EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52010IP0436

Ειδική έκθεση του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε συνέχεια του σχεδίου σύστασης προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με την καταγγελία 676/2008/RT (σύμφωνα με το άρθρο 205, παράγραφος 2, 1ο μέρος) Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με την ειδική έκθεση που συνέταξε ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής κατόπιν του σχεδίου σύστασής του προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσον αφορά την καταγγελία 676/2008RT (2010/2086(INI))

ΕΕ C 99E της 3.4.2012, p. 43–46 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

3.4.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 99/43


Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010
Ειδική έκθεση του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε συνέχεια του σχεδίου σύστασης προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με την καταγγελία 676/2008/RT (σύμφωνα με το άρθρο 205, παράγραφος 2, 1ο μέρος)

P7_TA(2010)0436

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με την ειδική έκθεση που συνέταξε ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής κατόπιν του σχεδίου σύστασής του προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσον αφορά την καταγγελία 676/2008RT (2010/2086(INI))

2012/C 99 E/09

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την ειδική έκθεση που απηύθυνε ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 24 Φεβρουαρίου 2010,

έχοντας υπόψη το άρθρο 228, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην άρθρο 195 της ΣΕΚ),

έχοντας υπόψη τα άρθρα 41, παράγραφος 1, 42 και 43 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη την απόφαση 94/262/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Μαρτίου 1994 σχετικά με το καθεστώς και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή (1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 2008/587/ΕΚ, Ευρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Ιουνίου 2008 (2),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή όσον αφορά τις σχέσεις με τον καταγγέλλοντα στον τομέα των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου (3),

έχοντας υπόψη το άρθρο 205 παράγραφος 2 πρώτη πρόταση του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Αναφορών (A7-0293/2010),

Α.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 228 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξουσιοδοτεί τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή να λαμβάνει τις καταγγελίες όλων των πολιτών της Ένωσης σχετικά με περιπτώσεις κακής διοίκησης στο πλαίσιο της δράσης των κοινοτικών οργάνων ή οργανισμών,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι καταγγελίες που υποβάλλονται από τους πολίτες της ΕΕ συνιστούν σημαντική πηγή πληροφόρησης σχετικά με δυνατές παραβιάσεις του δικαίου της ΕΕ,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης»,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι την 1η Μαρτίου 2007 μια μη κυβερνητική οργάνωση που δραστηριοποιείται στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος ζήτησε από την Επιτροπή την πρόσβαση σε πληροφορίες και έγγραφα που έχουν στην κατοχή τους η Γενική Διεύθυνση Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας και ο πρώην αντιπρόεδρος της Επιτροπής με αρμοδιότητα τις επιχειρήσεις και τη βιομηχανία τα οποία αφορούν συναντήσεις ανάμεσα στην Επιτροπή και εκπροσώπους αυτοκινητοβιομηχανιών στις οποίες συζητήθηκε το θέμα της προσέγγισης της Επιτροπής όσον αφορά τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τα αυτοκίνητα,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή παραχώρησε πρόσβαση σε 15 από τις 18 επιστολές που είχαν σταλεί στον τότε επίτροπο Günter Verheugen, αλλά αρνήθηκε την πρόσβαση σε τρεις επιστολές που είχαν αποσταλεί από τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία Porsche με την αιτιολόγηση ότι η αποκάλυψή τους θα υπονόμευε την προστασία των εμπορικών συμφερόντων της εταιρίας,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 1, στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (4) προβλέπει ότι στόχος του εν λόγω κανονισμού είναι η εξασφάλιση της ευρύτερης δυνατής πρόσβασης σε έγγραφα που έχουν στην κατοχή τους το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Επιτροπή, και λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης οποιεσδήποτε εξαιρέσεις από αυτήν την αρχή θα πρέπει να τυγχάνουν στενής ερμηνείας,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή αρνήθηκε να παράσχει στον καταγγέλλοντα πρόσβαση στις επιστολές της Porsche AG βάσει της πρώτης περίπτωσης του άρθρου 4, παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 η οποία προβλέπει ότι «Τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σ’ ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία των εμπορικών συμφερόντων ενός συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της πνευματικής ιδιοκτησίας …»,

