ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Βρυξέλλες, 17.10.2018
COM(2018) 693 final
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
της
πρότασης απόφασης του Συμβουλίου
σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας προστασίας των επενδύσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Βιετνάμ, αφετέρου
ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ, ΑΦΕΝΟΣ,
ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΟΥ ΒΙΕΤΝΑΜ,
ΑΦΕΤΕΡΟΥ
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ,
που εφεξής καλείται «η Ένωση»,
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΒΕΛΓΙΟΥ,
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ,
Η ΤΣΕΧΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΔΑΝΙΑΣ,
Η ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ,
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΕΣΘΟΝΙΑΣ,
Η ΙΡΛΑΝΔΙΑ,
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΚΡΟΑΤΙΑΣ,
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ,
Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
Η ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΛΕΤΟΝΙΑΣ,
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΛΙΘΟΥΑΝΙΑΣ,
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΔΟΥΚΑΤΟ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ,
Η ΟΥΓΓΑΡΙΑ,
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΜΑΛΤΑΣ,
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ,
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ,
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΩΝΙΑΣ,
Η ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
Η ΡΟΥΜΑΝΙΑ,
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΣΛΟΒΕΝΙΑΣ,
Η ΣΛΟΒΑΚΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΦΙΝΛΑΝΔΙΑΣ,
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΣΟΥΗΔΙΑΣ και
ΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ,
αφενός, που εφεξής καλούνται από κοινού «το Μέρος ΕΕ», και
Η ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟΥ ΒΙΕΤΝΑΜ,
αφετέρου, που εφεξής καλείται «Βιετνάμ»,
και που εφεξής καλούνται από κοινού «τα Μέρη»,
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ τη μακροχρόνια και ισχυρή εταιρική τους σχέση, η οποία βασίζεται στις κοινές αρχές και αξίες που αντικατοπτρίζονται στη συμφωνία-πλαίσιο συνολικής εταιρικής σχέσης και συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Βιετνάμ, αφετέρου, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 27 Ιουνίου 2012 (εφεξής: «συμφωνία εταιρικής σχέσης και συνεργασίας»), και τις σημαντικές οικονομικές, εμπορικές και επενδυτικές σχέσεις τους, όπως αυτές αντικατοπτρίζονται, μεταξύ άλλων, στη συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Βιετνάμ, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις ηη/μμ/εεεε (εφεξής: «συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών»)·
ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να ενισχύσουν περαιτέρω την οικονομική σχέση τους, στο πλαίσιο και συνεκτικά προς τις συνολικές τους σχέσεις, και με την πεποίθηση ότι η παρούσα Συμφωνία θα διαμορφώσει ένα νέο κλίμα για την ανάπτυξη των επενδύσεων μεταξύ των Μερών·
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ότι η παρούσα Συμφωνία θα συμπληρώσει και θα προαγάγει τις προσπάθειες περιφερειακής οικονομικής ολοκλήρωσης·
ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΑ να ενισχύσουν τις οικονομικές, εμπορικές και επενδυτικές σχέσεις τους σύμφωνα με τον στόχο της αειφόρου ανάπτυξης, ως προς τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές του διαστάσεις, και να προωθήσουν τις επενδύσεις βάσει της παρούσας Συμφωνίας με τρόπο που συνάδει με υψηλά επίπεδα προστασίας του περιβάλλοντος και της εργασίας και τα σχετικά διεθνώς αναγνωρισμένα πρότυπα και συμφωνίες·
ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο, να προωθήσουν την οικονομική ανάπτυξη και τη σταθερότητα, να δημιουργήσουν νέες ευκαιρίες απασχόλησης και να βελτιώσουν τη γενική ευημερία και, για τον σκοπό αυτόν, επαναβεβαιώνοντας τη δέσμευσή τους για την προώθηση των επενδύσεων·
ΕΠΑΝΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΝΤΑΣ τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν στη συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών όσον αφορά τις αρχές της αειφόρου ανάπτυξης·
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ τη σημασία της διαφάνειας, όπως αυτή αποτυπώνεται στις δεσμεύσεις που ανέλαβαν στο πλαίσιο της συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών·
ΕΠΑΝΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΝΤΑΣ τη δέσμευσή τους στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που υπογράφηκε στο Σαν Φρανσίσκο στις 26 Ιουνίου 1945, και έχοντας υπόψη τις αρχές που διατυπώνονται στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που εκδόθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 10 Δεκεμβρίου 1948·
ΒΑΣΙΖΟΜΕΝΑ στα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις τους δυνάμει της Συμφωνίας του Μαρακές για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, που υπογράφηκε στο Μαρακές στις 15 Απριλίου 1994 (εφεξής: «η συμφωνία ΠΟΕ»), καθώς και δυνάμει άλλων πολυμερών, περιφερειακών και διμερών συμφωνιών και ρυθμίσεων στις οποίες είναι συμβαλλόμενα μέρη και, ιδίως, της συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών·
ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να προωθήσουν την ανταγωνιστικότητα των εταιρειών τους, παρέχοντάς τους ένα προβλέψιμο νομικό πλαίσιο για τις επενδυτικές τους σχέσεις,
ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
ΑΡΘΡΟ 1.1
Στόχος
Στόχος της παρούσας Συμφωνίας είναι να ενισχύσει τις επενδυτικές σχέσεις μεταξύ των Μερών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Συμφωνίας.
ΑΡΘΡΟ 1.2
Ορισμοί
Για τους σκοπούς της παρούσας Συμφωνίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
α)
«φυσικό πρόσωπο Μέρους»: στην περίπτωση του Μέρους ΕΕ, υπήκοος ενός από τα κράτη μέλη της Ένωσης σύμφωνα με τις εσωτερικές νομοθετικές και κανονιστικές του διατάξεις και, στην περίπτωση του Βιετνάμ, υπήκοος του Βιετνάμ σύμφωνα με τις εσωτερικές νομοθετικές και κανονιστικές του διατάξεις·
β)
«νομικό πρόσωπο»: κάθε νομική οντότητα που έχει δεόντως συσταθεί ή άλλως οργανωθεί βάσει του οικείου εφαρμοστέου δικαίου, κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα, είτε ανήκει στον ιδιωτικό είτε στον δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών, των οικονομικών συνασπισμών μεγάλων επιχειρήσεων, των προσωπικών εταιρειών, των κοινών επιχειρήσεων, των ατομικών επιχειρήσεων και των ενώσεων·
γ)
«νομικό πρόσωπο Μέρους»: νομικό πρόσωπο του Μέρους ΕΕ ή νομικό πρόσωπο του Βιετνάμ, που έχει συσταθεί σύμφωνα με τις εσωτερικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις κράτους μέλους της Ένωσης ή του Βιετνάμ, αντίστοιχα, και ασκεί ουσιαστικές επιχειρηματικές δραστηριότητες στο έδαφος της Ένωσης ή του Βιετνάμ, αντίστοιχα·
ένα νομικό πρόσωπο:
i)
«ανήκει» σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ενός από τα Μέρη, αν πάνω από το 50 % του εταιρικού κεφαλαίου του ανήκει κατά πραγματική κυριότητα σε πρόσωπα του Μέρους ΕΕ ή του Βιετνάμ, αντίστοιχα· ή
ii)
«ελέγχεται» από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ενός από τα Μέρη, αν πρόσωπα του Μέρους ΕΕ ή του Βιετνάμ, αντίστοιχα, έχουν το δικαίωμα να ορίζουν την πλειοψηφία των διαχειριστών του ή άλλως να διευθύνουν νομίμως τις δραστηριότητές του·
δ)
«υπηρεσίες που παρέχονται και δραστηριότητες που ασκούνται κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας»: υπηρεσίες που παρέχονται ή δραστηριότητες που ασκούνται ούτε σε εμπορική βάση ούτε σε ανταγωνισμό με έναν ή περισσότερους οικονομικούς φορείς·
ε)
ο όρος «οικονομικές δραστηριότητες» περιλαμβάνει τις δραστηριότητες βιομηχανικού, εμπορικού και επαγγελματικού χαρακτήρα, καθώς και τις δραστηριότητες βιοτεχνών, αλλά όχι τις υπηρεσίες που παρέχονται ή τις δραστηριότητες που ασκούνται κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας·
στ)
«πράξη»: σε σχέση με επένδυση, η διεξαγωγή, η διαχείριση, η συντήρηση, η χρήση, η εκμετάλλευση, η πώληση ή η άλλου είδους διάθεση της επένδυσης·
ζ)
«μέτρα που θεσπίζονται ή διατηρούνται σε ισχύ από ένα Μέρος»: μέτρα που λαμβάνονται από:
i)
κεντρικές, περιφερειακές ή τοπικές διοικήσεις και αρχές· και
ii)
μη κυβερνητικούς φορείς κατά την άσκηση αρμοδιοτήτων που μεταβιβάζονται από κεντρικές, περιφερειακές ή τοπικές διοικήσεις ή αρχές·
η)
«επένδυση»: κάθε περιουσιακό στοιχείο που, άμεσα ή έμμεσα, ανήκει σε ή ελέγχεται από επενδυτή ενός Μέρους στο έδαφος του άλλου Μέρους και το οποίο έχει τα χαρακτηριστικά επένδυσης, στα οποία συμπεριλαμβάνονται χαρακτηριστικά όπως η δέσμευση κεφαλαίων ή άλλων πόρων, η προσδοκία κέρδους ή ωφέλειας, η ανάληψη κινδύνου και καθορισμένη διάρκεια· στις μορφές που μπορεί να λάβει μια επένδυση περιλαμβάνονται οι εξής:
i)
ενσώματα ή άυλα, κινητά ή ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, καθώς και οποιαδήποτε άλλα περιουσιακά δικαιώματα, όπως μισθώσεις, υποθήκες, βάρη και ενέχυρα·
ii)
επιχείρηση, καθώς επίσης μετοχές, μερίδια και άλλες μορφές συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο μιας επιχείρησης, καθώς και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτά·
iii)
ομόλογα, ομολογίες χρέους, δάνεια και άλλοι χρεωστικοί τίτλοι, καθώς και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτά·
iv)
συμβάσεις επί παραδόσει τελειωμένου έργου, κατασκευής, διαχείρισης, παραγωγής, παραχώρησης, καταμερισμού των εσόδων, και άλλες παρόμοιες συμβάσεις·
v)
χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις επί άλλων περιουσιακών στοιχείων ή για την εκτέλεση συμβατικής υποχρέωσης η οποία έχει οικονομική αξία· και
vi)
δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας και υπεραξία·
οι αποδόσεις που επενδύονται θεωρούνται επενδύσεις υπό την προϋπόθεση ότι έχουν τα χαρακτηριστικά επένδυσης και ότι τυχόν τροποποίηση της μορφής με την οποία επενδύονται ή επανεπενδύονται τα περιουσιακά στοιχεία δεν επηρεάζει τον χαρακτηρισμό τους ως επενδύσεων, εφόσον διατηρούν τα χαρακτηριστικά επένδυσης·
θ)
«επενδυτής Μέρους»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο Μέρους το οποίο έχει πραγματοποιήσει επένδυση στο έδαφος του άλλου Μέρους·
ι)
«αποδόσεις»: όλα τα ποσά που αποδίδονται ή προκύπτουν από επένδυση ή επανεπένδυση, στα οποία περιλαμβάνονται τα κέρδη, τα μερίσματα, η κεφαλαιακή υπεραξία, τα δικαιώματα εκμετάλλευσης, οι τόκοι, οι πληρωμές που συνδέονται με δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, οι πληρωμές σε είδος και κάθε άλλο νόμιμο εισόδημα·
ια)
«μέτρο»: κάθε μέτρο που λαμβάνεται από ένα Μέρος υπό μορφή νόμου, κανονισμού, κανόνα, διαδικασίας, απόφασης, διοικητικής πράξης ή υπό οποιαδήποτε άλλη μορφή·
ιβ)
«πρόσωπο»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο·
ιγ)
«τρίτη χώρα»: χώρα ή έδαφος εκτός του πεδίου εδαφικής εφαρμογής της παρούσας Συμφωνίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 4.22 (Εδαφική εφαρμογή)·
ιδ)
«Μέρος ΕΕ»: η Ένωση ή τα κράτη μέλη της, ή η Ένωση και τα κράτη μέλη της, εντός των αντίστοιχων πεδίων αρμοδιότητάς τους, όπως ορίζεται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
ιε)
«Μέρος»: το Μέρος ΕΕ ή το Βιετνάμ·
ιστ)
«εσωτερικό»: όσον αφορά τη νομοθεσία, το δίκαιο ή τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις για την Ένωση και τα κράτη μέλη της και για το Βιετνάμ, αντίστοιχα, η νομοθεσία, το δίκαιο ή οι νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις σε κεντρικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο· και
ιζ)
«καλυπτόμενη επένδυση»: επένδυση από επενδυτή ενός Μέρους στο έδαφος του άλλου Μέρους, η οποία υφίσταται κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας Συμφωνίας ή πραγματοποιείται ή αποκτάται μετά από αυτήν και η οποία έγινε σύμφωνα με τις εφαρμοστέες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις του άλλου Μέρους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
ΑΡΘΡΟ 2.1
Πεδίο εφαρμογής
1.
Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται:
α)
στις καλυπτόμενες επενδύσεις, και
β)
στους επενδυτές ενός Μέρους όσον αφορά τη λειτουργία της καλυπτόμενης επένδυσής τους.
2.
Τα άρθρα 2.3 (Εθνική μεταχείριση) και 2.4 (Μεταχείριση του μάλλον ευνοουμένου κράτους) δεν εφαρμόζονται όσον αφορά τα εξής:
α)
οπτικοακουστικές υπηρεσίες·
β)
εξόρυξη, παραγωγή και επεξεργασία πυρηνικών υλικών·
γ)
παραγωγή ή εμπόριο όπλων, πυρομαχικών και πολεμικού υλικού·
δ)
εθνικές θαλάσσιες ενδομεταφορές (καμποτάζ)·
ε)
εσωτερικές και διεθνείς υπηρεσίες αεροπορικών μεταφορών, είτε τακτικές είτε μη τακτικές, και υπηρεσίες που συνδέονται άμεσα με την άσκηση των δικαιωμάτων κυκλοφορίας, με εξαίρεση:
i)
τις υπηρεσίες επισκευής και συντήρησης αεροσκαφών κατά τις οποίες ένα αεροσκάφος αποσύρεται από τη γραμμή·
ii)
την πώληση και την εμπορία υπηρεσιών αεροπορικών μεταφορών·
iii)
τις υπηρεσίες που αφορούν ηλεκτρονικά συστήματα κρατήσεων·
iv)
τις υπηρεσίες εδάφους· και
v)
τις υπηρεσίες εκμετάλλευσης αερολιμένα·
και
στ)
υπηρεσίες που παρέχονται και δραστηριότητες που ασκούνται κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας.
3.
Τα άρθρα 2.3 (Εθνική μεταχείριση) και 2.4 (Μεταχείριση του μάλλον ευνοουμένου κράτους) δεν εφαρμόζονται όσον αφορά τις επιδοτήσεις που χορηγούνται από τα Μέρη.
4.
Το παρόν κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται στα αντίστοιχα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης των Μερών ή στις δραστηριότητες που ασκούνται στο έδαφος καθενός από τα Μέρη και οι οποίες συνδέονται, έστω και περιστασιακά, με την άσκηση επίσημης εξουσίας.
5.
Το παρόν κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται σε μέτρα που αφορούν φυσικά πρόσωπα τα οποία επιζητούν πρόσβαση στην αγορά εργασίας ενός Μέρους, ούτε εφαρμόζεται σε μέτρα που αφορούν την ιθαγένεια, τη διαμονή ή την απασχόληση σε μόνιμη βάση.
6.
Με εξαίρεση τα άρθρα 2.1 (Πεδίο εφαρμογής), 2.2 (Επενδυτικά και ρυθμιστικά μέτρα και στόχοι) και 2.5 (Μεταχείριση των επενδύσεων) έως 2.9 (Υποκατάσταση), καμία διάταξη της παρούσας Συμφωνίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως περιορίζουσα τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα Μέρη βάσει του κεφαλαίου 9 (Δημόσιες συμβάσεις) της συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών ή ως επιβάλλουσα οποιαδήποτε πρόσθετη υποχρέωση όσον αφορά τις δημόσιες συμβάσεις. Προς αποφυγή τυχόν αμφιβολιών, διευκρινίζεται ότι τα σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις μέτρα που συνάδουν με το κεφάλαιο 9 (Δημόσιες συμβάσεις) της συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών δεν θεωρείται ότι παραβιάζουν τα άρθρα 2.1 (Πεδίο εφαρμογής), 2.2 (Επενδυτικά και ρυθμιστικά μέτρα και στόχοι) και 2.5 (Μεταχείριση των επενδύσεων) έως 2.9 (Υποκατάσταση).
ΑΡΘΡΟ 2.2
Επενδυτικά και ρυθμιστικά μέτρα και στόχοι
1.
Τα Μέρη επιβεβαιώνουν εκ νέου το δικαίωμά τους να θεσπίζουν στο έδαφός τους ρυθμίσεις που αποσκοπούν στην επίτευξη θεμιτών στόχων πολιτικής, όπως η προστασία της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας, του περιβάλλοντος ή των χρηστών ηθών, η κοινωνική προστασία ή η προστασία των καταναλωτών ή η προώθηση και προστασία της πολιτιστικής πολυμορφίας.
2.
Προς αποφυγή τυχόν αμφιβολιών, διευκρινίζεται ότι το κεφάλαιο αυτό δεν είναι δυνατόν να ερμηνεύεται ως δέσμευση ενός Μέρους ότι δεν θα μεταβάλει το νομικό και κανονιστικό του πλαίσιο, μεταξύ άλλων με τρόπο που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη λειτουργία των επενδύσεων ή τις προσδοκίες κερδοφορίας του επενδυτή.
3.
Προς αποφυγή τυχόν αμφιβολιών και με την επιφύλαξη της παραγράφου 4, διευκρινίζεται ότι τυχόν απόφαση ενός Μέρους να μην εκδώσει, ανανεώσει ή διατηρήσει επιδότηση ή επιχορήγηση δεν συνιστά παράβαση του παρόντος κεφαλαίου στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α)
όταν δεν υπάρχει συγκεκριμένη δέσμευση προς επενδυτή του άλλου Μέρους ή προς καλυπτόμενη επένδυση βάσει νόμου ή σύμβασης για έκδοση, ανανέωση ή διατήρηση της εν λόγω επιδότησης ή επιχορήγησης· ή
β)
σύμφωνα με όρους ή προϋποθέσεις που συνδέονται με την έκδοση, ανανέωση ή διατήρηση της επιδότησης ή της επιχορήγησης.
4.
Προς αποφυγή τυχόν αμφιβολιών, διευκρινίζεται ότι καμία διάταξη του παρόντος κεφαλαίου δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως απαγορεύουσα σε Μέρος να διακόψει τη χορήγηση επιδότησης ή να ζητήσει την επιστροφή της ούτε ως επιβάλλουσα στο εν λόγω Μέρος την υποχρέωση να αποζημιώσει τον σχετικό επενδυτή, όταν η εν λόγω ενέργεια έχει διαταχθεί από μία από τις αρμόδιες αρχές του που περιλαμβάνονται στο παράρτημα 1 (Αρμόδιες αρχές).
ΑΡΘΡΟ 2.3
Εθνική μεταχείριση
1.
Κάθε Μέρος παρέχει στους επενδυτές του άλλου Μέρους και στις καλυπτόμενες επενδύσεις, σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των καλυπτόμενων επενδύσεων, μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν που παρέχει, σε παρόμοιες καταστάσεις, στους δικούς του επενδυτές και τις επενδύσεις τους.
2.
Παρά την παράγραφο 1 και, στην περίπτωση του Βιετνάμ με την επιφύλαξη του παραρτήματος 2 (Απαλλαγή του Βιετνάμ όσον αφορά την εθνική μεταχείριση), ένα Μέρος μπορεί να θεσπίζει ή να διατηρεί κάθε μέτρο που αφορά τη λειτουργία καλυπτόμενης επένδυσης, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω μέτρο δεν παραβιάζει τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο παράρτημα 8-Α (Πίνακας συγκεκριμένων υποχρεώσεων της Ένωσης) ή το παράρτημα 8-B (Πίνακας συγκεκριμένων υποχρεώσεων του Βιετνάμ) της συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών, αντίστοιχα, όταν το μέτρο αυτό είναι:
α)
μέτρο που θεσπίζεται κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας Συμφωνίας ή πριν από αυτήν·
β)
μέτρο που αναφέρεται στο στοιχείο α) και το οποίο συνεχίζεται, αντικαθίσταται ή τροποποιείται μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας Συμφωνίας, υπό την προϋπόθεση ότι το μέτρο είναι εξίσου σύμφωνο με την παράγραφο 1 μετά τη συνέχιση, την αντικατάσταση ή την τροποποίησή του με το μέτρο όπως ίσχυε πριν από τη συνέχιση, την αντικατάσταση ή την τροποποίησή του·
γ)
μέτρο που δεν εμπίπτει στα στοιχεία α) ή β), υπό την προϋπόθεση ότι δεν εφαρμόζεται σε σχέση με επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν στο έδαφος του Μέρους πριν από την έναρξη ισχύος του εν λόγω μέτρου ή ότι δεν εφαρμόζεται κατά τρόπο που να προκαλεί απώλειες ή ζημίες στις επενδύσεις αυτές.
ΑΡΘΡΟ 2.4
Μεταχείριση του μάλλον ευνοουμένου κράτους
1.
Κάθε Μέρος παρέχει στους επενδυτές του άλλου Μέρους και στις καλυπτόμενες επενδύσεις, σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των καλυπτόμενων επενδύσεων, μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν που παρέχει, σε παρόμοιες καταστάσεις, στους επενδυτές τρίτης χώρας και στις επενδύσεις τους.
2.
Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στους ακόλουθους τομείς:
α)
υπηρεσίες επικοινωνιών, εκτός από τις ταχυδρομικές υπηρεσίες και τις υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών·
β)
ψυχαγωγικές, πολιτιστικές και αθλητικές υπηρεσίες·
γ)
αλιεία και υδατοκαλλιέργεια·
δ)
δασοκομία και θήρα· και
ε)
εξόρυξη, συμπεριλαμβανομένου του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.
3.
Η παράγραφος 1 δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί ως επιβάλλουσα σε Μέρος την υποχρέωση να επεκτείνει σε επενδυτές του άλλου Μέρους ή σε καλυπτόμενες επενδύσεις το όφελος οποιασδήποτε μεταχείρισης που παρέχεται με διμερή, περιφερειακή ή διεθνή συμφωνία που τέθηκε σε ισχύ πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας Συμφωνίας.
4.
Η παράγραφος 1 δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί ως επιβάλλουσα σε Μέρος την υποχρέωση να επεκτείνει σε επενδυτές του άλλου Μέρους ή σε καλυπτόμενες επενδύσεις το όφελος:
α)
οποιασδήποτε μεταχείρισης που παρέχεται με διμερή, περιφερειακή ή πολυμερή συμφωνία η οποία περιλαμβάνει υποχρεώσεις για ουσιαστική κατάργηση όλων των φραγμών στις επενδύσεις μεταξύ των μερών ή επιβάλλει την προσέγγιση των νομοθεσιών των μερών σε έναν ή περισσότερους οικονομικούς τομείς·
β)
οποιασδήποτε μεταχείρισης που απορρέει από διεθνή συμφωνία για την αποφυγή της διπλής φορολογίας ή από άλλη διεθνή συμφωνία ή ρύθμιση που αφορά, εν όλω ή κυρίως, τη φορολογία· ή
γ)
οποιασδήποτε μεταχείρισης που απορρέει από μέτρα τα οποία προβλέπουν την αναγνώριση προσόντων, αδειών ή μέτρων προληπτικής εποπτείας, σύμφωνα με το άρθρο VII της Γενικής συμφωνίας για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών ή το παράρτημά της για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.
5.
Προς αποφυγή τυχόν αμφιβολιών, διευκρινίζεται ότι ο όρος «μεταχείριση» που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν περιλαμβάνει διαδικασίες ή μηχανισμούς επίλυσης διαφορών, όπως εκείνοι που περιλαμβάνονται στο τμήμα Β (Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και Μερών) του κεφαλαίου 3 (Επίλυση διαφορών), που προβλέπονται σε άλλες διμερείς, περιφερειακές ή διεθνείς συμφωνίες. Οι ουσιαστικές υποχρεώσεις που καθορίζονται σε τέτοιου είδους συμφωνίες δεν συνιστούν από μόνες τους «μεταχείριση» και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την αξιολόγηση τυχόν παραβίασης του παρόντος άρθρου. Μέτρα που λαμβάνονται από ένα Μέρος σύμφωνα με τις εν λόγω ουσιαστικές υποχρεώσεις θεωρούνται «μεταχείριση».
6.
Το παρόν άρθρο ερμηνεύεται σύμφωνα με την αρχή ejusdem generis.
ΑΡΘΡΟ 2.5
Μεταχείριση των επενδύσεων
1.
Κάθε Μέρος επιφυλάσσει δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση και παρέχει πλήρη προστασία και ασφάλεια στους επενδυτές του άλλου Μέρους και στις καλυπτόμενες επενδύσεις σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 7 και το παράρτημα 3 (Μνημόνιο σχετικά με τη μεταχείριση των επενδύσεων).
2.
Ένα Μέρος παραβιάζει την υποχρέωση της δίκαιης και ισότιμης μεταχείρισης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 όταν ένα μέτρο ή μια σειρά μέτρων συνιστά:
α)
αρνησιδικία σε αστικές, ποινικές ή διοικητικές διαδικασίες·
β)
θεμελιώδη παραβίαση της προσήκουσας διαδικασίας σε δικαστικές και διοικητικές διαδικασίες·
γ)
πρόδηλη αυθαιρεσία·
δ)
στοχοθετημένη διάκριση για προδήλως παράνομους λόγους, όπως το φύλο, η φυλή ή οι θρησκευτικές πεποιθήσεις·
ε)
καταχρηστική μεταχείριση, όπως καταναγκασμό, κατάχρηση εξουσίας ή παρόμοια κακόπιστη συμπεριφορά· ή
στ)
παραβίαση οποιωνδήποτε άλλων στοιχείων της υποχρέωσης για δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση που θεσπίζουν τα Μέρη σύμφωνα με την παράγραφο 3.
3.
Μεταχείριση που δεν μνημονεύεται στην παράγραφο 2 μπορεί να συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης δίκαιης και ισότιμης μεταχείρισης αν τα Μέρη έχουν προβεί σε σχετική συμφωνία σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 4.3 (Τροποποιήσεις).
4.
