EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52011AE0984

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών «Έξυπνη νομοθεσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση» [COM(2010) 543 τελικό]

ΕΕ C 248 της 25.8.2011, p. 87–91 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

25.8.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 248/87


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών «Έξυπνη νομοθεσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση»

[COM(2010) 543 τελικό]

2011/C 248/15

Εισηγητής: ο κ. Jorge PEGADO LIZ

Στις 8 Οκτωβρίου 2010, και σύμφωνα με το άρθρο 304 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών – Έξυπνη νομοθεσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

COM(2010) 543 τελικό.

Το ειδικευμένο τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση», στο οποίο ανατέθηκαν οι σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 26 Μαΐου 2011.

Κατά την 472η σύνοδο ολομέλειας, της 15ης και 16ης Ιουνίου (συνεδρίαση της 15ης Ιουνίου), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση με 128 ψήφους υπέρ, 1 ψήφο κατά και 5αποχές.

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1

Η ΕΟΚΕ χαιρετίζει το ενδιαφέρον που επιδεικνύει η Επιτροπή —και στην υπό εξέταση ανακοίνωση, αλλά και στα έγγραφα που αφορούν τη στρατηγική «Ευρώπη 2020» και την Πράξη για την Ενιαία Αγορά— όσον αφορά την εμβάθυνση των πολιτικών, νομοθετικών και διοικητικών διαδικασιών για την επίτευξη πιο ορθολογικής και πρόσφορης παραγωγής και εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, σε όλες τις φάσεις της επεξεργασίας του, από την αρχή έως την εφαρμογή του από τα αρμόδια όργανα των κρατών μελών και την τελική αξιολόγηση της πραγματικής συμμόρφωσης και τήρησής του από τους τελικούς αποδέκτες.

1.2

Ωστόσο, η ΕΟΚΕ δεν κατανοεί την αναγκαιότητα της νέας διατύπωσης που υποκαθιστά την καθιερωμένη έκφραση «βελτίωση της νομοθεσίας», εκτός εάν οφείλεται στον καθαρά πολιτικό χαρακτήρα του εγγράφου.

1.3

Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι υιοθετούνται διάφορες προτάσεις που η ίδια έχει διατυπώσει σε γνωμοδοτήσεις της. Επιδοκιμάζει, ως εκ τούτου, τις αναγγελλόμενες προθέσεις ενίσχυσης του ελέγχου της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, αύξησης της αυστηρότητας στις μελέτες αντικτύπου, πραγματοποίησης πιο στρατηγικής και ολοκληρωμένης εκ των υστέρων αξιολόγησης, μέριμνας για την περισσότερο ενεργό και υπεύθυνη συμμετοχή των κρατών μελών και των κοινοβουλίων τους, χάρη στην παροχή στήριξης για την ανάληψη των ευθυνών τους στο νομοθετικό γίγνεσθαι. Εκφράζει δε ιδιαίτερη ικανοποίηση για την πρόθεση να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών και των λοιπών ενδιαφερομένων μερών στην εκπόνηση, τη μεταφορά και την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας – ιδίως με την επιμήκυνση της γενικής προθεσμίας των δημοσίων διαβουλεύσεων – και να καταστούν πιο ευέλικτες και αποτελεσματικές οι διαδικασίες που αφορούν παραβάσεις.

1.4

Εντούτοις, η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι η ανακοίνωση δεν προχωρά όσο θα ήταν ευκταίο ώστε να αποτελέσει ένα κατάλληλο μέσον που θα δώσει συγκεκριμένη μορφή στις νομοθετικές πτυχές που αφορούν την εφαρμογή της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» ή ακόμη και την εφαρμογή απλώς των μέτρων προτεραιότητας της Πράξης για την Ενιαία Αγορά.

