Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52017XC0818(02)

    Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα

    C/2017/2616

    ΕΕ C 275 της 18.8.2017, p. 1–39 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    18.8.2017   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 275/1


    Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα

    (2017/C 275/01)

    ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

    Α.

    ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΕΕ 2

    B.

    ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ: ΕΘΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΕ 4

    Γ.

    ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΓΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 6

    1.

    ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 6

    1.1.

    Εισαγωγή 6

    1.2

    Δημόσια συμφέροντα, υποχρεώσεις και δικαιώματα 6

    1.3.

    Διασφάλιση ενεργού ρόλου του κοινού, διαφύλαξη δικαιωμάτων και τήρηση υποχρεώσεων 7

    2.

    ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ 11

    2.1

    Εισαγωγή 11

    2.2

    Αιτήσεις παροχής περιβαλλοντικών πληροφοριών και δικαίωμα ενημέρωσης 11

    2.3

    Ειδικές δραστηριότητες που υπόκεινται σε απαιτήσεις συμμετοχής του κοινού 12

    2.4

    Αιτήσεις ανάληψης δράσης βάσει των κανόνων περιβαλλοντικής ευθύνης 16

    2.5

    Άλλο αντικείμενο, όπως εθνική νομοθεσία εφαρμογής, γενικές κανονιστικές πράξεις, σχέδια και προγράμματα και παρεκκλίσεις 16

    3.

    ΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ 19

    3.1

    Εισαγωγή 19

    3.2

    Πιθανοί λόγοι άσκησης δικαστικού ελέγχου 20

    3.3

    Ένταση του ελέγχου/κριτήριο δικαστικού ελέγχου 22

    4.

    ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΕΠΑΝΟΡΘΩΣΗ 27

    4.1

    Εισαγωγή 27

    4.2

    Επανόρθωση σε περίπτωση διαδικαστικών πλημμελειών ήσσονος σημασίας 27

    4.3

    Αναστολή, ανάκληση ή ακύρωση παράνομων αποφάσεων ή πράξεων, συμπεριλαμβανομένης της μη εφαρμογής νομοθετικών και κανονιστικών πράξεων 28

    4.4

    Εντολές λήψης παραλειφθέντων μέτρων 29

    4.5

    Αποκατάσταση παράνομης ζημίας λόγω παράνομης απόφασης, πράξης ή παράλειψης 29

    4.6

    Προσωρινά μέτρα 30

    5.

    ΔΑΠΑΝΕΣ 31

    5.1

    Εισαγωγή 31

    5.2

    Κριτήρια για την αξιολόγηση του απαγορευτικού χαρακτήρα των δαπανών 32

    5.3

    Νομική συνδρομή 34

    6.

    ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ, ΕΓΚΑΙΡΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ 34

    7.

    ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ 35

    Δ.

    ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 36
    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I 37
    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II 38

    Α.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΕΕ

    1.

    Το περιβάλλον έχει ζωτική σημασία για εμάς και αποτελεί κοινή μας κληρονομιά. Η διατήρηση, η προστασία και η βελτίωση του περιβάλλοντος συνιστά κοινή ευρωπαϊκή αξία, το δε περιβαλλοντικό δίκαιο της ΕΕ θεσπίζει ένα κοινό πλαίσιο υποχρεώσεων για τις δημόσιες αρχές, και δικαιωμάτων για τους πολίτες.

    2.

    Στην ανακοίνωση με τίτλο «Καλύτερη εφαρμογή για καλύτερα αποτελέσματα» (1) που εξέδωσε πρόσφατα η Επιτροπή τονίζεται ότι, όταν οι υποχρεώσεις ή τα δικαιώματα που απορρέουν από το δίκαιο της ΕΕ θίγονται σε εθνικό επίπεδο, πρέπει να παρέχεται πρόσβαση στα εθνικά δικαστήρια σύμφωνα με την αρχή της πραγματικής δικαστικής προστασίας που προβλέπεται στις Συνθήκες της ΕΕ και σύμφωνα με τις απαιτήσεις που κατοχυρώνονται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    3.

    Το δίκαιο της ΕΕ αναγνωρίζει ότι, στον τομέα του περιβάλλοντος, η πρόσβαση στη δικαιοσύνη πρέπει να αντικατοπτρίζει τα εμπλεκόμενα δημόσια συμφέροντα.

    4.

    Η σύμβαση του Aarhus (Ώρχους) για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (2) («σύμβαση του Aarhus») προβλέπει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, φυσικά και νομικά πρόσωπα (όπως μη κυβερνητικές οργανώσεις, «ΜΚΟ») μπορούν να προσφύγουν σε δικαστήριο ή άλλο αμερόληπτο φορέα με σκοπό την επανεξέταση πράξεων ή παραλείψεων δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων (3). Η εν λόγω σύμβαση έχει κυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη και από την ΕΕ (4).

    5.

    Πέραν του ότι εκπληρώνει μια διεθνή δέσμευση, η διασφάλιση της πρόσβασης φυσικών προσώπων και ΜΚΟ στη δικαιοσύνη δυνάμει της εν λόγω σύμβασης αποτελεί επίσης σημαντικό μέσο βελτίωσης της εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ από τα κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται παρέμβαση της Επιτροπής.

    6.

    Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 (κανονισμός του Aarhus) εφαρμόζει τη σύμβαση του Aarhus στα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της ΕΕ. Όσον αφορά τα κράτη μέλη, ορισμένες πράξεις της παράγωγης νομοθεσίας της ΕΕ περιέχουν ρητές διατάξεις για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τις αντίστοιχες διατάξεις της σύμβασης (5).

    7.

    Εκτός του πεδίου εφαρμογής της εναρμονισμένης παράγωγης νομοθεσίας της ΕΕ, οι ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις των κρατών μελών σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα διαφέρουν σημαντικά (6). Από την πλευρά του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΔΕΕ») έχει εκδώσει σημαντικές αποφάσεις με τις οποίες αποσαφηνίζονται οι απαιτήσεις της ΕΕ σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, τόσο εντός όσο και εκτός του πλαισίου της εναρμονισμένης παράγωγης νομοθεσίας. Υφίσταται, επομένως, πλούσια και εξαιρετικά χρήσιμη νομολογία του ΔΕΕ σχετικά με όλες τις πτυχές του θέματος.

    8.

    Στο πλαίσιο αυτό, έχουν διαπιστωθεί ορισμένα προβλήματα:

    Τα φυσικά πρόσωπα και οι ΜΚΟ επηρεάζονται δυσμενώς από εμπόδια στην πρόσβαση σε εθνικά δικαστήρια. Έτσι εξηγείται το πλήθος των προδικαστικών παραπομπών που έχουν υποβληθεί στο ΔΕΕ από διάφορα εθνικά δικαστήρια, με τις οποίες ζητείται να διευκρινιστεί κατά πόσον, και υπό ποιες προϋποθέσεις, πρέπει να παρέχεται πρόσβαση. Το κοινό επηρεάζεται πιο έμμεσα, όταν η αναποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη οδηγεί σε πλημμελή εφαρμογή, π.χ. ανθυγιεινά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης λόγω διοικητικής αδράνειας.

    Ο φόρτος αυξάνεται για τις δημόσιες διοικήσεις και τα εθνικά δικαστήρια λόγω ένδικων διαφορών που εστιάζονται σε ζητήματα σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Η παροχή μεγαλύτερης σαφήνειας, βάσει της υφιστάμενης νομολογίας του ΔΕΕ, αναμένεται να συμβάλει στην αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, καθώς και στην απονομή της δικαιοσύνης.

    Οι επιχειρήσεις επηρεάζονται αρνητικά από τις καθυστερήσεις στις διοικητικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων που σχετίζονται με παρατεταμένες ένδικες διαφορές λόγω της ασάφειας των κανόνων πρόσβασης στη δικαιοσύνη, όπως είναι οι κανόνες που αφορούν τη νομιμοποίηση και το πεδίο εφαρμογής του δικαστικού ελέγχου. Παρότι τα εθνικά δικαστήρια καλύπτουν ολοένα και περισσότερο τα κενά στο εθνικό δικονομικό δίκαιο, ιδίως στον τομέα της νομιμοποίησης, δεν μπορούν να παράσχουν τη σαφήνεια και την προβλεψιμότητα που απαιτούνται για τον προσανατολισμό των επενδυτικών αποφάσεων επειδή οι αποφάσεις τους αφορούν συγκεκριμένες υποθέσεις.

    Ο χρόνος και η σαφήνεια του νομικού πλαισίου έχουν ιδιαίτερη σημασία για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις («ΜΜΕ»), οι οποίες δεν μπορούν να επωμισθούν το κόστος των αδικαιολόγητα χρονοβόρων διαδικασιών αδειοδότησης και την αβεβαιότητα όσον αφορά τους κινδύνους και το πεδίο των ένδικων διαφορών. Οι επιχειρήσεις πλήττονται επίσης όταν η αναποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη συμβάλλει είτε στο να μην εξασφαλίζεται για τις ίδιες το καθαρό περιβάλλον από το οποίο πολλές από αυτές εξαρτώνται, είτε στο να μην πραγματοποιούν οι κυβερνήσεις επενδύσεις που ευνοούν την πράσινη οικονομία.

    9.

    Αφού εξέτασε αρκετές εναλλακτικές δυνατότητες, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η έκδοση ερμηνευτικής ανακοίνωσης σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (δηλαδή η παρούσα ανακοίνωση) αποτελεί το πλέον κατάλληλο και αποτελεσματικό μέσο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Συγκεντρώνοντας το σύνολο της πλούσιας υφιστάμενης νομολογίας του ΔΕΕ και συνάγοντας προσεκτικά συμπεράσματα από αυτή, η ανακοίνωση θα παράσχει σημαντικές αποσαφηνίσεις και θα αποτελέσει πηγή αναφοράς: για τις εθνικές διοικητικές αρχές που είναι αρμόδιες για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής του περιβαλλοντικού δικαίου της ΕΕ· για τα εθνικά δικαστήρια, τα οποία εγγυώνται την τήρηση του δικαίου της ΕΕ και είναι αρμόδια να υποβάλλουν στο ΔΕΕ ερωτήματα σχετικά με το κύρος και την ερμηνεία του δικαίου της ΕΕ· για το κοινό, και ειδικότερα για φυσικά πρόσωπα και περιβαλλοντικές ΜΚΟ, οι οποίες διαδραματίζουν ρόλο προάσπισης του δημόσιου συμφέροντος· και για τους οικονομικούς φορείς, οι οποίοι έχουν επίσης συμφέρον να εξασφαλίζεται προβλέψιμη εφαρμογή της νομοθεσίας. Η απλουστευμένη διαδικασία έκδοσης ενός εγγράφου θα μπορούσε να διευκολύνει την Επιτροπή ώστε να παρουσιάσει μια αποτελεσματική πρωτοβουλία βραχυπρόθεσμα.

    10.

    Η επιλογή να συνεχίσει κατά τη «συνήθη πρακτική» και να στηριχτεί αποκλειστικά και μόνο στην εξέλιξη της νομολογίας του ΔΕΕ δεν θεωρήθηκε πρόσφορη, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών που προσδιορίστηκαν. Επίσης, η νομοθετική επιλογή με τη μορφή ειδικής νομικής πράξης για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη δεν επιδιώχθηκε περαιτέρω λόγω της πρότερης εμπειρίας από άλλη πρόταση της Επιτροπής του 2003 (7), η οποία παρέμεινε στο Συμβούλιο για πάνω από μια δεκαετία χωρίς να επιτευχθεί συμφωνία ή να διαφαίνεται τέτοια προοπτική (8). Τέλος, μια τομεακή νομοθετική προσέγγιση επικεντρωμένη στην προσθήκη διατάξεων σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε τομείς στους οποίους έχουν προσδιοριστεί ειδικές προκλήσεις (όπως η φύση, τα ύδατα, τα απόβλητα και ο αέρας) δεν θα ήταν χρήσιμη βραχυπρόθεσμα και, σε κάθε περίπτωση, ο νομοθέτης της ΕΕ δεν φαίνεται να είναι επί του παρόντος θετικά διακείμενος σε προς αυτή (9).

    11.

    Η παρούσα ανακοίνωση βασίζεται σε διατάξεις του δικαίου της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, και στη νομολογία του ΔΕΕ. Εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους το κοινό μπορεί να προσβάλλει αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις δημόσιων αρχών ενώπιον δικαστηρίου ή παρόμοιου οργάνου, με αναφορά στη νομιμοποίηση, στην ένταση του ελέγχου και στα μέσα έννομης προστασίας που πρέπει να παρέχει το εθνικό δικαστήριο, καθώς και αρκετές άλλες διασφαλίσεις. Με τον τρόπο αυτό, παρέχεται σαφής εικόνα των στοιχείων που απαιτούνται σε εθνικό επίπεδο για τη συμμόρφωση με τις εν λόγω απαιτήσεις.

    12.

    Σε περίπτωση που τα κράτη μέλη πρέπει να λάβουν μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης, θα επικουρούνται στο έργο τους για την υλοποίηση των αναγκαίων μεταβολών, μεταξύ άλλων, μέσω ανταλλαγών στο πλαίσιο της πρόσφατα θεσπισθείσας επισκόπησης της εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας («ΕΕΠΝ») (10). Στις 6 Φεβρουαρίου 2017, η Επιτροπή δημοσίευσε την πρώτη συνολική επισκόπηση του τρόπου εφαρμογής στην πράξη των περιβαλλοντικών πολιτικών και νομοθετικών πράξεων της ΕΕ. Η επισκόπηση κατέδειξε ότι οι περιβαλλοντικές πολιτικές και νομοθετικές πράξεις έχουν αποτέλεσμα, αλλά υπάρχουν μεγάλα κενά όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο τίθενται σε εφαρμογή σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τα πλέον κρίσιμα κενά στην εφαρμογή στα κράτη μέλη της ΕΕ διαπιστώνονται στους τομείς πολιτικής της διαχείρισης των αποβλήτων, της φύσης και της βιοποικιλότητας, της ποιότητας του αέρα, καθώς και της ποιότητας και της διαχείρισης των υδάτων. Η ανακοίνωση για την ΕΕΠΝ και οι 28 συγκεκριμένες ανά χώρα εκθέσεις έθεσαν τις βάσεις για την υιοθέτηση μιας θετικής και εποικοδομητικής προσέγγισης όσον αφορά τη βελτίωση της εφαρμογής της νομοθεσίας της ΕΕ, και η παρούσα ανακοίνωση αποτελεί σημαντικό συμπλήρωμα της προσέγγισης αυτής.

    13.

    Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις ισχύουσες νομικές απαιτήσεις βάσει του κεκτημένου της ΕΕ, η Επιτροπή θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί τις διαδικασίες επί παραβάσει για την εξασφάλιση της τήρησής τους.

    14.

    Παρότι επικεντρώνεται στο περιβάλλον, η ανακοίνωση συνδυάζεται με το ευρύτερο έργο της Επιτροπής σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, ιδίως με τον πίνακα αποτελεσμάτων της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης, και σχετικά με την εφαρμογή του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και το πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου (11). Τα αποτελεσματικά συστήματα απονομής δικαιοσύνης διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στον σεβασμό του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Για τον λόγο αυτό, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των εθνικών συστημάτων απονομής δικαιοσύνης αποτελεί μία από τις προτεραιότητες του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, ήτοι του ετήσιου κύκλου συντονισμού της οικονομικής πολιτικής της ΕΕ. Ο πίνακας αποτελεσμάτων της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης βοηθά τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν αποτελεσματικότερη απονομή δικαιοσύνης με την παροχή συγκριτικών στοιχείων σχετικά με την ποιότητα, την αποδοτικότητα και την ανεξαρτησία των εθνικών συστημάτων απονομής δικαιοσύνης (12). Στην ανακοίνωσή της του 2014, η Επιτροπή θέσπισε ένα νέο πλαίσιο για την αντιμετώπιση συστημικών απειλών κατά του κράτους δικαίου σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη της ΕΕ (13). Ο σεβασμός του κράτους δικαίου αποτελεί προαπαιτούμενο για την προστασία όλων των θεμελιωδών αξιών που αναφέρονται στις Συνθήκες, συμπεριλαμβανομένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

    15.

    Το πεδίο της ανακοίνωσης περιορίζεται στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε σχέση με αποφάσεις, πράξεις και παραλείψεις δημόσιων αρχών των κρατών μελών. Δεν εξετάζονται οι ένδικες διαφορές μεταξύ ιδιωτών σε περιβαλλοντικές υποθέσεις (14). Επίσης, η ανακοίνωση δεν διαλαμβάνει τον δικαστικό έλεγχο πράξεων των θεσμικών οργάνων της ΕΕ μέσω του Γενικού Δικαστηρίου, ο οποίος αποτελεί αντικείμενο εξέτασης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 (κανονισμός του Aarhus). Επιπλέον, παρότι η ανακοίνωση εναρμονίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό με τη νομολογία του ΔΕΕ, αρμόδιο για την παροχή οριστικών ερμηνειών είναι μόνο το ίδιο το ΔΕΕ.

    16.

    Εντός των ορίων αυτών, η ανακοίνωση θα συμβάλει στη βελτίωση της εφαρμογής του περιβαλλοντικού δικαίου της ΕΕ στα κράτη μέλη, αποσαφηνίζοντας τους τρόπους με τους οποίους το κοινό μπορεί να στηρίζεται στα εθνικά δικαστήρια, τα οποία είναι συχνά τα πλέον αρμόδια για τον προσδιορισμό κατάλληλων λύσεων, λόγω της εγγύτητάς τους στα πραγματικά περιστατικά και στις περιστάσεις τους. Με τον τρόπο αυτό, η ανακοίνωση θα συνεισφέρει επίσης στο κράτος δικαίου, το οποίο αποτελεί θεμελιώδη αρχή της έννομης τάξης της ΕΕ.

    B.   ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ: ΕΘΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΕ

    17.

    Τα εθνικά δικαστήρια είναι τα δικαστήρια «κοινού δικαίου» για την εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ στο πλαίσιο των νομικών συστημάτων των κρατών μελών (15). Έχουν την εξουσία να επανεξετάζουν αποφάσεις που δεν είναι συμβατές με το δίκαιο της ΕΕ και να διατάσσουν την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης για την προκληθείσα βλάβη (16).

    18.

    Η πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα είναι εγγενές στοιχείο του περιβαλλοντικού δικαίου της ΕΕ και βασίζεται σε θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της οι οποίες αντικατοπτρίζονται στις διατάξεις των Συνθηκών της ΕΕ, της σύμβασης του Aarhus και της παράγωγης νομοθεσίας, όπως ερμηνεύονται στη νομολογία του ΔΕΕ.

    19.

    Το περιβαλλοντικό δίκαιο της ΕΕ περιλαμβάνει νομοθεσία της ΕΕ η οποία συμβάλλει στην επίτευξη των παρακάτω στόχων πολιτικής της ΕΕ στον τομέα του περιβάλλοντος (17), οι οποίοι ορίζονται στο άρθρο 191 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ):

    διατήρηση, προστασία και βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος· προστασία της υγείας του ανθρώπου,

    συνετή και ορθολογική χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων και

    προώθηση, σε διεθνές επίπεδο, μέτρων για την αντιμετώπιση των περιφερειακών ή παγκόσμιων περιβαλλοντικών προβλημάτων, και ιδίως την καταπολέμηση της αλλαγής του κλίματος.

    20.

    Η εν λόγω νομοθεσία δημιουργεί ευρύ φάσμα υποχρεώσεων, τις οποίες πρέπει να τηρούν οι αρμόδιες δημόσιες αρχές στα κράτη μέλη, και έχει εφαρμογή σε πολλές κατηγορίες αποφάσεων, πράξεων και παραλείψεων που εμπίπτουν στον τομέα ευθύνης τους.

    21.

    Τονίζοντας ότι το δίκαιο της ΕΕ αποτελεί διακριτή και αυτοτελή έννομη τάξη, το ΔΕΕ έχει υποστηρίξει και αναπτύξει γενικές αρχές —όπως οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (18)— για τον ορισμό και την υποστήριξή της, αναγνωρίζοντας παράλληλα τη δικονομική αυτοτέλεια των κρατών μελών (19), δηλαδή την εξουσία που διαθέτουν όσον αφορά τον καθορισμό των οικείων λεπτομερών δικονομικών απαιτήσεων.

    22.

    Το κράτος δικαίου περιλαμβάνει την πραγματική δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει το δίκαιο της ΕΕ. Αυτό αντικατοπτρίζεται στο πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ. Το άρθρο 19 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης». Επιπλέον, όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της ΕΕ, τα κράτη μέλη δεσμεύονται, από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το οποίο κατοχυρώνει στην πρώτη παράγραφό του το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και ορίζει ότι «[κ]άθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο». Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 19 παράγραφος 1 της ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη εφαρμόζονται μόνο στον τομέα του δικαίου της ΕΕ. Το άρθρο 47 του Χάρτη αντιστοιχεί στα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), με τα οποία κατοχυρώνονται, αντίστοιχα, το δικαίωμα στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής.

    23.

    Η πραγματική δικαστική προστασία συνδέεται στενά με την ομοιόμορφη ερμηνεία του δικαίου της ΕΕ από το ΔΕΕ και τη δυνατότητα —και ενίοτε την υποχρέωση— των εθνικών δικαστηρίων να υποβάλλουν στο ΔΕΕ ερωτήματα σχετικά με το κύρος και την ερμηνεία πράξεων των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της ΕΕ μέσω προδικαστικής παραπομπής βάσει του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ. Ο ρόλος του άρθρου 267 μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω εάν η πρόσβαση στα εθνικά δικαστήρια είναι αδύνατη ή καθίσταται υπερβολικά δυσχερής.

    24.

    Έπειτα από την κύρωσή της από την ΕΕ και την έναρξη ισχύος της, η σύμβαση του Aarhus αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της έννομης τάξης της ΕΕ και δεσμεύει τα κράτη μέλη βάσει των διατάξεων του άρθρου 216 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ (20). Συνεπώς, στο πλαίσιο της ίδιας έννομης τάξης, το ΔΕΕ είναι καταρχήν αρμόδιο να αποφαίνεται προδικαστικώς επί της ερμηνείας της ως άνω συμφωνίας (21).

    25.

    Στόχος των συμβαλλόμενων μερών της σύμβασης είναι «να συμβάλουν στην προστασία του δικαιώματος κάθε ατόμου από τις παρούσες και μελλοντικές γενεές να ζει σε περιβάλλον κατάλληλο για την υγεία και την ευημερία του» (22). Προς τον σκοπό αυτό, η σύμβαση επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη την υποχρέωση να εξασφαλίζουν τρεις ευρείες κατηγορίες δικαιωμάτων των πολιτών και των ενώσεών τους, και ειδικότερα τα δικαιώματα της πρόσβασης σε πληροφορίες, της συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων και της πρόσβασης στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα.

    26.

    Η πρόσβαση στη δικαιοσύνη εξετάζεται στο άρθρο 9 της σύμβασης. Με τη διάρθρωσή της, η συγκεκριμένη διάταξη αντικατοπτρίζει τους τρεις προαναφερόμενους «πυλώνες» της σύμβασης και αναδεικνύει το γεγονός ότι τα δικαιώματα πρόσβασης στη δικαιοσύνη είναι συνοδευτικά και υποστηρικτικά άλλων δικαιωμάτων (23). Στον οδηγό για την εφαρμογή της σύμβασης του Aarhus (24), τον οποίο δημοσίευσε η γραμματεία της σύμβασης του Aarhus, παρέχεται στα συμβαλλόμενα μέρη περαιτέρω καθοδήγηση σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή των απαιτήσεων της σύμβασης, αλλά δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι «ο οδηγός αυτός δεν έχει εντούτοις καμία δεσμευτική δύναμη και δεν χαρακτηρίζεται από την κανονιστική ισχύ των διατάξεων της Συμβάσεως» (25).

    27.

    Το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι, προς διασφάλιση αποτελεσματικής ένδικης προστασίας στους τομείς οι οποίοι εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης για το περιβάλλον, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να ερμηνεύει το εθνικό του δίκαιο κατά τρόπον συνάδοντα, στο μέτρο του δυνατού, με τους σκοπούς που τίθενται στη σύμβαση του Aarhus (26).

    28.

    Η ΕΕ έχει εκδώσει νομοθεσία για το περιβάλλον, η οποία περιέχει ρητές απαιτήσεις όσον αφορά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη (27).

    29.

    Η πλούσια νομολογία του ΔΕΕ σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα είναι πρωτίστως αποτέλεσμα προδικαστικών παραπομπών από εθνικά δικαστήρια βάσει του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ. Σημαντικός αριθμός των εν λόγω προδικαστικών παραπομπών αφορούν διατάξεις για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη που περιλαμβάνονται στην παράγωγη νομοθεσία. Υπάρχουν επίσης υποθέσεις στις οποίες αναδεικνύεται η σημασία των γενικών αρχών του δικαίου της ΕΕ —ειδικότερα της αρχής της αποτελεσματικότητας (28).

    30.

    Τα προαναφερθέντα περιγράφουν το γενικό πλαίσιο της ΕΕ όσον αφορά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα στα κράτη μέλη. Μολονότι το πλαίσιο θεσπίστηκε σε επίπεδο ΕΕ, εφαρμόζεται πρακτικά και αποκτά νόημα στο επίπεδο των κρατών μελών, και ιδίως των εθνικών δικαστηρίων.

    Γ.   ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΓΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

    1.   ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

    1.1   Εισαγωγή

    Σκοπός της πρόσβασης στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα είναι η παροχή της δυνατότητας σε φυσικά πρόσωπα και στις ενώσεις τους να ασκούν τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζει το περιβαλλοντικό δίκαιο της ΕΕ. Συμβάλλει επίσης στη διασφάλιση της επίτευξης των στόχων και των υποχρεώσεων που προβλέπει η περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ.

    31.

    Βάσει του δικαίου της ΕΕ, η πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα συνίσταται σε ένα σύνολο υποστηρικτικών δικαιωμάτων το οποίο εξυπηρετεί δύο σκοπούς. Παρέχει σε φυσικά πρόσωπα και στις ενώσεις τους τη δυνατότητα να ασκούν τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζει το δίκαιο της ΕΕ και συντελεί στη διασφάλιση της επίτευξης των στόχων και των υποχρεώσεων που προβλέπει η περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ (29).

    1.2   Δημόσια συμφέροντα, υποχρεώσεις και δικαιώματα

    Στόχος της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ είναι να διασφαλίζει γενικά δημόσια συμφέροντα, όπως ο καθαρός αέρας, οι ασφαλείς και επαρκείς υδάτινοι πόροι και η υγιής βιοποικιλότητα. Η ενεργός συμμετοχή του κοινού αποτελεί συνοδευτικό δημόσιο περιβαλλοντικό συμφέρον το οποίο υποστηρίζει τα προαναφερθέντα δημόσια συμφέροντα.

    32.

    Θεσπίζοντας νομοθεσία για τη διατήρηση, την προστασία και τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος, ο νομοθέτης της ΕΕ θέσπισε σε μεγάλο βαθμό νομοθεσία για την προστασία γενικών δημόσιων συμφερόντων, όπως ο καθαρός αέρας, οι ασφαλείς και επαρκείς υδάτινοι πόροι, η υγιής βιοποικιλότητα και η αποφυγή δημιουργίας αποβλήτων. Πρόκειται για γενικά δημόσια συμφέροντα διότι από αυτά εξαρτάται η κοινωνική ευημερία.

    33.

    Στα μέτρα που θέσπισε ο νομοθέτης της ΕΕ για τη διασφάλιση των γενικών αυτών δημόσιων συμφερόντων συγκαταλέγονται τα ακόλουθα:

    δεσμευτικοί στόχοι και υποχρεώσεις για την περιβαλλοντική ποιότητα, που πρέπει να τηρούνται από τα κράτη μέλη (30)·

    καθήκοντα των κρατών μελών όσον αφορά την παρακολούθηση της κατάστασης του περιβάλλοντος (31)·

    υποχρεώσεις των δημόσιων αρχών να εκπονούν σχέδια και προγράμματα για τη μείωση της ρύπανσης και των αποβλήτων (32)·

    απαιτήσεις άσκησης ορισμένων δραστηριοτήτων μόνον κατόπιν εξασφάλισης άδειας ή συγκατάθεσης από δημόσια αρχή (33)· και

    απαιτήσεις διενέργειας περιβαλλοντικών εκτιμήσεων πριν από τη χορήγηση συγκατάθεσης για ορισμένους τύπους σχεδίων και έργων (34).

    Τα μέτρα αυτά πρέπει να συμπληρώνονται σε επίπεδο κρατών μελών με εθνική νομοθεσία εφαρμογής και γενικές κανονιστικές πράξεις, καθώς και με μεμονωμένες αποφάσεις και πράξεις δημόσιων αρχών.

    34.

    Μέσω σειράς ενεργειών από τη δεκαετία του 1980, η ΕΕ θέσπισε επίσης μέτρα για την αναγνώριση επικουρικού δημόσιου συμφέροντος, το οποίο συνίσταται στην ενεργό συμμετοχή του κοινού στα εν λόγω μέτρα (35). Το ΔΕΕ έχει επισημάνει τη σύνδεση μεταξύ της πρόσβασης στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα και «της γενικότερης βούλησης του νομοθέτη της Ένωσης να συμβάλλει στη διατήρηση, την προστασία και τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος και να ενεργοποιήσει το κοινό ώστε να δραστηριοποιηθεί προς αυτή την κατεύθυνση» (36).

    1.3   Διασφάλιση ενεργού ρόλου του κοινού, διαφύλαξη δικαιωμάτων και τήρηση υποχρεώσεων

    Τα δημόσια και άλλα συμφέροντα που προσδιορίζονται στο περιβαλλοντικό δίκαιο της ΕΕ, καθώς και οι συναφείς υποχρεώσεις των δημόσιων αρχών, συνεπάγονται δικονομικά και ουσιαστικά δικαιώματα για τα φυσικά πρόσωπα και τις ενώσεις τους. Τα δικαιώματα αυτά πρέπει να προστατεύονται από τα εθνικά δικαστήρια.

