EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52010DC0254

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα - Ταμεία εξυγίανσης τραπεζών

/* COM/2010/0254 τελικό */

52010DC0254

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβουλιο, την Ευρωπαϊκη Οικονομικη και Κοινωνικη Επιτροπη και την Ευρωπαϊκη Κεντρικη Τραπεζα - Ταμεία εξυγίανσης τραπεζών /* COM/2010/0254 τελικό */


[pic] | ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ |

Βρυξέλλες, 26.5.2010

COM(2010) 254 τελικό

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Ταμεία εξυγίανσης τραπεζών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Ταμεία εξυγίανσης τραπεζών

1. ΠΛΑΙΣΙΟ

Κατά την εξέλιξη της τρέχουσας κρίσης, οι κυβερνήσεις σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση και διεθνώς διέθεσαν τεράστια ποσά από δημόσιους πόρους για τη στήριξη των χρηματοπιστωτικών τομέων τους[1]. Η στήριξη αυτή ήταν αναγκαία προκειμένου να εξασφαλισθεί η οικονομική σταθερότητα και να προστατευτούν οι καταθέτες, και συνοδευόταν από μέτρα στήριξης της πραγματικής οικονομίας. Ωστόσο, γενικά το αποτέλεσμα ήταν η επιβολή σημαντικού οικονομικού βάρους στους σημερινούς φορολογούμενους και στις μέλλουσες γενεές[2].

Σαφές πολιτικό μήνυμα που αναδύθηκε στη σύνοδο της ομάδας G-20 στο Πίτσμπουργκ το Σεπτέμβριο του 2009, το οποίο υποστηρίχθηκε σθεναρά από την ΕΕ[3], είναι ότι τα χρήματα των φορολογούμενων δεν πρέπει να χρησιμοποιηθούν και πάλι για την κάλυψη ζημιών των τραπεζών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εργάζεται για την υλοποίηση αυτού του μηνύματος τουλάχιστον με δύο συμπληρωματικούς τρόπους: i) μειώνοντας την πιθανότητα χρεοκοπίας τραπεζών με ενισχυμένη μακροοικονομική και μικροοικονομική επιτήρηση, με βελτιωμένη εταιρική διακυβέρνηση και με αυστηρότερους ρυθμιστικούς κανόνες· και ii) εξασφαλίζοντας, σε περίπτωση που παρά τα μέτρα αυτά επέλθει χρεοκοπία, διαθεσιμότητα των ενδεδειγμένων εργαλείων, περιλαμβανόμενων επαρκών πόρων, για την ομαλή και έγκαιρη εξυγίανση. Σημαντικό μέρος αυτής της προσέγγισης αποτελεί η σύσταση ταμείων εξυγίανσης από πόρους του ιδιωτικού τομέα.

Η Επιτροπή υποστηρίζει την εκ των προτέρων σύσταση ταμείων εξυγίανσης, χρηματοδοτούμενων με εισφορά επιβαλλόμενη στις τράπεζες,[4] για τη διευκόλυνση της εξυγίανσης τραπεζών σε κατάσταση χρεοκοπίας με τρόπους που αποτρέπουν τη διάδοση του προβλήματος και παρέχουν στην τράπεζα τη δυνατότητα εκκαθάρισης κατά τρόπο ομαλό και εντός χρονικών περιθωρίων που επιτρέπουν την αποφυγή εκποίησης περιουσιακών στοιχείων σε εξευτελιστικές τιμές (« αρχή της προνοητικότητας »). Η Επιτροπή πιστεύει ότι τα ταμεία εξυγίανσης αποτελούν αναγκαίο μέρος της φαρέτρας με τα διάφορα μέτρα τα οποία θα περιληφθούν στο νέο πλαίσιο της ΕΕ για τη διαχείριση κρίσεων, με σκοπό τη μείωση της επιβάρυνσης των φορολογούμενων και την ελαχιστοποίηση - ή, ακόμη καλύτερα, την εξάλειψη - μελλοντικής προσφυγής σε χρήματα φορολογουμένων για τη διάσωση τραπεζών.

Σε εποχή αύξουσας ολοκλήρωσης και παγκοσμιοποίησης των χρηματοπιστωτικών αγορών, έχει κρίσιμη σημασία η εξεύρεση λύσεων για τον αποτελεσματικό χειρισμό τραπεζικών κρίσεων. Η πρόσφατη εξαιρετικά έντονη αστάθεια των χρηματοπιστωτικών αγορών αποτελεί σαφές παράδειγμα και υπόμνηση της έκτασης στην οποία είναι ολοκληρωμένες οι χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι στιβαρές και αξιόπιστες ρυθμίσεις σχετικά με τη χρηματοδότηση είναι αναγκαίες περισσότερο από ποτέ.

Στην ανακοίνωσή της τον Οκτώβριο του 2009[5] η Επιτροπή υποστήριξε σθεναρά τη χάραξη νέου πλαισίου διαχείρισης κρίσεων σε επίπεδο ΕΕ, προοριζόμενο να διευκολύνει τη χρεοκοπία τραπεζών κατά τρόπο ομαλό και να ελαχιστοποιεί την το κόστος για τους φορολογούμενους. Τον Απρίλιο του 2010, σε έγγραφο εργασίας τους[6] οι υπηρεσίες της Επιτροπής προσδιορίζουν την εισφορά επί των τραπεζών ως μία από τις δυνατές λύσεις για να επιτευχθεί η συμβολή του χρηματοπιστωτικού τομέα στο κόστος της κρίσης και να αποτραπεί η εκδήλωση μελλοντικών κρίσεων. Στις 9 Μαΐου του 2010 το Συμβούλιο των υπουργών οικονομικών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να επιταχυνθούν οι εργασίες για τη διαχείριση κρίσεων και την εξυγίανση.

Όπως παρατηρείται, αυξάνεται η πολιτική στήριξη στην εφαρμογή, και στο χρηματοπιστωτικό τομέα, της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» , η οποία είναι γνωστή από την περιβαλλοντική πολιτική, έτσι ώστε μελλοντικά οι υπεύθυνοι για την πρόκληση χρηματοπιστωτικής κρίσης να πληρώνουν για το κόστος της. Κάποιες χώρες έχουν ήδη καθιερώσει εισφορές σε τράπεζες, ή προωθούν τη σχετική διαδικασία, αλλά παρατηρούνται διαφορές από τη μία χώρα στην άλλη.

