EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52008PC0602

Πρόταση οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τράπεζες συνδεδεμένες με κεντρικούς οργανισμούς, ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις εποπτικές ρυθμίσεις και τη διαχείριση κρίσεων {SEC(2008) 2532} {SEC(2008) 2533}

/* COM/2008/0602 τελικό - COD 2008/0191 */

52008PC0602

Πρόταση οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τράπεζες συνδεδεμένες με κεντρικούς οργανισμούς, ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις εποπτικές ρυθμίσεις και τη διαχείριση κρίσεων {SEC(2008) 2532} {SEC(2008) 2533} /* COM/2008/0602 τελικό - COD 2008/0191 */


[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 1.10.2008

COM(2008) 602 τελικό

2008/0191 (COD)

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τράπεζες συνδεδεμένες με κεντρικούς οργανισμούς, ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις εποπτικές ρυθμίσεις και τη διαχείριση κρίσεων

{SEC(2008) 2532}{SEC(2008) 2533}

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. Πλαισιο τησ προτασησ

Η ενιαία χρηματοπιστωτική αγορά στην ΕΕ αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την προώθηση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας και τη μείωση του κόστους του κεφαλαίου για τις εταιρείες. Σκοπός του Προγράμματος Δράσης για τις Χρηματοπιστωτικές Υπηρεσίες 1999-2005 (FSAP) ήταν να τεθούν οι βάσεις για μια ισχυρή χρηματοπιστωτική αγορά στην ΕΕ με την επίτευξη τρεις στρατηγικών στόχων:

- διασφάλιση μιας ενιαίας αγοράς για χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες χονδρικής,

- ανοικτές και ασφαλείς αγορές λιανικής, και

- θέσπιση σύγχρονων κανόνων συνετής διαχείρισης και εποπτείας.

Σε αυτό το πλαίσιο, με βάση τη συμφωνία "Βασιλεία II" της ομάδας G-10, υιοθετήθηκε ένα νέο πλαίσιο κεφαλαιακών απαιτήσεων τον Ιούνιο 2006 ως οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (CRD). Το πλαίσιο αυτό περιλαμβάνει τις οδηγίες 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ. Ο κυριότερος στόχος της τρέχουσας πρότασης είναι να διασφαλίσει τη μη διακύβευση της αποτελεσματικότητας της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις. Η αναθεώρηση αφορά τα εξής:

- Αναθεώρηση των κανόνων που θεσπίστηκαν με προηγούμενες οδηγίες, όπως το καθεστώς που διέπει τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και οι παρεκκλίσεις των τραπεζικών δικτύων από τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας

- Θέσπιση αρχών και κανόνων που δεν είχαν επισημοποιηθεί σε επίπεδο ΕΕ, όπως ο χειρισμός των υβριδικών κεφαλαίων στο πλαίσιο των αρχικών ιδίων κεφαλαίων

- Αποσαφήνιση του εποπτικού πλαισίου για τη διαχείριση κρίσεων και ίδρυση σωμάτων εποπτών για τη βελτίωση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας της εποπτείας.

Η αναθεώρηση συγκεκριμένων άλλων πεδίων υπαγορεύτηκε από την αναταραχή στη χρηματαγορά που ξεκίνησε το 2007 και αποσκοπεί στη διασφάλιση επαρκούς προστασίας των συμφερόντων των πιστωτών και στη γενική χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Οι ασυνέπειες που εντοπίστηκαν στη φάση της μεταφοράς της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις πρέπει να αντιμετωπιστούν, προκειμένου να διασφαλιστεί η μη διακύβευση της αποτελεσματικότητας των στόχων της οδηγίας. Οι ασυνέπειες είναι στην πλειονότητά τους τεχνικής φύσης και έχουν καλυφθεί από ξεχωριστά μέτρα επιτροπολογίας.

2. Διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη

Διεξήχθη ανοιχτή διαβούλευση μέσω του Διαδικτύου από τις 16 Απριλίου έως τις 17 Ιουνίου 2008. Η Επιτροπή έλαβε 118 απαντήσεις. Με εξαίρεση εκείνες που δηλώθηκαν ως εμπιστευτικές από τους ερωτηθέντες, όλες οι απαντήσεις είναι διαθέσιμες στη διεύθυνση:

http://circa.europa.eu/Public/irc/markt/markt_consultations/library?l=/financial_services/cross-sector_issues&vm=detailed&sb=Title

Τρία ζητήματα τέθηκαν από πολλούς ερωτηθέντες και συνεπώς χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής.

2.1. Μεγάλα διατραπεζικά χρηματοδοτικά ανοίγματα

Η Επιτροπή πιστεύει ότι τα διατραπεζικά χρηματοδοτικά ανοίγματα ενέχουν κίνδυνο και πρέπει να γίνεται προσεκτική διαχείρισή τους. Η Επιτροπή προτείνει τον περιορισμό όλων των διατραπεζικών ανοιγμάτων στο 25% των ιδίων κεφαλαίων ή εναλλακτικό όριο 150 εκατομμυρίων ευρώ, ανάλογα με το ποιο από τα δύο ποσά είναι μεγαλύτερο.

2.2. Κεφαλαιακές απαιτήσεις για τιτλοποίηση

Στο έγγραφο διαβούλευσης περιλαμβάνεται η απαίτηση το μεταβιβάζον ίδρυμα να έχει στην κατοχή του συγκεκριμένο ποσοστό κεφαλαίου για τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που τιτλοποιεί. Μετά από τη διαβούλευση, προτείνεται πλέον να απαιτείται τα μεταβιβάζοντα και τα ανάδοχα ιδρύματα να διατηρούν μερίδιο του κινδύνου και οι επενδυτές να διασφαλίζουν ότι αυτό έχει γίνει όντως σεβαστό. Λαμβάνοντας υπόψη τις απαντήσεις σε περαιτέρω δημόσια διαβούλευση, η Επιτροπή εμμένει στην προσταγή για ευαπόδεικτο μέτρο της απαιτούμενης επιμέλειας και σχολαστικότητας στην περίπτωση του επιχειρηματικού μοντέλου «δημιουργία για διανομή».

2.3. Σώματα εποπτών

Το συμβουλευτικό έγγραφο παρουσίασε την ανάγκη δημιουργίας "σωμάτων" εποπτών για όλες τις διασυνοριακές τράπεζες και απαίτησε οι επόπτες που θα συμμετέχουν σε αυτά τα σώματα να συζητήσουν και να συμφωνήσουν σε συγκεκριμένα ζητήματα με ένα μη δεσμευτικό μηχανισμό διαμεσολάβησης μέσω της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας (CEBS), χωρίς να αλλάξει η κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των εποπτών στη χώρα καταγωγής και των εποπτών στη χώρα υποδοχής.

Αυτή η πρόταση θεωρήθηκε μη ικανοποιητική από τους περισσότερους ενδιαφερόμενους για πολλούς λόγους.

Είναι σημαντικό τα σώματα εποπτών να παραμείνουν αποτελεσματικά και αποδοτικά όσον αφορά την εποπτεία τραπεζικών ομίλων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι αυξανόμενες ροές πληροφοριών θα πρέπει να συνοδεύονται από την ενδεχόμενη απόφαση ανάθεσης δύο βασικών θεμάτων στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας (πυλώνας 2: κεφαλαιακές απαιτήσεις και απαιτήσεις παροχής στοιχείων).

2.4. Εμπειρογνωμοσύνη

Από το 2005 έως το 2007 η Επιτροπή συμβουλεύτηκε πολλές φορές την επιτροπή CEBS όσον αφορά τα υβριδικά κεφάλαια και τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα. Σε ό,τι αφορά τα υβριδικά κεφάλαια, η επιτροπή CEBS πρότεινε προϋποθέσεις που κάθε υβριδικό μέσο θα πρέπει να πληροί προκειμένου να θεωρείται κεφάλαιο κατηγορίας 1 (Tier 1) στην ΕΕ. Σε ό,τι αφορά τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, η επιτροπή CEBS έκανε προτάσεις σχετικά με τους ορισμούς, το πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, τα όρια ανοίγματος και τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων. Οι αρχές που τέθηκαν στις απαντήσεις της επιτροπής έχουν ευρέως ληφθεί υπόψη. Η γνώμη της επιτροπής CEBS έχει δημοσιευτεί στον παρακάτω ιστότοπο:

http://www.c-ebs.org/Advice/advice.htm

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής σύστησαν επίσης ομάδα εργασίας με μέλη που όρισε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών (EBC). Οι συνεδριάσεις της ομάδας εργασίας διήρκεσαν εννέα συνολικά ημέρες το 2007 και το 2008. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών ενέκρινε σχέδιο της παρούσας πρότασης στη συνεδρίαση της 20ής Ιουνίου 2008.

3. Εκτίμηση του αντικτύπου

Η έκθεση εκτίμησης αντίκτυπου είναι διαθέσιμη στον παρακάτω ιστότοπο:

http://ec.europa.eu/internal_market/bank/regcapital/index_en.htm#capitalrequire

Συνολικά έχουν αξιολογηθεί περισσότερες από 60 διαφορετικές επιλογές πολιτικής. Στην παρακάτω σύνοψη περιγράφονται οι προτιμώμενες επιλογές πολιτικής σε κάθε μία από τα έξι θεματικά πεδία που καλύπτει η εκτίμηση του αντίκτυπου και ο αντίκτυπος που αναμένεται να έχουν στους βασικούς ενδιαφερόμενους.

3.1. Μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα

Ένα τροποποιημένο προστατευτικό καθεστώς με βάση τα όρια θεωρείται αποτελεσματικότερο διότι είναι ειδικά σχεδιασμένο ώστε να ανταποκρίνεται στις ελλείψεις που έχουν εντοπιστεί στο τρέχον καθεστώς. Επιπλέον, η κατανομή κόστους και ωφελειών μεταξύ των ομάδων ενδιαφερομένων παρουσιάζει μεγαλύτερη συνοχή με αυτή την επιλογή. Στον τραπεζικό κλάδο αναμένεται να μειωθούν τα διοικητικά έξοδα με την εφαρμογή ενός περισσότερο εναρμονισμένου καθεστώτος και την μεγαλύτερη ευθυγράμμισή του με το καθεστώς φερεγγυότητας. Ορισμένοι τύποι επιχειρήσεων επενδύσεων θα απαλλάσσονται από το πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος. Το σημαντικό είναι ότι θα βελτιωθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα λόγω της βεβαιότητας ότι υπάρχει περιορισμός στο μέγιστο χρηματοδοτικό άνοιγμα ενός συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος έναντι τρίτων.

3.2. Υβριδικά κεφάλαια

Ένα κοινό κανονιστικό ευρωπαϊκό πλαίσιο θα αντιμετώπιζε τις ελλείψεις της τρέχουσας κατάστασης διευκολύνοντας τη σύγκλιση μεταξύ των κρατών μελών και των τομέων, συμβάλλοντας, κατά συνέπεια, στη δημιουργία μεγαλύτερης σταθερότητας και ισότιμων όρων ανταγωνισμού εντός της ενιαίας αγοράς. Η σαφής ευρωπαϊκή ρύθμιση θα βελτιώσει την ποιότητα του κεφαλαίου από πλευράς κλάδου και εποπτείας, παρέχοντας ταυτόχρονα περισσότερες επιλογές και ρευστότητα στους επενδυτές.

3.3. Ζητήματα εποπτείας στη χώρα καταγωγής και τη χώρα υποδοχής και ρυθμίσεις διαχείρισης κρίσεων

Τα εποπτικά σώματα τα οποία περιλαμβάνουν αρχές που εποπτεύουν οντότητες ομίλων σε διαφορετικά κράτη μέλη θα κληθούν να επιλύσουν προβλήματα λόγω ενδεχόμενων συγκρούσεων και επικαλύψεων στα πεδία εποπτείας. Στο έργο αυτό θα συμβάλει η ενίσχυση των εξουσιών της εποπτικής αρχής σε ενοποιημένη βάση. Σε καταστάσεις κρίσης, οι ενδιαφερόμενοι θα ωφεληθούν από τη βελτιωμένη συνεργασία των εποπτικών αρχών και τη σαφέστερη κατανομή αρμοδιοτήτων. Οι μηχανισμοί διαμεσολάβησης θα διασφαλίσουν την επίλυση των συγκρούσεων, ενώ οι τακτικές ανταλλαγές θα καταστήσουν εφικτή την ανίχνευση της οικονομικής πίεσης σε αρχικό στάδιο.

3.4. Παρεκκλίσεις των τραπεζικών δικτύων από συγκεκριμένες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας

Πρέπει να «τακτοποιηθεί» η κατάσταση στα κράτη μέλη που έχουν ενσωματώσει στα νομικά τους συστήματα τις παρεκκλίσεις δυνάμει του άρθρου 3 της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, μετά τις προθεσμίες. Για άλλα κράτη μέλη, αυτό μπορεί να δώσει τη δυνατότητα σε ευρωπαϊκά τραπεζικά δίκτυα με περιουσιακά στοιχεία άνω των 311 δισεκατομμυρίων ευρώ, που εκπροσωπούν περισσότερα από 5 εκατομμύρια μέλη, να πληρούν τις προϋποθέσεις για την εποπτική μεταχείριση σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο. Τέτοια δίκτυα αποτελούνται συνήθως από συνεταιριστικές τράπεζες, αν και το άρθρο 3 δεν περιορίζεται σε αυτές.

3.5. Μεταχείριση των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σύμφωνα με τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων (μέθοδος IRB)

Η εφαρμογή περισσότερο στοχευμένων αυξήσεων στους τυποποιημένους συντελεστές στάθμισης κινδύνου θα παρείχε μια ασφαλή και ευαίσθητη σε θέματα κινδύνου εναλλακτική μεταχείριση των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, όπου η ποσοστιαία αύξηση των συντελεστών στάθμισης κινδύνου θα ήταν χαμηλότερη για ανοίγματα με καλό συντελεστή και υψηλότερη για ανοίγματα με χαμηλότερο ή χωρίς συντελεστή.

3.6. Κεφαλαιακές απαιτήσεις και διαχείριση κινδύνου για θέσεις τιτλοποίησης

Ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων στο μοντέλο «δημιουργία για διανομή» θα πρέπει να αντιμετωπίζονται εξασφαλίζοντας ότι τα μεταβιβάζοντα και ανάδοχα ιδρύματα διασποράς του πιστωτικού κινδύνου διατηρούν ένα σταθερό μερίδιο των κινδύνων που έχουν αναλάβει. Για το σκοπό αυτόν, θα απαιτείται από τους επενδυτές να εξασφαλίζουν ότι τα μεταβιβάζοντα και τα ανάδοχα ιδρύματα διατηρούν ένα σημαντικό μερίδιο των κινδύνων, κα σε κάθε περίπτωση όχι λιγότερο από 5% του συνόλου, ώστε ουσιαστικά τα μεταβιβάζοντα και τα ανάδοχα ιδρύματα που υπάγονται στην οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, αλλά και εκείνα που δεν υπάγονται, να υποχρεούνται να διατηρήσουν εξίσου ένα μερίδιο των κινδύνων. Ένα ισχυρότερο και αυστηρότερο πλαίσιο τιτλοποίησης, με αυστηρότερη επιμέλεια, θα συνέβαλε σε μια πιο υπεύθυνη συμπεριφορά απέναντι στην ανάληψη κινδύνων στην αποφυγή επανάληψης των τεράστιων δαπανών με τις οποίες επιβαρύνθηκαν επενδυτές και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τους τελευταίους 18 μήνες.