Κατά την εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 3, το όργανο επίλυσης διαφορών στο πλαίσιο του κεφαλαίου 3 (Επίλυση διαφορών) μπορεί να λάβει υπόψη το κατά πόσον ένα Μέρος προέβη σε συγκεκριμένο διάβημα προς επενδυτή του άλλου Μέρους για να τον παρακινήσει να πραγματοποιήσει καλυπτόμενη επένδυση, διάβημα το οποίο δημιούργησε θεμιτή προσδοκία και στο οποίο στηρίχθηκε ο επενδυτής όταν αποφάσισε να πραγματοποιήσει ή να διατηρήσει την καλυπτόμενη επένδυση, αλλά το οποίο στη συνέχεια δεν τηρήθηκε από το Μέρος.
5.
Προς αποφυγή τυχόν αμφιβολιών, διευκρινίζεται ότι ο όρος «πλήρης προστασία και ασφάλεια» που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αφορά τις υποχρεώσεις ενός Μέρους να ενεργεί όπως είναι ευλόγως αναγκαίο για την προστασία της φυσικής ασφάλειας των επενδυτών και των καλυπτόμενων επενδύσεων.
6.
Αν ένα Μέρος έχει συνάψει έγγραφη συμφωνία με επενδυτές του άλλου Μέρους ή καλυπτόμενες επενδύσεις, συμφωνία η οποία πληροί όλους τους ακόλουθους όρους, το εν λόγω Μέρος δεν παραβιάζει τη συμφωνία αυτή με την άσκηση κρατικής εξουσίας. Οι όροι είναι οι εξής:
α)
Η έγγραφη συμφωνία συνάπτεται και παράγει αποτελέσματα μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας Συμφωνίας·
β)
ο επενδυτής βασίζεται στην έγγραφη συμφωνία όταν αποφασίζει να πραγματοποιήσει ή να διατηρήσει την καλυπτόμενη επένδυση πέραν της ίδιας της έγγραφης συμφωνίας και η παραβίαση προκαλεί συγκεκριμένη ζημία στην εν λόγω επένδυση·
γ)
η έγγραφη συμφωνία δημιουργεί ανταλλαγή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε σχέση με την εν λόγω επένδυση, που δεσμεύουν αμφότερα τα μέρη· και
δ)
η έγγραφη συμφωνία δεν περιέχει ρήτρα για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των μερών της εν λόγω συμφωνίας μέσω διεθνούς διαιτησίας.
7.
Η παραβίαση άλλης διάταξης της παρούσας Συμφωνίας ή χωριστής διεθνούς συμφωνίας δεν αποδεικνύει ότι υπήρξε παραβίαση του παρόντος άρθρου.
ΑΡΘΡΟ 2.6
Αποζημίωση για απώλειες
1.
Στους επενδυτές ενός Μέρους των οποίων οι καλυπτόμενες επενδύσεις υφίστανται απώλειες λόγω πολέμου ή άλλης ένοπλης σύγκρουσης, επανάστασης, κατάστασης εθνικής έκτακτης ανάγκης, εξέγερσης, στάσης ή ταραχών στο έδαφος του άλλου Μέρους παρέχεται από το εν λόγω άλλο Μέρος, όσον αφορά την αποκατάσταση, την αποζημίωση, την αντιστάθμιση ή την άλλου είδους διευθέτηση, μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν που παρέχεται από το εν λόγω άλλο Μέρος στους δικούς του επενδυτές ή στους επενδυτές τρίτης χώρας.
2.
Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, στους επενδυτές ενός Μέρους οι οποίοι, σε οποιαδήποτε από τις καταστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, υφίστανται απώλειες στο έδαφος του άλλου Μέρους παρέχεται άμεση, επαρκής και αποτελεσματική αποκατάσταση ή αποζημίωση από το άλλο Μέρος, αν οι εν λόγω απώλειες προκύπτουν από:
α)
επίταξη καλυπτόμενης επένδυσης ή μέρους αυτής από τις ένοπλες δυνάμεις ή τις αρχές του άλλου Μέρους· ή
β)
καταστροφή καλυπτόμενης επένδυσης ή μέρους αυτής από τις ένοπλες δυνάμεις ή τις αρχές του άλλου Μέρους,
η οποία δεν ήταν αναγκαία λόγω της κατάστασης.
ΑΡΘΡΟ 2.7
Απαλλοτρίωση
1.
Κανένα Μέρος δεν προβαίνει σε εθνικοποίηση ή απαλλοτρίωση των καλυπτόμενων επενδύσεων επενδυτών του άλλου Μέρους, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος με εθνικοποίηση ή απαλλοτρίωση (εφεξής: «απαλλοτρίωση»), εκτός αν αυτό γίνεται:
α)
για σκοπό δημόσιου συμφέροντος·
β)
σύμφωνα με τη δέουσα νομική διαδικασία·
γ)
χωρίς διακρίσεις· και
δ)
με καταβολή άμεσης, επαρκούς και αποτελεσματικής αποζημίωσης.
2.
Η αποζημίωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ισούται με τη δίκαιη αγοραία αξία που είχε η καλυπτόμενη επένδυση αμέσως πριν από τον χρόνο κατά τον οποίο η απαλλοτρίωση ή η επικείμενη απαλλοτρίωση κατέστη δημοσίως γνωστή, ανάλογα με το ποια ημερομηνία είναι προγενέστερη, με την προσθήκη τόκων με εύλογο επιτόκιο καθοριζόμενο σε εμπορική βάση, από την ημερομηνία απαλλοτρίωσης έως την ημερομηνία καταβολής. Η εν λόγω αποζημίωση μπορεί να εισπραχθεί αποτελεσματικά και να μεταφερθεί ελεύθερα σύμφωνα με το άρθρο 2.8 (Μεταφορά) και καταβάλλεται δίχως καθυστέρηση.
3.
Παρά τις παραγράφους 1 και 2, αν το Βιετνάμ είναι το Μέρος που πραγματοποιεί την απαλλοτρίωση, κάθε μέτρο άμεσης απαλλοτρίωσης που αφορά γη πρέπει:
α)
να αφορά σκοπό που συνάδει με τις εφαρμοστέες εσωτερικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις· και
β)
να συνοδεύεται από την καταβολή αποζημίωσης ίσης με την αγοραία αξία, αναγνωρίζοντας παράλληλα τις εφαρμοστέες εσωτερικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις.
4.
Η έκδοση υποχρεωτικών αδειών σε σχέση με δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας δεν συνιστά απαλλοτρίωση κατά την έννοια της παραγράφου 1, στον βαθμό που η εν λόγω έκδοση συνάδει με τη συμφωνία για τις εμπορικές πτυχές των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1Γ της συμφωνίας ΠΟΕ (εφεξής: «συμφωνία TRIPS»).
5.
Επενδυτής που θίγεται από απαλλοτρίωση έχει το δικαίωμα, βάσει του δικαίου του Μέρους που πραγματοποιεί την απαλλοτρίωση, για ταχεία επανεξέταση της αξίωσής του και της αποτίμησης της επένδυσής του από δικαστική ή άλλη ανεξάρτητη αρχή του εν λόγω Μέρους.
6.
Το παρόν άρθρο ερμηνεύεται σύμφωνα με το παράρτημα 4 (Μνημόνιο περί απαλλοτριώσεως).
ΑΡΘΡΟ 2.8
Μεταφορά
Κάθε Μέρος επιτρέπει την πραγματοποίηση όλων των μεταφορών που σχετίζονται με καλυπτόμενες επενδύσεις χωρίς περιορισμό ή καθυστέρηση, σε ελεύθερα μετατρέψιμο νόμισμα και στην αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία που ισχύει κατά την ημερομηνία μεταφοράς. Στις μεταφορές αυτές περιλαμβάνονται:
α)
εισφορές σε κεφάλαιο, όπως κύριοι και πρόσθετοι πόροι με σκοπό τη διατήρηση, την ανάπτυξη ή την αύξηση της επένδυσης·
β)
κέρδη, μερίσματα, κεφαλαιακή υπεραξία και άλλες αποδόσεις, έσοδα από την πώληση του συνόλου ή μέρους της επένδυσης ή από τη μερική ή πλήρη ρευστοποίηση της επένδυσης·
γ)
πληρωμές τόκων, δικαιώματα εκμετάλλευσης, έξοδα διαχείρισης, δαπάνες τεχνικής βοήθειας και άλλες δαπάνες·
δ)
πληρωμές που πραγματοποιούνται βάσει σύμβασης που έχει συναφθεί από τον επενδυτή ή την καλυπτόμενη επένδυση, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών που πραγματοποιούνται σύμφωνα με δανειακή σύμβαση·
ε)
αποδοχές και άλλες αμοιβές προσωπικού που απασχολείται από το εξωτερικό και εργάζεται σε σχέση με την επένδυση·
στ)
πληρωμές που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 2.6 (Αποζημίωση για απώλειες) και 2.7 (Απαλλοτρίωση)· και
ζ)
πληρωμές αποζημιώσεων βάσει διαιτητικής απόφασης που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το τμήμα Β (Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και Μερών) του κεφαλαίου 3 (Επίλυση διαφορών).
ΑΡΘΡΟ 2.9
Υποκατάσταση
Αν ένα Μέρος ή οργανισμός του καταβάλει πληρωμή στο πλαίσιο υποχρέωσης αποζημίωσης, εγγύησης ή ασφαλιστικής σύμβασης που έχει συνάψει σε σχέση με επένδυση που έχει πραγματοποιηθεί από επενδυτή του στο έδαφος του άλλου Μέρους, το άλλο Μέρος αναγνωρίζει την υποκατάσταση ή τη μεταφορά κάθε δικαιώματος ή τίτλου ή την εκχώρηση κάθε απαίτησης σε σχέση με την εν λόγω επένδυση. Το Μέρος ή ο οργανισμός έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν το από υποκατάσταση ή εκχώρηση δικαίωμα ή απαίτηση στον ίδιο βαθμό με το αρχικό δικαίωμα ή απαίτηση του επενδυτή. Τα εν λόγω δικαιώματα μπορούν να ασκηθούν από το Μέρος ή από οργανισμό του, ή και από τον επενδυτή αλλά μόνο αν το επιτρέψουν το Μέρος ή ο οργανισμός.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΜΗΜΑ Α
ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ
ΥΠΟΤΜΗΜΑ 1
ΣΤΟΧΟΣ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
ΑΡΘΡΟ 3.1
Στόχος
Στόχος του παρόντος κεφαλαίου είναι η θέσπιση αποτελεσματικού και αποδοτικού μηχανισμού για την αποφυγή και επίλυση κάθε διαφοράς μεταξύ των Μερών η οποία αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας, με σκοπό την εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής λύσης.
ΑΡΘΡΟ 3.2
Πεδίο εφαρμογής
Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται σε σχέση με την αποφυγή και επίλυση κάθε διαφοράς μεταξύ των Μερών σχετικής με την ερμηνεία ή την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας Συμφωνίας, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στην παρούσα Συμφωνία.
ΥΠΟΤΜΗΜΑ 2
ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ
ΑΡΘΡΟ 3.3
Διαβουλεύσεις
1.
Τα Μέρη επιδιώκουν την επίλυση κάθε διαφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 3.2 (Πεδίο εφαρμογής) μέσω διαβουλεύσεων που διεξάγονται καλή τη πίστει και με στόχο την επίτευξη αμοιβαία αποδεκτής λύσης.
2.
Κάθε Μέρος επιδιώκει διαβουλεύσεις με την υποβολή έγγραφου αιτήματος στο άλλο Μέρος, με κοινοποίηση αντιγράφου στην επιτροπή που συνιστάται σύμφωνα με το άρθρο 4.1 (Επιτροπή), στο οποίο προσδιορίζονται το επίμαχο μέτρο και οι σχετικές διατάξεις της παρούσας Συμφωνίας.
3.
Οι διαβουλεύσεις πραγματοποιούνται εντός 30 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 και διεξάγονται στο έδαφος του Μέρους στο οποίο απευθύνεται το σχετικό αίτημα, εκτός αν τα Μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Οι διαβουλεύσεις θεωρείται ότι έχουν ολοκληρωθεί εντός 45 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος, εκτός αν αμφότερα τα Μέρη συμφωνήσουν τη συνέχιση των διαβουλεύσεων. Οι διαβουλεύσεις, και ιδίως όλες οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται και οι θέσεις που υποστηρίζονται από τα Μέρη, έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα και δεν θίγουν τα δικαιώματα κανενός εκ των Μερών σε περαιτέρω διαδικασίες.
4.
Διαβουλεύσεις για επείγοντα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν αλλοιώσιμα εμπορεύματα, εποχικά εμπορεύματα ή εποχικές υπηρεσίες, πραγματοποιούνται εντός 15 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 2. Οι διαβουλεύσεις θεωρείται ότι έχουν ολοκληρωθεί εντός 20 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος, εκτός αν αμφότερα τα Μέρη συμφωνήσουν τη συνέχιση των διαβουλεύσεων.
5.
Το Μέρος που υπέβαλε αίτημα διενέργειας διαβουλεύσεων μπορεί να προσφύγει στο άρθρο 3.5 (Έναρξη της διαδικασίας διαιτησίας), αν:
α)
το άλλο Μέρος δεν απαντήσει στο αίτημα διενέργειας διαβουλεύσεων εντός 15 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του·
β)
οι διαβουλεύσεις δεν πραγματοποιηθούν εντός των προθεσμιών που ορίζονται στην παράγραφο 3 ή 4·
γ)
τα Μέρη συμφωνήσουν να μην προβούν σε διαβουλεύσεις· ή
δ)
οι διαβουλεύσεις ολοκληρωθούν χωρίς να επιτευχθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση.
6.
Κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων, τα Μέρη παρέχουν επαρκή στοιχεία ως προς τα πραγματικά περιστατικά, ούτως ώστε να είναι δυνατή η εξέταση του τρόπου με τον οποίο το επίμαχο μέτρο θα μπορούσε να επηρεάσει τη λειτουργία και την εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας.
ΑΡΘΡΟ 3.4
Μηχανισμός διαμεσολάβησης
Τα Μέρη μπορούν ανά πάσα στιγμή να συμφωνήσουν την έναρξη διαδικασίας διαμεσολάβησης σύμφωνα με το παράρτημα 9 (Μηχανισμός διαμεσολάβησης) σε σχέση με κάθε μέτρο το οποίο επηρεάζει δυσμενώς τις επενδύσεις μεταξύ των Μερών.
ΥΠΟΤΜΗΜΑ 3
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΘΡΟ 3.5
Έναρξη της διαδικασίας διαιτησίας
1.
Αν τα Μέρη δεν κατορθώσουν να επιλύσουν τη διαφορά με τη διενέργεια διαβουλεύσεων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3.3 (Διαβουλεύσεις), το Μέρος που υπέβαλε το αίτημα διενέργειας διαβουλεύσεων μπορεί να ζητήσει τη σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας.
2.
Το αίτημα για τη σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας υποβάλλεται εγγράφως στο άλλο Μέρος, με κοινοποίηση στην επιτροπή. Το καταγγέλλον Μέρος προσδιορίζει στο αίτημά του το επίμαχο μέτρο και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους το εν λόγω μέτρο δεν συνάδει με τις διατάξεις της παρούσας Συμφωνίας, ούτως ώστε να εκτίθεται με σαφήνεια η νομική βάση της καταγγελίας.
ΑΡΘΡΟ 3.6
Εντολή της ειδικής ομάδας διαιτησίας
Αν τα Μέρη δεν συμφωνήσουν διαφορετικά εντός 10 ημερών από την ημερομηνία επιλογής των διαιτητών, η εντολή της ειδικής ομάδας διαιτησίας είναι η εξής:
«Να εξετάσει, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών διατάξεων της παρούσας Συμφωνίας τις οποίες επικαλούνται τα Μέρη, το ζήτημα που αναφέρεται στο αίτημα για τη σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας σύμφωνα με το άρθρο 3.5 (Έναρξη της διαδικασίας διαιτησίας), να αποφανθεί για τη συμβατότητα του επίμαχου μέτρου με τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 3.2 (Πεδίο εφαρμογής) και να αναφέρει στην έκθεσή της τα πορίσματά της ως προς τα πραγματικά περιστατικά, τη δυνατότητα εφαρμογής των σχετικών διατάξεων και το βασικό σκεπτικό των τυχόν πορισμάτων και συστάσεών της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3.10 (Ενδιάμεση έκθεση) και 3.11 (Τελική έκθεση).».
ΑΡΘΡΟ 3.7
Σύσταση της ειδικής ομάδας διαιτησίας
1.
Η ειδική ομάδα διαιτησίας απαρτίζεται από τρεις διαιτητές.
2.
Εντός 10 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία το Μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία παραλαμβάνει το αίτημα για σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας, τα Μέρη διαβουλεύονται προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία για τη σύνθεση της ειδικής ομάδας διαιτησίας.
3.
Αν τα Μέρη δεν συμφωνήσουν ως προς τη σύνθεση της ειδικής ομάδας διαιτησίας εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 2, κάθε Μέρος, εντός 10 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 2, μπορεί να διορίσει διαιτητή από τον υποκατάλογο του εν λόγω Μέρους ο οποίος καταρτίζεται βάσει του άρθρου 3.23 (Κατάλογος διαιτητών). Αν ένα από τα Μέρη δεν διορίσει διαιτητή από τον υποκατάλογό του, ο διαιτητής επιλέγεται με κλήρωση, κατόπιν αιτήματος του άλλου Μέρους, από τον πρόεδρο της επιτροπής ή από τον αναπληρωτή του, από τον υποκατάλογο του εν λόγω Μέρους ο οποίος καταρτίζεται βάσει του άρθρου 3.23 (Κατάλογος διαιτητών).
4.
Αν τα Μέρη δεν συμφωνήσουν ως προς τον πρόεδρο της ειδικής ομάδας διαιτησίας εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 2, ο πρόεδρος της επιτροπής ή ο αναπληρωτής του επιλέγει με κλήρωση, κατόπιν αιτήματος ενός εκ των Μερών, τον πρόεδρο της ειδικής ομάδας διαιτησίας από τον υποκατάλογο των προέδρων που καταρτίζεται βάσει του άρθρου 3.23 (Κατάλογος διαιτητών).
5.
Ο πρόεδρος της επιτροπής ή ο αναπληρωτής του επιλέγει τους διαιτητές εντός πέντε ημερών από την υποβολή του αιτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 3 ή 4.
6.
Ως ημερομηνία σύστασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας λογίζεται η ημερομηνία κατά την οποία οι τρεις επιλεγέντες διαιτητές κοινοποίησαν στα Μέρη την αποδοχή του διορισμού τους σύμφωνα με το παράρτημα 7 (Κανονισμός διαδικασίας).
7.
Αν κάποιος ή κάποιοι από τους καταλόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3.23 (Κατάλογος διαιτητών) δεν έχει/-ουν καταρτιστεί ή δεν περιέχει/-ουν αρκετά ονόματα κατά τη στιγμή που υποβάλλεται το αίτημα σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4, οι διαιτητές επιλέγονται με κλήρωση μεταξύ των ατόμων που έχουν προταθεί επίσημα από αμφότερα τα Μέρη ή από ένα Μέρος αν μόνο το ένα Μέρος έχει υποβάλει πρόταση.
ΑΡΘΡΟ 3.8
Διαδικασίες επίλυσης διαφορών στο πλαίσιο της ειδικής ομάδας διαιτησίας
1.
Οι κανόνες και οι διαδικασίες που καθορίζονται στο παρόν άρθρο και στα παραρτήματα 7 (Κανονισμός διαδικασίας) και 8 (Κώδικας δεοντολογίας για τους διαιτητές και τους διαμεσολαβητές) διέπουν τις διαδικασίες επίλυσης διαφορών στο πλαίσιο ειδικής ομάδας διαιτησίας.
2.
Τα Μέρη, αν δεν συμφωνήσουν διαφορετικά, συνεδριάζουν με την ειδική ομάδα διαιτησίας εντός 10 ημερών από τη σύστασή της, προκειμένου να καθοριστούν όλα τα ζητήματα που τα Μέρη ή η ειδική ομάδα διαιτησίας κρίνουν κατάλληλα, όπως το χρονοδιάγραμμα της διαδικασίας και η αμοιβή και τα έξοδα των διαιτητών, σύμφωνα με το παράρτημα 7 (Κανονισμός διαδικασίας). Οι διαιτητές και οι εκπρόσωποι των Μερών μπορούν να συμμετάσχουν στην εν λόγω συνεδρίαση μέσω τηλεφώνου ή τηλεδιάσκεψης.
3.
Ο τόπος διεξαγωγής της ακρόασης καθορίζεται με αμοιβαία συναίνεση των Μερών. Αν τα Μέρη δεν συμφωνήσουν σχετικά με τον τόπο διεξαγωγής της ακρόασης, αυτή διεξάγεται στις Βρυξέλλες, αν το καταγγέλλον Μέρος είναι το Βιετνάμ, και στο Ανόι, αν το καταγγέλλον Μέρος είναι η ΕΕ.
4.
Οι ακροάσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας είναι δημόσιες, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο παράρτημα 7 (Κανονισμός διαδικασίας).
5.
Σύμφωνα με το παράρτημα 7 (Κανονισμός διαδικασίας), παρέχεται στα Μέρη η δυνατότητα να παρίστανται σε κάθε είδους παρουσιάσεις, δηλώσεις, επιχειρήματα ή αντεπιχειρήματα που υποβάλλονται κατά τη διαδικασία. Όλες οι πληροφορίες ή έγγραφα υπομνήματα που υποβάλλονται στην ειδική ομάδα διαιτησίας από κάποιο Μέρος, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν παρατηρήσεων επί του περιγραφικού μέρους της ενδιάμεσης έκθεσης, των απαντήσεων σε ερωτήσεις που υποβάλλονται από την ειδική ομάδα διαιτησίας και των παρατηρήσεων που υποβάλλονται από ένα Μέρος στις εν λόγω απαντήσεις, τίθενται στη διάθεση του άλλου Μέρους.
6.
Εκτός αν τα Μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά εντός τριών ημερών από την ημερομηνία σύστασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας, η ειδική ομάδα διαιτησίας μπορεί να λάβει, σύμφωνα με το παράρτημα 7 (Κανονισμός διαδικασίας), μη ζητηθέντα έγγραφα υπομνήματα (υπομνήματα φιλικού χαρακτήρα) από φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στο έδαφος ενός Μέρους.
7.
Για τις εσωτερικές διασκέψεις της, η ειδική ομάδα διαιτησίας συνέρχεται κεκλεισμένων των θυρών με τη συμμετοχή μόνο των διαιτητών. Η ειδική ομάδα διαιτησίας μπορεί να επιτρέψει στους βοηθούς των διαιτητών να παρίστανται στις διασκέψεις της. Οι διασκέψεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας και τα έγγραφα που υποβάλλονται σ’ αυτήν έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα.
ΑΡΘΡΟ 3.9
Προκαταρκτική απόφαση σχετικά με τον χαρακτήρα του επείγοντος
Αν το ζητήσει ένα από τα Μέρη, η ειδική ομάδα διαιτησίας εκδίδει προκαταρκτική απόφαση εντός 10 ημερών από τη σύστασή της σχετικά με το αν κρίνει τη συγκεκριμένη υπόθεση ως επείγουσα.
ΑΡΘΡΟ 3.10
Ενδιάμεση έκθεση
1.
Το αργότερο 90 ημέρες από την ημερομηνία σύστασής της, η ειδική ομάδα διαιτησίας κοινοποιεί στα Μέρη ενδιάμεση έκθεση στην οποία παρατίθενται τα πορίσματά της ως προς τα πραγματικά περιστατικά, η δυνατότητα εφαρμογής των σχετικών διατάξεων και το βασικό σκεπτικό των τυχόν πορισμάτων και συστάσεών της. Αν ο πρόεδρος της ειδικής ομάδας διαιτησίας κρίνει ότι η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να τηρηθεί, ενημερώνει εγγράφως τα Μέρη και την επιτροπή, αναφέροντας τους λόγους της καθυστέρησης και την ημερομηνία κατά την οποία η ειδική ομάδα διαιτησίας σκοπεύει να εκδώσει την ενδιάμεση έκθεσή της. Η ειδική ομάδα διαιτησίας δεν εκδίδει σε καμία περίπτωση την ενδιάμεση έκθεση πέραν των 120 ημερών από την ημερομηνία σύστασής της.
2.
Ένα Μέρος μπορεί να ζητήσει εγγράφως από την ειδική ομάδα διαιτησίας, συνυποβάλλοντας σχετικές παρατηρήσεις, να επανεξετάσει συγκεκριμένες πτυχές της ενδιάμεσης έκθεσης εντός 14 ημερών από την κοινοποίησή της.
3.
Σε επείγουσες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση αλλοιώσιμων (ευπαθών) ή εποχικών εμπορευμάτων ή υπηρεσιών, η ειδική ομάδα διαιτησίας καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να εκδώσει την ενδιάμεση έκθεσή της εντός 45 ημερών και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο εντός 60 ημερών από την ημερομηνία σύστασής της. Ένα Μέρος μπορεί να ζητήσει εγγράφως από την ειδική ομάδα διαιτησίας, συνυποβάλλοντας σχετικές παρατηρήσεις, να επανεξετάσει συγκεκριμένες πτυχές της ενδιάμεσης έκθεσης εντός επτά ημερών από την κοινοποίησή της.
4.
Αφού εξετάσει τα τυχόν έγγραφα αιτήματα των Μερών σχετικά με την ενδιάμεση έκθεση, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών παρατηρήσεων, η ειδική ομάδα διαιτησίας μπορεί να τροποποιήσει την έκθεσή της και να προβεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω εξέταση κρίνει σκόπιμη.
ΑΡΘΡΟ 3.11
Τελική έκθεση
1.
Εντός προθεσμίας 120 ημερών από την ημερομηνία σύστασής της, η ειδική ομάδα διαιτησίας διαβιβάζει στα Μέρη και στην επιτροπή την τελική της έκθεση. Αν ο πρόεδρος της ειδικής ομάδας διαιτησίας κρίνει ότι η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να τηρηθεί, ενημερώνει εγγράφως τα Μέρη και την επιτροπή, αναφέροντας τους λόγους της καθυστέρησης και την ημερομηνία κατά την οποία η ειδική ομάδα διαιτησίας σκοπεύει να εκδώσει την τελική έκθεσή της. Η ειδική ομάδα διαιτησίας δεν εκδίδει σε καμία περίπτωση την τελική έκθεση πέραν των 150 ημερών από την ημερομηνία σύστασής της.
2.
Σε επείγουσες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση αλλοιώσιμων (ευπαθών) ή εποχικών εμπορευμάτων ή υπηρεσιών, η ειδική ομάδα διαιτησίας καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να κοινοποιήσει την τελική έκθεσή της εντός 60 ημερών από την ημερομηνία σύστασής της. Η ειδική ομάδα διαιτησίας δεν εκδίδει σε καμία περίπτωση την τελική έκθεση πέραν των 75 ημερών από την ημερομηνία σύστασής της.
3.
Η τελική έκθεση περιλαμβάνει επαρκή εξέταση των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν κατά το στάδιο της ενδιάμεσης επανεξέτασης και παρέχει σαφείς απαντήσεις στις παρατηρήσεις των Μερών.
