EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52011PC0684R(01)

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών

/* COM/2011/0684 τελικό/2 - 2011/0308 (COD) */

52011PC0684R(01)

/* COM/2011/0684 τελικό/2 - 2011/0308 (COD) */ Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. Γενικά σχόλια

Οι λογιστικές οδηγίες[1] (εφεξής «οδηγίες») αφορούν τις ετήσιες και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις των ευρωπαϊκών εταιρειών περιορισμένης ευθύνης.

Η τρέχουσα επισκόπηση επιδιώκει τους ακόλουθους βασικούς στόχους:

1. Τη μείωση των διοικητικών επιβαρύνσεων και απλούστευση κυρίως για τις μικρές εταιρείες.

2. Την αύξηση της σαφήνειας και συγκρισιμότητας των οικονομικών καταστάσεων με στόχο τις κατηγορίες εταιρειών για τις οποίες οι προβληματισμοί αυτοί είναι σημαντικοί λόγω της ολοένα και πιο εντατικής διασυνοριακής δραστηριότητάς τους και του μεγαλύτερου αριθμού εξωτερικών εμπλεκόμενων παραγόντων.

3. Την προστασία των ουσιαστικών αναγκών των χρηστών με στόχο τη διατήρηση των αναγκαίων για τους χρήστες λογιστικών πληροφοριών.

4. Την αυξημένη διαφάνεια των πληρωμών που καταβάλλουν στις κυβερνήσεις η εξορυκτική βιομηχανία και οι επιχειρήσεις υλοτόμησης πρωτογενών δασών.

Από τις διαβουλεύσεις προκύπτει ότι οι εμπλεκόμενοι παράγοντες είναι ως επί το πλείστον ευχαριστημένοι με το υφιστάμενο πλαίσιο το οποίο λειτουργεί σε γενικές γραμμές εύρυθμα όλα αυτά τα χρόνια. Στους εν λόγω εμπλεκόμενους παράγοντες συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, όσοι καταρτίζουν και χρησιμοποιούν οικονομικές καταστάσεις, και οι δημόσιες αρχές. Εκτιμούν, ωστόσο, ότι υπάρχουν περιθώρια απλούστευσης, προς όφελος κυρίως των μικρότερων εταιρειών. Λόγω των διαφόρων τροποποιήσεων που επήλθαν στις οδηγίες τα τελευταία 30 χρόνια, αυξήθηκαν κατά πολύ οι απαιτήσεις, όπως νέες υποχρεώσεις δημοσιοποίησης και κανόνες αποτίμησης, και οι αναλυτικές διατάξεις για τη λογιστική αποτίμησης στην εύλογη αξία, ενώ δεν εξετάστηκε με τη δέουσα προσοχή το ενδεχόμενο απλούστευσης ή κατάργησης των υφιστάμενων απαιτήσεων. Παρότι κάθε τροποποίηση ξεχωριστά μπορεί να είναι κάλλιστα δικαιολογημένη, οι προσθήκες αυτές στο σύνολό τους δεν έλαβαν υπόψη τους τη συγκρισιμότητα και τη χρησιμότητα των οικονομικών καταστάσεων, τις αυξημένες απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων και το εύρος των επιλογών που είχαν στη διάθεσή τους τα κράτη μέλη, με συνέπεια τελικά την αύξηση της πολυπλοκότητας και των κανονιστικών επιβαρύνσεων για όλες τις εταιρείες, και πρώτιστα τις μικρότερες.

Οι εμπλεκόμενοι παράγοντες επεσήμαναν ακόμη την ανάγκη βελτίωσης της σαφήνειας και της συγκρισιμότητας των οικονομικών καταστάσεων κυρίως για τις μεγαλύτερες εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνται συνήθως περισσότερο σε διασυνοριακό επίπεδο.

Οι λόγοι ύπαρξης των οδηγιών ήταν η νομοθετική κατοχύρωση της υποχρέωσης των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης να καταρτίζουν οικονομικές καταστάσεις και ο καθορισμός ελάχιστων απαιτήσεων με γνώμονα τη βελτίωση της συγκρισιμότητας των οικονομικών καταστάσεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, γεγονός το οποίο, με τη σειρά του, θα συνέβαλε στην καλύτερη λειτουργία της ενιαίας αγοράς και, πιο συγκεκριμένα, στη βελτίωση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση, στη μείωση του κόστους κεφαλαίου, και στην αύξηση των διασυνοριακών εμπορικών συναλλαγών και των δραστηριοτήτων συγχωνεύσεων και εξαγορών. Συνολικά, η πρόταση συμβάλλει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης μέσω της διαμορφώσεως περιβάλλοντος κανονιστικών ρυθμίσεων το οποίο οδηγεί σε οικονομική μεγέθυνση πλούσια σε θέσεις εργασίας.

Η παρούσα πρόταση συμπληρώνει την πρόταση οδηγίας του 2009[2] για τις οικονομικές καταστάσεις των μικρομονάδων, η οποία αποτελεί μέχρι σήμερα ακόμη αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των συννομοθετών της ΕΕ. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο κατέληξαν πλέον αμφότερα σε συμφωνία όσον αφορά την καθιέρωση ειδικού καθεστώτος για τις μικρομονάδες, η παρούσα πρόταση οδηγίας δεν περιέχει καμία νέα πρόταση πολιτικής όσον αφορά τις πολύ μικρές εταιρείες όπως αναφέρεται στη συνοδευτική εκτίμηση επιπτώσεων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτίθεται να εξετάσει, από κοινού με τους συννομοθέτες της ΕΕ, τρόπους για τη βέλτιστη δυνατή ενσωμάτωση, στην παρούσα πρόταση, της τελικής διοργανικής συμφωνίας επί της οδηγίας του 2009.

Η παρούσα πρόταση στηρίζει την προσέγγιση της Επιτροπής σχετικά με τις εταιρείες όπως περιγράφεται σε ορισμένες περιπτώσεις. Η στρατηγική Ευρώπη 2020[3] έχει ως στόχο να καταστήσει την ΕΕ μια οικονομία πιο έξυπνη, πιο βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς. Η Πράξη περί Ενιαίας Αγοράς[4] έχει ως στόχο να διευκολύνει τη ζωή των ΜΜΕ, οι οποίες αποτελούν πάνω από το 99% των επιχειρήσεων της Ευρώπης, και να βελτιώσει την πρόσβαση των εταιρειών αυτών στη χρηματοδότηση. Η νομοθετική πράξη για τις μικρές επιχειρήσεις (Small Business Act - SBA) αναγνωρίζει την ανάγκη να εξετάσει διακριτές ανάγκες για την ομάδα των ΜΜΕ, καθώς και να έχουν τμήματα εντός της ομάδας αυτής. Στηρίζει φιλοσοφία «πρώτα σκέψου σε μικρή κλίμακα». Η πρόταση αποτελεί επίσης μέρος του κυλιόμενου προγράμματος απλούστευσης της Επιτροπής και πρωτοβουλιών μείωσης του διοικητικού φόρτου. Ως εκ τούτου, υλοποιεί τη δέσμευση που ανέλαβε η Επιτροπή να επανεξετάσει το κοινοτικό κεκτημένο για να διασφαλίσει τη συνάφεια, την αποτελεσματικότητα και την αναλογικότητα της κείμενης νομοθεσίας, καθώς και να μειώσει τον διοικητικό φόρτο με την απλούστευση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος[5].

Με την πρόταση καταργούνται οι τρέχουσες λογιστικές οδηγίες, με την αντικατάσταση αυτών και των μεταγενέστερων τροποποιήσεών τους από μια νέα ενιαία οδηγία.

2. Διαβουλεύσεις με εμπλεκόμενουσ παράγοντεσ και εκτίμηση επιπτώσεων

2.1. Διαβουλεύσεις με εμπλεκόμενους παράγοντες και ενδιαφερόμενα μέρη

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής είχαν τακτικό διάλογο με τους εμπλεκόμενους παράγοντες καθ’ όλη τη διάρκεια της επανεξέτασης με στόχο τη συλλογή απόψεων από όλες τις πλευρές, συμπεριλαμβανομένων των φορέων που καταρτίζουν και χρησιμοποιούν οικονομικές καταστάσεις, των φορέων θέσπισης προτύπων, των δημόσιων αρχών, κλπ. Ο διάλογος πραγματοποιήθηκε μέσω:

- άτυπης ειδικής ομάδας προβληματισμού ΜΜΕ η οποία αποτελείτο από 10 εμπειρογνώμονες με ποικίλη εμπειρία και διαφορετικό υπόβαθρο.

- δύο δημόσιων διαβουλεύσεων, με θέμα αντίστοιχα την αναθεώρηση των οδηγιών και το διεθνές πρότυπο χρηματοοικονομικής πληροφόρησης για μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες συνοδεύθηκαν από συναντήσεις των εμπλεκόμενων με σκοπό την εξέταση και την περαιτέρω συζήτηση των αποτελεσμάτων.

- διαφόρων στοχοθετημένων συνεδριάσεων με εθνικούς φορείς θέσπισης προτύπων, εκπροσώπους ΜΜΕ, τράπεζες, επενδυτές και λογιστές από ολόκληρη την ΕΕ.

- διαβουλεύσεων με την ομάδα εργασίας για τις ΜΜΕ της EFRAG (Συμβουλευτική Επιτροπή για τη χρηματοοικονομική πληροφόρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και με την ειδική ομάδα εργασίας για τις ΜΜΕ της Κανονιστικής επιτροπής λογιστικών θεμάτων (ARC).

- μελέτης με θέμα τις επιπτώσεις που επιφέρουν οι τροποποιήσεις των οδηγιών σε επίπεδο διοικητικών επιβαρύνσεων, την οποία εκπόνησε το Κέντρο Υπηρεσιών Στρατηγικής και Αξιολόγησης (Centre for Strategy and Evaluation Services - CSES).

Όσον αφορά την υποβολή εκθέσεων ανά χώρα, οι υπηρεσίες της Επιτροπής είχαν επίσης τακτικό διάλογο με διάφορες κατηγορίες εμπλεκόμενων παραγόντων (όπως φορείς κατάρτισης και χρήσης οικονομικών καταστάσεων, και δημόσιες αρχές). Διεξήχθη δημόσια διαβούλευση την περίοδο 2010-2011 και σειρά διμερών διαβουλεύσεων με εμπλεκόμενους παράγοντες (κυρίως φορείς κατάρτισης και χρήσης οικονομικών καταστάσεων). Επιπλέον, η Συμβουλευτική Επιτροπή για τη χρηματοοικονομική πληροφόρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EFRAG) συνέβαλε καθοριστικά στην αξιολόγηση των διοικητικών δαπανών που συνδέονται με την ενδεχόμενη απαίτηση υποβολής εκθέσεων οικονομικού περιεχομένου ανά χώρα.

2.2. Εκτίμηση επιπτώσεων

2.2.1. Οικονομικές καταστάσεις

Η κατάρτιση οικονομικών καταστάσεων χαρακτηρίζεται ως μία από τις πλέον επαχθείς κανονιστικές υποχρεώσεις που βαρύνουν τις εταιρείες[6]. Οι μικρές εταιρείες αντιμετωπίζουν αναλογικά υψηλότερες διοικητικές επιβαρύνσεις σε σύγκριση με τις μεσαίες και τις μεγάλες εταιρείες.

Στο πλαίσιο της εκτίμησης επιπτώσεων, εξετάστηκαν αναλυτικά πέντε γενικές επιλογές πολιτικής με αφετηρία το βασικό σενάριο. Ως προτιμώμενη επιλογή προκρίθηκε τελικά η γενική επιλογή της αναθεώρησης και του εκσυγχρονισμού επιλεγμένων απαιτήσεων που περιέχονται επί του παρόντος στις οδηγίες για τα λογιστικά πρότυπα.

Από την εξέταση ειδικότερων επιλογών αναδείχθηκε ως καλύτερη επιλογή πολιτικής η διαμόρφωση «μίνι-καθεστώτος» ειδικά για τις μικρές εταιρείες. Στο πλαίσιο της εν λόγω πολιτικής επιλογής, η μείωση των διοικητικών επιβαρύνσεων δύναται να ανέλθει σε 1,5 δις ευρώ, τα οποία θα προέλθουν από τον περιορισμό των απαιτήσεων παροχής πληροφοριών οικονομικού περιεχομένου στο προσάρτημα, από την περαιτέρω χαλάρωση του υποχρεωτικού ελέγχου και από την απαλλαγή των μικρών ομίλων από την υποχρέωση κατάρτισης ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων.

Μια δεύτερη ειδικότερη επιλογή αφορούσε την αύξηση των κατώτατων ορίων για τις ΜΜΕ τα οποία προβλέπει η οδηγία ώστε να αντικατοπτρίζουν τον πληθωρισμό της περιόδου 2007-2011. Η μείωση των επιβαρύνσεων στο πλαίσιο αυτής της πρότασης δύναται να ανέλθει σε περίπου 0,2 δισ. ευρώ.

Από τα ανωτέρω δύνανται να εξοικονομηθούν ως εκ τούτου συνολικά 1,7 δισ. ευρώ σύμφωνα με τις εκτιμήσεις. Οι πολύ μικρές εταιρείες θα ωφεληθούν σε κάθε περίπτωση από το προβλεπόμενο απλουστευμένο καθεστώς για τις μικρές επιχειρήσεις[7]. Ο αντίκτυπος των ανωτέρω επιλογών πολιτικής στις μικρομονάδες δεν ελήφθη υπόψη, πάντως, καθώς με το συγκεκριμένο θέμα ασχολείται ειδικά η πρόταση οδηγίας για τις μικρομονάδες που εκκρεμεί ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

Οι εν λόγω επιλογές πολιτικής θα μειώσουν τον όγκο των πληροφοριών που τίθενται στη διάθεση των χρηστών οικονομικών καταστάσεων ΜΜΕ, καθώς και των δημοσίως διαθέσιμων πληροφοριών. Η προστασία των πιστωτών θα ενισχυθεί, πάντως, διότι θα καταστεί υποχρεωτική η δημοσιοποίηση πληροφοριών, αφενός, για τις εγγυήσεις και τις αναλήψεις υποχρεώσεων και, αφετέρου, για τις συναλλαγές με συνδεόμενα μέρη. Ελαφρώς θετικός αναμένεται να είναι ο αντίκτυπος για τις μεσαίες και μεγάλες εταιρείες, όσον αφορά τις διαθέσιμες πληροφορίες, λόγω της βελτίωσης της σαφήνειας και της συγκρισιμότητας των οικονομικών τους καταστάσεων.

Οι στατιστικές υπηρεσίες θα χρειαστεί ενδεχομένως να προσαρμόσουν τον τρόπο συλλογής ορισμένων στοιχείων από τις μικρότερες εταιρείες. Η μέγιστη εναρμόνιση των κατώτατων ορίων θα τους επιτρέψει, πάντως, να συλλέγουν στοιχεία για εταιρείες του ίδιου αντικειμενικά μεγέθους από ολόκληρη την ΕΕ, με αποτέλεσμα έτσι τη βελτίωση της συγκρισιμότητας. Η εναρμόνιση των κατώτατων ορίων θα έχει, πάντως, δυσμενή αντίκτυπο στη συλλογή στατιστικών στοιχείων κυρίως σε κράτη μέλη με υψηλό ποσοστό μικρών εταιρειών. Με γνώμονα την εκτίμηση εθνικών οικονομικών δεικτών, τα εν λόγω κράτη μέλη θα χρειαστεί ενδεχομένως να αναθεωρήσουν τον τρόπο συλλογής στατιστικών στοιχείων από τις εταιρείες. Η πρόταση της Επιτροπής περί διασύνδεσης των κεντρικών και των εμπορικών μητρώων καθώς και των μητρώων εταιρειών[8] αναμένεται να συμβάλει σημαντικά στη βελτίωση της πρόσβασης σε εταιρικές πληροφορίες σε διασυνοριακό επίπεδο. Οι φορολογικές αρχές θα διατηρήσουν την εξουσία να αποφασίζουν πώς θα υπολογίζονται τα κέρδη για φορολογικούς σκοπούς και ποιες θα πρέπει να είναι οι συναφείς απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων.

Όσον αφορά τον κοινωνικό αντίκτυπο της πρότασης, η απλούστευση των λογιστικών απαιτήσεων αναμένεται να συμβάλει στη διαμόρφωση επιχειρηματικού κλίματος που θα ενθαρρύνει τη σύσταση εταιρειών και την επιχειρηματικότητα. Σύμφωνα με την εκτίμηση επιπτώσεων, μέσω της αποδέσμευσης πόρων που έχουν στη διάθεσή τους οι εταιρείες, η πρωτοβουλία αναμένεται να συμβάλει, οριακά τουλάχιστον, στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στην ΕΕ. Μέρος των εξοικονομούμενων πόρων σε επίπεδο εταιρείας θα προκύψει από τη μείωση των αμοιβών που καταβάλλονται σε λογιστικά γραφεία ή εξωτερικούς λογιστές. Ο αντίκτυπος στις θέσεις εργασίας λόγω αυτής της μεταφοράς πόρων αναμένεται να είναι ουδέτερος ή οριακά μόνο αρνητικός, όσον αφορά τα συνολικά επίπεδα απασχόλησης. Δεν αναμένονται μετρήσιμες επιπτώσεις στο περιβάλλον. Η θέσπιση απλούστερων λογιστικών καθεστώτων δεν αναμένεται να λειτουργήσει ως αντικίνητρο για την ανάπτυξη των μικρών εταιρειών, καθώς η νομοθεσία στον τομέα της λογιστικής είναι λιγότερο επαχθής από τη φορολογική ή την κοινωνική νομοθεσία. Επιπλέον, η προσέγγιση «Προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις» της παρούσας πρότασης καθιστά δυνατή την προσαρμογή των λογιστικών συστημάτων σε διάφορα μεγέθη εταιρειών.

2.2.2. Υποβολή εκθέσεων για πληρωμές προς κυβερνήσεις

Η Επιτροπή έχει εκφράσει δημόσια τη στήριξή της προς τη διεθνή πρωτοβουλία για τη διαφάνεια της εξορυκτικής βιομηχανίας (EITI), και εκδήλωσε προθυμία να παρουσιάσει νομοθεσία που θα επιβάλει απαιτήσεις γνωστοποίησης για τις εταιρείες της εξορυκτικής βιομηχανίας[9]. Παρόμοια δέσμευση εκφράστηκε στην καταληκτική δήλωση της συνόδου κορυφής της G8 του Μαΐου 2011 στη Ντοβίλ[10], όπου οι κυβερνήσεις της G8 δεσμεύτηκαν «να θεσπίσουν νόμους διαφάνειας και κανονισμούς ή να προωθήσουν προαιρετικά πρότυπα που επιβάλλουν ή ενθαρρύνουν τις εταιρείες εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου, και τις μεταλλευτικές εταιρείες να γνωστοποιούν τις πληρωμές που πραγματοποιούν προς τις κυβερνήσεις». Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παρουσίασε ψήφισμα[11] στο οποίο επαναλαμβάνει ότι στηρίζει τις απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων ανά χώρα, ιδίως για την εξορυκτική βιομηχανία.

Η νομοθεσία της ΕΕ δεν απαιτεί επί του παρόντος από τις εταιρείες να δημοσιοποιούν, ανά χώρα, τις πληρωμές που καταβάλλουν στις κυβερνήσεις των χωρών στις οποίες δραστηριοποιούνται. Ως εκ τούτου, αυτού του είδους οι πληρωμές που καταβάλλονται στις κυβερνήσεις διαφόρων χωρών κανονικά δεν αποκαλύπτονται, παρά το γεγονός ότι οι πληρωμές αυτές εκ μέρους της εξορυκτικής βιομηχανίας (πετρέλαιο, φυσικό αέριο και μεταλλεία) ή των επιχειρήσεων υλοτόμησης[12] πρωτογενών δασών[13] ενδέχεται να αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό των εσόδων των εν λόγω χωρών, ιδίως τρίτων χωρών πλούσιων σε φυσικούς πόρους. Με επιδίωξη, λοιπόν, τη λογοδοσία των κυβερνήσεων σχετικά με τη χρήση των πόρων αυτών και την προαγωγή της χρηστής διακυβέρνησης, προτείνεται να θεσπιστεί η απαίτηση δημοσιοποίησης των πληρωμών προς κυβερνήσεις σε επίπεδο εταιρείας ή ομίλου. Η πρόταση αυτή μπορεί να συγκριθεί με τον αμερικανικό νόμο Dodd-Frank[14] που ψηφίστηκε τον Ιούλιο του 2010 και απαιτεί από τις εταιρείες της εξορυκτικής βιομηχανίας (εταιρείες εξόρυξης πετρελαίου, φυσικού αερίου και μεταλλευμάτων) που είναι καταχωρισμένες στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (Securities and Exchange Commission - SEC) να δημοσιεύουν εκθέσεις για τις πληρωμές που καταβάλλουν σε κυβερνήσεις[15] ανά χώρα και ανά επιμέρους έργο. Οι εκτελεστικοί κανόνες της SEC προγραμματίζεται να θεσπιστούν έως τα τέλη 2011.

Στην εκτίμηση επιπτώσεων[16] εξετάστηκαν αναλυτικά πέντε γενικές επιλογές άσκησης πολιτικής με αφετηρία το βασικό σενάριο (επιλογή πολιτικής αριθ. 0). Κατόπιν εξετάστηκαν πιθανά καθεστώτα τα οποία θα οδηγήσουν ενδεχομένως σε παγκόσμια συμφωνία περί υποβολής εκθέσεων ανά χώρα εκ μέρους των πολυεθνικών εταιρειών εντός και εκτός ΕΕ (επιλογή πολιτικής αριθ. 1), και τέλος, αξιολογήθηκαν διάφορες επιλογές πολιτικής οι οποίες θα υποχρεώνουν μόνο τις εταιρείες της ΕΕ να δημοσιοποιούν πληροφορίες ανά χώρα (επιλογές πολιτικής αριθ. 2 έως 4). Η επιλογή πολιτικής αριθ. 2 απαιτεί την ανά χώρα δημοσιοποίηση των πληρωμών που καταβάλλουν σε κυβερνήσεις η εξορυκτική βιομηχανία και οι επιχειρήσεις υλοτόμησης πρωτογενών δασών, ενώ η επιλογή πολιτικής αριθ. 3 απαιτεί τη δημοσιοποίηση των εν λόγω πληροφοριών ανά χώρα και ανά έργο. Πέρα από την υποβολή εκθέσεων για τις πληρωμές που καταβάλλουν σε κυβερνήσεις, η επιλογή πολιτικής αριθ. 4 απαιτεί από τις εταιρείες της εξορυκτικής βιομηχανίας και από τις επιχειρήσεις υλοτόμησης πρωτογενών δασών να καταρτίζουν πλήρη δέσμη λογαριασμών ανά χώρα.

Προκρίθηκε τελικά η επιλογή πολιτικής αριθ. 3, ήτοι η απαίτηση υποβολής εκθέσεων για πληρωμές προς κυβερνήσεις ανά χώρα (country-by-country reporting - CBCR) και ανά έργο εκ μέρους των πολυεθνικών εταιρειών της ΕΕ που δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο της εξορυκτικής βιομηχανίας και της υλοτόμησης πρωτογενών δασών. Ως εξορυκτική βιομηχανία νοούνται όλες οι εταιρείες που αναπτύσσουν δραστηριότητες αναζήτησης, εντοπισμού, ανάπτυξης και εξόρυξης κοιτασμάτων μεταλλευμάτων, πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ως κλάδος υλοτόμησης πρωτογενών δασών νοούνται όλες οι εταιρείες που αναπτύσσουν δραστηριότητες ολοσχερούς κοπής, επιλεκτικής υλοτόμησης ή αραίωσης πρωτογενών δασών. Η δημοσιοποίηση πληρωμών προς κυβερνήσεις ανά χώρα και, κατά περίπτωση, ανά έργο αναμένεται να ικανοποιήσει περισσότερο τις απαιτήσεις των εμπλεκόμενων παραγόντων που ζητούν ενίσχυση των απαιτήσεων δημοσιοποίησης, ενώ το κόστος της εν λόγω επιλογής πολιτικής αναμένεται να κυμανθεί σε αποδεκτά επίπεδα υπό τον όρο ότι έχει θεσπιστεί ενδεδειγμένο κατώτατο όριο σημαντικότητας. Η προσέγγιση αυτή θα εξασφαλίσει καλύτερη ισορροπία καθώς θα βελτιώσει τη διαφάνεια χωρίς να επιβαρύνει υπερβολικά τις εταιρείες της ΕΕ, και χωρίς να τις θέσει σε υπερβολικά μειονεκτική θέση από πλευράς ανταγωνισμού. Αυτό αναμένεται ότι δεν θα υπονομεύσει τυχόν μελλοντικές προσπάθειες της ΕΕ να επιτύχει διεθνή συμφωνία και να διαμορφώσει μέσω διαπραγματεύσεων με διεθνείς εταίρους ίσους όρους ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο όσον αφορά την υποβολή εκθέσεων ανά χώρα (CBCR).

Από ορισμένες εταιρείες και στο πλαίσιο της πρότασης τέθηκε το ζήτημα ενδεχόμενης σύγκρουσης μεταξύ της απαίτησης δημοσιοποίησης από την ΕΕ και της εθνικής νομοθεσίας χώρας αποδέκτη που απαγορεύει τη δημοσιοποίηση των προαναφερθεισών πληροφοριών. Ζητήθηκε να προβλέπεται εξαίρεση σε τέτοιες περιπτώσεις από την υποχρέωση υποβολής εκθέσεων για πληρωμές προς κυβερνήσεις. Μολονότι η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ελάχιστες χώρες απαγορεύουν τη δημοσιοποίηση, προβλέπεται αυστηρώς οριοθετημένη εξαίρεση σε καταστάσεις όπου μια εταιρεία συμμορφούμενη με τις υποχρεώσεις δημοσιοποίησης θα υπέπιπτε σε σαφή παραβίαση του ποινικού δικαίου της οικείας χώρας.

Η ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού αποτελεί σημαντική προτεραιότητα της ΕΕ για διάφορους λόγους και, μεταξύ άλλων, διότι η ενέργεια που παράγεται στα κράτη μέλη της ΕΕ δεν καλύπτει την τρέχουσα ζήτηση. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι οι εξορυκτικές επιχειρήσεις της ΕΕ θα δυσκολευτούν ενδεχομένως να δραστηριοποιηθούν σε τρίτες χώρες, γεγονός που ενδέχεται να έχει επακόλουθες επιπτώσεις στην ασφάλεια του εφοδιασμού της Ευρώπης με πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Ενώ ορισμένες εταιρείες δημοσιοποιούν ήδη πληρωμές προς κυβερνήσεις ανά χώρα χωρίς να επηρεάζονται αρνητικά οι δραστηριότητές τους, αυτό πιθανώς να μη συμβαίνει με άλλες. Ως εκ τούτου, θα πρέπει σε μια επανεξέταση να αξιολογηθεί το ζήτημα της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού στην Ευρώπη. Τέθηκε το ζήτημα ότι η υποχρέωση δημοσιοποίησης ενδέχεται να δημιουργήσει ανταγωνιστικό μειονέκτημα για τη βιομηχανία της ΕΕ. Η Επιτροπή φρονεί ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η δημοσιοποίηση πληρωμών προς κυβερνήσεις ανά χώρα και ανά έργο, εφόσον οι πληρωμές αυτές συνδέονται με συγκεκριμένο έργο, (με κατώτατο όριο σημαντικότητας) δεν θα καθιστά δυνατή τη διαμόρφωση σαφούς εικόνας για εμπιστευτικές εταιρικές πληροφορίες όπως ο κύκλος εργασιών, οι δαπάνες και τα κέρδη. Η ενίσχυση της πρωτοβουλίας EITI θα συμβάλει επίσης προς την κατεύθυνση της αποτροπής του ενδεχόμενου βραχυπρόθεσμης απώλειας της ανταγωνιστικότητας, καθώς ενδέχεται να εφαρμοστεί σε παγκόσμια κλίμακα ενισχύοντας έτσι τη φήμη των εταιρειών που συμμορφώνονται με αυτήν.

2.3. Δημοσιονομικές επιπτώσεις

Η πρόταση δεν έχει επιπτώσεις στον κοινοτικό προϋπολογισμό.

3. Συμπληρωματικές πληροφορίες

3.1. Απλούστευση

Η πρόταση θεσπίζει ειδικό καθεστώς για τις μικρές εταιρείες το οποίο θα μειώσει σημαντικά τις διοικητικές επιβαρύνσεις που ισχύουν επί του παρόντος για αυτές κατά την κατάρτιση των οικονομικών τους καταστάσεων. Θα περιορίσει τον όγκο των πληροφοριών που δημοσιοποιούνται μέσω του προσαρτήματος των λογαριασμών σχετικά με (i) λογιστικές μεθόδους, (ii) εγγυήσεις, αναλήψεις υποχρεώσεων, προβλέψεις και διακανονισμούς που δεν αναγνωρίζονται στον ισολογισμό, (iii) μεταγενέστερα του ισολογισμού γεγονότα που δεν αναγνωρίζονται στον ισολογισμό, (iv) μακροπρόθεσμα και εγγυημένα χρέη, και (v) συναλλαγές με συνδεόμενα μέρη. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι η επιβολή της υποχρέωσης δημοσιοποίησης των οικονομικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στις υποπεριπτώσεις (iii) και (v) συνεπάγεται ουσιαστικά νέες υποχρεώσεις για τις μικρές εταιρείες, καθώς τα περισσότερα κράτη μέλη προβλέπουν την εξαίρεσή τους από την υποχρέωση δημοσιοποίησης των σχετικών στοιχείων.

Η πρόταση επιδιώκει ακόμη την εναρμόνιση των κατώτατων ορίων σε μια προσπάθεια να διασφαλίσει ότι η μείωση των διοικητικών επιβαρύνσεων θα ευνοήσει όλες ανεξαιρέτως τις μικρές εταιρείες στην ΕΕ. Επί του παρόντος, πολλές εταιρείες που, δυνάμει των ορισμών της ΕΕ, εμπίπτουν στην κατηγορία των μικρών κατατάσσονται στην κατηγορία των μεσαίων ή ακόμη και των μεγάλων εταιρειών λόγω των διαφορών που υφίστανται στα διάφορα κράτη μέλη κατά τη μεταφορά των οδηγιών στα εθνικά δίκαια.

Ο ακόλουθος πίνακας παρουσιάζει συνοπτικά μια επισκόπηση των βασικών απλουστεύσεων που θεσπίζει η παρούσα πρόταση:

Μικρές εταιρείες ~ 1,1 εκατ. εταιρείες ~21% των εταιρειών | Η μέγιστη εναρμόνιση θα διασφαλίσει ίσους όρους ανταγωνισμού σε επίπεδο ΕΕ για όλες τις εταιρείες ίδιου μεγέθους. Το προσάρτημα των λογαριασμών θα περιοριστεί σε πέντε βασικούς τομείς μόνο. Δεν θα απαιτείται υποχρεωτικός έλεγχος. Οι μικροί όμιλοι θα εξαιρούνται από την υποχρέωση κατάρτισης ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων. |

- 3.2. Λοιπά μέτρα

Με την πρόταση επιδιώκεται η βελτίωση της συγκρισιμότητας και της σαφήνειας των οικονομικών καταστάσεων που καταρτίζουν οι μεσαίες και μεγάλες εταιρείες και, σε περιορισμένο βαθμό, οι μικρές.

Για τον σκοπό αυτόν, η πρόταση επιδιώκει μείωση του εύρους των επιλογών που έχουν επί του παρόντος στη διάθεσή τους τα κράτη μέλη, στον βαθμό που οι επιλογές αυτές δυσχεραίνουν τη συγκρισιμότητα των οικονομικών καταστάσεων. Γενικές αρχές, όπως η αρχή της «προτεραιότητας στην ουσία έναντι του τύπου», θα καταστούν υποχρεωτικές προκειμένου να βελτιωθεί η σαφήνεια των οικονομικών καταστάσεων.

Όσον αφορά τις τροποποιήσεις των υφισταμένων διατάξεων, ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει συνοπτικά μια επισκόπηση των κύριων αποτελεσμάτων της απλούστευσης:

Μεσαίες/μεγάλες εταιρείες ~ 0,3 εκατ. εταιρείες ~4% των εταιρειών | Θέσπιση των γενικών αρχών της «σημαντικότητας» και της «προτεραιότητας της ουσίας έναντι του τύπου» Μείωση του εύρους των επιλογών των κρατών μελών. |

- 3.3. ΔΠΧΠ για ΜΜΕ

Μεταξύ των διαφόρων επιλογών, εξετάστηκε και το ενδεχόμενο υιοθέτησης διεθνών προτύπων χρηματοοικονομικής πληροφόρησης για ΜΜΕ (ΔΠΧΠ για ΜΜΕ) προς υποχρεωτική χρήση εντός της ΕΕ. Το θέμα δίχασε, όμως, τους εμπλεκόμενους παράγοντες, κυρίως τις δημόσιες αρχές, ενώ η εκτίμηση επιπτώσεων κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι η θέσπιση του νέου αυτού μέτρου δεν θα εξυπηρετήσει μάλλον τους στόχους της απλούστευσης και της μείωσης των διοικητικών επιβαρύνσεων. Δεδομένου δε ότι τα ΔΠΧΠ για ΜΜΕ είναι σχετικά νέο μέτρο, δεν υπάρχει επαρκής εμπειρία σε παγκόσμιο επίπεδο όσον αφορά την εφαρμογή τους.

