Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52012XC0621(05)

    Δημοσίευση αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006 του Συμβουλίου για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων

    ΕΕ C 180 της 21.6.2012, p. 22–26 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    21.6.2012   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 180/22


    Δημοσίευση αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006 του Συμβουλίου για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων

    2012/C 180/12

    Η παρούσα δημοσίευση παρέχει το δικαίωμα ένστασης κατά την έννοια του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006 του Συμβουλίου (1). Οι δηλώσεις ένστασης διαβιβάζονται στην Επιτροπή εντός εξαμήνου από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης.

    ΕΝΙΑΙΟ ΕΓΓΡΑΦΟ

    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 510/2006 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    «FIN GRAS»/«FIN GRAS DU MÉZENC»

    Αριθ. ΕΚ: FR-PDO-0005-0545-30.03.2006

    ΠΓΕ ( ) ΠΟΠ ( X )

    1.   Ονομασία:

    «Fin gras»/«Fin gras du Mézenc»

    2.   Κράτος μέλος ή τρίτη χώρα:

    Γαλλία

    3.   Περιγραφή του γεωργικού προϊόντος ή του τροφίμου:

    3.1.   Τύπος προϊόντος:

    Κλάση: 1.1 —

    Νωπά κρέατα (και παραπροϊόντα σφαγίων)

    3.2.   Περιγραφή του προϊόντος για το οποίο ισχύει η ονομασία υπό 1:

    Η ονομασία προέλευσης «Fin gras» ή «Fin gras du Mézenc» επιτρέπεται να χρησιμοποιείται μόνον για το βόειο κρέας που προέρχεται από δαμαλίδες ελάχιστης ηλικίας 24 μηνών ή ευνουχισμένα αρσενικά ελάχιστης ηλικίας 30 μηνών.

    Πρόκειται για εποχιακό προϊόν. Τα ζώα σφάζονται από την 1η Φεβρουαρίου έως και τις 31 Μαΐου, μετά από περίοδο αργής χειμερινής πάχυνσης στο στάβλο, βασισμένης κυρίως στη διατροφή με ξηρές χορτονομές.

    Τα ζώα υποβάλλονται σε αυστηρή διαλογή σε διάφορα στάδια της ζωής τους, ιδίως πριν την έναρξη της φάσης πάχυνσης και στο τέλος της, με βάση κριτήρια που συνδέονται με την σκελετική τους ανάπτυξη, την μυϊκή τους ανάπτυξη, την κατάσταση πάχυνσης που διαπιστώνεται με εξάσκηση πίεσης, τις λειτουργικές τους ικανότητες και τη γενική τους κατάσταση.

    Τα χαρακτηριστικά των σφαγίων και του κρέατος συνδέονται με τη μακρόχρονη και προοδευτική πάχυνση με ξηρές χορτονομές του Mézenc και με την αυστηρή διαλογή των ζώων σε διάφορα στάδια της ζωής τους.

    Τα σφάγια πρέπει να παρουσιάζουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

    κλάση διάπλασης E, U, R και κλάση κατάστασης πάχυνσης 2, 3, 4, σύμφωνα με την κοινοτική κλίμακα κατάταξης των σφαγίων μεγάλων βοοειδών EURΟΡ,

    φορολογικό βάρος (ή ψυχρό βάρος σφαγίου) τουλάχιστον 280 kg για τις δαμαλίδες και τουλάχιστον 320 kg για τα αρσενικά ζώα,

    να είναι κηρώδη έως ελαφρώς καλυμμένα χωρίς σημειακή συσσώρευση λίπους,

    το εξωτερικό λίπος να είναι λευκό έως υπόλευκο.

    Το χρώμα του κρέατος είναι καθαρό κόκκινο έως πορφυροκόκκινο. Είναι διάστικτο (δηλαδή με διεισδύσεις ενδομυϊκού λίπους). Το κρέας διατηρείται με απλή ψύξη, πλην του αποψυγμένου κρέατος σε απλή ψύξη.

