EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52010XX1112(03)

Τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων — Υπόθεση COMP/38.589 — Σταθεροποιητές θερμότητας

ΕΕ C 307 της 12.11.2010, p. 4–8 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

12.11.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 307/4


Τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων (1)

Υπόθεση COMP/38.589 — Σταθεροποιητές θερμότητας

2010/C 307/04

Η παρούσα υπόθεση ανταγωνισμού αφορά σύμπραξη μεταξύ παραγωγών δύο κατηγοριών σταθεροποιητών θερμότητας που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή προϊόντων από PVC: σταθεροποιητές κασσιτέρου και ESBO/εστέρες.

Το σχέδιο απόφασης οδηγεί στις ακόλουθες παρατηρήσεις:

Κοινοποίηση αιτιάσεων

Η διαδικασία έρευνας της Επιτροπής κινήθηκε με βάση αίτηση για απαλλαγή από την επιβολή προστίμων, τον Νοέμβριο 2002. Η Επιτροπή προέβη στη διενέργεια επιτοπίων επιθεωρήσεων. Εκτός από την αίτηση για απαλλαγή, στην παρούσα υπόθεση υποβλήθηκαν τέσσερις αιτήσεις περί επιείκειας.

Η Επιτροπή προέβη σε κοινοποίηση αιτιάσεων στις 18 Μαρτίου 2009 απευθυνόμενη προς 15 επιχειρήσεις ή ομίλους επιχειρήσεων (εφεξής: «τα μέρη») (2).

Στην κοινοποίηση αιτιάσεων, η Επιτροπή κατέληξε στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι τα μέρη συμμετείχαν σε ενιαία και συνεχή παράβαση του άρθρου 81 παρ. 1 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 παρ. 1 της συμφωνίας ΕΟΧ σχετικά με σταθεροποιητές κασσιτέρου επί 13 έτη, μεταξύ 1987 και 2000, και σχετικά με ESBO/εστέρες επί 9 έτη, μεταξύ 1991 και 2000.

Προθεσμία απάντησης στην κοινοποίηση αιτιάσεων

Αρχικά δόθηκε στα μέρη προθεσμία μέχρι τις 14 Μαΐου 2009 για να απαντήσουν στην κοινοποίηση αιτιάσεων. Δεκατρία μέρη υπέβαλαν αιτιολογημένη αίτηση για παράταση, την οποία και αποδέχτηκα για όλα τα μέρη. Τρία μέρη επανήλθαν με αιτιολογημένη αίτηση για περαιτέρω παράταση, την οποία αποδέχτηκα και για τα τρία μέρη. Όλα τα μέρη απάντησαν εντός της παραταθείσας προθεσμίας, πλην ενός.

Πρόσβαση στο φάκελο

Στα μέρη χορηγήθηκε πρόσβαση στο φάκελο μέσω CD-ROM. Τα μέρη απέκτησαν επίσης πρόσβαση σε προφορικές και γραπτές δηλώσεις περί επιείκειας στα γραφεία της Επιτροπής.

Η Baerlocher ζήτησε περαιτέρω πρόσβαση στο φάκελο. Στην απάντησή μου έκανα εν μέρει δεκτό το αίτημά τους και επέτρεψα μεγαλύτερη πρόσβαση σε ορισμένες προφορικές δηλώσεις. Τούτο έγινε ώστε να δοθεί η δυνατότητα στη Baerlocher να ελέγξει ενδεχόμενες διαφορές μεταξύ των διαφόρων εκδοχών των εγγράφων. Άλλο μέρος του αιτήματός τους απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι τα εν λόγω έγγραφα καλύπτονταν από επαγγελματικό απόρρητο ως προς το οποίο δεν είχε ακόμα αποφανθεί το Δικαστήριο. Ορισμένα μέρη ζήτησαν πρόσβαση στις απαντήσεις άλλων μερών σε διάφορες φάσεις της διαδικασίας. Απέρριψα τα αιτήματα βάσει της ανακοίνωσης για την πρόσβαση στο φάκελο και της ισχύουσας νομολογίας (3).

Προφορική ακρόαση

Η προφορική ακρόαση έγινε τον Ιούνιο 2009. Παρευρέθηκαν όλα τα μέρη, πλην ενός.