Η ομάδα G-20 θα πραγματοποιήσει μια πρώτη συζήτηση σχετικά με αυτές τις εισφορές στην υπουργική της σύνοδο τον Ιούνιο. Η παρούσα ανακοίνωση θα προσφέρει ουσιώδεις εισροές για τις σχετικές συναντήσεις. Η ΕΕ πρέπει να κατευθύνει τις προσπάθειες της ομάδας G-20 προς την εξεύρεση συνολικής προσέγγισης και συνολικού μοντέλου για τη διατήρηση ίσων όρων ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η παρούσα ανακοίνωση εκθέτει το σκεπτικό της Επιτροπής όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα μπορούσε να συμβάλει στο κόστος χρηματοδότησης της εξυγίανσης τραπεζών που χρεοκοπούν. Επίσης, περιέχει εξηγήσεις σχετικά με τις περιπτώσεις στις οποίες τα ταμεία εξυγίανσης τραπεζών είναι κατάλληλα να ενταχθούν στο σύνολο των εργαλείων που πρέπει να είναι διαθέσιμα στον τομέα της πρόληψης και της διαχείρισης κρίσεων τραπεζών. Επίσης η παρούσα ανακοίνωση εκθέτει τις γενικές απόψεις της Επιτροπής όσον αφορά διάφορα σημαντικά θέματα όπως ο σκοπός των ταμείων, το δυνητικό τους μέγεθος, καθώς και οι όροι υπό τους οποίους θα μπορούσε να χρησιμοποιηθούν τα ταμεία.

Δεν εξετάζει πάντως εισφορές ή φόρους των οποίων σκοπός είναι η ανάκτηση των δημόσιων πόρων που δεσμεύθηκαν κατά την τρέχουσα κρίση για τη σταθεροποίηση τραπεζικού συστήματος, ή για την αντιμετώπιση της ανάληψης υπερβολικών κινδύνων και της κερδοσκοπίας. Η εξέταση των μέτρων αυτών πρέπει να συνεχιστεί παράλληλα, ως χρήσιμο συμπλήρωμα προς τα προληπτικού χαρακτήρα ταμεία που εξετάζονται στην παρούσα ανακοίνωση.

Η σύσταση ταμείων εξυγίανσης εγείρει κάποιες προκλήσεις – ειδικότερα όσον αφορά τις ανησυχίες για ηθικό κίνδυνο, που έχουν τροφοδοτηθεί από μέτρα τα οποία λήφθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι πρόκειται για σημαντικό θέμα, για την αντιμετώπιση του οποίου πρέπει να καταστεί σαφές και μη επιδεχόμενο παρερμηνείας ότι οι μέτοχοι (μέχρι την αξία της επένδυσής τους) και οι πιστωτές (με εξαίρεση τους καταθέτες οι οποίοι καλύπτονται από καθεστώτα εγγύησης καταθέσεων) πρέπει να προηγούνται κατά την αντιμετώπιση των συνεπειών της χρεοκοπίας τράπεζας και ότι τα ταμεία εξυγίανσης δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως ασφάλιση κατά της χρεοκοπίας ή για τη διάσωση τραπεζών που χρεοκοπούν , αλλά κυρίως για τη διευκόλυνση της χρεοκοπίας κατά τρόπο ομαλό. Εν ολίγοις, όπως προτείνει το ΔΝΤ, τα ταμεία εξυγίανσης τραπεζών πρέπει να προσδένονται ισχυρά στο μελλοντικό καθεστώς εξυγίανσης.

Η σύσταση ταμείων εξυγίανσης τραπεζών θα αποτελέσει μέρος του νέου πλαισίου διαχείρισης κρίσεων. Αναγνωρίζεται ότι αυτό θα συνεπάγεται για τις τράπεζες κόστος, σε εποχή κατά την οποία διανύουν φάση εφαρμογής πρόσθετων μέτρων ως απόκριση στην κρίση. Η Επιτροπή αναγνωρίζει έχει ουσιώδη σημασία να κατανοηθούν σαφώς και να εκτιμηθούν προσεκτικά οι σωρευτικές επιπτώσεις της ευρείας δέσμης μεταρρυθμίσεων σχετικά με εισφορές, καθεστώτα εγγύησης καταθέσεων, και τραπεζικού κεφαλαίου, και να προσαρμοστούν αναλόγως τα επιμέρους στοιχεία της μεταρρυθμιστικής δέσμης. Είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί η διαβάθμιση των δαπανών έτσι ώστε να αποφευχθούν η ανάσχεση της οικονομικής ανάκαμψης και η αύξηση του κόστους των πιστώσεων στην πραγματική οικονομία. Επίσης, πρέπει να αποφευχθεί η μετάθεση του αυξημένου κόστους στους πελάτες των τραπεζών υπό μορφή υψηλότερων χρεώσεων. Η Επιτροπή θα μεριμνήσει ώστε όλα αυτά τα στοιχεία να ληφθούν δεόντως υπόψη στις εργασίες για τη συνοδευτική εκτίμηση επιπτώσεων.

2. Τα ταμεια εξυγίανσης τραπεζών πρέπει να ενταχθουν σε πλαισιο χρηματοπιστωτικησ σταθερότητας

Η σύσταση ταμείων εξυγίανσης τραπεζών πρέπει να μην εξετασθεί μεμονωμένα αλλά να θεωρηθεί μέρος της σειράς ευρύτερων πρωτοβουλιών για την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε συνέχεια της τρέχουσας κρίσης. Ήδη προχωρεί η εκ βάθρων αναμόρφωση της ρύθμισης και της εποπτείας των χρηματοπιστωτικών αγορών, με σκοπό να αντιμετωπίζονται πτωχεύσεις οφειλόμενες στην τραπεζική κρίση. Η Επιτροπή έχει προτείνει μέτρα ενίσχυσης των κεφαλαιακών απαιτήσεων και αναμόρφωση της αρχιτεκτονικής της εποπτείας στην ΕΕ, ενώ τον Ιούλιο θα καταθέσει πρόταση για την ενίσχυση υφιστάμενων Καθεστώτων Εγγύησης Καταθέσεων (ΚΕΚ - DGS). Επιπλέον, σύντομα η Επιτροπή θα δρομολογήσει ευρεία διαβούλευση για την ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης χρηματοπιστωτικών οργανισμών, και ειδικότερα των τραπεζών.

Η κατανόηση του ευρύτερου πλαισίου αποτελεί ουσιώδες μέρος της διαδικασίας λήψης αποφάσεων σχετικά με το ρόλο των ταμείων, τον τρόπο εργασίας τους, καθώς και με το ενδεχομένως απαιτούμενο μέγεθός τους. Είναι δυνατόν να αναμένεται ότι με ευρύτερες μεταρρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού πλαισίου, στοχεύουσες στην πρόληψη, θα μειωθούν η πιθανότητα και η σοβαρότητα των συνεπειών της χρεοκοπίας τραπεζών, ενώ με αποτελεσματικότερες διαδικασίες που οδηγούν σε μέτρα εγκαιρότερης επέμβασης και αποτελεσματικής εξυγίανσης αναμένεται ότι θα μειωθεί το κόστος των ληφθέντων μέτρων και θα αμβλυνθούν οι αναμενόμενες εγγυήσεις που συνδέονται με οργανισμούς που θεωρούνται «πολύ μεγάλοι για να χρεοκοπήσουν».

Διάγραμμα 1: Πότε πρέπει να γίνεται χρήση ταμείου εξυγίανσης;

[pic]

Τον Οκτώβριο του 2010 η Επιτροπή θα εκδώσει χάρτη πορείας όπου θα περιλαμβάνονται το χρονοδιάγραμμα, συγκεκριμένα μέτρα, εργαλεία και σχέδια πλήρους πλαισίου της ΕΕ για τη διαχείριση κρίσεων. Ο σκοπός είναι να κατατεθούν μέχρι τις αρχές του 2011 οι σχετικές νομοθετικές προτάσεις για μέτρα και εργαλεία διαχείρισης κρίσεων και για τα ταμεία εξυγίανσης.