Η υποχρεωτική υιοθέτηση των ΔΠΧΠ για ΜΜΕ δεν επιδιώκεται ως πολιτική στο πλαίσιο της παρούσας πρότασης. Οι διαφορές δε μεταξύ της παρούσας πρότασης οδηγίας και των ΔΠΧΠ για ΜΜΕ στους τομείς της λογιστικής απεικόνισης του μη καταβεβλημένου καλυφθέντος μετοχικού κεφαλαίου και των περιόδων απόσβεσης της φήμης και πελατείας της οποίας η αναμενόμενη ωφέλιμη διάρκεια ζωής δεν μπορεί να εκτιμηθεί με αξιοπιστία καθιστούν αδύνατη τη ρητή πλήρη υιοθέτηση των ΔΠΧΠ για ΜΜΕ.

3.4. Υποβολή εκθέσεων για πληρωμές προς κυβερνήσεις

Με γνώμονα την προαγωγή της λογοδοσίας των κυβερνήσεων και της χρηστής διακυβέρνησης, η πρόταση οδηγίας προβλέπει νέες απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων για εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους κλάδους της εξορυκτικής βιομηχανίας ή της υλοτόμησης πρωτογενών δασών. Συγκεκριμένα προτείνει τη δημοσιοποίηση των πληρωμών που καταβάλλουν οι εταιρείες στην κυβέρνηση κάθε χώρας στην οποία δραστηριοποιούνται και για κάθε έργο, εφόσον οι πληρωμές συνδέονται με ορισμένο έργο, και εφόσον αυτές είναι σημαντικές για την κυβέρνηση αποδέκτη. Σε συμφωνία με τον γενικό στόχο και με γνώμονα τον περιορισμό των πρόσθετων διοικητικών επιβαρύνσεων, η νέα απαίτηση αφορά μόνο τις μεγάλες εταιρείες και τις οντότητες δημοσίου συμφέροντος.

3.5. Προτεινόμενη οδηγία και κατάργηση ισχύουσας νομοθεσίας

Η πρόταση έχει τη μορφή νέας οδηγίας η οποία καταργεί τις οδηγίες του 1978 και του 1983 και τις επακόλουθες τροποποιήσεις τους.

3.6. Νομική βάση, επικουρικότητα και αναλογικότητα

Η πρόταση βασίζεται στο άρθρο 50 παράγραφος 1 της Συνθήκης, που είναι η νομική βάση για τη θέσπιση ενωσιακών μέτρων με στόχο την επίτευξη μιας εσωτερικής αγοράς εταιρικού δικαίου.

Η πρόταση προβλέπει ότι οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης θα πρέπει να προετοιμάσουν οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με ένα σύνολο απαιτήσεων ώστε να βελτιωθεί σε κλίμακα ΕΕ η συγκρισιμότητα των οικονομικών καταστάσεων, με στόχο τη συμβολή σε μια καλύτερη λειτουργία της ενιαίας αγοράς και στην αύξηση του επιπέδου των διασυνοριακών συναλλαγών. Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η ΕΕ θα πρέπει να ενεργεί μόνο όταν μπορεί να προσφέρει καλύτερα αποτελέσματα απ’ό,τι η παρέμβαση σε επίπεδο κρατών μελών και η δράση θα πρέπει να περιορίζεται στα απολύτως αναγκαία και αναλογικά ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της ασκούμενης πολιτικής. Οι στόχοι της παρούσας επανεξέτασης είναι τέτοιοι που δεν μπορούν να εκπληρωθούν από τη μονομερή δράση σε επίπεδο κρατών μελών.

Η υπαγωγή μόνο σε ένα ενιαίο σύνολο βασικών απαιτήσεων σε επίπεδο ΕΕ θα ήταν επωφελής για τις μικρές επιχειρήσεις με το σκεπτικό «Προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις». Οι μικρές εταιρείες θα πρέπει να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης σε όλη την ΕΕ για να μπορέσουν να επωφεληθούν από την πρόσβαση στην ενιαία αγορά με ομοιογενείς όρους. Τα κράτη μέλη δεν πρέπει να επιβάλλουν περιττές πρόσθετες απαιτήσεις. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα με συντονισμένη ευρωπαϊκή νομοθεσία. Σε ό,τι αφορά τις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, οι οικονομικές εκθέσεις χρειάζεται να γίνουν πιο συγκρίσιμες σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς οι δραστηριότητες των εταιρειών αυτών καλύπτουν συχνά όλη την ΕΕ και σχετίζονται με εμπλεκόμενους παράγοντες σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά. Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν ένα βαθμό ελευθερίας όσον αφορά τις πρόσθετες απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων γι’αυτούς τους τύπους εταιρειών. Για τον σκοπό αυτό, μια οδηγία αποτελεί το πλέον κατάλληλο νομικό μέσο, δεδομένου ότι επιτρέπει ένα ορισμένο περιθώριο ελιγμών στα κράτη μέλη. Η οδηγία εξασφαλίζει επίσης ότι το περιεχόμενο και η μορφή της προτεινόμενης δράσης της ΕΕ δεν υπερβαίνει εκείνο που είναι αναγκαίο και αναλογικό για την επίτευξη του ρυθμιστικού στόχου της απλούστευσης και της μείωσης των διοικητικών επιβαρύνσεων.

4. Σχολιασμός των άρθρων

Τα ακόλουθα άρθρα παραμένουν κατ’ ουσία ίδια με τα αντίστοιχα άρθρα της τέταρτης οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της έβδομης οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, πέραν της αρίθμησής τους η οποία αλλάζει σε σχέση με την αρχική: το άρθρο 1 παράγραφος 1 (συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων I και II), το άρθρο 2 παράγραφοι 2 έως 8, το άρθρο 3 παράγραφοι 6 έως 9, το άρθρο 4, το άρθρο 5 παράγραφοι 2 έως 3, το άρθρο 6 παράγραφοι 2 έως 3, το άρθρο 7, το άρθρο 8 παράγραφοι 1 έως 5, το άρθρο 10, το άρθρο 11 παράγραφοι 1 έως 7 και παράγραφος 11, το άρθρο 12 παράγραφος 2, το άρθρο 19 παράγραφος 2, τα άρθρα 20, 21, 22, το άρθρο 28 παράγραφος 2, το άρθρο 29 παράγραφοι 2 και 3, τα άρθρα 30, 32, το άρθρο 33 παράγραφοι 1 έως 2, το άρθρο 34 παράγραφος 1, το άρθρο 35 εκτός της παραγράφου 3, και τα άρθρα 44, 45, 47 και 51. Στο παράρτημα III υπάρχει ένας πίνακας αντιστοιχίας.

Για λόγους συνοπτικότητας και σαφήνειας, στην παρούσα ενότητα παρέχονται διευκρινίσεις μόνο όταν η πρόταση οδηγίας επιφέρει ουσιαστικές τροποποιήσεις σε σχέση με τις προς κατάργηση οδηγίες.

Αλλαγές επήλθαν σε ολόκληρο το κείμενο προκειμένου η ορολογία της πρότασης οδηγίας να συμβαδίζει με τη σύγχρονη λογιστική ορολογία, χωρίς επιπτώσεις, όμως, στην ουσία των συναφών άρθρων. Σε αυτές περιλαμβάνονται: αντικατάσταση του όρου « εταιρεία » από τον όρο « επιχείρηση », του όρου « λογαριασμοί » από τον όρο « οικονομικές καταστάσεις », και του όρου « ετήσια έκθεση » από τον όρο « έκθεση διαχείρισης ».

4.1. Κεφάλαιο 1 – Πεδίο εφαρμογής, ορισμοί και κατηγορίες επιχειρήσεων

Στο άρθρο 2 συγκεντρώνονται διάφοροι ορισμοί οι οποίοι ήταν πριν διασκορπισμένοι στα κείμενα των αρχικών οδηγιών. Για τις οντότητες δημοσίου συμφέροντος χρησιμοποιείται ο ορισμός που περιέχεται στην οδηγία 2006/43/ΕΚ για τους υποχρεωτικούς ελέγχους. Για τις μητρικές, θυγατρικές και συνδεδεμένες επιχειρήσεις δόθηκαν σαφέστεροι ορισμοί σε σχέση με εκείνους που περιέχονται στην έβδομη οδηγία 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου. Δεν έχει επέλθει, πάντως, καμία αλλαγή στο νόημα. Ομοίως, σαφέστερος ορισμός σε σχέση με τον τωρινό δίδεται για τις συγγενείς επιχειρήσεις. Τεκμαίροντας δε ότι ασκείται σημαντική επιρροή όταν ο επενδυτής κατέχει τουλάχιστον το 20% των δικαιωμάτων ψήφου, ο ορισμός ακολουθεί το συναφές διεθνές πρότυπο λογιστικής – IAS 28.

Το άρθρο 3 καθορίζει νομική βάση για τους όρους «μικρή», «μεσαία» και «μεγάλη» επιχείρηση διατηρώντας την πρακτική του καθορισμού του μεγέθους της εκάστοτε επιχείρησης βάσει του καθαρού ύψους του κύκλου εργασιών της, του συνόλου του ισολογισμού και του αριθμού των εργαζομένων σε αυτή. Αναλόγως του σκοπού που επιδιώκουν οι πολιτικές της ΕΕ, η Ένωση δύναται να χρησιμοποιεί ορισμούς που διαφέρουν σε κάποιον βαθμό από τους ορισμούς που περιέχονται στο εν λόγω άρθρο[17]. Η πρόταση οδηγίας επιδιώκει την πλήρη εναρμόνιση των κριτηρίων μεγέθους, ενώ παλαιότερα τα κράτη μέλη μπορούσαν να επιλέγουν εάν θα αναγνωρίζονταν ή όχι στο έδαφός τους διαφορετικά μεγέθη επιχειρήσεων και, εντός κάποιων ορίων, τα συναφή κριτήρια μεγέθους.

Οι ορισμοί των μικρών και μεσαίων ομίλων είναι σαφέστεροι από αυτούς που περιέχονται στην έβδομη οδηγία 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου. Τα κριτήρια μεγέθους που αναφέρονται στο καθαρό ύψος του κύκλου εργασιών και στο σύνολο του ισολογισμού αυξάνονται βάσει του πληθωρισμού από την τελευταία αναθεώρησή τους το 2006.

Οι ορισμοί και οι εξαιρέσεις για τις «εταιρείες χαρτοφυλακίου» και τις «εταιρείες επενδύσεων» καταργήθηκαν, καθώς η ειδική λογιστική μεταχείρισή τους δυσχεραίνει την εναρμόνιση. Επιπλέον, οι διατάξεις αυτές δεν χρησιμοποιούνταν ευρέως στους κόλπους της ΕΕ.

4.2. Κεφάλαιο 2 – Βασικές διατάξεις και αρχές

Το άρθρο 4, από κοινού με το άρθρο 17 (βλ. κατωτέρω σημείο 4.4) διαμορφώνουν ένα πλήρως εναρμονισμένο καθεστώς για την κατάρτιση των οικονομικών καταστάσεων των μικρών επιχειρήσεων οι οποίες αποτελούνται από τα αποτελέσματα χρήσης, τον ισολογισμό και μικρής έκτασης προσάρτημα. Τα κράτη μέλη δεν πρέπει να απαιτούν την υποβολή πρόσθετων πληροφοριών.

Το άρθρο 5 θεσπίζει γενική αρχή σημαντικότητας, σύμφωνα με την οποία η αναγνώριση, η επιμέτρηση, η απεικόνιση και η δημοσιοποίηση πρέπει να υπόκεινται σε περιορισμούς σημαντικότητας. Η αρχή επιτρέπει, π.χ., τον συνδυασμό καταχωρισμένων στοιχείων στα αποτελέσματα χρήσης ή στον ισολογισμό ή τη μη δημοσιοποίηση στοιχείων στο προσάρτημα σε περίπτωση που οι συναφείς πληροφορίες δεν είναι σημαντικές. Ομοίως, δεν απαιτείται αναγνώριση μη σημαντικών λογαριασμών τάξης, προκαταβολών και προβλέψεων. Ο καθορισμός της σημαντικότητας θα εξακολουθήσει να αποτελεί πρωταρχική ευθύνη της εκάστοτε εταιρείας, είτε αυτή υποβάλλεται σε έλεγχο είτε όχι.

Στο άρθρο 5 προστέθηκε επίσης ως γενική αρχή η απαίτηση της απεικόνισης της οικονομικής πραγματικότητας μιας συναλλαγής στις οικονομικές καταστάσεις, και όχι μόνο της νομικής της μορφής με γνώμονα τη διαμόρφωση κοινών γενικών αρχών, και επομένως την εναρμόνιση, σε ολόκληρη την ΕΕ. Η εν λόγω μέθοδος απεικόνισης επιτρεπόταν παλαιότερα δυνάμει των οδηγιών, όμως τα κράτη μέλη δεν ήταν υποχρεωμένα να ενσωματώσουν την αρχή στην εθνική τους νομοθεσία.

Στο άρθρο 6 διατηρείται η δυνατότητα επιλογής των κρατών μελών να επιτρέπουν λογιστική αναπροσαρμογή των πάγιων στοιχείων, ως εναλλακτική στην παραδοσιακή λογιστική κοστολόγησης ενώ, προκειμένου να διασφαλιστεί η μεγαλύτερη εναρμόνιση των βάσεων αποτίμησης, καταργείται η δυνατότητα επιλογής των κρατών μελών να εφαρμόζουν λογιστική κόστους αντικατάστασης και λογιστική πληθωρισμού.

4.3. Κεφάλαιο 3 – Ισολογισμός και αποτελέσματα χρήσης

Οι γενικές διατάξεις του άρθρου 8 τροποποιήθηκαν προκειμένου να καθίσταται σαφέστερο ότι τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από μία συγγενή επιχείρηση ή να της επιτρέπουν να καταχωρίζεται λογιστικά στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της καθαράς θέσης.

Η πρόταση οδηγίας προτείνει ένα μόνο υπόδειγμα διάρθρωσης ισολογισμού (βλ. άρθρο 9), ενώ παλαιότερα τα κράτη μέλη μπορούσαν να επιλέξουν μεταξύ δύο διαφορετικών διαρθρώσεων. Διασφαλίζεται έτσι η καλύτερη συγκρισιμότητα των οικονομικών καταστάσεων μεταξύ των διαφόρων χωρών της ΕΕ. Επιπλέον, καταργούνται οι δαπάνες ίδρυσης ως κατηγορία στοιχείων του ενεργητικού, καθώς η αναγνώρισή τους εξαρτιόταν από το εάν προβλέπονταν στη νομοθεσία των κρατών μελών. Απαιτείται επακόλουθη τροποποίηση του ελέγχου διανεμητέων κερδών που προβλέπεται στο άρθρο 11.

Το άρθρο 11 θεσπίζει επίσης την απαίτηση το ποσό που αναγνωρίζεται στην εκάστοτε πρόβλεψη να αντιστοιχεί στη βέλτιστη εκτίμηση της επιχείρησης για το παθητικό ή τις μελλοντικές δαπάνες. Το άρθρο αυτό αποκλείει ακόμη τη μέθοδο αποτίμησης «τελευταίο εισαχθέν, πρώτο εξαχθέν» ως επιτρεπτέα μέθοδο αποτίμησης αποθεμάτων και κυκλοφορούντων ενσώματων στοιχείων. Οι αλλαγές αυτές θα συμβάλουν καθοριστικά στη βελτίωση της συγκρισιμότητας των οικονομικών καταστάσεων.

Τα άρθρα 12 έως 15 προβλέπουν μόνο δύο διαρθρώσεις αποτελεσμάτων χρήσης, μία «κατά είδος» και μία «κατά λειτουργία». Παλαιότερα, επιτρέπονταν τέσσερις διαφορετικές διαρθρώσεις. Ο στόχος στην προκειμένη περίπτωση είναι να βελτιωθεί η συγκρισιμότητα, διατηρώντας ταυτόχρονα μία λογιστική απεικόνιση οικεία στους χρήστες οικονομικών καταστάσεων. Καταργείται η παλαιότερη διάκριση μεταξύ τακτικών και έκτακτων κονδυλίων στα αποτελέσματα χρήσης, η οποία ενείχε εγγενές σφάλμα που ευνοούσε την απεικόνιση «μεγάλων» ή «ασυνήθιστων» δαπανών ως έκτακτων, με στόχο το αναγραφόμενο στην κεφαλίδα κέρδος μετά τους φόρους να μην επηρεάζεται από στρεβλώσεις. Αντίστροφα, εγγενές σφάλμα ενείχε η απεικόνιση «μεγάλων» ή «ασυνήθιστων» εσόδων ως τακτικών ώστε να ενισχύεται το αναγραφόμενο στην κεφαλίδα κέρδος. Προκειμένου να διασφαλιστεί η ουδέτερη απεικόνιση των εσόδων και των δαπανών προβλέπεται μία νέα απαίτηση περί ξεχωριστής δημοσιοποίησής τους στα αποτελέσματα χρήσης, με επεξηγηματικό σημείωμα. Επομένως, όλα αυτά τα στοιχεία θα αναγνωρίζονται σε επίπεδο κέρδους μετά τους φόρους.

Το άρθρο 16 επιφέρει επακόλουθες τροποποιήσεις στο καθεστώς των συνοπτικών οικονομικών καταστάσεων, αντικατοπτρίζοντας τη μείωση του αριθμού των διαρθρώσεων.

4.4. Κεφάλαιο 4 – Προσαρτήματα οικονομικών καταστάσεων

Δυνάμει των προηγούμενων οδηγιών, τα κράτη μέλη είχαν στη διάθεσή τους πολυάριθμες επιλογές όσον αφορά τη δημοσιοποίηση προσαρτημάτων. Η προσέγγιση αυτή αντικαταστάθηκε από μία εναρμονισμένη προσέγγιση, γεγονός που σημαίνει ότι για τις επιχειρήσεις της ίδιας τάξης μεγέθους σε ολόκληρη την ΕΕ θα ισχύει το ίδιο ή συγκρίσιμο καθεστώς δημοσιοποίησης.

Το κεφάλαιο αυτό θεσπίζει μία προσέγγιση «από τη βάση προς την κορυφή» όσον αφορά την παροχή πληροφοριών στα προσαρτήματα των οικονομικών καταστάσεων. Το άρθρο 17 καθορίζει τα στοιχεία που θα δημοσιοποιούν όλες οι επιχειρήσεις στα προσαρτήματα. Για τις μικρές επιχειρήσεις θα ισχύει, συνολικά, πιο περιορισμένο καθεστώς δημοσιοποίησης, σε σύγκριση με τις προηγούμενες οδηγίες, και σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 4 (βλ. ενότητα 4.2 ανωτέρω), προτείνεται να μην απαιτούν τα κράτη μέλη από αυτές τις κατηγορίες επιχειρήσεων να δημοσιοποιούν πρόσθετες πληροφορίες, δεδομένου ότι ευρύ φάσμα συμβούλων συμφώνησε ότι αυτά είναι τα βασικά στοιχεία που πρέπει να δημοσιοποιούν οι μικρές επιχειρήσεις.

Οι μεσαίες επιχειρήσεις θα δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που προβλέπουν τα άρθρα 17 και 18, ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι οντότητες δημόσιου συμφέροντος θα δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που προβλέπουν τα άρθρα 17, 18 και 19.

Το άρθρο 17 θεσπίζει την απαίτηση για όλες τις επιχειρήσεις να δημοσιοποιούν μεταγενέστερα του ισολογισμού γεγονότα στο προσάρτημα των οικονομικών καταστάσεων. Αυτές οι βασικές πληροφορίες δημοσιοποιούνταν παλαιότερα μόνο στην έκθεση διαχείρισης και τα κράτη μέλη είχαν την επιλογή να εξαιρούν τη δημοσιοποίησή τους. Προκειμένου να βελτιωθεί ακόμη περισσότερο η διαφάνεια, καθίσταται επιπλέον υποχρεωτική για όλες τις επιχειρήσεις ανεξαρτήτως μεγέθους η δημοσιοποίηση συναλλαγών με συνδεόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών μεταξύ εξ ολοκλήρου ελεγχόμενων θυγατρικών στις αντίστοιχες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις τους. Παλαιότερα, τα κράτη μέλη μπορούσαν να εξαιρούν τη δημοσιοποίησή τους ανεξαρτήτως του μεγέθους της επιχείρησης.

4.5. Κεφάλαιο 5 – Έκθεση διαχείρισης

Δεν επήλθαν ουσιαστικές αλλαγές στις διατάξεις που διέπουν το περιεχόμενο της εν λόγω έκθεσης σε σύγκριση με τα προβλεπόμενα επί του παρόντος στην τέταρτη οδηγία 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου και στην έβδομη οδηγία 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου.

4.6. Κεφάλαιο 6 – Ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις

Στο εν λόγω κεφάλαιο συγκεντρώνονται οι διατάξεις της έβδομης οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τους ενοποιημένους λογαριασμούς, και δημιουργείται έτσι μία ενιαία οδηγία για τη μορφή και το περιεχόμενο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων.

Προκειμένου να απλουστευθεί το κείμενο και να αποφευχθούν οι επαναλήψεις, μεγάλα τμήματα του κειμένου της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ διαγράφηκαν και αντικαταστήθηκαν από την αρχή σύμφωνα με την οποία κατά την κατάρτιση ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων πρέπει να ακολουθείται η λογιστική μεταχείριση στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις λαμβάνοντας υπόψη τις αναγκαίες προσαρμογές που υπαγορεύονται από τις ιδιομορφίες των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων σε σύγκριση με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις.

Οι ουσιαστικές αλλαγές που επήλθαν σε σύγκριση με τις ισχύουσες επί του παρόντος διατάξεις της τέταρτης οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της έβδομης οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου είναι οι εξής:

Η διαμόρφωση δέσμης εναρμονισμένων κριτηρίων ενοποίησης. Σύμφωνα με το άρθρο 23, ενοποίηση θα απαιτείται σε περίπτωση που μία επιχείρηση ασκεί κυριαρχική επιρροή ή έλεγχο σε κάποια άλλη ή όταν οι επιχειρήσεις υπάγονται σε ενιαία διεύθυνση. Παλαιότερα, τα κράτη μέλη μπορούσαν να επιλέξουν εάν θα προέβαιναν σε ενοποίηση ή όχι σε αυτές τις περιπτώσεις.

Το άρθρο 24 εξαιρεί τους μικρούς ομίλους από την απαίτηση κατάρτισης ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, ενώ παλαιότερα τα κράτη μέλη είχαν την επιλογή να εξαιρούν ή όχι τις εν λόγω επιχειρήσεις. Με τον τρόπο αυτόν εναρμονίζεται η εξαίρεση σε ολόκληρη την ΕΕ και μειώνονται οι διοικητικές επιβαρύνσεις σύμφωνα πάντοτε με την προσέγγιση που υιοθετήθηκε για τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις μικρών επιχειρήσεων.

Καταργήθηκε η δυνατότητα επιλογής των κρατών μελών να επιτρέπουν τη λογιστική απεικόνιση των συγχωνεύσεων και την άμεση διαγραφή της φήμης και πελατείας στα αποθεματικά (αντίστοιχα άρθρα 20 και 30 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ) καθώς χρησιμοποιούνταν ελάχιστα. Η κατάργησή τους συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας πιο εναρμονισμένης δέσμης αρχών ενοποίησης. Το άρθρο 25 προβλέπει επίσης μεταχείριση βάσει αρχών για την αναγνώριση αρνητικής φήμης και πελατείας στα ενοποιημένα αποτελέσματα χρήσης.

4.7. Κεφάλαιο 7 – Δημοσίευση

Δεν επήλθαν ουσιαστικές αλλαγές στις διατάξεις δημοσίευσης σε σύγκριση με τα προβλεπόμενα επί του παρόντος στην τέταρτη οδηγία 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου και στην έβδομη οδηγία 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου.

4.8. Κεφάλαιο 8 – Έλεγχος

Οι γενικές απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 34 τροποποιήθηκαν ώστε να αντικατοπτρίζεται η προσέγγιση «Προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις» που διέπει ολόκληρη την πρόταση οδηγίας. Ως αποτέλεσμα, οι μικρές εταιρείες θα εξαιρούνται πλήρως από την υποχρέωση υποβολής σε έλεγχο στο πλαίσιο του εταιρικού δικαίου της ΕΕ. Το συγκεκριμένο άρθρο προβλέπει ακόμη ότι οι οντότητες δημοσίου συμφέροντος θα υπόκεινται σε υποχρεωτικό έλεγχο, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους.

Μία προσθήκη στο άρθρο 35 παράγραφος 3 αποσαφηνίζει τον τρόπο εφαρμογής των απαιτήσεων ελέγχου σε ομίλους επιχειρήσεων.

4.9. Κεφάλαιο 9 – Υποβολή εκθέσεων για πληρωμές προς κυβερνήσεις

Θεσπίζονται νέες απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων για μεγάλες εταιρείες και οντότητες δημοσίου συμφέροντος που δραστηριοποιούνται στους κλάδους της εξορυκτικής βιομηχανίας ή της υλοτόμησης πρωτογενών δασών. Για κάθε χώρα στην οποία αναπτύσσουν δραστηριότητες, θα δημοσιοποιούν σε ετήσια βάση, εφόσον ο όγκος είναι σημαντικός για τη δικαιούχο κυβέρνηση, τις πληρωμές που καταβάλλουν στις κυβερνήσεις κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους, και, εφόσον οι πληρωμές έχουν συνδεθεί με ένα έργο, τις πληρωμές για κάθε έργο. Όπου απαιτείται, θα συντάσσονται ενοποιημένες εκθέσεις. Σε περίπτωση σύνταξης ενοποιημένης έκθεσης, εξαιρούνται οι θυγατρικές και η μητρική εταιρεία που συντάσσουν την έκθεση. Η έκθεση θα δημοσιεύεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κεφαλαίου 2 της οδηγίας 2009/101/ΕΚ.

4.10. Κεφάλαιο 10 – Τελικές διατάξεις

Η επιτροπή συνεργασίας που συστάθηκε δυνάμει της τέταρτης οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου έχει καταστεί άνευ αντικειμένου και δεν προβλέπεται πλέον στην πρόταση οδηγίας.

Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές εξελίξεις και ο πληθωρισμός, το άρθρο 42 θα παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να αναθεωρεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα τα κατώτατα όρια για τον καθορισμό του μεγέθους των επιχειρήσεων που περιέχονται στο άρθρο 3. Αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να διατηρείται στο πέρασμα του χρόνου η πραγματική αξία των κατώτατων ορίων.

Η Επιτροπή πρέπει επίσης να έχει την εξουσία να επικαιροποιεί τις κατηγορίες οντοτήτων που περιέχονται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη τυχόν αλλαγές στα κράτη μέλη.

Είναι αναγκαίο να εξειδικευθεί και αναπτυχθεί περαιτέρω η ιδέα της σημαντικότητας των πληρωμών ώστε να διασφαλιστεί το σχετικό και ενδεδειγμένο επίπεδο δημοσιοποίησης των πληρωμών από την εξορυκτική βιομηχανία και τις επιχειρήσεις υλοτόμησης πρωτογενών δασών προς τις κυβερνήσεις. Είναι σκόπιμο να χρησιμοποιούνται κατ’εξουσιοδότηση πράξεις, ώστε να διασφαλιστούν τεχνικώς άρτιοι και αποτελεσματικοί κανόνες, που επιτρέπουν στην Επιτροπή να λάβει υπόψη όλη τη διαθέσιμη εμπειρογνωμοσύνη.

Το ακριβές πεδίο εφαρμογής και οι όροι των εν λόγω εκχωρούμενων εξουσιών οριοθετούνται προσεκτικά στο άρθρο 42.

Τέλος, το νέο άρθρο 46 διευκρινίζει ότι, κατά γενικό κανόνα, οι οντότητες δημόσιου συμφέροντος δεν θα έχουν, καταρχήν, δικαίωμα στις εξαιρέσεις που προβλέπει η οδηγία.

2011/0308 (COD)

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 50 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

5. Η ανακοίνωση της Επιτροπής «Έξυπνη νομοθεσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση»[18] επιδιώκει την κατάρτιση και θέσπιση κανονιστικών ρυθμίσεων της υψηλότερης δυνατής ποιοτικής στάθμης οι οποίες να συμμορφώνονται με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι οι διοικητικές επιβαρύνσεις είναι ανάλογες των επιδιωκόμενων οφελών. Η ανακοίνωση της Επιτροπής «Προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις» - «Μια ‘Small Business Act’ για την Ευρώπη (SBA)[19], που εγκρίθηκε τον Ιούνιο του 2008 και αναθεωρήθηκε τον Φεβρουάριο του 2011[20], αναγνωρίζει τον κεντρικό ρόλο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) στην οικονομία της ΕΕ και επιδιώκει τη βελτίωση της συνολικής προσέγγισης όσον αφορά την επιχειρηματικότητα και την καθιέρωση της αρχής « προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις » στη χάραξη πολιτικής, από τις νομοθετικές ρυθμίσεις έως τις δημόσιες υπηρεσίες. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 24ης και 25ης Μαρτίου 2011[21] χαιρέτισε την πρόθεση της Επιτροπής να παρουσιάσει την Πράξη για την Ενιαία Αγορά η οποία περιλαμβάνει μέτρα που δημιουργούν ανάπτυξη και απασχόληση και τα οποία οδηγούν σε απτά αποτελέσματα για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Η «Πράξη για την Ενιαία αγορά»[22], που εγκρίθηκε τον Απρίλιο του 2011, προτείνει την απλοποίηση των οδηγιών για τα λογιστικά πρότυπα όσον αφορά τις υποχρεώσεις χρηματοοικονομικής ενημέρωσης και τη μείωση των διοικητικών περιορισμών, ιδίως αυτών που αφορούν τις ΜΜΕ. Η στρατηγική Ευρώπη 2020[23] για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη επιδιώκει τη μείωση του διοικητικού φόρτου και τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ιδίως για τις ΜΜΕ, και την προώθηση της διεθνοποίησης των ΜΜΕ. Το προαναφερόμενο ζητά τη μείωση των συνολικών κανονιστικών επιβαρύνσεων, κυρίως για τις ΜΜΕ τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, και προτείνει μέτρα για την αύξηση της παραγωγικότητας όπως εξάλειψη της γραφειοκρατίας και βελτίωση του κανονιστικού πλαισίου για τις ΜΜΕ. Η παρούσα πρόταση λαμβάνει υπόψη το πρόγραμμα βελτίωσης της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και ιδίως την ανακοίνωση «Έξυπνη νομοθεσία στην ΕΕ» του Οκτωβρίου 2010[24].

6. Στις 18 Δεκεμβρίου 2008, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε μη νομοθετικό ψήφισμα σχετικά με τις λογιστικές απαιτήσεις όσον αφορά τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και ιδίως τις πολύ μικρές επιχειρήσεις[25], στο οποίο αναφέρει ότι οι οδηγίες 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ είναι συχνά επαχθείς για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και ιδίως για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, και καλεί την Επιτροπή να συνεχίσει τις προσπάθειές της για την αναθεώρησή τους.

7. O συντονισμός των εθνικών διατάξεων που αφορούν τη διάρθρωση και το περιεχόμενο των ετησίων οικονομικών καταστάσεων και των εκθέσεων διαχείρισης, των χρησιμοποιούμενων βάσεων επιμέτρησης, καθώς και τη δημοσιότητα των εγγράφων αυτών, ιδίως της ανωνύμου επιχείρησης και της επιχείρησης περιορισμένης ευθύνης, έχει ιδιαίτερη σημασία για την προστασία των μετόχων, των εταίρων τους και των τρίτων. Επιβάλλεται ταυτόχρονος συντονισμός στους τομείς αυτούς για τις μορφές αυτές των επιχειρήσεων εφόσον, αφενός, ορισμένες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη και, αφετέρου, παρέχουν ως μόνη εγγύηση έναντι των τρίτων την εταιρική τους περιουσία.

8. Υπάρχει σημαντικός αριθμός ομόρρυθμων και ετερόρρυθμων εταιρειών, στις οποίες όλοι οι απεριόριστα ευθυνόμενοι εταίροι είναι ανώνυμες εταιρείες ή εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, και πρέπει, επομένως, να υπόκεινται στα μέτρα συντονισμού της παρούσας οδηγίας.

9. Είναι επίσης χρήσιμη η θέσπιση στην Ένωση ισοδυνάμων ελαχίστων νομικών προϋποθέσεων σχετικά με την έκταση των δημοσιευόμενων οικονομικών πληροφοριών από τις ανταγωνιστικές επιχειρήσεις.

10. Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις επιβάλλεται να δίνουν την πραγματική εικόνα του ενεργητικού και του παθητικού της επιχείρησης, της οικονομικής της θέσης και των κερδών ή ζημιών. Για το σκοπό αυτό, πρέπει να καθιερωθούν υποχρεωτικά υποδείγματα για τον ισολογισμό και το λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης και πρέπει να καθιερωθεί ένα ελάχιστο περιεχόμενο για το προσάρτημα και την έκθεση διαχείρισης. Σύμφωνα με την αρχή «Προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις», οι απαιτήσεις αναγκαστικού χαρακτήρα για τις μικρές επιχειρήσεις πρέπει να εναρμονιστούν πλήρως στη νομοθεσία. Για να αποφευχθεί η δυσανάλογη επιβάρυνση των οντοτήτων αυτών, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν την παρουσίαση περαιτέρω στοιχείων. Τα κράτη μέλη μπορούν, ωστόσο, να επιβάλλουν περαιτέρω απαιτήσεις στις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις.

11. Οι μικρές, μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις πρέπει να ορίζονται και να διακρίνονται βάσει του συνόλου του ενεργητικού, του κύκλου εργασιών και του μέσου αριθμού υπαλλήλων, καθώς τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν κατά κανόνα με αντικειμενικό τρόπο το μέγεθος της εκάστοτε επιχείρησης.

12. Προκειμένου να διασφαλιστεί η δημοσιοποίηση συγκρίσιμων και ισότιμων πληροφοριών, οι αρχές της αναγνώρισης και της επιμέτρησης πρέπει να περιλαμβάνουν επιπλέον το τεκμήριο ότι η επιχείρηση συνεχίζει τις δραστηριότητές της, τη σύνεση και τη λογιστική απεικόνιση σε δεδουλευμένη βάση. Δεν επιτρέπονται συμψηφισμοί μεταξύ ενεργητικού και παθητικού και εσόδων και δαπανών, ενώ τα επιμέρους στοιχεία ενεργητικού και παθητικού πρέπει να αποτιμώνται ξεχωριστά. Η απεικόνιση των στοιχείων στις οικονομικές καταστάσεις πρέπει να λαμβάνει υπόψη της την οικονομική πραγματικότητα ή την εμπορική υπόσταση της σχετικής συναλλαγής ή του σχετικού διακανονισμού. Την αναγνώριση, την επιμέτρηση, την απεικόνιση και τη δημοσιοποίηση στις οικονομικές καταστάσεις πρέπει να διέπει η αρχή της σημαντικότητας.

13. Τα στοιχεία που αναγνωρίζονται στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις πρέπει να αποτιμώνται βάσει της αρχής της τιμής κτήσης ή του κόστους παραγωγής ώστε να διασφαλίζεται η αξιοπιστία των πληροφοριών που περιέχονται στις οικονομικές καταστάσεις. Πρέπει να παρέχεται, πάντως, στα κράτη μέλη η δυνατότητα να επιτρέπουν στις επιχειρήσεις, ή να απαιτούν από αυτές, να αποτιμούν εκ νέου τα πάγια στοιχεία ώστε να παρέχονται στους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων χρησιμότερες πληροφορίες.

14. Η συγκρισιμότητα των χρηματοοικονομικών πληροφοριών σε ολόκληρη την Κοινότητα καθιστά αναγκαία την εισαγωγή από τα κράτη μέλη ενός συστήματος λογιστικής αποτίμησης ορισμένων χρηματοπιστωτικών μέσων στην εύλογη αξία. Επιπλέον, τα συστήματα λογιστικής αποτίμησης στην εύλογη αξία παρέχουν πληροφορίες που μπορεί να φανούν χρησιμότερες στους χρήστες οικονομικών καταστάσεων σε σχέση με τις πληροφορίες που βασίζονται στην τιμή κτήσης ή στο κόστος παραγωγής. Συνεπώς, τα κράτη μέλη πρέπει να επιτρέπουν σε όλες τις επιχειρήσεις ή κατηγορίες επιχειρήσεων να υιοθετούν σύστημα λογιστικής αποτίμησης στην εύλογη αξία για τις ετήσιες και για τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις ή μόνο για τις δεύτερες. Επιπλέον, τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιτρέπουν ή να απαιτούν τη λογιστική αποτίμηση στην εύλογη αξία στοιχείων του ενεργητικού, πλην των χρηματοπιστωτικών μέσων.

15. Καθίσταται αναγκαία η χρήση μίας μόνο διάρθρωσης ισολογισμού ώστε να μπορούν οι χρήστες οικονομικών καταστάσεων να συγκρίνουν την οικονομική θέση επιχειρήσεων εντός της Ένωσης. Τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν, πάντως, τη δυνατότητα να επιτρέπουν στις επιχειρήσεις, ή να απαιτούν από αυτές, να τροποποιούν τη διάρθρωση και να παρουσιάζουν ισολογισμό στον οποίον διακρίνονται τα τρέχοντα από τα μη τρέχοντα στοιχεία. Πρέπει να επιτραπεί η χρήση διάρθρωσης αποτελεσμάτων χρήσης που θα απεικονίζει το είδος των δαπανών και διάρθρωσης αποτελεσμάτων χρήσης που θα απεικονίζει τη λειτουργία των δαπανών. Τα κράτη μέλη πρέπει να ορίζουν εάν και πότε θα χρησιμοποιείται η μία από τις δύο διαρθρώσεις ή αμφότερες. Τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν ακόμη το δικαίωμα να επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να δημοσιοποιούν κατάσταση επίδοσης αντί αποτελεσμάτων χρήσης η οποία θα καταρτίζεται σύμφωνα με μία από τις επιτρεπόμενες διαρθρώσεις. Πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα απλούστευσης των απαιτούμενων διαρθρώσεων για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

16. Για λόγους συγκρισιμότητας, πρέπει να παρέχεται κοινό πλαίσιο για την αναγνώριση, την επιμέτρηση και τη λογιστική απεικόνιση, μεταξύ άλλων, των διορθώσεων αξιών, της φήμης και πελατείας, των προβλέψεων, των αποθεμάτων και των κυκλοφορούντων στοιχείων ενεργητικού, καθώς και εσόδων ή δαπανών ιδιαίτερου ύψους ή ιδιαίτερης συχνότητας.

17. Οι πληροφορίες που απεικονίζονται στον ισολογισμό και στα αποτελέσματα χρήσης πρέπει να συμπληρώνονται από πληροφορίες που δημοσιοποιούνται στο προσάρτημα. Οι χρήστες οικονομικών καταστάσεων δεν χρειάζονται κατά κανόνα πρόσθετες πληροφορίες από τις μικρές επιχειρήσεις. Ενδέχεται δε, επιπλέον, να είναι δαπανηρό για τις μικρές επιχειρήσεις να συλλέγουν τις πρόσθετες πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται. Δικαιολογείται, επομένως, η εφαρμογή καθεστώτος περιορισμένης δημοσιοποίησης για τις μικρές επιχειρήσεις. Πάντως, εάν μία μικρή επιχείρηση κρίνει σκόπιμο να δημοσιοποιήσει πρόσθετες πληροφορίες που εμπίπτουν στις κατηγορίες πληροφοριών που απαιτούνται από τις μεσαίες και τις μεγάλες επιχειρήσεις, μπορεί κάλλιστα να το πράξει.

18. Οι χρήστες οικονομικών καταστάσεων που καταρτίζονται από μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις έχουν κατά κανόνα ιδιαίτερες ανάγκες ενημέρωσης. Ως εκ τούτου, σε ορισμένους τομείς πρέπει να δημοσιοποιούνται πρόσθετα στοιχεία. Εξαίρεση από κάποιες εξ αυτών των υποχρεώσεων δημοσιοποίησης δικαιολογείται εφόσον κρίνονται επιζήμιες για κάποια άτομα ή για την επιχείρηση.

19. Η έκθεση διαχείρισης και η ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης αποτελούν σημαντικά στοιχεία χρηματοοικονομικής πληροφόρησης. Πρέπει να παρέχουν πραγματική εικόνα της εξέλιξης των εργασιών της επιχείρησης και της θέσης της, κατά τρόπο που να συμβαδίζει με το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των εργασιών της. Οι πληροφορίες δεν πρέπει να περιορίζονται στις οικονομικές πτυχές των εργασιών της επιχείρησης. Πρέπει επιπλέον να γίνεται ανάλυση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών πτυχών των εργασιών που είναι αναγκαίες για την κατανόηση της ανάπτυξης, της επίδοσης ή της θέσης της επιχείρησης. Στις περιπτώσεις στις οποίες η ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης και η έκθεση διαχείρισης της μητρικής επιχείρησης υποβάλλονται σε μια ενιαία έκθεση, είναι ενδεχομένως σκόπιμο να δίδεται μεγαλύτερη έμφαση στα θέματα που είναι σημαντικά για όλες τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση συνολικά. Έχοντας, πάντως, υπόψη τις πιθανές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται στις μεσαίες επιχειρήσεις, είναι σκόπιμο τα κράτη μέλη να μπορούν να έχουν την επιλογή να απαλλάσσουν τις επιχειρήσεις αυτές από την υποχρέωση δημοσιοποίησης μη οικονομικών πληροφοριών στην έκθεση διαχείρισής τους.

20. Τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να απαλλάσσουν τις μικρές επιχειρήσεις από την υποχρέωση κατάρτισης έκθεσης διαχείρισης εφόσον παραθέτουν, στο προσάρτημα, τις ενδείξεις που αναφέρονται στην απόκτηση ιδίων μετοχών όπως προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφος 2 της δεύτερης οδηγίας 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 1976 περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιρειών κατά την έννοια του άρθρου 58 δεύτερη παράγραφο της Συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά την σύσταση της ανωνύμου εταιρείας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της[26].

21. Δεδομένου ότι οι οντότητες δημοσίου συμφέροντος μπορεί να έχουν κυρίαρχο ρόλο στις οικονομίες στις οποίες δραστηριοποιούνται, οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με τη δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης πρέπει να ισχύουν για όλες τις οντότητες δημοσίου συμφέροντος.

22. Σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων αποτελούν μέρος συνόλων επιχειρήσεων. Προκειμένου να έρχονται εις γνώσιν των εταίρων και των τρίτων οικονομικές πληροφορίες για αυτά τα σύνολα των επιχειρήσεων, πρέπει να συντάσσονται ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις. Συνεπώς, επιβάλλεται η εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών για τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις προκειμένου να υλοποιηθούν οι στόχοι της δυνατότητας σύγκρισης και της ισοδυναμίας αυτών των πληροφοριών.

23. Οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις πρέπει, καταρχήν, να παρουσιάζουν τις δραστηριότητες της μητρικής επιχείρησης και των θυγατρικών της ως ενιαίας οικονομικής οντότητας (ομίλου). Οι επιχειρήσεις που ελέγχονται από τη μητρική επιχείρηση πρέπει να θεωρούνται θυγατρικές επιχειρήσεις. Ο έλεγχος πρέπει να βασίζεται στην κατοχή της πλειοψηφίας των δικαιωμάτων ψήφου. Έλεγχος μπορεί να γίνεται, πάντως, και σε συμφωνίες με μετόχους ή μέλη. Σε ορισμένες περιστάσεις, η διενέργεια αποτελεσματικού ελέγχου είναι δυνατή ακόμη και όταν η μητρική επιχείρηση κατέχει τη μειοψηφία των μετοχών στη θυγατρική. Τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν από τις επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται σε σχέση ελέγχου, να υπάγονται σε ενιαία διεύθυνση ή να συμπεριλαμβάνουν στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις κοινά διοικητικά, διαχειριστικά ή εποπτικά όργανα.

24. Η θυγατρική επιχείρηση που είναι η ίδια μητρική επιχείρηση οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις. Εντούτοις, τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να απαλλάσσουν τη μητρική επιχείρηση, σε ορισμένες περιπτώσεις, από την υποχρέωση κατάρτισης παρόμοιων ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, υπό την προϋπόθεση ότι οι εταίροι και οι τρίτοι προστατεύονται επαρκώς.

25. Οι μικροί όμιλοι πρέπει να απαλλάσσονται από την υποχρέωση κατάρτισης ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων δεδομένου ότι οι χρήστες οικονομικών καταστάσεων μικρών επιχειρήσεων δεν έχουν ιδιαίτερες ανάγκες ενημέρωσης και ότι είναι ενδεχομένως δαπανηρή η κατάρτιση ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων πλέον των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων των μητρικών και θυγατρικών επιχειρήσεων. Τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν το δικαίωμα να εξαιρούν τους μεσαίους ομίλους από την υποχρέωση κατάρτισης ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων για τους ίδιους λόγους κόστους/οφέλους.

26. Η ενοποίηση επιτάσσει την πλήρη αναγραφή των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, των εσόδων και των εξόδων αυτών των επιχειρήσεων, την ξεχωριστή μνεία των μη ελεγχουσών συμμετοχών στον ενοποιημένο ισολογισμό στα ίδια κεφάλαια και την ξεχωριστή μνεία των μη ελεγχουσών συμμετοχών στα κέρδη ή τις ζημίες του ομίλου στα ενοποιημένα αποτελέσματα χρήσης. Εντούτοις, πρέπει να γίνονται οι αναγκαίες διορθώσεις για την εξάλειψη των αποτελεσμάτων που οφείλονται στις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των ενοποιούμενων επιχειρήσεων. Ιδίως, οι υποχρεώσεις και οι απαιτήσεις μεταξύ των επιχειρήσεων, τα έσοδα και έξοδα που προέρχονται από συναλλαγές μεταξύ των επιχειρήσεων και τα κέρδη και οι ζημίες από συναλλαγές μεταξύ των επιχειρήσεων, εφόσον περιέχονται στη λογιστική αξία των στοιχείων του ενεργητικού, απαλείφονται από τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις.

27. Οι αρχές της αναγνώρισης και της επιμέτρησης που ισχύουν για την κατάρτιση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων πρέπει να ισχύουν και για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων.

28. Οι συγγενείς επιχειρήσεις πρέπει να περιλαμβάνονται στους ενοποιημένους λογαριασμούς με βάση τη μέθοδο της καθαρής θέσης. Τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν το δικαίωμα να επιτρέπουν στις επιχειρήσεις με ενιαία διεύθυνση, ή να απαιτούν από αυτές να ενοποιούνται αναλογικά στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις.

29. Οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις πρέπει να περιλαμβάνουν όλες τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται στο προσάρτημα για όλες τις επιχειρήσεις που συμμετέχουν στην ενοποίηση συνολικά. Η επωνυμία, η έδρα και οι συμμετοχές του ομίλου στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων πρέπει επίσης να δημοσιοποιούνται για τις θυγατρικές, τις συγγενείς επιχειρήσεις, τις επιχειρήσεις με ενιαία διεύθυνση και τις συμμετοχές.

30. Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις όλων των επιχειρήσεων στις οποίες έχει εφαρμογή η παρούσα οδηγία πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με την οδηγία 2009/101/ΕΚ. Σκόπιμη κρίνεται, πάντως, η θέσπιση ορισμένων παρεκκλίσεων και σε αυτόν τον τομέα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

31. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται εντόνως να αναπτύξουν συστήματα ηλεκτρονικής δημοσίευσης που θα επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να υποβάλλουν λογιστικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεωτικών οικονομικών καταστάσεων, άπαξ και σε μορφή που θα επιτρέπει σε πολλούς χρήστες να έχουν πρόσβαση και να χρησιμοποιούν εύκολα τα στοιχεία. Τα συστήματα αυτά δεν θα πρέπει, πάντως, να είναι επαχθή για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

32. Τα μέλη των διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών οργάνων μιας επιχείρησης πρέπει, ως ελάχιστη απαίτηση, να είναι συλλογικά υπεύθυνα έναντι της επιχείρησης για την κατάρτιση και τη δημοσίευση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων και των εκθέσεων διαχείρισης. Η ίδια προσέγγιση πρέπει να προβλέπεται και για τα μέλη των διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών οργάνων επιχειρήσεων που καταρτίζουν τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις. Τα όργανα αυτά ενεργούν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που τους παρέχει το εθνικό δίκαιο. Τούτο δεν θα πρέπει να εμποδίσει τα κράτη μέλη να προχωρήσουν περαιτέρω και να προβλέψουν διατάξεις άμεσης ευθύνης έναντι των μετόχων και άλλων ενδιαφερομένων.

33. Η ευθύνη για την κατάρτιση και δημοσίευση ετήσιων οικονομικών καταστάσεων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων καθώς και εκθέσεων διαχείρισης και ενοποιημένων εκθέσεων διαχείρισης απορρέει από το εθνικό δίκαιο. Στα μέλη των διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών οργάνων θα πρέπει να εφαρμόζονται κατάλληλοι κανόνες για την ευθύνη που θεσπίζονται από κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη διακριτική ευχέρεια να καθορίζουν την έκταση της ευθύνης.

34. Με στόχο την προώθηση αξιόπιστων διαδικασιών σύνταξης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα μέλη του οργάνου της επιχείρησης που είναι αρμόδιο για την προετοιμασία των εν λόγω καταστάσεων της επιχείρησης θα πρέπει να έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν ότι τα χρηματοοικονομικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις και στις ετήσιες εκθέσεις διαχείρισης της επιχείρησης παρουσιάζονται με ειλικρινή και δίκαιο τρόπο.

35. Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις πρέπει να αποτελούν αντικείμενο ελέγχου. Η βασική απαίτηση ότι η γνώμη του ελεγκτή πρέπει να αναφέρει κατά πόσον οι ετήσιες ή ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις παρέχουν πιστή και πραγματική εικόνα της επιχείρησης σύμφωνα με το σχετικό πλαίσιο χρηματοοικονομικής πληροφόρησης δεν αποτελεί περιορισμό της έκτασης της εν λόγω γνώμης, αλλά διευκρινίζει το γενικότερο πλαίσιο εντός του οποίου εκφράζεται. Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις μικρών επιχειρήσεων δεν πρέπει να υπόκεινται στην υποχρέωση υποβολής σε έλεγχο, καθώς ο έλεγχος είναι πιθανό να αποτελεί σημαντική διοικητική επιβάρυνση για τη συγκεκριμένη κατηγορία επιχειρήσεων, ενώ για πολλές μικρές επιχειρήσεις τα ίδια άτομα είναι ταυτόχρονα μέτοχοι και διοίκηση και ως εκ τούτου δεν έχουν μεγάλη ανάγκη για επιβεβαίωση των οικονομικών καταστάσεων από τρίτους.

36. Με γνώμονα τη βελτίωση της διαφάνειας των πληρωμών προς κυβερνήσεις, οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι οντότητες δημοσίου συμφέροντος που δραστηριοποιούνται στους τομείς της εξόρυξης ή της υλοτόμησης πρωτογενών δασών[27] πρέπει να δημοσιοποιούν σε ξεχωριστή έκθεση και σε ετήσια βάση σημαντικές πληρωμές που καταβάλλουν στις κυβερνήσεις των χωρών στις οποίες δραστηριοποιούνται. Τέτοιου είδους επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε χώρες πλούσιες σε φυσικούς πόρους, και συγκεκριμένα σε μεταλλεύματα, πετρέλαιο, φυσικό αέριο καθώς και πρωτογενή δάση. Η έκθεση πρέπει να περιλαμβάνει τύπους πληρωμών συγκρίσιμους με αυτούς που δημοσιοποιεί μία επιχείρηση η οποία συμμετέχει στην πρωτοβουλία διαφάνειας για την εξορυκτική βιομηχανία (EITI). Η πρωτοβουλία συμπληρώνει επίσης το σχέδιο δράσης FLEGT της ΕΕ (επιβολή της δασικής νομοθεσίας, διακυβέρνηση και εμπόριο)[28] και τον κανονισμό για την ξυλεία[29] που απαιτούν από τους έμπορους προϊόντων ξυλείας να επιδεικνύουν επιμέλεια με σκοπό την αποτροπή της εισόδου στην αγορά της ΕΕ ξυλείας από παράνομη υλοτόμηση.

37. Στόχος της εν λόγω έκθεσης είναι να διευκολύνει τις κυβερνήσεις πλούσιων σε πόρους χωρών να εφαρμόζουν τις αρχές και τα κριτήρια της πρωτοβουλίας EITI[30] και να λογοδοτούν στους πολίτες τους για τις πληρωμές που λαμβάνουν από εξορυκτικές επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις υλοτόμησης πρωτογενών δασών οι οποίες δραστηριοποιούνται στο έδαφος των εν λόγω χωρών. Η έκθεση πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες οικονομικού περιεχομένου ανά χώρα και ανά έργο, όπου το έργο θεωρείται ως η κατώτατη μονάδα επιχειρησιακής πληροφόρησης στην οποία η επιχείρηση καταρτίζει τακτικές εκθέσεις εσωτερικής διαχείρισης, όπως παραχώρηση, γεωγραφική λεκάνη, κ.λπ. και όπου πληρωμές συνδέονται με έργα του είδους αυτού. Με γνώμονα τον γενικό στόχο της προαγωγής της χρηστής διακυβέρνησης στις χώρες αυτές, η σημαντικότητα των προς δημοσιοποίηση πληρωμών πρέπει να αξιολογείται σε σχέση με την εκάστοτε δικαιούχο κυβέρνηση. Είναι δυνατή η θέσπιση διαφόρων κριτηρίων σημαντικότητας όπως πληρωμές απόλυτων ποσών ή ποσοστιαίου κατώτατου ορίου (όπως πληρωμές που υπερβαίνουν ένα ποσοστό του ΑΕγχΠ της χώρας). Τα κριτήρια αυτά μπορούν να καθοριστούν με πράξη κατ’ εξουσιοδότηση. Το σύστημα υποβολής εκθέσεων θα πρέπει να υπόκειται σε επανεξέταση και στην υποβολή σχετικής έκθεσης από την Επιτροπή, εντός πέντε ετών από την έναρξη ισχύος της οδηγίας. Η επανεξέταση αυτή θα πρέπει να αφορά την αποτελεσματικότητα του συστήματος και να λαμβάνει υπόψη τις διεθνείς εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένων των ζητημάτων της ανταγωνιστικότητας και της ενεργειακής ασφάλειας. Θα πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη η πείρα όσων επεξεργάζονται τις πληροφορίες καθώς και των χρηστών των πληροφοριών για τις πληρωμές και να εξεταστεί αν θα ήταν σκόπιμο να συμπεριληφθούν πρόσθετες πληροφορίες για τις πληρωμές, όπως οι πραγματικοί φορολογικοί συντελεστές και τα στοιχεία του δικαιούχου, π.χ. στοιχεία τραπεζικών λογαριασμών.

38. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της συνόδου κορυφής του G8 του Μαΐου 2011 στη Ντοβίλ και με σκοπό την προώθηση συνθηκών ισότιμου ανταγωνισμού, η Επιτροπή θα πρέπει να συνεχίσει να ενθαρρύνει όλους τους διεθνείς εταίρους να εισαγάγουν παρόμοιες απαιτήσεις. Η συνέχιση των εργασιών σχετικά με το σχετικό διεθνές λογιστικό πρότυπο έχει ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο αυτό.

39. Προκειμένου να ληφθούν υπόψη μελλοντικές αλλαγές στις νομοθεσίες των κρατών μελών και στη νομοθεσία της Ένωσης όσον αφορά τις κατηγορίες εταιρειών, η Επιτροπή πρέπει να έχει την αρμοδιότητα να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης σχετικά με την επικαιροποίηση των καταλόγων επιχειρήσεων που περιέχονται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ. Η χρήση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων χρειάζεται επίσης για την προσαρμογή των κριτηρίων μεγέθους των επιχειρήσεων, καθώς με την πάροδο του χρόνου ο πληθωρισμός θα διαβρώσει την πραγματική τους αξία. Έχει ιδιαίτερη σημασία να προβαίνει η Επιτροπή σε κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού έργου της, επίσης σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Προκειμένου να διασφαλιστεί συναφές και κατάλληλο επίπεδο δημοσιοποίησης πληρωμών προς κυβερνήσεις εκ μέρους της εξορυκτικής βιομηχανίας και των επιχειρήσεων υλοτόμησης πρωτογενών δασών, και να εξασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή πρέπει να έχει την εξουσία να εγκρίνει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της συνθήκης σχετικά με τον προσδιορισμό της έννοιας της σημαντικότητας των πληρωμών.

40. Κατά την προετοιμασία και τη σύνταξη κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και δέουσα διαβίβαση των συναφών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

41. Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, ήτοι η διευκόλυνση των διασυνοριακών επενδύσεων και η βελτίωση, στο επίπεδο της ΕΕ, της συγκρισιμότητας και της εμπιστοσύνης του κοινού στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις και εκθέσεις μέσω βελτιωμένων και με λογική συνέπεια δημοσιοποιούμενων στοιχείων, δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη και μπορούν, συνεπώς, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της παρούσας οδηγίας, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η τελευταία μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

42. Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Κεφάλαιο 1

Πεδίο εφαρμογησ, ορισμοι και κατηγοριεσ επιχειρησεων

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

43. Τα μέτρα συντονισμού που θεσπίζει η παρούσα οδηγία αφορούν:

α) τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών σχετικά με τις μορφές επιχειρήσεων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι,

β) τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών σχετικά με τις μορφές επιχειρήσεων που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ όταν όλοι οι απεριόριστα ευθυνόμενοι εταίροι είναι επιχειρήσεις των νομικών μορφών που αναφέρονται στο παράρτημα Ι ή επιχειρήσεις που δεν διέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους αλλά έχουν νομική μορφή ανάλογη εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 1 της οδηγίας 2009/101/ΕΚ,

γ) τις μορφές επιχειρήσεων που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ όπου όλα τα μέλη με απεριόριστη ευθύνη είναι:

(i) επιχειρήσεις των μορφών που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι ή επιχειρήσεις που δεν διέπονται από τους νόμους κράτους μέλους αλλά που έχουν νομική μορφή συγκρίσιμη με αυτές που απαριθμούνται στο άρθρο 1 της οδηγίας 2009/101/ΕΚ ή

(ii) επιχειρήσεις των μορφών που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ όπου όλα τα μέλη με απεριόριστη ευθύνη είναι τα ίδια επιχειρήσεις των μορφών που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι ή επιχειρήσεις που δεν διέπονται από τους νόμους κράτους μέλους αλλά που έχουν νομική μορφή ανάλογη εκείνων που απαριθμούνται στο άρθρο 1 της οδηγίας 2009/101/ΕΚ.

44. Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να τροποποιεί, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 42, τους καταλόγους επιχειρήσεων των παραρτημάτων Ι και ΙΙ που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

(1) «Οντότητες δημοσίου συμφέροντος»: οι οντότητες που διέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 13 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ[31]·

(2) «Συμμετοχή»: τα δικαιώματα επί του κεφαλαίου άλλων επιχειρήσεων, ενσωματωμένα ή όχι σε τίτλους, τα οποία δημιουργούν ένα σταθερό σύνδεσμο με αυτές και προορίζονται να συμβάλουν στη δραστηριότητα της επιχείρησης που είναι κάτοχος των δικαιωμάτων αυτών. Η κατοχή τμήματος του κεφαλαίου μιας επιχείρησης θεωρείται ότι σημαίνει «συμμετοχή» όταν το τμήμα τούτο υπερβαίνει το όριο που καθορίστηκε από τα κράτη μέλη, και το οποίο είναι χαμηλότερο ή ίσο του 20%·

(3) «Συνδεόμενο μέλος»: ορίζεται όπως στην περίπτωση του διεθνούς λογιστικού προτύπου 24 που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1126/2008·

(4) «Πάγιο ενεργητικό»: τα περιουσιακά στοιχεία που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν κατά τρόπο διαρκή για τους σκοπούς της επιχείρησης·

(5) «Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών»: τα ποσά που προέρχονται από την πώληση προϊόντων και την παροχή υπηρεσιών μετά την αφαίρεση των εκπτώσεων επί των πωλήσεων, του φόρου προστιθεμένης αξίας και των άλλων φόρων που συνδέονται άμεσα με τον κύκλο εργασιών·

(6) «Τιμή αγοράς»: η καταβλητέα τιμή και τα τυχόν πρόσθετα έξοδα·

(7) «Κόστος παραγωγής»: η τιμή αγοράς πρώτων υλών, αναλώσιμων και λοιπά έξοδα που σχετίζονται άμεσα με το συγκεκριμένο στοιχείο. Είναι δυνατή η συμπερίληψη εύλογου ποσοστού λοιπών εξόδων που σχετίζονται έμμεσα με το συγκεκριμένο στοιχείο στον βαθμό που συνδέονται με το χρονικό διάστημα παραγωγής. Δεν συμπεριλαμβάνονται τα έξοδα διανομής·

(8) «Διορθώσεις αξιών»: οι προσαρμογές που αποσκοπούν στη μέτρηση της οριστικής ή μη απαξίωσης των περιουσιακών στοιχείων, που διαπιστώθηκε κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού·

(9) «Μητρική επιχείρηση»: η επιχείρηση που ελέγχει μία ή περισσότερες θυγατρικές επιχειρήσεις·

(10) «Θυγατρική επιχείρηση»: η επιχείρηση που ελέγχεται από μητρική επιχείρηση·

(11) «Όμιλος»: η μητρική επιχείρηση και όλες οι θυγατρικές της που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση·

(12) «Συνδεδεμένες επιχειρήσεις»: δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις που συνδέονται μεταξύ τους εντός ενός ομίλου·

(13) «Συγγενής επιχείρηση»: η επιχείρηση στην οποία έχει συμμετοχή άλλη επιχείρηση και επί των λειτουργικών και οικονομικών πολιτικών της οποίας η άλλη επιχείρηση ασκεί σημαντική επιρροή. Τεκμαίρεται ότι μια επιχείρηση ασκεί σημαντική επιρροή σε άλλη επιχείρηση όταν κατέχει τουλάχιστον το 20% των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή εταίρων της άλλης επιχείρησης.

Άρθρο 3

Κατηγορίες επιχειρήσεων και ομίλων

45. Μικρές επιχειρήσεις είναι οι επιχειρήσεις οι οποίες κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού δεν υπερβαίνουν τα όρια δύο εκ των ακολούθων τριών κριτηρίων:

α) σύνολο ισολογισμού: 5.000.000 ευρώ·

β) καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 10.000.000 ευρώ·

γ) μέσος όρος απασχοληθέντων κατά τη διάρκεια της χρήσης: 50.

46. Μεσαίες επιχειρήσεις είναι οι επιχειρήσεις που δεν είναι μικρές και οι οποίες κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού δεν υπερβαίνουν τα όρια δύο εκ των ακολούθων τριών κριτηρίων:

α) σύνολο ισολογισμού: 20.000.000 ευρώ·

β) καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 40.000.000 ευρώ

γ) μέσος όρος απασχοληθέντων κατά τη διάρκεια της χρήσης: 250.

47. Μεγάλες επιχειρήσεις είναι οι επιχειρήσεις οι οποίες κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού υπερβαίνουν τα όρια δύο εκ των ακολούθων τριών κριτηρίων:

α) σύνολο ισολογισμού: 20.000.000 ευρώ

β) καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 40.000.000 EUR·

γ) μέσος όρος απασχοληθέντων κατά τη διάρκεια της χρήσης: 250.

48. Μικροί όμιλοι είναι οι μητρικές και θυγατρικές επιχειρήσεις που ενοποιημένες δεν υπερβαίνουν τα όρια δύο εκ των ακολούθων τριών κριτηρίων κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού της μητρικής επιχείρησης:

α) σύνολο ισολογισμού: 5.000.000 ευρώ

β) καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 10.000.000 ευρώ

γ) μέσος όρος απασχοληθέντων κατά τη διάρκεια της χρήσης: 50.

49. Μεσαίου μεγέθους όμιλοι είναι οι μητρικές και θυγατρικές επιχειρήσεις που δεν συνιστούν μικρούς ομίλους και που ενοποιημένες δεν ξεπερνούν τα όρια δύο εκ των ακολούθων τριών κριτηρίων κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού της μητρικής επιχείρησης:

α) σύνολο ισολογισμού: 20.000.000 ευρώ

β) καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 40.000.000 ευρώ

γ) μέσος όρος απασχοληθέντων κατά τη διάρκεια της χρήσης: 250.

50. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν να μην γίνεται, κατά τον υπολογισμό των ορίων που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 5 του παρόντος άρθρου, ο συμψηφισμός που προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο ούτε η διαγραφή που προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 7. Στην περίπτωση αυτή, τα όρια των κριτηρίων σχετικά με το σύνολο του ισολογισμού και το καθαρό ύψος του κύκλου εργασιών προσαυξάνονται κατά 20%.