4. Νομικά στοιχεία της πρότασης

Μια οδηγία που τροποποιεί τις τρέχουσες οδηγίες είναι το καταλληλότερο μέσο. Η πρόταση στηρίζεται στο άρθρο 47 παράγραφος 2 της Συνθήκης, το οποίο αποτελεί τη νομική βάση για την έγκριση κοινοτικών μέτρων που έχουν στόχο την επίτευξη της εσωτερικής αγοράς στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.

Σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας που διατυπώνονται στο άρθρο 5 της συνθήκης ΕΚ, οι στόχοι της προτεινόμενης δράσης είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο. Οι διατάξεις δεν υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων.

Μόνο η κοινοτική νομοθεσία μπορεί να διασφαλίσει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα και οι όμιλοι πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη υπόκεινται στις ίδιες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, η οποία διασφαλίζει ισότιμους όρους ανταγωνισμού, αποφεύγει αδικαιολόγητος κόστος συμμόρφωσης για διασυνοριακές δραστηριότητες και ως εκ τούτου προάγει την περαιτέρω ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς. Η κοινοτική δράση διασφαλίζει επίσης υψηλό επίπεδο οικονομικής σταθερότητας εντός της ΕΕ.

Η πρόταση αυτή δεν αυξάνει τα διοικητικά έξοδα για τα κράτη μέλη ή τους οικονομικούς παράγοντες. Αντίθετα, το καθεστώς των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων απλοποιείται και οι απαιτήσεις παροχής στοιχείων μειώνονται. Η εναρμόνιση της μεταχείρισης των υβριδικών κεφαλαίων οδηγεί επίσης σε απλοποίηση και ως εκ τούτου σε μείωση των διοικητικών εξόδων για τράπεζες που λειτουργούν διασυνοριακά.

5. Δημοσιονομικές επιπτώσεις

Η πρόταση δεν έχει επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της Κοινότητας.

6. Λεπτομερησ εξηγηση τησ προτασησ

6.1. Υβριδικά κεφάλαια (κεφάλαιο 2, τμήμα 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ)

Τα υβριδικά κεφάλαια είναι τίτλοι που περιέχουν χαρακτηριστικά μετοχικών και χρεωστικών μέσων. Ο σκοπός της έκδοσης τέτοιων μέσων είναι η κάλυψη των αναγκών των τραπεζών σε κεφάλαιο, προσφεύγοντας σε μια κατηγορία επενδυτών που είναι πρόθυμοι να αναλάβουν μεγαλύτερο κίνδυνο από αυτόν που ενέχουν τα προϊόντα σταθερού εισοδήματος (χρεωστικά) και οι οποίοι αναμένουν ως εκ τούτου υψηλότερες αποδόσεις. Αυτά τα μέσα είναι συνήθως σχεδιασμένα με τρόπο που προορίζεται να εξασφαλίσει το χαρακτηρισμό τους ως «αρχικά ίδια κεφάλαια» για κανονιστικούς σκοπούς.

Η έλλειψη νομοθεσίας σε επίπεδο ΕΕ έχει οδηγήσει στην ύπαρξη διαφορετικών κριτηρίων επιλεξιμότητας και ορίων στην επικράτεια της ΕΕ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την έλλειψη ισότιμων όρων ανταγωνισμού και την πιθανότητα εποπτικού αρμπιτράζ για τράπεζες που λειτουργούν εντός της ενιαίας αγοράς, καθώς οι διαφορές στη μεταχείριση μεταξύ κρατών μελών επηρεάζουν το κόστος έκδοσης των υβριδικών κεφαλαίων.

6.1.1. Διάκριση μεταξύ των «πρωτογενών» στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών και των κατάλληλων υβριδικών κεφαλαίων στα αρχικά ίδια κεφάλαια των τραπεζών (άρθρο 57, στοιχεία (α) και (γα) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ)

Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει σαφής ορολογία για την περιγραφή υβριδικών μέσων που είναι κατάλληλα για αρχικά ίδια κεφάλαια των τραπεζών (κεφάλαιο κατηγορίας 1 - tier 1). Καθώς μια λίστα από συγκεκριμένα μέσα στην οδηγία θα θεωρούταν σύντομα παρωχημένη λόγω της διαρκούς καινοτομίας, αναπτύχθηκαν αρχές οι οποίες ορίζουν τα υβριδικά κεφάλαια που είναι κατάλληλα για αρχικά ίδια κεφάλαια.

Το πρωτογενές κεφάλαιο στο πλαίσιο των αρχικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών περιλαμβάνει όλα τα μέσα που αναφέρονται στον ορισμό της χώρας για τα ίδια κεφάλαια, απορροφά πλήρως τις ζημίες κατά τη συνεχιζόμενη δραστηριότητα και αντιπροσωπεύει την απαίτηση με την περισσότερο μειωμένη εξασφάλιση σε περίπτωση εκκαθάρισης. Πιο συγκεκριμένα, τα μέσα αυτά θα πρέπει να αντιπροσωπεύουν την "τελευταία γραμμή άμυνας" για οποιαδήποτε τράπεζα, τόσο σε συνθήκες κανονικής λειτουργίας όσο και σε συνθήκες ρευστοποίησης. Συνήθως αυτά τα μέσα είναι κοινές μετοχές και αντίστοιχα πριμ, αλλά, γενικότερα, πρόκειται για κάθε τύπο μέσου που δεν παρέχει προνόμια σε περίπτωση αρνητικής οικονομικής απόδοσης.

Ωστόσο, υπάρχουν επίσης μέσα που δεν εμπίπτουν σε αυτό το πεδίο εφαρμογής, όπως προνομιούχες μετοχές που παρέχουν προνόμια στην καταβολή μερισμάτων και τη ρευστοποίηση, οι οποίες ανήκουν ως εκ τούτου στην κατηγορία των υβριδικών κεφαλαίων.

6.1.2. Κριτήρια επιλεξιμότητας (άρθρο 63, σημείο a της οδηγίας 2006/48/ΕΚ)

Προκειμένου τα υβριδικά κεφάλαια να αναγνωριστούν ως "αρχικά ίδια κεφάλαια", πρέπει να απορροφούν τις ζημίες, να επιτρέπουν την ακύρωση της πληρωμής σε περιόδους πίεσης, να έχουν πολύ μειωμένη εξασφάλιση σε περίπτωση ρευστοποίησης και πρέπει να είναι μονίμως διαθέσιμα, ώστε να μπορούν αδιαμφισβήτητα να υποστηρίξουν τους καταθέτες και άλλους πιστωτές σε περιόδους πίεσης. Τα κριτήρια αυτά συμφωνήθηκαν σε επίπεδο G10 και ανακοινώθηκαν σε δελτίο τύπου το 1998, αλλά δεν έχουν μεταφερθεί στη νομοθεσία της ΕΕ. Τα επιλέξιμα μέσα ικανοποιούν το κριτήριο της μονιμότητας εφόσον είναι χωρίς προθεσμία ή η αρχική τους ληκτότητα είναι μεγαλύτερη από 30 χρόνια. Μπορούν, ωστόσο, να είναι εξαγοράσιμα νωρίτερα, αλλά μόνο με πρωτοβουλία του εκδότη, κατόπιν έγκρισης από τις εποπτικές αρχές και εφόσον αντικατασταθούν με κεφάλαια της ίδιας ποιότητας, εκτός εάν η εποπτική αρχή αποφασίσει ότι υπάρχουν επαρκή κεφάλαια. Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει επίσης να είναι εξουσιοδοτημένες να αναστείλουν την εξόφληση των μέσων με συγκεκριμένη ημερομηνία εξόφλησης, ανάλογα με τη φερεγγυότητα της τράπεζας.

Τα επιλέξιμα μέσα θα πρέπει επίσης να επιτρέπουν την ακύρωση ή την αναστολή πληρωμών εφόσον πληρούνται οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις. Τα επιλέξιμα μέσα δεν πρέπει να είναι σωρευτικά, δηλαδή οποιοδήποτε μη καταβεβλημένο ποσό θα πρέπει να καταπίπτει και να μην είναι πλέον πληρωτέο. Ωστόσο, θα πρέπει να επιτρέπεται ένας εναλλακτικός μηχανισμός πληρωμής σε είδος (π.χ. με την έκδοση νέων μετοχών), υπό αυστηρές προϋποθέσεις που τίθενται από τις εποπτικές αρχές (το αντίστοιχο κόστος βαρύνει τους μετόχους, μέσω απομείωσης της αξίας των μεριδίων τους)

Τα επιλέξιμα μέσα θα πρέπει να απορροφούν τις ζημίες σε περίπτωση ρευστοποίησης, αλλά να βοηθούν επίσης τον οργανισμό να συνεχίσει τις εργασίες του με βάση την αρχή της συνεχιζόμενης δραστηριότητας και δεν θα πρέπει να παρεμποδίζουν την κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών του εκδότη. Συνεπώς, τα υβριδικά κεφάλαια θα πρέπει να έχουν μεγαλύτερη προτεραιότητα μόνο έναντι του κοινού μετοχικού κεφαλαίου και μικρότερη έναντι των υβριδικών κεφαλαίων που περιλαμβάνονται στα πρόσθετα ίδια κεφάλαια της τράπεζας.

6.1.3. Ποσοτικά όρια (άρθρο 66 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ)

Οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν πρέπει να στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε υβριδικά κεφάλαια εις βάρος των "πρωτογενών" στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 57 στοιχείο α). Προς το σκοπό αυτόν, η Επιτροπή προτείνει διάρθρωση ορίων που θα επιτρέπει διάφορες κατηγορίες.

Το βασικό κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ των κατηγοριών, η μετατρεψιμότητα των υβριδικών κεφαλαίων σε περίπτωση ανάγκης, παρέχει ένα κίνητρο για την ανάπτυξη υβριδικών προϊόντων που θα οδηγούν σε υψηλότερης ποιότητας κεφάλαιο στη διάρκεια κρίσεων (π.χ. με υψηλότερο μερίδιο πρωτογενούς κεφαλαίου). Οι εποπτικές αρχές μπορούν να αναστείλουν προσωρινά τους περιορισμούς σε επείγουσες καταστάσεις.

Τα μέσα με την περισσότερο μειωμένη εξασφάλιση ενός πιστωτικού ιδρύματος που δεν έχει ιδιοκτήτες ή μετόχους κατά το εθνικό δίκαιο, όπως τα πιστοποιητικά των μελών ορισμένων συνεταιριστικών τραπεζών, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μετατρέψιμα υβριδικά μέσα στο μέτρο που το αντίστοιχο κεφάλαιο έχει καταβληθεί και ιεραρχείται μετά από όλες τις άλλες αξιώσεις .

6.1.4. Μεταβατικές διατάξεις (άρθρο 154, παράγραφοι 8 και 9 της οδηγίας 2006/48/EΚ)

Η Επιτροπή αναγνωρίζει τη σημασία των υβριδικών μέσων ως κύρια πηγή χρηματοδότησης και την ανάγκη περιορισμού του αντίκτυπου του νέου κανονισμού. Προς το σκοπό αυτόν, η πρόταση επιτρέπει σε εταιρείες που δεν συμμορφώνονται με το νέο σύνολο ποσοτικών ορίων να προσαρμοστούν σταδιακά στους νέους κανόνες σε περίοδο 30 ετών.

6.1.5. Διατάξεις περί δημοσιοποίησης (παράρτημα XII, μέρος 2, σημεία 3 (α) και (β) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ)

Έπειτα από τη θέσπιση κριτηρίων για την επιλεξιμότητα των υβριδικών κεφαλαίων για αρχικά ίδια κεφάλαια, το παράρτημα XII χρήζει ανάλογης τροποποίησης. Αυτές οι αλλαγές θα συμπεριλαμβάνονται στην παρούσα πρόταση. Οι τράπεζες θα πρέπει να δημοσιοποιούν συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με τα υβριδικά μέσα, ιδιαίτερα εκείνα που είναι επιλέξιμα μόνο εντός της μεταβατικής περιόδου.

6.2. Μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα

Οι διατάξεις τις τρέχουσας οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις βασίζονται στη γενική υπόθεση ότι οι τράπεζες κατανέμουν τα χρηματοδοτικά τους ανοίγματα στους πελάτες τους. Ωστόσο, τα τραπεζικά ιδρύματα ενδέχεται παρόλα αυτά να εξακολουθούν να έχουν ανοίγματα έναντι του ιδίου πελάτη ή μιας ομάδας συνδεδεμένων πελατών. Σε ακραίες περιπτώσεις, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια του πλήρους χρηματοδοτικού ανοίγματος ή του μέρους αυτού. Ο σκοπός του καθεστώτος των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων είναι να αποτρέψει ένα ίδρυμα από το να υφίσταται δυσανάλογα μεγάλες ζημίες ως αποτέλεσμα της χρεοκοπίας ενός μεμονωμένου πελάτη (ή μιας ομάδας συνδεδεμένων πελατών) λόγω της εμφάνισης απρόβλεπτων γεγονότων. Για να το αντιμετωπίσει αυτό, η Επιτροπή εξέδωσε μια σύσταση [1] το 1987, την οποία ακολούθησε μια οδηγία [2] το 1992. Δεδομένου του περιορισμένου αριθμού τους και του εύρους των αλλαγών που πραγματοποιήθηκαν την εποχή της έγκρισης της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, το καθεστώς των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων δεν έχει αναθεωρηθεί εδώ και 16 χρόνια. Σε αναγνώριση αυτού του γεγονότος, το άρθρο 119 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και το άρθρο 28 παράγραφος 3 της οδηγίας 2006/49/ΕΚ απαιτούν σε βάθος αναθεώρηση των υφιστάμενων απαιτήσεων "μαζί με τυχόν κατάλληλες προτάσεις", οι οποίες θα υποβληθούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Οι διατάξεις τις τρέχουσας οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις παρουσιάζουν πολλές ατέλειες: υψηλό κόστος για τον κλάδο, μεταξύ άλλων αδικαιολόγητα κόστη συμμόρφωσης για συγκεκριμένους τύπους επιχειρήσεων επενδύσεων, έλλειψη σαφήνειας και ισότιμου πεδίου δράσης. Επιπλέον, το τρέχον καθεστώς δεν αντιμετωπίζει αποτελεσματικά την αποτυχία της αγοράς σε σχέση με συγκεκριμένους τύπους χρηματοδοτικών ανοιγμάτων (π.χ. ανοίγματα σε ιδρύματα), με συνέπεια μεγαλύτερη επιβάρυνση για τους φορολογούμενους και ανεπάρκειες κεφαλαίων. Αυτές οι ατέλειες αντιμετωπίζονται με κατάργηση της διακριτικής ευχέρειας του κράτους όπου αυτό είναι εφικτό, απαλλαγή συγκεκριμένων τύπων επιχειρήσεων επενδύσεων από το καθεστώς, ευθυγράμμιση των εφαρμοζόμενων μεθόδων με τις μεθόδους που εφαρμόζονται για σκοπούς επάρκειας ιδίων κεφαλαίων, ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου με αποσαφήνιση των ορισμών και προσαρμογή της μεταχείρισης συγκεκριμένων τύπων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων (π.χ. ανοίγματα σε ιδρύματα).

6.2.1. Ορισμοί (άρθρο 4 σημείο 45 και άρθρο 106 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ)

Σε ό,τι αφορά την έννοια των συνδεδεμένων πελατών που ορίζεται στο άρθρο 4, μέχρι τώρα οι εποπτικές αρχές έχουν εστιάσει μόνο στην υπόσταση των εν λόγω οντοτήτων ως περιουσιακών στοιχείων, προκειμένου να εντοπίσουν κατά πόσο μία οντότητα ενδέχεται να αντιμετωπίσει δυσκολίες εξόφλησης λόγω των οικονομικών προβλημάτων της άλλης οντότητας. Οι πρόσφατες εξελίξεις στην αγορά έδειξαν ότι δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις μπορεί να είναι οικονομικά εξαρτημένες (και να εγκυμονούν σημαντικούς κινδύνους) επειδή χρηματοδοτούνται από το ίδιο μέσο. Ως αποτέλεσμα, αυτή η πρόταση δεν λαμβάνει υπόψη μόνο τον κίνδυνο που απορρέει από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και τα περιουσιακά στοιχεία των δύο οντοτήτων, αλλά και από την πλευρά του παθητικού ή της χρηματοδότησής τους.

