Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52015DC0158

    ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Πείρα από την εφαρμογή της οδηγίας 2003/122/ΕΥΡΑΤΟΜ για τον έλεγχο των κλειστών πηγών υψηλής ραδιενέργειας και των έκθετων πηγών

    /* COM/2015/0158 final */

    52015DC0158

    ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Πείρα από την εφαρμογή της οδηγίας 2003/122/ΕΥΡΑΤΟΜ για τον έλεγχο των κλειστών πηγών υψηλής ραδιενέργειας και των έκθετων πηγών /* COM/2015/0158 final */


    Περιεχόμενα

    1..................... Εισαγωγή.. 2

    2..................... Κλειστές πηγές υψηλής ενεργότητας στην Ευρώπη.. 3

    3..................... Εφαρμογή της οδηγίας 2003/122/Ευρατόμ στην ΕΕ των 27. 4

    3.1.................. Εισαγωγή. 4

    3.2.................. Επισκόπηση της εφαρμογής. 4

    3.3.................. Πεδία μη ενιαίας εφαρμογής της οδηγίας. 4

    3.4.................. Περιπτώσεις δύσκολης εφαρμογής της οδηγίας. 5

    3.5.................. Εφαρμογή της οδηγίας από την Επιτροπή. 6

    3.6.................. Συστάσεις για τη βελτίωση της εφαρμογής της οδηγίας. 6

    3.7.................. Βέλτιστες πρακτικές εφαρμογής της οδηγίας. 7

    4..................... Οι απαιτήσεις της οδηγίας 2003/122/Ευρατόμ ως μέρος των νέων βασικών προτύπων ασφαλείας της ΕΕ.. 8

    4.1.................. Εισαγωγή. 8

    4.2.................. Κανονιστική εναρμόνιση με τον ΔΟΑΕ.. 9

    4.3.................. Λοιπές αλλαγές. 10

    5..................... Συμπεράσματα.. 10

    1. Εισαγωγή

    Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις του 2001 στις ΗΠΑ, πολλοί εθνικοί οργανισμοί ασφαλείας εξέφρασαν την ανησυχία ότι οι τρομοκρατικές ομάδες θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν πηγές ραδιενέργειας ως όπλο εκφοβισμού και διατάραξης της δημόσιας τάξης. Τόσο ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέλαβαν δράση για να θέσουν σε εφαρμογή το διεθνές νομικό πλαίσιο για την κατοχύρωση της ασφάλειας και της προστασίας των εν λόγω πηγών, ιδίως εκείνων με τη μεγαλύτερη ενεργότητα.

    Η οδηγία 2003/122/Ευρατόμ («οδηγία ΚΠΥΕ») [1] άρχισε να ισχύει στις 31 Δεκεμβρίου 2003 και η περίοδος θέσπισης των εθνικών νομικών πράξεων έληξε δύο χρόνια αργότερα. Η οδηγία καθορίζει το νομικό πλαίσιο για τη διασφάλιση του ελέγχου και της προστασίας των κλειστών πηγών υψηλής ενεργότητας (ΚΠΥΕ) στην Ευρώπη και υποχρεώνει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν συστήματα για την ανίχνευση έκθετων πηγών υψηλής ενεργότητας και για την ανάκτηση των ραδιενεργών πηγών που έχουν απομείνει από δραστηριότητες του παρελθόντος. Κάθε κράτος μέλος της ΕΕ έχει ορίσει αρμόδια αρχή για την εκτέλεση των καθηκόντων στο πλαίσιο της εν λόγω οδηγίας.

    Σύμφωνα με το άρθρο 14 της οδηγίας ΚΠΥΕ, η Επιτροπή οφείλει να υποβάλει έκθεση σχετικά με την κτηθείσα πείρα από την εφαρμογή της οδηγίας. Διενεργήθηκε επισκόπηση της εφαρμογής προκειμένου να διαμορφωθεί μια γενική εικόνα της κατάστασης στην ΕΕ σχετικά με: (1) τον έλεγχο των πηγών υψηλής ενεργότητας σε χρήση, (2) τη διαχείριση των εκτός χρήσης πηγών και (3) τις στρατηγικές για τον χειρισμό των έκθετων πηγών[1]. Η επισκόπηση βασίστηκε στις εθνικές εκθέσεις εφαρμογής της οδηγίας ΚΠΥΕ, σε ερωτηματολόγια, σε συνεντεύξεις, καθώς και σε διερευνητικές αποστολές ενδιαφερομένων από την Ευρώπη[2]. Από την επισκόπηση προέκυψε ότι διαφέρουν οι πρακτικές για την εφαρμογή των απαιτήσεων της οδηγίας. Μερικά κράτη μέλη εφαρμόζουν πολύ προηγμένες ρυθμίσεις και διοικητικές διατάξεις για τον έλεγχο των ΚΠΥΕ, ενώ άλλα πληρούν τις απαιτήσεις της ΕΕ με σχετικά περιορισμένα διοικητικά μέσα. Το γεγονός αυτό δεν εκπλήσσει, δεδομένου ότι ο αριθμός των κλειστών πηγών υψηλής ενεργότητας στα κράτη μέλη της ΕΕ κυμαίνεται από μόνο μερικές χιλιάδες σε ορισμένα κράτη μέλη σε αρκετές χιλιάδες σε άλλα.

    Εν γένη, η οδηγία ΚΠΥΕ έχει εφαρμοστεί σωστά σε όλα τα κράτη μέλη. Οι στόχοι της οδηγίας έχουν επιτευχθεί και δεν υπάρχει λόγος να θεωρηθεί ότι οι κλειστές πηγές υψηλής ενεργότητας δεν θα υπόκεινται σε επαρκή έλεγχο σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη της ΕΕ. Το δυσκολότερο σημείο της εφαρμογής είναι η διοργάνωση εκστρατειών για την αναζήτηση πιθανών έκθετων πηγών που έχουν απομείνει από δραστηριότητες του παρελθόντος[3]. Επιπλέον, υπάρχουν ορισμένες ασυνέπειες όσον αφορά την εφαρμογή του ορισμού των κλειστών πηγών υψηλής ενεργότητας, την οικονομική ασφάλεια της διαχείρισης των πηγών ραδιενέργειας, την κατάρτιση του πιθανώς εκτειθέμενου σε αυτές προσωπικού και τις πρακτικές ελέγχου των πηγών.

    Η οδηγία ΚΠΥΕ έχει καταργηθεί με την οδηγία 2013/59/Ευρατόμ (νέα οδηγία για τα βασικά πρότυπα ασφαλείας, ΒΠΑ)[4], η οποία ενσωματώνει τις κύριες διατάξεις της οδηγίας ΚΠΥΕ και τις εναρμονίζει με τις κατευθυντήριες γραμμές του ΔΟΑΕ για τις πηγές ραδιενέργειας. Τα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν προθεσμία έως τις 6 Φεβρουαρίου 2018 για να μεταφέρουν τη νέα οδηγία για τα βασικά πρότυπα ασφαλείας στην εθνική τους νομοθεσία. Κατά τη διαδικασία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, η Επιτροπή θα επιστήσει ιδιαιτέρως την προσοχή των κρατών μελών στους τομείς στους οποίους έχουν σημειωθεί δυσκολίες στην εφαρμογή, με στόχο να αποφευχθούν στις νέες νομοθετικές πράξεις μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία.