51. Στην περίπτωση των κρατών μελών που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ, το ποσό σε εθνικό νόμισμα που είναι αντίστοιχο με τα ποσά που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 5 υπολογίζεται με βάση την ισοτιμία που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της οδηγίας στην οποία καθορίζονται τα ποσά αυτά.

52. Όταν κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού της, μία επιχείρηση υπερβαίνει ή παύει να υπερβαίνει τα όρια των δύο από τα τρία κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 5, επί δύο τουλάχιστον συνεχείς χρήσεις, το γεγονός τούτο συνεπάγεται την εφαρμογή των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

53. Το σύνολο ισολογισμού που αναφέρεται στις παραγράφους 1 έως 5 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει τα στοιχεία Α μέχρι Δ του ενεργητικού στη διάταξη του άρθρου 9.

54. Με γνώμονα την προσαρμογή στον πληθωρισμό, η Επιτροπή ανά τακτά χρονικά διαστήματα εξετάζει και, εφόσον απαιτείται, τροποποιεί, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις δυνάμει του άρθρου 42, τους ορισμούς που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 5 του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη τις τιμές του πληθωρισμού όπως δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Γενικές διαταξεισ και αρχεσ

Άρθρο 4

Γενικές διατάξεις

55. Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις αποτελούν ενιαίο σύνολο και περιλαμβάνουν για όλες τις επιχειρήσεις, κατ’ ελάχιστον, τον ισολογισμό, τα αποτελέσματα χρήσης και το προσάρτημα.

Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τις επιχειρήσεις, πλην των μικρών, να περιλαμβάνουν στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις και άλλες καταστάσεις πέραν των εγγράφων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

56. Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις καταρτίζονται με σαφήνεια και ανταποκρίνονται στην παρούσα οδηγία.

57. Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις παρέχουν την πραγματική εικόνα του ενεργητικού και παθητικού, της οικονομικής θέσης και των αποτελεσμάτων χρήσης της επιχείρησης. Στις περιπτώσεις στις οποίες η εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας δεν αρκεί για τη διαμόρφωση της πραγματικής εικόνας του ενεργητικού και παθητικού, της οικονομικής θέσης και των αποτελεσμάτων χρήσης της επιχείρησης, παρέχονται πρόσθετες πληροφορίες.

58. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες η εφαρμογή μιας διάταξης της παρούσας οδηγίας έρχεται σε σύγκρουση με την υποχρέωση της παραγράφου 3, επιτρέπεται η παρέκκλιση από τη διάταξη αυτή προκειμένου να αποδοθεί η πραγματική εικόνα του ενεργητικού και παθητικού, της οικονομικής θέσης και των αποτελεσμάτων χρήσης της επιχείρησης. Κάθε τέτοια παρέκκλιση αναφέρεται στο προσάρτημα και αιτιολογείται επαρκώς. Παρατίθενται οι επιδράσεις της στο ενεργητικό και παθητικό, στην οικονομική θέση και στα αποτελέσματα.

59. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τις επιχειρήσεις, πλην των μικρών, να δημοσιοποιούν στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις τους και άλλες πληροφορίες πέραν αυτών των οποίων απαιτείται η δημοσιοποίηση δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 5

Γενικές αρχές χρηματοοικονομικής πληροφόρησης

60. Τα στοιχεία που απεικονίζονται στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις αναγνωρίζονται και επιμετρούνται σύμφωνα με τις ακόλουθες γενικές αρχές:

α) η επιχείρηση τεκμαίρεται ότι συνεχίζει τις δραστηριότητές της

β) οι λογιστικές μέθοδοι και οι βάσεις αποτίμησης δεν μεταβάλλονται από μια χρήση σε άλλη

γ) η αναγνώριση και η επιμέτρηση γίνονται με σύνεση και ειδικότερα:

(i) μπορούν να αναγνωριστούν μόνο τα κέρδη που έχουν πραγματοποιηθεί κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού·

(ii) αναγνωρίζονται όλες οι υποχρεώσεις που προέκυψαν κατά τη διάρκεια του τρέχοντος ή προηγούμενων οικονομικών ετών, ακόμα και αν οι εν λόγω υποχρεώσεις καθίστανται εμφανείς κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας κλεισίματος του ισολογισμού και της ημερομηνίας κατάρτισής του·

(iii) αναγνωρίζονται αποσβέσεις, άσχετα αν το αποτέλεσμα της χρήσης είναι κέρδος ή ζημία·

δ) τα ποσά που αναγνωρίζονται στον ισολογισμό και στα αποτελέσματα χρήσης υπολογίζονται σε δεδουλευμένη βάση·

ε) ο ισολογισμός κατά την έναρξη κάθε χρήσης συμφωνεί με τον ισολογισμό κλεισίματος της προηγούμενης·

στ) το περιεχόμενο των λογαριασμών ενεργητικού και παθητικού αποτιμάται χωριστά·

ζ) απαγορεύεται οιοσδήποτε συμψηφισμός μεταξύ λογαριασμών ενεργητικού και παθητικού ή μεταξύ εσόδων και εξόδων.

η) κατά την αναγραφή των στοιχείων στα αποτελέσματα χρήσης και στον ισολογισμό λαμβάνεται υπόψη η ουσία της απεικονιζόμενης συναλλαγής ή διακανονισμού

θ) τα στοιχεία που αναγνωρίζονται στις οικονομικές καταστάσεις επιμετρούνται σύμφωνα με την αρχή της τιμής κτήσης ή του κόστους παραγωγής

ι) η αναγνώριση, επιμέτρηση, απεικόνιση και δημοσιοποίηση στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις λαμβάνει υπόψη τη σημαντικότητα των συναφών στοιχείων.

61. Εκτός από τα ποσά που αναγνωρίζονται δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο γ) σημείο (ii), τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν ή να απαιτούν να αναγνωρίζονται όλες οι προβλεπόμενες υποχρεώσεις και πιθανές ζημίες που προέκυψαν κατά τη διάρκεια του τρέχοντος ή των προηγούμενων οικονομικών ετών, ακόμη και αν οι εν λόγω υποχρεώσεις ή ζημίες καθίστανται εμφανείς μόνον κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας κλεισίματος του ισολογισμού και της ημερομηνίας κατάρτισής του.

62. Παρεκκλίσεις από τις γενικές αυτές αρχές επιτρέπονται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, προκειμένου να αποδοθεί η πραγματική εικόνα του ενεργητικού και παθητικού, της οικονομικής θέσης και των αποτελεσμάτων χρήσης της επιχείρησης. Κάθε τέτοια παρέκκλιση αναγράφεται στο προσάρτημα, αιτιολογείται και γίνεται εκτίμηση της επίδρασής της στις απαιτήσεις και τις υποχρεώσεις, την οικονομική θέση και τα αποτελέσματα.

Άρθρο 6

Εναλλακτική βάση επιμέτρησης πάγιων στοιχείων του ενεργητικού σε αναπροσαρμοσμένα ποσά

63. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 5 παράγραφος 1 σημείο (i), τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν σε όλες τις επιχειρήσεις, ή σε ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων, ή να απαιτούν από αυτές, επιμέτρηση πάγιων στοιχείων του ενεργητικού σε αναπροσαρμοσμένα ποσά. Σε περίπτωση που η εθνική νομοθεσία προβλέπει την επιμέτρηση αυτή, καθορίζει το περιεχόμενο και τα όριά της, καθώς και τους κανόνες εφαρμογής της.

64. Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 1, το ποσό της διαφοράς μεταξύ της επιμέτρησης βάσει της τιμής κτήσης ή του κόστους παραγωγής και της επιμέτρησης βάσει αναπροσαρμογής εγγράφεται στο «αποθεματικό αναπροσαρμογής» στα «Ίδια κεφάλαια».

Το «αποθεματικό αναπροσαρμογής», μπορεί να κεφαλαιοποιείται οποτεδήποτε εν όλω ή εν μέρει.

Το «αποθεματικό αναπροσαρμογής» μειώνεται στο μέτρο που τα κονδύλια τα οποία το αποτελούν δεν είναι πλέον απαραίτητα για την εφαρμογή της βάσης αναπροσαρμογής της λογιστικής αξίας. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν κανόνες για τη χρησιμοποίηση του «αποθεματικού αναπροσαρμογής», υπό την προϋπόθεση ότι μεταφορά στα αποτελέσματα χρήσης μπορεί να γίνει μόνον εφόσον τα μεταφερόμενα ποσά είχαν εγγραφεί ως έξοδα στο λογαριασμό των αποτελεσμάτων χρήσης ή αντιπροσωπεύουν αυξήσεις στην αξία που έχουν (ουσιαστικά) πραγματοποιηθεί. Κανένα ποσό από το «αποθεματικό αναπροσαρμογής» δεν διανέμεται, άμεσα ή έμμεσα, εκτός αν αντιπροσωπεύει πραγματικά οφέλη.

Με την επιφύλαξη όσων προβλέπονται στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, το «αποθεματικό αναπροσαρμογής» δεν μπορεί να μειωθεί.

65. Οι διορθώσεις αξίας υπολογίζονται ετησίως βάσει του αναπροσαρμοσμένου ποσού. Εντούτοις, κατά παρέκκλιση των άρθρων 8 και 12, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν ή να απαιτήσουν να εμφανίζονται στους αντίστοιχους λογαριασμούς των υποδειγμάτων των άρθρων 13 και 14 μόνο τα ποσά των διορθώσεων αξίας που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της επιμέτρησης βάσει της τιμής κτήσης ή του κόστους παραγωγής και να εμφανίζονται χωριστά οι διαφορές που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της επιμέτρησης βάσει αναπροσαρμογής δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 7

Εναλλακτική βάση επιμέτρησης στην εύλογη αξία

66. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 5 παράγραφος 1 σημείο (i) και με την επιφύλαξη των όρων του παρόντος άρθρου:

α) τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν σε όλες τις επιχειρήσεις, ή σε ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων, ή να απαιτούν από αυτές, να επιμετρούν τα χρηματοπιστωτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, στην εύλογη αξία.

β) τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν σε όλες τις επιχειρήσεις, ή σε ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων, ή να απαιτούν από αυτές, να επιμετρούν συγκεκριμένες κατηγορίες στοιχείων του ενεργητικού, πλην των χρηματοπιστωτικών μέσων σε ποσά καθοριζόμενα σε συνάρτηση με την εύλογη αξία τους.

Αυτή η δυνατότητα ή απαίτηση μπορεί να περιορίζεται μόνο στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις.

67. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, oι συμβάσεις επί εμπορευμάτων που παρέχουν σε κάθε συμβαλλόμενο το δικαίωμα διακανονισμού με μετρητά ή με άλλο χρηματοπιστωτικό μέσο θεωρούνται παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα, εκτός αν ισχύουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) έχουν συναφθεί, για τις ανάγκες της επιχείρησης σε σχέση με μια προβλεπόμενη αγορά, πώληση ή χρήση και εξακολουθούν να τις καλύπτουν

β) καταρτίστηκαν εξ αρχής ως συμβάσεις επί εμπορευμάτων

γ) αναμένεται να διακανονιστούν με την παράδοση των εμπορευμάτων.

68. Η παράγραφος 1 στοιχείο α) εφαρμόζεται μόνο στις ακόλουθες υποχρεώσεις:

α) υποχρεώσεις που ανήκουν σε χαρτοφυλάκιο συναλλαγών

β) παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα.

69. Η επιμέτρηση κατά την παράγραφο 1 στοιχείο α) δεν εφαρμόζεται επί:

α) μη παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων που διατηρούνται μέχρι τη λήξη τους

β) δανείων και χρεογράφων που εκδίδονται από την ίδια την επιχείρηση και δεν προορίζονται για διαπραγμάτευση

γ) συμμετοχών σε θυγατρικές, συνδεδεμένες και κοινές επιχειρήσεις, τίτλων συμμετοχής στο κεφάλαιο που εκδίδονται από την ίδια την επιχείρηση, συμβάσεων για ενδεχόμενες αντιπαροχές στο πλαίσιο συμπράξεων επιχειρήσεων, καθώς και άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων με τέτοια ειδικά χαρακτηριστικά που σύμφωνα με τα γενικώς ισχύοντα τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης, από τα υπόλοιπα χρηματοπιστωτικά μέσα.

70. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 5 παράγραφος 1 σημείο (i), τα κράτη μέλη μπορούν, όσον αφορά τυχόν στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού που προσδιορίζονται ως αντισταθμιζόμενα στο πλαίσιο λογιστικού συστήματος αντιστάθμισης με βάση την εύλογη αξία, ή συγκεκριμένα τμήματα τέτοιων στοιχείων, να επιτρέπουν την επιμέτρηση βάσει συγκεκριμένου ποσού που απαιτείται από το σύστημα.

71. Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν ή να απαιτούν την αναγνώριση, επιμέτρηση και δημοσιοποίηση χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία συνάδουν με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα που θεσπίστηκαν σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002.

72. Η εύλογη αξία κατά την έννοια του παρόντος άρθρου καθορίζεται σε συνάρτηση με μία από τις ακόλουθες αξίες:

α) την τρέχουσα αξία, για τα χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία μπορεί να προσδιοριστεί ευχερώς μια αξιόπιστη αγορά. Εάν η τρέχουσα αξία δεν είναι άμεσα προσδιορίσιμη για ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, πλην όμως μπορεί να προσδιοριστεί για τις συνιστώσες του ή για ένα παρεμφερές μέσο, η τρέχουσα αξία είναι δυνατόν να προκύψει από εκείνη των συνιστωσών του ή του παρεμφερούς μέσου

β) την αξία που προκύπτει από γενικής αποδοχής υποδείγματα και τεχνικές αποτίμησης, για τα μέσα εκείνα για τα οποία δεν μπορεί ευχερώς να προσδιοριστεί αξιόπιστη αγορά. Τα εν λόγω υποδείγματα και τεχνικές αποτίμησης εξασφαλίζουν μια λογική προσέγγιση της τρέχουσας αξίας.

Τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία δεν μπορούν να μετρηθούν αξιόπιστα με κάποια από τις μεθόδους των σημείων α) και β), μετρώνται σύμφωνα με την αρχή της τιμής κτήσης ή του κόστους παραγωγής.

73. Με την επιφύλαξη του άρθρου 5 παράγραφος 1 στοιχείο γ) όταν η επιμέτρηση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου γίνεται στην εύλογη αξία, η μεταβολή της αξίας του περιλαμβάνεται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης. Όμως, η μεταβολή αυτή περιλαμβάνεται απευθείας σε αποθεματικό εύλογης αξίας, όταν:

α) το μέσο αυτό λογίζεται ως μέσο αντιστάθμισης δυνάμει λογιστικού συστήματος αντιστάθμισης που επιτρέπει να μην εμφανίζονται στον λογαριασμό αποτελεσμάτων ορισμένες ή όλες οι μεταβολές της αξίας ή

β) η μεταβολή της αξίας συνδέεται με συναλλαγματική διαφορά που προκύπτει από κάποιο νομισματικό στοιχείο το οποίο αποτελεί μέρος της καθαρής επένδυσης της επιχείρησης σε αλλοδαπή επιχείρηση.

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν ή να επιβάλλουν να περιλαμβάνεται απευθείας στο αποθεματικό εύλογης αξίας η μεταβολή της αξίας ενός διαθέσιμου προς πώληση χρηματοοικονομικού στοιχείου του ενεργητικού, πλην των παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων. Το αποθεματικό εύλογης αξίας αναπροσαρμόζεται εφόσον τα ποσά τα οποία περιλαμβάνει δεν θεωρούνται πλέον απαραίτητα για την εφαρμογή των στοιχείων α) και β).

74. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 5 παράγραφος 1 στοιχείο γ), τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν σε όλες τις επιχειρήσεις, ή σε ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων, ή να απαιτούν από αυτές, να περιλαμβάνουν στον λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης τις μεταβολές της αξίας περιουσιακών στοιχείων που επιμετρούνται στην εύλογη αξία πλην των χρηματοπιστωτικών μέσων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΧΡΗΣΗΣ

Άρθρο 8

Γενικές διατάξεις σχετικά με τον ισολογισμό και τα αποτελέσματα χρήσης

75. Η δομή του ισολογισμού και των αποτελεσμάτων χρήσης δεν υφίσταται αλλαγές από τη μια χρήση στην άλλη. Παρεκκλίσεις από την αρχή αυτή επιτρέπονται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, προκειμένου να αποδοθεί η πραγματική εικόνα των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, της οικονομικής θέσης και των αποτελεσμάτων χρήσης της επιχείρησης. Κάθε τέτοια παρέκκλιση αναφέρεται στο προσάρτημα επαρκώς αιτιολογημένη.

76. Στον ισολογισμό και τα αποτελέσματα χρήσης οι λογαριασμοί που προβλέπονται στα άρθρα 9, 13 και 14 εμφανίζονται χωριστά και με τη σειρά που καθιερώνεται. Περαιτέρω ανάλυση των λογαριασμών επιτρέπεται υπό τον όρο ότι τηρείται η διάρθρωση των υποδειγμάτων. Νέοι λογαριασμοί επιτρέπεται να προστίθενται, υπό τον όρο ότι το περιεχόμενό τους δεν περιλαμβάνεται σε άλλο λογαριασμό προβλεπόμενο στα υποδείγματα. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν περαιτέρω αναλύσεις ή προσθήκες του είδους αυτού.

77. Η διάρθρωση, η ονοματολογία και η ορολογία των λογαριασμών του ισολογισμού και των αποτελεσμάτων χρήσης που φέρουν αραβικούς αριθμούς προσαρμόζονται όταν επιβάλλεται από την ιδιαιτερότητα της επιχείρησης. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν τέτοιες προσαρμογές για επιχειρήσεις που ανήκουν σε ορισμένο κλάδο της οικονομίας.

78. Κάθε λογαριασμός του ισολογισμού και των αποτελεσμάτων χρήσης αναγράφεται μαζί με το αντίστοιχο ποσό της προηγούμενης χρήσης. Εφόσον δεν είναι συγκρίσιμα και αναμορφωθούν, γίνεται μνεία στο προσάρτημα με επαρκή σχολιασμό.

79. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν ή να επιβάλλουν την προσαρμογή της διάρθρωσης του ισολογισμού και των αποτελεσμάτων χρήσης ώστε να γίνεται εμφανής η διάθεση των κερδών ή η κάλυψη των ζημιών.

80. Όσον αφορά συγγενείς επιχειρήσεις:

α) Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν σε συγγενείς επιχειρήσεις, ή να απαιτούν από αυτές, να περιλαμβάνονται στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις με τη μέθοδο της καθαρής θέσης που προβλέπεται στο άρθρο 27 παράγραφοι 2 έως 8, λαμβάνοντας υπόψη τις αναγκαίες προσαρμογές που υπαγορεύονται από τις ιδιομορφίες των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων σε σύγκριση με τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις.

β) Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν ή να απαιτούν να αναγνωρίζονται στον λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης μόνο τα εισπραχθέντα ή εισπρακτέα μερίσματα που αναλογούν στις συγγενείς επιχειρήσεις.

γ) Όταν το κέρδος ή η ζημία που αναλογούν στις συγγενείς επιχειρήσεις και αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα χρήσης υπερβαίνουν το ποσό των εισπραχθέντων ή εισπρακτέων μερισμάτων, το ποσό της διαφοράς μεταφέρεται στα αποθεματικά από όπου δεν μπορεί να διανεμηθεί στους μετόχους.

Άρθρο 9

Διάρθρωση του ισολογισμού

Για την κατάρτιση του ισολογισμού τα κράτη μέλη υιοθετούν την ακόλουθη διάρθρωση:

Στοιχεία ενεργητικού

A. Καλυφθέν και μη καταβεβλημένο κεφάλαιο

εξ ου ληξιπρόθεσμο

(Αν η εθνική νομοθεσία προβλέπει την εγγραφή του ληξιπρόθεσμου μέρους του κεφαλαίου στα «Ίδια κεφάλαια», τότε το ληξιπρόθεσμο αλλά μη καταβληθέν μέρος του κεφαλαίου εμφανίζεται στη θέση Α ή στη θέση Γ ΙΙ 5 του ενεργητικού).

Β. Πάγια στοιχεία

I. Άϋλα πάγια στοιχεία

81. Έξοδα ερευνών και ανάπτυξης, εφόσον η εθνική νομοθεσία επιτρέπει την εμφάνισή τους στο ενεργητικό.

82. Άδειες παραχώρησης, διπλώματα ευρεσιτεχνίας, άδειες εκμετάλλευσης, σήματα και παρόμοια δικαιώματα και αξίες εφόσον:

α) αποκτήθηκαν εξ επαχθούς αιτίας και δεν εμφανίζονται στον λογαριασμό Β Ι 3, ή

β) δημιουργήθηκαν από την επιχείρηση, εφόσον η εθνική νομοθεσία επιτρέπει την εμφάνισή τους στο ενεργητικό.

83. Φήμη και πελατεία, εφόσον αποκτήθηκαν εξ επαχθούς αιτίας.

84. Καταβληθείσες προκαταβολές.

II. Ενσώματα πάγια στοιχεία

85. Γήπεδα και κτίρια.

86. Τεχνικές εγκαταστάσεις και μηχανήματα.

87. Άλλες εγκαταστάσεις, εργαλεία, έπιπλα και λοιπός εξοπλισμός.

88. Προκαταβολές και υπό κατασκευή ενσώματα πάγια στοιχεία.

III. Πάγια χρηματικά και οικονομικά στοιχεία

89. Μερίδια σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις.

90. Απαιτήσεις από συνδεδεμένες επιχειρήσεις.

91. Συμμετοχές.

92. Απαιτήσεις από επιχειρήσεις με τις οποίες υπάρχει δεσμός συμμετοχής.

93. Λοιποί τίτλοι με χαρακτήρα παγίων στοιχείων.

94. Λοιπά δάνεια.

95. Ίδιες μετοχές ή ίδια μερίδια (με ένδειξη της ονομαστικής τους αξίας ή, αν δεν υπάρχει, της λογιστικής αξίας) εφόσον η εθνική νομοθεσία επιτρέπει την εμφάνισή τους στον ισολογισμό.

Γ. Κυκλοφορούν Ενεργητικό

I. Αποθέματα

96. Αναλωθείσες πρώτες ύλες και αναλώσιμα υλικά.

97. Προϊόντα στο στάδιο της κατεργασίας.

98. Έτοιμα προϊόντα και εμπορεύματα.

99. Καταβληθείσες προκαταβολές.

II. Απαιτήσεις

(Κονδύλια που είναι εισπρακτέα μετά από ένα χρόνο εμφανίζονται χωριστά στον καθένα από τους παρακάτω λογαριασμούς.)

100. Πελάτες.

101. Απαιτήσεις από συνδεδεμένες επιχειρήσεις.

102. Απαιτήσεις από επιχειρήσεις με τις οποίες υπάρχει δεσμός συμμετοχής.

103. Λοιπές απαιτήσεις.

104. Κεφάλαιο καλυφθέν, ληξιπρόθεσμο αλλά μη καταβεβλημένο (εκτός αν η εθνική νομοθεσία προβλέπει το κεφάλαιο τούτο να εμφανίζεται στο λογαριασμό Α του ενεργητικού).

105. Λογαριασμοί τάξης (εκτός αν η εθνική νομοθεσία προβλέπει να εμφανίζονται στο λογαριασμό Δ του ενεργητικού).

III. Κινητές αξίες

106. Μερίδια σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις.

107. Ίδιες μετοχές ή ίδια μερίδια (με ένδειξη της ονομαστικής τους αξίας ή, αν δεν υπάρχει, της λογιστικής αξίας) εφόσον η εθνική νομοθεσία επιτρέπει την εμφάνισή τους στον ισολογισμό.

108. Λοιπές κινητές αξίες.

IV. Διαθέσιμα σε Τράπεζες και στο Ταμείο

Δ. Λογαριασμοί τάξης

(Εκτός αν η εθνική νομοθεσία προβλέπει την εμφάνισή τους στο λογαριασμό Γ ΙΙ 6 του ενεργητικού).

Ίδια κεφάλαια και παθητικό

A. Ίδια κεφάλαια

I. Καλυφθέν κεφάλαιο

(Αν η εθνική νομοθεσία προβλέπει το ληξιπρόθεσμο μέρος του καλυφθέντος κεφαλαίου να εμφανίζεται στο λογαριασμό αυτό, τότε τα ποσά του καλυφθέντος και καταβεβλημένου κεφαλαίου εμφανίζονται χωριστά).

ΙΙ. Διαφορά από έκδοση μετοχών και ομολογιών «υπέρ το άρτιο».

III. Αποθεματικό αναπροσαρμογής

IV. Αποθεματικά

109. Τακτικό αποθεματικό εφόσον η εθνική νομοθεσία απαιτεί το σχηματισμό του.

110. Αποθεματικά για ίδιες μετοχές ή ίδια μερίδια εφόσον το απαιτεί η εθνική νομοθεσία και με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 22 παράγραφος 1 περίπτωση β) της οδηγίας 77/91/ΕΟΚ.

111. Αποθεματικά προβλεπόμενα από το καταστατικό.

112. Λοιπά αποθεματικά, συμπεριλαμβανομένου του αποθεματικού εύλογης αξίας.

V. Αποτελέσματα μεταφερόμενα «εις νέον»

VI. Αποτελέσματα χρήσης

Β. Προβλέψεις

113. Προβλέψεις για συντάξεις και παρόμοιες υποχρεώσεις.

114. Προβλέψεις για φόρους.

115. Λοιπές προβλέψεις.

Γ. Υποχρεώσεις

(Ποσά που είναι πληρωτέα εντός έτους και ποσά που είναι πληρωτέα μετά παρέλευση έτους εμφανίζονται χωριστά σε κάθε ένα από τους κατωτέρω λογαριασμούς όπως στο σύνολο των λογαριασμών αυτών.)

116. Ομολογιακά δάνεια με διαχωρισμό των μετατρεψίμων σε κεφάλαιο.

117. Υποχρεώσεις σε πιστωτικά ιδρύματα.

118. Ληφθείσες προκαταβολές παραγγελιών εφόσον δεν εμφανίζονται αφαιρετικά από τα αποθέματα κατά τρόπο σαφή.

119. Προμηθευτές.

120. Γραμμάτια πληρωτέα.

121. Υποχρεώσεις σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις.

122. Υποχρεώσεις σε επιχειρήσεις με τις οποίες υπάρχει δεσμός συμμετοχής.

123. Λοιπές μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις περιλαμβανομένων των φόρων και των υποχρεώσεων στις κοινωνικές ασφαλίσεις.

124. Λογαριασμοί τάξης (εκτός αν η εθνική νομοθεσία προβλέπει την εμφάνιση των λογαριασμών αυτών στο λογαριασμό Δ «Λογαριασμοί τάξης»).

Δ. Λογαριασμοί τάξης

(Εκτός αν η εθνική νομοθεσία προβλέπει την εμφάνισή τους στο λογαριασμό Γ 9 «Υποχρεώσεις»).

Άρθρο 10

Εναλλακτική απεικόνιση του ισολογισμού

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις επιχειρήσεις, ή σε ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων, ή να απαιτούν από αυτές, να εμφανίζουν στοιχεία βάσει διάκρισης μεταξύ βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων στοιχείων σε διαφορετική διάρθρωση από αυτή που περιγράφεται στο άρθρο 9, υπό τον όρο ότι η παρεχόμενη πληροφόρηση είναι τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνη που κατά τα άλλα απαιτείται από το άρθρο 9.

Άρθρο 11

Ειδικές διατάξεις για ορισμένους λογαριασμούς του ισολογισμού

125. Όταν ένα στοιχείο του ενεργητικού ή του παθητικού αφορά περισσότερους του ενός λογαριασμούς, η σχέση προς τους άλλους λογαριασμούς αναγράφεται κάτω από τον λογαριασμό ή στο προσάρτημα.

126. Ίδιες μετοχές και ίδια μερίδια ή μετοχές και μερίδια συνδεδεμένων επιχειρήσεων μπορούν να εμφανίζονται μόνο στη θέση που προβλέπεται γι’ αυτά.

127. Η εμφάνιση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων στο πάγιο ή το κυκλοφορούν ενεργητικό εξαρτάται από τον σκοπό των στοιχείων αυτών.

128. Δικαιώματα επί ακινήτων και λοιπά παρόμοια δικαιώματα ιδιοκτησίας όπως τα καθορίζει η εθνική νομοθεσία εμφανίζονται στους λογαριασμούς «γήπεδα και κτίρια».

129. Η τιμή κτήσης ή το κόστος κατασκευής των παγίων στοιχείων με περιορισμένη διάρκεια οικονομικής χρησιμότητας μειώνεται με διορθώσεις αξιών υπολογιζόμενες κατά τρόπο ώστε να γίνεται συστηματική απόσβεση της αξίας κτήσης στη διάρκεια της οικονομικής χρησιμότητάς τους, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) Διορθώσεις αξιών μπορούν να γίνονται και για τα πάγια χρηματικά και οικονομικά στοιχεία, ούτως ώστε να εμφανίζονται στην χαμηλότερη κατά το δυνατό τιμή κατά την ημέρα κλεισίματος του ισολογισμού.

β) Διορθώσεις αξιών γίνονται στα πάγια στοιχεία, ανεξάρτητα αν έχουν περιορισμένη διάρκεια οικονομικής χρησιμότητας ή όχι, ούτως ώστε να αποτιμώνται στη χαμηλότερη τιμή κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού, αν προβλέπεται ότι η μείωση της αξίας τους θα είναι μόνιμη.

γ) Οι διορθώσεις αξιών που αναφέρονται στα σημεία α) και β) βαρύνουν τα αποτελέσματα της χρήσης και να αναγράφονται στο προσάρτημα εάν δεν έχουν εμφανισθεί χωριστά στα αποτελέσματα χρήσης.

δ) Η αποτίμηση στη χαμηλότερη τιμή που αναφέρεται στα σημεία α) και β) μπορεί να μην συνεχισθεί αν οι λόγοι για τους οποίους έγινε η προσαρμογή έπαψαν να υπάρχουν. Η παρούσα διάταξη δεν ισχύει για διορθώσεις αξιών στη φήμη και πελατεία.

130. Τα στοιχεία του κυκλοφορούντος ενεργητικού υπόκεινται σε διορθώσεις αξιών ώστε να εμφανίζονται στη χαμηλότερη τρέχουσα αξία ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, σε άλλη χαμηλότερη αξία με την οποία εκτιμώνται κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού.

Η αποτίμηση στη χαμηλότερη αξία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δεν μπορεί να συνεχισθεί αν η αιτία που την επέβαλε έπαψε να υπάρχει.

131. Οι τόκοι για την κατασκευή παγίου ή κυκλοφορούντος ενεργητικού των δανεισθέντων κεφαλαίων ενσωματώνονται στο κόστος κατασκευής εφόσον αφορούν την συγκεκριμένη κατασκευαστική περίοδο. Σε περίπτωση εφαρμογής της παρούσας διάταξης γίνεται σχετική μνεία στο προσάρτημα.

132. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν να υπολογίζεται η τιμή κτήσης ή το κόστος παραγωγής των αποθεμάτων της ίδιας κατηγορίας και όλων των κυκλοφορούντων ενσωμάτων στοιχείων συμπεριλαμβανομένων και των κινητών αξιών, με σταθμισμένες μέσες τιμές, με τη μέθοδο FIFO, ή άλλο παρόμοιο τρόπο.

133. Όπου η εθνική νομοθεσία αναγνωρίζει την εμφάνιση των εξόδων έρευνας και ανάπτυξης στο ενεργητικό, η απόσβεσή τους γίνεται εντός προθεσμίας 5 ετών κατ’ ανώτατο όριο. Εφόσον υπάρχει ακόμα αναπόσβεστο υπόλοιπο εξόδων έρευνας και ανάπτυξης, καμιά διανομή κερδών δεν δύναται να γίνει εκτός αν το ποσό των αποθεματικών που επιτρέπεται να διανεμηθούν και τα μεταφερόμενα αποτελέσματα «εις νέον» είναι τουλάχιστον ίσα με το υπόλοιπο των εξόδων έρευνας και ανάπτυξης.

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν, κατ’ εξαίρεση, αποκλίσεις από τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου. Οι αποκλίσεις αυτές και οι λόγοι για τους οποίους έγιναν αναφέρονται στο προσάρτημα.

134. Η απόσβεση της φήμης και πελατείας γίνεται συστηματικά κατά τη διάρκεια της ωφέλιμης ζωής της. Όταν η ωφέλιμη ζωή της δεν μπορεί να εκτιμηθεί αξιόπιστα, η απόσβεσή της γίνεται εντός προθεσμίας πέντε ετών κατ’ ανώτατο όριο. Για την προθεσμία ή τις προθεσμίες εντός των οποίων γίνεται η απόσβεση της φήμης και πελατείας παρέχονται διευκρινίσεις στο προσάρτημα.