    Με παραλλαγές αναλόγως του τρόπου παρουσίασης — ωμό, μαγειρεμένο ή ψημένο — το κρέας είναι τρυφερό έως πολύ τρυφερό, παχύρρευστο, πολύ χυμώδες, με έντονα αρωματική γεύση που παραμένει αισθητή επί μακρόν.

    Το κρέας τεμαχίζεται για λιανική πώληση κατά τη στιγμή της διάθεσης στον τελικό καταναλωτή.

    3.3.   Πρώτες ύλες (μόνο για μεταποιημένα προϊόντα):

    Άνευ αντικειμένου.

    3.4.   Ζωοτροφές (μόνο για προϊόντα ζωικής προέλευσης):

    Το σύστημα εκτροφής των βοοειδών στηρίζεται κυρίως στη χορτονομή, απαιτείται επομένως περιορισμένη συνολική φόρτιση στην εκμετάλλευση και ελάχιστη έκταση θεριζόμενων λειμώνων και λιβαδιών βόσκησης 70 εκταρίων ανά ζώο.

    Το σύστημα εκτροφής των βοοειδών σέβεται την ετήσια εναλλαγή βόσκηση/στάβλος και επιτρέπει να χρησιμοποιούνται καταλλήλως οι δυνατότητες του φυσικού περιβάλλοντος που χαρακτηρίζεται από μακριούς και δριμείς χειμώνες. Τα ζώα βόσκουν τουλάχιστον από 21 Ιουνίου έως 21 Σεπτεμβρίου. Χρησιμοποιούν τους φυσικούς βοσκοτόπους καθώς και τα υπολείμματα των θεριζόμενων λειμώνων. Διαχειμάζουν στο στάβλο τουλάχιστον από 30 Νοεμβρίου έως 30 Μαρτίου. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου λαμβάνουν ξηρή χορτονομή κατά βούληση.

    Το σιτηρέσιο των ζώων αποτελείται αποκλειστικά από χορτονομή βόσκησης ή ξηρή χορτονομή.

    Οι θεριζόμενοι λειμώνες και τα λιβάδια βόσκησης που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ζώων βρίσκονται εντός της γεωγραφικής περιοχής και αποτελούνται από απολύτως φυσική χλωρίδα, ειδική της περιοχής του Mézenc. Τα λιβάδια συντηρούνται τακτικά και η λίπανση είναι προσαρμοσμένη με τρόπο ώστε να διατηρείται η ποικιλία χλωρίδας. Η ξηρή χορτονομή, προερχόμενη αποκλειστικά από μια πρώτη κοπή, ξηραίνεται στον αγρό και αποθηκεύεται χωριστά από άλλες ξηρές χορτονομές που ενδεχομένως βρίσκονται στην εκμετάλλευση.

    Κατά τη διάρκεια της τελικής πάχυνσης το ζώο λαμβάνει τροφή με βάση κυρίως ξηρή χορτονομή, η οποία επιλέγεται από τον κτηνοτρόφο λόγω της ποιότητάς της. Τα ζώα λαμβάνουν την τροφή τους ατομικά στην ταΐστρα. Το χρησιμοποιούμενο άχυρο κατά την εν λόγω φάση πάχυνσης πρέπει να διανέμεται τουλάχιστον τέσσερις φορές ημερησίως με απόσυρση των περισσευμάτων. Για την εξασφάλιση ισορροπημένου σιτηρεσίου επιτρέπεται η χρησιμοποίηση διατροφικού συμπληρώματος φυτικής προέλευσης, αποτελούμενου από τέσσερις πρώτες ύλες, εκ των οποίων τουλάχιστον δύο είναι σιτηρά, καθορισμένης διατροφικής αξίας και χορηγούμενου σε περιορισμένη ποσότητα. Η ποσότητα συμπληρώματος δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 700 g ανά 100 kg ζώντος βάρους του βοοειδούς.

