Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52008XC0702(01)

    Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών εν όψει της έκδοσης αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 7 και του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου σε περιπτώσεις συμπράξεων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ )

    ΕΕ C 167 της 2.7.2008, p. 1–6 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
    ΕΕ C 144 της 23.4.2016, p. 23–28 (HR)

    2.7.2008   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 167/1


    Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών εν όψει της έκδοσης αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 7 και του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου σε περιπτώσεις συμπράξεων

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    (2008/C 167/01)

    1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

    1.

    Με την παρούσα ανακοίνωση θεσπίζεται ένα πλαίσιο για την ανταμοιβή της συνεργασίας κατά τη διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών που δρομολογήθηκαν με σκοπό την εφαρμογή του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ (1) σε περιπτώσεις συμπράξεων (2). Η διαδικασία διευθέτησης διαφορών θα επιτρέψει στην Επιτροπή να εξετάζει περισσότερες υποθέσεις με τους ίδιους πόρους, αυξάνοντας εν γένει τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της δράσης της Επιτροπής και ενισχύοντας συγχρόνως το ενδιαφέρον των πολιτών για την αποτελεσματική και έγκαιρη τιμωρία των παραβατών από την Επιτροπή. Η συνεργασία στην οποία αναφέρεται η παρούσα ανακοίνωση διαφέρει από την εθελούσια παροχή αποδεικτικών στοιχείων για την ενεργοποίηση ή την προώθηση των ερευνών που διενεργεί η Επιτροπή, η οποία καλύπτεται από την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (3) (εφεξής «η ανακοίνωση περί επιείκειας»). Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η συνεργασία την οποία προσφέρει μια επιχείρηση εμπίπτει στο πεδίο αμφοτέρων των ανακοινώσεων της Επιτροπής, θα είναι δυνατό να ανταμειφθεί σωρευτικά αντιστοίχως (4).

    2.

    Σε περίπτωση που ένα από τα εμπλεκόμενα μέρη είναι διατεθειμένο να παραδεχθεί τη συμμετοχή του σε σύμπραξη κατά παράβαση του άρθρου 81 της συνθήκης και την ευθύνη που συνεπάγεται η συμμετοχή του αυτή, μπορεί επίσης να συμβάλει στην επιτάχυνση της διαδικασίας η οποία καταλήγει στην έκδοση της σχετικής απόφασης σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης (5) με τον τρόπο και με τα εχέγγυα που διευκρινίζονται στην παρούσα ανακοίνωση. Μολονότι η Επιτροπή, ως ερευνητική αρχή και θεματοφύλακας της συνθήκης με αρμοδιότητα έκδοσης εκτελεστικών αποφάσεων υπό την αίρεση του δικαστικού ελέγχου των δικαστηρίων της Κοινότητας, δεν διαπραγματεύεται το ζήτημα της ύπαρξης παράβασης της κοινοτικής νομοθεσίας και της επιβολής της κατάλληλης κύρωσης, μπορεί ωστόσο να ανταμείψει την συνεργασία που περιγράφεται στην παρούσα ανακοίνωση.

    3.

    Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ (6) θεσπίζει τους κύριους πρακτικούς κανόνες σχετικά με τη διεξαγωγή των διαδικασιών σε υποθέσεις συμπράξεων, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών που ακολουθούνται στις περιπτώσεις διευθέτησης διαφορών. Στο πλαίσιο αυτό, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 773/2004 παρέχει στην Επιτροπή τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει εάν θα ακολουθήσει ή όχι διαδικασίες διευθέτησης διαφορών σε περιπτώσεις συμπράξεων, εξασφαλίζοντας συγχρόνως ότι εάν επιλεγεί η διαδικασία διευθέτησης διαφορών δεν θα είναι δυνατόν να επιβληθεί στα εμπλεκόμενα μέρη.

    4.

    Η αποτελεσματική επιβολή της κοινοτικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού είναι συμβατή με τον πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας των μερών, στοιχείο που συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου και πρέπει να τηρείται σε κάθε περίπτωση, ιδίως σε διαδικασίες σχετικά με την παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού οι οποίες μπορεί να καταλήξουν στην επιβολή κυρώσεων. Ως εκ τούτου, οι κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των διαδικασιών της Επιτροπής για την εφαρμογή του άρθρου 81 της συνθήκης οφείλουν να παρέχουν στις σχετικές επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων τη δυνατότητα να διατυπώνουν αποτελεσματικώς την άποψή τους επί του υποστατού και της λυσιτέλειας των πραγματικών περιστατικών, των ενστάσεων και των περιστάσεων που επικαλείται η Επιτροπή (7), καθ' όλη τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

    2.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    5.