Τα κυριότερα θέματα σχετικά με το δικαίωμα υπεράσπισης που έθιξαν τα μέρη

Τα μέρη πρόβαλλαν στις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις τους ορισμένες αιτιάσεις όσον αφορά τα δικαιώματα υπεράσπισης. Οι αιτιάσεις τους αφορούσαν κυρίως την παράβαση της υποχρέωσης παροχής πληροφοριών, την υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας και τη μη διενέργεια ολοκληρωμένης έρευνας.

Τα δικαιώματα των αποδεκτών σχετικά με την πληροφόρησή τους ως προς την έρευνα

Οι AC Treuhand, Elementis, Chemson, GΕΑ και Faci ισχυρίστηκαν ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους επειδή δεν είχαν πληροφορηθεί εγκαίρως ως προς την έρευνα εις βάρος τους. Μετά από αυτό οι AC Treuhand και Elementis ζήτησαν από την Επιτροπή να περατώσει τη διαδικασία κατ'αυτών, ενώ οι Chemson και Gea ζήτησαν τη διενέργεια έρευνας στην ChemTrade Roth. Η Faci δεν υπέβαλε κανένα συγκεκριμένο αίτημα.

i)   AC Treuhand

Η AC Treuhand πληροφορήθηκε για πρώτη φορά ότι ήταν ενδεχόμενο να είναι αποδέκτης κοινοποίησης αιτιάσεων για την υπόθεση των σταθεροποιητών θερμότητας τον Φεβρουάριο 2009, δηλ. ενάμιση έτος μετά το πρώτο αίτημα παροχής πληροφοριών και 6 μήνες μετά την απόφαση του Πρωτοδικείου που συνιστά δεδικασμένο για την υποχρέωση της Επιτροπής να παρέχει πληροφορίες προς την AC Treuhand μετά την υπόθεση οργανικών υπεροξειδίων (4). Και τούτο παρά τα επανειλημμένα αιτήματα της AC Treuhand προς τη ΓΔ Ανταγωνισμού, τόσο πριν όσο και μετά την απόφαση του Πρωτοδικείου, για να διευκρινιστεί ο ρόλος της στις διαδικασίες.

Σύμφωνα με τα πρότυπα που έθεσε το Πρωτοδικείο, η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε πληροφορήσει την AC Treuhand ως προς την κατάστασή της ήδη από το πρώτο αίτημα παροχής πληροφοριών, τον Οκτώβριο 2007. Το γεγονός ότι η υποχρέωση αυτή διατυπώθηκε από το Δικαστήριο μόλις τον Ιούνιο 2008 δεν έχει σημασία, δεδομένου ότι η υποχρέωση αντικειμενικά προϋπήρχε και πριν από την έκδοση της απόφασης. Εξάλλου, εφόσον η κοινοποίηση αιτιάσεων είχε σταλεί στην AC Treuhand στην υπόθεση οργανικών υπεροξειδίων τον Μάρτιο 2003, η ΓΔ Ανταγωνισμού θα έπρεπε να γνωρίζει την κατάσταση της AC Treuhand στην προκειμένη υπόθεση όταν υπέβαλε το πρώτο αίτημα παροχής πληροφοριών στην εταιρεία συμβούλων. Συνεπώς, έχει σημειωθεί παρατυπία.

Μπορεί να αφεθεί ανοικτό το ζήτημα του κατά πόσον η υποχρέωση παροχής πληροφοριών θα ήταν δυνατό να προϋπάρχει ακόμα ενωρίτερα (5) δεδομένου ότι η AC Treuhand δεν κατέδειξε ότι η καθυστερημένη πληροφόρηση μπόρεσε πραγματικά να θέσει σε κίνδυνο τα δικαιώματα υπεράσπισής της στη συγκεκριμένη διαδικασία.

Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, και μόνο το γεγονός ότι σε μια νομική οντότητα δεν παρέχεται εγκαίρως η σχετική πληροφόρηση δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της αμφισβητούμενης απόφασης. Αντίθετα, είναι επίσης αναγκαίο να διαπιστωθεί κατά πόσο η παρατυπία που διεπράχθη από την Επιτροπή είναι δυνατό να θέσει πραγματικά σε κίνδυνο τα δικαιώματα υπεράσπισης της επιχείρησης στη συγκεκριμένη διαδικασία (6).

