Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52010PC0433

    Proposition de DIRECTIVE DU PARLEMENT EUROPÉEN ET DU CONSEIL modifiant les directives 98/78/CE, 2002/87/CE et 2006/48/CE en ce qui concerne la surveillance complémentaire des entités financières des conglomérats financiers

    52010PC0433




    [pic] | ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ |

    Βρυξέλλες, 16.8.2010

    COM(2010) 433 τελικό

    2010/0232 (COD)

    Πρόταση

    ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    για την τροποποίηση των οδηγιών 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ όσον αφορά τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων (ΧΟΕΔ)

    SEC(2010) 981 SEC(2010) 979

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

    ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

    Πριν από περίπου μία εικοσαετία άρχισαν να αναπτύσσονται χρηματοπιστωτικοί όμιλοι με επιχειρηματικά μοντέλα που συνδυάζουν την παροχή υπηρεσιών και προϊόντων σε διαφορετικούς τομείς των χρηματοπιστωτικών αγορών. Αυτοί έγιναν γνωστοί ως χρηματοπιστωτικοί όμιλοι ετερογενών δραστηριοτήτων (ΧΟΕΔ). Οι ΧΟΕΔ περιλαμβάνουν τράπεζες, ασφαλιστικές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις επενδύσεων, και ενδεχομένως εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων. Επί σειρά ετών, διάφορες ομάδες εμπειρογνωμόνων σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο εξετάζουν τους ενδεδειγμένους τρόπους εποπτείας των ΧΟΕΔ. Καρπός των διαβουλεύσεων στο πλαίσιο του κοινού φόρουμ[1] ήταν οι «Αρχές για την εποπτεία των ΧΟΕΔ» το 1999[2]. Με βάση τα δεδομένα αυτά, η οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002[3], («οδηγία FICOD») θέσπισε τη συμπληρωματική εποπτεία σε επίπεδο ομίλου. Στόχος της συμπληρωματικής εποπτείας ήταν ο έλεγχος των δυνητικών κινδύνων λόγω διπλού υπολογισμού των ιδίων κεφαλαίων (δηλ. της πολλαπλής χρήσης των κεφαλαίων) και των λεγόμενων κινδύνων ομίλου ήτοι του κινδύνου διάχυσης στο εσωτερικό των ομίλων, της διαχειριστικής πολυπλοκότητας, της συγκέντρωσης και της σύγκρουσης συμφερόντων, οι οποίοι προκύπτουν όταν συνδυάζονται περισσότερες άδειες για διαφορετικές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.

    Ενώ οι οδηγίες για τις τράπεζες και τις ασφάλειες αποσκοπούν στον υπολογισμό επαρκών μέτρων θωράκισης κεφαλαιουχικού χαρακτήρα για την προστασία των πελατών και των κατόχων ασφαλιστικών συμβολαίων, η οδηγία FICOD ρυθμίζει τη συμπληρωματική εποπτεία των κινδύνων ομίλου. Αυτό συνεπάγεται ότι οι χρηματοπιστωτικές οντότητες που συνδέονται με αμοιβαία σχέση, η οποία επηρεάζει τα προφίλ κινδύνων αμφότερων των οντοτήτων πρέπει να υπάγονται στην εποπτεία. Με αυτόν τον τρόπο, η οδηγία FICOD συμπληρώνει τις τομεακές οδηγίες, την οδηγία για τις τράπεζες 2006/48/ΕΚ[4] («οδηγία CRD») και τις διάφορες οδηγίες για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Όλες αυτές οι οδηγίες εφαρμόζονται τόσο σε μεμονωμένο επίπεδο, ανά αδειοδοτημένη οντότητα, όσο και σε ενοποιημένο επίπεδο, όπου αθροίζονται όλες οι αδειοδοτημένες νομικές οντότητες που υπάγονται στην ίδια οδηγία.

    Προβλεπόταν αναθεώρηση της οδηγίας FICOD λίγα χρόνια μετά την εφαρμογή της. Οι πρόσφατες εξελίξεις, στο μέτρο που οι νομικές οντότητες ενός ομίλου δραστηριοποιούνται στον ίδιο τομέα, τον τραπεζικό ή τον ασφαλιστικό, αποτυπώθηκαν με την αναθεώρηση, το 2004, της Συμφωνίας της Βασιλείας του 1988 και τη μεταφορά της, το 2006, στην οδηγία CRD, όσο και με τη θέσπιση μιας περιεκτικής δέσμης νέων κανόνων για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις στο πλαίσιο της οδηγίας Φερεγγυότητα II[5]. Μέχρι να τεθεί σε εφαρμογή η Φερεγγυότητα ΙΙ, η οδηγία FICOD θα συμπληρώνει τις οδηγίες για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που βρίσκονται σήμερα σε ισχύ, ιδίως δε την οδηγία περί ασφαλιστικών ομίλων[6] («οδηγία IGD»)).

    Η Επιτροπή σκοπεύει να προβεί σε δύο ενέργειες. Με την παρούσα πρόταση αντιμετωπίζονται τα πιο επείγοντα τεχνικά ζητήματα που εντοπίστηκαν κατά την αναθεώρηση, σύμφωνα με την ανάλυση της μεικτής επιτροπής για τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων[7] (Joint Committee on Financial Conglomerates - JCFC), συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών ζητημάτων που εντοπίστηκαν σε προγενέστερες δραστηριότητες αναθεώρησης. Δημοσιεύτηκαν προσκλήσεις για υποβολή γνωμοδοτήσεων και για διαβούλευση με στόχο την εκτίμηση των επιπτώσεων των εν λόγω δυνητικών αλλαγών[8]. Αργότερα εντός του 2010 πρόκειται να διεξαχθεί ένας πιο διεξοδικός διάλογος στο πλαίσιο του G20 όσον αφορά τη συμπληρωματική εποπτεία. Ο εν λόγω διάλογος κατά πάσα πιθανότητα θα εστιαστεί σε ζητήματα που αφορούν το πεδίο εφαρμογής της εποπτείας και θέματα που σχετίζονται με το κεφάλαιο.

    ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

    Η αναθεώρηση της οδηγίας FICOD ξεκίνησε ουσιαστικά το 2008 και αποτέλεσε τη βάση της παρούσας νομοθετικής πρότασης. Ορισμένα τεχνικά ζητήματα συμπεριελήφθησαν στην πρόταση της Επιτροπής για την οδηγία Omnibus[9] τον Οκτώβριο του 2009, η οποία συνοδεύει τους κανονισμούς περί δημιουργίας των νέων Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.

    Στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι λεγόμενοι κίνδυνοι ομίλου συγκεκριμενοποιήθηκαν σε ολόκληρο τον χρηματοπιστωτικό τομέα, υπογραμμίζοντας τη σπουδαιότητα της συμπληρωματικής εποπτείας των διασυνδέσεων εντός των χρηματοπιστωτικών ομίλων και μεταξύ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. πρωτοβουλίες παρόμοιες με την τρέχουσα αναθεώρηση αναλήφθηκαν στις ΗΠΑ και την Αυστραλία[10] με βάση τις αρχές του κοινού φόρουμ.

    Στόχος της παρούσας νομοθετικής πρότασης είναι η τροποποίηση της οδηγίας IGD, της οδηγίας FICOD και της οδηγίας CRD προκειμένου να εξαλειφθούν ακούσιες συνέπειες και τεχνικές παραλείψεις των τομεακών οδηγιών και να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική εκπλήρωση των στόχων της οδηγίας FICOD.

    2.1. Αποτελέσματα των διαβουλεύσεων

    Πρόσκληση για υποβολή γνωμοδοτήσεων στη μεικτή επιτροπή για τους ΧΟΕΔ (JCFC)

    Η JCFC παρουσίασε τις διαπιστώσεις της ανταποκρινόμενη στην τρίτη πρόσκληση της Επιτροπής για υποβολή γνωμοδοτήσεων στους Υπουργούς Οικονομικών που μετέχουν στην ευρωπαϊκή επιτροπή ΧΟΕΔ (EFCC) τον Ιανουάριο του 2009. Τα κύρια ζητήματα που εντοπίστηκαν αφορούν την εποπτεία σε υψηλόβαθμο επίπεδο, τον προσδιορισμό με βάση τους κινδύνους, τη σαφή ενσωμάτωση στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και στον προσδιορισμό των ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων και τη σαφή εποπτική αντιμετώπιση των συμμετοχών.

    Συνεδριάσεις της ομάδας εργασίας της Επιτροπής και δημόσια ακρόαση της JCFC

    Συνεδριάσεις της ομάδας εργασίας της Επιτροπής με τα κράτη μέλη πραγματοποιήθηκαν στις 18 Ιουνίου, στις 23 Νοεμβρίου 2009 και στις 21 Ιανουαρίου 2010. Δημόσια ακρόαση διοργανώθηκε από την JCFC στις 8 Ιουλίου 2009. Στο πλαίσιο των συζητήσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη επιβεβαιώθηκε η σχέση των επίμαχων ζητημάτων και διαπιστώθηκε ότι για να είναι αποτελεσματική η εποπτεία των ΧΟΕΔ ενδεχομένως να πρέπει να εξεταστούν ακόμη περισσότερα ζητήματα, π.χ. οι διαφορές των επιλέξιμων κεφαλαίων που γίνονται δεκτά ανά τομέα, καθώς και οι πιθανές στρεβλώσεις από τη χρήση διαφορετικών μεθόδων υπολογισμού των κεφαλαίων. Επίσης, οι πρωτοβουλίες της Επιτροπής όσον αφορά τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων ήγειραν ερωτήματα σε σχέση με την ενσωμάτωση όχι μόνο εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων αλλά και άλλων συναφών επιχειρήσεων στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας για τους κινδύνους ομίλου των μεγάλων, σύνθετων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

    Η στοχοθετημένη διαβούλευση για την αναθεώρηση της οδηγίας FICOD

    Στη στοχοθετημένη διαβούλευση που ξεκίνησε το Νοέμβριο του 2009 συμμετείχαν καταθέτοντας τις απόψεις τους 18 ΧΟΕΔ, μία αρχή, δύο ομοσπονδίες, μία ένωση και ένα κέντρο ερευνών[11], αριθμός που δικαιολογείται από τον περιορισμένο αριθμό των βασικών ομάδων στόχων και τον τεχνικό χαρακτήρα των ερωτημάτων. Η πρωτοβουλία έτυχε γενικά θερμής ανταπόκρισης και οι ερωτηθέντες αναγνώρισαν τα μείζονα προβλήματα, όπως παρουσιάζονται κατωτέρω, καθώς και τις προτάσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής για την επίλυσή τους:

    - εφαρμοσιμότητα των διατάξεων των οδηγιών για τις τράπεζες και τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που αφορούν τις ανώτερες ιεραρχικά βαθμίδες στους τομείς αυτούς στο επίπεδο των εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών·

    - έλλειψη σαφήνειας ως προς την υπαγωγή των εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας·

    - ανάγκη για μεγαλύτερη δυνατότητα προσδιορισμού των ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων με βάση τους κινδύνους·

    - έλλειψη σαφήνειας αναφορικά με την αντιμετώπιση των συμμετοχών στο πλαίσιο της συμπληρωματικής εποπτείας.

