EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52009PC0344

Πρόταση Απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με τις αιτήσεις αντιπαραβολής με τα δεδομένα EURODAC που υποβάλλονται από τις αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών και την Ευρωπόλ για σκοπούς επιβολής του νόμου {COM(2009) 342 τελικό} {SEC(2009) 936} {SEC(2009) 937}

/* COM/2009/0344 τελικό - CNS 2009/0130 */

52009PC0344




[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 10.9.2009

COM(2009) 344 τελικό

2009/0130 (CNS)

Πρόταση

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τις αιτήσεις αντιπαραβολής με τα δεδομένα EURODAC που υποβάλλονται από τις αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών και την Ευρωπόλ για σκοπούς επιβολής του νόμου

{COM(2009) 342 τελικό}{SEC(2009) 936}{SEC(2009) 937}

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. Πλαίσιο της πρότασης |

110 | Λόγοι και στόχοι της πρότασης Οι πληροφορίες για τους πολίτες των κρατών μελών της ΕΕ και για τους υπηκόους τρίτων χωρών διατίθενται σε διάφορες μορφές και με διάφορα συστήματα στα κράτη μέλη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εθνικές και κοινοτικές πράξεις ορίζουν τους κανόνες και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι αρχές επιβολής του νόμου μπορούν να έχουν πρόσβαση στις συγκεκριμένες πληροφορίες για να ασκήσουν τα νόμιμα καθήκοντά τους. Τα δακτυλικά αποτυπώματα αποτελούν ιδιαίτερα χρήσιμη πληροφορία για τους σκοπούς της επιβολής του νόμου επειδή συνιστούν σημαντικό στοιχείο για τη διαπίστωση της ακριβούς ταυτότητας ενός προσώπου. Η χρησιμότητα βάσεων δεδομένων με δακτυλικά αποτυπώματα για την καταπολέμηση του εγκλήματος αποτελεί γεγονός που έχει επανειλημμένα αναγνωρισθεί. Τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων των αιτούντων άσυλο συλλέγονται και αποθηκεύονται στο κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση ασύλου, καθώς και στο σύστημα EURODAC. Σε όλα τα κράτη μέλη που απάντησαν στο ερωτηματολόγιο των υπηρεσιών της Επιτροπής, οι αρχές επιβολής του νόμου έχουν άμεση ή έμμεση πρόσβαση στις εθνικές βάσεις δεδομένων που περιλαμβάνουν τα δακτυλικά αποτυπώματα των αιτούντων άσυλο για τους σκοπούς της καταπολέμησης του εγκλήματος. Κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης με τους εμπειρογνώμονες κατέστη σαφές ότι εκείνες οι εθνικές αρχές επιβολής του νόμου που συμβουλεύονται τις εθνικές βάσεις δεδομένων που περιλαμβάνουν τα δακτυλικά αποτυπώματα των αιτούντων άσυλο στο πλαίσιο ποινικών ερευνών θεωρούν το ποσοστό σύμπτωσης (hit) σημαντικό. Εντούτοις, ενώ τα κράτη μέλη έχουν ικανοποιητική πρόσβαση στα δακτυλικά αποτυπώματα των αιτούντων άσυλο σε εθνικό επίπεδο, φαίνεται ότι η πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων άλλων κρατών μελών, στις οποίες καταχωρούνται τα δακτυλικά αποτυπώματα των αιτούντων άσυλο, είναι περισσότερο προβληματική. Ο λόγος του φαινομένου αυτού είναι ότι υπάρχει διαρθρωτικό κενό όσον αφορά την πληροφόρηση και τον έλεγχο επειδή δεν υπάρχει επί του παρόντος ενιαίο σύστημα, στο οποίο να έχουν πρόσβαση οι αρχές επιβολής του νόμου, και το οποίο να επιτρέπει να προσδιοριστεί το κράτος μέλος το οποίο διαθέτει πληροφορίες για κάποιον αιτούντα άσυλο. Αν η αίτηση ενός εθνικού AFIS (Αυτόματο Σύστημα Αναγνώρισης Δακτυλικών Αποτυπωμάτων, ΑΣΑΔΑ) που εφαρμόζει την απόφαση 2008/615/ΔΕΥ του Συμβουλίου σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος (απόφαση Prüm) η οποία θα πρέπει να εφαρμοστεί από τα κράτη μέλη μέχρι τον Ιούνιο του 2011, δεν καταλήγει σε «σύμπτωση», αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πληροφορίες σε κάποιο κράτος μέλος. Ως εκ τούτου, οι αρχές επιβολής του νόμου όχι μόνο θα συνεχίσουν να αγνοούν το κατά πόσον υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες και σε ποιο κράτος μέλος, αλλά συχνά επίσης το κατά πόσον η συγκεκριμένη πληροφορία αφορά το ίδιο πρόσωπο. Οι υπάλληλοι που είναι αρμόδιοι για την επιβολή του νόμου θα γνωρίζουν μόνο το κατά πόσον υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες σε βάση δεδομένων κάποιου άλλου κράτους μέλους, εάν οι δικαστικές αρχές τους εκδώσουν αίτημα αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής με το οποίο θα ζητούν από το άλλο κράτος μέλος να ερευνήσει τις δικές του βάσεις δεδομένων και να αποστείλει τις σχετικές πληροφορίες. |

120 | Γενικό πλαίσιο Το πρόγραμμα της Χάγης όριζε ότι η ανταλλαγή πληροφοριών για την ενίσχυση της ασφάλειας πρέπει να βελτιωθεί. Μία από τις ιδέες που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα είναι να γίνει πλήρης χρήση της νέας τεχνολογίας, μεταξύ άλλων - όταν χρειάζεται - με απευθείας (επιγραμμική) πρόσβαση για τις αρχές επιβολής του νόμου, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπόλ, σε υπάρχουσες κεντρικές βάσεις δεδομένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα συμπεράσματα της Μεικτής Επιτροπής του Συμβουλίου ΔΕΥ της 12ης και 13ης Ιουνίου 2007 ανέφεραν ότι, για να επιτευχθεί πλήρως ο σκοπός της βελτίωσης της ασφάλειας και της ενίσχυσης του αγώνα κατά της τρομοκρατίας, πρέπει να χορηγηθεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις πρόσβαση στο EURODAC στις αστυνομικές αρχές και στις αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών, καθώς και στην Ευρωπόλ, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους που έχουν σχέση με την πρόληψη, την εξακρίβωση και τη διερεύνηση τρομοκρατικών εγκλημάτων και άλλων σοβαρών αξιοποίνων πράξεων. Κάλεσε ως εκ τούτου την Επιτροπή να υποβάλει το συντομότερο δυνατό της απαραίτητες προτάσεις για την επίτευξη αυτού του στόχου. Η έλλειψη της δυνατότητας των αρχών επιβολής του νόμου να έχουν πρόσβαση στο EURODAC για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και άλλων σοβαρών αξιοποίνων πράξεων αναφέρθηκε επίσης στην Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, της διαλειτουργικότητας και των συνεργιών μεταξύ των ευρωπαϊκών βάσεων δεδομένων στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων της 24ης Νοεμβρίου 2005. Τα υπάρχοντα μέσα για την ανταλλαγή πληροφοριών των αρχών επιβολής του νόμου δεν επιτρέπουν να καθοριστεί εγκαίρως με επαρκή βεβαιότητα το κατά πόσον ένα κράτος μέλος διαθέτει πράγματι δακτυλικά αποτυπώματα σχετικά με κάποιον αιτούντα άσυλο. Αυτό σημαίνει ότι εάν δεν υπάρξει δράση σε κοινοτικό επίπεδο, οι αρχές επιβολής του νόμου θα συνεχίσουν να αγνοούν το κατά πόσον υπάρχουν πληροφορίες για ένα δακτυλικό αποτύπωμα, σε ποιο κράτος μέλος διατίθενται οι συγκεκριμένες πληροφορίες, και κατά πόσον οι πληροφορίες αυτές αφορούν το ίδιο πρόσωπο. Χωρίς αποτελεσματικά και αξιόπιστα μέσα για τον καθορισμό του κατά πόσον διατίθενται πληροφορίες σε ένα άλλο κράτος μέλος, η δράση των δημοσίων αρχών είτε καθίσταται απαγορευτικά δαπανηρή είτε εμποδίζει σοβαρά την εφαρμογή του νόμου επειδή δεν μπορεί να αναληφθεί περαιτέρω αποτελεσματική και εύλογη δράση για να προσδιοριστεί η ταυτότητα ενός προσώπου. |