Η AC Treuhand προέβαλε σχετικά τρία επιχειρήματα: πρώτον, αναφέρθηκε στη συνταξιοδότηση, στις 31 Αυγούστου 2002, ενός υπαλλήλου της που θα μπορούσε να καταθέσει ως μάρτυρας. Δεύτερον, αναφέρθηκε στο γεγονός ότι ο συγκεκριμένος υπάλληλος δεν θυμόταν επακριβώς τα γεγονότα. Τρίτον, τόνισε ότι είχε εκπνεύσει η δεκαετής υποχρέωση, κατά την ελβετική νομοθεσία, να φυλάσσονται τα έγγραφα της εταιρείας (Aufbewahrungspflicht). Το πρώτο επιχείρημα μπορεί να ανατραπεί δεδομένου ότι η συνταξιοδότηση του υπαλλήλου έγινε πριν παραλάβει η Επιτροπή την αίτηση της Chemtura για την απαλλαγή από την επιβολή προστίμων. Η συνταξιοδότηση του υπαλλήλου θα γινόταν ακόμα και αν η AC Treuhand είχε ενημερωθεί κανονικά σχετικά με την έρευνα της Επιτροπής. Το δεύτερο και το τρίτο επιχείρημα φαίνονται μάλλον αφηρημένα και ανακριβή διότι η AC Treuhand δεν προσδιορίζει τη φύση και το εύρος των πληροφοριών ή των λεπτομερειών που είναι αναγκαίες για την υπεράσπισή της και τις οποίες ο υπάλληλος θα μπορούσε να θυμηθεί ή οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν προέλθει από τα αρχεία της AC Treuhand. Στο πλαίσιο αυτό θα ήταν ίσως σκόπιμο να ληφθεί υπόψη ότι, αφού είχε λάβει την κοινοποίηση αιτιάσεων για την υπόθεση των οργανικών υπεροξειδίων το 2003, η AC Treuhand θεωρούσε ή θα μπορούσε ευλόγως να θεωρήσει ότι θα ήταν αντικείμενο της έρευνας της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα υπεράσπισης της AC Treuhand.

ii)   Elementis

Η Επιτροπή ενημέρωσε κανονικά την Elementis σχετικά με ενδεχόμενες κατηγορίες στην πρώτη της αίτηση πληροφοριών που απεστάλη τον Μάιο 2008. Είναι εξετάσιμο κατά πόσο θα έπρεπε να είχε ενημερωθεί ενωρίτερα, δεδομένου ότι τα επιχειρήματα της Elementis προς υποστήριξη του πορίσματος ότι διακυβεύτηκε το δικαίωμα υπεράσπισης της εταιρείας δεν αποδεικνύονται στον απαιτούμενο βαθμό. Η Elementis παρατήρησε ότι ένας από τους μάρτυρες απεβίωσε στις 24 Ιανουαρίου 2008. Ισχυρίστηκε στη συνέχεια ότι εστάθη αδύνατο να εντοπίσει και να έρθει σε επαφή με διάφορους μάρτυρες που αναφέρονται στην κοινοποίηση αιτιάσεων ή θεωρούνται άλλως σχετικοί. Τέλος, επέμεινε ότι εστάθη δυσχερές να εντοπίσει σχετική τεκμηρίωση στα αρχεία της και ότι η μνήμη των διαθέσιμων μαρτύρων είχε πλέον εξασθενήσει.

Ο ισχυρισμός της Elementis ότι δεν μπόρεσε να ερωτήσει διάφορους μάρτυρες είναι περίεργος, διότι δύο τουλάχιστον από τους μάρτυρες που αναφέρει είχαν καταθέσει για λογαριασμό άλλου μέρους στην παρούσα υπόθεση. Εξάλλου, η Elementis περιέγραψε κατά γενικό μόνο τρόπο τα σημεία στα οποία οι μάρτυρες θα είχαν παράσχει περισσότερες πληροφορίες. Παρέμεινε ωστόσο απόλυτα ανοικτό το θέμα ως προς τον τρόπο με τον οποίο η μαρτυρία τους θα είχε βοηθήσει την Elementis να υπερασπίσει τη θέση της ως προς την εικαζόμενη παράβαση, όπως απαιτείται από τη νομολογία.

iii)   Faci

Η Επιτροπή πληροφόρησε επίσης ορθώς την Faci σχετικά με την κατάστασή της με την πρώτη αίτηση παροχής πληροφοριών τον Οκτώβριο 2007. Η Faci ισχυρίστηκε ότι αν είχε ενημερωθεί το 2003, ή τουλάχιστον πριν από το 2007, θα ήταν σε θέση να εκτιμήσει κατά πόσον έπρεπε ή όχι να υποβάλει αίτηση περί επιείκειας. Μετά την αποχώρηση των σχετικών υπαλλήλων από την εταιρεία, η εν λόγω εκτίμηση δεν ήταν δυνατή.