Ο στόχος του νέου πλαισίου θα είναι να εξασφαλιστεί η κατοχή από τις αρχές των κρατών μελών κοινών εργαλείων που μπορεί να χρησιμοποιηθούν κατά τρόπο συντονισμένο, ώστε να καταστούν δυνατά η άμεση και νομικώς στιβαρή δράση σε περίπτωση σημαντικών περιπτώσεων πτώχευσης τραπεζών, η προστασία του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού συστήματος, η αποφυγή κόστους για τους φορολογούμενους και η διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού. Ειδικότερα, ο στόχος θα είναι να διασφαλισθεί ότι, για οποιαδήποτε τράπεζα, η χρεοκοπία με ομαλό τρόπο αποτελεί αξιόπιστη λύση, ανεξάρτητα από μέγεθος ή πολυπλοκότητα.

Η χρήση εργαλείων εξυγίανσης σε συνδυασμό με χρηματοδότηση από τον ιδιωτικό τομέα στην περίπτωση πολύ μεγάλων και πολύπλοκων χρηματοπιστωτικών οργανισμών είναι δυνατόν να θέσει συγκεκριμένες προκλήσεις. Γι’ αυτούς τους λόγους πρέπει να είναι διαθέσιμα άλλα εναλλακτικά εργαλεία, που δεν πρέπει να περιλαμβάνουν δημόσια χρηματοδότηση. Τα εργαλεία αυτά θα μπορούσε να χρησιμοποιούνται υπό συγκεκριμένες περιστάσεις για τη σταθεροποίηση καταστάσεων και για την αποφυγή βεβιασμένης και εσπευσμένης εκκαθάρισης, η οποία θα μπορούσε να αποβεί καταστρεπτική για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα βραχυπρόθεσμα.

Σε διεθνές επίπεδο εξελίσσονται σημαντικές εργασίες με σκοπό να περιορίζονται οι πιθανότητα και οι επιπτώσεις της χρεοκοπίας τέτοιων ιδρυμάτων (Πλαίσιο 1).

ΠΛΑΙΣΙΟ 1: Χειρισμός μεγάλων και εξαιρετικά πολύπλοκων χρηματοπιστωτικών οργανισμών που διατρέχουν κίνδυνο Είναι αναγκαίο να υπάρχει επαρκής βεβαιότητα ότι ο χειρισμός οντοτήτων σε κίνδυνο θα ήταν δυνατός χωρίς να διακυβευθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή να σκανδαλιστούν συστημικά επακόλουθα. Τα εργαλεία που περιγράφονται στη συνέχεια θα ήταν δυνατό να συμπληρώνουν εκ των προτέρων συσταθέντα ταμεία εξυγίανσης και να εφοδιάζουν τις αρχές με δέσμη επαρκώς στιβαρών μέτρων για την αντιμετώπιση μεγάλων και εξαιρετικά πολύπλοκων χρηματοπιστωτικών οργανισμών που διατρέχουν κίνδυνο. Σχέδια διάσωσης και εξυγίανσης Τόσο σε επίπεδο ΕΕ (CEBS) όσο και σε διεθνές επίπεδο (Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής·Σταθερότητας) προχωρούν εργασίες με αντικείμενο τη μελέτη και τη δοκιμή σχεδίων διάσωσης και εξυγίανσης (η ομάδα G - 20 ζήτησε να έχουν εκπονηθεί τα σχέδια αυτά μέχρι το τέλος του 2010), τα οποία θα αποτελέσουν ουσιώδες στοιχείο στο πλαίσιο πρόληψης μελλοντικής κρίσης στην ΕΕ. Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να είναι εξοπλισμένες έτσι ώστε να ασκούν ενεργά υφιστάμενες ή, αν είναι αναγκαίο, νέες εξουσίες προληπτικού σκοπού ώστε να εξασφαλίζεται, πριν εκδηλωθεί κρίση, η δυνατότητα εκκαθάρισης τραπεζών κατά τρόπο ομαλό. Για την εξυγίανση ουσιώδη σημασία θα έχει ένα αποτελεσματικό νομοθετικό πλαίσιο. Περικοπές απαιτήσεων πιστωτών και κεφαλαιοποίηση χρέους Οι λύσεις που προσιδιάζουν σε συγκεκριμένο οργανισμό περιλαμβάνουν την κεφαλαιοποίηση χρέους (είτε διοικητική είτε συμβατική[7]) ή την επιβολή περικοπών απαιτήσεων σε κατόχους μη προνομιούχων τίτλων οφειλής και σε ακάλυπτους πιστωτές (εξαιρούνται οι καταθέσεις), ώστε να παρέχεται επαρκής χρηματοδότηση για επιχείρηση σε κίνδυνο και να διατηρείται η επιχείρηση σε λειτουργία. Σχετικά με το ενδεχόμενο εισαγωγής μέτρων του είδους αυτού διεξάγεται ζωηρή συζήτηση σε διεθνές επίπεδο. Η συζήτηση θα μπορούσε να περιλαμβάνει την τροποποίηση των κανόνων προληπτικής εποπτείας ώστε να απαιτείται ή να ενθαρρύνεται η χρήση μέσων με μετρατρέψιμους χρεωστικούς τίτλους (έτσι τα ιδρύματα μπορούν να “αυτασφαλίζονται”), ή να περιλαμβάνει την εκχώρηση διοικητικής εξουσίας ώστε οι αρχές να εφαρμόζουν περικοπές απαιτήσεων σε μη μετατρέψιμους χρεωστικούς τίτλους ή να μετατρέπουν τους χρεωστικούς τίτλους σε εταιρικό κεφάλαιο. Η προ-αφερεγγυότητας κεφαλαιακή αναδιάρθρωση μέσω των μηχανισμών αυτών θα μπορούσε να χρησιμεύσει στη σταθεροποίηση οργανισμού. Μέτρα του είδους αυτού πρέπει σαφώς να έχουν επιρροή στο κόστος χρηματοδότησης για τράπεζες, στην κεφαλαιακή διάρθρωση και στις πρακτικές αγοράς, αλλά πρέπει επίσης να συμβάλλουν στην ενίσχυση της πειθαρχίας της αγοράς, εξασφαλίζοντας ότι οι ακάλυπτοι πιστωτές θα επωμίζονται πλήρως το κόστος των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται. Για να είναι πρακτικώς εφαρμόσιμα τα ανωτέρω, πρέπει να υπερνικηθούν σημαντικά εμπόδια νομοθετικού και πρακτικού χαρακτήρα, και οι σχετικές συζητήσεις συνεχίζονται. |