ΑΡΘΡΟ 3.12
Συμμόρφωση με την τελική έκθεση
Το Μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο για την άμεση και καλή τη πίστει συμμόρφωση με την τελική έκθεση της ειδικής ομάδας διαιτησίας.
ΑΡΘΡΟ 3.13
Εύλογο χρονικό διάστημα για τη συμμόρφωση
1.
Αν δεν είναι εφικτή η άμεση συμμόρφωση, τα Μέρη καταβάλλουν προσπάθεια ώστε να συμφωνήσουν αμοιβαία το χρονικό διάστημα για τη συμμόρφωση με την τελική έκθεση. Στην περίπτωση αυτή, και το αργότερο εντός 30 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της τελικής έκθεσης, το Μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία κοινοποιεί στο καταγγέλλον Μέρος και στην επιτροπή το χρονικό διάστημα που θα χρειαστεί για να συμμορφωθεί (εφεξής: «εύλογο χρονικό διάστημα»).
2.
Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των Μερών όσον αφορά το εύλογο χρονικό διάστημα που απαιτείται για τη συμμόρφωση με την τελική έκθεση, το καταγγέλλον Μέρος, εντός 20 ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 από το Μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία, ζητεί εγγράφως από την ειδική ομάδα διαιτησίας που συνιστάται σύμφωνα με το άρθρο 3.7 (Σύσταση της ειδικής ομάδας διαιτησίας) (εφεξής: «αρχική ειδική ομάδα διαιτησίας») να προσδιορίσει τη διάρκεια του εύλογου χρονικού διαστήματος. Το εν λόγω αίτημα κοινοποιείται στο Μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία και στην επιτροπή.
3.
Η ειδική ομάδα διαιτησίας κοινοποιεί στα Μέρη και στην επιτροπή την απόφασή της σχετικά με το εύλογο χρονικό διάστημα εντός 20 ημερών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 2.
4.
Το Μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία ενημερώνει εγγράφως το καταγγέλλον Μέρος σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειώσει όσον αφορά τη συμμόρφωση με την τελική έκθεση τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από την εκπνοή του εύλογου χρονικού διαστήματος.
5.
Τα Μέρη μπορούν να συμφωνήσουν να παρατείνουν το εύλογο χρονικό διάστημα.
ΑΡΘΡΟ 3.14
Επανεξέταση μέτρων που λαμβάνονται προς συμμόρφωση με την τελική έκθεση
1.
Πριν από τη λήξη του εύλογου χρονικού διαστήματος, το Μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία κοινοποιεί στο καταγγέλλον Μέρος και στην επιτροπή κάθε μέτρο που έχει λάβει με σκοπό τη συμμόρφωσή του με την τελική έκθεση.
2.
Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των Μερών όσον αφορά την ύπαρξη ή τη συνέπεια μέτρου που έχει ληφθεί για τη συμμόρφωση με τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 3.2. (Πεδίο εφαρμογής) και κοινοποιηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, το καταγγέλλον Μέρος μπορεί να ζητήσει εγγράφως από την αρχική ειδική ομάδα διαιτησίας να αποφανθεί σχετικά με το ζήτημα. Το εν λόγω αίτημα κοινοποιείται στο Μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία και στην επιτροπή. Το καταγγέλλον Μέρος προσδιορίζει στο αίτημά του το συγκεκριμένο επίμαχο μέτρο και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους το εν λόγω μέτρο δεν συνάδει με τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 3.2 (Πεδίο εφαρμογής) κατά τρόπο αρκούντως αναλυτικό ώστε να παρουσιάζεται με σαφήνεια η νομική βάση της καταγγελίας.
3. Η ειδική ομάδα διαιτησίας κοινοποιεί στα Μέρη και στην επιτροπή την απόφασή της εντός 45 ημερών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 2.
ΑΡΘΡΟ 3.15
Προσωρινά μέτρα αποκατάστασης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης
1.
Αν το Μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία δεν κοινοποιήσει στο καταγγέλλον Μέρος και στην επιτροπή τα μέτρα που έλαβε για να συμμορφωθεί με την τελική έκθεση της ειδικής ομάδας διαιτησίας πριν από τη λήξη του εύλογου χρονικού διαστήματος, ή αν η ειδική ομάδα διαιτησίας αποφανθεί ότι δεν έχουν ληφθεί μέτρα συμμόρφωσης ή ότι τα μέτρα που έχουν κοινοποιηθεί βάσει της παραγράφου 1 του άρθρου 3.14 (Επανεξέταση μέτρων που λαμβάνονται προς συμμόρφωση με την τελική έκθεση) δεν συνάδουν με τις υποχρεώσεις που υπέχει το εν λόγω Μέρος δυνάμει των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 3.2 (Πεδίο εφαρμογής), το Μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία υποβάλλει προσφορά για αντιστάθμιση, αν το ζητήσει το καταγγέλλον Μέρος και κατόπιν διαβουλεύσεων με το εν λόγω Μέρος.
2.
Αν το καταγγέλλον Μέρος αποφασίσει να μη ζητήσει προσφορά για αντιστάθμιση ή, σε περίπτωση υποβολής τέτοιου αιτήματος, αν δεν επιτευχθεί συμφωνία για την αντιστάθμιση εντός 30 ημερών από τη λήξη του εύλογου χρονικού διαστήματος ή από την έκδοση της απόφασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας βάσει του άρθρου 3.14 (Επανεξέταση μέτρων που λαμβάνονται προς συμμόρφωση με την τελική έκθεση) η οποία αποφαίνεται ότι δεν έχουν ληφθεί μέτρα συμμόρφωσης ή ότι τα μέτρα που έχουν ληφθεί δεν συνάδουν με τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 3.2 (Πεδίο εφαρμογής), το καταγγέλλον Μέρος έχει το δικαίωμα, κατόπιν σχετικής κοινοποίησης στο άλλο Μέρος και στην επιτροπή, να λάβει κατάλληλα μέτρα στο πλαίσιο των προτιμησιακών εμπορικών και επενδυτικών υποχρεώσεων που ισχύουν μεταξύ των Μερών, τα οποία έχουν αποτέλεσμα ισοδύναμο με την ολική ή μερική αναίρεση των οφελών που προκάλεσε η παραβίαση. Τα μέτρα αυτά προσδιορίζονται στη σχετική κοινοποίηση. Το καταγγέλλον Μέρος μπορεί να εφαρμόσει τα μέτρα ανά πάσα στιγμή μετά την παρέλευση 10 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης από το Μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία, εκτός αν το Μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία ζητήσει διαδικασία διαιτησίας βάσει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.
3.
Αν το Μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία θεωρεί ότι τα μέτρα που έλαβε το καταγγέλλον Μέρος δεν είναι ισοδύναμα με την ολική ή μερική αναίρεση των οφελών που προκάλεσε η παραβίαση, μπορεί να ζητήσει εγγράφως από την αρχική ειδική ομάδα διαιτησίας να αποφανθεί σχετικά με το ζήτημα. Το αίτημα αυτό κοινοποιείται στο καταγγέλλον Μέρος και στην επιτροπή πριν από τη λήξη της χρονικής περιόδου των 10 ημερών που αναφέρεται στην παράγραφο 2. Η αρχική ειδική ομάδα διαιτησίας κοινοποιεί στα Μέρη και στην επιτροπή την απόφασή της σχετικά με τα μέτρα που έλαβε το καταγγέλλον Μέρος εντός 30 ημερών από την ημερομηνία υποβολής του σχετικού αιτήματος. Οι υποχρεώσεις δεν αναστέλλονται έως ότου η αρχική ειδική ομάδα διαιτησίας κοινοποιήσει την απόφασή της, και κάθε αναστολή είναι συνεπής προς την απόφαση αυτή.
4.
Τα μέτρα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο είναι προσωρινά και δεν εφαρμόζονται έπειτα από:
α)
την επίτευξη αμοιβαία αποδεκτής λύσης από τα Μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3.19 (Αμοιβαία αποδεκτή λύση)·
β)
την επίτευξη συμφωνίας από τα Μέρη ότι το μέτρο που κοινοποιήθηκε βάσει της παραγράφου 1 του άρθρου 3.14 (Επανεξέταση μέτρων που λαμβάνονται προς συμμόρφωση με την τελική έκθεση) επιτυγχάνει τη συμμόρφωση του Μέρους κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία με τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 3.2 (Πεδίο εφαρμογής)·
γ)
την απόσυρση ή τροποποίηση των μέτρων που κρίθηκε ότι δεν συνάδουν με τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 3.2 (Πεδίο εφαρμογής) ούτως ώστε να επέλθει η συμμόρφωσή τους με τις εν λόγω διατάξεις, σύμφωνα με απόφαση που λήφθηκε βάσει της παραγράφου 3 του άρθρου 3.14 (Επανεξέταση μέτρων που λαμβάνονται προς συμμόρφωση με την τελική έκθεση).
ΑΡΘΡΟ 3.16
Επανεξέταση μέτρων συμμόρφωσης που λαμβάνονται μετά τη λήψη
προσωρινών μέτρων αποκατάστασης λόγω μη συμμόρφωσης
1.
Το Μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία κοινοποιεί στο καταγγέλλον Μέρος και στην επιτροπή κάθε μέτρο που έλαβε για να συμμορφωθεί με την έκθεση της ειδικής ομάδας διαιτησίας μετά τα μέτρα που εφάρμοσε το καταγγέλλον Μέρος ή μετά την εφαρμογή αντιστάθμισης, ανάλογα με την περίπτωση. Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, το καταγγέλλον Μέρος τερματίζει τα μέτρα που έχουν ληφθεί σύμφωνα με το άρθρο 3.15 (Προσωρινά μέτρα αποκατάστασης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης) εντός 30 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης. Αν έχει εφαρμοστεί αντιστάθμιση, και εξαιρουμένων των περιπτώσεων της παραγράφου 2, το Μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία μπορεί να ζητήσει τον τερματισμό της εφαρμογής της εν λόγω αντιστάθμισης εντός 30 ημερών από την κοινοποίησή του ότι έχει συμμορφωθεί με την έκθεση της ειδικής ομάδας διαιτησίας.
2.
Αν τα Μέρη δεν συμφωνήσουν σχετικά με το κατά πόσον το μέτρο που κοινοποιήθηκε επιτυγχάνει τη συμμόρφωση του Μέρους κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία με τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 3.2 (Πεδίο εφαρμογής) εντός 30 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης, το καταγγέλλον Μέρος μπορεί να ζητήσει εγγράφως από την αρχική ειδική ομάδα διαιτησίας να αποφανθεί σχετικά με το ζήτημα. Το εν λόγω αίτημα κοινοποιείται στο Μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία και στην επιτροπή.
3.
Η απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας κοινοποιείται στα Μέρη και στην επιτροπή εντός 45 ημερών από την υποβολή του αιτήματος. Αν η ειδική ομάδα διαιτησίας αποφασίσει ότι το μέτρο που κοινοποιήθηκε συνάδει με τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 3.2 (Πεδίο εφαρμογής), τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 3.15 (Προσωρινά μέτρα αποκατάστασης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης) ή η αντιστάθμιση, ανάλογα με την περίπτωση, τερματίζονται. Αν συντρέχει σχετική περίπτωση, το επίπεδο αναστολής των υποχρεώσεων ή της αντιστάθμισης προσαρμόζεται αναλόγως βάσει της απόφασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας.
ΑΡΘΡΟ 3.17
Αντικατάσταση διαιτητών
Αν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαιτησίας, η αρχική ειδική ομάδα διαιτησίας ή ορισμένα από τα μέλη της δεν είναι σε θέση να συμμετάσχουν ή αποσυρθούν ή πρέπει να αντικατασταθούν επειδή δεν πληρούν τις απαιτήσεις του κώδικα δεοντολογίας που ορίζονται στο παράρτημα 8 (Κώδικας δεοντολογίας για τους διαιτητές και τους διαμεσολαβητές), εφαρμόζεται η διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 3.7 (Σύσταση της ειδικής ομάδας διαιτησίας). Η προθεσμία για την κοινοποίηση των εκθέσεων και των αποφάσεων, ανάλογα με την περίπτωση, παρατείνεται κατά 20 ημέρες.
ΑΡΘΡΟ 3.18
Αναστολή και λήξη της διαδικασίας διαιτησίας
1.
Κατόπιν αιτήματος και των δύο Μερών, η ειδική ομάδα διαιτησίας αναστέλλει ανά πάσα στιγμή τις εργασίες της για χρονικό διάστημα που συμφωνείται από τα Μέρη και το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 12 διαδοχικούς μήνες. Επαναλαμβάνει τις εργασίες της πριν από τη λήξη της εν λόγω περιόδου αναστολής κατόπιν έγγραφου αιτήματος και των δύο Μερών. Τα Μέρη ενημερώνουν την επιτροπή σχετικά. Η ειδική ομάδα διαιτησίας μπορεί επίσης να επαναλάβει τις εργασίες της κατά τη λήξη της περιόδου αναστολής κατόπιν έγγραφου αιτήματος οποιουδήποτε Μέρους. Το αιτούν Μέρος ενημερώνει σχετικά την επιτροπή και το άλλο Μέρος. Αν κανένα Μέρος δεν ζητήσει την επανάληψη των εργασιών της ειδικής ομάδας διαιτησίας κατά τη λήξη της περιόδου αναστολής, η εξουσία της ειδικής ομάδας διαιτησίας καταργείται και η διαδικασία περατώνεται. Σε περίπτωση αναστολής των εργασιών της ειδικής ομάδας διαιτησίας, τα χρονικά διαστήματα που καθορίζονται στις σχετικές διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου παρατείνονται για χρονικό διάστημα ίσης διάρκειας με την περίοδο αναστολής των εργασιών. Η αναστολή και η περάτωση των εργασιών της ειδικής ομάδας διαιτησίας δεν θίγουν τα δικαιώματα οποιουδήποτε εκ των Μερών στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας, με την επιφύλαξη του άρθρου 3.24 (Επιλογή δικαστηρίου).
2.
Τα Μέρη μπορούν να συμφωνήσουν την περάτωση της διαδικασίας της ειδικής ομάδας διαιτησίας υποβάλλοντας από κοινού σχετική κοινοποίηση προς τον πρόεδρο της ειδικής ομάδας διαιτησίας και την επιτροπή ανά πάσα στιγμή πριν από την έκδοση της τελικής έκθεσης της ειδικής ομάδας διαιτησίας.
ΑΡΘΡΟ 3.19
Αμοιβαία αποδεκτή λύση
Τα Μέρη μπορούν ανά πάσα στιγμή να καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή λύση για διαφορά που διέπεται από το παρόν κεφάλαιο. Κοινοποιούν από κοινού την εν λόγω λύση στην επιτροπή και στον πρόεδρο της ειδικής ομάδας διαιτησίας, κατά περίπτωση. Αν για τη συγκεκριμένη λύση απαιτείται έγκριση σύμφωνα με τις σχετικές εσωτερικές διαδικασίες οποιουδήποτε εκ των Μερών, στην εν λόγω κοινοποίηση αναφέρεται η απαίτηση αυτή και η διαδικασία επίλυσης διαφορών αναστέλλεται. Αν δεν απαιτείται σχετική έγκριση ή αν κοινοποιηθεί η ολοκλήρωση των σχετικών εσωτερικών διαδικασιών, η διαδικασία επίλυσης διαφορών περατώνεται.
ΑΡΘΡΟ 3.20
Πληροφορίες και τεχνικές συμβουλές
Η ειδική ομάδα διαιτησίας μπορεί, κατόπιν αιτήματος ενός εκ των Μερών ή με δική της πρωτοβουλία, να ζητεί την παροχή των πληροφοριών τις οποίες κρίνει απαραίτητες για τη διαδικασία της ειδικής ομάδας διαιτησίας από οποιαδήποτε πηγή, συμπεριλαμβανομένων των Μερών που εμπλέκονται στη διαφορά. Η ειδική ομάδα διαιτησίας έχει επίσης το δικαίωμα να ζητεί τη γνώμη πραγματογνωμόνων, αν το κρίνει σκόπιμο. Πριν από την επιλογή των πραγματογνωμόνων, η ειδική ομάδα διαιτησίας προβαίνει σε διαβούλευση με τα Μέρη. Όλες οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος άρθρου γνωστοποιούνται και υποβάλλονται στα Μέρη προς διατύπωση παρατηρήσεων εντός της προθεσμίας που ορίζεται από την ειδική ομάδα διαιτησίας.
ΑΡΘΡΟ 3.21
Κανόνες ερμηνείας
Η ειδική ομάδα διαιτησίας ερμηνεύει τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 3.2 (Πεδίο εφαρμογής) σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες ερμηνείας του δημόσιου διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των κωδικοποιημένων διατάξεων της Σύμβασης της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών, που υπογράφηκε στη Βιέννη στις 23 Μαΐου 1969 (εφεξής: «σύμβαση της Βιέννης»). Η ειδική ομάδα διαιτησίας λαμβάνει επίσης υπόψη τις σχετικές ερμηνείες που περιέχονται στις εκθέσεις των ειδικών ομάδων και του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου και οι οποίες έχουν εγκριθεί από το όργανο επίλυσης διαφορών βάσει του παραρτήματος 2 της συμφωνίας ΠΟΕ (στο εξής «ΟΕΔ»). Οι εκθέσεις και οι αποφάσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας δεν είναι δυνατόν να αυξάνουν ή να μειώνουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των Μερών που προβλέπονται στην παρούσα Συμφωνία.
ΑΡΘΡΟ 3.22
Αποφάσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας
1.
Η ειδική ομάδα διαιτησίας καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να λαμβάνει κάθε απόφαση με συναίνεση. Ωστόσο, αν δεν είναι δυνατόν να ληφθεί απόφαση με συναίνεση, η απόφαση για το θέμα λαμβάνεται με πλειοψηφία. Οι γνώμες των μειοψηφούντων διαιτητών δεν δημοσιοποιούνται σε καμία περίπτωση.
2.
Οι εκθέσεις και οι αποφάσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας γίνονται αποδεκτές από τα Μέρη ανεπιφύλακτα. Δεν δημιουργούν δικαιώματα ή υποχρεώσεις για φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Στις εκθέσεις και τις αποφάσεις αναφέρονται τα πορίσματα ως προς τα πραγματικά περιστατικά, η δυνατότητα εφαρμογής των σχετικών διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 3.2 (Πεδίο εφαρμογής) και το βασικό σκεπτικό των τυχόν πορισμάτων και συμπερασμάτων. Η επιτροπή δημοσιοποιεί στο σύνολό τους τις εκθέσεις και τις αποφάσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας εντός 10 ημερών από την έκδοσή τους, εκτός αν αποφασίσει να μην το πράξει προκειμένου να προστατευτούν πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα.
ΥΠΟΤΜΗΜΑ 4
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 3.23
Κατάλογος διαιτητών
1.
Το αργότερο εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας Συμφωνίας, η επιτροπή καταρτίζει κατάλογο τουλάχιστον 15 ατόμων τα οποία είναι πρόθυμα και ικανά να εκτελέσουν χρέη διαιτητή. Ο κατάλογος περιλαμβάνει τρεις υποκαταλόγους:
α)
έναν υποκατάλογο για το Βιετνάμ·
β)
έναν υποκατάλογο για την Ένωση και τα κράτη μέλη της· και
γ)
έναν υποκατάλογο ατόμων που δεν είναι υπήκοοι κανενός Μέρους και δεν έχουν μόνιμη κατοικία σε κανένα από τα Μέρη, τα οποία θα εκτελούν χρέη προέδρου της ειδικής ομάδας διαιτησίας.
2.
Κάθε υποκατάλογος περιλαμβάνει τουλάχιστον πέντε άτομα. Η επιτροπή μεριμνά ώστε ο κατάλογος να περιλαμβάνει πάντοτε τον εν λόγω ελάχιστο αριθμό ατόμων.
3.
Οι διαιτητές διαθέτουν αποδεδειγμένη εμπειρογνωμοσύνη και πείρα στους τομείς του δικαίου και του διεθνούς εμπορίου. Είναι ανεξάρτητοι, εκτελούν τα καθήκοντά τους σε ατομική βάση, δεν λαμβάνουν οδηγίες από κανέναν οργανισμό ή κυβέρνηση, ούτε συνδέονται με την κυβέρνηση οποιουδήποτε από τα Μέρη, και συμμορφώνονται με τον κώδικα δεοντολογίας του παραρτήματος 8 (Κώδικας δεοντολογίας για τους διαιτητές και τους διαμεσολαβητές).
4.
Η επιτροπή μπορεί να καταρτίσει συμπληρωματικό κατάλογο 10 ατόμων με αποδεδειγμένη εμπειρογνωμοσύνη και πείρα σε ειδικούς τομείς που καλύπτονται από την παρούσα Συμφωνία. Με την επιφύλαξη της συμφωνίας των Μερών, ο εν λόγω συμπληρωματικός κατάλογος χρησιμοποιείται για τη σύνθεση της ειδικής ομάδας διαιτησίας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 3.7 (Σύσταση της ειδικής ομάδας διαιτησίας).
ΑΡΘΡΟ 3.24
Επιλογή δικαστηρίου
1.
Η προσφυγή στη διαδικασία επίλυσης διαφορών βάσει του παρόντος κεφαλαίου δεν θίγει τις τυχόν ενέργειες που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειών για την επίλυση διαφορών, ή στο πλαίσιο άλλης διεθνούς συμφωνίας στην οποία και τα δύο Μέρη είναι συμβαλλόμενα μέρη.
2.
Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα Μέρη δεν επιδιώκουν, για συγκεκριμένο μέτρο, αποκατάσταση της παραβίασης ουσιαστικά ισοδύναμης υποχρέωσης στο πλαίσιο της παρούσας Συμφωνίας και στο πλαίσιο της συμφωνίας ΠΟΕ ή στο πλαίσιο οποιασδήποτε άλλης διεθνούς συμφωνίας στην οποία και τα δύο Μέρη είναι συμβαλλόμενα μέρη στα σχετικά δικαστήρια. Αν έχει κινηθεί διαδικασία επίλυσης διαφορών, το Μέρος δεν προβάλλει αξίωση για αποκατάσταση της παραβίασης της ουσιαστικά ισοδύναμης υποχρέωσης βάσει της άλλης συμφωνίας στο άλλο δικαστήριο, εκτός αν το δικαστήριο που επιλέχθηκε πρώτο δεν καταλήξει, για διαδικαστικούς ή δικαιοδοτικούς λόγους, σε πόρισμα όσον αφορά την αξίωση για αποκατάσταση της εν λόγω παραβίασης υποχρέωσης.
3.
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:
α)
θεωρείται ότι οι διαδικασίες επίλυσης διαφορών στο πλαίσιο της συμφωνίας ΠΟΕ κινούνται με αίτημα ενός εκ των Μερών για τη σύσταση ειδικής ομάδας δυνάμει του άρθρου 6 του μνημονίου συμφωνίας σχετικά με τους κανόνες και τις διαδικασίες που διέπουν την επίλυση διαφορών·
β)
θεωρείται ότι οι διαδικασίες επίλυσης διαφορών στο πλαίσιο του παρόντος κεφαλαίου κινούνται με αίτημα ενός εκ των Μερών για τη σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας βάσει της παραγράφου 1 του άρθρου 3.5 (Έναρξη της διαδικασίας διαιτησίας)·
γ)
θεωρείται ότι οι διαδικασίες επίλυσης διαφορών στο πλαίσιο οποιασδήποτε άλλης συμφωνίας κινούνται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της εν λόγω συμφωνίας.
4.
Καμία διάταξη της παρούσας Συμφωνίας δεν εμποδίζει ένα Μέρος να εφαρμόσει την αναστολή υποχρεώσεων που εγκρίνεται από το ΟΕΔ. Δεν μπορεί να γίνει επίκληση ούτε της συμφωνίας ΠΟΕ ούτε της συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών με σκοπό να εμποδιστεί ένα Μέρος να λάβει τα κατάλληλα μέτρα δυνάμει του άρθρου 3.15 (Προσωρινά μέτρα αποκατάστασης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης).
ΑΡΘΡΟ 3.25
Προθεσμίες
1.
Όλες οι προθεσμίες που προβλέπονται στο παρόν τμήμα, συμπεριλαμβανομένων των προθεσμιών κοινοποίησης των εκθέσεων και αποφάσεών τους από τις ειδικές ομάδες διαιτησίας, υπολογίζονται σε ημερολογιακές ημέρες από την ημέρα που έπεται της πράξης ή του γεγονότος στο οποίο αναφέρονται, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.
2.
Κάθε προθεσμία που αναφέρεται στο παρόν τμήμα μπορεί να τροποποιείται με αμοιβαία συμφωνία των Μερών της διαφοράς. Η ειδική ομάδα διαιτησίας μπορεί ανά πάσα στιγμή να προτείνει στα Μέρη την τροποποίηση οποιασδήποτε από τις προθεσμίες που αναφέρονται στο παρόν τμήμα, αιτιολογώντας την πρότασή της.
ΑΡΘΡΟ 3.26
Επανεξέταση και τροποποίηση
Η επιτροπή μπορεί να επανεξετάσει και να αποφασίσει να τροποποιήσει τα παραρτήματα 7 (Κανονισμός διαδικασίας), 8 (Κώδικας δεοντολογίας για τους διαιτητές και τους διαμεσολαβητές) και 9 (Μηχανισμός διαμεσολάβησης).
ΤΜΗΜΑ Β
Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και Μερών
ΥΠΟΤΜΗΜΑ 1
Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί
ΑΡΘΡΟ 3.27
Πεδίο εφαρμογής
1.
Το παρόν τμήμα εφαρμόζεται σε διαφορά ανάμεσα, αφενός, σε προσφεύγοντα ενός Μέρους και, αφετέρου, στο άλλο Μέρος σχετικά με κάθε μέτρο που εικάζεται ότι παραβιάζει τις διατάξεις του κεφαλαίου 2 (Προστασία των επενδύσεων) και το οποίο εικάζεται ότι προκαλεί απώλεια ή ζημία στον προσφεύγοντα ή, αν η προσφυγή ασκείται για λογαριασμό τοπικά εγκατεστημένης εταιρείας που ανήκει στον προσφεύγοντα ή ελέγχεται από αυτόν, στην τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία.
2.
Προς αποφυγή τυχόν αμφιβολιών, διευκρινίζεται ότι ένας επενδυτής δεν μπορεί να ασκήσει προσφυγή βάσει του παρόντος τμήματος αν η επένδυσή του έχει πραγματοποιηθεί μέσω εξαπάτησης, απόκρυψης, διαφθοράς ή συμπεριφοράς που ισοδυναμεί με κατάχρηση διαδικασίας.
3.
Το δικαστήριο και το εφετείο που συνιστώνται δυνάμει των άρθρων 3.38 (Δικαστήριο) και 3.39 (Εφετείο), αντίστοιχα, δεν μπορούν να εκδικάσουν προσφυγές που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος άρθρου.
4.
