Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52018DC0857

    ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία

    COM/2018/857 final

    Βρυξέλλες, 18.12.2018

    COM(2018) 857 final

    ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

    σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία


    1.Εισαγωγή

    1.1.Ιστορικό

    Η οδηγία 2010/64/ΕΕ σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία 1 («η οδηγία») συνιστά την πρώτη νομική πράξη που θεσπίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 82 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2 (ΣΛΕΕ). Το άρθρο 82 παράγραφος 2 παρέχει τη νομική βάση για τη θέσπιση, μέσω οδηγιών, ελάχιστων κανόνων σχετικά με «τα δικαιώματα των προσώπων στην ποινική διαδικασία».

    Με την πρόβλεψη κοινών ελάχιστων προτύπων για τα δικονομικά δικαιώματα κατά την ποινική διαδικασία, η οδηγία συμβάλλει στον γενικό στόχο της αύξησης της αμοιβαίας εμπιστοσύνης βελτιώνοντας την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, του ακρογωνιαίου λίθου του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης της ΕΕ. Συμβάλλει στην ενίσχυση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης καθιστώντας δυνατή τη συνεπέστερη εφαρμογή ορισμένων πτυχών του δικαιώματος αμερόληπτου δικαστηρίου όπως ορίζεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης 3 καθώς και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

    Η οδηγία είναι το πρώτο μέτρο που ελήφθη στο πλαίσιο του οδικού χάρτη για την ενίσχυση των δικονομικών δικαιωμάτων των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες που εγκρίθηκε το 2009 (μέτρο Α) 4 . Μετά την έκδοση της οδηγίας διεξήχθησαν περαιτέρω εργασίες για τα δικονομικά δικαιώματα σε επίπεδο ΕΕ. Μέχρι σήμερα η ΕΕ έχει προβεί στην έκδοση άλλων πέντε οδηγιών σχετικά με:

    1.το δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με τα δικαιώματα και τις κατηγορίες και το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο της υπόθεσης 5 ·

    2.το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο και επικοινωνίας με τρίτους κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας 6 ·

    3.την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου της αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του 7 ·

    4.δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά 8 · και

    5.τη δικαστική αρωγή 9 .

    1.2.Σκοπός και κύρια στοιχεία της οδηγίας

    Η οδηγία παρέχει τη δυνατότητα πρακτικής εφαρμογής του δικαιώματος στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης, το οποίο περιλαμβάνει το δικαίωμα των υπόπτων και των κατηγορουμένων σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία 10 .

    Η οδηγία προβλέπει γενικό δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία, από τη στιγμή που το πρόσωπο ενημερώνεται από τις αρμόδιες αρχές ότι θεωρείται ύποπτο ή κατηγορείται για την τέλεση αξιόποινης πράξης μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας.

    Το άρθρο 2 ορίζει το δικαίωμα σε διερμηνεία κατά την ποινική διαδικασία και απαιτεί από τα κράτη μέλη να παρέχουν, χωρίς καθυστέρηση, διερμηνέα όχι μόνο κατά τη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας και των διαδικασιών εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αλλά και για την επικοινωνία μεταξύ των υπόπτων ή κατηγορουμένων και των συνηγόρων τους.

    Το άρθρο 3 θεσπίζει το δικαίωμα σε μετάφραση κατά τη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας και των διαδικασιών εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και απαιτεί από τα κράτη μέλη να παρέχουν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος γραπτή μετάφραση όλων των εγγράφων που είναι ουσιώδη για την άσκηση του δικαιώματος υπεράσπισης.

    1.3.Πεδίο που καλύπτει η έκθεση

    Η έκθεση αξιολογεί την εφαρμογή της οδηγίας σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας που προβλέπει ότι η Επιτροπή οφείλει να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με την οποία αξιολογείται κατά πόσον τα κράτη μέλη έχουν λάβει τα απαιτούμενα μέτρα συμμόρφωσης σύμφωνα με την οδηγία.

    Η περιγραφή και η ανάλυση στην παρούσα έκθεση βασίζονται κυρίως στα στοιχεία που παρείχαν τα κράτη μέλη στην Επιτροπή μέσω της κοινοποίησης εθνικών μέτρων για τη μεταφορά της οδηγίας. Η έκθεση βασίζεται επίσης σε δημοσιευμένες μελέτες για την αξιολόγηση της εφαρμογής των οδηγιών για τα δικονομικά δικαιώματα, οι οποίες έχουν εκπονηθεί από τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης 11 ή από εξωτερικά ενδιαφερόμενα μέρη με τη χρήση επιχορηγήσεων δράσης στο πλαίσιο του προγράμματος «Δικαιοσύνη» 12 .

    Η έκθεση εστιάζει στα μέτρα που έχουν λάβει μέχρι στιγμής τα κράτη μέλη για την εφαρμογή της οδηγίας. Αξιολογεί κατά πόσο τα κράτη μέλη εφάρμοσαν την οδηγία εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας και κατά πόσο οι εθνικές νομοθεσίες επιτυγχάνουν τους στόχους και πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας.

    2.Γενική αξιολόγηση

    Σύμφωνα με το άρθρο 9, τα κράτη μέλη έπρεπε να μεταφέρουν την οδηγία στην εθνική νομοθεσία έως τις 27 Οκτωβρίου 2013. Κατά τη λήξη της περιόδου μεταφοράς, δεκαέξι κράτη μέλη δεν είχαν κοινοποιήσει στην Επιτροπή τη λήψη των απαραίτητων μέτρων: το Βέλγιο, η Βουλγαρία, η Ιρλανδία, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Ιταλία, η Κύπρος, η Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, η Ουγγαρία, η Μάλτα, η Αυστρία, η Ρουμανία, η Σλοβενία, η Σλοβακία και η Φιλανδία. Ως αποτέλεσμα, η Επιτροπή αποφάσισε, στις 29 Νοεμβρίου 2013, να κινήσει διαδικασίες παράβασης σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ κατά των δεκαέξι αυτών κρατών μελών γιατί παρέλειψαν να κοινοποιήσουν ή κοινοποίησαν εν μέρει τα εθνικά τους μέτρα για τη μεταφορά της οδηγίας.