    Επειδή η νέα οδηγία για τα βασικά πρότυπα ασφαλείας δεν απαιτεί την υποβολή εκθέσεων σχετικά με την εφαρμογή, η παρούσα έκθεση δεν υπεισέρχεται σε αυτό το θέμα.

    Η Κροατία δεν ήταν κράτος μέλος της ΕΕ κατά την εκπόνηση της έκθεσης επισκόπησης σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας ΚΠΥΕ και, ως εκ τούτου, δεν συμπεριλαμβάνεται στην παρούσα έκθεση. Ωστόσο, η οδηγία ΚΠΥΕ μεταφέρθηκε μεταγενέστερα στην εθνική νομοθεσία της Κροατίας. Για τον λόγο αυτό, θα ήταν σκόπιμο, αφού παρέλθει κάποιος χρόνος, να εξεταστεί και η πείρα της Κροατίας σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας. Συνεπώς, η Επιτροπή είναι προετοιμασμένη να επανεξετάσει την εφαρμογή στην Κροατία όταν οι διατάξεις θα έχουν εφαρμοστεί στο εν λόγω κράτος μέλος επί τρία ή τέσσερα έτη.

    2. Κλειστές πηγές υψηλής ενεργότητας στην Ευρώπη

    Οι κλειστές πηγές υψηλής ενεργότητας είναι δοχεία με εγκλωβισμένο ραδιενεργό υλικό του οποίου η ενεργότητα υπερβαίνει το όριο που ορίζεται στην οδηγία 2003/122/Ευρατόμ. Χρησιμοποιούνται κυρίως στην ιατρική, σε μη καταστρεπτικές δοκιμές υλικών και για σκοπούς αποστείρωσης. Χαρακτηριστικά μακρόβια νουκλεϊδια που συμπεριλαμβάνονται στην οδηγία ΚΠΥΕ είναι τα Co-60, Ir-192, Sr-90 και Cs-137. Συνήθεις κάτοχοι ΚΠΥΕ είναι νοσοκομεία, εταιρείες βιομηχανικών δοκιμών ή ερευνητικά ινστιτούτα. Υπάρχουν στην Ευρώπη μερικές εταιρείες που κατασκευάζουν ΚΠΥΕ, αλλά οι περισσότερες ΚΠΥΕ για επαγγελματική χρήση προέρχονται από τις ΗΠΑ ή τον Καναδά.

    Η ευρωπαϊκή απογραφή ΚΠΥΕ περιλαμβάνει περίπου 30 700 πηγές, εκ των οποίων 50 % από τη Γερμανία και τη Γαλλία. Εννέα κράτη μέλη διαθέτουν λιγότερο από 100 πηγές. Οι περισσότερες από τις πηγές που χρησιμοποιούνται για μη καταστρεπτικές δοκιμές είναι κινητές, αποτελούν επομένως ιδιαίτερη πρόκληση για την ασφάλεια.

    Καταγράφονται περίπου 3 200 κάτοχοι ΚΠΥΕ στα κράτη μέλη, εκ των οποίων 63 % στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Πολωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Συνήθως σε κάθε κάτοχο αναλογούν 1-40 ΚΠΥΕ (σε μερικές περιπτώσεις καταλογίζονται ως μια πηγή διατάξεις που συμπεριλαμβάνουν πολλές πηγές).

    Επειδή οι εν λόγω πηγές έχουν υψηλή ενεργότητα και συχνά είναι τοποθετημένες σε κινητές συσκευές, η προστασία τους αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση για τις εθνικές αρχές, καθώς κάθε κακόβουλη πράξη που θα περιελάμβανε ραδιενεργό υλικό θα μπορούσε να έχει σοβαρότατες συνέπειες στη λειτουργία της κοινωνίας. Επιπλέον, τυχαία απώλεια ελέγχου ΚΠΥΕ μπορεί να επιφέρει υπερβολική έκθεση σε ακτινοβολία ή πολύ σημαντικό οικονομικό κόστος, εάν η εν λόγω πηγή ενταχθεί σε διεργασία ανακύκλωσης παλαιών μετάλλων με τήξη.

    Στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν σημειωθεί μερικά περιστατικά απώλειας ελέγχου καταχωρισμένης ΚΠΥΕ ή εντοπισμού μη καταχωρισμένης ΚΠΥΕ. Σε πολύ λίγες από αυτές (κάτω από δέκα) υπήρξε επιβλαβής έκθεση και σε ακόμη λιγότερες κακόβουλη πρόθεση. Εκτιμάται ότι οι εγκληματικές περιπτώσεις αντιπροσωπεύουν ένα μικρό μόνο ποσοστό - λιγότερο από 8 τοις εκατό - όλων των αναφερθέντων περιστατικών κατά την περίοδο 2007-2009. Ο εντοπισμός πηγών ενεργότητας ή μολυσμένων αντικειμένων σε παλαιά μέταλλα είναι το συχνότερο περιστατικό που σημειώθηκε σε εγκαταστάσεις κατεργασίας παλαιών μετάλλων και στα εθνικά σύνορα κατά τις εξαγωγές παλαιών μετάλλων. Η δεύτερη πιο συχνή περίπτωση που δηλώθηκε από τα κράτη μέλη της ΕΕ είναι ο εντοπισμός έκθετων πηγών σε δημόσιους χώρους, σε δημοτικούς χώρους απόρριψης αποβλήτων ή σε εγκαταστάσεις χρεοκοπημένων εταιρειών.

    3. Εφαρμογή της οδηγίας 2003/122/Ευρατόμ στην ΕΕ των 27 3.1. Εισαγωγή

    Σύμφωνα με το άρθρο 14 της οδηγίας ΚΠΥΕ, τα κράτη μέλη οφείλουν να υποβάλουν έκθεση σχετικά με την κτηθείσα πείρα κατά την εφαρμογή της οδηγίας μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2010. Αφού έλαβε τις εν λόγω εκθέσεις από όλα τα κράτη μέλη, η Επιτροπή εκπόνησε μελέτη για να αξιολογήσει την εφαρμογή της οδηγίας. Με τη μελέτη συμπληρώθηκαν οι πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη, προέκυψε επισκόπηση της εφαρμογής και εντοπίστηκαν τόσο οι αδυναμίες όσο και οι βέλτιστες πρακτικές.