3. Αναγκαιοτητα προσέγγισησ σε επίπεδο ΕΕ για τα ταμεία εξυγίανσης τραπεζών

Η έκταση της ολοκλήρωσης των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών απαιτεί την υιοθέτηση κοινών προσεγγίσεων σε επίπεδο ΕΕ αλλά και παγκοσμίως όσον αφορά την εισαγωγή των ταμείων εξυγίανσης τραπεζών. Η εμπειρία του χειρισμού διασυνοριακών χρεοκοπιών κατά την τρέχουσα κρίση έδειξε σαφώς τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαίες νέες ρυθμίσεις διαχείρισης κρίσεων. Η άμεση απόκριση της ΕΕ στη χρηματοπιστωτική κρίση ήταν η πρόταση νομοθεσίας ενισχυτικής της μακροοικονομικής εποπτείας και των ρυθμίσεων διασυνοριακής εποπτείας με συγκρότηση νέων αρχών, αφού αναγνωρίστηκε η ανάγκη στενότερης συνεργασίας. Με βάση τις νέες ρυθμίσεις, η εποπτεία σε καθημερινή βάση θα παραμείνει εθνική, συνεπής με τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες των κρατών. Ωστόσο αυτή η επιλογή παραμονής σε ουσιωδώς αποκεντρωμένο σύστημα εποπτείας βασίζεται στο υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των αρχών και στη συνεργασία στις νέες ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές, και θα αποδώσει πλήρως το δυναμικό της εφόσον βασιστεί σε σταθερό πλαίσιο διαχείρισης διασυνοριακών κρίσεων υποστηριζόμενο από σοβαρές δημοσιονομικές ρυθμίσεις.

Κατ’ αρχήν, η συνένωση πόρων σε ενιαίο ταμείο εξυγίανσης στην ΕΕ θα μπορούσε να αποδώσει σαφή οφέλη με: την αυξημένη διαφοροποίηση της επικινδυνότητας· την επίτευξη οικονομιών κλίμακας· τη μείωση του ποσού που θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο κατανομής βαρών· την παροχή των σωστών κινήτρων συνεργασίας· την επιτάχυνση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων· και την εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού. Επίσης, αναμένεται ότι αντικατοπτρίζει καλύτερα τον ενιαίο χαρακτήρα των τραπεζικών αγορών της ΕΕ, ειδικότερα για διασυνοριακούς τραπεζικούς ομίλους.

Πάντως, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι θα ήταν δυσχερέστατο να αρχίσει η σύσταση ταμείου εξυγίανσης στην ΕΕ, αν δεν υπάρξει ολοκληρωμένο πλαίσιο εποπτείας και διαχείρισης κρίσεων σε επίπεδο ΕΕ. Η ευρωπαϊκή προσέγγιση για τη σύσταση ταμείων εξυγίανσης τραπεζών πρέπει να αποτελεί εικόνα της ευρύτερης προσέγγισης όσον αφορά ρυθμίσεις εποπτείας.

Για το λόγο αυτό, το πρώτο ενδεδειγμένο μέτρο θα ήταν ένα σύστημα στρεφόμενο γύρω από τη σύσταση εναρμονισμένου δικτύου εθνικών ταμείων, συνδεόμενο με δέσμη συντονισμένων εθνικών ρυθμίσεων διαχείρισης κρίσεων[8]. Οι ρυθμίσεις αυτές αποτελούν το πρώτο βήμα και πρέπει να επανεξεταστούν μέχρι το 2014[9] με σκοπό τη δημιουργία ρυθμίσεων, ολοκληρωμένων σε επίπεδο ΕΕ, για τη διαχείριση κρίσεων και την εποπτεία καθώς και ταμείου εξυγίανσης σε επίπεδο ΕΕ μακροπρόθεσμα.

Επίσης, η ανάπτυξη μεγαλύτερης σαφήνειας και αμοιβαίας κατανόησης μεταξύ αρχών μέσω στιβαρότερων χρηματοπιστωτικών ρυθμίσεων θα αποτελέσει νευραλγικό στοιχείο για την ευθυγράμμιση των κινήτρων μεταξύ αρχών ώστε να συνεργάζονται πλήρως σε περίπτωση διασυνοριακής χρεοκοπίας τράπεζας. Αυτό με τη σειρά του θα αποτελέσει σημαντική στήριξη για αποτελεσματικές ρυθμίσεις διαχείρισης διασυνοριακών κρίσεων.

Η αποτυχία υιοθέτησης προσέγγισης σε επίπεδο ΕΕ όσον αφορά τα ταμεία εξυγίανσης τραπεζών θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη μονομερή επιβολή εισφορών εξυγίανσης σε εθνικό επίπεδο, με κίνδυνο στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ εθνικών τραπεζικών αγορών. Επίσης θα οδηγήσει στην αλληλοεπικάλυψη εισφορών σε περίπτωση διασυνοριακών τραπεζών. Επιπλέον, διαφέρουσες προσεγγίσεις στους μηχανισμούς χρηματοδότησης από τον ιδιωτικό τομέα είναι δυνατό να προκαλέσουν εμπόδια για τον αποτελεσματικό χειρισμό κρίσεων ή για τη χρήση εργαλείων εξυγίανσης, σε περίπτωση που τα κεφάλαια του ιδιωτικού τομέα είναι διαθέσιμα σε ορισμένα κράτη μέλη αλλά όχι σε άλλα, καθώς επίσης είναι δυνατό να καταστήσουν περισσότερο πολύπλοκη, αν όχι αδύνατη, τη συμφωνία όσον αφορά την κατανομή του κόστους.

Για αυτούς τους λόγους, η προσέγγιση σε επίπεδο ΕΕ αποτελεί τον ενδεδειγμένο τρόπο ενέργειας από άποψη των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, όπως ορίζει το άρθρο 5 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μόνο η δράση σε επίπεδο ΕΕ θα μπορούσε να εξασφαλίσει την υπαγωγή τραπεζικών ομίλων που ασκούν δραστηριότητα σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη σε παρόμοιες απαιτήσεις από άποψη ταμείων εξυγίανσης και, με αυτό τον τρόπο, γενικώς ισότιμο ανταγωνισμό, αποφυγή αδικαιολόγητων δαπανών συμμόρφωσης για διασυνοριακές δραστηριότητες και προώθηση περαιτέρω ολοκλήρωσης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς. Επιπλέον, η εν λόγω προσέγγιση αναμένεται ότι θα διασφαλίσει τη συνεκτικότητα, ανάλογα με την περίπτωση, με την υφιστάμενη νομοθεσία της ΕΕ. Επίσης, η δράση αυτή σε επίπεδο ΕΕ αναμένεται ότι θα ενισχύσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα εντός της ΕΕ.

4. Χρηματοδότηση, πεδιο εφαρμογής των δαπανών και διακυβέρνηση ταμείου εξυγίανσης τραπεζών

Το κεφάλαιο αυτό ερευνά τρεις βασικούς πυλώνες σχετικούς με το εν λόγω ταμείο εξυγίανσης: χρηματοδότηση (4.1); πεδίο εφαρμογής και μέγεθος (4.2), και διακυβέρνηση (4.3).