Οι ισχυρισμοί της Faci δεν τεκμηριώνουν την παραβίαση ούτε της υποχρέωσης παροχής πληροφοριών ούτε των δικαιωμάτων υπεράσπισής της, και συνεπώς πρέπει να απορριφθούν.

Υποχρέωση έρευνας

Τόσο η GEA όσο και η Chemson ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή είχε — και έχει πάντα — την υποχρέωση να διενεργήσει έρευνα στην εταιρεία ChemTrade Roth. Και οι δύο στην απάντησή τους στην κοινοποίηση αιτιάσεων συνέδεσαν το δικαίωμα πληροφόρησης ως προς την κατάστασή τους με το καθήκον της Επιτροπής να διενεργεί ολοκληρωμένη έρευνα.

Η GEA και η Chemson αποσύρθηκαν από τις σχετικές δραστηριότητες κατά το διάστημα της εικαζόμενης παράβασης. Η GEA είχε πωλήσει τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες εποξειδωμένου σογιελαίου (ESBO) τον Μάιο 2000. Επιπλέον είχε απαλλαγεί από τις προηγούμενες σχετικές μητρικές επιχειρήσεις που ενέχονταν στις εικαζόμενες δραστηριότητες (Dynamit Nobel AG και Chemetall GmbH). Η Chemson είχε πωλήσει στην ChemTrade Roth, το 2002, (με κεφάλαια εξαγοράς) όλα τα πάγια περιουσιακά στοιχεία και τα έγγραφα που αφορούσαν τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες στον τομέα εποξειδωμένου σογιελαίου. Η Chemson ισχυρίζεται ότι έκτοτε δεν είχε πλέον πρόσβαση στα στοιχεία και τις μαρτυρίες που αφορούν τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες εποξειδωμένου σογιελαίου. Όσον αφορά την υποχρέωση παροχής πληροφοριών που έχει η Επιτροπή, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή ενημέρωσε κανονικά την Chemson και την GEA σχετικά με τις εικαζόμενες παραβάσεις στην αίτηση παροχής πληροφοριών που τους απέστειλε τον Οκτώβριο 2007 και τον Ιούλιο 2008 αντιστοίχως. Η Chemson πάντως ανέφερε κάποια ιδιομορφία στην παρούσα υπόθεση. Ισχυρίστηκε ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί, και ίσως μάλιστα να είναι πιθανότατο, αν οι επιχειρηματικές δραστηριότητες εποξειδωμένου σογιελαίου της Chemson είχαν πωληθεί με την μορφή συμφωνίας μεταβίβασης μετοχών και όχι με κεφάλαια εξαγοράς, τότε η ChemTrade Roth να είχε αποτελέσει αντικείμενο ερευνητικών ενεργειών εκ μέρους της Επιτροπής.

Κατά την πάγια νομολογία, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποφασίσει κατά πόσο κάποια συγκεκριμένη πληροφορία είναι αναγκαία ώστε να καταστεί δυνατή η αποκάλυψη παράβασης κανόνων του ανταγωνισμού (7). Στην προκείμενη υπόθεση, δεν φαίνεται ότι ήταν άκρως αναγκαίο να διενεργηθεί έρευνα στην ChemTrade Roth προκειμένου να προκύψουν επαρκή ενοχοποιητικά στοιχεία για να αποδειχτεί η σύμπραξη.