    Η Επιτροπή διαθέτει ευρέα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας τα οποία της επιτρέπουν να αποφασίζει σε ποιες υποθέσεις είναι δυνατόν να διερευνηθεί κατά πόσον τα εμπλεκόμενα μέρη θα ενδιαφέρονταν να ακολουθήσουν διαδικασία διευθέτησης διαφορών· μπορεί επίσης να αποφασίζει την κίνηση ή τη διακοπή τέτοιων διαδικασιών ή την οριστική διευθέτηση μιας υπόθεσης. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πιθανότητα επίτευξης συμφωνίας μεταξύ όλων των εμπλεκομένων μερών όσον αφορά το πεδίο ενδεχομένων αιτιάσεων εντός ενός εύλογου χρονοδιαγράμματος, με συνυπολογισμό παραγόντων όπως ο αριθμός των εμπλεκομένων μερών, οι προβλεπόμενες αντικρουόμενες θέσεις όσον αφορά τον καταλογισμό των ευθυνών, ο βαθμός αμφισβήτησης των πραγματικών περιστατικών. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η προοπτική επίτευξης διαδικαστικής αποτελεσματικότητας στο πλαίσιο της συνολικής προόδου που επιτεύχθηκε στην διαδικασία διευθέτησης διαφορών, ιδίως όσον αφορά τον φόρτο εργασίας που συνεπάγεται η παραχώρηση πρόσβασης σε μη εμπιστευτικές εκδοχές των εγγράφων του φακέλου. Μπορεί επίσης να ληφθούν υπόψη άλλοι παράγοντες, όπως ενδεχομένως η δημιουργία δεδικασμένου. Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να διακόψει συνομιλίες περί διευθέτησης διαφοράς εάν τα εμπλεκόμενα μέρη συνεργάζονται με σκοπό την εν όλω ή εν μερει παραποίιση ή εξαφάνιση οποιουδήποτε αποδεικτικού στοιχείου σχετικού με την παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού ή σχετικού με τον υπολογισμό του επιβληθησομένου προστίμου. Παραποίιση ή εξαφάνιση εν όλω ή εν μερει οποιουδήποτε αποδεικτικού στοιχείου σχετικού με την παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού συνιστά επίσης επιβαρυντικό στοιχείο κατά την έννοια του σημείου 28 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 (8) (οι σχετικές με την επιβολή προστίμων κατευθυντήριες γραμμές) και είναι δυνατό να θεωρηθεί ως άρνηση συνεργασίας με την Επιτροπή κατά την έννοια των σημείων 12 και 27 της ανακοίνωσης περί επιείκειας. Η Επιτροπή μπορεί να αρχίσει συνομιλίες περί διευθέτησης διαφοράς μόνον κατόπιν γραπτού αιτήματος των εμπλεκομένων μερών.

    6.

    Μολονότι τα μέρη δεν έχουν το δικαίωμα να προβούν τα ίδια σε διευθέτηση, σε περίπτωση που η Επιτροπή θεωρεί ότι μια υπόθεση μπορεί, κατ' αρχήν, να προσφέρεται για διευθέτηση, διερευνά κατά πόσον είναι σκόπιμο να συμφωνήσουν όλα τα μέρη σχετικά με την εφαρμογή διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς τους.

    7.

    Τα μέρη που συμμετέχουν στη διαδικασία δεν έχουν το δικαίωμα να αποκαλύψουν σε τρίτο μέρος, ασχέτως της δικαιοδοσίας στην οποία ανήκει, το περιεχόμενο των συνομιλιών τους ή των εγγράφων στα οποία ενδεχομένως τους δόθηκε πρόσβαση ενόψει διαδικασίας διευθέτησης διαφοράς, εκτός εάν έχουν λάβει εκ των προτέρων ρητή άδεια από την Επιτροπή. Σε περίπτωση παράβασης της απαγόρευσης αυτής, η Επιτροπή μπορεί να αγνοήσει το αίτημα της επιχείρησης να εφαρμοστεί διαδικασία διευθέτησης μιας διαφοράς. Η παράβαση αυτή μπορεί μάλιστα να αποτελέσει επιβαρυντικό στοιχείο κατά την έννοια του σημείου 28 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων και είναι δυνατό να θεωρηθεί ως άρνηση συνεργασίας με την Επιτροπή κατά την έννοια των σημείων 12 και 27 της ανακοίνωσης περί επιείκειας.

    2.1.   Κίνηση της διαδικασίας και διερευνητικές ενέργειες με στόχο τη διευθέτηση της διαφοράς

    8.

    Σε περίπτωση που η Επιτροπή εξετάζει τη δυνατότητα έκδοσης απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 7 ή/και το άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, οφείλει να προσδιορίσει και να αναγνωρίσει εκ των προτέρων ως διαδικαστικά μέρη κάθε νομικό πρόσωπο στο οποίο ενδέχεται να επιβληθεί κύρωση για παράβαση του άρθρου 81 της συνθήκης.

    9.

    Προς τον σκοπό αυτό, η κίνηση της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 11 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 για την έκδοση τέτοιας απόφασης μπορεί να πραγματοποιηθεί ανά πάσα στιγμή, αλλά οπωσδήποτε πριν από την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή θα κοινοποιήσει τις αιτιάσεις κατά των ενδιαφερομένων μερών. Εξάλλου, το άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 προβλέπει ότι, σε περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να διερευνήσει το ενδιαφέρον των μερών να πραγματοποιήσουν συνομιλίες για τη διευθέτηση της διαφοράς τους, αποφασίζει την κίνηση διαδικασίας όχι αργότερα από την ημερομηνία κατά την οποία είτε κοινοποιεί τις αιτιάσεις είτε καλεί τα μέρη να εκφράσουν γραπτώς το ενδιαφέρον τους να συμμετάσχουν σε διαδικασία διευθέτησης της διαφοράς τους, με υπερισχύουσα την πρώτη χρονολογικά ημερομηνία.

    10.

    Αφού κινηθεί η διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 11 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, η Επιτροπή καθίσται η μόνη αρχή ανταγωνισμού η οποία είναι αρμόδια για την εφαρμογή του άρθρου 81 της συνθήκης στη συγκεκριμένη υπόθεση.

    11.