130 | Υφιστάμενες διατάξεις στον τομέα της πρότασης Κανονισμός (EΚ) αριθ. 2725/2000 του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με τη θέσπιση του «Eurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή της σύμβασης του Δουβλίνου (κανονισμός «Eurodac»). Στις 3 Δεκεμβρίου 2008, η Επιτροπή εξέδωσε πρόταση για την τροποποίηση του κανονισμού EURODAC προκειμένου να καταστήσει το σύστημα EURODAC πιο αποτελεσματικό. Υπάρχουν επί του παρόντος ορισμένες κοινοτικές πράξεις που επιτρέπουν σε ένα κράτος μέλος να αναζητήσει σε άλλο κράτος μέλος δακτυλικά αποτυπώματα και άλλα δεδομένα που βρίσκονται στην κατοχή των αρχών επιβολής του νόμου. Η πρώτη πράξη που φαίνεται να χρησιμοποιείται για την αναζήτηση δακτυλικών αποτυπωμάτων είναι η απόφαση Prüm. Στη βάση της συγκεκριμένης απόφασης του Συμβουλίου, τα κράτη μέλη παρέχουν αμοιβαία αυτόματη πρόσβαση στα εθνικά συστήματα AFIS βάσει αιτήματος για να διαπιστωθεί η σύμπτωση (hit)/η απουσία σύμπτωσης (no hit). Αν το αίτημα βάσει της απόφασης Prüm καταλήξει σε σύμπτωση (hit), μπορούν να ληφθούν συμπληρωματικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων προσωπικών δεδομένων, στο κράτος μέλος που καταχώρησε τα δακτυλικά αποτυπώματα στο εθνικό του σύστημα AFIS (ΑΣΑΔΑ) εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο, όπως επίσης μπορεί να χορηγηθεί αμοιβαία δικαστική συνδρομή. Ενώ η συγκεκριμένη διαδικασία μπορεί να είναι επιτυχής για εκείνα τα κράτη μέλη που αποθηκεύουν δακτυλικά αποτυπώματα των αιτούντων άσυλο μαζί με άλλα δακτυλικά αποτυπώματα που συλλέγονται από τις αρχές επιβολής του νόμου σε εθνικό σύστημα AFIS (ΑΣΑΔΑ), θα είναι ανεπιτυχής για εκείνα τα κράτη μέλη που δεν αποθηκεύουν δακτυλικά αποτυπώματα των αιτούντων άσυλο στο εθνικό τους σύστημα AFIS (ΑΣΑΔΑ), εκτός εάν υπάρχει σχέση με εγκληματική πράξη. Μία άλλη πράξη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αναζήτηση δακτυλικών αποτυπωμάτων είναι η απόφαση πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου (FWD 2006/960). Αυτή η πράξη διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών (δακτυλικά αποτυπώματα και συμπληρωματικές πληροφορίες) οι οποίες βρίσκονται στην κατοχή ή τη διάθεση των αρχών επιβολής του νόμου στα κράτη μέλη. Η συγκεκριμένη πράξη ισχύει από τις 18 Δεκεμβρίου 2008. Το τελευταίο νομικό μέσο που μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα κράτη μέλη είναι η αμοιβαία δικαστική συνδρομή σύμφωνα με την οποία οι δικαστικές αρχές των κρατών μελών μπορούν να ζητήσουν να έχουν πρόσβαση σε δακτυλικά αποτυπώματα που έχουν συγκεντρωθεί για εγκληματικούς ή μη εγκληματικούς σκοπούς, συμπεριλαμβανομένων των δακτυλικών αποτυπωμάτων των αιτούντων άσυλο βάσει της σύμβασης αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις. Τα δύο τελευταία μέσα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν όταν το κράτος μέλος που διαθέτει δεδομένα για κάποιο δακτυλικό αποτύπωμα είναι άγνωστο. Επί του παρόντος δεν υπάρχει σύστημα που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον εντοπισμό ενός τέτοιου κράτους μέλους. |

140 | Συνοχή με άλλες πολιτικές και στόχους της Ένωσης Η πρόταση συμβαδίζει πλήρως με τη συνολική επιδίωξη της εγκαθίδρυσης ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Ιδιαίτερα, η παρούσα πρόταση αποτέλεσε το αντικείμενο εμπεριστατωμένου ελέγχου για να εξασφαλισθεί ότι οι διατάξεις της είναι πλήρως συμβατές με τα θεμελιώδη δικαιώματα και κυρίως με το δικαίωμα ασύλου και το δικαίωμα προστασίας προσωπικών δεδομένων όπως ορίζεται αντίστοιχα στο άρθρο 8 (προστασία προσωπικών δεδομένων) και στο άρθρο 18 (δικαίωμα ασύλου) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, όπως αντικατοπτρίζεται στην εκτίμηση επιπτώσεων που συνοδεύει την παρούσα πρόταση. Όσον αφορά την ιδιαίτερη κατάσταση των προσώπων που αναζητούν διεθνή προστασία, εκφράστηκε ο φόβος ότι τα δεδομένα που λαμβάνονται από το σύστημα EURODAC για λόγους επιβολής του νόμου θα μπορούσαν να καταλήξουν στα χέρια χωρών από τις οποίες οι αιτούντες διέφυγαν και στις οποίες υπάρχει φόβος διώξεων. Αυτό θα μπορούσε να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα για τον αιτούντα, τους συγγενείς και φίλους του, αποθαρρύνοντας τοιουτοτρόπως τους ενδεχόμενους πρόσφυγες από το να υποβάλουν αίτηση για να τους χορηγηθεί διεθνής προστασία. Σαν αποτέλεσμα της συγκεκριμένης έρευνας, η πρόταση περιλαμβάνει ειδική απαγόρευση κοινοποίησης σε τρίτες χώρες, οργανώσεις ή οντότητες προσωπικών δεδομένων που αποκτώνται σύμφωνα με την παρούσα πρόταση. Επιπλέον, προβλέπεται από την πρόταση εκτεταμένος μηχανισμός ελέγχου και αξιολόγησης. Η συγκεκριμένη αξιολόγηση θα διερευνά το κατά πόσον η εφαρμογή της απόφασης οδήγησε σε στιγματισμό προσώπων που ζητούν διεθνή προστασία. Επιπλέον, για να παραμείνει έννομη και αναλογική η παρέμβαση στο δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων, έχουν προβλεφθεί αυστηρές προϋποθέσεις πρόσβασης, σύμφωνα με τις οποίες αποκλείεται η αναζήτηση δακτυλικών αποτυπωμάτων στο σύστημα EURODAC σε βάση ρουτίνας. Η πρόταση είναι επίσης πλήρως συμβατή με τις αρχές προστασίας δεδομένων, επειδή εφαρμόζεται σε αυτήν η απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αποτελούν το αντικείμενο επεξεργασίας στο πλαίσιο αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (2008/977/ΔΕΥ). Η απόφαση πλαίσιο ορίζει τις αρχές τις οποίες πρέπει να τηρούν τα κράτη μέλη όταν επεξεργάζονται δεδομένα που έχουν ληφθεί από βάση δεδομένων της ΕΕ, όπως είναι η βάση EURODAC, ενώ ταυτόχρονα ζητεί από τα κράτη μέλη να επιβάλλουν αποτελεσματικές κυρώσεις για παραβιάσεις των αρχών προστασίας δεδομένων. |

2. Διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη και εκτίμηση επιπτώσεων |

Διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη |

211 | Μέθοδοι διαβούλευσης, κύριοι τομείς-στόχοι και γενικά χαρακτηριστικά των συνομιλητών Η Επιτροπή διαβουλεύθηκε με τα κράτη που εφαρμόζουν το κεκτημένο του Δουβλίνου, όπως είναι τα κράτη μέλη, η Ισλανδία, η Νορβηγία και η Ελβετία καθώς και με την Ευρωπόλ μέσω δύο ερωτηματολογίων και μιας συνάντησης εμπειρογνωμόνων που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες στις 25-26 Σεπτεμβρίου 2007, κατά τη διάρκεια της οποίας οι εμπειρογνώμονες είχαν την ευκαιρία να διευκρινίσουν τις απαντήσεις που δόθηκαν στα ερωτηματολόγια και να εκφράσουν περαιτέρω απόψεις. Δεύτερον, η Επιτροπή διαβουλεύθηκε με διακυβερνητικές οργανώσεις, μη κυβερνητικές οργανώσεις και άλλους επιστημονικούς πραγματογνώμονες που εργάζονται στον τομέα του δικαίου ή της πολιτικής που αφορά το άσυλο καθώς και στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της προστασίας δεδομένων κατά τη διάρκεια συνεδρίασης που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες στις 8 Οκτωβρίου 2007. Τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Cavada, Klamt και Ludford συμμετείχαν επίσης στην ίδια συνεδρίαση. Τέλος , η Επιτροπή διαβουλεύθηκε με αντιπροσώπους των εθνικών αρχών προστασίας δεδομένων των κρατών που εφαρμόζουν το κεκτημένο του Δουβλίνου, καθώς επίσης με την κοινή εποπτική αρχή της Ευρωπόλ και τον ευρωπαίο επόπτη προστασίας δεδομένων κατά τη διάρκεια συνεδρίασης που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες στις 11 Οκτωβρίου 2007. |