1.5

Η ΕΟΚΕ κρίνει απαραίτητο να συμπληρωθεί η ανακοίνωση με ένα πραγματικό πρόγραμμα δράσης, στο οποίο θα διευκρινίζονται στόχοι, θα προτείνονται συγκεκριμένα μέτρα, θα καθορίζονται μηχανισμοί και θα αξιολογείται ο αντίκτυπος, θα ορίζονται επιλογές και θα θεσπίζεται η σχέση κόστους/αποτελέσματος, και το οποίο θα συζητηθεί εκτενώς εκ των προτέρων με την κοινωνία των πολιτών σε κοινοτικό, εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.

1.6

Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή, κατά τη συνέχεια που θα δοθεί στην ανακοίνωση, να λάβει ιδιαιτέρως υπόψη τις γενικές κατευθύνσεις που προτείνονται στην παρούσα γνωμοδότηση, οι οποίες και αποκρυσταλλώνουν τις θέσεις που η ΕΟΚΕ υποστηρίζει εδώ και χρόνια επί του θέματος.

1.7

Ειδικότερα, η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι θα πρέπει να διευκρινιστούν καλύτερα κάποιες πτυχές, όπως: ο τρόπος εκπόνησης των εκ των προτέρων μελετών αντικτύπου εκ μέρους όλων των κοινοτικών οργάνων που έχουν σχετικές αρμοδιότητες, η φύση και η σύνθεση του οργάνου που είναι αρμόδιο για τον έλεγχο των μελετών αντικτύπου, τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη, ιδίως όταν πρόκειται για αντίκτυπο σε θεμελιώδη δικαιώματα, καθώς και ο τρόπος και τα μέσα εξασφάλισης μεγαλύτερης διαφάνειας. Επίσης, λεπτομερέστερη τομεακή προσέγγιση θα πρέπει να αφιερωθεί στον χρηματοπιστωτικό κλάδο και τον κλάδο της υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης, ενώ χρειάζεται επίσης να αποσαφηνιστούν τα κριτήρια προτεραιότητας, οι μηχανισμοί αξιολόγησης και εξέτασης των καταγγελιών, τα ειδικά μέσα ανεπίσημης διαπίστωσης παραβάσεων, τα μέσα για τη βελτίωση της δράσης των εθνικών δικαστηρίων και άλλων συμπληρωματικών μηχανισμών.

1.8

Τέλος, η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι η Επιτροπή έχει παραβλέψει διάφορες πτυχές ιδιαίτερης σημασίας και ζητά να σταθμιστούν δεόντως και να συμπεριληφθούν ρητώς. Πρόκειται, ειδικότερα, για τα εξής: δείκτες και κριτήρια εξακρίβωσης της ποιότητας των νομικών κειμένων· συγκεκριμένα μέτρα απλούστευσης της νομοθεσίας· ανεξήγητη απουσία σαφούς πρόκρισης της επιλογής του κανονισμού ως νομικού μέσου, ιδίως για την επίτευξη της πλήρους εναρμόνισης σε θέματα που σχετίζονται με την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς· ασυγχώρητη παράλειψη της πρόκρισης προαιρετικών καθεστώτων ή του ρόλου της αυτορύθμισης και της από κοινού ρύθμισης, καθώς και εντυπωσιακή παράλειψη οιασδήποτε αναφοράς στο σημαντικότατο έργο που έχει επιτελεσθεί στα πλαίσια του Κοινού Πλαισίου Αναφοράς (ΚΠΑ) ή στις υπό συζήτηση προτάσεις για μεγαλύτερη εναρμόνιση του ευρωπαϊκού δικαίου των συμβάσεων.

1.9

Εκεί, όμως, που η ΕΟΚΕ υποστηρίζει ότι η Επιτροπή επιδεικνύει τη μεγαλύτερη έλλειψη τόλμης είναι στο ζήτημα της αποτελεσματικής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Καλεί, επομένως, την Επιτροπή να αναπτύξει εμβριθή προβληματισμό σχετικά με την προέλευση και τα κύρια αίτια της πλημμελούς εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου, η οποία επιβεβαιώνεται κάθε χρόνο στις σχετικές εκθέσεις, να λάβει δεόντως υπόψη τις πλείστες όσες προτάσεις και συστάσεις που έχει διατυπώσει η ΕΟΚΕ σε διάφορες γνωμοδοτήσεις και να διεξαγάγει συστηματική μελέτη των μέτρων που απαιτούνται για τη ριζική μεταβολή της υφιστάμενης κατάστασης.