    Σε περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να διερευνήσει κατά πόσον τα εμπλεκόμενα μέρη επιθυμούν να συμμετάσχουν σε συνομιλίες για τη διευθέτηση της διαφοράς τους, θέτει προθεσμία δύο τουλάχιστον εβδομάδων, σύμφωνα με το άρθρο 10α παράγραφος 1 και το άρθρο 17 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004, εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να δηλώσουν γραπτώς εάν προτίθενται να συμμετάσχουν σε συνομιλίες για τη διευθέτηση της διαφοράς τους, προκειμένου, σε μεταγενέστερο στάδιο, να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις. Αυτή η γραπτή δήλωση δεν υπονοεί παραδοχή συμμετοχής σε παράβαση εκ μέρους των μερών ούτε ευθύνη για τέτοια παράβαση.

    12.

    Κάθε φορά που η Επιτροπή κινεί διαδικασίες κατά δύο ή περισσοτέρων μερών εντός της ίδιας επιχείρησης, η Επιτροπή ενημερώνει έκαστο των μερών σχετικά με τα νομικά πρόσωπα τα οποία εντοπίζει εντός της ίδιας επιχείρησης και στα οποία επίσης αφορούν οι διαδικασίες. Στην περίπτωση αυτή, εάν τα ενδιαφερόμενα μέρη επιθυμούν να συμμετάσχουν σε συνομιλίες για τη διευθέτηση της διαφοράς, οφείλουν έως το πέρας της προθεσμίας που αναφέρεται στο σημείο 11 να διορίσουν από κοινού νομικούς αντιπροσώπους, δεόντως εξουσιοδοτημένους να τους εκπροσωπούν. Ο διορισμός κοινών νομικών αντιπροσώπων αποσκοπεί αποκλειστικά στη διευκόλυνση των συζητήσεων για τη διευθέτηση της διαφοράς και δεν προδικάζει κατ' ουδένα τρόπο τον καταλογισμό της ευθύνης για την παράβαση μεταξύ των διαφόρων μερών.

    13.

    Η Επιτροπή μπορεί να μην λάβει υπόψη μια αίτηση απαλλαγής από την επιβολή προστίμου ή μείωσης προστίμου εφόσον αυτή υποβληθεί μετά την πάροδο της προθεσμίας που αναφέρεται στο σημείο 11.

    2.2.   Κίνηση διαδικασίας διευθέτησης διαφοράς: συνομιλίες για τη διευθέτηση της διαφοράς

    14.

    Σε περίπτωση κατά την οποία ένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη ζητήσει να διεξαχθεί συνομιλία με σκοπό τη διευθέτηση διαφοράς σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα σημεία 11 και 12, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να κινήσει τη διαδικασία διευθέτησης διαφορών μέσω διμερών επαφών μεταξύ της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Επιτροπής και των μερών που έχουν ζητήσει τη διευθέτηση της διαφοράς.

    15.

    Η Επιτροπή διατηρεί τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει σχετικά με την καταλληλότητα και με το ρυθμό με τον οποίο διεξάγονται με καθεμία από τις επιχειρήσεις οι διμερείς συνομιλίες για τη διευθέτηση της διαφοράς. Σύμφωνα με το άρθρο 10α παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004, αυτό περιλαμβάνει τον προσδιορισμό, λαμβανομένης υπόψη της συνολικής προόδου που πραγματοποιήθηκε στην διαδικασία διευθέτησης διαφορών, της σειράς και της ακολουθίας των διμερών συνομιλιών για τη διευθέτηση της διαφοράς, καθώς και της χρονικής στιγμής κατά την οποία θα αποκαλυφθούν συγκεκριμένες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στο φάκελο της Επιτροπής και βάσει των οποίων στοιχειοθετούνται οι προβλεπόμενες αιτιάσεις και επιβάλλεται το ενδεχόμενο πρόστιμο (9). Οι πληροφορίες αποκαλύπτονται σε εύθετο χρόνο, ανάλογα με την πρόοδο των συνομιλιών για τη διευθέτηση της διαφοράς.

    16.

    Αυτή η έγκαιρη αποκάλυψη πληροφοριών στο πλαίσιο των συνομιλιών για τη διευθέτηση μιας διαφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 10α παράγραφος 2 και το άρθρο 15 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004, επιτρέπει στα ενδιαφερόμενα μέρη να πληροφορηθούν περί των σημαντικότερων στοιχείων που έχουν ληφθεί υπόψη μέχρι τούδε, όπως τα καταγγελλόμενα πραγματικά περιστατικά, ο νομικός χαρακτηρισμός αυτών των πραγματικών περιστατικών, η βαρύτητα και η διάρκεια της πιθανολογούμενης σύμπραξης, η απόδοση ευθυνών, ο υπολογισμός του εύρους των ενδεχόμενων προστίμων, καθώς και τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία βασίζονται οι ενδεχόμενες αιτιάσεις. Τοιουτοτρόπως τα ενδιαφερόμενα μέρη θα μπορέσουν να υποστηρίξουν τις θέσεις τους σχετικά με ενδεχόμενες αιτιάσεις κατ' αυτών και θα είναι σε θέση να αποφασίσουν βάσει των κατάλληλων πληροφοριών εάν θα προχωρήσουν ή όχι σε διαδικασία για τη διευθέτηση της διαφοράς. Κατόπιν αιτήματος ενός των μερών, οι υπηρεσίες της Επιτροπής μπορούν να του χορηγήσουν πρόσβαση σε μη εμπιστευτικές εκδοχές οποιουδήποτε καθορισμένου προσβάσιμου εγγράφου το οποίο αναφέρεται στον φάκελο της υπόθεσης τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, εφόσον αυτό δικαιολογείται προκειμένου να επιτραπεί στο ενδιαφερόμενο μέρος να αποκτήσει βεβαιότητα ως προς τη θέση του σχετικά με μια χρονική περίοδο ή οποιαδήποτε άλλη πτυχή της σύμπραξης (10).

