίζουν τα συμπεράσματα αυτά ως καθοριστικά.

4. Εάν η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αρνηθεί τη διενέργεια κοινής επιτόπιας επιθεώρησης, επεξηγεί γραπτώς στην αιτούσα εποπτική αρχή τους λόγους της άρνησης αυτής.

Εάν οι εποπτικές αρχές διαφωνούν με τους λόγους της άρνησης, μπορούν να παραπέμψουν το θέμα στην EIOPA και να ζητήσουν τη βοήθειά της, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, εντός ενός μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής. Στην περίπτωση αυτή, η EIOPA μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται με το εν λόγω άρθρο. »·

61)το άρθρο 212 τροποποιείται ως εξής:

α)η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)στο στοιχείο α), οι λέξεις «άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ» αντικαθίστανται από τις λέξεις «άρθρου 22 παράγραφος 7 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ»·

ii)στο στοιχείο β), οι λέξεις «άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ» αντικαθίστανται από τις λέξεις «άρθρου 22 παράγραφος 7 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ»·

iii)το στοιχείο γ) τροποποιείται ως εξής:

το σημείο i) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«i) που αποτελείται από μία συμμετέχουσα επιχείρηση, τις θυγατρικές της, τις οντότητες στις οποίες η συμμετέχουσα επιχείρηση ή οι θυγατρικές της διαθέτουν συμμετοχή και επιχειρήσεις που τελούν υπό τη διαχείριση της συμμετέχουσας επιχείρησης ή των θυγατρικών της από κοινού με μία ή περισσότερες επιχειρήσεις που δεν ανήκουν στον όμιλο, καθώς και επιχειρήσεις που συνδέονται μεταξύ τους με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 22 παράγραφος 7 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ και τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις τους, ή»·

προστίθεται το ακόλουθο σημείο iii):

«iii) συνδυασμός των σημείων i) και ii)·»·

iv)το στοιχείο στ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«στ)    “ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου”: νοείται η μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και της οποίας η κύρια δραστηριότητα είναι η απόκτηση και κατοχή συμμετοχών σε θυγατρικές επιχειρήσεις, εφόσον οι εν λόγω θυγατρικές είναι αποκλειστικά ή κυρίως ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ή ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας, ενώ μία τουλάχιστον από αυτές τις θυγατρικές είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση· οι θυγατρικές επιχειρήσεις είναι κυρίως ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας, εφόσον ποσοστό πάνω από το 50 % του μετοχικού κεφαλαίου, των ενοποιημένων στοιχείων ενεργητικού, των εσόδων, του προσωπικού ή άλλου δείκτη της μητρικής επιχείρησης που θεωρείται σημαντικός από την εποπτική αρχή συνδέεται με θυγατρικές που είναι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας ή ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών·»·

v)παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο στ α):

«στ α)    “εταιρεία χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτης χώρας”: νοείται η μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 15 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και της οποίας η κύρια δραστηριότητα είναι η απόκτηση και κατοχή συμμετοχών σε θυγατρικές επιχειρήσεις, εφόσον οι εν λόγω θυγατρικές είναι αποκλειστικά ή κυρίως ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας.»·

β)στην παράγραφο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου, οι εποπτικές αρχές θεωρούν επίσης μητρική επιχείρηση οποιαδήποτε επιχείρηση η οποία, κατά τη γνώμη των εποπτικών αρχών, ασκεί πραγματικά δεσπόζουσα επιρροή σε άλλη επιχείρηση, μεταξύ άλλων εάν η επιρροή αυτή ασκείται μέσω κεντρικού συντονισμού, όσον αφορά τις αποφάσεις της άλλης επιχείρησης.»·

γ)προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 3, 4, 5 και 6:

«3. Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου, οι εποπτικές αρχές θεωρούν επίσης ότι δύο ή περισσότερες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις συγκροτούν όμιλο κατά την έννοια της παραγράφου 1 στοιχείο γ) εάν, κατά τη γνώμη των εποπτικών αρχών, οι εν λόγω επιχειρήσεις τελούν υπό διαχείριση σε ενοποιημένη βάση.

Σε περίπτωση που ένας τέτοιος όμιλος υπόκειται σε εποπτεία ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 213 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ), ο όμιλος ορίζει μία από τις εν λόγω επιχειρήσεις ως μητρική επιχείρηση, η οποία είναι υπεύθυνη για τη συμμόρφωση με τον παρόντα τίτλο. Οι άλλες επιχειρήσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο θεωρούνται θυγατρικές επιχειρήσεις.

4. Εάν ένας όμιλος έχει προσδιοριστεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3, και σε περίπτωση που μητρική επιχείρηση ή θυγατρική επιχείρηση του εν λόγω ομίλου είναι επίσης η τελική συμμετέχουσα επιχείρηση άλλου ομίλου κατά την έννοια της παραγράφου 1 στοιχείο γ), ο εν λόγω άλλος όμιλος θεωρείται ότι συμπεριλαμβάνεται στο πεδίο του ομίλου που έχει προσδιοριστεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3.

Οι εποπτικές αρχές μπορούν να εφαρμόζουν τις παραγράφους 2 και 3 για τη διεύρυνση του πεδίου ενός ομίλου κατά την έννοια της παραγράφου 1 στοιχείο γ).

5. Κατά τον προσδιορισμό της σχέσης μεταξύ τουλάχιστον δύο επιχειρήσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3, οι εποπτικές αρχές λαμβάνουν υπόψη όλους τους ακόλουθους παράγοντες:

α)τον έλεγχο ή την ικανότητα φυσικού προσώπου ή επιχείρησης να ασκεί επιρροή στις αποφάσεις, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών αποφάσεων, μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ιδίως λόγω της κατοχής κεφαλαίου ή δικαιωμάτων ψήφου, της εκπροσώπησης στο διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο ή λόγω του ότι συγκαταλέγεται στα πρόσωπα τα οποία διοικούν ουσιαστικά μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασκούν άλλα βασικά, κρίσιμα ή σημαντικά καθήκοντα·

β)την ισχυρή εξάρτηση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης από άλλη επιχείρηση ή νομικό πρόσωπο, λόγω της ύπαρξης σημαντικών χρηματοοικονομικών ή μη χρηματοοικονομικών συναλλαγών ή πράξεων·

γ)αποδεικτικά στοιχεία συντονισμού μεταξύ δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων όσον αφορά τις χρηματοοικονομικές αποφάσεις, τις στρατηγικές ή τις διαδικασίες τους.

6. Εάν ο όμιλος δεν ορίσει μητρική επιχείρηση σύμφωνα με την παράγραφο 3 δεύτερο εδάφιο, οι εποπτικές αρχές ορίζουν μητρική επιχείρηση η οποία είναι υπεύθυνη για τη συμμόρφωση με τον παρόντα τίτλο. Οι άλλες επιχειρήσεις του ομίλου αυτού θεωρούνται θυγατρικές επιχειρήσεις.

Κατά τον ορισμό σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, οι εποπτικές αρχές λαμβάνουν υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες:

α)το ποσό των τεχνικών προβλέψεων κάθε επιχείρησης·

β)τα ετήσια εγγεγραμμένα μεικτά ασφάλιστρα κάθε επιχείρησης·

γ)τον αριθμό των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων κάθε επιχείρησης.

Οι εποπτικές αρχές αξιολογούν τακτικά αν ο ορισμός εξακολουθεί να είναι κατάλληλος. Εάν δεν είναι πλέον κατάλληλος, οι εποπτικές αρχές ορίζουν άλλη μητρική επιχείρηση. Η εν λόγω άλλη αρχή είναι υπεύθυνη για τη συμμόρφωση με τον παρόντα τίτλο.»·

62)το άρθρο 213 τροποποιείται ως εξής:

α)στην παράγραφο 2, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εποπτεία του ομίλου εφαρμόζεται όταν ένας όμιλος περιλαμβάνει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες επιχειρήσεις:»·

β)παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 2α:

«2α.    Το πλαίσιο του ομίλου στο οποίο εφαρμόζεται η εποπτεία του ομίλου σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 212.»·

γ)παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι 3α, 3β και 3γ:

«3α. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β), η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών διασφαλίζει ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)οι εσωτερικές ρυθμίσεις και η κατανομή καθηκόντων στο εσωτερικό του ομίλου επαρκούν για τον σκοπό της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του παρόντος τίτλου και είναι, ιδίως κατάλληλες για:

i)τον συντονισμό όλων των θυγατρικών επιχειρήσεων της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, μεταξύ άλλων, εφόσον απαιτείται, μέσω της κατάλληλης κατανομής καθηκόντων μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων·

ii)την πρόληψη ή τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων στο εσωτερικό του ομίλου· και

iii)την επιβολή πολιτικών οι οποίες αφορούν ολόκληρο τον όμιλο και καθορίζονται από τη μητρική ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή τη μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών σε ολόκληρο τον όμιλο·

β)η οργανωτική διάρθρωση του ομίλου, μέρος του οποίου αποτελεί η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, δεν εμποδίζει ούτε παρακωλύει κατ’ άλλον τρόπο την αποτελεσματική εποπτεία του ομίλου και των θυγατρικών του ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, λαμβανομένων υπόψη ιδίως:

i)της θέσης της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών σε πολυεπίπεδο όμιλο·

ii)της μετοχικής δομής· και

iii)του ρόλου της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εντός του ομίλου:

3β. Εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3α στοιχείο α), η αρχή εποπτείας του ομίλου έχει την εξουσία να απαιτεί από την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να τροποποιήσει τις εσωτερικές ρυθμίσεις και τις κατανομές καθηκόντων εντός του ομίλου.

Εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3α στοιχείο β), η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε κατάλληλα εποπτικά μέτρα από την αρχή εποπτείας του ομίλου για την εξασφάλιση ή την αποκατάσταση, ανάλογα με την περίπτωση, της συνέχειας και της ακεραιότητας της εποπτείας του ομίλου, καθώς και για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του παρόντος τίτλου. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές έχουν την εξουσία να απαιτούν από την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να διαρθρώνει τον όμιλο κατά τρόπο που να δίνεται στην αρμόδια εποπτική αρχή η δυνατότητα να ασκεί αποτελεσματικά την εποπτεία του ομίλου. Η εξουσία αυτή ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, μετά από διαβούλευση με την EIOPA και, κατά περίπτωση, με άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και αιτιολογείται δεόντως στον όμιλο.