135. Οι προβλέψεις καλύπτουν υποχρεώσεις η φύση των οποίων καθορίζεται με σαφήνεια και οι οποίες, κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού είναι πιθανές ή βέβαιες, αλλά αβέβαιες ως προς το ποσό ή την ημερομηνία πραγματοποίησής τους.

Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να επιτρέψουν τη διενέργεια προβλέψεων για την κάλυψη εξόδων των οποίων η φύση είναι καθορισμένη με σαφήνεια, αλλά τα οποία κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού είναι πιθανά ή βέβαια, αλλά αβέβαια ως προς το ποσό και την ημερομηνία πραγματοποίησής τους.

Η πρόβλεψη αποτελεί την καλύτερη εκτίμηση των εξόδων που είναι πιθανά, ή σε περίπτωση υποχρέωσης, του ποσού που απαιτείται για τον διακανονισμό της κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού.

Άρθρο 12

Διάρθρωση των αποτελεσμάτων χρήσης

136. Τα κράτη μέλη προβλέπουν για την παρουσίαση των αποτελεσμάτων χρήσης έναν από τους δύο τύπους ή και τους δύο τύπους που προβλέπονται στα άρθρα 13 και 14. Εάν κράτος μέλος προβλέπει και τους δύο τύπους, μπορεί να αφήσει στις επιχειρήσεις τη σχετική επιλογή.

137. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 4 παράγραφος 1 τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν σε όλες τις επιχειρήσεις, ή σε ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων, ή να απαιτούν από αυτές, να παρουσιάσουν κατάσταση της επίδοσής τους αντί του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσης σύμφωνα με τα άρθρα 13 έως 14, υπό τον όρο ότι η παρεχόμενη πληροφόρηση είναι τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνη που κατά τα άλλα απαιτείται από τα άρθρα αυτά.

Άρθρο 13

Διάρθρωση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσης - κατά είδος εξόδων

138. Καθαρό ύψος του κύκλου εργασιών.

139. Μεταβολές στο απόθεμα των ετοίμων και των υπό επεξεργασία προϊόντων.

140. Εργασίες που έγιναν από την επιχείρηση για ιδία χρήση της και περιελήφθησαν στο ενεργητικό.

141. Λοιπά έσοδα εκμετάλλευσης.

142. α) Αναλωθείσες πρώτες ύλες και αναλώσιμα υλικά.

β) Λοιπά εξωτερικά έξοδα.

143. Έξοδα προσωπικού:

α) Μισθοί και ημερομίσθια·

β) Κοινωνικές επιβαρύνσεις, με διαχωρισμό όσων αφορούν συντάξεις.

144. α) Διορθώσεις αξιών παγίων, άϋλων και ενσώματων στοιχείων.

β) Διορθώσεις αξιών παγίων στοιχείων κυκλοφορούντος ενεργητικού, στην έκταση που ξεπερνούν τα συνηθισμένα όρια για την επιχείρηση.

145. Λοιπά λειτουργικά έξοδα.

146. Έσοδα από συμμετοχές, με διαχωρισμό όσων προέρχονται από συνδεδεμένες επιχειρήσεις.

147. Έσοδα από λοιπές επενδύσεις και δάνεια που αποτελούν μέρος των παγίων στοιχείων, με διαχωρισμό όσων προέρχονται από συνδεδεμένες επιχειρήσεις.

148. Τόκοι πιστωτικοί και παρόμοια έσοδα, με διαχωρισμό όσων προέρχονται από συνδεδεμένες επιχειρήσεις.

149. Αναπροσαρμογές αξιών των παγίων χρηματικών και οικονομικών στοιχείων, και των κινητών αξιών.

150. Τόκοι χρεωστικοί και παρόμοια έξοδα, με διαχωρισμό όσων καταβάλλονται σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις.

151. Φόροι επί των αποτελεσμάτων.

152. Αποτελέσματα μετά την αφαίρεση των φόρων που τα βαρύνουν.

153. Λοιποί φόροι που δεν περιλαμβάνονται στα στοιχεία 1 έως 15.

154. Αποτελέσματα χρήσης.

Άρθρο 14

Διάρθρωση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσης - κατά λειτουργία εξόδων

155. Καθαρό ύψος του κύκλου εργασιών.

156. Κόστος παραγωγής παροχών για την πραγματοποίηση του κύκλου εργασιών (περιλαμβανομένων των αναπροσαρμογών αξιών).

157. Μικτά κέρδη ή ζημίες.

158. Έξοδα διάθεσης (περιλαμβανομένων των διορθώσεων αξιών).

159. Έξοδα διοίκησης (περιλαμβανομένων των διορθώσεων αξιών).

160. Λοιπά έσοδα εκμετάλλευσης.

161. Έσοδα από συμμετοχές, με διαχωρισμό όσων προέρχονται από συνδεδεμένες επιχειρήσεις.

162. Έσοδα από λοιπές επενδύσεις και δάνεια που αποτελούν μέρος των παγίων στοιχείων, με διαχωρισμό όσων προέρχονται από συνδεδεμένες επιχειρήσεις.

163. Τόκοι πιστωτικοί και παρόμοια έσοδα, με διαχωρισμό όσων προέρχονται από συνδεδεμένες επιχειρήσεις.

164. Αναπροσαρμογές αξιών των παγίων χρηματικών και οικονομικών στοιχείων, και των κινητών αξιών.

165. Τόκοι χρεωστικοί και παρόμοια έξοδα, με διαχωρισμό όσων καταβάλλονται σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις.

166. Φόροι επί των αποτελεσμάτων.

167. Αποτελέσματα μετά την αφαίρεση των φόρων που τα βαρύνουν.

168. Λοιποί φόροι που δεν περιλαμβάνονται στα στοιχεία 1 έως 13.

169. Αποτελέσματα χρήσης.

Άρθρο 15

Ειδική διάταξη για τον λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης

Σε περίπτωση που επιμέρους στοιχεία των εσόδων ή των εξόδων είναι ιδιαίτερου ύψους ή ιδιαίτερης συχνότητας, η επιχείρηση τα δημοσιοποιεί ξεχωριστά στα αποτελέσματα χρήσης και παρέχει διευκρινίσεις για το ύψος και τη φύση τους στο προσάρτημα.

Άρθρο 16

Απλουστεύσεις για μικρομεσαίες επιχειρήσεις

170. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις μικρές επιχειρήσεις να καταρτίζουν συνοπτικό ισολογισμό στον οποίο περιλαμβάνονται μόνο οι λογαριασμοί που φέρουν στοιχεία και λατινικούς αριθμούς που προβλέπονται στο άρθρο 9, αναγράφοντας χωριστά τις πληροφορίες που απαιτούνται στην παρένθεση του λογαριασμού Γ II του ενεργητικού και Γ των «Ιδίων κεφαλαίων και στοιχείων παθητικού», αλλά συνολικά για κάθε σχετικό λογαριασμό.

171. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να καταρτίζουν συνοπτικά αποτελέσματα χρήσης εντός των ακόλουθων ορίων:

α) στο άρθρο 13: τα κονδύλια των λογαριασμών 1 μέχρι και 5 μπορούν να συγχωνευθούν σε ένα με τίτλο «Μικτό αποτέλεσμα»

β) στο άρθρο 14: τα κονδύλια των λογαριασμών 1, 2, 3 και 6 μπορούν να συγχωνευθούν σε ένα με τίτλο «Μικτό αποτέλεσμα».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Το προσάρτημα των οικονομικών καταστάσεων

Άρθρο 17

Περιεχόμενο του προσαρτήματος για όλες τις επιχειρήσεις

172. Εκτός από τις πληροφορίες που προβλέπονται σε άλλες διατάξεις της παρούσας οδηγίας, όλες οι επιχειρήσεις δημοσιοποιούν στο προσάρτημα τουλάχιστον τις ακόλουθες ενδείξεις:

α) τις λογιστικές μεθόδους που ακολουθούνται, και συγκεκριμένα τη βάση επιμέτρησης που ακολουθείται στους διάφορους λογαριασμούς των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων

β) σε περίπτωση επιμέτρησης πάγιων στοιχείων του ενεργητικού σε αναπροσαρμοσμένα ποσά, πίνακα που να δείχνει την κίνηση του αποθεματικού αναπροσαρμογής κατά τη διάρκεια της χρήσης, συνοδευόμενο από διευκρινίσεις για τη φορολογική μεταχείριση των απεικονιζόμενων στοιχείων· τη λογιστική αξία στον ισολογισμό που θα αναγνωριζόταν σε περίπτωση μη αναπροσαρμογής των πάγιων στοιχείων του ενεργητικού.

γ) σε περίπτωση επιμέτρησης των χρηματοπιστωτικών μέσων στην εύλογη αξία, το προσάρτημα περιλαμβάνει:

(i) τις κύριες υποθέσεις στις οποίες βασίζονται τα υποδείγματα και οι τεχνικές αποτίμησης, εφόσον η εύλογη αξία έχει προσδιοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 7 στοιχείο β)·

(ii) ανά κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, την εύλογη αξία, τις μεταβολές της αξίας που έχουν καταλογιστεί απευθείας στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης, καθώς και τις μεταβολές που έχουν περιληφθεί στο αποθεματικό εύλογης αξίας·

(iii) για κάθε κατηγορία παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, πληροφορίες για την έκταση και τη φύση αυτών, συμπεριλαμβανομένων των σημαντικών όρων και προϋποθέσεων που είναι δυνατό να επηρεάσουν το ποσό, το χρόνο και τη βεβαιότητα των μελλοντικών ταμειακών ροών·

(iv) πίνακα στο οποίο εμφαίνεται η κίνηση του αποθεματικού εύλογης αξίας κατά τη διάρκεια της χρήσης.

δ) το συνολικό ποσό υποχρεώσεων, εγγυήσεων ή προβλέψεων που δεν εμφανίζονται στον ισολογισμό, με ένδειξη της φύσης και της μορφής των δοθεισών εμπράγματων ασφαλειών· υποχρεώσεις για συντάξεις και προς συνδεδεμένες ή συγγενείς επιχειρήσεις εμφανίζονται χωριστά·

ε) τη φύση και τον επιχειρηματικό στόχο των διακανονισμών της επιχείρησης που δεν περιλαμβάνονται στον ισολογισμό, καθώς και τις οικονομικές επιπτώσεις των διακανονισμών αυτών στην επιχείρηση

στ) τη φύση σημαντικών γεγονότων που προκύπτουν μετά το τέλος του έτους τα οποία δεν αντικατοπτρίζονται στα αποτελέσματα χρήσης ή στον ισολογισμό, και τις οικονομικές επιπτώσεις τους.

ζ) υποχρεώσεις που λήγουν μετά από πέντε χρόνια, καθώς και το ποσό των οφειλών που καλύπτονται με εμπράγματη ασφάλεια με ένδειξη της φύσης και της μορφής τους.

η) τις συναλλαγές που πραγματοποιεί η επιχείρηση με τα συνδεόμενα μέρη, περιλαμβανομένου και του ποσού αυτών των συναλλαγών, τη φύση της σχέσης του συνδεόμενου μέρους καθώς και άλλα πληροφοριακά στοιχεία για τις συναλλαγές, τα οποία είναι απαραίτητα για την κατανόηση της οικονομικής θέσης της επιχείρησης, εφόσον οι συναλλαγές αυτές είναι ουσιώδεις και δεν έχουν πραγματοποιηθεί υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς. Τα πληροφοριακά στοιχεία για τις μεμονωμένες συναλλαγές μπορούν να συναθροίζονται ανάλογα με τη φύση τους, εκτός εάν απαιτούνται χωριστά πληροφοριακά στοιχεία για την κατανόηση των επιπτώσεων των συναλλαγών του συνδεόμενου μέρους στην οικονομική θέση της επιχείρησης.

173. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν από τις μικρές επιχειρήσεις να δημοσιοποιούν πρόσθετες πληροφορίες πλην αυτών που απαιτούνται στο παρόν άρθρο.

174. Σε περίπτωση που το προσάρτημα του ισολογισμού και των αποτελεσμάτων χρήσης καταρτίζεται σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο, ακολουθείται σε αυτό η σειρά με την οποία εμφανίζονται τα στοιχεία στον ισολογισμό και στα αποτελέσματα χρήσης.

Άρθρο 18

Επιπρόσθετες πληροφορίες που οφείλουν να δημοσιοποιούν μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις και οντότητες δημοσίου συμφέροντος

175. Εκτός από τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 17 ή σε άλλες διατάξεις της παρούσας οδηγίας, οι μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις και οι οντότητες δημοσίου συμφέροντος περιλαμβάνουν στο προσάρτημα:

α) για τα διάφορα πάγια στοιχεία:

(i) την τιμή κτήσης ή το κόστος παραγωγής, ή σε περίπτωση που έχει εφαρμοστεί άλλη βάση επιμέτρησης, την εύλογη αξία ή το αναπροσαρμοσμένο ποσό στην αρχή και στο τέλος της χρήσης,

(ii) τις προσθήκες, μειώσεις και μεταφορές κατά τη διάρκεια της χρήσης,

(iii) τις διορθώσεις σωρευμένης αξίας στην αρχή και στο τέλος της χρήσης,

(iv) διορθώσεις αξίας κατά τη διάρκεια της χρήσης,

(v) κινήσεις των διορθώσεων σωρευμένης αξίας όσον αφορά τις προσθήκες, μειώσεις και μεταφορές κατά τη διάρκεια της χρήσης.

(vi) σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης των τόκων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 7, το κεφαλαιοποιημένο ποσό κατά τη διάρκεια της χρήσης.

β) εάν ορισμένα στοιχεία παγίου ή κυκλοφορούντος ενεργητικού υπέστησαν διορθώσεις της αξίας τους για φορολογικούς μόνο λόγους, το αντίστοιχο ποσό και οι λόγοι για τους οποίους έγιναν

γ) σε περίπτωση επιμέτρησης χρηματοπιστωτικών μέσων στην τιμή κτήσης ή στο κόστος παραγωγής:

(i) για κάθε κατηγορία παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων:

- την εύλογη αξία των μέσων, εάν αυτή μπορεί να προσδιοριστεί με κάποια από τις μεθόδους που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 7 στοιχείο α)

- πληροφορίες για την έκταση και τη φύση των μέσων αυτών

(ii) για τα πάγια χρηματοοικονομικά στοιχεία τα οποία εμφανίζονται με ποσό που υπερβαίνει την εύλογη αξία τους:

- τη λογιστική αξία και την εύλογη αξία είτε των επιμέρους στοιχείων του ενεργητικού είτε των κατάλληλων ομάδων των επιμέρους αυτών στοιχείων·

- τους λόγους για τη μη μείωση της λογιστικής αξίας, καθώς και τη φύση των ενδείξεων που οδηγούν στην πεποίθηση για τη δυνατότητα ανάκτησης της λογιστικής αξίας·

δ) τα ποσά που δόθηκαν μέσα στη χρήση για αμοιβές σε μέλη διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών συμβουλίων, καθώς και τις υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν ή αναλήφθηκαν για συντάξεις σε αποχωρήσαντα μέλη των συμβουλίων τούτων, κατά κατηγορία.

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν να μην αναγράφονται οι ενδείξεις εφόσον καθιστούν δυνατή τη διαπίστωση της ταυτότητας και των εισοδημάτων μέλους των οργάνων αυτών.

ε) τα ποσά προκαταβολών και πιστώσεων που δόθηκαν στα μέλη διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών συμβουλίων, με μνεία του επιτοκίου, των όρων χορήγησης και των ποσών που επεστράφησαν, διαγράφηκαν ή δεν εισπράχθηκαν λόγω παραίτησης κατά τη χρήση, καθώς και τις υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν για λογαριασμό τους, με οιανδήποτε εγγύηση. Τα στοιχεία αυτά δίδονται αθροιστικά κατά κατηγορία,

στ) τον μέσο όρο απασχοληθέντος προσωπικού κατά τη διάρκεια της χρήσης με ανάλυση κατά κατηγορίες. Επίσης, αν δεν αναγράφονται χωριστά στα αποτελέσματα χρήσης, δαπάνες προσωπικού κατά τη χρήση, αναλυτικά κατά τις εξής κατηγορίες: μισθοί και ημερομίσθια, κοινωνικές επιβαρύνσεις και συντάξεις,

ζ) τα αναβαλλόμενα φορολογικά υπόλοιπα στο τέλος της χρήσης και την κίνησή τους κατά τη διάρκεια της χρήσης,

η) την επωνυμία και την έδρα κάθε επιχείρησης στην οποία η επιχείρηση, είτε η ίδια είτε μέσω άλλου προσώπου που ενεργεί με το όνομά του αλλά για λογαριασμό της, κατέχει κάποιο ποσοστό συμμετοχής. Στην περίπτωση αυτή αναγράφονται: η αναλογία της συμμετοχής στο κεφάλαιο, το ποσό του κεφαλαίου, τα αποθεματικά και τα κέρδη ή οι ζημίες της τελευταίας χρήσης των επιχειρήσεων αυτών κατά την οποία συντάχθηκαν οικονομικές καταστάσεις. Οι πληροφορίες για τα κεφάλαια τα αποθεματικά και τα κέρδη ή τις ζημίες μπορούν επίσης να παραλειφθούν, όταν η επιχείρηση στην οποία αναφέρονται δεν δημοσιεύει ισολογισμό και δεν ελέγχεται από την επιχείρηση.

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν να λάβουν οι πληροφορίες που επιβάλλεται να δημοσιοποιηθούν βάσει του ανωτέρω πρώτου εδαφίου τη μορφή δήλωσης που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 3 της οδηγίας 2009/101/ΕΚ. Η κατάθεση της δήλωσης αναφέρεται στο προσάρτημα. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν ακόμη για τις πληροφορίες αυτές να παραλείπονται όταν η φύση τους είναι τέτοια που θα γίνονταν σοβαρά επιζήμιες για οποιεσδήποτε επιχειρήσεις στις οποίες αναφέρονται. Τα κράτη μέλη μπορούν να θέσουν ως προϋπόθεση για την εξαίρεση αυτή τη χορήγηση άδειας διοικητικής ή δικαστικής αρχής. Η παράλειψη αυτών των στοιχείων αναγράφεται στο προσάρτημα.

θ) τον αριθμό και την ονομαστική αξία ή, όταν δεν υπάρχει, τη λογιστική αξία των μετοχών που εκδόθηκαν μέσα στη χρήση στα όρια του εγκεκριμένου κεφαλαίου, με την επιφύλαξη των διατάξεων που αφορούν το ύψος του κεφαλαίου αυτού, οι οποίες περιλαμβάνονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας 2009/101/ΕΟΚ και στο άρθρο 2 στοιχείο γ) της οδηγίας 77/91/ΕΟΚ,

ι) όταν υπάρχουν περισσότεροι τύποι μετοχών, τον αριθμό και την ονομαστική αξία ή, όταν δεν υπάρχει, τη λογιστική αξία καθενός τύπου,

ια) προνομιούχα μερίδια, μετατρέψιμες ομολογίες, πιστοποιητικά δικαιώματος αγοράς χρεογράφων, δικαιώματα προαίρεσης και παρόμοιους τίτλους ή δικαιώματα, με μνεία του αριθμού τους και των δικαιωμάτων που εξασφαλίζουν,

ιβ) την επωνυμία, την έδρα και τη νομική μορφή κάθε επιχείρησης, στην οποία η επιχείρηση ή εταιρεία είναι ο απεριόριστα ευθυνόμενος εταίρος.

ιγ) την επωνυμία και την έδρα της επιχείρησης η οποία καταρτίζει τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις του μέγιστου συνόλου επιχειρήσεων, μέρος του οποίου αποτελεί η επιχείρηση ως θυγατρική επιχείρηση,

ιδ) την επωνυμία και την έδρα της επιχείρησης η οποία καταρτίζει τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις του μικρότερου συνόλου επιχειρήσεων περιλαμβανόμενου στο σύνολο των επιχειρήσεων του στοιχείου ιγ), μέρος του οποίου αποτελεί η επιχείρηση ως θυγατρική επιχείρηση,

ιε) τον τόπο όπου μπορεί κανείς να προμηθευτεί τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, που αναφέρονται στα σημεία ιγ) και ιδ), εάν οι λογαριασμοί αυτοί είναι διαθέσιμοι,

ιστ) την προτεινόμενη διάθεση των κερδών ή κάλυψη των ζημιών,

ιζ) τη διάθεση των κερδών ή κάλυψη των ζημιών,

176. Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να εφαρμόζουν το στοιχείο η) σε επιχειρήσεις που διέπονται από την εθνική τους νομοθεσία και είναι μητρικές επιχειρήσεις στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) όταν οι επιχειρήσεις αυτές περιλαμβάνονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζει η ανωτέρω μητρική επιχείρηση ή στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις μεγαλύτερου συνόλου επιχειρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 5,

β) όταν οι συμμετοχές στα κεφάλαια των επιχειρήσεων αυτών εμφανίζονται στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της μητρικής επιχείρησης σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 6 ή στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζει η μητρική αυτή επιχείρηση σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφοι 1 έως 8.

Άρθρο 19

Πρόσθετες πληροφορίες που οφείλουν να δημοσιοποιούν οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι οντότητες δημοσίου συμφέροντος

177. Εκτός από τις πληροφορίες που προβλέπονται στα άρθρα 17 και 18 ή σε άλλες διατάξεις της παρούσας οδηγίας, οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι οντότητες δημοσίου συμφέροντος περιλαμβάνουν στο προσάρτημα:

α) το καθαρό ύψος του κύκλου εργασιών με ανάλυση κατά κατηγορίες δραστηριότητας και κατά γεωγραφικές αγορές, εφόσον οι κατηγορίες και οι αγορές αυτές διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους από άποψη οργάνωσης των πωλήσεων και παροχής των υπηρεσιών που εμπίπτουν στη συνήθη δραστηριότητα της επιχείρησης,

β) τις συνολικές αμοιβές που χρεώθηκαν κατά το οικονομικό έτος από τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο για τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων, τις συνολικές αμοιβές που χρεώθηκαν από τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο για άλλες υπηρεσίες εξακρίβωσης, για υπηρεσίες φορολογικών συμβουλών και για λοιπές μη ελεγκτικές υπηρεσίες.

178. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την παράλειψη των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) εφόσον οι πληροφορίες αυτές είναι ικανές να προκαλέσουν σοβαρή ζημία στην επιχείρηση. Τα κράτη μέλη μπορούν να θέσουν ως προϋπόθεση για την εξαίρεση αυτή τη χορήγηση άδειας διοικητικής ή δικαστικής αρχής. Η παράλειψη αυτών των στοιχείων αναγράφεται στο προσάρτημα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Έκθεση διαχειρισησ

Άρθρο 20

Περιεχόμενο της έκθεσης διαχείρισης

179. Η έκθεση διαχείρισης περιλαμβάνει τουλάχιστον μια πραγματική απεικόνιση της εξέλιξης και των επιδόσεων των δραστηριοτήτων της επιχείρησης και της θέσης της, καθώς και περιγραφή των κυριότερων κινδύνων και αβεβαιοτήτων που αντιμετωπίζει.

Η απεικόνιση παρουσιάζει μια ισόρροπη και ολοκληρωμένη ανάλυση της εξέλιξης και των επιδόσεων των δραστηριοτήτων της επιχείρησης και της θέσης της, κατάλληλη για την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της επιχείρησης.

Στον βαθμό που απαιτείται για την κατανόηση της εξέλιξης της επιχείρησης, των επιδόσεών της ή της θέσης της, η ανάλυση αυτή περιλαμβάνει τόσο χρηματοοικονομικούς όσο και, όπου ενδείκνυται, μη χρηματοοικονομικούς βασικούς δείκτες επιδόσεων που έχουν σχέση με τον συγκεκριμένο τομέα δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με περιβαλλοντικά και εργασιακά θέματα.

Στο πλαίσιο της ανάλυσης αυτής, η έκθεση διαχείρισης περιλαμβάνει, όπου ενδείκνυται, αναφορές και πρόσθετες εξηγήσεις για τα ποσά που αναγράφονται στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις.

180. Η έκθεση διαχείρισης αναφέρει επίσης:

α) κάθε σημαντικό γεγονός που συνέβη μετά τη λήξη του οικονομικού έτους,

β) την προβλεπόμενη εξέλιξη της επιχείρησης,

γ) τις δραστηριότητες στον τομέα ερευνών και ανάπτυξης·

δ) τις ενδείξεις που αναφέρονται στην απόκτηση ιδίων μετοχών όπως προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφος 2 της οδηγίας 77/91/ΕΟΚ.

ε) την ύπαρξη υποκαταστημάτων της επιχείρησης,

στ) σε σχέση με τη χρήση χρηματοπιστωτικών μέσων από την επιχείρηση και εφόσον είναι ουσιαστικής σημασίας για την εκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, της οικονομικής κατάστασης και του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσης:

(i) τους στόχους και τις πολιτικές της επιχείρησης όσον αφορά τη διαχείριση του χρηματοοικονομικού κινδύνου, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής της για την αντιστάθμιση κάθε σημαντικού τύπου προβλεπόμενης συναλλαγής για την οποία εφαρμόζεται λογιστική αντιστάθμισης,

(ii) την έκθεση της επιχείρησης στον κίνδυνο μεταβολής των τιμών, στον πιστωτικό κίνδυνο, στον κίνδυνο ρευστότητας και στον κίνδυνο ταμειακών ροών.

181. Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν τις μικρές επιχειρήσεις από την υποχρέωση να καταρτίζουν έκθεση διαχείρισης, υπό τον όρο ότι περιλαμβάνουν στο προσάρτημα τις ενδείξεις του άρθρου 22 παράγραφος 2 της οδηγίας 77/91/ΕΟΚ σχετικά με την απόκτηση ιδίων μετοχών.

182. Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν τις μεσαίες επιχειρήσεις από την υποχρέωση που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 όσον αφορά τη μη χρηματοοικονομική πληροφόρηση.

Άρθρο 21

Δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης

183. Οι οντότητες δημοσίου συμφέροντος περιλαμβάνουν στην έκθεση διαχείρισης που συντάσσουν και δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης. Η δήλωση αυτή συμπεριλαμβάνεται ως ειδικό τμήμα της έκθεσης διαχείρισης και περιέχει τουλάχιστον τα ακόλουθα πληροφοριακά στοιχεία:

α) παραπομπή σε ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:

(i) στον κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης στον οποίο υπόκειται η επιχείρηση,

(ii) στον κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης τον οποίο η επιχείρηση ενδέχεται να έχει οικειοθελώς αποφασίσει να εφαρμόζει,

(iii) σε κάθε σχετική πληροφορία για τις πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης που εφαρμόζονται πέρα από τις απαιτήσεις σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Εάν γίνεται αναφορά στον κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης των σημείων i) και ii), η επιχείρηση αναφέρει επίσης τον τόπο στον οποίο διατίθενται στο κοινό τα σχετικά κείμενα, ενώ, εάν γίνεται αναφορά στις πληροφορίες του σημείου iii), η επιχείρηση δημοσιοποιεί τις πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης που εφαρμόζει,

β) εάν μια επιχείρηση, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, αποκλίνει από τον κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης που αναφέρεται στο στοιχείο α) σημείο i) ή ii), εξήγηση από την επιχείρηση όσον αφορά τα μέρη του κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης από τα οποία αποκλίνει και την αιτιολόγηση αυτής της επιλογής της· εάν μια επιχείρηση αποφασίσει να μην εφαρμόσει καμία από τις διατάξεις εταιρικής διακυβέρνησης που αναφέρεται στο στοιχείο α) σημείο i) ή ii), εξηγεί τους λόγους της επιλογής της,

γ) περιγραφή των κυρίων χαρακτηριστικών των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων της επιχείρησης σε σχέση με τη διαδικασία σύνταξης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων,

δ) τα πληροφοριακά στοιχεία που απαιτούνται κατά το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχεία γ), δ), στ), η) και θ) της οδηγίας 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[32], εφόσον η επιχείρηση υπόκειται στην εν λόγω οδηγία,

ε) εκτός της περίπτωσης κατά την οποία τα πληροφοριακά στοιχεία προβλέπονται πλήρως από το εθνικό δίκαιο, τον τρόπο λειτουργίας της γενικής συνέλευσης των μετόχων και τις βασικές εξουσίες της, καθώς και περιγραφή των δικαιωμάτων των μετόχων και του τρόπου άσκησής τους,

στ) τη σύνθεση και τον τρόπο λειτουργίας των διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών οργάνων και των επιτροπών τους.

184. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν να παρέχονται οι απαιτούμενες από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου πληροφορίες σε χωριστή έκθεση που δημοσιεύεται μαζί με την έκθεση διαχείρισης ή υπό μορφή αναφοράς στην έκθεση διαχείρισης που υποδεικνύει σε ποιο σημείο το έγγραφο αυτό διατίθεται για το κοινό στην ιστοσελίδα της επιχείρησης.

Στην περίπτωση χωριστής έκθεσης, η δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης μπορεί να περιέχει αναφορά στην έκθεση διαχείρισης στην οποία διατίθενται τα απαιτούμενα από την παράγραφο 1 στοιχείο δ) του παρόντος άρθρου πληροφοριακά στοιχεία. Όσον αφορά τις διατάξεις της παραγράφου 1 στοιχεία γ) και δ) του παρόντος άρθρου, οι νόμιμοι ελεγκτές διατυπώνουν γνώμη σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο. Για τα πληροφοριακά στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), β), ε) και στ), τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι νόμιμοι ελεγκτές ελέγχουν αν έχει συνταχθεί η δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης.

185. Με την επιφύλαξη του άρθρου 46, τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 στοιχεία α), β), ε) και στ) του παρόντος άρθρου τις οντότητες δημοσίου συμφέροντος οι οποίες έχουν εκδώσει τίτλους πλην μετοχών που είναι δεκτοί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 14 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, εκτός αν οι οντότητες αυτές έχουν εκδώσει μετοχές που είναι δεκτές προς διαπραγμάτευση σε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 15 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις και Εκθέσεις

Άρθρο 22

Πεδίο εφαρμογής

Η μητρική επιχείρηση και όλες οι θυγατρικές επιχειρήσεις της αποτελούν επιχειρήσεις υποκείμενες σε ενοποίηση κατά την έννοια του παρόντος κεφαλαίου, όταν είτε η μητρική επιχείρηση είτε μια ή περισσότερες θυγατρικές επιχειρήσεις της έχουν μια από τις εταιρικές μορφές που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι ή στο παράρτημα ΙΙ.

Άρθρο 23

Η απαίτηση κατάρτισης ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων

186. Τα κράτη μέλη επιβάλλουν σε κάθε επιχείρηση που διέπεται από την εθνική τους νομοθεσία, την υποχρέωση να καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης αν η επιχείρηση αυτή (μητρική επιχείρηση) ελέγχει μία ή περισσότερες άλλες επιχειρήσεις (θυγατρικές επιχειρήσεις) σε κάποια από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) έχει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή των εταίρων της άλλης ή των άλλων επιχειρήσεων,

β) έχει δικαίωμα να διορίζει ή να ανακαλεί την πλειοψηφία των μελών του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου της άλλης ή των άλλων επιχειρήσεων, και είναι ταυτόχρονα μέτοχος ή εταίρος της επιχείρησης αυτής ή των επιχειρήσεων αυτών,

γ) έχει το δικαίωμα να ασκεί κυριαρχική επιρροή στην άλλη ή στις άλλες επιχειρήσεις, της οποίας ή των οποίων είναι μέτοχος ή εταίρος, δυνάμει σύμβασης που έχει συναφθεί με την επιχείρηση ή τις επιχειρήσεις αυτές ή δυνάμει όρου του καταστατικού και εφόσον το δίκαιο από το οποίο διέπεται η άλλη ή οι άλλες επιχειρήσεις επιτρέπει την υπαγωγή της σε παρόμοιες συμβάσεις ή όρους του καταστατικού.

δ) έχει την εξουσία να ασκεί, ή ασκεί πράγματι, κυριαρχική επιρροή ή έλεγχο στην άλλη ή στις άλλες επιχειρήσεις,

ε) συμβαίνει η μητρική και η άλλη ή οι άλλες επιχειρήσεις να υπάγονται στην ενιαία διεύθυνση της μητρικής επιχείρησης,

στ) είναι μέτοχος ή εταίρος της άλλης ή των άλλων επιχειρήσεων, και:

(i) η πλειοψηφία των μελών του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου της άλλης ή των άλλων επιχειρήσεων, κατά τη διάρκεια της χρήσης, καθώς και κατά την προηγούμενη χρήση και μέχρι την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, προήλθε από διορισμούς που οφείλονταν αποκλειστικά στην άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου της μητρικής επιχείρησης, ή

(ii) ελέγχει μόνη της, δυνάμει συμφωνίας που έχει συνάψει με άλλους μετόχους ή εταίρους της άλλης ή των άλλων επιχειρήσεων, την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή εταίρων της επιχείρησης αυτής ή των επιχειρήσεων αυτών.