    Εντούτοις, διατυπώθηκαν διαφορετικές απόψεις σχετικά με την διατομεακή ευθυγράμμιση ως προς τον ορισμό των ίδιων κεφαλαίων, ζήτημα το οποίο τελούσε υπό εξέταση μετά τη γνωμοδότηση που υπέβαλε η JCFC τον Απρίλιο του 2008 σχετικά με τα ίδια κεφάλαια. Τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην EFCC τάχθηκαν υπέρ της αναβολής της εξέτασης των εν λόγω προτάσεων έως την ολοκλήρωση των τομεακών διαλόγων για τις τράπεζες και τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Οι ερωτηθέντες υπογράμμισαν επίσης τις δυσκολίες στη διαφοροποίηση ίδιων συναλλαγών και μη ίδιων συναλλαγών των εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων των ΧΟΕΔ. Τέλος, από την διαβούλευση επιβεβαιώθηκε ότι η εξέταση των συμμετοχών στο πλαίσιο της συμπληρωματικής εποπτείας δεν αποτελούσε πρόβλημα το οποίο θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί πλήρως στο παρόν στάδιο.

    Όσον αφορά ζητήματα τα οποία είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο μελλοντικής αναθεώρησης, οι ερωτηθέντες τάχθηκαν εν γένει κατά της διατομεακής αντιμετώπισης των πολιτικών για τις αμοιβές[12] και υπέρ της λήψης πρωτοβουλιών στους τομείς των κεφαλαίων, π.χ. όσον αφορά τη συνέπεια στα κριτήρια επιλεξιμότητας, καθώς και τον συνυπολογισμό των ανεξάρτητων οντοτήτων που επηρεάζουν τα προφίλ κινδύνου των χρηματοπιστωτικών ομίλων.

    2.2. Αποτελέσματα της εκτίμησης επιπτώσεων

    Στο πλαίσιο της εκτίμησης επιπτώσεων, 17 εναλλακτικές πολιτικές καταρτίστηκαν, αξιολογήθηκαν ως προς τις επιπτώσεις τους και αντιπαραβλήθηκαν με σκοπό την αντιμετώπιση των ζητημάτων που ανέδειξε η ανάλυση. Σε αυτήν την ενότητα περιγράφονται οι αναμενόμενες επιπτώσεις των προτιμητέων εναλλακτικών πολιτικών που προκρίνονται σε κάθε τομέα.

    Συμπληρωματική εποπτεία σε επίπεδο εταιρειών χαρτοφυλακίου και εποπτικός συντονισμός

    Προκειμένου να εναρμονιστούν οι εποπτικές εξουσίες στο ανώτερο ιεραρχικά επίπεδο ενός ΧΟΕΔ για να αποφευχθεί η απώλεια εξουσιών όταν μεταβάλλεται η δομή ενός ομίλου, καθώς και η αλληλοεπικάλυψη της εποπτείας σε επίπεδο ΧΟΕΔ και να διευκολυνθεί ο συντονισμός από τις πλέον αρμόδιες εποπτικές αρχές, οι ακόλουθες τροποποιήσεις κρίθηκαν θετικές:

    - υπαγωγή των ανώτερων ιεραρχικά εταιρειών χαρτοφυλακίου ενός τραπεζικού ή ασφαλιστικού ομίλου που χαρακτηρίζονται ως εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ούτως ώστε οι διατάξεις και οι εξουσίες που τύγχαναν εφαρμογής σε μια πρώην χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου να μην παύουν να ισχύουν όταν ο χαρακτηρισμός ενός ομίλου και της εταιρείας χαρτοφυλακίου του μεταβάλλεται λόγω εξαγοράς στον άλλον τομέα·

    - περιορισμός του ορισμού της «σχετικής αρμόδιας αρχής», ώστε να περιλαμβάνει μόνο τις εποπτικές αρχές των τελικών μητρικών οντοτήτων σε κάθε μεμονωμένο τομέα και άλλες αρμόδιες αρχές τις οποίες κρίνουν ως σχετικές οι εποπτικές αρχές των τελικών μητρικών οντοτήτων.

    Προσδιορισμός των ΧΟΕΔ

    - Η υπαγωγή σε όλες τις περιπτώσεις των εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας, συνοδευόμενη από οδηγίες σχετικά με τους δείκτες που θα χρησιμοποιούνται ως κριτήρια για την υπαγωγή, εκτιμήθηκε ως θετική.

    - Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η αμφισημία αναφορικά με τις παραμέτρους και τον μη προσδιορισμό των ΧΟΕΔ με βάση τους κινδύνους, οι οδηγίες για την εφαρμογή της υπάρχουσας «εναλλακτικής της παρέκκλισης» για τους μεγαλύτερους ομίλους που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 3 της οδηγίας FICOD εκτιμήθηκε θετική. Αυτό πρέπει να συνοδευτεί από μια εναλλακτική επιλογή παρέκκλισης από τη συμπληρωματική εποπτεία για ομίλους στους οποίους τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στο μικρότερο τομέα είναι κάτω από το απόλυτο κατώτατο όριο των 6 δισεκατομμυρίων ευρώ.

    Συμμετοχές

    Το πρόβλημα της καθημερινής αντιμετώπισης των συμμετοχών υπό συμπληρωματική εποπτεία, το οποίο επιδεινώνεται από το γεγονός ότι το εταιρικό δίκαιο ενδεχομένως απαγορεύει σε μειοψηφούντες μέτοχους να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες οι οποίες δεν είναι διαθέσιμες σε άλλους μετόχους, πρέπει να αντιμετωπιστεί με κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την αντιμετώπιση των συμμετοχών σε διάφορες καταστάσεις.

    Επίπτωση των προτιμητέων εναλλακτικών πολιτικών

    Οι προκριθείσες αλλαγές πολιτικής προσδοκάται να καταστήσουν το πλαίσιο της συμπληρωματικής εποπτείας πιο αξιόπιστο, οδηγώντας έτσι σε πιο αποτελεσματικές πρωτοβουλίες και πρακτικές διαχείρισης κινδύνων. Αυτό με τη σειρά του αναμένεται να ωφελήσει τη θέση των χρηματοπιστωτικών ομίλων της ΕΕ έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού. Αυτές οι εναλλακτικές δυνατότητες αναμένεται να συμβάλλουν στον περιορισμό των κινδύνων της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και το ενδεχόμενο κόστος για την κοινωνία. Όσον αφορά τους μεμονωμένους ενδιαφερόμενους ομίλους και τα συστημικά προβλήματα, οι αναμενόμενες επιπτώσεις αξιολογήθηκαν ως εξής:

    - Ορισμένοι μικρότεροι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι της ΕΕ με απλή δομή και με λιγοστές άδειες σε αμφότερους τους τομείς μπορούν να εξαιρεθούν από τη συμπληρωματική εποπτεία και έτσι να ωφεληθούν από το μειωμένο κόστος συμμόρφωσης. Αυτή η δυνατότητα μπορεί να είναι διαθέσιμη σε περίπου δέκα μικρότερους χρηματοπιστωτικούς ομίλους με συνολικά περιουσιακά στοιχεία ύψους περίπου 69 δισεκατομμυρίων ευρώ. Από την άλλη πλευρά, το κόστος συμμόρφωσης για μεγάλους ομίλους με περισσότερες από εκατό άδειες, οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε αμφότερους τους τομείς θα μπορούσε να αυξηθεί καθώς αυτοί οι όμιλοι, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν περιουσιακά στοιχεία ύψους έως και 9 τρισεκατομμυρίων ευρώ στο χρηματοπιστωτικό τομέα, μπορεί να συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας. Αυξημένο κόστος συμμόρφωσης θα μπορούσε επίσης να αναληφθεί και από εκείνους τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους οι δομές των οποίων περιλαμβάνουν δραστηριότητες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και οι οποίοι βάσει των προτεινόμενων αλλαγών στη διαδικασία προσδιορισμού των χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων θα χαρακτηριστούν ως ΧΟΕΔ. Το κόστος συμμόρφωσης για χρηματοπιστωτικούς ομίλους που συμπεριλήφθηκαν πρόσφατα στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας αναμένεται να είναι επουσιώδες, δεδομένου του συνολικότερου μεγέθους τους.

    - Εν πόση περιπτώσει, το κόστος συμμόρφωσης αναμένεται να αντισταθμιστεί πλήρως από τα οφέλη που θα προκύψουν από τις αποτελεσματικότερες πρακτικές διαχείρισης κινδύνων. Μια άλλη θετική επίδραση που μπορεί να αναμένει κανείς είναι η μεγαλύτερη προβολή και εμπιστοσύνη στις αγορές που θα προκύψουν από τον χαρακτηρισμό των ομίλων ως ΧΟΕΔ. Αυτά τα οφέλη αναμένεται να ενισχύσουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα μεγάλων ομίλων της ΕΕ.

    - Οι θετικά κριθείσες αλλαγές πολιτικής στη διαδικασία προσδιορισμού των ΧΟΕΔ αναμένεται να εξειδικεύσουν το πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας και πρέπει να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα της παρακολούθησης των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένοι οι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι από τις εποπτικές αρχές. Σε συνδυασμό με την πιο εναρμονισμένη εποπτεία στο ανώτερο επίπεδο των ΧΟΕΔ και τα βελτιωμένα μέτρα εποπτείας για τον εντοπισμό προβλημάτων διάχυσης, συγκέντρωσης, πολυπλοκότητας και σύγκρουσης συμφερόντων σε εταιρείες που συνδέονται με κάποιον ΧΟΕΔ, οι εν λόγω αλλαγές αναμένεται να συμβάλλουν θετικά στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

    - Η αυξημένη σαφήνεια των διατάξεων οι οποίες διέπουν την υπαγωγή των εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων στον προσδιορισμό και τη συμπληρωματική εποπτεία αναμένεται να εξασφαλίσει όρους ισότιμου ανταγωνισμού σε αυτόν τον τομέα.

    - Όσον αφορά τους πελάτες των οικείων χρηματοπιστωτικών ομίλων, οι επιπτώσεις του κόστους αναμένεται να είναι αμελητέες δεδομένου της γενικότερης ήσσονος σημασίας της καθαρής επαυξητικής επίδρασης των προσδιορισθέντων εναλλακτικών επιλογών.

    ΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

    Μία τροποιητική οδηγία είναι το πιο ενδεδειγμένο μέσο, καθώς οι απαιτούμενες αλλαγές χρειάζεται να ενσωματωθούν σε αρκετές υπάρχουσες οδηγίες. Η παρούσα τροποποιητική οδηγία πρέπει να έχει την ίδια νομική βάση με τις οδηγίες τις οποίες τροποποιεί. Για το λόγο αυτό, η πρόταση βασίζεται στο άρθρο 53 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ, το οποίο παρέχει την κατάλληλη νομική βάση για την εναρμόνιση των κανόνων που αφορούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τους ΧΟΕΔ. Σύμφωνα με τις αρχές της αναλογικότητας και της επικουρικότητας που ορίζονται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι στόχοι των προτεινόμενων ενεργειών δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, αλλά μπορούν να εκπληρωθούν πιο αποτελεσματικά από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μόνο η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να εξασφαλίσει ότι οι ΧΟΕΔ που δραστηριοποιούνται σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη υπόκεινται στις ίδιες απαιτήσεις και εποπτεία, στην προκειμένη περίπτωση εξασφαλίζοντας την αποσαφήνιση των διατάξεων και την κάλυψη των κενών εποπτείας που δημιουργήθηκαν ακούσια από προγενέστερες τροποποιήσεις τομεακών οδηγιών. Οι διατάξεις της παρούσας πρότασης δεν υπερβαίνουν τα αναγκαία για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων.

    ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

    Η πρόταση δεν έχει επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης[13].

    ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

    5.1 Εποπτεία σε ανώτερο επίπεδο - Άρθρα 1 (οδηγία IGD) και 3 (οδηγία CRD) της παρούσας πρότασης Άρθρο 1, άρθρο 2 παράγραφος 2, άρθρο 3 παράγραφος 1, άρθρο 4 παράγραφος 2, άρθρο 10 παράγραφος 2 και αρκετές περιπτώσεις των παραρτημάτων I και II της οδηγίας IGD, άρθρα 4, 71, 72, 84, 105, 125, 126, 127, 129, 141, 142 και 143 της οδηγίας CRD

    Το επίκεντρο και ο πρωταρχικός στόχος της παρούσας πρότασης είναι να εξασφαλίσει επαρκή συμπληρωματική εποπτεία, ήτοι να διορθωθούν τα ακούσια κενά που προέκυψαν στη συμπληρωματική εποπτεία εξαιτίας ορισμών στις τομεακές οδηγίες, ήτοι στην οδηγία CRD και στις οδηγίες για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Δεδομένου ότι η ενοποιημένη εποπτεία/εποπτεία των ομίλων στις τομεακές οδηγίες τυγχάνει εφαρμογής μόνο σε χρηματοπιστωτικές/ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και οι τομεακές διατάξεις δεν καλύπτουν τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, μια χρηματοπιστωτική/ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου που αλλάξει διάρθρωση και μετατρέπεται σε εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται μόνο σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με την οδηγία FICOD, με αποτέλεσμα την απώλεια της ενοποιημένης εποπτείας/εποπτείας ομίλου σε επίπεδο τελικής μητρικής εταιρείας. Έτσι, οι εποπτικές αρχές ορισμένες φορές καλούνται να επιλέξουν (σε σχέση με την εφαρμογή – ή όχι – παρέκκλισης στον χαρακτηρισμό ενός ομίλου ως ΧΟΕΔ), εάν επιθυμούν να εφαρμόζουν «μόνο» τη συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με την οδηγία FICOD. Η διατήρηση της ενοποιημένης εποπτείας/εποπτείας ομίλου σημαίνει ότι ο πρόσθετος κίνδυνος που προκύπτει από το συνδυασμό με άλλο τομέα δεν μπορεί να καλυφθεί. Ωστόσο, συμπληρωματική εποπτεία συνεπάγεται απώλεια όλης της εποπτικής γνώσης που παράγεται από την ενοποιημένη εποπτεία/εποπτεία ομίλου. Κατά συνέπεια, η συνέχιση της εφαρμογής της τομεακής εποπτείας ενδέχεται να μην αντιμετωπίσει επαρκώς τους πρόσθετους εποπτικούς κινδύνους οι οποίοι προκύπτουν από το αυξημένο μέγεθος και την πολυπλοκότητα του ομίλου. Το ισχύον καθεστώς ενδέχεται επίσης να προκαλέσει διαφορές στην εποπτική αντιμετώπιση (με βάση τη δομή παρά το προφίλ κινδύνου) των ΧΟΕΔ.

    Προκειμένου να εξασφαλιστεί η δυνατότητα εφαρμογής όλων των αναγκαίων εποπτικών εργαλείων, η παρούσα πρόταση εισάγει τον όρο «εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών» στις σχετικές διατάξεις περί ενοποιημένης εποπτείας/εποπτείας ομίλου στις τομεακές οδηγίες.

    5.2 Άρθρα 3 και 30 της FICOD - Προσδιορισμός των ΧΟΕΔ

    Από τις διατάξεις που διέπουν τον προσδιορισμό των ΧΟΕΔ εγείρονται τρία επιμέρους προβλήματα.

    - Πρώτον, η οδηγία δεν απαιτεί την ένταξη των «εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων» στις δοκιμές ορίων. Οι εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων διαχειρίζονται επενδυτικά κεφάλαια (υπό ρυθμιστικό έλεγχο) τα οποία καλούνται ΟΣΕΚΑ (οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες) σε ευρωπαϊκό επίπεδο και διέπονται από την οδηγία ΟΣΕΚΑ[14]. Οι ΟΣΕΚΑ και οι διαχειριστές τους δεν καλύπτονται επί του παρόντος από την τομεακή προληπτική εποπτεία που προβλέπεται στην οδηγία FICOD, αν και η εν λόγω οδηγία περιλαμβάνει πρόβλεψη για δυνατότητα συμπερίληψης των εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας (άρθρο 30).

    - Δεύτερον, οι δοκιμές ορίων μπορεί να βασίζονται σε διαφορετικές παραμέτρους όσον αφορά τις απαιτήσεις περιουσιακών στοιχείων και κεφαλαίων. Οι διατάξεις είναι διφορούμενες όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού των δοκιμών στη περίπτωση, για παράδειγμα, διαφορετικών τρόπων λογιστικής αντιμετώπισης των περιουσιακών στοιχείων (βλέπε κατωτέρω, άρθρο 3 παράγραφος 5 στοιχείο i)).

    - Τρίτο οι απαιτήσεις των ορίων, με δεδομένα τα καθορισμένα ποσά τους, δεν βασίζονται στους κινδύνους και η έννοια των αναμενόμενων κινδύνων ομίλου δεν καλύπτεται από τη δοκιμή ορίου. Αυτό έχει ως συνέπεια πολύ μικροί όμιλοι με λιγοστές άδειες σε κάθε τομέα να υπάγονται σε συμπληρωματική εποπτεία, ενώ μεγαλύτεροι, πιο σύνθετοι όμιλοι να μπορούν τεχνικά να μην χαρακτηριστούν ως ΧΟΕΔ. Κατά συνέπεια, οι τρέχουσες διατάξεις για τον προσδιορισμό ενδέχεται να υπονομεύουν την αποτελεσματική επίτευξη των βαθύτερων σκοπών της οδηγίας.

    Προκειμένου να αντιμετωπιστούν αυτές οι ελλείψεις, η παρούσα πρόταση εισάγει τις εξής αλλαγές:

    (i) Οι εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων: συμπεριλαμβάνονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 και στο άρθρο 30 σημείο γ)·εισάγονται τα «συνολικά περιουσιακά στοιχεία υπό διαχείριση» ως εναλλακτικός δείκτης στο άρθρο 3 παράγραφος 5 και εισάγεται η δυνατότητα θέσπισης κατευθυντήριων γραμμών για την εφαρμογή του άρθρου 3 παράγραφοι 2 και 5.

    (ii) Εισάγεται παρέκκλιση για τους μικρότερους ομίλους σε νέο άρθρο 3α η οποία επιτρέπει τη θέσπιση κατευθυντήριων γραμμών για την εφαρμογή της παρέκκλισης για τους μικρότερους ομίλους.

    (iii) Το άρθρο 3 παράγραφος 3 αναδιατυπώνεται ώστε να γίνεται σαφής διάκριση ανάμεσα στους εφαρμοστέους όρους για τους ομίλους κάτω και άνω του ορίου των 6 δισεκατομμυρίων ευρώ και προστίθεται η πρόβλεψη κατευθυντήριων γραμμών για την εφαρμογή της παρέκκλισης για μεγαλύτερους ομίλους και με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζει ισότιμους όρους ανταγωνισμού.

    5.3 Άρθρο 3 παράγραφος 4 της οδηγίας FICOD - Αντιμετώπιση των συμμετοχών

    Η συνεπής αντιμετώπιση των συμμετοχών στην καθημερινή συμπληρωματική εποπτεία παρακωλύεται από την έλλειψη συναφών πληροφοριών για την ορθή εκτίμηση των κινδύνων ομίλου. Για παράδειγμα, εάν οι εποπτικές αρχές δεν μπορούν να λάβουν πληροφορίες από ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων υπό τραπεζική διοίκηση σχετικά με τους κινδύνους που ενέχουν οι συμμετοχές σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εταιρείες, δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσουν επαρκή στοιχεία για την ολοκλήρωση του διαχειριστικού και εσωτερικού ελέγχου σε αυτές τις οντότητες που είναι απαραίτητοι για την ενοποίηση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο όμιλος πρέπει να αφαιρεί τις εν λόγω συμμετοχές από τα ίδια κεφάλαιά του.

    Ενώ το ζήτημα των πληροφοριών για μειοψηφικές συμμετοχές δεν έχει ακόμα εξεταστεί εξαντλητικά, ένα πρώτο βήμα το οποίο περιέχει η παρούσα πρόταση είναι η θέσπιση παρέκκλισης στις περιπτώσεις που η συμμετοχή αποτελεί την μόνη ένδειξη ταυτοποίησης (άρθρο 3 παράγραφος 5 νέο σημείο γ)). Όσο οι διατάξεις των εθνικών νομοθεσιών περί εταιρειών ενδεχομένως παρακωλύουν την εκπλήρωση των απαιτήσεων, επιτρέπεται ειδική αντιμετώπιση έχοντας υπόψη τη συγκέντρωση κινδύνων και των απαιτήσεων για εντός του ομίλου συναλλαγές στα άρθρα 7 και 8, η οποία μπορεί να καθοριστεί μέσω κατευθυντήριων γραμμών. Οι κατευθυντήριες γραμμές αναμένεται επίσης να στηρίξουν τη συνεπή εφαρμογή εποπτικών διαδικασιών αναθεώρησης, συμπεριλαμβανομένης της συγκεκριμένης αντιμετώπισης των συμμετοχών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 της οδηγίας FICOD, στο άρθρο 124 της οδηγίας CRD και στο άρθρο 36 της οδηγίας Φερεγγυότητα II.

    5.4 Λοιπά ζητήματα

    Άρθρα 1 και 2 της οδηγίας FICOD - Επικαιροποίηση των ορισμών

    Τα άρθρα 1 και 2 επικαιροποιήθηκαν βάσει των οδηγιών που έχουν καταργηθεί και αναδιατυπωθεί. Εντούτοις, δεδομένου ότι η αναδιατύπωση της οδηγίας για τις ασφαλιστικές εταιρείες (Φερεγγυότητα II) καταργεί τις προηγούμενες οδηγίες με έναρξη ισχύος από την 1 Νοεμβρίου 2012, οι παραπομπές στις αρχικές οδηγίες περί ασφαλιστικών εταιρειών – οι οποίες επομένως είναι ακόμα εν ισχύ – διατηρήθηκαν.