    3.5.   Ειδικά στάδια της παραγωγής τα οποία πρέπει να εκτελούνται εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής:

    Γέννηση, εκτροφή, πάχυνση, σφαγή.

    3.6.   Ειδικοί κανόνες για τον τεμαχισμό, το τρίψιμο, τη συσκευασία κ.λπ.:

    Άνευ αντικειμένου.

    3.7.   Ειδικοί κανόνες για την επισήμανση:

    Έως τον τελικό διανομέα, το σφάγιο και τα τεμάχια που προκύπτουν από την κοπή του συνοδεύονται από ετικέτα που αναφέρει τουλάχιστον:

    την ονομασία του προϊόντος,

    το λογότυπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις ΠΟΠ,

    τον εθνικό αριθμό ταυτοποίησης του ζώου ή τον αριθμό σφαγής,

    τον αριθμό εκμετάλλευσης του εκτροφέα,

    το όνομα και διεύθυνση του σφαγείου και τον αριθμό αδείας του,

    την ημερομηνία σφαγής,

    για τα κρέατα που προορίζονται για κάθε είδους ψήσιμο, πλην των λαπών και του φιλέτου, η ένδειξη «ο χρόνος ωρίμασης μεταξύ της ημερομηνίας σφαγής και της ημερομηνίας λιανικής πώλησης στον τελικό καταναλωτή είναι τουλάχιστον 10 ημέρες».

    4.   Συνοπτική οριοθέτηση της γεωγραφικής περιοχής:

    Η γεωγραφική περιοχή περιλαμβάνει τα ακόλουθα καντόνια και κοινότητες:

     

    Διοικητικό διαμέρισμα Ardèche:

     

    Καντόνιο Antraigues-sur-Volane: στο σύνολό του,

     

    Καντόνιο Aubenas: κοινότητες Aubenas, Mercuer,

     

    Καντόνιο Burzet: κονότητες Burzet, Péreyres, Sagnes-et-Goudoulet, Sainte-Eulalie

     

    Καντόνιο Le Cheylard: κοινότητες Le Chambon, Saint-Andéol-de-Fourchades,

     

    Καντόνιο Coucouron: κοινότητες Issanlas, Issarlès, Le Lac-d'Issarlès, Lanarce, Lavillatte, Lespéron,

     

    Καντόνιο Montpezat-sous-Bauzon: στο σύνολό του,

     

    Καντόνιο Privas: κοινότητες Ajoux, Gourdon, Pourchères, Privas, Saint-Priest, Veyras,

     

    Καντόνιο Saint-Agrève: κοινότητα Mars,

     

    Καντόνιο Saint-Etienne-de-Lugdarès: κοινότητες Le Plagnal, Saint-Alban-en-Montagne,

     

    Καντόνιο Saint-Martin-de-Valamas: κοινότητες Borée, La Rochette, Saint-Clément, Saint-Martial,

     

    Καντόνιο Saint-Pierreville: κοινότητες Issamoulenc, Marcols-les-Eaux, Saint-Julien-du-Gua,

     

    Καντόνιο Thueyts: κοινότητα Astet,

     

    Καντόνιο Vals-les-Bains: κοινότητες Labégude, Saint-Julien-du-Serre, Ucel, Vals-les-Bains.

     

    Διοικητικό διαμέρισμα Haute-Loire:

     

    Καντόνιο Fay-sur-Lignon: στο σύνολό του,

     

    Καντόνιο Le Monastier-sur-Gazeille: κοινότητες Freycenet-la-Cuche, Freycenet-la-Tour, Laussonne, Le Monastier-sur-Gazeille, Moudeyres, Présailles,

     

    Καντόνιο Le Puy-en-Velay: κοινότητες Le Puy-en-Velay, Vals-près-le-Puy,

     

    Καντόνιο Le Puy-en-Velay Nord: κοινότητες Aiguilhe, Chadrac, Le Monteil, Polignac,