    17.

    Εφόσον σημειωθεί πρόοδος στις συνομιλίες για τη διευθέτηση μιας διαφοράς με αποτέλεσμα να υπάρχει κοινή ερμηνεία όσον αφορά το πεδίο ενδεχόμενων αιτιάσεων και τον υπολογισμό του εύρους ενδεχόμενων προστίμων που θα επιβάλει η Επιτροπή, και η Επιτροπή θεωρήσει στην προπαρασκευαστική της ανάλυση ότι είναι πιθανόν να επιτευχθεί διαδικαστική αποτελεσματικότητα δεδομένης της προόδου που έχει σημειωθεί έως το σημείο εκείνο, η Επιτροπή μπορεί να χορηγεί τελική προθεσμία τουλάχιστον 15 εργάσιμων ημερών προκειμένου μια επιχείρηση να καταθέσει ένα τελικό έγγραφο με τις παρατηρήσεις της στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών σύμφωνα με τo άρθρο 10α παράγραφος 2 και τo άρθρο 17 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος. Πριν χορηγηθεί τέτοια προθεσμία, τα μέρη έχουν το δικαίωμα να λάβουν γνώση των πληροφοριών που αναφέρονται στο σημείο 16 εφόσον το ζητήσουν.

    18.

    Tα μέρη μπορούν να απευθυνθούν στον σύμβουλο ακροάσεων ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών για ζητήματα που μπορεί να προκύψουν σχετικά με την ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας. Καθήκον του συμβούλου ακροάσεων είναι να μεριμνά για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιωμάτων άμυνας.

    19.

    Σε περίπτωση που τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις στο πλαίσιο διαδικασίας διευθέτησης διαφοράς, η διαδικασία που καταλήγει στη λήψη τελικής απόφασης για την υπόθεσή τους ακολουθεί τις γενικές διατάξεις, και ιδίως το άρθρο 10 παράγραφος 2, το άρθρο 12 παράγραφος 1 και το άρθρο 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004, και όχι αυτές που ρυθμίζουν την διαδικασία διευθέτησης διαφορών.

    2.3.   Υποβολή γραπτών παρατηρήσεων στο πλαίσιο διαδικασίας διευθέτησης διαφορών

    20.

    Τα μέρη που συμφωνούν να συμμετάσχουν σε διαδικασία διευθέτησης διαφοράς οφείλουν να υποβάλουν επίσημο αίτημα κίνησης της διαδικασίας διευθέτησης με τη μορφή παρατηρήσεων. Οι παρατηρήσεις που υποβάλλονται στο πλαίσιο διαδικασίας διευθέτησης διαφορών όπως προβλέπεται στο άρθρο 10α παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 πρέπει να περιλαμβάνουν:

    α)

    την παραδοχή, με σαφείς όρους που δεν επιδέχονται παρερμηνεία, της ευθύνης των μερών για την παράβαση η οποία περιγράφεται συνοπτικά όσον αφορά το αντικείμενό της, την ενδεχόμενη εφαρμογή της, τα κύρια πραγματικά περιστατικά, τον νομικό χαρακτηρισμό τους, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου του εκάστοτε μέρους, και τη διάρκεια της συμμετοχής τους στην εν λόγω παράβαση, σύμφωνα με το αποτέλεσμα των συνομιλιών που διεξήχθησαν για τη διευθέτηση της διαφοράς·

    β)

    ενδεικτική αναφορά (11) σχετικά με το ανώτατο ύψος του προστίμου που τα μέρη προβλέπουν ότι θα επιβάλει η Επιτροπή και το οποίο τα μέρη θα αποδέχονταν στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς·

    γ)

    επιβεβαίωση από τα ενδιαφερόμενα μέρη ότι έχουν ενημερωθεί επαρκώς σχετικά με τις αιτιάσεις που προτίθεται να καταθέσει κατ' αυτών η Επιτροπή και ότι τους παρασχέθηκαν επαρκείς δυνατότητες να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους στην Επιτροπή·

    δ)

    επιβεβαίωση από τα μέρη ότι, δεδομένων όσων αναφέρονται ανωτέρω, δεν προτίθενται να ζητήσουν πρόσβαση στο φάκελο της υπόθεσης ούτε νέα προφορική ακρόαση, παρά μόνον εάν η Επιτροπή στην κοινοποίηση αιτιάσεων και στην απόφασή της δεν αντανακλά τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στην κοινοποίηση των αιτιάσεων και στην απόφαση·

    ε)

    την συγκατάθεση των μερών να λάβουν την κοινοποίηση των αιτιάσεων και την τελική απόφαση όπως προβλέπουν τα άρθρα 7 και 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 σε μια συμφωνηθείσα επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

    21.

    Η παραδοχή της ευθύνης και οι επιβεβαιώσεις που υποβάλλουν τα ενδιαφερόμενα μέρη στο πλαίσιο διαδικασίας διευθέτησης διαφοράς συνιστούν έκφραση της δέσμευσής τους να συνεργαστούν για την ταχεία διεκπεραίωση της υπόθεσης μετά τη διαδικασία διευθέτησης της διαφοράς. Ωστόσο, αυτή η παραδοχή και οι επιβεβαιώσεις υποβάλλονται υπό την αίρεση της αποδοχής εκ μέρους της Επιτροπής του αιτήματός τους για διευθέτηση της διαφοράς, συμπεριλαμβανομένου του προβλεπόμενου ανώτατου ύψους του προστίμου.