212 | Σύνοψη των απαντήσεων και τρόπος με τον οποίο ελήφθησαν υπόψη Η διαδικασία διαβουλεύσεων συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση της νομοθετικής πρότασης. Ειδικότερα, επηρέασε την επιλογή της νομοθετικής πράξης και τις διάφορες παραμέτρους της επιλογής. Οι διαβουλεύσεις απέδειξαν ότι τα κράτη μέλη διατίθενται ιδιαίτερα ευνοϊκά στη δυνατότητα να αντιπαραβάλλουν δακτυλικά αποτυπώματα με το σύστημα EURODAC για σκοπούς επιβολής του νόμου, ενώ η στάση των ΜΚΟ που ασχολούνται με τις πολιτικές ελευθερίες και το άσυλο δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή. Η πρόταση αποτελεί εξισορρόπηση των θέσεων των διαφόρων ενδιαφερομένων ομάδων και περιλαμβάνει διάφορες εγγυήσεις και περιορισμούς. |

Συγκέντρωση και χρήση εμπειρογνωμοσύνης |

229 | Δεν υπήρξε ανάγκη προσφυγής σε εξωτερικούς εμπειρογνώμονες. |

230 | Εκτίμηση επιπτώσεων Η εκτίμηση επιπτώσεων εξέτασε τρεις επιλογές και σειρά δευτερευουσών επιλογών. Οι επιλογές ήταν οι ακόλουθες: μη ανάληψη δράσης, νομοθετική επιλογή που καθιστά δυνατή την αντιπαραβολή με τα δεδομένα EURODAC για σκοπούς επιβολής του νόμου και νομοθετική επιλογή που καθιστά δυνατή την αντιπαραβολή με τα δεδομένα EURODAC για σκοπούς επιβολής του νόμου ενώ ταυτόχρονα ρυθμίζεται η ανταλλαγή συμπληρωματικών πληροφοριών που έπονται μιας «σύμπτωσης (hit)» με τα δεδομένα EURODAC. Μια τέταρτη επιλογή εξετάστηκε αρχικά αλλά απερρίφθη επειδή το κόστος θα ήταν δυσανάλογο. Μεταξύ της επιλογής της «μη δράσης» και των επιλογών που προβλέπουν νομοθετική πρόταση, οι δεύτερες παρουσιάζουν σαφή προτερήματα. Η πρόσβαση των αρχών επιβολής του νόμου στο σύστημα EURODAC είναι ο μόνος έγκυρος, κατάλληλος, ασφαλής και οικονομικά αποδοτικός τρόπος για να προσδιοριστεί το κατά πόσον υπάρχουν δεδομένα σχετικά με αυτούς που ζητούν άσυλο στα κράτη μέλη. Δεν υπάρχει άλλη εύλογη αποτελεσματική εναλλακτική λύση πέραν του EURODAC, η οποία να επιτρέπει στις αρχές επιβολής του νόμου την επίτευξη του ίδιου αποτελέσματος, για να διαπιστωθεί ή να επαληθευθεί η ακριβής ταυτότητα των αιτούντων άσυλο. Αυτή η μοναδική ταυτοποίηση είναι ουσιαστικής σημασίας για τις αρχές επιβολής του νόμου όσον αφορά την πρόληψη και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και άλλων σοβαρών αξιοποίνων πράξεων στις οποίες εμπλέκονται υπήκοοι τρίτων χωρών, καθώς και για την προστασία των θυμάτων των τρομοκρατικών ή άλλων σοβαρών εγκλημάτων. Η πρόσβαση στο Eurodac δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη προς τους σκοπούς που πρέπει να επιτευχθούν. Μεταξύ των δύο επιλογών που συνεπάγονται νομοθετικά μέτρα, αμφότερες οι επιλογές έχουν τις ίδιες συνέπειες σε σχέση με τα θεμελιώδη δικαιώματα. Η τρίτη επιλογή θα μπορούσε να θέσει στη διάθεση των κρατών μελών συμπληρωματικές πληροφορίες για τους αιτούντες άσυλο μέσω ειδικής διαδικασίας κατά περίπτωση, ενώ η δεύτερη επιλογή προβλέπει τη χρήση υφιστάμενων μέσων για να διευκολύνει την πρόσβαση σε συμπληρωματικές πληροφορίες αυτού του είδους. Παρά το γεγονός ότι η επίτευξη των στόχων θα ήταν πιο αποτελεσματική σύμφωνα με την τρίτη επιλογή, θεωρείται ότι το κόστος εφαρμογής αυτής της επιλογής θα ήταν υψηλότερο σε σύγκριση με τη δεύτερη. Επιπλέον, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ισχύοντα μέσα που χρησιμοποιούνται για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου δεν θα επαρκούν και για την ανταλλαγή συμπληρωματικών πληροφοριών. |

231 | Η Επιτροπή διεξήγαγε εκτίμηση επιπτώσεων η οποία αναφέρεται στο πρόγραμμα εργασίας SEC(2009) 936. |

3. Νομικά στοιχεία της πρότασης |

305 | Σύνοψη της προτεινόμενης ενέργειας Η προτεινόμενη δράση δημιουργεί τη βάση του δικαιώματος των κρατών μελών καθώς και της Ευρωπόλ να ζητούν αντιπαραβολή των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων ή λανθανόντων δακτυλικών αποτυπωμάτων με τα δεδομένα EURODAC. Η επιτυχής αντιπαραβολή καταλήγει σε απάντηση εκ μέρους της EURODAC με την οποία διαπιστώνεται η «σύμπτωση», και η οποία συνοδεύεται απ’ όλα τα δεδομένα που βρίσκονται στην κατοχή του συστήματος EURODAC σε σχέση με δακτυλικά αποτυπώματα. Οι αιτήσεις για συμπληρωματικές πληροφορίες που ακολουθούν μια «σύμπτωση» δεν ρυθμίζονται στην προτεινόμενη απόφαση του Συμβουλίου αλλά μάλλον θα καλύπτονται από ισχύουσες νομικές πράξεις για την ανταλλαγή πληροφοριών που αφορούν την επιβολή του νόμου. Το πεδίο της πρότασης θα είναι η καταπολέμηση των τρομοκρατικών εγκλημάτων και άλλων σοβαρών αξιοποίνων πράξεων, όπως η εμπορία ανθρώπων και το λαθρεμπόριο ναρκωτικών. Παρά το γεγονός ότι τώρα το σύστημα EURODAC δεν προσφέρει τη δυνατότητα έρευνας στις βάσεις δεδομένων στη βάση λανθανόντων δακτυλικών αποτυπωμάτων, αυτή η δυνατότητα έρευνας μπορεί να προστεθεί στο σύστημα EURODAC σύμφωνα με το σχέδιο για το σύστημα βιομετρικών αντιστοιχιών (Biometric Matching System, BMS). Αυτή η δυνατότητα έρευνας είναι πολύ σημαντική για τις αρχές επιβολής του νόμου, δεδομένου ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η μόνη δυνατότητα είναι η εξεύρεση λανθανόντων δακτυλικών αποτυπωμάτων στους ερευνώμενους τόπους διάπραξης εγκλήματος. |

310 | Νομική βάση Η συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδιαίτερα το άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο β) και το άρθρο 34 παράγραφος 2 στοιχείο γ). |

320 | Αρχή της επικουρικότητας Η αρχή της επικουρικότητας εφαρμόζεται στο βαθμό που η πρόταση δεν υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητας της Κοινότητας. |

Οι στόχοι της πρότασης δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη για τον ακόλουθο λόγο/τους ακόλουθους λόγους. |

321 | Οι προτεινόμενες δράσεις απαιτούν τροποποίηση του κανονισμού EURODAC για να προστεθεί ένας δευτερεύων σκοπός, που είναι η χρήση των δεδομένων EURODAC στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του εγκλήματος. Αυτή η τροποποίηση μπορεί να προταθεί μόνο από την Επιτροπή. Χωρίς αυτή την τροποποίηση, τα κράτη μέλη δεν έχουν το δικαίωμα να δράσουν. |

323 | Οποιαδήποτε μεμονωμένη δράση των κρατών μελών φαίνεται να είναι απαγορευτικά δαπανηρή και δυσανάλογη. |

Η κοινοτική δράση θα επιτύχει καλύτερα τους στόχους της πρότασης για τον ακόλουθο λόγο/τους ακόλουθους λόγους. |

324 | Το δικαίωμα αναζήτησης στοιχείων στο σύστημα EURODAC είναι ο απλούστερος, πιο αναλογικός και ελάχιστα δαπανηρός τρόπος για να καλυφθεί το κενό πληροφόρησης που εντοπίστηκε. |