    35.

    Το ΔΕΕ έχει αναγνωρίσει ότι τα προαναφερόμενα δημόσια συμφέροντα και οι υποχρεώσεις των δημόσιων αρχών συνεπάγονται δικαιώματα για τα φυσικά πρόσωπα και τις ενώσεις τους, τα οποία πρέπει να προστατεύονται από τα εθνικά δικαστήρια. Τα εν λόγω δικαιώματα είναι τόσο δικονομικού όσο και ουσιαστικού χαρακτήρα. Είναι δυνατή η ταυτόχρονη άσκηση διαφόρων δικονομικών και ουσιαστικών δικαιωμάτων, όπως σε περίπτωση που μια απόφαση, πράξη ή παράλειψη δημόσιας αρχής αφορά ζητήματα συμμετοχής του κοινού, καθώς και την εκπλήρωση ουσιαστικών υποχρεώσεων στο πλαίσιο της προστασίας του περιβάλλοντος.

    36.

    Στην υπόθεση LZ II, το ΔΕΕ αποφάνθηκε στο πλαίσιο της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους, ότι «θα ήταν ασυμβίβαστος προς το δεσμευτικό αποτέλεσμα που το άρθρο 288 ΣΛΕΕ αναγνωρίζει σε μια οδηγία ο καταρχήν αποκλεισμός της δυνατότητας επικλήσεως από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα των υποχρεώσεων τις οποίες αυτή επιβάλλει» (37).

    37.

    Η κρίση αυτή υπογραμμίζει το γεγονός ότι το σκεπτικό όσον αφορά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα περιλαμβάνει την ανάγκη διασφάλισης της τήρησης των υποχρεώσεων που δημιουργεί το περιβαλλοντικό δίκαιο της ΕΕ. Ωστόσο, οι προϋποθέσεις για την προσφυγή ενώπιον εθνικού δικαστηρίου ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με το ποιος θεωρείται ότι είναι ο ενδιαφερόμενος. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των περιβαλλοντικών ΜΚΟ και των φυσικών προσώπων.

    Οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που προβλέπει το περιβαλλοντικό δίκαιο της ΕΕ και απολαμβάνουν ευρύ δικαίωμα προστασίας του περιβάλλοντος, το οποίο πρέπει να επιβεβαιώνουν τα εθνικά δικαστήρια.

    38.

    Η συμμετοχή του κοινού θεωρείται ότι καλύπτει τον ρόλο τόσο των φυσικών προσώπων όσο και των ενώσεών τους (38). Πράγματι, στη νομολογία του ΔΕΕ αναγνωρίζεται ότι οι περιβαλλοντικές ενώσεις —«περιβαλλοντικές μη κυβερνητικές οργανώσεις ή περιβαλλοντικές ΜΚΟ»— διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το περιβαλλοντικό δίκαιο της ΕΕ.

    39.

    Στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση LZ I (γνωστή επίσης ως «σλοβακική φαιά αρκούδα»), το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι «στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να ερμηνεύσει, στο μέτρο του δυνατού, το δικονομικό δίκαιο περί των προϋποθέσεων από τις οποίες εξαρτάται η άσκηση διοικητικής ή ένδικης προσφυγής σύμφωνα τόσο με τους σκοπούς του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Ώρχους όσο και τον σκοπό της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ένωσης ώστε ένωση προστασίας του περιβάλλοντος, όπως η zoskupenie, να μπορεί να προσβάλει ενώπιον δικαστηρίου απόφαση ληφθείσα κατόπιν διοικητικής διαδικασίας, ενδεχομένως αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης για το περιβάλλον» (39).

    40.

    Η απόφαση που εξέδωσε το ΔΕΕ στην υπόθεση LZ I είναι επίσης αξιοσημείωτη διότι αφορούσε απόφαση δημόσιας αρχής να επιτρέψει τη θήρα της φαιάς αρκούδας κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις για την προστασία ειδών που προβλέπονται στην οδηγία 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους. Οι διατάξεις της οδηγίας για την προστασία των ειδών δεν αποσκοπούν στην προστασία φυσικών προσώπων, αλλά στην προστασία του περιβάλλοντος, και τούτο υπέρ του γενικού συμφέροντος του κοινού. Ως εκ τούτου, το ΔΕΕ αναγνώρισε ότι η προσφεύγουσα περιβαλλοντική ΜΚΟ είχε δικαίωμα το οποίο έπρεπε να τύχει δικαστικής προστασίας στην προκειμένη περίπτωση και συνίστατο ειδικότερα στην εκτέλεση των διατάξεων της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους.

    41.

    Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στον τομέα της προστασίας της φύσης, δεδομένου ότι, στον συγκεκριμένο τομέα, ενδέχεται να είναι δύσκολο να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις δημόσιων αρχών μπορούν να θίγουν συγκεκριμένα δικαιώματα φυσικών προσώπων, όπως τα δικαιώματα που αφορούν την ανθρώπινη υγεία.

    42.

    Η θέση του ΔΕΕ στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση LZ I συνάδει επίσης με την έβδομη, τη δέκατη τρίτη και τη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της σύμβασης του Aarhus, οι οποίες αναγνωρίζουν τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ στην προστασία του περιβάλλοντος. Επιπλέον, η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση LZ I δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση. Είναι συνεπής με την προγενέστερη απόφαση που εξέδωσε το ΔΕΕ στην υπόθεση Janecek, σύμφωνα με την οποία τα νομικά πρόσωπα, όπως και τα φυσικά πρόσωπα, μπορούν να επικαλούνται την περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ που αποσκοπεί στην προστασία της ανθρώπινης υγείας (40).

    43.

    Επιπλέον του δικαιώματος των περιβαλλοντικών ΜΚΟ που αναγνώρισε το ΔΕΕ στις αποφάσεις που εξέδωσε στην υπόθεση LZ I και στην υπόθεση Janecek (41), διάφορες νομοθετικές πράξεις της ΕΕ αναγνωρίζουν τον ρόλο των περιβαλλοντικών ΜΚΟ παρέχοντας σε αυτές de lege νομιμοποίηση για ειδικές δραστηριότητες που προϋποθέτουν τη συμμετοχή του κοινού, καθώς και σε περιπτώσεις περιβαλλοντικής ζημίας. Οι εν λόγω πράξεις εξετάζονται αναλυτικότερα στην ενότητα Γ.2.

    Το περιβαλλοντικό δίκαιο της ΕΕ αναγνωρίζει στα φυσικά πρόσωπα δικονομικά και ουσιαστικά δικαιώματα. Αυτά αφορούν ειδικότερα την υποχρέωση των δημόσιων αρχών να εφαρμόζουν με ορθό τρόπο διαδικασίες που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της συμμετοχής του κοινού, καθώς και διατάξεις που αφορούν την ανθρώπινη υγεία και την ιδιοκτησία.

    α)   Δικονομικά δικαιώματα

    44.

    Το «κοινό», κατά το άρθρο 2 παράγραφος 4 της σύμβασης του Aarhus, περιλαμβάνει και φυσικά πρόσωπα, τα οποία διαδραματίζουν επίσης αναγνωρισμένο ρόλο στη διατήρηση, την προστασία και τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος. Ωστόσο, το δικαίωμα επίκλησης ενώπιον εθνικού δικαστηρίου των υποχρεώσεων που επιβάλλει στις εθνικές αρχές το περιβαλλοντικό δίκαιο της ΕΕ μπορεί να περιορίζεται από το εθνικό δίκαιο σε περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να αποδειχθεί επαρκές συμφέρον ή προσβολή δικαιωμάτων (42) . Επομένως, η πρόσβαση σε εθνικό δικαστήριο μπορεί να περιορίζεται στην επιβολή των διατάξεων οι οποίες όχι μόνο επιβάλλουν υποχρεώσεις στις δημόσιες αρχές, αλλά αναγνωρίζουν επίσης δικαιώματα στα φυσικά πρόσωπα.

    45.

    Τα δικονομικά δικαιώματα αφορούν συνήθως τη συμμετοχή του κοινού. Κατά κανόνα συνδέονται με τις πρακτικές ρυθμίσεις βάσει των οποίων η δημόσια αρχή ενημερώνει το κοινό για τη σχεδιαζόμενη απόφαση, λαμβάνει και συνεκτικά παρατηρήσεις και ανακοινώνει δημόσια την απόφασή της. Στη σύμβαση του Aarhus, η συμμετοχή του κοινού προβλέπεται:

    σε αποφάσεις για ειδικές δραστηριότητες (43)·

    όσον αφορά σχέδια, προγράμματα και πολιτικές σχετικά με το περιβάλλον (44) και

    κατά την προπαρασκευή εκτελεστικών κανονισμών ή/και νομικώς δεσμευτικών κανονιστικών πράξεων γενικής εφαρμογής (45).

    46.

    Ρητές διατάξεις για τη συμμετοχή του κοινού περιέχονται κυρίως —αλλά όχι μόνο— στις ακόλουθες περιβαλλοντικές οδηγίες της ΕΕ: οδηγία 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και οδηγία 2010/75/ΕΕ για τις βιομηχανικές εκπομπές· οδηγία 2003/35/ΕΚ για τη συμμετοχή του κοινού· και οδηγία 2001/42/ΕΚ για τη στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση. Από την άλλη πλευρά, στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση LZ II, το ΔΕΕ ερμήνευσε διασταλτικά, και σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους, τις απαιτήσεις περί υποχρεωτικής συμμετοχής του κοινού που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) της σύμβασης του Aarhus.

    47.

    Επιπλέον, όπως επισήμανε το ΔΕΕ στην υπόθεση Kraaijeveld, σκοπός των δικονομικών δικαιωμάτων είναι να διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου της ΕΕ: «Ειδικότερα στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες οι κοινοτικές αρχές υποχρεώνουν, μέσω της οδηγίας, τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, η πρακτική αποτελεσματικότητα της πράξεως αυτής θα εξασθενούσε αν δεν επιτρεπόταν στους ιδιώτες να την επικαλούνται ενώπιον των δικαστηρίων (46).». Η συγκεκριμένη συμπεριφορά που αναφέρεται στην ως άνω υπόθεση αφορούσε τη διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η οποία περιλάμβανε δημόσια διαβούλευση. Το ίδιο σκεπτικό διέπει και άλλες διατάξεις του περιβαλλοντικού δικαίου που απαιτούν δημόσια διαβούλευση, όπως οι διατάξεις που προβλέπονται στην οδηγία 2001/42/ΕΚ για τη στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση (47).

    β)   Ουσιαστικά δικαιώματα

    48.

    Επιπλέον των δικονομικών δικαιωμάτων, το ΔΕΕ δέχθηκε ότι ορισμένες πράξεις της παράγωγης νομοθεσίας της ΕΕ για το περιβάλλον αναγνωρίζουν ουσιαστικά δικαιώματα στα φυσικά πρόσωπα και στις ενώσεις τους.

    49.

    Στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Janecek, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι «σε όλες τις περιπτώσεις όπου η μη τήρηση των μέτρων που απαιτούνται από τις οδηγίες σχετικά με την ποιότητα του αέρα και του ποσίμου ύδατος και που αφορούν την προστασία της δημόσιας υγείας δύναται να θέσει σε κίνδυνο την υγεία επιμέρους προσώπων, τα τελευταία πρέπει να μπορούν να επικαλεστούν τους επιτακτικούς κανόνες που περιέχουν οι οδηγίες αυτές». (48)

    50.

    Το ουσιαστικό δικαίωμα που αναγνωρίζεται στην υπόθεση Janecek —δηλαδή το δικαίωμα προστασίας της ανθρώπινης υγείας μέσω της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ— έχει ευρεία εφαρμογή, και τούτο για δύο λόγους.

    51.

    Πρώτον, στη μεταγενέστερη υπόθεση Stichting Natuur en Milieu (49), το ίδιο το ΔΕΕ εφάρμοσε το ίδιο σκεπτικό στη νομοθεσία για την ποιότητα του αέρα, που λειτουργεί σε επίπεδο ευρύτερο από το τοπικό επίπεδο της υπόθεσης Janecek. Αυτό υποδεικνύει ότι η προστασία της ανθρώπινης υγείας δεν πρέπει να θεωρείται ότι περιορίζεται σε άμεσες, τοπικές απειλές (50).

    52.

    Δεύτερον, στους σκοπούς της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ περιλαμβάνεται συχνά η προστασία της ανθρώπινης υγείας, σύμφωνα με το άρθρο 35 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (51). Η ανθρώπινη υγεία αναφέρεται ειδικώς σε μερικές από τις σημαντικότερες πράξεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ, όπως η οδηγία-πλαίσιο 2008/98/ΕΚ για τα απόβλητα (52), η οδηγία-πλαίσιο 2000/60/ΕΚ για τα ύδατα (53) και η οδηγία (ΕΕ) 2016/2284 για τα εθνικά ανώτατα όρια εκπομπών (54). Επομένως, το σκεπτικό της απόφασης που εξέδωσε το ΔΕΕ στην υπόθεση Janecek μπορεί να έχει εφαρμογή η οποία εκτείνεται μακράν πέραν της νομοθεσίας για την ποιότητα του αέρα και τα πόσιμα ύδατα.

    53.

    Ενδεχόμενη προσβολή δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και η συνεπαγόμενη περιουσιακή ζημία, η οποία είναι απόρροια απόφασης, πράξης ή παράλειψης δημόσιας αρχής που συνιστά παράβαση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, μπορεί επίσης να παρέχει σε φυσικό πρόσωπο το δικαίωμα να επικαλεστεί την περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ ενώπιον δικαστηρίου.

    54.

    Στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Leth, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι «η αποτροπή περιουσιακής ζημίας, στον βαθμό που η ζημία αυτή συνιστά την άμεση οικονομική συνέπεια των επιπτώσεων ενός σχεδίου δημόσιου ή ιδιωτικού έργου στο περιβάλλον, καλύπτεται από τον προστατευτικό σκοπό τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 85/337 [νυν οδηγία 2011/92/ΕΕ]» (55). Το σκεπτικό της απόφασης στην υπόθεση Leth εφαρμόζεται επίσης σε άλλες πράξεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ, όπως η οδηγία 2001/42/ΕΚ για τη στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση.

    55.

    Η περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ δεν καθιερώνει γενικό δικαίωμα σε υγιές και ακέραιο περιβάλλον για κάθε φυσικό πρόσωπο. Ωστόσο, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να έχει αποκτήσει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το περιβάλλον για συγκεκριμένη οικονομική ή μη κερδοσκοπική δραστηριότητα. Σχετικό παράδειγμα θα μπορούσε να αποτελεί ένα χορηγηθέν και κεκτημένο δικαίωμα αλιείας σε προκαθορισμένα ύδατα (56). Αυτό μπορεί να συνεπάγεται την ανάγκη άσκησης προσφυγής κατά απόφασης, πράξης ή παράλειψης, η οποία έχει αντίκτυπο στο συγκεκριμένο χορηγηθέν δικαίωμα χρήσης του περιβάλλοντος.

    56.

    Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τη νομοθεσία της ΕΕ σχετικά με τα ύδατα και τη φύση. Σε αυτό το πλαίσιο, η γενική πράξη για τα ύδατα, ήτοι η οδηγία-πλαίσιο 2000/60/ΕΚ για τα ύδατα, ορίζει τη «ρύπανση» ως την εισαγωγή ουσιών ή θερμότητας που «επηρεάζ[ει] δυσμενώς ή παρεμβαίν[ει] σε λειτουργίες αναψυχής ή σε λοιπές νόμιμες χρήσεις του περιβάλλοντος». Τόσο η οδηγία 2009/147/ΕΚ για τα άγρια πτηνά όσο και η οδηγία 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους αναφέρονται σε ευρύ φάσμα ενδεχόμενων χρήσεων της φύσης, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων αναψυχής (όπως θήρα), έρευνας και εκπαίδευσης. Για τις διάφορες αυτές χρήσεις, μπορεί εύλογα να υποτεθεί ότι, εκτός των συμφερόντων, ενδέχεται επίσης να ανακύψουν ζητήματα που αφορούν δικαιώματα.

    57.

    Βάσει των προαναφερομένων, στις ενότητες της παρούσας ανακοίνωσης που ακολουθούν εξετάζεται η πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα από αρκετές διαφορετικές οπτικές γωνίες:

    την ακριβή βάση και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες φυσικά πρόσωπα και περιβαλλοντικές ΜΚΟ μπορούν να προσβλέπουν στην απόκτηση νομιμοποίησης·

    την έκταση του ελέγχου, δηλαδή τους λόγους δικαστικής επανεξέτασης και την ένταση του ελέγχου που θα πρέπει να υιοθετούνται για τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, πράξεις και παραλείψεις·

    την πραγματική προσφυγή κατά αποφάσεων, πράξεων και παραλείψεων που παρουσιάζουν νομικά σφάλματα·

    τις δικαστικές δαπάνες και τους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ώστε οι εν λόγω δαπάνες να μην είναι απαγορευτικές· και

    τον έγκαιρο χαρακτήρα των διαδικασιών και την ανάγκη παροχής πρακτικών πληροφοριών στο κοινό.

    2.   ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ

    2.1   Εισαγωγή

    Νομιμοποίηση είναι το δικαίωμα αμφισβήτησης της νομιμότητας απόφασης, πράξης ή παράλειψης δημόσιας αρχής ενώπιον δικαστηρίου ή άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου οργάνου με σκοπό την προστασία δικαιώματος ή συμφέροντος του προσφεύγοντος. Η νομιμοποίηση μπορεί να διαφοροποιείται ανάλογα με το αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, πράξης ή παράλειψης. Μπορεί επίσης να διαφοροποιείται σε συνάρτηση με το αν ο προσφεύγων είναι φυσικό πρόσωπο ή αναγνωρισμένη περιβαλλοντική ΜΚΟ.

    58.

    Νομιμοποίηση —ενίοτε αναφερόμενη και ως locus standi— είναι το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου ή άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου οργάνου με σκοπό την προστασία δικαιώματος ή συμφέροντος του προσφεύγοντος. Το δικαίωμα προσφυγής αφορά αποφάσεις, πράξεις και παραλείψεις δημόσιων αρχών, οι οποίες ενδέχεται να προσβάλλουν ένα τέτοιο δικαίωμα ή συμφέρον. Οι αποφάσεις, οι πράξεις και οι παραλείψεις αποτελούν τους τρόπους με τους οποίους οι δημόσιες αρχές εκτελούν καθήκοντα —ή λαμβάνουν θέση σε σχέση με καθήκοντα— που τους επιβάλλει η περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ, όπως για παράδειγμα να διασφαλίζουν ότι οι εγκαταστάσεις επεξεργασίας αποβλήτων και οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις λειτουργούν βάσει αδείας (57). Εκτός από μέσο διασφάλισης της προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων, η νομιμοποίηση αποτελεί επίσης τρόπο εξασφάλισης λογοδοσίας όσον αφορά τις εν λόγω αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις.

    59.

    Μερικές περιβαλλοντικές οδηγίες της ΕΕ περιέχουν διατάξεις για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη οι οποίες υποχρεώνουν ρητώς τα κράτη μέλη να παρέχουν νομιμοποίηση (58). Ωστόσο, οι περισσότερες πράξεις παράγωγης περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ δεν περιέχουν ρητές διατάξεις για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, συμπεριλαμβανομένης της νομιμοποίησης. Εντούτοις, παρά την απουσία ρητών νομοθετικών διατάξεων, οι απαιτήσεις που αφορούν τη νομιμοποίηση πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα των αρχών που κατοχυρώνονται στη νομολογία του ΔΕΕ.

    60.

    Η βάση της νομιμοποίησης διαφοροποιείται ανάλογα με το αντικείμενο της απόφασης, της πράξης ή της παράλειψης που επιδιώκεται να προσβληθεί. Στις ενότητες που ακολουθούν γίνεται διάκριση μεταξύ των αποφάσεων, των πράξεων και των παραλείψεων που αφορούν:

    αιτήσεις παροχής περιβαλλοντικών πληροφοριών και δικαίωμα ενημέρωσης (ενότητα Γ.2.2)·

    ειδικές δραστηριότητες που υπόκεινται σε απαιτήσεις συμμετοχής του κοινού (ενότητα Γ.2.3)·

    αιτήσεις ανάληψης δράσης βάσει των κανόνων περιβαλλοντικής ευθύνης (ενότητα Γ.2.4)·

    άλλο αντικείμενο, όπως εθνική εφαρμοστική νομοθεσία, γενικές κανονιστικές πράξεις, σχέδια και προγράμματα και παρεκκλίσεις (ενότητα Γ.2.5).

    61.

    Όσον αφορά τις τρεις πρώτες κατηγορίες, ρητά δικαιώματα νομιμοποίησης προβλέπονται σε μεγάλο βαθμό στην παράγωγη περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ (59). Όσον αφορά την τελευταία κατηγορία, η νομιμοποίηση εξαρτάται από τις γενικές αρχές που διέπουν τη νομιμοποίηση όπως ερμηνεύονται από το ΔΕΕ.

    62.

    Η έκταση της νομιμοποίησης παρουσιάζει επίσης διαφοροποιήσεις ανάλογα με το αν το πρόσωπο που επιδιώκει να προσβάλει την απόφαση, πράξη ή παράλειψη είναι φυσικό πρόσωπο, περιβαλλοντική ΜΚΟ ή άλλη οντότητα. Η πτυχή αυτή εξετάζεται στις διάφορες ενότητες που ακολουθούν.

    2.2   Αιτήσεις παροχής περιβαλλοντικών πληροφοριών και δικαίωμα ενημέρωσης

    Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που υποβάλλει αίτηση παροχής πληροφοριών νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή κατά απόφασης, πράξης ή παράλειψης της δημόσιας αρχής η οποία είναι αρμόδια για τη διεκπεραίωση της εν λόγω αίτησης. Τα δικαιώματα λήψης πληροφοριών μέσω ενεργητικής διάδοσης μπορούν επίσης να δίνουν σε φυσικά πρόσωπα και ενώσεις το δικαίωμα προσφυγής.

    63.

    Η περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ αναγνωρίζει σε φυσικά και νομικά πρόσωπα δικαιώματα υποβολής αιτήσεων παροχής περιβαλλοντικών πληροφοριών (60). Η οδηγία 2003/4/ΕΚ για την πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες προβλέπει ρητώς στο άρθρο 6 διαδικασία δικαστικής προσφυγής για την εξέταση πράξεων ή παραλείψεων δημόσιων αρχών σε σχέση με αιτήσεις παροχής περιβαλλοντικών πληροφοριών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Το δικαίωμα προσφυγής βασίζεται στις απαιτήσεις του άρθρου 9 παράγραφος 1 της σύμβασης του Aarhus και αποσκοπεί στην προστασία του δικαιώματος υποβολής αίτησης για την παροχή πληροφοριών (61). Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που υποβάλλει αίτηση παροχής πληροφοριών διαθέτει νομιμοποίηση (62).

    64.

    Η περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ αναγνωρίζει σε φυσικά και νομικά πρόσωπα τόσο το δικαίωμα υποβολής αίτησης για την παροχή περιβαλλοντικών πληροφοριών όσο και το δικαίωμα λήψης περιβαλλοντικών πληροφοριών (63). Από την απόφαση που εξέδωσε το ΔΕΕ στην υπόθεση East Sussex καθίσταται σαφές ότι τα δικαιώματα των αιτούντων παροχής περιβαλλοντικών πληροφοριών περιλαμβάνουν το δικαίωμα ορθής εκπλήρωσης από τη δημόσια αρχή των προϋποθέσεων που σχετίζονται με την παροχή πληροφοριών (64). Η συγκεκριμένη υπόθεση αφορούσε δικαιώματα λήψης πληροφοριών κατόπιν αιτήματος, ωστόσο το κοινό δικαιούται επίσης να λαμβάνει πληροφορίες μέσω ενεργητικής διάδοσης από τις αρμόδιες δημόσιες αρχές (65). Η εκπλήρωση εκ μέρους των δημόσιων αρχών των υποχρεώσεών τους ως προς την ενεργητική διάδοση περιβαλλοντικών πληροφοριών μπορεί, μεταξύ άλλων, να είναι σημαντική για τη διασφάλιση του δικαιώματος προστασίας της ανθρώπινης υγείας (66).

    2.3   Ειδικές δραστηριότητες που υπόκεινται σε απαιτήσεις συμμετοχής του κοινού

    Οι απαιτήσεις συμμετοχής του κοινού που εφαρμόζονται σε ειδικές δραστηριότητες εκχωρούν στους ενδιαφερομένους δικαιώματα και τους επιτρέπουν να ζητήσουν το δικαστικό έλεγχο της επίμαχης απόφασης, πράξης ή παράλειψης.

    65.

    Η περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ περιλαμβάνει σημαντικό αριθμό υποχρεώσεων βάσει των οποίων οι δημόσιες αρχές πρέπει να λαμβάνουν αποφάσεις επί ειδικών δραστηριοτήτων που ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον. Για παράδειγμα, ένα σχέδιο κατασκευής αυτοκινητοδρόμου προϋποθέτει την έκδοση εγκριτικής απόφασης από δημόσια αρχή από την έναρξη των εργασιών. Ομοίως, μια σχεδιαζόμενη βιομηχανική δραστηριότητα μπορεί να απαιτεί απόφαση από δημόσια αρχή σχετικά με τη χορήγηση άδειας βιομηχανικών εκπομπών προτού ξεκινήσει η λειτουργία της. Επιπλέον, πολλές πράξεις της παράγωγης περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ απαιτούν τη διεξαγωγή δημόσιας διαβούλευσης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων (67). Η υποχρεωτική διαβούλευση αναγνωρίζει δικαιώματα συμμετοχής στα μέλη του κοινού που δικαιούνται να συμμετάσχουν σε αυτήν.

    66.

    Η νομιμοποίηση για την προσβολή αποφάσεων, πράξεων και παραλείψεων που αφορούν ειδικές δραστηριότητες οι οποίες υπόκεινται σε απαιτήσεις συμμετοχής του κοινού βασίζεται τόσο σε ρητές διατάξεις περί νομιμοποίησης, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 της σύμβασης του Aarhus και στη σχετική παράγωγη νομοθεσία της ΕΕ (68), όσο και στη νομολογία του ΔΕΕ. Ειδικότερα, στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Kraaijeveld (69), το ΔΕΕ επιβεβαίωσε ότι απόφαση, πράξη ή παράλειψη δημόσιας αρχής η οποία προσβάλλει δικαιώματα συμμετοχής παράγει δικαίωμα άσκησης δικαστικού ελέγχου.

    67.

    Έπειτα από την έκδοση της απόφασης στην υπόθεση Kraaijeveld, συμπεριλήφθηκε στη σύμβαση του Aarhus ρητό δικαίωμα νομιμοποίησης το οποίο βασίζεται στο δικαίωμα συμμετοχής. Ειδικότερα, το άρθρο 9 παράγραφος 2 της σύμβασης του Aarhus προβλέπει διαδικασία επανεξέτασης ενώπιον δικαστηρίου και/ή άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου φορέα που καθορίζεται διά νόμου (70) για την αμφισβήτηση της ουσιαστικής και τυπικής νομιμότητας οποιασδήποτε απόφασης, πράξης ή παράλειψης που υπόκειται στις διατάξεις περί συμμετοχής του κοινού του άρθρου 6 της σύμβασης του Aarhus.

    68.

    Συναφείς πράξεις της παράγωγης περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ (71) περιέχουν διατάξεις που ερείδονται στο γράμμα του άρθρου 9 παράγραφος 2. Ωστόσο, η παράγωγη αυτή νομοθεσία δεν καλύπτει όλες τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 —και κατ' επέκταση του άρθρου 9 παράγραφος 2— της σύμβασης. Δεδομένου ότι το άρθρο 9 παράγραφος 2 αναφέρεται σε περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 6 της σύμβασης του Aarhus περί συμμετοχής του κοινού, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διαθέτουν μηχανισμό δικαστικού ελέγχου κάθε φορά που το άρθρο 6 της σύμβασης προβλέπει υποχρέωση συμμετοχής του κοινού.

    69.

    Στην υπόθεση LZ II (72), το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι οι απαιτήσεις συμμετοχής του κοινού που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) της σύμβασης του Aarhus εφαρμόζονται επίσης στο πλαίσιο του άρθρου 6 παράγραφος 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους, σε περιπτώσεις στις οποίες δημόσια αρχή υποχρεούται από την εθνική νομοθεσία να καθορίζει αν θα διενεργήσει κατάλληλη εκτίμηση για σχέδιο που είναι πιθανό να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ακεραιότητα προστατευόμενης τοποθεσίας Natura 2000. Αποφάνθηκε, επιπλέον, ότι, επειδή οι απαιτήσεις του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) της σύμβασης εφαρμόζονται σε τέτοιες περιπτώσεις, έχουν εξίσου εφαρμογή και οι απαιτήσεις του άρθρου 9 παράγραφος 2.

    70.

    Με την εν λόγω απόφαση, το ΔΕΕ αποσαφήνισε ότι οι απαιτήσεις του άρθρου 9 παράγραφος 2 της σύμβασης του Aarhus, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, μπορούν να εφαρμόζονται επίσης στους τομείς του περιβαλλοντικού δικαίου που δεν προβλέπουν ειδικές απαιτήσεις πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Συγκεκριμένα, παρότι η υπόθεση LZ II αφορούσε την οδηγία 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους, το σκεπτικό στο οποίο στηρίχθηκε η ερμηνεία του ΔΕΕ μπορεί να εφαρμοστεί κατ' αναλογία σε διαδικασίες λήψης αποφάσεων σε άλλους τομείς του περιβαλλοντικού δικαίου της ΕΕ, όπως τα ύδατα και τα απόβλητα.