Προσφυγή που αφορά την αναδιάρθρωση χρέους ενός Μέρους αντιμετωπίζεται σύμφωνα με το παρόν τμήμα και το παράρτημα 5 (Δημόσιο χρέος).
ΑΡΘΡΟ 3.28
Ορισμοί
Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά:
α)
«διαδικασία»: διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου ή του εφετείου βάσει του παρόντος τμήματος·
β)
«διάδικα μέρη»: ο προσφεύγων και ο καθού·
γ)
«προσφεύγων ενός Μέρους»:
i)
επενδυτής ενός Μέρους, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) του άρθρου 2.1 (Πεδίο εφαρμογής), που ενεργεί για δικό του λογαριασμό·
ii)
επενδυτής ενός Μέρους, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) του άρθρου 2.1 (Πεδίο εφαρμογής), που ενεργεί για λογαριασμό τοπικά εγκατεστημένης εταιρείας που ανήκει στον εν λόγω επενδυτή ή ελέγχεται από αυτόν· προς αποφυγή τυχόν αμφιβολιών, διευκρινίζεται ότι προσφυγή που ασκείται βάσει του παρόντος σημείου θεωρείται ότι αφορά διαφορά μεταξύ συμβαλλόμενου κράτους και υπηκόου άλλου συμβαλλόμενου κράτους για τους σκοπούς του άρθρου 25 παράγραφος 1 της σύμβασης ICSID·
δ)
«σύμβαση ICSID»: η σύμβαση για τη ρύθμιση των σχετιζομένων προς τις επενδύσεις διαφορών μεταξύ κρατών και υπηκόων άλλων κρατών, η οποία υπογράφηκε στην Ουάσινγκτον στις 18 Μαρτίου 1965·
ε)
«μη διάδικο Μέρος»: το Βιετνάμ, όταν καθού είναι η Ένωση, ή κράτος μέλος της Ένωσης ή η Ένωση, όταν καθού είναι το Βιετνάμ·
στ)
«καθού»: είτε το Βιετνάμ είτε, στην περίπτωση του Μέρους ΕΕ, η Ένωση ή το οικείο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 3.32 (Κοινοποίηση πρόθεσης για υποβολή προσφυγής)·
ζ)
«τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία»: νομικό πρόσωπο που είναι εγκατεστημένο στο έδαφος ενός Μέρους και το οποίο ανήκει σε επενδυτή του άλλου Μέρους και ελέγχεται από αυτόν·
η)
«σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1958»: η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την αναγνώριση και την εκτέλεση των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, η οποία υπογράφηκε στη Νέα Υόρκη στις 10 Ιουνίου 1958·
θ)
«χρηματοδότηση από τρίτο μέρος»: κάθε χρηματοδότηση που παρέχεται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο δεν είναι διάδικο μέρος, αλλά το οποίο συνάπτει συμφωνία με διάδικο μέρος με σκοπό τη χρηματοδότηση μέρους ή του συνόλου του κόστους της διαδικασίας, με αντάλλαγμα αμοιβή που εξαρτάται από την έκβαση της διαφοράς, ή κάθε χρηματοδότηση που παρέχεται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο δεν είναι διάδικο μέρος με τη μορφή δωρεάς ή επιχορήγησης·
ι)
«UNCITRAL»: η επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για το διεθνές εμπορικό δίκαιο· και
ια)
«κανόνες της UNCITRAL περί διαφάνειας»: οι κανόνες της UNCITRAL σχετικά με τη διαφάνεια στη διαιτητική επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών βάσει συνθήκης.
ΥΠΟΤΜΗΜΑ 2
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 3.29
Φιλική επίλυση
Κάθε διαφορά θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να επιλύεται με φιλικό διακανονισμό μέσω διαπραγματεύσεων ή διαμεσολάβησης και, αν είναι δυνατόν, πριν από την υποβολή αιτήματος διενέργειας διαβουλεύσεων σύμφωνα με το άρθρο 3.30 (Διαβουλεύσεις). Ο εν λόγω διακανονισμός μπορεί να συμφωνηθεί ανά πάσα στιγμή, ακόμη και μετά την έναρξη διαδικασίας βάσει του παρόντος τμήματος.
ΑΡΘΡΟ 3.30
Διαβουλεύσεις
1.
Αν μια διαφορά δεν μπορεί να επιλυθεί φιλικά όπως προβλέπεται στο άρθρο 3.29 (Φιλική επίλυση), ο προσφεύγων Μέρους που επικαλείται παράβαση των διατάξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3.27 (Πεδίο εφαρμογής) μπορεί να υποβάλει στο άλλο Μέρος αίτημα για τη διενέργεια διαβουλεύσεων. Το αίτημα περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:
α)
το όνομα και τη διεύθυνση του προσφεύγοντος και, αν το εν λόγω αίτημα υποβάλλεται για λογαριασμό τοπικά εγκατεστημένης εταιρείας, την επωνυμία, τη διεύθυνση και τον τόπο σύστασης της τοπικά εγκατεστημένης εταιρείας·
β)
τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 του άρθρου 3.27 (Πεδίο εφαρμογής) διατάξεις για τις οποίες υποστηρίζεται ότι έχουν παραβιαστεί·
γ)
τη νομική και πραγματική βάση της προσφυγής, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για τα οποία υποστηρίζεται ότι παραβιάζουν τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3.27 (Πεδίο εφαρμογής)·
δ)
τα ζητούμενα μέτρα αποκατάστασης και το εκτιμώμενο ποσό της ζητούμενης αποζημίωσης· και
ε)
στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο προσφεύγων είναι επενδυτής του άλλου Μέρους και ότι του ανήκει η, ή ελέγχει την, καλυπτόμενη επένδυση, συμπεριλαμβανομένης, αν συντρέχει περίπτωση, της τοπικά εγκατεστημένης εταιρείας, για την οποία υποβλήθηκε αίτημα διενέργειας διαβουλεύσεων.
Αν το αίτημα διενέργειας διαβουλεύσεων υποβάλλεται από περισσότερους από έναν προσφεύγοντες ή για λογαριασμό περισσότερων από μίας τοπικά εγκατεστημένων εταιρειών, οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) και στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) υποβάλλονται για κάθε προσφεύγοντα ή τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία, ανάλογα με την περίπτωση.
2.
Το αίτημα διενέργειας διαβουλεύσεων υποβάλλεται:
α)
εντός τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων ή, αν συντρέχει περίπτωση, η τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία έλαβε γνώση ή έπρεπε να έχει λάβει γνώση για πρώτη φορά του μέτρου για το οποίο υποστηρίζεται ότι παραβιάζει τις διατάξεις του κεφαλαίου 2 (Προστασία των επενδύσεων) καθώς και γνώση των απωλειών και των ζημιών που προκλήθηκαν από το μέτρο:
i)
στον προσφεύγοντα, για απαιτήσεις που προβάλλονται από επενδυτή ο οποίος ενεργεί για δικό του λογαριασμό· ή
ii)
στην τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία, για απαιτήσεις που προβάλλονται από επενδυτή ο οποίος ενεργεί για λογαριασμό τοπικά εγκατεστημένης εταιρείας· ή
β)
εντός δύο ετών από την ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων ή, αν συντρέχει περίπτωση, η τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία έπαυσε να διεκδικεί τις απαιτήσεις ή έπαυσε τις διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου βάσει του εσωτερικού δικαίου και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο εντός επτά ετών από την ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε ή έπρεπε να έχει λάβει για πρώτη φορά γνώση του μέτρου για το οποίο υποστηρίζεται ότι παραβιάζει τις διατάξεις του κεφαλαίου 2 (Προστασία των επενδύσεων) καθώς και γνώση των απωλειών και των ζημιών που προκλήθηκαν από το μέτρο:
i)
στον προσφεύγοντα, για απαιτήσεις που προβάλλονται από επενδυτή ο οποίος ενεργεί για δικό του λογαριασμό· ή
ii)
στην τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία, για απαιτήσεις που προβάλλονται από επενδυτή ο οποίος ενεργεί για λογαριασμό τοπικά εγκατεστημένης εταιρείας.
3.
Εκτός αν τα διάδικα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά, οι διαβουλεύσεις λαμβάνουν χώρα:
α)
στο Ανόι, αν οι διαβουλεύσεις αφορούν μέτρα του Βιετνάμ·
β)
στις Βρυξέλλες, αν οι διαβουλεύσεις αφορούν μέτρα της Ένωσης· ή
γ)
στην πρωτεύουσα του οικείου κράτους μέλους της Ένωσης, αν το αίτημα διενέργειας διαβουλεύσεων αφορά αποκλειστικά μέτρα του εν λόγω κράτους μέλους.
Οι διαβουλεύσεις είναι επίσης δυνατόν να διεξαχθούν με τηλεδιάσκεψη ή με άλλα μέσα, ιδίως αν εμπλέκεται μικρή ή μεσαία επιχείρηση.
4.
Οι διαβουλεύσεις πραγματοποιούνται εντός 60 ημερών από την υποβολή του σχετικού αιτήματος, εκτός αν τα διάδικα μέρη συμφωνήσουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
5.
Αν ο προσφεύγων δεν υποβάλει προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 3.33 (Υποβολή προσφυγής) εντός 18 μηνών από την υποβολή του αιτήματος διενέργειας διαβουλεύσεων, ο προσφεύγων θεωρείται ότι έχει παραιτηθεί από τη διαδικασία στο πλαίσιο του παρόντος τμήματος και δεν μπορεί να υποβάλει προσφυγή βάσει του παρόντος τμήματος. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί με συμφωνία μεταξύ των μερών που συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις.
6.
Οι προθεσμίες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 5 δεν καθιστούν απαράδεκτη μια προσφυγή όταν ο προσφεύγων μπορεί να αποδείξει ότι η μη υποβολή αιτήματος για διαβουλεύσεις ή η μη υποβολή προσφυγής οφείλεται σε αδυναμία του προσφεύγοντος να ενεργήσει λόγω ενεργειών που πραγματοποίησε σκοπίμως το οικείο Μέρος, υπό την προϋπόθεση ότι ο προσφεύγων ενεργεί αμέσως μόλις είναι ευλόγως σε θέση να ενεργήσει.
7.
Σε περίπτωση που το αίτημα διενέργειας διαβουλεύσεων αφορά εικαζόμενη παράβαση της συμφωνίας από την Ένωση ή από κράτος μέλος της Ένωσης, αποστέλλεται στην Ένωση. Αν προσδιορίζονται μέτρα κράτους μέλους της Ένωσης, το αίτημα αποστέλλεται επίσης στο οικείο κράτος μέλος.
ΑΡΘΡΟ 3.31
Διαμεσολάβηση
1.
Τα διάδικα μέρη μπορούν ανά πάσα στιγμή να συμφωνήσουν να προσφύγουν σε διαμεσολάβηση.
2.
Η προσφυγή σε διαμεσολάβηση είναι προαιρετική και δεν θίγει τη νομική θέση των διάδικων μερών.
3.
Η προσφυγή σε διαμεσολάβηση μπορεί να διέπεται από τους κανόνες που ορίζονται στο παράρτημα 10 (Μηχανισμός διαμεσολάβησης για την επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και Μερών). Όλες οι προθεσμίες που αναφέρονται στο παράρτημα 10 (Μηχανισμός διαμεσολάβησης για την επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και Μερών) μπορούν να τροποποιούνται με αμοιβαία συμφωνία των διάδικων μερών.
4.
Ο διαμεσολαβητής διορίζεται με συμφωνία των διάδικων μερών. Ο εν λόγω διορισμός μπορεί να περιλαμβάνει την επιλογή διαμεσολαβητή μεταξύ των μελών του δικαστηρίου, τα οποία διορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3.38 (Δικαστήριο), ή μεταξύ των μελών του εφετείου, τα οποία διορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3.39 (Εφετείο). Τα διάδικα μέρη μπορούν επίσης να ζητήσουν από τον πρόεδρο του δικαστηρίου να επιλέξει διαμεσολαβητή μεταξύ των μελών του δικαστηρίου που δεν είναι υπήκοοι ούτε κράτους μέλους της Ένωσης ούτε του Βιετνάμ.
5.
Αν τα διάδικα μέρη συμφωνήσουν να προσφύγουν σε διαμεσολάβηση, οι προθεσμίες που καθορίζονται στις παραγράφους 2 και 5 του άρθρου 3.30 (Διαβουλεύσεις), στην παράγραφο 6 του άρθρου 3.53 (Προσωρινή απόφαση) και στην παράγραφο 5 του άρθρου 3.54 (Διαδικασία έφεσης) αναστέλλονται για το διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία συμφωνήθηκε η προσφυγή σε διαμεσολάβηση και της ημερομηνίας κατά την οποία οποιοδήποτε διάδικο μέρος αποφασίσει να τερματίσει τη διαμεσολάβηση, με επιστολή στον διαμεσολαβητή και στο άλλο διάδικο μέρος. Κατόπιν αιτήματος αμφότερων των διάδικων μερών, αν έχει συγκροτηθεί τμήμα του δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 3.38 (Δικαστήριο), το τμήμα αναστέλλει τη διαδικασία ενώπιόν του έως την ημερομηνία κατά την οποία οποιοδήποτε διάδικο μέρος αποφασίσει να τερματίσει τη διαμεσολάβηση, με επιστολή στον διαμεσολαβητή και στο άλλο διάδικο μέρος.
ΥΠΟΤΜΗΜΑ 3
ΥΠΟΒΟΛΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 3.32
Κοινοποίηση πρόθεσης για υποβολή προσφυγής
1.
Αν η διαφορά δεν μπορέσει να διευθετηθεί εντός 90 ημερών από την υποβολή του αιτήματος διενέργειας διαβουλεύσεων, ο προσφεύγων μπορεί να κοινοποιήσει πρόθεσή του να υποβάλει προσφυγή, δηλώνοντας εγγράφως την πρόθεσή του να υποβάλει τη διαφορά σε διαδικασία επίλυσης διαφορών βάσει του παρόντος τμήματος και παρέχοντας τις ακόλουθες πληροφορίες:
α)
το όνομα και τη διεύθυνση του προσφεύγοντος και, αν το εν λόγω αίτημα υποβάλλεται για λογαριασμό τοπικά εγκατεστημένης εταιρείας, την επωνυμία, τη διεύθυνση και τον τόπο σύστασης της τοπικά εγκατεστημένης εταιρείας·
β)
τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 του άρθρου 3.27 (Πεδίο εφαρμογής) διατάξεις για τις οποίες υποστηρίζεται ότι έχουν παραβιαστεί·
γ)
τη νομική και πραγματική βάση της προσφυγής, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για τα οποία υποστηρίζεται ότι παραβιάζουν τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3.27 (Πεδίο εφαρμογής)· και
δ)
τα ζητούμενα μέτρα αποκατάστασης και το εκτιμώμενο ποσό της ζητούμενης αποζημίωσης.
Η κοινοποίηση πρόθεσης για υποβολή προσφυγής αποστέλλεται στην Ένωση ή στο Βιετνάμ, ανάλογα με την περίπτωση. Αν προσδιορίζεται μέτρο κράτους μέλους της Ένωσης, αποστέλλεται επίσης στο οικείο κράτος μέλος.
2.
Όταν έχει αποσταλεί στην Ένωση κοινοποίηση πρόθεσης για υποβολή προσφυγής, η Ένωση προσδιορίζει τον καθού και, αφού προβεί στον εν λόγω προσδιορισμό, ενημερώνει τον προσφεύγοντα, εντός 60 ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης πρόθεσης για υποβολή προσφυγής, για το αν καθού είναι η Ένωση ή κράτος μέλος της Ένωσης.
3.
Σε περίπτωση που ο προσφεύγων δεν έχει ενημερωθεί για τον προσδιορισμό του καθού εντός 60 ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης πρόθεσης για υποβολή προσφυγής:
α)
αν τα μέτρα που προσδιορίζονται στην κοινοποίηση είναι αποκλειστικά μέτρα κράτους μέλους της Ένωσης, καθού είναι το εν λόγω κράτος μέλος·
β)
αν τα μέτρα που προσδιορίζονται στην κοινοποίηση περιλαμβάνουν μέτρα της Ένωσης, καθού είναι η Ένωση.
4.
Ο προσφεύγων μπορεί να υποβάλει προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 3.33 (Υποβολή προσφυγής) στη βάση του προσδιορισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 2 ή, αν δεν έχει κοινοποιηθεί στον προσφεύγοντα τέτοιος προσδιορισμός εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 2, σύμφωνα με την παράγραφο 3.
5.
Αν, βάσει προσδιορισμού κατά την παράγραφο 2, καθού είναι είτε η Ένωση είτε κράτος μέλος της, ούτε η Ένωση ούτε το οικείο κράτος μέλος μπορεί να επικαλεστεί απαράδεκτο της προσφυγής ή έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου ή άλλως να ισχυριστεί ότι η προσφυγή ή η απόφαση είναι αβάσιμη ή άκυρη για τον λόγο ότι καθού έπρεπε να είναι η Ένωση αντί του κράτους μέλους ή αντιστρόφως.
6.
Το δικαστήριο και το εφετείο δεσμεύονται από τον προσδιορισμό που γίνεται σύμφωνα με την παράγραφο 2.
7.
Καμία διάταξη της παρούσας Συμφωνίας ή των εφαρμοστέων κανόνων σχετικά με την επίλυση διαφορών δεν εμποδίζει την ανταλλαγή μεταξύ της Ένωσης και του οικείου κράτους μέλους όλων των πληροφοριών που αφορούν μια διαφορά.
ΑΡΘΡΟ 3.33
Υποβολή προσφυγής
1.
Αν η διαφορά δεν μπορέσει να διευθετηθεί εντός έξι μηνών από την υποβολή του αιτήματος διενέργειας διαβουλεύσεων και έχουν παρέλθει τουλάχιστον τρεις μήνες από την υποβολή της κοινοποίησης πρόθεσης για υποβολή προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 3.32 (Κοινοποίηση πρόθεσης για υποβολή προσφυγής), ο προσφεύγων μπορεί, υπό την προϋπόθεση ότι εκπληρώνει τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 3.35 (Διαδικαστικές και άλλες απαιτήσεις για την υποβολή προσφυγής), να υποβάλει προσφυγή στο δικαστήριο που συνιστάται βάσει του άρθρου 3.38 (Δικαστήριο).
2.
Προσφυγή μπορεί να υποβληθεί στο δικαστήριο βάσει ενός από τα ακόλουθα σύνολα κανόνων περί επίλυσης διαφορών:
α)
της σύμβασης ICSID·
β)
των κανόνων σχετικά με τον πρόσθετο μηχανισμό για τη διαχείριση διαδικασιών (εφεξής: «κανόνες ICSID για τον πρόσθετο μηχανισμό») από τη Γραμματεία του Διεθνούς Κέντρου Διακανονισμού Διαφορών από Επενδύσεις (εφεξής: «Γραμματεία του ICSID»), όταν δεν πληρούνται οι όροι για τη διαδικασία σύμφωνα με το στοιχείο α)·
γ)
των κανόνων διαιτησίας της UNCITRAL· ή
δ)
οποιωνδήποτε άλλων κανόνων, κατόπιν συμφωνίας των διάδικων μερών. Σε περίπτωση που ο προσφεύγων προτείνει συγκεκριμένο σύνολο κανόνων περί επίλυσης διαφορών και αν, εντός 30 ημερών από την παραλαβή της πρότασης, τα διάδικα μέρη δεν έχουν συμφωνήσει εγγράφως επί τέτοιων κανόνων ή ο καθού δεν έχει απαντήσει στον προσφεύγοντα, ο προσφεύγων μπορεί να υποβάλει προσφυγή βάσει των κανόνων που προβλέπονται στα στοιχεία α), β) ή γ).
3.
Όλες οι απαιτήσεις που προσδιορίζονται από τον προσφεύγοντα στην προσφυγή του σύμφωνα με το παρόν άρθρο πρέπει να βασίζονται σε μέτρα που προσδιορίζονται στο αίτημά του διενέργειας διαβουλεύσεων σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο γ) του άρθρου 3.30 (Διαβουλεύσεις).
4.
Οι κανόνες περί επίλυσης διαφορών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των κανόνων που ορίζονται στο παρόν τμήμα, όπως συμπληρώνονται από οποιουσδήποτε κανόνες έχουν ενδεχομένως θεσπιστεί από την επιτροπή, το δικαστήριο ή το εφετείο.
5.
Προσφυγή θεωρείται υποβληθείσα σύμφωνα με το παρόν άρθρο όταν ο προσφεύγων έχει κινήσει διαδικασία σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες περί επίλυσης διαφορών.
6.
Προσφυγές που υποβάλλονται στο όνομα ομάδας αποτελούμενης από περισσότερους μη προσδιοριζόμενους προσφεύγοντες ή που υποβάλλονται από αντιπρόσωπο ο οποίος προτίθεται να διεξαγάγει τη διαδικασία προς το συμφέρον περισσότερων προσδιοριζόμενων ή μη προσφευγόντων οι οποίοι εκχωρούν την εξουσία λήψης όλων των αποφάσεων σχετικά με τη διαδικασία για λογαριασμό τους δεν είναι παραδεκτές.
ΑΡΘΡΟ 3.34
Άλλες προσφυγές
1.
Προσφεύγων δεν υποβάλλει προσφυγή στο δικαστήριο αν ο προσφεύγων διατηρεί εκκρεμή προσφυγή ενώπιον οποιουδήποτε άλλου εθνικού ή διεθνούς δικαστηρίου για το ίδιο μέτρο με αυτό για το οποίο υποστηρίζεται ότι δεν συνάδει με τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3.27 (Πεδίο εφαρμογής) και για την ίδια απώλεια ή ζημία, εκτός αν ο προσφεύγων αποσύρει την εν λόγω εκκρεμή προσφυγή.
2.
Προσφεύγων που ενεργεί για δικό του λογαριασμό δεν υποβάλλει προσφυγή στο δικαστήριο αν οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, άμεσα ή έμμεσα, διατηρεί δικαίωμα κυριότητας στον προσφεύγοντα ή ελέγχεται από αυτόν διατηρεί εκκρεμή προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου ή ενώπιον οποιουδήποτε άλλου εθνικού ή διεθνούς δικαστηρίου για το ίδιο μέτρο με αυτό για το οποίο υποστηρίζεται ότι δεν συνάδει με τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3.27 (Πεδίο εφαρμογής) και για την ίδια απώλεια ή ζημία, εκτός αν το πρόσωπο αυτό αποσύρει την εν λόγω εκκρεμή προσφυγή.
3.
Προσφεύγων που ενεργεί για λογαριασμό τοπικά εγκατεστημένης εταιρείας δεν υποβάλλει προσφυγή στο δικαστήριο αν οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, άμεσα ή έμμεσα, διατηρεί δικαίωμα κυριότητας στην τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία ή ελέγχεται από αυτήν διατηρεί εκκρεμή προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου ή ενώπιον οποιουδήποτε άλλου εθνικού ή διεθνούς δικαστηρίου για το ίδιο μέτρο με αυτό για το οποίο υποστηρίζεται ότι παραβιάζει τις διατάξεις του κεφαλαίου 2 (Προστασία των επενδύσεων) και για την ίδια απώλεια ή ζημία, εκτός αν το πρόσωπο αυτό αποσύρει την εν λόγω εκκρεμή προσφυγή.
4.
Πριν από την υποβολή προσφυγής, ο προσφεύγων υποβάλλει:
α)
αποδείξεις για το ότι ο ίδιος και, αν συντρέχει περίπτωση σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3, κάθε πρόσωπο το οποίο, άμεσα ή έμμεσα, διατηρεί δικαίωμα κυριότητας στον προσφεύγοντα ή στην τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία ή ελέγχεται από τον προσφεύγοντα ή την τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία έχει αποσύρει κάθε εκκρεμή προσφυγή που αναφέρεται στην παράγραφο 1, 2 ή 3· και
β)
παραίτηση από το δικαίωμα του ιδίου και, αν συντρέχει περίπτωση, από το δικαίωμα της τοπικά εγκατεστημένης εταιρείας να υποβάλει οποιαδήποτε προσφυγή που αναφέρεται στην παράγραφο 1.
5.
Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε συνδυασμό με το παράρτημα 12 (Συντρέχουσες διαδικασίες).
6.
Η παραίτηση που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχείο β) παύει να ισχύει αν η προσφυγή απορριφθεί λόγω μη εκπλήρωσης των απαιτήσεων ιθαγένειας για την υποβολή προσφυγής βάσει της παρούσας Συμφωνίας.
7.
Οι παράγραφοι 1 έως 4, συμπεριλαμβανομένου του παραρτήματος 12 (Συντρέχουσες διαδικασίες), δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις άσκησης προσφυγής ενώπιον εθνικού δικαστηρίου η οποία έχει ως μοναδικό σκοπό την επιδίωξη προσωρινής έννομης προστασίας μέσω αναγνωριστικής απόφασης ή απόφασης που διατάζει την επιχείρηση ή παράλειψη πράξης, και η οποία προσφυγή δεν περιλαμβάνει την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης.
8.
Όταν υποβάλλονται προσφυγές τόσο βάσει του παρόντος τμήματος όσο και βάσει του τμήματος Α (Επίλυση διαφορών μεταξύ των Μερών), ή τόσο βάσει του παρόντος τμήματος όσο και βάσει άλλης διεθνούς συμφωνίας, σχετικά με την ίδια μεταχείριση με αυτήν για την οποία υποστηρίζεται ότι δεν συνάδει με τις διατάξεις του κεφαλαίου 2 (Προστασία των επενδύσεων), τμήμα του δικαστηρίου που συγκροτείται βάσει του παρόντος τμήματος λαμβάνει υπόψη στη διαταγή ή απόφασή του, το συντομότερο δυνατόν αφού ακούσει τα διάδικα μέρη, τη διαδικασία βάσει του τμήματος Α (Επίλυση διαφορών μεταξύ των Μερών) ή βάσει της άλλης διεθνούς συμφωνίας. Προς τον σκοπό αυτό, μπορεί επίσης, αν το κρίνει αναγκαίο, να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία. Το δικαστήριο, όταν ενεργεί κατ’ εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, τηρεί την παράγραφο 6 του άρθρου 3.53 (Προσωρινή απόφαση).
ΑΡΘΡΟ 3.35
Διαδικαστικές και άλλες απαιτήσεις για την υποβολή προσφυγής
1.