327 | Τα προτεινόμενα μέτρα επιτρέπουν απλά την υποβολή αίτησης αντιπαραβολής με τα δεδομένα EURODAC. Η περαιτέρω συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών επαφίεται σε ισχύουσες νομικές πράξεις και στα κράτη μέλη. |

Η πρόταση ως εκ τούτου συμφωνεί με την αρχή της επικουρικότητας. |

Αρχή της αναλογικότητας Η πρόταση είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας για τον ακόλουθο λόγο/τους ακόλουθους λόγους. |

331 | Η πρόσβαση των αρχών επιβολής του νόμου στο σύστημα EURODAC είναι ο μόνος έγκαιρος, ακριβής, ασφαλής και οικονομικά αποδοτικός τρόπος για να διαπιστωθεί το κατά πόσον και που υπάρχουν δεδομένα σε σχέση με τους αιτούντες άσυλο στα κράτη μέλη. Δεν υπάρχει εύλογη αποτελεσματική εναλλακτική λύση πέραν του συστήματος EURODAC που να επιτρέπει στις αρχές επιβολής του νόμου να επιτύχουν το ίδιο αποτέλεσμα που είναι η εξακρίβωση ή ο έλεγχος της ακριβούς ταυτότητας των αιτούντων άσυλο. Τα προτεινόμενα μέτρα επικεντρώνονται ουσιαστικά στο δικαίωμα της αναζήτησης πληροφοριών και δεν υπερβαίνουν αυτό που είναι απαραίτητο για την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου. |

332 | Το προτεινόμενο μέτρο συνεπάγεται τις ελάχιστες δαπάνες για την Κοινότητα και τα κράτη μέλη, δεδομένα ότι χρησιμοποιεί υφιστάμενες βάσεις δεδομένων και ισχύουσες δομές ανταλλαγής πληροφοριών και δεν επιδιώκει τη δημιουργία νέων συστημάτων αυτού του είδους. |

Επιλογή των νομικών μέσων |

341 | Προτεινόμενα μέσα: |

342 | Δεν κρίθηκαν κατάλληλα άλλα μέσα για τον ακόλουθο λόγο/τους ακόλουθους λόγους. Δεδομένου ότι διακυβεύονται θεμελιώδη δικαιώματα, άλλα ρυθμιστικά μέσα πέραν της απόφασης βάσει του τίτλου VI της συνθήκης ΕΕ δεν φαίνονται ενδεδειγμένα. |

4. Δημοσιονομική επίιπτωση |

401 | Η πρόταση θα απαιτήσει τεχνική τροποποίηση του EURODAC για να εξασφαλιστεί η δυνατότητα διεξαγωγής αντιπαραβολής στη βάση λανθανόντων δακτυλικών αποτυπωμάτων. |

5. Συμπληρωματικές πληροφορίες |

Ρήτρα επανεξέτασης/αναθεώρησης/λήξης ισχύος |

531 | Η πρόταση περιλαμβάνει ρήτρα επανεξέτασης. |

E-12135 |

2009/0130 (CNS)

Πρόταση

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τις αιτήσεις αντιπαραβολής με τα δεδομένα EURODAC που υποβάλλονται από τις αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών και την Ευρωπόλ για σκοπούς επιβολής του νόμου

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδίως το άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο β) και το άρθρο 34 παράγραφος 2 στοιχείο γ),

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου[1],

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Το πρόγραμμα της Χάγης για την ενίσχυση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως θεσπίστηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 4 Νοεμβρίου 2004, επεδίωκε τη βελτίωση της διασυνοριακής ανταλλαγής δεδομένων, διευρύνοντας επίσης την πρόσβαση στα υφιστάμενα συστήματα αρχειοθέτησης δεδομένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(2) Είναι σημαντικό για την καταπολέμηση των τρομοκρατικών εγκλημάτων και άλλων σοβαρών αξιοποίνων πράξεων να τίθενται στη διάθεση των αρχών επιβολής του νόμου όσο το δυνατόν πιο πλήρεις και ενημερωμένες πληροφορίες που διευκολύνουν την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο σύστημα EURODAC που δημιουργήθηκε με τον κανονισμό (EΚ) αριθ …/… του Συμβουλίου [ νέος κανονισμός Eurodac ][2] είναι απαραίτητες για τους σκοπούς της πρόληψης, εξακρίβωσης και διερεύνησης τρομοκρατικών εγκλημάτων και άλλων σοβαρών αξιοποίνων πράξεων. Ως εκ τούτου, τα δεδομένα που αποθηκεύονται στο EURODAC πρέπει να είναι διαθέσιμα, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παρούσα απόφαση, για να μπορεί να γίνει αντιπαραβολή από τις εντεταλμένες αρχές των κρατών μελών και από την Ευρωπόλ.

(3) Η Επιτροπή τόνισε στην ανακοίνωσή της προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, της λειτουργικότητας και των συνεργιών μεταξύ των ευρωπαϊκών βάσεων δεδομένων στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων[3] της 24ης Νοεμβρίου 2005, ότι οι αρχές που είναι υπεύθυνες για την εσωτερική ασφάλεια θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στο EURODAC σε σαφώς καθορισμένες περιπτώσεις, όταν υπάρχει βάσιμη υπόνοια ότι ο δράστης τρομοκρατικής ή άλλης σοβαρής εγκληματικής πράξης έχει υποβάλει αίτηση για να του χορηγηθεί άσυλο. Στην ανακοίνωση, η Επιτροπή διαπίστωνε επίσης ότι η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει την υποχρέωση να πραγματοποιούνται έρευνες για τους σκοπούς αυτούς μόνο σε περίπτωση που αυτό απαιτείται από το ανώτερο συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας, δηλαδή, σε περίπτωση που η εγκληματική ή τρομοκρατική αυτή πράξη είναι τόσο αξιόμεμπτη που δικαιολογεί την αναζήτηση σε βάση δεδομένων στην οποία καταχωρούνται πρόσωπα με καθαρό ποινικό μητρώο και κατέληγε ότι το κατώφλι για την έρευνα των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εσωτερική ασφάλεια στη βάση EURODAC πρέπει επομένως να είναι πάντοτε σημαντικά υψηλότερο από το κατώφλι που ισχύει για την έρευνα σε βάσεις δεδομένων που έχουν σχέση με την εγκληματικότητα.

(4) Επιπλέον, η Ευρωπόλ διαδραματίζει βασικό ρόλο όσον αφορά τη συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών στον τομέα της διασυνοριακής διερεύνησης εγκλημάτων, συμβάλλοντας στην πρόληψη, την ανάλυση και τη διερεύνηση της εγκληματικότητας σε επίπεδο Ένωσης. Κατά συνέπεια, η Ευρωπόλ πρέπει να έχει εξίσου πρόσβαση στα δεδομένα EURODAC στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων της και σύμφωνα με την απόφαση για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ) αριθ. (2009/371/ΔΕΥ)[4].

(5) Η παρούσα απόφαση συμπληρώνει τον κανονισμό (EΚ) αριθ. […/…] [νέος κανονισμός Eurodac] , στο βαθμό που παρέχει νομική βάση σύμφωνα με τον τίτλο VI της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να δώσει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη και την Ευρωπόλ να υποβάλλουν αιτήσεις για αντιπαραβολή με τα δεδομένα EURODAC.

(6) Δεδομένου ότι το EURODAC δημιουργήθηκε για να διευκολύνει την εφαρμογή του κανονισμού του Δουβλίνου, η πρόσβαση στο EURODAC για τους σκοπούς της πρόληψης, εξακρίβωσης ή διερεύνησης τρομοκρατικών εγκλημάτων και άλλων σοβαρών αξιοποίνων πράξεων αποτελεί αλλαγή του αρχικού σκοπού του EURODAC, που επηρεάζει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής των ατόμων των οποίων τα προσωπικά δεδομένα αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας από το σύστημα EURODAC. Κάθε τέτοια παρέμβαση πρέπει να είναι σύννομη, πρέπει να διατυπώνεται με επαρκή σαφήνεια ώστε να επιτρέπει στα άτομα να προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους, πρέπει να προστατεύει τους πολίτες από καταχρήσεις και τέλος πρέπει να προσδιορίζει με επαρκή σαφήνεια το πεδίο της διακριτικής ευχέρειας που αναγνωρίζεται στις αρμόδιες αρχές και τον τρόπο άσκησής της. Σε μια δημοκρατική κοινωνία, κάθε παρέμβαση πρέπει να είναι απαραίτητη για την επίτευξη έννομου και ανάλογου συμφέροντος και να είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο στόχο.