4.1. Χρηματοδότηση ταμείων εξυγίανσης τραπεζών

Ο σχεδιασμός ρυθμίσεων χρηματοδότησης για κάθε ταμείο πρέπει να σκοπεύει στην επίτευξη δύο στόχων: i) συγκέντρωση των αναγκαίων χρηματικών ποσών που αντικατοπτρίζουν τα χαρακτηριστικά της χρήσης τους (δηλαδή το ενδεχόμενο εξυγίανσης και το κόστος της)· ii) συγκέντρωση χρημάτων έτσι ώστε να δημιουργούνται κίνητρα για την ενδεδειγμένη συμπεριφορά και να μετριάζεται ο κίνδυνος για ανάγκη εξυγίανσης. Ουσιαστικά εδώ υπεισέρχονται τρεις βασικές παράμετροι: η συνεισφορά θα μπορούσε να βασίζεται στις υποχρεώσεις του οργανισμού, στα περιουσιακά στοιχεία του ή στα κέρδη του.

- Τα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών αποτελούν ικανοποιητικούς δείκτες όσον αφορά την επικινδυνότητά τους. Ταυτοχρόνως θα μπορούσε να αντικατοπτρίζουν το ενδεχόμενο χρεοκοπίας τράπεζας και, συνεπώς, της ανάγκης για εξυγίανση της τράπεζας[10]. Εμμέσως τα περιουσιακά στοιχεία θα μπορούσε να αντιπροσωπεύουν δείκτη του ποσού που ενδεχομένως απαιτείται να δαπανηθεί για το χειρισμό της εξυγίανσης της τράπεζας. Όμως, τα περιουσιακά στοιχεία τράπεζας ήδη υπόκεινται σε προληπτικές κεφαλαιακές απαιτήσεις σταθμισμένες ως προς την επικινδυνότητα, υπό τύπο κεφαλαιακών επιβαρύνσεων. Επομένως, η επιβολή εισφοράς με βάση τα περιουσιακά στοιχεία θα μπορούσε να ισοδυναμεί προς επιπρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση και πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά στο πλαίσιο των ευρύτερων μεταρρυθμίσεων των κανόνων για το κεφάλαιο που είναι σήμερα σε εξέλιξη.

- Οι υποχρεώσεις των τραπεζών [11] θα μπορούσε να θεωρηθούν ως οι πλέον ενδεδειγμένοι δείκτες όσον αφορά τα ποσά που ενδέχεται να είναι αναγκαία όταν αντιμετωπιστεί η ανάγκη εξυγίανσης τράπεζας. Είναι πιθανότατο ότι οι δαπάνες για την εξυγίανση τράπεζας θα οφείλονται στην ανάγκη στήριξης ορισμένων υποχρεώσεων (εντός του μετοχικού κεφαλαίου και των ασφαλισμένων υποχρεώσεων – π.χ. καταθέσεων). Πάντως, οι υποχρεώσεις των τραπεζών ενδέχεται να είναι λιγότερο αποτελεσματικό αντιπροσωπευτικό στοιχείο για το βαθμό επικινδυνότητας.

- Επιπλέον προς εισφορές σχετιζόμενες με τον ισολογισμό, είναι δυνατό εισφορές να σχετίζονται με κέρδη και επιβραβεύσεις, που μπορεί να ληφθούν ως δείκτες μεγέθους τράπεζας και αντικατοπτρίζουν καλύτερα την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει»[12]. Όμως, τα κέρδη και οι επιβραβεύσεις ενδέχεται να μη συσχετίζονται στενά προς το ποσό της χρηματοδότησης της εξυγίανσης το οποίο ενδέχεται απαιτηθεί για τράπεζα, ή προς την πιθανότητα χρεοκοπίας της.

Η Επιτροπή εξετάζει προσεκτικά το ερώτημα ποία από τις διάφορες βάσεις που αναφέρθηκαν θα μπορούσε να είναι η καταλληλότερη για τη χρηματοδότηση ταμείου εξυγίανσης τραπεζών. Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τη βάση που θα επιλεγεί τελικά, η Επιτροπή θεωρεί ότι πρέπει να τηρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες αρχές: α) αποφυγή οποιουδήποτε ενδεχόμενης αξιοποίησης αποκλίσεων των τιμών (αρμπιτράζ), β) έκφραση των ενδεδειγμένων κινδύνων, γ) συνεκτίμηση του συστημικού χαρακτήρα ορισμένων χρηματοπιστωτικών οντοτήτων, δ) στήριξη στα ποσά που ενδεχομένως θα μπορούσε να δαπανηθούν σε περίπτωση που καταστεί αναγκαία η εξυγίανση και ε) αποφυγή στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

Υπάρχει σημαντικός προβληματισμός κατά πόσον τα κεφάλαια πρέπει να συγκεντρώνονται εκ των υστέρων ή εκ των προτέρων. Κατά την Επιτροπή, τη βάση για τη σύσταση ταμείων εξυγίανσης πρέπει να αποτελούν εκ των προτέρων εισφορές των τραπεζών. Καθεστώτα πλήρως χρηματοδοτούμενα εκ των υστέρων είναι δυνατό να έχουν ως συνέπεια τη χρηματοδότηση από τους φορολογούμενους κατά την έναρξη, πράγμα που αυξάνει τον κίνδυνο να συνοδεύονται οι πτωχεύσεις τραπεζών από ευρύτερες αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις. Ενδέχεται να αποδειχθεί ότι η προσέγγιση αυτή ευνοεί την κυκλικότητα, προκαλώντας πιέσεις στον κρατικό προϋπολογισμό σε περίπτωση οικονομικής κρίσης, όταν το κράτος βρίσκεται στη χειρότερη δυνατή θέση για να διαθέσει επιπλέον χρηματοδότηση[13].

4.2. Πεδίο εφαρμογής και μέγεθος των δαπανών ταμείου

T ο έργο των ταμείων εξυγίανσης τραπεζών θα είναι να συμβάλουν στη χρηματοδότηση της ομαλής εξυγίανσης χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που διατρέχουν κίνδυνο. Πρέπει να είναι διαθέσιμα για την εξυγίανση τραπεζών, ανεξάρτητα από το μέγεθός τους και τη διασυνδεσιμότητά τους, αλλά πρέπει να αποκλείεται σαφώς η χρήση τους για τη διάσωση οργανισμών. Κατά την παρούσα φάση δεν φαίνεται ότι ενδείκνυται η επέκταση των ταμείων εξυγίανσης σε άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, όπως τα επενδυτικά ταμεία ή οι ασφαλιστικοί οργανισμοί. Μολονότι και τα τελευταία αυτά συμμετέχουν ενεργά στις χρηματοπιστωτικές αγορές, παρουσιάζουν κάποιες ιδιαιτερότητες που θα μπορούσε να περιπλέξουν την εφαρμογή σε αυτά παρόμοιου καθεστώτος εξυγίανσης όπως εκείνο που εξετάζεται για τις τράπεζες. Μολονότι τα ταμεία εξυγίανσης δεν θα χρησιμοποιηθούν για την κεφαλαιακή αναδιάρθρωση τραπεζών, είναι αναγκαίο να διαθέτουν πόρους επαρκείς ώστε να ανταπεξέρχονται στις διάφορες δαπάνες εξυγίανσης, ενώ η προσέγγιση που έχει υιοθετηθεί πρέπει να προσαρμόζεται στις ανάγκες οντοτήτων διαφόρων μεγεθών και ειδών.