3γ. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) και β) του παρόντος άρθρου, όταν η διαρθρωτική οργάνωση ενός ομίλου ο οποίος αποτελείται από επιχειρήσεις που συνδέονται μεταξύ τους με σχέση που ορίζεται στο άρθρο 22 παράγραφος 7 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ και τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις τους, ή που προσδιορίζεται βάσει του άρθρου 212 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας, είναι τέτοια ώστε να παρακωλύει ή να εμποδίζει την αποτελεσματική εποπτεία του εν λόγω ομίλου ή να εμποδίζει τη συμμόρφωση του ομίλου με τον παρόντα τίτλο, ο όμιλος υπόκειται σε κατάλληλα εποπτικά μέτρα για την εξασφάλιση ή την αποκατάσταση, ανάλογα με την περίπτωση, της συνέχειας και της ακεραιότητας της εποπτείας του ομίλου, καθώς και για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του παρόντος τίτλου. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές έχουν την εξουσία να απαιτούν τη σύσταση ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχει την έδρα της στην Ένωση, ή τη σύσταση επιχείρησης στην Ένωση η οποία ασκεί ουσιαστικά, με κεντρικό συντονισμό, δεσπόζουσα επιρροή στις αποφάσεις, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών αποφάσεων, των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων οι οποίες αποτελούν μέρος του ομίλου. Στην περίπτωση αυτή, η εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή επιχείρηση η οποία ασκεί ουσιαστικά κεντρικό συντονισμό είναι υπεύθυνη για τη συμμόρφωση με τον παρόντα τίτλο.»·

δ)στην παράγραφο 5, οι λέξεις «οδηγίας 2006/48/ΕΚ» αντικαθίστανται από τις λέξεις «οδηγίας 2013/36/ΕΕ»·

63)παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 213α:

«Άρθρο 213α
Χρήση μέτρων αναλογικότητας σε επίπεδο ομίλου

1. Οι όμιλοι κατά την έννοια του άρθρου 212 που υπόκεινται σε εποπτεία ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 213 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) ταξινομούνται ως όμιλοι με προφίλ χαμηλού κινδύνου από την αρχή εποπτείας του ομίλου τους, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, εάν πληρούν όλα τα ακόλουθα κριτήρια σε επίπεδο ομίλου για τα δύο τελευταία οικονομικά έτη:

α) όταν τουλάχιστον μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στο πλαίσιο του ομίλου δεν είναι επιχείρηση ασφάλισης ζημιών, πρέπει να πληρούνται όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

η υποενότητα κινδύνου επιτοκίου που αναφέρεται στο άρθρο 105 παράγραφος 5 στοιχείο α) δεν υπερβαίνει το 5 % των τεχνικών προβλέψεων, συμπεριλαμβανομένων των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 76·

ii) η απόδοση των επενδύσεων, εξαιρουμένων των επενδύσεων που κατέχονται για ασφαλιστικές υποχρεώσεις με παροχές συνδεόμενες με την αξία μεριδίων (unit-linked) και συνδεόμενες με δείκτες (index-linked), είναι υψηλότερη από τα μέσα εγγυημένα επιτόκια·

iii) οι συνολικές τεχνικές προβλέψεις του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, δεν υπερβαίνουν το 1 000 000 000 EUR·

β) όταν τουλάχιστον μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στο πλαίσιο του ομίλου δεν είναι επιχείρηση ασφάλισης ζωής, πρέπει να πληρούνται όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

i) ο μέσος συνδυασμένος δείκτης, μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων των τριών τελευταίων οικονομικών ετών, είναι μικρότερος από 100 %·

ii) τα ετήσια εγγεγραμμένα μεικτά ασφάλιστρα του ομίλου δεν υπερβαίνουν τα 100 000 000 EUR·

iii) το άθροισμα των ετήσιων εγγεγραμμένων μεικτών ασφαλίστρων των κατηγοριών 3 έως 7 και των κατηγοριών 14 και 15 του τμήματος Α του παραρτήματος Ι δεν υπερβαίνει το 30 % των συνολικών ετήσιων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων για τις δραστηριότητες ασφάλισης ζημιών του ομίλου·

γ) οι αναληφθείσες δραστηριότητες ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο του ομίλου, οι οποίες έχουν την έδρα τους σε διαφορετικά κράτη μέλη από το κράτος μέλος της αρχής εποπτείας του ομίλου, δεν υπερβαίνουν το 5 % των συνολικών ετήσιων εγγεγραμμένων μεικτών ασφαλίστρων του ομίλου·

δ) οι αναληφθείσες δραστηριότητες του ομίλου σε διαφορετικά κράτη μέλη από το κράτος μέλος της αρχής εποπτείας του ομίλου δεν υπερβαίνουν το 5 % των συνολικών ετήσιων εγγεγραμμένων μεικτών ασφαλίστρων του·

ε) οι επενδύσεις σε μη παραδοσιακές επενδύσεις δεν αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 20 % των συνολικών επενδύσεων·

στ) στην επιχειρηματική δραστηριότητα του ομίλου δεν περιλαμβάνονται οι αντασφαλιστικές εργασίες που υπερβαίνουν το 50 % των συνολικών ακαθάριστων ετήσιων εσόδων του ομίλου από ασφάλιστρα.

2. Οι διατάξεις του άρθρου 29β εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στο επίπεδο της τελικής μητρικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

3. Οι όμιλοι στους οποίους εφαρμόζεται εποπτεία ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 213 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) για διάστημα μικρότερο των δύο ετών λαμβάνουν υπόψη μόνο το τελευταίο οικονομικό έτος κατά την αξιολόγηση της εκπλήρωσης των κριτηρίων που καθορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

4. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, οι όμιλοι που χρησιμοποιούν εγκεκριμένο μερικό ή πλήρες εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό των οικείων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου δεν ταξινομούνται ποτέ ως όμιλοι με προφίλ χαμηλού κινδύνου.

5. Οι τελικές μητρικές ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή οι εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών λαμβάνουν υπόψη, κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τα κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 1, τα επιχειρηματικά σχέδια για τα επόμενα τρία οικονομικά έτη.

6. Οι διατάξεις των άρθρων 29γ, 29δ και 29ε εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.»·

64)το άρθρο 214 τροποποιείται ως εξής:

α)η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.    Η άσκηση της εποπτείας ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 213 δεν σημαίνει ότι οι εποπτικές αρχές οφείλουν να διαδραματίζουν εποπτικό ρόλο σε μεμονωμένη βάση, σε σχέση με την ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την αντασφαλιστική επιχείρησης τρίτης χώρας ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας.»·

β)στην παράγραφο 2, μετά το πρώτο εδάφιο παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον μια επιχείρηση έχει αμελητέο ενδιαφέρον σε σχέση με τους στόχους της εποπτείας του ομίλου σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο στοιχείο β), η αρχή εποπτείας του ομίλου διασφαλίζει ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)το μέγεθος της επιχείρησης, όσον αφορά το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού και τις τεχνικές προβλέψεις, είναι μικρό σε σύγκριση με το μέγεθος άλλων επιχειρήσεων του ομίλου και του ομίλου συνολικά·

ii)η εξαίρεση της επιχείρησης από το πεδίο εφαρμογής της εποπτείας του ομίλου δεν θα είχε ουσιαστική επίπτωση στη φερεγγυότητα του ομίλου·

iii)οι ποιοτικοί και ποσοτικοί κίνδυνοι, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απορρέουν από ενδοομιλικές συναλλαγές, τους οποίους ενέχει ή ενδέχεται να ενέχει η επιχείρηση για ολόκληρο τον όμιλο, είναι επουσιώδεις.»·

γ)προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

«3.    Σε περίπτωση που η εξαίρεση μίας ή περισσότερων επιχειρήσεων από το πεδίο εφαρμογής της εποπτείας του ομίλου σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου θα οδηγούσε σε περίπτωση που δεν ενεργοποιεί την εφαρμογή της εποπτείας του ομίλου δυνάμει του άρθρου 213 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ), η αρχή εποπτείας του ομίλου διαβουλεύεται με την EIOPA και, κατά περίπτωση, με άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές πριν λάβει την απόφαση εξαίρεσης. Η απόφαση αυτή λαμβάνεται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις και αιτιολογείται δεόντως στην EIOPA και, κατά περίπτωση, σε άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Η αρχή εποπτείας του ομίλου επαναξιολογεί τακτικά αν η απόφασή της εξακολουθεί να είναι κατάλληλη. Σε περίπτωση που δεν είναι πλέον κατάλληλη, η αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνει την EIOPA και, κατά περίπτωση, άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές ότι θα ξεκινήσει την άσκηση εποπτείας του ομίλου.

   Πριν από την εξαίρεση της τελικής μητρικής επιχείρησης από την εποπτεία του ομίλου σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο β), η αρχή εποπτείας του ομίλου διαβουλεύεται με την EIOPA και, κατά περίπτωση, με άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, και διενεργεί εκτίμηση των επιπτώσεων που έχει η άσκηση εποπτείας του ομίλου σε επίπεδο ενδιάμεσης συμμετέχουσας επιχείρησης στην κατάσταση φερεγγυότητας του ομίλου. Ειδικότερα, η εξαίρεση αυτή δεν είναι δυνατή εάν οδηγεί σε ουσιαστική βελτίωση της κατάστασης φερεγγυότητας του ομίλου.»·

65)το άρθρο 220 τροποποιείται ως εξής:

α)στην παράγραφο 1, οι λέξεις «η οποία παρατίθεται στα άρθρα 221 έως 233» αντικαθίστανται από τις λέξεις «η οποία παρατίθεται στα άρθρα 221 έως 233α»·

β)στην παράγραφο 2, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ωστόσο, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις εποπτικές αρχές τους, εφόσον αυτές ασκούν τον ρόλο της εποπτείας του ομίλου σε σχέση με κάποιον συγκεκριμένο όμιλο, να αποφασίζουν, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και τον ίδιο τον όμιλο, να εφαρμόζουν στον συγκεκριμένο όμιλο τη μέθοδο 2 σύμφωνα με τα άρθρα 233 έως 234 ή, εάν η αποκλειστική εφαρμογή της μεθόδου 1 κρίνεται ακατάλληλη, συνδυασμό των μεθόδων 1 και 2 σύμφωνα με τα άρθρα 233α και 234.»·

γ)προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

«3.    Με την επιφύλαξη του καθεστώτος μεταχείρισης των επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 228 παράγραφος 1, οι εποπτικές αρχές μπορούν να αποφασίσουν να εφαρμόσουν τη μέθοδο 2, σύμφωνα με την παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου, μόνο σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας, ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και εταιρείες χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτης χώρας.»·

66)στο άρθρο 221, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 1α:

«1α.Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, για τον αποκλειστικό σκοπό του άρθρου 228, ανεξάρτητα από το αν χρησιμοποιείται η μέθοδος 1 ή η μέθοδος 2, ως “αναλογικό μερίδιο” νοείται το ποσοστό του εγγεγραμμένου κεφαλαίου που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, η συμμετέχουσα επιχείρηση στη συνδεδεμένη επιχείρηση.»·

67)στο άρθρο 222, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.Το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 δεν υπερβαίνει τη συνεισφορά της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου.»·

68)στο άρθρο 226, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

«3.Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, οι εταιρείες χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτης χώρας αντιμετωπίζονται επίσης ως ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.»·

69)στο άρθρο 227 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, μετά τις λέξεις «άρθρο 233» παρεμβάλλονται οι λέξεις «και το άρθρο 233α»·

70)το άρθρο 228 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 228
Μεταχείριση συγκεκριμένων συνδεδεμένων επιχειρήσεων από άλλους χρηματοπιστωτικούς τομείς

1. Ανεξάρτητα από τη μέθοδο που χρησιμοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 220 της παρούσας οδηγίας, για τον σκοπό του υπολογισμού της φερεγγυότητας του ομίλου, η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση λαμβάνει υπόψη τη συνεισφορά των ακόλουθων επιχειρήσεων στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια του ομίλου και στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου:

α)πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημεία 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)εταιρείες διαχείρισης ΟΣΕΚΑ κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2009/65/ΕΚ ή εταιρείες επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 27 της εν λόγω οδηγίας, υπό τον όρο ότι δεν έχουν ορίσει εταιρεία διαχείρισης κατ’ εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας·

γ)διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ·

δ)άλλες επιχειρήσεις πλην των ρυθμιζόμενων επιχειρήσεων που ασκούν μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όταν οι δραστηριότητες αυτές αποτελούν σημαντικό μέρος της συνολικής τους δραστηριότητας·

ε)ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών κατά την έννοια του άρθρου 6 σημείο 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341.