(7) Παρά το γεγονός ότι ο αρχικός σκοπός της δημιουργίας του EURODAC δεν προέβλεπε τη δυνατότητα να ζητηθεί η αντιπαραβολή δεδομένων με τη βάση δεδομένων στη βάση λανθάνοντος δακτυλικού αποτυπώματος, το οποίο αποτελεί ίχνος δακτυλικού αποτυπώματος που μπορεί να βρεθεί στον τόπο του εγκλήματος, μια τέτοια δυνατότητα είναι θεμελιώδους σημασίας για την αστυνομική συνεργασία. Η δυνατότητα σύγκρισης ενός λανθάνοντος δακτυλικού αποτυπώματος με τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων που αποθηκεύονται στο EURODAC θα αποτελούσε για τις εντεταλμένες αρχές των κρατών μελών πολύτιμο εργαλείο για την πρόληψη, εξακρίβωση και διερεύνηση τρομοκρατικών εγκλημάτων και άλλων σοβαρών αξιοποίνων πράξεων όταν, για παράδειγμα, τα μόνα διαθέσιμα στον τόπο του εγκλήματος αποδεικτικά στοιχεία είναι λανθάνοντα δακτυλικά αποτυπώματα.

(8) Η παρούσα απόφαση ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να επιτρέπονται οι αιτήσεις αντιπαραβολής δακτυλικών αποτυπωμάτων με τα δεδομένα EURODAC με σκοπό την πρόληψη, εξακρίβωση ή διερεύνηση τρομοκρατικών εγκλημάτων και άλλων σοβαρών αξιοποίνων πράξεων καθώς και τις απαραίτητες εγγυήσεις για να εξασφαλίσει την προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής των προσώπων, τα προσωπικά δεδομένα των οποίων αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας στο EURODAC.

(9) Είναι απαραίτητο να ορισθούν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών καθώς και το εθνικό κεντρικό σημείο πρόσβασης μέσω των οποίων θα υποβάλλονται αιτήσεις για αντιπαραβολή με τα δεδομένα EURODAC και να τηρηθεί κατάλογος των επιχειρησιακών μονάδων στο εσωτερικό των διορισμένων αρχών που θα είναι εξουσιοδοτημένες να ζητούν αντιπαραβολή αυτού του είδους για τον ειδικό σκοπό της πρόληψης, εξακρίβωσης και διερεύνησης τρομοκρατικών εγκλημάτων όπως προβλέπεται στην απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου 2002/475/ΔΕΥ της 13ης Ιουνίου 2002 για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας [5] καθώς επίσης άλλων σοβαρών αξιοποίνων πράξεων όπως προβλέπεται στην απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου 2002/584/ΔΕΥ της 13ης Ιουνίου 2002 για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών[6].

(10) Οι αιτήσεις αντιπαραβολής με τα δεδομένα που αποθηκεύονται στην κεντρική βάση δεδομένων EURODAC θα πρέπει να υποβάλλονται από τις επιχειρησιακές μονάδες που έχουν ορισθεί στο εσωτερικό των εντεταλμένων αρχών στο Εθνικό Σημείο Πρόσβασης, μέσω της αρχής ελέγχου και να είναι αιτιολογημένες. Οι αρχές ελέγχου πρέπει να είναι υπεύθυνες για την εξασφάλιση αυστηρής συμμόρφωσης με τις προϋποθέσεις πρόσβασης που ορίζονται στην παρούσα απόφαση. Οι αρχές ελέγχου πρέπει στη συνέχεια να προωθούν την αίτηση αντιπαραβολής μέσω του Εθνικού Σημείου Πρόσβασης στο κεντρικό σύστημα EURODAC, αφού ελεγχθεί ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις πρόσβασης. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, η αρχή ελέγχου πρέπει να διεκπεραιώνει αμέσως την αίτηση και μόνο στη συνέχεια να προβαίνει σε έλεγχο .

(11) Για τους σκοπούς της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, και ιδιαίτερα για να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο μαζικών αντιπαραβολών που θα πρέπει θεωρούνται απαγορευμένες, η επεξεργασία των δεδομένων EURODAC πρέπει να λαμβάνει χώρα αποκλειστικά για κάθε περίπτωση χωριστά και μόνον όταν αυτή είναι απαραίτητη για τους σκοπούς της πρόληψης, εξακρίβωσης και διερεύνησης τρομοκρατικών εγκλημάτων και άλλων σοβαρών αξιοποίνων πράξεων. Επιπλέον η πρόσβαση πρέπει να επιτρέπεται μόνο όταν οι αντιπαραβολές με τις εθνικές βάσεις δεδομένων του κράτους μέλους και με τις αυτόματες βάσεις δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων άλλων κρατών μελών σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου του 2008/615/ΔΕΥ, της 23ης Ιουνίου 2008, σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος[7] (απόφαση Prüm) έχει αποδώσει αρνητικά αποτελέσματα. Αυτή η ιδιαίτερη περίπτωση υπάρχει συγκεκριμένα όταν η αίτηση αντιπαραβολής συνδέεται με ειδική και συγκεκριμένη κατάσταση ή με ειδικό και συγκεκριμένο κίνδυνο που έχει σχέση με τρομοκρατικό έγκλημα ή άλλη σοβαρή αξιόποινη πράξη, ή με συγκεκριμένα πρόσωπα σε σχέση με τα οποία υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι θα διαπράξουν ή έχουν διαπράξει τρομοκρατικά εγκλήματα ή άλλες σοβαρές αξιόποινες πράξεις. Μια ιδιαίτερη περίπτωση υπάρχει επίσης όταν η αίτηση αντιπαραβολής συνδέεται με πρόσωπο το οποίο είναι θύμα τρομοκρατικού εγκλήματος ή άλλης σοβαρής αξιόποινης πράξης. Οι εντεταλμένες αρχές και η Ευρωπόλ πρέπει συνεπώς να ζητούν αντιπαραβολή με τα δεδομένα EURODAC μόνο όταν έχουν εύλογους λόγους να πιστεύουν ότι αυτή η αντιπαραβολή θα εξασφαλίσει πληροφορίες που θα βοηθήσουν ουσιαστικά στην πρόληψη, εξακρίβωση και διερεύνηση τρομοκρατικών εγκλημάτων ή άλλων σοβαρών αξιοποίνων πράξεων .

(12) Η απόφαση πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις[8] εφαρμόζεται στα προσωπικά δεδομένα που αποτελούν το αντικείμενο επεξεργασίας σύμφωνα με την παρούσα απόφαση.

(13) Οι διαβιβάσεις δεδομένων που αποκτώνται σύμφωνα με την παρούσα απόφαση σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς ή ιδιωτικές οντότητες πρέπει να απαγορεύονται, προκειμένου να εξασφαλιστεί το δικαίωμα στο άσυλο και να προστατευθούν οι αιτούντες διεθνή προστασία από την κοινοποίηση των δεδομένων τους σε οποιαδήποτε τρίτη χώρα. Η συγκεκριμένη απαγόρευση πρέπει να τελεί υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να διαβιβάζουν δεδομένα αυτού του είδους σε τρίτες χώρες στις οποίες εφαρμόζεται ο κανονισμός του Δουβλίνου, για να εξασφαλιστεί ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να συνεργάζονται με τρίτες χώρες αυτού του είδους για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης.

(14) Οι εθνικές αρμόδιες αρχές για την εποπτεία της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να ελέγχουν τη νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα κράτη μέλη και η κοινή εποπτική αρχή που δημιουργήθηκε με την απόφαση Ευρωπόλ πρέπει να ελέγχει τη νομιμότητα των δραστηριοτήτων επεξεργασίας δεδομένων που εκτελούνται από την Ευρωπόλ.

(15) Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[9] και ιδίως τα άρθρα 21 και 22 που αφορούν την εμπιστευτικότητα και την ασφάλεια της επεξεργασίας, εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας που γίνεται κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους για τη λειτουργική διαχείριση του EURODAC κατά τη διεξαγωγή δραστηριοτήτων που εμπίπτουν εν όλω ή εν μέρει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.

(16) Η αποτελεσματική εφαρμογή της παρούσας απόφασης αξιολογείται σε τακτά χρονικά διαστήματα.

(17) Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας απόφασης, δηλαδή η θέσπιση προϋποθέσεων για την υποβολή αιτήσεων αντιπαραβολής με δεδομένα που αποθηκεύονται στην κεντρική βάση δεδομένων EURODAC από τις εντεταλμένες αρχές των κρατών μελών και της Ευρωπόλ δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορούν, συνεπώς, λόγω των διαστάσεων και των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Συμβούλιο μπορεί να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 5 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας που προβλέπεται στα εν λόγω άρθρα, η παρούσα απόφαση δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των συγκεκριμένων στόχων.

(18) Σύμφωνα με το άρθρο 47 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η παρούσα απόφαση δεν θίγει τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ιδιαίτερα όπως ασκούνται στον κανονισμό (EΚ) αριθ. […/…] [νέος κανονισμός Eurodac} [10] και στην οδηγία 95/46/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών [11].