    Κύριος στόχος της Επιτροπής είναι να διασφαλίσει ότι όλα τα κράτη μέλη θα μεταφέρουν τις απαιτήσεις της οδηγίας στο εθνικό τους δίκαιο, ώστε τα δικαιώματα που περιέχει να προστατεύονται σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η μεταφορά της οδηγίας αποτελεί προϋπόθεση για την ορθή αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο τα κράτη μέλη έχουν λάβει τα απαιτούμενα μέτρα συμμόρφωσης με την οδηγία. Η Επιτροπή ξεκίνησε την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των εθνικών μέτρων με την οδηγία μόλις έλαβε κοινοποίηση από τα κράτη μέλη. Οι καθυστερήσεις στη μεταφορά 13 καθυστέρησαν τη συνολική διαδικασία αξιολόγησης. Ορισμένες διαδικασίες παράβασης λόγω μη κοινοποίησης ή μερικής κοινοποίησης περατώθηκαν μόλις το 2018, ύστερα από νομοθετικές τροποποιήσεις που εγκρίθηκαν από τα κράτη μέλη 14 . Υπό τις συνθήκες αυτές, και με δεδομένη την πολυπλοκότητα της αξιολόγησης όλων των μέτρων που έχουν κοινοποιηθεί από τα 27 κράτη μέλη που δεσμεύονται από την οδηγία, ιδιαίτερα όσον αφορά τα διάφορα εθνικά νομικά συστήματά τους, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να υποβάλει την παρούσα έκθεση νωρίτερα.

    Αν και ο αντίκτυπος της οδηγίας περιορίζεται στον καθορισμό ελάχιστων κανόνων και επομένως επιτρέπει την ύπαρξη διαφορών στο ποινικό δικονομικό δίκαιο των κρατών μελών, ωστόσο επιβάλλει σαφείς υποχρεώσεις στα κράτη μέλη.

    Στο πλαίσιο της αξιολόγησης τέθηκαν ορισμένα ζητήματα συμμόρφωσης σε αρκετά κράτη μέλη, ιδίως όσον αφορά την επικοινωνία μεταξύ των υπόπτων ή κατηγορουμένων και των συνηγόρων τους, τη μετάφραση ουσιωδών εγγράφων και τα έξοδα διερμηνείας και μετάφρασης. Οι αποκλίσεις αυτές, αν δεν διορθωθούν, μπορεί να επηρεάσουν δυσμενώς την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που προβλέπει η παρούσα οδηγία. Για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με την οδηγία σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Επιτροπή θα λάβει κάθε κατάλληλο μέτρο, συμπεριλαμβανομένης, όπου απαιτείται, της κίνησης διαδικασιών παράβασης σύμφωνα με το άρθρο 258 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου (αριθ. 22), η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση της οδηγίας και δεν δεσμεύεται από αυτήν, ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της. Επομένως, η Δανία δεν λαμβάνεται υπόψη στην παρακάτω αξιολόγηση.

    Σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 21) για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία γνωστοποίησαν την επιθυμία τους να συμμετάσχουν στη θέσπιση και την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

    3.Επιμέρους σημεία αξιολόγησης

    3.1.Περιεχόμενο και πεδίο εφαρμογής (άρθρο 1)

    Το άρθρο 1 της οδηγίας ορίζει ότι το αντικείμενο και το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περιλαμβάνουν το δικαίωμα σε μετάφραση και διερμηνεία των υπόπτων ή κατηγορουμένων που δεν ομιλούν ή δεν κατανοούν τη γλώσσα της διαδικασίας. Κύριος στόχος της οδηγίας είναι να καταστεί δυνατή η εφαρμογή των εν λόγω δικαιωμάτων στην πράξη ώστε να διασφαλίζεται το δικαίωμα στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης. Το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση ισχύει και στη διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

    3.1.1.Πεδίο εφαρμογής - άρθρο 1 παράγραφος 2

    Το άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας προβλέπει ότι το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση εφαρμόζεται στην ποινική διαδικασία και τη διαδικασία για την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από τη στιγμή κατά την οποία τα πρόσωπα ενημερώνονται από τις αρμόδιες αρχές ότι είναι ύποπτα ή κατηγορούνται για την τέλεση αξιόποινης πράξης έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας, ήτοι μέχρι να καταστεί οριστική και αμετάκλητη η απόφαση.

    Στα περισσότερα κράτη μέλη, ο χρόνος και η διάρκεια της εφαρμογής του δικαιώματος σε διερμηνεία και μετάφραση διασφαλίζεται μέσω γενικής διάταξης που ορίζει τη χρονική στιγμή κατά την οποία ισχύει το δικαίωμα (π.χ. «σε οποιαδήποτε στιγμή κατά την ποινική διαδικασία», «καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας», «κατά την ποινική διαδικασία», «κατά την εκτέλεση διαδικαστικών ενεργειών»). Ωστόσο, στα περισσότερα κράτη μέλη ο χρόνος και ο τρόπος ενημέρωσης των προσώπων ότι είναι ύποπτα ή κατηγορούνται για την τέλεση αξιόποινης πράξης δεν αναφέρονται ρητά στα μέτρα μεταφοράς, ωστόσο αυτό συνάγεται από την ενδελεχή ανάλυση των διαφόρων σταδίων της ποινικής διαδικασίας στην εκάστοτε έννομη τάξη.

    3.1.2.Ήσσονος σημασίας αδικήματα - άρθρο 1 παράγραφος 3

    Το άρθρο 1 παράγραφος 3 διασφαλίζει ότι, όταν η νομοθεσία κράτους μέλους προβλέπει την επιβολή κυρώσεων για ήσσονος σημασίας αδικήματα από αρχή πλην δικαστηρίου με δικαιοδοσία σε ποινικά ζητήματα και εφόσον οι κυρώσεις αυτές μπορούν να προσβληθούν ενώπιον τέτοιου δικαστηρίου, παρέχεται το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση για τη διαδικασία προσφυγής.

    Η διάταξη αυτή αφορά τα περισσότερα κράτη μέλη (δεκαέξι κράτη μέλη) όπου οι διοικητικές αρχές, η αστυνομία ή τα δικαστήρια που έχουν δικαιοδοσία σε μη ποινικά ζητήματα είναι υπεύθυνα για τα ήσσονος σημασίας αδικήματα. Η διάταξη δεν ισχύει για τα υπόλοιπα κράτη μέλη, καθώς οι κυρώσεις για ήσσονος σημασία αδικήματα επιβάλλονται πάντα από δικαστήρια με δικαιοδοσία σε ποινικά ζητήματα.

    3.1.3.Άρθρο 1 παράγραφος 4

    Το άρθρο 1 παράγραφος 4 προβλέπει ότι η οδηγία δεν επηρεάζει την εθνική νομοθεσία που αφορά την παρουσία συνηγόρου στη διάρκεια όλων των σταδίων της ποινικής διαδικασίας, ούτε και την εθνική νομοθεσία που αφορά το δικαίωμα πρόσβασης των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε έγγραφα στη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.