2. Η συνεισφορά των συνδεδεμένων επιχειρήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια του ομίλου υπολογίζεται ως άθροισμα του αναλογικού μεριδίου των ιδίων κεφαλαίων κάθε επιχείρησης, όταν τα εν λόγω ίδια κεφάλαια υπολογίζονται ως εξής:

α)για κάθε επιχείρηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με τους σχετικούς τομεακούς κανόνες όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 7 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ·

β)για κάθε συνδεδεμένη επιχείρηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 1 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ·

γ)για κάθε συνδεδεμένη επιχείρηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο λ) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ·

δ)για κάθε συνδεδεμένη επιχείρηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ) του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με τους σχετικούς τομεακούς κανόνες όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 7 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, εάν ήταν ρυθμιζόμενες οντότητες κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 4 της εν λόγω οδηγίας·

ε)για κάθε συνδεδεμένη επιχείρηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) του παρόντος άρθρου, το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 17α της οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το ποσό των ιδίων κεφαλαίων κάθε συνδεδεμένης επιχείρησης που αντιστοιχεί σε μη διανεμητέα αποθεματικά και σε άλλα στοιχεία που προσδιορίζονται από την αρχή εποπτείας του ομίλου ως έχοντα μειωμένη ικανότητα απορρόφησης ζημιών, καθώς και προνομιούχες μετοχές, λογαριασμοί μελών αλληλασφαλιστικών επιχειρήσεων μειωμένης εξασφάλισης, υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης και αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις, που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια καθ’ υπέρβαση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που υπολογίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3, δεν λαμβάνεται υπόψη, εκτός εάν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να πείσει την αρχή εποπτείας του ομίλου ότι τα εν λόγω στοιχεία μπορούν να διατεθούν για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου. Κατά τον προσδιορισμό της σύνθεσης των πλεοναζόντων ιδίων κεφαλαίων, η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση λαμβάνει υπόψη ότι ορισμένες απαιτήσεις κάποιων συνδεδεμένων επιχειρήσεων πληρούνται μόνο με κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή με πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

3. Η συνεισφορά των συνδεδεμένων επιχειρήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου υπολογίζεται ως άθροισμα του αναλογικού μεριδίου των κεφαλαιακών απαιτήσεων ή των θεωρητικών κεφαλαιακών απαιτήσεων κάθε συνδεδεμένης επιχείρησης, όταν οι εν λόγω κεφαλαιακές απαιτήσεις ή θεωρητικές κεφαλαιακές απαιτήσεις υπολογίζονται ως εξής:

α)για τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με τα εξής:

β)για κάθε επιχείρηση επενδύσεων που υπόκειται σε απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033, το άθροισμα της απαίτησης που ορίζεται στο άρθρο 11 του εν λόγω κανονισμού, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 ή των τοπικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε τρίτες χώρες·

γ)για κάθε πιστωτικό ίδρυμα, το υψηλότερο από τα ακόλουθα:

το άθροισμα της απαίτησης που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που αναφέρονται στα άρθρα 458 και 459 του εν λόγω κανονισμού, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων πλην του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6 της εν λόγω οδηγίας ή οποιωνδήποτε τοπικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε τρίτες χώρες·

το άθροισμα των απαιτήσεων που ορίζονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που αναφέρονται στα άρθρα 458 και 459 του εν λόγω κανονισμού, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή των τοπικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω απαιτήσεις πρέπει να πληρούνται από το κεφάλαιο της κατηγορίας 1·

δ)για κάθε συνδεδεμένη επιχείρηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2009/65/ΕΚ·

ε)για κάθε συνδεδεμένη επιχείρηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 9 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ·

στ)για κάθε συνδεδεμένη επιχείρηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ) του παρόντος άρθρου, τις κεφαλαιακές απαιτήσεις προς τις οποίες θα έπρεπε να συμμορφώνεται η συνδεδεμένη επιχείρηση σύμφωνα με τους σχετικούς τομεακούς κανόνες, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 7 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, εάν ήταν ρυθμιζόμενη οντότητα κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 4 της εν λόγω οδηγίας·

ζ)για κάθε συνδεδεμένη επιχείρηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) του παρόντος άρθρου, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 17β της οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341.

4. Όταν διάφορες συνδεδεμένες επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σχηματίζουν υποόμιλο ο οποίος υπόκειται σε κεφαλαιακές απαιτήσεις σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με μία από τις οδηγίες ή έναν από τους κανονισμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 3, η αρχή εποπτείας του ομίλου μπορεί να επιτρέψει τον υπολογισμό της συνεισφοράς των εν λόγω συνδεδεμένων επιχειρήσεων στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια του ομίλου ως αναλογικού μεριδίου των ιδίων κεφαλαίων του εν λόγω υποομίλου, αντί της εφαρμογής της παραγράφου 2 στοιχεία α) έως ε), σε κάθε μεμονωμένη επιχείρηση που ανήκει στον εν λόγω υποόμιλο. Στην περίπτωση αυτή, η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υπολογίζει επίσης τη συνεισφορά των εν λόγω συνδεδεμένων επιχειρήσεων στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου ως αναλογικό μερίδιο των κεφαλαιακών απαιτήσεων του εν λόγω υποομίλου, αντί της εφαρμογής της παραγράφου 3 στοιχεία α) έως ε), σε κάθε μεμονωμένη επιχείρηση που ανήκει στον εν λόγω υποόμιλο.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, σε επίπεδο υποομίλου.

5.    Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 4, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις οικείες εποπτικές αρχές, όταν αναλαμβάνουν τον ρόλο της εποπτείας του ομίλου σε σχέση με κάποια συγκεκριμένο όμιλο, να αποφασίζουν, μετά από αίτημα της συμμετέχουσας επιχείρησης ή με δική τους πρωτοβουλία, να αφαιρούν οποιαδήποτε συμμετοχή που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχεία α έως δ) από τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη της φερεγγυότητας του ομίλου της συμμετέχουσας επιχείρησης.»·

71)στον τίτλο III κεφάλαιο II τμήμα 1 ενότητα 3, προστίθεται το ακόλουθο άρθρο 229α:

«Άρθρο 229α
Απλουστευμένοι υπολογισμοί

1. Για τους σκοπούς του άρθρου 230, η αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβούλευση με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, μπορεί να επιτρέψει στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να εφαρμόζει απλουστευμένη προσέγγιση για συμμετοχές σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις που δεν είναι σημαντικές.

Η εφαρμογή της απλουστευμένης προσέγγισης, κατά τα αναφερόμενα στο πρώτο εδάφιο, σε μία ή περισσότερες συνδεδεμένες επιχειρήσεις αιτιολογείται δεόντως από τη συμμετέχουσα επιχείρηση στην αρχή εποπτείας του ομίλου, λαμβανομένης υπόψη της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των κινδύνων της συνδεδεμένης ή των συνδεδεμένων επιχειρήσεων.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τη συμμετέχουσα επιχείρηση να αξιολογεί, σε ετήσια βάση, αν εξακολουθεί να δικαιολογείται η χρήση της απλουστευμένης προσέγγισης και δημοσιοποιούν, στην έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ομίλου της, τον κατάλογο και το μέγεθος των συνδεδεμένων επιχειρήσεων που υπόκεινται στην εν λόγω απλουστευμένη προσέγγιση.

2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η συμμετέχουσα ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να πείσει την αρχή εποπτείας του ομίλου ότι η εφαρμογή της απλουστευμένης προσέγγισης στις συμμετοχές σε μία ή περισσότερες συνδεδεμένες επιχειρήσεις είναι επαρκώς συνετή ώστε να αποφευχθεί πιθανή υποεκτίμηση των κινδύνων που απορρέουν από την εν λόγω επιχείρηση, ή από τις εν λόγω επιχειρήσεις, κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας του ομίλου.

Η απλουστευμένη προσέγγιση, όταν εφαρμόζεται σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας που έχει την έδρα της σε η οποία δεν είναι ισοδύναμη ή προσωρινά ισοδύναμη κατά την έννοια του άρθρου 227, δεν έχει ως αποτέλεσμα συνεισφορά της συνδεδεμένης επιχείρησης στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου που είναι χαμηλότερη από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις της εν λόγω επιχείρησης, όπως καθορίζονται από την οικεία τρίτη χώρα.

Η απλουστευμένη προσέγγιση δεν εφαρμόζεται σε συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν διαθέτει αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις όπως καθορίζονται στην εν λόγω τρίτη χώρα.

3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, συνδεδεμένες επιχειρήσεις θεωρούνται σημαντικές όταν η λογιστική αξία καθεμιάς από αυτές αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 0,2 % των ενοποιημένων λογαριασμών του ομίλου και το άθροισμα της λογιστικής αξίας όλων αυτών των επιχειρήσεων αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 0,5 % των ενοποιημένων λογαριασμών του ομίλου.»·

72)το άρθρο 230 τροποποιείται ως εξής:

α)η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.    Ο υπολογισμός της φερεγγυότητας του ομίλου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης πραγματοποιείται στη βάση των ενοποιημένων λογαριασμών.

Η φερεγγυότητα του ομίλου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης είναι η διαφορά μεταξύ των ακολούθων στοιχείων:

α)του αθροίσματος των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, που υπολογίζονται βάσει ενοποιημένων στοιχείων, και της συνεισφοράς των συνδεδεμένων επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 228 παράγραφος 1 στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια του ομίλου, όταν η εν λόγω συνεισφορά υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 228 παράγραφος 2 ή 4·

β)του αθροίσματος των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, που υπολογίζονται βάσει ενοποιημένων στοιχείων, και της συνεισφοράς των συνδεδεμένων επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 228 παράγραφος 1 στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, όταν η εν λόγω συνεισφορά υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 228 παράγραφος 3 ή 4.