Το μέγεθος του ταμείου θα εξαρτηθεί από τον τύπο των χρηματοπιστωτικών οργανισμών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής πλαισίου εξυγίανσης κρίσης, ενώ επίσης θα πρέπει να μελετηθούν στο πλαίσιο των προγραμματισμένων ευρύτερων μεταρρυθμίσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα.

ΠΛΑΙΣΙΟ 2: Μέτρα που αναμένεται ότι θα καλύπτουν τα ταμεία εξυγίανσης τραπεζών

Στα μέτρα που έχουν ληφθεί από αρχές εξυγίανσης για την εκτέλεση ομαλής εξυγίανσης τράπεζας ενδέχεται να υπεισέρχονται πολλές και διάφορες δαπάνες. Κατ' αρχήν, ένα σωστά μελετημένο πλαίσιο εξυγίανσης πρέπει να υποχρεώνει κάθε αρχή εξυγίανσης να εκκαθαρίζει προβληματικές οντότητες με το χαμηλότερο οικονομικό και κοινωνικό κόστος, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης, καθώς και των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Στη συνέχεια παρατίθενται παραδείγματα διάφορων μέτρων τα οποία αναμένεται ότι θα μπορούσε να καλύπτουν τα ταμεία εξυγίανσης:

- Χρηματοδότηση ενδιάμεσης τράπεζας (οπότε η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει την τράπεζα), ώστε να είναι δυνατή η συνέχιση των εργασιών αφερέγγυων χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Αυτό θα μπορούσε να συνεπάγεται, παραδείγματος χάρη, την παροχή ενδιάμεσης χρηματοδότησης και/ή εγγυήσεων.

- Χρηματοδότηση συνολικής ή μερικής μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων και/ή υποχρεώσεων από την προβληματική οντότητα προς τρίτο μέρος. Οι δαπάνες θα μπορούσε να περιλαμβάνουν εγγύηση επί των περιουσιακών στοιχείων (π.χ. από κοινού ανάληψη ζημιών με δυνητικό αγοραστή προβληματικών περιουσιακών στοιχείων) και/ή χρηματοδότηση ή εγγύηση της μεταβίβασης υποχρεώσεων επί ορισμένο χρονικό διάστημα, προκειμένου να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και να αποσοβηθεί ο κίνδυνος μαζικών απαιτήσεων εκ μέρους των πιστωτών.

- Χρηματοδότηση της διάσπασης καλής τράπεζας/κακής τράπεζας. Οι δαπάνες για το ταμείο είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν την εξαγορά και τη διαχείριση επισφαλών περιουσιακών στοιχείων και τη χορήγηση ενδιάμεσης χρηματοδότησης στην καλή τράπεζα.

- Κάλυψη διοικητικών δαπανών, εξόδων για νομικές και συμβουλευτικές υπηρεσίες, καθώς και της ανάγκης διατήρησης ορισμένων ζωτικής σημασίας λειτουργιών των τραπεζών – όπως τα συστήματα πληρωμών.

Κατά την τρέχουσα κρίση, οι αναλήψεις υποχρεώσεων του δημοσίου για τη στήριξη του τραπεζικού τομέα έφθασαν σε σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ της ΕΕ. Όπως περιγράφονται στην παρούσα ανακοίνωση, τα ταμεία εξυγίανσης δεν προορίζονται να φθάσουν σε μέγεθος αυτών των διαστάσεων, διότι ο απώτατος στόχος του ταμείου εξυγίανσης είναι να διασφαλισθεί η κατ’ εκτίμηση πρόβλεψη επεμβάσεων των κυβερνήσεων για τη διάσωση τραπεζών. Πρέπει να αναφερθεί ότι η Επιτροπή θεωρεί πως κάθε πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων πρέπει να διασφαλίζει ότι, πριν είναι δυνατή η προσφυγή σε ταμεία εξυγίανσης, όλες οι ζημίες στο πλαίσιο χρεοκοπίας τράπεζας πρέπει κατά πρώτο και κύριο λόγο να βαρύνουν τους μετόχους, τους κατόχους τίτλων μειωμένης ασφάλειας και τους ακάλυπτους πιστωτές. Μετά την διενέργεια περαιτέρω λεπτομερούς ποσοτικής ανάλυσης και συνολικής εκτίμησης επιπτώσεων, η Επιτροπή θα λάβει θέση σχετικά με τον ενδεδειγμένο οριακό στόχο για τα ταμεία. Βασιζόμενα σε πρόσφατες πρωτοβουλίες, τα παραδείγματα που δίδονται στο Πλαίσιο 3 έχουν επεξηγηματικό χαρακτήρα και αντιπροσωπεύουν σειρά ενδεχόμενων στοχευόμενων μεγεθών.

ΠΛΑΙΣΙΟ 3: Δαπάνες στο πλαίσιο πρόσφατων πρωτοβουλιών για τη σύσταση ταμείων

Ορισμένες χώρες έχουν ήδη λάβει την απόφαση να επιβάλουν στις τράπεζες εισφορές με ρητό σκοπό τη σύσταση αποκλειστικών ταμείων. Όμως, παρατηρούνται διαφορές ως προς τον ακριβή στόχο αυτών των ταμείων, καθώς και τις οικονομικές επιπτώσεις:

- Στη Γερμανία προχωρεί η εκπόνηση προτάσεων για συστημική εισφορά επί των τραπεζών, που πρόκειται να καταβάλλεται σε ταμείο σταθερότητας για τη χρηματοδότηση μέτρων στο πλαίσιο ειδικού καθεστώτος εξυγίανσης. Οι λεπτομέρειες σχετικά με τον προορισμό της εισφοράς, το μέγεθος του ταμείου και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να επενδύονται και να χρησιμοποιούνται τα κεφάλαια δεν έχουν ακόμη καθορισθεί, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι με την εισφορά θα μπορούσε να αναμένεται ότι θα συγκεντρώνεται ποσό περίπου ενός δισεκατομμυρίου ευρώ ετησίως.

- Η Σουηδία δημιούργησε πρόσφατα «ταμείο σταθερότητας» για τράπεζες, σκοπός του οποίου είναι η χρηματοδότηση μέτρων αντιστάθμισης του κινδύνου σοβαρών διαταραχών του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη Σουηδία[14]. Ο στόχος που έχει τεθεί είναι να φθάσει το ταμείο εντός δεκαπέντε ετών το 2,5% του ΑΕΠ. Τη βάση για τη συγκρότησή του θα αποτελέσει κάποιο τέλος σταθερότητας καταβαλλόμενο από τράπεζες και άλλους πιστωτικούς οργανισμούς, ανερχόμενο σε 0,036% ετησίως, υπό μορφή εισφοράς επιβαλλόμενης σε ορισμένα μέρη των υποχρεώσεων του οργανισμού (με εξαίρεση το εταιρικό κεφάλαιο και ορισμένα χρεόγραφα για τίτλους μειωμένης εξασφάλισης.