    3.2. Επισκόπηση της εφαρμογής

    Στο σχήμα 1 παρουσιάζεται επισκόπηση της εφαρμογής της οδηγίας ΚΠΥΕ στα 27 κράτη μέλη της ΕΕ. Τα αποτελέσματα παρουσιάζονται με τους χαρακτηρισμούς ορθή εφαρμογή (OK), απαιτείται προσοχή (PoA) και δυσκολίες στην εφαρμογή (NOK). Στο γράφημα εμφαίνεται ότι, σε γενικές γραμμές, είναι ικανοποιητική η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της οδηγίας ΚΠΥΕ. Οι στόχοι της οδηγίας έχουν επιτευχθεί και δεν υπάρχει λόγος να θεωρηθεί ότι οι πηγές υψηλής ενεργότητας δεν θα ελέγχονται επαρκώς σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη της ΕΕ.

    Διάγραμμα 1. Επισκόπηση της κατάστασης εφαρμογής της οδηγίας ΚΠΥΕ στα 27 κράτη μέλη της ΕΕ. (ορθή εφαρμογή/OK– χρειάζεται προσοχή/PoA – δυσκολίες στην εφαρμογή/NOK)

    3.3. Πεδία μη ενιαίας εφαρμογής της οδηγίας

    Αν και σε γενικές γραμμές τηρούνται οι απαιτήσεις της οδηγίας ΚΠΥΕ, σε πέντε θέματα διαπιστώνεται συχνά μη ενιαία εφαρμογή των απαιτήσεων:

    (1)        Σε 12 κράτη μέλη υπάρχουν ασυνέπειες στην εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου. Κατά κανόνα διαφορετικά επίπεδα ενεργότητας από εκείνα που καθορίζονται στην οδηγία ΚΠΥΕ για τον ορισμό κλειστώ πηγών υψηλής ενεργότητας (για παράδειγμα τα επίπεδα του ΔΟΑΕ[5]). Αυτό σημαίνει ότι η μεταφορά του ορισμού της ΚΠΥΕ στην εθνική νομοθεσία δεν συνάδει πλήρως με την οδηγία. Επιπλέον, πολλά κράτη μέλη που χρησιμοποιούν τον ίδιο ορισμό ΚΠΥΕ με αυτόν που δίδεται στην οδηγία ΚΠΥΕ, στην πράξη λαμβάνουν υπόψη την πραγματική ενεργότητα της πηγής για την εφαρμογή εθνικών διατάξεων. Ως εκ τούτου, πηγή της οποίας η ενεργότητα είναι κατώτερη από τα επίπεδα υψηλής ενεργότητας του παραρτήματος Ι της οδηγίας δεν καλύπτεται από τις απαιτήσεις της οδηγίας.

    (2)        Σε πολλά κράτη μέλη, οι απαιτήσεις σχετικά με τον έλεγχο της ΚΠΥΕ από τον κάτοχο δεν συνάδουν πλήρως με τις απαιτήσεις της οδηγίας. Για παράδειγμα, δεν διενεργούνται συστηματικές δοκιμές διαφυγής της ΚΠΥΕ από τους κατόχους των πηγών, ή είναι περιορισμένο το πρόγραμμα δοκιμών που διενεργούν (μόνο οπτική επαλήθευση, δεν γίνονται μετρήσεις ρυθμού δόσης).

    (3)        Σε δέκα κράτη μέλη τα συνοδευτικά έγγραφα της ΚΠΥΕ δεν ανταποκρίνονται πλήρως με τις απαιτήσεις του άρθρου 7 της οδηγίας, σύμφωνα με το οποίο ο κατασκευαστής οφείλει να παρέχει φωτογραφία για κάθε τύπο σχεδιασμού πηγής που κατασκευάζει, καθώς και του τυπικού αντίστοιχου δοχείου εγκλωβισμού. Ο κάτοχος οφείλει να εξασφαλίζει ότι κάθε πηγή συνοδεύεται από γραπτές πληροφορίες, μεταξύ των οποίων φωτογραφίες της πηγής, του δοχείου εγκλωβισμού, της συσκευασίας μεταφοράς, του εξαρτήματος ή της συσκευής, ανάλογα με την περίπτωση. Επιπλέον, σε μερικά κράτη μέλη υπάρχουν επίσης ιστορικές πηγές χωρίς αναγνωριστικό αριθμό.

    (4)        Το καίριο σημείο που χρειάζεται προσοχή όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη διαχείριση των ΚΠΥΕ είναι η επιτρεπόμενη περίοδος αποθήκευσης των εκτός χρήσης πηγών σε εγκαταστάσεις του κατόχου. Στην οδηγία ΚΠΥΕ προβλέπεται η μεταβίβαση κάθε εκτός χρήσεως πηγής χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση από τη στιγμή που τίθεται εκτός χρήσης. Ωστόσο, στο ρυθμιστικό καθεστώς πολλών κρατών μελών δεν καθορίζεται η μέγιστη περίοδος αποθήκευσης πηγών εκτός χρήσης στις εγκαταστάσεις του κατόχου, μετά την οποία η μεταβίβαση καθίσταται υποχρεωτική. Σε μερικά κράτη μέλη μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να είναι αβέβαιη η χρηματική εγγύηση για την ασφαλή μακροπρόθεσμη διαχείριση των εκτός χρήσης πηγών, ή οι κάτοχοι ΚΠΥΕ δεν υποχρεούνται να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για τη μακροπρόθεσμη διαχείριση των εκτός χρήσης πηγών κατά τη διαδικασία αδειοδότησης.

    (5)        Τέλος, θέμα που χρειάζεται επίσης προσοχή είναι η κατάρτιση και η ενημέρωση των εργαζομένων που ενδέχεται να έρχονται αντιμέτωποι με έκθετες πηγές. Σε τέσσερα κράτη μέλη η κατάρτιση αυτή δεν πραγματοποιείται, ενώ σε οκτώ άλλα κράτη μέλη η εκπαίδευση δεν απαιτείται με κανονιστική διάταξη, δεν παρέχεται σε όλους τους τύπους εργαζομένων, ή δεν πραγματοποιείται σε όλες τις εγκαταστάσεις με κίνδυνο έκθεσης, ούτε τεκμηριώνεται, ούτε επαναλαμβάνεται.

    3.4. Περιπτώσεις δύσκολης εφαρμογής της οδηγίας

    Μόνο μία απαίτηση δεν εφαρμόζεται σωστά στα μισά περίπου από τα κράτη μέλη: η διοργάνωση εκστρατειών ανάκτησης έκθετων πηγών. Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4 της οδηγίας ΚΠΥΕ τα κράτη μέλη οφείλουν να ενθαρρύνουν τη διοργάνωση, όπως ενδείκνυται, εκστρατειών ανάκτησης έκθετων πηγών που έχουν απομείνει από δραστηριότητες του παρελθόντος. Η δε οργάνωση των εν λόγω εκστρατειών διαπιστώθηκε ότι, για διάφορους λόγους, ήταν δύσκολη σε 14 κράτη μέλη.