H.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εν λόγω επιστολές εστάλησαν από την Porsche AG στο πλαίσιο της διαβούλευσης της Επιτροπής με τους βασικούς ενδιαφερόμενους κύκλους συμφερόντων όσον αφορά την αναθεώρηση της στρατηγικής της Επιτροπής για την μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα των επιβατηγών αυτοκινήτων, λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά συνέπεια ήταν πιθανό οι τρεις επιστολές να περιελάμβαναν πληροφορίες για τις επιχειρηματικές σχέσεις της Porsche ΑΕ και λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να έχει θεωρήσει ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εξαίρεσης που ορίζει το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι υπηρεσίες του Διαμεσολαβητή έλεγξαν τις τρεις επιστολές της Porsche ΑΕ όπως και την ανταλλαγή των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ανάμεσα στην Επιτροπή και την Porsche στα οποία η Επιτροπή ενημέρωνε την Porsche ότι προετίθετο να μην δημοσιοποιήσει τις τρεις επιστολές, και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Διαμεσολαβητής, βάσει των ελέγχων που διενέργησε συμπέρανε ότι η Επιτροπή είχε κακώς απορρίψει την πλήρη πρόσβαση στις επιστολές από την Porsche AG σύμφωνα με την πρώτη περίπτωση του άρθρου 4, παράγραφος 2 και τη μερική πρόσβαση σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 (5) και λαμβάνοντας υπόψη ότι τούτο συνιστούσε περίπτωση κακοδιοίκησης,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στις 27 Οκτωβρίου 2008 ο Διαμεσολαβητής συνέταξε σχέδιο σύστασης προς την Επιτροπή με τις λεπτομέρειες της εμπεριστατωμένης και νομικής ανάλυσης που πραγματοποίησε, στο οποίο δήλωνε ότι η Επιτροπή θα πρέπει να παράσχει πρόσβαση στις τρεις επιστολές που εστάλησαν από την Porsche AG στον πρώην αντιπρόεδρο Günter Verheugen στο σύνολό τους είτε να εξετάσει το ενδεχόμενο μερικής δημοσιοποίησης του περιεχομένου τους,

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Διαμεσολαβητής ζήτησε βάσει του άρθρου 195 της ΣΕΚ (πλέον άρθρο 228 της ΣλΕΕ) από την Επιτροπή να του υποβάλει την εμπεριστατωμένη γνώμη της εντός τριών μηνών, δηλαδή έως τις 31 Ιανουαρίου 2009,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή όχι μόνο δεν υπέβαλε την γνώμη της εντός της προθεσμίας των τριών μηνών που προβλέπεται από το άρθρο 228 της ΣλΕΕ, αλλά αντιθέτως ζήτησε έξι φορές παράταση της προθεσμίας υποβολής της εμπεριστατωμένης γνώμης της σχετικά με το σχέδιο σύστασης του Διαμεσολαβητή, και λαμβάνοντας υπόψη ότι τον Ιούλιο και εκ νέου τον Σεπτέμβριο 2009 ο Διαμεσολαβητής ενημέρωσε τη Γραμματεία της Επιτροπής σχετικά με την πρόθεσή του να παρουσιάσει ειδική έκθεση στο Κοινοβούλιο εάν δεν λάμβανε απάντηση στο σχέδιο σύστασής του,

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η νέα Επιτροπή, μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά της, πράγματι παραχώρησε πρόσβαση στις επιστολές, αλλά ότι τούτο συνέβη περισσότερο από 15 μήνες μετά την έκδοση του σχεδίου σύστασης και όχι εντός των τριών μηνών, όπως ορίζεται στο καταστατικό του Διαμεσολαβητή και το άρθρο 228 της ΣλΕΕ,

ΙΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή, καθυστερώντας την απάντησή της στο σχέδιο σύστασης επί 15 μήνες αθέτησε την υποχρέωσή της για συνεργασία με τον Διαμεσολαβητή με ειλικρίνεια και καλή τη πίστει κατά την έρευνά του σχετικά με την υπόθεση 676/2008/RT, και λαμβάνοντας υπόψη ότι τούτο είναι επιζήμιο όχι μόνο για τον διοργανικό διάλογο, αλλά και για τη δημόσια εικόνα της ΕΕ,

ΙΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Διαμεσολαβητής εντόπισε καθυστερήσεις της Επιτροπής και σε άλλη μία υπόθεση σχετική με την πρόσβαση σε έγγραφα (355/2007(TN)FOR), στην οποία μολονότι η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε υποβάλει την εμπεριστατωμένη γνώμη της σχετικά με το σχέδιο σύστασης του Διαμεσολαβητή έως την 31η Οκτωβρίου 2009, έως σήμερα δεν το έχει πράξει,

ΙΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή τήρησε τις αρχικές προθεσμίες για την απάντηση σε καταγγελίες μόνο σε τέσσερις από τις 22 υποθέσεις που αφορούσαν πρόσβαση σε έγγραφα τις οποίες εξέτασε ο Διαμεσολαβητής το 2009· λαμβάνοντας υπόψη ότι σε 14 από αυτές τις 22 υποθέσεις κατέθεσε την απάντησή της με καθυστέρηση μεγαλύτερη των 30 ημερών και σε έξι κατέθεσε μάλιστα την απάντησή της με καθυστέρηση τουλάχιστον 80 ημερών,

ΙΖ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο, ως το μοναδικό εκλεγμένο σώμα της Ένωσης, έχει την ευθύνη να διασφαλίζει και να προστατεύει την ανεξαρτησία του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του προς του ευρωπαίους πολίτες και να παρακολουθεί την εφαρμογή των συστάσεών του,

1.