    Άρθρο 2 παράγραφος 17 της οδηγίας FICOD – Τροποποίηση του ορισμού της σχετικής αρμόδιας αρχής και του εποπτικού συντονισμού

    Η οδηγία FICOD συμπληρώνει την οδηγία CRD και τις οδηγίες περί ασφαλιστικών εταιρειών όσον αφορά την πρόσθετη εποπτεία στο ανώτερο επίπεδο ενός ομίλου. Για το σκοπό αυτό, περιέχει επίσης διατάξεις περί συντονισμού μεταξύ των διαφόρων εποπτικών αρχών ενός ομίλου. Η οδηγία FICOD ορίζει τη σχετική αρμόδια αρχή και επιβάλλει στον συντονιστή (την εποπτική αρχή του ανώτερου επιπέδου) να τη συμβουλεύεται επί ορισμένων θεμάτων εποπτείας. Εντούτοις, οι ισχύουσες διατάξεις αφήνουν περιθώρια για διαφορετικές ερμηνείες όσον αφορά την ταυτοποίηση των σχετικών αρμόδιων αρχών. Μια ευρεία ερμηνεία συνεπάγεται μεγάλο αριθμό αρχών τις οποίες πρέπει να συμβουλεύεται ο συντονιστής σε επίπεδο ΧΟΕΔ. Αυτό μπορεί να υπονομεύσει τον αποτελεσματικό και αποδοτικό συντονισμό του έργου που πρέπει να επιτελεστεί από το σώμα του συντονιστή και των σχετικών αρμόδιων αρχών.

    Άρθρο 6 παράγραφος 4 και παράρτημα I της οδηγίας FICOD – Διαγραφή της τρίτης μεθόδου υπολογισμού,

    Το μέρος II του παραρτήματος I της οδηγίας FICOD περιλαμβάνει τρεις μεθόδους υπολογισμού των κεφαλαίων σε επίπεδο ΧΟΕΔ. Από ανάλυση της JCFC το 2008 προκύπτει ότι η τρίτη επιλέξιμη μέθοδος υπολογισμού κεφαλαίων παράγει πάντοτε αποτελέσματα τα οποία είναι ιδιαίτερα διαφορετικά από εκείνα της μεθόδου 1 (ενοποίηση) και της μεθόδου 2 (αφαίρεση και συνένωση). Ως εκ τούτου, η τρίτη μέθοδος πρέπει να διαγραφεί. Περιορίζοντας τις επιλέξιμες μεθόδους υπολογισμού στη μέθοδο της ενοποίησης και στη μέθοδο της αφαίρεσης και συνένωσης, η οδηγία FICOD εναρμονίζεται επίσης και με τις τομεακές οδηγίες τις οποίες συμπληρώνει.

    Άρθρο 2 της οδηγίας FICOD - Συμπερίληψη των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων

    Με τη συμπερίληψη των διατάξεων για την έγκριση και την εποπτεία των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στην οδηγία 2005/68/ΕΚ οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής των ρυθμιζόμενων οντοτήτων οι οποίες μπορούν να είναι μέρος ενός χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει αναφορά στις επιχειρήσεις αντασφάλισης στην οδηγία FICOD. Προστίθενται αναφορές στο άρθρο 2 παράγραφοι 4, 7, 8, 14 και 16.

    Άρθρο 3 παράγραφος 8, άρθρο 7 παράγραφος 5, άρθρο 8 παράγραφος 5, άρθρο 9 παράγραφος 6, άρθρο 11 παράγραφος 4 και άρθρο 11 παράγραφος 5 της οδηγίας FICOD – Εισαγωγή διατάξεων σχετικά με κατευθυντήριες γραμμές σε ορισμένους τομείς.

    Προκειμένου να γίνει δυνατή η περαιτέρω σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών, εισάγεται η δυνατότητα έκδοσης κατευθυντηρίων γραμμών από την Ευρωπαϊκή Αρχή για τις Τράπεζες και την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων βάσει του κεφαλαίου IV τμήμα 2 του κανονισμού σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών[15], και του κεφαλαίου IV τμήμα 2 του κανονισμού σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων[16] («Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών »).

    Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές πρέπει να απηχούν το συμπληρωματικό χαρακτήρα της παρούσας οδηγίας. Ενδεικτικά, κατά την εκτίμηση των συγκεντρώσεων κινδύνων σε επίπεδο ομίλου, όσον αφορά αρκετούς τύπους κινδύνου οι οποίοι μπορούν δυνητικά να προκύψουν σε ολόκληρο τον όμιλο (κίνδυνος επιτοκίων, κίνδυνος αγορών, κλπ.), η εν λόγω εκτίμηση πρέπει να συμπληρώνει τη συγκεκριμένη εποπτεία, για παράδειγμα, της εκτεταμένης έκθεσης, όπως προβλέπεται στην οδηγία CRD. Η συνεπής εφαρμογή διάφορων εποπτικών διαδικασιών αναθεώρησης, συμπεριλαμβανομένης της ειδικής αντιμετώπισης των συμμετοχών μπορεί να υποστηριχθεί επίσης μέσω της θέσπισης κατευθυντήριων γραμμών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 της οδηγίας FICOD, στο άρθρο 124 της οδηγίας CRD και στο άρθρο 36 της οδηγίας Φερεγγυότητα II.

    Επικαιροποίηση παραπομπών σε διάφορα άρθρα

    Το άρθρο 1, το άρθρο 2, το άρθρο 6 παράγραφοι 3 και 4, το άρθρο 19 και το άρθρο 21 παράγραφος 2 της οδηγίας FICOD και το άρθρο 143 παράγραφος 3 της οδηγίας CRD τροποποιήθηκαν για λόγους επικαιροποίησης των παραπομπών και της διατύπωσής τους.

    2010/0232 (COD)

    Πρόταση

    ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    για την τροποποίηση των οδηγιών 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ όσον αφορά τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων (ΧΟΕΔ)

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1,

    την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

    τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας[17],

    αφού διαβίβασε το σχέδιο νομοθετικής πράξης στα εθνικά Κοινοβούλια,

    αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    1. Η οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων προσφέρει στις αρμόδιες αρχές του χρηματοπιστωτικού τομέα συμπληρωματικές εξουσίες και εργαλεία για την εποπτεία των ομίλων πολλών ρυθμιζόμενων οντοτήτων, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε διάφορους τομείς των χρηματοπιστωτικών αγορών. Οι εν λόγω όμιλοι, καλούμενοι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι ετερογενών δραστηριοτήτων (ΧΟΕΔ), είναι επομένως εκτεθειμένοι σε κινδύνους που συνδέονται με τον έλεγχο ενός ομίλου, τους επονομαζόμενους κινδύνους ομίλου, στους οποίους περιλαμβάνονται οι κίνδυνοι διάχυσης, που περιλαμβάνουν την εξάπλωση των κινδύνων από το ένα άκρο του ομίλου στο άλλο, της συγκέντρωσης κινδύνων, ήτοι της εμφάνισης του ίδιου τύπου κινδύνου σε διάφορα τμήματα του ομίλου ταυτόχρονα, της πολυπλοκότητας που συνεπάγεται η διαχείριση πολλών διαφορετικών νομικών οντοτήτων, και των δυνητικών συγκρούσεων συμφερόντων, καθώς και των δυσκολιών που ενέχει ο επιμερισμός των ίδιων κεφαλαίων του σε όλες τις ρυθμιζόμενες οντότητές του, ώστε να αποφεύγεται η πολλαπλή χρησιμοποίηση του κεφαλαίου. Πρέπει να εφαρμοστεί συμπληρωματική εποπτεία σε ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων πέραν της εποπτείας σε μεμονωμένη ή ενοποιημένη βάση ή σε επίπεδο ομίλου, χωρίς να επαναλαμβάνεται ή να επηρεάζεται ο όμιλος, ανεξάρτητα από τη νομική υπόσταση του ομίλου.

    2. Επιβάλλεται να εξασφαλιστεί η συνέπεια με το στόχο της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ, 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ και των οδηγιών 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[18], ώστε να διασφαλιστεί η εποπτεία των ασφαλιστικών ομίλων καθώς και η κατάλληλη συμπληρωματική εποπτεία των ασφαλιστικών και άλλων οντοτήτων εντός μιας εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. Για το λόγο αυτό, η οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27 Οκτωβρίου 1998, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου[19] πρέπει να τροποποιηθεί, ώστε να ορίζει και να περιλαμβάνει τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. Προκειμένου να εξασφαλιστεί εγκαίρως η συνεκτική εποπτεία, πρέπει να τροποποιηθεί η οδηγία 98/78/ΕΚ, ανεξάρτητα από την επικείμενη εφαρμογή της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, για την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ) (αναδιατύπωση)[20].

    3. Είναι αναγκαίο να προσδιορίζονται οι ΧΟΕΔ σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση ανάλογα με το βαθμό έκθεσής τους σε κινδύνους ομίλου, με βάση κοινές κατευθυντήριες γραμμές που έχουν εκδώσει η Ευρωπαϊκή Αρχή για τις Τράπεζες και την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών[21], και του άρθρου 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων[22] μετά από συνεργασία με τη Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών . Είναι επίσης σημαντικό οι απαιτήσεις που αφορούν την παρέκκλιση από την εφαρμογή της συμπληρωματικής εποπτείας να τίθενται σε εφαρμογή ανάλογα με τους κινδύνους, σύμφωνα με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση των μεγαλύτερων ΧΟΕΔ που δραστηριοποιούνται διεθνώς.

    4. Η πλήρης και επαρκής παρακολούθηση των κινδύνων ομίλου σε μεγάλους, σύνθετους ΧΟΕΔ που δραστηριοποιούνται διεθνώς, καθώς και η εποπτεία των κεφαλαιακών πολιτικών αυτών των ομίλων σε επίπεδο ομίλου, είναι δυνατή μόνο όταν οι αρμόδιες αρχές συγκεντρώνουν εποπτικές πληροφορίες και σχεδιάζουν εποπτικά μέτρα πέραν του εθνικού πεδίου εφαρμογής της εντολής τους. Είναι επομένως απαραίτητο οι αρμόδιες αρχές να συντονίζουν τη συμπληρωματική εποπτεία που ασκούν στους διεθνείς ΧΟΕΔ οι αρμόδιες αρχές οι οποίες θεωρούνται πιο σχετικές για τη συμπληρωματική εποπτεία ενός ΧΟΕΔ. Το σώμα των σχετικών αρμόδιων αρχών ενός ΧΟΕΔ πρέπει να αντικατοπτρίζει τη συμπληρωματική φύση της παρούσας οδηγίας υπό την έννοια αυτή πρέπει να προσθέτει αξία στα σώματα που ήδη υφίστανται για τον τραπεζικό υπο-όμιλο και τον ασφαλιστικό υπο-όμιλο του ΧΟΕΔ, χωρίς να αναπαράγουν, να επαναλαμβάνουν ή να υποκαθιστούν το ένα το άλλο.

    5. Η συμπληρωματική εποπτεία μεγάλων, σύνθετων ΧΟΕΔ απαιτεί συντονισμό σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση προκειμένου να συμβάλει στη σταθερότητα της εσωτερικής αγοράς των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Για το σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές χρειάζεται να συμφωνήσουν σχετικά με τις εποπτικές προσεγγίσεις που θα εφαρμοστούν στους εν λόγω ΧΟΕΔ. Η Ευρωπαϊκή Αρχή για τις Τράπεζες και η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων πρέπει να εκδώσουν, βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών[23], και του άρθρου 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων[24] μετά από συνεργασία με τη Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, κοινές κατευθυντήριες γραμμές για τις εν λόγω κοινές προσεγγίσεις, εξασφαλίζοντας έτσι ένα πλήρες προληπτικό πλαίσιο για τα εποπτικά εργαλεία και τις εξουσίες που θα προβλέπονται στις οδηγίες για τους τραπεζικούς, ασφαλιστικούς και χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων. Οι κατευθυντήριες γραμμές που θα εκδοθούν σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρούσα οδηγία πρέπει να απηχούν το συμπληρωματικό χαρακτήρα της παρούσας οδηγίας και να συμπληρώνουν την ειδική εποπτεία ανά τομέα όπως προβλέπεται στις οδηγίες 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ, 93/6/ΕΟΚ, 93/22/ΕΟΚ, 98/78/ΕΚ, 2000/12/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ.