     

    Καντόνιο Le Puy-en-Velay Est: κοινότητες Brives-Charensac, Saint-Germain-Laprade,

     

    Καντόνιο Le Puy-en-Velay: κοινότητα Espaly-Saint-Marcel,

     

    Καντόνιο Le Puy-en-Velay Sud-Est: κοινότητες Arsac-en-Velay, Coubon,

     

    Καντόνιο Saint-Julien-Chapteuil: κοινότητες Lantriac, Montusclat, Queyrières, Saint-Julien-Chapteuil, Saint-Pierre-Eynac,

     

    Καντόνιο Tence: κοινότητα Mazet-Saint-Voy,

     

    Καντόνιο Yssingeaux: κοινότητες Araules, Yssingeaux.

     

    Διοικητικό διαμέρισμα Lozère:

     

    Καντόνιο Langogne: κοινότητα Langogne.

    5.   Δεσμός με τη γεωγραφική περιοχή:

    5.1.   Ιδιαιτερότητα της γεωγραφικής περιοχής:

    Η γεωγραφική περιοχή βρίσκεται στο ανατολικό άκρο της οροσειράς Massif Central, όχι πολύ μακριά από το Puy en Velay με επίκεντρο το οροπέδιο του Mézenc.

    Η εν λόγω γεωγραφική περιοχή χαρακτηρίζεται από τη ζώνη επιρροής του οροπεδίου του Mézenc όσον αφορά την βουτροφία, με την ανάπτυξη συγκεκριμένων πρακτικών εκτροφής και πάχυνσης με βάση τη βόσκηση και την ξηρή χορτονομή σε λειμώνες υψομέτρου 1 100 m έως 1 500 m. Χαρακτηρίζεται επιπλέον από τις πρακτικές κατανάλωσης του «Fin gras» και πώλησής του σε παραδοσιακά κρεοπωλεία, σφαγής και μεταφοράς των ζώων στα σφαγεία με τη συνοδεία των εκτροφέων.

    Τα εδάφη μεγάλου υψομέτρου διασχίζονται από χαμηλότερες κοιλάδες και παρουσιάζουν μορφολογική και γεωλογική ενότητα που φέρει τα σημάδια παλαιότερης ηφαιστειογενούς δραστηριότητας και τα εδάφη είναι ελαφρώς όξινα.

    Το κλίμα είναι ηπειρωτικού τύπου με μεσογειακές επιδράσεις. Ο Ιούλιος και η μεταβατική περίοδος Ιουνίου-Ιουλίου χαρακτηρίζονται από λειψυδρία και υψηλές θερμοκρασίες, που ευνοούν την δημιουργία της ξηρής χορτονομής στους λειμώνες του ορεινού όγκου Massif du Mézenc. Οι εν λόγω φυσικές συνθήκες συμβάλλουν στην ανάπτυξη διαφοροποιημένης και ιδιαίτερης χλωρίδας στον ορεινό αυτό όγκο και στη δημιουργία ξηρής χορτονομής σε ασυνήθιστα μεγάλο υψόμετρο.