Όσον αφορά τα απαλλακτικά στοιχεία όμως, η κατάσταση είναι λιγότερο σαφής. Αφενός μπορεί να λεχθεί ότι οι αποδέκτες της κοινοποίησης αιτιάσεων έχουν κατά κύριο λόγο την υποχρέωση να παραθέσουν απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία, αλλά ούτε η GEA ούτε η Chemson παρέσχον καμία ένδειξη ως προς τη χρησιμότητα των πληροφοριών που θα μπορούσε να αποφέρει μια έρευνα στην ChemTrade Roth. Εξάλλου, οι αποδέκτες μπορούν να περιλάβουν ρήτρες στις συμφωνίες μεταβίβασης ώστε να εξασφαλίζεται η συνέχιση της πρόσβασης στις πληροφορίες ή/και η μεταβίβαση ευθύνης στο εσωτερικό της εταιρείας όσον αφορά την καταβολή προστίμων για παραβάσεις σχετικές με συμπράξεις. Αφετέρου, είναι επίσης αληθές ότι η Επιτροπή έχει την υποχρέωση να διεξαγάγει αντικειμενική έρευνα, η οποία υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να είχε περιλάβει την ChemTrade Roth. Τέλος, οι Chemson και GEA ίσως θα ευρίσκονταν σε καλύτερη θέση αν η έρευνα δεν είχε ανασταλεί το 2003 ή αν η Επιτροπή είχε ενημερώσει ενωρίτερα τους αποδέκτες σχετικά με την έρευνα.

Σε κάθε περίπτωση, η αποστολή αιτήματος πληροφόρησης ή η διενέργεια αιφνιδιαστικής επίσκεψης στην ChemTrade Roth, δηλ. μετά την προφορική ακρόαση, δεν κρίθηκαν σκόπιμες. Τα μέτρα αυτά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θα μπορούσαν να παράσχουν αποτελέσματα που θα αποκαθιστούσαν την προηγούμενη παράλειψη, δεδομένου ότι είναι πολύ πιθανό να μην έχουν κρατηθεί τα σχετικά έγγραφα (αν υπήρξαν ποτέ). Εξάλλου, οποιεσδήποτε συνεντεύξεις με πρώην εκπροσώπους των επιχειρήσεων που έχουν πλέον πωληθεί θα ήσαν δυνατές μόνο με την συγκατάθεσή τους.

Επιπλέον, η πρόσβαση στα έγγραφα είχε ήδη αρθεί το 2002, δηλ. πριν από την κίνηση της υπόθεσης. Κάθε ερευνητικό μέτρο έναντι της ChemTrade Roth θα αποτελούσε συνεπώς απλό υποκατάστατο για την απωλεσθείσα πρόσβαση στη μνήμη των πρώην εκπροσώπων (που θα μπορούσε να είχε εξασφαλιστεί συμβατικά).

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν θεωρώ ότι υπάρχει υποχρέωση της Επιτροπής να διενεργήσει έρευνα στην ChemTrade Roth, όπως ζητούν οι Chemson και GEA, και οπωσδήποτε δεν υφίσταται καμία παραβίαση του δικαιώματος υπεράσπισής τους.

Διάρκεια των διαδικασιών

Εννέα συνολικά από τα 15 μέρη ισχυρίστηκαν παραβίαση του δικαιώματος υπεράσπισής τους λόγω της διάρκειας των διαδικασιών (8). Πράγματι, η προκαταρκτική έρευνα διήρκεσε πάνω από 6 έτη. Εξεταζόμενο από μόνο του, το διάστημα μπορεί να θεωρηθεί ως εξαιρετικά μακρό.

Τα Δικαστήρια έχουν αποφανθεί ότι κάθε ενέργεια πρέπει να διεξάγεται εντός ευλόγου διαστήματος όταν πρόκειται για διοικητικές διαδικασίες (9). Η ανωτέρω αρχή είναι πλήρως εφαρμοστέα στην έρευνα (10).

Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής όμως, η υπόθεση είχε ανασταλεί επί 4 περίπου έτη λόγω της διαδικασίας στην υπόθεση Akzo/Ackros. Κατά την επιθεώρηση που διενεργήθηκε στην Ackros, οι εκπρόσωποι της εταιρείας ισχυρίστηκαν ότι ορισμένα έγγραφα καλύπτονταν από επαγγελματικό απόρρητο. Τον Απρίλιο 2003, οι Akzo και Ackros προσέφυγαν στη δικαιοσύνη για να επιβεβαιώσουν τους ισχυρισμούς τους περί επαγγελματικού απορρήτου. Κατά τη διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών ανεστάλη η έρευνα της Επιτροπής. Τέσσερα έτη αργότερα, τον Σεπτέμβριο 2007, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη (11).