    71.

    Οι διατάξεις περί συμμετοχής του κοινού του άρθρου 6 παράγραφος 2 της σύμβασης του Aarhus και κατ' επέκταση οι διατάξεις περί πρόσβασης στη δικαιοσύνη του άρθρου 9 παράγραφος 2, καθώς και της αντίστοιχης παράγωγης νομοθεσίας της ΕΕ, ευνοούν το λεγόμενο «ενδιαφερόμενο κοινό». Αυτό ορίζεται ως «το κοινό που επηρεάζεται ή ενδέχεται να επηρεασθεί από τη λήψη αποφάσεων για το περιβάλλον, ή έχει συμφέρον από αυτές» (73). «Το κοινό» ορίζεται ως «ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα και, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, οι ενώσεις, οργανισμοί ή ομάδες τους» (74).

    72.

    Ωστόσο, ούτε το άρθρο 9 παράγραφος 2 της σύμβασης του Aarhus ούτε οι διατάξεις της παράγωγης νομοθεσίας της ΕΕ παρέχουν στο κοινό άνευ όρων πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Η σύμβαση και η νομοθεσία επιτρέπουν στα συμβαλλόμενα μέρη και στα κράτη μέλη να επιβάλλουν ορισμένες προϋποθέσεις και να αποφεύγουν με τον τρόπο αυτό τη γενικευμένη νομιμοποίηση κάθε προσώπου σε περιβαλλοντικά θέματα (actio popularis) (75). Επιπλέον, τόσο η σύμβαση του Aarhus όσο και η παράγωγη νομοθεσία της ΕΕ που απορρέει από αυτή διαφοροποιούν τα δικαιώματα νομιμοποίησης. Συγκεκριμένα, γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, των φυσικών προσώπων, των ενώσεων, των οργανισμών και των ομάδων και, αφετέρου, των αναγνωρισμένων περιβαλλοντικών ΜΚΟ.

    2.3.1    Φυσικά πρόσωπα

    Για τα φυσικά πρόσωπα, η προϋπόθεση στοιχειοθέτησης της «προσβολής δικαιώματος» ή του επαρκούς συμφέροντος προκειμένου να εξασφαλιστεί νομιμοποίηση για την άσκηση προσφυγής κατά ειδικής δραστηριότητας πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται υπό το πρίσμα της υποχρέωσης παροχής ευρείας πρόσβασης στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα. Στα δικαιώματα που ενδέχεται να προσβάλλονται περιλαμβάνονται δικονομικά δικαιώματα φυσικών προσώπων που απορρέουν από το περιβαλλοντικό δίκαιο της ΕΕ (π.χ. δικαιώματα συμμετοχής του κοινού), καθώς και ουσιαστικά δικαιώματα που αναγνωρίζονται στα φυσικά πρόσωπα (π.χ. προστασία της ανθρώπινης υγείας, δικαιώματα ιδιοκτησίας).

    73.

    Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 της σύμβασης του Aarhus, το άρθρο 11 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και το άρθρο 25 της οδηγίας 2010/75/ΕΕ για τις βιομηχανικές εκπομπές, τα συμβαλλόμενα μέρη και τα κράτη μέλη δύνανται να περιορίζουν την πρόσβαση στα δικαστήρια στα φυσικά πρόσωπα που αποδεικνύουν είτε επαρκές συμφέρον είτε, εναλλακτικά, προσβολή δικαιώματος. Η αρχή της «προσβολής δικαιώματος» επεξηγείται περαιτέρω στην ενότητα Γ.2.5.3.

    2.3.2    Περιβαλλοντικές ΜΚΟ που διαθέτουν de lege νομιμοποίηση

    2.3.2.1   Γενική αρχή

    Οι αναγνωρισμένες περιβαλλοντικές ΜΚΟ διαθέτουν de lege νομιμοποίηση για την άσκηση προσφυγής κατά αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων δημόσιων αρχών για ειδικές δραστηριότητες που υπόκεινται σε απαιτήσεις συμμετοχής του κοινού βάσει της νομοθεσίας της ΕΕ.

    74.

    Το άρθρο 2 παράγραφος 5 και το άρθρο 9 παράγραφος 2 της σύμβασης του Aarhus, καθώς και η συναφής νομοθεσία της ΕΕ που τα θέτει σε εφαρμογή, αναγνωρίζουν τον σημαντικό ρόλο φορέων όπως οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ, παρέχοντας σε αυτές μια μορφή de lege νομιμοποίησης με την παραδοχή ότι πληρούν τις σχετικές απαιτήσεις που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο. Για τις εν λόγω ΜΚΟ, θεωρείται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της νομιμοποίησης βάσει επαρκούς συμφέροντος ή προσβολής δικαιώματος (76). Αυτή η de lege νομιμοποίηση έχει συνέπειες τόσο για το παραδεκτό μιας προσφυγής όσο και για την έκταση του ελέγχου από το εθνικό δικαστήριο (βλέπε ενότητα Γ.3.2.2.2).

    75.

    Το ΔΕΕ έχει αποσαφηνίσει την έκταση των απαιτήσεων του εθνικού δικαίου που αναμένεται ευλόγως να πληρούν οι ΜΚΟ ώστε να διαθέτουν την εν λόγω νομιμοποίηση. Το ΔΕΕ έχει αποφανθεί ειδικότερα ότι, αν και απόκειται στα κράτη μέλη να θεσπίζουν τους κανόνες για τον καθορισμό των εν λόγω απαιτήσεων, οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπο που να καθιστούν αδύνατη την άσκηση από τις ΜΚΟ δικαιώματος δικαστικής προσφυγής για την προστασία του γενικού συμφέροντος. Οι εθνικοί κανόνες πρέπει να διασφαλίζουν «ευρεία πρόσβαση στη δικαιοσύνη» (77).

    76.

    Το ΔΕΕ έκρινε ότι εθνική νομοθεσία αντιβαίνει στο άρθρο 11 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων όταν δεν επιτρέπει στις ΜΚΟ, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας, να προβάλλουν ενώπιον δικαστηρίου, στο πλαίσιο προσφυγής κατά αποφάσεων με τις οποίες εγκρίνονται σχέδια που «ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον» κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας, την παράβαση κανόνα που απορρέει από το περιβαλλοντικό δίκαιο της ΕΕ με αντικείμενο την προστασία του περιβάλλοντος, για τον λόγο ότι ο συγκεκριμένος κανόνας προστατεύει αποκλειστικώς και μόνον τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου και όχι τα συμφέροντα ιδιωτών (78).

    77.

    Το σκεπτικό αυτό διέπει όλες τις περιπτώσεις που αφορούν de lege νομιμοποίηση, δηλαδή τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 παράγραφος 2 της σύμβασης του Aarhus.

    2.3.2.2   Ειδικά κριτήρια de lege νομιμοποίησης

    Τα κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ για να διαθέτουν de lege νομιμοποίηση δεν πρέπει να είναι υπερβολικά δύσκολο να πληρούνται, ενώ πρέπει να λαμβάνουν επίσης υπόψη τα συμφέροντα μικρών και τοπικών ΜΚΟ.

    78.

    Οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι ΜΚΟ προκειμένου να διαθέτουν de lege νομιμοποίηση επιτρέπεται να καθορίζονται από εθνικούς κανόνες. Η νομολογία του ΔΕΕ αποσαφηνίζει τον απαιτούμενο βαθμό αυστηρότητας των συγκεκριμένων κανόνων.

    α)   ΜΚΟ που δραστηριοποιείται στον τομέα του περιβάλλοντος

    79.

    Η δραστηριοποίηση στον τομέα του περιβάλλοντος συμβάλλει στο να διασφαλίζεται ότι η ΜΚΟ διαθέτει χρήσιμη εμπειρογνωσία και γνώσεις. Στην υπόθεση Djurgården, το ΔΕΕ επιβεβαίωσε ότι «εθνικός νόμος μπορεί να απαιτεί να έχει μια τέτοια ένωση, η οποία σκοπεύει να προσβάλει δικαστικώς σχέδιο εμπίπτον στην οδηγία 85/337/ΕΟΚ [νυν οδηγία 2011/92/ΕΕ] καταστατικό σκοπό σχετικό με την προστασία της φύσεως και του περιβάλλοντος». (79) Από τη διατύπωση αυτή δεν είναι δυνατόν να συναχθεί ότι το ΔΕΕ έχει κάνει δεκτή προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία η ΜΚΟ πρέπει να έχει ως αποκλειστικό σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος. Ωστόσο, φαίνεται ότι το κράτος μέλος μπορεί να απαιτεί να αποτελεί η προστασία του περιβάλλοντος τον κύριο ή τον βασικό σκοπό μιας ΜΚΟ.

    β)   Προϋπόθεση αριθμού μελών

    80.

    Ο αριθμός των μελών της ΜΚΟ μπορεί να αποτελεί σημαντική ένδειξη για το εάν αυτή είναι ενεργή. Στην υπόθεση Djurgården, το ΔΕΕ εξέτασε την προϋπόθεση εθνικού δικαίου σύμφωνα με την οποία μια ΜΚΟ πρέπει να διαθέτει ορισμένο αριθμό μελών. Το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι ο απαιτούμενος αριθμός μελών δεν μπορεί να καθορίζεται σε ύψος τέτοιο ώστε να αντιβαίνει στον σκοπό της διευκόλυνσης της πρόσβασης στη δικαιοσύνη (80). Το ΔΕΕ τόνισε επίσης τη σημασία της διευκόλυνσης της πρόσβασης στη δικαιοσύνη των τοπικών ΜΚΟ, καθώς αυτές είναι πιθανότερο να αμφισβητούν τη νομιμότητα σχεδίων μικρότερης κλίμακας τα οποία μπορεί να μην είναι εθνικής ή περιφερειακής σημασίας, αλλά έχουν ωστόσο σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (81). Επισημαίνεται εν προκειμένω ότι δεν βασίζονται στη συμμετοχή των μελών τους όλες οι ΜΚΟ που διαθέτουν de lege νομιμοποίηση στα κράτη μέλη. Ορισμένες από αυτές είναι κοινωφελή ιδρύματα. Πράγματι, οι προσφυγές εκ μέρους ιδρυμάτων αυτού του είδους έχουν παραγάγει σημαντική νομολογία του ΔΕΕ.

    γ)   Άλλα κριτήρια

    81.

    Στην πράξη, ορισμένα κράτη μέλη απαιτούν από τις ΜΚΟ να πληρούν άλλα κριτήρια προκειμένου να διαθέτουν de lege νομιμοποίηση. Τα κριτήρια αυτά ενδέχεται να αφορούν την ανεξαρτησία ή τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα της ΜΚΟ ή τη διακριτή νομική προσωπικότητά της βάσει του εθνικού δικαίου. Ενδέχεται επίσης να απαιτούν από τη ΜΚΟ να αποδείξει ότι διαθέτει εύρωστη οικονομική βάση για την επιδίωξη σκοπού της προώθησης της περιβαλλοντικής προστασίας. Μπορεί ακόμη να απαιτούν ελάχιστη διάρκεια λειτουργίας πριν από τη χορήγηση de lege νομιμοποίησης. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σκεπτικό του ΔΕΕ στην υπόθεση Djurgården σχετικά με την προϋπόθεση του αριθμού μελών, η οποία αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο (82).

    2.3.3    Απαγόρευση διακρίσεων εις βάρος αλλοδαπών ΜΚΟ

    Οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ ώστε να διαθέτουν de lege νομιμοποίηση δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές για τις αλλοδαπές ΜΚΟ από ό,τι είναι για τις ημεδαπές.

    82.

    Είναι πιθανό περιβαλλοντικές ΜΚΟ γειτονικών κρατών μελών να επιθυμούν να συμμετάσχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για ειδική δραστηριότητα ή να δραστηριοποιηθούν με άλλο τρόπο σε σχέση με αυτή. Τούτο ισχύει ειδικότερα εάν η ειδική δραστηριότητα μπορεί να έχει διασυνοριακές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Το άρθρο 3 παράγραφος 9 της σύμβασης του Aarhus ορίζει ότι «το κοινό έχει πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, χωρίς διάκριση λόγω υπηκοότητας, ιθαγένειας ή τόπου διαμονής και, στην περίπτωση νομικού προσώπου, χωρίς διάκριση ανάλογα με τον τόπο της καταχωρημένης έδρας του ή πραγματικού κέντρου των δραστηριοτήτων του». Επομένως, εάν αλλοδαπή ΜΚΟ ζητήσει νομιμοποίηση, δεν πρέπει να υπόκειται σε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση από ό,τι οι ημεδαπές ΜΚΟ όσον αφορά τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την απόκτηση de lege νομιμοποίησης.

    83.

    Δεδομένου ότι το άρθρο 3 παράγραφος 9 προβλέπει μόνο την απαγόρευση των διακρίσεων, ένα κράτος μέλος μπορεί να επιβάλλει στις αλλοδαπές ΜΚΟ την υποχρέωση να πληρούν τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν και για τις ημεδαπές ΜΚΟ. Ωστόσο, οι προϋποθέσεις αυτές, και ιδίως η διαδικασία για την απόκτηση καθεστώτος ΜΚΟ με de lege νομιμοποίηση, δεν πρέπει να εμποδίζουν ούτε να καθιστούν υπερβολικά δυσχερή την απόκτηση του εν λόγω καθεστώτος από αλλοδαπή ΜΚΟ (83).

    2.3.4    Άλλες ενώσεις, οργανισμοί και ομάδες

    Παρότι δεν διαθέτουν de lege νομιμοποίηση, άλλες ενώσεις, οργανισμοί και ομάδες μπορούν, βάσει του εθνικού δικαίου, να διαθέτουν νομιμοποίηση στην ίδια βάση με τα φυσικά πρόσωπα.

    84.

    Όπως έχει ήδη επισημανθεί, σύμφωνα με τη σύμβαση του Aarhus, «το κοινό» μπορεί να είναι «ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα και, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, οι ενώσεις, οργανισμοί ή ομάδες τους». Επομένως, ακόμη και αν δεν διαθέτουν de lege νομιμοποίηση, ενώσεις, οργανισμοί και ομάδες μπορεί να έχουν το δικαίωμα νομιμοποίησης στην ίδια βάση με τα φυσικά πρόσωπα. Αυτό μπορεί να διευκολύνει τη συγχώνευση προσφυγών οι οποίες θα έπρεπε διαφορετικά να ασκηθούν χωριστά από μεμονωμένους προσφεύγοντες, δυνατότητα που είναι επωφελής τόσο για το ενδιαφερόμενο κοινό (επιμερισμός των δικαστικών εξόδων) όσο και για τη δημόσια αρχή (μείωση του κινδύνου χειρισμού πληθώρας χωριστών προσφυγών).

    2.3.5    Προηγούμενη συμμετοχή

    Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να περιορίζουν τη νομιμοποίηση για την άσκηση προσφυγής κατά απόφασης δημόσιας αρχής στα μέλη του ενδιαφερόμενου κοινού που συμμετείχαν στην προηγούμενη διοικητική διαδικασία λήψης της εν λόγω απόφασης.

    85.

    Η μη συμμετοχή σε διοικητική διαδικασία λήψης απόφασης μπορεί να αποτελεί ζήτημα στο πλαίσιο του παραδεκτού μεταγενέστερης προσφυγής κατά της εν λόγω απόφασης (84). Στη νομολογία του ΔΕΕ επισημαίνεται ο ρόλος των εθνικών δικαστηρίων όσον αφορά την προστασία των ουσιαστικών δικαιωμάτων που αναγνωρίζει το δίκαιο της ΕΕ σε φυσικά πρόσωπα και ενώσεις, καθώς και το γεγονός ότι η διοικητική και η δικαστική διαδικασία εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς. Για παράδειγμα, η απόφαση δημόσιας αρχής μπορεί να συνεπάγεται ενδεχόμενη προσβολή του δικαιώματος του προσφεύγοντος στην προστασία της υγείας, ανεξαρτήτως τυχόν δικονομικών δικαιωμάτων του προσφεύγοντος.

    86.

    Ως προς το σημείο αυτό, στην υπόθεση Djurgården, το ΔΕΕ έκρινε ότι, στο πλαίσιο απόφασης σχετικής με την οδηγία 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, «διαδικασία λήψεως αποφάσεων σχετικών με το περιβάλλον […] είναι αυτοτελής και έχει διαφορετικό σκοπό απ' ό,τι η προσφυγή στη δικαιοσύνη, η οποία μπορεί ενδεχομένως να στρέφεται κατά της αποφάσεως που λαμβάνεται κατά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας» (85). Επομένως, «το ενδιαφερόμενο κοινό […] πρέπει να έχει δικαίωμα να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως με την οποία ένα όργανο, το οποίο ανήκει στη δικαστική εξουσία ενός κράτους μέλους, αποφάνθηκε επί αιτήσεως χορηγήσεως αδείας για σχέδιο, ενώ το ενδιαφερόμενο κοινό είχε τη δυνατότητα να μετάσχει στη διαδικασία εξετάσεως της αιτήσεως χορηγήσεως αδείας, παρεμβαίνοντας στη διαδικασία ενώπιον του εν λόγω δικαιοδοτικού οργάνου, και να εκφράσει την άποψή του στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής».

    2.4   Αιτήσεις ανάληψης δράσης βάσει των κανόνων περιβαλλοντικής ευθύνης

    87.

    Σκοπός της οδηγίας 2004/35/ΕΚ για την περιβαλλοντική ευθύνη είναι, μεταξύ άλλων, να ενθαρρύνει φυσικά και νομικά πρόσωπα να συνδράμουν τις αρμόδιες αρχές στην αντιμετώπιση καταστάσεων περιβαλλοντικής ζημίας που καλύπτονται από κανόνες περιβαλλοντικής ευθύνης (86). Η οδηγία επιτρέπει σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που επηρεάζονται από τέτοια ζημία ή έχουν επαρκές συμφέρον από τη λήψη απόφασης σχετικά με τη ζημία ή υποστηρίζουν ότι επέρχεται προσβολή δικαιώματος λόγω της ζημίας να υποβάλουν παρατηρήσεις στην αρμόδια εθνική αρχή και να την καλέσουν να λάβει τα απαραίτητα μέτρα. Προβλέπει δε ότι ορισμένες ΜΚΟ θεωρείται ότι έχουν επαρκές συμφέρον ή δικαιώματα τα οποία είναι δυνατόν να προσβάλλονται ώστε να δικαιούνται να ζητούν την ανάληψη δράσης. Η αρμόδια αρχή υποχρεούται να εκδώσει απόφαση σχετικά με την αίτηση για ανάληψη δράσης (87).

    88.

    Το δικαίωμα υποβολής παρατηρήσεων και αίτησης για την ανάληψη δράσης διατυπώνεται με τρόπο που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο γράμμα του άρθρου 9 παράγραφος 2 της σύμβασης του Aarhus και των σχετικών διατάξεων της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Συγκεκριμένα, τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν παρατηρήσεις και αιτήσεις για ανάληψη δράσης έχουν επίσης το δικαίωμα να ασκήσουν προσφυγή, τόσο ως προς τη διαδικασία όσο και ως προς την ουσία, κατά της νομιμότητας της απόφασης, της πράξης ή της παράλειψης της αρμόδιας αρχής βάσει των παρατηρήσεων και της αίτησης (88).

    89.

    Η ομοιότητα της διατύπωσης, μεταξύ άλλων όσον αφορά το προνομιακό δικαίωμα των περιβαλλοντικών ΜΚΟ, σημαίνει ότι η νομολογία του ΔΕΕ σχετικά με τη νομιμοποίηση που περιγράφεται στην ενότητα Γ.2.3 μπορεί επίσης να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία της οδηγίας 2004/35/ΕΚ για την περιβαλλοντική ευθύνη.

    2.5   Αλλο αντικείμενο, όπως εθνική νομοθεσία εφαρμογής, γενικές κανονιστικές πράξεις, σχέδια και προγράμματα και παρεκκλίσεις

    2.5.1    Γενική βάση της νομιμοποίησης

    Η γενική βάση της νομιμοποίησης για την άσκηση προσφυγής κατά αποφάσεων, πράξεων και παραλείψεων των κρατών μελών στους τομείς που καλύπτονται από το περιβαλλοντικό δίκαιο της ΕΕ προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, αλλά πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο συνεπή με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 3 της σύμβασης του Aarhus, καθώς και στο άρθρο 19 παράγραφος 1 της ΣΕΕ και στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

    90.

    Το άρθρο 19 παράγραφος 1 ΣΕΕ, το οποίο κωδικοποιεί την πάγια αρχή της πραγματικής δικαστικής προστασίας (89), προβλέπει ότι «[τ]α κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης». Παράλληλα, το άρθρο 47 παράγραφος 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το οποίο δεσμεύονται να τηρούν τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ, ορίζει ότι «[κ]άθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο».

    91.

    Ειδικά στον τομέα του περιβάλλοντος, το άρθρο 9 παράγραφος 3 της σύμβασης του Aarhus προβλέπει ότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος εξασφαλίζει ότι, σε περίπτωση που πληροί τα τυχόν κριτήρια που καθορίζονται στο εθνικό του δίκαιο, το κοινό διαθέτει πρόσβαση σε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες, προκειμένου να προσβάλει πράξεις και παραλείψεις από ιδιώτες και δημόσιες αρχές, οι οποίες συνιστούν παράβαση διατάξεων του εθνικού του δικαίου σχετικά με το περιβάλλον. Όπως έχει ήδη επισημανθεί, ο ορισμός «του κοινού» περιλαμβάνει τις περιβαλλοντικές ΜΚΟ.

    92.

    Το άρθρο 9 παράγραφος 3 έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής από το άρθρο 9 παράγραφος 2 της σύμβασης του Aarhus, καθώς ο σκοπούμενος δικαιούχος της νομιμοποίησης είναι «το κοινό», το οποίο αποτελεί στη σύμβαση του Aarhus εξ ορισμού ευρύτερη έννοια από ό,τι το «ενδιαφερόμενο κοινό». Το άρθρο 9 παράγραφος 3 αναφέρεται επίσης σε πράξεις και παραλείψεις ιδιωτών, ενώ το άρθρο 9 παράγραφος 2 περιορίζεται σε αποφάσεις, πράξεις και παραλείψεις δημόσιων αρχών (90). Από την άλλη πλευρά, το άρθρο 9 παράγραφος 3 παρέχει στα συμβαλλόμενα μέρη τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ διαδικασίας διοικητικής επανεξέτασης και διαδικασίας δικαστικής επανεξέτασης. Επιπλέον, δεν κάνει καμία μνεία σε κριτήρια πρόσβασης, όπως η προσβολή δικαιώματος ή η επάρκεια συμφέροντος, ούτε προβλέπει de lege νομιμοποίηση για περιβαλλοντικές ΜΚΟ.

    93.

    Ως εκ τούτου, το ΔΕΕ αποσαφήνισε στην υπόθεση LZ I ότι το άρθρο 9 παράγραφος 3 δεν περιλαμβάνει καμία σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση προς άμεση ρύθμιση της νομικής κατάστασης ιδιωτών, καθώς εξαρτάται από τη θέσπιση μεταγενέστερης πράξης από τα συμβαλλόμενα μέρη (91). Ωστόσο, το ΔΕΕ έκρινε επίσης ότι οι διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφος 3, παρά την αόριστη διατύπωσή τους, αποσκοπούν στη διασφάλιση αποτελεσματικής προστασίας του περιβάλλοντος (92) και ότι δεν «μπορεί να γίνει δεκτή ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Ώρχους καθιστώσα αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή στην πράξη την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ένωσης» (93).

    94.

    Δυνάμει του άρθρου 216 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, η σύμβαση του Aarhus αποτελεί μέρος της έννομης τάξης της ΕΕ (94). Οι απαιτήσεις της έννομης τάξης της ΕΕ, οι οποίες είναι δεσμευτικές για τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή του άρθρου 9 παράγραφος 3 της σύμβασης, περιλαμβάνουν την ομοιόμορφη εφαρμογή και ερμηνεία του δικαίου της ΕΕ. Για τον σκοπό αυτό, βασικό μηχανισμό αποτελεί η δυνατότητα —και ενίοτε το καθήκον— των εθνικών δικαστηρίων να ζητούν από το ΔΕΕ, βάσει του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ, την έκδοση απόφασης σχετικά με το κύρος ή την ερμηνεία ειδικών απαιτήσεων του δικαίου της ΕΕ. Προς τούτο, απαιτείται πρόσβαση στα εθνικά δικαστήρια.

    95.

    Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερομένων, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να παρέχουν νομιμοποίηση ώστε να διασφαλίζεται η πρόσβαση σε πραγματική προσφυγή για την προστασία των δικονομικών και ουσιαστικών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το περιβαλλοντικό δίκαιο της ΕΕ, ακόμη και αν η επίμαχη περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ δεν περιέχει ειδικές διατάξεις επί του συγκεκριμένου ζητήματος.

    2.5.2    Νομιμοποίηση για την προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο του περιβαλλοντικού δικαίου της ΕΕ

    Πρέπει να παρέχεται νομιμοποίηση σε φυσικά πρόσωπα και περιβαλλοντικές ΜΚΟ ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση των διαδικαστικών περιβαλλοντικών διατάξεων της ΕΕ, όπως εκείνες που προβλέπουν διαδικασίες λήψης αποφάσεων με τη συμμετοχή του κοινού, για παράδειγμα διαδικασίες που αφορούν σχέδια και προγράμματα.

    96.

    Τα δικονομικά δικαιώματα έχουν ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση των σχεδίων και των προγραμμάτων. Πολλές πράξεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ προβλέπουν την έγκριση σχεδίων και προγραμμάτων ώστε να διασφαλίζεται η επίτευξη των προβλεπόμενων περιβαλλοντικών στόχων. Τα εν λόγω έγγραφα μπορούν να αποτελούν μέσο διαχείρισης παρεμβάσεων σε βάθος χρόνου (π.χ. σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού) (95) ή καθορισμού δράσεων για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων (π.χ. σχέδια ποιότητας του αέρα για τη μείωση των υπερβολικών επιπέδων ατμοσφαιρικής ρύπανσης) (96). Επιπλέον της απαίτησης περί έγκρισης ορισμένων ειδών σχεδίων και προγραμμάτων, η περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ καθορίζει επίσης απαιτήσεις για την περιβαλλοντική εκτίμηση σχεδίων και προγραμμάτων (π.χ. σχέδια χρήσης γης), τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (97).

    97.

    Πολλές από τις οικείες νομοθετικές πράξεις προβλέπουν στάδιο υποχρεωτικής δημόσιας διαβούλευσης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, το άρθρο 7 της σύμβασης του Aarhus προβλέπει την υποχρέωση δημόσιας διαβούλευσης για σχέδια και προγράμματα που εμπίπτουν στο ευρύ πεδίο εφαρμογής της. Σε αυτή τη βάση, ενδέχεται να πρέπει να περιλαμβάνουν δημόσια διαβούλευση ακόμα και σχέδια και προγράμματα τα οποία αφορούν το περιβάλλον και είναι υποχρεωτικά βάσει του δικαίου της ΕΕ, αλλά για τα οποία δεν έχουν θεσπιστεί ρητές διατάξεις περί συμμετοχής του κοινού.

    98.

    Η νομιμοποίηση για την άσκηση προσφυγής κατά αποφάσεων, πράξεων και παραλείψεων δημόσιων αρχών που αφορούν σχέδια και προγράμματα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7 της σύμβασης μπορεί να οριστεί βάσει της νομολογίας του ΔΕΕ για τη συμμετοχή του κοινού. Εφαρμόζοντας το σκεπτικό του ΔΕΕ στην υπόθεση Kraaijeveld (98) (η οποία αφορούσε έργο και όχι σχέδιο ή πρόγραμμα), τα πρόσωπα με δικαίωμα συμμετοχής μπορούν να ζητήσουν από δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσον τηρήθηκε ο απαιτούμενος τρόπος συμπεριφοράς στη διαδικασία λήψης απόφασης για ένα σχέδιο ή πρόγραμμα.

    99.

    Από τη νομολογία του ΔΕΕ προκύπτει ότι η νομιμοποίηση δεν αφορά μόνο αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις σχετικά με μεμονωμένα σχέδια και προγράμματα, αλλά έχει επίσης εφαρμογή στην εθνική νομοθεσία και τις γενικές κανονιστικές πράξεις που καθορίζουν τις δικονομικές προϋποθέσεις για τα εν λόγω σχέδια και προγράμματα. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Terre Wallonne and Inter-Environnement Wallonie (99), το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι πρόγραμμα δράσης προβλεπόμενο από την οδηγία 91/676/ΕΟΚ για την προστασία από νιτρορρύπανση απαιτεί επίσης, καταρχήν, τη διενέργεια στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης επιπτώσεων (συμπεριλαμβανομένης της διεξαγωγής δημόσιας διαβούλευσης) στο πλαίσιο της οδηγίας 2001/42/ΕΚ για τη στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση. Ως εκ τούτου, εθνικό δικαστήριο ακύρωσε τμήματα του εθνικού διατάγματος, με το οποίο θεσπίστηκε πρόγραμμα δράσης για τις νιτρικές ενώσεις, με το σκεπτικό ότι δεν προβλέφθηκε σε αυτό η διενέργεια στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης. Στη μεταγενέστερη υπόθεση, Inter-Environnement Wallonie, το ΔΕΕ επιβεβαίωσε την ορθότητα της ακύρωσης υπό τις εν λόγω περιστάσεις (100).

    100.

    Είναι σαφές ότι νομιμοποίηση για την προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων μπορούν να έχουν τόσο τα φυσικά πρόσωπα όσο και οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ. Αυτό συμβαίνει επειδή τόσο τα φυσικά πρόσωπα όσο και οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ δικαιούνται να ασκούν τέτοια δικαιώματα.