    22.

    Τα αιτήματα για διευθέτηση μιας διαφοράς δεν μπορούν να ανακληθούν μονομερώς από τα μέρη που τα υπέβαλαν παρά μόνον εάν η Επιτροπή δεν κάνει δεκτό το αίτημά τους για διευθέτηση της διαφοράς αντανακλώντας τις παρατηρήσεις των μερών κατ' αρχάς σε κοινοποίηση των αιτιάσεων και στη συνέχεια σε τελική απόφαση (βλέπε σχετικά σημεία 27 και 29). Η κοινοποίηση των αιτιάσεων θεωρείται ότι εγκρίνει τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα μέρη εάν αντανακλά το περιεχόμενό τους στα ζητήματα που αναφέρονται στο σημείο 20 στοιχείο α). Επιπλέον, μια τελική απόφαση θεωρείται ότι αντανακλά τις παρατηρήσεις των μερών εφόσον επιβάλλει επίσης πρόστιμο το οποίο δεν υπερβαίνει το ανώτατο ποσό που αναφέρεται τις παρατηρήσεις αυτές.

    2.4.   Κοινοποίηση των αιτιάσεων και απαντήσεις

    23.

    Σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004, η υποβολή γραπτώς της κοινοποίησης των αιτιάσεων σε κάθε ένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη κατά των οποίων διατυπώνονται οι αιτιάσεις αποτελεί υποχρεωτική προπαρασκευαστική ενέργεια πριν την έκδοση οιασδήποτε τελικής απόφασης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εκδίδει κοινοποίηση των αιτιάσεων ακόμα και στο πλαίσιο διαδικασίας διευθέτησης διαφορών (12).

    24.

    Για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας των μερών, η Επιτροπή, πριν εκδώσει τελική απόφαση, πρέπει να ακούσει τις απόψεις τους επί των αιτιάσεων που έχει διατυπώσει κατ' αυτών και να λάβει γνώση των αποδεικτικών στοιχείων που διαθέτουν· οφείλει δε να λάβει υπόψη τις θέσεις των μερών τροποποιώντας την προπαρασκευαστική της ανάλυση, εφόσον κριθεί αναγκαίο (13). Η Επιτροπή πρέπει να είναι σε θέση όχι μόνο να αποδέχεται ή να απορρίπτει τα σχετικά επιχειρήματα που προβάλλουν τα μέρη στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, αλλά και να προβαίνει σε δική της ανάλυση των στοιχείων που θέτουν υπόψη της τα μέρη, προκειμένου είτε να άρει τις αιτιάσεις της διότι έχουν αποδειχθεί αβάσιμες είτε να συμπληρώσει και να επανεκτιμήσει τόσον από πραγματικής όσο και από νομικής άποψης τα επιχειρήματα που προβάλλει προς υποστήριξη των αιτιάσεων στις οποίες εμμένει.

    25.

    Μέσω της κατάθεσης επίσημου αιτήματος για διευθέτηση διαφοράς με τη μορφή παρατηρήσεων οι οποίες υποβάλλονται πριν την κοινοποίηση των αιτιάσεων, τα μέρη επιτρέπουν στην Επιτροπή να λάβει αποτελεσματικά υπόψη τις απόψεις τους (14) ήδη στο στάδιο κατά το οποίο εκπονεί την κοινοποίηση των αιτιάσεων, και όχι μόλις λίγο πριν την διαβούλευση με την συμβουλευτική επιτροπή για τις συμπράξεις και τις δεσπόζουσες θέσεις (εφεξής «η συμβουλευτική επιτροπή») ή πριν την έκδοση της τελικής απόφασης (15).

    26.

    Εφόσον η κοινοποίηση των αιτιάσεων αντανακλά τις παρατηρήσεις των μερών, τα ενδιαφερόμενα μέρη, εντός προθεσμίας τουλάχιστον δύο εβδομάδων η οποία καθορίζεται από την Επιτροπή σύμφωνα με τα άρθρα 10α παράγραφος 3 και 17 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 733/2004, πρέπει να απαντήσουν στην κοινοποίηση επιβεβαιώνοντας απλώς (με όρους που δεν επιδέχονται παρερμηνεία) ότι η κοινοποίηση των αιτιάσεων αντιστοιχεί στο περιεχόμενο των παρατηρήσεων που υπέβαλαν και ότι, ως εκ τούτου, ισχύει η δέσμευσή τους ότι θα συμμετάσχουν στην διαδικασία διευθέτησης της διαφοράς. Εφόσον δεν δοθεί τέτοια απάντηση, η Επιτροπή σημειώνει την αθέτηση της δέσμευσης των μερών και μπορεί να αγνοήσει το αίτημα του σχετικού μέρους να ακολουθήσει τη διαδικασία διευθέτησης διαφορών.

    27.