Για τους σκοπούς του δεύτερου εδαφίου, οι συμμετοχές σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 228 παράγραφος 1 δεν περιλαμβάνονται στα ενοποιημένα στοιχεία.

Ο τίτλος Ι κεφάλαιο VI τμήμα 3 ενότητες 1, 2 και 3 και ο τίτλος I κεφάλαιο VI τμήμα 4 ενότητες 1, 2 και 3 εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου βάσει ενοποιημένων στοιχείων. Ειδικότερα, στοιχείο ιδίων κεφαλαίων που εκδίδεται από συμμετέχουσα επιχείρηση δεν θεωρείται ελεύθερο βαρών κατά την έννοια του άρθρου 93 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο γ), εάν το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να επιστραφεί στον κάτοχό του κατά την εκκαθάριση συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.»·

β)η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)στο δεύτερο εδάφιο, προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία γ) και δ):

«γ)    του αναλογικού μεριδίου των τοπικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, για το οποίο θα ανακληθεί η άδεια, για συνδεδεμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας·

δ)    του αναλογικού μεριδίου των θεωρητικών ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου και των εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.»·

ii)το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο δ) του παρόντος άρθρου, το θεωρητικό ποσό ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων μιας ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου και μιας εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ισούται με το 35 % των θεωρητικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, όταν οι θεωρητικές ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 226 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.»·

iii)το τέταρτο εδάφιο απαλείφεται·

γ)προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

«3. Οι συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις συμμορφώνονται προς τις ελάχιστες ενοποιημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, οι οποίες είναι οι χαμηλότερες από τα κατωτέρω:

α)το 45 % του αποτελέσματος του υπολογισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β)·

β)το αποτέλεσμα του υπολογισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο.

Αυτό το ελάχιστο ποσό καλύπτεται από επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 98 παράγραφος 4, και υπολογίζεται βάσει ενοποιημένων στοιχείων. Για τον σκοπό αυτόν, οι συμμετοχές σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 228 παράγραφος 1 δεν περιλαμβάνονται στα ενοποιημένα στοιχεία.

Για τον καθορισμό του κατά πόσον αυτά τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια είναι κατάλληλα για την κάλυψη των ελάχιστων ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου, εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι αρχές που προβλέπονται στα άρθρα 221 έως 229. Οι διατάξεις του άρθρου 139 παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.»·

73)στο άρθρο 232 πρώτο εδάφιο εισαγωγική φράση, οι λέξεις «που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ε)»·

74)το άρθρο 233 τροποποιείται ως εξής:

α)στην παράγραφο 1, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)    της αξίας στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση των συνδεδεμένων επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 220 παράγραφος 3 και στο άρθρο 228 παράγραφος 1 και των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3.»·

β)η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)    του αναλογικού μεριδίου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας κάθε μεμονωμένης συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.»·

ii)προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο γ):

«γ)    της συνεισφοράς των συνδεδεμένων επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 228 παράγραφος 1 στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια του ομίλου, όταν η εν λόγω συνεισφορά υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 228 παράγραφος 2 ή 4.»·

γ)η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β) του αναλογικού μεριδίου των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας κάθε μεμονωμένης συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.»·

ii)προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο γ):

«γ)    της συνεισφοράς των συνδεδεμένων επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 228 παράγραφος 1 στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, όταν η εν λόγω συνεισφορά υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 228 παράγραφος 3 ή 4.»·

75)παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 233α:

«Άρθρο 233α
Συνδυασμός των μεθόδων 1 και 2

1.Η φερεγγυότητα του ομίλου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης προκύπτει ως διαφορά μεταξύ των κατωτέρω:

α)    του αθροίσματος των κατωτέρω:

i)για τις επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται η μέθοδος 1, των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, οι οποίες υπολογίζονται βάσει ενοποιημένων στοιχείων·

ii)για κάθε συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στην οποία εφαρμόζεται η μέθοδος 2, του αναλογικού μεριδίου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για τις κεφαλαιακές της απαιτήσεις φερεγγυότητας·

iii)της συνεισφοράς των συνδεδεμένων επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 228 παράγραφος 1, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 228 παράγραφος 2 ή παράγραφος 4· και

β)    του αθροίσματος των κατωτέρω:

i)για τις επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται η μέθοδος 1, των ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου, οι οποίες υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 230 παράγραφος 2 βάσει ενοποιημένων στοιχείων·

ii)για κάθε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στην οποία εφαρμόζεται η μέθοδος 2, του αναλογικού μεριδίου των κεφαλαιακών της απαιτήσεων φερεγγυότητας·

iii)της συνεισφοράς των συνδεδεμένων επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 228 παράγραφος 1, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 228 παράγραφος 3 ή παράγραφος 4.

2.Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α) σημείο i) και της παραγράφου 1 στοιχείο β) σημείο i) του παρόντος άρθρου, οι συμμετοχές σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 228 παράγραφος 1 δεν συμπεριλαμβάνονται στα ενοποιημένα στοιχεία.

3.Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α) σημείο i) και της παραγράφου 1 στοιχείο β) σημείο i) του παρόντος άρθρου, οι συμμετοχές σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 220 παράγραφος 3, στις οποίες εφαρμόζεται η μέθοδος 2, δεν συμπεριλαμβάνονται στα ενοποιημένα στοιχεία.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο β) σημείο i) του παρόντος άρθρου, η αξία των συμμετοχών σε επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 220 παράγραφος 3, στις οποίες εφαρμόζεται η μέθοδος 2, καθ’ υπέρβαση των δικών τους κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, περιλαμβάνεται στα ενοποιημένα δεδομένα κατά τον υπολογισμό της ευαισθησίας των στοιχείων ενεργητικού και των υποχρεώσεων σε αλλαγές στο επίπεδο ή στη μεταβλητότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών («συναλλαγματικός κίνδυνος»). Ωστόσο, η αξία των εν λόγω συμμετοχών δεν θεωρείται ότι παρουσιάζει ευαισθησία σε αλλαγές στο επίπεδο ή στη μεταβλητότητα των αγοραίων τιμών των μετοχών («κίνδυνος μετοχών»)·

4.Οι διατάξεις του άρθρου 233 παράγραφος 4 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α) σημείο ii) και της παραγράφου 1 στοιχείο β) σημείο ii) του παρόντος άρθρου.

5.Οι διατάξεις του άρθρου 231 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στην περίπτωση αίτησης έγκρισης υπολογισμού των ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου, καθώς και των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του ομίλου, με βάση κάποιο εσωτερικό υπόδειγμα, που έχει υποβληθεί από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της, ή από κοινού από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου.

6.Οι συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις συμμορφώνονται προς τις ελάχιστες ενοποιημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις τους όσον αφορά τη φερεγγυότητα του ομίλου, οι οποίες είναι οι χαμηλότερες από τα κατωτέρω:

α)το 45 % του αθροίσματος των ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) σημείο i) και της συνεισφοράς που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) σημείο iii)·

β)το αποτέλεσμα του υπολογισμού που αναφέρεται στο άρθρο 230 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο.

Οι ελάχιστες ενοποιημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου καλύπτονται από επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια, όπως καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 98 παράγραφος 4, και υπολογίζονται βάσει ενοποιημένων στοιχείων. Για τους σκοπούς του υπολογισμού αυτού, οι συμμετοχές σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 228 παράγραφος 1 δεν συμπεριλαμβάνονται στα ενοποιημένα στοιχεία.

Για τον καθορισμό του κατά πόσον αυτά τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια είναι κατάλληλα για την κάλυψη των ελάχιστων ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου, εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι αρχές που προβλέπονται στα άρθρα 221 έως 229. Οι διατάξεις του άρθρου 139 παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.

7.Για να καθοριστεί αν το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β) σημείο ii) του παρόντος άρθρου αντικατοπτρίζει κατάλληλα το προφίλ κινδύνου του ομίλου όσον αφορά τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 220 παράγραφος 3 στις οποίες εφαρμόζεται η μέθοδος 2, οι αρμόδιες εποπτικές αρχές δίνουν ιδιαίτερη προσοχή σε τυχόν ειδικούς κινδύνους που υφίστανται σε επίπεδο ομίλου, και οι οποίοι δεν καλύπτονται επαρκώς, επειδή είναι δύσκολη η ποσοτική έκφρασή τους.

Όταν το προφίλ κινδύνου του ομίλου όσον αφορά τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 220 παράγραφος 3 στις οποίες εφαρμόζεται η μέθοδος 2 αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζονται οι συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου που αναφέρονται στο άρθρο 233 παράγραφος 3, μπορεί να επιβληθεί πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στο ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β) σημείο ii) του παρόντος άρθρου.

Οι διατάξεις του άρθρου 37 παράγραφοι 1 έως 5, σε συνδυασμό με τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφοι 6, 7 και 8, εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.»·

76)το άρθρο 234 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 234
Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σε σχέση με τις τεχνικές αρχές και μεθόδους των άρθρων 220 έως 229, την απλουστευμένη προσέγγιση του άρθρου 229α και την εφαρμογή των άρθρων 230 έως 233α

Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 301α, όσον αφορά τον καθορισμό των κατωτέρω:

α) των τεχνικών αρχών και μεθόδων που καθορίζονται στα άρθρα 220 έως 229·

β) των τεχνικών λεπτομερειών της απλουστευμένης προσέγγισης που προβλέπεται στο άρθρο 229α παράγραφος 1, καθώς και των κριτηρίων βάσει των οποίων οι εποπτικές αρχές μπορούν να εγκρίνουν τη χρήση της απλουστευμένης προσέγγισης·

γ) της εφαρμογής των άρθρων 230 έως 233α, ώστε να αντανακλάται η οικονομική φύση των συγκεκριμένων νομικών διαρθρώσεων.

Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 301α, για τον καθορισμό των κριτηρίων βάσει των οποίων η αρχή εποπτείας του ομίλου μπορεί να εγκρίνει την εφαρμογή της απλουστευμένης προσέγγισης που προβλέπεται στο άρθρο 229α παράγραφος 2.»·

77)στο άρθρο 244 παράγραφος 3, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για να καθοριστούν οι σημαντικές συγκεντρώσεις κινδύνων που πρέπει να αναφέρονται, η αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον όμιλο, επιβάλλει τα κατάλληλα όρια με βάση τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, τις τεχνικές προβλέψεις, τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια, άλλα ποσοτικά ή ποιοτικά κριτήρια βάσει κινδύνου που θεωρούνται κατάλληλα ή συνδυασμό τους.»·

78)το άρθρο 245 τροποποιείται ως εξής:

α)στην παράγραφο 1, οι λέξεις «τις παραγράφους 2 και 3» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τις παραγράφους 2, 3 και 3α»·

β)παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 3α:

«3α. Επιπλέον των ενδοομιλικών συναλλαγών κατά την έννοια του άρθρου 13 σημείο 19, για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου, όταν δικαιολογείται, οι εποπτικές αρχές μπορούν να απαιτούν από τους ομίλους να υποβάλλουν επίσης στοιχεία για ενδοομιλικές συναλλαγές στις οποίες εμπλέκονται άλλες επιχειρήσεις πλην των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτης χώρας, των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου και των εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.»·

79)το άρθρο 246 τροποποιείται ως εξής:

α)η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Οι απαιτήσεις που προβλέπονται στον τίτλο Ι κεφάλαιο IV τμήμα 2 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στο επίπεδο του ομίλου. Το σύστημα διακυβέρνησης του ομίλου καλύπτει τις συμμετέχουσες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις μητρικές ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή τις μητρικές εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, καθώς και όλες τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις στο πλαίσιο του ομίλου κατά την έννοια του άρθρου 212, οι οποίες υπόκεινται σε εποπτεία του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 213 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ). Το σύστημα διακυβέρνησης του ομίλου καλύπτει επίσης όλες τις επιχειρήσεις που τελούν υπό τη διαχείριση της συμμετέχουσας επιχείρησης ή των θυγατρικών της, από κοινού με μία ή περισσότερες επιχειρήσεις που δεν ανήκουν στον ίδιο όμιλο.

Με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, τα συστήματα διαχείρισης κινδύνων και εσωτερικού ελέγχου και οι διαδικασίες αναφοράς εφαρμόζονται συνεκτικά σε όλες τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στο πεδίο εποπτείας του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 213 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β), έτσι ώστε τα εν λόγω συστήματα και οι διαδικασίες αναφοράς να μπορούν να ελέγχονται σε επίπεδο ομίλου.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο της τελικής μητρικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχει την έδρα της στην Ένωση, ή της ορισθείσας συμμετέχουσας επιχείρησης σύμφωνα με το άρθρο 212 παράγραφος 3, έχει την τελική ευθύνη για τη συμμόρφωση, του ομίλου στον οποίο εφαρμόζεται η εποπτεία του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 213 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ), προς τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Το διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο κάθε ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης του ομίλου παραμένει υπεύθυνο για τη συμμόρφωσή του προς το σύνολο των απαιτήσεων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 40 και στο άρθρο 213 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.

Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων καλύπτει τουλάχιστον όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές δραστηριότητες που ασκούνται εντός του ομίλου, καθώς και τις σημαντικές μη ασφαλιστικές δραστηριότητες. Καλύπτει επίσης τους κινδύνους που απορρέουν από τις δραστηριότητες στις οποίες εκτίθεται ή θα μπορούσε να εκτεθεί ο όμιλος, καθώς και τις αλληλεξαρτήσεις τους.

Με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, τα συστήματα διαχείρισης των κινδύνων και εσωτερικού ελέγχου και οι διαδικασίες αναφοράς εφαρμόζονται συνεκτικά σε όλες τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στο πεδίο εποπτείας του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 213 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β), έτσι ώστε τα εν λόγω συστήματα και οι διαδικασίες αναφοράς να μπορούν να ελέγχονται σε επίπεδο ομίλου.»·

β)στην παράγραφο 2, προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών παρακολουθεί τακτικά τις δραστηριότητες των συνδεδεμένων επιχειρήσεών της, συμπεριλαμβανομένων των συνδεδεμένων επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 228 παράγραφος 1 και των μη ρυθμιζόμενων επιχειρήσεων. Η εν λόγω παρακολούθηση είναι ανάλογη προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που δημιουργούν ή θα μπορούσαν να δημιουργήσουν οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις στο επίπεδο του ομίλου.

Η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών διαθέτει γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές σε επίπεδο ομίλου και εξασφαλίζει τη συνέπεια των γραπτώς τεκμηριωμένων πολιτικών όλων των ρυθμιζόμενων επιχειρήσεων στο πλαίσιο του ομίλου με τις πολιτικές του ομίλου. Διασφαλίζει επίσης ότι οι πολιτικές του ομίλου εφαρμόζονται με συνεπή τρόπο από όλες τις ρυθμιζόμενες επιχειρήσεις στο πλαίσιο του ομίλου.»·

γ)στην παράγραφο 4, πρώτο εδάφιο, η δεύτερη πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η εκτίμηση ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας που διενεργείται σε επίπεδο ομίλου καλύπτει τουλάχιστον όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές δραστηριότητες που ασκούνται εντός του ομίλου, καθώς και τις σημαντικές μη ασφαλιστικές δραστηριότητες. Καλύπτει επίσης τους κινδύνους που απορρέουν από τις δραστηριότητες στις οποίες εκτίθεται ή θα μπορούσε να εκτεθεί ο όμιλος, καθώς και τις αλληλεξαρτήσεις τους. Η εκτίμηση ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας υπόκειται σε εποπτική εξέταση από την αρχή εποπτείας του ομίλου σύμφωνα με το κεφάλαιο ΙΙ.

δ)προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 5:

«5. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να διασφαλίζει ότι ο όμιλος διαθέτει άρτιες ρυθμίσεις διακυβέρνησης, οι οποίες περιλαμβάνουν σαφή οργανωτική δομή με σαφώς καθορισμένες, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης και διαχωρισμό των καθηκόντων εντός του ομίλου. Το σύστημα διακυβέρνησης του ομίλου επιδιώκει την πρόληψη συγκρούσεων συμφερόντων ή, όταν αυτό δεν είναι εφικτό, τη διαχείρισή τους.

Τα πρόσωπα τα οποία διοικούν ουσιαστικά έναν ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό όμιλο είναι τα πρόσωπα τα οποία διοικούν ουσιαστικά τη μητρική ή τη συμμετέχουσα επιχείρηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να προσδιορίζει τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για άλλα βασικά καθήκοντα εντός του ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου που υπόκειται σε εποπτεία ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 213 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ). Το διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου είναι υπεύθυνο για τις δραστηριότητες που ασκούν τα εν λόγω πρόσωπα.

Σε περίπτωση που τα πρόσωπα τα οποία διοικούν ουσιαστικά έναν ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό όμιλο ή είναι υπεύθυνα για άλλα βασικά καθήκοντα είναι επίσης τα πρόσωπα τα οποία διοικούν ουσιαστικά μία ή περισσότερες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή άλλες συνδεδεμένες επιχειρήσεις, ή είναι υπεύθυνα για άλλα βασικά καθήκοντα στο πλαίσιο οποιασδήποτε από τις εν λόγω επιχειρήσεις, η συμμετέχουσα επιχείρηση μεριμνά ώστε οι ρόλοι και οι αρμοδιότητες σε επίπεδο ομίλου διαχωρίζονται σαφώς από τους ρόλους και τις αρμοδιότητες που ισχύουν σε επίπεδο κάθε μεμονωμένης επιχείρησης.»·

80)στον τίτλο IΙI, παρεμβάλλεται το ακόλουθο κεφάλαιο IΙΑ:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΑ 
Μακροπροληπτικοί κανόνες σε επίπεδο ομίλου

Άρθρο 246α
Διαχείριση του κινδύνου ρευστότητας σε επίπεδο ομίλου

1.Τα κράτη μέλη ζητούν από τις συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να καταρτίζουν και να διατηρούν σχέδιο διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας σε επίπεδο ομίλου. Οι διατάξεις του άρθρου 144α εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών.

2.Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 144α, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές θυγατρικές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εποπτείας του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 213 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) εξαιρούνται από την κατάρτιση και τη διατήρηση σχεδίου διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας σε μεμονωμένο επίπεδο, εφόσον το σχέδιο διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου καλύπτει τη διαχείριση της ρευστότητας και τις ανάγκες ρευστότητας των οικείων θυγατρικών.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από κάθε μεμονωμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που επωφελείται από την εξαίρεση δυνάμει του πρώτου εδαφίου εδάφιο να υποβάλει στην εποπτική της αρχή τα μέρη του σχεδίου διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας που καλύπτουν την κατάσταση ολόκληρου του ομίλου και τη δική της κατάσταση.

3.Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, οι εποπτικές αρχές μπορούν να απαιτούν από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική θυγατρική να καταρτίζει και να διατηρεί σχέδιο διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας σε μεμονωμένο επίπεδο, όταν εντοπίζουν συγκεκριμένη ευπάθεια ρευστότητας ή όταν το σχέδιο διαχείρισης της ρευστότητας σε επίπεδο ομίλου δεν περιλαμβάνει κατάλληλες πληροφορίες τις οποίες η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική απαιτεί να παρέχουν συγκρίσιμες επιχειρήσεις για τους σκοπούς της παρακολούθησης της θέσης ρευστότητάς τους.

4.Για τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η EIOPA καταρτίζει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την περαιτέρω εξειδίκευση του περιεχομένου και της συχνότητας επικαιροποίησης του σχεδίου πλαισίου διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας σε επίπεδο ομίλου.

Η EIOPA υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως τη(ν) [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = 12 μήνες μετά την έναρξη ισχύος].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Άρθρο 246β 
Άλλοι μακροπροληπτικοί κανόνες

Οι διατάξεις των άρθρων 144β και 144γ εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, σε επίπεδο ομίλου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου και της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.»·

81)στο άρθρο 252 πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «ένα πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ ή μια επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στην οδηγία 2004/39/ΕΚ» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ένα πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή μια επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ»·

82)στο άρθρο 254, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

«3. Η συμμετέχουσα ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση, η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου και η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υποβάλλουν στην αρχή εποπτείας του ομίλου τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο σε ετήσια βάση εντός 20 εβδομάδων από τη λήξη του οικονομικού έτους της επιχείρησης και, όταν οι πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο απαιτούνται σε τριμηνιαία βάση, εντός 11 εβδομάδων από το τέλος κάθε τριμήνου.»·

83)το άρθρο 256 τροποποιείται ως εξής:

α)η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Τα κράτη μέλη ζητούν από τις συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να δημοσιεύουν, σε ετήσια βάση, έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση σε επίπεδο ομίλου. Η εν λόγω έκθεση περιέχει πληροφορίες σχετικά με τον όμιλο, οι οποίες απευθύνονται σε άλλους συμμετέχοντες στην αγορά, όπως αναφέρεται στο άρθρο 51 παράγραφος 1β. Οι διατάξεις των άρθρων 51, 53, 54 και 55 εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο σε ετήσια ή λιγότερο συχνή βάση εντός 24 εβδομάδων από τη λήξη του οικονομικού έτους της επιχείρησης.