    2.5.3    Νομιμοποίηση για την προστασία ουσιαστικών δικαιωμάτων

    Τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν νομιμοποίηση για την άσκηση προσφυγών κατά ευρύτατου φάσματος κατηγοριών αποφάσεων, πράξεων και παραλείψεων, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η δυνατότητα άσκησης εκτενούς δέσμης ουσιαστικών δικαιωμάτων.

    101.

    Από τη νομολογία του ΔΕΕ προκύπτει σαφώς ότι τα φυσικά πρόσωπα και οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ πρέπει να διαθέτουν νομιμοποίηση για την προστασία της ανθρώπινης υγείας μέσω της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ, καθώς και των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας που καλύπτονται από τους στόχους της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ, και, στην περίπτωση των περιβαλλοντικών ΜΚΟ, για την προστασία του περιβάλλοντος μέσω των απαιτήσεων της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ.

    102.

    Η εφαρμογή της «αρχής της προσβολής δικαιωμάτων» (δηλαδή της αρχής που εφαρμόζουν ορισμένα κράτη μέλη σύμφωνα με την οποία ένα φυσικό πρόσωπο πρέπει να αποδεικνύει στο δικαστήριο την προσβολή δικαιώματος που απολαμβάνει) έχει προσκρούσει σε δυσκολίες, διότι η περιβαλλοντική προστασία εξυπηρετεί συνήθως το γενικό δημόσιο συμφέρον και δεν αποσκοπεί κατά κανόνα στη ρητή αναγνώριση δικαιωμάτων σε φυσικά πρόσωπα. Η εναλλακτική προσέγγιση βάσει της οποίας απαιτείται επαρκές συμφέρον φαίνεται να δημιουργεί λιγότερα προβλήματα, αλλά πρέπει να εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, παρόμοιες εκτιμήσεις με εκείνες που αναπτύχθηκαν για την αρχή της προσβολής δικαιωμάτων.

    103.

    Το ΔΕΕ έχει επιβεβαιώσει ότι απόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν τι συνιστά προσβολή δικαιώματος (101). Ωστόσο, έχει διευκρινίσει επίσης ότι από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 11 παράγραφος 3 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ και του άρθρου 9 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο της σύμβασης του Aarhus προκύπτει ότι το περιθώριο εκτίμησης οριοθετείται από την τήρηση του σκοπού που συνίσταται στην παροχή στο ενδιαφερόμενο κοινό ευρείας πρόσβασης στη δικαιοσύνη (102). Επιπλέον, το περιθώριο εκτίμησης των κρατών μελών όσον αφορά το τι συνιστά προσβολή δικαιώματος δεν πρέπει να δυσχεραίνει σε υπερβολικό βαθμό την προστασία των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το δίκαιο της ΕΕ. Επομένως, η νομιμοποίηση του ενδιαφερόμενου κοινού που θίγεται από αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων —και του άρθρου 9 παράγραφος 2 της σύμβασης του Aarhus— δεν μπορεί να ερμηνεύεται περιοριστικά (103).

    104.

    Το ΔΕΕ έχει αναγνωρίσει τα εν λόγω δικαιώματα στο πλαίσιο των ακόλουθων αποφάσεων, πράξεων και παραλείψεων δημόσιων αρχών: παράλειψη δημόσιας αρχής να εκπονήσει υποχρεωτικό εκ του νόμου σχέδιο για την ποιότητα του αέρα (104), κατάρτιση εθνικών προγραμμάτων για τη μείωση των εκπομπών (105) και έγκριση παρέκκλισης βάσει της νομοθεσίας για τη φύση (106). Επομένως, από τη νομολογία προκύπτει ότι τα κράτη μέλη και τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να διασφαλίζουν νομιμοποίηση για την άσκηση προσφυγών κατά ευρύτατου φάσματος κατηγοριών αποφάσεων, πράξεων και παραλείψεων βάσει εκτενούς δέσμης ουσιαστικών δικαιωμάτων.

    2.5.4    Κριτήρια που πρέπει να πληρούν φυσικά πρόσωπα και ΜΚΟ για να αποκτούν νομιμοποίηση

    Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν κριτήρια τα οποία πρέπει να πληρούν τα φυσικά πρόσωπα και οι ΜΚΟ ώστε να αποκτούν νομιμοποίηση, ωστόσο τα εν λόγω κριτήρια δεν πρέπει να καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση ουσιαστικών και δικονομικών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το δίκαιο της ΕΕ.

    105.

    Η διατύπωση του άρθρου 9 παράγραφος 3 της σύμβασης του Aarhus («σε περίπτωση που πληροί τα τυχόν κριτήρια που καθορίζονται στο εθνικό του δίκαιο») παρέχει στα συμβαλλόμενα μέρη, μέχρι έναν βαθμό, τη διακριτική ευχέρεια να καθορίζουν τα κριτήρια νομιμοποίησης.

    106.

    Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να παρέχουν αδιακρίτως νομιμοποίηση σε κάθε μέλος του κοινού (actio popularis) ούτε σε κάθε ΜΚΟ. Ωστόσο, σύμφωνα με τον οδηγό για την εφαρμογή της σύμβασης του Aarhus, κάθε κριτήριο αυτού του είδους πρέπει να συνάδει με τους στόχους της σύμβασης όσον αφορά τη διασφάλιση πρόσβασης στη δικαιοσύνη (107). Τα συμβαλλόμενα μέρη δεν πρέπει να χρησιμοποιούν τη διατύπωση «σε περίπτωση που πληροί τα τυχόν κριτήρια που καθορίζονται στο εθνικό του δίκαιο» ως πρόσχημα για τη θέσπιση ή τη διατήρηση κριτηρίων τόσο αυστηρών ώστε να αποκλείουν στην πράξη όλες, ή σχεδόν όλες, τις περιβαλλοντικές οργανώσεις από την άσκηση προσφυγής κατά πράξεων ή αποφάσεων που αντιβαίνουν στην εθνική νομοθεσία για το περιβάλλον (108). Επιπλέον, σύμφωνα με την αρχή της αποτελεσματικότητας, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να θεσπίζουν κριτήρια τα οποία καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το δίκαιο της ΕΕ.

    107.

    Τα κατάλληλα κριτήρια που καθορίζουν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του άρθρου 9 παράγραφος 2 της σύμβασης του Aarhus είναι επίσης κατάλληλα στο πλαίσιο του άρθρου 9 παράγραφος 3. Ωστόσο, σε αντίθεση με το άρθρο 9 παράγραφος 2, το άρθρο 9 παράγραφος 3 δεν προβλέπει ρητώς de lege νομιμοποίηση για τις περιβαλλοντικές ΜΚΟ. Ως εκ τούτου, εγείρεται το ερώτημα σχετικά με το αν τα κράτη μέλη δικαιούνται να εφαρμόζουν την αρχή της προσβολής δικαιωμάτων χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι μια ΜΚΟ δεν είναι σε θέση να αποδείξει προσβολή δικαιώματος με τον ίδιο τρόπο που δύναται να το πράξει ένα φυσικό πρόσωπο. Εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη του ρόλου των περιβαλλοντικών ΜΚΟ στην προστασία γενικών περιβαλλοντικών συμφερόντων, όπως η ποιότητα του αέρα και η βιοποικιλότητα, τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν την αρχή της προσβολής δικαιωμάτων πρέπει να το πράττουν κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται ότι παρέχεται νομιμοποίηση στις περιβαλλοντικές ΜΚΟ για την άσκηση προσφυγής κατά αποφάσεων, πράξεων και παραλείψεων που αφορούν τον συγκεκριμένο ρόλο.

    3.   ΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ

    3.1.   Εισαγωγή

    Η έκταση του δικαστικού ελέγχου καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο τα εθνικά δικαστήρια εκτιμούν τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων. Έχει δύο πτυχές. Η πρώτη αφορά τους πιθανούς λόγους άσκησης δικαστικού ελέγχου, δηλαδή τους τομείς του δικαίου και τα νομικά επιχειρήματα που μπορούν να προβληθούν. Η δεύτερη αφορά την ένταση του ελέγχου (ή το κριτήριο δικαστικού ελέγχου).

    108.

    Η έκταση του δικαστικού ελέγχου αποτελεί βασικό στοιχείο για ένα αποτελεσματικό σύστημα δικαστικού ελέγχου, διότι καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο ο εθνικός δικαστής θα εκτιμήσει τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων. Έχει δύο κύριες πτυχές. Η πρώτη αφορά τους τομείς του δικαίου και τα νομικά επιχειρήματα που μπορούν να προβληθούν στο πλαίσιο της προσφυγής, ιδίως όσον αφορά το κατά πόσον ο προσφεύγων δικαιούται να επικαλεστεί όλες τις σχετικές διατάξεις του περιβαλλοντικού δικαίου της ΕΕ για τη στοιχειοθέτηση της υπόθεσής του. Το θέμα αυτό εξετάζεται στην ενότητα Γ.3.2. Η δεύτερη πτυχή αφορά την ένταση του ελέγχου από τους δικαστές κατά την εκτίμηση της νομιμότητας και εξετάζεται στην ενότητα Γ.3.3.

    109.

    Διάφορες οδηγίες της ΕΕ που προβλέπουν ρητώς την πρόσβαση στη δικαιοσύνη περιέχουν διατάξεις σχετικές με την έκταση του δικαστικού ελέγχου (109). Ωστόσο, οι περισσότερες πράξεις της παράγωγης περιβαλλοντικής νομοθεσίας δεν περιέχουν τέτοιες διατάξεις και για την κατανόηση της κατάλληλης έκτασης του δικαστικού ελέγχου, απαιτείται, όπως και στην περίπτωση της νομιμοποίησης, παραπομπή στη νομολογία του ΔΕΕ.

    3.2   Πιθανοί λόγοι άσκησης δικαστικού ελέγχου

    110.

    Η πτυχή αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία στις έννομες τάξεις που παρέχουν νομιμοποίηση μόνον εάν προσβάλλονται τα δικαιώματα του προσφεύγοντος. Στις περιπτώσεις αυτές, συχνά οι πιθανοί λόγοι άσκησης δικαστικού ελέγχου περιορίζονται κατά παράδοση στις νομικές διατάξεις που αναγνωρίζουν στο φυσικό πρόσωπο δικαιώματα τα οποία παρέχουν τη βάση για την επικαλούμενη νομιμοποίηση. Η πτυχή αυτή έχει επίσης σημασία για τους περιορισμούς που αποσκοπούν στον περιορισμό των προσφευγόντων στα επιχειρήματα που είχαν προβάλει σε προηγούμενη διοικητική διαδικασία (αποκλεισμός) ή στην πρόληψη της κατάχρησης των δικαστικών διαδικασιών από τους προσφεύγοντες μέσω της προβολής μη σχετικών νομικών επιχειρημάτων.

    3.2.1    Ειδικές δραστηριότητες που υπόκεινται σε απαιτήσεις συμμετοχής του κοινού

    111.

    Η συγκεκριμένη κατηγορία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 παράγραφος 2 της σύμβασης του Aarhus. Όπως επισημαίνεται ανωτέρω, σκοπός του άρθρου 9 παράγραφος 2 είναι η παροχή πρόσβασης στη δικαιοσύνη όσον αφορά αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις για ειδικές δραστηριότητες που υπόκεινται στις απαιτήσεις συμμετοχής του κοινού του άρθρου 6 της σύμβασης.

    112.

    Όπως έχει επίσης προαναφερθεί, το άρθρο 9 παράγραφος 2 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να περιορίζουν τη νομιμοποίηση με την επιβολή της υποχρέωσης στους προσφεύγοντες που είναι φυσικά πρόσωπα να αποδεικνύουν την προσβολή δικαιώματος ή επαρκές συμφέρον. Όσον αφορά τους πιθανούς λόγους άσκησης δικαστικού ελέγχου, διαφοροποιείται ενδεχομένως ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι προσφυγές φυσικών προσώπων και περιβαλλοντικών ΜΚΟ. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τις αποφάσεις, τις πράξεις και τις παραλείψεις που αφορούν την οδηγία 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και την οδηγία 2010/75/ΕΕ για τις βιομηχανικές εκπομπές, δηλαδή τις κύριες πράξεις της παράγωγης νομοθεσίας της ΕΕ που θέτουν σε εφαρμογή το άρθρο 9 παράγραφος 2. Ωστόσο, στην υπόθεση LZ II (110), το ΔΕΕ επιβεβαίωσε ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 της σύμβασης του Aarhus —και, επομένως, του άρθρου 9 παράγραφος 2— είναι ευρύτερο από το πεδίο εφαρμογής των δύο αυτών οδηγιών της ΕΕ.

    3.2.1.1   Φυσικά πρόσωπα

    Κράτος μέλος το οποίο εξαρτά το παραδεκτό των προσφυγών που ασκούνται από φυσικά πρόσωπα από την προϋπόθεση της προσβολής ατομικού δικαιώματος, μπορεί επίσης να προβλέπει ότι για την ακύρωση διοικητικής απόφασης από εθνικό δικαστήριο απαιτείται η προσβολή ατομικού δικαιώματος του προσφεύγοντος.

    113.

    Στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γερμανίας, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι, εάν, σύμφωνα με τις διατάξεις περί πρόσβασης στη δικαιοσύνη της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της οδηγίας 2010/75/ΕΕ για τις βιομηχανικές εκπομπές, ένα κράτος μέλος περιορίζει τη νομιμοποίηση των φυσικών προσώπων σε περιπτώσεις στις οποίες προσβάλλονται δικαιώματα «μπορεί επίσης να προβλέπει ότι για την ακύρωση διοικητικής αποφάσεως από το αρμόδιο δικαστήριο απαιτείται η προσβολή ατομικού δικαιώματος του προσφεύγοντος» (111). Η ερμηνεία αυτή μπορεί να εφαρμοστεί σε σχέση με άλλες προσβαλλόμενες αποφάσεις, πράξεις και παραλείψεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρο 9 παράγραφος 2 της σύμβασης του Aarhus.

    114.

    Αυτό σημαίνει ότι, βάσει του συστήματος της προσβολής δικαιωμάτων, σε περιπτώσεις προσφυγών που ασκούνται από φυσικά πρόσωπα, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να περιορίζει την εξέταση στις διατάξεις που παρέχουν στο φυσικό πρόσωπο το δικαίωμα άσκησης της προσφυγής.

    3.2.1.2   Αναγνωρισμένες περιβαλλοντικές ΜΚΟ

    Για την άσκηση προσφυγών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 παράγραφος 2 της σύμβασης του Aarhus, οι αναγνωρισμένες περιβαλλοντικές ΜΚΟ δεν περιορίζονται όσον αφορά τους νομικούς λόγους που μπορούν να προβάλλουν και έχουν το δικαίωμα να επικαλούνται οποιαδήποτε διάταξη της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ.

    115.

    Ο περιορισμός των βάσεων προσφυγής που περιγράφεται στην ενότητα Γ.3.2.1.1 δεν εφαρμόζεται στις περιβαλλοντικές ΜΚΟ οι οποίες πληρούν τα κριτήρια που καθορίζονται στο εθνικό δίκαιο για την απόκτηση de lege νομιμοποίησης.

    116.

    Στην υπόθεση Trianel, το ΔΕΕ αποσαφήνισε ότι οι εν λόγω ΜΚΟ δικαιούνται να επικαλούνται οποιαδήποτε διάταξη της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ η οποία παράγει άμεσο αποτέλεσμα, καθώς και την εθνική νομοθεσία εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ. Αποφάνθηκε ότι, μολονότι «ο εθνικός νομοθέτης έχει την ευχέρεια να περιορίσει μόνο στα δικαιώματα δημοσίου δικαίου τα δικαιώματα την προσβολή των οποίων μπορούν να επικαλούνται οι ιδιώτες στο πλαίσιο ένδικου βοηθήματος […] τέτοιου είδους περιορισμός δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί αυτούσιος στις οργανώσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, χωρίς να θιγούν οι σκοποί του άρθρου 10α, τρίτο εδάφιο, τελευταία περίοδος, της οδηγίας 85/337» (112).

    117.

    Αυτό σημαίνει ότι περιβαλλοντική ΜΚΟ η οποία έχει κινήσει διαδικασία βάσει de lege νομιμοποίησης δικαιούται να επικαλεστεί οποιαδήποτε διάταξη της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ που θεωρεί ότι έχει παραβιαστεί.

    3.2.2    Αντικείμενο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 παράγραφος 3 της σύμβασης του Aarhus

    Οι λόγοι που πρέπει να εξετάζονται στο πλαίσιο διαδικασιών δικαστικής επανεξέτασης δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 3 της σύμβασης του Aarhus θα πρέπει να καλύπτουν, κατ' ελάχιστον, τις νομοθετικές διατάξεις στις οποίες βασίζεται το δικαίωμα νομιμοποίησης του προσφεύγοντος.

    118.

    Το άρθρο 9 παράγραφος 3 της σύμβασης του Aarhus παρέχει νομιμοποίηση για την άσκηση προσφυγής κατά πράξεων και παραλείψεων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 παράγραφος 1 ή παράγραφος 2 της σύμβασης του Aarhus.

    3.2.2.1   Φυσικά πρόσωπα

    119.

    Βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 3 της σύμβασης του Aarhus, το κοινό έχει πρόσβαση σε δικαστικές διαδικασίες εάν πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται στο εθνικό δίκαιο. Ως εκ τούτου, βάσει της προσέγγισης της προσβολής δικαιωμάτων, τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την έκταση του δικαστικού ελέγχου στους νομικούς ισχυρισμούς που αφορούν τα προσβαλλόμενα κατά την κρίση του προσφεύγοντος δικαιώματα.

    3.2.2.2   Περιβαλλοντικές ΜΚΟ

    120.

    Ελλείψει de lege νομιμοποίησης, οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ δικαιούνται, κατ' ελάχιστον, να κινούν διαδικασία δικαστικού ελέγχου ως προς τις νομοθετικές διατάξεις από τις οποίες απορρέουν δικαιώματα και συμφέροντα που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής. Όπως προκύπτει από τις ενότητες Γ.1 και 2, και ιδίως από την απόφαση που εξέδωσε το ΔΕΕ στην υπόθεση LZ II, οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ απολαμβάνουν ευρύ δικαίωμα προστασίας του περιβάλλοντος και επίκλησης περιβαλλοντικών υποχρεώσεων ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

    3.2.3    Αποκλεισμός και άλλοι περιορισμοί

    Η έκταση του ελέγχου από εθνικό δικαστήριο δεν πρέπει να περιορίζεται στις ενστάσεις που έχουν ήδη προβληθεί εντός της προθεσμίας που ορίστηκε κατά τη διοικητική διαδικασία. Ωστόσο, τα δικαστήρια μπορούν να κρίνουν απαράδεκτους ισχυρισμούς που προβάλλονται καταχρηστικά ή κακόπιστα.

    121.

    Στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γερμανίας, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι δεν μπορεί να περιοριστεί η «έκταση του δικαστικού ελέγχου μόνο στις περιπτώσεις ενστάσεων οι οποίες προβλήθηκαν εμπροθέσμως κατά τη διοικητική διαδικασία η οποία κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως». Το ΔΕΕ αιτιολόγησε τη θέση του επισημαίνοντας την υποχρέωση διασφάλισης ελέγχου στο σύνολο της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά την ουσιαστική και τη διαδικαστική νομιμότητά της (113). Η απόφαση αυτή έχει σημασία για τις αποφάσεις, τις πράξεις και τις παραλείψεις που εμπίπτουν στο άρθρο 11 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και στο άρθρο 25 της οδηγίας 2010/75/ΕΕ για τις βιομηχανικές εκπομπές, καθώς και για τις αποφάσεις, τις πράξεις και τις παραλείψεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 παράγραφος 2 της σύμβασης του Aarhus. Εφαρμόζεται επίσης σε πράξεις και παραλείψεις που εμπίπτουν στο άρθρο 9 παράγραφος 3 της σύμβασης, δεδομένου ότι η προσφυγή κατά των εν λόγω πράξεων και παραλείψεων καλύπτει επίσης την ουσιαστική και την τυπική νομιμότητα (βλέπε ενότητα Γ.3.3.3).

    122.

    Παρότι ο αποκλεισμός δεν επιτρέπεται, το ΔΕΕ επισήμανε ότι ο εθνικός νομοθέτης μπορεί «να προβλέπει συγκεκριμένους δικονομικούς κανόνες, όπως το απαράδεκτο επιχειρήματος προβληθέντος καταχρηστικώς ή κακοπίστως, οι οποίοι συνιστούν μηχανισμούς κατάλληλους προς διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της ένδικης διαδικασίας». (114) Εν προκειμένω, απόκειται στα κράτη μέλη να θεσπίζουν κανόνες που συνάδουν με τη γενική υποχρέωση πρόβλεψης διαδικασίας δικαστικής επανεξέτασης επί της ουσιαστικής και της τυπικής νομιμότητας αποφάσεων, πράξεων και παραλείψεων.

    3.3   Ένταση του ελέγχου/κριτήριο δικαστικού ελέγχου

    Βάσει του άρθρου 9 παράγραφοι 2 και 3 της σύμβασης του Aarhus, τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν αποτελεσματική διαδικασία δικαστικής επανεξέτασης της ουσιαστικής και τυπικής νομιμότητας αποφάσεων, πράξεων και παραλείψεων που υπόκεινται στις ως άνω διατάξεις, ακόμη και αν η παράγωγη νομοθεσία της ΕΕ δεν περιέχει ρητή παραπομπή σε κριτήριο δικαστικού ελέγχου που να καλύπτει τις δύο αυτές πτυχές της νομιμότητας.

    Όταν απαιτείται, ο έλεγχος πρέπει να εκτείνεται στη νομιμότητα της νομοθεσίας και των κανονιστικών πράξεων, εάν αυτές περιορίζουν ή προσβάλλουν δικονομικά και ουσιαστικά δικαιώματα.

    123.

    Η ένταση του ελέγχου ή το κριτήριο δικαστικού ελέγχου καθορίζει τον βαθμό διεξοδικότητας στον οποίο οφείλει να εκτιμήσει εθνικό δικαστήριο τη νομιμότητα της επίμαχης απόφασης, πράξης ή παράλειψης. Οι προσεγγίσεις διαφοροποιούνται σημαντικά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Εκτείνονται από την εστίαση σε δικονομικά ζητήματα έως την πλήρη έλεγχο των προσβαλλόμενων αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων, ενώ οι δικαστές έχουν επίσης τη δυνατότητα να αντικαταστήσουν τα πορίσματα της διοίκησης με τη δική τους κρίση.

    124.

    Η ένταση ή το κριτήριο δικαστικού ελέγχου δεν καθορίζονται αναλυτικά ούτε στη σύμβαση του Aarhus ούτε στην παράγωγη νομοθεσία της ΕΕ. Ωστόσο, η νομολογία του ΔΕΕ παρέχει ενδείξεις σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται για να θεωρείται αποτελεσματικός ο δικαστικός έλεγχος.

    3.3.1.    Αιτήσεις παροχής περιβαλλοντικών πληροφοριών

    Τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν αποτελεσματική διαδικασία δικαστικού ελέγχου όσον αφορά το δικαίωμα υποβολής αίτησης παροχής περιβαλλοντικών πληροφοριών, η οποία καλύπτει τις συναφείς αρχές και τους κανόνες του δικαίου της ΕΕ. Οι κανόνες του δικαίου της ΕΕ περιλαμβάνουν ειδικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι δημόσιες αρχές βάσει δεσμευτικών διατάξεων της ΕΕ σχετικά με την πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες.

    125.

    Οι προσφυγές κατά αποφάσεων που αφορούν αιτήσεις παροχής περιβαλλοντικών πληροφοριών εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 παράγραφος 1 της σύμβασης του Aarhus. Η οδηγία 2003/4/ΕΚ για την πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες περιέχει διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη (115), οι οποίες αντικατοπτρίζουν τις απαιτήσεις του άρθρου 9 παράγραφος 1. Προβλέπουν ότι τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι κάθε πρόσωπο το οποίο ζητεί πληροφορίες βάσει της οδηγίας έχει δικαίωμα να ασκεί προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης ανεξάρτητης και αμερόληπτης νομίμως συσταθείσας αρχής, η οποία μπορεί να επανεξετάζει τις πράξεις ή παραλείψεις της οικείας δημόσιας αρχής, και της οποίας οι αποφάσεις μπορεί να γίνουν τελεσίδικες. Ωστόσο, οι εν λόγω διατάξεις δεν καθορίζουν την έκταση του δικαστικού ελέγχου που απαιτείται από την οδηγία.

    126.

    Στην υπόθεση East Sussex, το ΔΕΕ κλήθηκε να ερμηνεύσει την έκταση του ελέγχου που απαιτείται βάσει της οδηγίας 2003/4/ΕΚ για την πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες. Αποφάνθηκε ότι «[ε]φόσον […] το δίκαιο της Ένωσης δεν παρέχει διευκρινίσεις, η έκταση του ελέγχου αυτού θα πρέπει να προσδιοριστεί από την έννομη τάξη των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη της τήρησης των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας» (116). Στο ειδικό πλαίσιο των διατάξεων της οδηγίας για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, το ΔΕΕ αποσαφήνισε ότι ο αποτελεσματικός έλεγχος πρέπει να πληροί τον σκοπό της πρόβλεψης γενικού καθεστώτος, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες που κατέχονται από τις δημόσιες αρχές ή για λογαριασμό των δημόσιων αρχών χωρίς να υποχρεούται να επικαλεσθεί οιοδήποτε σχετικό συμφέρον (117). Όσον αφορά την προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση που αφορούσε την επιβολή τέλους στον προσφεύγοντα για την ανταπόκριση σε αίτηση παροχής πληροφοριών, το ΔΕΕ έκρινε στην υπόθεση East Sussex ότι το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξετάσει τουλάχιστον κατά πόσον πληρούνται οι οικείες διατάξεις της οδηγίας. (118)

    3.3.2    Άλλο αντικείμενο, όπως ειδικές δραστηριότητες που προϋποθέτουν τη συμμετοχή του κοινού· περιβαλλοντική ευθύνη· σχέδια και προγράμματα· και παρεκκλίσεις· εθνική εφαρμοστική νομοθεσία και κανονιστικές πράξεις

    Η νομολογία του ΔΕΕ παρέχει καθοδήγηση σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγής του ελέγχου αποφάσεων, πράξεων και παραλείψεων βάσει της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ.

    3.3.2.1   Αναγκαιότητα ελέγχου τόσο της τυπικής όσο και της ουσιαστικής νομιμότητας

    127.

    Στο πλαίσιο της διαδικασίας δικαστικής επανεξέτασης που προβλέπεται από το άρθρο 9 παράγραφος 2 της σύμβασης του Aarhus —και από την παράγωγη νομοθεσία της ΕΕ για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο— πρέπει να εκτιμάται η ουσιαστική και τυπική νομιμότητα των προσβαλλόμενων αποφάσεων, πράξεων και παραλείψεων. Ωστόσο, ούτε η σύμβαση του Aarhus ούτε η παράγωγη νομοθεσία της ΕΕ προσδιορίζουν την έκταση του ελέγχου που πρέπει να διενεργείται επί της ουσιαστικής και της τυπικής νομιμότητας.

    128.

    Στο ίδιο πνεύμα, το άρθρο 9 παράγραφος 3 της σύμβασης του Aarhus δεν προβλέπει ρητή υποχρέωση θέσπισης συστήματος επανεξέτασης, στο πλαίσιο του οποίου θα εκτιμάται η ουσιαστική και η τυπική νομιμότητα πράξης ή παράλειψης. Στο πλαίσιο της παράγωγης νομοθεσίας της ΕΕ, μόνον η οδηγία 2004/35/ΕΚ για την περιβαλλοντική ευθύνη περιλαμβάνει επί του παρόντος σχετική ρητή διάταξη. Παρά ταύτα, από τη νομολογία του ΔΕΕ, και ιδίως από τις αποφάσεις στις υποθέσεις East Sussex και Janecek, προκύπτει ότι στις πράξεις και στις παραλείψεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 παράγραφος 3 της σύμβασης του Aarhus εφαρμόζεται η αρχή της ΕΕ περί πραγματικής δικαστικής προστασίας η οποία καλύπτει την ουσιαστική και την τυπική νομιμότητα. Διαφορετικά, δεν θα ήταν δυνατόν να διασφαλιστεί ότι οι στόχοι του περιβαλλοντικού δικαίου της ΕΕ και τα δικαιώματα που αυτό αναγνωρίζει προστατεύονται επαρκώς από τα εθνικά δικαστήρια. Σύμφωνα με τον οδηγό για την εφαρμογή της σύμβασης του Aarhus, το κριτήριο δικαστικού ελέγχου που πρέπει να εφαρμόζεται στο πλαίσιο του άρθρου 9 παράγραφος 3 είναι το ίδιο κριτήριο που πρέπει να εφαρμόζεται και στο πλαίσιο του άρθρου 9 παράγραφος 2 της σύμβασης. Αυτό σημαίνει ότι τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να εξετάζουν τόσο την ουσιαστική όσο και την τυπική νομιμότητα (119).

    129.

    Από τη νομολογία του ΔΕΕ καθίσταται σαφές ότι έλεγχος ο οποίος περιορίζεται στην τυπική νομιμότητα δεν συνάδει με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 9 παράγραφος 2 και τη συναφή παράγωγη νομοθεσία της ΕΕ. Στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γερμανίας, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι «ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει το άρθρο 11 της οδηγίας 2011/92 και το άρθρο 25 της οδηγίας 2010/75 δεν έγκειται μόνο στη διασφάλιση της ευρύτερης δυνατής προσβάσεως του προσφεύγοντος στη δικαιοσύνη, αλλά και στη διεξαγωγή του ελέγχου στο σύνολο της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την ουσιαστική ή διαδικαστική νομιμότητά της» (120).

    130.