    Η Επιτροπή διατηρεί το δικαίωμα να εκδώσει κοινοποίηση των αιτιάσεων με την οποία δεν θα αντανακλά τις παρατηρήσεις που υποβάλλουν τα μέρη στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς τους. Σε αυτή την περίπτωση εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις του άρθρου 10 παράγραφος 2, του άρθρου 12 παράγραφος 1 και του άρθρου 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 733/2004. Η παραδοχή των ευθυνών τους εκ μέρους των μερών όπως περιλαμβάνεται στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν θεωρείται ανακληθείσα και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιβαρυντικό στοιχείο κατά κανενός εκ των μερών που εμπλέκονται στη διαδικασία. Ως εκ τούτου, τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν δεσμεύονται πλέον από τις παρατηρήσεις που έχουν υποβάλει για τη διευθέτηση, και, εφόσον το ζητήσουν, μπορεί να ορισθεί νέα προθεσμία για να παρουσιάσουν εκ νέου τα επιχειρήματα υπεράσπισής τους, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στον φάκελό τους και της δυνατότητας να ζητήσουν την πραγματοποίηση προφορικής ακρόασης.

    2.5.   Απόφαση της Επιτροπής και ανταμοιβή για τη διευθέτηση της διαφοράς

    28.

    Εφόσον τα μέρη απαντήσουν στην κοινοποίηση των αιτιάσεων επιβεβαιώνοντας την δέσμευσή τους να προβούν σε διευθέτηση της διαφοράς τους, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 773/2004 επιτρέπει στην Επιτροπή να προβεί, χωρίς άλλη διαδικαστική πράξη, στην έκδοση της οριστικής απόφασης η οποία λαμβάνεται μεταγενέστερα σύμφωνα με τα άρθρα 7 ή/και 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, κατόπιν διαβούλευσης με την συμβουλευτική επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003. Αυτό σημαίνει ιδίως ότι τα εν λόγω μέρη δεν μπορούν να ζητήσουν την πραγματοποίηση προφορικής ακρόασης ούτε πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης, εφόσον οι παρατηρήσεις που υποβάλλουν στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς τους αντανακλώνται με την κοινοποίηση των αιτιάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 2 και το άρθρο 15 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004.

    29.

    Η Επιτροπή διατηρεί το δικαίωμα να λάβει τελική θέση η οποία αποκλίνει από την προκαταρκτική θέση που διετύπωσε στην κοινοποίηση των αιτιάσεων εγκρίνοντας τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα μέρη στο πλαίσιο διαδικασίας διαφοράς, είτε λόγω της γνωμοδότησης της συμβουλευτικής επιτροπής είτε για άλλους κατάλληλους λόγους που θα λάβει υπόψη η Επιτροπή δεδομένης της τελικής αυτονομίας που διαθέτει προς τον σκοπό αυτό. Ωστόσο, σε περίπτωση που η Επιτροπή επιλέξει αυτή την άγουσα, ενημερώνει τα μέρη και τους υποβάλλει νέα κοινοποίηση των αιτιάσεων ώστε να τους εξασφαλίσει το δικαίωμα υπεράσπισης, βάσει των ισχυόντων γενικών δικονομικών κανόνων. Εννοείται ότι στην περίπτωση αυτή τα μέρη θα είχαν το δικαίωμα πρόσβασης στο φάκελο της υπόθεσης καθώς και το δικαίωμα να τύχουν ακρόασης και να απαντήσουν στην κοινοποίηση των αιτιάσεων. Σε περίπτωση που τα μέρη παραδέχθηκαν στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν για τη διευθέτηση ότι φέρουν ευθύνη, η παραδοχή αυτή θα θεωρηθεί τότε ότι ανακαλείται και δεν θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πειστήριο κατ' οποιουδήποτε μέρους στο πλαίσιο της διαδικασίας.

    30.

    Tο τελικό ύψος του προστίμου σε μια συγκεκριμένη υπόθεση προσδιορίζεται στην απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση δυνάμει του άρθρου 7 και επιβάλλεται κύρωση δυνάμει του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003.

    31.

    Σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή, το γεγονός ότι μια επιχείρηση συνεργάστηκε με την Επιτροπή σύμφωνα με την παρούσα ανακοίνωση κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας θα αναφέρεται στην τελική απόφαση, ώστε να αιτιολογείται το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε.

    32.

    Σε περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει να επιβραβεύσει ένα μέρος για τη διευθέτηση μιας διαφοράς στο πλαίσιο της παρούσας ανακοίνωσης, μειώνει κατά 10 % το ύψος του προστίμου που πρόκειται να επιβληθεί αφού εφαρμόσει το ανώτατο όριο του 10 % σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 23 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 (8). Τυχόν ειδική προσαύξηση για αποτρεπτικούς λόγους (16) που επιβάλλεται σχετικά δεν μπορεί να υπερβεί το διπλάσιο του ποσού.

    33.

    Όταν σε υποθέσεις διευθέτησης διαφοράς ενέχονται επίσης μέρη τα οποία υπέβαλαν αίτηση επιείκειας, η μείωση προστίμου που τους επιδικάζεται λόγω της διευθέτησης συνυπολογίζεται στο ποσό της επιβράβευσης λόγω επιείκειας.

    3.   ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

    34.

    Η παρούσα ανακοίνωση εφαρμόζεται σε κάθε υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον της Επιτροπής κατά την δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    35.