    Μόνο οκτώ κράτη μέλη έχουν μεταφέρει ρητά την εν λόγω διάταξη, ενώ στα υπόλοιπα κράτη μέλη η συμμόρφωση μπορεί να συναχθεί βάσει της ανάλυσης της ήδη ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας.

    3.2.Δικαίωμα σε διερμηνεία (άρθρο 2)

    Το άρθρο 2 της οδηγίας προβλέπει το δικαίωμα σε διερμηνεία στην ποινική διαδικασία. Απαιτεί από τα κράτη μέλη να παρέχουν χωρίς καθυστέρηση διερμηνεία κατά τη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας και των διαδικασιών εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, συμπεριλαμβανομένης της επικοινωνίας μεταξύ των υπόπτων ή κατηγορουμένων και των συνηγόρων τους. Τα κράτη μέλη οφείλουν επίσης να μεριμνήσουν για την ύπαρξη μηχανισμού με σκοπό την εξακρίβωση του κατά πόσον οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι κατανοούν τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας. Θα πρέπει επίσης να οριστεί με σαφήνεια η δυνατότητα αντίκρουσης της άρνησης παροχής διερμηνείας, καθώς και η δυνατότητα διαμαρτυρίας για την ποιότητα της διερμηνείας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να εξασφαλίσουν ότι η ποιότητα της διερμηνείας είναι επαρκής προκειμένου να διασφαλιστεί η διεξαγωγή δίκαιης δίκης.

    3.2.1.Διερμηνεία ενώπιον ανακριτικών και δικαστικών αρχών - άρθρο 2 παράγραφος 1

    Το άρθρο 2 παράγραφος 1 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να παρέχουν χωρίς καθυστέρηση στους υπόπτους ή κατηγορουμένους που δεν ομιλούν ή δεν κατανοούν τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας διερμηνεία ενώπιον ανακριτικών και δικαστικών αρχών, μεταξύ άλλων και κατά τη διάρκεια των αστυνομικών ανακρίσεων, όλων των ακροαματικών διαδικασιών ενώπιον δικαστηρίου και τυχόν αναγκαίων ενδιάμεσων ακροάσεων.

    Τα περισσότερα κράτη μέλη διασφαλίζουν την παροχή διερμηνείας σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένου τόσο του προδικαστικού όσο και του δικαστικού σταδίου, μέσω γενικής διάταξης στην εθνική τους νομοθεσία. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει ξεχωριστές διατάξεις για κάθε στάδιο. Ωστόσο, μόνο έντεκα κράτη μέλη προβλέπουν ρητά την απαίτηση παροχής διερμηνείας στους υπόπτους ή κατηγορουμένους «χωρίς καθυστέρηση», γεγονός που επηρεάζει τη συμμόρφωση με την οδηγία.

    3.2.2.Διερμηνεία για την επικοινωνία με τον συνήγορο - άρθρο 2 παράγραφος 2

    Το άρθρο 2 παράγραφος 2 προβλέπει το δικαίωμα λήψης υπηρεσιών διερμηνείας για την επικοινωνία μεταξύ των υπόπτων ή κατηγορουμένων και των συνηγόρων τους, όταν αυτή σχετίζεται άμεσα με ανακρίσεις ή ακροάσεις στη διάρκεια της διαδικασίας ή με την άσκηση προσφυγής ή την υποβολή άλλων δικονομικών αιτημάτων.

    Τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν προσθέσει ρητή διάταξη στο εθνικό τους δίκαιο σχετικά με το δικαίωμα λήψης υπηρεσιών διερμηνείας για την επικοινωνία με τον συνήγορο. Ωστόσο, σε ορισμένα κράτη μέλη το δικαίωμα αυτό αναφέρεται μόνο στη νομική πρακτική, τους σχολιασμούς εθνικών νόμων ή νομολογίας και σε διατάξεις που διασφαλίζουν το γενικό δικαίωμα σε διερμηνεία, γεγονός που επηρεάζει τη συμμόρφωση με την οδηγία Σε ορισμένα άλλα κράτη μέλη, σε αντίθεση με την οδηγία, το δικαίωμα αυτό εξαρτάται από ειδικό αίτημα από τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο ή, εναλλακτικά, από τον συνήγορό του. Σε ένα κράτος μέλος οι ποινικές αρχές διορίζουν αρχικά τον συνήγορο ως διερμηνέα εφόσον γνωρίζει τη γλώσσα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου και παρέχουν ειδικευμένο διερμηνέα μόνο ως εναλλακτική λύση.

    Τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν προσδιορίσει ποιες δικονομικές ενέργειες καλύπτονται από το δικαίωμα σε διερμηνεία κατά την επικοινωνία με τον συνήγορο.

    3.2.3.Συνδρομή σε άτομα με πρόβλημα ακοής ή ομιλίας - άρθρο 2 παράγραφος 3

    Το άρθρο 2 παράγραφος 3 αναφέρει ότι το δικαίωμα σε διερμηνεία περιλαμβάνει προσήκουσα συνδρομή σε άτομα με πρόβλημα ακοής ή ομιλίας.

    Τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν περιορίσει το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής με την αναφορά μόνο σε «κωφά άτομα ή άτομα με προβλήματα ομιλίας», «κωφά άτομα και άτομα με διαταραχή της ακοής» ή «τυφλά και κωφά» άτομα. Η ορολογία αυτή φαίνεται πολύ περιοριστική για να περιλάβει όλες τις διαταραχές της ακοής ή της ομιλίας.

    Όσον αφορά την «προσήκουσα συνδρομή» που παρέχεται στα πρόσωπα της κατηγορίας αυτής, δέκα κράτη μέλη αναφέρουν ρητά τις υπηρεσίες διερμηνέα νοηματικής γλώσσας, ενώ επτά κράτη μέλη αναφέρουν απλώς την παροχή υπηρεσιών διερμηνείας εν γένει. Σε δέκα κράτη μέλη ενθαρρύνεται η γραπτή επικοινωνία προκειμένου να καλυφθεί η παροχή προσήκουσας συνδρομής. Σε ορισμένα κράτη μέλη, η προσήκουσα συνδρομή μπορεί να παρασχεθεί από πρόσωπα που είναι γνωστά στους υπόπτους ή τους κατηγορουμένους.