    Οι βοσκότοποι του Mézenc είναι ονομαστοί για την ποιότητά τους από τον 18ο αιώνα. Στον κατάλογο της χλωρίδας των θεριζόμενων λειμώνων και των βοσκοτόπων του Mézenc, ο οποίος κυκλοφόρησε το 1995, παρουσιάζεται μια εξαιρετικά πλούσια χλωρίδα, τυπική ενός δροσερού ορεινού κλίματος (βιολέττα, δίστροφο, μάραθο των Άλπεων, πόα των Σουδητών). Η ανάλυση των ξηραμένων χορτονομών του Mézenc επέτρεψε να επιβεβαιωθεί η διατροφική τους αξία, πολύ ανώτερη των μέσων τιμών των ξηρών χορτονομών ορεινών περιοχών, όπως αυτές έχουν προσδιοριστεί από το εθνικό γεωπονικό ερευνητικό ίδρυμα της Γαλλίας INRA (Institut National de la Recherche Agronomique). Το μάραθο των Άλπεων (Meum Athamanticum Jacq.), το οποίο φέρει την τοπική ονομασία «Cistre», είναι το έμβλημα των θεριζόμενων λειμώνων του Mézenc. Η ιδιαίτερη θέση του Mézenc, όπου ο θερισμός γίνεται σε υψόμετρο έως 1 500 μέτρων, επιτρέπει να απαντάται το εν λόγω φυτό μέσα στις ξηρές χορτονομές και να καταναλώνεται από τα ζώα (που το αρνούνται νωπό). Καθιστά τις χορτονομές ιδιαιτέρως ορεκτικές. Στους υπόλοιπους ορεινούς όγκους το φυτό αυτό απαντάται μόνο στους θερινούς βοσκοτόπους και επομένως δεν καταναλώνεται.

    Στην περιοχή έχει αναπτυχθεί ένα πρωτότυπο σύστημα γεωργικής παραγωγής, το οποίο χρησιμοποιεί θεριζόμενους λειμώνες για την εκτροφή βοοειδών σε εδάφη μεγάλου υψομέτρου (πάνω από 1 100 μέτρα) τα οποία σε άλλες περιοχές χρησιμοποιούνται αποκλειστικά ως θερινοί βοσκότοποι.

    Το ζώο δεν εκτρέφεται με τρόπο ώστε να εκφράζει στο μέγιστο το δυναμικό σωματικής του ανάπτυξης αλλά για να αξιοποιεί καλύτερα τους πόρους χορτονομής που έχει στη διάθεσή του. Η ανάπτυξη των ζώων είναι κανονική γιατί το καλοκαίρι στους βοσκοτόπους δεν υπάρχει σχεδόν ποτέ έλλειψη ζωοτροφής λόγω παρατεταμένων περιόδων ξηρασίας. Η εναπόθεση λίπους είναι κανονική, αν και εντονότερη κατά την τελική φάση.

    Οι εκτροφείς της περιοχής ανέπτυξαν ιδιαίτερες πρακτικές παραγωγής ξηρής χορτονομής με ξήρανση στον αγρό και διαλογή της καλύτερης ώστε να χρησιμοποιηθεί κατά την περίοδο πάχυνσης. Τα ζώα που επιλέγονται για να συμμετάσχουν στο σύστημα πρέπει να έχουν μορφολογία κατάλληλη για την αργή χειμερινή πάχυνση με ξηρή χορτονομή. Για το λόγο αυτό οι εκτροφείς προβαίνουν σε διαλογή των ζώων τους καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής των ζώων σύμφωνα με κριτήρια μυϊκής ανάπτυξης, σκελετικής ανάπτυξης, λειτουργικών ικανοτήτων, καταλληλότητας για πάχυνση και παρουσίασης. Κατά την είσοδο στο στάβλο, πρέπει να παρουσιάζουν κατάσταση πάχυνσης επαρκώς αδύνατη, ώστε να είναι δυνατή η αργή πάχυνση τελειοποίησης με ξηρή χορτονομή κατά τη διάρκεια του χειμώνα.