    6. Υπάρχει πραγματική ανάγκη παρακολούθησης και ελέγχου των δυνητικών κινδύνων ομίλου που αντιμετωπίζουν οι ΧΟΕΔ λόγω των συμμετοχών τους σε άλλες εταιρείες. Για τις περιπτώσεις στις οποίες οι συγκεκριμένες εποπτικές εξουσίες που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία φαίνεται να είναι ανεπαρκείς, η εποπτική κοινότητα πρέπει να αναπτύξει εναλλακτικές μεθόδους για να αντιμετωπίσει και να λάβει επαρκώς υπόψη αυτούς τους κινδύνους, κατά προτίμηση στο πλαίσιο των εργασιών της Ευρωπαϊκής Αρχής για τις Τράπεζες και της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων στο πλαίσιο του φόρουμ της Μικτής Επιτροπής Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών. Εάν μια συμμετοχή είναι το μοναδικό στοιχείο για τον προσδιορισμό ενός ΧΟΕΔ, οι εποπτικές αρχές πρέπει να είναι σε θέση να εκτιμήσουν εάν ο όμιλος είναι εκτεθειμένος σε κινδύνους ομίλου και να εξαιρέσουν τον όμιλο από συμπληρωματική εποπτεία, εάν κρίνεται σκόπιμο.

    7. Όσον αφορά ορισμένους σχηματισμούς ομίλων, οι εποπτικές αρχές στερήθηκαν των εξουσιών τους κατά την παρούσα κρίση, επειδή ο συνδυασμός των οδηγιών τους υποχρέωνε να επιλέξουν μεταξύ εποπτείας με βάση τον τομέα ή συμπληρωματικής. αν και η πλήρης αναθεώρηση της οδηγίας πρέπει να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο των εργασιών του G20 όσον αφορά τους ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων, οι αναγκαίες εποπτικές εξουσίες πρέπει να αποκατασταθούν το ταχύτερο δυνατόν.

    8. Επιβάλλεται να διασφαλιστεί η συνέπεια με το στόχο της οδηγίας 2002/87/EK του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση)[25]. Για το λόγο αυτό, η οδηγία 2006/48/ΕΚ πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να ορίζει και να συμπεριλαμβάνει τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

    9. Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας όπως καθορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι στόχοι των μέτρων που πρέπει να ληφθούν, ήτοι η βελτίωση της συμπληρωματικής εποπτείας των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων, μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο επίπεδο της Ένωσης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως καθορίζεται στο εν λόγω άρθρο η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των εν λόγω στόχων.

    10. Οι οδηγίες 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ πρέπει ως εκ τούτου να τροποποιηθούν αναλόγως,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

    Άρθρο 1

    Τροποποιήσεις στην οδηγία 98/78/ΕΚ

    Η οδηγία 98/78/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

    11. Στο άρθρο 1 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

    «ιγ) εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών νοείται κάθε εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 15 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ·»

    12. Στο άρθρο 2, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Κάθε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας η μητρική επιχείρηση είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία με τον τρόπο που προβλέπεται στα άρθρα 5 παράγραφος 2 και στα άρθρα 6, 8 και 10.»

    13. Στο άρθρο 3, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Η άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 2 ουδόλως σημαίνει ότι οι αρμόδιες αρχές είναι υποχρεωμένες να εποπτεύουν ατομικώς την ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας.»

    14. Στο άρθρο 4, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Όταν ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη έχουν ως μητρική επιχείρηση την αυτή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, οι αρμόδιες αρχές των εν λόγω κρατών μελών μπορούν να συμφωνήσουν ποία εξ αυτών θα ασκεί τη συμπληρωματική εποπτεία.»

    15. Στο άρθρο 10, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, στον υπολογισμό συμπεριλαμβάνονται όλες οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, της ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, σύμφωνα με τη μέθοδο που προβλέπεται στο παράρτημα II.

    16. Τα παραρτήματα Ι και ΙΙ τροποποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα Ι της παρούσας οδηγίας.»

    Άρθρο 2

    Τροποποιήσεις στην οδηγία 2002/87/ΕΚ

    Η οδηγία 2002/87/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

    17. Τα άρθρα 1 και 2 αντικαθίστανται από τα ακόλουθα άρθρα:

    « Άρθρο 1

    Αντικείμενο

    Η παρούσα οδηγία ορίζει τους κανόνες για συμπληρωματική εποπτεία των ρυθμιζόμενων οντοτήτων οι οποίες έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, το άρθρο 6 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ, το άρθρο 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[26], το άρθρο 6 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[27] ή το άρθρο 14 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[28]και οι οποίες ανήκουν σε χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων.

    Η παρούσα οδηγία τροποποιεί επίσης τους σχετικούς τομεακούς κανόνες που ισχύουν για τις οντότητες οι οποίες ρυθμίζονται από αυτές τις οδηγίες.

    Άρθρο 2

    Ορισμοί

    Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

    (1) «πιστωτικό ίδρυμα»: πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ

    (2) «ασφαλιστική επιχείρηση»: ασφαλιστική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 1 και 2 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

    (3) «επιχείρηση επενδύσεων»: η επιχείρηση επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της οδηγίας 2006/49/ΕΚ·

    (4) «ρυθμιζόμενη οντότητα»: πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή αντασφαλιστική επιχείρηση·

    (5) «εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων»: η εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, καθώς και η επιχείρηση η οποία έχει την καταστατική της έδρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία θα ήταν υποχρεωμένη να ζητήσει άδεια λειτουργίας, εάν είχε την καταστατική της έδρα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

    (6) «αντασφαλιστική επιχείρηση»: αντασφαλιστική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφοι 4 και 5 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

    (7) «τομεακοί κανόνες»: η κοινοτική νομοθεσία σχετικά με την προληπτική εποπτεία των ρυθμιζόμενων επιχειρήσεων, όπως θεσπίζεται ιδίως με τις οδηγίες 2004/39/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ·

    (8) «χρηματοπιστωτικός τομέας»: τομέας που αποτελείται από μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες επιχειρήσεις:

    α) πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφοι 1, 5 και 21 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ·

    β) ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφοι 1 και 2, του άρθρου 13 παράγραφοι 4 και 5 και του άρθρου 212, παράγραφος 1 στοιχείο στ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

    γ) εταιρεία επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2006/49/ΕΚ·

    (9) «μητρική επιχείρηση»: η μητρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της έβδομης οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, για τους ενοποιημένους λογαριασμούς[29]και οποιαδήποτε επιχείρηση η οποία, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, ασκεί ουσιαστικά δεσπόζουσα επιρροή σε άλλη επιχείρηση·

    (10) «θυγατρική επιχείρηση»: η θυγατρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ και οποιαδήποτε επιχείρηση επί της οποίας, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, μια μητρική επιχείρηση ασκεί ουσιαστικά δεσπόζουσα επιρροή· επίσης, όλες οι θυγατρικές θυγατρικών επιχειρήσεων θεωρούνται θυγατρικές της επιχείρησης η οποία είναι η επικεφαλής μητρική τους·

    (11) «συμμετοχή»: η κατά την έννοια του άρθρου 17 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών συμμετοχή[30], ή η άμεση ή έμμεση κατοχή του 20% και άνω των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης·

    (12) «όμιλος»: ο όμιλος επιχειρήσεων ο οποίος αποτελείται από μητρική επιχείρηση, τις θυγατρικές της και τις οντότητες στις οποίες η μητρική επιχείρηση ή οι θυγατρικές της κατέχουν συμμετοχή καθώς και οι επιχειρήσεις που συνδέονται μεταξύ τους με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ και περιλαμβάνει τυχόν υπο-όμιλο αυτού·

    (13) «στενοί δεσμοί»: μια κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με συμμετοχή ή έλεγχο (ήτοι τη σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, ή παρόμοια σχέση μεταξύ οιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και επιχείρησης), ή το γεγονός ότι και τα δύο ή όλα συνδέονται μόνιμα με το ίδιο και το αυτό πρόσωπο μέσω μιας σχέσης ελέγχου·

    (14) «χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων» (ΧΟΕΔ)»: όμιλος ή υπο-όμιλος κατά την έννοια του σημείου (12), που πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις, τηρουμένου του άρθρου 3:

    α) επικεφαλής του ομίλου είναι ρυθμιζόμενη οντότητα κατά την έννοια του άρθρου 1 ή τουλάχιστον μια από τις θυγατρικές του ομίλου αποτελεί ρυθμιζόμενη οντότητα κατά την έννοια του άρθρου 1·

    β) εφόσον επικεφαλής του ομίλου είναι ρυθμιζόμενη οντότητα κατά την έννοια του άρθρου 1 της παρούσας οδηγίας, πρόκειται για μητρική επιχείρηση επιχειρήσεως του χρηματοπιστωτικού τομέα, για επιχείρηση που κατέχει συμμετοχή σε επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα ή για επιχείρηση συνδεόμενη με επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ·

    γ) εφόσον δεν είναι επικεφαλής του ομίλου ρυθμιζόμενη οντότητα κατά την έννοια του άρθρου 1, οι δραστηριότητες του ομίλου ασκούνται κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1·

    δ) μία τουλάχιστον από τις οντότητες του ομίλου υπάγεται στον ασφαλιστικό τομέα και μία τουλάχιστον στον τραπεζικό τομέα ή στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών·

    ε) τόσο οι ενοποιημένες ή/και αθροιστικές δραστηριότητες των οντοτήτων του ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα και των οντοτήτων του ομίλου στον τραπεζικό τομέα και στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών, είναι ουσιώδεις κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 ή παράγραφος 3.

    (15) «εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών»: η μητρική επιχείρηση, πλην της ρυθμιζόμενης οντότητας, η οποία, μαζί με τις θυγατρικές της, από τις οποίες μία τουλάχιστον είναι ρυθμιζόμενη οντότητα με έδρα στην Κοινότητα, καθώς και άλλες οντότητες, συνιστά χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων·

    (16) «αρμόδιες αρχές»: οι εθνικές αρχές των κρατών μελών που είναι εξουσιοδοτημένες βάσει νομοθετικής ή κανονιστικής ρύθμισης να εποπτεύουν τα πιστωτικά ιδρύματα ή τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τις εταιρείες επενδύσεων, είτε σε ατομική βάση είτε σε επίπεδο ομίλου·

    (17) «σχετικές αρμόδιες αρχές»:

    α) οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών οι υπεύθυνες για την τομεακή εποπτεία σε επίπεδο ομίλου οιασδήποτε από τις ρυθμιζόμενες οντότητες ενός χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, ιδιαίτερα της τελικής μητρικής επιχείρησης ενός τομέα·

    β) ο συντονιστής, ο οποίος ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10, αν είναι άλλος από τις αρχές που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

    γ) άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, εφόσον είναι σχετικές, κατά τη γνώμη των αρχών που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β).