    3.2.4.Αξιολόγηση της ανάγκης για συνδρομή - άρθρο 2 παράγραφος 4

    Το άρθρο 2 παράγραφος 4 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίσουν διαδικασία ή μηχανισμό με σκοπό την εξακρίβωση του κατά πόσον οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι ομιλούν και κατανοούν τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας και αν χρειάζονται τη συνδρομή διερμηνέα.

    Τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει την υποχρέωση αξιολόγησης της ανάγκης για διερμηνεία σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, χωρίς ωστόσο να έχουν θεσπίσει ειδικό μηχανισμό για τον σκοπό αυτό. Μόνο δύο κράτη μέλη έχουν θεσπίσει ειδικό μηχανισμό.

    3.2.5.Δικαίωμα αντίκρουσης και διαμαρτυρίας - άρθρο 2 παράγραφος 5

    Το άρθρο 2 παράγραφος 5 απαιτεί από τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι να έχουν το δικαίωμα να αντικρούσουν απόφαση σύμφωνα με την οποία δεν χρειάζονται διερμηνεία και τη δυνατότητα να διαμαρτυρηθούν ότι η ποιότητα της διερμηνείας δεν είναι επαρκής προκειμένου να διασφαλιστεί η διεξαγωγή δίκαιης δίκης.

    Όσον αφορά το δικαίωμα αντίκρουσης απόφασης σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει ανάγκη για διερμηνεία, μόνο δέκα κράτη μέλη εισήγαγαν στη νομοθεσία τους διαδικασίες για την εν λόγω διαδικασία επανεξέτασης. Τα υπόλοιπα κράτη μέλη βασίστηκαν σε υφιστάμενες γενικές διαδικασίες για την αντίκρουση των αποφάσεων των ανακριτικών και δικαστικών αρχών και την υποβολή προσφυγών ή ενστάσεων κατά την πορεία της ποινικής διαδικασίας.

    Όσον αφορά τη δυνατότητα διαμαρτυρίας για την ποιότητα της διερμηνείας, δεκαπέντε κράτη μέλη ανέφεραν την ύπαρξη τέτοιας διαδικασίας διαμαρτυρίας. Στα υπόλοιπα κράτη μέλη αναφέρθηκαν γενικές διαδικασίες υποβολής προσφυγής ή ένστασης ή και αντίκρουσης λόγω παραβίασης των δικονομικών δικαιωμάτων υπεράσπισης. Στα περισσότερα κράτη μέλη προβλέπεται η δυνατότητα αντικατάστασης διερμηνέα λόγω ανεπαρκούς ποιότητας της διερμηνείας.

    3.2.6.Τεχνολογία επικοινωνιών - άρθρο 2 παράγραφος 6

    Το άρθρο 2 παράγραφος 6 δίνει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα, όπου αυτό αρμόζει, να γίνεται χρήση τεχνολογίας επικοινωνιών όπως η τηλεδιάσκεψη, το τηλέφωνο ή το διαδίκτυο, εκτός αν η προσωπική παρουσία του διερμηνέα είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της διεξαγωγής δίκαιης δίκης.

    Τα μισά κράτη μέλη θέσπισαν τη δυνατότητα αυτή. Μεταξύ αυτών, δώδεκα κράτη μέλη ανέφεραν τον περιορισμό που προβλέπει το άρθρο 2 παράγραφος 6 της οδηγίας. Δύο κράτη μέλη ανέφεραν ότι η χρήση τεχνολογίας επικοινωνιών δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα δικαιώματα υπεράσπισης του υπόπτου ή κατηγορουμένου.

    3.2.7.Διερμηνεία στη διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης - άρθρο 2 παράγραφος 7

    Το άρθρο 2 παράγραφος 7 απαιτεί τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε να παρέχεται διερμηνεία και στη διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Σχεδόν όλα τα κράτη μέλη, πλην ενός, έχουν μεταφέρει ορθά την εν λόγω διάταξη.

    3.2.8.Ποιότητα της διερμηνείας - άρθρο 2 παράγραφος 8

    Το άρθρο 2 παράγραφος 8 απαιτεί η διερμηνεία να έχει επαρκή ποιότητα ώστε να εξασφαλίζεται η διεξαγωγή δίκαιης δίκης, ιδίως διασφαλίζοντας ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι γνωρίζουν το περιεχόμενο της εναντίον τους δικογραφίας και είναι σε θέση να ασκήσουν το δικαίωμα υπεράσπισής τους. Σχεδόν όλα τα κράτη μέλη έχουν μεταφέρει την εν λόγω διάταξη αν και η πλειοψηφία αυτών δεν αναφέρεται ρητά στην ποιότητα της διερμηνείας. Μεταξύ αυτών, δεκαέξι κράτη μέλη απαιτούν οι διερμηνείς που συμμετέχουν στη διαδικασία να είναι καταχωρισμένοι ή ορκωτοί διερμηνείς ή να έχουν συμπεριληφθεί στους καταλόγους που διατίθενται στις ποινικές αρχές κατόπιν συμμόρφωσης με ορισμένα ποιοτικά κριτήρια.

    3.3.Δικαίωμα μετάφρασης ουσιωδών εγγράφων (άρθρο 3)

    Το άρθρο 3 της οδηγίας θεσπίζει το δικαίωμα σε μετάφραση κατά τη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας και των διαδικασιών εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και απαιτεί από τα κράτη μέλη να παρέχουν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος γραπτή μετάφραση όλων των εγγράφων που είναι ουσιώδη για την άσκηση του δικαιώματος υπεράσπισης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει τη δυνατότητα αντίκρουσης της άρνησης παροχής μετάφρασης και διαμαρτυρίας για την ποιότητα της μετάφρασης. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται υπό αυστηρούς όρους η προφορική μετάφραση και η παραίτηση από το δικαίωμα μετάφρασης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να μεριμνούν για την ποιότητα των υπηρεσιών μετάφρασης.

    3.3.1.Μετάφραση ουσιωδών εγγράφων - άρθρο 3 παράγραφος 1

    Το άρθρο 3 παράγραφος 1 προβλέπει ότι στους υπόπτους ή στους κατηγορουμένους που δεν κατανοούν τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας θα πρέπει να παρέχεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος γραπτή μετάφραση όλων των εγγράφων που είναι ουσιώδη, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι είναι σε θέση να ασκήσουν το δικαίωμα υπεράσπισής τους και προκειμένου να διασφαλιστεί η διεξαγωγή δίκαιης δίκης 15 .