    Σε τρία κράτη μέλη οι απαιτήσεις σχετικά με την τήρηση αρχείων (άρθρο 5) ήταν δύσκολο να εφαρμοστούν, διότι δεν εξασφαλίζεται πάντα η άμεση κοινοποίηση στην αρχή των τροποποιήσεων του καθεστώτος της ΚΠΥΕ.

    3.5. Εφαρμογή της οδηγίας από την Επιτροπή

    Η οδηγία ΚΠΥΕ περιορίζει τις αρμοδιότητες της Επιτροπής ως προς τα ακόλουθα: η Επιτροπή καθιστά διαθέσιμο το τυποποιημένο φύλλο καταγραφής στοιχείων, μπορεί να επικαιροποιεί τις απαιτούμενες πληροφορίες που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ (άρθρο 5) και δημοσιεύει τον κατάλογο των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και των σημείων επαφής (άρθρο 13). Το τυποποιημένο φύλλο καταγραφής στοιχείων, στο οποίο περιγράφονται οι απαιτούμενες πληροφορίες για κάθε ΚΠΥΕ είναι αναρτημένο στο δικτυακό τόπο[6] της Επιτροπής και οι πληροφορίες σχετικά με τις αρχές των κρατών μελών έχουν δημοσιευθεί [2,3]. Μέχρι σήμερα, η Επιτροπή δεν έκρινε αναγκαίο να επικαιροποιήσει το παράρτημα II και, συνεπώς, δεν έχει συστήσει την συμβουλευτική επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 17.

    3.6. Συστάσεις για τη βελτίωση της εφαρμογής της οδηγίας

    Με βάση την ανάλυση της εφαρμογής της οδηγίας ΚΠΥΕ, είναι δυνατόν να απευθυνθούν αρκετές συστάσεις στα κράτη μέλη για να βελτιώσουν την εφαρμογή της:

    · Θα πρέπει να αξιολογείται η ανάγκη συστηματικής ή ειδικής διοργάνωσης εκστρατειών ανάκτησης έκθετων πηγών σε εκείνα τα κράτη μέλη τα οποία δεν έχουν ακόμη διοργανώσει τέτοιες εκστρατείες. Ένα πρώτο βήμα για την εκτίμηση της ανάγκης εκστρατείας ανάκτησης θα μπορούσε να είναι η ανάλυση των ιστορικών αρχείων που έχουν η αρχή και οι κατασκευαστές/προμηθευτές. Κατά τις επιθεωρήσεις σε εγκαταστάσεις στις οποίες είναι πιο πιθανό να βρεθούν πηγές εκτός χρήσης (νοσοκομεία, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, στρατιωτικές εγκαταστάσεις, κ.λπ.), θα μπορούσαν να εντατικοποιηθούν οι έρευνες ώστε να βρεθούν παλαιότερες πηγές που ενδέχεται να υπάρχουν σε αυτές.

    · Για να εξασφαλιστεί η άμεση κοινοποίηση κάθε τροποποίησης του καθεστώτος κάθε ΚΠΥΕ, θα ήταν δυνατόν να καθορίζεται στο εθνικό ρυθμιστικό πλαίσιο μέγιστη αποδεκτή προθεσμία λίγων ημερών εντός της οποίας θα πρέπει να ενημερώνεται η αρμόδια αρχή.

    · Εν αναμονή της μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία της οδηγίας για τα βασικά πρότυπα ασφαλείας της ΕΕ, με την οποία αναθεωρείται ο ορισμός της ΚΠΥΕ, τα κράτη μέλη που χρησιμοποιούν τον ορισμό της ΚΠΥΕ όπως παρατίθεται στην καταργούμενη οδηγία, θα πρέπει να τηρούν τις εθνικές διατάξεις της ΚΠΥΕ έως ότου η πηγή αποσυντεθεί κάτω από τα επίπεδα εξαίρεσης/αποδέσμευσης και όχι όταν η ενεργότητα της πηγής θα είναι κατώτερη των επιπέδων υψηλής ενεργότητας.

    · Το είδος και η συχνότητα των δοκιμών που πρέπει να διενεργούνται από τους κατόχους ΚΠΥΕ πρέπει να ορίζεται στον κανονισμό ή στις κατευθυντήριες γραμμές που εκπονήθηκαν από τον ρυθμιστικό φορέα. Οι εν λόγω έλεγχοι πρέπει να εκτελούνται από ειδικευμένο προσωπικό με επαρκείς προφυλάξεις για την προστασία από την ακτινοβολία. Εάν μεταξύ του προσωπικού του κατόχου ΚΠΥΕ δεν υπάρχει αναγνωρισμένος υπεύθυνος ακτινοπροστασίας, οι δοκιμές θα πρέπει να πραγματοποιούνται από αναγνωρισμένο οργανισμό τεχνικής υποστήριξης. Σε κάθε περίπτωση, τα έγγραφα των καταγραμμένων αποτελεσμάτων των δοκιμών σε κλειστή πηγή υψηλής ενεργότητας πρέπει να ελέγχεται από την αρχή κατά τη διάρκεια επιθεωρήσεων, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι δοκιμές έχουν εκτελεστεί αποτελεσματικά και ότι τα αποτελέσματα των δοκιμών έχουν ληφθεί υπόψη από τον κάτοχο.

    · Η τεκμηρίωση που συνοδεύει την ΚΠΥΕ θα πρέπει επίσης να ελέγχεται κατά τις επιθεωρήσεις, για να επαληθεύεται η πληρότητά της όσον αφορά τις απαιτήσεις της οδηγίας ΚΠΥΕ.

    · Για να αποφεύγεται ο κίνδυνος απώλειας του ελέγχου των εκτός χρήσης κλειστών πηγών ενεργότητας που είναι αποθηκευμένες σε εγκαταστάσεις του κατόχου, θα μπορούσε να καθοριστεί στις εθνικές διατάξεις η μέγιστη προθεσμία αποθήκευσης πριν από την υποχρεωτική μεταβίβαση. Η συμμόρφωση με την εν λόγω απαίτηση πρέπει να ελέγχεται κατά τη διάρκεια των επιθεωρήσεων και, όταν διαπιστώνεται μη συμμόρφωση, πρέπει να λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα επιβολής. Προκειμένου να αποφεύγονται ανεπιθύμητες καταστάσεις, θα πρέπει να προβλέπονται επαρκείς ρυθμίσεις για τη μακροπρόθεσμη διαχείριση των εκτός χρήσης κλειστών πηγών ενεργότητας ως προϋπόθεση για την αδειοδότηση οποιασδήποτε πρακτικής.