2.   Εισαγωγή: έννοια και ιστορικό

2.1

Σύμφωνα με την υπό εξέταση ανακοίνωση, ως «έξυπνη νομοθεσία» νοείται η νομοθεσία:

η οποία καλύπτει ολόκληρο τον κύκλο πολιτικής, από την εκπόνηση ενός νομοθετήματος έως την μεταφορά του, την επιβολή της τήρησης, την αξιολόγηση και την αναθεώρησή του·

η οποία παραμένει υπό την επιμερισμένη ευθύνη των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και των κρατών μελών·

και στην οποία οι απόψεις όσων επηρεάζονται περισσότερο από αυτήν διαδραματίζουν καίριο ρόλο, χάρη στην ενίσχυση της συμμετοχής των πολιτών και των ενδιαφερομένων μερών.

2.2

Κατά την Επιτροπή, σύμφωνα με τα όσα ο εκπρόσωπός της έχει επανειλημμένως και με έμφαση τονίσει κατά τις συνεδριάσεις προετοιμασίας της παρούσας γνωμοδότησης της ΕΟΚΕ, πρόκειται για έγγραφο καθαρά πολιτικό και όχι τεχνικό, και, ως εκ τούτου, θα ήταν μάταιο να αναζητηθεί σε αυτό ένας πραγματικός ορισμός της «έξυπνης νομοθεσίας».

2.3

Ωστόσο, η νέα αυτή πρωτοβουλία υπό τον τίτλο «έξυπνη νομοθεσία» εμφανίζεται ως διάδοχος της διαδικασίας «βελτίωσης της νομοθεσίας», στην οποία τα κοινοτικά όργανα γενικά και η Επιτροπή ειδικότερα αφιέρωσαν σημαντικό μέρος του έργου τους κατά την τελευταία δεκαετία, με αξιοσημείωτη επιτυχία, όπως έχει σαφώς αναγνωρίσει σε διάφορες γνωμοδοτήσεις της η ΕΟΚΕ (1), που πάντοτε την υποστήριξε και την προώθησε.

3.   Γενικές παρατηρήσεις

3.1

Η σημερινή γενική εικόνα του κοινοτικού δικαίου απαιτεί εις βάθος προβληματισμό σχετικά με τη σύλληψη, τη χάραξη, τη μεταφορά και την εφαρμογή του. Αντίστοιχος προβληματισμός θα πρέπει να αναπτυχθεί και για την αναθεώρηση και την απλούστευσή του.

3.2

Η ΕΟΚΕ πιστεύει, λοιπόν, ότι το ζήτημα αξίζει ευρεία συζήτηση με τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, όχι μόνον επειδή αυτή είναι που υφίσταται τις συνέπειες της κοινοτικής νομοθεσίας, αλλά και επειδή η συμμετοχή της μπορεί να συντελέσει καθοριστικά στην επιθυμητή βελτίωση του υφιστάμενου ρυθμιστικού πλαισίου.

3.3

Συνεπώς, η υπό εξέταση ανακοίνωση, ως έγγραφο καθαρά πολιτικής φύσεως, δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στο ύψος των αναγκών. Εκφράζει πλήθος καλών προθέσεων, αλλά δεν προτείνει κανένα συγκεκριμένο μέτρο και αποτελεσματικό μηχανισμό.

3.4

Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσε να λεχθεί ότι, καθώς πρόκειται για καθαρά πολιτικό έγγραφο, θα χρειαστεί να συμπληρωθεί με ένα πραγματικό πρόγραμμα, στο οποίο θα διασαφηνίζονται οι στόχοι, θα παρουσιάζονται συγκεκριμένα μέτρα, θα προσδιορίζονται οι μηχανισμοί και θα αξιολογείται ο αντίκτυπος. Στο οποίο, επίσης, θα καθορίζονται επιλογές και θα ορίζεται η σχέση κόστους/οφέλους.