(19) Η παρούσα απόφαση τηρεί τα θεμελιώδη δικαιώματα και σέβεται τις αρχές που αντικατοπτρίζονται ειδικότερα στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κυρίως το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και το δικαίωμα στο άσυλο. Η παρούσα απόφαση πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα συγκεκριμένα δικαιώματα και αρχές,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1 Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

Η παρούσα απόφαση ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι εντεταλμένες αρχές των κρατών μελών και η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Ευρωπόλ) μπορούν να ζητούν την αντιπαραβολή δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων με τα δεδομένα που αποθηκεύονται στην κεντρική βάση δεδομένων EURODAC για τους σκοπούς της πρόληψης, εξακρίβωσης και διερεύνησης τρομοκρατικών εγκλημάτων και άλλων σοβαρών αξιοποίνων πράξεων.

Άρθρο 2 Ορισμοί

1. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, νοούνται ως:

(α) ως «EURODAC», νοείται η βάση δεδομένων που δημιουργήθηκε με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. […/…] [νέος κανονισμός Eurodac]·

(β) ως «Ευρωπόλ», νοείται η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία που δημιουργήθηκε με την απόφαση του Συμβουλίου […/…./ΔΕΥ]·

(γ) ως «δεδομένα EURODAC», νοούνται όλα τα δεδομένα τα οποία αφορούν δακτυλικά αποτυπώματα που αποθηκεύονται στην κεντρική βάση δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 9 και το άρθρο 14 παράγραφος 2 του [νέου κανονισμού Eurodac]·

(δ) ως «τρομοκρατικά εγκλήματα», νοούνται τα εγκλήματα που σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο που αντιστοιχούν ή είναι ισοδύναμα με τα εγκλήματα που αναφέρονται στα άρθρα 1 έως 4 της απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου 2002/475/ΔΕΥ·

(ε) ως «σοβαρές αξιόποινες πράξεις», νοούνται οι μορφές εγκλήματος που αντιστοιχούν ή είναι ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 της απόφασης πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ, εφόσον τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφάλειας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο·

(στ) ως «δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων», νοούνται τα δεδομένα τα σχετικά με τα δακτυλικά αποτυπώματα όλων ή τουλάχιστον των δεικτών, και στην περίπτωση που λείπουν, τα αποτυπώματα όλων των άλλων δακτύλων ενός προσώπου ή ένα λανθάνον δακτυλικό αποτύπωμα·

(ζ) ως «Εθνικό Σημείο Πρόσβασης», νοείται το εντεταλμένο εθνικό σύστημα που επικοινωνεί με το Κεντρικό Σύστημα όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 του [νέου κανονισμού Eurodac]·

(η) ως διαχειριστική αρχή, νοείται η οντότητα που είναι αρμόδια για την επιχειρησιακή διαχείριση του EURODAC όπως αναφέρεται στο άρθρο 5 του [νέου κανονισμού EURODAC].

2. Εφαρμόζονται εξίσου οι ορισμοί του κανονισμού (EΚ) αριθ. […/…] [νέος κανονισμός EURODAC] .

Άρθρο 3 Εντεταλμένες αρχές

1. Τα κράτη μέλη διορίζουν τις αρχές που είναι εξουσιοδοτημένες να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα EURODAC σύμφωνα με την παρούσα απόφαση. Οι εντεταλμένες αρχές είναι αρχές των κρατών μελών που είναι υπεύθυνες για την πρόληψη, εξακρίβωση και διερεύνηση τρομοκρατικών εγκλημάτων και άλλων σοβαρών αξιοποίνων πράξεων. Μεταξύ των εντεταλμένων αρχών δεν περιλαμβάνονται οι υπηρεσίες ή μονάδες που ασχολούνται αποκλειστικά με ζητήματα εθνικής ασφάλειας.

2. Κάθε κράτος μέλος τηρεί κατάλογο των εντεταλμένων αρχών .

3. Σε εθνικό επίπεδο, κάθε κράτος μέλος τηρεί κατάλογο των επιχειρησιακών μονάδων στο εσωτερικό των εντεταλμένων αρχών που είναι εξουσιοδοτημένες να ζητούν αντιπαραβολές με τα δεδομένα EURODAC μέσω του Εθνικού Σημείου Πρόσβασης..

Άρθρο 4 Αρχές ελέγχου

1. Κάθε κράτος μέλος διορίζει ένα ενιαίο εθνικό όργανο για να δρα ως η δική του αρχή ελέγχου. Η αρχή ελέγχου είναι αρχή του κράτους μέλους αρμόδια για την πρόληψη, εξακρίβωση ή διερεύνηση τρομοκρατικών εγκλημάτων και άλλων σοβαρών αξιοποίνων πράξεων . Οι αρχές ελέγχου δεν περιλαμβάνουν υπηρεσίες ή μονάδες που ασχολούνται αποκλειστικά με ζητήματα εθνικής ασφάλειας .

2. Η αρχή ελέγχου εξασφαλίζει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για να υποβληθεί αίτηση αντιπαραβολής δακτυλικών αποτυπωμάτων με τα δεδομένα EURODAC.

3. Μόνο η αρχή ελέγχου είναι εξουσιοδοτημένη να διαβιβάζει αιτήσεις για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων στο Εθνικό Σημείο Πρόσβασης το οποίο επικοινωνεί με το Κεντρικό Σύστημα.

Άρθρο 5 Ευρωπόλ

1. Η Ευρωπόλ διορίζει μία ειδική μονάδα με δεόντως εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους της Ευρωπόλ προκειμένου να δρα ως η δική της αρχή ελέγχου και διορίζει, σε συμφωνία με κάθε κράτος μέλος, το Εθνικό Σημείο Πρόσβασης του συγκεκριμένου κράτους μέλους, το οποίο διαβιβάζει τις αιτήσεις αντιπαραβολής δακτυλικών αποτυπωμάτων του συγκεκριμένου κράτους στο Κεντρικό Σύστημα.

2. Η Ευρωπόλ διορίζει μια επιχειρησιακή μονάδα που είναι εξουσιοδοτημένη να ζητεί αντιπαραβολές με τα δεδομένα EURODAC μέσω του Εθνικού Σημείου Πρόσβασης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΝΤΙΠΑΡΑΒΟΛΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Άρθρο 6 Διαδικασία αντιπαραβολής δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων με τα δεδομένα EURODAC

1. Οι εντεταλμένες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 και η Ευρωπόλ μπορούν να υποβάλλουν αιτιολογημένη ηλεκτρονική αίτηση στην αρχή ελέγχου για τη διαβίβαση προς αντιπαραβολή δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων στο Κεντρικό Σύστημα EURODAC μέσω του Εθνικού Σημείου Πρόσβασης. Μετά την παραλαβή ενός τέτοιου αιτήματος, η αρχή ελέγχου ελέγχει το κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις για να ζητηθεί η αντιπαραβολή που αναφέρεται στο άρθρο 7 ή στο άρθρο 8 .

2. Σε περίπτωση που πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για να ζητηθεί η αντιπαραβολή, η αρχή ελέγχου διαβιβάζει την αίτηση αντιπαραβολής στο εθνικό σημείο πρόσβασης, το οποίο θα τη διαβιβάσει περαιτέρω στο κεντρικό σύστημα EURODAC με σκοπό την αντιπαραβολή με όλα τα δεδομένα EURODAC .

3. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, η αρχή ελέγχου μπορεί να διαβιβάσει τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων στο Εθνικό Σημείο Πρόσβασης για άμεση αντιπαραβολή μετά από την παραλαβή αίτησης εκ μέρους εντεταλμένης αρχής και να ελέγξει μόνο εκ των υστέρων το κατά πόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 8, καθώς και το κατά πόσον υπήρχε πράγματι εξαιρετικά επείγουσα περίπτωση. Ο εκ των υστέρων έλεγχος πραγματοποιείται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη διεκπεραίωση της αίτησης .

4. Όταν ο εκ των υστέρων έλεγχος αποδεικνύει ότι η πρόσβαση δεν ήταν δικαιολογημένη, οι πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν από τη βάση δεδομένων EURODAC καταστρέφονται από όλες τις αρχές που απέκτησαν πρόσβαση οι οποίες θα πρέπει να ενημερώνουν την αρχή ελέγχου για τη συγκεκριμένη καταστροφή .