    · Για να διασφαλιστεί η ορθή κατάρτιση και ενημέρωση των προσώπων σε εγκαταστάσεις όπου οι έκθετες πηγές είναι πιθανότερο να εντοπιστούν ή να υποβληθούν σε κατεργασία, καθώς και σε σημαντικά κομβικά σημεία διέλευσης, οι εθνικές διατάξεις θα πρέπει να δώσουν έμφαση στη διοργάνωση κύκλων κατάρτισης. Με την απαίτηση αυτή θα πρέπει να είναι υποχρεωτικά μαθήματα κατάρτισης για όλους τους τύπους εγκαταστάσεων που ενέχουν κίνδυνο και για τις δύο κατηγορίες ατόμων (διοικητικό και εργατικό προσωπικό). Τόσο το περιεχόμενο όσο και η συχνότητα των μαθημάτων κατάρτισης θα πρέπει είτε να ορίζονται είτε να εγκρίνονται από την αρμόδια αρχή. Το πρόγραμμα κατάρτισης και ενημέρωσης θα πρέπει να περιλαμβάνει πρακτικές ασκήσεις, όπως οπτική ανίχνευση των πηγών και των δοχείων εγκλωβισμού τους, και τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται επί τόπου σε περίπτωση ανίχνευσης ή υποψίας ανίχνευσης πηγής.

    3.7. Βέλτιστες πρακτικές εφαρμογής της οδηγίας

    Με βάση την ανάλυση του επιπέδου εφαρμογής των απαιτήσεων της ΚΠΥΕ στα 27 κράτη μέλη, εντοπίστηκαν περισσότερες από μία βέλτιστες πρακτικές. Τα παραδείγματα αυτά παρατίθενται κατωτέρω.

    · Η διαδικασία αδειοδότησης είναι βασικό βήμα για τη διαχείριση των ΚΠΥΕ. Στην εκ των προτέρων αδειοδότηση οποιασδήποτε πρακτικής με ΚΠΥΕ διευκρινίζεται για παράδειγμα, ότι έχουν προβλεφθεί οι κατάλληλες ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών εγγυήσεων, για τη μακροπρόθεσμη διαχείριση της ΚΠΥΕ, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων πτώχευσης ή παύσης των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του κατόχου ή του προμηθευτή. Από την μακροπρόθεσμη ρύθμιση αποκλείεται μακροπρόθεσμη αποθήκευση των εκτός χρήσης κλειστών πηγών στις εγκαταστάσεις του κατόχου. Στην αδειοδότηση περιγράφονται επίσης οι δοκιμές δοκιμές που πρέπει να διενεργούνται από τους κατόχους των ΚΠΥΕ και η συχνότητά τους, καθώς και τα μαθήματα κατάρτισης που θα διοργανώνονται για τους εκτιθέμενους εργαζομένους και τη συχνότητα με την οποία θα πρέπει να επαναλαμβάνονται.

    · Για τη διασφάλιση της έγκαιρης κοινοποίησης στην αρχή οποιασδήποτε μεταβολής του καθεστώτος της ΚΠΥΕ, ορίζεται μέγιστη αποδεκτή προθεσμία λίγων ημερών στις εθνικές νομοθεσίες για τη μεταφορά της οδηγίας ΚΠΥΕ.

    · Για τον έλεγχο των ζητημάτων ασφάλειας και προστασίας διενεργούνται τακτικά αναγγελθείσες και αιφνιδιαστικές επιθεωρήσεις από τις εθνικές αρμόδιες αρχές. Οι επιθεωρήσεις αποσκοπούν στην επαλήθευση όλων των αρχείων των ΚΠΥΕ που βρίσκονται στη διάθεση του κατόχου, προκειμένου να ελεγχθεί η ακρίβεια των πληροφοριών που κοινοποιούνται στην αρμόδια αρχή. Επαληθεύεται επίσης η τεκμηρίωση που συνοδεύει την πηγή. Κατά τη διάρκεια των επιθεωρήσεων επαληθεύονται τα αρχεία που αφορούν τις δοκιμές ΚΠΥΕ και την κατάρτιση του προσωπικού των κατόχων ΚΠΥΕ. Εκτός από τους εν λόγω ελέγχους εγγράφων, οι επιθεωρητές διενεργούν επίσης οπτικό έλεγχο της κατάστασης των πηγών και μετρήσεις, ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσουν την ακεραιότητα της πηγής και την ορθή χρήση της.

    · Το πρόγραμμα εκπαίδευσης του προσωπικού του κατόχου ΚΠΥΕ ορίζεται ή εγκρίνεται από την αρμόδια αρχή και καθορίζεται εύλογη συχνότητα επανάληψης (για παράδειγμα, ετησίως). Τα μαθήματα κατάρτισης καταγράφονται και διοργανώνονται αναλυτικές δοκιμές. Τα αρχεία κατάρτισης ελέγχονται κατά τη διάρκεια των επιθεωρήσεων.

    · Σύμφωνα με την οδηγία ΚΠΥΕ, κάθε κάτοχος πηγής οφείλει να επιστρέφει κάθε εκτός χρήσεως πηγή στον προμηθευτή, ή να τοποθετεί σε αναγνωρισμένη εγκατάσταση ή να μεταφέρει σε άλλον εξουσιοδοτημένο κάτοχο, εντός εύλογης προθεσμίας από τη στιγμή που έληξε η χρήση της πηγής, εκτός εάν υπάρξει διαφορετική συμφωνία με την αρμόδια αρχή. Καθώς η «εύλογη προθεσμία» δεν προσδιορίζεται επακριβώς στην οδηγία, η περίοδος πριν από την υποχρεωτική μεταβίβαση ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των κρατών μελών, από συντομότερα του ενός έτους έως πολλά έτη, ή δεν ορίζεται καν χρονικό πλαίσιο. Η βέλτιστη πρακτική συνίσταται στον καθορισμό εύλογης μέγιστης περιόδου για την απομάκρυνση των εκτός χρήσης πηγών από εγκαταστάσεις των χρηστών, π.χ. το πολύ δύο έτη. Οι διατάξεις υποχρέωσης επιστροφής από μόνες τους δεν εγγυώνται την αποτελεσματική απομάκρυνση των εκτός χρήσης πηγών από τις εγκαταστάσεις των κατόχων. Χρειάζονται οικονομικές ρυθμίσεις, π.χ. κατάθεση κατά οικονομικής εγγύησης από τους κατόχους ή τους προμηθευτές. Οι ρυθμίσεις αυτές, που χρηματοδοτούνται από την κοινότητα των χρηστών, προσφέρονται επίσης για τη μακροπρόθεσμη διαχείριση των εκτός χρήσης πηγών που έχουν μεταβιβαστεί σε αναγνωρισμένη εγκατάσταση αποθήκευσης. Σε περίπτωση κατά την οποία η μεταβίβαση των εκτός χρήσης πηγών σε αναγνωρισμένη εγκατάσταση αποθήκευσης είναι μία από τις μακροπρόθεσμες επιλογές διαχείρισης, το κράτος μέλος προβλέπει την πρόσβαση σε εγκατάσταση επαρκούς ικανότητας.

    · Η εκπόνηση και θέσπιση ειδικών διατάξεων για τη ρύθμιση της ασφάλειας και της φυσικής προστασίας των πηγών είναι μια ακόμη ορθή πρακτική που παρατηρείται σε πολλά κράτη μέλη. Οι απαιτήσεις ασφάλειας βασίζονται σε κλιμακωτή προσέγγιση, βασιζόμενη στον κίνδυνο που παρουσιάζουν οι πηγές.