    (18) «εντός ομίλου συναλλαγές»: όλες οι συναλλαγές με τις οποίες ρυθμιζόμενες οντότητες που ανήκουν σε έναν χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων στηρίζονται, άμεσα ή έμμεσα, σε άλλες επιχειρήσεις του ίδιου ομίλου, ή σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο συνδεόμενο με τις επιχειρήσεις του ομίλου αυτού με στενούς δεσμούς, για να εκπληρώνουν μια υποχρέωση, είτε συμβατική είτε όχι, είτε επ’ αμοιβή είτε όχι·

    (19) «συγκέντρωση κινδύνων»: κάθε έκθεση σε κίνδυνο με πιθανότητα ζημίας, η οποία είναι αρκετά μεγάλη ώστε να απειλεί τη φερεγγυότητα ή τη γενική χρηματοοικονομική κατάσταση των ρυθμιζόμενων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων· η έκθεση μπορεί να είναι αποτέλεσμα κινδύνων αντισυμβαλλομένου ή πιστωτικών κινδύνων, επενδυτικών κινδύνων, ασφαλιστικών κινδύνων, κινδύνων της αγοράς ή άλλων κινδύνων, ή συνδυασμού ή αλληλεπίδρασης αυτών των κινδύνων.»

    18. Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

    α) Στην παράγραφο 2 προστίθεται το ακόλουθο κείμενο ως τρίτο εδάφιο:

    «Οι εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων κατά την έννοια του άρθρου 30 προστίθενται στον τομέα στο οποίο ανήκουν εντός του ομίλου. Εάν δεν ανήκουν αποκλειστικά σε έναν τομέα εντός του ομίλου, προστίθενται στο μικρότερο χρηματοπιστωτικό τομέα.»

    β) Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3. Οι διατομεακές δραστηριότητες θεωρούνται επίσης ουσιώδεις, κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 14 στοιχείο ε), εάν το σύνολο του ισολογισμού του μικρότερου χρηματοπιστωτικού τομέα του ομίλου υπερβαίνει το ποσό των 6 δισεκατομμυρίων ευρώ.

    Εάν ο όμιλος δεν αγγίζει το όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 2, οι σχετικές αρμόδιες αρχές ενδέχεται να αποφασίσουν κοινή συναινέσει να μη θεωρήσουν τον όμιλο χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων. Ενδεχομένως να αποφασίσουν επίσης να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις των άρθρων 7, 8 ή 9, εάν κρίνουν ότι η ένταξη του ομίλου στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ή η εφαρμογή τέτοιων διατάξεων δεν είναι απαραίτητη ή θα ήταν ανάρμοστη ή παραπλανητική σε σχέση με τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας.

    Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο κοινοποιούνται στις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.»

    γ) Στο άρθρο 3, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3α:

    «3α Εάν ο όμιλος αγγίξει το όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 2, αλλά ο μικρότερος τομέας δεν υπερβαίνει τα 6 δισεκατομμύρια ευρώ, οι σχετικές αρμόδιες αρχές ενδέχεται να αποφασίσουν κοινή συναινέσει να μη θεωρήσουν τον όμιλο χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων. Ενδεχομένως να αποφασίσουν επίσης να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις των άρθρων 7, 8 ή 9, εάν κρίνουν ότι η ένταξη του ομίλου στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ή η εφαρμογή τέτοιων διατάξεων δεν είναι απαραίτητη ή θα ήταν ανάρμοστη ή παραπλανητική σε σχέση με τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας.

    Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο κοινοποιούνται στις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.»

    δ) Στην παράγραφο 4 προστίθεται το εξής στοιχείο γ):

    «γ) αποκλείουν μειοψηφική συμμετοχή στο μικρότερο τομέα, εάν αυτή η συμμετοχή αποτελεί το μοναδικό στοιχείο για τον προσδιορισμό ενός χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων.»

    ε) Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «5. Για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, οι σχετικές αρμόδιες αρχές μπορούν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με κοινή συμφωνία, να αντικαθιστούν το κριτήριο που βασίζεται στο σύνολο του ισολογισμού με μία ή και περισσότερες από τις ακόλουθες παραμέτρους ή να προσθέτουν μία ή και περισσότερες από τις παραμέτρους αυτές, εάν είναι της γνώμης ότι οι εν λόγω παράμετροι έχουν ιδιαίτερη σημασία για το σκοπό της συμπληρωματικής εποπτείας που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία: δομή εσόδων, δραστηριότητες εκτός ισολογισμού, περιουσιακά στοιχεία υπό διαχείριση.»

    στ) Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 8:

    «8. Η Ευρωπαϊκή Αρχή για τις Τράπεζες και η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων εκδίδουν κοινές κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες αποσκοπούν στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών όσον αφορά την εφαρμογή των παραγράφων 2, 3, 3α, 4 και 5 του παρόντος άρθρου.»

    19. Στο άρθρο 6, οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3. Προκειμένου να υπολογίζονται οι κεφαλαιακές απαιτήσεις οι οποίες αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2, η συμπληρωματική εποπτεία καλύπτει τις ακόλουθες οντότητες, κατά τον τρόπο και στο βαθμό που ορίζονται στο παράρτημα I:

    α) πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών·

    β) ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου·

    γ) επιχείρηση επενδύσεων·

    δ) εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

    4. Όταν υπολογίζονται, σύμφωνα με τη μέθοδο 1 («λογιστική ενοποίηση») που ορίζεται στο παράρτημα Ι της παρούσας οδηγίας, οι συμπληρωματικές κεφαλαιακές απαιτήσεις για έναν χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων, το ύψος των ιδίων κεφαλαίων και οι απαιτήσεις φερεγγυότητας των οντοτήτων του ομίλου υπολογίζονται εφαρμόζοντας τους αντίστοιχους τομεακούς κανόνες σχετικά με την έκταση και τη μορφή της ενοποίησης, όπως καθορίζονται ιδίως στα άρθρα 133 και 134 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και στο άρθρο 221 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

    Όταν χρησιμοποιείται η μέθοδος 2 («Αφαίρεση και συνένωση») που αναφέρεται στο παράρτημα I, στον υπολογισμό λαμβάνεται υπόψη το αναλογικό τμήμα του κεφαλαίου που κατέχει η μητρική επιχείρηση ή η επιχείρηση η οποία κατέχει συμμετοχή σε άλλη οντότητα του ομίλου. Ως «αναλογικό τμήμα» νοείται το μέρος του καταβεβλημένου κεφαλαίου που κατέχεται, άμεσα ή έμμεσα, από την εν λόγω επιχείρηση.»

    20. Στο άρθρο 7 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 5:

    «5. Η Ευρωπαϊκή Αρχή για τις Τράπεζες και η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων εκδίδουν κοινές κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες αποσκοπούν στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών όσον αφορά την εφαρμογή της συμπληρωματικής εποπτείας της συγκέντρωσης κινδύνων όπως προβλέπεται στις παραγράφους 1 ως 4. Εκδίδουν συγκεκριμένες κοινές κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με την εφαρμογή των παραγράφων 1 ως 4 στις συμμετοχές του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων σε περιπτώσεις όπου εθνικές νομοθετικές διατάξεις περί εταιρειών παρακωλύουν την εφαρμογή της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 14.»

    21. Στο άρθρο 8 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 5:

    «5. Η Ευρωπαϊκή Αρχή για τις Τράπεζες και η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων εκδίδουν κοινές κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες αποσκοπούν στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών όσον αφορά την εφαρμογή της συμπληρωματικής εποπτείας για τις συναλλαγές εντός του ομίλου, όπως προβλέπεται στις παραγράφους 1 έως 4. Εκδίδουν συγκεκριμένες κοινές κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με την εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 4 στις συμμετοχές του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων σε περιπτώσεις όπου εθνικές νομοθετικές διατάξεις περί εταιρειών παρακωλύουν την εφαρμογή της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 14.»

    22. Στο άρθρο 9 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 6:

    «6. Οι αρμόδιες αρχές εναρμονίζουν την εφαρμογή της συμπληρωματικής εποπτείας των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου και των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνων όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο με τις διαδικασίες εποπτικής αξιολόγησης όπως προβλέπεται στο άρθρο 124 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και το άρθρο 36 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Προς το σκοπό αυτό Ευρωπαϊκή Αρχή για τις Τράπεζες και η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων εκδίδουν κοινές κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες αποσκοπούν στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών όσον αφορά την εφαρμογή της συμπληρωματικής εποπτείας για τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου και τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο, καθώς και για τη συνέπεια με τις διαδικασίες εποπτικής αξιολόγησης όπως προβλέπεται στο άρθρο 124 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και το άρθρο 36 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Εκδίδουν συγκεκριμένες κοινές κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου στις συμμετοχές του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων σε περιπτώσεις όπου εθνικές νομοθετικές διατάξεις περί εταιρειών παρακωλύουν την εφαρμογή της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 14.»

    23. Στο άρθρο 11, προστίθενται οι ακόλουθοι παράγραφοι 4 και 5:

    «4. Ο συντονιστής συστήνει ένα σώμα απαρτιζόμενο από τις σχετικές αρμόδιες αρχές για να διευκολύνει την απαιτούμενη συνεργασία δυνάμει του παρόντος τμήματος και την άσκηση των καθηκόντων που απαριθμούνται στις παραγράφους 1, 2 και 3 και στο άρθρο 12 και, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας και συμβατότητας με την κοινοτική νομοθεσία, εξασφαλίσει κατάλληλο συντονισμό και συνεργασία με σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, ανάλογα με την περίπτωση.

    Η σύσταση και η λειτουργία αυτού του σώματος βασίζεται σε μία έγγραφη ρύθμιση για το συντονισμό κατά την έννοια της παραγράφου 1. Ο συντονιστής αποφασίζει ποιες άλλες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση ή σε οποιαδήποτε δραστηριότητα του σώματος.

    5. Η Ευρωπαϊκή Αρχή για τις Τράπεζες και η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων εκδίδουν κοινές κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες αποσκοπούν στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών όσον αφορά τη συνέπεια των ρυθμίσεων για τον εποπτικό συντονισμό σύμφωνα με το άρθρο 131α της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και το άρθρο 248 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.»

    24. Το άρθρο 19 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    « Άρθρο 19

    Συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών

    1. Το άρθρο 39 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, το άρθρο 10α της οδηγίας 98/78/ΕΚ και το άρθρο 264 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μια ή περισσότερες τρίτες χώρες σχετικά με τις λεπτομέρειες άσκησης της συμπληρωματικής εποπτείας των ρυθμιζόμενων οντοτήτων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων.

    2. Με την επιφύλαξη των διαδικασιών που προβλέπονται στο άρθρο 218 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή με τη συνδρομή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τραπεζών, της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Επιτροπής για Χρηματοπιστωτικούς Ομίλους Ετερογενών Δραστηριοτήτων, εξετάζει την έκβαση των διαπραγματεύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και την κατάσταση που προκύπτει.»