Άρθρο 7 Προϋποθέσεις πρόσβασης στα δεδομένα EURODAC από τις εντεταλμένες αρχές

1. Οι εντεταλμένες αρχές μπορούν να ζητήσουν την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων με εκείνα που αποθηκεύονται στην κεντρική βάση δεδομένων EURODAC εντός των ορίων των εξουσιών τους μόνον εφόσον οι αντιπαραβολές με τις εθνικές βάσεις δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων και με τις αυτόματες βάσεις δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων άλλων κρατών μελών σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου 2008/615/ΔΕΥ[12] αποδώσουν αρνητικά αποτελέσματα και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες:

(α) η αντιπαραβολή είναι απαραίτητη για το σκοπό της πρόληψης, εξακρίβωσης ή διερεύνησης τρομοκρατικών εγκλημάτων και άλλων σοβαρών αξιοποίνων πράξεων·

(β) η αντιπαραβολή είναι απαραίτητη σε συγκεκριμένη υπόθεση·

(γ) όταν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι η εν λόγω αντιπαραβολή με τα δεδομένα EURODAC θα συμβάλει ουσιαστικά στην πρόληψη, εξακρίβωση ή διερεύνηση οποιασδήποτε εκ των εν λόγω αξιοποίνων πράξεων.

2. Οι αιτήσεις αντιπαραβολής με τα δεδομένα EURODAC περιορίζονται στα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων.

Άρθρο 8 Προϋποθέσεις πρόσβασης της Ευρωπόλ στα δεδομένα EURODAC

1. Οι αιτήσεις αντιπαραβολής με τα δεδομένα EURODAC από μέρους της Ευρωπόλ πραγματοποιούνται εντός των ορίων της εντολής της και όταν αυτό είναι απαραίτητο για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με την απόφαση Ευρωπόλ και για τους σκοπούς ειδικής ανάλυσης ή γενικής και στρατηγικής ανάλυσης.

2. Οι αιτήσεις αντιπαραβολής με τα δεδομένα EURODAC περιορίζονται στις αντιπαραβολές δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων.

3. Η επεξεργασία των πληροφοριών που λαμβάνει η Ευρωπόλ από την αντιπαραβολή με τα δεδομένα EURODAC υπόκειται στην έγκριση του κράτους μέλους που καταχώρισε τα δεδομένα στο σύστημα. Αυτή η έγκριση επιτυγχάνεται μέσω της εθνικής μονάδας Ευρωπόλ του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

Άρθρο 9 Επικοινωνία μεταξύ της αρχής ελέγχου και των Εθνικών Σημείων Πρόσβασης

1. Η υποδομή επικοινωνίας της EURODAC χρησιμοποιείται για τη διαβίβαση δεδομένων από τις αρχές ελέγχου των κρατών μελών και της Ευρωπόλ προς τα Εθνικά Σημεία Πρόσβασης και αντίστροφα. Η επικοινωνία πραγματοποιείται ηλεκτρονικά.

2. Τα δακτυλικά αποτυπώματα υπόκεινται σε ψηφιακή επεξεργασία από το κράτος μέλος και διαβιβάζονται υπό τη μορφή δεδομένων που αναφέρονται στο παράρτημα 1 του κανονισμού (EΚ) αριθ. […/…] [νέος κανονισμός EURODAC] , για να εξασφαλιστεί ότι η αντιπαραβολή μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος αναγνώρισης των δακτυλικών αποτυπωμάτων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Άρθρο 10 Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1. Η απόφαση πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ εφαρμόζεται όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την παρούσα απόφαση.

2. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ευρωπόλ, δυνάμει της παρούσας απόφασης, γίνεται σύμφωνα με την απόφαση [Ευρωπόλ] [.../.../ΔΕΥ] και τις διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της εν λόγω απόφασης και εποπτεύεται από την ανεξάρτητη κοινή εποπτική αρχή που έχει συσταθεί με το άρθρο 34 της εν λόγω απόφασης.

3. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αποκτώνται σύμφωνα με την παρούσα απόφαση από την EURODAC γίνεται μόνο για σκοπούς πρόληψης, εξακρίβωσης και διερεύνησης τρομοκρατικών εγκλημάτων ή άλλων σοβαρών αξιοποίνων πράξεων.

4. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία λαμβάνει κράτος μέλος ή η Ευρωπόλ δυνάμει της παρούσα απόφασης από την EURODAC, διαγράφονται τόσο από τα εθνικά όσο και από τα αρχεία της Ευρωπόλ μετά την παρέλευση μηνός, σε περίπτωση που τα δεδομένα αυτά δεν είναι απαραίτητα για τη διεξαγωγή συνεχιζόμενης δικαστικής έρευνας από το συγκεκριμένο κράτος μέλος ή την Ευρωπόλ.

5. Ο έλεγχος της νομιμότητας της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει της παρούσας απόφασης εκ μέρους του κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένης της διαβίβασής τους προς και από την EURODAC διεξάγεται από τις αρμόδιες εθνικές εντεταλμένες αρχές σύμφωνα με την απόφαση πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ.

Άρθρο 11 Ασφάλεια των δεδομένων

1. Το υπεύθυνο κράτος μέλος μεριμνά για την ασφάλεια των δεδομένων σε όλες τις περιπτώσεις διαβίβασής τους στις εντεταλμένες αρχές, δυνάμει της παρούσας απόφασης, και παραλαβής τους από αυτές.

2. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει, σε σχέση με το εθνικό του σύστημα τα αναγκαία μέτρα, συμπεριλαμβανομένου ενός σχεδίου ασφάλειας, ώστε:

(α) να προστατεύεται η φυσική υπόσταση των δεδομένων, μεταξύ άλλων μέσω της κατάρτισης εναλλακτικών σχεδίων για την προστασία υποδομών ζωτικής σημασίας·

(β) να εμποδίζεται η πρόσβαση μη εξουσιοδοτημένων προσώπων σε εθνικές εγκαταστάσεις στις οποίες το κράτος μέλος προβαίνει σε ενέργειες σύμφωνα με τους σκοπούς του EURODAC (έλεγχος εισόδου στην εγκατάσταση)·

(γ) να παρεμποδίζεται η μη εξουσιοδοτημένη ανάγνωση, αντιγραφή τροποποίηση ή απομάκρυνση υποθεμάτων δεδομένων (έλεγχος των υποθεμάτων δεδομένων)·

(δ) να αποτρέπεται η μη εξουσιοδοτημένη εισαγωγή δεδομένων και η μη εξουσιοδοτημένη επιθεώρηση, τροποποίηση ή διαγραφή αποθηκευμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (έλεγχος αποθήκευσης)·

(ε) να αποτρέπεται η μη εξουσιοδοτημένη επεξεργασία δεδομένων στο EURODAC καθώς και οποιαδήποτε μη εξουσιοδοτημένη τροποποίηση ή διαγραφή δεδομένων που έχουν υποστεί επεξεργασία στο EURODAC (έλεγχος της επεξεργασίας δεδομένων)·

(στ) να εξασφαλίζεται ότι τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να έχουν πρόσβαση στο EURODAC έχουν πρόσβαση μόνο στα δεδομένα που καλύπτονται από την εξουσιοδότησή τους, με ατομικές και αποκλειστικές ταυτότητες χρήστη και μόνο με εμπιστευτικούς κωδικούς πρόσβασης (έλεγχος πρόσβασης στα δεδομένα)·

(ζ) να εξασφαλίζεται ότι όλες οι αρχές που έχουν το δικαίωμα να ζητούν την αντιπαραβολή με δεδομένα που έχουν καταχωρηθεί στο EURODAC καταρτίζουν περιγραφές χαρακτηριστικών όσον αφορά τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες των προσώπων που έχουν εξουσιοδοτηθεί να έχουν πρόσβαση στο σύστημα, να εισέρχονται σε αυτό, να ενημερώνουν, να διαγράφουν και να ερευνούν τα δεδομένα και να θέτουν τις περιγραφές αυτές χωρίς καθυστέρηση στη διάθεση των εθνικών εποπτικών αρχών που προβλέπονται στο άρθρο 25 της απόφασης πλαισίου 2008/977/ΔΕΥ μετά από αίτησή τους (χαρακτηριστικά των προσώπων που δικαιούνται πρόσβασης)·

(η) να εξασφαλίζεται ότι μπορεί να εξακριβωθεί και να αποδειχθεί σε ποιους φορείς μπορεί να διαβιβαστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα με τη χρήση εξοπλισμού διαβίβασης δεδομένων (έλεγχος διαβίβασης)·

(θ) να εξασφαλίζεται ότι μπορεί να ελεγχθεί και να εξακριβωθεί ποια δεδομένα έχουν υποστεί επεξεργασία στο EURODAC, πότε, από ποιον και για ποιο σκοπό (έλεγχος της καταχώρησης)·

(ι) να αποτρέπεται η μη εξουσιοδοτημένη ανάγνωση, αντιγραφή, τροποποίηση ή διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τη διαβίβαση αυτών των δεδομένων προς και από το EURODAC ή κατά τη μεταφορά υποθεμάτων δεδομένων, κυρίως μέσω κατάλληλων τεχνικών κρυπτογράφησης (έλεγχος μεταφοράς)·

(ια) να ελέγχεται η αποτελεσματικότητα των μέτρων ασφάλειας που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο και να λαμβάνονται τα απαραίτητα οργανωτικά μέτρα εσωτερικού ελέγχου ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση με την παρούσα απόφαση (αυτοέλεγχος).