    Τα περισσότερα κράτη μέλη, πλην ενός, προβλέπουν τη γραπτή μετάφραση των ουσιωδών εγγράφων. Η πλειοψηφία των κρατών μελών είτε απαιτούν οι μεταφράσεις να παρέχονται «εντός εύλογου χρονικού διαστήματος» είτε χρησιμοποιούν παρόμοια διατύπωση, όπως «άμεσα», «το συντομότερο δυνατό» ή «αμέσως μόλις είναι εφικτό». Σε οκτώ κράτη μέλη η εθνική νομοθεσία δεν αναφέρει ότι η μετάφραση ουσιωδών εγγράφων θα παρέχεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, γεγονός που επηρεάζει τη συμμόρφωση με την οδηγία.

    3.3.2.Ορισμός των ουσιωδών εγγράφων - άρθρο 3 παράγραφος 2

    Το άρθρο 3 παράγραφος 2 προβλέπει ότι τα ουσιώδη έγγραφα πρέπει να περιλαμβάνουν οποιαδήποτε απόφαση συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση.

    Τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν απαριθμήσει τα έγγραφα που πρέπει να θεωρούνται ουσιώδη σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, χωρίς ωστόσο να χρησιμοποιούν απαραιτήτως τον όρο «ουσιώδη έγγραφα». Στις περισσότερες περιπτώσεις ο κατάλογος εγγράφων προς μετάφραση είναι ενδεικτικός και είναι δυνατή η μετάφραση επιπλέον εγγράφων πέραν των υποχρεωτικών.

    Σε ορισμένα κράτη μέλη δεν εξασφαλίζεται η συμμόρφωση με την οδηγία, καθώς ο κατάλογος εγγράφων προς μετάφραση δεν αναφέρεται σε όλα τα έγγραφα που απαριθμούνται στην οδηγία (π.χ. μεταφράζονται μόνο τμήματα του εγγράφου απαγγελίας κατηγορίας ή δεν μεταφράζονται όλα τα έγγραφα που αφορούν μέτρα στερητικά της ελευθερίας).

    3.3.3.Απόφαση για το αν ένα έγγραφο είναι ουσιώδες - άρθρο 3 παράγραφος 3

    Το άρθρο 3 παράγραφος 3 προβλέπει ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να αποφασίζουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν κάποιο άλλο έγγραφο είναι ουσιώδες και οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι ή οι συνήγοροί τους δύνανται να υποβάλουν αιτιολογημένο αίτημα προς τον σκοπό αυτό.

    Τα περισσότερα κράτη μέλη επιτρέπουν τα αιτήματα μετάφρασης επιπλέον εγγράφων που είναι ουσιώδη για τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο. Ωστόσο, έξι κράτη μέλη δεν επιτρέπουν στους ύποπτους ή τους κατηγορούμενους ή τους συνηγόρους τους να υποβάλουν αιτιολογημένο αίτημα μετάφρασης επιπλέον εγγράφου. Περίπου τα μισά κράτη μέλη αναφέρουν ορισμένα γενικά κριτήρια για τον καθορισμό του ουσιώδη χαρακτήρα των εγγράφων (π.χ. όταν είναι απαραίτητα για την άσκηση του δικαιώματος υπεράσπισης ή όταν αυτό είναι γενικά προς το συμφέρον της δικαιοσύνης).

    3.3.4.Μη απαίτηση μετάφρασης χωρίων ουσιωδών εγγράφων τα οποία δεν συμβάλλουν στην κατανόηση - άρθρο 3 παράγραφος 4

    Το άρθρο 3 παράγραφος 4 προβλέπει ότι δεν θα πρέπει να υφίσταται απαίτηση μετάφρασης χωρίων ουσιωδών εγγράφων τα οποία δεν συμβάλλουν στην κατανόηση, εκ μέρους των υπόπτων ή των κατηγορουμένων, του περιεχομένου της εναντίον τους δικογραφίας.

    Τα περισσότερα κράτη μέλη χρησιμοποίησαν την προαιρετική αυτή διάταξη. Στην εθνική νομοθεσία οι λόγοι που αιτιολογούν τη μη μετάφραση χωρίων ποικίλουν, από την περίπτωση που αυτά δεν συμβάλλουν στην κατανόηση, εκ μέρους των υπόπτων ή των κατηγορουμένων, του περιεχομένου της εναντίον τους δικογραφίας έως την περίπτωση που αυτά δεν είναι χρήσιμα για την άσκηση του δικαιώματος υπεράσπισης.

    Ορισμένα κράτη μέλη προχωρούν πέρα από αυτό το ελάχιστο πρότυπο προβλέποντας ότι τα ουσιώδη έγγραφα πρέπει πάντα να μεταφράζονται στο σύνολό τους και ότι δεν αρκεί να μεταφράζονται μόνο τα σχετικά χωρία.

    3.3.5.Δικαίωμα αντίκρουσης και διαμαρτυρίας - άρθρο 3 παράγραφος 5

    Το άρθρο 3 παράγραφος 5 απαιτεί από τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι να έχουν το δικαίωμα να αντικρούσουν απόφαση σύμφωνα με την οποία δεν χρειάζεται η μετάφραση εγγράφων ή χωρίων εγγράφων και τη δυνατότητα να διαμαρτυρηθούν ότι η ποιότητα της μετάφρασης δεν είναι επαρκής προκειμένου να διασφαλιστεί η διεξαγωγή δίκαιης δίκης.

    Όσον αφορά το δικαίωμα αντίκρουσης απόφασης σύμφωνα με την οποία δεν χρειάζεται η μετάφραση εγγράφων, μόνο οκτώ κράτη μέλη (όπως και στην περίπτωση του άρθρου 2 παράγραφος 5) εισήγαγαν ειδικές διαδικασίες στη νομοθεσία τους για την εν λόγω διαδικασία επανεξέτασης. Τα υπόλοιπα κράτη μέλη βασίστηκαν σε υφιστάμενες γενικές διαδικασίες για την αντίκρουση των αποφάσεων των ανακριτικών και δικαστικών αρχών και την υποβολή προσφυγών ή ενστάσεων κατά την πορεία της ποινικής διαδικασίας.

    Όσον αφορά τη δυνατότητα διαμαρτυρίας για την ποιότητα της μετάφρασης, λιγότερα από τα μισά κράτη μέλη έκαναν ρητή αναφορά σε ειδική διαδικασία διαμαρτυρίας. Τα υπόλοιπα κράτη μέλη αναφέρουν γενικές διαδικασίες υποβολής διαμαρτυριών και ενστάσεων ή ακόμα και προσφυγών λόγω παραβίασης των δικονομικών δικαιωμάτων υπεράσπισης.