Εντούτοις, το σημείο (i) δεν εφαρμόζεται εάν τρίτο μέρος έχει απέναντι στην άλλη ή στις άλλες επιχειρήσεις τα δικαιώματα που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ).

187. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1 στοιχεία α), β) και στ), στα δικαιώματα ψήφου, διορισμού ή ανάκλησης που έχει η μητρική επιχείρηση προστίθενται τα δικαιώματα κάθε άλλης θυγατρικής επιχείρησης, καθώς και τα δικαιώματα κάθε άλλου προσώπου που ενεργεί στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό της μητρικής επιχείρησης ή άλλης θυγατρικής επιχείρησης.

188. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1 στοιχεία α), β) και στ), από τα δικαιώματα της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, αφαιρούνται τα δικαιώματα που απορρέουν από:

α) τις μετοχές ή τα μερίδια που κατέχονται για λογαριασμό άλλου προσώπου εκτός της μητρικής ή θυγατρικής επιχείρησης, ή

β) τις μετοχές ή τα μερίδια που κατέχονται για εγγύηση, εφόσον τα δικαιώματα αυτά ασκούνται σύμφωνα με τις οδηγίες που έχουν δοθεί, ή που κατέχονται για ασφάλεια δανείων που χορηγήθηκαν στα πλαίσια συνήθους επιχειρηματικής δραστηριότητας στον τομέα της χορήγησης δανείων, υπό τον όρο ότι αυτά τα δικαιώματα ψήφου ασκούνται προς όφελος του παρέχοντος την εγγύηση.

189. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1 στοιχεία α) και στ), από το σύνολο των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή εταίρων της θυγατρικής επιχείρησης αφαιρούνται τα δικαιώματα ψήφου που απορρέουν από τις μετοχές ή μερίδια που κατέχονται είτε από την ίδια την επιχείρηση, είτε από θυγατρικές της επιχειρήσεις είτε από πρόσωπο που ενεργεί στο όνομά του αλλά για λογαριασμό των επιχειρήσεων αυτών.

190. Με την επιφύλαξη του άρθρου 24 παράγραφος 10, η μητρική επιχείρηση και όλες οι θυγατρικές της επιχειρήσεις υπόκεινται σε ενοποίηση ανεξάρτητα από την έδρα των θυγατρικών αυτών επιχειρήσεων.

191. Για την εφαρμογή της παραγράφου 5, κάθε επιχείρηση που είναι θυγατρική μιας θυγατρικής επιχείρησης λογίζεται θυγατρική της μητρικής επιχείρησης η οποία είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων που υπόκεινται σε ενοποίηση.

192. Τα κράτη μέλη, με την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου και των άρθρων 22 και 24, μπορούν να επιβάλλουν σε κάθε επιχείρηση που διέπεται από το εθνικό τους δίκαιο την υποχρέωση κατάρτισης ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων και ενοποιημένης έκθεσης διαχείρισης, εφόσον:

α) η επιχείρηση αυτή, καθώς και μια ή περισσότερες επιχειρήσεις με τις οποίες δεν συνδέεται με τις σχέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως στ), έχουν τεθεί υπό ενιαία διεύθυνση κατόπιν σύμβασης που έχει συναφθεί με την πρώτη επιχείρηση ή σύμφωνα με όρους των καταστατικών τους, ή

β) τα διοικητικά, διαχειριστικά ή εποπτικά όργανα της επιχείρησης αυτής, καθώς και μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων με τις οποίες δεν συνδέεται με τις σχέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως στ), αποτελούνται κατά πλειοψηφία από τα ίδια πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα κατά τη διάρκεια της χρήσης και μέχρι την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων.

Σε περίπτωση εφαρμογής του πρώτου εδαφίου, οι επιχειρήσεις οι οποίες συνδέονται με τις σχέσεις που αναφέρονται στο εν λόγω εδάφιο, καθώς και όλες οι θυγατρικές τους επιχειρήσεις αποτελούν επιχειρήσεις υποκείμενες σε ενοποίηση εφόσον μια ή περισσότερες από αυτές έχουν μια από τις εταιρικές μορφές που αναφέρονται στο παράρτημα Ι ή στο παράρτημα ΙΙ.

Οι παράγραφοι 5 και 6 του παρόντος άρθρου, το άρθρο 24 παράγραφοι 1 έως 3 και παράγραφος 10 και τα άρθρα 25 έως 29 εφαρμόζονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και στην ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, οι δε αναφορές στη μητρική επιχείρηση θεωρούνται ότι γίνονται σε όλες τις επιχειρήσεις του πρώτου εδαφίου ανωτέρω. Ωστόσο, με την επιφύλαξη του άρθρου 25 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο, τα κονδύλια «κεφάλαιο», «διαφορά από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο», «αποθεματικό αναπροσαρμογής», «αποθεματικά», «αποτελέσματα εις νέον» και «αποτελέσματα χρήσης» που περιλαμβάνονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις αποτελούνται από τα σύνολα των επί μέρους κονδυλίων κάθε μιας από τις επιχειρήσεις του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου.

Άρθρο 24

Απαλλαγές από την ενοποίηση

193. Οι μικροί όμιλοι απαλλάσσονται από την υποχρέωση κατάρτισης ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων και ενοποιημένης έκθεσης διαχείρισης, εκτός αν κάποια συνδεδεμένη επιχείρηση είναι οντότητα δημοσίου συμφέροντος.

194. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν την απαλλαγή των ομίλων μεσαίου μεγέθους από την υποχρέωση κατάρτισης ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων και ενοποιημένης έκθεσης διαχείρισης, εκτός αν κάποια συνδεδεμένη επιχείρηση είναι οντότητα δημοσίου συμφέροντος.

195. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν από την υποχρέωση κατάρτισης ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων και ενοποιημένης έκθεσης διαχείρισης όταν η μητρική επιχείρηση δεν έχει συσταθεί με έναν από τους εταιρικούς τύπους που αναφέρονται στο παράρτημα Ι ή στο παράρτημα ΙΙ.

196. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν από την υποχρέωση κατάρτισης ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων και ενοποιημένης έκθεσης διαχείρισης κάθε μητρική επιχείρηση που διέπεται από το εθνικό τους δίκαιο και ταυτόχρονα είναι η ίδια θυγατρική επιχείρηση, εφόσον η μητρική της επιχείρηση διέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους, στις εξής δύο περιπτώσεις:

α) η μητρική επιχείρηση είναι κάτοχος όλων των μετοχών ή μεριδίων της απαλλασσόμενης επιχείρησης. Οι μετοχές ή τα μερίδια της επιχείρησης αυτής που κατέχουν μέλη των διοικητικών, διευθυντικών ή εποπτικών οργάνων βάσει υποχρεώσεως από το νόμο ή από το καταστατικό δεν λαμβάνονται υπόψη·

β) η μητρική επιχείρηση κατέχει, τουλάχιστον, το 90% των μετοχών ή μεριδίων της απαλλασσόμενης επιχείρησης και οι λοιποί μέτοχοι ή εταίροι της τελευταίας επιχείρησης ενέκριναν την απαλλαγή.

197. Οι απαλλαγές που αναφέρονται στην παράγραφο 4 πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) η απαλλασσόμενη επιχείρηση και, με την επιφύλαξη της παραγράφου 10, όλες οι θυγατρικές της επιχειρήσεις ενοποιούνται στις οικονομικές καταστάσεις ενός μεγαλύτερου συνόλου επιχειρήσεων, του οποίου η μητρική επιχείρηση διέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους,

β) οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α), καθώς και η ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης του μεγαλύτερου συνόλου επιχειρήσεων καταρτίζονται από τη μητρική επιχείρηση του συνόλου αυτού και ελέγχονται κατά το δίκαιο του κράτους μέλους από το οποίο αυτή διέπεται, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία,

γ) οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) και η ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης που αναφέρεται στο στοιχείο β) καθώς και το πιστοποιητικό ελέγχου του υπεύθυνου για τον έλεγχο των εν λόγω οικονομικών καταστάσεων και, ενδεχομένως, τα έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 7 ακολούθως, δημοσιεύονται από την απαλλασσόμενη επιχείρηση όπως προβλέπει το δίκαιο του κράτους μέλους από το οποίο αυτή διέπεται σύμφωνα με το άρθρο 30. Το ανωτέρω κράτος μέλος μπορεί να απαιτεί να γίνεται η δημοσίευση στην επίσημη γλώσσα του και να είναι επικυρωμένη η μετάφραση των εγγράφων αυτών,

δ) το προσάρτημα των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων της απαλλασσόμενης επιχείρησης περιέχει:

(i) την επωνυμία και την έδρα της μητρικής επιχείρησης που καταρτίζει τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α),

(ii) μνεία της απαλλαγής από την υποχρέωση κατάρτισης των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, καθώς και ενοποιημένης έκθεσης διαχείρισης.

198. Στις περιπτώσεις που δεν προβλέπονται από την παράγραφο 4, τα κράτη μέλη μπορούν, με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 3 παράγραφος 6, να απαλλάξουν από την υποχρέωση κατάρτισης ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων και ενοποιημένης έκθεσης διαχείρισης κάθε μητρική επιχείρηση που διέπεται από το εθνικό τους δίκαιο και είναι ταυτόχρονα θυγατρική επιχείρηση, της οποίας η μητρική επιχείρηση διέπεται από δίκαιο κράτους μέλους. Η απαλλαγή παρέχεται εάν συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις της παραγράφου 5 και αν οι μέτοχοι ή οι εταίροι της απαλλασσόμενης επιχείρησης, οι οποίοι κατέχουν μετοχές ή μερίδια που αντιπροσωπεύουν ένα ελάχιστο ποσοστό του καλυφθέντος κεφαλαίου της επιχείρησης αυτής, δεν έχουν ζητήσει το αργότερο έξι μήνες πριν από το τέλος της εταιρικής χρήσης την κατάρτιση ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να ορίσουν το ποσοστό αυτό σε επίπεδο ανώτερο από 10% για τις ανώνυμες εταιρείες και τις ετερόρρυθμες κατά μετοχές εταιρείες, ή ανώτερο από 20% για τις άλλες μορφές επιχειρήσεων.

Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξαρτήσουν την απαλλαγή από τον όρο να διέπεται από το εθνικό τους δίκαιο και η μητρική επιχείρηση που καταρτίζει τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της παραγράφου 5 στοιχείο α).

Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξαρτήσουν την απαλλαγή από τους όρους σχετικά με την κατάρτιση και τον έλεγχο των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, οι οποίοι αναφέρονται στην παράγραφο 5 στοιχείο α).

199. Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαρτήσουν την απαλλαγή που προβλέπεται στις παραγράφους 4, 5 και 6 από την αναγραφή, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, συμπληρωματικών πληροφοριών στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5 στοιχείο α) ή σε επισυναπτόμενο έγγραφο, εφόσον οι ίδιες πληροφορίες απαιτούνται για επιχειρήσεις που διέπονται από το εθνικό δίκαιο αυτού του κράτους μέλους και οι οποίες είναι υποχρεωμένες να καταρτίζουν ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και βρίσκονται στην ίδια θέση.

200. Οι παράγραφοι 4 έως 7 δεν θίγουν τις νομοθετικές διατάξεις των κρατών μελών που διέπουν την κατάρτιση ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων ή ενοποιημένης έκθεσης διαχείρισης:

(i) εφόσον τα στοιχεία αυτά απαιτούνται προς ενημέρωση των εργαζομένων ή των εκπροσώπων τους ή

(ii) όταν ζητούνται από διοικητική ή δικαστική αρχή για δική της ενημέρωση.

201. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 3 παράγραφος 6, τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάξουν από την υποχρέωση κατάρτισης ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων και ενοποιημένης έκθεσης διαχείρισης οποιαδήποτε μητρική επιχείρηση η οποία διέπεται από το εθνικό τους δίκαιο και ταυτόχρονα είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης που δεν διέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους, αν συντρέχουν σωρευτικά οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α) η απαλλασσόμενη επιχείρηση και, με την επιφύλαξη της παραγράφου 10, όλες οι θυγατρικές επιχειρήσεις ενοποιούνται στις οικονομικές καταστάσεις ενός μεγαλύτερου συνόλου επιχειρήσεων,

β) οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) και, ενδεχομένως, η ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης καταρτίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή κατά τρόπο ισοδύναμο προς ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και προς ενοποιημένες εκθέσεις διαχείρισης που έχουν καταρτιστεί σύμφωνα με την παρούσα οδηγία,

γ) οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) έχουν ελεγχθεί από ένα η περισσότερα πρόσωπα που είναι αναγνωρισμένα για τον λογιστικό έλεγχο από την εθνική νομοθεσία που διέπει την επιχείρηση που κατήρτισε τις καταστάσεις αυτές.

Η παράγραφος 5 στοιχεία γ) και δ) και οι παράγραφοι 6 έως 8 εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή.

Τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν απαλλαγές βάσει της παρούσας παραγράφου μόνο αν χορηγούν τις ίδιες απαλλαγές βάσει των παραγράφων 4 έως 8.

202. Μια επιχείρηση μπορεί να μη περιληφθεί στην ενοποίηση όταν ισχύουν τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) αυστηροί και διαρκείς περιορισμοί θίγουν ουσιαστικά:

(i) την άσκηση από τη μητρική επιχείρηση των δικαιωμάτων της στην περιουσία ή στη διαχείριση αυτής της επιχείρησης, ή

(ii) την άσκηση της ενιαίας διεύθυνσης αυτής της επιχείρησης που περιέχεται στις σχέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 7,

β) οι απαραίτητες πληροφορίες για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία δεν μπορούν να συγκεντρωθούν χωρίς δυσανάλογα έξοδα ή αδικαιολόγητες καθυστερήσεις,

γ) οι μετοχές ή τα μερίδια αυτής της επιχείρησης κατέχονται με αποκλειστικό σκοπό τη μεταγενέστερη μεταβίβασή τους.

Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται επίσης σε οντότητες δημοσίου συμφέροντος.

Άρθρο 25

Κατάρτιση ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων

203. Τα κεφάλαια 2 και 3 ισχύουν για τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις αναγκαίες προσαρμογές που υπαγορεύονται από τις ιδιομορφίες των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων σε σχέση με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις.

204. Τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού των επιχειρήσεων που συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση ενσωματώνονται ακέραια στον ενοποιημένο ισολογισμό.

205. Οι λογιστικές αξίες των μετοχών ή μεριδίων στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση συμψηφίζονται με το ποσοστό των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων αυτών, το οποίο αναλογεί στις μετοχές ή τα μερίδια σύμφωνα με τα ακόλουθα:

α) Ο ανωτέρω συμψηφισμός γίνεται με βάση τις λογιστικές αξίες κατά την ημερομηνία που οι επιχειρήσεις αυτές συμπεριλαμβάνονται για πρώτη φορά στην ενοποίηση. Οι διαφορές που προκύπτουν από τον συμψηφισμό καταχωρίζονται, κατά το δυνατό, κατ’ ευθείαν στα στοιχεία του ενοποιημένου ισολογισμού στα οποία η τρέχουσα αξία είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από τη λογιστική τους αξία.

β) Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλουν ή να επιτρέψουν να γίνεται ο συμψηφισμός με βάση την τρέχουσα αξία των αναγνωρίσιμων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού κατά την ημερομηνία κτήσης των μετοχών ή μεριδίων ή, όταν η κτήση έγινε τμηματικά, κατά την ημερομηνία κατά την οποία η επιχείρηση έγινε θυγατρική.

γ) Η διαφορά που παραμένει μετά την εφαρμογή του στοιχείου α) ή η διαφορά που προκύπτει από την εφαρμογή του στοιχείου β) εμφανίζεται στον ενοποιημένο ισολογισμό ως «Φήμη και πελατεία». Οι μέθοδοι που εφαρμόζονται για τον υπολογισμό της φήμης και πελατείας και οι τυχόν σημαντικές μεταβολές σε σχέση με την προηγούμενη χρήση, σχολιάζονται στο προσάρτημα. Αν ένα κράτος μέλος επιτρέπει τον συμψηφισμό μεταξύ θετικής και αρνητικής φήμης και πελατείας, η ανάλυση της φήμης και πελατείας παρέχεται επίσης στο προσάρτημα. Η αρνητική φήμη και πελατεία μπορεί να μεταφερθεί στα ενοποιημένα αποτελέσματα χρήσης εφόσον η μεταχείριση αυτή συνάδει με τις αρχές που προβλέπονται στο κεφάλαιο 2.

Ωστόσο, το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται για τις μετοχές ή τα μερίδια που κατέχει στο κεφάλαιο της μητρικής επιχείρησης είτε η ίδια είτε άλλη επιχείρηση συμπεριλαμβανόμενη στην ενοποίηση. Αυτές οι μετοχές ή τα μερίδια λογίζονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις ως ίδια μερίδια ή ίδιες μετοχές σύμφωνα με το κεφάλαιο 3.

206. Τα ποσά που αναλογούν στις μετοχές ή τα μερίδια των ενοποιημένων θυγατρικών επιχειρήσεων που κατέχουν πρόσωπα ξένα προς τις επιχειρήσεις οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση εμφανίζονται στον ενοποιημένο ισολογισμό ως μη ελέγχουσες συμμετοχές.

207. Τα έσοδα και τα έξοδα των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση εμφανίζονται ακέραια στον ενοποιημένο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης.

208. Τα κέρδη ή ζημίες που αναλογούν στα μερίδια ή μετοχές των ενοποιημένων θυγατρικών επιχειρήσεων που κατέχουν πρόσωπα ξένα προς τις επιχειρήσεις οι οποίες περιλαμβάνονται στην ενοποίηση εμφανίζονται στον ενοποιημένο λογαριασμό αποτελεσμάτων στις μη ελέγχουσες συμμετοχές.

209. Οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις παρουσιάζουν το ενεργητικό και το παθητικό, την οικονομική θέση και τα αποτελέσματα των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση σαν να πρόκειται για μια μόνο επιχείρηση.

210. Οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις συντάσσονται με την ίδια ημερομηνία κλεισίματος των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων της μητρικής επιχείρησης.

Τα κράτη μέλη μπορούν, πάντως, να επιτρέψουν ή να επιβάλουν το κλείσιμο των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, σε άλλη ημερομηνία ώστε να λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού των περισσότερων ή των σημαντικότερων επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση. Όταν γίνεται χρήση της παρέκκλισης αυτής, αυτό επισημαίνεται στο προσάρτημα των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων και αναφέρονται οι λόγοι. Επιπλέον, λαμβάνονται υπόψη ή αναφέρονται τα σημαντικά γεγονότα που αφορούν το ενεργητικό και παθητικό, την οικονομική θέση ή τα αποτελέσματα μιας επιχείρησης που συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση, τα οποία έχουν επέλθει μεταξύ της ημερομηνίας κλεισίματος του ισολογισμού αυτής της επιχείρησης και της ημερομηνίας κλεισίματος του ενοποιημένου ισολογισμού.

Αν η ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού μιας επιχείρησης που συμπεριλαμβάνεται στην ενοποίηση προηγείται τουλάχιστον κατά τρεις μήνες της ημερομηνίας κλεισίματος του ενοποιημένου ισολογισμού, η επιχείρηση αυτή ενοποιείται βάσει ενδιάμεσων οικονομικών καταστάσεων που καταρτίζονται την ημερομηνία κλεισίματος του ενοποιημένου ισολογισμού.

211. Αν η σύνθεση του συνόλου των επιχειρήσεων που συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση έχει μεταβληθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια της χρήσης, οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις περιέχουν πληροφορίες με τις οποίες καθίσταται δυνατή η σύγκριση των διαδοχικών ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων. Όταν η μεταβολή είναι σημαντική, η υποχρέωση αυτή μπορεί να εκπληρωθεί με την κατάρτιση προσαρμοσμένου ανοίγματος ισολογισμού και προσαρμοσμένου λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσης.

212. Τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση επιμετρούνται με ομοιόμορφες μεθόδους και σύμφωνα με το κεφάλαιο 2.

213. Η επιχείρηση που καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις εφαρμόζει τις ίδιες μεθόδους επιμέτρησης με εκείνες που εφαρμόζει για τις δικές της ετήσιες οικονομικές καταστάσεις. Τα κράτη μέλη μπορούν, ωστόσο, να επιτρέψουν ή να ορίσουν ότι στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις εφαρμόζονται άλλες μέθοδοι επιμέτρησης εφόσον συμφωνούν με το κεφάλαιο 2. Όταν γίνεται χρήση της παρέκκλισης αυτής, αυτό επισημαίνεται στο προσάρτημα των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων και αναφέρονται οι σχετικοί λόγοι.

214. Όταν τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού που πρόκειται να περιληφθούν στην ενοποίηση, έχουν επιμετρηθεί από επιχειρήσεις που συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση, με μεθόδους διαφορετικές από τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την ενοποίηση, τότε τα στοιχεία αυτά επιμετρούνται εκ νέου σύμφωνα με τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για την ενοποίηση. Αποκλίσεις από την εν λόγω αρχή επιτρέπονται σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Κάθε τέτοια απόκλιση αναγράφεται στο προσάρτημα των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων και αιτιολογείται.

215. Αναγνωρίζονται αναβαλλόμενα φορολογικά υπόλοιπα στην ενοποίηση στο βαθμό που είναι πιθανό ότι θα προκύψει πραγματική επιβάρυνση φόρου για μια από τις ενοποιημένες επιχειρήσεις στο άμεσο μέλλον.

216. Στην περίπτωση που στοιχεία ενεργητικού που πρόκειται να περιληφθούν στην ενοποίηση αποτέλεσαν αντικείμενο έκτακτων διορθώσεων στην αξία τους για φορολογικούς μόνο λόγους, τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις απαλλαγμένα από τις διορθώσεις αυτές.

Άρθρο 26

Αναλογική ενοποίηση

217. Όταν μία επιχείρηση που περιλαμβάνεται στην ενοποίηση διευθύνει άλλη επιχείρηση από κοινού με μία ή περισσότερες επιχειρήσεις που δεν συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλουν ή να επιτρέψουν να συμπεριληφθεί στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και η άλλη επιχείρηση, ανάλογα με το ποσοστό των δικαιωμάτων που έχει στο κεφάλαιό της η συμπεριλαμβανόμενη στην ενοποίηση επιχείρηση.

218. Το άρθρο 24 παράγραφος 10 και το άρθρο 25 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στην αναλογική ενοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 27

Λογιστική μέθοδος της καθαρής θέσης για συγγενείς επιχειρήσεις

219. Στην περίπτωση που μία επιχείρηση που συμπεριλαμβάνεται στην ενοποίηση έχει συγγενή επιχείρηση, αυτή η συγγενής επιχείρηση εμφανίζεται χωριστά στον ενοποιημένο ισολογισμό.

220. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η συγγενής επιχείρηση εμφανίζεται στον ενοποιημένο ισολογισμό με το ποσό που αναλογεί στο ποσοστό των ιδίων κεφαλαίων της συγγενούς επιχείρησης που αντιπροσωπεύει η συμμετοχή αυτή. Η διαφορά μεταξύ του ποσού αυτού και της λογιστικής αξίας, που αποτιμάται σύμφωνα με τα κεφάλαια 2 και 3, εμφανίζεται χωριστά στον ενοποιημένο ισολογισμό ή αναφέρεται στο προσάρτημα. Η διαφορά αυτή υπολογίζεται κατά την ημερομηνία που η μέθοδος εφαρμόζεται για πρώτη φορά.

Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλουν ή να επιτρέψουν να γίνεται ο υπολογισμός της διαφοράς με την ημερομηνία κτήσης των μετοχών ή μεριδίων, εφόσον η κτήση έγινε τμηματικά, με την ημερομηνία κατά την οποία η επιχείρηση έγινε συγγενής επιχείρηση.

221. Στην περίπτωση που τα στοιχεία του ενεργητικού ή του παθητικού της συγγενούς επιχείρησης έχουν αποτιμηθεί με μεθόδους διαφορετικές από τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 11, τα στοιχεία αυτά προκειμένου να υπολογιστεί η διαφορά που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, μπορούν να επιμετρηθούν εκ νέου, σύμφωνα με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την ενοποίηση. Εάν δεν έγινε η νέα αυτή επιμέτρηση, το γεγονός αναφέρεται στο προσάρτημα. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν τη νέα αυτή επιμέτρηση.

222. Το ποσό που αναλογεί στο ποσοστό των ιδίων κεφαλαίων της συγγενούς επιχείρησης κατά την παράγραφο 2 προσαυξάνεται ή μειώνεται κατά το ποσό της μεταβολής που σημειώθηκε μέσα στη χρήση στα ίδια κεφάλαια, στο μέτρο που αναλογεί στο ποσοστό αυτής της συμμετοχής. Το ποσό αυτό μειώνεται κατά το ποσό των μερισμάτων που λαμβάνονται από τη συγγενή επιχείρηση.

223. Εφόσον η θετική διαφορά που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να ενταχθεί σε κάποια κατηγορία στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού, θεωρείται ως φήμη και πελατεία σύμφωνα με το άρθρο 9, το άρθρο 11 παράγραφος 5 στοιχείο δ), το άρθρο11 παράγραφος 10 και το άρθρο 25 παράγραφος 3 στοιχείο γ).

224. Το μέρος των κερδών ή ζημιών της συγγενούς επιχείρησης που αναλογεί σ’ αυτές τις συμμετοχές εμφανίζεται στον ενοποιημένο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης σε χωριστό κονδύλι με αντίστοιχο τίτλο.

225. Εφόσον τα στοιχεία είναι γνωστά ή μπορούν να συγκεντρωθούν, κέρδη και ζημίες από συναλλαγές μεταξύ συγγενών επιχειρήσεων και λοιπών επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση, και τα οποία περιέχονται στη λογιστική αξία των στοιχείων του ενεργητικού, απαλείφονται από τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις.

226. Εφόσον μία συγγενής επιχείρηση καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, οι παράγραφοι 1 έως 7 εφαρμόζονται για τα ίδια κεφάλαια που εμφανίζονται σ' αυτές τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις.

Άρθρο 28

Προσάρτημα των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων

227. Εκτός από τις πληροφορίες που απαιτούν ενδεχομένως άλλες διατάξεις της παρούσας οδηγίας, στο προσάρτημα των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων αναφέρονται οι πληροφορίες που απαιτούν τα άρθρα 17, 18 και 19, λαμβάνοντας υπόψη τις αναγκαίες προσαρμογές που υπαγορεύονται από τις ιδιομορφίες των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων σε σχέση με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, εφόσον η πληροφορία αυτή βοηθά στην εκτίμηση της οικονομικής θέσης του συνόλου των επιχειρήσεων που συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση.

Στις πληροφορίες που απαιτούν τα άρθρα 17, 18 και 19 εφαρμόζονται οι ακόλουθες προσαρμογές:

α) Όσον αφορά τη δημοσιοποίηση συναλλαγών μεταξύ συνδεόμενων μερών, δεν δημοσιοποιούνται οι συναλλαγές μεταξύ συνδεόμενων μερών που συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση οι οποίες απαλείφονται κατά την ενοποίηση,

β) Όσον αφορά τη δημοσιοποίηση του μέσου όρου απασχοληθέντων κατά τη διάρκεια της χρήσης, δημοσιοποιείται χωριστά ο μέσος όρος των απασχοληθέντων στις αναλογικά ενοποιημένες επιχειρήσεις,

γ) Όσον αφορά τη δημοσιοποίηση των ποσών που δόθηκαν για αμοιβές, προκαταβολές και πιστώσεις στα μέλη διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών συμβουλίων, δημοσιοποιούνται μόνο τα ποσά που δόθηκαν στα μέλη διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών συμβουλίων της μητρικής επιχείρησης. Η δημοσιοποίηση καλύπτει δε τα ποσά που δόθηκαν από τη μητρική επιχείρηση και τις θυγατρικές της.

228. Εκτός από τις πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1, το προσάρτημα των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) την επωνυμία και την έδρα των επιχειρήσεων που συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση, το ποσοστό του κεφαλαίου που κατέχουν σε επιχειρήσεις εκτός της μητρικής που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση, επιχειρήσεις οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση ή πρόσωπα που ενεργούν με το όνομά τους αλλά για λογαριασμό αυτών των επιχειρήσεων και πληροφορίες σχετικά με το ποια από τις προϋποθέσεις του άρθρου 23 παράγραφοι 1 και 7, μετά την εφαρμογή του άρθρου 23 παράγραφοι 2, 3 και 4, υπαγόρευσε την ενοποίηση. Πάντως, δεν είναι απαραίτητο να αναγράφεται η τελευταία πληροφορία αν η ενοποίηση πραγματοποιήθηκε με βάση το άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχείο α), και το ποσοστό του κατεχόμενου κεφαλαίου συμπίπτει με το ποσοστό των δικαιωμάτων της ψήφου.

Για επιχειρήσεις που δεν συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 1 στοιχείο ι), παρέχονται οι ενδείξεις αυτές και εξηγούνται οι λόγοι αποκλεισμού των επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 10.

β) την επωνυμία και την έδρα συγγενών επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση, κατά την έννοια του άρθρου 27 παράγραφος 1, καθώς και την αναλογία του κεφαλαίου των συγγενών αυτών επιχειρήσεων που κατέχεται από επιχειρήσεις οι οποίες περιλαμβάνονται στην ενοποίηση ή από πρόσωπα που ενεργούν στο όνομά τους αλλά για λογαριασμό αυτών των επιχειρήσεων.

γ) την επωνυμία και την έδρα των επιχειρήσεων που υπέστησαν μερική ενοποίηση δυνάμει του άρθρου 26, τα δεδομένα στα οποία βασίζεται η κοινή διοίκηση, καθώς και το ποσοστό του κεφαλαίου τους που κατέχεται από συμπεριλαμβανόμενες στην ενοποίηση επιχειρήσεις ή από πρόσωπα που ενεργούν στο όνομά τους, για λογαριασμό αυτών των επιχειρήσεων.

δ) την επωνυμία και την έδρα των επιχειρήσεων που δεν αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) και στις οποίες οι επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση κατέχουν, είτε οι ίδιες, είτε μέσω προσώπων που ενεργούν στο όνομά τους, αλλά για λογαριασμό των επιχειρήσεων αυτών, κάποια συμμετοχή. Δημοσιοποιούνται επίσης το ποσοστό συμμετοχής στο κεφάλαιο, το ποσό των ιδίων κεφαλαίων και τα κέρδη ή οι ζημίες της τελευταίας χρήσης για την οποία εγκρίθηκαν οικονομικές καταστάσεις αυτής της επιχείρησης. Επίσης, μπορεί να παραλείπεται η αναγραφή των ιδίων κεφαλαίων και των κερδών και ζημιών μιας επιχείρησης, εφόσον η επιχείρηση αυτή δεν δημοσιεύει ισολογισμό.

ε) τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν για τις πληροφορίες που επιβάλλεται να δημοσιοποιηθούν βάσει των στοιχείων α) έως δ) να λάβουν τη μορφή σημειώματος που κατατίθεται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3 της οδηγίας 2009/101/ΕΚ. Σε περίπτωση κατάθεσης του σημειώματος γίνεται σχετική μνεία στο προσάρτημα. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν ακόμη για τις πληροφορίες αυτές να παραλείπονται όταν η φύση τους είναι τέτοια που θα γίνονταν σοβαρά επιζήμιες για τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορούν. Τα κράτη μέλη μπορούν να θέσουν ως προϋπόθεση για την παράλειψη αυτή τη χορήγηση άδειας διοικητικής ή δικαστικής αρχής. Η παράλειψη αυτών των στοιχείων αναγράφεται στο προσάρτημα.

Άρθρο 29

Ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης

229. Εκτός από τις πληροφορίες που απαιτούνται ενδεχομένως βάσει άλλων διατάξεων της παρούσας οδηγίας, στην ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης αναφέρονται τουλάχιστον οι πληροφορίες που απαιτούν τα άρθρα 20 και 21, λαμβάνοντας υπόψη τις αναγκαίες προσαρμογές που υπαγορεύονται από τις ιδιομορφίες της ενοποιημένης έκθεσης διαχείρισης σε σχέση με την έκθεση διαχείρισης, εφόσον η πληροφορία αυτή διευκολύνει την εκτίμηση της οικονομικής θέσης του συνόλου των επιχειρήσεων που συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση.