    Πρόσβαση στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα μέρη για τη διευθέτηση διαφοράς παρέχεται μόνο σε εκείνους τους αποδέκτες της έκθεσης των αιτιάσεων οι οποίοι δεν ζήτησαν διακανονισμό, υπό την προϋπόθεση ότι δεσμεύονται —μαζί με τους νομικούς τους συμβούλους που αποκτούν πρόσβαση για λογαριασμό τους— να μην παραγάγουν αντίγραφα με μηχανικά ή ηλεκτρονικά μέσα οποιασδήποτε πληροφορίας η οποία περιλαμβάνεται στις παρατηρήσεις των μερών και στην οποία παρέχεται πρόσβαση, και να μεριμνούν ώστε οι πληροφορίες που προέρχονται από τις παρατηρήσεις των μερών να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τους σκοπούς της δικαστικής ή διοικητικής διαδικασίας για την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού τους οποίους αφορούν οι σχετικές διαδικασίες. Σε άλλα μέρη, όπως οι καταγγέλλοντες, δεν παρέχεται πρόσβαση στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα μέρη για τη διευθέτηση διαφοράς.

    36.

    Η χρήση των εν λόγω πληροφοριών για διαφορετικούς σκοπούς κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μπορεί να θεωρηθεί ως έλλειψη συνεργασίας κατά την έννοια των σημείων 12 και 27 της ανακοίνωσης περί επιείκειας. Επιπλέον, εφόσον η εν λόγω χρήση γίνεται αφού η Επιτροπή έχει ήδη εκδώσει απόφαση απαγόρευσης κατά τη διαδικασία, η Επιτροπή μπορεί, σε οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων, να ζητήσει από το δικαστήριο να αυξήσει το πρόστιμο έναντι της υπεύθυνης επιχείρησης. Αν οι πληροφορίες χρησιμοποιηθούν για διαφορετικούς σκοπούς, καθ' οποιονδήποτε χρόνο, με την παρέμβαση εξωτερικού συμβούλου, η Επιτροπή μπορεί να αναφέρει το γεγονός στον δικηγορικό σύλλογο του εν λόγω συμβούλου, προκειμένου να κινηθεί πειθαρχική διαδικασία.

    37.

    Οι παρατηρήσεις των μερών που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας ανακοίνωσης μπορούν να διαβιβασθούν μόνο στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην ανακοίνωση για το Δίκτυο (17) και εφόσον το επίπεδο προστασίας της εχεμύθειας που παρέχει η οικεία αρχή ανταγωνισμού είναι αντίστοιχο με εκείνο που παρέχει η Επιτροπή.

    38.

    Εφόσον υποβληθεί σχετική αίτηση, η Επιτροπή μπορεί να δεχθεί την υποβολή των παρατηρήσεων των μερών προφορικά. Οι προφορικές παρατηρήσεις των μερών ηχογραφούνται και απομαγνητοφωνούνται στα γραφεία της Επιτροπής. Σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 και τα άρθρα 3 παράγραφος 3 και 17 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004, στις επιχειρήσεις που υποβάλλουν προφορικές παρατηρήσεις παρέχεται η ευκαιρία να ελέγχουν την τεχνική ακρίβεια της ηχογράφησης, που διατίθεται στα γραφεία της Επιτροπής, και να διορθώσουν το περιεχόμενο των προφορικών τους παρατηρήσεων χωρίς καθυστέρηση.

    39.

    Η Επιτροπή δεν διαβιβάζει παρατηρήσεις των μερών στα εθνικά δικαστήρια χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των σχετικών αιτούντων, σύμφωνα με τις διατάξεις της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των δικαστηρίων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 ΕΚ (18).

    40.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι κανονικά η δημόσια αποκάλυψη εγγράφων και γραπτών ή ηχογραφημένων δηλώσεων (συμπεριλαμβανομένων παρατηρήσεων που υπέβαλαν τα μέρη) που έχει λάβει στο πλαίσιο της παρούσας ανακοίνωσης θα έθετε σε κίνδυνο ορισμένα δημόσια ή ιδιωτικά συμφέροντα, όπως για παράδειγμα την προστασία του σκοπού των ελέγχων και των ερευνών κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (19), ακόμη και μετά την έκδοση της απόφασης.

    41.

    Οι τελικές αποφάσεις που λαμβάνει η Επιτροπή δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο σύμφωνα με το άρθρο 230 της συνθήκης. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 229 της συνθήκης και το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, το Δικαστήριο διαθέτει πλήρη δικαιοδοσία για τον έλεγχο των αποφάσεων με τις οποίες επιβάλλονται πρόστιμα και οι οποίες ελήφθησαν δυνάμει του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003.

    Επισκόπηση της διαδικασίας που καταλήγει σε απόφαση (διευθέτησης) σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003

    I.   Συνήθης έρευνα

    Τα μέρη μπορούν να εκφράσουν το ενδιαφέρον τους για υποθετική διευθέτηση.

    II.   Διερευνητικές επαφές για την διευθέτηση

    Επιστολή σε όλες τις επιχειρήσεις (και τα κράτη μέλη) με την οποία ενημερώνονται για την απόφαση κίνησης διαδικασίας διευθέτησης (άρθρο 11 παράγραφος 6) και καλούνται να εκφράσουν το ενδιαφέρον τους για διευθέτηση.

    III.   Διμερείς συνομιλίες για τη διευθέτηση της διαφοράς

    Γνωστοποίηση πληροφοριών και αντιπαράθεση επιχειρημάτων σχετικά με ενδεχόμενες αιτιάσεις, ευθύνες, εύρος των προστίμων.

    Γνωστοποίηση αποδεικτικών στοιχείων στα οποία βασίζονται οι ενδεχόμενες αιτιάσεις, οι ευθύνες και τα πρόστιμα.

    Γνωστοποίηση άλλων μη εμπιστευτικών εκδοχών εγγράφων του φακέλου, εφόσον υπάρχει λόγος.