    Αν και η οδηγία δεν περιέχει σχετική πρόβλεψη, έξι κράτη μέλη έχουν προχωρήσει περισσότερο και προβλέπουν τη δυνατότητα αντικατάστασης του μεταφραστή λόγω ανεπαρκούς ποιότητας των μεταφράσεων.

    3.3.6.Μετάφραση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης - άρθρο 3 παράγραφος 6

    Το άρθρο 3 παράγραφος 6 απαιτεί να παρέχεται μετάφραση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας.

    Σχεδόν όλα τα κράτη μέλη, πλην τεσσάρων, έχουν μεταφέρει ορθά την εν λόγω διάταξη. Μεταξύ αυτών, τα περισσότερα προβλέπουν ρητά το δικαίωμα σε μετάφραση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

    3.3.7.Προφορική μετάφραση ή προφορική σύνοψη ουσιωδών εγγράφων - άρθρο 3 παράγραφος 7

    Το άρθρο 3 παράγραφος 7 προβλέπει εξαίρεση σύμφωνα με την οποία η έγγραφη μετάφραση μπορεί να αντικατασταθεί από προφορική μετάφραση ή προφορική σύνοψη ουσιωδών εγγράφων, υπό τον όρο ότι αυτή η προφορική μετάφραση ή προφορική σύνοψη δεν επηρεάζει τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης.

    Σχεδόν όλα τα κράτη μέλη έχουν επιλέξει να περιλάβουν την εν λόγω εξαίρεση στην εθνική τους νομοθεσία. Μόνο δύο κράτη μέλη, στα οποία η μετάφραση ουσιωδών εγγράφων προβλέπεται πάντα, δεν έχουν μεταφέρει την εν λόγω εξαίρεση.

    Μεταξύ των κρατών μελών που έχουν μεταφέρει την εν λόγω επιλογή, έξι ορίζουν ότι προφορική μετάφραση ή προφορική σύνοψη παρέχεται όταν αυτό δεν επηρεάζει τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης. Άλλα κράτη μέλη δεν αναφέρουν ότι οι προφορικές μεταφράσεις αποτελούν εξαίρεση στην έγγραφη μετάφραση και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ασαφές αν ισχύει αυτό στην πράξη, καθώς φαίνεται ότι οι προφορικές μεταφράσεις μπορεί να αποτελούν τον κανόνα.

    3.3.8.Παραίτηση από το δικαίωμα μετάφρασης - άρθρο 3 παράγραφος 8

    Το άρθρο 3 παράγραφος 8 προβλέπει τη δυνατότητα παραίτησης από το δικαίωμα μετάφρασης εγγράφων, με την προϋπόθεση ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν προηγουμένως συμβουλευθεί συνήγορο ή έχουν με άλλο τρόπο λάβει πλήρη γνώση των συνεπειών τέτοιας παραίτησης, καθώς επίσης ότι η παραίτηση αυτή ήταν αναμφισβήτητη και οικειοθελής.

    Τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν μεταφέρει την επιλογή αυτή. Από αυτά, όλα έχουν συμπεριλάβει την απαίτηση ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος να έχει λάβει πλήρη γνώση των συνεπειών τέτοιας παραίτησης, είτε χρησιμοποιώντας παρόμοια διατύπωση είτε αναθέτοντας την υποχρέωση ενημέρωσης στις ποινικές αρχές. Ωστόσο, πολύ λίγα κράτη μέλη έχουν αναφέρει ρητά ότι η παραίτηση πρέπει να είναι αναμφισβήτητη και οικειοθελής.

    Δέκα κράτη μέλη προχωρούν πέρα από αυτό το ελάχιστο πρότυπο και δεν προβλέπουν τη δυνατότητα παραίτησης από το δικαίωμα μετάφρασης ουσιωδών εγγράφων στην ποινική διαδικασία.

    3.3.9.Ποιότητα της μετάφρασης - άρθρο 3 παράγραφος 9

    Το άρθρο 3 παράγραφος 9 απαιτεί οι μεταφράσεις να έχουν επαρκή ποιότητα ώστε να εξασφαλίζεται η διεξαγωγή δίκαιης δίκης, ιδίως διασφαλίζοντας ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι γνωρίζουν το περιεχόμενο της εναντίον τους δικογραφίας και είναι σε θέση να ασκήσουν το δικαίωμα υπεράσπισής τους.

    Τα περισσότερα κράτη μέλη, αν και δεν αναφέρονται ρητά στην ποιότητα της μετάφρασης, προβλέπουν την επαρκή ποιότητα μέσω της απαίτησης οι μεταφραστές που συμμετέχουν στη διαδικασία να είναι καταχωρισμένοι ή ορκωτοί μεταφραστές ή να έχουν συμπεριληφθεί στους σχετικούς καταλόγους που διατίθενται στις ποινικές αρχές κατόπιν συμμόρφωσης με ορισμένα ποιοτικά κριτήρια. Μόνο δύο κράτη μέλη δεν έχουν μεταφέρει την εν λόγω διάταξη.

    3.4.Έξοδα διερμηνείας και μετάφρασης (άρθρο 4)

    Το άρθρο 4 απαιτεί τα κράτη μέλη να καλύπτουν τα έξοδα διερμηνείας και μετάφρασης στην ποινική διαδικασία ανεξάρτητα από την έκβαση της διαδικασίας.

    Σχεδόν όλα τα κράτη μέλη, πλην τριών, μετέφεραν ορθά την εν λόγω υποχρέωση. Στα περισσότερα κράτη μέλη η απαίτηση κάλυψης των εξόδων διερμηνείας και μετάφρασης «ανεξάρτητα από την έκβαση της διαδικασίας» συνάγεται από άλλες εθνικές διατάξεις που διασφαλίζουν ότι το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση ισχύει στο προδικαστικό και το δικαστικό στάδιο και ότι τα σχετικά έξοδα δεν βαρύνουν τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο. Ορισμένα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα έξοδα διερμηνείας και μετάφρασης στην ποινική διαδικασία καλύπτονται από το κράτος. Άλλα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα έξοδα καλύπτονται από συγκεκριμένες αρχές (π.χ. τις αρχές της προδικασίας στο προδικαστικό στάδιο και δικαστήρια στο δικαστικό στάδιο).