    25. Ο τίτλος του κεφαλαίου ΙΙΙ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΤΙΘΕΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΑΙ ΘΕΣΠΙΣΗ ΚΟΙΝΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΩΝ ΓΡΑΜΜΩΝ»

    26. Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο 21β:

    «Άρθρο 21β

    Κοινές κατευθυντήριες γραμμές

    Η Ευρωπαϊκή Αρχή για τις Τράπεζες και η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων εκδίδουν τις κοινές κατευθυντήριες γραμμές που προβλέπονται στο άρθρο 3 παράγραφος 3, το άρθρο 7 παράγραφος 5, το άρθρο 8 παράγραφος 5, το άρθρο 9 παράγραφος 6 και το άρθρο 11 παράγραφος 5 σύμφωνα με την διαδικασία του άρθρου 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών και του άρθρου 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, μετά από συνεργασία με τη Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.»

    27. Το εξής στοιχείο γ) προστίθεται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 30:

    «γ) στη διαδικασία προσδιορισμού κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2.»

    28. Το παράρτημα Ι τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ της παρούσας οδηγίας.

    Άρθρο 3

    Τροποποιήσεις στην οδηγία 2006/48/ΕΚ

    Η οδηγία 2006/48/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

    29. Στο άρθρο 4, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο 49.:

    «49. «εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών»: εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 15 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων[31]«

    30. Στο άρθρο 71, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Με την επιφύλαξη των άρθρων 68, 69 και 70, τα πιστωτικά ιδρύματα που ελέγχονται από μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος ή μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος συμμορφώνονται, στο βαθμό και με τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 133, με τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στα άρθρα 75, 120, 123 και το τμήμα 5 βάσει της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης της συγκεκριμένης χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

    31. Στο άρθρο 72, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Τα πιστωτικά ιδρύματα που ελέγχονται από μια μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου της ΕΕ ή μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στο Κεφάλαιο 5 βάσει της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης της συγκεκριμένης χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

    Οι σημαντικές θυγατρικές μητρικών χρηματοπιστωτικών εταιρειών χαρτοφυλακίου εγκατεστημένων στην ΕΕ ή μητρικών εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένων στην ΕΕ κοινοποιούν τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στο παράρτημα ΧΙΙ, μέρος 1, παράγραφος 5, σε μεμονωμένη ή ενοποιημένη βάση.»

    32. Στο άρθρο 84, η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «6. Όταν η μέθοδος IRB πρόκειται να χρησιμοποιηθεί από το εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό πιστωτικό ίδρυμα και τις θυγατρικές του, ή από την εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου και τις θυγατρικές της, ή την εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και τις θυγατρικές της, οι αρμόδιες για τα διάφορα νομικά πρόσωπα αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους όπως ορίζεται στα άρθρα 129 έως 132.»

    33. Στο άρθρο 105, οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3. Όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί εξελιγμένη μέθοδος μέτρησης από μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και τις θυγατρικές του, ή από τις θυγατρικές μιας μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, οι αρμόδιες για τα διάφορα νομικά πρόσωπα αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στα άρθρα 129 έως 132. Η εφαρμογή περιλαμβάνει τα στοιχεία που απαριθμούνται στο παράρτημα Χ, μέρος 3.

    4. Όταν ένα μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και οι θυγατρικές αυτού ή οι θυγατρικές μιας μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ χρησιμοποιούν εξελιγμένη μέθοδο μέτρησης σε ενοποιημένη βάση, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέψουν την εκπλήρωση των κριτηρίων του παραρτήματος Χ, μέρος 3, από κοινού από το μητρικό ίδρυμα και τις θυγατρικές του.»

    34. Στο άρθρο 125, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος ή μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από τις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν στον εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα την άδεια λειτουργίας που προβλέπεται στο άρθρο 6.»

    35. Το άρθρο 126 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    « Άρθρο 126

    1. Στην περίπτωση κατά την οποία πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος ή την ίδια μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη στην ΕΕ ή την ίδια εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από τις αρμόδιες αρχές του πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο συστάθηκε η χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

    Όταν πρόκειται για μητρικές επιχειρήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, οι οποίες περιλαμβάνουν περισσότερες της μιας χρηματοπιστωτικές εταιρείες χαρτοφυλακίου με κεντρικά γραφεία σε διαφορετικά κράτη μέλη και εφόσον υπάρχει πιστωτικό ίδρυμα σε καθένα από τα εν λόγω κράτη μέλη, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.

    2. Όταν πρόκειται για περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή την ίδια εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και όταν κανένα από τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα δεν έχει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο έχει την καταστατική της έδρα η χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που χορήγησε την άδεια λειτουργίας στο πιστωτικό ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, το οποίο, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, θεωρείται ως το πιστωτικό ίδρυμα το ελεγχόμενο από μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ.

    3. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές δύνανται, κοινή συναινέσει, να παρεκκλίνουν από τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 εάν η εφαρμογή τους αντενδείκνυται, λαμβάνοντας υπόψη τα πιστωτικά ιδρύματα και τη σχετική σπουδαιότητα των δραστηριοτήτων τους στις διάφορες χώρες, και να αναθέσουν σε άλλη αρμόδια αρχή την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση. Στις περιπτώσεις αυτές, προτού λάβουν τέτοια απόφαση, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στο εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό πιστωτικό ίδρυμα, ή στην εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή την εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ή στο πιστωτικό ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού τη δυνατότητα να εκφέρει γνώμη σχετικά με την απόφαση αυτή.

    4. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην Επιτροπή τις συμφωνίες που υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου 3.»

    36. Το άρθρο 127 τροποποιείται ως εξής:

    α) Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα που ενδεχομένως απαιτούνται για την υπαγωγή των χρηματοπιστωτικών εταιρειών χαρτοφυλακίου ή των εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών σε ενοποιημένη εποπτεία. Με την επιφύλαξη του άρθρου 135, η ενοποίηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών δεν συνεπάγεται κατά ουδένα τρόπο την υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να ασκούν επί της εταιρείας αυτής εποπτεία σε ατομική βάση.»

    β) Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες εθνικές τους αρχές που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία μπορούν να ζητούν από τις θυγατρικές ενός πιστωτικού ιδρύματος ή μιας χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή μιας εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που δεν υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 137. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες στο άρθρο αυτό διαδικασίες διαβίβασης και επαλήθευσης των πληροφοριών.»

    37. Στο άρθρο 129 παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Επιπλέον των ευθυνών που της ανατίθενται δυνάμει άλλων διατάξεων της παρούσας οδηγίας, η αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση επί μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην ΕΕ και πιστωτικών ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοπιστωτικές εταιρείες χαρτοφυλακίου εγκατεστημένες στην ΕΕ ή μητρικές εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ ασκεί και τα ακόλουθα καθήκοντα:»

    38. Στο άρθρο 129 παράγραφος 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Όσον αφορά τις αιτήσεις χορήγησης των αδειών που μνημονεύονται στα άρθρα 84 παράγραφος 1, 87 παράγραφος 9, και 105, και στο παράρτημα III μέρος 6, αντίστοιχα, που υποβάλλονται από μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και τις θυγατρικές του, ή από κοινού από τις θυγατρικές επιχειρήσεις μιας μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους, σε πλήρη συνεννόηση, προκειμένου να αποφασισθεί αν πρέπει να χορηγηθεί ή όχι η αιτούμενη άδεια και να προσδιοριστούν οι όροι και προϋποθέσεις που πρέπει ενδεχομένως να πληρούνται για τη χορήγησή της.»

    39. Τα άρθρα 141 και 142 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    « Άρθρο 141

    Όταν, στα πλαίσια της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους επιθυμούν, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να επαληθεύσουν πληροφορίες σχετικά με πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών, εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 137 ή θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 127, παράγραφος 3, τα οποία είναι εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος, ζητούν από τις αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους μέλους τη διενέργεια του σχετικού ελέγχου. Οι αρχές οι οποίες έλαβαν την αίτηση, οφείλουν στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους να δώσουν συνέχεια είτε διενεργώντας οι ίδιες τον έλεγχο αυτόν, είτε επιτρέποντας στις αρχές που υπέβαλαν την αίτηση να διενεργήσουν οι ίδιες τον έλεγχο, είτε επιτρέποντας τη διενέργειά του από εμπειρογνώμονα ή ελεγκτή. Η αρμόδια αρχή που έχει υποβάλει το αίτημα, μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να συμμετάσχει στον έλεγχο, όταν δεν τον πραγματοποιεί η ίδια.

    Άρθρο 142

    Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, με την επιφύλαξη της ποινικής τους νομοθεσίας, μπορεί να επιβληθούν σε χρηματοπιστωτικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και εταιρείες χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας ή στα υπεύθυνα στελέχη τους, που έχουν παραβεί νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις θεσπισθείσες βάσει των άρθρων 124 έως 141 και του παρόντος άρθρου, κυρώσεις ή μέτρα για την παύση της διαπιστωθείσας παράβασης ή της αιτίας τους. Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους, ιδίως όταν η εταιρική έδρα μιας χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή μεικτής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας ευρίσκεται εκτός του τόπου στον οποίο είναι εγκατεστημένη η κεντρική της διοίκηση ή το κύριο κατάστημά της προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι εν λόγω κυρώσεις ή μέτρα παράγουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.»

    40. Στο άρθρο 143, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Σε περίπτωση πιστωτικού ιδρύματος, η μητρική επιχείρηση του οποίου είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η έδρα της οποίας βρίσκεται σε τρίτη χώρα και δεν υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 125 και 126, οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν κατά πόσον το πιστωτικό ίδρυμα υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία, από αρμόδια αρχή τρίτης χώρας, η οποία είναι ισοδύναμη προς αυτή και υπόκειται στις αρχές, οι οποίες καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.

    Ο σχετικός έλεγχος πραγματοποιείται από την αρμόδια αρχή που θα ήταν υπεύθυνη για την ενοποιημένη εποπτεία εάν ίσχυε η παράγραφος 3, κατόπιν αιτήματος της μητρικής επιχείρησης ή μιας από τις ρυθμιζόμενες οντότητες με άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ή με δική της πρωτοβουλία. Η αρμόδια αρχή συμβουλεύεται τις άλλες ενεχόμενες αρμόδιες αρχές.»

    41. Το παράρτημα Χ τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ της παρούσας οδηγίας.

    Άρθρο 4Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

    42. Τα κράτη μέλη εκδίδουν και δημοσιεύουν, έως [τις 30 Απριλίου 2011] το αργότερο, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

    Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από [την 1η Ιουλίου 2011].

    Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, παραπέμπουν στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομέρειες αυτής της παραπομπής θεσπίζονται από τα κράτη μέλη.

    43. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των κυρίων διατάξεων εθνικής νομοθεσίας που εκδίδουν στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία.