    · Για την αποφυγή περιστατικών που αφορούν έκθετες πηγές, το κράτος μέλος προσδιορίζει στρατηγικές θέσεις στις οποίες είναι πιθανό να εντοπιστούν, ή από τις οποίες μπορούν να εισέλθουν στη χώρα έκθετες πηγές. Επιπλέον, η ρυθμιστική αρχή επιβάλλει την εγκατάσταση του εξοπλισμού ανίχνευσης και παρακολούθησης σε αυτές τις τοποθεσίες. Διοργανώνονται εκστρατείες ανάκτησης έκθετων πηγών, ιδιαίτερα σε παλιές ή πρώην εγκαταστάσεις όπου χρησιμοποιούνταν ή όπου εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ραδιενεργές ουσίες. Η οικονομική επιβάρυνση για την ανάκτηση και τη διαχείριση των έκθετων πηγών δεν καλύπτεται από την κοινότητα μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, αλλά από τις ενδιαφερόμενες κοινότητες χρηστών των πηγών. Η αρμόδια αρχή εγκρίνει τις διαδικασίες αντιμετώπισης και συναγερμού για εγκαταστάσεις στις οποίες είναι πιθανότερο να εντοπιστούν έκθετες πηγές και διοργανώνονται ασκήσεις δοκιμασίας των εν λόγω διαδικασιών.

    · Τα διοικητικά στελέχη και οι εργαζόμενοι παντός είδους εγκατάστασης που ενδέχεται να έρθουν αντιμέτωποι με έκθετη πηγή πρέπει να επιμορφώνονται τακτικά, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των εθνικών κανονιστικών διατάξεων. Το περιεχόμενο του κύκλου μαθημάτων ορίζεται ή εγκρίνεται από την αρχή, γεγονός το οποίο εξασφαλίζει ότι τα μαθήματα είναι τεκμηριωμένα και πράγματι παρέχονται. Αξιολογούνται οι γνώσεις που αποκτούν οι ασκούμενοι. Για να αυξηθεί η ευαισθητοποίηση των ατόμων που ενδεχομένως έλθουν αντιμέτωποι με τις έκθετες πηγές, η αρμόδια αρχή διοργανώνει ενημερωτικές συναντήσεις και εκπονεί οδηγούς, έγγραφο υλικό, εκπαιδευτικές ταινίες, αφίσες, κ.λπ.

    4. Οι απαιτήσεις της οδηγίας 2003/122/Ευρατόμ ως μέρος των νέων βασικών προτύπων ασφαλείας της ΕΕ 4.1. Εισαγωγή

    Η νέα οδηγία 2013/59/Ευρατόμ [4] της ΕΕ για τα βασικά πρότυπα ασφαλείας (ΒΠΑ) εκδόθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2013. Πέραν της επικαιροποίησης της ισχύουσας οδηγίας όσον αφορά τα βασικά πρότυπα ασφαλείας [5], η νέα οδηγία ενσωματώνει και επικαιροποιεί απαιτήσεις πέντε άλλων υφιστάμενων οδηγιών, μεταξύ των οποίων και της οδηγίας ΚΠΥΕ. Στη νέα οδηγία για τα βασικά πρότυπα ασφαλείας λαμβάνονται υπόψη οι πλέον πρόσφατες κατευθυντήριες γραμμές της ΔΕΑ[7] και τα νέα διεθνή βασικά πρότυπα ασφαλείας του ΔΟΑΕ. Τα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν προθεσμία τεσσάρων ετών (έως τις 6 Φεβρουαρίου 2018) για να ενσωματώσουν τη νέα οδηγία στις εθνικές τους νομοθεσίες.

    Στη νέα οδηγία για τα βασικά πρότυπα ασφαλείας υπάρχουν χωριστά κεφάλαια για τον έλεγχο κλειστών πηγών και τον έλεγχο των έκθετων πηγών. Τα εν λόγω κεφάλαια περιλαμβάνουν τις διατάξεις της τρέχουσας οδηγίας ΚΠΥΕ, με λίγες μόνο ουσιαστικές τροποποιήσεις, οι οποίες περιγράφονται κατωτέρω.

    4.2. Κανονιστική εναρμόνιση με τον ΔΟΑΕ

    Προκειμένου να δημιουργηθεί κανονιστικό σύστημα ελέγχου για τις κλειστές πηγές υψηλής ενεργότητας είναι αναγκαίο να οριστεί συγκεκριμένο επίπεδο ενεργότητας ανά νουκλεΐδιο υπεράνω του οποίου κάθε πηγή θα πρέπει να ελέγχεται ως ΚΠΥΕ. Κατά τη σύνταξη της οδηγίας ΚΠΥΕ επιλέχθηκαν ως βάση για τον ορισμό ΚΠΥΕ οι τιμές ενεργότητας που καθορίζονται στους κανονισμούς μεταφοράς του ΔΟΑΕ[8] (οι τιμές Α1 διαιρούμενες δια 100). Αργότερα, ο ΔΟΑΕ ανέπτυξε τις τιμές D[9], προκειμένου να οριστεί η έννοια «επικίνδυνη» πηγή και τις χρησιμοποίησε ως βάση για σύστημα ταξινόμησης των πηγών σε κατηγορίες, με αποτέλεσμα αποκλίνοντες ορισμούς για τις πηγές στην οδηγία ΚΠΥΕ και τον κώδικα δεοντολογίας του ΔΟΑΕ σχετικά με την ασφάλεια και την προστασία των ραδιενεργών πηγών (ΚΔ)[10]. Με τα νέα βασικά πρότυπα ασφαλείας της ΕΕ αίρεται η εν λόγω διαφορά με τη θέσπιση των τιμών D του ΔΟΑΕ ως βάση για τον ορισμό ΚΠΥΕ. Αυτό σημαίνει ότι στην ΕΕ, για τις κατηγορίες των πηγών 1, 2 και 3 του ΔΟΑΕ απαιτείται έλεγχος ως ΚΠΥΕ.

    Ο λόγος της εν λόγω αναθεώρησης ήταν ότι οι αρχές κρατών μελών της ΕΕ ανέφεραν ότι η ύπαρξη δυο διαφορετικών ορισμών ΚΠΥΕ σε διεθνές επίπεδο είναι προβληματική. Η οδηγία ΚΠΥΕ και ο κώδικας δεοντολογίας του ΔΟΑΕ έχουν παρόμοιους στόχους και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να εφαρμόζονται στην ίδια ομάδα πηγών. Επίσης, ο ΔΟΑΕ και η ΕΕ θα πρέπει κατ’ αρχήν να επιδιώξουν την εναρμόνιση των διεθνών προτύπων.