    3.5.Ποιότητα της διερμηνείας και της μετάφρασης (άρθρο 5)

    Το άρθρο 5 προβλέπει υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν την ποιότητα της διερμηνείας και της μετάφρασης. Επιπλέον τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν τη θέσπιση μητρώων ανεξάρτητων μεταφραστών και διερμηνέων και να τα διαθέτουν στους συνηγόρους και τις αρμόδιες αρχές.

    3.5.1.Συγκεκριμένα μέτρα για την εξασφάλιση της ποιότητας - άρθρο 5 παράγραφος 1

    Το άρθρο 5 παράγραφος 1 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν συγκεκριμένα μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν ότι η παρεχόμενη διερμηνεία και μετάφραση έχουν την ποιότητα που απαιτούν το άρθρο 2 παράγραφος 8 και το άρθρο 3 παράγραφος 9 της οδηγίας.

    Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η πλειοψηφία των κρατών μελών έχουν θεσπίσει μέτρα για την εξασφάλιση της ποιότητας της διερμηνείας και της μετάφρασης, ιδίως μέσω διατάξεων που ρυθμίζουν το επάγγελμα του διερμηνέα και του μεταφραστή και μέσω ειδικών απαιτήσεων όσον αφορά τα προσόντα.

    Ορισμένα κράτη μέλη έχουν λάβει ειδικά μέτρα που υπερβαίνουν τις διατάξεις της οδηγίας προκειμένου να εξασφαλίσουν την επαρκή ποιότητα διερμηνείας και μετάφρασης, με τη ρύθμιση του επαγγέλματος του διερμηνέα και του μεταφραστή ή με αναφορά σε αρχές δεοντολογίας ή δεοντολογικές απαιτήσεις για τους διερμηνείς και τους μεταφραστές.

    3.5.2.Μητρώα μεταφραστών και διερμηνέων - άρθρο 5 παράγραφος 2

    Το άρθρο 5 παράγραφος 2 απαιτεί τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν τη θέσπιση μητρώου ή μητρώων ανεξάρτητων μεταφραστών και διερμηνέων με προσήκοντα προσόντα.

    Αν και το άρθρο αυτό δεν απαιτεί από τα κράτη μέλη να θεσπίσουν μητρώο, τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν μητρώο ή μητρώα διερμηνέων και μεταφραστών και λίγα είναι αυτά που δεν έχουν λάβει μέτρα για τον σκοπό αυτό. Έξι κράτη μέλη προβλέπουν ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις που συνδέονται κυρίως με την έλλειψη διαθεσιμότητας διερμηνέα/μεταφραστή, την έλλειψη διερμηνέα/μεταφραστή για συγκεκριμένη γλώσσα ή το δυσανάλογο κόστος, μπορούν να κληθούν να συμμετάσχουν στη διαδικασία διερμηνείς/μεταφραστές που δεν περιλαμβάνονται σε επίσημα μητρώα ή καταλόγους.

    3.5.3.Εμπιστευτικότητα - άρθρο 5 παράγραφος 3

    Το άρθρο 5 παράγραφος 3 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι διερμηνείς και οι μεταφραστές τηρούν την αρχή της εμπιστευτικότητας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

    Τα περισσότερα κράτη μέλη προβλέπουν ειδική υποχρέωση εμπιστευτικότητας για τους διερμηνείς και τους μεταφραστές η οποία ισχύει στην ποινική διαδικασία, ενώ ορισμένα προβλέπουν γενικότερη υποχρέωση εμπιστευτικότητας. Δύο κράτη μέλη δεν έχουν μεταφέρει την υποχρέωση αυτή καθώς δεν έχουν θεσπίσει υποχρέωση εμπιστευτικότητας για τους διερμηνείς και τους μεταφραστές, σε αντίθεση με την οδηγία.

    3.6.Επαγγελματική εκπαίδευση (άρθρο 6)

    Το άρθρο 6 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να ζητούν από τους υπευθύνους για την κατάρτιση των δικαστών, των εισαγγελέων και των δικαστικών υπαλλήλων που συμμετέχουν σε ποινικές διαδικασίες να αποδίδουν ιδιαίτερη προσοχή στις ιδιομορφίες της επικοινωνίας με συνδρομή διερμηνέα, ώστε να επιτυγχάνεται αποτελεσματική και πραγματική επικοινωνία.

    Συνολικά, η πλειοψηφία των κρατών μελών δεν έχουν μεταφέρει τη διάταξη αυτή. Ωστόσο, τα εθνικά τους συστήματα περιλαμβάνουν γενικά μη δεσμευτικά μέτρα που διασφαλίζουν προγράμματα κατάρτισης για τους δικαστικούς υπαλλήλους. Σε διάφορα κράτη μέλη, η κατάρτιση των δικαστών, των εισαγγελέων και των δικαστικών υπαλλήλων περιλαμβάνει ειδικά στοιχεία σχετικά με τις ιδιομορφίες της επικοινωνίας με συνδρομή διερμηνέα.

    3.7.Τήρηση αρχείου (άρθρο 7)

    Το άρθρο 7 της οδηγίας προβλέπει υποχρέωση τήρησης αρχείου για τα κράτη μέλη όταν παρίσταται διερμηνέας κατά την ανάκριση ή ακρόαση, όταν έχει παρασχεθεί προφορική μετάφραση ή προφορική σύνοψη βασικών εγγράφων και όταν ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει παραιτηθεί του δικαιώματος της μετάφρασης.

    Η υποχρέωση τήρησης αρχείου έχει μεταφερθεί με ακρίβεια στα περισσότερα κράτη μέλη. Στα εν λόγω κράτη μέλη έχει θεσπιστεί η υποχρέωση τήρησης αρχείου για την παροχή βοήθειας από διερμηνέα κατά την ανάκριση ή την ακρόαση από ανακριτική ή δικαστική αρχή και η χρήση της προφορικής μετάφρασης ή προφορικής σύνοψης βασικών εγγράφων.

    Η υποχρέωση τήρησης αρχείου όσον αφορά την παραίτηση από το δικαίωμα της μετάφρασης προβλέπεται επίσης στις περισσότερες περιπτώσεις. Σε επτά κράτη μέλη, η υποχρέωση τήρησης αρχείου μπορεί να συναχθεί από γενικές διατάξεις σχετικά με την υποχρέωση τήρησης λεπτομερούς αρχείου ή πρακτικών όλων των ενεργειών που πραγματοποιούνται σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας. Ένα κράτος μέλος δεν προβλέπει ειδική υποχρέωση τήρησης αρχείου σε περίπτωση παρουσίας διερμηνέα ή παροχής προφορικής μετάφρασης.