3.5

Η ΕΟΚΕ εκτιμά ως πολύ θετική τη διαπίστωση με την οποία ξεκινά η ανακοίνωση και τους στόχους που τάσσει. Δεν κατανοεί το λόγο υποκατάστασης της έκφρασης «βελτίωση της νομοθεσίας» από την έκφραση «έξυπνη νομοθεσία», εκτός εάν οφείλεται στον καθαρά πολιτικό χαρακτήρα του εγγράφου.

3.6

Κρίνεται σκόπιμο εδώ να τονιστούν και πάλι οι θέσεις που υποστηρίζει η ΕΟΚΕ επί του θέματος:

α)

αυστηρότερη εφαρμογή των αρχών της «βελτίωσης της νομοθεσίας»·

β)

διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα διαμόρφωσης του δικαίου·

γ)

καλύτερη επιλογή των νομικών μέσων, συμπεριλαμβανομένων των μηχανισμών αυτορύθμισης και από κοινού ρύθμισης·

δ)

ανάπτυξη ενός συστήματος πιο συστηματικής συνδρομής για τη μεταφορά των οδηγιών στο εθνικό δίκαιο·

ε)

είναι σημαντικό να μην παραμελείται ο νέος ρόλος και οι ενισχυμένες εξουσίες των εθνικών κοινοβουλίων βάσει της Συνθήκης της Λισσαβώνας·

στ)

είναι επίσης σημαντικό να προβλεφθεί πιο συχνή χρήση, εκ μέρους της Επιτροπής, των ερμηνευτικών της ανακοινώσεων·

ζ)

ακόμη, θα χρειαστεί να καταβληθούν μεγαλύτερες προσπάθειες σε θέματα απλούστευσης της νομοθεσίας και κωδικοποίησης.

4.   Ειδικές παρατηρήσεις

Α.   Πτυχές που επικροτούνται

4.1

Μετά από εξέταση των επιμέρους στοιχείων της ανακοίνωσης, η ΕΟΚΕ εντοπίζει διάφορες θετικές πτυχές τις οποίες χαιρετίζει και υποστηρίζει.

4.2

Τούτο αφορά, ασφαλώς, τον στόχο της ενίσχυσης του ελέγχου της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, καθώς και της βελτίωσης της ποιότητας των νομοθετικών κειμένων, ιδίως μέσω αυστηρότερων μελετών αντικτύπου.

4.3

Αφορά, όμως, επίσης, την πρόθεση περαιτέρω συνέχισης των προγραμμάτων απλούστευσης της νομοθεσίας και περιορισμού, κατά 25 % τουλάχιστον, των περιττών διοικητικών επιβαρύνσεων.

4.4

Αφορά, ακόμη, την ιδέα μιας πιο στρατηγικής και ολοκληρωμένης εκ των υστέρων αξιολόγησης, που να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο, αλλά και τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες, και να μην εξετάζει καθαρά περιπτωσιολογικά και μεμονωμένα την εκάστοτε νομοθετική πρωτοβουλία.

4.5

Ιδιαίτερα θετικές κρίνονται όλες οι πρωτοβουλίες που αποβλέπουν στο να αναλάβουν τα κράτη μέλη τις ευθύνες τους στο νομοθετικό γίγνεσθαι, με ενεργό συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων, στο μέτρο των νέων αρμοδιοτήτων που τους αναγνωρίζονται βάσει της ΣΛΕΕ κατά την προετοιμασία των νομοθετικών κειμένων, ιδίως δε όσον αφορά τις διατάξεις των άρθρων 8 και 13.