β)στην παράγραφο 2, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β) τις πληροφορίες για οποιαδήποτε από τις θυγατρικές του ομίλου, που πρέπει να είναι διακριτές, συμπεριλαμβανομένων αμφότερων των μερών της έκθεσης σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση, και να δημοσιεύονται σύμφωνα με τα άρθρα 51, 53, 54 και 55.»·

γ)η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4. Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 301α, για την περαιτέρω εξειδίκευση των πληροφοριών που πρέπει να κοινοποιούνται στην ενιαία έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση, που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, και την έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση σε επίπεδο ομίλου, που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.»·

δ)στην παράγραφο 5, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5. Για την εξασφάλιση ενιαίων όρων εφαρμογής σε σχέση με την ενιαία έκθεση και την έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ομίλου, η EIOPA καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τις διαδικασίες, τους μορφοτύπους και τα υποδείγματα για τη δημοσιοποίηση της ενιαίας έκθεσης και της έκθεσης σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ομίλου, όπως καθορίζεται στο παρόν άρθρο.»·

84)παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 256β και 256γ:

«Άρθρο 256β
Τακτική εποπτική αναφορά ομίλου

1. Τα κράτη μέλη ζητούν από τις συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να υποβάλλουν στις εποπτικές αρχές, σε ετήσια βάση, τακτική εποπτική αναφορά σε επίπεδο ομίλου. Οι διατάξεις του άρθρου 35 παράγραφος 5α εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να υποβάλλουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο σε ετήσια ή λιγότερο συχνή βάση εντός 24 εβδομάδων από τη λήξη του οικονομικού έτους της επιχείρησης.

2. Μια συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή μια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών μπορεί, με την επιφύλαξη της συγκατάθεσης των ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών, να υποβάλλει ενιαία τακτική εποπτική αναφορά, η οποία περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α) τις πληροφορίες σε επίπεδο ομίλου που πρέπει να αναφέρονται σύμφωνα με την παράγραφο 1·

β) τις πληροφορίες για οποιαδήποτε από τις θυγατρικές του ομίλου, οι οποίες είναι διακριτές, υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 5α και δεν καταλήγουν σε λιγότερες πληροφορίες από εκείνες που θα παρέχονταν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που υποβάλλουν τακτική εποπτική έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 5α.

Πριν δώσει τη συγκατάθεσή της σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, η αρχή εποπτείας του ομίλου ζητεί τη γνώμη και λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις και τυχόν επιφυλάξεις των μελών του Σώματος εποπτών. Η μη συγκατάθεση των ενδιαφερόμενων εθνικών εποπτικών αρχών αιτιολογείται δεόντως. Εάν η ενιαία τακτική εποπτική αναφορά σύμφωνα με την παράγραφο 2 εγκριθεί από το Σώμα εποπτών, κάθε μεμονωμένη ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει την ενιαία τακτική εποπτική αναφορά στην εποπτική αρχή της. Κάθε εποπτική αρχή έχει την εξουσία να εποπτεύει το συγκεκριμένο μέρος της ενιαίας τακτικής εποπτικής αναφοράς προς τη σχετική θυγατρική. Εάν η υποβληθείσα ενιαία τακτική εποπτική αναφορά δεν είναι ικανοποιητική για τις εθνικές εποπτικές αρχές, η σχετική έγκριση μπορεί να ανακληθεί.

4. Όταν η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεν περιλαμβάνει τις πληροφορίες τις οποίες η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια σε θυγατρική του ομίλου απαιτεί από συγκρίσιμες επιχειρήσεις να παρέχουν, και εφόσον η παράλειψη αυτή είναι ουσιαστική, η οικεία εποπτική αρχή έχει την εξουσία να απαιτήσει από τη σχετική θυγατρική να υποβάλει τις αναγκαίες πρόσθετες πληροφορίες.

5. Σε περίπτωση που η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε θυγατρική του ομίλου διαπιστώσει μη συμμόρφωση με τις διατάξεις του άρθρου 35 παράγραφος 5α ή ζητήσει οποιαδήποτε τροποποίηση ή διευκρίνιση όσον αφορά την ενιαία τακτική εποπτική αναφορά, ενημερώνει επίσης το Σώμα εποπτών, και η αρχή εποπτείας του ομίλου υποβάλλει το ίδιο αίτημα στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, στην ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή στην εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

6. Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 301α, για την περαιτέρω εξειδίκευση των πληροφοριών που πρέπει να υποβάλλονται.

Άρθρο 256γ
Απαιτήσεις ελέγχου

1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ενός ομίλου να υπόκειται σε έλεγχο του ενοποιημένου ισολογισμού, ο οποίος δημοσιοποιείται ως μέρος της έκθεσης σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ομίλου ή ως μέρος της ενιαίας έκθεσης σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση.

2. Στην εποπτική αρχή του ομίλου υποβάλλεται χωριστή έκθεση, η οποία περιλαμβάνει τον προσδιορισμό του είδους της διασφάλισης, καθώς και τα αποτελέσματα του ελέγχου που συντάσσονται από το ελεγκτικό γραφείο, μαζί με την έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση ή την ενιαία έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση των συμμετεχουσών ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

3. Όταν υπάρχει ενιαία έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση, πληρούνται οι απαιτήσεις ελέγχου που επιβάλλονται σε συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και υποβάλλεται στην εποπτική αρχή της εν λόγω επιχείρησης η έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 51α παράγραφος 4 της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

4. Οι διατάξεις του άρθρου 51α εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.»·

85)το άρθρο 257 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 257
Απαιτήσεις ικανότητας και ήθους για τα πρόσωπα τα οποία διοικούν ουσιαστικά μια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή μια εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή ασκούν άλλα βασικά καθήκοντα

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα πρόσωπα που διευθύνουν όντως τις δραστηριότητες ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, και, κατά περίπτωση, από τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την άσκηση άλλων βασικών καθηκόντων, να έχουν το απαιτούμενο ήθος και τις ικανότητες για την άσκηση των καθηκόντων τους.

Οι διατάξεις του άρθρου 42 εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.»·

86)το άρθρο 258 τροποποιείται ως εξής:

α)η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.    Οι εποπτικές αρχές διαθέτουν όλες τις εποπτικές εξουσίες για τη λήψη μέτρων σε σχέση με ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, τα οποία είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των ομίλων στους οποίους εφαρμόζεται εποπτεία του ομίλου, σύμφωνα με το άρθρο 213 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ), προς όλες τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον παρόντα τίτλο. Οι εξουσίες αυτές περιλαμβάνουν τις γενικές εποπτικές εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 34.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ποινικού δικαίου τους, τα κράτη μέλη επιβάλλουν κυρώσεις ή λαμβάνουν μέτρα σε σχέση με ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών οι οποίες παραβιάζουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που έχουν θεσπιστεί για την εφαρμογή του παρόντος τίτλου, ή σε σχέση με το πρόσωπο το οποίο ασκεί ουσιαστικά τη διοίκηση των εταιρειών αυτών. Οι εποπτικές αρχές συνεργάζονται στενά προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι εν λόγω κυρώσεις ή τα μέτρα είναι αποτελεσματικά, ιδίως όταν η κεντρική διοίκηση ή η κύρια εγκατάσταση ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών δεν βρίσκεται στο ίδιο κράτος μέλος με την καταστατική έδρα της.»·

β)παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι 2α και 2β:

«2α.    Σε περίπτωση που η αρχή εποπτείας του ομίλου έχει διαπιστώσει ότι δεν πληρούνται ή έχουν παύσει να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 213 παράγραφος 3α, η ασφαλιστική εταιρεία συμμετοχών ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε κατάλληλα εποπτικά μέτρα για την εξασφάλιση ή την αποκατάσταση, ανάλογα με την περίπτωση, της συνέχειας και της ακεραιότητας της εποπτείας του ομίλου, καθώς και για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του παρόντος τίτλου. Στην περίπτωση εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, τα εποπτικά μέτρα λαμβάνουν, ειδικότερα, υπόψη τις επιπτώσεις στον χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων στο σύνολό του, καθώς και στις συνδεδεμένες ρυθμιζόμενες επιχειρήσεις του.

2β.    Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2α του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εποπτικά μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν στις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και στις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α) αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή μερίδια της θυγατρικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που κατέχει η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών·

β) έκδοση προσωρινών μέτρων ή κυρώσεων κατά της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή των μελών του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου των εν λόγω εταιρειών·

γ) παροχή εντολών ή οδηγιών στην ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή στην εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να μεταβιβάσει στους μετόχους της τις συμμετοχές στις θυγατρικές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις της·

δ) ορισμό, σε προσωρινή βάση, άλλης ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης εντός του ομίλου ως υπευθύνων για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του παρόντος τίτλου·

ε) περιορισμό ή απαγόρευση της διανομής κερδών ή της καταβολής τόκων στους μετόχους·

στ) απαίτηση από τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να προβούν σε εκποίηση ή περιορισμό των συμμετοχών σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή άλλες συνδεδεμένες επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 228 παράγραφος 1·

ζ) απαίτηση από τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να υποβάλουν σχέδιο για την αποκατάσταση, χωρίς καθυστέρηση, της συμμόρφωσης.

Η αρχή εποπτείας του ομίλου διαβουλεύεται με άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με την EIOPA πριν λάβει οποιοδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, όταν τα εν λόγω μέτρα επηρεάζουν επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη.»·

87)το άρθρο 262 τροποποιείται ως εξής:

α)η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις εποπτικές τους αρχές να εφαρμόζουν άλλες μεθόδους οι οποίες εξασφαλίζουν κατάλληλη εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που ανήκουν σε όμιλο, κατά την έννοια του άρθρου 212, στον οποίο εφαρμόζεται εποπτεία ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 213 παράγραφος 2 στοιχείο γ). Για τις μεθόδους αυτές, λαμβάνεται η σύμφωνη γνώμη της αρχής εποπτείας του ομίλου, η οποία προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 247, μετά από διαβουλεύσεις με τις υπόλοιπες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

Οι μέθοδοι που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο καθιστούν δυνατή την επίτευξη των στόχων της εποπτείας του ομίλου που προσδιορίζονται στον παρόντα τίτλο. Στους στόχους αυτούς περιλαμβάνονται τα κατωτέρω:

α) διατήρηση της κατανομής του κεφαλαίου και της σύνθεσης των ιδίων κεφαλαίων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και αποτροπή σημαντικής ενδοομιλικής δημιουργίας κεφαλαίου, όταν η εν λόγω ενδοομιλική δημιουργία κεφαλαίου χρηματοδοτείται από τα έσοδα από χρεωστικούς τίτλους ή άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν πληρούν τα κριτήρια ώστε να χαρακτηριστούν στοιχεία ιδίων κεφαλαίων από τη μητρική εταιρεία·

β) εκτίμηση και παρακολούθηση των κινδύνων που απορρέουν από επιχειρήσεις, τόσο εντός όσο και εκτός της Ένωσης, και περιορισμός του κινδύνου μετάδοσης από τις εν λόγω επιχειρήσεις και από άλλες μη ρυθμιζόμενες επιχειρήσεις σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του ομίλου, καθώς και στον υποόμιλο του οποίου η τελική μητρική επιχείρηση είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχει την έδρα της στην Ένωση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 215, εάν υπάρχει τέτοιος υποόμιλος.