Η ΓΔ Ανταγωνισμού χρειάστηκε να περιμένει την απόφαση του Πρωτοδικείου προκειμένου να μπορέσει να αξιολογήσει την προστιθέμενη αξία των αιτήσεων περί επιείκειας (12). Η αξιολόγηση αυτή εξαρτάτο από το κατά πόσον θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ερευνητικό έγγραφο κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο. Το εν λόγω έγγραφο είναι όντως ένα σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο επί του οποίου στηρίχτηκαν η κοινοποίηση αιτιάσεων και η απόφαση.

Συνεπώς, η διάρκεια της διαδικασίας δεν ήταν παραλόγως μακρά και δεν υφίσταται παραβίαση του δικαιώματος υπεράσπισης κανενός από τα 9 μέρη.

Το σχέδιο απόφασης

Στο σχέδιο απόφασης η Επιτροπή διατηρεί ουσιαστικά τις αιτιάσεις της. Εντούτοις υφίστανται ορισμένες αλλαγές σε σύγκριση με την κοινοποίηση αιτιάσεων:

Η Επιτροπή αίρει τις επιφυλάξεις της ως προς την Akzo Nobel Chemicals International BV και την Addichem SA.

Η Επιτροπή, αν και αναγνωρίζει ότι η Arkema απεσύρθη από τη σύμπραξη σταθεροποιητών κασσιτέρου κατά την περίοδο από 1 Απριλίου 1996 έως 8 Σεπτεμβρίου 1997, θεωρεί την Arkema ως υπέχουσα ευθύνη για την πρώτη περίοδο συμμετοχής της (από 16 Μαρτίου 1994 έως 31 Μαρτίου 1996) δεδομένου ότι αργότερα επανεισήλθε στη σύμπραξη (από 9 Σεπτεμβρίου 1997 έως 21 Μαρτίου 2000). Εντούτοις, ασκώντας τη διακριτική ευχέρεια που έχει, η Επιτροπή δεν επιβάλλει πρόστιμο στην Arkema για την πρώτη περίοδο της παράβασης. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι συμφωνίες για τους σταθεροποιητές κασσιτέρου και τους ESBO/εστέρες συνιστούν δύο ξεχωριστές παραβάσεις.

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για καμιά διαδικαστική παρατυπία, ειδικότερα όσον αφορά τη μη πληροφόρηση των ενδεχόμενων αποδεκτών της κοινοποίησης αιτιάσεων σχετικά με τη διεξαγωγή της έρευνας και την αναστολή της. Όσον αφορά την AC Treuhand, η Επιτροπή θεωρεί ότι υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, η AC Treuhand θα μπορούσε να είχε συναγάγει ότι ήταν πιθανός στόχος της έρευνας. Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι έδρασε επιμελώς και ευλόγως καθ'όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.

Για τον καθορισμό του προστίμου για την Arkema, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τρεις προηγούμενες αποφάσεις σχετικές με υποτροπή (αντί για δύο προηγούμενες αποφάσεις που αναφέρονται στην κοινοποίηση αιτιάσεων). Η Επιτροπή απηύθυνε επιστολή των πραγματικών περιστατικών στις 20 Οκτωβρίου 2009, με την οποία την ενημέρωσε σχετικά με την εν λόγω παράλειψη στην κοινοποίηση αιτιάσεων, και έδωσε στην Arkema την ευκαιρία να υποβάλει τις σχετικές παρατηρήσεις.

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι διαδικασίες διήρκεσαν επί μακρόν και αυτό αιτιολογεί μια μείωση του προστίμου. Η μείωση όμως δεν εφαρμόζεται στην Akcros και στον όμιλο επιχειρήσεων Akzo δεδομένου ότι η προσφυγή τους στο Πρωτοδικείο για ακύρωση σε συνδυασμό με τους ισχυρισμούς περί επαγγελματικού απορρήτου ήταν καθοριστικής σημασίας για την καθυστέρηση που σημειώθηκε στην παρούσα υπόθεση.

Κατά την άποψή μου, το σχέδιο απόφασης αφορά μόνο τις επιφυλάξεις σχετικά με τις οποίες εδόθη στα μέρη η ευκαιρία κα καταστήσουν γνωστές τις απόψεις τους.