4.6

Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ χαιρετίζει τη δήλωση της Επιτροπής ότι είναι πρόθυμη όχι μόνον να προσφέρει στήριξη στα διάφορα όργανα και οργανισμούς των κρατών μελών που διαθέτουν αρμοδιότητες για τη μεταφορά και την εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου, αλλά και να εξασφαλίσει τη συμμετοχή των πολιτών και των λοιπών ενδιαφερομένων μερών στις συζητήσεις που πρέπει να διεξάγονται στο εκάστοτε κράτος μέλος κατά τη διαδικασία προετοιμασίας των κοινοτικών πράξεων, καθώς και κατά τη μεταφορά τους και τη συναρμογή τους με την εκάστοτε εθνική έννομη τάξη.

4.7

Ιδιαίτερα επικροτείται η βούληση της Επιτροπής να καταστήσει πιο ευέλικτες τις διαδικασίες σχετικά με τις παραβάσεις και τον καθορισμό προτεραιοτήτων, χωρίς να λησμονείται ο ρόλος του δικτύου SOLVIT, το οποίο χρειάζεται μια νέα ώθηση, περαιτέρω διάδοση και αύξηση της αξιοπιστίας του έναντι των ενδιαφερομένων.

4.8

Χαιρετίζεται όλως ιδιαιτέρως η παράταση των γενικών προθεσμιών για τις δημόσιες διαβουλεύσεις από 8 σε 12 εβδομάδες, με στόχο «να λαμβάνονται υπόψη ακόμη περισσότερο οι απόψεις των πολιτών και των ενδιαφερομένων». Το μέτρο αυτό, κατά τη γνώμη της ΕΟΚΕ, συνδέεται ασφαλώς με τις διατάξεις του άρθρου 11 της Συνθήκης της Λισσαβώνας, ως συμβολή στην επίτευξη της συμμετοχικής δημοκρατίας στην ΕΕ.

Β.   Πτυχές που επιδέχονται βελτίωση

4.9

Η ΕΟΚΕ κατανοεί τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή προτιμά να εξακολουθήσει ο έλεγχος των εκτιμήσεων αντικτύπου να επιτελείται από την ομώνυμη εσωτερική επιτροπή. Ωστόσο, δεν μπορεί να παραβλέψει και τα επιχειρήματα όσων υποστήριξαν, κατά τη δημόσια διαβούλευση, ότι ο έλεγχος αυτός θα έπρεπε να περάσει στην αρμοδιότητα ενός ανεξάρτητου εξωτερικού φορέα. Μια άλλη εναλλακτική επιλογή θα ήταν να δημιουργηθεί μια εσωτερική δομή, με εκπροσώπους όλων των κρατών μελών. Σε κάθε περίπτωση, η εντολή της επιτροπής εκτίμησης του αντικτύπου (ΕΕΑ) θα πρέπει να ενισχυθεί, μέσω της θέσπισης υποχρεωτικής διεξαγωγής εκτιμήσεων αντικτύπου. Επιπλέον, η ΕΕΑ δεν διαθέτει αρμοδιότητες ώστε να μπορεί να αποκλείσει μια έκθεση εκτίμησης αντικτύπου —και επομένως να εμποδίσει εκ των πραγμάτων την υιοθέτηση της σχετικής νομοθετικής πρότασης—, στην περίπτωση που η ανάλυση εμφανίζει καίρια κενά στο ερευνητικό της έργο. Τα ζητήματα αυτά θα ήταν σκόπιμο να συζητηθούν πιο ενδελεχώς, δεδομένου ότι, όπως αναγνωρίζει η ίδια η Επιτροπή, πρόκειται για το «βασικό στοιχείο του συστήματος αυτού».

4.10

Εκτός αυτού, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, σε πρόσφατη έκθεση, διαπιστώνει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν κρίνει αναγκαίο να προβαίνει σε διαβουλεύσεις όσον αφορά τα σχέδια εκτίμησης αντικτύπου, παρά τα συχνά σχετικά αιτήματα των ενδιαφερομένων. Η διαβούλευση σχετικά με τα σχέδια εκτίμησης του αντικτύπου θα συντελούσε στη βελτίωση της διαδικασίας από την οπτική των ενδιαφερομένων μερών, καθώς θα εξασφάλιζε ότι στη διαδικασία συννομοθεσίας όπου συμμετέχουν το Συμβούλιο Υπουργών και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα εισαχθεί το «καλύτερο προϊόν».