επιδοκιμάζει τις επικρίσεις στις οποίες προέβη ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής και τη σύστασή του προς την Επιτροπή σχετικά με την καταγγελία 676/2008/RΤ·

2.

αναγνωρίζει ότι οι υπερβολικά καθυστερημένες απαντήσεις προς τον Διαμεσολαβητή σε αυτήν την περίπτωση συνιστούν παραβίαση του καθήκοντος που έχει η Επιτροπή για ειλικρινή συνεργασία, όπως προβλέπεται στη Συνθήκη·

3.

ανησυχεί ιδιαίτερα για τη γενική πρακτική καθυστέρησης και κωλυσιεργίας που εφαρμόζει η Επιτροπή όσον αφορά τις έρευνες του Διαμεσολαβητή στις υποθέσεις που αφορούν την πρόσβαση σε έγγραφα·

4.

υπενθυμίζει ότι στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων που προβλέπονται από το άρθρο 4, παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 η Επιτροπή πρέπει να ορίζει προθεσμία εντός της οποία θα πρέπει να έχει απαντήσει ο τρίτος που είναι συντάκτης ενός εγγράφου και υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή θα πρέπει να ασκεί την εξουσία της με τρόπο που να της επιτρέπει να τηρεί η ίδια τις προθεσμίες της (6)·

5.

υπενθυμίζει τη σχετική νομολογία που αφορά την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας (άρθρο 4, παράγραφος 3 της ΣΕΕ), σύμφωνα με την οποία τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχουν καθήκον να συνεργάζονται καλή τη πίστει όσον αφορά τις μεταξύ τους σχέσεις, και σημειώνει ότι η υποχρέωση αυτή ορίζεται σαφώς στο νέο άρθρο 13, παράγραφος 2 της ΣΕΕ·

6.

θεωρεί ότι η έλλειψη διάθεσης συνεργασίας της Επιτροπής στην παρούσα και σε άλλες υποθέσεις συνιστά κίνδυνο διάβρωσης της εμπιστοσύνης των πολιτών στην Επιτροπή και υπονομεύει την ικανότητα του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή και του Κοινοβουλίου να επιδίδονται στην αρμόζουσα και αποτελεσματική εποπτεία της Επιτροπής και ότου τούτο ότι αντίκειται στην ίδια την αρχή του κράτους δικαίου η οποία αποτελεί θεμέλιο για την Ευρωπαϊκή Ένωση·

7.

απαιτεί να δεσμευθεί η Επιτροπή προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι θα επιτελεί το καθήκον της για ειλικρινή συνεργασία με τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή·

8.

θεωρεί ότι στην περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή δεν αναλάβει αυτήν τη δέσμευση και/ή εξακολουθήσει να ασκεί την πρακτική της μη συνεργασίας απέναντι στον Διαμεσολαβητή, το Κοινοβούλιο μπορεί να επιβάλει κυρώσεις στην Επιτροπή, οι οποίες μπορεί μεταξύ άλλων να περιλαμβάνουν την εγγραφή μέρους του προϋπολογισμού της Επιτροπής για διοικητικές δαπάνες σε αποθεματικό·

9.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, την Επιτροπή και τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή.


(1)  ΕΕ L 113, 4.5.1994, σ. 15.

(2)  ΕΕ L 189, 17.7.2008, σ. 25.

(3)  ΕΕ C 244, 10.10.2002, σ. 5.

(4)  ΕΕ L 145, 31.5.2001, σ. 43.

(5)  Το άρθρο 4, παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 έχει ως εξής: «Εάν μόνον μέρη του ζητουμένου εγγράφου καλύπτονται από οιαδήποτε εξαίρεση, τα υπόλοιπα μέρη του εγγράφου δίδονται στη δημοσιότητα».

(6)  Σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 5 των λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 που προσαρτήθηκε στην απόφαση της Επιτροπής 2001/937/ΕΚ: «Ο συντάκτης τρίτος του οποίου ζητήθηκε η γνώμη διαθέτει προθεσμία απάντησης η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 5 εργάσιμων ημερών αλλά και η οποία να επιτρέπει στην Επιτροπή να τηρήσει τις δικές της προθεσμίες απάντησης. …».


Top