    Γενικότερα, στην υπόθεση East Sussex (121), το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι ένα σύστημα δικαστικού ελέγχου συνάδει με την αρχή της αποτελεσματικότητας «υπό την προϋπόθεση ότι παρέχεται στο δικαστήριο ενώπιον του οποίου έχει προβληθεί αίτημα ακύρωσης τέτοιας απόφασης [η] ευχέρεια να εφαρμόσει αποτελεσματικά, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας της απόφασης αυτής, τις αρχές και τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης που ασκούν επιρροή».

    131.

    Το συμπέρασμα που πρέπει να συναχθεί από την απόφαση East Sussex είναι ότι, ακόμη και αν το κριτήριο δικαστικού ελέγχου δεν προσδιορίζεται στο δίκαιο της ΕΕ, ο τρόπος διεξαγωγής του ελέγχου πρέπει να είναι αποτελεσματικός όσον αφορά την επιβεβαίωση των δικαιωμάτων και τη διασφάλιση της επίτευξης των στόχων της οικείας νομοθεσίας της ΕΕ.

    3.3.2.2   Τυπική νομιμότητα

    132.

    Σύμφωνα με τον οδηγό για την εφαρμογή της σύμβασης του Aarhus, έλλειψη τυπικής νομιμότητας υφίσταται όταν η δημόσια αρχή παραβαίνει διαδικασίες που προβλέπονται από τον νόμο (122).

    133.

    Τα τυπικά προβλήματα που είναι πιθανό να καθιστούν παράνομη μια απόφαση, πράξη ή παράλειψη μπορεί να αφορούν 1) την αρμοδιότητα της αρχής να εκδώσει την επίμαχη απόφαση ή πράξη, 2) υποχρεωτική διαδικασία που προβλέπεται για τη διαδικασία λήψης αποφάσεων (π.χ. δημόσια διαβούλευση ή διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων) ή 3) τον τύπο της απόφασης, της πράξης ή της παράλειψης.

    134.

    Ενώ οι περιπτώσεις 1 και 3 καθορίζονται συνήθως από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τη δικονομική τους αυτοτέλεια, η περίπτωση 2 είναι πιθανότερο να καθορίζεται από το δίκαιο της ΕΕ, όταν οι απαιτήσεις υποχρεωτικής συμμετοχής του κοινού προβλέπονται στη σύμβαση του Aarhus και στη συναφή παράγωγη νομοθεσία της ΕΕ. Για παράδειγμα, η οδηγία 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων προβλέπει τυπικές προϋποθέσεις για τη δημόσια διαβούλευση οι οποίες πρέπει να πληρούνται από τις δημόσιες αρχές κατά τη διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Η εκπλήρωση των προϋποθέσεων αυτών είναι καθοριστική για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής συμμετοχής του κοινού στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Ως εκ τούτου, εφαρμόζοντας την προσέγγιση που αναφέρεται ανωτέρω, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να έχει την αρμοδιότητα να εξετάζει τη συμμόρφωση με τις εν λόγω τυπικές απαιτήσεις και να αποφαίνεται για τα κατάλληλα μέτρα επανόρθωσης σε περίπτωση ελλείψεων στη διαδικασία. Οι υποχρεωτικές τυπικές προϋποθέσεις δεν εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια της δημόσιας αρχής.

    135.

    Ο έλεγχος της τυπικής νομιμότητας μπορεί να αφορά τη δυνατότητα νομιμοποίησης παράνομων μέτρων ιδιώτη ή δημόσιας αρχής. Το ΔΕΕ επιτρέπει τη δυνατότητα νομιμοποίησης, αλλά εξαρτά τη χρήση της από προϋποθέσεις (123). Στην υπόθεση Križan, στο πλαίσιο διαδικασίας αδειοδότησης χώρου υγειονομικής ταφής απορριμμάτων, το ΔΕΕ κλήθηκε να εξετάσει τη δυνατότητα διόρθωσης σφάλματος δημόσιας αρχής (συγκεκριμένα, τη μη διάθεση ορισμένων πληροφοριών σε διαδικασία έγκρισης χώρου υγειονομικής ταφής απορριμμάτων) στο στάδιο δευτεροβάθμιας διοικητικής διαδικασίας κατά της απόφασης της αρχής. Το ΔΕΕ επιβεβαίωσε ότι η νομιμοποίηση είναι δυνατή, υπό την προϋπόθεση ότι παραμένουν δυνατές όλες οι επιλογές και λύσεις στο στάδιο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας (124). Αυτό ήταν ένα ζήτημα που έπρεπε να εξεταστεί από το εθνικό δικαστήριο (125).

    3.3.2.3.   Ουσιαστική νομιμότητα

    136.

    Σύμφωνα με τον οδηγό για την εφαρμογή της σύμβασης του Aarhus, έλλειψη ουσιαστικής νομιμότητας υπάρχει όταν παραβιάζεται η ουσία του νόμου (126).

    α)   Πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης

    137.

    Η πρώτη πτυχή του ελέγχου της ουσιαστικής νομιμότητας αφορά τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Αυτά συγκεντρώνονται από τη διοίκηση, τροποποιούνται ενδεχομένως κατά τη διάρκεια διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης και διαμορφώνουν τη βάση επί της οποίας η αρμόδια αρχή αποφασίζει αν θα εκδώσει οποιαδήποτε απόφαση ή θα αναλάβει οποιαδήποτε δράση, καθώς και το περιεχόμενο και τη σχετική αιτιολόγηση. Εάν τα πραγματικά περιστατικά είναι ελλιπή ή εσφαλμένα ή δεν ερμηνεύτηκαν με ορθό τρόπο, το σφάλμα έχει άμεση επίπτωση στην ποιότητα της εκδοθείσας διοικητικής απόφασης και μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τους στόχους του περιβαλλοντικού δικαίου της ΕΕ.

    138.

    Στην υπόθεση East Sussex, το ΔΕΕ επιβεβαίωσε ότι, ελλείψει κανόνων του δικαίου της ΕΕ, απόκειται στην έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίζει τις δικονομικές προϋποθέσεις άσκησης των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στην προάσπιση των δικαιωμάτων που αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης. Συναφώς δεν πρέπει να καθίσταται αδύνατη στην πράξη ή υπερβολικά δυσχερής η άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμονται από την έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (127).

    139.

    Τα εθνικά δικαστήρια δεν υποχρεούνται κατά κανόνα να προβαίνουν σε συλλογή πληροφοριών ή να διενεργούν έρευνες αυτεπαγγέλτως. Ωστόσο, για την εξασφάλιση του αποτελεσματικού ελέγχου των επίμαχων αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων, πρέπει να εφαρμόζεται ένα ελάχιστο πρότυπο στην εξέταση των πραγματικών περιστατικών, ούτως ώστε να διασφαλίζεται το δικαίωμα του προσφεύγοντος να ζητεί τη διεξαγωγή εξίσου αποτελεσματικού ελέγχου όσον αφορά και την εξέταση των πραγματικών περιστατικών. Εάν τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούσαν ποτέ να ελέγξουν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία η διοίκηση στήριξε την απόφασή της, αυτό θα εμπόδιζε ευθύς εξαρχής τους προσφεύγοντες να υποβάλλουν κατά τρόπο αποτελεσματικό δυνητικά βάσιμη προσφυγή.

    β)   Επί της ουσίας εκτίμηση της απόφασης, της πράξης ή της παράλειψης

    140.

    Κατά τη συναγωγή συμπερασμάτων από τα πραγματικά περιστατικά μιας υπόθεσης και την εφαρμοστέα νομοθεσία, οι υπεύθυνοι λήψης διοικητικών αποφάσεων διαθέτουν συνήθως ευρεία διακριτική ευχέρεια. Το ΔΕΕ αναγνωρίζει ότι περιορισμένος επί της ουσίας έλεγχος απόφασης, πράξης ή παράλειψης μπορεί να συνάδει με το δίκαιο της ΕΕ. Όπως επισημαίνεται ανωτέρω, στην υπόθεση East Sussex το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι, παρότι η άσκηση περιορισμένου δικαστικού ελέγχου δεν καθιστά αφ' εαυτού της υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το δίκαιο της ΕΕ, πρέπει, κατ' ελάχιστον, να παρέχει στο δικαστήριο ενώπιον του οποίου έχει προβληθεί σχετικό αίτημα την ευχέρεια να εφαρμόζει αποτελεσματικά τις συναφείς αρχές και τους κανόνες του δικαίου της ΕΕ (128).

    141.

    Αυτό σημαίνει ότι το κριτήριο δικαστικού ελέγχου που εφαρμόζεται πρέπει να εξασφαλίζει τη διαφύλαξη των στόχων και του πεδίου εφαρμογής της επίμαχης νομοθεσίας της ΕΕ. Πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τον βαθμό της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και την άντληση συμπερασμάτων και διαπιστώσεων από αυτά.

    142.

    Η νομολογία του ΔΕΕ αποσαφηνίζει τον τρόπο με τον οποίο τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να ελέγχουν τη διακριτική ευχέρεια των δημόσιων αρχών σε διάφορες ειδικές περιστάσεις.

    143.

    Στο πλαίσιο της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, το ΔΕΕ αποφάνθηκε στις υποθέσεις Mellor και Gruber (129) ότι η απόφαση διοικητικής αρχής να μην διενεργήσει εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων για ένα έργο μπορεί να προσβληθεί από το ενδιαφερόμενο κοινό ενώπιον εθνικού δικαστηρίου. Ειδικότερα, ο αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος πρέπει να αφορά τη νομιμότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης προκαταρκτικής απόφασης (130). Ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει το ερώτημα σχετικά με το κατά πόσον το έργο ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Επιπλέον, όσον αφορά την ίδια οδηγία, στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γερμανίας, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να περιορίζει την έκταση του δικαστικού ελέγχου στο ερώτημα σχετικά με την εγκυρότητα της απόφασης μη διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Το ΔΕΕ επισήμανε ότι ο αποκλεισμός από το πεδίο εφαρμογής του δικαστικού ελέγχου περιπτώσεων στις οποίες διαπιστώνεται ότι η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, παρότι πραγματοποιήθηκε, ενέχει πλημμέλειες —ακόμη και σοβαρές— θα στερούσε από τις διατάξεις της οδηγίας περί συμμετοχής του κοινού το ουσιαστικότερο περιεχόμενο της πρακτικής τους αποτελεσματικότητας (131).

    144.

    Στο πλαίσιο του άρθρου 6 παράγραφος 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους, το ΔΕΕ αποφάνθηκε στην υπόθεση Waddenzee (132) ότι οι αρμόδιες δημόσιες αρχές μπορούν να εγκρίνουν την άσκηση δραστηριότητας σε προστατευόμενο τόπο Natura 2000 μόνο όταν, λαμβανομένων υπόψη των πορισμάτων δέουσας εκτίμησης, δεν υφίσταται, από επιστημονικής απόψεως, καμία εύλογη αμφιβολία ότι, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών διατήρησης του τόπου, η δραστηριότητα δεν θα έχει επιβλαβείς συνέπειες για την ακεραιότητα του τόπου. Αυτό σημαίνει ότι, όταν καλείται να επανεξετάσει απόφαση με την οποία εγκρίνεται μια τέτοια δραστηριότητα, ο εθνικός δικαστής πρέπει να εξακριβώνει κατά πόσον τα επιστημονικά στοιχεία στα οποία βασίστηκε η αρμόδια αρχή δεν αφήνουν καμία εύλογη αμφιβολία.

    145.

    Επομένως, ο εθνικός δικαστής μπορεί να κληθεί να λάβει υπόψη τα σχετικά επιστημονικά στοιχεία, στα οποία βασίζονται συνήθως τα περιβαλλοντικά μέτρα. Από τη διατύπωση της απόφασης στην υπόθεση Waddenzee προκύπτει ότι το κριτήριο της απουσίας εύλογης αμφιβολίας είναι αντικειμενικό και δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται από το εθνικό δικαστήριο ως υποκειμενικό και ως εμπίπτον αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια της δημόσιας αρχής.

    146.

    Στο πλαίσιο της υποχρέωσης εκπόνησης σχεδίων για την ποιότητα του αέρα βάσει της νομοθεσίας για την ποιότητα του αέρα, το ΔΕΕ επισήμανε στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Janecek ότι «ναι μεν, έτσι, τα κράτη μέλη έχουν διακριτική ευχέρεια, πλην όμως το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 96/62 θέτει για την άσκησή της όρια, των οποίων μπορεί να γίνει επίκληση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (βλέπε, στο ίδιο πνεύμα, την απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, C-72/95, Kraaijeveld κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I-5403, σκέψη 59), προκειμένου τα μέτρα που πρέπει να περιέχει το σχέδιο δράσεως να προσαρμοστούν στον σκοπό μειώσεως του κινδύνου υπερβάσεως και περιορισμού της διάρκειάς του, λαμβανομένης υπόψη της ισορροπίας που πρέπει να εξασφαλιστεί μεταξύ του σκοπού αυτού και των διαφόρων εμπλεκομένων δημοσίων και ιδιωτικών συμφερόντων» (133). Επομένως, στη συγκεκριμένη απόφαση, το ΔΕΕ εκτίμησε ότι ο έλεγχος του εθνικού δικαστή πρέπει να επεκταθεί στην καταλληλότητα των μέτρων, λαμβανομένων υπόψη των συμφερόντων που διακυβεύονται στη συγκεκριμένη υπόθεση. Ομοίως, στο πλαίσιο υποχρέωσης των κρατών μελών να εκπονούν προγράμματα μείωσης των εκπομπών συγκεκριμένων ρύπων προκειμένου να συμμορφώνονται με τα ανώτατα όρια για τις εν λόγω εκπομπές που καθορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2016/2284 για τα εθνικά ανώτατα όρια εκπομπών (134), το ΔΕΕ αποφάνθηκε στην απόφαση Stichting Natuur en Milieu ότι ο δικαστικός έλεγχος πρέπει να επεκταθεί στο κατά πόσον τα εθνικά προγράμματα περιέχουν κατάλληλες και συνεκτικές πολιτικές και μέτρα ικανά να μειώσουν τις εκπομπές στα επίπεδα που προβλέπονται από τα ανώτατα όρια εκπομπών (135).

    147.

    Στο ίδιο πνεύμα, η ένταση του δικαστικού ελέγχου που ανέμενε το ΔΕΕ στις αποφάσεις Janecek και Stichting Natuur en Milieu έχει εφαρμογή στους τομείς της νομοθεσίας της ΕΕ για τα ύδατα και τα απόβλητα, όπου οι υποχρεώσεις των αρμόδιων δημόσιων αρχών να εκπονούν σχέδια και προγράμματα αποτελούν επίσης καθοριστικό παράγοντα για την επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων.

    148.

    Στην υπόθεση Stichting Natuur en Milieu, το ΔΕΕ επισήμανε τη γενική υποχρέωση των κρατών μελών να απέχουν από τη λήψη κάθε μέτρου, γενικού ή ειδικού, ικανού να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η οδηγία (136). Η υποχρέωση αυτή είναι σκόπιμη όταν προβάλλεται στο εθνικό δικαστήριο ο ισχυρισμός ότι απόφαση που αποσκοπεί στην εφαρμογή περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ θα βλάψει την εφαρμογή άλλης περιβαλλοντικής νομοθεσίας.

    149.

    Κοινά στοιχεία στις προαναφερόμενες υποθέσεις και στην υπόθεση East Sussex αποτελούν η σημασία των ιδιαιτεροτήτων των επιμέρους πράξεων της νομοθεσίας της ΕΕ και η ορθή ερμηνεία του δικαίου της ΕΕ κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Μεγάλο μέρος της προαναφερόμενης νομολογίας προέρχεται από προδικαστικές παραπομπές εθνικών δικαστηρίων που επιδιώκουν να διακριβώσουν κατά πόσον ο υπεύθυνος λήψης της διοικητικής απόφασης ερμήνευσε κατά τρόπο ορθό το δίκαιο της ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, είναι επίσης σημαντικό να υπενθυμιστεί ότι, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εφαρμόζουν τη σχετική νομοθεσία της ΕΕ αυτεπαγγέλτως, ανεξαρτήτως από το τι επικαλούνται οι διάδικοι, εφόσον, δυνάμει του εθνικού δικαίου, οφείλουν να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως τους αντλούμενους από εσωτερικό κανόνα αναγκαστικού δικαίου νομικούς ισχυρισμούς οι οποίοι δεν έχουν προβληθεί από τους διαδίκους (137).

    150.

    Η αρχή της αναλογικότητας είναι επίσης σκόπιμη όταν λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ (138).

    γ)   Έλεγχος εθνικής νομοθεσίας και κανονιστικών πράξεων

    151.

    Όπως επισημαίνεται στην ενότητα Γ.1.2, η περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ για τη διαφύλαξη δημόσιων συμφερόντων —συμπεριλαμβανομένου του συμφέροντος συμμετοχής του κοινού— εξαρτάται, εν μέρει, από την εθνική εφαρμοστική νομοθεσία και τις γενικές κανονιστικές πράξεις. Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο σφάλματος ενίοτε στις ίδιες τις νομοθετικές και κανονιστικές πράξεις, οι οποίες μπορεί να θέτουν μάλιστα περισσότερους περιορισμούς όσον αφορά την αναγνώριση των δικαιωμάτων που αναφέρονται στην ενότητα Γ.1 από τους αντίστοιχους περιορισμούς που αιτιολογούνται βάσει της οικείας περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ. Δεδομένου ότι η εθνική εφαρμοστική νομοθεσία και οι εθνικές κανονιστικές πράξεις που παρουσιάζουν νομικά σφάλματα ενδέχεται να έχουν ως συνέπεια τη μη ομοιόμορφη εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου της ΕΕ, το ΔΕΕ αναγνώρισε την αναγκαιότητα πρόβλεψης της επανεξέτασής τους υπό ορισμένες περιστάσεις.

    152.

    Η σύμβαση του Aarhus αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της τις νομοθετικές πράξεις (139), ενώ η οδηγία 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της «έργα που εγκρίνονται λεπτομερώς με ειδική εθνική νομοθετική πράξη». Ωστόσο, στις υποθέσεις Boxus και Solvay, το ΔΕΕ επιβεβαίωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να είναι διατεθειμένα να ελέγχουν τις εθνικές νομοθετικές πράξεις ώστε να διασφαλίζεται ότι πληρούν τυχόν προϋποθέσεις που δικαιολογούν την εξαίρεσή τους από τις απαιτήσεις εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Οι εν λόγω υποθέσεις αφορούσαν εθνική νομοθεσία για τη θέσπιση απαιτήσεων σχετικά με ειδικά στοιχεία υποδομών αερολιμένων και σιδηροδρόμων, ανεξάρτητα από τις συνήθεις διοικητικές διαδικασίες. Το ΔΕΕ έκρινε ότι η εξαίρεση των νομοθετικών πράξεων εφαρμόζεται μόνον όταν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις και επισήμανε ότι οι σχετικές διατάξεις για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη που προβλέπονται στη σύμβαση του Aarhus και στην οδηγία 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων θα στερούνταν παντός πρακτικού αποτελέσματος αν το γεγονός και μόνον ότι ένα σχέδιο εγκρίνεται με νομοθετική πράξη είχε ως συνέπεια το σχέδιο αυτό να μην υπόκειται τελικώς σε οποιαδήποτε προσφυγή με την οποία να μπορεί να αμφισβητηθεί η ουσιαστική και η τυπική νομιμότητά του (140). Ως εκ τούτου, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να εξετάζουν κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν την εξαίρεση (141).

    153.

    Στην υπόθεση Inter-Environnement Wallonie, το ΔΕΕ τόνισε τη σημασία του ελέγχου των νομοθετικών πράξεων από τα εθνικά δικαστήρια προκειμένου να διασφαλίζεται η εκπλήρωση των απαιτήσεων της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ όσον αφορά σχέδια και προγράμματα (142). Στην υπόθεση Stadt Wiener Neustadt, το ΔΕΕ αναφέρθηκε στον ρόλο των εθνικών δικαστηρίων όσον αφορά τη διακρίβωση της συμμόρφωσης της εθνικής νομοθεσίας με την οδηγία 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ως προς τη νομιμοποίηση παράνομων μέτρων (143). Στη συγκεκριμένη υπόθεση, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι το δίκαιο της ΕΕ αποκλείει εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι πρέπει να θεωρείται ότι διενεργήθηκε προηγούμενη εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων για ορισμένα έργα, για τα οποία στην πραγματικότητα δεν είχε διενεργηθεί τέτοια εκτίμηση. Το ΔΕΕ επισήμανε ότι μια τέτοια νομοθεσία μπορεί να παρεμποδίζει την άσκηση πραγματικής προσφυγής υπό εύλογες προϋποθέσεις (144).

    δ)   Εξέταση του κύρους των πράξεων που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της ΕΕ

    154.

    Το άρθρο 267 της ΣΛΕΕ προβλέπει έναν τρόπο υποβολής ερωτημάτων στο ΔΕΕ από τα εθνικά δικαστήρια σχετικά με το κύρος νομοθετικών και άλλων πράξεων της ΕΕ. Παράδειγμα αξιοποίησης της δυνατότητας αυτής αποτελεί η υπόθεση Standley, στην οποία, κατόπιν υποβολής ερωτημάτων από εθνικό δικαστήριο, το ΔΕΕ εξέτασε μεταξύ άλλων το κύρος της οδηγίας 91/676/ΕΟΚ για την προστασία από νιτρορρύπανση υπό το πρίσμα της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» που προβλέπεται στο άρθρο 191 της ΣΛΕΕ (145). Ομοίως, στην υπόθεση Safety Hi Tech, το ΔΕΕ εξέτασε το κύρος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3093/94 για τη στιβάδα του όζοντος [νυν κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2037/2000], σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 191 της ΣΛΕΕ, σύμφωνα με την οποία η πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας (146). Η υπόθεση Eco-Emballages SA, στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκε επίσης ερώτημα σχετικό με το κύρος οδηγίας της Επιτροπής που εκδόθηκε βάσει της οδηγίας 94/62/ΕΚ για τα απορρίμματα συσκευασίας, αποτελεί παράδειγμα του τρόπου χρήσης του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ σε σχέση με εκτελεστική πράξη που έχει εκδοθεί σε επίπεδο ΕΕ (147).

    4.   ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΕΠΑΝΟΡΘΩΣΗ

    4.1   Εισαγωγή

    Κάθε όργανο κράτους μέλους έχει τη γενική υποχρέωση να εξαλείφει τις παράνομες συνέπειες παράβασης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ. Τα κράτη μέλη οφείλουν επίσης να μην λαμβάνουν μέτρα που μπορούν να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη αποτελέσματος που επιδιώκεται από την περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ. Τα κράτη μέλη διαθέτουν διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την αποτελεσματική επανόρθωση, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούν τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

    155.

    Κατά γενικό κανόνα, δεν θεωρείται επαρκής η διακρίβωση της νομιμότητας μιας δεδομένης απόφασης, πράξης ή παράλειψης από το δικαστικό έλεγχο. Το εθνικό δικαστήριο πρέπει επίσης να εξετάζει αποτελεσματικά μέσα επανόρθωσης —τα οποία καλούνται ενίοτε μέτρα αποκατάστασης— όταν διαπιστώνεται ότι η συμπεριφορά της δημόσιας αρχής αντιβαίνει στο δίκαιο της ΕΕ. Το ΔΕΕ άντλησε από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία προβλέπεται πλέον στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΣΕΕ, την υποχρέωση κάθε οργάνου κράτους μέλους να εξαλείφει τις παράνομες συνέπειες παράβασης του δικαίου της ΕΕ (148) . Το καθήκον συνεργασίας επιβάλλει επίσης την υποχρέωση να προλαμβάνονται οι παραβάσεις προτού εκδηλωθούν, ενώ τα κράτη μέλη οφείλουν επίσης να απέχουν από τη λήψη μέτρων που μπορούν να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη αποτελέσματος που επιδιώκεται από την περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ (149). Επομένως, τα νομικά συστήματα των κρατών μελών πρέπει να προβλέπουν αποτελεσματική επανόρθωση που συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις αυτές.

    156.

    Οι λεπτομερείς δικονομικοί κανόνες που εφαρμόζονται στην αποτελεσματική επανόρθωση είναι ζήτημα της εσωτερικής έννομης τάξης κάθε κράτους μέλους, τηρουμένης της αρχής της δικονομικής αυτοτέλειας των κρατών μελών. Τούτο ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω κανόνες δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η έννομη τάξη της ΕΕ (αρχή της αποτελεσματικότητας) (150). Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, το ΔΕΕ έχει επίσης επικαλεστεί κανόνες που απορρέουν από το άρθρο 47 παράγραφος 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής (151).

    157.

    Η σύμβαση του Aarhus κάνει επίσης λόγο για αποτελεσματική επανόρθωση. Κατά το άρθρο 9 παράγραφος 4, οι διαδικασίες δικαστικής επανεξέτασης όσον αφορά την προσβολή αποφάσεων, πράξεων και παραλείψεων προβλέπουν κατάλληλη και αποτελεσματική επανόρθωση, συμπεριλαμβανομένων «προσωρινών μέτρων», όπως ενδείκνυται. Η απαίτηση αυτή είναι συνοδευτική των απαιτήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφοι 1, 2 και 3 της σύμβασης του Aarhus.

    4.2   Επανόρθωση σε περίπτωση διαδικαστικών πλημμελειών ήσσονος σημασίας

    Οι ήσσονος σημασίας διαδικαστικές πλημμέλειες δεν απαιτούν επανόρθωση, υπό την προϋπόθεση ότι μπορεί να αποδειχθεί —χωρίς να φέρει ο προσφεύγων το βάρος του δικαστικού ελέγχου— ότι δεν επηρεάζουν την προσβαλλόμενη απόφαση.

    158.

    Στην υπόθεση Altrip, η οποία αφορούσε ζητήματα ερμηνείας προκύπτοντα από εικαζόμενες πλημμέλειες σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων που διενεργήθηκε σε σχέδιο κατασκευής λεκάνης συγκρατήσεως της πλημμυρικής απορροής, το ΔΕΕ επισήμανε ότι, «πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν είναι κάθε διαδικαστική πλημμέλεια κατ' ανάγκην ικανή να επηρεάσει το περιεχόμενο μιας τέτοιας αποφάσεως» (152). Το ΔΕΕ έκρινε ότι δεν συντρέχουν λόγοι άσκησης ένδικου βοηθήματος, όπως ανάκληση, όταν διαπιστώνεται ότι δεν αποκλείεται η προσβαλλόμενη απόφαση να ήταν ίδια ακόμη και χωρίς την προβαλλόμενη διαδικαστική πλημμέλεια (153). Ωστόσο, το ΔΕΕ αποφάνθηκε επίσης ότι ο προσφεύγων δεν μπορεί να υποχρεωθεί να αποδείξει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της διαδικαστικής πλημμέλειας και της προσβαλλόμενης απόφασης (154). Αντιθέτως, άλλοι έπρεπε να παράσχουν αποδείξεις ότι η διαδικαστική πλημμέλεια δεν επηρέασε το αποτέλεσμα (155).

    4.3   Αναστολή, ανάκληση ή ακύρωση παράνομων αποφάσεων ή πράξεων, συμπεριλαμβανομένης της μη εφαρμογής νομοθετικών και κανονιστικών πράξεων

    Τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να εξετάζουν το ενδεχόμενο λήψης γενικών ή ειδικών μέτρων για την αντιμετώπιση της μη συμμόρφωσης με την περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ. Τα εν λόγω μέτρα ενδέχεται να περιλαμβάνουν την αναστολή, την ανάκληση ή την ακύρωση παράνομων αποφάσεων ή πράξεων και τη μη εφαρμογή νομοθετικών και κανονιστικών πράξεων.

    159.

    Στην υπόθεση Wells, η οποία αφορούσε τη χορήγηση άδειας εκμετάλλευσης ορυχείου χωρίς την προηγούμενη διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, το ΔΕΕ εξέτασε το εύρος της υποχρέωσης επανόρθωσης της μη διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Το ΔΕΕ έκρινε ότι «οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να λάβουν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, όλα τα γενικά και ειδικά μέτρα προκειμένου να θεραπεύσουν την παράλειψη της αξιολογήσεως των επιπτώσεων ενός σχεδίου στο περιβάλλον[ (156)]». Επισήμανε επίσης ότι «στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να διαπιστώσει αν στο εσωτερικό δίκαιο υφίσταται δυνατότητα ανακλήσεως ή αναστολής μιας ήδη χορηγηθείσας αδείας, προκειμένου να υποβληθεί το σχέδιο αυτό σε αξιολόγηση των επιπτώσεών του στο περιβάλλον» (157). Το ΔΕΕ εξέλαβε την αναστολή ή την ανάκληση της προσβαλλόμενης άδειας ως βήμα προς την κατεύθυνση της εκπλήρωσης παραλειφθείσας προϋπόθεσης, και ειδικότερα της διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων (158).

    160.

    Στις υποθέσεις Boxus και Solvay, το ΔΕΕ εξέτασε τον τρόπο με τον οποίο εθνικό δικαστήριο μπορούσε να χειριστεί κατάσταση στην οποία η εθνική νομοθεσία δεν πληρούσε τα κριτήρια ώστε να δικαιολογείται η μη εφαρμογή των απαιτήσεων εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Αποφάνθηκε ότι το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι διατεθειμένο να μην εφαρμόσει την εσφαλμένη νομοθεσία (159). Στην υπόθεση Stadt Wiener Neustadt, το ΔΕΕ έκρινε ότι η εθνική νομοθεσία η οποία μπορούσε να αποτρέψει τη δυνατότητα θεραπείας του είδους που προβλέπεται στην υπόθεση Wells δεν είναι συμβατή με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων (160). Αυτό έπρεπε να διαπιστωθεί από το εθνικό δικαστήριο (161).