4.11

Στην ίδια έκθεση, το Ελεγκτικό Συνέδριο αναφέρει σαφώς ότι μία από τις αδυναμίες του συστήματος εκτίμησης του αντικτύπου της ΕΕ έγκειται στο γεγονός ότι τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Κοινοβούλιο δεν προβαίνουν συστηματικά σε ανάλυση του αντικτύπου των τροποποιήσεων που τα ίδια εισάγουν. Η ΕΟΚΕ καλεί το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να εκπονούν και να δημοσιεύουν κατανοητές συνοπτικές εκθέσεις των εκτιμήσεων αντικτύπου που διεξάγουν και να τηρούν τους όρους της διοργανικής συμφωνίας (2).

4.12

Στην ανακοίνωση δεν διευκρινίζεται ποια κριτήρια θα μπορούν να χρησιμοποιούνται στις εκτιμήσεις αντικτύπου που προτείνονται (3).

4.13

Όσον αφορά την αύξηση της διαφάνειας του συστήματος, η Επιτροπή θα έπρεπε να αναφέρει με ποιον τρόπο και με ποια νέα μέσα σκοπεύει να την επιτύχει.

4.14

Ως προς την εκτίμηση του αντικτύπου στα θεμελιώδη δικαιώματα, θα ήταν χρήσιμο να προσδιορίζει η Επιτροπή πώς και με ποια μέσα προτίθεται να την πραγματοποιεί.

4.15

Η τρέχουσα χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση έχει οδηγήσει σε «αφύπνιση» όσον αφορά την ανάγκη επανεξέτασης του ρόλου των ρυθμίσεων και της νομοθεσίας που διέπουν τους φορείς της αγοράς. Η ΕΟΚΕ, λοιπόν, εκτιμά ότι η νέα διαδικασία της «έξυπνης νομοθεσίας» θα πρέπει να διεξάγεται ανά κλάδους και ότι μεταξύ των κλάδων που θα έπρεπε να εξετάζονται με ιδιαίτερη προσοχή στην ανακοίνωση περιλαμβάνονται ο χρηματοπιστωτικός και ο κλάδος της υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης.

4.16

Όσον αφορά την άσκηση των εξουσιών της Επιτροπής σε θέματα παραβάσεων, ειδικότερα δε τα μέτρα εσωτερικής οργάνωσης «τα οποία είναι απαραίτητα για την πραγματική και αμερόληπτη άσκηση της αποστολής της, σύμφωνα με τη Συνθήκη»  (4), η ΕΟΚΕ προτείνει να εκθέσει λεπτομερώς η Επιτροπή τα κριτήρια προτεραιότητας, τους μηχανισμούς αξιολόγησης και εξέτασης των καταγγελιών, τα ειδικά μέσα ανεπίσημης διαπίστωσης παραβάσεων, τα μέσα για τη βελτίωση της δράσης των εθνικών δικαστηρίων και άλλων συμπληρωματικών μηχανισμών (SOLVIT, FIN-NET, ECC-NET, εναλλακτικά και εξωδικαστικά μέσα).

Γ.   Πτυχές που απουσιάζουν

4.17

Όσον αφορά τη βελτίωση της ποιότητας των νομικών κειμένων, δεν αναφέρονται δείκτες και παράμετροι για την αξιολόγησή της.

4.18

Όσον αφορά την απλούστευση της νομοθεσίας, δεν υπάρχει αναφορά σε συγκεκριμένα μέτρα που φαίνονται προφανή, όπως λόγου χάρη:

προσπάθεια πραγματικής και πρόσφορης κωδικοποίησης, και όχι απλής συγκεντρωτικής παρουσίασης των κειμένων·

δημοσίευση του πλήρους κειμένου όταν γίνεται αναθεώρηση και τροποποίηση, και όχι απλή συρραφή και παραπομπή σε άρθρα διαφόρων νομικών πράξεων.