    Μόνον ορισμένα ζώα επιλέγονται κάθε έτος σε κάθε κτηνοτροφική εκμετάλλευση για την παραγωγή του «Fin gras» ή «Fin gras du Mézenc». Η αργή χειμερινή πάχυνση με ξηρή χορτονομή που διαρκεί τουλάχιστον 110 ημέρες από την ημερομηνία εισόδου του ζώου στο στάβλο, η οποία συμβαίνει το αργότερο στις αρχές Νοεμβρίου, είναι μια φάση όπου τα ζώα εκτρέφονται χωριστά και όχι σε παρτίδες, με διανομή επιλεγμένης ξηρής χορτονομής σε μορφή γευμάτων, ώστε να μεγιστοποιείται η πρόσληψη της ξηρής χορτονομής. Στον στάβλο κάθε ζώο λαμβάνει σιτηρέσιο προσαρμοσμένο στην κατάσταση πάχυνσής του και στην προβλεπόμενη ημερομηνία πώλησης. Η παραδοσιακή πάχυνση του «Fin gras» επιτρέπει την ανάπτυξη λίπους επικάλυψης το οποίο προστατεύει το σφάγιο κατά τη διαδικασία ωρίμασης από φαινόμενα οξείδωσης. Με τον τρόπο αυτό λαμβάνονται σφάγια κατάλληλα για μακρόχρονη ωρίμαση (έως 20 ή 30 ημέρες) χωρίς αλλοίωση.

    Η σφαγή του «Fin gras» περιλαμβάνει παραδοσιακές πρακτικές που επιτρέπουν να διατηρεί το κρέας την ικανότητά του για μακρόχρονη ωρίμαση. Απαγορεύονται ιδίως η έκπλυση του σφαγίου, εκτός εάν έχει λερωθεί κατά λάθος με ακαθαρσίες, και το «ξάφρισμα» (αφαίρεση του εξωτερικού λίπους επικάλυψης). Η εφίδρωση των σφαγίων εκτελείται κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται η απότομη ψύξη.

    Τόσο η παραδοσιακή ονομασία «Fin gras» όσο και η παραδοσιακή ονομασία «Fin gras» συνοδευόμενη από τον γεωγραφικό προσδιορισμό «Mézenc» χρησιμοποιούνται για τον χαρακτηρισμό αυτού του ιδιαίτερου βοείου κρέατος.

    5.2.   Ιδιοτυπία του προϊόντος:

    Το κρέας προέρχεται από ζώα που έχουν εκτραφεί με χόρτο και ξηρή χορτονομή προερχόμενα από εδάφη μεγάλου υψομέτρου τα οποία σε άλλες περιοχές χρησιμοποιούνται αποκλειστικά ως θερινοί βοσκότοποι.

    Τα σφάγια είναι κηρώδη έως ελαφρώς καλυμμένα χωρίς σημειακή συσσώρευση λίπους. Το εξωτερικό λίπος είναι λευκό έως υπόλευκο. Το χρώμα του κρέατος είναι καθαρό κόκκινο έως πορφυροκόκκινο. Είναι διάστικτο (δηλαδή με διεισδύσεις ενδομυϊκού λίπους).

    Το κρέας της ονομασίας προέλευσης «Fin gras» ή «Fin gras du Mézenc» διαθέτει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που συνδέονται με τα φυτά τα οποία καταναλώνονται στα υψίπεδα και με το σύστημα εκτροφής. Το γεγονός αυτό έχει επαληθευτεί μέσω γευσιγνωστικών δοκιμασιών ωμού και ψημένου κρέατος καθώς και εργαστηριακών αναλύσεων.

    5.3.   Αιτιώδης σχέση που συνδέει τη γεωγραφική περιοχή με την ποιότητα ή τα χαρακτηριστικά του προϊόντος (για τις ΠΟΠ) ή με συγκεκριμένη ποιότητα, με τη φήμη ή άλλα χαρακτηριστικά του προϊόντος (για τις ΠΓΕ):

    Οι γεωλογικές και κλιματικές συνθήκες στις περιοχές μεγάλου υψομέτρου του υψιπέδου του Mézenc καθιστούν δυνατή την παρουσία ποικίλης χλωρίδας η οποία είναι ιδιαιτέρως προσαρμοσμένη στην παραγωγή ξηρής χορτονομής εξαιρετικής ποιότητας ξηραμένης στον αγρό. Από μελέτες έχει προκύψει ότι υπάρχει δεσμός μεταξύ του τερπενικού περιεχομένου των ξηρών χορτονομών που παράγονται στο Mézenc (μεταξύ των οποίων εμβληματικό φυτό αποτελεί το μάραθο των Άλπεων) και του τερπενικού περιεχομένου των λιπωδών τμημάτων του κρέατος.