    Ορισμένα εθνικά δικαστήρια έχουν την εξουσία να περιορίζουν τις συνέπειες της ακύρωσης κανονιστικών πράξεων οι οποίες κρίθηκε ότι αντιβαίνουν στην περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ. Ωστόσο, η εξουσία αυτή μπορεί να ασκείται μόνον εάν πληρούνται αυστηρές προϋποθέσεις.

    161.

    Σε περίπτωση που η παράβαση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ επιβάλλει την ακύρωση κανονιστικών πράξεων (σύμφωνα με τις εξουσίες που αναγνωρίζονται στα δικαστήρια από το εθνικό δίκαιο), το εθνικό δικαστήριο ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπο με το ακόλουθο πρόβλημα: πώς μπορούν να περιοριστούν τυχόν ανεπιθύμητες περιβαλλοντικές επιπτώσεις οφειλόμενες στην ίδια την ακύρωση, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι θα μεσολαβήσει κάποιος χρόνος έως τη θέσπιση διατάξεων αντικατάστασης; Το ΔΕΕ καθόρισε κριτήρια για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού στις αποφάσεις που εξέδωσε στην υπόθεση Inter-Environnement Wallonie (162), που αφορούσε πρόγραμμα προστασίας κατά της νιτρορρύπανσης το οποίο παρουσίαζε νομικά σφάλματα, και στην υπόθεση Association France Nature Environnement (163), που αφορούσε διάταγμα σχετικά με τη στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση το οποίο παρουσίαζε νομικά σφάλματα. Το ΔΕΕ επιβεβαίωσε ότι το εθνικό δικαστήριο δικαιούται να περιορίζει τις έννομες συνέπειες της ακύρωσης, υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω περιορισμός υπαγορεύεται από επιτακτικό λόγο αναγόμενο στην προστασία του περιβάλλοντος.

    162.

    Ωστόσο, η εξουσία του εθνικού δικαστηρίου να περιορίζει τις συνέπειες της ακύρωσης μπορεί να ασκείται μόνον εάν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις (164):

    η προσβαλλόμενη διάταξη του εθνικού δικαίου αποτελεί μέτρο για την ορθή μεταφορά νομοθεσίας της ΕΕ σχετικά με την περιβαλλοντική προστασία·

    η θέσπιση και η εφαρμογή νέας διάταξης του εθνικού δικαίου δεν καθιστά δυνατή την αποφυγή των αρνητικών συνεπειών που θα έχει για το περιβάλλον η ακύρωση της προσβαλλόμενης διάταξης του εθνικού δικαίου·

    η ακύρωση θα έχει ως συνέπεια τη δημιουργία νομικού κενού όσον αφορά τη μεταφορά, το οποίο θα είναι περισσότερο επιζήμιο για το περιβάλλον, υπό την έννοια ότι η ακύρωση θα συνεπάγεται μικρότερη προστασία·

    οι συνέπειες της προσβαλλόμενης διάταξης διατηρούνται κατ' εξαίρεση σε ισχύ μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι απολύτως αναγκαίο προκειμένου να ληφθούν μέτρα θεραπείας της παρατυπίας.

    4.4   Εντολές λήψης παραλειφθέντων μέτρων

    Οι αρμόδιες διοικητικές αρχές πρέπει να εξετάζουν το ενδεχόμενο λήψης γενικών ή ειδικών μέτρων για την αντιμετώπιση της μη συμμόρφωσης με την περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ. Εάν δεν το πράξουν, εναπόκειται στα αρμόδια εθνικά δικαστήρια να λάβουν κάθε αναγκαίο μέτρο.

    163.

    Στην υπόθεση Janecek (165), το ΔΕΕ εξέτασε την παράλειψη δημόσιας αρχής να θεσπίσει προβλεπόμενο από τον νόμο σχέδιο δράσης για την ατμοσφαιρική ρύπανση με σκοπό την αντιμετώπιση προβλήματος υψηλών επιπέδων σωματιδίων και επιβεβαίωσε ότι το εθνικό δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη δημόσια αρχή να θεσπίσει τέτοιο σχέδιο. Επομένως, η συγκεκριμένη υπόθεση αναδεικνύει τον ρόλο των εθνικών δικαστηρίων όσον αφορά την έκδοση διαταγών λήψης παραλειφθέντων μέτρων.

    164.

    Στις υποθέσεις Janecek (166) και Client Earth (167) και Altrip (168), το ΔΕΕ προχώρησε ακόμη περισσότερο, επισημαίνοντας ότι ο ρόλος του εθνικού δικαστηρίου εκτείνεται στον έλεγχο του περιεχομένου αποφάσεων και πράξεων ώστε να διασφαλίζεται ότι αυτές πληρούν τις απαιτήσεις του δικαίου της ΕΕ. Επομένως, συνεπεία των προαναφερομένων, η αποτελεσματική επανόρθωση πρέπει να περιλαμβάνει μέτρα τα οποία αντιμετωπίζουν τις πλημμέλειες ως προς το περιεχόμενο, για παράδειγμα εντολή αναθεώρησης ήδη εγκριθέντος σχεδίου δράσης για την ποιότητα του αέρα (169).

    4.5   Αποκατάσταση παράνομης ζημίας λόγω παράνομης απόφασης, πράξης ή παράλειψης

    Η επανόρθωση πρέπει να περιλαμβάνει μέτρα με στόχο την αποκατάσταση της παράνομης ζημίας που οφείλεται σε παράνομη απόφαση, πράξη ή παράλειψη. Τα εν λόγω μέτρα πρέπει να καλύπτουν τόσο την αποζημίωση για περιουσιακή ζημία όσο και την αποκατάσταση για παράνομη περιβαλλοντική ζημία.

    165.

    Έως ότου ασκηθεί προσφυγή κατά προσβαλλόμενης απόφασης, πράξης ή παράλειψης, ενδέχεται να έχει ήδη προκληθεί ζημία. Στην υπόθεση Wells, το ΔΕΕ έκρινε ότι το κράτος μέλος υποχρεούται να αποκαταστήσει κάθε ζημία που προκλήθηκε λόγω μη συμμόρφωσης με την περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ (170). Στη συγκεκριμένη υπόθεση, το ΔΕΕ έκανε λόγο για οικονομική αποζημίωση του προσφεύγοντος. Ωστόσο, όπως προκύπτει από μεταγενέστερη νομολογία, ιδίως στην υπόθεση Grüne Liga Sachsen (171), η δυνατότητα αποκατάστασης εκτείνεται επίσης στο ίδιο το περιβάλλον, ιδίως όταν η συμμόρφωση με την απαίτηση που δεν τηρήθηκε θα είχε ως αποτέλεσμα την αποφυγή ή την αντιστάθμιση της περιβαλλοντικής ζημίας.

    4.5.1    Αποζημίωση για περιουσιακή ζημία

    Βάσει της αρχής της ευθύνης του δημοσίου, παράβαση των απαιτήσεων της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ μπορεί να παρέχει στο ενδιαφερόμενο κοινό δικαίωμα αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία. Εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να καθορίζουν κατά πόσον πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις της ευθύνης στο πλαίσιο του δικαίου της ΕΕ από τις οποίες εξαρτάται το δικαίωμα αποζημίωσης.

    166.

    Στην υπόθεση Leth, η οποία αφορούσε αξίωση αποζημίωσης για προβαλλόμενη απομείωση της αξίας ακινήτου λόγω της επέκτασης αερολιμένα χωρίς τη διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, το ΔΕΕ εξέτασε τη δυνατότητα χρηματικής αποζημίωσης λόγω μη εκπλήρωσης απαίτησης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ. Το ΔΕΕ επιβεβαίωσε ότι η αποτροπή περιουσιακής ζημίας καλύπτεται από τον προστατευτικό σκοπό τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και ότι ο καθορισμός των δικονομικών κανόνων που καλύπτουν αξιώσεις αποζημίωσης είναι ζήτημα της εσωτερικής έννομης τάξης κάθε κράτους μέλους, με την επιφύλαξη των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (172). Το ΔΕΕ υπενθύμισε πάγια νομολογία, η οποία καθιερώνει την αρχή της ευθύνης του δημοσίου, σύμφωνα με την οποία οι ζημιωθέντες ιδιώτες έχουν δικαίωμα αποζημίωσης εφόσον πληρούνται τρεις προϋποθέσεις:

    ο παραβιασθείς κανόνας δικαίου της Ένωσης αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες·

    η παράβαση του κανόνα είναι κατάφωρη· και

    υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης και της ζημίας που υπέστησαν οι ιδιώτες (173).

    Το ΔΕΕ τόνισε ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση του παραβιαζόμενου κανόνα δικαίου, εκφράζοντας αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η μη διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων θα μπορούσε να συνιστά αφ' εαυτής τον λόγο απομείωσης της αξίας ενός ακινήτου (174). Επιβεβαίωσε επίσης ότι απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις για την καταβολή αποζημίωσης.

    167.

    Το σκεπτικό του ΔΕΕ στην υπόθεση Leth εφαρμόζεται και σε άλλες παραβάσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ, όταν στόχος της επίμαχης νομοθεσίας είναι η προστασία ή η αναγνώριση ατομικών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων δικαιωμάτων πρόσβασης στη δικαιοσύνη.

    4.5.2    Αντιμετώπιση παράνομης περιβαλλοντικής ζημίας

    168.

    Στην υπόθεση Grüne Liga Sachsen, υποβλήθηκαν στο ΔΕΕ ερωτήματα ερμηνείας της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους σε περίπτωση γέφυρας η οποία είχε ήδη κατασκευαστεί σε τόπο προστατευόμενο στο πλαίσιο της εν λόγω οδηγίας χωρίς να έχουν ληφθεί προηγουμένως τα απαραίτητα μέτρα προστασίας. Το ΔΕΕ διέταξε ουσιαστικά να αντιμετωπιστεί η κατάσταση αναδρομικά, κατά τρόπο που αντιστοιχούσε όσο το δυνατόν περισσότερο σε μια κατάσταση στην οποία το έργο δεν θα είχε εκτελεστεί. Τηρουμένων των αναλογιών, έπρεπε να πληρούνται παρόμοιες προϋποθέσεις. Κατά συνέπεια, έπρεπε να εκτιμηθούν δεόντως οι επιπτώσεις της γέφυρας και να ληφθεί υπόψη, ως ενδεχόμενη λύση για την αποφυγή ζημίας, η επιλογή της κατεδάφισης της γέφυρας (175). Επιπλέον, από την απόφαση συνάγεται ότι έπρεπε να καταβληθεί αποζημίωση για κάθε παράνομη ζημία που είχε ήδη προκληθεί στον προστατευόμενο τόπο (176).

    169.

    Κάθε περιβαλλοντική ζημία πρέπει να αντιμετωπίζεται με αποτελεσματικό τρόπο, ο οποίος συνάδει με τους στόχους της οικείας περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ (177).

    4.6   Προσωρινά μέτρα

    Εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται διαφοράς που διέπεται από την περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ πρέπει να είναι σε θέση να διατάσσει προσωρινά μέτρα.

    170.

    Τα «προσωρινά μέτρα» —τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 της σύμβασης του Aarhus— επιτρέπουν στο δικαστήριο να διατάσσει να μην εφαρμοστεί προσβαλλόμενη απόφαση ή πράξη ή να ληφθεί θετικό μέτρο πριν από την έκδοση της οριστικής απόφασής του. Στόχος είναι η αποφυγή ζημίας οφειλόμενης σε απόφαση ή πράξη η οποία ενδέχεται να αποδειχθεί τελικά παράνομη.

    171.

    Στην υπόθεση Križan, η οποία αφορούσε άδεια για χώρο υγειονομικής ταφής απορριμμάτων, το ΔΕΕ κλήθηκε να απαντήσει στο ερώτημα αν οι διατάξεις περί πρόσβασης στη δικαιοσύνη της νυν οδηγίας 2010/75/ΕΕ για τις βιομηχανικές εκπομπές επιτρέπουν την έκδοση διαταγής προσωρινών μέτρων (παρότι δεν γίνεται ρητή αναφορά σε αυτά). Το ΔΕΕ έκρινε ότι «η άσκηση του προβλεπόμενου από το άρθρο 15α της [τότε] οδηγίας 96/61 δικαιώματος προσβάσεως δεν θα καθιστούσε δυνατή την αποτελεσματική αποτροπή των εν λόγω ρυπάνσεων αν ήταν αδύνατον να αποφευχθεί η κατάσταση κατά την οποία μια εγκατάσταση δυναμένη να λάβει άδεια χορηγηθείσα κατά παράβαση της οδηγίας αυτής συνεχίζει να λειτουργεί εν αναμονή οριστικής αποφάσεως επί της νομιμότητας της εν λόγω άδειας. Επομένως, η εγγύηση της αποτελεσματικότητας του προβλεπόμενου από το εν λόγω άρθρο 15α δικαιώματος προσβάσεως απαιτεί να έχουν τα μέλη του ενδιαφερόμενου κοινού το δικαίωμα να ζητήσουν από το αρμόδιο δικαστήριο, ή από το αρμόδιο ανεξάρτητο και αμερόληπτο όργανο, να διατάξει προσωρινά μέτρα ικανά να αποτρέψουν τις ρυπάνσεις αυτές, περιλαμβανομένης, εν ανάγκη, της προσωρινής αναστολής της βαλλόμενης άδειας.» (178).

    172.

    Στην υπόθεση Križan, το ΔΕΕ υπενθύμισε επίσης ότι η δυνατότητα έκδοσης διαταγής προσωρινών μέτρων αποτελεί γενική απαίτηση της έννομης τάξης της ΕΕ. Ελλείψει κανόνων της ΕΕ, και σύμφωνα με την αρχή της δικονομικής αυτοτέλειας, απόκειται στα κράτη μέλη να θεσπίζουν τις λεπτομερείς προϋποθέσεις για την έκδοση διαταγής προσωρινών μέτρων.

    173.

    Το ΔΕΕ έχει καθορίσει κριτήρια για την έκδοση απόφασης επί αιτήσεων προσωρινών μέτρων σε υποθέσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του. Στις διατάξεις που έχει εκδώσει, μεταξύ άλλων στον τομέα του περιβαλλοντικού δικαίου, το ΔΕΕ αναφέρεται στην ανάγκη να δικαιολογείται εκ πρώτης όψεως η λήψη των μέτρων, στον επείγοντα χαρακτήρα της υπόθεσης και στην εξισορρόπηση των συμφερόντων (179).

    5.   ΔΑΠΑΝΕΣ

    5.1.   Εισαγωγή

    Τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι διαδικασίες δικαστικού ελέγχου όσον αφορά την προσβολή αποφάσεων, πράξεων και παραλείψεων που αφορούν την περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ δεν είναι απαγορευτικά δαπανηρές.

    174.

    Το κόστος της διαδικασίας δικαστικού ελέγχου αποτελεί δυνητικά σημαντικό αποτρεπτικό παράγοντα για την άσκηση προσφυγής ενώπιον εθνικού δικαστηρίου. Αυτό ισχύει ιδίως σε προσφυγές για περιβαλλοντικά θέματα, οι οποίες ασκούνται συχνά για την προστασία γενικών δημόσιων συμφερόντων και χωρίς να αποσκοπούν σε οικονομικό κέρδος. Πράγματι, κατόπιν στάθμισης των δυνητικών οφελών της προσφυγής και του κινδύνου υψηλών δικαστικών δαπανών, το ενδιαφερόμενο κοινό μπορεί να αποφασίσει να μην κινήσει διαδικασία δικαστικού ελέγχου, ακόμη και σε επαρκώς αιτιολογημένες υποθέσεις.

    175.

    Για την αντιμετώπιση των δυνητικά αποτρεπτικών επιπτώσεων του κόστους, η σύμβαση του Aarhus προβλέπει στο άρθρο 9 παράγραφος 4 ότι οι διαδικασίες επανεξέτασης που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφοι 1, 2 και 3 «είναι» μη απαγορευτικά δαπανηρές. Δεδομένου ότι πρόκειται για απαίτηση συνοδευτική των διατάξεων του άρθρου 9 παράγραφοι 1, 2 και 3 της σύμβασης του Aarhus, η διάταξη περί κόστους του άρθρου 9 παράγραφος 4 είναι λυσιτελής για όλες τις μορφές προσφυγών που αφορούν την περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ και εμπίπτουν στις εν λόγω διατάξεις (180).

    176.

    Ορισμένες οδηγίες της ΕΕ περιέχουν ρητή απαίτηση σχετική με το κόστος βάσει της διατύπωσης του άρθρου 9 παράγραφος 4 (181). Υπάρχει νομολογία του ΔΕΕ για την ερμηνεία των διατάξεων περί κόστους της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της οδηγίας 2010/75/ΕΕ για τις βιομηχανικές εκπομπές (182), οι οποίες βασίζονται αμφότερες στη διάταξη περί κόστους του άρθρου 9 παράγραφος 4 της σύμβασης του Aarhus.

    177.

    Επιπλέον, στην υπόθεση Edwards και Pallikaropoulos, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι η απαίτηση να μην είναι απαγορευτικό το κόστος της διαδικασίας «συναρτάται, στον τομέα του περιβάλλοντος, με τον σεβασμό του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, όπως κατοχυρώνεται με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και με την τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας, σύμφωνα με την οποία οι δικονομικές ρυθμίσεις σχετικά με ένδικες προσφυγές που έχουν ως σκοπό να διασφαλίσουν την προάσπιση των δικαιωμάτων που αντλούν οι ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπεται να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης» (183). Επομένως, το σύστημα καταλογισμού των δαπανών πρέπει να διαμορφώνεται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται ότι τα δικαιώματα που αναγνωρίζει το δίκαιο της ΕΕ μπορούν πράγματι να ασκηθούν.

    178.

    Σε αυτό το πλαίσιο, το ΔΕΕ ανέπτυξε ορισμένα κριτήρια που αποσκοπούν στην αποφυγή απαγορευτικά δαπανηρών δικαστικών διαδικασιών.

    5.2.   Κριτήρια για την αξιολόγηση του απαγορευτικού χαρακτήρα των δαπανών

    Η απαίτηση να μην είναι απαγορευτικά δαπανηρές οι διαδικασίες δικαστικού ελέγχου αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας σε επίπεδο ΕΕ. Αφορά όλες τις δαπάνες συμμετοχής σε μια διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών εγγυήσεων που καλείται να παράσχει ο προσφεύγων, και ισχύει για όλα τα στάδια της δικαστικής διαδικασίας. Οι προσφεύγοντες δικαιούνται να μπορούν να προβλέπουν ευλόγως τις δαπάνες τις οποίες θα κληθούν να αναλάβουν. Όταν εξουσιοδοτείται να καθορίζει τις δαπάνες που βαρύνουν τον ηττηθέντα διάδικο, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να λαμβάνει υπόψη υποκειμενικά στοιχεία που αφορούν τον προσφεύγοντα, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι οι εν λόγω δαπάνες δεν είναι αντικειμενικά υπέρμετρες.

    α)   Εθνικά δικαστήρια και διατάξεις περί δαπανών

    179.

    Το άρθρο 3 παράγραφος 8 της σύμβασης του Aarhus ορίζει ότι οι εξουσίες των εθνικών δικαστηρίων να επιδικάζουν εύλογες δαπάνες σε δικαστικές διαδικασίες δεν θίγονται. Στη νομολογία του ΔΕΕ επιβεβαιώνεται επίσης ότι η διάταξη περί δαπανών δεν εμποδίζει τα εθνικά δικαστήρια να καταλογίζουν δικαστικές δαπάνες (184).

    180.

    Ωστόσο, βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 4 της σύμβασης του Aarhus, οι δαπάνες δεν πρέπει να είναι απαγορευτικές. Σε αυτό το πλαίσιο, το ΔΕΕ επιβεβαίωσε ότι η ερμηνεία της έννοιας του «απαγορευτικού» κόστους δεν μπορεί να αποτελεί μόνο ζήτημα εθνικού δικαίου και ότι, προς το συμφέρον της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ και της αρχής της ισότητας, η έννοια πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς και με τον ίδιο τρόπο σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (185).

    181.

    Το ΔΕΕ επισήμανε ότι η απαίτηση που προβλέπεται στην οδηγία 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και στην οδηγία 2010/75/ΕΕ για τις βιομηχανικές εκπομπές, σύμφωνα με την οποία οι διαδικασίες δεν πρέπει να είναι απαγορευτικά δαπανηρές, «σημαίνει ότι οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ή να συνεχίσουν μια διαδικασία που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων χωρίς η ενδεχόμενη οικονομική επιβάρυνση να συνιστά εμπόδιο συναφώς» (186).

    182.

    Το ΔΕΕ εξέτασε τον τρόπο με τον οποίο η διάταξη περί κόστους κατοχυρώνεται στο εθνικό δίκαιο. Το ΔΕΕ έκρινε ότι η μεταφορά στο εθνικό δίκαιο (187) πρέπει να διασφαλίζει ότι ο προσφεύγων μπορεί να προβλέψει ευλόγως, τόσο επί της αρχής όσο και ως προς το ύψος των σχετικών εξόδων, το κόστος της ένδικης διαδικασίας την οποία κινεί (188).

    183.

    Το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι η διάταξη περί κόστους πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένων υπόψη όλων των δαπανών που προκαλούνται από τη συμμετοχή σε δικαστικές διαδικασίες (189). Επομένως, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι δαπάνες που βαρύνουν τον οικείο διάδικο, όπως έξοδα παράστασης, δικαστικά τέλη, έξοδα διεξαγωγής αποδείξεων και αμοιβές εμπειρογνωμόνων.

    184.

    Επιπλέον, στο πλαίσιο της λήψης προσωρινών μέτρων, το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι η διάταξη περί κόστους ισχύει και ως προς την οικονομική επιβάρυνση που απορρέει από τα μέτρα από τα οποία ο εθνικός δικαστής ενδέχεται να εξαρτά τη λήψη προσωρινών μέτρων στο πλαίσιο διαφορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της οδηγίας 2010/75/ΕΕ για τις βιομηχανικές εκπομπές (190). Ειδικότερα, το ΔΕΕ εξέτασε τα έξοδα που συνδέονται με οικονομικές εγγυήσεις (όπως εγγυήσεις ή «δεσμεύσεις έναντι» αποζημίωσης) τις οποίες καλείται να παράσχει ο προσφεύγων για την αντιστάθμιση καθυστερήσεων ενός έργου συνεπεία ανεπιτυχούς νομικής αμφισβήτησης. Αφενός, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι η απαίτηση περί μη απαγορευτικού κόστους δεν πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι αποκλείει a priori την εφαρμογή μιας οικονομικής εγγύησης, εφόσον αυτή προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο (191). Αφετέρου, επισήμανε ότι «ο δικαστής που θα αποφανθεί επ' αυτού οφείλει, κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν πληρούται η απαίτηση περί μη απαγορευτικού κόστους, να βεβαιωθεί ότι ο επακόλουθος οικονομικός κίνδυνος για τον προσφεύγοντα θα συνυπολογιστεί στα διάφορα έξοδα τα οποία συνεπάγεται η δίκη» (192).

    185.

    Ένα άλλο κριτήριο αφορά το βαθμό δικαιοδοσίας για τον οποίο εφαρμόζεται η διάταξη περί κόστους. Το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι εφαρμόζεται σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, δηλαδή όχι μόνο όταν το δικαστήριο αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό, αλλά και κατ' έφεση και κατ' αναίρεση (193).

    β)   Εφαρμογή της αρχής «ο ηττηθείς διάδικος πληρώνει» και άλλες προσεγγίσεις επιδίκασης δαπανών

    186.

    Το ΔΕΕ έχει εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να εφαρμόζουν την αρχή «ο ηττηθείς διάδικος πληρώνει» κατά την επιδίκαση της δικαστικής δαπάνης σε σχέση με ηττηθέντες διαδίκους σε περιβαλλοντικές υποθέσεις. Βάσει της αρχής αυτής, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει τον ηττηθέντα διάδικο στη συνολική δικαστική δαπάνη, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων του αντιδίκου. Σύμφωνα με τη νομολογία, στην απόφαση επιδίκασης των εξόδων του εθνικού δικαστηρίου έχουν εφαρμογή τόσο υποκειμενικοί όσο και αντικειμενικοί παράγοντες. Εξάλλου, η νομολογία απορρίπτει την τοποθέτηση σύμφωνα με την οποία το γεγονός ότι ο προσφεύγων άσκησε την προσφυγή υποδηλώνει ότι το κόστος δεν ήταν απαγορευτικό για τον εκείνον (194).

    187.

    Στα υποκειμενικά στοιχεία συγκαταλέγονται:

    η οικονομική κατάσταση του ενδιαφερομένου·

    οι εύλογες πιθανότητες νίκης του προσφεύγοντος·

    η σοβαρότητα του διακυβεύματος, τόσο για τον προσφεύγοντα όσο και για την προστασία του περιβάλλοντος·

    η πολυπλοκότητα της εφαρμοστέας νομοθεσίας και διαδικασίας και

    ο ενδεχομένως καταχρηστικός χαρακτήρας της προσφυγής στα διάφορα στάδια της διαδικασίας (195).

    188.

    Πέραν της εξέτασης της ατομικής κατάστασης του προσφεύγοντος (υποκειμενικό κριτήριο) και των επιμέρους πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εφαρμόζει ένα αντικειμενικό κριτήριο ώστε να διασφαλίζεται ότι οι δαπάνες δεν είναι αντικειμενικά υπέρμετρες. Το ΔΕΕ προέβη στην επισήμανση αυτή στο πλαίσιο ιδιωτών και ενώσεων που διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στην προστασία του περιβάλλοντος (196). Ως εκ τούτου, το κόστος της διαδικασίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις οικονομικές δυνατότητες του ενδιαφερομένου ούτε να είναι, εν πάση περιπτώσει, αντικειμενικά υπέρμετρο εκ πρώτης όψεως (197).

    189.

    Κατά την εφαρμογή της αρχής «ο ηττηθείς διάδικος πληρώνει», θα μπορούσε να αποδειχθεί χρήσιμη η υιοθέτηση μιας προσέγγισης επιμερισμού της δικαστικής δαπάνης με επιβολή ανώτατου ορίου. Η εν λόγω προσέγγιση διασφαλίζει μεγαλύτερο βαθμό προβλεψιμότητας όσον αφορά τις δαπάνες, καθώς και τον καλύτερο έλεγχό τους. Περιλαμβάνει έναν μηχανισμό —τη διάταξη περιορισμού των δικαστικών εξόδων— μέσω του οποίου ορίζεται στην αρχή της διαδικασίας το ανώτατο ύψος των δαπανών που θα καταβάλει ο προσφεύγων εάν ηττηθεί —και, σε περίπτωση αμοιβαίου περιορισμού των δικαστικών εξόδων, το ανώτατο ύψος των δαπανών που μπορεί να ανακτήσει εάν κερδίσει. Στην πρώτη περίπτωση, οι δαπάνες που θα πρέπει να καταβάλει ο προσφεύγων εάν ηττηθεί περιορίζονται σε ορισμένο ποσό, αυξάνοντας με τον τρόπο αυτό την προβλεψιμότητα του οικονομικού κινδύνου. Στη δεύτερη περίπτωση, ωστόσο, η ευθύνη της δημόσιας αρχής για την καταβολή των δαπανών του νικήσαντος προσφεύγοντος είναι επίσης περιορισμένη, ενώ τυχόν δαπάνες που υπερβαίνουν το καθορισμένο όριο αναλαμβάνονται αποκλειστικά και μόνο από τον προσφεύγοντα.

    190.

    Το ΔΕΕ εξέτασε ένα σύστημα περιορισμού των εξόδων στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, επισημαίνοντας ότι, καταρχήν, η δυνατότητα του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της υπόθεσης να εκδώσει διάταξη περιορισμού των δικαστικών εξόδων επιτρέπει να προβλεφθεί σε μεγαλύτερο βαθμό το κόστος της δίκης και συμβάλλει στην τήρηση της απαίτησης περί μη απαγορευτικού κόστους (198). Ωστόσο, το ΔΕΕ έκρινε ότι διάφορα ειδικά χαρακτηριστικά του συστήματος περιορισμού των εξόδων του κράτους μέλους —όπως η απουσία υποχρέωσης παροχής προστασίας εάν το κόστος της διαδικασίας είναι αντικειμενικά υπέρμετρο και η άρση της προστασίας όταν διακυβεύεται μόνον το ιδιωτικό συμφέρον του προσφεύγοντος— σημαίνουν ότι δεν ισοδυναμεί με μέθοδο που θα μπορούσε να πληροί την απαίτηση περί μη απαγορευτικού κόστους.

    191.

    Το σκεπτικό που εφάρμοσε το ΔΕΕ σε συγκεκριμένο σύστημα περιορισμού των εξόδων στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου έχει, κατ' αναλογία, εφαρμογή και σε άλλες προσεγγίσεις επιμερισμού των δαπανών. Επομένως, όταν το εθνικό δικαστήριο διαθέτει τη διακριτική ευχέρεια να καταδικάσει καθέναν από τους διαδίκους, συμπεριλαμβανομένου του νικήσαντος προσφεύγοντος, στις δαπάνες που του αναλογούν, πρέπει να λαμβάνει υπόψη το κριτήριο του ΔΕΕ σύμφωνα με το οποίο το κόστος της διαδικασίας δεν πρέπει να είναι αντικειμενικά υπέρμετρο. Η επιβολή στον προσφεύγοντα σε περιβαλλοντική υπόθεση της υποχρέωσης να καταβάλει τις δαπάνες που του αναλογούν, ακόμη και είναι ο νικήσας διάδικος, μπορεί να θεωρηθεί εγγενώς μη εύλογη και μη συνάδουσα με τις απαιτήσεις του άρθρου 9 παράγραφος 4 της σύμβασης του Aarhus, σύμφωνα με το οποίο οι διαδικασίες πρέπει να είναι αμερόληπτες και δίκαιες.

    192.