Συμπέρασμα

Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω παρατηρήσεις, θεωρώ ότι το δικαίωμα ακρόασης των μερών έχει τηρηθεί για όλα τα μέρη που συμμετείχαν στη διαδικασία για την παρούσα υπόθεση.

Βρυξέλλες, 5 Νοεμβρίου 2009

Michael ALBERS


(1)  Σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 της απόφασης της Επιτροπής (2001/462/ΕΚ, ΕΚΑΧ) της 23ης Μαΐου 2001, σχετικά με τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού — ΕΕ L 162 της 19.6.2001, σ.21.

(2)  (i) Akzo Nobel Chemicals GmbH, Akzo Nobel Chemicals BV, Akzo Nobel Chemicals International BV and their parent company, Akzo Nobel N.V. («Akzo»); (ii) Ackros Chemicals Ltd («Ackros»); (iii) Elementis plc, Elementis Holdings Ltd, Elementis UK Ltd, Elementis Services Ltd («Elementis»); (iv) Elf Aquitaine SA («Elf»); (v) CECA SA and its parent company Arkema France SA («Arkema»); (vi) Baerlocher GmbH, Baerlocher Italia SpA, Baerlocher UK Ltd and their parent company MRF Michael Rosenthal GmbH («Baerlocher»); (vii) GEA Group AG («GEA»); (viii) Chemson GmbH and Chemson Polymer-Additive AG («Chemson»); (ix) Aachener Chemische Werke Gesellschaft für glastechnische Produkte und Verfahren mbH («ACW»); (x) Addichem SA («Addichem»); (xi) Chemtura Vinyl Additives GmbH and its parent company Chemtura Corporation («Chemtura»); (xii) Ciba Lampertheim GmbH and its parent company Ciba Holding AG («Ciba»); (xiii) Faci SpA («Faci»); (xiv) Reagens SpA («Reagens»); and (xv) AC Treuhand AG («AC Treuhand»).

(3)  Για παράδειγμα, βλ. υπόθεση C-204/00 Aalborg Portland A/S, Συλλογή 2004 σ. I-123, παρ. 70: «… δεν ενέχουν καμία γενική και in abstracto αρχή σύμφωνα με την οποία οι ενδιαφερόμενοι πρέπει, σε όλες τις περιπτώσεις, να έχουν τη δυνατότητα να παρίστανται στις πραγματοποιούμενες ακροάσεις ή να λαμβάνουν κοινοποίηση όλων των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη και αφορούν άλλα πρόσωπα.»

(4)  Υπόθεση T-99/04, AC Treuhand κατά Επιτροπής, παρ. 56. Βλ. επίσης άρθρο 6 παρ. 3 στοιχείο α) Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου αριθ. 13972/88, Imbrioscia κατά Ελβετίας, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1993, παρ. 36.

(5)  Η AC Treuhand ισχυρίστηκε ότι θα έπρεπε να είχε ενημερωθεί μετά το πέρας της αξιολόγησης εκ μέρους της Επιτροπής των αιτήσεων περί επιείκειας, δηλ. περίπου στα μέσα του 2003.

(6)  Υπόθεση T-99/04, AC Treuhand κατά Επιτροπής, παρ. 58. Βλ. επίσης συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, Aalborg Portland και άλλοι κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004 σ. I-123 και Υπόθεση C-105/04 P, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006 σ. I-8725.

(7)  Υπόθεση C-94/00, Roquette Frères κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002 σ. I-9011, σκέψη 78.

(8)  AC Treuhand, ACW, Akzo subsidiaries, Arkema, Baerlocher, Chemson, Elementis, GEA, Reagens.

(9)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-238/99 P, C-244/99 P, C-245/99 P, C-250/99 P έως C-252/99 P και C-254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij και άλλοι κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000 σ. I-8375 σκέψη 179. Βλ. επίσης C-167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006 σ. I-8935 σκέψη 60.

(10)  Υπόθεση C-113/04 P, Technische Unie BV κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006 σ. I-8831 σκέψη. 54 και εξής.

(11)  Υπόθεση T 112/05, Akzo Nobel και άλλοι κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007 σ. II-05049.

(12)  Σημείο 26 της ανακοίνωσης περί επιείκειας του 2002.


Top