Οι μέθοδοι που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο αιτιολογούνται δεόντως, τεκμηριώνονται και κοινοποιούνται στις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, στην EIOPA και στην Επιτροπή.»·

β)προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

«3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές μπορούν, ειδικότερα, να εφαρμόζουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες μεθόδους σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που αποτελούν μέρος ομίλου ο οποίος υπόκειται σε εποπτεία ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 213 παράγραφος 2 στοιχείο γ):

α)ορισμός ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που είναι υπεύθυνη για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος τίτλου, εφόσον οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ανήκουν στον όμιλο δεν έχουν κοινή μητρική επιχείρηση στην Ένωση·

β)απαίτηση για την ίδρυση ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου που να έχει την έδρα της στην Ένωση, ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που να έχει την έδρα της στην Ένωση, εφόσον οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ανήκουν στον όμιλο δεν έχουν κοινή μητρική επιχείρηση στην Ένωση, και εφαρμογή του παρόντος τίτλου στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του ομίλου του οποίου ηγείται η εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών·

γ)Σε περίπτωση που περισσότερες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ανήκουν στον όμιλο σχηματίζουν υποόμιλο του οποίου η μητρική επιχείρηση έχει την έδρα της στην Ένωση, επιπλέον της εφαρμογής του παρόντος τίτλου στον εν λόγω υποόμιλο, λήψη πρόσθετων μέτρων ή επιβολή πρόσθετων απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων που αναφέρονται στα στοιχεία δ), ε) και στ) του παρόντος εδαφίου, καθώς και ενισχυμένη εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνου, κατά την έννοια του άρθρου 244, και των ενδοομιλικών συναλλαγών, κατά την έννοια του άρθρου 245, με σκοπό την επίτευξη του στόχου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β) του παρόντος άρθρου·

δ)απαίτηση τα μέλη του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου της τελικής μητρικής επιχείρησης στην Ένωση να είναι ανεξάρτητα από την τελική μητρική επιχείρηση εκτός της Ένωσης·

ε)απαγόρευση, περιορισμό, έλεγχο ή απαίτηση προηγούμενης κοινοποίησης των συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων των διανομών μερισμάτων και των πληρωμών τοκομεριδίων για χρέος μειωμένης εξασφάλισης, όταν οι εν λόγω συναλλαγές αποτελούν ή θα μπορούσαν να αποτελέσουν απειλή για τη χρηματοοικονομική κατάσταση ή για την κατάσταση φερεγγυότητας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του ομίλου και αφορούν, αφενός, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου που έχει την έδρα της στην Ένωση ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών με έδρα στην Ένωση και, αφετέρου, επιχείρηση που ανήκει στον όμιλο και έχει την έδρα της εκτός της Ένωσης· εάν η αρχή εποπτείας του ομίλου δεν είναι μία από τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους στο οποίο η συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει την έδρα της, η αρχή εποπτείας του ομίλου στην Ένωση ενημερώνει τις εποπτικές αυτές αρχές για τις διαπιστώσεις της προκειμένου να μπορέσουν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα·

στ)απαίτηση παροχής πληροφοριών σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση, το προφίλ κινδύνου και τα περιθώρια ανοχής του κινδύνου των μητρικών επιχειρήσεων που έχουν την έδρα τους εκτός της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, εκθέσεων σχετικά με τα θέματα που υποβάλλονται στο διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο ή στις εποπτικές αρχές των εν λόγω μητρικών επιχειρήσεων τρίτης χώρας.»·

88)στο άρθρο 265, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 1α:

«1α.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι, σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων είναι πιστωτικό ίδρυμα, επιχείρηση επενδύσεων, χρηματοδοτικό ίδρυμα, εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων, ίδρυμα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών ή μη ρυθμιζόμενη επιχείρηση που ασκεί μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όταν οι δραστηριότητες αυτές αποτελούν σημαντικό μέρος της συνολικής της δραστηριότητας, οι εποπτικές αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των εν λόγω ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ασκούν γενική εποπτεία επί των συναλλαγών μεταξύ των εν λόγω ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και της μητρικής επιχείρησης και των συνδεδεμένων επιχειρήσεών της.»·

89)το άρθρο 301α τροποποιείται ως εξής:

α)η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στα άρθρα 29, 35β και 256β ανατίθεται στην Επιτροπή για διάρκεια τεσσάρων ετών από τη(ν) [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = έναρξη ισχύος της παρούσας τροποποιητικής οδηγίας].»·

ii)προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο πρώτο και το δεύτερο εδάφιο ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.»·

β)η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3. Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στα άρθρα 17, 29, 31, 35, 35β, 37, 50, 56, 75, 86, 92, 97, 99, 109α, 111, 114, 127, 130, 135, 143, 172, 210, 211, 216, 217, 227, 234, 241, 244, 245, 247, 248, 256, 256β, 258, 260 και 308β μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο.»·

γ)η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5. Κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 17, 29, 31, 35, 35β, 37, 50, 56, 75, 86, 92, 97, 99, 109α, 111, 114, 127, 130, 135, 143, 172, 210, 211, 216, 217, 227, 234, 241, 244, 245, 247, 248, 256, 256β, 258, 260 ή 308β αρχίζει να ισχύει μόνον εάν δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη αυτής της περιόδου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.»·

90)στο άρθρο 304, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Από τη(ν) [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας τροποποιητικής οδηγίας] οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν την προσέγγιση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μόνον ως προς τα στοιχεία ενεργητικού και τις υποχρεώσεις για τα οποία/τις οποίες οι εποπτικές αρχές ενέκριναν την εφαρμογή της υποενότητας μετοχικού κινδύνου βασιζόμενης στη διάρκεια πριν από τη(ν) [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας τροποποιητικής οδηγίας].»·

91)παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 304α:

«Άρθρο 304α
Επανεξετάσεις όσον αφορά τον κίνδυνο βιωσιμότητας

1. Η EIOPA, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ, αξιολογεί, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων και των διαπιστώσεων της πλατφόρμας για τη βιώσιμη χρηματοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) 2020/852 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου* και της ΕΑΤ στο πλαίσιο των εργασιών της δυνάμει της εντολής που προβλέπεται στο άρθρο 501γ στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, κατά πόσον δικαιολογείται η ειδική μεταχείριση προληπτικής εποπτείας για τα ανοίγματα που σχετίζονται με στοιχεία ενεργητικού ή δραστηριότητες που συνδέονται ουσιαστικά με περιβαλλοντικούς ή κοινωνικούς στόχους. Ειδικότερα, η EIOPA προβαίνει σε εκτίμηση των πιθανών επιπτώσεων ειδικής μεταχείρισης προληπτικής εποπτείας για τα ανοίγματα που σχετίζονται με στοιχεία ενεργητικού και δραστηριότητες που συνδέονται ουσιαστικά με περιβαλλοντικούς και/ή κοινωνικούς στόχους ή που συνδέονται ουσιαστικά με επιζήμιες επιπτώσεις στους εν λόγω στόχους για την προστασία των αντισυμβαλλομένων και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην Ένωση.

Η EIOPA υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με τις διαπιστώσεις της έως τις 28 Ιουνίου 2023. Κατά περίπτωση, η έκθεση εξετάζει το ενδεχόμενο ειδικής μεταχείρισης προληπτικής εποπτείας για τα ανοίγματα που σχετίζονται με στοιχεία ενεργητικού και δραστηριότητες που συνδέονται ουσιαστικά με περιβαλλοντικούς ή κοινωνικούς στόχους, ή που συνδέονται ουσιαστικά με επιζήμιες επιπτώσεις στους εν λόγω στόχους, και συνοδεύεται από εκτίμηση των επιπτώσεων των προτεινόμενων τροποποιήσεων στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

2. Η EIOPA επανεξετάζει τουλάχιστον ανά τριετία, όσον αφορά τον κίνδυνο φυσικής καταστροφής, το πεδίο εφαρμογής και τη βαθμονόμηση των τυπικών παραμέτρων της υποενότητας καταστροφών στον κλάδο ζημιών των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 105 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο στοιχείο β). Για τους σκοπούς των εν λόγω επανεξετάσεων, η EIOPA λαμβάνει υπόψη τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία από τις επιστημονικές γνώσεις για το κλίμα και τη σημασία των κινδύνων όσον αφορά τους κινδύνους που αναλαμβάνουν ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εταιρείες που χρησιμοποιούν την τυποποιημένη μέθοδο για τον υπολογισμό της υποενότητας καταστροφών στον κλάδο ζημιών των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας.

Η πρώτη επανεξέταση σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο ολοκληρώνεται έως τη(ν) [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = δύο έτη μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας].

Σε περίπτωση που η EIOPA διαπιστώνει κατά τη διάρκεια επανεξέτασης βάσει του πρώτου εδαφίου ότι, λόγω του πεδίου εφαρμογής ή της βαθμονόμησης των τυπικών παραμέτρων της υποενότητας κινδύνων καταστροφών του κάδου ζημιών, υπάρχει σημαντική απόκλιση μεταξύ του μέρους των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας που αφορά τις φυσικές καταστροφές και του πραγματικού κινδύνου φυσικής καταστροφής που αντιμετωπίζουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η EIOPA υποβάλλει στην Επιτροπή γνώμη σχετικά με τον κίνδυνο φυσικής καταστροφής.