    Η «μετάθεση του κόστους στη μία πλευρά» είναι μια προσέγγιση επιμερισμού των δαπανών βάσει της οποίας ο νικήσας διάδικος σε περιβαλλοντική υπόθεση μπορεί να ανακτήσει τις δαπάνες που υπέστη (όπως στο πλαίσιο της αρχής «ο ηττηθείς διάδικος πληρώνει»), αλλά ο ηττηθείς διάδικος απαλλάσσεται, εν όλω ή εν μέρει, από την υποχρέωση καταβολής των δαπανών του αντιδίκου. Η μετάθεση του κόστους μπορεί να περιλαμβάνει την καταβολή από το δημόσιο μέρους των δαπανών του ηττηθέντος προσφεύγοντος, π.χ. όταν η διαφορά θεωρείται ότι αφορά σημαντικό δημόσιο συμφέρον. Επομένως, η μετάθεση του κόστους στη μία πλευρά μπορεί να παρουσιάζει χαρακτηριστικά που αντιμετωπίζουν ενδεχόμενες ελλείψεις άλλων προσεγγίσεων επιδίκασης των δαπανών (όσον αφορά τον αντικειμενικά μη υπέρμετρο χαρακτήρα των δαπανών και τον δίκαιο και αμερόληπτο χαρακτήρα των διαδικασιών).

    193.

    Ορισμένα καθεστώτα μετάθεσης του κόστους εξαρτώνται από προϋποθέσεις, με σκοπό να περιοριστεί η χρήση τους, ενώ το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται της επιδίκασης των δαπανών πρέπει να εφαρμόζει κριτήρια όπως η σημασία της υπόθεσης, οι επιπτώσεις στο περιβάλλον, η σοβαρότητα της παράβασης του νόμου ή η συμπεριφορά των διαδίκων. Ωστόσο, υπερβολικά ευρεία διακριτική ευχέρεια μπορεί να υπονομεύσει την προβλεψιμότητα του κόστους, στοιχείο που κρίνεται σημαντικό στη νομολογία του ΔΕΕ, ιδίως όταν οι δικαστικές διαδικασίες συνεπάγονται υψηλές δικηγορικές αμοιβές. Ενδέχεται επίσης να έχει ως αποτέλεσμα το καθεστώς να μην πληροί το γενικό κριτήριο του μη αντικειμενικά υπέρμετρου κόστους (199).

    5.3   Νομική συνδρομή

    194.

    Το άρθρο 9 παράγραφος 5 της σύμβασης του Aarhus καλεί τα συμβαλλόμενα μέρη να μελετήσουν την καθιέρωση ενδεδειγμένων μηχανισμών αρωγής για την άρση ή τη μείωση οικονομικών και άλλων εμποδίων στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Η εν λόγω διάταξη δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν σύστημα νομικής συνδρομής, ενώ ούτε η παράγωγη περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ περιέχει σχετική διάταξη επί του θέματος αυτού. Επομένως, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέγουν αν θα διαθέτουν σύστημα νομικής συνδρομής το οποίο συμβάλλει στη μείωση του κινδύνου του κόστους των ένδικων διαδικασιών σε περιβαλλοντικές υποθέσεις. Ωστόσο, η ύπαρξη συστήματος νομικής συνδρομής δεν αποδεικνύει αφ' εαυτής ότι το κόστος δεν είναι απαγορευτικό, εάν η πρόσβαση στη νομική συνδρομή εξαρτάται από εισοδηματικά κριτήρια και παρέχεται μόνο σε φυσικά πρόσωπα. Αυτό συμβαίνει επειδή η απαίτηση περί μη απαγορευτικού κόστους ισχύει για φυσικά πρόσωπα που έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν, καθώς και για ενώσεις.

    195.

    Υπενθυμίζεται παράλληλα ότι το άρθρο 47 παράγραφος 3 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων προβλέπει ότι «[σ]ε όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, παρέχεται δικαστική αρωγή, εφόσον η αρωγή αυτή είναι αναγκαία για να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη». Με τη διάταξη αυτή επαφίεται στα κράτη μέλη να επιλέγουν ελεύθερα τον τρόπο παροχής νομικής συνδρομής σε διαδίκους προκειμένου να διασφαλίζεται ότι απολαμβάνουν πραγματικό δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να θεσπίζουν συστήματα νομικής συνδρομής όπως κρίνουν κατάλληλο. Παραδείγματα αποτελούν η πρόσβαση σε συμβουλές πριν από την ένδικη διαδικασία, η νομική συνδρομή και η εκπροσώπηση στο δικαστήριο, καθώς και η απαλλαγή από τα έξοδα της διαδικασίας ή η παροχή βοήθειας για την κάλυψή τους. Το δικαίωμα νομικής συνδρομής δεν είναι απόλυτο και μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς, όπως και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο. Επομένως, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να επιβάλλουν προϋποθέσεις στην παροχή νομικής συνδρομής βάσει, για παράδειγμα, των προοπτικών επιτυχίας του προσφεύγοντος στο πλαίσιο της διαδικασίας. Ωστόσο, οι προϋποθέσεις αυτές δεν πρέπει να στερούν από τα φυσικά πρόσωπα την «πρακτική και αποτελεσματική» πρόσβαση σε δικαστήριο την οποία δικαιούνται (200).

    6.   ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ, ΕΓΚΑΙΡΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ

    Τα κράτη μέλη δικαιούνται να επιβάλλουν στους προσφεύγοντες σε περιβαλλοντικές υποθέσεις την υποχρέωση κίνησης διαδικασίας δικαστικής επανεξέτασης εντός καθορισμένων εύλογων προθεσμιών. Βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 4 της σύμβασης του Aarhus, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι διαδικασίες δικαστικής επανεξέτασης διεξάγονται έγκαιρα.

    196.

    Όσον αφορά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά ζητήματα, υπεισέρχονται διάφοροι χρονικοί παράγοντες: απαιτήσεις υποβολής των προσφυγών σε περιβαλλοντικές υποθέσεις εντός καθορισμένων προθεσμιών και απαιτήσεις έγκαιρης διεξαγωγής των διαδικασιών δικαστικής επανεξέτασης.

    197.

    Στην υπόθεση Stadt Wiener Neustadt, το ΔΕΕ επιβεβαίωσε ότι ο καθορισμός ευλόγων προθεσμιών για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος προς το συμφέρον της ασφάλειας δικαίου είναι συμβατός με το δίκαιο της ΕΕ. Με τον τρόπο αυτό προστατεύεται τόσο ο ενδιαφερόμενος ιδιώτης όσο και η οικεία διοικητική αρχή (201).

    198.

    Ο έγκαιρος χαρακτήρας των δικαστικών διαδικασιών αποτελεί βασική διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του δικαστικού ελέγχου. Ως εκ τούτου, το άρθρο 9 παράγραφος 4 της σύμβασης του Aarhus ορίζει ότι οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφοι 1, 2 και 3 πρέπει να είναι έγκαιρες.

    199.

    Ο έγκαιρος χαρακτήρας των διαδικασιών εξυπηρετεί διάφορους σκοπούς. Παρέχει νομική σαφήνεια και επιτρέπει το χειρισμό των προσφυγών χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Οι μακροχρόνιες διαδικασίες τείνουν να αυξάνουν τις δικαστικές δαπάνες και, κατά συνέπεια, την οικονομική επιβάρυνση των διαδίκων· μπορεί επίσης να καθυστερούν έργα και άλλες οικονομικές δραστηριότητες που αποδεικνύονται εντέλει νόμιμες. Επομένως, οι έγκαιρες διαδικασίες είναι προς το συμφέρον όχι μόνο των προσφευγόντων σε περιβαλλοντικές υποθέσεις, αλλά και όλων των διαδίκων σε ένδικες διαφορές, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών φορέων.

    200.

    Η απαίτηση περί έγκαιρων διαδικασιών του άρθρου 9 παράγραφος 4 της σύμβασης δεν είναι επαρκώς σαφής και άνευ αιρέσεων ώστε να είναι δυνατή η άμεση εφαρμογή της και πρέπει, επομένως, να μεταφέρεται στην εθνική έννομη τάξη προκειμένου να παράγει αποτελέσματα.

    201.

    Γενική υποχρέωση διασφάλισης εύλογης διάρκειας των διαδικασιών κατοχυρώνεται επίσης στο άρθρο 47 παράγραφος 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της Ευρωπαϊκής σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου σχετικά με το δικαίωμα στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης.

    7.   ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

    Πρέπει να παρέχονται στο κοινό πρακτικές πληροφορίες σχετικά με την πρόσβαση σε διαδικασίες δικαστικής επανεξέτασης.

    202.

    Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 της σύμβασης του Aarhus, κάθε συμβαλλόμενο μέρος «εξασφαλίζει την παροχή στο κοινό πληροφοριών σχετικά με την πρόσβαση σε διαδικασίες […] δικαστικής επανεξέτασης». Η υποχρέωση ενημέρωσης του κοινού για τα δικαιώματά του όσον αφορά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη λαμβάνονται επίσης υπόψη σε ορισμένες πράξεις παράγωγης νομοθεσίας της ΕΕ με τις οποίες μεταφέρονται οι απαιτήσεις της σύμβασης του Aarhus στο εθνικό δίκαιο (202). Η υποχρέωση ενημέρωσης του κοινού ισχύει για τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφοι 1, 2 και 3 της σύμβασης.

    203.

    Παραπέμποντας στην εν λόγω υποχρέωση, η οποία προβλέπεται πλέον στο άρθρο 11 παράγραφος 5 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων (203), το ΔΕΕ επισήμανε στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας ότι «η υποχρέωση να τεθούν στη διάθεση του κοινού πρακτικές πληροφορίες σχετικές με την πρόσβαση στις διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες αναθεώρησης […] πρέπει να θεωρηθεί ως συγκεκριμένη υποχρέωση επιτεύξεως αποτελέσματος, για την υλοποίηση της οποίας οφείλουν να μεριμνούν τα κράτη μέλη». (204) Το ΔΕΕ έκρινε επίσης ότι «[ε]λλείψει ειδικού νομοθετικού ή κανονιστικού πλαισίου σχετικού με την πληροφόρηση για τα δικαιώματα τα οποία παρέχονται κατ' αυτόν τον τρόπο στο κοινό, το να καθίστανται απλώς διαθέσιμοι μέσω δημοσιεύσεως ή ηλεκτρονικώς οι κανόνες σχετικά με τις διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες αναθεώρησης και το να παρέχεται δυνατότητα πρόσβασης στις δικαστικές αποφάσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εγγυάται με επαρκώς σαφή και συγκεκριμένο τρόπο ότι το ενδιαφερόμενο κοινό είναι σε θέση να γνωρίζει τα δικαιώματά του προσβάσεως στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα» (205).

    204.

    Τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον τρόπο εκπλήρωσης της συγκεκριμένης απαίτησης. Ωστόσο, με την απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, το ΔΕΕ επιβεβαιώνει ότι δεν επαρκεί τα κράτη μέλη να στηρίζονται απλώς και μόνο στη δημοσίευση των εθνικών κανόνων περί πρόσβασης στη δικαιοσύνη και στην παροχή της δυνατότητας πρόσβασης στις οικείες αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων. Η μνεία του ΔΕΕ στη διασφάλιση της ενημέρωσης του ενδιαφερόμενου κοινού για τα δικαιώματά του όσον αφορά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη με επαρκώς σαφή και συγκεκριμένο τρόπο υποδηλώνει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, πρώτον, τους αποδέκτες των πληροφοριών, δεύτερον, το περιεχόμενο των πληροφοριών και, τρίτον, τον τρόπο παρουσίασης των εν λόγω πληροφοριών.

    205.

    Όσον αφορά τους αποδέκτες, πρέπει να διασφαλίζεται ότι οι πληροφορίες απευθύνονται σε ευρύ και αντιπροσωπευτικό κοινό. Η παροχή πρακτικών πληροφοριών μόνο σε δικτυακό τόπο μπορεί να μην είναι επαρκής, δεδομένου ότι σημαντικό τμήμα του πληθυσμού μπορεί να μην έχει πρόσβαση σε πηγές του διαδικτύου. Παρότι πρόκειται για αποτελεσματικό και αποδοτικό εργαλείο, θα πρέπει να συμπληρώνεται με άλλα μέτρα.

    206.

    Όσον αφορά το περιεχόμενο, οι πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία δικαστικού ελέγχου πρέπει να περιλαμβάνουν όλες τις σχετικές πτυχές ώστε να διευκολύνεται η λήψη απόφασης από τον ενδιαφερόμενο σχετικά με το αν θα προσφύγει ή όχι ενώπιον δικαστηρίου.

    207.

    Οι πληροφορίες πρέπει να είναι πλήρεις, ακριβείς και επικαιροποιημένες (206), ενώ θα πρέπει επίσης να αναδεικνύουν τις σχετικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα σε σχέση με τις διαδικασίες δικαστικού ελέγχου. Η χρήση παρωχημένων ή παραπλανητικών πληροφοριών μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες και πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για την αποφυγή αυτού του ενδεχομένου. Πρέπει να καλύπτονται όλες οι πηγές του δικαίου που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των προϋποθέσεων πρόσβασης, συμπεριλαμβανομένης της εθνικής νομολογίας, εάν αυτή διαδραματίζει σημαντικό ρόλο.

    208.

    Όσον αφορά τον τρόπο παρουσίασης των πληροφοριών, οι πληροφορίες πρέπει να είναι σαφείς και κατανοητές για τον μη νομικό.

    209.

    Στο πλαίσιο αυτό, έχει εφαρμογή το άρθρο 3 παράγραφος 3 της σύμβασης του Aarhus που προβλέπει ότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος «προωθεί την περιβαλλοντική εκπαίδευση και την περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση του κοινού, ιδίως όσον αφορά τον τρόπο επίτευξης πρόσβασης σε πληροφορίες, συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων και επίτευξης πρόσβασης στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα».

    Δ.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

    210.

    Από την ανάλυση προκύπτει ότι, σύμφωνα με την ερμηνεία του ΔΕΕ, οι ισχύουσες απαιτήσεις του κεκτημένου της ΕΕ, ιδίως οι απαιτήσεις που απορρέουν από την παράγωγη περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ και τις διεθνείς δεσμεύσεις, παρέχουν ήδη ένα συνεκτικό πλαίσιο όσον αφορά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα. Οι ισχύουσες απαιτήσεις αναφέρονται σε όλες τις βασικές πτυχές του θέματος, διασφαλίζοντας ότι το κοινό, συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικών ΜΚΟ, δικαιούται να προσφεύγει σε εθνικά δικαστήρια, να επιτυγχάνει την ορθή εξέταση των εν λόγω υποθέσεων και να εξασφαλίζει αποτελεσματική επανόρθωση. Επιπλέον, διαδοχικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατά την τελευταία δεκαετία καταδεικνύουν τη σημασία που αποδίδει το ΔΕΕ στην πρόσβαση στα εθνικά δικαστήρια ως μέσο διασφάλισης της αποτελεσματικότητας του δικαίου της ΕΕ. Η κίνηση διαδικασιών ενώπιον εθνικών δικαστηρίων δεν αποτελεί μόνο τρόπο προσβολής αποφάσεων, πράξεων και παραλείψεων των δημόσιων αρχών των κρατών μελών βάσει της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ. Μέσω των προδικαστικών παραπομπών δυνάμει του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ, παρέχεται επίσης η δυνατότητα στο ΔΕΕ να αποφαίνεται επί της ερμηνείας και του κύρους πράξεων της ΕΕ.

    211.

    Η παρούσα ανακοίνωση διευκολύνει την πρόσβαση στα εθνικά δικαστήρια μέσω της επεξήγησης και της ερμηνείας των ισχυουσών νομικών απαιτήσεων. Με τον τρόπο αυτό, συμβάλλει στη βελτίωση της εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ. Στόχος της είναι να συνδράμει τα κράτη μέλη, τα εθνικά δικαστήρια, τους ασκούντες νομικά επαγγέλματα και το κοινό, ενώ η Επιτροπή, από την πλευρά της, θα παρακολουθεί με ενδιαφέρον τον τρόπο χρήσης της από τους σκοπούμενους αποδέκτες της, καθώς και την εξέλιξη της πρόσβασης στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα σε ολόκληρη την ΕΕ.

    212.

    Ο ρόλος του ΔΕΕ θα παραμείνει καθοριστικής σημασίας για την ερμηνεία του δικαίου της ΕΕ που αφορά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, συμπεριλαμβανομένης της εκπλήρωσης των προϋποθέσεων που απορρέουν από το άρθρο 19 παράγραφος 1 της ΣΕΕ σχετικά με την πραγματική δικαστική προστασία. Εν προκειμένω, η υφιστάμενη νομολογία αναδεικνύει τα γόνιμα αποτελέσματα της συνεργασίας μεταξύ του ΔΕΕ και των εθνικών δικαστηρίων στο πλαίσιο του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ. Αναμένεται ότι η συνεργασία αυτή θα συνεχιστεί. Η Επιτροπή θα παρακολουθεί προσεκτικά και θα αξιολογεί τη συναφή νέα νομολογία του ΔΕΕ, ενώ θα εξετάσει επίσης το ενδεχόμενο επικαιροποίησης της παρούσας ανακοίνωσης στο μέλλον, εφόσον παραστεί ανάγκη.


    (1)  C(2016)8600.

    (2)  http://www.unece.org/fileadmin/DAM/env/pp/documents/cep43e.pdf.

    (3)  Βλέπε, ιδίως, άρθρο 9 παράγραφοι 2 και 3 της σύμβασης του Aarhus.

    (4)  απόφαση 2005/370/ΕΚ.

    (5)  Για παράδειγμα, η οδηγία 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και η οδηγία 2010/75/ΕΕ για τις βιομηχανικές εκπομπές.

    (6)  http://ec.europa.eu/environment/aarhus/studies.htm

    (7)  COM(2003) 624 τελικό.

    (8)  Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέσυρε την εν λόγω πρόταση το 2014, βλέπε «Απόσυρση προτάσεων της Επιτροπής οι οποίες δεν είναι πλέον επίκαιρες» (ΕΕ C 153 της 21.5.2014, σ. 3).

    (9)  Κατά τη διαπραγμάτευση της οδηγίας (ΕΕ) 2016/2284 για τα εθνικά ανώτατα όρια εκπομπών, το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο εξέτασαν το ενδεχόμενο να συμπεριλάβουν διατάξεις για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, αλλά αποφάσισαν να περιορίσουν την αναφορά στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε μια αιτιολογική σκέψη.

    (10)  http://ec.europa.eu/environment/eir/country-reports/index_en.htm

    (11)  COM(2014) 158 final.

    (12)  Το 2008 η Επιτροπή δρομολόγησε επίσης ένα πρόγραμμα κατάρτισης των δικαστών στον τομέα του περιβαλλοντικού δικαίου της ΕΕ. Μέσω διαδικτυακά διαθέσιμων θεματικών ενοτήτων κατάρτισης, εθνικοί δικαστές και ιδρύματα κατάρτισης μπορούν να αποκτήσουν επικαιροποιημένες και ακριβείς γνώσεις σε διάφορα θέματα του περιβαλλοντικού δικαίου της ΕΕ, όπως πρόσβαση στη δικαιοσύνη, περιβαλλοντική ευθύνη, ύδατα και απόβλητα.

    (13)  COM(2014) 158 final.

    (14)  Το ζήτημα αυτό εξετάζεται στη σύσταση της Επιτροπής 2013/396/ΕΕ για τις συλλογικές αγωγές.

    (15)  Γνωμοδότηση 1/09, Θέσπιση κανόνων περί ενοποιημένου συστήματος επιλύσεως διαφορών σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, EU:C:2011:123, σκέψη 80.

    (16)  C(2016)8600, σ. 4.

    (17)  Βλέπε άρθρο 37 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

    (18)  Βλέπε, για παράδειγμα, υπόθεση C-115/09, Bund für Umwelt und Naturschutz, σκέψη 43, και υπόθεση C-570/13, Gruber, σκέψη 37.

    (19)  Υπόθεση C-416/10, Križan, σκέψη 106.

    (20)  Υπόθεση C-243/15, Lesoochranarske zoskupenie VLK II (LZ II), σκέψη 45.

    (21)  Βλέπε C-240/09, Lesoochranarske zoskupenie VLK I (LZ I), σκέψη 30, σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 9 παράγραφος 3 της σύμβασης του Aarhus.

    (22)  σύμβαση του Aarhus, άρθρο 1.

    (23)  Το άρθρο 9 παράγραφος 1 αναφέρεται στο χωριστό δικαίωμα της πρόσβασης σε πληροφορίες· το άρθρο 9 παράγραφος 2 αφορά τα δικαιώματα συμμετοχής σε διαδικασίες λήψης αποφάσεων για ειδικές δραστηριότητες· το άρθρο 9 παράγραφος 3 καλύπτει πράξεις και παραλείψεις που παραβαίνουν γενικά το περιβαλλοντικό δίκαιο. Το άρθρο 9 παράγραφος 4 εξετάζει τα μέσα επανόρθωσης και τον έγκαιρο χαρακτήρα, καθώς και τις δαπάνες των διαδικασιών που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους.

    (24)  The Aarhus Convention: An Implementation Guide, δεύτερη έκδοση 2014.

    http://www.unece.org/env/pp/implementation_guide.html

    (25)  Βλέπε υπόθεση C-182/10, Solvay κ.λπ., σκέψη 27.

    (26)  Βλέπε υπόθεση C-240/09, LZ I, σκέψη 50. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε στο πλαίσιο του άρθρου 9 παράγραφος 3 της σύμβασης του Aarhus.

    (27)  Άρθρο 6 παράγραφος 2 της οδηγίας 2003/4/ΕΚ για την πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες· άρθρο 13 της οδηγίας 2004/35/ΕΚ για την περιβαλλοντική ευθύνη· άρθρο 25 της οδηγίας 2010/75/ΕΕ για τις βιομηχανικές εκπομπές· άρθρο 11 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων· και άρθρο 23 της οδηγίας 2012/18/ΕΕ «Seveso III». Βλέπε επίσης αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/2284 για τα εθνικά ανώτατα όρια εκπομπών, στην οποία γίνεται ειδική μνεία στη νομολογία του ΔΕΕ για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

    (28)  Ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε περιβαλλοντικές υποθέσεις προκύπτουν επίσης από άμεσα μέτρα που έλαβε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βάσει του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ για την αντιμετώπιση προβλημάτων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της οδηγίας 2010/75/ΕΕ για τις βιομηχανικές εκπομπές. Βλέπε, για παράδειγμα, υπόθεση C-427/07, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, και υπόθεση C-530/11, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου.

    (29)  Υπόθεση C-71/14, East Sussex, σκέψη 52, και υπόθεση C-72/95, Kraaijeveld, σκέψη 56.

    (30)  Σε αυτούς συγκαταλέγονται οριακές τιμές για σημαντικούς ατμοσφαιρικούς ρύπους, όπως το διοξειδίου του θείου, τα σωματίδια και το διοξειδίου του αζώτου, βάσει του άρθρου 13 της οδηγίας 2008/50/ΕΚ για την ποιότητα του αέρα· στόχοι καλής ποιότητας των υδάτων για τα επιφανειακά και τα υπόγεια ύδατα βάσει του άρθρου 4 της οδηγίας-πλαισίου 2000/60/ΕΚ για τα ύδατα· και ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης για ευρύ φάσμα ειδών και τύπων φυσικών οικοτόπων βάσει του άρθρου 2 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους.

    (31)  Στα παραδείγματα συγκαταλέγονται τα καθήκοντα παρακολούθησης των υδάτων κολύμβησης βάσει του άρθρου 3 της οδηγίας 2006/7/ΕΚ για τα ύδατα κολύμβησης και η εκτίμηση της ποιότητας του αέρα βάσει των άρθρων 5 έως 11 της οδηγίας 2008/50/ΕΚ για την ποιότητα του αέρα.

    (32)  Στα παραδείγματα συγκαταλέγονται απαιτήσεις εκπόνησης σχεδίων διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού βάσει του άρθρου 13 της οδηγίας-πλαισίου 2000/60/ΕΚ για τα ύδατα, σχεδίων για την ποιότητα του αέρα βάσει των άρθρων 23 και 24 της οδηγίας 2008/50/ΕΚ για την ποιότητα του αέρα, καθώς και σχεδίων διαχείρισης αποβλήτων, βάσει του άρθρου 28 της οδηγίας-πλαισίου 2008/98/ΕΚ για τα απόβλητα.

    (33)  Στα παραδείγματα συγκαταλέγονται υποχρεώσεις κατοχής άδειας επεξεργασίας αποβλήτων βάσει του άρθρου 23 της οδηγίας-πλαισίου 2008/98/ΕΚ για τα απόβλητα, κατοχής άδειας βάσει του άρθρου 4 της οδηγίας 2010/75/ΕΕ για τις βιομηχανικές εκπομπές, καθώς και υποχρεώσεις εξασφάλισης συγκατάθεσης βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους.

    (34)  Στα παραδείγματα συγκαταλέγονται το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/42/ΕΚ για τη στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση και το άρθρο 2 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

    (35)  Η αρχική οδηγία 85/337/ΕΟΚ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων προέβλεπε ότι έπρεπε να παρέχεται η δυνατότητα στο κοινό να διατυπώνει γνώμη για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που υπέβαλαν οι κύριοι των έργων, με σκοπό τη συμπλήρωσή τους. Στις αιτιολογικές σκέψεις της αρχικής οδηγίας 90/313/ΕΟΚ για την πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες, επισημαινόταν ότι «η πρόσβαση στις πληροφορίες για το περιβάλλον τις οποίες διαθέτουν οι δημόσιες αρχές, θα βελτιώσει την προστασία του περιβάλλοντος». Οι διατάξεις αυτές ενισχύθηκαν περαιτέρω με την υιοθέτηση της σύμβασης του Aarhus και αρκετών πράξεων της παράγωγης νομοθεσίας της ΕΕ.

    (36)  Υπόθεση C-260/11, Edwards και Pallikaropoulos, σκέψη 32.

    (37)  Υπόθεση C-243/15, LZ II, σκέψη 44.

    (38)  Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον ορισμό της σύμβασης του Aarhus «το κοινό» περιλαμβάνει ενώσεις, οργανισμούς ή ομάδες φυσικών ή νομικών προσώπων.

    (39)  Υπόθεση C-240/09, LZ I, σκέψη 51.

    (40)  C-237/07, Janecek, σκέψη 39.

    (41)  C-237/07, Janecek, σκέψη 39.

    (42)  Βλέπε, για παράδειγμα, άρθρο 11 παράγραφος 1 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και άρθρο 9 παράγραφος 2 της σύμβασης του Aarhus.

    (43)  Άρθρο 6.

    (44)  Άρθρο 7.

    (45)  Άρθρο 8.

    (46)  Υπόθεση C-72/95, Kraaijeveld, σκέψη 56.

    (47)  Υπόθεση C-41/11, Inter-Environnement Wallonie, σκέψη 42.

    (48)  Υπόθεση C-237/07, Janecek, σκέψη 38. Πριν από την απόφαση Janecek είχαν προηγηθεί διάφορες αποφάσεις στις οποίες το ΔΕΕ τόνισε την αναγκαιότητα ορθής μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών για τον αέρα και το πόσιμο ύδωρ ώστε να διασφαλίζεται ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους σε όλη τους την έκταση, βλέπε υποθέσεις C- 361/88, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 24, και C-59/89, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 13.

    (49)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-165 έως C-167/09, Stichting Natuur en Milieu, σκέψη 94.

    (50)  Η υπόθεση Janecek αφορούσε τη λήψη τοπικών μέτρων ποιότητας του αέρα στην πόλη του Μονάχου, ενώ η υπόθεση Stichting Natuur en Milieu αφορούσε τα εθνικά ανώτατα όρια εκπομπών στις Κάτω Χώρες.

    (51)  Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, «[κ]ατά τον καθορισμό και την εφαρμογή όλων των πολιτικών και δράσεων της Ένωσης, εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου».

    (52)  Βλέπε άρθρο 13.

    (53)  Βλέπε ορισμό της «ρύπανσης» στο άρθρο 2 σημείο 33.

    (54)  Βλέπε άρθρο 1.

    (55)  Υπόθεση C-420/11, Leth, σκέψη 36.

    (56)  Βλέπε εκκρεμή υπόθεση C-529/15, Folk.

    (57)  Καθήκοντα αυτού του είδους προβλέπονται στην οδηγία-πλαίσιο 2008/98/ΕΚ για τα απόβλητα και στην οδηγία 2010/75/ΕΕ για τις βιομηχανικές εκπομπές.

    (58)  Άρθρο 6 παράγραφος 2 της οδηγίας 2003/4/ΕΚ για την πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες· άρθρο 13 της οδηγίας 2004/35/ΕΚ για την περιβαλλοντική ευθύνη· άρθρο 25 της οδηγίας 2010/75/ΕΕ για τις βιομηχανικές εκπομπές· άρθρο 11 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων· και άρθρο 23 της οδηγίας 2012/18/ΕΕ «Seveso III». Βλέπε επίσης αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/2284 για τα εθνικά ανώτατα όρια εκπομπών, στην οποία γίνεται ειδική μνεία στη νομολογία του ΔΕΕ για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

    (59)  Βλέπε επίσης υπόθεση C-243/15, LZ II. Το ΔΕΕ καθορίζει απαιτήσεις νομιμοποίησης για υποθέσεις που βαίνουν πέραν της παράγωγης νομοθεσίας της ΕΕ βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, σε συνδυασμό με το άρθρο 9 παράγραφος 2 της σύμβασης του Aarhus για αποφάσεις, πράξεις και παραλείψεις στις οποίες εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 6 της σύμβασης του Aarhus περί συμμετοχής του κοινού.

    (60)  Αυτά προβλέπονται στην οδηγία 2003/4/ΕΚ για την πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες.

    (61)  Το δικαίωμα υποβολής αίτησης παροχής πληροφοριών προβλέπεται στο άρθρο 4 της σύμβασης του Aarhus.