    Η ιδιαιτερότητα αυτής της παραγωγής βασίζεται στην αργή χειμερινή πάχυνση που επικεντρώνεται στη χρήση ξηρής χορτονομής εξαιρετικής ποιότητας και ιδιαιτέρως ορεκτικής, η οποία επιτρέπει τη βέλτιστη πάχυνση των ζώων μετά από 110 ημέρες σταβλισμού. Τα ζώα καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες ξηρής χορτονομής χάρη στις πρακτικές διατροφής που εφαρμόζονται.

    Η χωριστή εκτροφή των εν λόγω ζώων και η απαιτητική επιλογή τους βάσει των χαρακτηριστικών τους καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής τους, ώστε να διατηρηθούν μόνον εκείνα που έχουν την μεγαλύτερη ικανότητα να επωφεληθούν από την αργή πάχυνση με ξηρή χορτονομή, καταλήγει στην εκτροφή εξαιρετικών ζώων και την παραγωγή πολύ εύγευστου κρέατος.

    Τα χαρακτηριστικά του προϊόντος συνδέονται ταυτοχρόνως με τις συνθήκες του περιβάλλοντος και με τη φυσική χλωρίδα που προκύπτει από αυτό, αλλά επίσης με τις συνθήκες εκτροφής που έχουν αναπτυχθεί σε αυτό το περιβάλλον (παραγωγή ξηρής χορτονομής υψηλής ποιότητας, διαλογή των ζώων, μακρόχρονη πάχυνση τον χειμώνα με ξηρή χορτονομή …). Η μακρόχρονη πάχυνση των ηλικιωμένων ζώων με ξηρή χορτονομή επιτρέπει, πράγματι, να λαμβάνεται λευκό λίπος επικάλυψης και σφάγια κηρώδη έως καλυμμένα (χωρίς σημειακή συσσώρευση λίπους), στοιχείο που συνδέεται έντονα με την εμφάνισης της διάστικτης όψης του κρέατος και της έντονης γεύσης του.

    Ο περιορισμένος χρόνος μεταφοράς προς τους τόπους σφαγής και οι πρακτικές σεβασμού του προϊόντος καθ’όλη την αλυσίδα σφαγής επιτρέπουν να διατηρούν τα σφάγια την ιδιαιτερότητά τους και την ικανότητά τους για ωρίμαση.

    Οι εκτροφείς, οι τόποι σφαγής και οι κρεοπώλες αποτελούν αδιάρρηκτους κρίκους της αλυσίδας παραγωγής που επιτρέπουν την παραγωγή του «Fin gras du Mézenc». Πράγματι, το εν λόγω προϊόν διατίθεται στο εμπόριο σε παραδοσιακά κυκλώματα πώλησης: οι τοπικοί κρεοπώλες αναθέτουν στα σφαγεία που είναι πλησιέστερα στα καταστήματα πώλησης που διευθύνουν τη σφαγή των ζώων που είχαν επιλέξει απευθείας στην κτηνοτροφική εκμετάλλευση. Ακόμη και σήμερα διοργανώνονται μπροστά στα κρεοπωλεία παρουσιάσεις ζώων στολισμένων για το Πάσχα. Οι ζωοπανηγύρεις που εξακολουθούν να διοργανώνονται έως τις μέρες μας συγκεντρώνουν τις διάφορες επιχειρήσεις του κλάδου γύρω από αυτήν την εποχιακή παραγωγή με την εδραιωμένη φήμη.

    Παραπομπή στη δημοσίευση των προδιαγραφών:

    [άρθρο 5 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006]

    http://agriculture.gouv.fr/IMG/pdf/CDC_Fin_gras_du_Mezenc.pdf


    (1)  ΕΕ L 93 της 31.3.2006, σ. 12.


    Top