Προσφυγή μπορεί να υποβληθεί στο δικαστήριο βάσει του παρόντος τμήματος μόνο αν:
α)
η προσφυγή συνοδεύεται από την έγγραφη συγκατάθεση του προσφεύγοντος για την επίλυση της διαφοράς από το δικαστήριο σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζονται στο παρόν τμήμα και τον καθορισμό από τον προσφεύγοντα ενός από τα σύνολα κανόνων περί επίλυσης διαφορών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 3.33 (Υποβολή προσφυγής) ως τους εφαρμοστέους για την επίλυση της διαφοράς κανόνες·
β)
έχουν παρέλθει τουλάχιστον έξι μήνες από την υποβολή του αιτήματος διενέργειας διαβουλεύσεων βάσει του άρθρου 3.30 (Διαβουλεύσεις) και έχουν παρέλθει τουλάχιστον τρεις μήνες από την υποβολή της κοινοποίησης πρόθεσης για υποβολή προσφυγής βάσει του άρθρου 3.32 (Κοινοποίηση πρόθεσης για υποβολή προσφυγής)·
γ)
το αίτημα διενέργειας διαβουλεύσεων και η κοινοποίηση πρόθεσης για υποβολή προσφυγής πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 3.30 (Διαβουλεύσεις) και στην παράγραφο 1 του άρθρου 3.32 (Κοινοποίηση πρόθεσης για υποβολή προσφυγής), αντίστοιχα·
δ)
η νομική και η πραγματική βάση της διαφοράς αποτέλεσαν το αντικείμενο προηγούμενων διαβουλεύσεων σύμφωνα με το άρθρο 3.30 (Διαβουλεύσεις)·
ε)
όλες οι απαιτήσεις που προσδιορίζονται στην προσφυγή στο δικαστήριο η οποία υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 3.33 (Υποβολή προσφυγής) βασίζονται σε μέτρο ή μέτρα που προσδιορίζονται στην κοινοποίηση πρόθεσης για υποβολή προσφυγής η οποία κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 3.32 (Κοινοποίηση πρόθεσης για υποβολή προσφυγής)·
στ)
πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στο άρθρο 3.34 (Άλλες προσφυγές).
2.
Το παρόν άρθρο δεν θίγει άλλες προϋποθέσεις δικαιοδοσίας που απορρέουν από τους σχετικούς κανόνες περί επίλυσης διαφορών.
ΑΡΘΡΟ 3.36
Συγκατάθεση
1.
Ο καθού συγκατατίθεται στην υποβολή προσφυγής βάσει του παρόντος τμήματος.
2.
Ο καθού παρέχει τη συγκατάθεσή του σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο παρόν τμήμα κατά τον χρόνο της υποβολής προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 3.33 (Υποβολή προσφυγής).
3.
Η συγκατάθεση βάσει των παραγράφων 1 και 2 επιβάλλει ότι:
α)
τα διάδικα μέρη απέχουν από την εκτέλεση απόφασης που έχει εκδοθεί βάσει του παρόντος τμήματος πριν η απόφαση αυτή καταστεί οριστική σύμφωνα με το άρθρο 3.55 (Οριστική απόφαση)· και
β)
τα διάδικα μέρη δεν επιδιώκουν να εφεσιβάλουν, να αναιρεσιβάλουν, να πετύχουν την εξαφάνιση, την ακύρωση ή την αναθεώρηση ή να κινήσουν οποιαδήποτε άλλη παρόμοια διαδικασία ενώπιον διεθνούς ή εθνικού δικαστηρίου σε σχέση με απόφαση βάσει του παρόντος τμήματος.
4.
Η συγκατάθεση βάσει των παραγράφων 1 και 2 θεωρείται ότι πληροί τις απαιτήσεις:
α)
του άρθρου 25 της σύμβασης ICSID και των κανόνων ICSID για τον πρόσθετο μηχανισμό για έγγραφη συγκατάθεση των διάδικων μερών· και
β)
του άρθρου II της σύμβασης της Νέας Υόρκης του 1958 για έγγραφη συμφωνία.
ΑΡΘΡΟ 3.37
Χρηματοδότηση από τρίτο μέρος
1.
Σε περίπτωση χρηματοδότησης από τρίτο μέρος, το διάδικο μέρος που επωφελείται από αυτήν κοινοποιεί στο άλλο διάδικο μέρος και στο τμήμα του δικαστηρίου ή, αν δεν έχει συγκροτηθεί το τμήμα του δικαστηρίου, στον πρόεδρο του δικαστηρίου την ύπαρξη και τη φύση της χρηματοδοτικής ρύθμισης, καθώς και το όνομα και τη διεύθυνση του τρίτου χρηματοδότη.
2.
Η εν λόγω κοινοποίηση πραγματοποιείται κατά τον χρόνο υποβολής της προσφυγής ή, αν η συμφωνία χρηματοδότησης συναφθεί ή η δωρεά ή η επιχορήγηση πραγματοποιηθεί μετά την υποβολή της προσφυγής, αμέσως μόλις συναφθεί η συμφωνία ή πραγματοποιηθεί η δωρεά ή η επιχορήγηση.
3.
Κατά την εφαρμογή του άρθρου 3.48 (Εγγυοδοσία για τα έξοδα), το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αν υπάρχει χρηματοδότηση από τρίτο μέρος. Κατά τη λήψη της απόφασής του σχετικά με τα έξοδα της διαδικασίας σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 3.53 (Προσωρινή απόφαση), το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη κατά πόσον έχουν τηρηθεί οι απαιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.
ΥΠΟΤΜΗΜΑ 4
ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
ΑΡΘΡΟ 3.38
Δικαστήριο
1.
Συνιστάται δικαστήριο για την εκδίκαση των προσφυγών που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 3.33 (Υποβολή προσφυγής).
2.
Σύμφωνα με την παράγραφο 5 στοιχείο α) του άρθρου 4.1 (Επιτροπή), η επιτροπή διορίζει, με την έναρξη ισχύος της παρούσας Συμφωνίας, εννέα μέλη του δικαστηρίου. Τρία από τα μέλη είναι υπήκοοι κράτους μέλους της Ένωσης, τρία είναι υπήκοοι του Βιετνάμ και τρία είναι υπήκοοι τρίτων χωρών.
3.
Η επιτροπή μπορεί να αποφασίσει την αύξηση ή τη μείωση του αριθμού των μελών του δικαστηρίου κατά πολλαπλάσια του τρία. Οι πρόσθετοι διορισμοί πραγματοποιούνται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 2.
4.
Τα μέλη του δικαστηρίου διαθέτουν τα προσόντα που απαιτούνται στη χώρα τους για την άσκηση δικαστικών καθηκόντων ή είναι νομικοί αναγνωρισμένου κύρους. Διαθέτουν αποδεδειγμένη εμπειρογνωμοσύνη στο δημόσιο διεθνές δίκαιο. Είναι επιθυμητό να διαθέτουν εμπειρογνωμοσύνη, ιδίως, στο διεθνές δίκαιο των επενδύσεων, στο διεθνές εμπορικό δίκαιο και στην επίλυση διαφορών από διεθνείς επενδυτικές ή εμπορικές συμφωνίες.
5.
Τα μέλη του δικαστηρίου διορίζονται για τετραετή θητεία, η οποία μπορεί να ανανεωθεί μία φορά. Ωστόσο, η θητεία πέντε εκ των εννέα προσώπων που θα διοριστούν αμέσως μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας Συμφωνίας, τα οποία θα επιλεγούν με κλήρωση, θα είναι εξαετής. Οι θέσεις πληρούνται όταν κενώνονται. Πρόσωπο που διορίζεται για να αντικαταστήσει μέλος του οποίου η θητεία δεν έχει λήξει παραμένει στη θέση του μέχρι τη λήξη της θητείας του προκατόχου του. Πρόσωπο το οποίο ασκεί καθήκοντα σε τμήμα του δικαστηρίου κατά τη λήξη της θητείας του μπορεί, με την άδεια του προέδρου του δικαστηρίου, να εξακολουθήσει να ασκεί τα καθήκοντά του στο εν λόγω τμήμα έως ότου περατωθούν οι διαδικασίες του τμήματος και, μόνο για τον σκοπό αυτόν, θεωρείται ότι εξακολουθεί να αποτελεί μέλος του δικαστηρίου.
6.
Το δικαστήριο εκδικάζει υποθέσεις σε τμήματα που αποτελούνται από τρία μέλη, εκ των οποίων ένα είναι υπήκοος κράτους μέλους της Ένωσης, ένα είναι υπήκοος του Βιετνάμ και ένα είναι υπήκοος τρίτης χώρας. Την προεδρία του τμήματος ασκεί το μέλος που είναι υπήκοος τρίτης χώρας.
7.
Εντός 90 ημερών από την υποβολή προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 3.33 (Υποβολή προσφυγής), ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει εκ περιτροπής τα μέλη που απαρτίζουν το τμήμα του δικαστηρίου το οποίο θα εκδικάσει την υπόθεση, διασφαλίζοντας ότι η σύνθεση των τμημάτων είναι τυχαία και απρόβλεπτη και ότι παρέχονται παράλληλα ίσες ευκαιρίες σε όλα τα μέλη του δικαστηρίου για να ασκήσουν καθήκοντα.
8.
Ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος του δικαστηρίου είναι υπεύθυνοι για τα οργανωτικά ζητήματα, διορίζονται για διετή θητεία και επιλέγονται με κλήρωση μεταξύ των μελών που είναι υπήκοοι τρίτων χωρών. Ασκούν καθήκοντα εκ περιτροπής, με σειρά που καθορίζεται με κλήρωση που διενεργούν οι συμπρόεδροι της επιτροπής ή οι αντίστοιχοι εκπρόσωποί τους. Ο αντιπρόεδρος αντικαθιστά τον πρόεδρο όταν ο τελευταίος δεν είναι διαθέσιμος.
9.
Παρά την παράγραφο 6, τα διάδικα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν ότι υπόθεση θα εκδικαστεί από ένα μόνο μέλος που είναι υπήκοος τρίτης χώρας και το οποίο επιλέγεται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου. Ο καθού εξετάζει με θετικό πνεύμα τυχόν τέτοιο αίτημα του προσφεύγοντος, ιδίως αν ο προσφεύγων είναι μικρή ή μεσαία επιχείρηση ή αν η αντιστάθμιση ή αποζημίωση που ζητείται είναι σχετικά χαμηλή. Το εν λόγω αίτημα διατυπώνεται ταυτόχρονα με την υποβολή της προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 3.33 (Υποβολή προσφυγής).
10.
Το δικαστήριο μπορεί να καταρτίζει τον εσωτερικό κανονισμό του. Ο εσωτερικός κανονισμός συνάδει με τους εφαρμοστέους κανόνες επίλυσης διαφορών και τις διατάξεις του παρόντος τμήματος. Αν το δικαστήριο το αποφασίσει, ο πρόεδρος του δικαστηρίου καταρτίζει σχέδιο εσωτερικού κανονισμού σε διαβούλευση με τα λοιπά μέλη του δικαστηρίου και υποβάλλει το σχέδιο εσωτερικού κανονισμού στην επιτροπή. Το σχέδιο εσωτερικού κανονισμού εγκρίνεται από την επιτροπή. Αν το σχέδιο εσωτερικού κανονισμού δεν εγκριθεί από την επιτροπή εντός τριών μηνών από την υποβολή του, ο πρόεδρος του δικαστηρίου προβαίνει στις αναγκαίες αναθεωρήσεις του σχεδίου εσωτερικού κανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις που διατύπωσαν τα Μέρη. Στη συνέχεια, ο πρόεδρος του δικαστηρίου υποβάλλει το αναθεωρημένο σχέδιο εσωτερικού κανονισμού στην επιτροπή. Το αναθεωρημένο σχέδιο εσωτερικού κανονισμού θεωρείται ότι έχει εγκριθεί εκτός αν η επιτροπή αποφασίσει να απορρίψει το αναθεωρημένο σχέδιο εσωτερικού κανονισμού εντός τριών μηνών από την υποβολή του.
11.
Αν προκύψει διαδικαστικό ζήτημα που δεν καλύπτεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, τους συμπληρωματικούς κανόνες που τυχόν έχει θεσπίσει η επιτροπή ή τον εσωτερικό κανονισμό που έχει θεσπιστεί σύμφωνα με την παράγραφο 10, το οικείο τμήμα του δικαστηρίου μπορεί να υιοθετήσει κατάλληλη διαδικασία συμβατή με τις εν λόγω διατάξεις.
12.
Το τμήμα του δικαστηρίου καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να λαμβάνει κάθε απόφαση με συναίνεση. Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατόν να ληφθεί απόφαση με συναίνεση, το τμήμα του δικαστηρίου λαμβάνει την απόφασή του με πλειοψηφία όλων των μελών του. Οι απόψεις που έχουν διατυπώσει τα επιμέρους μέλη τμήματος του δικαστηρίου είναι ανώνυμες.
13.
Τα μέλη είναι διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή και κατόπιν βραχείας προειδοποίησης, και παρακολουθούν τις εξελίξεις σχετικά με τις δραστηριότητες επίλυσης διαφορών στο πλαίσιο της παρούσας Συμφωνίας.
14.
Προκειμένου να εξασφαλίζεται η διαθεσιμότητά τους, τα μέλη λαμβάνουν πάγια μηνιαία αμοιβή, η οποία καθορίζεται με απόφαση της επιτροπής. Επιπλέον, ο πρόεδρος του δικαστηρίου και, όταν συντρέχει περίπτωση, ο αντιπρόεδρος του δικαστηρίου, λαμβάνουν ημερήσια αμοιβή ίση με την αμοιβή που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 16 του άρθρου 3.39 (Εφετείο) για κάθε ημέρα εργασίας τους κατά την οποία άσκησαν τα καθήκοντα του προέδρου του δικαστηρίου σύμφωνα με το παρόν τμήμα.
15.
Η πάγια αμοιβή και η ημερήσια αμοιβή που αναφέρονται στην παράγραφο 14 καταβάλλονται από αμφότερα τα Μέρη, λαμβανομένου υπόψη του αντίστοιχου επιπέδου ανάπτυξής τους, σε λογαριασμό που διαχειρίζεται η Γραμματεία του ICSID. Σε περίπτωση που ένα Μέρος δεν καταβάλει την πάγια αμοιβή ή την ημερήσια αμοιβή, το άλλο Μέρος μπορεί να επιλέξει να την καταβάλει το ίδιο. Κάθε τέτοια καθυστερούμενη οφειλή παραμένει πληρωτέα, με τον αντίστοιχο τόκο.
16.
Εκτός αν η επιτροπή λάβει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 17, το ποσό των λοιπών αμοιβών και των δαπανών των μελών τμήματος του δικαστηρίου είναι αυτό που καθορίζεται σύμφωνα με τον κανονισμό 14 παράγραφος 1 των διοικητικών και οικονομικών κανονισμών της σύμβασης ICSID οι οποίοι ισχύουν κατά την ημερομηνία υποβολής της προσφυγής, και επιμερίζεται από το δικαστήριο μεταξύ των διάδικων μερών σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 3.53 (Προσωρινή απόφαση).
17.
Με απόφαση της επιτροπής, η πάγια αμοιβή, η ημερήσια αμοιβή και οι λοιπές αμοιβές και δαπάνες μπορούν να μετατραπούν μονίμως σε τακτικό μισθό. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα μέλη του δικαστηρίου εργάζονται με καθεστώς πλήρους απασχόλησης και δεν επιτρέπεται να ασκούν οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη, εκτός αν ο πρόεδρος του δικαστηρίου το επιτρέψει κατ’ εξαίρεση. Η επιτροπή καθορίζει την αμοιβή τους και τα συναφή οργανωτικά ζητήματα.
18.
Η Γραμματεία του ICSID ενεργεί ως γραμματεία του δικαστηρίου και του παρέχει την κατάλληλη υποστήριξη. Οι δαπάνες για την εν λόγω υποστήριξη επιμερίζονται από το δικαστήριο μεταξύ των διάδικων μερών σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 3.53 (Προσωρινή απόφαση).
ΑΡΘΡΟ 3.39
Εφετείο
1.
Συνιστάται μόνιμο εφετείο για την εκδίκαση των εφέσεων κατά των αποφάσεων που εκδίδει το δικαστήριο.
2.
Το εφετείο απαρτίζεται από έξι μέλη, εκ των οποίων δύο είναι υπήκοοι κράτους μέλους της Ένωσης, δύο είναι υπήκοοι του Βιετνάμ και δύο είναι υπήκοοι τρίτων χωρών.
3.
Σύμφωνα με την παράγραφο 5 στοιχείο α) του άρθρου 4.1 (Επιτροπή), η επιτροπή διορίζει, με την έναρξη ισχύος της παρούσας Συμφωνίας, τα έξι μέλη του εφετείου.
4.
Η επιτροπή μπορεί να αποφασίσει την αύξηση ή τη μείωση του αριθμού των μελών του εφετείου κατά πολλαπλάσια του τρία. Οι πρόσθετοι διορισμοί πραγματοποιούνται με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3.
5.
Τα μέλη του εφετείου διορίζονται για τετραετή θητεία, η οποία μπορεί να ανανεωθεί μία φορά. Ωστόσο, η θητεία τριών εκ των έξι προσώπων που θα διοριστούν αμέσως μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας Συμφωνίας, τα οποία θα επιλεγούν με κλήρωση, θα είναι εξαετής. Οι θέσεις πληρούνται όταν κενώνονται. Πρόσωπο που διορίζεται για να αντικαταστήσει μέλος του οποίου η θητεία δεν έχει λήξει παραμένει στη θέση του μέχρι τη λήξη της θητείας του προκατόχου του.
6.
Το εφετείο διαθέτει πρόεδρο και αντιπρόεδρο, οι οποίοι επιλέγονται με κλήρωση μεταξύ των μελών που είναι υπήκοοι τρίτων χωρών, για διετή θητεία. Ασκούν καθήκοντα εκ περιτροπής, με σειρά που καθορίζεται με κλήρωση από τον πρόεδρο της επιτροπής. Ο αντιπρόεδρος αντικαθιστά τον πρόεδρο όταν ο τελευταίος δεν είναι διαθέσιμος.
7.
Τα μέλη του εφετείου διαθέτουν αποδεδειγμένη εμπειρογνωμοσύνη στο δημόσιο διεθνές δίκαιο, καθώς και τα προσόντα που απαιτούνται στη χώρα τους για τον διορισμό στα ανώτατα δικαστικά αξιώματα ή είναι νομικοί αναγνωρισμένου κύρους. Είναι επιθυμητό να διαθέτουν εμπειρογνωμοσύνη στο διεθνές δίκαιο των επενδύσεων, στο διεθνές εμπορικό δίκαιο και στην επίλυση διαφορών από διεθνείς επενδυτικές ή εμπορικές συμφωνίες.
8.
Το εφετείο εκδικάζει εφέσεις σε τμήματα που αποτελούνται από τρία μέλη, εκ των οποίων ένα είναι υπήκοος κράτους μέλους της Ένωσης, ένα είναι υπήκοος του Βιετνάμ και ένα είναι υπήκοος τρίτης χώρας. Την προεδρία του τμήματος ασκεί το μέλος που είναι υπήκοος τρίτης χώρας.
9.
Η σύνθεση του τμήματος που εξετάζει κάθε έφεση καθορίζεται σε κάθε υπόθεση από τον πρόεδρο του εφετείου εκ περιτροπής, κατά τρόπο που να διασφαλίζει ότι η σύνθεση κάθε τμήματος είναι τυχαία και απρόβλεπτη και να παρέχει παράλληλα ίσες ευκαιρίες σε όλα τα μέλη του εφετείου για να ασκήσουν καθήκοντα. Πρόσωπο το οποίο ασκεί καθήκοντα σε τμήμα του εφετείου κατά τη λήξη της θητείας του μπορεί, με την άδεια του προέδρου του εφετείου, να εξακολουθήσει να ασκεί τα καθήκοντά του στο εν λόγω τμήμα έως ότου περατωθούν οι διαδικασίες του τμήματος και, μόνο για τον σκοπό αυτόν, θεωρείται ότι εξακολουθεί να αποτελεί μέλος του εφετείου.
10.
Το εφετείο καταρτίζει τον εσωτερικό κανονισμό του. Ο εσωτερικός κανονισμός συνάδει με τις διατάξεις του παρόντος τμήματος και τις οδηγίες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα 13 (Εσωτερικός κανονισμός του εφετείου). Ο πρόεδρος του εφετείου καταρτίζει σχέδιο εσωτερικού κανονισμού σε διαβούλευση με τα λοιπά μέλη του εφετείου και υποβάλλει το σχέδιο εσωτερικού κανονισμού στην επιτροπή εντός ενός έτους από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας Συμφωνίας. Το σχέδιο εσωτερικού κανονισμού εγκρίνεται από την επιτροπή. Αν το σχέδιο εσωτερικού κανονισμού δεν εγκριθεί από την επιτροπή εντός τριών μηνών από την υποβολή του, ο πρόεδρος του εφετείου προβαίνει στις αναγκαίες αναθεωρήσεις του σχεδίου εσωτερικού κανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις που διατύπωσαν τα Μέρη. Στη συνέχεια, ο πρόεδρος του εφετείου υποβάλλει το αναθεωρημένο σχέδιο εσωτερικού κανονισμού στην επιτροπή. Το αναθεωρημένο σχέδιο εσωτερικού κανονισμού θεωρείται ότι έχει εγκριθεί εκτός αν η επιτροπή αποφασίσει να απορρίψει το αναθεωρημένο σχέδιο εσωτερικού κανονισμού εντός τριών μηνών από την υποβολή του.
11.
Αν προκύψει διαδικαστικό ζήτημα που δεν καλύπτεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, τους συμπληρωματικούς κανόνες που τυχόν έχει θεσπίσει η επιτροπή ή τον εσωτερικό κανονισμό που έχει θεσπιστεί σύμφωνα με την παράγραφο 10, το οικείο τμήμα του εφετείου μπορεί να υιοθετήσει κατάλληλη διαδικασία συμβατή με τις εν λόγω διατάξεις.
12.
Το τμήμα του εφετείου καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να λαμβάνει κάθε απόφαση με συναίνεση. Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατόν να ληφθεί απόφαση με συναίνεση, το τμήμα του εφετείου λαμβάνει την απόφασή του με πλειοψηφία όλων των μελών του. Οι απόψεις που έχουν διατυπώσει τα επιμέρους μέλη τμήματος του εφετείου είναι ανώνυμες.
13.
Τα μέλη του εφετείου είναι διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή και κατόπιν βραχείας προειδοποίησης, και παρακολουθούν τις εξελίξεις σχετικά με τις λοιπές δραστηριότητες επίλυσης διαφορών στο πλαίσιο της παρούσας Συμφωνίας.
14.
Τα μέλη του εφετείου λαμβάνουν πάγια μηνιαία αμοιβή, η οποία καθορίζεται με απόφαση της επιτροπής. Επιπλέον, ο πρόεδρος του εφετείου και, όταν συντρέχει περίπτωση, ο αντιπρόεδρος του εφετείου, λαμβάνουν ημερήσια αμοιβή ίση με την αμοιβή που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 16 για κάθε ημέρα εργασίας τους κατά την οποία άσκησαν τα καθήκοντα του προέδρου του εφετείου σύμφωνα με το παρόν τμήμα.
15.
Η πάγια αμοιβή και η ημερήσια αμοιβή που αναφέρονται στην παράγραφο 14 καταβάλλονται από αμφότερα τα Μέρη, λαμβανομένου υπόψη του αντίστοιχου επιπέδου ανάπτυξής τους, σε λογαριασμό που διαχειρίζεται η Γραμματεία του ICSID. Σε περίπτωση που ένα Μέρος δεν καταβάλει την πάγια αμοιβή ή την ημερήσια αμοιβή, το άλλο Μέρος μπορεί να επιλέξει να την καταβάλει το ίδιο. Κάθε τέτοια καθυστερούμενη οφειλή παραμένει πληρωτέα, με τον αντίστοιχο τόκο.
16.
Μόλις η παρούσα Συμφωνία τεθεί σε ισχύ, η επιτροπή εκδίδει απόφαση με την οποία καθορίζεται το ύψος των λοιπών αμοιβών και των δαπανών των μελών των τμημάτων του εφετείου. Οι εν λόγω αμοιβές και δαπάνες επιμερίζονται από το δικαστήριο ή, όταν συντρέχει περίπτωση, το εφετείο μεταξύ των διάδικων μερών σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 3.53 (Προσωρινή απόφαση).
17.
Με απόφαση της επιτροπής, η πάγια αμοιβή, η ημερήσια αμοιβή και οι λοιπές αμοιβές και δαπάνες μπορούν να μετατραπούν μονίμως σε τακτικό μισθό. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα μέλη του εφετείου εργάζονται με καθεστώς πλήρους απασχόλησης και δεν επιτρέπεται να ασκούν οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη, εκτός αν ο πρόεδρος του εφετείου το επιτρέψει κατ’ εξαίρεση. Η επιτροπή καθορίζει την αμοιβή τους και τα συναφή οργανωτικά ζητήματα.
18.
Η Γραμματεία του ICSID ενεργεί ως γραμματεία του εφετείου και του παρέχει την κατάλληλη υποστήριξη. Οι δαπάνες για την εν λόγω υποστήριξη επιμερίζονται από το εφετείο μεταξύ των διάδικων μερών σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 3.53 (Προσωρινή απόφαση).
ΑΡΘΡΟ 3.40
Δεοντολογία
1.
Τα μέλη του δικαστηρίου και του εφετείου επιλέγονται μεταξύ προσώπων των οποίων η ανεξαρτησία είναι πέραν πάσης αμφιβολίας. Δεν συνδέονται με καμία κυβέρνηση. Δεν λαμβάνουν οδηγίες από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή οργανισμό σχετικά με ζητήματα που συνδέονται με τη διαφορά. Δεν συμμετέχουν στην εξέταση διαφορών που θα ήταν δυνατόν να προκαλέσουν, άμεσα ή έμμεσα, σύγκρουση συμφερόντων. Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους συμμορφώνονται με το παράρτημα 11 (Κώδικας δεοντολογίας για τα μέλη του δικαστηρίου, τα μέλη του εφετείου και τους διαμεσολαβητές). Επιπλέον, μετά τον διορισμό τους, δεν ενεργούν ως συνήγοροι ή ως διορισμένοι από μέρος πραγματογνώμονες ή μάρτυρες σε οποιαδήποτε εκκρεμή ή νέα διαφορά με αντικείμενο την προστασία επένδυσης βάσει της παρούσας ή οποιασδήποτε άλλης συμφωνίας ή βάσει εσωτερικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων.
2.
Αν ένα διάδικο μέρος θεωρεί ότι ορισμένο μέλος τελεί σε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων, αποστέλλει στον πρόεδρο του δικαστηρίου ή του εφετείου, ανάλογα με την περίπτωση, δήλωση αμφισβήτησης του διορισμού του εν λόγω μέλους. Η δήλωση αμφισβήτησης αποστέλλεται εντός 15 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιήθηκε στο διάδικο μέρος η σύνθεση του τμήματος του δικαστηρίου ή του εφετείου, ή εντός 15 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία το εν λόγω διάδικο μέρος έλαβε γνώση των σχετικών πραγματικών περιστατικών, αν δεν ήταν ευλόγως δυνατό να τα γνωρίζει κατά τον χρόνο της κοινοποίησης της σύνθεσης του τμήματος. Στη δήλωση αναφέρονται οι λόγοι της αμφισβήτησης.
3.