    (62)  Βλέπε Aarhus Convention Implementation Guide, σ. 191.

    (63)  Αυτά προβλέπονται στην οδηγία 2003/4/ΕΚ για την πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες, καθώς και σε αρκετές πράξεις τομεακών περιβαλλοντικών πληροφοριών.

    (64)  Υπόθεση C-71/14, East Sussex, σκέψη 56.

    (65)  Βλέπε, για παράδειγμα, άρθρο 7 της οδηγίας 2003/4/ΕΚ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και άρθρο 11 της οδηγίας 2007/2/ΕΚ «INSPIRE».

    (66)  Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας 2006/7/ΕΚ για τα ύδατα κολύμβησης, το οποίο προβλέπει την ενημέρωση του κοινού όταν απαγορεύεται η κολύμβηση ή συνιστάται η αποφυγή της· και το άρθρο 8 παράγραφος 3 της οδηγίας 98/83/ΕΟΚ για τα πόσιμα ύδατα, το οποίο προβλέπει την άμεση ενημέρωση των καταναλωτών για τη μόλυνση του πόσιμου ύδατος που ενέχει κινδύνους για την υγεία.

    (67)  Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν το άρθρο 24 της οδηγίας 2010/75/ΕΕ για τις βιομηχανικές εκπομπές, το άρθρο 6 παράγραφος 4 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και το άρθρο 15 της οδηγίας 2012/18/ΕΕ «Seveso III». Στο άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους προβλέπεται μια πιο αόριστη απαίτηση δημόσιας διαβούλευσης, η οποία πρέπει ωστόσο να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) της σύμβασης του Aarhus, βλέπε υπόθεση C-243/15, LZ II, σκέψη 45.

    (68)  Άρθρο 25 της οδηγίας 2010/75/ΕΕ για τις βιομηχανικές εκπομπές· άρθρο 11 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων· και άρθρο 23 της οδηγίας 2012/18/ΕΕ «Seveso III».

    (69)  Υπόθεση C-72/95, Kraaijeveld, σκέψη 56.

    (70)  Στην παρούσα ανακοίνωση, θα πρέπει να θεωρείται επίσης ότι οι παραπομπές σε εθνικά δικαστήρια ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και για άλλα ανεξάρτητα και αμερόληπτα όργανα που καθορίζονται διά νόμου.

    (71)  Βλέπε άρθρο 25 της οδηγίας 2010/75/ΕΕ για τις βιομηχανικές εκπομπές· άρθρο 11 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων· και άρθρο 23 της οδηγίας 2012/18/ΕΕ «Seveso III».

    (72)  Υπόθεση C-243/15, LZ II.

    (73)  Βλέπε άρθρο 2 παράγραφος 5 της σύμβασης του Aarhus και άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχεία δ) και ε) της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

    (74)  Βλέπε άρθρο 2 παράγραφος 4 της σύμβασης του Aarhus.

    (75)  Βλέπε επίσης Aarhus Convention Implementation Guide, σ. 199.

    (76)  Βλέπε άρθρο 11 παράγραφος 3 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και άρθρο 9 παράγραφος 2 της σύμβασης του Aarhus.

    (77)  Υπόθεση C-263/08, Djurgården, σκέψη 45.

    (78)  Υπόθεση C-115/09, Bund für Umwelt und Naturschutz, σκέψη 59.

    (79)  Υπόθεση C-263/08, Djurgården, σκέψη 46.

    (80)  Υπόθεση C-263/08, Djurgården, σκέψη 47.

    (81)  Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υπόθεσης, το ΔΕΕ έκρινε ότι η προϋπόθεση των 2 000 μελών δεν ανταποκρινόταν στους σκοπούς της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

    (82)  Υπόθεση C-263/08, Djurgården, σκέψη 47.

    (83)  Βλέπε επίσης σημείο 18 της σύστασης 2013/396/ΕΕ για τις συλλογικές αγωγές, όπου προτείνεται ένας διαφορετικός μηχανισμός για τη νομιμοποίηση ΜΚΟ από άλλο κράτος μέλος. Ο μηχανισμός αυτός βασίζεται στην αναγνώριση της νομιμοποίησης που διαθέτει η ΜΚΟ στο κράτος μέλος της έδρας της. Είναι ευνοϊκότερος από ό,τι η αρχή απαγόρευσης των διακρίσεων, ιδίως για τις ΜΚΟ από κράτη μέλη όπου οι προϋποθέσεις νομιμοποίησης είναι λιγότερο αυστηρές από ό,τι σε άλλα. Ως εκ τούτου, σε υποθέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τόσο της σύμβασης του Aarhus όσο και της σύστασης, η επιπρόσθετη εφαρμογή του μηχανισμού αμοιβαίας αναγνώρισης ο οποίος περιγράφεται στη σύσταση θα διευκόλυνε περισσότερο τις δραστηριότητες των ΜΚΟ.

    (84)  Βλέπε επίσης Aarhus Convention Implementation Guide, σ. 195.

    (85)  C-263/08 Djurgården, σκέψη 38.

    (86)  Στους κανόνες αυτούς συμπεριλαμβάνονται λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με «μέτρα αποκατάστασης» για περιβαλλοντική ζημία η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, βλέπε άρθρο 7 της οδηγίας 2004/35/ΕΚ για την περιβαλλοντική ευθύνη.

    (87)  Άρθρο 12 της οδηγίας 2004/35/ΕΚ για την περιβαλλοντική ευθύνη.

    (88)  Άρθρο 13 της οδηγίας 2004/35/ΕΚ για την περιβαλλοντική ευθύνη.

    (89)  Βλέπε, για παράδειγμα, υπόθεση C-432/05, Unibet, σκέψη 37.

    (90)  Σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της παρούσας ανακοίνωσης, βλέπε ενότητα Α.

    (91)  Υπόθεση C-240/09, LZ I, σκέψη 45.

    (92)  Υπόθεση C-240/09, LZ I, σκέψη 46.

    (93)  Υπόθεση C-240/09, LZ I, σκέψη 49.

    (94)  Υπόθεση C-243/15, LZ II, σκέψη 45.

    (95)  Βλέπε άρθρο 13 της οδηγίας-πλαισίου 2000/60/ΕΚ για τα ύδατα.

    (96)  Βλέπε άρθρο 23 της οδηγίας 2008/50/ΕΚ για την ποιότητα του αέρα.

    (97)  Βλέπε άρθρο 4 της οδηγίας 2001/42/ΕΚ για τη στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση.

    (98)  Υπόθεση C-72/95, Kraaijeveld, σκέψη 56.

    (99)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-105/09 και C-110/09, Terre Wallonne και Inter-Environnement Wallonie.

    (100)  Υπόθεση C-41/11, Inter-Environnement Wallonie, σκέψη 46.

    (101)  Υπόθεση C-115/09, Bund für Umwelt und Naturschutz, σκέψη 44.

    (102)  Υπόθεση C-570/13, Gruber, σκέψη 39, και υπόθεση C-115/09, Bund für Umwelt und Naturschutz, σκέψη 44.

    (103)  Υπόθεση C-570/13, Gruber, σκέψη 40.

    (104)  Υπόθεση C-237/07, Janecek.

    (105)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-165 έως C-167/09, Stichting Natuur en Milieu.

    (106)  Υπόθεση C-240/09, LZ I.

    (107)  Βλέπε Aarhus Convention Implementation Guide, σ. 198.

    (108)  Βλέπε Aarhus Convention Implementation Guide, σ. 198.

    (109)  Άρθρο 6 παράγραφος 2 της οδηγίας 2003/4/ΕΚ για την πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες· άρθρο 13 της οδηγίας 2004/35/ΕΚ για την περιβαλλοντική ευθύνη· άρθρο 25 της οδηγίας 2010/75/ΕΕ για τις βιομηχανικές εκπομπές· άρθρο 11 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων· και άρθρο 23 της οδηγίας 2012/18/ΕΕ «Seveso III». Βλέπε επίσης αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/2284 για τα εθνικά ανώτατα όρια εκπομπών, στην οποία γίνεται ειδική μνεία στη νομολογία του ΔΕΕ για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

    (110)  Υπόθεση C-243/15, LZ II.

    (111)  Υπόθεση C-137/14, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 32.

    (112)  Υπόθεση C-115/09, Bund für Umwelt und Naturschutz, σκέψη 45.

    (113)  Υπόθεση C-137/14, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 80.

    (114)  Υπόθεση C-137/14, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 81.

    (115)  Άρθρο 6, παράγραφος 2.

    (116)  Υπόθεση C-71/14, East Sussex, σκέψη 53.

    (117)  Υπόθεση C-279/12 Fish Legal και Shirley, σκέψη 36.

    (118)  Καθορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2.

    (119)  Aarhus Convention Implementation Guide, σ. 199.

    (120)  Υπόθεση C-137/14, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 80 (η επισήμανση του συντάκτη).

    (121)  Υπόθεση C-71/14, East Sussex, σκέψη 58.

    (122)  Βλέπε σ. 196.

    (123)  Στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση C-215/06, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψη 57, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι «μολονότι δεν είναι αντίθετοι προς το κοινοτικό δίκαιο οι εθνικοί κανόνες που επιτρέπουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη νομιμοποίηση παράτυπων, κατά το κοινοτικό δίκαιο, δραστηριοτήτων ή πράξεων, μία τέτοια δυνατότητα θα έπρεπε να εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι δεν παρέχει στους ενδιαφερομένους την ευκαιρία να παρακάμψουν τους κοινοτικούς κανόνες ή να αποφύγουν να τους εφαρμόσουν και ότι παρέχεται κατ' εξαίρεση».

    (124)  Υπόθεση C-416/10, Križan, σκέψεις 87-91.

    (125)  Υπόθεση C-416/10, Križan, σκέψη 91.

    (126)  Βλέπε σ. 196.

    (127)  Υπόθεση C-71/14, East Sussex, σκέψη 52.

    (128)  Υπόθεση C-71/14, East Sussex, σκέψη 58.

    (129)  Υπόθεση C-570/13, Gruber, σκέψεις 42-50.

    (130)  Υπόθεση C-75/08, Mellor, σκέψη 59.

    (131)  Υπόθεση C-137/14, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 48· και υπόθεση C-72/12, Altrip, σκέψη 37.

    (132)  Υπόθεση C-127/02, Waddenzee, σκέψη 59.

    (133)  Υπόθεση C-237/07, Janecek, σκέψη 46.

    (134)  Πρώην οδηγία 2001/81/ΕΚ.

    (135)  Υποθέσεις C-165 έως C-167/09, Stichting Natuur en Milieu.

    (136)  Υποθέσεις C-165 έως C-167/09, Stichting Natuur en Milieu, σκέψεις 78 και 79.

    (137)  Βλέπε υπόθεση C-72/95, Kraaijeveld, σκέψη 57.

    (138)  Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-293/12 και C-594/12, Digital Rights Ireland Ltd, σχετικά με τους κανόνες για τη γενική διατήρηση μεταδεδομένων επικοινωνίας, το ΔΕΕ επισήμανε στη σκέψη 47 τα εξής: «Όσον αφορά τον δικαιοδοτικό έλεγχο της τηρήσεως των προϋποθέσεων αυτών, οσάκις πρόκειται για επεμβάσεις σε θεμελιώδη δικαιώματα, η έκταση της εξουσίας εκτιμήσεως του νομοθέτη της Ένωσης μπορεί να περιορίζεται από ορισμένα στοιχεία μεταξύ των οποίων είναι ο οικείος τομέας, η φύση του συγκεκριμένου δικαιώματος που κατοχυρώνει ο Χάρτης, η φύση και η σοβαρότητα της επεμβάσεως, καθώς και ο επιδιωκόμενος από αυτήν σκοπός.».

    (139)  Αυτό συμβαίνει επειδή ο ορισμός της «δημόσιας αρχής» που παρέχεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 της σύμβασης του Aarhus δεν περιλαμβάνει φορείς ή θεσμικά όργανα που ενεργούν υπό δικαστική ή νομοθετική ιδιότητα.

    (140)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-128/09 έως C-131/09, C-134/09 και C-135/09, Boxus, σκέψη 53.

    (141)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-128/09 έως C-131/09, C-134/09 και C-135/09, Boxus.

    (142)  Υπόθεση C-41/11, Inter-Environnement Wallonie, σκέψεις 42 έως 47.

    (143)  Υπόθεση C-348/15, Stadt Wiener Neustadt, σκέψη 38.

    (144)  Υπόθεση C-348/15, Stadt Wiener Neustadt, σκέψεις 47 και 48.

    (145)  C-293/97, Standley, σκέψεις 51 και 52.

    (146)  C-284/95, Safety Hi Tech, σκέψεις 33 έως 61.

    (147)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-313/15 και C-530/15, Eco-Emballages SA.

    (148)  Υπόθεση C-201/02, Wells, σκέψεις 64-65.

    (149)  Υπόθεση C-129/96, Inter-Environnement Wallonie, σκέψη 45.

    (150)  Υπόθεση C-201/02, Wells, σκέψη 67, και υπόθεση C-420/11, Leth, σκέψη 38.

    (151)  Υπόθεση C-71/14, East Sussex, σκέψη 52.

    (152)  C-72/12, Altrip, σκέψη 49.

    (153)  C-72/12, Altrip, σκέψη 51.

    (154)  C-72/12, Altrip, σκέψεις 52-54.

    (155)  Ωστόσο, η δυνατότητα παράβλεψης ήσσονος σημασίας διαδικαστικών πλημμελειών για τους σκοπούς της αποτελεσματικής επανόρθωσης δεν εμποδίζει τον δικαστή να αναγνωρίσει την ύπαρξη διαδικαστικής πλημμέλειας.

    (156)  Υπόθεση C-201/02, Wells, σκέψη 65.

    (157)  Υπόθεση C-201/02, Wells, σκέψη 69.

    (158)  Υπόθεση C-201/02, Wells, σκέψη 60.

    (159)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-128/09 έως C-131/09, C-134/09 και C-135/09, Boxus, σκέψη 57· και υπόθεση C-182/10, Solvay κ.λπ., σκέψη 52.

    (160)  Υπόθεση C-348/15, Stadt Wiener Neustadt, σκέψεις 45 έως 48.

    (161)  Υπόθεση C-348/15, Stadt Wiener Neustadt, σκέψη 31.

    (162)  Υπόθεση C-41/11, Inter-Environnement Wallonie.

    (163)  Υπόθεση C-379/15, Association France Nature Environnement.

    (164)  Υπόθεση C-379/15, Association France Nature Environnement, σκέψη 38.

    (165)  Υπόθεση C-237/07, Janecek, σκέψεις 39-42.

    (166)  Υπόθεση C-237/07, Janecek, σκέψη 46.

    (167)  Υπόθεση 404/13, Client Earth, σκέψη 58. Στην υπόθεση αυτή, η οποία αφορούσε δεσμευτικές οριακές τιμές ποιότητας του αέρα βάσει της οδηγίας 2008/50/ΕΚ για την ποιότητα του αέρα, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι «όταν κράτος μέλος δεν έχει συμμορφωθεί προς τις επιταγές του άρθρου 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2008/50, και ταυτόχρονα δεν έχει ζητήσει παράταση προθεσμίας υπό τους όρους του άρθρου 22 της εν λόγω οδηγίας, απόκειται στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο, εφόσον του υποβληθεί σχετικό αίτημα, να λάβει έναντι της εθνικής αρχής κάθε αναγκαίο μέτρο, όπως παραδείγματος χάριν να της απευθύνει διαταγή, ώστε η τελευταία να υποχρεωθεί εκπονήσει το απαιτούμενο από την ως άνω οδηγία σχέδιο σύμφωνα με τα όσα προβλέπει η ίδια πάντοτε οδηγία».

    (168)  Υπόθεση C-72/12, Altrip.

    (169)  Βλέπε υποσημείωση 163.

    (170)  Υπόθεση C-201/02, Wells, σκέψη 66.

    (171)  Υπόθεση C-399/14, Grüne Liga Sachsen.

    (172)  Υπόθεση C-420/11, Leth, σκέψεις 36 και 38.

    (173)  Υπόθεση C-420/11, Leth, σκέψη 41.

    (174)  Υπόθεση C-420/11, Leth, σκέψη 46.

    (175)  Υπόθεση C-399/14, Grüne Liga Sachsen, σκέψη 75.

    (176)  Τούτο επειδή το ΔΕΕ διέταξε να εξεταστεί το μέλλον της γέφυρας στο πλαίσιο του άρθρου 6 παράγραφος 4 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει αντισταθμιστικά μέτρα, εάν ένα επιζήμιο έργο πραγματοποιηθεί λόγω έλλειψης εναλλακτικών λύσεων και για επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος.

    (177)  Βλέπε επίσης υπόθεση C-104/15, Επιτροπή κατά Ρουμανίας, σκέψη 95, όσον αφορά τη σημασία της συνεκτίμησης απαιτήσεων επίτευξης αποτελεσμάτων κατά την εξέταση της μη συμμόρφωσης. Η υπόθεση αυτή αφορούσε το άρθρο 4 και το άρθρο 13 παράγραφος 2 της οδηγίας 2006/21/ΕΚ για τα απόβλητα της εξορυκτικής βιομηχανίας.

    (178)  Υπόθεση C-416/10, Križan, σκέψη 109.

    (179)  Βλέπε, για παράδειγμα, Επιτροπή κατά Μάλτας, C-76/08 R. Στη σκέψη 21 αναφέρονται τα εξής: «Κατά πάγια νομολογία, η αναστολή εκτελέσεως και τα άλλα προσωρινά μέτρα μπορούν να διαταχθούν από τον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή εάν αποδειχθεί ότι η λήψη τους δικαιολογείται εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris) βάσει των προβαλλομένων πραγματικών και νομικών ισχυρισμών και ότι τα μέτρα αυτά είναι επείγοντα, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της κυρίας δίκης. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει, επίσης, κατά περίπτωση, στη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων (βλέπε, μεταξύ άλλων, διάταξη στην απόφαση C-404/04 P-R Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, I-3539, σκέψη 10 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).» Στη σκέψη 22 αναφέρονται τα εξής: «Οι προϋποθέσεις που διατυπώνονται είναι σωρευτικές οπότε δεν χορηγούνται προσωρινά μέτρα εφόσον ελλείπει μία απ' αυτές (βλέπε, μεταξύ άλλων, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, σκέψη 11 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).».

    (180)  Βλέπε επίσης υπόθεση C-268/06, Impact, σκέψη 51.

    (181)  Άρθρο 11 παράγραφος 4 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων· άρθρο 25 παράγραφος 4 της οδηγίας 2010/75/ΕΕ για τις βιομηχανικές εκπομπές· και άρθρο 23 της οδηγίας 2012/18/ΕΕ «Seveso III».

    (182)  Υπόθεση C-427/07, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας· C-260/11, Edwards και Pallikaropoulos· και υπόθεση C-530/11, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου.

    (183)  Υπόθεση C-260/11, Edwards και Pallikaropoulos, σκέψη 33.

    (184)  Υπόθεση C-427/07, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψη 92.

    (185)  Υπόθεση C-260/11, Edwards και Pallikaropoulos, σκέψεις 29-30.

    (186)  Υπόθεση C-260/11, Edwards και Pallikaropoulos, σκέψη 35.

    (187)  Η νομολογία αφορά τη διάταξη περί κόστους που περιλαμβάνεται στην οδηγία 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και στην οδηγία 2010/75/ΕΕ για τις βιομηχανικές εκπομπές, οι οποίες υπόκεινται στο καθήκον μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη που ισχύει για τις οδηγίες.

    (188)  Υπόθεση C-530/11, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 58.

    (189)  Υπόθεση C-427/07, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψη 92.

    (190)  Υπόθεση C-530/11, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 66. Κατ' αναλογία, αυτό είναι επίσης λυσιτελές για την οδηγία 2012/18/ΕΕ «Seveso III».

    (191)  Υπόθεση C-530/11, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 67.

    (192)  Υπόθεση C-530/11, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 68.

    (193)  Υπόθεση C-260/11, Edwards και Pallikaropoulos, σκέψεις 45 και 48.

    (194)  Υπόθεση C-260/11, Edwards και Pallikaropoulos, σκέψη 43.

    (195)  Υπόθεση C-260/11, Edwards και Pallikaropoulos, σκέψη 42.

    (196)  Υπόθεση C-260/11, Edwards και Pallikaropoulos, σκέψη 40.

    (197)  Υπόθεση C-530/11, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 47.

    (198)  C-530/11 Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 54.

    (199)  Υπόθεση C-530/11, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 47.

    (200)  Βλέπε «Επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων», άρθρο 47 παράγραφος 3.

    (201)  Υπόθεση C-348/15, Stadt Wiener Neustadt, σκέψη 41.

    (202)  Για παράδειγμα, άρθρο 11 παράγραφος 5 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

    (203)  Πρώην άρθρο 10 παράγραφος 6 της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ.

    (204)  Υπόθεση C-427/07, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψη 97 (η επισήμανση του συντάκτη).

    (205)  Υπόθεση C-427/07, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψη 98.

    (206)  Βλέπε επίσης τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη μέσω της διαδικτυακής πύλης της ευρωπαϊκής ηλεκτρονικής δικαιοσύνης, οι οποίες πρέπει να επικαιροποιούνται τακτικά από τα κράτη μέλη: https://e-justice.europa.eu/content_access_to_justice_in_environmental_matters-300-el.do?init=true


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

    Κατάλογος συναφούς νομολογίας του ΔΕΕ όσον αφορά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα

     

    Απόφαση της 30ής Μαΐου 1991, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C-361/88, EU:C:1991:224

     

    Απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 1991, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C-58/89, EU:C:1991:391

     

    Απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, Kraaijeveld, C-72/95, EU:C:1996:404

     

    Απόφαση της 14ης Ιουλίου 1998, Safety Hi-Tech, C-284/95, EU:C:1998:352

     

    Απόφαση της 29ης Απριλίου 1999, Standley, C-293/97, EU:C:1999:215

     

    Απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-374/98, EU:C:2000:670

     

    Απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Wells, C-201/02, EU:C:2004:12

     

    Απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, Waddenzee, C-127/02, EU:C:2004:482

     

    Απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, Unibet, C-432/05, EU:C:2007:163

     

    Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2008, Janecek, C-237/07, EU:C:2008:447

     

    Απόφαση της 15ης Απριλίου 2008, Impact, C-268/06, EU:C:2008:223

     

    Απόφαση της 3ης Ιουλίου 2008, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, C-215/06, EU:C:2008:380

     

    Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, C-427/07, EU:C:2009:457

     

    Απόφαση της 30ής Απριλίου 2009, Mellor, C-75/08, EU:C:2009:279

     

    Απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2009, Djurgården, C-263/08, EU:C:2009:631

     

    Απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, Bund für Umwelt und Naturschutz, C-115/09, EU:C:2011:289

     

    Απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2011, Boxus, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-128/09 έως C-131/09, C-134/09 και C-135/09, EU:C:2011:667

     

    Απόφαση της 8ης Μαρτίου 2011, LZ I, C-240/09, EU:C:2011:125

     

    Απόφαση της 26ης Μαΐου 2011, Stichting Natuur en Milieu, C-165 έως C-167/09, EU:C:2011:348

     

    Απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Solvay κ.λπ., C-182/10, EU:C:2012:82

     

    Απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2012, Inter-Environnement Wallonie, C-41/11, EU:C:2012:103

     

    Απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2013, Križan, C-416/10, EU:C:2013:8

     

    Απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Leth, C-420/11, EU:C:2013:166

     

    Απόφαση της 11ης Απριλίου 2013, Edwards και Pallikaropoulos, C-260/11, EU:C:2013:221

     

    Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit, C-583/11P, EU:C:2013:625

     

    Απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2013, Altrip, C-72/12, EU:C:2013:712

     

    Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Fish Legal and Shirley, C-279/12, EU:C:2013:853

     

    Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, C-530/11, EU:C:2014:67

     

    Απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2014, Client Earth, C-404/13, EU:C:2014:2382

     

    Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, East Sussex, C-71/14, EU:C:2015:656

     

    Απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2015, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C-137/14, EU:C:2015:683

     

    Απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2016, Grüne Liga Sachsen, C-399/14, EU:C:2016:10

     

    Απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016, Επιτροπή κατά Ρουμανίας, C-104/15, EU:C:2016:581

     

    Απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2015, Gruber, C-570/13, EU:C:2015:683

     

    Απόφαση της 28ης Ιουνίου 2016, Association France Nature Environnement, C-379/15 EU:C:2016:603

     

    Απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2016, LZ II, C-243/15, EU:C:2016:838

     

    Απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, Eco-Emballages, C-313/15 και C-530/15 EU:C:2016:859

     

    Απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2016, Stadt Wiener Neustadt, C-348/15, EU:C:2016:882

     

    Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου, της 24ης Απριλίου 2008, στην υπόθεση Επιτροπή κατά Μάλτας C-76/08 R EU:C:2008:252

     

    Γνωμοδότηση 1/09, Δημιουργία ενοποιημένου συστήματος επιλύσεως διαφορών σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, EU:C:2011:123


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

    Παρατιθέμενες ισχύουσες νομοθετικές πράξεις της ΕΕ

    Οδηγία 92/43/ΕΟΚ, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας («οδηγία για τους οικοτόπους») (ΕΕ L 206 της 22.7.1992, σ. 7).

    Οδηγία 91/676/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορρύπανση γεωργικής προέλευσης («οδηγία για τη νιτρορρύπανση») (ΕΕ L 375 της 31.12.1991, σ. 1).

    Οδηγία 94/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας («οδηγία για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας») (ΕΕ L 365 της 31.12.1994, σ. 10).

    Οδηγία 98/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης («οδηγία για το πόσιμο νερό») (ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 32· αντικαθιστά την οδηγία 80/778/ΕΟΚ).

    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2037/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, για τις ουσίες που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος («κανονισμός για το όζον») (ΕΕ L 244 της 29.9.2000, σ. 1· αντικαθιστά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3093/94).

    Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων («οδηγία-πλαίσιο για τα ύδατα») (ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1).

    Οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2001, σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων («οδηγία για τη στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση») (ΕΕ L 197 της 21.7.2001, σ. 30).

    Οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και για την κατάργηση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου («οδηγία για την πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες») (ΕΕ L 41 της 14.2.2003, σ. 26).

    Οδηγία 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού στην κατάρτιση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που αφορούν το περιβάλλον και με την τροποποίηση όσον αφορά τη συμμετοχή του κοινού και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, των οδηγιών 85/337/ΕΟΚ και 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου («οδηγία για τη συμμετοχή του κοινού») (ΕΕ L 156 της 25.6.2003, σ. 17).

    Οδηγία 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας («οδηγία για την περιβαλλοντική ευθύνη») (ΕΕ L 143 της 30.4.2004, σ. 56).

    Απόφαση του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005, για σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της σύμβασης για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος (2005/370/ΕΚ) (ΕΕ L 124 της 17.5.2005, σ. 1).

    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα («κανονισμός του Aarhus») (ΕΕ L 264 της 25.9.2006, σ. 13).

    Οδηγία 2006/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2006, σχετικά με τη διαχείριση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης και την κατάργηση της οδηγίας 76/160/ΕΟΚ («οδηγία για τα ύδατα κολύμβησης») (ΕΕ L 64 της 4.3.2006, σ. 37).

    Οδηγία 2006/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας και την τροποποίηση της οδηγίας 2004/35/ΕΚ («οδηγία για τα απόβλητα της εξορυκτικής βιομηχανίας») (ΕΕ L 102 της 11.4.2006, σ. 15).

    Οδηγία 2007/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2007, για τη δημιουργία υποδομής χωρικών πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (Inspire) («οδηγία INSPIRE») (ΕΕ L 108 της 25.4.2007, σ. 1).

    Επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ C 303 της 14.12.2007, σ. 17).

    Οδηγία 2008/50/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008, για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα και καθαρότερο αέρα για την Ευρώπη («οδηγία-πλαίσιο για την ποιότητα του αέρα») (ΕΕ L 152 της 11.6.2008, σ. 1).

    Οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών («οδηγία-πλαίσιο για τα απόβλητα») (ΕΕ L 312 της 22.11.2008, σ. 3).

    Οδηγία 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών («οδηγία για τα άγρια πτηνά») (ΕΕ L 20 της 26.1.2010, σ. 7).

    Οδηγία 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) («οδηγία για τις βιομηχανικές εκπομπές») (ΕΕ L 334 της 17.12.2010, σ. 17).

    Οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον («οδηγία για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων») (ΕΕ L 26 της 28.1.2012, σ. 1· αντικαθιστά την οδηγία 85/337/ΕΟΚ).

    Οδηγία 2012/18/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες και για την τροποποίηση και στη συνέχεια την κατάργηση της οδηγίας 96/82/ΕΚ του Συμβουλίου («οδηγία Seveso III» ή «οδηγία για τους κινδύνους μεγάλων ατυχημάτων») (ΕΕ L 197 της 24.7.2012, σ. 1).

    Σύσταση της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές αρχές εφαρμοστέες στους μηχανισμούς συλλογικών αγωγών παράλειψης και αποζημίωσης στα κράτη μέλη όσον αφορά παραβιάσεις αναγνωριζόμενων από το ενωσιακό δίκαιο δικαιωμάτων (2013/396/ΕΕ) («ανακοίνωση της Επιτροπής για τις συλλογικές αγωγές») (ΕΕ L 201 της 26.7.2013, σ. 60).

    Οδηγία (ΕΕ) 2016/2284 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2016, σχετικά με τη μείωση των εθνικών εκπομπών ορισμένων ατμοσφαιρικών ρύπων, την τροποποίηση της οδηγίας 2003/35/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2001/81/ΕΚ («οδηγία για τα εθνικά ανώτατα όρια εκπομπών») (ΕΕ L 344 της 17.12.2016, σ. 1).


    Top