6.2.2. Απλοποίηση του καθεστώτος μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων (κεφάλαιο 2, τμήμα 5 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ)

Οι απαιτήσεις παροχής στοιχείων του άρθρου 110 έχουν απλοποιηθεί και εναρμονιστεί. Αυτή ήταν μία από τις σημαντικότερες ενστάσεις του κλάδου όσον αφορά το τρέχον καθεστώς. Η απαίτηση υποβολής ενδιάμεσων εκθέσεων έχει καταργηθεί και τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων οφείλουν να αναφέρουν τα 20 μεγαλύτερα, μη απαλλασσόμενα φόρου, χρηματοδοτικά τους ανοίγματα σε ενοποιημένη βάση.

Τα τρέχοντα όρια για μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα είναι ποικίλα. Αυτή η διάρθρωση απλοποιείται στο άρθρο 111 σε ένα μοναδικό όριο 25%.

Ο κατάλογος των απαλλαγών στο άρθρο 113 είναι επί του παρόντος μεγάλη και δημιουργεί επιβαρυντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών και έλλειψη ισότιμου πεδίου δράσης. Οι μόνες απαλλαγές που διατηρούνται είναι τα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι κρατών, περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών, όσων αντικατοπτρίζουν τη συνήθη μορφή των συνεταιριστικών τραπεζών, ανοίγματα εντός ομίλου εφόσον απαλλάσσονται με βάση το καθεστώς φερεγγυότητας, ανοίγματα με συγκεκριμένη εξασφάλιση και ανοίγματα που προκύπτουν από μη αξιοποιηθείσες πιστωτικές ευχέρειες, με την προϋπόθεση ότι οι πιστωτικές ευχέρειες που αξιοποιούνται στην πράξη δεν υπερβαίνουν το καθορισμένο όριο.

Η τρέχουσα χρήση διαφορετικών μεθόδων υπολογισμού και μεθόδων μείωσης κινδύνου δεν έχει βελτιώσει τη διαφάνεια των αποτελεσμάτων που πρόκειται να εκτιμηθούν από τους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς και τις αρχές που τους εποπτεύουν. Στα άρθρα 114, 115 και 117 αποσαφηνίζονται οι μέθοδοι και ευθυγραμμίζονται κατά το δυνατό με τις μεθόδους που εφαρμόζονται για το καθεστώς επάρκειας ιδίων κεφαλαίων. Προκειμένου να αυξηθεί η ευελιξία των εταιρειών, η τρέχουσα διακριτική ευχέρεια του κράτους όσον αφορά την εφαρμογή των αντίστοιχων μεθόδων έχει μετατραπεί σε επιλογές για τα ίδια τα ιδρύματα.

6.2.3. Διατραπεζικά χρηματοδοτικά ανοίγματα (άρθρο 111 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ)

Τα διατραπεζικά χρηματοδοτικά ανοίγματα εγκυμονούν σοβαρό κίνδυνο διότι οι τράπεζες, παρόλο που ελέγχονται, είναι πιθανό να χρεοκοπήσουν. Η χρεοκοπία ενός ιδρύματος μπορεί να προκαλέσει τη χρεοκοπία άλλων ιδρυμάτων, με δυνατότητα να προκληθεί συστημική κρίση. Για το λόγο αυτόν, τα μεγάλα διατραπεζικά χρηματοδοτικά ανοίγματα απαιτούν πολύ συνετή διαχείριση. Καθώς μια τραυματική ζημία από χρηματοδοτικό άνοιγμα σε ένα ίδρυμα μπορεί να είναι εξίσου σοβαρή με ζημία από οποιοδήποτε άλλο χρηματοδοτικό άνοιγμα, η Επιτροπή κρίνει ότι το τρέχον καθεστώς, το οποίο βασίζεται σε ένα περίπλοκο μείγμα στάθμισης κινδύνων και διαφοροποίησης ληκτότητας, δεν είναι αρκετά συνετό. Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή, έχοντας εξετάσει το αποτέλεσμα της ανάλυσης που ερευνά το κόστος και το όφελος πολλών διαθέσιμων ρυθμιστικών προσεγγίσεων, κρίνει ότι υπάρχει ένα πλεονέκτημα στην αντιμετώπιση των διατραπεζικών χρηματοδοτικών ανοιγμάτων όπως οποιαδήποτε άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, ανεξάρτητα από τη ληκτότητά τους. Η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στις συγκεκριμένες ανησυχίες επιτρέποντας εναλλακτικό όριο 150 εκατομμυρίων ευρώ και παρεκκλίσεις για τράπεζες που λειτουργούν σε δίκτυα, τραπεζικά ταμιευτήρια κάτω από ορισμένους όρους και ορισμένα είδη ανοιγμάτων που συνδέονται με συναλλαγές εκκαθάρισης και διακανονισμού.

6.2.4. Παρέκκλιση για ορισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων (Άρθρο 28 της οδηγίας 2006/49/EΚ)

Το τρέχον καθεστώς επιβάλει αδικαιολόγητο κόστος συμμόρφωσης σε επιχειρήσεις επενδύσεων χωρίς να επιφέρει προφανή κοινωνικά οφέλη. Ως εκ τούτου, προτείνεται η απαλλαγή των επιχειρήσεων επενδύσεων «με περιορισμένη άδεια» και «περιορισμένες δραστηριότητες» από το καθεστώς μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων στην οδηγία 2006/49/ΕΚ.

6.3. Εποπτικές ρυθμίσεις

6.3.1. Ανταλλαγή πληροφοριών και συνεργασία – άρθρα 40, 42α, 42β, 49 και 50 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ

Σε επείγουσες καταστάσεις, η ομαλή και απρόσκοπτη πολυμερής ανταλλαγή πληροφοριών είναι ιδιαίτερα σημαντική. Για το λόγο αυτόν προτείνεται στο άρθρο 42α βελτίωση των δικαιωμάτων πληροφόρησης των αρχών στη χώρα υποδοχής που εποπτεύουν υποκαταστήματα συστημικής σημασίας και στα άρθρα 49 και 50 προσδιορισμός του νομικού πλαισίου για τη διαβίβαση πληροφοριών σε υπουργεία οικονομικών και κεντρικές τράπεζες.

Η πρόταση προβλέπει έναν ορισμό των «υποκαταστημάτων συστημικής σημασίας» στο άρθρο 42α. Η πρόσβαση σε αντίστοιχες πληροφορίες θα διευκολύνεται από τη συμμετοχή των αρχών που εποπτεύουν υποκαταστήματα συστημικής σημασίας σε σώματα εποπτών. Αυτή η συμμετοχή θα αποφασίζεται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, ανάλογα με τα θέματα προς συζήτηση.

Ζητώντας από τις αρχές να λαμβάνουν υπόψη τους τις επιπτώσεις που θα έχουν οι αποφάσεις τους στην οικονομική σταθερότητα σε άλλα κράτη μέλη, το άρθρο 40 παράγραφος 3 περιγράφει μια ευρωπαϊκή διάσταση των αποφάσεων των εποπτικών αρχών, η οποία είναι σημαντική για τη στήριξη της συνεργασίας μεταξύ των αρχών.

6.3.2. Σώματα εποπτών - άρθρα 42α, 129 και 131α (νέο) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ

Οι προτεινόμενες τροπολογίες έχουν στόχο την ενίσχυση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας της εποπτείας διασυνοριακών τραπεζικών ομίλων απαιτώντας:

- τη θέσπιση σωμάτων εποπτών για τη διευκόλυνση των εργασιών της εποπτικής αρχής σε ενοποιημένη βάση και των εποπτικών αρχών της χώρας υποδοχής,

- μια κοινή απόφαση σε δύο βασικά ζητήματα εποπτείας της για την εποπτεία ομίλων (πυλώνας 2 και απαιτήσεις παροχής στοιχείων) με τον τελευταίο λόγο να τον έχει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Αυτό συνδέεται με ένα μηχανισμό διαμεσολάβησης σε περίπτωση διαφωνίας.

- οι αρμόδιες αρχές που εμπλέκονται στην εποπτεία ενός ομίλου να εφαρμόζουν με συνέπεια στο πλαίσιο του τραπεζικού ομίλου τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται από την οδηγία.

Οι αρχές εποπτείας σε ενοποιημένη βάση θα πρέπει να ενημερώνουν την επιτροπή CEBS σχετικά με τις δραστηριότητες των σωμάτων εποπτών, προκειμένου να αναπτυχθούν συναφείς προσεγγίσεις από όλα τα σώματα. Θα απαιτείται επίσης η δημιουργία σωμάτων για επόπτες που είναι αρμόδιοι για διασυνοριακές οντότητες που δεν έχουν θυγατρικές σε άλλα κράτη μέλη, έχουν ωστόσο υποκαταστήματα συστημικής σημασίας.

6.4. Τεχνικές τροποποιήσεις

6.4.1. Παρεκκλίσεις για πιστωτικά ιδρύματα συνδεδεμένα με ένα κεντρικό πιστωτικό ίδρυμα (άρθρο 3 της οδηγίας 2006/48/EK)

Στο άρθρο 3 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, προτείνεται η διαγραφή των προθεσμιών (από τις 15 Δεκεμβρίου 1977 και τις 15 Δεκεμβρίου 1979) που περιορίζουν την εφαρμογή της. Η πρόσφατη προσχώρηση νέων κρατών μελών αποκάλυψε την ανάγκη να γίνουν οι παρεκκλίσεις σε αυτό το άρθρο διαθέσιμες σε όλα τα κράτη μέλη και όχι μόνο σε εκείνα που προσχώρησαν στην ΕΕ πριν από τρεις δεκαετίες.

6.4.2. Κεφαλαιακές απαιτήσεις για επενδύσεις σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων (άρθρο 87 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ)

Τα πιστωτικά ιδρύματα θεωρούσαν ότι οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για επενδύσεις σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, όπως αμοιβαία κεφάλαια , ήταν υπερβολικά αυστηρές υπό τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων, σε εκείνες τις περιπτώσεις που οι τράπεζες δεν είναι σε θέση ή δεν θέλουν να παρέχουν εσωτερική διαβάθμιση για το χρηματοδοτικό άνοιγμα έναντι του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων. Η πρόταση μειώνει σημαντικά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για περιουσιακά στοιχεία που ενέχουν μικρότερο κίνδυνο και βρίσκονται στην κατοχή του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων, αλλά διατηρεί υψηλές απαιτήσεις όπου ενέχεται μεγάλος κίνδυνος ή ο πραγματικός κίνδυνος δεν είναι γνωστός. Αυτό συνεχίζει επίσης να παρέχει ένα αντικίνητρο για την απόκρυψη άγνωστων κινδύνων στο φύλλο ισολογισμού μιας τράπεζας πίσω από επενδύσεις σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων χωρίς επαρκείς κεφαλαιακές απαιτήσεις.

6.4.3. Τιτλοποίηση (νέο άρθρο 122α της οδηγίας 2006/48/ΕΚ)

Ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων στο μοντέλο "δημιουργία για διανομή" πρέπει να αντιμετωπίζονται εξασφαλίζοντας ότι τα μεταβιβάζοντα και ανάδοχα ιδρύματα των πιο αδιαφανών μέσων μεταφοράς πιστωτικού κινδύνου διατηρούν ένα ποσοστό του κινδύνου που μεταβιβάζεται στους επενδυτές. Για το σκοπό αυτόν, θα πρέπει να απαιτείται από τους επενδυτές να βεβαιώνονται ότι τα μεταβιβάζοντα και ανάδοχα ιδρύματα διατηρούν ένα σημαντικό μερίδιο των κινδύνων (τουλάχιστον 5%), ώστε ουσιαστικά τα μεταβιβάζοντα και τα ανάδοχα ιδρύματα που υπάγονται στην οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, αλλά και εκείνα που δεν υπάγονται, να υποχρεούνται να διατηρήσουν εξίσου ένα μερίδιο των κινδύνων για λογαριασμό τους. Αυτή η απαίτηση θα πρέπει να συμπληρώνεται με την εξασφάλιση ότι οι επενδυτές, κατανοούν σε βάθος τους υποκείμενους κινδύνους και τα σύνθετα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των προϊόντων που αγοράζουν. Για να είναι εφικτή η λήψη αποφάσεων με πλήρη γνώση της κατάστασης, πρέπει οι επενδυτές να έχουν στη διάθεσή τους λεπτομερή στοιχεία.

6.4.4. Πιστωτικός κίνδυνος αντισυμβαλλομένου (παράρτημα III και άρθρο 150 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ)

Σε αυτό το παράρτημα περιγράφονται οι λεπτομέρειες των μεθόδων υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων για πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου. Οι τεχνικές τροποποιήσεις που προτείνονται έχουν στόχο τη διευθέτηση πολλών δυσκολιών που εντοπίστηκαν κατά τη φάση μεταφοράς της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις. Οι αλλαγές δεν τροποποιούν σημαντικά το περιεχόμενο του παραρτήματος, αλλά αποσαφηνίζουν και βελτιώνουν την εφαρμογή του.

Οι μελλοντικές τεχνικές τροποποιήσεις του παραρτήματος III θα πρέπει να εγκρίνονται με τη διαδικασία της επιτροπολογίας. Επί του παρόντος, οι εκτελεστικές εξουσίες δεν αναφέρονται ρητώς σε αυτό το παράρτημα.

6.4.5. Κίνδυνος ρευστότητας (παραρτήματα V και XI της οδηγίας 2006/48/ΕΚ)

Η τρέχουσα αναταραχή στην αγορά κατέδειξε το γεγονός ότι η ρευστότητα συνιστά βασικό καθοριστικό παράγοντα της αξιοπιστίας του τραπεζικού τομέα.

Οι προτεινόμενες αλλαγές εφαρμόζουν το έργο που έχει διεξάγει η επιτροπή CEBS και η Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία για την ανάπτυξη ορθών αρχών για τη διαχείριση του κινδύνου ρευστότητας. Οι προτεινόμενες αλλαγές στο παράρτημα V επισημαίνουν την ανάγκη να τεθεί από το διοικητικό συμβούλιο ένα κατάλληλο επίπεδο ανοχής κινδύνου ρευστότητας. Οι προτεινόμενες αλλαγές στο παράρτημα XI στοχεύουν στην εξασφάλιση των κατάλληλων κινήτρων για τις τράπεζες προκειμένου να γίνει καλύτερα κατανοητό το προφίλ τους όσον αφορά των κίνδυνο ρευστότητας. Απαιτείται από τις εποπτικές αρχές της χώρας να διευκολύνουν την κατανόηση από τις εταιρείες του προφίλ τους όσον αφορά των κίνδυνο ρευστότητας και δεν αποκλείεται η δυνατότητα χρήσης, σε κάποιο βαθμό, εσωτερικών μεθόδων για εποπτικούς σκοπούς.

Δεδομένων των σημαντικών αλλαγών που εισάγονται με αυτές τις τροποποιήσεις, θα πρέπει να συμπεριληφθούν αυτές οι τροπολογίες στην παρούσα πρόταση.