Αν, εντός 15 ημερών από την ημερομηνία της δήλωσης αμφισβήτησης, το αμφισβητούμενο μέλος δεν παραιτηθεί από το σχετικό τμήμα, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή ο πρόεδρος του εφετείου, ανάλογα με την περίπτωση, αφού ακούσει τα διάδικα μέρη και αφού δώσει στο μέλος την ευκαιρία να υποβάλει τις τυχόν παρατηρήσεις του, εκδίδει απόφαση, εντός 45 ημερών από την παραλαβή της δήλωσης αμφισβήτησης, και ενημερώνει αμέσως τα διάδικα μέρη και τα λοιπά μέλη του τμήματος.
4.
Τυχόν αμφισβήτηση του διορισμού του προέδρου του δικαστηρίου σε τμήμα κρίνεται από τον πρόεδρο του εφετείου και αντιστρόφως.
5.
Κατόπιν αιτιολογημένης σύστασης του προέδρου του εφετείου ή βάσει κοινής πρωτοβουλίας τους, τα Μέρη μπορούν, μέσω απόφασης της επιτροπής, να αποφασίσουν την παύση μέλους του δικαστηρίου ή του εφετείου, αν η συμπεριφορά του εν λόγω μέλους δεν συνάδει με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 και είναι ασύμβατη με τη συνέχιση της θητείας του στο δικαστήριο ή στο εφετείο. Αν τέτοια συμπεριφορά καταλογίζεται στον πρόεδρο του εφετείου, η αιτιολογημένη σύσταση υποβάλλεται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου. Για την πλήρωση των κενών θέσεων που τυχόν θα προκύψουν κατ’ εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται αναλογικά η παράγραφος 2 του άρθρου 3.38 (Δικαστήριο) και η παράγραφος 3 του άρθρου 3.39 (Εφετείο).
ΑΡΘΡΟ 3.41
Πολυμερείς μηχανισμοί επίλυσης διαφορών
Τα Μέρη προσέρχονται σε διαπραγματεύσεις για τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας η οποία θα προβλέπει τη σύσταση πολυμερούς επενδυτικού δικαστηρίου σε συνδυασμό με, ή χωριστά από, πολυμερή δευτεροβάθμιο μηχανισμό και η οποία θα εφαρμόζεται για την επίλυση διαφορών στο πλαίσιο της παρούσας Συμφωνίας. Κατόπιν τούτου, τα Μέρη μπορούν να συμφωνήσουν τη μη εφαρμογή των σχετικών μερών του παρόντος τμήματος. Η επιτροπή μπορεί να εκδώσει απόφαση που να καθορίζει τις τυχόν αναγκαίες μεταβατικές ρυθμίσεις.
ΥΠΟΤΜΗΜΑ 5
ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
ΑΡΘΡΟ 3.42
Εφαρμοστέο δίκαιο και κανόνες ερμηνείας
1.
Το δικαστήριο και το εφετείο αποφασίζουν κατά πόσον τα μέτρα που αποτελούν το αντικείμενο της προσφυγής παραβιάζουν τις διατάξεις του κεφαλαίου 2 (Προστασία των επενδύσεων), όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων.
2.
Για την έκδοση των αποφάσεών τους, το δικαστήριο και το εφετείο εφαρμόζουν τις διατάξεις του κεφαλαίου 2 (Προστασία των επενδύσεων) και τις λοιπές διατάξεις της παρούσας Συμφωνίας, ανάλογα με την περίπτωση, καθώς και τους άλλους κανόνες και αρχές του διεθνούς δικαίου που εφαρμόζονται μεταξύ των Μερών, και λαμβάνουν υπόψη, ως πραγματικό περιστατικό, κάθε σχετική εσωτερική νομοθετική διάταξη του διάδικου Μέρους.
3.
Προς αποφυγή τυχόν αμφιβολιών, διευκρινίζεται ότι το δικαστήριο και το εφετείο δεσμεύονται από την ερμηνεία που δίνεται στο εσωτερικό δίκαιο από τα δικαστήρια ή τις αρχές που είναι αρμόδια να ερμηνεύουν το σχετικό εσωτερικό δίκαιο, ενώ οποιαδήποτε ερμηνεία δίνεται στο σχετικό εσωτερικό δίκαιο από το δικαστήριο και το εφετείο δεν δεσμεύει τα δικαστήρια και τις αρχές οποιουδήποτε Μέρους. Το δικαστήριο και το εφετείο δεν διαθέτουν τη δικαιοδοσία να κρίνουν τη νομιμότητα μέτρου, για το οποίο υποστηρίζεται ότι παραβιάζει την παρούσα Συμφωνία, βάσει των εσωτερικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων του διάδικου Μέρους.
4.
Το δικαστήριο και το εφετείο ερμηνεύουν την παρούσα Συμφωνία σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες ερμηνείας του δημόσιου διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των κωδικοποιημένων διατάξεων της Σύμβασης της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών, που υπογράφηκε στη Βιέννη στις 23 Μαΐου 1969.
5.
Όταν προκύπτουν σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά ζητήματα ερμηνείας που ενδέχεται να επηρεάσουν θέματα σχετικά με το παρόν τμήμα, η επιτροπή μπορεί να εκδίδει ερμηνείες των διατάξεων της παρούσας Συμφωνίας. Κάθε τέτοια ερμηνεία δεσμεύει το δικαστήριο και το εφετείο. Η επιτροπή μπορεί να αποφασίσει ότι ορισμένη ερμηνεία αποκτά δεσμευτική ισχύ από συγκεκριμένη ημερομηνία και εφεξής.
ΑΡΘΡΟ 3.43
Αποφυγή καταστρατηγήσεων
Προς αποφυγή τυχόν αμφιβολιών, διευκρινίζεται ότι το δικαστήριο κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο όταν η διαφορά είχε προκύψει ή μπορούσε με υψηλό βαθμό ασφάλειας να προβλεφθεί ήδη κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ο προσφεύγων απέκτησε την κυριότητα ή τον έλεγχο της επένδυσης που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς, και το δικαστήριο διαπιστώνει, βάσει των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, ότι ο προσφεύγων απέκτησε την κυριότητα ή τον έλεγχο της επένδυσης με κύριο σκοπό την υποβολή της προσφυγής βάσει του παρόντος τμήματος. Η δυνατότητα του δικαστηρίου να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο υπό τις περιστάσεις αυτές δεν θίγει τη δυνατότητά του να κάνει δεκτές άλλες ενστάσεις περί έλλειψης δικαιοδοσίας του.
ΑΡΘΡΟ 3.44
Προκαταρκτικές ενστάσεις
1.
Ο καθού μπορεί να υποβάλει την ένσταση ότι προσφυγή στερείται προδήλως νομικής αξίας, το αργότερο 30 ημέρες μετά τη συγκρότηση του τμήματος του δικαστηρίου σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 3.38 (Δικαστήριο), και σε κάθε περίπτωση πριν από την πρώτη συνεδρίαση του τμήματος του δικαστηρίου, ή εντός 30 ημερών αφότου ο καθού έλαβε γνώση των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων στηρίζεται η ένσταση.
2.
Ο καθού διευκρινίζει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια τη βάση της ένστασης.
3.
Το δικαστήριο, αφού δώσει στα διάδικα μέρη την ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την ένσταση, εκδίδει, κατά την πρώτη συνεδρίαση του τμήματος του δικαστηρίου ή αμέσως μετά, αιτιολογημένη απόφαση ή αιτιολογημένη προσωρινή απόφαση επί της ένστασης. Αν η ένσταση παραληφθεί μετά την πρώτη συνεδρίαση του τμήματος του δικαστηρίου, το δικαστήριο εκδίδει την εν λόγω απόφαση ή προσωρινή απόφαση το συντομότερο δυνατόν, και το αργότερο εντός 120 ημερών από την υποβολή της ένστασης. Για την έκδοση της απόφασής του, το δικαστήριο στηρίζεται στην υπόθεση ότι τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά είναι αληθή, ενώ μπορεί επίσης να λάβει υπόψη οποιαδήποτε σχετικά πραγματικά περιστατικά που δεν αμφισβητούνται.
4.
Η απόφαση του δικαστηρίου δεν θίγει το δικαίωμα διάδικου μέρους να υποβάλει ένσταση, σύμφωνα με το άρθρο 3.45 (Νομικά αβάσιμες προσφυγές) ή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, όσον αφορά τη νομική βασιμότητα προσφυγής ούτε τη δυνατότητα του δικαστηρίου να εξετάσει άλλες ενστάσεις ως προκαταρκτικό ζήτημα. Προς αποφυγή τυχόν αμφιβολιών, διευκρινίζεται ότι στις εν λόγω ενστάσεις μπορεί να περιλαμβάνεται η ένσταση ότι η διαφορά ή οποιαδήποτε παρεπόμενη απαίτηση δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου ή, για άλλους λόγους, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου.
ΑΡΘΡΟ 3.45
Νομικά αβάσιμες προσφυγές
1.
Χωρίς να θίγεται η δυνατότητα του δικαστηρίου να εξετάσει άλλες ενστάσεις ως προκαταρκτικό ζήτημα, όπως τυχόν ένσταση ότι η διαφορά ή οποιαδήποτε παρεπόμενη απαίτηση δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου ή, για άλλους λόγους, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, και χωρίς να θίγεται το δικαίωμα του καθού να εγείρει οποιεσδήποτε τέτοιες ενστάσεις σε εύθετο χρόνο, το δικαστήριο εξετάζει ως προκαταρκτικό ζήτημα κάθε τυχόν ένσταση του καθού ότι, εκ του νόμου, προσφυγή ή οποιοδήποτε μέρος προσφυγής που έχει υποβληθεί βάσει του παρόντος τμήματος δεν αποτελεί προσφυγή επί της οποίας μπορεί να εκδοθεί απόφαση υπέρ του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 3.53 (Προσωρινή απόφαση), ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά είναι αληθή. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να λάβει υπόψη οποιαδήποτε σχετικά πραγματικά περιστατικά που δεν αμφισβητούνται.
2.
Η ένσταση της παραγράφου 1 υποβάλλεται στο δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν μετά τη συγκρότηση του τμήματος του δικαστηρίου, και σε καμία περίπτωση μετά την ημερομηνία που ορίζει το δικαστήριο για την υποβολή του απαντητικού υπομνήματος ή του υπομνήματος αντίκρουσης από τον καθού ή, σε περίπτωση τροποποίησης της προσφυγής, μετά την ημερομηνία που ορίζει το δικαστήριο για την υποβολή της απάντησης του καθού στην τροποποίηση. Η εν λόγω ένσταση δεν υποβάλλεται ενόσω εκκρεμεί διαδικασία βάσει του άρθρου 3.44 (Προκαταρκτικές ενστάσεις), εκτός αν το δικαστήριο χορηγήσει άδεια υποβολής ένστασης βάσει του παρόντος άρθρου, αφού λάβει δεόντως υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης.
3.
Μετά την παραλαβή ένστασης βάσει της παραγράφου 1 και εκτός αν κρίνει ότι η ένσταση είναι προδήλως αβάσιμη, το δικαστήριο αναστέλλει κάθε διαδικασία επί της ουσίας, καταρτίζει χρονοδιάγραμμα για την εξέταση της ένστασης το οποίο συνάδει με το χρονοδιάγραμμα που τυχόν έχει καταρτίσει για την εξέταση άλλων προκαταρκτικών ζητημάτων και εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση ή αιτιολογημένη προσωρινή απόφαση επί της ένστασης.
ΑΡΘΡΟ 3.46
Διαφάνεια της διαδικασίας
1.
Οι κανόνες της UNCITRAL περί διαφάνειας εφαρμόζονται στην επίλυση διαφορών βάσει του παρόντος τμήματος, με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 έως 8.
2.
Το αίτημα διενέργειας διαβουλεύσεων βάσει του άρθρου 3.30 (Διαβουλεύσεις), η κοινοποίηση πρόθεσης για υποβολή προσφυγής βάσει της παραγράφου 1 του άρθρου 3.32 (Κοινοποίηση πρόθεσης για υποβολή προσφυγής), ο προσδιορισμός βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 3.32 (Κοινοποίηση πρόθεσης για υποβολή προσφυγής), η δήλωση αμφισβήτησης και η απόφαση επί της εν λόγω αμφισβήτησης βάσει του άρθρου 3.40 (Δεοντολογία), και το αίτημα συνεκδίκασης βάσει του άρθρου 3.59 (Συνεκδίκαση) περιλαμβάνονται στον κατάλογο εγγράφων που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 των κανόνων της UNCITRAL περί διαφάνειας.
3.
Με την επιφύλαξη του άρθρου 7 των κανόνων της UNCITRAL περί διαφάνειας, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε προσώπου και κατόπιν διαβούλευσης με τα διάδικα μέρη, αν και με ποιον τρόπο θα καταστήσει διαθέσιμα οποιαδήποτε άλλα έγγραφα που έχουν υποβληθεί στο δικαστήριο ή έχουν εκδοθεί από αυτό και τα οποία δεν εμπίπτουν στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2 των κανόνων της UNCITRAL περί διαφάνειας. Στα εν λόγω έγγραφα μπορεί να περιλαμβάνονται αποδεικτικά στοιχεία, αν συμφωνεί ο καθού.
4.
Παρά το άρθρο 2 των κανόνων της UNCITRAL περί διαφάνειας, η Ένωση ή το Βιετνάμ, ανάλογα με την περίπτωση, μετά την παραλαβή των σχετικών εγγράφων σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, διαβιβάζει αμέσως τα εν λόγω έγγραφα στο μη διάδικο Μέρος και τα καθιστά δημοσίως διαθέσιμα, με την επιφύλαξη της απάλειψης εμπιστευτικών ή προστατευόμενων πληροφοριών.
5.
Τα έγγραφα που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 μπορούν να καθίστανται δημοσίως διαθέσιμα μέσω κοινοποίησης στο αποθετήριο που αναφέρεται στους κανόνες της UNCITRAL περί διαφάνειας ή με άλλο τρόπο.
6.
Το αργότερο τρία έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας Συμφωνίας, η επιτροπή επανεξετάζει τη λειτουργία της παραγράφου 3. Κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε Μέρους, η επιτροπή μπορεί να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 5 στοιχείο γ) του άρθρου 4.1 (Επιτροπή) που να ορίζει ότι εφαρμόζεται το άρθρο 3 παράγραφος 3 των κανόνων της UNCITRAL περί διαφάνειας αντί της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.
7.
Με την επιφύλαξη τυχόν απόφασης του δικαστηρίου επί ένστασης σχετικά με τον χαρακτηρισμό πληροφοριών για τις οποίες υποστηρίζεται ότι αποτελούν εμπιστευτικές ή προστατευόμενες πληροφορίες, ούτε τα διάδικα μέρη ούτε το δικαστήριο δεν αποκαλύπτουν σε μη διάδικο Μέρος ή στο κοινό οποιεσδήποτε προστατευόμενες πληροφορίες τις οποίες το διάδικο μέρος που τις παρείχε σαφώς χαρακτηρίζει ως προστατευόμενες.
8.
Διάδικο μέρος μπορεί να κοινοποιεί σε άλλα πρόσωπα που σχετίζονται με τη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων, τα πλήρη έγγραφα τα οποία θεωρεί αναγκαία στο πλαίσιο της διαδικασίας βάσει του παρόντος τμήματος. Ωστόσο, το διάδικο μέρος διασφαλίζει ότι τα εν λόγω πρόσωπα προστατεύουν τις εμπιστευτικές ή προστατευόμενες πληροφορίες που περιέχονται στα έγγραφα αυτά.
ΑΡΘΡΟ 3.47
Αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων
Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα προστασίας για τη διατήρηση των δικαιωμάτων διάδικου μέρους ή τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης διαταγής για τη διατήρηση αποδεικτικών στοιχείων που βρίσκονται στην κατοχή ή τον έλεγχο διάδικου μέρους ή για την προστασία της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου. Το δικαστήριο δεν μπορεί να διατάξει την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων ούτε να εμποδίσει την εφαρμογή της μεταχείρισης για την οποία υποστηρίζεται ότι συνιστά παραβίαση. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, στις διαταγές περιλαμβάνονται και οι συστάσεις.
ΑΡΘΡΟ 3.48
Εγγυοδοσία για τα έξοδα
1.
Προς αποφυγή τυχόν αμφιβολιών, διευκρινίζεται ότι το δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αίτησης, να διατάξει τον προσφεύγοντα να καταβάλει εγγύηση για το σύνολο ή μέρος των εξόδων, αν πιθανολογείται ευλόγως ότι ο προσφεύγων κινδυνεύει να μην είναι σε θέση να συμμορφωθεί προς τυχόν απόφαση για τα δικαστικά έξοδα που θα είναι σε βάρος του προσφεύγοντος.
2.
Αν η εγγύηση για τα έξοδα δεν καταβληθεί ολοσχερώς εντός 30 ημερών από τη σχετική διάταξη του δικαστηρίου ή εντός της άλλης προθεσμίας που τυχόν θα ορίσει συναφώς το δικαστήριο, το δικαστήριο ενημερώνει σχετικά τα διάδικα μέρη. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναστολή ή την περάτωση της διαδικασίας.
ΑΡΘΡΟ 3.49
Ματαίωση
Αν ο προσφεύγων, μετά την υποβολή προσφυγής βάσει του παρόντος τμήματος, δεν προβεί σε περαιτέρω ενέργειες στο πλαίσιο της διαδικασίας για 180 συναπτές ημέρες ή για το χρονικό διάστημα που τυχόν συμφωνήσουν τα διάδικα μέρη, θεωρείται ότι έχει αποσύρει την προσφυγή του και ότι έχει ματαιώσει τη διαδικασία. Το δικαστήριο, κατόπιν αιτήματος του καθού και ύστερα από κοινοποίηση στα διάδικα μέρη, εκδίδει διάταξη με την οποία διαπιστώνεται η ματαίωση της διαδικασίας και απόφαση σχετικά με τα έξοδα. Μετά την έκδοση της εν λόγω διάταξης, η εξουσία του δικαστηρίου παύει. Κατόπιν τούτου, ο προσφεύγων δεν μπορεί να υποβάλει προσφυγή με το ίδιο αντικείμενο.
ΑΡΘΡΟ 3.50
Γλώσσα της διαδικασίας
1.
Τα διάδικα μέρη συμφωνούν τη γλώσσα που θα χρησιμοποιηθεί στη διαδικασία.
2.
Αν τα διάδικα μέρη δεν έχουν καταλήξει σε συμφωνία κατά την παράγραφο 1 εντός 30 ημερών από τη συγκρότηση του τμήματος του δικαστηρίου σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 3.38 (Δικαστήριο), το δικαστήριο καθορίζει τη γλώσσα που θα χρησιμοποιηθεί στη διαδικασία. Το δικαστήριο προβαίνει στον καθορισμό του κατόπιν διαβούλευσης με τα διάδικα μέρη, και με σκοπό να διασφαλίσει την οικονομική αποδοτικότητα της διαδικασίας και να αποφύγει το ενδεχόμενο να προκαλέσει ο καθορισμός του περιττή δαπάνη πόρων των διάδικων μερών και του δικαστηρίου.
ΑΡΘΡΟ 3.51
Το μη διάδικο Μέρος
1.
Ο καθού, εντός 30 ημερών από την παραλαβή των εγγράφων που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) ή αμέσως μετά την επίλυση τυχόν διαφοράς σχετικά με εμπιστευτικές ή προστατευόμενες πληροφορίες, παρέχει στο μη διάδικο Μέρος:
α)
το αίτημα διενέργειας διαβουλεύσεων που αναφέρεται στο άρθρο 3.30 (Διαβουλεύσεις), την κοινοποίηση πρόθεσης για υποβολή προσφυγής βάσει της παραγράφου 1 του άρθρου 3.32 (Κοινοποίηση πρόθεσης για υποβολή προσφυγής), τον προσδιορισμό βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 3.32 (Κοινοποίηση πρόθεσης για υποβολή προσφυγής) και την προσφυγή που αναφέρεται στο άρθρο 3.33 (Υποβολή προσφυγής)· και
β)
κατόπιν αιτήματος, τα τυχόν έγγραφα που κατέστησαν δημοσίως διαθέσιμα σύμφωνα με το άρθρο 3.46 (Διαφάνεια της διαδικασίας).
2.
Το μη διάδικο Μέρος δικαιούται να παρίσταται στις ακροαματικές διαδικασίες που διεξάγονται βάσει του παρόντος τμήματος και να αναπτύσσει προφορικά παρατηρήσεις σχετικά με την ερμηνεία της παρούσας Συμφωνίας.
ΑΡΘΡΟ 3.52
Εκθέσεις πραγματογνωμόνων
Το δικαστήριο, κατόπιν αιτήματος διάδικου μέρους ή, ύστερα από διαβούλευση με τα διάδικα μέρη, αυτεπαγγέλτως, μπορεί να αναθέτει σε έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες την εκπόνηση έγγραφης έκθεσης επί οποιουδήποτε πραγματικού ζητήματος σχετιζόμενου με θέματα περιβάλλοντος, υγείας, ασφάλειας ή άλλα θέματα τα οποία έχουν εγερθεί από διάδικο μέρος στο πλαίσιο της διαδικασίας.
ΑΡΘΡΟ 3.53
Προσωρινή απόφαση
1.
Αν το δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι επίδικο μέτρο παραβιάζει οποιαδήποτε από τις διατάξεις του κεφαλαίου 2 (Προστασία των επενδύσεων), μπορεί, στη βάση αιτήματος του προσφεύγοντος και αφού ακούσει τα διάδικα μέρη, να επιδικάσει, χωριστά ή συνδυαστικά, μόνο:
α)
χρηματική αποζημίωση και τους τυχόν αναλογούντες τόκους· και
β)
επιστροφή περιουσιακών στοιχείων, περίπτωση κατά την οποία η απόφαση ορίζει ότι ο καθού μπορεί, αντί της επιστροφής, να καταβάλει χρηματική αποζημίωση και τους τυχόν αναλογούντες τόκους, προσδιοριζόμενη κατά τρόπο που συνάδει με τις σχετικές διατάξεις του κεφαλαίου 2 (Προστασία των επενδύσεων).
Αν η προσφυγή έχει υποβληθεί για λογαριασμό τοπικά εγκατεστημένης εταιρείας, η απόφαση βάσει της παρούσας παραγράφου ορίζει ότι:
α)
η χρηματική αποζημίωση και οι τυχόν αναλογούντες τόκοι καταβάλλονται στην τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία· και
β)
κάθε τυχόν επιστροφή πραγματοποιείται προς την τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία.
Το δικαστήριο δεν μπορεί να διατάξει την κατάργηση της οικείας μεταχείρισης.
2.
Η χρηματική αποζημίωση δεν υπερβαίνει τη ζημία που υπέστη ο προσφεύγων ή, αν συντρέχει περίπτωση, η τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία του ως αποτέλεσμα της παραβίασης διατάξεων του κεφαλαίου 2 (Προστασία των επενδύσεων) μειωμένη κατά το ποσό κάθε τυχόν προηγούμενης αποζημίωσης ή αντιστάθμισης που έχει ήδη παράσχει το οικείο Μέρος. Προς αποφυγή τυχόν αμφιβολιών, διευκρινίζεται ότι, όταν επενδυτής υποβάλλει προσφυγή για δικό του λογαριασμό, ο επενδυτής μπορεί να ανακτήσει μόνο την απώλεια ή ζημία που ο επενδυτής έχει υποστεί σε σχέση με την καλυπτόμενη επένδυση του εν λόγω επενδυτή.
3.
Το δικαστήριο δεν μπορεί να επιδικάσει αποζημίωση με χαρακτήρα ποινής.
4.
Το δικαστήριο καταδικάζει το ηττηθέν διάδικο μέρος στην καταβολή των εξόδων της διαδικασίας. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το δικαστήριο μπορεί να επιμερίσει τα έξοδα μεταξύ των διάδικων μερών, αν κρίνει ότι ο επιμερισμός ενδείκνυται με βάση τις περιστάσεις της υπόθεσης. Τα λοιπά εύλογα έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εύλογων εξόδων νομικής εκπροσώπησης και αρωγής, βαρύνουν το ηττηθέν διάδικο μέρος, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει ότι ο επιμερισμός αυτός δεν δικαιολογείται με βάση τις περιστάσεις της υπόθεσης. Αν η προσφυγή γίνει εν μέρει μόνο δεκτή, τα έξοδα επιμερίζονται αναλογικά προς τα κεφάλαια ή την έκταση κατά τα οποία έγινε δεκτή η προσφυγή. Το εφετείο αποφαίνεται επί των εξόδων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
5.
Η επιτροπή μπορεί να θεσπίζει συμπληρωματικούς κανόνες για τις αμοιβές, προς τον σκοπό του καθορισμού των ανώτατων ποσών εξόδων νομικής εκπροσώπησης και αρωγής που μπορούν να επιβάλλονται σε συγκεκριμένες κατηγορίες ηττηθέντων διάδικων μερών. Οι εν λόγω συμπληρωματικοί κανόνες λαμβάνουν υπόψη τους οικονομικούς πόρους των προσφευγόντων που αποτελούν φυσικό πρόσωπο ή μικρή ή μεσαία επιχείρηση. Η επιτροπή επιδιώκει να θεσπίσει τέτοιους συμπληρωματικούς κανόνες το αργότερο εντός ενός έτους από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας Συμφωνίας.
6.
Το δικαστήριο εκδίδει προσωρινή απόφαση εντός 18 μηνών από την ημερομηνία υποβολής της προσφυγής. Αν η προθεσμία αυτή δεν είναι δυνατόν να τηρηθεί, το δικαστήριο εκδίδει σχετική διαπιστωτική απόφαση, η οποία αναφέρει τους λόγους της καθυστέρησης.
ΑΡΘΡΟ 3.54
Διαδικασία έφεσης
1.
Κάθε διάδικο μέρος μπορεί να εφεσιβάλει την προσωρινή απόφαση ενώπιον του εφετείου εντός 90 ημερών από την έκδοσή της. Οι λόγοι έφεσης είναι οι εξής:
α)
το δικαστήριο έσφαλε κατά την ερμηνεία ή την εφαρμογή της εφαρμοστέας νομοθεσίας·
β)
το δικαστήριο έσφαλε προδήλως κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης του σχετικού εσωτερικού δικαίου· ή
γ)
οι λόγοι που προβλέπονται στο άρθρο 52 της σύμβασης ICSID, στον βαθμό που δεν καλύπτονται από τα στοιχεία α) και β).
2.
Το εφετείο απορρίπτει την έφεση αν την κρίνει αβάσιμη. Μπορεί επίσης να απορρίψει την έφεση με συνοπτική διαδικασία, όταν είναι σαφές ότι η έφεση είναι προδήλως αβάσιμη.
3.
Αν το εφετείο κρίνει την έφεση βάσιμη, η απόφαση του εφετείου τροποποιεί ή ανατρέπει τις νομικές αξιολογήσεις και τα συμπεράσματα της προσωρινής απόφασης, εν μέρει ή στο σύνολό τους. Η απόφαση του εφετείου παραθέτει επακριβώς τον τρόπο με τον οποίο έχει τροποποιήσει ή ανατρέψει τις σχετικές αξιολογήσεις και τα συμπεράσματα του δικαστηρίου.