    Εκφράστηκε επίσης η άποψη ότι, για πολλά νουκλεΐδια, τα επίπεδα ενεργότητας της οδηγίας ΚΠΥΕ ήταν πολύ χαμηλά και ,επομένως, δεν αληθεύει ότι όλες οι πηγές ΚΠΥΕ «ενέχουν σοβαρούς δυνητικούς κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου ή το περιβάλλον», όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας, ενώ η επιστημονική βάση για τις τιμές D του ΔΟΑΕ είναι εύλογη και σε ορισμένο βαθμό υποστηρίζεται από ακριβείς δόσεις σε πραγματικά ατυχήματα με ραδιενεργές πηγές.

    Η εν λόγω εναρμόνιση σημαίνει ότι οι αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να προσαρμόσουν τα εθνικά όρια αναλόγως. Επιπλέον, δεδομένου ότι οι τιμές D είναι, ως επί το πλείστον, υψηλότερες από τις τιμές της οδηγίας ΚΠΥΕ (A1/100), η αλλαγή σημαίνει χαλάρωση των απαιτήσεων για τα περισσότερα νουκλεΐδια (εθελοντική διαγραφή ορισμένων πηγών από τα μητρώα ΚΠΥΕ). Στην πράξη, είναι πολύ μικρός ο αριθμός των πηγών που εμπίπτουν μεταξύ παλαιών και νέων ορισμών, δεδομένου ότι οι περισσότερες από τις καταχωρισμένες πηγές ΚΠΥΕ έχουν πολύ μεγαλύτερη ενεργότητα από το νέο όριο ενεργότητας που θέτει η νέα οδηγία για τα βασικά πρότυπα ασφαλείας. Το νέο όριο ενεργότητας για 4 νουκλεΐδια[11], είναι χαμηλότερο από το παλαιό όριο· η νέα οδηγία για τα βασικά πρότυπα ασφαλείας συνεπάγεται αυστηρότερο κανονιστικό έλεγχο των εν λόγω νουκλεϊδίων.

    Μια άλλη σημαντική αλλαγή του ορισμού των ΚΠΥΕ είναι ότι ο ορισμός αναφέρεται πλέον στην τρέχουσα ενεργότητα, και όχι στην ενεργότητα κατά τη στιγμή κατασκευής ή διάθεσης στην αγορά. Αυτό σημαίνει ότι η ενεργότητα της πηγής πέσουν κάτω από την τιμή D, τότε μπορεί να αφαιρεθεί από τον κατάλογο ΚΠΥΕ και δεν χρειάζεται πλέον να ελέγχεται ως ΚΠΥΕ.

    Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η οδηγία θέτει τις ελάχιστες απαιτήσεις. Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών να χρησιμοποιούν πιο περιοριστικές απαιτήσεις στην οικεία εθνική νομοθεσία.

    4.3. Λοιπές αλλαγές

    Άλλες αλλαγές σχετικά με τις πηγές που υιοθετούνται από τα βασικά πρότυπα ασφαλείας της ΕΕ αποτυπώνουν την πείρα που αποκτήθηκε από την εφαρμογή της οδηγίας ΚΠΥΕ και τις γνώσεις από πρόσφατες περιπτώσεις ραδιενεργών πηγών και μολύνσεων. Οι σημαντικότερες αλλαγές υπογραμμίζονται παρακάτω:

    · Οι ορισμοί για τις κλειστές πηγές και τα δοχεία εγκλωβισμού πηγής έχουν ελαφρώς τροποποιηθεί.

    · Ισχύουν νέες απαιτήσεις σε περιπτώσεις μόλυνσης μετάλλων. Εγκατάσταση ανακύκλωσης παλαιών μετάλλων υποχρεούται να ενημερώνει την αρμόδια αρχή σε περίπτωση που υποπτεύεται ή γνωρίζει οτιδήποτε σχετικά με τήξη ή μεταλλουργική επεξεργασία έκθετης πηγής. Από την εγκατάσταση απαιτείται η μη χρήση, διάθεση στην αγορά ή απόρριψη ρυπασμένων μετάλλων χωρίς την εμπλοκή της αρμόδιας αρχής. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν την καθιέρωση συστημάτων για την ανίχνευση της παρουσίας μόλυνση με ραδιενέργεια μεταλλικών προϊόντων εισαγόμενων από τρίτες χώρες, σε τόπους όπως π.χ. μεγάλες εγκαταστάσεις εισαγωγής μετάλλων ή σε σημαντικά κομβικά σημεία διαμετακόμισης.

    · Τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι τα διοικητικά στελέχη και οι εργαζόμενοι σε εγκαταστάσεις όπου είναι πολύ πιθανόν να εντοπιστούν ή να υποστούν επεξεργασία έκθετες πηγές - συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων χώρων συγκέντρωσης παλαιών μετάλλων, μεγάλων εγκαταστάσεων ανακύκλωσης παλαιών μετάλλων και των σημαντικών κομβικών σημείων διαμετακόμισης, ενημερώνονται για την πιθανότητα να εκτεθούν σε τέτοια πηγή. Σε εργαζομένους που είναι δυνατόν να εκτεθούν πρέπει να παρέχονται συμβουλές και κατάρτιση για την οπτική ανίχνευση των πηγών αυτών και των περιεκτών τους, να παρέχονται πληροφορίες για τα βασικά στοιχεία σχετικά με τις ιοντίζουσες ακτινοβολίες, και να ενημερώνονται και να εκπαιδεύονται σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται επί τόπου σε περίπτωση ανίχνευσης ή υποψίας ανίχνευσης πηγής.

    · Το φύλλο καταγραφής ΚΠΥΕ (παράρτημα XIV της οδηγίας για τα βασικά πρότυπα ασφαλείας) βελτιώθηκε με την επικαιροποίηση της ορολογίας και την άρση των ανακολουθιών που περιλαμβάνονται στο φύλλο καταγραφής της οδηγίας ΚΠΥΕ.

    · Ισχύουν νέες γενικές απαιτήσεις για έκθετες πηγές. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να λαμβάνονται μέτρα για τη διατήρηση του ελέγχου των έκθετων πηγών όσον αφορά τη θέση, τη χρήση και την ανακύκλωση ή τη διάθεσή τους. Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα απαιτούν από την επιχείρηση, κατά περίπτωση και στο βαθμό που είναι δυνατόν, να τηρεί αρχεία για τις έκθετες πηγές υπό την ευθύνη της. Τα κράτη μέλη απαιτούν από κάθε επιχείρηση που διαθέτει έκθετη ραδιενεργή πηγή να ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή σχετικά με κάθε απώλεια, κλοπή, σημαντική διαρροή ή μη εξουσιοδοτημένη χρήση ή έκλυση.