2008/0191 (COD)

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τράπεζες συνδεδεμένες με κεντρικούς οργανισμούς, ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις εποπτικές ρυθμίσεις και τη διαχείριση κρίσεων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο της 47, παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής[3],

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[4],

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας[5],

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών[6],

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης[7],

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Το άρθρο 3 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων[8] επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ειδικά καθεστώτα προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα που είναι μόνιμα συνδεδεμένα με έναν κεντρικό οργανισμό από τις 15 Δεκεμβρίου 1977, με την προϋπόθεση τα καθεστώτα αυτά να εισήχθησαν στην εθνική νομοθεσία πριν την 15 Δεκεμβρίου 1979. Αυτά τα χρονικά όρια εμποδίζουν κράτη μέλη, ιδιαίτερα όσα προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά το 1980, να εισαγάγουν τα ίδια καθεστώτα για παρόμοιες συνδέσεις πιστωτικών ιδρυμάτων που πραγματοποιήθηκαν αργότερα στην επικράτειά τους. Πρέπει επομένως να αρθούν οι χρονικοί περιορισμοί που προβλέπονται στο άρθρο 3, προκειμένου να εξασφαλιστούν ισότιμες συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων στα κράτη μέλη. Η επιτροπή ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας πρέπει να παράσχει μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να ενισχυθεί η σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών στο θέμα αυτό.

(2) Τα υβριδικά κεφάλαια διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη συνεχιζόμενη διαχείριση κεφαλαίου των πιστωτικών ιδρυμάτων. Τα μέσα αυτά δίνουν τη δυνατότητα στα πιστωτικά ιδρύματα να επιτύχουν διαφοροποιημένη κεφαλαιακή διάρθρωση και να έχουν πρόσβαση σε μεγάλο φάσμα χρηματοοικονομικών επενδυτών. Στις 28 Οκτωβρίου 1998, η Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία ενέκρινε μια συμφωνία σχετικά με τα κριτήρια επιλεξιμότητας και τους περιορισμούς υπαγωγής συγκεκριμένων τύπων υβριδικών κεφαλαίων στα αρχικά ίδια κεφάλαια πιστωτικών ιδρυμάτων.

(3) Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να θεσπιστούν κριτήρια γι' αυτά τα μέσα κεφαλαίων, με βάση τα οποία θα είναι επιλέξιμα για αρχικά ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων, και να ευθυγραμμιστούν οι διατάξεις της οδηγίας 2006/48/ΕΚ με αυτή τη συμφωνία. Οι τροπολογίες του παραρτήματος XII της οδηγίας 2006/48/ΕΚ προκύπτουν απευθείας από τη θέσπιση αυτών των κριτηρίων. Τα κριτήρια επιλεξιμότητας θα πρέπει να αναφέρονται στα μέσα με την περισσότερο μειωμένη εξασφάλιση ενός πιστωτικού ιδρύματος που δεν έχει ιδιοκτήτες ή μετόχους κατά το εθνικό δίκαιο, όπως συγκεκριμένα πιστοποιητικά μελών συνεταιριστικών τραπεζών, στο μέτρο που το αντίστοιχο κεφάλαιο έχει καταβληθεί και ιεραρχείται μετά από όλες τις άλλες αξιώσεις .

(4) Προκειμένου να αποφευχθεί η αναστάτωση των αγορών και να εξασφαλιστεί συνέχεια ως προς το συνολικό ύψος των ιδίων κεφαλαίων, είναι σκόπιμο να προβλεφθούν ειδικές μεταβατικές ρυθμίσεις για το νέο καθεστώς των υβριδικών κεφαλαίων.

(5) Για το σκοπό της ενίσχυσης του πλαισίου διαχείρισης κρίσεων της Κοινότητας, είναι αναγκαίο οι αρμόδιες αρχές να συντονίσουν τις ενέργειές τους με άλλες αρμόδιες αρχές και όπου χρειάζεται με κεντρικές τράπεζες με αποτελεσματικό τρόπο. Προκειμένου να ενισχυθεί η αποδοτικότητα της προληπτικής εποπτείας των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν εγκριθεί στην Κοινότητα και να δίδεται στις αρμόδιες αρχές η δυνατότητα να διεξάγουν καλύτερα την εποπτεία ενός τραπεζικού ομίλου σε ενοποιημένη βάση, οι εποπτικές δραστηριότητες θα πρέπει να συντονίζονται με αποτελεσματικότερο τρόπο. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να συσταθούν σώματα εποπτών. Η σύσταση σωμάτων δεν θα πρέπει να επηρεάζει τα δικαιώματα και τις ευθύνες των αρμόδιων αρχών υπό την οδηγία 2006/48/ΕΚ. Η σύστασή τους θα πρέπει να είναι ένα μέσο για ισχυρότερη συνεργασία με το οποίο οι αρμόδιες αρχές θα έρχονται σε συμφωνία όσον αφορά σημαντικές εποπτικές εργασίες. Τα σώματα εποπτών θα πρέπει να διευκολύνουν το χειρισμό της συνεχιζόμενης εποπτείας και των επειγουσών καταστάσεων. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δύναται, σε συνεργασία με τα λοιπά μέλη του εποπτικού σώματος, να αποφασίσει να διοργανώσει συνεδριάσεις ή δραστηριότητες που δεν είναι γενικού ενδιαφέροντος και να καθορίσει τη συμμετοχή συναρτήσει του θέματος.

(6) Οι εντολές των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη μια κοινοτική διάσταση. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει συνεπώς να λαμβάνουν υπόψη την επίδραση των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος όλων των άλλων κρατών μελών.

(7) Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να συμμετέχουν σε σώματα που έχουν συσταθεί για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων η μητρική επιχείρηση των οποίων βρίσκεται σε τρίτη χώρα. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας θα πρέπει να προβλέπει, όπου είναι απαραίτητο, μη δεσμευτικές οδηγίες και συστάσεις προκειμένου να βελτιώσει τη σύγκλιση των μεθόδων εποπτείας σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ.

(8) Ελλείμματα πληροφόρησης μεταξύ των αρμόδιων αρχών στη χώρα καταγωγής και τη χώρα υποδοχής μπορεί να αποβούν ζημιογόνα για την οικονομική σταθερότητα στα κράτη μέλη υποδοχής. Τα δικαιώματα πληροφόρησης των εποπτικών αρχών στη χώρα υποδοχής, ιδιαίτερα σε περίπτωση κρίσης υποκαταστημάτων συστημικής σημασίας, θα πρέπει συνεπώς να ενισχυθούν. Για το σκοπό αυτόν, θα πρέπει να οριστούν τα υποκαταστήματα συστημικής σημασίας. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μεταδίδουν πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών των κεντρικών τραπεζών και των Υπουργείων Οικονομικών σε ό,τι αφορά χρηματοπιστωτικές κρίσεις.

(9) Η υπερβολική συγκέντρωση χρηματοδοτικών ανοιγμάτων σε ένα μόνο πελάτη ή σε μία μόνο ομάδα συνδεδεμένων πελατών μπορεί να οδηγήσει σε απαράδεκτη πιθανότητα ζημιών. Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να θεωρηθεί επιζήμια για τη φερεγγυότητα ενός πιστωτικού ιδρύματος. Η επιτήρηση και ο έλεγχος των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων θα πρέπει συνεπώς να αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της εποπτείας τους.

(10) Το τρέχον καθεστώς μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων χρονολογείται από το 1992. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να αναθεωρηθούν οι υφιστάμενες απαιτήσεις για τα μεγάλα ανοίγματα που ορίζονται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ και την οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων[9].

(11) Δεδομένου ότι τα πιστωτικά ιδρύματα βρίσκονται, εντός της εσωτερικής αγοράς, σε άμεσο ανταγωνισμό, θα πρέπει να υπάρξει περαιτέρω εναρμόνιση των βασικών κανόνων για την επιτήρηση και τον έλεγχο των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων. Προκειμένου να μειωθούν τα διοικητικά έξοδα των πιστωτικών ιδρυμάτων, θα πρέπει να μειωθεί ο αριθμός των επιλογών των κρατών μελών σε ό,τι αφορά τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα.

(12) Προκειμένου να εντοπιστεί η ύπαρξη μιας ομάδας συνδεδεμένων πελατών και συνεπώς χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που συνιστούν ενιαίο κίνδυνο, είναι σημαντικό να λαμβάνονται επίσης υπόψη οι κίνδυνοι που προκύπτουν από κοινή πηγή σημαντικής χρηματοδότησης που παρέχεται από το πιστωτικό ίδρυμα ή την ίδια την επιχείρηση επενδύσεων, το χρηματοοικονομικό της όμιλο ή τα συνδεδεμένα μέρη.

(13) Ενώ είναι επιθυμητό να βασίζεται ο υπολογισμός της αξίας του χρηματοδοτικού ανοίγματος σε εκείνη που προβλέπεται για τους σκοπούς των απαιτήσεων σε ελάχιστα ίδια κεφάλαια, είναι σωστό να εγκρίνονται κανόνες για την επιτήρηση των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων χωρίς να εφαρμόζονται σταθμίσεις, βαθμού ή κινδύνου. Επιπλέον, οι τεχνικές μείωσης πιστωτικού κινδύνου που εφαρμόζονται στο καθεστώς φερεγγυότητας σχεδιάστηκαν με την υπόθεση ότι ο πιστωτικός κίνδυνος είναι αρκετά διαφοροποιημένος. Σε περίπτωση μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, όπου αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος συγκέντρωσης σε μία μόνο επιχείρηση, ο πιστωτικός κίνδυνος δεν είναι αρκετά διαφοροποιημένος. Ως εκ τούτου, οι συνέπειες αυτών των τεχνικών θα πρέπει να εξαρτώνται από την εκπλήρωση κριτηρίων προληπτικής εποπτείας. Στο πλαίσιο αυτό, είναι απαραίτητο να προβλέπεται αποτελεσματική είσπραξη της πιστωτικής προστασίας για τους σκοπούς των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων.

(14) Δεδομένου ότι ζημία που προκύπτει από χρηματοδοτικό άνοιγμα σε πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να είναι εξίσου σοβαρή με ζημία από οποιοδήποτε άλλο άνοιγμα, τέτοια ανοίγματα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται και να αναφέρονται όπως άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα.

(15) Είναι σημαντική η κατάργηση της απόκλισης συμφερόντων μεταξύ εταιρειών που «επανασυσκευάζουν» δάνεια σε διαπραγματεύσιμους τίτλους και άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα (μεταβιβάζοντα ιδρύματα) και εταιρειών που επενδύουν σε αυτούς τους τίτλους ή αυτά τα μέσα (επενδυτές). Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό για τα μεταβιβάζοντα ιδρύματα να διατηρούν άνοιγμα στον κίνδυνο των εν λόγω δανείων. Ιδιαίτερα όπου ο πιστωτικός κίνδυνος μεταφέρεται μέσω τιτλοποίησης, οι επενδυτές θα πρέπει να λαμβάνουν τις αποφάσεις τους μόνο αφού έχουν διεξαγάγει σε βάθος έλεγχο, για τον οποίο χρειάζονται επαρκή πληροφόρηση σχετικά με τις τιτλοποιήσεις.

(16) Το παράρτημα III της οδηγίας 2006/48/ΕΚ θα πρέπει να προσαρμοστεί προκειμένου να αποσαφηνιστούν συγκεκριμένες διατάξεις με στόχο τη βελτίωση της σύγκλισης των μεθόδων εποπτείας.

(17) Οι πρόσφατες εξελίξεις στην αγορά τόνισαν το γεγονός ότι η διαχείριση κινδύνου ρευστότητας συνιστά βασικό καθοριστικό παράγοντα της ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων. Τα κριτήρια που ορίζονται στο παράρτημα V και XI της οδηγίας 2006/48/ΕΚ θα πρέπει να ενισχυθούν προκειμένου να ευθυγραμμιστούν εκείνες οι διατάξεις με το έργο που έχει διεξάγει η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας και η Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία.

(18) Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή της οδηγίας 2006/48/EC θα πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή[10].

(19) Συγκεκριμένα η Επιτροπή θα πρέπει να είναι εξουσιοδοτημένη να τροποποιήσει το παράρτημα III της οδηγίας 2006/48/ΕΚ προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, τα λογιστικά πρότυπα ή απαιτήσεις που λαμβάνουν υπόψη την κοινοτική νομοθεσία ή σε ό,τι αφορά τη σύγκλιση των μεθόδων εποπτείας, καθώς και να τροποποιεί το ποσοστό που ορίζεται στο άρθρο 111 παράγραφος 1 αυτής της οδηγίας, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές . Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά έχουν γενικό πεδίο εφαρμογής και είναι σχεδιασμένα να τροποποιούν μη ουσιαστικά στοιχεία της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, πρέπει να εγκριθούν σύμφωνα με την κανονιστική νομοθεσία με τον έλεγχο που προβλέπεται στο άρθρο 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

(20) Δεδομένου ότι οι στόχοι της προτεινόμενης δράσης, δηλαδή η θέσπιση κανόνων σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων καθώς και η προληπτική τους εποπτεία, δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, διότι απαιτείται εναρμόνιση πολλών διαφορετικών κανόνων που υπάρχουν στα νομικά συστήματα των διαφόρων κρατών μελών, και μπορούν συνεπώς να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(21) Πρέπει, επομένως, να τροποποιηθούν αναλόγως οι οδηγίες 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2006/48/ΕΚ

Η οδηγία 2006/48/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1. Το άρθρο 3 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α) Η εισαγωγική φράση του πρώτου εδαφίου αντικαθίσταται από την εξής:

«Ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα που υφίστανται στο αυτό κράτος μέλος και τα οποία συνδέονται κατά τρόπο μόνιμο με κεντρικό οργανισμό, ο οποίος τα εποπτεύει και είναι εγκατεστημένος στο αυτό κράτος μέλος, δύνανται να εξαιρεθούν από τις προϋποθέσεις των άρθρων 7 και 11 παράγραφος 1, αν στο εθνικό δίκαιο προβλέπεται ότι:»

β) Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο διαγράφονται.

2. Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α) Το σημείο (6) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(6) "Ιδρύματα": για τους σκοπούς των Τμημάτων 2, 3 και 5 του Τίτλου V, Κεφάλαιο 2, τα ιδρύματα σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 2006/49/ΕΚ·»

β) Το σημείο (45) στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β) δύο ή περισσότερα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει δεσμός ελέγχου κατά την έννοια του στοιχείου α), αλλά τα οποία θεωρούνται ως αποτελούντα έναν ενιαίο κίνδυνο διότι συνδέονται μεταξύ τους κατά τρόπο ώστε να είναι πιθανό ότι, εάν ένα από αυτά αντιμετωπίζει χρηματοοικονομικά προβλήματα, ιδιαίτερα δυσκολίες χρηματοδότησης ή εξόφλησης, το άλλο ή όλα τα άλλα θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες χρηματοδότησης ή εξόφλησης.»

γ) Προστίθεται το σημείο 48):

«48) “ αρχή ενοποιημένης εποπτείας” είναι η αρμόδια αρχή για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων της ΕΕ και των πιστωτικών ιδρυμάτων που ελέγχονται από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών της ΕΕ.»

3. Στο άρθρο 40, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

«3. Οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους θα λάβουν υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος όλων των άλλων κρατών μελών και, ιδιαίτερα, σε επείγουσες καταστάσεις.»

4. Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 42α:

«Άρθρο 42α

1. Οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους υποδοχής δύναται να ζητήσουν από την αρχή εποπτικής ενοποίησης, στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται το άρθρο 129 παράγραφος 1, ή από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής να θεωρηθεί το υποκατάστημα ενός πιστωτικού ιδρύματος ως συστημικής σημασίας.