    Άρθρο 5

    Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την [εικοστή] ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

    Άρθρο 6

    Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

    Βρυξέλλες,

    Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

    Τα παραρτήματα Ι και II της οδηγίας 98/78/ΕΚ τροποποιούνται ως εξής:

    Α. Το παράρτημα Ι τροποποιείται ως εξής:

    44. Το σημείο 2.1 τροποποιείται ως εξής:

    α) η δεύτερη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «- εάν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση είναι συνδεδεμένη επιχείρηση ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η οποία έχει την καταστατική έδρα της στο ίδιο κράτος μέλος με την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση, και αμφότερες η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και η συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση ή η συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό που πραγματοποιείται.»

    β) Το πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να μην προβούν στον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης εάν πρόκειται για συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση ή συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση μιας άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης, μιας αντασφαλιστικής επιχείρησης ή μιας ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή μιας εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εδρεύουσας σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον οι αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών συμφωνήσουν να ανατεθεί στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους η άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας.»

    45. Το σημείο 2.2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2.2 Ενδιάμεσες ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου

    Κατά τον υπολογισμό της ρυθμισμένης φερεγγυότητας μιας ασφαλιστικής επιχείρησης ή μιας αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία κατέχει συμμετοχή σε μια συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση, μια συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση, μια ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή μια αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, μέσω μιας ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή μιας εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση της ενδιάμεσης ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή της ενδιάμεσης εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών . Για τον αποκλειστικό σκοπό του παρόντος υπολογισμού, ο οποίος πρέπει να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις γενικές αρχές και τις μεθόδους που ορίζονται στο παρόν παράρτημα, η συγκεκριμένη ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών αντιμετωπίζεται σαν να ήταν ασφαλιστική επιχείρηση ή αντασφαλιστική επιχείρηση υπαγόμενη σε απαίτηση μηδενικής φερεγγυότητας και διεπόταν από τους ίδιους όρους οι οποίοι ορίζονται στο άρθρο 16 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, στο άρθρο 27 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[32] ή στο άρθρο 36 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[33] σε σχέση με στοιχεία που μπορούν να επιλεγούν για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας.»

    Β. Το παράρτημα ΙΙ τροποποιείται ως εξής:

    46. Ο τίτλος του Παραρτήματος II αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    « ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΘΥΓΑΤΡΙΚΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ, ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΜΕΙΚΤΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ, ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΧΩΡΑΣ Ή ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΧΩΡΑΣ »

    47. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Στην περίπτωση περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, οι οποίες είναι θυγατρικές ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας και είναι εγκατεστημένες σε διαφορετικά κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές φροντίζουν για τη συνεπή εφαρμογή της μεθόδου που περιγράφεται στο παρόν παράρτημα.»

    48. Η δεύτερη και τρίτη περίπτωση και το εδάφιο που ακολουθεί την τρίτη περίπτωση αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «- εάν αυτή η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και μία ή περισσότερες άλλες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, η δε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό που προβλέπει το παρόν παράρτημα, ο οποίος πραγματοποιείται για μία από τις άλλες επιχειρήσεις,

    - εάν αυτή η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και μία ή περισσότερες άλλες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν άδεια λειτουργίας σε άλλα κράτη μέλη έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, έχει δε συναφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2, συμφωνία με την οποία η άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας που αναφέρεται στο παρόν παράρτημα ανατίθεται στην ελεγκτική αρχή άλλου κράτους μέλους.

    Όπου άλλες ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας κατέχουν διαδοχικές συμμετοχές στην ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν τους υπολογισμούς που προβλέπονται στο παρόν παράρτημα μόνο στο επίπεδο της επικεφαλής μητρικής επιχείρησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία είναι ασφαλιστική επιχείρηση χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.»

    49. η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3. Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε, στο επίπεδο της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, να πραγματοποιούνται υπολογισμοί ανάλογοι με αυτούς που περιγράφονται στο παράρτημα I.

    Η αναλογία αυτή συνίσταται στην εφαρμογή των γενικών αρχών και μεθόδων που περιγράφονται στο παράρτημα I στο επίπεδο της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, της ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας.

    Για τις ανάγκες αυτού του υπολογισμού και μόνο, η μητρική επιχείρηση θεωρείται ως ασφαλιστική επιχείρηση που υπόκειται στις εξής απαιτήσεις:

    - σε μηδενική απαίτηση φερεγγυότητας όταν πρόκειται για ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών,

    - σε απαίτηση φερεγγυότητας η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στο σημείο 2.3 του παραρτήματος I, όταν πρόκειται για ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας,

    - και στις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες που ορίζονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ ή στο άρθρο 18 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ όσον αφορά τα στοιχεία που είναι επιλέξιμα για το περιθώριο φερεγγυότητας.

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IΙ

    Στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2002/87/ΕΟΚ, στο σημείο ΙΙ. Τεχνικές μέθοδοι υπολογισμού», η μέθοδος 3 και η μέθοδος 4 αντικαθίστανται από τα ακόλουθα:

    «Μέθοδος 3: «Συνδυαστική μέθοδος»

    Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν το συνδυασμό της μεθόδου 1 με τη μέθοδο 2.»

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

    Στην οδηγία 2006/48/ΕΚ, η παράγραφος 30 του μέρους 3 του Παραρτήματος Χ αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

    «30. Εάν το μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και οι θυγατρικές του ή οι θυγατρικές μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ προτίθενται να χρησιμοποιήσουν εξελιγμένη μέθοδο μέτρησης, η σχετική αίτηση περιλαμβάνει περιγραφή των μεθόδων που εφαρμόζονται για την κατανομή της κεφαλαιακής κάλυψης του λειτουργικού κινδύνου μεταξύ των διαφόρων οντοτήτων του ομίλου.[pic][pic][pic]

    [1] Μεικτή Επιτροπή των G10 της Επιτροπής Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας, Διεθνής Ένωση Ασφαλιστικών Εποπτικών Αρχών (IAIS) και Διεθνής Οργανισμός Επιτροπών Κινητών Αξιών (IOSCO).

    [2] Εποπτεία Χρηματοπιστωτικών Ομίλων Ετερογενών Δραστηριοτήτων, 19 Φεβρουαρίου 1999, βλέπε http://www.bis.org/publ/bcbs47.pdf?noframes=1.

    [3] ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1.

    [4] Η CRD περιλαμβάνει δύο οδηγίες: οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση), ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1, και οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση), ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201.

    [5] Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, για την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1.

    [6] Οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27.10.1998, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου, ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 1.

    [7] Η JCFC είναι η επιτροπή επιπέδου 3 για τους ΧΟΕΔ στο πλαίσιο της διαδικασίας Lamfalussy, ενώ η ευρωπαϊκή επιτροπή ΧΟΕΔ (European Financial Conglomerates Committee - EFCC) είναι η επιτροπή (επιπέδου 2) σύμφωνα με την οδηγία FICOD.

    [8] Ανατρέξτε στο δικτυακό τόπο των ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων για περισσότερες λεπτομέρειες, http://ec.europa.eu/internal_market/financial-conglomerates/supervision_en.htm.

    [9] COM(2009) 576 τελικό, πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 1998/26/EΚ, 2002/87/EΚ, 2003/6/EΚ, 2003/41/EΚ, 2003/71/EΚ, 2004/39/EΚ, 2004/109/EΚ, 2005/60/EΚ, 2006/48/EΚ, 2006/49/EΚ, και 2009/65/EΚ όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών

    [10] Η αυστραλιανή αρχή για την εποπτεία των τραπεζών (Australian Prudential Regulation Authority – APRA) μελετά τρόπους για την εποπτεία και τον έλεγχο της ενδεχόμενης διάχυσης των κινδύνων που προέρχονται από οντότητες χρηματοπιστωτικών ομίλων οι οποίοι δεν υπόκεινται σε κανονιστικές ρυθμίσεις, βλέπε http://www.apra.gov.au/media-releases/10_06.cfm .

    [11] Οι (μη εμπιστευτικές) απαντήσεις των ενδιαφερομένων μερών διατίθενται στη διεύθυνση http://ec.europa.eu/internal_market/consultations/2009/fcd_review_en.htm

    [12] Οι πολιτικές αμοιβών στον τραπεζικό τομέα αντιμετωπίστηκαν στην πρόταση οδηγίας για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τις πράξεις επανατιτλοποίησης, και τον εποπτικό έλεγχο των μισθολογικών πολιτικών (COM/2009/362). Παρόμοια πρόταση προβλέπεται όσον αφορά τις πολιτικές αμοιβών στον τομέα των ασφαλειών.

    [13] Τα καθήκοντα που ανατίθενται στη Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών σε σχέση με την εκπόνηση κατευθυντήριων γραμμών καλύπτονται από την προτεινόμενη εντολή της και δεν συνεπάγονται συγκεκριμένες ή πρόσθετες δημοσιονομικές συνέπειες.

    [14] Η οδηγία του Συμβουλίου 85/611/ΕΟΚ, της 20ης Δεκεμβρίου 1985, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), ΕΕ L 375 της 31.12.1985, σ. 3, όπως καταργήθηκε από την οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32.

    [15] Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών {COM(2009) 499 τελικό} {COM(2009) 500 τελικό} {COM(2009) 502 τελικό} {COM(2009) 503 τελικό} {SEC(2009) 1233} {SEC(2009) 1234} {SEC(2009) 1235} /* COM/2009/0501 τελικό - COD 2009/0142 */

    [16] Πρόταση κανονισμού για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων {COM(2009) 499 τελικό} {COM(2009) 500 τελικό} {COM(2009) 501 τελικό} {COM(2009) 503 τελικό} {SEC(2009) 1233} {SEC(2009) 1234} {SEC(2009) 1235} /* COM/2009/0502 τελικό - COD 2009/0143 */

    [17] ΕΕ C […]

    [18] ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1.

    [19] ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ.1.

    [20] ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1.

    [21] Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών {COM(2009) 499 τελικό} {COM(2009) 500 τελικό} {COM(2009) 502 τελικό} {COM(2009) 503 τελικό} {SEC(2009) 1233} {SEC(2009) 1234} {SEC(2009) 1235} /* COM/2009/0501 τελικό - COD 2009/0142 */

    [22] Πρόταση κανονισμού για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων {COM(2009) 499 τελικό} {COM(2009) 500 τελικό} {COM(2009) 501 τελικό} {COM(2009) 503 τελικό} {SEC(2009) 1233} {SEC(2009) 1234} {SEC(2009) 1235} /* COM/2009/0502 τελικό - COD 2009/0143 */

    [23] Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών {COM(2009) 499 τελικό} {COM(2009) 500 τελικό} {COM(2009) 502 τελικό} {COM(2009) 503 τελικό} {SEC(2009) 1233} {SEC(2009) 1234} {SEC(2009) 1235} /* COM/2009/0501 τελικό - COD 2009/0142 */

    [24] Πρόταση κανονισμού για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων {COM(2009) 499 τελικό} {COM(2009) 500 τελικό} {COM(2009) 501 τελικό} {COM(2009) 503 τελικό} {SEC(2009) 1233} {SEC(2009) 1234} {SEC(2009) 1235} /* COM/2009/0502 τελικό - COD 2009/0143 */

    [25] ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

    [26] ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1.

    [27] ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

    [28] ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1.

    [29] ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1.

    [30] ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11.

    [31] ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1.

    [32] ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1.

    [33] ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1.

    Top