4.
Αν το επιτρέπουν τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν από το δικαστήριο, το εφετείο εφαρμόζει τις δικές του νομικές αξιολογήσεις και συμπεράσματα στα εν λόγω πραγματικά περιστατικά και εκδίδει οριστική απόφαση. Αν αυτό δεν είναι δυνατόν, αναπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο.
5.
Κατά γενικό κανόνα, η διαδικασία της έφεσης δεν υπερβαίνει σε διάρκεια τις 180 ημέρες, υπολογιζόμενες από την ημερομηνία κατά την οποία διάδικο μέρος κοινοποίησε επισήμως την απόφασή του να ασκήσει έφεση έως την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του εφετείου. Όταν το εφετείο θεωρεί ότι δεν μπορεί να εκδώσει την απόφασή του εντός 180 ημερών, ενημερώνει εγγράφως τα διάδικα μέρη σχετικά με τους λόγους της καθυστέρησης, αναφέροντας το διάστημα εντός του οποίου εκτιμά ότι θα εκδώσει την απόφασή του. Πλην αν το επιβάλλουν εξαιρετικές περιστάσεις, η διάρκεια της διαδικασίας δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση τις 270 ημέρες.
6.
Διάδικο μέρος που ασκεί έφεση καταβάλλει εγγύηση, η οποία καλύπτει τα έξοδα της έφεσης καθώς και ένα εύλογο ποσό που καθορίζεται από το εφετείο βάσει των περιστάσεων της υπόθεσης.
7.
Τα άρθρα 3.37 (Χρηματοδότηση από τρίτο μέρος), 3.46 (Διαφάνεια της διαδικασίας), 3.47 (Αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων), 3.49 (Ματαίωση), 3.51 (Το μη διάδικο Μέρος), 3.53 (Προσωρινή απόφαση) και 3.56 (Αποζημίωση ή άλλη μορφή αποκατάστασης) εφαρμόζονται αναλογικά στη διαδικασία της έφεσης.
ΑΡΘΡΟ 3.55
Οριστική απόφαση
1.
Προσωρινή απόφαση που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το παρόν τμήμα καθίσταται οριστική αν κανένα διάδικο μέρος δεν ασκήσει έφεση κατά της προσωρινής απόφασης σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 3.54 (Διαδικασία έφεσης).
2.
Αν ασκηθεί έφεση κατά προσωρινής απόφασης και το εφετείο απορρίψει την έφεση σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3.54 (Διαδικασία έφεσης), η προσωρινή απόφαση καθίσταται οριστική κατά την ημερομηνία της απόρριψης της έφεσης από το εφετείο.
3.
Αν ασκηθεί έφεση κατά προσωρινής απόφασης και το εφετείο εκδώσει οριστική απόφαση, η προσωρινή απόφαση, όπως τροποποιήθηκε ή ανατράπηκε από το εφετείο, καθίσταται οριστική κατά την ημερομηνία της έκδοσης της οριστικής απόφασης του εφετείου.
4.
Αν ασκηθεί έφεση κατά προσωρινής απόφασης και το εφετείο τροποποιήσει ή ανατρέψει τις νομικές αξιολογήσεις και τα συμπεράσματα της προσωρινής απόφασης και αναπέμψει την υπόθεση στο δικαστήριο, το δικαστήριο, αφού ακούσει τα διάδικα μέρη αν χρειάζεται, αναθεωρεί την προσωρινή απόφασή του κατά τρόπο ώστε να αντικατοπτρίζει τις αξιολογήσεις και τα συμπεράσματα του εφετείου. Το δικαστήριο δεσμεύεται από τις αξιολογήσεις στις οποίες προέβη το εφετείο. Το δικαστήριο επιδιώκει να εκδώσει την αναθεωρημένη απόφασή του εντός 90 ημερών από τη λήψη της απόφασης του εφετείου. Η αναθεωρημένη προσωρινή απόφαση καθίσταται οριστική 90 ημέρες μετά την έκδοσή της.
5.
Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, ο όρος «οριστική απόφαση» συμπεριλαμβάνει τις οριστικές αποφάσεις του εφετείου που εκδίδονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 3.54 (Διαδικασία έφεσης).
ΑΡΘΡΟ 3.56
Αποζημίωση ή άλλη μορφή αποκατάστασης
Το δικαστήριο δεν κάνει δεκτό ως έγκυρο μέσο άμυνας, ανταπαίτηση, ένσταση συμψηφισμού ή παρόμοιο ισχυρισμό το γεγονός ότι ο επενδυτής έχει λάβει ή θα λάβει, βάσει σύμβασης ασφάλισης ή εγγύησης, αποζημίωση ή άλλη μορφή αποκατάστασης για το σύνολο ή μέρος της αποζημίωσης που αξιώνει στο πλαίσιο διαφοράς που έχει κινηθεί σύμφωνα με το παρόν τμήμα.
ΑΡΘΡΟ 3.57
Εκτέλεση οριστικών αποφάσεων
1.
Οι οριστικές αποφάσεις που εκδίδονται βάσει του παρόντος τμήματος:
α)
είναι δεσμευτικές μεταξύ των διάδικων μερών και όσον αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση· και
β)
δεν υπόκεινται σε έφεση, αναίρεση, εξαφάνιση, ακύρωση ή οποιοδήποτε άλλο ένδικο μέσο.
2.
Κάθε Μέρος αναγνωρίζει κάθε οριστική απόφαση που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το παρόν τμήμα ως δεσμευτική και εκτελεί τη χρηματική υποχρέωση εντός του εδάφους του ως εάν να επρόκειτο για αμετάκλητη απόφαση δικαστηρίου του εν λόγω Μέρους.
3.
Παρά τις παραγράφους 1 και 2, κατά τη διάρκεια του διαστήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η αναγνώριση και η εκτέλεση οριστικής απόφασης σε διαφορά στην οποία καθού είναι το Βιετνάμ διεξάγονται σύμφωνα με τη σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1958. Κατά τη διάρκεια του εν λόγω διαστήματος, η παράγραφος 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου και η παράγραφος 3 στοιχείο β) του άρθρου 3.36 (Συγκατάθεση) δεν εφαρμόζονται σε διαφορές στις οποίες καθού είναι το Βιετνάμ.
4.
Όσον αφορά τις οριστικές αποφάσεις στις οποίες καθού είναι το Βιετνάμ, η παράγραφος 1 στοιχείο β) και η παράγραφος 2 εφαρμόζονται μετά την παρέλευση πέντε ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας Συμφωνίας ή του μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος που τυχόν θα καθορίσει η επιτροπή, αν το δικαιολογούν οι συνθήκες.
5.
Η εκτέλεση της απόφασης διέπεται από τη νομοθεσία περί εκτέλεσης των δικαστικών ή διαιτητικών αποφάσεων η οποία ισχύει στον τόπο στον οποίο επιδιώκεται η εκτέλεση.
6.
Προς αποφυγή τυχόν αμφιβολιών, διευκρινίζεται ότι το άρθρο 4.14 (Απουσία άμεσου αποτελέσματος) δεν εμποδίζει την αναγνώριση, εκτέλεση και επιβολή των αποφάσεων που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν τμήμα.
7.
Για τους σκοπούς του άρθρου 1 της σύμβασης της Νέας Υόρκης του 1958, οι οριστικές αποφάσεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν τμήμα θεωρούνται διαιτητικές αποφάσεις που συνδέονται με απαιτήσεις οι οποίες απορρέουν από εμπορική σχέση ή συναλλαγή.
8.
Προς αποφυγή τυχόν αμφιβολιών και με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 στοιχείο β), διευκρινίζεται ότι, αν έχει υποβληθεί προσφυγή για την επίλυση διαφοράς σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο α) του άρθρου 3.33 (Υποβολή προσφυγής), οριστική απόφαση που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το παρόν τμήμα θεωρείται ότι αποτελεί διαιτητική απόφαση βάσει του τμήματος 6 του κεφαλαίου IV της σύμβασης ICSID.
ΑΡΘΡΟ 3.58
Ρόλος των Μερών της Συμφωνίας
1.
Τα Μέρη δεν παρέχουν διπλωματική προστασία ούτε εγείρουν αξιώσεις σε διεθνές επίπεδο σε σχέση με διαφορά που έχει υποβληθεί σε διαδικασία επίλυσης βάσει του παρόντος τμήματος, εκτός αν το άλλο Μέρος δεν έχει τηρήσει την απόφαση που εκδόθηκε σχετικά με την εν λόγω διαφορά και δεν έχει συμμορφωθεί με αυτήν. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η διπλωματική προστασία δεν συμπεριλαμβάνει τις άτυπες διπλωματικές επαφές που πραγματοποιούνται με αποκλειστικό σκοπό τη διευκόλυνση της διευθέτησης της διαφοράς.
2.
Η παράγραφος 1 δεν αποκλείει τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς βάσει του τμήματος Α (Επίλυση διαφορών μεταξύ των Μερών) σε σχέση με μέτρο γενικής εφαρμογής, αν το εν λόγω μέτρο υποστηρίζεται ότι παραβίασε την παρούσα Συμφωνία και έχει κινηθεί για αυτό διαδικασία επίλυσης διαφοράς σε σχέση με συγκεκριμένη επένδυση σύμφωνα με το άρθρο 3.33 (Υποβολή προσφυγής). Η διάταξη αυτή δεν θίγει τις διατάξεις του άρθρου 3.51 (Το μη διάδικο Μέρος) ή του άρθρου 5 των κανόνων της UNCITRAL περί διαφάνειας.
ΑΡΘΡΟ 3.59
Συνεκδίκαση
1.
Στην περίπτωση που δύο ή περισσότερες προσφυγές οι οποίες έχουν υποβληθεί βάσει του παρόντος τμήματος εγείρουν ένα κοινό νομικό ή πραγματικό ζήτημα και απορρέουν από τα ίδια γεγονότα και περιστάσεις, ο καθού μπορεί να υποβάλει στον πρόεδρο του δικαστηρίου αίτημα συνεκδίκασης των εν λόγω προσφυγών ή μέρους αυτών. Το αίτημα παραθέτει:
α)
τα ονόματα και τις διευθύνσεις των διάδικων μερών στις προσφυγές των οποίων ζητείται η συνεκδίκαση·
β)
την έκταση της ζητούμενης συνεκδίκασης· και
γ)
τους λόγους του αιτήματος.
Ο καθού κοινοποιεί το αίτημα σε κάθε προσφεύγοντα σε προσφυγή της οποίας τη συνεκδίκαση ζητεί ο καθού.
2.
Αν όλα τα διάδικα μέρη στις προσφυγές των οποίων ζητείται η συνεκδίκαση συμφωνούν στη συνεκδίκαση των προσφυγών, τα διάδικα μέρη υποβάλλουν κοινό αίτημα στον πρόεδρο του δικαστηρίου σύμφωνα με την παράγραφο 1. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου, μετά την παραλαβή του εν λόγω κοινού αιτήματος, συγκροτεί νέο τμήμα του δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 3.38 (Δικαστήριο) (εφεξής: «τμήμα συνεκδίκασης»), το οποίο έχει δικαιοδοσία επί του συνόλου ή μέρους των προσφυγών τις οποίες αφορά το κοινό αίτημα συνεκδίκασης.
3.
Αν τα διάδικα μέρη που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεν έχουν καταλήξει σε συμφωνία σχετικά με τη συνεκδίκαση εντός 30 ημερών από την παραλαβή του αιτήματος συνεκδίκασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 από τον προσφεύγοντα που το παρέλαβε τελευταίος, ο πρόεδρος του δικαστηρίου συγκροτεί τμήμα συνεκδίκασης σύμφωνα με το άρθρο 3.38 (Δικαστήριο). Το τμήμα συνεκδίκασης ασκεί δικαιοδοσία επί του συνόλου ή μέρους των προσφυγών αν, αφού λάβει υπόψη τις απόψεις των διάδικων μερών, κρίνει ότι αυτό θα συμβάλει στη δίκαιη και αποδοτική εκδίκαση των προσφυγών, λαμβανομένου υπόψη και του στόχου έκδοσης συνεπών μεταξύ τους αποφάσεων.
4.
Το τμήμα συνεκδίκασης διεξάγει την ενώπιόν του διαδικασία σύμφωνα με τους κανόνες περί επίλυσης διαφορών που οι προσφεύγοντες έχουν επιλέξει με συμφωνία τους μεταξύ των αναφερόμενων στην παράγραφο 2 του άρθρου 3.33 (Υποβολή προσφυγής).
5.
Αν οι προσφεύγοντες δεν έχουν συμφωνήσει επί των κανόνων περί επίλυσης διαφορών εντός 30 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος συνεκδίκασης από τον προσφεύγοντα που το παρέλαβε τελευταίος, το τμήμα συνεκδίκασης διεξάγει την ενώπιόν του διαδικασία σύμφωνα με τους κανόνες διαιτησίας της UNCITRAL.
6.
Τα τμήματα του δικαστηρίου που έχουν συγκροτηθεί βάσει του άρθρου 3.38 (Δικαστήριο) απεκδύονται τη δικαιοδοσία τους επί των προσφυγών ή των μερών αυτών επί των οποίων η δικαιοδοσία έχει περιέλθει στο τμήμα συνεκδίκασης και οι διαδικασίες ενώπιον των εν λόγω τμημάτων αναστέλλονται ή αναβάλλονται, ανάλογα με την περίπτωση. Η απόφαση του τμήματος συνεκδίκασης σχετικά με τα μέρη των προσφυγών για τα οποία η δικαιοδοσία έχει περιέλθει στο τμήμα συνεκδίκασης δεσμεύει τα τμήματα που διαθέτουν δικαιοδοσία επί του υπολοίπου των προσφυγών, από την ημερομηνία κατά την οποία η εν λόγω απόφαση καθίσταται οριστική σύμφωνα με το άρθρο 3.55 (Οριστική απόφαση).
7.
Προσφεύγων μπορεί να αποσύρει την προσφυγή του ή το μέρος αυτής που υπόκειται σε συνεκδίκαση από τη διαδικασία επίλυσης διαφορών βάσει του παρόντος άρθρου, και, στην περίπτωση αυτή, η εν λόγω προσφυγή ή το μέρος της δεν μπορεί να επανυποβληθεί βάσει του άρθρου 3.33 (Υποβολή προσφυγής).
8.
Κατόπιν αιτήματος του καθού, το τμήμα συνεκδίκασης, στην ίδια βάση και με τα ίδια αποτελέσματα που ορίζονται στις παραγράφους 3 και 6, μπορεί να αποφασίσει αν θα ασκήσει δικαιοδοσία επί του συνόλου ή μέρους προσφυγής που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 και η οποία έχει υποβληθεί μετά την έναρξη της διαδικασίας συνεκδίκασης.
9.
Κατόπιν αιτήματος ενός από τους προσφεύγοντες, το τμήμα συνεκδίκασης μπορεί να λάβει κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διαφυλάξει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα προστατευόμενων πληροφοριών του εν λόγω προσφεύγοντος έναντι των λοιπών προσφευγόντων. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν τη χορήγηση στους λοιπούς προσφεύγοντες εκδόσεων των εγγράφων που περιέχουν προστατευόμενες πληροφορίες με διαγραμμένες τις εν λόγω πληροφορίες ή ρυθμίσεις για τη διεξαγωγή τμημάτων της ακροαματικής διαδικασίας κεκλεισμένων των θυρών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΘΕΣΜΙΚΕΣ, ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 4.1
Επιτροπή
1.
Τα Μέρη συνιστούν επιτροπή απαρτιζόμενη από εκπροσώπους του Μέρους ΕΕ και εκπροσώπους του Βιετνάμ.
2.
Η επιτροπή συνεδριάζει μία φορά ετησίως, εκτός αν η επιτροπή αποφασίσει διαφορετικά ή, σε περίπτωση επείγοντος, το ζητήσει οποιοδήποτε Μέρος. Οι συνεδριάσεις της επιτροπής διεξάγονται εναλλάξ στην Ένωση και στο Βιετνάμ, εκτός αν τα Μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Την προεδρία της επιτροπής ασκούν από κοινού ο υπουργός Σχεδιασμού και Επενδύσεων του Βιετνάμ και το αρμόδιο για το εμπόριο μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ή οι αντίστοιχοι εκπρόσωποί τους. Η επιτροπή συμφωνεί το χρονοδιάγραμμα των συνεδριάσεών της και ορίζει την ημερήσια διάταξή τους.
3.
Η επιτροπή:
α)
διασφαλίζει την καλή λειτουργία της παρούσας Συμφωνίας·
β)
επιβλέπει και διευκολύνει την υλοποίηση και την εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας και προάγει τους γενικούς της στόχους·
γ)
εξετάζει ζητήματα σχετικά με το παρόν κεφάλαιο τα οποία της έχει παραπέμψει Μέρος·
δ)
εξετάζει τα προβλήματα που τυχόν ανακύπτουν κατά την εφαρμογή του τμήματος Β (Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και Μερών) του κεφαλαίου 3 (Επίλυση διαφορών)·
ε)
εξετάζει δυνητικές βελτιώσεις του τμήματος Β (Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και Μερών) του κεφαλαίου 3 (Επίλυση διαφορών), ιδίως με βάση τις εμπειρίες και τις εξελίξεις σε άλλα διεθνή φόρουμ·
στ)
κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε Μέρους, εξετάζει την εφαρμογή οποιασδήποτε αμοιβαία αποδεκτής λύσης σε διαφορά στο πλαίσιο του τμήματος Β (Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και Μερών) του κεφαλαίου 3 (Επίλυση διαφορών)·
ζ)
εξετάζει τα σχέδια εσωτερικών κανονισμών που έχουν καταρτίσει ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή ο πρόεδρος του εφετείου σύμφωνα με την παράγραφο 10 του άρθρου 3.38 (Δικαστήριο) και την παράγραφο 10 του άρθρου 3.39 (Εφετείο)·
η)
με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου 3 (Επίλυση διαφορών), επιδιώκει την επίλυση των προβλημάτων που τυχόν έχουν προκύψει στους τομείς που καλύπτονται από την παρούσα Συμφωνία και την επίλυση των διαφορών που τυχόν έχουν προκύψει σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας· και
θ)
εξετάζει κάθε άλλο ζήτημα ενδιαφέροντος που αφορά τομείς οι οποίοι καλύπτονται από την παρούσα Συμφωνία.
4.
Η επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της παρούσας Συμφωνίας:
α)
να επικοινωνεί σχετικά με θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας Συμφωνίας με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων του ιδιωτικού τομέα, των κοινωνικών εταίρων και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών·
β)
να εξετάζει και να προτείνει στα Μέρη τροποποιήσεις της παρούσας Συμφωνίας ή, στις περιπτώσεις που προβλέπονται ειδικά στην παρούσα Συμφωνία, να τροποποιεί με απόφασή της διατάξεις της παρούσας Συμφωνίας·
γ)
να εκδίδει ερμηνείες των διατάξεων της παρούσας Συμφωνίας, μεταξύ άλλων σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 3.42 (Εφαρμοστέο δίκαιο και κανόνες ερμηνείας), οι οποίες είναι δεσμευτικές για τα Μέρη και όλα τα όργανα που συνιστώνται βάσει της παρούσας Συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών ομάδων διαιτησίας που αναφέρονται στο τμήμα Α (Επίλυση διαφορών μεταξύ των Μερών) του κεφαλαίου 3 (Επίλυση διαφορών) και των δικαστηρίων που συνιστώνται βάσει του τμήματος Β (Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και Μερών) του κεφαλαίου 3 (Επίλυση διαφορών)·
δ)
να εκδίδει αποφάσεις ή να διατυπώνει συστάσεις κατά τα προβλεπόμενα στην παρούσα Συμφωνία·
ε)
να θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό·
στ)
να προβαίνει σε κάθε άλλη ενέργεια κατά την άσκηση των καθηκόντων της που είναι σύμφωνη με την παρούσα Συμφωνία.
5.
Η επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της παρούσας Συμφωνίας και μετά την εκπλήρωση των αντίστοιχων νομικών απαιτήσεων και διαδικασιών των Μερών:
α)
να εκδίδει αποφάσεις για τον διορισμό των μελών του δικαστηρίου και των μελών του εφετείου σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3.38 (Δικαστήριο) και την παράγραφο 3 του άρθρου 3.39 (Εφετείο)· για την αύξηση ή τη μείωση του αριθμού των μελών του δικαστηρίου και των μελών του εφετείου σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 3.38 (Δικαστήριο) και την παράγραφο 4 του άρθρου 3.39 (Εφετείο)· και για την παύση μέλους του δικαστηρίου ή του εφετείου σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 3.40 (Δεοντολογία)·
β)
να θεσπίζει και στη συνέχεια να τροποποιεί κανόνες για τη συμπλήρωση των εφαρμοστέων κανόνων περί επίλυσης διαφορών όπως προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 3.33 (Υποβολή προσφυγής)· οι εν λόγω κανόνες και οι τροποποιήσεις τους είναι δεσμευτικοί για το δικαστήριο και το εφετείο·
γ)
να εκδώσει απόφαση που θα ορίζει ότι εφαρμόζεται το άρθρο 3 παράγραφος 3 των κανόνων της UNCITRAL περί διαφάνειας αντί της παραγράφου 3 του άρθρου 3.46 (Διαφάνεια της διαδικασίας)·
δ)
να καθορίζει το ποσό της πάγιας αμοιβής που αναφέρεται στην παράγραφο 14 του άρθρου 3.38 (Δικαστήριο) και την παράγραφο 14 του άρθρου 3.39 (Εφετείο), καθώς και των λοιπών αμοιβών και των δαπανών των μελών των τμημάτων του εφετείου και των προέδρων του δικαστηρίου και του εφετείου σύμφωνα με τις παραγράφους 14 και 16 του άρθρου 3.38 (Δικαστήριο) και τις παραγράφους 14 και 16 του άρθρου 3.39 (Εφετείο)·
ε)
να μετατρέψει την πάγια αμοιβή και τις λοιπές αμοιβές και δαπάνες των μελών του δικαστηρίου και του εφετείου σε τακτικό μισθό σύμφωνα με την παράγραφο 17 του άρθρου 3.38 (Δικαστήριο) και την παράγραφο 17 του άρθρου 3.39 (Εφετείο)·
στ)
να εγκρίνει ή να απορρίπτει τα σχέδια εσωτερικού κανονισμού του δικαστηρίου ή του εφετείου σύμφωνα με την παράγραφο 10 του άρθρου 3.38 (Δικαστήριο) και την παράγραφο 10 του άρθρου 3.39 (Εφετείο)·
ζ)
να εκδώσει απόφαση που να καθορίζει τις τυχόν αναγκαίες μεταβατικές ρυθμίσεις σύμφωνα με το άρθρο 3.41 (Πολυμερείς μηχανισμοί επίλυσης διαφορών)· και
η)
να θεσπίζει συμπληρωματικούς κανόνες για τις αμοιβές σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 3.53 (Προσωρινή απόφαση).
ΑΡΘΡΟ 4.2
Διαδικασία λήψης αποφάσεων της επιτροπής
1.
Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρούσα Συμφωνία, η επιτροπή έχει την εξουσία να λαμβάνει αποφάσεις προς τον σκοπό της επίτευξης των στόχων της παρούσας Συμφωνίας. Οι λαμβανόμενες αποφάσεις είναι δεσμευτικές για τα Μέρη, τα οποία λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή τους.
2.
Η επιτροπή μπορεί να διατυπώνει κατάλληλες συστάσεις προς τα Μέρη.
3.
Όλες οι αποφάσεις και οι συστάσεις της επιτροπής εγκρίνονται με κοινή συναίνεση.
ΑΡΘΡΟ 4.3
Τροποποιήσεις
1.
Τα Μέρη μπορούν να επιφέρουν τροποποιήσεις στην παρούσα Συμφωνία. Τροποποίηση τίθεται σε ισχύ αφού τα Μέρη ανταλλάξουν έγγραφες κοινοποιήσεις με τις οποίες βεβαιώνουν ότι έχουν ολοκληρώσει τις αντίστοιχες εφαρμοστέες νομικές διαδικασίες τους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4.9 (Έναρξη ισχύος).
2.
Παρά την παράγραφο 1, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρούσα Συμφωνία, τα Μέρη μπορούν, ενεργούντα στο πλαίσιο της επιτροπής, να επιφέρουν τροποποιήσεις στην παρούσα Συμφωνία με απόφαση της επιτροπής. Η διάταξη αυτή ισχύει με την επιφύλαξη της ολοκλήρωσης των εφαρμοστέων νομικών διαδικασιών κάθε Μέρους.
ΑΡΘΡΟ 4.4
Φορολογία
1.
Καμία διάταξη της παρούσας Συμφωνίας δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις είτε της Ένωσης ή οποιουδήποτε κράτους μέλους της είτε του Βιετνάμ βάσει οποιασδήποτε φορολογικής σύμβασης μεταξύ οποιουδήποτε κράτους μέλους της Ένωσης και του Βιετνάμ. Σε περίπτωση οποιασδήποτε ασυμφωνίας ανάμεσα στην παρούσα Συμφωνία και οποιαδήποτε φορολογική σύμβαση, η εν λόγω φορολογική σύμβαση υπερισχύει στον βαθμό που υφίσταται η ασυμφωνία.
2.
Καμία διάταξη της παρούσας Συμφωνίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως απαγορεύουσα στα Μέρη να μεταχειρίζονται, κατά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της φορολογικής τους νομοθεσίας, διαφορετικά φορολογουμένους που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, ιδίως όσον αφορά τον τόπο διαμονής τους ή τον τόπο όπου έχουν επενδύσει τα κεφάλαιά τους.
3.
Καμία διάταξη της παρούσας Συμφωνίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως απαγορεύουσα τη θέσπιση ή την εφαρμογή οποιουδήποτε μέτρου που στοχεύει στην πρόληψη της φοροαποφυγής ή της φοροδιαφυγής σύμφωνα με τις φορολογικές διατάξεις σύμβασης για την αποφυγή της διπλής φορολόγησης, άλλης φορολογικής ρύθμισης ή της εσωτερικής φορολογικής νομοθεσίας.
ΑΡΘΡΟ 4.5
Μέτρα προληπτικής εποπτείας
1.
Καμία διάταξη της παρούσας Συμφωνίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως απαγορεύουσα σε Μέρος τη θέσπιση ή τη διατήρηση μέτρων που επιδιώκουν σκοπούς προληπτικής εποπτείας, όπως:
α)
την προστασία των επενδυτών, των καταθετών, των κατόχων ασφαλιστήριων συμβολαίων ή των προσώπων έναντι των οποίων πάροχος χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών υπέχει καθήκον καταπιστευματοδόχου· ή
β)
τη διαφύλαξη της ακεραιότητας και της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος Μέρους.
2.
Τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν είναι περισσότερο επαχθή από όσο απαιτείται για την επίτευξη του σκοπού τους.
3.