4.19

Δεν δηλώνεται σαφώς η πρόκριση της επιλογής του κανονισμού ως νομικού μέσου, αντί της χρήσης οδηγιών, παρότι η κατεύθυνση αυτή προβλέπεται στη στρατηγική «Ευρώπη 2020».

4.20

Δεν υπάρχει καμία αναφορά στο σημαντικότατο έργο που έχει επιτελεσθεί στα πλαίσια του Κοινού Πλαισίου Αναφοράς (ΚΠΑ) ούτε στις πρόσφατες υπό συζήτηση προτάσεις της Επιτροπής για μεγαλύτερη εναρμόνιση του ευρωπαϊκού δικαίου των συμβάσεων (5).

4.21

Δεν αναφέρεται πουθενά η ανάγκη να λαμβάνεται συστηματικά υπόψη η λύση που προσφέρει το «28ο καθεστώς», στα πλαίσια των πρωτοβουλιών για τη «βελτίωση της νομοθεσίας» (6).

4.22

Απορίας άξιο είναι επίσης το γεγονός ότι δεν υπάρχει ούτε λέξη για τον ρόλο της αυτορύθμισης και της από κοινού ρύθμισης ούτε για την αναγκαία πρότερη στάθμιση των ζητημάτων που θα μπορούσαν να επιλυθούν επιτυχέστερα μέσω μη δεσμευτικών κανόνων (soft law) παρά με τη θέσπιση νομοθεσίας.

4.23

Εκεί όμως που η Επιτροπή επιδεικνύει τη μεγαλύτερη αδυναμία είναι στα θέματα που αφορούν την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Επί των θεμάτων αυτών, η ΕΟΚΕ θα επιθυμούσε να επιστήσει την προσοχή στις σχετικές γνωμοδοτήσεις (7) της και στα συμπεράσματα της πρόσφατης σχετικής διάσκεψης της βελγικής Προεδρίας (8).

4.24

Ιδιαίτερα σημαντική επί του προκειμένου είναι η έκθεση της Επιτροπής της 1ης Οκτωβρίου 2010 για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου (9), όπου, παρά την μικρή βελτίωση σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, διαπιστώνονται ακόμη μέσα ποσοστά καθυστέρησης στη μεταφορά της νομοθεσίας της τάξεως του 51 %, καθώς και μέση διάρκεια 24 μηνών για τη διεκπεραίωση των διαδικασιών επί παραβάσει.

4.25

Επί του προκειμένου, η Επιτροπή δεν αναφέρει ορισμένα από τα κύρια αίτια της γενικευμένης πλημμελούς εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου στα κράτη μέλη, στα οποία η ΕΟΚΕ έχει επανειλημμένως αναφερθεί, γεγονός που μπορεί να αποδοθεί μόνο στο ότι το έγγραφο έχει καθαρά πολιτικό χαρακτήρα. Ωστόσο, αξίζει να υπενθυμιστούν τα ακόλουθα, καθώς έχουν μεγάλη σημασία σε μια προσπάθεια πιο έξυπνης νομοθεσίας:

α)

η λανθασμένη ή ατελής ενσωμάτωση των κοινοτικών κανόνων στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών, όπου συχνά θεωρούνται ως ανεπιθύμητοι ή αντίθετοι προς τα ήθη και έθιμα και προς τα εθνικά συμφέροντα·

β)

η απουσία πολιτικής βούλησης των εθνικών αρχών όσον αφορά την τήρηση και την επιβολή της τήρησης κανόνων που θεωρούνται «ξένοι» προς το σύστημα των νομικών κανόνων τους και προς την εθνική τους παράδοση·

γ)