Το αίτημα θα παρέχει τους λόγους για τους οποίους το υποκατάστημα θα πρέπει να θεωρηθεί συστημικής σημασίας, ιδιαίτερα όσον αφορά τα εξής:

α) κατά πόσο το μερίδιο αγοράς σε καταθέσεις που κατέχει το υποκατάστημα του πιστωτικού ιδρύματος υπερβαίνει το 2% στο κράτος μέλος υποδοχής·

β) τον πιθανό αντίκτυπο της αναστολής ή του τερματισμού των εργασιών του πιστωτικού ιδρύματος στα συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού στα κράτη μέλη υποδοχής·

γ) το μέγεθος και τη σημασία του υποκαταστήματος σε σχέση με τον αριθμό των πελατών στο πλαίσιο του τραπεζικού ή του χρηματοπιστωτικού συστήματος του κράτους μέλους υποδοχής.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και η αρχή εποπτικής ενοποίησης στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται το άρθρο 129 παράγραφος 1, θα κάνουν ό,τι είναι δυνατό προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά τον χαρακτηρισμό υποκαταστημάτων ως συστημικής σημασίας.

Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός δύο μηνών από την παραλαβή αίτησης βάσει του πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής θα αποφασίσουν, εντός νέας προθεσμίας δύο μηνών, εάν το υποκατάστημα είναι συστημικής σημασίας. Για την απόφαση αυτή θα λάβουν υπόψη όλες τις απόψεις και της επιφυλάξεις της αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής.

Οι αποφάσεις που αναφέρονται στο τρίτο και τέταρτο εδάφιο θα παρουσιάζονται σε ένα έγγραφο που θα περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, θα διαβιβάζονται στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, θα αναγνωρίζονται ως καθοριστικές και θα εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

Ο χαρακτηρισμός ενός υποκαταστήματος ως συστημικής σημασίας δεν θα επηρεάζει τα δικαιώματα και τις ευθύνες των αρμόδιων αρχών υπό την παρούσα οδηγία.

2. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής θα μεταβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου έχει ιδρυθεί ένα υποκατάστημα συστημικής σημασίας, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 132 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) και θα εκτελούν τις εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 129 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

Εάν μια αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αντιληφθεί επείγουσα κατάσταση εντός πιστωτικού ιδρύματος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 130 παράγραφος 1, θα ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό τις αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 49 παράγραφος 4 και στο άρθρο 50.

3. Όπου δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 131α, οι αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν ένα πιστωτικό ίδρυμα με υποκαταστήματα συστημικής σημασίας σε άλλα κράτη μέλη ιδρύουν και θα προεδρεύουν σε ένα σώμα εποπτών, προκειμένου να διευκολύνουν τη συνεργασία που προβλέπεται στο άρθρο 42 και την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. Η ίδρυση και η λειτουργία του σώματος θα βασίζεται σε γραπτές ρυθμίσεις που θα καθορίζονται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, έπειτα από διαβούλευση με τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.»

5. Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 42β:

«Άρθρο 42β

1. Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές θα λαμβάνουν υπόψη τη σύγκλιση όσον αφορά στη χρήση των εποπτικών εργαλείων και μεθόδων εποπτείας κατά την εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών απαιτήσεων που εγκρίθηκαν με βάση την παρούσα οδηγία. Για το σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη θα εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις δραστηριότητες της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας και λαμβάνουν υπόψη τις μη δεσμευτικές οδηγίες και συστάσεις αυτής.

2. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας υποβάλλει έκθεση ανά τρία έτη στο Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο που πραγματοποιήθηκε προς την εποπτική σύγκλιση, ξεκινώντας από τις 31 Δεκεμβρίου 2010.»

6. Το άρθρο 49 τροποποιείται ως εξής:

α) Στην πρώτη παράγραφο, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α) στις κεντρικές τράπεζες και σε άλλους οργανισμούς με παρόμοια αποστολή όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα νομισματικής αρχής, όταν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των αντίστοιχων νόμιμων αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής, της εποπτείας πληρωμών και συστημάτων διακανονισμού χρεογράφων και της διαφύλαξης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας· και»

β) Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«Σε επείγουσα κατάσταση όπως προβλέπεται στο άρθρο 130 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη θα επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν πληροφορίες σε κεντρικές τράπεζες εντός της Κοινότητας, όταν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των αντίστοιχων νόμιμων αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού χρεογράφων και της διαφύλαξης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.»

7. Στο άρθρο 50, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«Σε επείγουσα κατάσταση όπως προβλέπεται στο άρθρο 130, παράγραφος 1, τα κράτη μέλη θα επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να γνωστοποιούν πληροφορίες στις υπηρεσίες που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο σε όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.»

8. Το άρθρο 57 τροποποιείται ως εξής:

α) Το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α) Το κεφάλαιο κατά την έννοια του άρθρου 22 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, εφόσον έχει καταβληθεί, στο οποίο προστίθεται η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, απορροφά πλήρως τις ζημίες σε περίοδο ομαλής λειτουργίας και σε περίπτωση πτώχευσης ή εκκαθάρισης ιεραρχείται μετά από όλες τις άλλες αξιώσεις.»

β) Παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο γα):

«γα) μέσα άλλα από αυτά που αναφέρονται στο στοιχείο α), τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στα στοιχεία α), γ), δ) και ε) του άρθρου 63 παράγραφος 2 και στο άρθρο 63α·»

9. Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 61 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η έννοια των ιδίων κεφαλαίων, όπως ορίζεται στα στοιχεία α) έως η) του άρθρου 57, περιλαμβάνει ένα μέγιστο αριθμό στοιχείων και ποσών. Η απόφαση σχετικά με τη χρήση αυτών των στοιχείων, καθώς και την αφαίρεση άλλων στοιχείων εκτός από εκείνα που απαριθμούνται στα στοιχεία θ) έως ιγ) του άρθρου 57, επαφίενται στην εκτίμηση των κρατών μελών.»

10. Στο άρθρο 63 παράγραφος 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τα μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο γα) του άρθρου 57 θα συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα στοιχεία α), γ), δ) και ε) του παρόντος άρθρου.»

11. Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 63α:

«Άρθρο 63α

«1. Τα μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο γα) του άρθρου 57 θα συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 5 του παρόντος άρθρου.

2. Τα μέσα θα είναι χωρίς προθεσμία ή θα έχουν αρχική ληκτότητα τουλάχιστον 30 έτη. Αυτά τα μέσα δύναται να περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα δικαιώματα αγοράς κατά την αποκλειστική κρίση του εκδότη, αλλά δεν θα εξοφλούνται πριν την πάροδο πέντε ετών από την ημερομηνία έκδοσης. Εάν οι θεσμικές ή συμβατικές διατάξεις που διέπουν τα μέσα χωρίς προθεσμία προβλέπουν ένα μέτριο κίνητρο εξόφλησης στο πιστωτικό ίδρυμα, όπως καθορίζεται από τις αρμόδιες αρχές, αυτό το κίνητρο δεν θα προκύπτει πριν την πάροδο δέκα ετών από την ημερομηνία έκδοσης.

Τα μέσα με και χωρίς προθεσμία μπορεί να αγοραστούν ή να εξοφληθούν μόνο έπειτα από έγκριση των αρμόδιων αρχών. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγήσουν έγκριση, υπό τον όρο ότι η αίτηση γίνεται με πρωτοβουλία του πιστωτικού ιδρύματος και δεν επηρεάζονται αδικαιολόγητα οι οικονομικές συνθήκες ούτε οι συνθήκες φερεγγυότητας του πιστωτικού ιδρύματος. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτήσουν από τα ιδρύματα να αντικαταστήσουν το μέσο με στοιχεία ίδιας ή καλύτερης ποιότητας που αναφέρονται στο στοιχείο γα) του άρθρου 57.

Οι αρμόδιες αρχές θα απαιτούν αναστολή της εξόφλησης των μέσων με συγκεκριμένη ημερομηνία εξόφλησης, εάν το πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφώνεται με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 75.

Η αρμόδια αρχή μπορεί να χορηγήσει έγκριση οποιαδήποτε στιγμή για πρόωρη εξόφληση των μέσων με και χωρίς συγκεκριμένη ημερομηνία εξόφλησης, στην περίπτωση που υπάρχει αλλαγή στην ισχύουσα φορολογική μεταχείριση ή την κανονιστική ταξινόμηση, η οποία δεν προβλεπόταν κατά την ημερομηνία έκδοσης.»

3. Οι θεσμικές ή συμβατικές διατάξεις που διέπουν το μέσο θα επιτρέπουν στο πιστωτικό ίδρυμα να ακυρώσει, όταν είναι απαραίτητο, την πληρωμή τόκου ή μερισμάτων για απεριόριστο χρονικό διάστημα, σε μη σωρευτική βάση.

Ωστόσο, το πιστωτικό ίδρυμα θα ακυρώνει τέτοιες πληρωμές εάν δεν συμμορφώνεται με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 75.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτήσουν την ακύρωση τέτοιων πληρωμών, με βάση την οικονομική κατάσταση και την κατάσταση φερεγγυότητας του πιστωτικού ιδρύματος. Μια τέτοια ακύρωση δεν θα βλάπτει το δικαίωμα του πιστωτικού ιδρύματος να αντικαταστήσει την πληρωμή τόκου ή μερίσματος με πληρωμή στη μορφή ενός μέσου που αναφέρεται στο άρθρο 57 στοιχείο α), υπό τον όρο ότι οποιοσδήποτε τέτοιος μηχανισμός επιτρέπει στο πιστωτικό ίδρυμα να διατηρεί χρηματοοικονομικούς πόρους. Τέτοια αντικατάσταση ενδέχεται να εξαρτάται από προϋποθέσεις που ορίζουν οι αρμόδιες αρχές.

4. Οι υποχρεωτικές ή συμβατικές διατάξεις που διέπουν το μέσο θα προβλέπουν ότι το αρχικό κεφάλαιο, οι μη καταβληθέντες τόκοι ή τα μη καταβληθέντα μερίσματα θα είναι τέτοια, που θα απορροφούν ζημίες και δεν θα εμποδίζουν την αναδιάρθρωση κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος.

5. Σε περίπτωση πτώχευσης ή εκκαθάρισης του πιστωτικού ιδρύματος, τα μέσα θα ιεραρχούνται χαμηλότερα από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 63 παράγραφος 2.

6. Η επιτροπή ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας θα εκπονήσει κατευθυντήριες γραμμές για τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών όσον αφορά τα μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και θα παρακολουθεί την εφαρμογή τους. Έως τον Ιανουάριο του 2012, η Επιτροπή θα επανεξετάσει την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και θα υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.»

12. Στο άρθρο 65 παράγραφος 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α) τα δικαιώματα της μειοψηφίας κατά την έννοια του άρθρου 21 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, σε περίπτωση χρησιμοποίησης της μεθόδου της πλήρους ενοποίησης. Τυχόν μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο γα) του άρθρου 57, τα οποία εγείρουν δικαιώματα μειοψηφίας, θα συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 63α, 66 και στα στοιχεία α), γ), δ) και ε) του άρθρου 63 παράγραφος 2·»

13. Το άρθρο 66 τροποποιείται ως εξής:

α) Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 57 στοιχεία δ) έως η), υπόκεινται στους ακόλουθους περιορισμούς:

α) το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία δ) έως η) του άρθρου 57 δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 100 %, κατ' ανώτατο όριο, των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γα) μείον θ), ι) και ια) του άρθρου αυτού, και

β) το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία ζ) έως η) του άρθρου 57 δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 50 %, κατ' ανώτατο όριο, των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γα) μείον θ), ι) και ια) του άρθρου αυτού.»

β) Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 1α:

«1α. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στο στοιχείο γα) του άρθρου 57 υπόκεινται στους ακόλουθους περιορισμούς:

α) τα μέσα που πρέπει να μετατραπούν σε επείγουσες καταστάσεις σε στοιχεία από εκείνα που αναφέρονται στο στοιχείο α) του άρθρου 57 εντός προκαθορισμένου εύρους, καθώς και το κεφάλαιο που έχει καταβληθεί, απορροφά πλήρως τις ζημίες σε περίοδο συνεχιζόμενης λειτουργίας και σε περίπτωση πτώχευσης ή εκκαθάρισης ιεραρχείται μετά από όλες τις άλλες αξιώσεις, δεν θα υπερβαίνουν συνολικά το 50 %, κατ' ανώτατο όριο, των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γα) μείον θ), ι) και ια) του άρθρου 57·

β) εντός του ορίου που αναφέρεται στο στοιχείο α) αυτής της παραγράφου, όλα τα άλλα μέσα δεν θα υπερβαίνουν το 35%, κατ' ανώτατο όριο, των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γα) μείον θ), ι) και ια) του άρθρου 57·

γ) εντός των ορίων που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) αυτής της παραγράφου, τα μέσα με συγκεκριμένη ημερομηνία εξόφλησης και κάθε μέσο, για το οποίο οι θεσμικές ή συμβατικές διατάξεις που το διέπουν παρέχουν κίνητρο εξόφλησης στο πιστωτικό ίδρυμα, δεν θα υπερβαίνουν το 15%, κατ' ανώτατο όριο, των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γα) μείον θ), ι) και ια) του άρθρου 57·

δ) η ποσότητα των στοιχείων που υπερβαίνουν τα όρια που ορίζονται στα στοιχεία α), β) και γ) θα υπόκειται στα όρια που ορίζονται στην παράγραφο 1.»

γ) Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία ιβ) έως ιη) του άρθρου 57 αφαιρούνται κατά το ήμισυ από το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γα), μείον τα στοιχεία που απαριθμούνται στα στοιχεία θ), ι) και ια) του συγκεκριμένου άρθρου και κατά το ήμισυ από τα στοιχεία που απαριθμούνται στα στοιχεία δ) έως η) του συγκεκριμένου άρθρου, τηρουμένων των περιορισμών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Εάν το ήμισυ του αθροίσματος των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία ιβ) έως ιη) του άρθρου 57 είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία δ) έως η) του ιδίου άρθρου, η διαφορά αφαιρείται από το άθροισμα των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γα), μείον τα στοιχεία που απαριθμούνται στα στοιχεία θ), ι) και ια) του εν λόγω άρθρου. Εάν τα στοιχεία που απαριθμούνται στο στοιχείο ιη) του άρθρου 57 έχουν ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 75, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο παράρτημα ΙΧ μέρος 4, τότε δεν αφαιρούνται.»

δ) Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4. Προσωρινά και σε επείγουσες καταστάσεις, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να υπερβαίνουν τα όρια που θεσπίζονται στις παραγράφους 1 και 1α.»

14. Το άρθρο 87 τροποποιείται ως εξής:

α) Η παράγραφος 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«11. Όταν τα ανοίγματα υπό τη μορφή ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων (ΟΣΕπ) πληρούν τα κριτήρια που αναφέρονται στο παράρτημα VI μέρος 1, παράγραφοι 77 και 78 και το πιστωτικό ίδρυμα έχει γνώση όλων ή μέρους των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕπ, το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να εξετάσει τα εν λόγω υποκείμενα ανοίγματα προκειμένου να υπολογίσει τα σταθμισμένα ποσά ανοίγματος και το ύψος των αναμενόμενων ζημιών σύμφωνα με τις μεθόδους που αναφέρονται στο παρόν υποτμήμα. Η παράγραφος 12 εφαρμόζεται στο μέρος των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕπ για το οποίο δεν έχει γνώση και δεν θα μπορούσε εύλογα να έχει γνώση το πιστωτικό ίδρυμα.

Όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να μπορεί να χρησιμοποιεί τις μεθόδους που αναφέρονται στο παρόν υποτμήμα για όλα ή μέρος των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕπ, τα σταθμισμένα ανοίγματα και οι αναμενόμενες ζημίες υπολογίζονται σύμφωνα με τις ακόλουθες μεθόδους:

α) όσον αφορά τα ανοίγματα που ανήκουν στην κλάση ανοιγμάτων που αναφέρεται στο άρθρο 86 παράγραφος 1 στοιχείο ε), η μέθοδος που καθορίζεται στο παράρτημα VII μέρος 1 σημεία 19 έως 21.