    Όσον αφορά την αρμοδιότητα τήρησης αρχείου, στην πλειοψηφία των κρατών μελών είναι αρμόδιες οι ανακριτικές αρχές κατά το στάδιο της προδικασίας, ενώ κατά τη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου αρμόδιο είναι το τελευταίο - συνήθως το καθήκον αυτό το αναλαμβάνει η γραμματεία του δικαστηρίου.

    4.Συμπεράσματα

    Η οδηγία θεσπίστηκε προκειμένου να καταστεί δυνατή η εφαρμογή ειδικού δικαιώματος στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης, δηλαδή το δικαίωμα των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε μετάφραση και διερμηνεία στην ποινική διαδικασία και τη διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

    H οδηγία έχει σημαντικό αντίκτυπο στην προστασία του υπόπτου ή κατηγορουμένου στα κράτη μέλη, καθιστώντας δυνατή τη συνεπέστερη εφαρμογή των δικαιωμάτων και των εγγυήσεων που προβλέπονται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων μέσω της θέσπισης κοινών ευρωπαϊκών ελάχιστων προτύπων. Η οδηγία συμβάλλει έτσι στη βελτίωση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, όπως προβλέπεται στον οδικό χάρτη για την ενίσχυση των δικονομικών δικαιωμάτων των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες.

    Συνολικά, η οδηγία παρέχει ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία μέσω της αύξησης του επιπέδου προστασίας των πολιτών που συμμετέχουν σε ποινικές διαδικασίες, ιδίως σε ορισμένα κράτη μέλη όπου το δικαίωμα σε μετάφραση και διερμηνεία δεν προϋπήρχε.

    Η έκταση του αντίκτυπου της οδηγίας στα κράτη μέλη ποικίλει ανάλογα με τα υφιστάμενα εθνικά συστήματα ποινικής δικαιοσύνης. Η αξιολόγηση υπογραμμίζει το γεγονός ότι υπάρχουν ακόμη δυσκολίες όσον αφορά βασικές διατάξεις της οδηγίας σε ορισμένα κράτη μέλη. Αυτό ισχύει ιδίως όσον αφορά την επικοινωνία μεταξύ των υπόπτων ή κατηγορουμένων και των συνηγόρων τους, τη μετάφραση ουσιωδών εγγράφων και τα έξοδα διερμηνείας και μετάφρασης.

    Η αξιολόγηση δείχνει επίσης ότι δεν υπάρχει επί του παρόντος ανάγκη αναθεώρησης της οδηγίας, αλλά ότι η εφαρμογή της μπορεί να βελτιωθεί περαιτέρω στην πράξη. Η Επιτροπή θα συνεχίσει να αξιολογεί τη συμμόρφωση των κρατών μελών με την οδηγία και θα λάβει κάθε κατάλληλο μέτρο για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις διατάξεις της σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

    (1)

    ΕΕ L 280 της 26.10 2010, σ. 1.

    (2)

    ΕΕ C 326 της 26.10.2012, σ. 47.

    (3)

    ΕΕ C 326 της 26.10.2012, σ. 392.

    (4)

    Ψήφισμα του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για έναν οδικό χάρτη για την ενίσχυση των δικονομικών δικαιωμάτων των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες, ΕΕ C 295 της 4.12.2009, σ. 1.

    (5)

    Οδηγία 2012/13/ΕΕ σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, ΕΕ L 142 της 1.6.2012, σ. 1.

    (6)

    Οδηγία 2013/48/ΕΕ σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας, ΕΕ L 294 της 6.11.2013, σ. 1.

    (7)

    Οδηγία (ΕΕ) 2016/343 για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, ΕΕ L 65 της 11.3.2016, σ. 1.

    (8)

    Οδηγία (ΕΕ) 2016/800 σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, ΕΕ L 132 της 21.5.2016, σ. 1.

    (9)

    Οδηγία (ΕΕ) 2016/1919 σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ΕΕ L 297 της 4.11.2016, σ. 1.

    (10)

    Μέχρι στιγμής, το ΔΕΕ έχει ερμηνεύσει την οδηγία 2010/64/ΕΕ σε τρεις περιπτώσεις. Βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2015, Covaci, C-216/14· ΔΕΕ, απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh, C-25/15· ΔΕΕ, απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2017, Sleutjes, C‑278/16.

    (11)

     Μελέτη του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA), με τίτλο «Rights of suspected and accused persons across the EU: translation, interpretation and information», Νοέμβριος 2016. Διατίθεται στον δικτυακό τόπο:  http://fra.europa.eu/en/publication/2016/rights-suspected-and-accused-persons-across-eu-translation-interpretation-and

    (12)

    Βλ. τη μελέτη που εκπονήθηκε από το Συμβούλιο των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ECCB) με τίτλο «TRAINAC — Assessment, good practices and recommendations on the right to interpretation and translation, the right to information and the right of access to a lawyer in criminal proceedings» που δημοσιεύτηκε το 2016. Διατίθεται στον δικτυακό τόπο http://europeanlawyersfoundation.eu/wp-content/uploads/2015/04/TRAINAC-study.pdf . Βλ. επίσης τις μελέτες «Inside Police Custody» και «Inside Police Custody 2», οι οποίες εκπονήθηκαν από το Συμβούλιο Ατομικών Ελευθεριών της Ιρλανδίας το 2014 και το 2018. Διατίθενται στον δικτυακό τόπο: https://intersentia.be/nl/pdf/viewer/download/id/9781780681863_0/ .

    (13)

    Για παράδειγμα, το Λουξεμβούργο μετέφερε την οδηγία μόλις τον Μάρτιο του 2017, ενώ η Λιθουανία κοινοποίησε τον Μάιο του 2017 νέα μέτρα για την ολοκλήρωση της μεταφοράς της οδηγίας.

    (14)

    Οι υποθέσεις που αφορούσαν το Λουξεμβούργο και τη Λιθουανία έκλεισαν τον Ιανουάριο του 2018.

    (15)

    Στην υπόθεση C‑278/16, Sleutjes, το Δικαστήριο έκρινε ότι «η προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο απόφαση η οποία αποσκοπεί στην επιβολή κυρώσεων για ποινικά αδικήματα ήσσονος σημασίας και εκδίδεται από δικαστή κατόπιν απλοποιημένης μονομερούς διαδικασίας, αποτελεί ‘ουσιώδες έγγραφο’, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού» (σκέψη 34), καθώς «αποτελεί, ταυτοχρόνως, έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας και δικαστική απόφαση, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/64» (σκέψη 31).

    Top