230. Στις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει των άρθρων 20 και 21 εφαρμόζονται οι ακόλουθες προσαρμογές:

α) Όσον αφορά τις αποκτηθείσες μετοχές ή μερίδια, η ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης περιλαμβάνει τον αριθμό και την ονομαστική αξία, ή ελλείψει ονομαστικής αξίας, την εσωτερική λογιστική αξία του συνόλου των μετοχών ή μεριδίων της μητρικής επιχείρησης που κατέχονται είτε από την ίδια είτε από θυγατρικές της επιχειρήσεις, είτε από πρόσωπο που ενεργεί στο όνομά του αλλά για λογαριασμό αυτών των επιχειρήσεων. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν ή να επιβάλουν την παροχή αυτών των πληροφοριών στο προσάρτημα των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων,

β) Όσον αφορά τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων, η δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης αναφέρει τα βασικά χαρακτηριστικά των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων για το σύνολο των επιχειρήσεων που συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση.

231. Στις περιπτώσεις που εκτός από την έκθεση διαχείρισης απαιτείται και ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης, οι δύο εκθέσεις μπορούν να υποβάλλονται υπό μορφή ενιαίας έκθεσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Δημοσίευση

Άρθρο 30

Γενική απαίτηση δημοσίευσης

232. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν τη δημοσίευση, εκ μέρους των επιχειρήσεων, των νόμιμα εγκεκριμένων ετήσιων οικονομικών καταστάσεων και της έκθεσης διαχείρισης, καθώς και της γνώμης των νόμιμων ελεγκτών που αναφέρεται στο άρθρο 34 όπως προβλέπεται από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 της οδηγίας 2009/101/ΕΚ.

Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάξουν τις επιχειρήσεις από την υποχρέωση δημοσίευσης της έκθεσης διαχείρισης. Στην περίπτωση αυτή είναι δυνατόν να χορηγείται μετά από σχετική αίτηση αντίγραφο ή απόσπασμα της έκθεσης αυτής. Το αντίτιμο για το εν λόγω αντίγραφο δεν υπερβαίνει το διοικητικό κόστος του.

233. Το κράτος μέλος στο οποίο έχει την έδρα της η επιχείρηση του παραρτήματος ΙΙ μπορεί να απαλλάξει την επιχείρηση αυτή από την υποχρέωση δημοσίευσης των οικονομικών της καταστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2009/101/ΕΚ, υπό τον όρο ότι οι οικονομικές καταστάσεις είναι στη διάθεση του κοινού στην έδρα της επιχείρησης, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) όλοι οι απεριόριστα ευθυνόμενοι εταίροι της οικείας επιχείρησης είναι επιχειρήσεις αναφερόμενες στο παράρτημα Ι που διέπονται από το δίκαιο άλλων κρατών μελών, εκτός από το κράτος μέλος στο οποίο έχει την έδρα της η επιχείρηση αυτή, και εφόσον καμία από τις επιχειρήσεις αυτές δεν δημοσιεύει τις οικονομικές καταστάσεις της οικείας επιχείρησης μαζί με τις δικές της,

β) όλοι οι απεριόριστα ευθυνόμενοι εταίροι είναι επιχειρήσεις που δεν διέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους, αλλά η νομική μορφή τους είναι ανάλογη με τις προβλεπόμενες στην οδηγία 2009/101/ΕΟΚ.

Αντίγραφα των οικονομικών καταστάσεων παρέχονται κατόπιν αίτησης. Το αντίτιμο για το αντίγραφο αυτό δεν υπερβαίνει το διοικητικό κόστος του.

234. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται όσον αφορά τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και τις ενοποιημένες εκθέσεις διαχείρισης.

Ωστόσο όταν η επιχείρηση που έχει καταρτίσει τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις δεν έχει μία από τις εταιρικές μορφές που αναφέρονται στο παράρτημα Ι, και δεν της επιβάλλεται από την εθνική της νομοθεσία υποχρέωση δημοσίευσης των εγγράφων της παραγράφου 1 αντίστοιχη με την υποχρέωση που προβλέπει το άρθρο 3 της οδηγίας 2009/101/ΕΟΚ, η επιχείρηση αυτή οφείλει τουλάχιστον να θέτει αυτά τα έγγραφα στη διάθεση του κοινού στην έδρα της. Αντίγραφο των εγγράφων αυτών χορηγείται μετά από σχετική αίτηση. Το αντίτιμο για το εν λόγω αντίγραφο δεν υπερβαίνει το διοικητικό κόστος του.

Άρθρο 31

Απλουστεύσεις για μικρομεσαίες επιχειρήσεις

235. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάξουν τις μικρές επιχειρήσεις από την υποχρέωση δημοσίευσης των αποτελεσμάτων χρήσης και της έκθεσης διαχείρισης.

236. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στις μεσαίες επιχειρήσεις να δημοσιεύουν:

α) συνοπτικό ισολογισμό στον οποίο εμφανίζονται μόνο οι λογαριασμοί που φέρουν στοιχεία και λατινικούς αριθμούς σύμφωνα με το άρθρο 9 αναγράφοντας χωριστά, στον ισολογισμό ή στο προσάρτημα:

(i) τα στοιχεία των λογαριασμών Β Ι 3, Β ΙΙ 1, 2, 3 και 4, Β ΙΙΙ 1, 2, 3, 4 και 7, Γ ΙΙ 2, 3 και 6, και Γ ΙΙΙ 1 και 2 του ενεργητικού και Γ 1, 2, 6, 7 και 9 των ιδίων κεφαλαίων και του παθητικού,

(ii) τις πληροφορίες που απαιτούνται στην παρένθεση του λογαριασμού Γ ΙΙ του ενεργητικού και Γ των ιδίων κεφαλαίων και του παθητικού συνολικά, για τα στοιχεία που αφορούν και χωριστά για τα Γ ΙΙ 2 και 3 του ενεργητικού και Γ 1, 2, 6, 7 και 9 των ιδίων κεφαλαίων και του παθητικού,

β) συνοπτικό προσάρτημα χωρίς τις πληροφορίες που απαιτούνται από το άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχεία ζ) και ια).

Η παρούσα παράγραφος δεν θίγει τις διατάξεις του άρθρου 30 παράγραφος 1, σε ό,τι αφορά τα αποτελέσματα χρήσης, την έκθεση διαχείρισης και το πιστοποιητικό ελέγχου.

Άρθρο 32

Λοιπές απαιτήσεις δημοσίευσης

237. Όταν οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις και η έκθεση διαχείρισης δημοσιεύονται εξ ολοκλήρου, έχουν τη μορφή και το περιεχόμενο βάσει των οποίων ο ελεγκτής έχει συντάξει το πιστοποιητικό ελέγχου. Συνοδεύονται επίσης από το πλήρες κείμενο του πιστοποιητικού αυτού.

238. Αν οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις δεν δημοσιεύονται εξ ολοκλήρου, σημειώνεται ότι η δημοσιευόμενη έκδοση είναι συνοπτική και αναφέρεται το μητρώο στο οποίο έχουν καταχωριστεί οι οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2009/101/ΕΚ. Αν οι οικονομικές καταστάσεις δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη, το γεγονός αναφέρεται. Η έκθεση των νόμιμων ελεγκτών δεν συνοδεύει τη δημοσίευση αυτή αλλά δημοσιοποιείται αν η γνώμη του ελεγκτή εκφράσθηκε με ή χωρίς επιφυλάξεις ή αν ήταν αντίθετη ή αν οι νόμιμοι ελεγκτές δεν ήταν σε θέση να διατυπώσουν γνώμη. Γνωστοποιείται επίσης αν η έκθεση των νόμιμων ελεγκτών περιλαμβάνει παραπομπές σε θέματα στα οποία οι ελεγκτές επιθυμούν να επιστήσουν την προσοχή, χωρίς να διατυπώσουν επιφυλάξεις στη γνώμη τους.

Άρθρο 33

Καθήκον και ευθύνη για την κατάρτιση και τη δημοσίευση των οικονομικών καταστάσεων και της έκθεσης διαχείρισης

239. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα μέλη των διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών οργάνων κάθε επιχείρησης να έχουν συλλογικά το καθήκον να εξασφαλίζουν ότι οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, η έκθεση διαχείρισης και, όταν προβλέπεται ξεχωριστά, η δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης, συντάσσονται και δημοσιεύονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, που θεσπίστηκαν σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002. Τα όργανα αυτά ενεργούν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που τους αναθέτει το εθνικό δίκαιο.

240. Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε τα μέλη των διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών οργάνων κάθε επιχείρησης να έχουν συλλογικά το καθήκον να εξασφαλίζουν ότι οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, οι ενοποιημένες εκθέσεις διαχείρισης και, όταν προβλέπεται ξεχωριστά, η ενοποιημένη δήλωση εταιρικής διακυβέρνησης, συντάσσονται και δημοσιεύονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, που θεσπίσθηκαν σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002. Τα όργανα αυτά ενεργούν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που τους απονέμει το εθνικό δίκαιο.

241. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι νομοθετικές, διοικητικές και κανονιστικές διατάξεις τους περί αστικής ευθύνης να εφαρμόζονται για τα μέλη των διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών οργάνων των επιχειρήσεων, τουλάχιστον έναντι της επιχείρησης, για παράβαση του καθήκοντος των παραγράφων 1 και 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Έλεγχος

Άρθρο 34

Γενικές απαιτήσεις

242. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι οικονομικές καταστάσεις των οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος, και των μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων να ελέγχονται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα στα οποία τα κράτη μέλη έχουν χορηγήσει άδεια διεξαγωγής των νόμιμων ελέγχων βάσει της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[33].

Οι νόμιμοι ελεγκτές διατυπώνουν επίσης γνώμη για το κατά πόσον η έκθεση διαχείρισης αντιστοιχεί στις οικονομικές καταστάσεις του ιδίου οικονομικού έτους.

243. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 εφαρμόζεται όσον αφορά τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 εφαρμόζεται όσον αφορά τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και τις ενοποιημένες εκθέσεις διαχείρισης.

Άρθρο 35

Περιεχόμενο της έκθεσης ελέγχου

244. Η έκθεση των νόμιμων ελεγκτών περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α) εισαγωγή, στην οποία προσδιορίζονται τουλάχιστον οι οικονομικές καταστάσεις που αποτελούν αντικείμενο του νόμιμου ελέγχου, καθώς και το συγκεκριμένο πλαίσιο χρηματοοικονομικής πληροφόρησης που εφαρμόστηκε κατά την κατάρτισή τους,

β) περιγραφή του εύρους του νόμιμου ελέγχου, στην οποία αναφέρονται τουλάχιστον τα ελεγκτικά πρότυπα βάσει των οποίων διενεργήθηκε ο νόμιμος έλεγχος,

γ) γνώμη στην οποία οι νόμιμοι ελεγκτές διατυπώνουν με σαφήνεια τη γνώμη τους για το κατά πόσον οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις παρέχουν πιστή και πραγματική εικόνα σύμφωνα με το αντίστοιχο πλαίσιο χρηματοοικονομικής πληροφόρησης και, ενδεχομένως, για το κατά πόσον οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις είναι σύμφωνες με τις από το νόμο προβλεπόμενες απαιτήσεις. Η ελεγκτική γνώμη μπορεί να εκδίδεται με ή χωρίς επιφυλάξεις, να είναι αντίθετη ή, σε περίπτωση που οι νόμιμοι ελεγκτές αδυνατούν να εκφράσουν γνώμη, να λαμβάνει τη μορφή άρνησης γνώμης,

δ) αναφορά σε θέματα στα οποία οι νόμιμοι ελεγκτές επιθυμούν να επιστήσουν την προσοχή χωρίς να διατυπώσουν επιφυλάξεις στην ελεγκτική γνώμη,

ε) ελεγκτική γνώμη σχετικά με το κατά πόσον η έκθεση διαχείρισης αντιστοιχεί στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις του ιδίου οικονομικού έτους.

245. Η έκθεση φέρει ημερομηνία και την υπογραφή των νόμιμων ελεγκτών.

246. Η έκθεση των νόμιμων ελεγκτών για τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις των παραγράφων 1 και 2. Κατά τη διατύπωση γνώμης σχετικά με την αντιστοιχία της έκθεσης διαχείρισης με τις οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο ε), οι νόμιμοι ελεγκτές εξετάζουν τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και την ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης. Σε περίπτωση που οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της μητρικής επιχείρησης επισυνάπτονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, οι εκθέσεις των νόμιμων ελεγκτών που απαιτούνται βάσει του παρόντος άρθρου μπορούν να συνδυάζονται μεταξύ τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Έκθεση για πληρωμές προς κυβερνήσεις

Άρθρο 36

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

247. «Επιχείρηση που δραστηριοποιείται στην εξορυκτική βιομηχανία»: επιχείρηση που αναπτύσσει δραστηριότητες οι οποίες σχετίζονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την αναζήτηση, τον εντοπισμό, την ανάπτυξη και την εξόρυξη κοιτασμάτων μεταλλευμάτων, πετρελαίου και φυσικού αερίου, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον τομέα Β-κλάδοι 05 έως 08 του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1893/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[34].

248. «Επιχείρηση που δραστηριοποιείται στην υλοτόμηση πρωτογενών δασών»: επιχείρηση που αναπτύσσει δραστηριότητες σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον τομέα Α-κλάδο 2.2 του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1893/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[35], σε πρωτογενή δάση.

249. «Κυβέρνηση»: η κεντρική, περιφερειακή ή τοπική κυβέρνηση κράτους μέλους ή τρίτης χώρας. Η εν λόγω κεντρική, περιφερειακή ή τοπική κυβέρνηση έχει υπό τον έλεγχό της υπηρεσίες, οργανισμούς ή επιχειρήσεις σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 23 παράγραφοι 1 έως 6 της παρούσας οδηγίας.

250. «Έργο»: συγκεκριμένη κατώτατη μονάδα επιχειρησιακής πληροφόρησης στους κόλπους της επιχείρησης στην οποία καταρτίζονται τακτικές εκθέσεις εσωτερικής διαχείρισης για την παρακολούθηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της επιχείρησης.

Άρθρο 37

Επιχειρήσεις που υποχρεούνται να υποβάλλουν εκθέσεις για πληρωμές προς κυβερνήσεις

251. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις μεγάλες επιχειρήσεις και όλες τις οντότητες δημοσίου συμφέροντος που δραστηριοποιούνται στην εξορυκτική βιομηχανία ή στην υλοτόμηση πρωτογενών δασών να καταρτίζουν και να δημοσιεύουν σε ετήσια βάση έκθεση για τις πληρωμές που καταβάλλουν προς κυβερνήσεις.

252. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για επιχειρήσεις που διέπονται από τη νομοθεσία κράτους μέλους και είναι θυγατρικές ή μητρικές επιχειρήσεις, εφόσον πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) η μητρική επιχείρηση διέπεται από τη νομοθεσία κράτους μέλους·

β) οι πληρωμές προς κυβερνήσεις της επιχείρησης περιλαμβάνονται στην ενοποιημένη έκθεση για πληρωμές προς κυβερνήσεις που καταρτίζει η μητρική επιχείρηση σύμφωνα με το άρθρο 39.

Άρθρο 38

Περιεχόμενο της έκθεσης

253. Η έκθεση αναφέρει τα ακόλουθα εφόσον είναι σημαντικά για τη δικαιούχο κυβέρνηση:

α) το συνολικό ποσό των πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών σε είδος, που καταβλήθηκαν σε κάθε κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους,

β) το συνολικό ποσό ανά τύπο πληρωμής, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών σε είδος, που καταβλήθηκαν σε κάθε κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους,

γ) εφόσον οι πληρωμές αυτές αφορούν συγκεκριμένα έργα, το ποσό ανά τύπο πληρωμής, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών σε είδος, για κάθε έργο κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους, και το συνολικό ποσό πληρωμών για κάθε έργο.

254. Αναφέρονται οι ακόλουθοι τύποι πληρωμών:

α) δικαιώματα παραγωγής,

β) φόροι επί των κερδών,

γ) δικαιώματα,

δ) μερίσματα,

ε) πριμ υπογραφής, εντοπισμού και παραγωγικότητας,

(στ) τέλη έκδοσης αδειών, τέλη εκμίσθωσης, τέλη εισόδου και λοιπά ζητήματα σχετικά με άδειες και/ή παραχωρήσεις,

(ζ) λοιπά άμεσα οφέλη προς την εκάστοτε δικαιούχο κυβέρνηση.

255. Σε περίπτωση καταβολής πληρωμών σε είδος προς κυβερνήσεις, τα σχετικά στοιχεία υποβάλλονται βάσει αξίας ή όγκου. Όταν υποβάλλονται βάσει αξίας, παρέχονται επεξηγηματικές σημειώσεις προς αποσαφήνιση του τρόπου καθορισμού της αξίας τους.

256. Η Επιτροπή έχει την εξουσία να εγκρίνει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 42 όσον αφορά τον προσδιορισμό της έννοιας της σημαντικότητας των πληρωμών.

257. Η έκθεση δεν περιλαμβάνει κανενός είδους πληρωμές προς κυβερνήσεις σε χώρες η ποινική νομοθεσία των οποίων απαγορεύει σαφώς τη δημοσιοποίηση αυτού του είδους των πληρωμών. Στις περιπτώσεις αυτές, η επιχείρηση αναφέρει ότι δεν έχει συμπεριλάβει τις πληρωμές σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 3 και γνωστοποιεί το όνομα της κυβέρνησης.

Άρθρο 39

Ενοποιημένη έκθεση για πληρωμές προς κυβερνήσεις

258. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις μεγάλες επιχειρήσεις ή από τις οντότητες δημοσίου συμφέροντος που δραστηριοποιούνται στην εξορυκτική βιομηχανία ή στην υλοτόμηση πρωτογενών δασών και που διέπονται από την εθνική τους νομοθεσία να καταρτίζουν ενοποιημένη έκθεση για πληρωμές προς κυβερνήσεις σύμφωνα με τα άρθρα 37 και 38 εάν η μητρική επιχείρηση βαρύνεται με την υποχρέωση κατάρτισης ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 23 παράγραφος 1 έως 23 παράγραφος 6 της παρούσας οδηγίας.

259. Η υποχρέωση κατάρτισης ενοποιημένης έκθεσης της παραγράφου 1 δεν ισχύει για:

α) μητρικές επιχειρήσεις μικρών ομίλων κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 παράγραφος 4 εκτός αν κάποια συνδεδεμένη επιχείρηση είναι οντότητα δημοσίου συμφέροντος,

β) μητρικές επιχειρήσεις μεσαίων ομίλων κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 παράγραφος 5 εκτός αν κάποια συνδεδεμένη επιχείρηση είναι οντότητα δημοσίου συμφέροντος,

γ) μητρικές επιχειρήσεις που διέπονται από τη νομοθεσία κράτους μέλους οι οποίες είναι ταυτόχρονα θυγατρικές επιχειρήσεις, εάν η δική τους μητρική επιχείρηση διέπεται από τη νομοθεσία κράτους μέλους.

260. Δεν απαιτείται συμπερίληψη επιχείρησης σε ενοποιημένη έκθεση για πληρωμές προς κυβερνήσεις εφόσον πληρούται μία τουλάχιστον από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) αυστηροί και διαρκείς περιορισμοί θίγουν ουσιαστικά την άσκηση από τη μητρική επιχείρηση των δικαιωμάτων της στην περιουσία ή στη διαχείριση αυτής της επιχείρησης,

β) οι απαραίτητες πληροφορίες για την κατάρτιση της ενοποιημένης έκθεσης για πληρωμές προς κυβερνήσεις σύμφωνα με την παρούσα οδηγία δεν μπορούν να συγκεντρωθούν χωρίς δυσανάλογα έξοδα ή αδικαιολόγητες καθυστερήσεις.

Άρθρο 40

Δημοσίευση

Η έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 37 και η ενοποιημένη έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 39 για πληρωμές προς κυβερνήσεις δημοσιεύονται όπως προβλέπεται στην εθνική νομοθεσία κάθε κράτους μέλους, σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 της οδηγίας 2009/101/ΕΚ.

Άρθρο 41

Επανεξέταση

Η Επιτροπή εξετάζει την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του παρόντος κεφαλαίου, ιδίως όσον αφορά το εύρος των υποχρεώσεων υποβολής έκθεσης και τις σχετικές λεπτομέρειες σε επίπεδο έργου. Στην επανεξέταση αυτή λαμβάνονται επίσης υπόψη οι διεθνείς εξελίξεις και οι επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα και την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού. Η επανεξέταση ολοκληρώνεται το αργότερο πέντε έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας. Η έκθεση υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενη από νομοθετική πρόταση, εφόσον απαιτείται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 4 2

Άσκηση των κατ’ εξουσιοδότηση αρμοδιοτήτων

261. Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

262. Η εξουσία που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, στο άρθρο 3 παράγραφος 10 και στο άρθρο 38 παράγραφος 4 ανατίθεται στην Επιτροπή επ’ αόριστον από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 50.

263. Η εξουσία που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, στο άρθρο 3 παράγραφος 10 και στο άρθρο 38 παράγραφος 4 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης επιφέρει τη λήξη της εξουσιοδότησης που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Παράγει αποτελέσματα από την επομένη της ημέρας δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που προσδιορίζεται στην απόφαση. Δεν θίγει το κύρος κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ήδη ισχύουν.

264. Μόλις εκδώσει μία πράξη κατ’ εξουσιοδότηση, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

265. Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 1 παράγραφος 2, του άρθρου 3 παράγραφος 10 και του άρθρου 38 παράγραφος 4, τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν προβάλλουν αντιρρήσεις. Η ανωτέρω προθεσμία παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 4 3

Εξαίρεση για θυγατρικές επιχειρήσεις

Με την επιφύλαξη των οδηγιών 2009/101/ΕΚ και 77/91/ΕΟΚ, τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόζουν στις επιχειρήσεις που διέπονται από την εθνική τους νομοθεσία και είναι θυγατρικές επιχειρήσεις τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας που αφορούν το περιεχόμενο, τον έλεγχο και τη δημοσίευση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων και την έκθεση διαχείρισης, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

266. η μητρική επιχείρηση διέπεται από τη νομοθεσία κράτους μέλους,

267. όλοι οι μέτοχοι ή οι εταίροι της θυγατρικής επιχείρησης δηλώνουν ότι αποδέχονται την εξαίρεση αυτή· η δήλωση αυτή απαιτείται για κάθε χρήση,

268. η μητρική επιχείρηση δηλώνει ότι εγγυάται για τις υποχρεώσεις της θυγατρικής επιχείρησης,

269. οι δηλώσεις που αναφέρονται στα σημεία 2) και 3) του παρόντος άρθρου δημοσιεύονται από τη θυγατρική επιχείρηση όπως προβλέπει η νομοθεσία του κράτους μέλους, σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 της οδηγίας 2009/101/ΕΚ,

270. η θυγατρική επιχείρηση συμπεριλαμβάνεται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζει η μητρική επιχείρηση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία,

271. η ανωτέρω εξαίρεση αναφέρεται στο προσάρτημα των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων που καταρτίζει η μητρική επιχείρηση,

272. οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που προβλέπονται στο σημείο 5) του παρόντος άρθρου, η ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης και το πιστοποιητικό ελέγχου των νόμιμων ελεγκτών δημοσιεύονται από τη θυγατρική επιχείρηση όπως προβλέπει η νομοθεσία του κράτους μέλους, σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 της οδηγίας 2009/101/ΕΚ.

Άρθρο 4 4

Επιχειρήσεις που είναι απεριόριστα ευθυνόμενοι εταίροι άλλων επιχειρήσεων

273. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τις επιχειρήσεις τις αναφερόμενες στο παράρτημα I που διέπονται από τη νομοθεσία τους και είναι απεριόριστα ευθυνόμενοι εταίροι μιας επιχείρησης από τις κατονομαζόμενες στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ) («οικεία επιχείρηση»), να καταρτίζουν, να υποβάλλουν σε έλεγχο και να δημοσιεύουν, μαζί με τις δικές οικονομικές καταστάσεις και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, και τις οικονομικές καταστάσεις της οικείας επιχείρησης.

Στην περίπτωση αυτή, οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η παρούσα οδηγία δεν ισχύουν για την οικεία επιχείρηση.

274. Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να επιβάλλουν στην οικεία επιχείρηση την τήρηση των υποχρεώσεων που προβλέπει η παρούσα οδηγία, εφόσον:

α) οι οικονομικές καταστάσεις αυτής της επιχείρησης καταρτίζονται, ελέγχονται και δημοσιεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας από επιχείρηση η οποία είναι απεριόριστα ευθυνόμενος εταίρος της οικείας επιχείρησης και η οποία διέπεται από το δίκαιο άλλου κράτους μέλους,

β) η οικεία επιχείρηση συμπεριλαμβάνεται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται, ελέγχονται και δημοσιεύονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία από απεριόριστα ευθυνόμενο εταίρο ή η οικεία επιχείρηση συμπεριλαμβάνεται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις ενός μεγαλύτερου ομίλου επιχειρήσεων που συντάσσονται, ελέγχονται και δημοσιεύονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία από μητρική επιχείρηση, η οποία διέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους. Η απαλλαγή αυτή αναγράφεται στο προσάρτημα των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων.

275. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η οικεία επιχείρηση υποχρεούται να ανακοινώνει, σε όποιον υποβάλλει σχετική αίτηση, την επωνυμία της επιχείρησης που δημοσιεύει τις οικονομικές καταστάσεις.

Άρθρο 4 5

Εξαίρεση όσον αφορά τα αποτελέσματα χρήσης των μητρικών επιχειρήσεων που καταρτίζουν ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις

Τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόζουν για τις επιχειρήσεις που διέπονται από την εθνική τους νομοθεσία και είναι μητρικές επιχειρήσεις τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας που αφορούν τον έλεγχο και τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων χρήσης, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

276. η μητρική επιχείρηση καταρτίζει τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και συμπεριλαμβάνεται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις,

277. η ανωτέρω εξαίρεση αναφέρεται στο προσάρτημα των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων που καταρτίζει η μητρική επιχείρηση,

278. η ανωτέρω εξαίρεση αναφέρεται στο προσάρτημα των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων που καταρτίζει η μητρική επιχείρηση,

279. τα αποτελέσματα χρήσης της μητρικής επιχείρησης, όπως προκύπτουν σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, εμφανίζονται στον ισολογισμό της μητρικής επιχείρησης.

Άρθρο 4 6

Περιορισμός των εξαιρέσεων για οντότητες δημοσίου συμφέροντος

Πλην αντίθετων ρητών διατάξεων της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη δεν εγκρίνουν τις απλουστεύσεις και τις απαλλαγές που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία για οντότητες δημοσίου συμφέροντος.

Άρθρο 4 7

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με τις εφαρμοστέες κυρώσεις για τις παραβιάσεις των εθνικών διατάξεων που εκδίδονται στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, λαμβάνουν δε όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της εφαρμογής τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Άρθρο 48

Κατάργηση

Οι οδηγίες 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ καταργούνται.

Οι παραπομπές στις καταργούμενες οδηγίες νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο παράρτημα III.

Άρθρο 4 9

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

280. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο την 1η Ιουλίου 2014. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και τον πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Τα κράτη μέλη ορίζουν τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η αναφορά αυτή.

281. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 50

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

Άρθρο 5 1

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Μορφές επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

- Βέλγιο:

la société anonyme/de naamloze vennootschap, la société en commandite par actions / de commanditaire vennootschap op aandelen, la société de personnes à responsabilité limitée/de personenvennootschap met beperkte aansprakelijkheid,

- Βουλγαρία:

акционерно дружество, дружество с ограничена отговорност, командитно дружество с акции,

- Τσεχική Δημοκρατία:

společnost s ručením omezeným, akciová společnost,

- Δανία:

aktieselskaber, kommanditaktieselskaber, anpartsselskaber,

- Γερμανία:

die Aktiengesellschaft, die Kommanditgesellschaft auf Aktien, die Gesellschaft mit beschränkter Haftung,

- Εσθονία:

aktsiaselts, osaühing,

- Ιρλανδία:

public companies limited by shares or by guarantee, private companies limited by shares or by guarantee,

- Ελλάδα:

η ανώνυμη εταιρεία, η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, ή ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρεία,

- Ισπανία:

la sociedad anónima, la sociedad comanditaria por acciones, la sociedad de responsabilidad limitada,

- Γαλλία:

la société anonyme, la société en commandite par actions, la société à responsabilité limitée,

- Ιταλία:

la società per azioni, la società in accomandita per azioni, la società a responsabilità limitata,

- Κύπρος:

Δημόσιες εταιρείες περιορισμένης ευθύνης με μετοχές ή με εγγύηση, ιδιωτικές εταιρείες περιορισμένης ευθύνης με μετοχές ή με εγγύηση,

- Λετονία:

akciju sabiedrība, sabiedrība ar ierobežotu atbildību,

- Λιθουανία:

akcinės bendrovės, uždarosios akcinės bendrovės,

- Λουξεμβούργο:

la société anonyme, la société en commandite par actions, la société à responsabilité limitée,

- Ουγγαρία:

részvénytársaság, korlátolt felelősségű társaság,

- Μάλτα:

kumpanija pubblika —public limited liability company, kumpannija privata —private limited liability company,

soċjeta in akkomandita bil-kapital maqsum f'azzjonijiet —partnership en commandite με κεφάλαιο το οποίο διαιρείται σε μετοχές,

- Κάτω Χώρες:

de naamloze vennootschap, de besloten vennootschap met beperkte aansprakelijkheid,

- Αυστρία:

die Aktiengesellschaft, die Gesellschaft mit beschränkter Haftung,

- Πολωνία:

spółka akcyjna, spółka z ograniczoną odpowiedzialnością, spółka komandytowo-akcyjna,

- Πορτογαλία:

a sociedade anónima, de responsabilidade limitada, a sociedade em comandita por acões, a sociedade por quotas de responsabilidade limitada,

- Ρουμανία:

societate pe acțiuni, societate cu răspundere limitată, societate în comandită pe acțiuni,

- Σλοβενία:

delniška družba, družba z omejeno odgovornostjo, komanditna delniška družba,

- Σλοβακία:

akciová spoločnosť, spoločnosť s ručením obmedzeným’,

- Φινλανδία:

osakeyhtiö / aktiebolag,

- Σουηδία:

aktiebolag,

- Ηνωμένο Βασίλειο:

public companies limited by shares or by guarantee, private companies limited by shares or by guarantee

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Μορφές επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

- Βέλγιο

la societe en nom collectif/de vennootschap onder firma, la societe en commandite simple/de gewone commanditaire vennootschap,

- Βουλγαρία:

събирателно дружество, командитно дружество,

- Τσεχική Δημοκρατία:

veřejná obchodní společnost, komanditní společnost, družstvo,

- Δανία:

interessentskaber, kommanditselskaber,

- Γερμανία:

die offene Handelsgesellschaft, die Kommanditgesellschaft,

- Εσθονία:

täisühing, usaldusühing,

- Ιρλανδία:

partnerships, limited partnerships, unlimited companies,

- Ελλάδα:

η ομόρρυθμος εταιρεία, η ετερόρρυθμος εταιρεία,

- Ισπανία:

sociedad colectiva, sociedad en comandita simple,

- Γαλλία:

la societe en nom collectif, la societe en commandite simple,

- Ιταλία:

la societa in nome collettivo, la societa in accomandita semplice,

- Κύπρος:

Ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρείες (συνεταιρισμοί),

- Λετονία:

pilnsabiedrība, komanditsabiedrība,

- Λιθουανία:

tikrosios ūkinės bendrijos, komanditinės ūkinės bendrijos,

- Λουξεμβούργο:

la societe en nom collectif, la societe en commandite simple,

- Ουγγαρία:

közkereseti társaság, betéti társaság, közös vállalat, egyesülés,

- Μάλτα:

Soċjeta f'isem kollettiv jew soċjeta in akkomandita, bil-kapital li mhux maqsum f'azzjonijiet meta s-soċji kollha li għandhom responsabbilita' llimitata huma soċjetajiet in akkomandita bil-kapital maqsum f'azzjonijiet —Partnership en nom collectif or partnership en commandite with capital that is not divided into shares, when all the partners with unlimited liability are partnership en commandite with the capital divided into shares

- Κάτω Χώρες:

de venootschap onder firma, de commanditaire vennootschap,

- Αυστρία:

die offene Handelsgesellschaft, die Kommanditgesellschaft,

- Πολωνία:

spółka jawna, spółka komandytowa,

- Πορτογαλία:

sociedade em nome colectivo, sociedade em comandita simples,

- Ρουμανία:

asocietate în nume colectiv, societate în comandită simplă,

- Σλοβενία:

družba z neomejeno odgovornostjo, komanditna družba,

- Σλοβακία:

verejná obchodná spoločnosť, komanditná spoločnosť,

- Φινλανδία:

avoin yhtiö/ öppet bolag, kommandiittiyhtiö/kommanditbolag,

- Σουηδία:

handelsbolag, kommanditbolag,

- Ηνωμένο Βασίλειο:

partnerships, limited partnerships, unlimited companies

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

Πίνακας Αντιστοιχίας

Οδηγία 78/660/ΕΟΚ | Οδηγία 83/349/ΕΟΚ | Παρούσα οδηγία |

Άρθρο 1 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, εισαγωγική φράση | - | Άρθρο 1 στοιχείο α) |