β) όσον αφορά όλα τα υπόλοιπα υποκείμενα ανοίγματα, ισχύει η μέθοδος που αναφέρεται στα άρθρα 78 έως 83 με τις κάτωθι τροποποιήσεις:

(i) όσον αφορά ανοίγματα που υπόκεινται σε συγκεκριμένο συντελεστή στάθμισης κινδύνου για μη διαβαθμισμένα ανοίγματα ή που υπόκεινται στην ανώτερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας για μια δεδομένη κλάση ανοιγμάτων, η στάθμιση κινδύνου θα πολλαπλασιάζεται με το συντελεστή 2, αλλά δεν δύναται να υπερβαίνει το 1250%·

(ii) όσον αφορά όλα τα υπόλοιπα ανοίγματα, η στάθμιση κινδύνου θα πολλαπλασιάζεται με το συντελεστή 1,1 και θα έχει ελάχιστη τιμή 5%.»

Εάν, για τους σκοπούς του στοιχείου α), το πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι σε θέση να διαφοροποιήσει μεταξύ ανοιγμάτων σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο και άλλες μετοχές, τα υπόψη ανοίγματα ισοδυναμούν με ανοίγματα σε άλλες μετοχές. Όπου αυτά τα ανοίγματα, από κοινού με τα άμεσα ανοίγματα του πιστωτικού ιδρύματος σε αυτή την κλάση ανοιγμάτων, δεν είναι ουσιώδη κατά την έννοια του άρθρου 89 παράγραφος 2, μπορεί να εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του συγκεκριμένου άρθρου κατόπιν έγκρισης από τις αρμόδιες αρχές.»

β) Στην παράγραφο 12, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Αντί της μεθόδου που περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο, τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να υπολογίσουν τα ίδια ή να βασισθούν σε έναν τρίτο για τον υπολογισμό και την αναφορά των μέσων σταθμισμένων ανοιγμάτων βάσει των υποκείμενων ανοιγμάτων των ΟΣΕπ και σύμφωνα με τις μεθόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 11 στοιχεία α) και β), εφόσον εξασφαλίζεται καταλλήλως η ορθότητα του υπολογισμού και της αναφοράς.»

15. Στο άρθρο 89, η εισαγωγική φράση του στοιχείου δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ) ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων των κρατών μελών και έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων, τοπικών αρχών και διοικητικών φορέων, υπό την προϋπόθεση ότι:»

16. Το άρθρο 106 τροποποιείται ως εξής:

α) Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Στα χρηματοδοτικά ανοίγματα δεν συμπεριλαμβάνονται:

α) στην περίπτωση των πράξεων συναλλάγματος, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που προκύπτουν κανονικά κατά το διακανονισμό, κατά την περίοδο των 48 ωρών μετά την πληρωμή·

β) στην περίπτωση συναλλαγών για την αγοραπωλησία τίτλων, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που προκύπτουν κανονικά κατά το διακανονισμό στις πέντε εργάσιμες ημέρες που ακολουθούν την ημερομηνία πληρωμής ή την παράδοση των τίτλων, εάν η τελευταία γίνει νωρίτερα· ή

γ) στην περίπτωση της παροχής πράξεων πληρωμής ή υπηρεσιών εκκαθάρισης και διακανονισμού σε πελάτες, οι καθυστερημένες εισπράξεις χρηματοδότησης και άλλα ανοίγματα που προκύπτουν από δραστηριότητες του πελάτη, τα οποία δεν διαρκούν περισσότερο από την επόμενη εργάσιμη ημέρα.»

β) Προστίθεται η παράγραφος 3:

«3. Προκειμένου να καθοριστεί η ύπαρξη μιας ομάδας συνδεδεμένων πελατών, για τα ανοίγματα που αναφέρονται στο άρθρο 79 παράγραφος 1 στοιχεία ιγ), ιε) και ιστ), εφόσον υπάρχει άνοιγμα σε υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού, ένα πιστωτικό ίδρυμα θα αξιολογεί το καθεστώς και τα υποκείμενα ανοίγματα. Για το σκοπό αυτόν, το πιστωτικό ίδρυμα θα αξιολογεί την οικονομική σημασία και τους κινδύνους που ενέχει η διάρθρωση της συναλλαγής.»

17. Το άρθρο 107 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 107

Για το σκοπό του υπολογισμού της αξίας των ανοιγμάτων σύμφωνα με το παρόν τμήμα, ο όρος “πιστωτικό ίδρυμα” θα καλύπτει επίσης κάθε ιδιωτική ή δημόσια επιχείρηση, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων αυτής, η οποία ανταποκρίνεται στον ορισμό του “πιστωτικού ιδρύματος” και έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα.»

18. Το άρθρο 110 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 110

1. Το πιστωτικό ίδρυμα θα κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές τις παρακάτω πληροφορίες για όλα τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων ανοιγμάτων που εξαιρούνται από την εφαρμογή του άρθρου 111 παράγραφος 1:

α) την ταυτότητα του πελάτη ή της ομάδας συνδεδεμένων πελατών έναντι των οποίων το πιστωτικό ίδρυμα έχει μεγάλο χρηματοδοτικό άνοιγμα·

β) την αξία ανοίγματος προτού ληφθεί υπόψη η επίδραση των ενεργειών μείωσης πιστωτικού κινδύνου, στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό·

γ) τον τύπο χρηματοδοτούμενης ή μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, όπου χρησιμοποιείται·

δ) την αξία ανοίγματος, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των ενεργειών μείωσης πιστωτικού κινδύνου, υπολογισμένη για τους σκοπούς του άρθρου 111 παράγραφος 1.

Εάν ένα πιστωτικό ίδρυμα υπόκειται στα άρθρα 84 έως 89, θα πρέπει να κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές τα 20 μεγαλύτερα χρηματοδοτικά ανοίγματά του σε ενοποιημένη βάση, εκτός εκείνων που εξαιρούνται βάσει της εφαρμογής του άρθρου 111 παράγραφος 1.

2. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η κοινοποίηση αυτή πραγματοποιείται τουλάχιστον δύο φορές κατ' έτος.

3. Τα κράτη μέλη θα απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να αναλύσουν, στο βαθμό που είναι δυνατό, τα ανοίγματά τους σε εκδότες εξασφαλίσεων και παρόχους μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας για πιθανές συγκεντρώσεις και ενδεχομένως, να αναλάβουν δράση και να διαβιβάσουν στην αρμόδια αρχή τους το οποιοδήποτε σημαντικό εύρημα.»

19. Το άρθρο 111 τροποποιείται ως εξής:

α) Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν αναλαμβάνει άνοιγμα, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των ενεργειών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 112 έως 117, έναντι ενός πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών, η αξία του οποίου υπερβαίνει το 25 % των ιδίων κεφαλαίων του.

Εφόσον ο πελάτης είναι πιστωτικό ίδρυμα ή εφόσον η ομάδα συνδεδεμένων πελατών περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα ιδρύματα, η αξία αυτή δεν υπερβαίνει το 25% των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος ή το ποσό των 150 εκατομμυρίων ευρώ, ανάλογα με το ποιο είναι μεγαλύτερο, υπό τον όρο ότι το άθροισμα της αξίας των ανοιγμάτων, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των ενεργειών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 112 έως 117, σε όλους τους συνδεδεμένους πελάτες που δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα δεν υπερβαίνει το 25% των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος.

Τα κράτη μέλη δύνανται να καθορίζουν χαμηλότερο όριο από 150 εκατομμύρια ευρώ και ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή.»

β) Οι παράγραφοι 2 και 3 διαγράφονται.

γ) Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4. Ένα πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να τηρεί μονίμως το όριο που καθορίζεται στην παράγραφο 1. Εάν, σε εξαιρετική περίπτωση, τα αναληφθέντα χρηματοδοτικά ανοίγματα υπερβαίνουν το εν λόγω όριο, η αξία του ανοίγματος κοινοποιείται αμέσως στις αρμόδιες αρχές οι οποίες δύνανται, εφόσον το δικαιολογούν οι περιστάσεις, να ορίσουν περιορισμένη προθεσμία προκειμένου το πιστωτικό ίδρυμα να συμμορφωθεί προς το όριο.»

20. Το άρθρο 112 τροποποιείται ως εξής:

α) Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, όταν επιτρέπεται η αναγνώριση χρηματοδοτούμενης ή μη πιστωτικής προστασίας βάσει των άρθρων 113 έως 117, αυτό θα εξαρτάται από τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις επιλεξιμότητας και άλλες ελάχιστες απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 90 έως 93.»

β) Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 4:

«4. Κατά την έννοια αυτού του τμήματος, ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν θα λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη εξασφάλισης που αναφέρεται στο παράρτημα VIII μέρος 1 σημεία 20 έως 22, εκτός εάν αυτό επιτρέπεται βάσει του άρθρου 115.»

21. Το άρθρο 113 τροποποιείται ως εξής:

α) Οι παράγραφοι 1 και 2 διαγράφονται.

β) Η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

(i) Η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3. Τα παρακάτω χρηματοδοτικά ανοίγματα εξαιρούνται από την εφαρμογή του 111 παράγραφος 1:»

(ii) Τα στοιχεία ε) και στ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε) στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών των κρατών μελών εφόσον στις απαιτήσεις αυτές θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης 0 % βάσει των άρθρων 78 έως 83, καθώς και τα άλλα ανοίγματα τα οποία έχει έναντι των κυβερνήσεων και διοικήσεων αυτών ή τα οποία είναι εγγυημένα από αυτές και στα οποία θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης 0 % βάσει των άρθρων 78 έως 83.

στ) ανοίγματα έναντι αντισυμβαλλόμενων που αναφέρονται στο άρθρο 80 παράγραφος 7 ή παράγραφος 8, εφόσον εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0% βάσει των άρθρων 78 έως 83. Ανοίγματα που δεν πληρούν τα κριτήρια αυτά, εξαιρούμενα ή μη από την εφαρμογή του άρθρου 111 παράγραφος 1, θα αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι τρίτου.»

(iii) Το σημείο i) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«i) ανοίγματα που προκύπτουν από μη αξιοποιηθείσες πιστωτικές ευχέρειες, τα οποία κατατάσσονται στα στοιχεία εκτός ισολογισμού με χαμηλό κίνδυνο του παραρτήματος ΙΙ, εφόσον έχει συναφθεί με τον πελάτη ή την ομάδα συνδεδεμένων πελατών συμφωνία που προβλέπει ότι η πιστωτική ευχέρεια μπορεί να αναληφθεί, μόνον εφόσον ελεγχθεί ότι δεν θα οδηγήσει σε υπέρβαση του ορίου που ορίζεται στο άρθρο 111 παράγραφος 1.»

(iv) Τα στοιχεία ι) έως κ) διαγράφονται.

γ) Το τρίτο, τέταρτο και πέμπτο εδάφιο διαγράφονται.

δ) Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 4:

«4. Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν, εν λόγω ή εν μέρει, από την εφαρμογή του άρθρου 111 παράγραφος 1, τα ακόλουθα χρηματοδοτικά ανοίγματα:

α) καλυμμένα ομόλογα που εμπίπτουν στο πεδίο του παραρτήματος VI μέρος 1 παράγραφοι 68, 69 και 70·

β) στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών των κρατών μελών, εφόσον στις απαιτήσεις αυτές θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης 20% βάσει των άρθρων 78 έως 83, καθώς και τα άλλα ανοίγματα τα οποία έχει έναντι των κυβερνήσεων και διοικήσεων αυτών ή τα οποία είναι εγγυημένα από αυτές και στα οποία θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης 20% βάσει των άρθρων 78 έως 83·

γ) κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 στοιχείο ζ) του παρόντος άρθρου, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που αναλαμβάνει ένα πιστωτικό ίδρυμα έναντι της μητρικής του επιχείρησης, των άλλων θυγατρικών της μητρικής επιχείρησης, και των δικών του θυγατρικών, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές υπόκεινται στην εποπτεία επί ενοποιημένης βάσεως, στην οποία υπόκειται και το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή με τους ισοδύναμους κανόνες που ισχύουν σε τρίτη χώρα. Ανοίγματα που δεν πληρούν τα κριτήρια αυτά, εξαιρούμενα ή μη από την εφαρμογή του άρθρου 111 παράγραφος 1, θα αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι τρίτου·

δ) στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν ανοίγματα έναντι ή μερίδια ή άλλου είδους συμμετοχές σε περιφερειακά ή κεντρικά πιστωτικά ιδρύματα με τα οποία το δανειοδοτούν πιστωτικό ίδρυμα είναι συνδεδεμένο στο πλαίσιο δικτύου, δυνάμει νομοθετικών ή καταστατικών διατάξεων και τα οποία είναι υπεύθυνα, κατ' εφαρμογή αυτών των διατάξεων, να προβαίνουν σε εκκαθάριση των ρευστών διαθεσίμων μεταξύ των ιδρυμάτων που συμμετέχουν στο δίκτυο·

ε) στοιχεία του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις από και άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία αναλαμβάνουν πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν σε μη ανταγωνιστική βάση, παρέχοντας δάνεια στο πλαίσιο νομοθετικών προγραμμάτων ή του καταστατικού τους για την προώθηση συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας, υπό κάποια μορφή κρατικής εποπτείας και περιορισμούς στη χρήση των δανείων, με την προϋπόθεση ότι τα αντίστοιχα ανοίγματα προκύπτουν από τέτοια δάνεια, τα οποία μεταβιβάζονται στους δικαιούχους μέσω άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων·

στ) στοιχεία του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις από και άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων, εφόσον τα ανοίγματα αυτά δεν αποτελούν ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων αυτών, δεν έχουν μεγαλύτερη διάρκεια από την επομένη εργάσιμη ημέρα και εκφράζονται στο νόμισμα του κράτους μέλους που κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής, υπό τον όρο ότι το νόμισμα αυτό δεν είναι το ευρώ.»

22. Το άρθρο 114 τροποποιείται ως εξής:

α) Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, για τους σκοπούς του υπολογισμού της αξίας των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 111 παράγραφος 1, ένα πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιήσει την “πλήρως προσαρμοσμένη αξία ανοίγματος” όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 90 έως 93, λαμβάνοντας υπόψη τη μείωση πιστωτικού κινδύνου, τις προσαρμογές μεταβλητότητας και κάθε αναντιστοιχία ληκτότητας (E*).»

β) Η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

(i) Το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, σε ένα πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο έχει επιτραπεί να χρησιμοποιεί δικές του εκτιμήσεις LGD και συντελεστών μετατροπής για μια κλάση χρηματοδοτικών ανοιγμάτων βάσει των άρθρων 84 έως 89, επιτρέπεται να αναγνωρίζει τα αποτελέσματα αυτά κατά τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 111 παράγραφος 1, εφόσον οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι το πιστωτικό ίδρυμα είναι σε θέση να εκτιμήσει τα αποτελέσματα των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων επί των ανοιγμάτων του χωριστά από άλλες συναφείς προς τις LGD πτυχές.»

(ii) Το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία έχει επιτραπεί να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD και συντελεστές μετατροπής ως προς μια κλάση χρηματοδοτικών ανοιγμάτων βάσει των άρθρων 84 έως 89, η οποία δεν υπολογίζει την αξία των ανοιγμάτων τους βάσει της μεθόδου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, επιτρέπεται να χρησιμοποιούν την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων ή τη μέθοδο που περιγράφεται στο άρθρο 117 παράγραφος 1 στοιχείο β), όσον αφορά τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων.»