    5. Συμπεράσματα

    Η οδηγία ΚΠΥΕ εφαρμόστηκε ορθά στην ΕΕ, αν και υπάρχουν ακόμα σημαντικές διαφορές μεταξύ των πρακτικών εφαρμογής των κρατών μελών της ΕΕ. Τα τελευταία έτη ήταν μικρός ο αριθμός των διερευνήσεων στην Επιτροπή που αφορούσαν ΚΠΥΕ, γεγονός που είναι ενδεικτικό του ότι οι απαιτήσεις της οδηγίας είναι καλά κατανοητές και αποδεκτές.

    Από τις 6 Φεβρουαρίου 2018, η οδηγία 2003/122/Ευρατόμ καταργείται από την οδηγία 2013/59/Ευρατόμ, η οποία ενσωματώνει τις κύριες διατάξεις της ισχύουσας οδηγίας και τις εναρμονίζει με τις κατευθυντήριες γραμμές του IAEA για τις ραδιενεργές πηγές. Τα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν προθεσμία έως τις 6 Φεβρουαρίου 2018 για να μεταφέρουν τη νέα οδηγία για τα βασικά πρότυπα ασφαλείας στην εθνική τους νομοθεσία. Η νέα οδηγία για τα βασικά πρότυπα ασφαλείας αποτελεί μείζονα αναθεώρηση ολόκληρου του νομικού πλαισίου της ΕΕ για την προστασία από την ακτινοβολία. Τα κεφάλαια που αφορούν τις ΚΠΥΕ ενσωματώνονται ικανοποιητικά στο εν λόγω πλαίσιο, δεδομένου ότι η οδηγία ΚΠΥΕ έγινε θετικά αποδεκτή από τα κράτη μέλη της ΕΕ και δεν χρειάστηκαν σημαντικές τροποποιήσεις για τον έλεγχο των ΚΠΥΕ, παρόλο που η νέα οδηγία για τα βασικά πρότυπα ασφαλείας διορθώνει αρκετές ελλείψεις της οδηγίας ΚΠΥΕ. Συγκεκριμένα, η επιτευχθείσα εναρμόνιση με τους κανονισμούς του ΔΟΑΕ, παρέχει τη δυνατότητα τα κράτη μέλη της ΕΕ να εκπληρώνουν τις απαιτήσεις τόσο της ΕΕ όσο και του ΔΟΑΕ όσον αφορά τον έλεγχο των κλειστών πηγών υψηλής ενεργότητας και των έκθετων πηγών.

    Η Επιτροπή ενθαρρύνει κάθε κράτος μέλος να λάβει υπόψη το περιεχόμενο της παρούσας έκθεσης, ιδίως τις διαπιστωμένες βέλτιστες πρακτικές, κατά την αναδιατύπωση των εθνικών κανονιστικών διατάξεων και κατευθυντηρίων γραμμών για την ασφάλεια και την προστασία των ραδιενεργών πηγών, κατά την εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του να μεταφέρει την νέα οδηγία 2013/59/Ευρατόμ. Η σειρά δημοσιεύσεων RP 179 της Επιτροπής για την προστασία από την ακτινοβολία περιλαμβάνει λεπτομερέστερη επισκόπηση της κατάστασης των ΚΠΥΕ στην Ευρώπη και υπογραμμίζει επίσης τις αντίστοιχες συμφωνίες στον Καναδά και τις ΗΠΑ.

    Παραπομπές

    [1]        Οδηγία 2003/122/Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2003 για τον έλεγχο των κλειστών πηγών ενεργότητας και των έκθετων πηγών, Επίσημη Εφημερίδα ΕΕ L 346 της 31.12.2003.

    [2]        Ανακοίνωση της Επιτροπής «Αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην οδηγία 2003/122/ΕΥΡΑΤΟΜ του Συμβουλίου για τον έλεγχο των κλειστών πηγών υψηλής ενεργότητας και των έκθετων πηγών», Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ C 122/2 της 27.4.2013.

    [3]        Ανακοίνωση της Επιτροπής «Αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην οδηγία 2003/122/ΕΥΡΑΤΟΜ του Συμβουλίου για τον έλεγχο των κλειστών πηγών υψηλής ενεργότητας και των έκθετων πηγών», Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ C 347/02 της 28.11.2013.

    [4]        Οδηγία 2013/59/ΕΥΡΑΤΟΜ του Συμβουλίου, της 5ης Δεκεμβρίου 2013, για τον καθορισμό βασικών προτύπων ασφαλείας για την προστασία από τους κινδύνους που προκύπτουν από ιοντίζουσα ακτινοβολία και την κατάργηση των οδηγιών 89/618/Ευρατόμ, 90/641/Ευρατόμ, 96/29/Ευρατόμ, 97/43/Ευρατόμ και 2003/122/Ευρατόμ, Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ L 13/1 της 17.1.2014.

    [5]        Οδηγία 96/29/ΕΥΡΑΤΟΜ του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 1996 για τον καθορισμό των βασικών κανόνων ασφάλειας για την προστασία της υγείας των εργαζομένων και του πληθυσμού από τους κινδύνους που προκύπτουν από ιοντίζουσα ακτινοβολία, Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ L 159 της 29.6.1996.

    [1]       Έκθετη πηγή είναι πηγή ενεργότητας η οποία δεν βρίσκεται υπό κανονιστικό έλεγχο.

    [2]       Πιο αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της οδηγίας ΚΠΥΕ στα κράτη μέλη της ΕΕ, τις ΗΠΑ και τον Καναδά παρέχονται στη δημοσίευση της Επιτροπής για την προστασία από την ακτινοβολία αριθ. 179, Study on the current status of radioactive sources in the EU, on the origin and consequences of loss of control over radioactive sources and on successful strategies concerning the detection and recovery of orphan sources, 2014.

    [3]       Σύμφωνα με την οδηγία τα κράτη μέλη οφείλουν να διοργανώνουν εκστρατείες αναζήτησης έκθετων πηγών «όπως ενδείκνυται», οπότε υπάρχουν περιθώρια για λήψη αποφάσεων σε κρατικό επίπεδο όσον αφορά την ανάγκη διοργάνωσης των εν λόγω εκστρατειών.

    [4]       Το άρθρο 107 της νέας οδηγίας για τα βασικά πρότυπα ασφαλείας, ισχύει από την 6 Φεβρουαρίου 2018

    [5]       Πρότυπα ασφαλείας του ΔΟΑΕ, Categorization of radioactive sources for protecting people and the environment, No RS-G-1.9, International Atomic Energy Agency, 2005.

    [6]       http://ec.europa.eu/energy/en/topics/nuclear-energy/radiation-protection/control-other-radioactive-sources

    [7] Διεθνής Επιτροπή Ακτινοπροστασίας

    [8]       Regulations for the Safe Transport of Radioactive Material, Safety Standards Series, Safety Requirements No.TS-R-1, Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας, Βιέννη 2009.

    [9]       Dangerous quantities of radioactive material (D values), (EPR-D-VALUES 2006), Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας, 2006.

    [10]     Code of Conduct on the Safety and Security of Radioactive Sources, Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας, Βιέννη, 2004.

    [11]     Po-210, Pu-238, Cm-244 και Am-241

    Top