Κάθε γνώμη σχετικά με τον κίνδυνο φυσικής καταστροφής που υποβάλλεται στην Επιτροπή βάσει του τρίτου εδαφίου εξετάζει το πεδίο εφαρμογής ή τη βαθμονόμηση των τυπικών παραμέτρων της υποενότητας καταστροφών στον κλάδο ζημιών των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας προκειμένου να αποκατασταθεί η απόκλιση που διαπιστώθηκε και συνοδεύεται από εκτίμηση των επιπτώσεων των προτεινόμενων τροποποιήσεων στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

* Κανονισμός (ΕΕ) 2020/852 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2020, σχετικά με τη θέσπιση πλαισίου για τη διευκόλυνση των βιώσιμων επενδύσεων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2088 (ΕΕ L 198 της 22.6.2020, σ. 13).»·

92)στο άρθρο 305, οι παράγραφοι 2 και 3 απαλείφονται·

93)το άρθρο 308α απαλείφεται·

94)το άρθρο 308β τροποποιείται ως εξής:

α)οι παράγραφοι 5 έως 8 απαλείφονται·

β)η παράγραφος 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«12. Παρά τις διατάξεις του άρθρου 100, του άρθρου 101 παράγραφος 3 και του άρθρου 104, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται κατά τον υπολογισμό της υποενότητας συγκεντρώσεων κινδύνων αγοράς και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο είναι, για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών μελών που προέκυψαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2020 και έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε κράτους μέλους, ίδιες με εκείνες που εφαρμόζονται για τέτοια ανοίγματα που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εθνικό τους νόμισμα·»·

γ)στην παράγραφο 17, μετά το πρώτο εδάφιο παρεμβάλλονται τα ακόλουθα εδάφια:

«Σε περίπτωση που ασφαλιστικός ή αντασφαλιστικός όμιλος, ή οποιαδήποτε από τις θυγατρικές του ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, εφαρμόζει το μεταβατικό μέτρο για τα επιτόκια άνευ κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 308γ ή το μεταβατικό μέτρο για τις τεχνικές προβλέψεις που αναφέρεται στο άρθρο 308δ, η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών δημοσιοποιεί, στο πλαίσιο της έκθεσής της σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 256 και, επιπλέον των δημοσιοποιήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 308γ παράγραφος 4 στοιχείο γ) και στο άρθρο 308δ παράγραφος 5 στοιχείο γ), την ποσοτική έκφραση των επιπτώσεων που έχει στη χρηματοοικονομική της θέση η παραδοχή ότι τα ίδια κεφάλαια που προκύπτουν από την εφαρμογή των εν λόγω μεταβατικών μέτρων δεν μπορούν ουσιαστικά να διατεθούν για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας της συμμετέχουσας επιχείρησης για την οποία υπολογίζεται η φερεγγυότητα του ομίλου.

Σε περίπτωση που ασφαλιστικός ή αντασφαλιστικός όμιλος βασίζεται ουσιαστικά στη χρήση των μεταβατικών μέτρων που αναφέρονται στα άρθρα 308γ και 308δ κατά τρόπο που έχει ως αποτέλεσμα να παρερμηνεύεται η πραγματική κατάσταση φερεγγυότητας του ομίλου, ακόμη και αν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου θα πληρούνταν χωρίς τη χρήση των εν λόγω μεταβατικών μέτρων, η αρχή εποπτείας του ομίλου έχει την εξουσία να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας μείωσης του ποσού των ιδίων κεφαλαίων που προκύπτουν από τη χρήση των εν λόγω μεταβατικών μέτρων και μπορούν να θεωρηθούν επιλέξιμα για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου.»·

95)το άρθρο 308γ τροποποιείται ως εξής:

α)παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 1α:

«1α. Μετά τη(ν) [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας τροποποιητικής οδηγίας], οι εποπτικές αρχές εγκρίνουν μεταβατική προσαρμογή στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) κατά τη διάρκεια περιόδου 18 μηνών πριν από την έγκριση, οι κανόνες της παρούσας οδηγίας εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που ζήτησε την έγκριση, αφού εξαιρέθηκε από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας σύμφωνα με το άρθρο 4·

β) κατά τη διάρκεια περιόδου έξι μηνών πριν από την έγκριση, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που ζήτησε την έγκριση έλαβε άδεια να αποδεχτεί χαρτοφυλάκιο συμβάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 39, εάν η μεταβιβάζουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφάρμοσε τη μεταβατική προσαρμογή στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου όσον αφορά το εν λόγω χαρτοφυλάκιο συμβάσεων πριν από τη μεταβίβαση.»·

β)στην παράγραφο 4, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ) στο μέρος της έκθεσής τους σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση, το οποίο περιλαμβάνει πληροφορίες που απευθύνονται σε άλλους συμμετέχοντες στην αγορά και αναφέρονται στο άρθρο 51 παράγραφος 1β, δημοσιοποιούν όλα τα ακόλουθα:

i) το γεγονός ότι εφαρμόζουν τη μεταβατική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου·

ii) την ποσοτική έκφραση των επιπτώσεων της μη εφαρμογής αυτού του μεταβατικού μέτρου στη χρηματοοικονομική τους θέση·

iii) σε περίπτωση που η επιχείρηση θα πληρούσε τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας χωρίς εφαρμογή αυτού του μεταβατικού μέτρου, τους λόγους για την εφαρμογή του εν λόγω μεταβατικού μέτρου·

iv) αξιολόγηση της εξάρτησης της επιχείρησης από αυτό το μεταβατικό μέτρο και, κατά περίπτωση, περιγραφή των μέτρων που έχει λάβει ή σχεδιάζει να λάβει η επιχείρηση για τη μείωση ή την εξάλειψη της εξάρτησης.»·

96)το άρθρο 308δ τροποποιείται ως εξής:

α)παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 1α:

«1α. Μετά τη(ν) [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας τροποποιητικής οδηγίας], οι εποπτικές αρχές εγκρίνουν μεταβατική αφαίρεση των τεχνικών προβλέψεων μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) κατά τη διάρκεια περιόδου 18 μηνών πριν από την έγκριση, οι κανόνες της παρούσας οδηγίας εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που ζήτησε την έγκριση, αφού εξαιρέθηκε από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας σύμφωνα με το άρθρο 4·

β) κατά τη διάρκεια περιόδου έξι μηνών πριν από την έγκριση, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που ζήτησε την έγκριση έκανε δεκτό χαρτοφυλάκιο συμβάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 39, εάν η μεταβιβάζουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφάρμοσε τη μεταβατική προσαρμογή στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου όσον αφορά το εν λόγω χαρτοφυλάκιο συμβάσεων πριν από τη μεταβίβαση.»·

β)στην παράγραφο 5, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ) στο μέρος της έκθεσής τους σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση, το οποίο περιλαμβάνει πληροφορίες που απευθύνονται σε άλλους συμμετέχοντες στην αγορά και αναφέρονται στο άρθρο 51 παράγραφος 1β, δημοσιοποιούν όλα τα ακόλουθα:

i) το γεγονός ότι εφαρμόζουν τη μεταβατική αφαίρεση των τεχνικών προβλέψεων·

ii) την ποσοτική έκφραση των επιπτώσεων της μη εφαρμογής της εν λόγω μεταβατικής αφαίρεσης στη χρηματοοικονομική τους κατάσταση·

iii) σε περίπτωση που η επιχείρηση θα πληρούσε τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας χωρίς εφαρμογή αυτού του μεταβατικού μέτρου, τους λόγους για την εφαρμογή του εν λόγω μεταβατικού μέτρου·

iv) αξιολόγηση της εξάρτησης της επιχείρησης από αυτό το μεταβατικό μέτρο και, κατά περίπτωση, περιγραφή των μέτρων που έχει λάβει ή σχεδιάζει να λάβει η επιχείρηση για τη μείωση ή την εξάλειψη της εξάρτησης.»·

97)στο άρθρο 309 παράγραφος 1, το τέταρτο εδάφιο απαλείφεται·

98)στο άρθρο 311, το δεύτερο εδάφιο απαλείφεται·

99)το παράρτημα ΙΙΙ τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας οδηγίας·

Άρθρο 2
Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν το αργότερο έως τη(ν) [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος] τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία. Γνωστοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Εφαρμόζουν τα εν λόγω μέτρα από τη(ν) [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = 18 μήνες και μία ημέρα μετά την έναρξη ισχύος].

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3
Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4
Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο    Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος    Ο Πρόεδρος

(1)    Για τους σκοπούς της παρούσας αιτιολογικής έκθεσης, και εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά, ο όρος «ασφάλιση» αναφέρεται «τόσο στην «ασφάλιση όσο και στην αντασφάλιση».
(2)    Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).
(3)    COM(2020) 590.
(4)    COM(2019) 640.
(5)    2020/2036(INI).
(6)    Συμπεράσματα του Συμβουλίου σχετικά με το σχέδιο δράσης της Επιτροπής για την Ένωση των Κεφαλαιαγορών (12898/1/20 REV 1).
(7)    Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/35 της Επιτροπής, της 10ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (ΕΕ L 12 της 17.1.2015, σ. 1).
(8)    COM(2021) 580.
(9)    COM(2021) 189.
(10)    COM(2021) 390.
(11)    Αριθ. αναφ. Ares(2021)844869.
(12)    Αριθ. αναφ. Ares(2019)782244.
(13)    Αριθ. αναφ. EIOPA-BoS-20-749.
(14)    SWD(2021) 260.
(15)    SEC(2021) 620.
(16)    ΕΕ C […] της […], σ. […].
(17)    Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).
(18)    COM(2050) 590 final.
(19)    COM(2019) 640 final.
(20)    Κανονισμός (ΕΕ) 2021/1119 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 2021, για τη θέσπιση πλαισίου με στόχο την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 401/2009 και (ΕΕ) 2018/1999 («ευρωπαϊκό νομοθέτημα για το κλίμα») ( ΕΕ L 243 της 9.7.2021, σ. 1).
(21)    COM(2021) 750 final.
(22)    COM(2021) 390.
(23)    Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).
(24)    Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1).
(25)    Οδηγία (ΕΕ) 2019/2177 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II), της οδηγίας 2014/65/ΕΕ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 334 της 27.12.2019, σ. 155).
(26)    Κανονισμός (ΕΕ) 2019/876 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο αγοράς, τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης, καθώς και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 1).
(27)    Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/35 της Επιτροπής, της 10ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 12 της 17.1.2015, σ. 1).
(28)    Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).
(29)    Οδηγία (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 253).
(30)    Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2019/981 της Επιτροπής, της 8ης Μαρτίου 2019, σχετικά με την τροποποίηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/35 για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 161 της 18.6.2019, σ. 1).
Top

Βρυξέλλες, 22.9.2021

COM(2021) 581 final

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

της

πρότασης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ όσον αφορά την αναλογικότητα, την ποιότητα της εποπτείας, την υποβολή εκθέσεων, τα μέτρα μακροπρόθεσμων εγγυήσεων, τα μακροπροληπτικά εργαλεία, τους κινδύνους βιωσιμότητας, την εποπτεία σε επίπεδο ομίλου και τη διασυνοριακή εποπτεία

{SEC(2021) 620 final} - {SWD(2021) 260 final} - {SWD(2021) 261 final}


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το παράρτημα III τροποποιείται ως εξής:

1)στο τμήμα A. «Μορφή επιχειρήσεων ασφάλισης ζημιών», το σημείο 27 διαγράφεται·

2)στο τμήμα Β. «Μορφή επιχειρήσεων ασφάλισης ζωής», το σημείο 27 διαγράφεται·

3)στο τμήμα Γ. «Μορφή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων», το σημείο 27 διαγράφεται·

Top