γ) Η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

(i) Το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ένα πιστωτικό ίδρυμα το οποίο χρησιμοποιεί την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων ή στο οποίο επιτρέπεται να χρησιμοποιεί τη μέθοδο που περιγράφεται στην παράγραφο 2 όσον αφορά τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 111 παράγραφος 1, οφείλει να πραγματοποιεί περιοδικούς ελέγχους με προσομοίωση ακραίων καταστάσεων για τις συγκεντρώσεις πιστωτικού κινδύνου, μεταξύ άλλων και όσον αφορά την αξία εκποίησης τυχόν εξασφαλίσεων.»

(ii) Το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σε περίπτωση που από έναν τέτοιο έλεγχο αποδειχθεί ότι η αξία εκποίησης των εξασφαλίσεων είναι κατώτερη από αυτήν που επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη κατά τη χρήση της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων ή της μεθόδου που περιγράφεται στην παράγραφο 2, μειώνεται αναλόγως η αξία των εξασφαλίσεων που επιτρέπεται να αναγνωριστεί κατά τον υπολογισμό της αξίας των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 111 παράγραφος 1.»

(iii) Στο πέμπτο εδάφιο, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β) πολιτικές και διαδικασίες για να αντιμετωπισθεί κατάσταση κατά την οποία ο έλεγχος προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων καταδεικνύει ότι η αξία εκποίησης των εξασφαλίσεων είναι κατώτερη από αυτή που λαμβάνεται υπόψη κατά τη χρήση της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων ή της μεθόδου που περιγράφεται στην παράγραφο 2· και »

δ) Η παράγραφος 4 διαγράφεται.

23. Το άρθρο 115 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 115

1. Για τους σκοπούς αυτού του τμήματος, ένα πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να μειώσει την αξία ανοίγματος έως και στο 50% της αξίας του εν λόγω αστικού ακινήτου, εάν πληρείται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) το άνοιγμα εξασφαλίζεται με υποθήκες επί αστικών ακινήτων ή με μετοχές σε φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες που λειτουργούν βάσει του φινλανδικού νόμου περί στεγαστικών εταιρειών του 1991 ή βάσει μεταγενέστερης ισοδύναμης νομοθεσίας·

β) το άνοιγμα συνδέεται με πράξη χρηματοδοτικής μίσθωσης βάσει της οποίας ο εκμισθωτής διατηρεί την πλήρη κυριότητα του εκμισθωθέντος ακινήτου ενόσω ο μισθωτής δεν έχει ασκήσει το δικαίωμα να το αγοράσει.

Η αξία του ακινήτου υπολογίζεται, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με αυστηρούς κανόνες αξιολόγησης, οι οποίοι προβλέπονται από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις. Η αξιολόγηση γίνεται τουλάχιστον μία φορά κατ' έτος.

Αστικό ακίνητο θεωρείται η κατοικία που χρησιμοποιεί ή εκμισθώνει ο ιδιοκτήτης.

2. Για τους σκοπούς αυτού του τμήματος, ένα πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να μειώσει την αξία ανοίγματος έως και στο 50% της αξίας του εν λόγω εμπορικού ακινήτου, μόνον εφόσον τα παρακάτω ανοίγματα υπόκεινται σε συντελεστή στάθμισης 50 % βάσει των άρθρων 78 έως 83:

α) ανοίγματα εξασφαλισμένα με υποθήκη επί γραφείων ή άλλων εμπορικών ακινήτων ή με μετοχές σε φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες που λειτουργούν βάσει του φινλανδικού στεγαστικού νόμου του 1991 ή επακόλουθης ισοδύναμης νομοθεσίας, για γραφεία ή άλλα εμπορικά ακίνητα· ή

β) ανοίγματα σχετιζόμενα με πράξεις μίσθωσης ακινήτων για γραφεία ή άλλα εμπορικά ακίνητα.

Η εμπορική ιδιοκτησία είναι πλήρως κατασκευασμένη, πλήρως μισθωμένη και παράγει εισόδημα από μίσθωση.»

24. Το άρθρο 116 διαγράφεται.

25. Το άρθρο 117 τροποποιείται ως εξής:

α) Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Όταν ένα χρηματοδοτικό άνοιγμα έναντι ενός πελάτη καλύπτεται από εγγύηση τρίτου ή καλύπτεται από εξασφάλιση που εξέδωσε τρίτος, το πιστωτικό ίδρυμα επιτρέπεται να κάνει τα εξής:

α) να θεωρήσει ότι το τμήμα του ανοίγματος που είναι εγγυημένο υφίσταται έναντι του εγγυητή και όχι έναντι του πελάτη, με την προϋπόθεση ότι το μη εγγυημένο άνοιγμα έναντι του εγγυητή θα υπόκειται σε ίσο ή μικρότερο συντελεστή στάθμισης από το συντελεστή στάθμισης του μη εγγυημένου ανοίγματος έναντι του πελάτη, βάσει των άρθρων 78 έως 83·

β) να θεωρήσει ότι το τμήμα του ανοίγματος που εξασφαλίζεται με την τρέχουσα αγοραία αξία των αναγνωρισμένων εξασφαλίσεων υφίσταται έναντι τρίτου και όχι έναντι του πελάτη, εφόσον το άνοιγμα καλύπτεται από εξασφάλιση και με την προϋπόθεση ότι το τμήμα που καλύπτεται από την εξασφάλιση θα υπόκειται σε ίσο ή μικρότερο συντελεστή στάθμισης από το συντελεστή στάθμισης του μη εγγυημένου ανοίγματος έναντι του πελάτη, βάσει των άρθρων 78 έως 83.

Η μέθοδος που αναφέρεται στο στοιχείο β) δεν θα χρησιμοποιείται από το πιστωτικό ίδρυμα εάν υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ της ληκτότητας του ανοίγματος και της ληκτότητας της προστασίας.

Για τους σκοπούς αυτού του τμήματος, ένα πιστωτικό ίδρυμα επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων και τη μέθοδο που προβλέπεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, μόνον εφόσον επιτρέπεται η χρήση τόσο της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων όσο και της απλής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων κατά την έννοια του άρθρου 75 στοιχείο α).»

β) Στην παράγραφο 2, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει το στοιχείο α) της παραγράφου 1:»

26. Το άρθρο 119 διαγράφεται.

27. Το ακόλουθο τμήμα 7 προστίθεται στο κεφάλαιο 2:

«Τμήμα 7

Ανοίγματα σε μεταφερόμενο πιστωτικό κίνδυνο

Άρθρο 122α

1. Ένα πιστωτικό ίδρυμα πραγματοποιεί άνοιγμα στον πιστωτικό κίνδυνο μιας υποχρέωσης ή δυνητικής υποχρέωσης ή ενός συνόλου υποχρεώσεων ή δυνητικών υποχρεώσεων όταν δεν έχει συμμετάσχει άμεσα στη διαπραγμάτευση, διάρθρωση και γραπτή τεκμηρίωση της αρχικής συμφωνίας με την οποία δημιουργήθηκαν οι υποχρεώσεις ή οι δυνητικές υποχρεώσεις, εάν:

α) τα άτομα ή οι οντότητες που συμμετείχαν άμεσα στη διαπραγμάτευση, διάρθρωση και γραπτή τεκμηρίωση της αρχικής συμφωνίας με τον οφειλέτη ή το δυνητικό οφειλέτη· ή εναλλακτικά και σε περίπτωση που ισχύει,

β) τα άτομα ή οι οντότητες που διαχειρίζονται ή αγοράζουν τέτοιες υποχρεώσεις ή δυνητικές υποχρεώσεις άμεσα ή έμμεσα για λογαριασμό του πιστωτικού ιδρύματος,

έχουν αναλάβει ρητή υποχρέωση έναντι του πιστωτικού ιδρύματος να διατηρήσουν, σε συνεχή βάση, ουσιαστική καθαρή οικονομική συμμετοχή, και σε κάθε περίπτωση όχι λιγότερο από 5%, σε θέσεις που έχουν το ίδιο προφίλ κινδύνου με τη θέση έναντι της οποίας έχει άνοιγμα το πιστωτικό ίδρυμα.

2. Η παράγραφος 1 δεν ισχύει για υποχρεώσεις ή δυνητικές υποχρεώσεις που συνιστούν απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις έναντι ή εγγυώμενες από:

α) κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες·

β) ιδρύματα που ανήκουν στη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή ανώτερη, σύμφωνα με το παράρτημα VI, μέρος 1, σημείο 29· και

γ) πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης.

Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται ούτε στα κοινοπρακτικά δάνεια ούτε στις συμβάσεις ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης, όταν τα μέσα αυτά δεν χρησιμοποιούνται για τη διάρθρωση ή/και την κάλυψη υποχρέωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3. Οι παράγραφοι 1 και 2 ισχύουν για χρηματοδοτικά ανοίγματα που αναλαμβάνει ένα πιστωτικό ίδρυμα μετά την 1 Ιανουαρίου 2011. Οι αρμόδιες αρχές δύναται να αποφασίσουν την προσωρινή αναστολή των απαιτήσεων σε περιόδους γενικής πίεσης όσον αφορά τη ρευστότητα της αγοράς.

4. Πριν την πραγματοποίηση επενδύσεων και σε συνεχή βάση, τα πιστωτικά ιδρύματα θα μπορούν να αποδείξουν ανά πάσα στιγμή στις αρμόδιες αρχές για κάθε επιμέρους θέση τιτλοποίησης ότι κατανοούν πλήρως και σε βάθος και έχουν εφαρμόσει τις επίσημες πολιτικές και διαδικασίες ανάλυσης και καταγραφής, παρέχοντας εγγράφως:

α) τη δέσμευση, δυνάμει της παραγράφου 1, των μεταβιβαζόντων ή/και των ανάδοχων ιδρυμάτων να διατηρήσουν καθαρή οικονομική συμμετοχή στην τιτλοποίηση και για την περίοδο για την οποία παρέχεται η δέσμευση·

β) τα χαρακτηριστικά κινδύνου της επιμέρους θέσης τιτλοποίησης·

γ) τα χαρακτηριστικά κινδύνου των υποκείμενων ανοιγμάτων στην επιμέρους θέση τιτλοποίησης·

δ) την υπόληψη και τις υποστείσες ζημίες από προηγούμενες τιτλοποιήσεις των μεταβιβαζόντων ιδρυμάτων στις αντίστοιχες κατηγορίες ανοιγμάτων, τις υποκείμενες στη θέση τιτλοποίησης·

ε) τις δηλώσεις των μεταβιβαζόντων και των ανάδοχων πιστωτικών ιδρυμάτων σχετικά με το νομικό έλεγχο που έχουν διεξαγάγει στους οφειλέτες και, εφόσον ισχύει κάτι τέτοιο, σχετικά με την ποιότητα της χρηματοοικονομικής εξασφάλισης των υποκείμενων ανοιγμάτων στη θέση τιτλοποίησης·

στ) κατά περίπτωση, τις μεθόδους και τις έννοιες στις οποίες στηρίζεται η εκτίμηση της χρηματοοικονομικής εξασφάλισης που υποστηρίζει τα υποκείμενα ανοίγματα στη θέση τιτλοποίησης και τις πολιτικές που έχουν εγκρίνει τα μεταβιβάζοντα ιδρύματα για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας του εκτιμητή· και

ζ) όλα τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της τιτλοποίησης που δύναται να επηρεάσουν σημαντικά την απόδοση της θέσης τιτλοποίησης του πιστωτικού ιδρύματος. Προς τούτο, τα πιστωτικά ιδρύματα διεξάγουν και καταγράφουν κατάλληλες προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων πριν από την πραγματοποίηση επενδύσεων και σε τακτά διαστήματα μετά. Οι εν λόγω προσομοιώσεις διενεργούνται ανεξάρτητα από τον ή τους ECAI που αξιολόγησαν την τιτλοποίηση και πρέπει να βασίζονται σε όλα τα συναφή στοιχεία τα οποία έχει διαβιβάσει προς το σκοπό αυτό το μεταβιβάζον ίδρυμα.

5. Τα πιστωτικά ιδρύματα δύναται να καθιερώσουν επίσημες διαδικασίες για την παρακολούθηση, σε συνεχή βάση και εγκαίρως, των πληροφοριών απόδοσης των υποκείμενων ανοιγμάτων στις θέσεις τιτλοποίησης που κατέχουν. Κατά περίπτωση, θα περιλαμβάνονται τουλάχιστον: το είδος ανοίγματος, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα κατέχει τα ανοίγματα, συμπεριλαμβανομένου του ποσοστού που κατέχει για λιγότερο από 2 χρόνια, το ποσοστό των δανείων σε καθυστέρηση άνω των 30, 60 και 90 ημερών, τα ποσοστά αθέτησης, τα ποσοστά πρόωρης εξόφλησης, τα δάνεια με αγωγή κατασχέσεως, το είδος της εξασφάλισης και τη χρησιμοποίηση, την κατανομή συχνότητας των βαθμών πιστοληπτικής ικανότητας ή άλλων μέτρων φερεγγυότητας στα υποκείμενα ανοίγματα, τη γεωγραφική και τομεακή διαφοροποίηση, την κατανομή συχνότητας του λόγου “δάνειο/αξία” με εύρος που διευκολύνει την επαρκή ανάλυση ευαισθησίας. Εάν τα ίδια τα υποκείμενα ανοίγματα συνιστούν θέσεις τιτλοποίησης, οι απαιτήσεις παρακολούθησης και πρόσβασης σε πληροφορίες ισχύουν για τα ανοίγματα που υπόκεινται σε αυτές τις θέσεις τιτλοποίησης. Εάν δεν πληρούνται οι απαιτήσεις της παραγράφου 4 και της παρούσας παραγράφου, τα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης 1250 % σε αυτές τις θέσεις τιτλοποίησης δυνάμει του παραρτήματος IX, μέρος 4.

6. Τα ανάδοχα και τα μεταβιβάζοντα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν τα ίδια εύλογα και σαφώς προσδιορισμένα κριτήρια για τη χορήγηση πιστώσεων σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παραρτήματος V σημείο 3 για ανοίγματα που πρόκειται να τιτλοποιηθούν, με εκείνα που εφαρμόζουν για ανοίγματα που θα διατηρηθούν εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους. Προς τούτο, εφαρμόζονται οι ίδιες διαδικασίες έγκρισης, τροποποίησης, ανανέωσης και αναχρηματοδότησης των πιστώσεων από τα μεταβιβάζοντα και τα ανάδοχα πιστωτικά ιδρύματα. Τα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν επίσης τα ίδια πρότυπα ανάλυσης για συμμετοχές ή/και αναδοχές σε εκδόσεις τιτλοποίησης που αγοράστηκαν από τρίτους, ανεξάρτητα από το αν αυτές οι συμμετοχές ή/και αναδοχές θα διατηρηθούν εντός ή εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους.