- Το ΔΝΤ ανέφερε[15] ότι, με βάση παλαιότερη εμπειρία από κρίσεις, αναμένεται πως περίπου το 2 - 4% του ΑΕΠ θα είναι επαρκές για την τροφοδότηση ταμείων εξυγίανσης (αντιστοιχεί στις άμεσες δαπάνες της εξελισσόμενης τραπεζικής κρίσης), σε συνάρτηση και με το σχετικό μέγεθος του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Σε ορισμένα κράτη μέλη, έχει ήδη ανατεθεί σε καθεστώτα εγγύησης καταθέσεων (ΚΕΚ) η χρηματοδότηση της μεταφοράς καταθέσεων από την οντότητα που χρεοκοπεί[16]. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η χρησιμοποίηση ταμείων εγγύησης καταθέσεων για σκοπούς εξυγίανσης πρέπει να περιορίζεται στο ποσό το αναγκαίο για την απόδοση εγγυημένων καταθέσεων. Δαπάνες πέραν αυτού του ορίου πρέπει να επιβαρύνουν τα ταμεία εξυγίανσης. Επίσης, κατά το σχεδιασμό συστημάτων είναι αναγκαία η μέριμνα για την αποφυγή άσκοπων επικαλύψεων.

4.3. Η διακυβέρνηση ταμείων εξυγίανσης τραπεζών

Δεδομένου ότι το μέγεθος ταμείου εξυγίανσης τραπεζών ενδέχεται να είναι σημαντικό στις περισσότερες οικονομίες, οι κανόνες διακυβέρνησης του ταμείου είναι υψίστης σημασίας. Η συνεισφορά των τραπεζών στην κάλυψη των δαπανών μελλοντικής εξυγίανσης θα μπορούσε να διοχετεύεται είτε στο γενικό προϋπολογισμό είτε σε κάποιο ταμείο. Ορισμένα κράτη μέλη θα μπορούσαν να θεωρήσουν ελκυστική τη χρησιμοποίηση αυτών των εισφορών για τη μείωση του δημόσιου ελλείμματος τους. Όμως, μακροπρόθεσμα η παράλειψη σύστασης αποκλειστικών ταμείων εξυγίανσης ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της εξάρτησης του χρηματοπιστωτικού τομέα από δημόσια κονδύλια σε περίπτωση νέας κρίσης, και την περαιτέρω ενίσχυση του προβλήματος του ηθικού κινδύνου, που συνδέεται με οργανισμούς «πολύ μεγάλους για να χρεοκοπήσουν». Επιπλέον, θα παραμένει πάντοτε ο κίνδυνος εκτροπής για άλλες χρήσεις, με τον καιρό, εισφορών που έχουν καταβληθεί στο γενικό προϋπολογισμό.

Κατόπιν των ανωτέρω, κατά την άποψη της Επιτροπής, τα ταμεία εξυγίανσης τραπεζών πρέπει να παραμένουν διαχωρισμένα από τον εθνικό προϋπολογισμό και να προορίζονται αποκλειστικά και μόνο για δαπάνες εξυγίανσης.

Για πρακτικούς σκοπούς, η διοίκηση των ταμείων εξυγίανσης τραπεζών πρέπει να ανατίθεται σε αρχές που θα μπορούσε να αναλάβουν την εκκαθάριση χρηματοπιστωτικών οντοτήτων, και οι οποίες θα μπορούσε να ενεργήσουν ως ανεξάρτητα εκτελεστικά όργανα. Σε περιπτώσεις ανάθεσης νέων εξουσιών για τη διάθεση κονδυλίων, θα πρέπει να καθορίζονται σαφώς οι αρμοδιότητες. Η λειτουργική ανεξαρτησία από την κυβέρνηση αναμένεται ότι θα εξασφαλίσει πως τα ταμεία θα προορίζονται αυστηρά για την πληρωμή μέτρων εξυγίανσης. Οι λεπτομέρειες των ρυθμίσεων διακυβέρνησης θα πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω. Στο πλαίσιο αυτό προκύπτουν τρία ερωτήματα σχετικά με τη διαχείριση ταμείου:

i) Πώς πρέπει να γίνεται ο χειρισμός των εισπραττόμενων χρημάτων, ii) υπό ποίους όρους πρέπει τα κεφάλαια να χρησιμοποιούνται για τη εξυγίανση τραπεζών και iii) πώς πρέπει να λαμβάνονται οι αποφάσεις σχετικά με την κατανομή των δαπανών τις οποίες πρόκειται να καλύψουν τα ταμεία σε περίπτωση διασυνοριακής εξυγίανσης.

(i) Οι επενδύσεις των ταμείων πρέπει να πραγματοποιούνται σε καλώς διαφοροποιημένο από γεωγραφική άποψη χαρτοφυλάκιο, σε περιουσιακά στοιχεία όχι τραπεζικά και υψηλής ρευστότητας, με χαμηλό πιστωτικό κίνδυνο και κίνδυνο αγοράς, και κατά τρόπο που να στηρίζει την πραγματική οικονομία.

(ii) Από άποψη χρήσης των ταμείων, η Επιτροπή σκοπεύει να ορίσει εναρμονισμένο πλαίσιο εξυγίανσης, το οποίο θα έχει σκοπό την αποφυγή διαφορών οφειλόμενων στον τρόπο με τον οποίο οι εθνικές αρχές εφαρμόζουν τις εξουσίες και τα εργαλεία εξυγίανσης, περιορίζοντας με τον τρόπο αυτό στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Έτσι θα προσδιορίζονται ο χρόνος και ο τρόπος όσον αφορά τη δυνατότητα χρήσης των ταμείων εξυγίανσης.

(iii) Από άποψη ρυθμίσεων σε περίπτωση διασυνοριακής εξυγίανσης, η Επιτροπή σκοπεύει να υποβάλει προτάσεις για τον καθορισμό σαφών κανόνων όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο αναμένεται ότι θα πραγματοποιείται ο συντονισμός. Στον πυρήνα των ρυθμίσεων αυτών θα μπορούσε να τεθούν επιτροπές με συμμετοχή αρχών αρμόδιων για την εξυγίανση, με σκοπό να λαμβάνονται κοινές αποφάσεις όσον αφορά την προετοιμασία της εξυγίανσης σε διασυνοριακό τραπεζικό όμιλο, υπό την επιτήρηση κάποιας οντότητας όπως η μελλοντική Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, η οποία προτάθηκε από την Επιτροπή. Τα εν λόγω σχέδια εξυγίανσης, που θα βασίζονται σε σαφείς αρχές οι οποίες πρόκειται να καθορισθούν νομοθετικά, αναμένεται ότι θα περιλαμβάνουν συζητήσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα ήταν δυνατή η δίκαιη κατανομή βαρών και ο επιμερισμός δαπανών μεταξύ ιδιωτικώς χρηματοδοτούμενων ταμείων εξυγίανσης.