Άρθρο 12 Απαγόρευση της διαβίβασης δεδομένων σε τρίτες χώρες, διεθνείς οργανισμούς ή ιδιώτες

Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που λαμβάνει ένα κράτος μέλος ή η Ευρωπόλ, δυνάμει της παρούσας απόφασης, από την κεντρική βάση δεδομένων EURODAC δεν διαβιβάζονται ούτε τίθενται στη διάθεση τρίτης χώρας, διεθνούς οργανισμού ή ιδιώτη εγκατεστημένου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή εκτός αυτής. Η συγκεκριμένη απαγόρευση τελεί υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να διαβιβάζουν δεδομένα αυτού του είδους σε τρίτες χώρες στις οποίες εφαρμόζεται ο κανονισμός του Δουβλίνου, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 13 της απόφασης πλαισίου 2008/977/ΔΕΥ.

Άρθρο 13 Καταχώρηση και τεκμηρίωση

1. Κάθε κράτος μέλος και η Ευρωπόλ εξασφαλίζουν ότι όλες οι πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που απορρέουν από αιτήσεις αντιπαραβολής με τα δεδομένα EURODAC σύμφωνα με την παρούσα απόφαση καταχωρούνται ή τεκμηριώνονται προκειμένου να ελεγχθεί το παραδεκτό της αίτησης, η νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων και η ακεραιότητα και ασφάλεια των δεδομένων καθώς και για σκοπούς αυτοελέγχου.

2. Η καταχώρηση ή τεκμηρίωση πρέπει να αναφέρει σε όλες τις περιπτώσεις:

(α) τον ακριβή σκοπό της αίτησης αντιπαραβολής, συμπεριλαμβανομένης της σχετικής μορφής τρομοκρατικού εγκλήματος ή άλλης σοβαρής αξιόποινης πράξης και όσον αφορά την Ευρωπόλ, τον ακριβή σκοπό της αίτησης αντιπαραβολής·

(β) τα σχετικά στοιχεία του εθνικού φακέλου·

(γ) την ημερομηνία και την ακριβή ώρα της αίτησης αντιπαραβολής εκ μέρους του Εθνικού Σημείου Πρόσβασης προς το Κεντρικό Σύστημα EURODAC·

(δ) το όνομα της αρχής που έχει ζητήσει πρόσβαση για αντιπαραβολή και του υπευθύνου που έχει υποβάλει την αίτηση και προβεί στην επεξεργασία των δεδομένων·

(ε) κατά περίπτωση, τη χρήση της διαδικασίας επείγοντος που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 και τη ληφθείσα απόφαση σε σχέση με τον εκ των υστέρων έλεγχο·

(στ) τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για αντιπαραβολή·

(ζ) σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες ή τους κανόνες της απόφασης Ευρωπόλ, τα στοιχεία ταυτότητας του υπαλλήλου που διενήργησε την έρευνα και του υπαλλήλου που διέταξε την έρευνα ή την χορήγηση δεδομένων.

3. Καταχώρηση ή τεκμηρίωση αυτού του είδους χρησιμοποιείται μόνο για την προστασία των δεδομένων, τον έλεγχο της νομιμότητας της επεξεργασίας δεδομένων καθώς και για την κατοχύρωση της ασφάλειας των δεδομένων. Μόνον καταχωρήσεις που περιλαμβάνουν μη προσωπικά δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο και την αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 17. Οι αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές που είναι υπεύθυνες για τον έλεγχο του παραδεκτού της αίτησης και τον έλεγχο της νομιμότητας της επεξεργασίας δεδομένων και της ακεραιότητας και ασφάλειας των δεδομένων έχουν, μετά από αίτησή τους, πρόσβαση σε αυτές τις καταχωρήσεις για τους σκοπούς της εκτέλεσης των καθηκόντων τους.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 14 Δαπάνες

Κάθε κράτος μέλος και η Ευρωπόλ δημιουργούν και συντηρούν με δικές τους δαπάνες την τεχνική υποδομή που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης και είναι υπεύθυνα να αναλάβουν τις δαπάνες που απορρέουν από τις αιτήσεις αντιπαραβολής με τα δεδομένα EURODAC για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 15 Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη και η Ευρωπόλ λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι κάθε χρήση των δεδομένων EURODAC αντίθετη προς τις διατάξεις της παρούσας απόφασης τιμωρείται με αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένων διοικητικών και/ή ποινικών κυρώσεων.

Άρθρο 16 Γνωστοποίηση των εντεταλμένων αρχών και των αρχών ελέγχου

1. Εντός [τριών μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας απόφασης] το αργότερο, κάθε κράτος μέλος γνωστοποιεί στην Επιτροπή και τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου τις εντεταλμένες αρχές του και γνωστοποιεί χωρίς καθυστέρηση οποιαδήποτε αλλαγή σχετική με τις αρχές αυτές.

2. Εντός [τριών μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας απόφασης] το αργότερο, κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή και τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου τη δική του αρχή ελέγχου και γνωστοποιεί χωρίς καθυστέρηση οποιαδήποτε αλλαγή σχετική με την αρχή αυτή.

3. Εντός [τριών μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας απόφασης] το αργότερο, η Ευρωπόλ μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή και τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου τη δική της αρχή ελέγχου και το Εθνικό Σημείο Πρόσβασης που έχει διορίσει και γνωστοποιεί χωρίς καθυστέρηση οποιαδήποτε αλλαγή σχετική με αυτά.

4. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ετήσια βάση.

Άρθρο 17 Παρακολούθηση και αξιολόγηση

1. Κάθε κράτος μέλος καταρτίζει ετήσιες εκθέσεις για την αποτελεσματικότητα της αντιπαραβολής δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων με τα δεδομένα EURODAC, οι οποίες περιλαμβάνουν πληροφορίες και στατιστικές για τον ακριβή σκοπό της αντιπαραβολής, καθώς επίσης για το είδος τρομοκρατικού εγκλήματος ή άλλης σοβαρής αξιόποινης πράξης, για τον αριθμό αιτήσεων αντιπαραβολής, για τον αριθμό και το είδος των υποθέσεων που έχουν καταλήξει σε επιτυχείς ταυτοποιήσεις και για την ανάγκη και τη χρήση που έγινε του εξαιρετικά κατεπείγοντος καθώς και για εκείνες της υποθέσεις που ο επείγων χαρακτήρας δεν έγινε δεκτός από τον εκ των υστέρων έλεγχο στον οποίο προέβη η αρχή ελέγχου. Αυτές οι εκθέσεις διαβιβάζονται στην Επιτροπή.

2. Τρία έτη μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης και ανά τέσσερα έτη στη συνέχεια, η Επιτροπή προβαίνει σε συνολική αξιολόγηση της παρούσας απόφασης. Η συγκεκριμένη αξιολόγηση εξετάζει τα επιτευχθέντα αποτελέσματα σε συνάρτηση με τους στόχους, εκτιμά το κατά πόσον συνεχίζει να ισχύει η λογική που διέπει την παρούσα απόφαση και προβαίνει στις απαραίτητες συστάσεις. Η Επιτροπή υποβάλλει την έκθεση αξιολόγησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

3. Η διαχειριστική αρχή, τα κράτη μέλη και η Ευρωπόλ χορηγούν στην Επιτροπή τις απαραίτητες πληροφορίες για τη σύνταξη των εκθέσεων αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Οι συγκεκριμένες πληροφορίες δεν θέτουν σε κίνδυνο μεθόδους εργασίας ούτε περιλαμβάνουν πληροφορίες που αποκαλύπτουν πηγές, μέλη του προσωπικού ή έρευνες των εντεταλμένων αρχών.

Άρθρο 18 Έναρξη ισχύος και ημερομηνία εφαρμογής

1. Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2. Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού […] [νέος κανονισμός EURODAC].

Βρυξέλλες,

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

[1] ΕΕ C , , σ. .

[2] ΕΕ L , , σ. .

[3] COM(2005) 597 τελικό της 24ης Νοεμβρίου 2005

[4] ΕΕ L 121 της 15.5.2009, σ. 37.

[5] ΕΕ L 164 της 22.6.2002, σ. 3.

[6] ΕΕ L 190 της 18.7.2002, σ. 1.

[7] ΕΕ L 210 της 6.8.2008, σ. 1.

[8] ΕΕ L 350, της 30.12.2008, σ. 60.

[9] ΕΕ L 8, της 12.1.2001, σ. 1.

[10] ………………………….

[11] ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

[12] ΕΕ L 210 της 6.8.2008, σ. 1.

Top