    IV.   Διευθέτηση

    Διευθέτηση υπό όρους, παρατηρήσεις των επιχειρήσεων, οι οποίες εκπροσωπούνται από κοινού, κατά περίπτωση.

    Η ΓΔ COMP αποστέλλει απόδειξη παραλαβής.

    V.   «Διευθετηθείσα» κοινοποίηση αιτιάσεων

    Αποστολή απλοποιημένης κοινοποίησης αιτιάσεων με την οποία εγκρίνονται οι παρατηρήσεις της επιχείρησης, κατά περίπτωση.

    Απάντηση της επιχείρησης στην κοινοποίηση αιτιάσεων με την οποία η επιχείρηση επιβεβαιώνει σαφώς ότι αντανακλά τις παρατηρήσεις που υπέβαλε.

    VI.   «Απόφαση διευθέτησης» σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003

    Συμβουλευτική επιτροπή για σχέδιο απλοποιημένης τελικής απόφασης.

    Εάν συμφωνήσει το σώμα των Επιτρόπων:

    Έκδοση της απλοποιημένης τελικής απόφασης.


    (1)  Στο παρόν κείμενο, η αναφορά στο άρθρο 81 της συνθήκης ΕΚ καλύπτει επίσης το άρθρο 53 της συμφωνίας ΕΟΧ, εφόσον εφαρμόζεται από την Επιτροπή σύμφωνα με τους κανόνες του άρθρου 56 της συμφωνίας ΕΟΧ.

    (2)  Οι συμπράξεις (καρτέλ) είναι συμφωνίες ή/και εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ανταγωνιστών που αποσκοπούν στον συντονισμό της ανταγωνιστικής τους συμπεριφοράς στην αγορά ή/και στον επηρεασμό των σχετικών παραμέτρων ανταγωνισμού μέσω πρακτικών όπως ο καθορισμός των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής, οι ποσοστώσεις παραγωγής ή πωλήσεων, η κατανομή των αγορών, περιλαμβανομένης της νόθευσης διαγωνισμών, ο περιορισμός των εισαγωγών ή εξαγωγών ή/και αντιανταγωνιστικές ενέργειες σε βάρος άλλων ανταγωνιστών. Οι εν λόγω πρακτικές συγκαταλέγονται μεταξύ των σοβαρότερων παραβιάσεων του άρθρου 81 ΕΚ.

    (3)  ΕΕ C 298 της 8.12.2006, σ. 17.

    (4)  Βλέπε σημείο 33.

    (5)  ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1419/2006 (ΕΕ L 269 της 28.9.2006, σ. 1).

    (6)  ΕΕ L 123 της 27.4.2004, σ. 18. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 622/2008 (ΕΕ L 171 της 1.7.2008, σ. 3).

    (7)  Υπόθεση 85/76 Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, Συλλογή 1979, σ. 461, σκέψεις 9 και 11.

    (8)  ΕΕ C 210 της 1.9.2006, σ. 2.

    (9)  Η αναφορά στα «ενδεχόμενα πρόστιμα» στο άρθρο 10α παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 παρέχει στις υπηρεσίες της Επιτροπής τη δυνατότητα να δώσουν στα μέρη που συμμετέχουν στις συνομιλίες για τη διευθέτηση διαφοράς μια εκτίμηση για το πρόστιμο που ενδεχομένως θα τους επιβληθεί βάσει των οδηγιών που περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές περί προστίμων, των διατάξεων της παρούσας ανακοίνωσης και της ανακοίνωσης περί επιείκειας, κατά περίπτωση.

    (10)  Προς τον σκοπό αυτό, θα παρέχεται στα ενδιαφερόμενα μέρη κατάλογος όλων των προσβάσιμων εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο της υπόθεσης την συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

    (11)  Η εκτίμηση αυτή πρέπει να απορρέει από τις συζητήσεις όπως αναφέρεται στα σημεία 16 και 17.

    (12)  Στο πλαίσιο διαδικασιών διευθέτησης διαφορών, η κοινοποίηση των αιτιάσεων πρέπει να περιλαμβάνει τις αναγκαίες πληροφορίες οι οποίες θα επιτρέψουν στα μέρη να επιβεβαιώσουν ότι αντανακλούν τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν.

    (13)  Σύμφωνα με πάγια νομολογία, η Επιτροπή θεμελιώνει τις αποφάσεις της αποκλειστικά και μόνο στις αιτιάσεις για τις οποίες εδόθη στα ενδιαφερόμενα μέρη η δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους, και προς τον σκοπό αυτό πρέπει να έχουν το δικαίωμα να αποκτούν γνώση του φακέλου της Επιτροπής, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος των επιχειρήσεων για την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου.

    (14)  Επ' αυτού, στην αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 622/2008 αναφέρονται τα εξής: «[…]. Αυτή η έγκαιρη αποκάλυψη θα επέτρεπε στα εμπλεκόμενα μέρη να εκφράσουν τις απόψεις τους επί των αιτιάσεων τις οποίες σκοπεύει να τους απευθύνει η Επιτροπή, καθώς και την ενδεχόμενη ευθύνη τους.».

    (15)  Όπως προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 και στο άρθρο 27 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 αντιστοίχως.

    (16)  Σημείο 30 των κατευθυντήριων γραμμών περί προστίμων.

    (17)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου των αρχών ανταγωνισμού (ΕΕ C 101 της 27.4.2004, σ. 43).

    (18)  ΕΕ C 101 της 27.4.2004, σ. 54, σημείο 26.

    (19)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.


    Top