Τέλος, η χρησιμοποίηση ταμείων εξυγίανσης τραπεζών θα πρέπει να τηρεί τους κανόνες της ΕΕ περί κρατικών ενισχύσεων. Ο καθορισμός των επιχειρησιακών παραμέτρων των ταμείων εξυγίανσης θα πρέπει να λάβει δεόντως υπόψη δυνητικές επιπτώσεις των κρατικών ενισχύσεων. Έτσι, οι επεμβάσεις με χρήση ταμείων εξυγίανσης πρέπει να ενσωματώνουν στοιχεία που διευκολύνουν την εκτίμηση της συμβατότητάς τους, ιδίως όσον αφορά τους τύπους στήριξης που παρασχέθηκε, την ενδεδειγμένη κατανομή βαρών και την αποφυγή ανεπιθύμητων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

5. Προσεχεισ φασεισ

Η παρούσα ανακοίνωση συμβάλλει στις συζητήσεις σχετικά με εισφορές και ταμεία εξυγίανσης που θα λάβουν χώρα στο πλαίσιο των προσεχών συνόδων της ομάδας G-20. Είναι σημαντικό να επιτευχθεί ευρεία συμφωνία – εντός της ΕΕ και παγκοσμίως - επί των γενικών αρχών και των κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τα θέματα αυτά το ταχύτερο δυνατό, ώστε να αποφευχθεί η ανάπτυξη αποκλινουσών εθνικών προσεγγίσεων.

Η Επιτροπή καλεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 17ης Ιουνίου 2010 να προσυπογράψει τις αρχές και τους τρόπους δράσης που προτείνονται στην παρούσα ανακοίνωση και να ζητήσει από τους αντιπροσώπους της ΕΕ στην ομάδα χωρών G-20 να συνηγορήσουν σχετικά στις προσεχείς συνόδους.

Ως επόμενο βήμα στη δημιουργία συνολικού πλαισίου πρόληψης και διαχείρισης κρίσεων, τον Οκτώβριο του 2010 η Επιτροπή θα υποβάλει ανακοίνωση όπου θα περιέχονται χάρτης πορείας και τα ευρύτερα και λεπτομερέστερα σχέδιά της για την ανάπτυξη νέου πλαισίου διαχείρισης κρίσεων, καθώς και περαιτέρω εκτίμηση της βιωσιμότητας των εργαλείων διασφάλισης της συμμετοχής των πιστωτών σε εξυγίανση εγκαίρως (π.χ. με περικοπές σε πιστωτές). Η Επιτροπή έχει προγραμματίσει έκδοση νομοθετικών προτάσεων για τη διαχείριση κρίσεων και για τα ταμεία εξυγίανσης στις αρχές του έτους 2011 .

[1] Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το μέσο καθαρό άμεσο δημοσιονομικό κόστος της κρίσης ανήλθε στο 2,7% του ΑΕΠ για τις προηγμένες χώρες της ομάδας G-20, παρόλο που τα δεσμευθέντα ποσά, περιλαμβανόμενων των εγγυήσεων και άλλων ενδεχομένων υποχρεώσεων, ανήλθαν κατά μέσο όρο στο 25% του ΑΕΠ.

[2] Όπως προβλέπεται, το δημόσιο χρέος στις προηγμένες οικονομίες της ομάδας χωρών G-20 θα ανέλθει περίπου μέχρι τις 40 εκατοστιαίες μονάδες στο χρονικό διάστημα 2008 - 15 (βλ. ΔΝΤ).

[3] Συμπεράσματα του Συμβουλίου υπουργών οικονομικών (ECOFIN), της 18ης Μαΐου 2010.

[4] Σύμφωνα με το πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας της ΕΕ για τις τράπεζες, δηλαδή της οδηγίας 2006/48/EΚ σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, στην παρούσα ανακοίνωση ή αναφορά σε «τράπεζα» νοείται ότι περιλαμβάνει τράπεζες και επενδυτικές επιχειρήσεις.

[5] COM(2009) 561.

[6] Καινοτομική χρηματοδότηση σε παγκόσμιο επίπεδο - SEC(2010) 409 της 01.04.2010.

[7] Παραδείγματος χάρη μέσω της έκδοσης κεφαλαίου για ενδεχόμενες μελλοντικές ανάγκες, είτε με κεφαλαιοποίηση χρέους είτε με υποτιμημένα στοιχεία. Ήδη τέτοια μέσα έχουν εκδώσει ορισμένες τράπεζες, όπως η Lloyd και η Rabobank.

[8] Η προσέγγιση αυτή λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι ήδη σε ορισμένα κράτη μέλη υπάρχουν ταμεία εξυγίανσης.

[9] Το 2014 αποτελεί τη χρονολογία η οποία προβλέπεται στον προταθέντα κανονισμό για την ΕΑΠ για την αναθεώρηση των νέων ρυθμίσεων εποπτείας και για την εκτίμηση της εφικότητας της προσέγγισης προς ενιαία ευρωπαϊκή εποπτική αρχή.

[10] Σε επίπεδο τραπεζικών ρυθμίσεων, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει στήριξη στην υφιστάμενη δυναμικότητα, από άποψη παρακολούθησης της επικινδυνότητας όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία, εκτίμησης της πιθανότητας πτώχευσης (ΠΠ-PD) και της ζημίας σε περίπτωση αθέτησης (ΖΠΑ-LGD), προκειμένου να υπολογιστεί το σχετικό μέγεθος των εισφορών.

[11] Η χρησιμοποίηση των υποχρεώσεων ως βάσης υπολογισμού του ποσού της εισφοράς είναι η προσέγγιση που προτιμά το ΔΝΤ.

[12] Πρόσφατα, ορισμένα κράτη μέλη αποφάσισαν να θεσπίσουν φόρους επί των επιβραβεύσεων. Οι φόροι αυτοί διαφέρουν από την εισφορά επί των τραπεζών, την οποία αφορά η παρούσα ανακοίνωση.

[13] Σε περίπτωση που εκ των προτέρων συγκεντρωθέντα κεφάλαια αποδεικνύονται ανεπαρκή για την κάλυψη των δαπανών εξυγίανσης, τα ταμεία εξυγίανσης πρέπει οπωσδήποτε να υποστηριχθούν με επαρκώς αξιόπιστη εναλλακτική χρηματοδότηση.

[14] Η εντολή πρέπει να νοηθεί ευρύτερα σε σχέση με τα «ταμεία εξυγίανσης τραπεζών» που περιγράφονται από την Επιτροπή.

[15] A Fair and Substantial Contribution by the Financial Sector, Interim report for the G-20 (Δίκαιη και ουσιαστική συμβολή του χρηματοπιστωτικού τομέα, ενδιάμεση έκθεση για την ομάδα χωρών G-20), Απρίλιος 2010.

[16] Κατά την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση υπήρξαν διάφορα παραδείγματα χρεοκοπίας τραπεζών κατά τρόπο ομαλό με χρησιμοποίηση του καθεστώτος εγγύησης καταθέσεων. Με τα παραδείγματα αυτά παρέχονται εξηγήσεις σχετικά με τις δυνητικές δαπάνες τις συνδεόμενες με χρεοκοπίες μικρομεσαίων τραπεζών (π.χ. Dunfermline Building Society 1,5 δισεκατομμύρια λίρες, Bradford & Bingley 14 δισεκατομμύρια £).

Top