η έμμονη τάση να προστίθενται στους κοινοτικούς κανόνες νέοι περιττοί ρυθμιστικοί μηχανισμοί ή να επιλέγονται τμήματα μόνον από τους κοινοτικούς κανόνες (κανονιστικός υπερθεματισμός ή gold-plating και επιλογή κατά το δοκούν ή cherry-picking), σε τέτοιο σημείο που, πέρα από τους «πίνακες αντιστοιχίας» — που αναφέρονται στη διοργανική συμφωνία (10) και στη συμφωνία-πλαίσιο μεταξύ της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου —, τους οποίους οφείλουν να καταρτίζουν τα κράτη μέλη, θα ήταν επιθυμητό να υποχρεώνονται να υποδεικνύουν ρητώς ποιες διατάξεις των νόμων με τους οποίους μεταφέρουν την κοινοτική νομοθεσία συνιστούν περιπτώσεις κανονιστικού υπερθεματισμού·

δ)

η πλημμελής ειδική προετοιμασία των εθνικών αρχών για την κατανόηση και επιβολή της τήρησης του κοινοτικού κεκτημένου·

ε)

η ενίοτε ανεπαρκής ειδική κατάρτιση ορισμένων δικαστών και άλλων φορέων του δικαστικού συστήματος (δικηγόρων, δικαστικών υπαλλήλων κλπ) σε θέματα κοινοτικού δικαίου, η οποία οδηγεί ορισμένες φορές σε εσφαλμένη εφαρμογή ή σε αποφυγή της εφαρμογής των κανόνων που έχουν προκύψει από μεταφορά και στην εφαρμογή «παράλληλων» κανόνων του εθνικού δικαίου·

στ)

η ανάγκη επέκτασης των μέτρων διοικητικής συνεργασίας, ώστε να καλύπτουν τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, ιδίως δε τις ενώσεις προστασίας των καταναλωτών·

ζ)

η απουσία πρόληψης και εναρμόνισης του συστήματος κυρώσεων, το οποίο έχει αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών.

4.26

Ακόμη, η δράση της Επιτροπής θα πρέπει να επικεντρωθεί κατά προτεραιότητα στο επίπεδο της ενημέρωσης και της κατάρτισης των εθνικών δημόσιων αρχών, ιδίως εκείνων που έχουν πιο άμεσες αρμοδιότητες για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στα κράτη μέλη. Στον τομέα αυτό, θα πρέπει να εντατικοποιηθεί η ενημέρωση και η κατάρτιση των δικαστών και των δικαστικών λειτουργών γενικότερα, οι οποίοι, σε τελευταία ανάλυση, είναι εκείνοι που καλούνται να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν το δίκαιο στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, όταν τίθεται θέμα επίλυσης διαφοράς.

Βρυξέλλες, 15 Ιουνίου 2011.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Staffan NILSSON


(1)  ΕΕ C 48 της 15.2.2011, σ. 107 και ΕΕ C 175 της 28.7.2009, σ. 26.

(2)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

(3)  ΕΕ C 44 της 11.2.2011, σ. 23.

(4)  COM(2002) 725 τελικό.

(5)  «Πράσινη βίβλος σχετικά με τις επιλογές πολιτικής για τη θέσπιση ενός ευρωπαϊκού δικαίου των συμβάσεων για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις» [COM(2010) 348 τελικό].

(6)  Βλ. τη γνωμοδότηση πρωτοβουλίας της ΕΟΚΕ για το «28ο καθεστώς» (ΕΕ C 21 της 21.1.2011, σ. 26), καθώς και τις αναφορές στο σύστημα αυτό σε σημαντικές πρόσφατες εκθέσεις, όπως η Έκθεση Monti της 9ης Μαΐου 2010«Μία νέα στρατηγική για την ενιαία αγορά», η Έκθεση Felipe González της 8ης Μαΐου 2010«Εγχείρημα Ευρώπη 2030» ή η Έκθεση Lamassoure της 8ης Ιουνίου 2008«Ο πολίτης και η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου».

(7)  ΕΕ C 24 της 31.1.2006, σ. 52 και ΕΕ C 18 της 19.1.2011, σ. 100.

(8)  Διάσκεψη υψηλού επιπέδου «European consumer protection enforcement day», Βρυξέλλες 22.9.2010.

(9)  27η ετήσια έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ (2009), COM(2010) 538 τελικό.

(10)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.


Top