Άρθρο 1 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, πρώτη έως εικοστή έβδομη περίπτωση | - | Παράρτημα I |

Άρθρο 1 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο | - | Άρθρο 1 στοιχείο β) |

Άρθρο 1 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχεία α) έως αα) | - | Παράρτημα II |

Άρθρο 1 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο | - | Άρθρο 1 στοιχείο γ) |

Άρθρο 1 παράγραφος 2 | - | - |

Άρθρο 2 παράγραφος 1 | - | Άρθρο 4 παράγραφος 1 |

Άρθρο 2 παράγραφος 2 | - | Άρθρο 4 παράγραφος 2 |

Άρθρο 2 παράγραφος 3 | - | Άρθρο 4 παράγραφος 3 |

Άρθρο 2 παράγραφος 4 | - | Άρθρο 4 παράγραφος 3 |

Άρθρο 2 παράγραφος 5 | - | Άρθρο 4 παράγραφος 4 |

Άρθρο 2 παράγραφος 6 | - | Άρθρο 4 παράγραφος 5 |

Άρθρο 3 | - | Άρθρο 8 παράγραφος 1 |

Άρθρο 4 παράγραφος 1 | - | Άρθρο 8 παράγραφος 2 |

Άρθρο 4 παράγραφος 2 | - | Άρθρο 8 παράγραφος 3 |

Άρθρο 4 παράγραφος 3 | - | - |

Άρθρο 4 παράγραφος 4 | - | Άρθρο 8 παράγραφος 4 |

Άρθρο 4 παράγραφος 5 | - | - |

Άρθρο 4 παράγραφος 6 | - | Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο η) |

Άρθρο 5 | - | - |

Άρθρο 6 | - | Άρθρο 8 παράγραφος 5 |

Άρθρο 7 | - | Άρθρο 5 στοιχείο ζ) |

Άρθρο 8 | - | - |

Άρθρο 9, στοιχείο A | - | Άρθρο 9, στοιχείο A |

Άρθρο 9, στοιχείο Β | - | - |

Άρθρο 9, στοιχείο Γ | - | Άρθρο 9, στοιχείο Β |

Άρθρο 9, στοιχείο Δ | - | Άρθρο 9, στοιχείο Γ |

Άρθρο 9, στοιχείο Ε | - | Άρθρο 9, στοιχείο Δ |

Άρθρο 9, στοιχείο ΣΤ | - | - |

Παθητικό Άρθρο 9, στοιχείο A | - | Ίδια κεφάλαια και παθητικό Άρθρο 9, στοιχείο A |

Άρθρο 9, στοιχείο Β | - | Άρθρο 9, στοιχείο Β |

Άρθρο 9, στοιχείο Γ | - | Άρθρο 9, στοιχείο Γ |

Άρθρο 9, στοιχείο Δ | - | Άρθρο 9, στοιχείο Δ |

Άρθρο 9, στοιχείο Ε | - | - |

Άρθρο 10 | - | - |

Άρθρο 10α | - | Άρθρο 10 |

Άρθρο 11 πρώτο εδάφιο | - | Άρθρο 3 παράγραφος 1 και άρθρο 16 παράγραφος 1 |

Άρθρο 11 δεύτερο εδάφιο | - | - |

Άρθρο 11 τρίτο εδάφιο | - | Άρθρο 3 παράγραφος 7 |

Άρθρο 12 παράγραφος 1 | - | Άρθρο 3 παράγραφος 8 |

Άρθρο 12 παράγραφος 2 | - | - |

Άρθρο 12 παράγραφος 3 | - | Άρθρο 3 παράγραφος 9 |

Άρθρο 13 παράγραφος 1 | - | Άρθρο 11 παράγραφος 1 |

Άρθρο 13 παράγραφος 2 | - | Άρθρο 11 παράγραφος 2 |

Άρθρο 14 | - | Άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο δ) |

Άρθρο 15 παράγραφος 1 | - | Άρθρο 11 παράγραφος 3 |

Άρθρο 15 παράγραφος 2 | - | Άρθρο 2 παράγραφος 4 |

Άρθρο 15 παράγραφος 3 στοιχείο α) | - | Άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο α) |

Άρθρο 15 παράγραφος 3 στοιχείο β) | - | - |

Άρθρο 15 παράγραφος 3 στοιχείο γ) | - | Άρθρο 18 παρ 1 στοιχ. α), θ) |

Άρθρο 15 παράγραφος 4 | - | - |

Άρθρο 16 | - | Άρθρο 11 παράγραφος 4 |

Άρθρο 17 | - | Άρθρο 2 παράγραφος 2 |

Άρθρο 18 | - | - |

Άρθρο 19 | Άρθρο 2 παράγραφος 8 |

Άρθρο 20 παράγραφος 1 | - | Άρθρο 11 παράγραφος 11 πρώτο εδάφιο |

Άρθρο 20 παράγραφος 2 | - | Άρθρο 11 παράγραφος 11 δεύτερο εδάφιο |

Άρθρο 20 παράγραφος 3 | - | - |

Άρθρο 21 | - | - |

Άρθρο 22 πρώτο εδάφιο | - | Άρθρο 12 παράγραφος 1 |

Άρθρο 22 δεύτερο εδάφιο | - | Άρθρο 12 παράγραφος 2 |

Άρθρο 23, περιπτώσεις 1 έως 15 | - | Άρθρο 13, περιπτώσεις 1 έως 15 |

Άρθρο 23, περιπτώσεις 16 έως 19 | - | - |

Άρθρο 23, περιπτώσεις 20 και 21 | - | Άρθρο 13, περιπτώσεις 16 και 17 |

Άρθρο 24 | - | - |

Άρθρο 25, περιπτώσεις 1 έως 13 | - | Άρθρο 14, περιπτώσεις 1 έως 13 |

Άρθρο 25, περιπτώσεις 14 έως 17 | - | - |

Άρθρο 25, περιπτώσεις 18 και 19 | - | Άρθρο 14, περιπτώσεις 14 και 15 |

Άρθρο 26 | - | - |

Άρθρο 27 πρώτο εδάφιο, εισαγωγική φράση | - | Άρθρο 3 παράγραφος 2 |

Άρθρο 27 πρώτο εδάφιο στοιχεία α) και γ) | - | Άρθρο 16 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) |

Άρθρο 27 πρώτο εδάφιο στοιχεία β) και δ) | - | - |

Άρθρο 27 δεύτερο εδάφιο | - | Άρθρο 3 παράγραφος 7 |

Άρθρο 28 | - | Άρθρο 2 παράγραφος 5 |

Άρθρο 29 | - | - |

Άρθρο 30 | - | - |

Άρθρο 31 παράγραφος 1 | - | Άρθρο 5 παράγραφος 1 εισαγωγική φράση και στοιχεία α) έως στ) |

Άρθρο 31 παράγραφος 1α | - | Άρθρο 5 παράγραφος 2 |

Άρθρο 31 παράγραφος 2 | - | Άρθρο 5 παράγραφος 3 |

Άρθρο 32 | - | Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχ. θ) |

Άρθρο 33 παράγραφος 1 εισαγωγική φράση | - | Άρθρο 6 παράγραφος 1 |

Άρθρο 33 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), και δεύτερο και τρίτο εδάφιο | - | - |

Άρθρο 33 παράγραφος 1 στοιχείο γ) | - | Άρθρο 6 παράγραφος 1 |

Άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο α), πρώτο εδάφιο, και άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχεία β), γ) και δ) | - | Άρθρο 6 παράγραφος 2 |

Άρθρα 33 παράγραφος 2 στοιχείο α) δεύτερο εδάφιο | - | Άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο β) |

Άρθρο 33 παράγραφος 3 | - | Άρθρο 6 παράγραφος 3 |

Άρθρο 33 παράγραφος 4 | - | Άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο β) τελευταία πρόταση |

Άρθρο 33 παράγραφος 5 | - | - |

Άρθρο 34 | - | - |

Άρθρο 35 παράγραφος 1 στοιχείο α) | - | Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχ. θ) |

Άρθρο 35 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ) | - | Άρθρο 11 παράγραφος 5 |

Άρθρο 35 παράγραφος 1 στοιχείο δ) | Άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο β) |

Άρθρο 35 παράγραφος 2 | - | Άρθρο 2 παράγραφος 6 |

Άρθρο 35 παράγραφος 3 | - | Άρθρο 2 παράγραφος 7 |

Άρθρο 35 παράγραφος 4 | - | Άρθρο 11 παράγραφος 7 και άρθρο 18 παράγραφος 1, στοιχείο α) σημείο (vi) |

Άρθρο 36 | - | - |

Άρθρο 37 παράγραφος 1 | - | Άρθρο 11 παράγραφος 9 |

Άρθρο 37 παράγραφος 2 | - | Άρθρο 11 παράγραφος 10 |

Άρθρο 38 | - | - |

Άρθρο 39 παράγραφος 1 στοιχείο α) | - | Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχ. θ) |

Άρθρο 39 παράγραφος 1 στοιχείο β) | - | Άρθρο 11 παράγραφος 6 |

Άρθρο 39 παράγραφος 1 στοιχείο γ) | - | - |

Άρθρο 39 παράγραφος 1 στοιχείο δ) | - | Άρθρο 11 παράγραφος 6 |

Άρθρο 39 παράγραφος 1 στοιχείο ε) | - | Άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο β) |

Άρθρο 39 παράγραφος 2 | - | Άρθρο 2 παράγραφος 6 |

Άρθρο 40 παράγραφος 1 | - | Άρθρο 11 παράγραφος 8 |

Άρθρο 40 παράγραφος 2 | - | - |

Άρθρο 41 | - | - |

Άρθρο 42 πρώτο εδάφιο | - | Άρθρο 11 παράγραφος 11, τρίτο εδάφιο |

Άρθρο 42 δεύτερο εδάφιο | - | - |

Άρθρο 42α παράγραφος 1 | - | Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) |

Άρθρο 42α παράγραφος 2 | - | Άρθρο 7 παράγραφος 2 |

Άρθρο 42α παράγραφος 3 | - | Άρθρο 7 παράγραφος 3 |

Άρθρο 42α παράγραφος 4 | - | Άρθρο 7 παράγραφος 4 |

Άρθρο 42α παράγραφος 5 | - | Άρθρο 7 παράγραφος 5 |

Άρθρο 42α, παράγραφος 5α | - | Άρθρο 7 παράγραφος 6 |

Άρθρο 42β | - | Άρθρο 7 παράγραφος 7 |

Άρθρο 42γ | - | Άρθρο 7 παράγραφος 8 |

Άρθρο 42δ | - | Άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο γ) |

Άρθρο 42ε | - | Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο β) |

Άρθρο 42στ | - | Άρθρο 7 παράγραφος 9 |

Άρθρο 43 παράγραφος 1 εισαγωγική φράση | - | Άρθρο 17 παράγραφος 1 εισαγωγική φράση |

Άρθρο 43, παράγραφος 1, σημείο 1) | - | Άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο α) |

Άρθρο 43 παράγραφος 1 σημείο 2) πρώτο εδάφιο | - | Άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο η) πρώτο εδάφιο |

Άρθρο 43 παράγραφος 1 σημείο 2) δεύτερο εδάφιο | - | Άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο θ) |

Άρθρο 43, παράγραφος 1, σημείο 3) | - | Άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχ. η) |

Άρθρο 43, παράγραφος 1, σημείο 4) | - | Άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχ. ι) |

Άρθρο 43, παράγραφος 1, σημείο 5) | - | Άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχ. ια) |

Άρθρο 43, παράγραφος 1, σημείο 6) | - | Άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχ. ζ) |

Άρθρο 43, παράγραφος 1, σημείο 7) | - | Άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο δ) |

Άρθρο 43, παράγραφος 1, σημείο 7α) | - | Άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο ε) |

Άρθρο 43 παράγραφος 1 στοιχείο 7β) | - | Άρθρο 2 παράγραφος 3 και άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο η) |

Άρθρο 43, παράγραφος 1, σημείο 8) | - | Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο α) |

Άρθρο 43, παράγραφος 1, σημείο 9) | - | Άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχ. στ) |

Άρθρο 43, παράγραφος 1, σημείο 10) | - | - |

Άρθρο 43, παράγραφος 1, σημείο 11) | - | Άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχ. ζ) |

Άρθρο 43, παράγραφος 1, σημείο 12) | - | Άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο δ) πρώτο εδάφιο |

Άρθρο 43, παράγραφος 1, σημείο 13) | - | Άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο ε) |

Άρθρο 43, παράγραφος 1, σημείο 14), στοιχείο α) | - | Άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο γ) σημείο (i) |

Άρθρο 43, παράγραφος 1, σημείο 14), στοιχείο β) | - | Άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο γ), σημείο (ii) |

Άρθρο 43, παράγραφος 1, σημείο 15) | - | Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο β) |

Άρθρο 43 παράγραφος 2 | - | - |

Άρθρο 43 παράγραφος 3 | - | Άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο δ) δεύτερο εδάφιο |

Άρθρο 44 | - | - |

Άρθρο 45 παράγραφος 1 | - | Άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχ. η) δεύτερο εδάφιο Άρθρο 28 παράγραφος 2 στοιχείο ε) |

Άρθρο 45 παράγραφος 2 | - | Άρθρο 19 παράγραφος 2 |

Άρθρο 46 | - | Άρθρο 20 |

Άρθρο 46α | - | Άρθρο 21 |

Άρθρο 47, παράγραφοι 1 και 1α | - | Άρθρο 30 παράγραφοι 1 και 2 |

Άρθρο 47 παράγραφος 2 | - | Άρθρο 31 παράγραφος 1 |

Άρθρο 47 παράγραφος 3 | - | Άρθρο 31 παράγραφος 2 |

Άρθρο 48 | - | Άρθρο 32 παράγραφος 1 |

Άρθρο 49 | - | Άρθρο 32 παράγραφος 2 |

Άρθρο 50 | - | Άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχεία ιστ) και ζ)· |

Άρθρο 50α | - | - |

Άρθρο 50β | - | Άρθρο 33 παράγραφος 1 |

Άρθρο 50γ | - | Άρθρο 33 παράγραφος 2 |

Άρθρο 51 παράγραφος 1 | - | Άρθρο 34 παράγραφος 1 |

Άρθρο 51 παράγραφος 2 | - | - |

Άρθρο 51 παράγραφος 3 | - | - |

Άρθρο 51α | - | Άρθρο 35 παράγραφοι 1 και 2 |

Άρθρο 52 | - | - |

Άρθρο 53 παράγραφος 2 | - | Άρθρο 3 παράγραφος 10 |

Άρθρο 53α | - | Άρθρο 46 |

Άρθρο 55 | - | - |

Άρθρο 56 παράγραφος 1 | - | - |

Άρθρο 56 παράγραφος 2 | - | Άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχεία ιγ), ιδ) και ιε) |

Άρθρο 57 | - | Άρθρο 43 |

Άρθρο 57α | - | Άρθρο 44 |

Άρθρο 58 | - | Άρθρο 45 |

Άρθρο 59 παράγραφος 1 | - | Άρθρο 8 παράγραφος 6 στοιχείο α) |

Άρθρο 59 παράγραφοι 2 έως 6 στοιχείο α) | - | Άρθρο 8 παράγραφος 6 στοιχείο α) και άρθρο 27 |

Άρθρο 59 παράγραφος 6 στοιχεία β) και γ) | - | Άρθρο 8 παράγραφος 6 στοιχεία β) και γ) |

Άρθρο 59 παράγραφοι 7 και 8 | - | Άρθρο 8 παράγραφος 6 στοιχείο α) και άρθρο 27 |

Άρθρο 59 παράγραφος 9 | - | - |

Άρθρο 60 | - | - |

Άρθρο 60α | - | Άρθρο 47 |

Άρθρο 61 | - | Άρθρο 18 παράγραφος 2 |

Άρθρο 61α | - | - |

Άρθρο 62 | - | Άρθρο 51 |

- | Άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) | Άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) |

- | Άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο δ) | Άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχείο στ) |

- | Άρθρο 1 παράγραφος 2 | Άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχεία δ) και ε) |

- | Άρθρο 2 παράγραφοι 1, 2 και 3 | Άρθρο 23 παράγραφοι 2, 3 και 4 |

- | Άρθρο 3 παράγραφος 1 | Άρθρο 23 παράγραφος 5 |

- | Άρθρο 3 παράγραφος 2 | Άρθρο 23 παράγραφος 6 |

- | Άρθρο 4 παράγραφος 1 | Άρθρο 22 |

- | Άρθρο 4 παράγραφος 2 | Άρθρο 24 παράγραφος 3 |

- | Άρθρο 5 | - |

- | Άρθρο 6 παράγραφος 1 | Άρθρο 24 παράγραφος 2 |

- | Άρθρο 6 παράγραφος 2 | Άρθρο 3 παράγραφος 6 |

- | Άρθρο 6 παράγραφοι 3 και 4 | - |

- | Άρθρο 7 παράγραφος 1 | Άρθρο 24 παράγραφος 4 |

- | Άρθρο 7 παράγραφος 2 | Άρθρο 24 παράγραφος 5 |

- | Άρθρο 7 παράγραφος 3 | Άρθρο 46 |

- | Άρθρο 8 | Άρθρο 24 παράγραφος 6 |

- | Άρθρο 9 παράγραφος 1 | Άρθρο 24 παράγραφος 7 |

- | Άρθρο 9 παράγραφος 2 | - |

- | Άρθρο 10 | Άρθρο 24 παράγραφος 8 |

- | Άρθρο 11 | Άρθρο 24 παράγραφος 9 |

- | Άρθρο 12 | Άρθρο 23 παράγραφος 7 |

- | Άρθρο 13 παράγραφοι 1, 2 και 2α | - |

- | Άρθρο 13 παράγραφος 3 | Άρθρο 24 παράγραφος 10 |

- | Άρθρο 15 | - |

- | Άρθρο 16 | Άρθρο 4 |

- | Άρθρο 17 παράγραφος 1 | Άρθρο 25 παράγραφος 1 |

- | Άρθρο 17 παράγραφος 2 | - |

- | Άρθρο 18 | Άρθρο 25 παράγραφος 2 |

- | Άρθρο 19 | Άρθρο 25 παράγραφος 3 |

- | Άρθρο 20 | - |

- | Άρθρο 21 | Άρθρο 25 παράγραφος 4 |

- | Άρθρο 22 | Άρθρο 25 παράγραφος 5 |

- | Άρθρο 23 | Άρθρο 25 παράγραφος 6 |

- | Άρθρο 24 | - |

- | Άρθρο 25 παράγραφος 1 | Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο β) |

- | Άρθρο 25 παράγραφος 2 | Άρθρο 5 παράγραφος 3 |

- | Άρθρο 26 παράγραφος 1 εισαγωγική φράση | Άρθρο 25 παράγραφος 7 |

- | Άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) | - |

- | Άρθρο 26 παράγραφοι 2 και 3 | - |

- | Άρθρο 27 | Άρθρο 25 παράγραφος 8 |

- | Άρθρο 28 | Άρθρο 25 παράγραφος 9 |

- | Άρθρο 29 παράγραφος 1 | Άρθρο 25 παράγραφος 10 |

- | Άρθρο 29 παράγραφος 2 | Άρθρο 25 παράγραφος 11 |

- | Άρθρο 29 παράγραφος 3 | Άρθρο 25 παράγραφος 12 |

- | Άρθρο 29 παράγραφος 4 | Άρθρο 25 παράγραφος 13 |

- | Άρθρο 29 παράγραφος 5 | Άρθρο 25 παράγραφος 14 |

- | Άρθρο 30 | - |

- | Άρθρο 31 | Άρθρο 25 παράγραφος 3 στοιχείο γ) τελευταία πρόταση |

- | Άρθρο 32 παράγραφοι 1 και 2 | Άρθρο 26 |

Άρθρο 32 παράγραφος 3 | - |

- | Άρθρο 33 παράγραφος 1 πρώτη πρόταση | Άρθρο 27 παράγραφος 1 |

Άρθρο 33 (1) δεύτερη πρόταση | Άρθρο 2 παράγραφος 13 |

- | Άρθρο 33 παράγραφος 2 έως 8 | Άρθρο 27 παράγραφος 2 έως 8 |

- | Άρθρο 33 παράγραφος 9 | - |

- | Άρθρο 34 εισαγωγική φράση και άρθρο 34 παράγραφος 1 πρώτη πρόταση | Άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο α) |

- | Άρθρο 34 (1) δεύτερη πρόταση | - |

- | Άρθρο 34 παράγραφος 2 | Άρθρο 28 παράγραφος 2 στοιχείο α) |

- | Άρθρο 34 παράγραφος 3 στοιχείο α) | Άρθρο 28 παράγραφος 2 στοιχείο β) |

- | Άρθρο 34 παράγραφος 3 στοιχείο β) | - |

- | Άρθρο 34 παράγραφος 4 | Άρθρο 28 παράγραφος 2 στοιχείο γ) |

- | Άρθρο 34 παράγραφος 5 | Άρθρο 28 παράγραφος 2 στοιχείο δ) |

- | Άρθρο 34 παράγραφος 6 | Άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) |

- | Άρθρο 34 παράγραφος 7 | Άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο δ) |

- | Άρθρο 34 παράγραφος 7α | Άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο ε) |

- | Άρθρο 34 παράγραφος 7β | Άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο η) |

- | Άρθρο 34 παράγραφος 8 | Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο α) |

- | Άρθρο 34 παράγραφος 9 στοιχείο α) | - |

- | Άρθρο 34 παράγραφος 9 στοιχείο β) | Άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχείο β) |

- | Άρθρο 34 παράγραφοι 10 και 11 | - |

- | Άρθρο 34 παράγραφοι 12 και 13 | Άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχείο γ) |

- | Άρθρο 34 παράγραφος 14 | Άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο γ) |

- | Άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο γ) | Άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο γ) |

- | Άρθρο 34 παράγραφος 16 | Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο β) |

- | Άρθρο 35 παράγραφος 1 | Άρθρο 28 παράγραφος 2 στοιχείο ε) |

- | Άρθρο 35 παράγραφος 2 | - |

- | Άρθρο 36 παράγραφος 1 | Άρθρο 20 παράγραφος 1 και άρθρο 29 παράγραφος 1 |

- | Άρθρο 36 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ) | Άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ) |

- | Άρθρο 36 παράγραφος 2 στοιχείο δ) | Άρθρο 29 παράγραφος 2 στοιχείο α) |

- | Άρθρο 36 παράγραφος 2 στοιχείο ε) | Άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχείο στ) |

- | Άρθρο 36 παράγραφος 2 στοιχείο στ) | Άρθρο 29 παράγραφος 2 στοιχείο β) |

- | Άρθρο 36 παράγραφος 3 | Άρθρο 29 παράγραφος 3 |

- | Άρθρο 36α | Άρθρο 33 παράγραφος 2 |

- | Άρθρο 36β | Άρθρο 33 παράγραφος 3 |

- | Άρθρο 37 παράγραφος 1 | Άρθρο 34 παράγραφος 2 |

- | Άρθρο 37 παράγραφος 2 | Άρθρο 35 παράγραφος 1 |

- | Άρθρο 37 παράγραφος 3 | Άρθρο 35 παράγραφος 2 |

- | Άρθρο 37 παράγραφος 4 | Άρθρο 35 παράγραφος 3 |

- | Άρθρο 38 παράγραφος 1 | Άρθρο 30 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο και άρθρο 30 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο |

- | Άρθρο 38 παράγραφος 2 | Άρθρο 30 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο |

- | Άρθρο 38 παράγραφος 3 | - |

- | Άρθρο 38 παράγραφος 4 | Άρθρο 30 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο |

- | Άρθρο 38(5)(6)και (7) | - |

- | Άρθρο 38α | - |

- | Άρθρο 39 | - |

- | Άρθρο 40 | - |

- | Άρθρο 41 παράγραφος 1 | Άρθρο 2 παράγραφος 12 |

- | Άρθρο 41 παράγραφος 1α | Άρθρο 2 παράγραφος 3 |

- | Άρθρο 41 παράγραφος 2 έως 5 | - |

- | Άρθρο 42 | - |

- | Άρθρο 43 | - |

- | Άρθρο 44 | - |

- | Άρθρο 45 | - |

- | Άρθρο 46 | - |

- | Άρθρο 47 | - |

- | Άρθρο 48 | Άρθρο 47 |

- | Άρθρο 49 | - |

- | Άρθρο 50 | - |

- | Άρθρο 50α | - |

- | Άρθρο 51 | - |

[1] Τετάρτη οδηγία του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, βασιζόμενη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 περίπτωση ζ) της συνθήκης περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών (78/660/EOK). Έβδομη οδηγία του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 1983 βασιζόμενη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 περίπτωση ζ) της συνθήκης για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (83/349/ΕΟΚ).

[2] Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών όσον αφορά τις μικρομονάδες (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) {SEC(2009) 206} {SEC(2009) 207} COM/2009/0083 τελικό - COD 2009/0035, http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:52009PC0083:EN:NOT

[3] http://ec.europa.eu/europe2020/index_en.htm

[4] The review of the Accounting Directives is flagged in section 2.11of the Communication of April 2011 from the Commission to the Council, the European Parliament, The European Economic and Social Committee and the Committee of the Regions: “ Single Market Act – Twelve levers to boost growth and strengthen confidence, 'Working together to create new growth' ”, available at http://ec.europa.eu/internal_market/smact/docs/20110413-communication_en.pdf#page=2

[5] http://ec.europa.eu/governance/better_regulation/key_docs_en.htm#_simplification

[6] http://ec.europa.eu/enterprise/policies/better-regulation/administrative-burdens/priority-areas/index_en.htm

[7] Ο αντίκτυπος στις πολύ μικρές εταιρείες όσον αφορά την εξοικονόμηση πόρων δεν συμπεριλήφθηκε στην εκτίμηση επιπτώσεων που συνοδεύει την παρούσα πρόταση οδηγίας προκειμένου να αποφευχθεί η λήψη υπόψη του εις διπλούν, καθώς έχει ήδη ληφθεί υπόψη στην εκτίμηση επιπτώσεων της πρότασης οδηγίας του 2009 για τις μικρομονάδες.

[8] Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 89/666/ΕΟΚ, 2005/56/ΕΚ και 2009/101/ΕΚ όσον αφορά τη διασύνδεση των κεντρικών και των εμπορικών μητρώων καθώς και των μητρώων εταιρειών, 24.2.2011, COM(2011) 79.

[9] http://www.liberation.fr/monde/01012339133-lutter-contre-l-opacite-des-industries-extractives

[10] http://ec.europa.eu/commission_2010-2014/president/news/speeches-statements/pdf/deauville-g8-declaration_en.pdf

[11] ΨήφισμαINI/2010/2102

[12] Είτε πρόκειται για ολοσχερή κοπή, επιλεκτική υλοτόμηση ή αραίωση σε εκτάσεις χαρακτηρισμένες ως πρωτογενή δάση είτε για κάθε άλλη διατάραξη των εν λόγω δασών λόγω αναζήτησης ή εξόρυξης μεταλλευμάτων, νερού, πετρελαίου ή φυσικού αερίου ή λοιπών επιζήμιων δραστηριοτήτων.

[13] Στην οδηγία 2009/28/ΕΚ ορίζονται ως «δάση γηγενών ειδών που αναγεννιούνται με φυσικό τρόπο, εφόσον δεν υπάρχει σαφής ένδειξη ανθρώπινης δραστηριότητας και δεν έχουν διαταραχθεί σημαντικά οι οικολογικές διεργασίες».

[14] http://www.sec.gov/about/laws/wallstreetreform-cpa.pdf

[15] Φόρους, δικαιώματα, τέλη (συμπεριλαμβανομένων των τελών για την έκδοση αδειών), δικαιώματα παραγωγής, πριμ και λοιπά υλικά οφέλη.

[16] Στις 22 Ιουλίου 2011 η Επιτροπή Εκτίμησης Επιπτώσεων εξέδωσε θετική γνώμη για την εκτίμηση επιπτώσεων. Οι παρατηρήσεις της επιτροπής, οι οποίες ενσωματώθηκαν στην τελική έκδοση (βλ. διεύθυνση δικτυακού τόπου), ήταν οι εξής: Η έκθεση έπρεπε να καθορίζει σαφέστερα το πεδίο εφαρμογής και τον βασικό στόχο της πρωτοβουλίας. Δεύτερον, έπρεπε να παρέχει πληρέστερο βασικό σενάριο. Τρίτον, έπρεπε να παρουσιάζει καλύτερα τις διάφορες επιλογές. Τέταρτον, η έκθεση έπρεπε να εξετάζει καλύτερα το κόστος και τα οφέλη των διαφόρων επιλογών πολιτικής και να ενισχύει την ανάλυση της αναλογικότητας των προτεινόμενων μέτρων. Τέλος, η έκθεση έπρεπε να παρέχει περισσότερες πληροφορίες για τις απόψεις των ενδιαφερομένων.

[17] Π.χ. η Επιτροπή προωθεί ορισμούς των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που έχουν δοθεί για ορισμένους τομείς μόνον, όπως οι κρατικές ενισχύσεις, η χρηματοδότηση μέσω των διαρθρωτικών ταμείων ή τα κοινοτικά προγράμματα, και ιδιαίτερα το πρόγραμμα-πλαίσιο για την έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη. Οι εν λόγω ορισμοί περιέχονται στη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων [Επίσημη Εφημερίδα L 124 της 20.05.2003]. Βάσει της εν λόγω σύστασης, ως μεσαία επιχείρηση ορίζεται η επιχείρηση η οποία απασχολεί λιγότερους από 250 εργαζομένους και της οποίας ο ετήσιος κύκλος εργασιών δεν υπερβαίνει τα 50 εκατομμύρια ευρώ ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού δεν υπερβαίνει τα 43 εκατομμύρια ευρώ. Ως μικρή επιχείρηση ορίζεται η επιχείρηση η οποία απασχολεί λιγότερους από 50 εργαζομένους και της οποίας ο ετήσιος κύκλος εργασιών ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού δεν υπερβαίνει τα 10 εκατ. ευρώ. Ως πολύ μικρή επιχείρηση ορίζεται η επιχείρηση η οποία απασχολεί λιγότερους από 10 εργαζομένους και της οποίας ο ετήσιος κύκλος εργασιών ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού δεν υπερβαίνει τα 2 εκατομμύρια ευρώ. Βλ. επίσης http://ec.europa.eu/enterprise/policies/sme/facts-figures-analysis/sme-definition/index_en.htm

[18] COM(2010)543.

[19] Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών - «Προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις» - «Μια ‘Small Business Act’ για την Ευρώπη» {SEC(2008) 2101} {SEC(2008) 2102}.

[20] Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών - Ανασκόπηση της πρωτοβουλίας «Small Business Act» για την Ευρώπη, COM(2011) 78 τελικό.

[21] Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 24ης και 25ης μαρτίου 2011 – Συμπεράσματα, αριθ. EUCO 10/1/11, Βρυξέλλες, 25/3/2011

[22] Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, Η Πράξη για την Ενιαία αγορά - Δώδεκα δράσεις για την τόνωση της ανάπτυξης και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης - «Μαζί για μια νέα ανάπτυξη», COM(2011) 206.

[23] Ανακοίνωση της Επιτροπής - «Ευρώπη 2020 - Στρατηγική για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη, COM(2010) 2020.

[24] Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών, Έξυπνη νομοθεσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, COM(2010) 543 τελικό. Βλ. επίσης: http://ec.europa.eu/governance/better_regulation/index_en.htm

[25] ΕΕ 2010/C 45 E/10.

[26] ΕΕ L 26 της 31.01.77, σ. 1.

[27] Στην οδηγία 2009/28/ΕΚ ορίζονται ως «δάση γηγενών ειδών που αναγεννιούνται με φυσικό τρόπο, εφόσον δεν υπάρχει σαφής ένδειξη ανθρώπινης δραστηριότητας και δεν έχουν διαταραχθεί σημαντικά οι οικολογικές διεργασίες».

[28] http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=OJ:L:2005:347:0001:0006:EN:PDF

[29] Κανονισμός (EΕ) αριθ. 995/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 2010. Οι εταιρείες που εισάγουν προϊόντα από ξύλο στο πλαίσιο εθελουσίων συμφωνιών της ΕΕ θα απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή.

[30] EITI(2005), Πρωτοβουλία διαφάνειας για την εξορυκτική βιομηχανία, Οδηγός αναφοράς, διατίθεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://eiti.org/document/sourcebook .

[31] ΕΕ L 157 της 09.06.06, σ. 87.

[32] ΕΕ L 142 της 30.04.04, σ. 12.

[33] ΕΕ L 157 της 09.06.06, σ. 87.

[34] ΕΕ L 393 της 30.12.06, σ. 1.

[35] ΕΕ L 393 της 30.12.06, σ. 1.

Top