Καμία διάταξη της παρούσας Συμφωνίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως επιβάλλουσα σε Μέρος την υποχρέωση να γνωστοποιεί πληροφορίες σχετικά με τις υποθέσεις και τους λογαριασμούς μεμονωμένων καταναλωτών ή οποιεσδήποτε εμπιστευτικές ή ιδιόκτητες πληροφορίες που κατέχουν δημόσιοι φορείς.
ΑΡΘΡΟ 4.6
Γενικές εξαιρέσεις
Υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω μέτρα δεν εφαρμόζονται κατά τρόπο ώστε να συνιστούν μέσο αυθαίρετης ή αδικαιολόγητης διακριτικής μεταχείρισης μεταξύ χωρών στις οποίες επικρατούν παρόμοιες συνθήκες ή συγκαλυμμένο περιορισμό των καλυπτόμενων επενδύσεων, καμία διάταξη των άρθρων 2.3 (Εθνική μεταχείριση) και 2.4 (Μεταχείριση του μάλλον ευνοουμένου κράτους) δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως απαγορεύουσα σε οποιοδήποτε Μέρος τη θέσπιση ή την εφαρμογή μέτρων τα οποία:
α)
είναι αναγκαία για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας ή των χρηστών ηθών ή για την τήρηση της δημόσιας τάξης·
β)
είναι αναγκαία για την προστασία της ζωής ή της υγείας των ανθρώπων, των ζώων ή των φυτών·
γ)
αφορούν τη διατήρηση εξαντλήσιμων φυσικών πόρων, αν τα εν λόγω μέτρα εφαρμόζονται σε συνδυασμό με περιορισμούς επί των εγχώριων επενδυτών ή επί της εγχώριας προσφοράς ή κατανάλωσης υπηρεσιών·
δ)
είναι αναγκαία για την προστασία εθνικών θησαυρών με καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία·
ε)
είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις οι οποίες δεν είναι ασύμβατες με τα άρθρα 2.3 (Εθνική μεταχείριση) και 2.4 (Μεταχείριση του μάλλον ευνοουμένου κράτους), συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν:
i)
την πρόληψη παραπλανητικών πρακτικών και πρακτικών που συνιστούν απάτη ή την αντιμετώπιση των συνεπειών της αθέτησης συμβάσεων·
ii)
την προστασία της ιδιωτικής ζωής των φυσικών προσώπων σε σχέση με την επεξεργασία και τη διάδοση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και την προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα ατομικών στοιχείων και λογαριασμών· ή
iii)
την ασφάλεια·
ή
στ)
δεν συνάδουν με την παράγραφο 1 του άρθρου 2.3 (Εθνική μεταχείριση), υπό την προϋπόθεση ότι η διαφορά στη μεταχείριση αποσκοπεί στη διασφάλιση της δίκαιης ή της αποτελεσματικής επιβολής ή είσπραξης άμεσων φόρων όσον αφορά οικονομικές δραστηριότητες ή επενδυτές του άλλου Μέρους.
ΑΡΘΡΟ 4.7
Ειδικές εξαιρέσεις
Καμία διάταξη του κεφαλαίου 2 (Προστασία των επενδύσεων) δεν εφαρμόζεται στα μη εισάγοντα διακρίσεις μέτρα γενικής εφαρμογής που λαμβάνονται από οποιονδήποτε δημόσιο φορέα που ασκεί νομισματική πολιτική ή συναλλαγματική πολιτική. Το παρόν άρθρο δεν θίγει τις υποχρεώσεις των Μερών βάσει του άρθρου 2.8 (Μεταφορά).
ΑΡΘΡΟ 4.8
Εξαιρέσεις για λόγους ασφάλειας
Καμία διάταξη της παρούσας Συμφωνίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως:
α)
επιβάλλουσα σε Μέρος την υποχρέωση να παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία της οποίας την αποκάλυψη θεωρεί ως αντιβαίνουσα στα θεμελιώδη συμφέροντα ασφαλείας του·
β)
απαγορεύουσα σε Μέρος τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου το οποίο θεωρεί απαραίτητο για την προστασία των θεμελιωδών συμφερόντων ασφαλείας του και το οποίο:
i)
συνδέεται με την παραγωγή ή το εμπόριο όπλων, πυρομαχικών και πολεμικών υλικών, και σχετίζεται με τη διακίνηση άλλων εμπορευμάτων και υλών και με οικονομικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται άμεσα ή έμμεσα με σκοπό τον εφοδιασμό στρατιωτικών εγκαταστάσεων·
ii)
σχετίζεται με την παροχή υπηρεσιών που αποσκοπούν άμεσα ή έμμεσα στον εφοδιασμό στρατιωτικών εγκαταστάσεων·
iii)
σχετίζεται με σχάσιμα ή συντήξιμα υλικά ή τα υλικά από τα οποία αυτά παράγονται· ή
iv)
λαμβάνεται σε καιρό πολέμου ή άλλης έκτακτης κατάστασης στις διεθνείς σχέσεις·
γ)
απαγορεύουσα σε Μέρος τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου το οποίο λαμβάνεται σε εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εν λόγω Μέρους που απορρέουν από τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που υπογράφηκε στο Σαν Φρανσίσκο στις 26 Ιουνίου 1945, με σκοπό τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας.
ΑΡΘΡΟ 4.9
Εφαρμογή νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων
Καμία διάταξη του άρθρου 2.8 (Μεταφορά) δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως απαγορεύουσα σε Μέρος να εφαρμόζει, με τρόπο δίκαιο, που δεν εισάγει διακρίσεις και που δεν συνιστά συγκαλυμμένο περιορισμό των επενδύσεων, τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις του σχετικά με:
α)
την πτώχευση, την αφερεγγυότητα, την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών, την προστασία των δικαιωμάτων των πιστωτών ή την προληπτική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων·
β)
την έκδοση, την εμπορία ή τη διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικών μέσων·
γ)
τη χρηματοοικονομική πληροφόρηση ή την τήρηση αρχείων μεταφορών, όταν αυτό είναι αναγκαίο για τη διευκόλυνση των αρχών επιβολής του νόμου ή των χρηματοπιστωτικών ρυθμιστικών αρχών·
δ)
τις εγκληματικές ή αξιόποινες πράξεις, τις παραπλανητικές πρακτικές ή τις πρακτικές που συνιστούν απάτη·
ε)
τη διασφάλιση της εφαρμογής αποφάσεων που εκδίδονται στο πλαίσιο διαδικασιών επίλυσης διαφορών· ή
στ)
προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης, κρατικά συνταξιοδοτικά προγράμματα ή υποχρεωτικά προγράμματα αποταμίευσης.
ΑΡΘΡΟ 4.10
Προσωρινά μέτρα διασφάλισης
Σε εξαιρετικές περιστάσεις σοβαρών δυσχερειών για τη λειτουργία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης της Ένωσης ή, στην περίπτωση του Βιετνάμ, για τη λειτουργία της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής, ή απειλής τέτοιων δυσχερειών, το οικείο Μέρος μπορεί να λαμβάνει μέτρα διασφάλισης σε σχέση με τις μεταφορές, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω μέτρα είναι απολύτως αναγκαία και δεν υπερβαίνουν σε διάρκεια το ένα έτος.
ΑΡΘΡΟ 4.11
Περιορισμοί σε περίπτωση δυσχερειών ως προς το ισοζύγιο πληρωμών ή την εξωτερική χρηματοδότηση
1.
Αν ένα Μέρος αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες ως προς το ισοζύγιο πληρωμών ή την εξωτερική χρηματοδότησή του, ή απειλή τέτοιων δυσχερειών, μπορεί να θεσπίζει ή να διατηρεί μέτρα διασφάλισης σε σχέση με τις μεταφορές τα οποία:
α)
δεν εισάγουν διακρίσεις σε σύγκριση με τρίτες χώρες σε παρεμφερείς καταστάσεις·
β)
δεν υπερβαίνουν το μέτρο που είναι αναγκαίο για την αποκατάσταση των δυσχερειών ως προς το ισοζύγιο πληρωμών ή την εξωτερική χρηματοδότηση·
γ)
συνάδουν, κατά περίπτωση, με τα άρθρα της Συμφωνίας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου·
δ)
δεν επιφέρουν αδικαιολόγητη βλάβη στα εμπορικά, οικονομικά και χρηματοπιστωτικά συμφέροντα του άλλου Μέρους· και
ε)
είναι προσωρινά και καταργούνται σταδιακά καθόσον βελτιώνεται η κατάσταση.
2.
Μέρος που έχει θεσπίσει ή διατηρήσει μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 τα κοινοποιεί αμέσως στο άλλο Μέρος και υποβάλλει, το συντομότερο δυνατόν, χρονοδιάγραμμα για την κατάργησή τους.
3.
Σε περίπτωση θέσπισης ή διατήρησης περιορισμών βάσει της παραγράφου 1, πραγματοποιούνται αμέσως διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της επιτροπής, εκτός αν πραγματοποιούνται διαβουλεύσεις στο πλαίσιο άλλων φόρουμ. Κατά τις διαβουλεύσεις αξιολογούνται οι δυσχέρειες ως προς το ισοζύγιο πληρωμών ή την εξωτερική χρηματοδότηση που οδήγησαν στη λήψη των σχετικών μέτρων, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, παραγόντων όπως οι ακόλουθοι:
α)
η φύση και η έκταση των δυσχερειών·
β)
το εξωτερικό οικονομικό και εμπορικό περιβάλλον· ή
γ)
τα εναλλακτικά διορθωτικά μέτρα που τυχόν είναι δυνατόν να ληφθούν.
Κατά τις διαβουλεύσεις εξετάζεται η συμμόρφωση των περιοριστικών μέτρων με τις διατάξεις της παραγράφου 1. Όλα τα σχετικά πορίσματα στατιστικής ή πραγματολογικής φύσης που παρουσιάζονται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο γίνονται δεκτά και τα συμπεράσματα λαμβάνουν υπόψη την αξιολόγηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την κατάσταση του ισοζυγίου πληρωμών και της εξωτερικής χρηματοδότησης του οικείου Μέρους.
ΑΡΘΡΟ 4.12
Κοινοποίηση πληροφοριών
1.
Καμία διάταξη της παρούσας Συμφωνίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως επιβάλλουσα σε Μέρος την υποχρέωση να κοινοποιήσει εμπιστευτικές πληροφορίες των οποίων η κοινοποίηση θα δυσχέραινε την επιβολή του νόμου ή θα αντέβαινε άλλως στο δημόσιο συμφέρον, ή θα έθιγε τα εύλογα εμπορικά συμφέροντα συγκεκριμένων επιχειρήσεων, δημόσιων ή ιδιωτικών, με την εξαίρεση της περίπτωσης που ειδική ομάδα διαιτησίας ζητεί εμπιστευτικές πληροφορίες στο πλαίσιο διαδικασίας επίλυσης διαφορών βάσει του τμήματος Α (Επίλυση διαφορών μεταξύ των Μερών) του κεφαλαίου 3 (Επίλυση διαφορών). Στις περιπτώσεις αυτές, η ειδική ομάδα διασφαλίζει την πλήρη προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών.
2.
Όταν Μέρος υποβάλλει στην επιτροπή πληροφορίες οι οποίες θεωρούνται εμπιστευτικές σύμφωνα με τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις του, το άλλο Μέρος μεταχειρίζεται τις εν λόγω πληροφορίες ως εμπιστευτικές, εκτός αν το Μέρος που τις υπέβαλε συμφωνήσει διαφορετικά.
ΑΡΘΡΟ 4.13
Έναρξη ισχύος
1.
Η παρούσα Συμφωνία εγκρίνεται από τα Μέρη σύμφωνα με τις αντίστοιχες εφαρμοστέες νομικές διαδικασίες τους.
2.
Η παρούσα Συμφωνία αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα μετά την ημερομηνία κατά την οποία τα Μέρη θα έχουν κοινοποιήσει το ένα στο άλλο την ολοκλήρωση των εφαρμοστέων νομικών διαδικασιών τους για την έναρξη ισχύος της παρούσας Συμφωνίας. Τα Μέρη μπορούν να συμφωνήσουν άλλη ημερομηνία έναρξης της ισχύος.
3.
Οι κοινοποιήσεις αποστέλλονται στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο Υπουργείο Εξωτερικών του Βιετνάμ.
4.
Η παρούσα Συμφωνία μπορεί να τεθεί σε προσωρινή εφαρμογή με συμφωνία των Μερών. Στην περίπτωση αυτή, η Συμφωνία εφαρμόζεται από την πρώτη ημέρα του μήνα μετά την ημερομηνία κατά την οποία η Ένωση και το Βιετνάμ θα έχουν κοινοποιήσει αμοιβαία την ολοκλήρωση των εφαρμοστέων νομικών διαδικασιών τους για την προσωρινή εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας. Τα Μέρη μπορούν να συμφωνήσουν άλλη ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής.
5.
Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η προσωρινή εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της παρούσας Συμφωνίας, το Μέρος το οποίο δεν μπορεί να προβεί στην εν λόγω προσωρινή εφαρμογή κοινοποιεί στο άλλο Μέρος τις διατάξεις των οποίων η προσωρινή εφαρμογή δεν είναι δυνατή. Παρά την παράγραφο 4, υπό την προϋπόθεση ότι το άλλο Μέρος έχει ολοκληρώσει τις εφαρμοστέες νομικές διαδικασίες για την προσωρινή εφαρμογή και δεν έχει αντιταχθεί στην προσωρινή εφαρμογή εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση της αδυναμίας προσωρινής εφαρμογής ορισμένων διατάξεων, οι διατάξεις της παρούσας Συμφωνίας οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στην κοινοποίηση εφαρμόζονται προσωρινά από την πρώτη ημέρα του μήνα μετά την κοινοποίηση.
6.
Κάθε Μέρος μπορεί να καταγγείλει την προσωρινή εφαρμογή με έγγραφη κοινοποίηση στο άλλο Μέρος. Η εν λόγω καταγγελία παράγει αποτελέσματα την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα μετά την κοινοποίηση.
7.
Σε περίπτωση προσωρινής εφαρμογής της παρούσας Συμφωνίας ή ορισμένων διατάξεων αυτής, η φράση «έναρξη ισχύος της παρούσας Συμφωνίας» σημαίνει την ημερομηνία προσωρινής εφαρμογής. Η επιτροπή και τα λοιπά όργανα που συνιστώνται βάσει της παρούσας Συμφωνίας μπορούν να ασκούν τα καθήκοντά τους κατά την προσωρινή εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας. Οι αποφάσεις που τυχόν θα εκδοθούν στο πλαίσιο της άσκησης αυτών των καθηκόντων θα παύσουν να ισχύουν μόνο αν η προσωρινή εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας καταγγελθεί και η παρούσα Συμφωνία δεν τεθεί σε ισχύ.
ΑΡΘΡΟ 4.14
Διάρκεια ισχύος
1.
Η παρούσα Συμφωνία είναι αόριστης διάρκειας.
2.
Η Ένωση ή το Βιετνάμ μπορεί να κοινοποιήσει εγγράφως στο άλλο Μέρος την επιθυμία της/του να καταγγείλει την παρούσα Συμφωνία. Η εν λόγω καταγγελία παράγει αποτελέσματα με το πέρας του έκτου μήνα μετά την κοινοποίηση.
ΑΡΘΡΟ 4.15
Καταγγελία
Σε περίπτωση καταγγελίας της παρούσας Συμφωνίας σύμφωνα με το άρθρο 4.10 (Διάρκεια ισχύος), οι διατάξεις του κεφαλαίου 1 (Στόχοι και γενικοί ορισμοί), των άρθρων 2.1 (Πεδίο εφαρμογής), 2.2 (Επενδυτικά και ρυθμιστικά μέτρα και στόχοι) και 2.5 (Μεταχείριση των επενδύσεων) έως 2.9 (Υποκατάσταση), οι σχετικές διατάξεις του κεφαλαίου 4 και οι διατάξεις του τμήματος B (Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και Μερών) του κεφαλαίου 3 (Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και Μερών) θα εξακολουθήσουν να ισχύουν για περαιτέρω διάστημα 15 ετών από την ημερομηνία της καταγγελίας όσον αφορά τις επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν πριν από την ημερομηνία καταγγελίας της παρούσας Συμφωνίας, εκτός αν τα Μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται αν η προσωρινή εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας καταγγελθεί και η παρούσα Συμφωνία δεν τεθεί σε ισχύ.
ΑΡΘΡΟ 4.16
Εκπλήρωση υποχρεώσεων
1.
Τα Μέρη λαμβάνουν όλα τα γενικά ή ειδικά μέτρα που απαιτούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους βάσει της παρούσας Συμφωνίας. Τα Μέρη διασφαλίζουν την επίτευξη των στόχων της παρούσας Συμφωνίας.
2.
Αν ένα Μέρος θεωρεί ότι το άλλο Μέρος έχει διαπράξει ουσιώδη παραβίαση της συμφωνίας εταιρικής σχέσης και συνεργασίας, μπορεί να λάβει κατάλληλα μέτρα σε σχέση με την παρούσα Συμφωνία σύμφωνα με το άρθρο 57 της συμφωνίας εταιρικής σχέσης και συνεργασίας.
ΑΡΘΡΟ 4.17
Πρόσωπα που ασκούν κρατικές αρμοδιότητες κατ’ εξουσιοδότηση
Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στην παρούσα Συμφωνία, κάθε Μέρος διασφαλίζει ότι κάθε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων στις οποίες έχουν χορηγηθεί ειδικά δικαιώματα ή προνόμια και των ορισθέντων μονοπωλίων, στο οποίο έχουν ανατεθεί από Μέρος ρυθμιστικές, διοικητικές ή άλλες κρατικές αρμοδιότητες σε οποιοδήποτε επίπεδο διακυβέρνησης, όπως προβλέπεται από την εσωτερική νομοθεσία του εν λόγω Μέρους, ενεργεί κατά την άσκηση των εν λόγω αρμοδιοτήτων με τρόπο που συνάδει με τις υποχρεώσεις του οικείου Μέρους που καθορίζονται βάσει της παρούσας Συμφωνίας.
ΑΡΘΡΟ 4.18
Απουσία άμεσου αποτελέσματος
Καμία διάταξη της παρούσας Συμφωνίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως απονέμουσα δικαιώματα ή επιβάλλουσα υποχρεώσεις σε πρόσωπα, πλην εκείνων που δημιουργούνται μεταξύ των Μερών βάσει του δημόσιου διεθνούς δικαίου. Το Βιετνάμ μπορεί να ορίζει διαφορετικά βάσει του εσωτερικού του δικαίου.
ΑΡΘΡΟ 4.19
Παραρτήματα
Τα παραρτήματα της παρούσας Συμφωνίας αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της.
ΑΡΘΡΟ 4.20
Σχέσεις με άλλες συμφωνίες
1.
Εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στην παρούσα Συμφωνία, η παρούσα Συμφωνία δεν υπερισχύει των προηγούμενων συμφωνιών μεταξύ της Ένωσης ή των κρατών μελών της και του Βιετνάμ ούτε τις καταργεί.
2.
Η παρούσα Συμφωνία αποτελεί τμήμα των συνολικών σχέσεων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και του Βιετνάμ, αφετέρου, όπως προβλέπεται στη συμφωνία εταιρικής σχέσης και συνεργασίας, και συνιστά τμήμα του κοινού θεσμικού πλαισίου.
3.
Καμία διάταξη της παρούσας Συμφωνίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως επιβάλλουσα σε Μέρος την υποχρέωση να ενεργεί κατά τρόπο ασύμβατο με τις υποχρεώσεις του βάσει της συμφωνίας του Μαρακές για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, η οποία υπογράφηκε στο Μαρακές στις 15 Απριλίου 1994.
4.
Με την έναρξη ισχύος της παρούσας Συμφωνίας, οι συμφωνίες μεταξύ κρατών μελών της Ένωσης και του Βιετνάμ που παρατίθενται στο παράρτημα 6 (Κατάλογος επενδυτικών συμφωνιών), συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές, παύουν να ισχύουν και αντικαθίστανται από την παρούσα Συμφωνία και υποτάσσονται σε αυτήν.
5.
Σε περίπτωση προσωρινής εφαρμογής σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 4.13 (Έναρξη ισχύος), η εφαρμογή των διατάξεων των συμφωνιών που παρατίθενται στο παράρτημα 6 (Κατάλογος επενδυτικών συμφωνιών), καθώς και των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές, αναστέλλεται από την ημερομηνία της προσωρινής εφαρμογής. Σε περίπτωση που η προσωρινή εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας καταγγελθεί και η παρούσα Συμφωνία δεν τεθεί σε ισχύ, η αναστολή θα παύσει και οι συμφωνίες που παρατίθενται στο παράρτημα 6 (Κατάλογος επενδυτικών συμφωνιών) θα τεθούν εκ νέου σε ισχύ.
6.
Παρά τις παραγράφους 4 και 5, μπορεί να υποβληθεί προσφυγή βάσει συμφωνίας από τις παρατιθέμενες στο παράρτημα 6 (Κατάλογος επενδυτικών συμφωνιών), σύμφωνα με τους κανόνες και τις διαδικασίες που προβλέπονται στη συμφωνία αυτή, υπό τις εξής προϋποθέσεις:
α)
η προσφυγή αφορά εικαζόμενη παραβίαση της εν λόγω συμφωνίας η οποία έλαβε χώρα πριν από την ημερομηνία αναστολής της εφαρμογής της συμφωνίας σύμφωνα με την παράγραφο 5 ή, αν η εφαρμογή της συμφωνίας δεν έχει ανασταλεί σύμφωνα με την παράγραφο 5, πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας Συμφωνίας· και
β)
δεν έχουν παρέλθει περισσότερα από τρία έτη από την ημερομηνία αναστολής της εφαρμογής της συμφωνίας σύμφωνα με την παράγραφο 5 ή, αν η εφαρμογή της συμφωνίας δεν έχει ανασταλεί σύμφωνα με την παράγραφο 5, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας Συμφωνίας έως την ημερομηνία υποβολής της προσφυγής.
7.
Παρά τις παραγράφους 4 και 5, αν η προσωρινή εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας καταγγελθεί και η παρούσα Συμφωνία δεν τεθεί σε ισχύ, μπορεί να υποβληθεί προσφυγή βάσει της παρούσας Συμφωνίας, σύμφωνα με τους κανόνες και τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παρούσα Συμφωνία, υπό τις εξής προϋποθέσεις:
α)
η προσφυγή αφορά εικαζόμενη παραβίαση της παρούσας Συμφωνίας η οποία έλαβε χώρα κατά το διάστημα της προσωρινής εφαρμογής της παρούσας Συμφωνίας· και
β)
δεν έχουν παρέλθει περισσότερα από τρία έτη από την ημερομηνία καταγγελίας της προσωρινής εφαρμογής έως την ημερομηνία υποβολής της προσφυγής.
8.
Προς αποφυγή τυχόν αμφιβολιών, διευκρινίζεται ότι καμία προσφυγή δεν μπορεί να υποβληθεί βάσει της παρούσας Συμφωνίας και σύμφωνα με τους κανόνες και τις διαδικασίες που καθορίζονται σε αυτήν, αν η προσφυγή αφορά εικαζόμενη παραβίαση της παρούσας Συμφωνίας η οποία έλαβε χώρα πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας Συμφωνίας ή, σε περίπτωση προσωρινής εφαρμογής της παρούσας Συμφωνίας, πριν από την ημερομηνία της προσωρινής εφαρμογής.
9.
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, δεν εφαρμόζεται ο ορισμός της «έναρξης ισχύος της παρούσας Συμφωνίας» που προβλέπεται στην παράγραφο 7 του άρθρου 4.13 (Έναρξη ισχύος).
ΑΡΘΡΟ 4.21
Μελλοντικές προσχωρήσεις στην Ένωση
1.
Η Ένωση ενημερώνει το Βιετνάμ για κάθε αίτημα τρίτης χώρας να προσχωρήσει στην Ένωση.
2.
Κατά τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ένωσης και της υποψήφιας χώρας που ζητεί να προσχωρήσει στην Ένωση, η Ένωση καταβάλλει προσπάθεια:
α)
να παρέχει, κατόπιν αιτήματος του Βιετνάμ και στο μέτρο του δυνατού, πληροφορίες σχετικά με οποιοδήποτε ζήτημα το οποίο καλύπτεται από την παρούσα Συμφωνία· και
β)
να λαμβάνει υπόψη τις ανησυχίες που εκφράζει το Βιετνάμ.
3.
Η Ένωση ενημερώνει το Βιετνάμ για την έναρξη ισχύος κάθε προσχώρησης στην Ένωση.
4.
Η επιτροπή εξετάζει, σε επαρκή χρόνο πριν από την ημερομηνία προσχώρησης τρίτης χώρας στην Ένωση, τα αποτελέσματα που μπορεί να έχει η προσχώρηση στην παρούσα Συμφωνία.
5.
Κάθε νέο κράτος μέλος της Ένωσης προσχωρεί στην παρούσα Συμφωνία από την ημερομηνία της προσχώρησής του στην Ένωση, μέσω σχετικής ρήτρας που περιλαμβάνεται στην πράξη προσχώρησης στην Ένωση. Αν η πράξη προσχώρησης στην Ένωση δεν προβλέπει την αυτόματη προσχώρηση του κράτους μέλους της Ένωσης στην παρούσα Συμφωνία, το οικείο κράτος μέλος της Ένωσης προσχωρεί στην παρούσα Συμφωνία μέσω της κατάθεσης πράξης προσχώρησης στην παρούσα Συμφωνία στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ένωσης και στο Υπουργείο Εξωτερικών του Βιετνάμ ή στους αντίστοιχους διαδόχους τους. Τα Μέρη μπορούν, μέσω απόφασης της επιτροπής, να θεσπίζουν τυχόν αναγκαίες προσαρμογές ή μεταβατικές ρυθμίσεις.
ΑΡΘΡΟ 4.22
Εδαφική εφαρμογή
Η παρούσα Συμφωνία εφαρμόζεται:
α)
όσον αφορά το Μέρος ΕΕ, στα εδάφη στα οποία εφαρμόζονται η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπό τους όρους που προβλέπονται στις εν λόγω Συνθήκες· και
β)
όσον αφορά το Βιετνάμ, στο έδαφός του.
Οι αναφορές στην παρούσα Συμφωνία στον όρο «έδαφος» νοούνται με την έννοια αυτή, εκτός αν ρητά ορίζεται διαφορετικά.
ΑΡΘΡΟ 4.23
Αυθεντικά κείμενα
Η παρούσα Συμφωνία συντάσσεται σε δύο αντίτυπα στην αγγλική, τη βουλγαρική, τη γαλλική, τη γερμανική, τη δανική, την ελληνική, την εσθονική, την ισπανική, την ιταλική, την κροατική, τη λετονική, τη λιθουανική, τη μαλτέζικη, την ολλανδική, την ουγγρική, την πολωνική, την πορτογαλική, τη ρουμανική, τη σλοβακική, τη σλοβενική, τη σουηδική, την τσεχική, τη φινλανδική και τη βιετναμέζικη γλώσσα, και όλα τα εν λόγω κείμενα είναι εξίσου αυθεντικά.