7. Τα ανάδοχα και μεταβιβάζοντα πιστωτικά ιδρύματα γνωστοποιούν στους επενδυτές το επίπεδο της δέσμευσής τους δυνάμει της παραγράφου 1 να διατηρήσουν καθαρή οικονομική συμμετοχή στην τιτλοποίηση. Τα ανάδοχα και μεταβιβάζοντα πιστωτικά ιδρύματα εξασφαλίζουν ότι οι μελλοντικοί επενδυτές έχουν άμεσα διαθέσιμη πρόσβαση σε όλα τα σημαντικά δεδομένα σχετικά με την πιστωτική ποιότητα και την απόδοση των επιμέρους υποκείμενων ανοιγμάτων, των χρηματικών ροών και της εξασφάλισης που υποστηρίζει ένα άνοιγμα τιτλοποίησης, καθώς και τέτοιες πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τη διεξαγωγή ολοκληρωμένων και καλά ενημερωμένων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων για τις χρηματικές ροές και τις αξίες εξασφάλισης που υποστηρίζουν τα υποκείμενα ανοίγματα. Εάν δεν πληρούνται αυτές οι απαιτήσεις και οι απαιτήσεις της παραγράφου 6, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 95 παράγραφος 1 από μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα το οποίο δεν επιτρέπεται να εξαιρεί τα τιτλοποιημένα ανοίγματα από τον υπολογισμό των κεφαλαιακών του απαιτήσεων, δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

8. Οι παράγραφοι 4 έως 7 εφαρμόζονται σε τιτλοποιήσεις που εκδίδονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας και σε υφιστάμενες τιτλοποιήσεις εφόσον προστίθενται ή υποκαθίστανται μετά την ημερομηνία αυτή νέα υποκείμενα ανοίγματα.

9. Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν δημοσίως, τουλάχιστον μία φορά το χρόνο τα ακόλουθα:

α) τις μεθόδους που υιοθετήθηκαν για τον έλεγχο της συμμόρφωσης προς τις παραγράφους 1 έως 7·

β) μια περιγραφή και τον αριθμό των μέτρων που έχουν ληφθεί για τον έλεγχο της συμμόρφωσης προς τις παραγράφους 1 έως 7 κατά τους 12 τελευταίους μήνες· και

γ) τον αριθμό και μια σύντομη περιγραφή των περιπτώσεων μη συμμόρφωσης προς τις παραγράφους 1 έως 7 που εντοπίστηκαν κατά τους 12 τελευταίους μήνες.

Αυτή η απαίτηση ισχύει με την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 144.

10. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας υποβάλλει ετησίως έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τη συμμόρφωση των αρμόδιων αρχών με το παρόν άρθρο. Η Επιτροπή θα υποβάλει, το αργότερο το Δεκέμβριο 2014, έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του παρόντος άρθρου, υπό το πρίσμα των εξελίξεων στην αγορά.».

28. Το άρθρο 129 τροποποιείται ως εξής:

α) Η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

(i) Το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β) τον προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων σε περίοδο ομαλής λειτουργίας, σε σχέση με τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 123, 124, 136, στο κεφάλαιο 5 και το παράρτημα V, σε συνεργασία με τις ενεχόμενες αρμόδιες αρχές·

(ii) Προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο γ):

γ) τον προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων σε συνεργασία με τις ενεχόμενες αρμόδιες αρχές και, εάν είναι απαραίτητο, με τις κεντρικές τράπεζες, κατά την προετοιμασία και κατά τη διάρκεια επειγουσών καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων των αρνητικών εξελίξεων σε πιστωτικά ιδρύματα ή σε χρηματοπιστωτικές αγορές.

Ο προγραμματισμός και συντονισμός των εποπτικών δραστηριοτήτων που αναφέρεται στο στοιχείο γ) περιλαμβάνει ειδικά μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 132 παράγραφος 3 στοιχείο β), τη διεξαγωγή κοινών αξιολογήσεων, την εφαρμογή σχεδίων έκτακτης ανάγκης και την ενημέρωση του κοινού.»

β) Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

«3. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι αρμόδιες αρχές σε ένα κράτος μέλος που ευθύνονται για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ, θα κάνουν ό,τι είναι δυνατό προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά τα εξής:

α) την εφαρμογή των άρθρων 123 και 124 για να καθοριστεί η επάρκεια του ενοποιημένου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου όσον αφορά την οικονομική κατάστασή του και το προφίλ κινδύνου και συνεπώς το απαιτούμενο ύψος κεφαλαίων για την εφαρμογή του άρθρου 136 παράγραφος 2 σε κάθε οντότητα στο πλαίσιο του τραπεζικού ομίλου και σε ενοποιημένη βάση·

β) την ενιαία μορφή, συχνότητα και ημερομηνία υποβολής εκθέσεων για την εφαρμογή του άρθρου 74 παράγραφος 2 σε όλες τις οντότητες εντός του τραπεζικού ομίλου.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α), η κοινή απόφαση θα λαμβάνεται έξι μήνες μετά την υποβολή έκθεσης από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, η οποία θα περιλαμβάνει την εκτίμηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 124 και 123 προς τις άλλες αντίστοιχες αρμόδιες αρχές.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), η κοινή απόφαση θα έχει ληφθεί έως τις 30 Ιουνίου 2011.

Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, θα παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, η οποία διαβιβάζεται στο μητρικό πιστωτικό ίδρυμα της ΕΕ από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

Σε περίπτωση διαφωνίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα συμβουλεύεται την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας, κατόπιν αιτήσεως οποιασδήποτε άλλης από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας επιτρέπεται να συμβουλεύεται την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας με δική της πρωτοβουλία.

Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός έξι μηνών, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα λάβει δική της απόφαση σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 74 παράγραφος 2, 123, 124 και 136 παράγραφος 2. Η εν λόγω απόφαση δημοσιεύεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και λαμβάνει υπόψη τις θέσεις και τις επιφυλάξεις που έχουν εκφράσει οι άλλες αρμόδιες αρχές εντός του χρονικού διαστήματος των έξι μηνών. Η απόφαση διαβιβάζεται στις άλλες αρμόδιες αρχές από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

Όταν έχει ζητηθεί η συμβουλή της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα λαμβάνει υπόψη της αυτή τη συμβουλή και θα επεξηγεί κάθε σημαντική παρέκκλιση από αυτήν.

Η κοινή απόφαση που μνημονεύεται στο πρώτο εδάφιο και η απόφαση που αναφέρεται στο έκτο εδάφιο αναγνωρίζονται ως καθοριστικές και εφαρμόζονται στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη από τις αρμόδιες αρχές.»

29. Το άρθρο 130 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Όταν προκύπτει επείγουσα κατάσταση, μεταξύ άλλων αρνητικές εξελίξεις σε χρηματοπιστωτικές αγορές, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου οντότητες του ομίλου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή όπου έχουν ιδρυθεί υποκαταστήματα συστημικής σημασίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 42α, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, δυνάμει του κεφαλαίου 1 τμήμα 2, θα ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό τις αρχές που αναφέρονται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 49 και στο άρθρο 50 και θα διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών τους. Αυτές οι υποχρεώσεις ισχύουν για όλες τις αρμόδιες αρχές βάσει των άρθρων 125 και 126 και για την αρμόδια αρχή που περιγράφεται βάσει του άρθρου 129 παράγραφος 1.

Εάν η αρχή που μνημονεύεται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 49 αντιληφθεί μια κατάσταση που περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο αυτής της παραγράφου, θα ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα άρθρα 125 και 126.

Στο μέτρο του δυνατού, η αρμόδια αρχή και η αρχή που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 49 θα χρησιμοποιούν υπάρχοντες καθορισμένους διαύλους επικοινωνίας.»

30. Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 131α:

«Άρθρο 131α

1. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα ιδρύσει σώματα εποπτών για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των εργασιών που μνημονεύονται στα άρθρα 129 και 130 παράγραφος 1.

Τα σώματα εποπτών παρέχουν ένα πλαίσιο για την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, για την εκτέλεση των κάτωθι εργασιών:

α) ανταλλαγή πληροφοριών·

β) συμφωνία σχετικά με την εκούσια ανάθεση εργασιών και μεταβίβαση αρμοδιοτήτων·

γ) καθορισμό προγραμμάτων εποπτικής εξέτασης που βασίζονται σε εκτίμηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 124·

δ) αύξηση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας με κατάργηση της μη απαραίτητης επικάλυψης των εποπτικών απαιτήσεων, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τις αιτήσεις παροχής υπηρεσιών που μνημονεύονται στα άρθρα 130 παράγραφος 2 και 132 παράγραφος 2·

ε) συνεπή εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει της παρούσας οδηγίας σε όλες τις οντότητες ενός τραπεζικού ομίλου·

στ) εφαρμογή του άρθρου 129 παράγραφος 1 στοιχείο γ), λαμβάνοντας υπόψη το έργο άλλων φόρουμ που ενδεχομένως έχουν δημιουργηθεί στον τομέα αυτόν.

Οι αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στον σώμα εποπτών συνεργάζονται στενά. Οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας βάσει του κεφαλαίου 1 τμήμα 2 δεν θα εμποδίζουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο σωμάτων εποπτών. Η σύσταση σωμάτων εποπτών δεν θα επηρεάζει τα δικαιώματα και τις ευθύνες των αρμόδιων αρχών δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

2. Η ίδρυση και η λειτουργία του σώματος θα βασίζεται σε γραπτές ρυθμίσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 131 και θα καθορίζονται έπειτα από διαβούλευση με τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας θα εκδίδει οδηγίες για τη λειτουργία των σωμάτων.

Στα σώματα εποπτών επιτρέπεται να συμμετέχουν οι αρμόδιες αρχές που ευθύνονται για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές μιας χώρας υποδοχής όπου έχουν ιδρυθεί υποκαταστήματα συστημικής σημασίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 42α, καθώς και αρχές τρίτων χωρών, εφόσον συντρέχει λόγος.

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα προεδρεύει τις συνεδριάσεις του σώματος εποπτών και θα αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές θα συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση ή σε μια δραστηριότητα του σώματος. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα ενημερώνει πλήρως όλα τα μέλη του εποπτικού σώματος σχετικά με τη διοργάνωση των συνεδριάσεων αυτών και των δραστηριοτήτων, καθώς και με τις αποφάσεις που λαμβάνονται στις συνεδριάσεις αυτές.

Η απόφαση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας θα λαμβάνει υπόψη τη σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που πρόκειται να προγραμματιστεί ή να συντονιστεί για τις εν λόγω αρχές, καθώς και τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 40 παράγραφος 3 και 42α παράγραφος 2.

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας δυνάμει του κεφαλαίου 1 τμήματος 2, θα ενημερώνει την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας σχετικά με τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών, μεταξύ άλλων σε επείγουσες καταστάσεις, και θα διαβιβάζει στην εν λόγω επιτροπή όλες τις πληροφορίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της εποπτικής σύγκλισης.»

31. Το άρθρο 132 τροποποιείται ως εξής:

α) Στο στοιχείο δ) της παραγράφου 1, η αναφορά στο άρθρο 136 αντικαθίσταται από την αναφορά στο άρθρο 136 παράγραφος 1.

β) Στο στοιχείο β) της παραγράφου 3, η αναφορά στο άρθρο 136 αντικαθίσταται από την αναφορά στο άρθρο 136 παράγραφος 1.

32. Το άρθρο 150 τροποποιείται ως εξής:

α) Η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

(ii) Τα στοιχεία ια) και ιβ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«ια) τον κατάλογο και την κατάταξη των εκτός ισολογισμού στοιχείων που αναφέρονται στα παραρτήματα ΙΙ και IV·

ιβ) την προσαρμογή των διατάξεων των παραρτημάτων III και V έως ΧΙΙ προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και ιδίως όσον αφορά τα νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, στα λογιστικά πρότυπα ή στις απαιτήσεις με τα οποία λαμβάνεται υπόψη η κοινοτική νομοθεσία, ή λόγω της σύγκλισης των μεθόδων εποπτείας· ή»

(ii) προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο ιγ):

«ιγ) τροποποίηση του ποσού και του ποσοστού που αναφέρονται στο άρθρο 111 παράγραφος 1, ώστε να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στον τομέα των χρηματοπιστωτικών αγορών.»

β) Στην παράγραφο 2, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ) αποσαφήνιση των απαλλαγών που προβλέπονται στο άρθρο 113·»

33. Στο άρθρο 154, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 8 και 9:

«8. Τα πιστωτικά ιδρύματα που δεν συμμορφώνονται έως τις [ η ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 4 - εισάγεται εφόσον είναι γνωστή ] με τους περιορισμούς που ορίζονται στο άρθρο 66 παράγραφος 1α θα αναπτύξουν στρατηγικές και διαδικασίες δυνάμει του άρθρου 123 σχετικά με τα αναγκαία μέτρα για την επίλυση αυτής της κατάστασης πριν τις ημερομηνίες που ορίζονται στην παράγραφο 9.

Τα μέτρα αυτά υπόκεινται σε αναθεώρηση δυνάμει του άρθρου 124.

9. Μέσα τα οποία μέχρι τις [ η ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 4 - εισάγεται εφόσον είναι γνωστή .] , σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο θεωρούνταν ισοδύναμα με τα στοιχεία που απαριθμούνται στα στοιχεία α), β) και γ) του άρθρου 57, αλλά δεν εμπίπτουν στο στοιχείο α) του άρθρου 57 ή δεν συμμορφώνονται προς τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 63α, θα εξακολουθήσουν να θεωρούνται ισοδύναμα μέχρι [ 30 χρόνια μετά την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 4 - εισάγεται εφόσον είναι γνωστή ] , για ποσό ύψους έως:

α) 20% του αθροίσματος των στοιχείων α) έως γα) του άρθρου 57, μείον το άθροισμα των στοιχείων θ), ι) και ια) του άρθρου 57 [ μεταξύ 10 και 20 χρόνια μετά την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 4 - εισάγεται εφόσον είναι γνωστή ]·

β) 10% του αθροίσματος των στοιχείων α) έως γα) του άρθρου 57, μείον το άθροισμα των στοιχείων θ), ι) και ια) του άρθρου 57 [ μεταξύ 20 και 30 χρόνια μετά την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 4 - εισάγεται εφόσον είναι γνωστή ]·

34. Το παράρτημα III τροποποιείται ως εξής:

α) Στο μέρος 1 σημείο 5, προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:

«Βάσει της μεθόδου που ορίζεται στο μέρος 6 του παρόντος παραρτήματος (ΜΕΥ), όλα τα συμψηφιστικά σύνολα με έναν μόνο αντισυμβαλλόμενο μπορεί να θεωρούνται ένα και το αυτό συμψηφιστικό σύνολο, εφόσον οι αρνητικές προσομοιωμένες εμπορικές αξίες των επιμέρους συμψηφιστικών συνόλων έχουν οριστεί σε 0 κατά την εκτίμηση του αναμενόμενου ανοίγματος (EE).»

β) Στο μέρος 2, το σημείο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3. Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα αγοράζει προστασία με πιστωτικά παράγωγα για την κάλυψη ανοίγματος στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο ή σε πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου (CCR), μπορεί να υπολογίζει την κεφαλαιακή απαίτηση για το αντισταθμιζόμενο περιουσιακό στοιχείο σύμφωνα με το παράρτημα VIII μέρος 3, σημεία 83 έως 92 ή, με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, σύμφωνα με το παράρτημα VII μέρος 1 σημείο 4 ή με το παράρτημα VII μέρος 4 σημεία 96 έως 104.

Σε αυτές τις περιπτώσεις και όταν δεν εφαρμόζεται η επιλογή στη δεύτερη φράση του σημείου 11 στο παράρτημα II της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, η αξία ανοίγματος για CCR όσον αφορά αυτά τα πιστωτικά παράγωγα τίθεται ίση με μηδέν.

Ωστόσο, ένα πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να επιλέξει να συμπεριλαμβάνει με συνέπεια για τους σκοπούς του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων για πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου όλα τα πιστωτικά παράγωγα που δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και έχουν αγοραστεί ως προστασία για την κάλυψη ανοίγματος στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο ή πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου όταν η πιστωτική προστασία αναγνωρίζεται βάσει της παρούσας οδηγίας.»

γ) Στο μέρος 5, το σημείο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«15. Σε κάθε εκδότη χρεωστικού τίτλου αναφοράς που αποτελεί το υποκείμενο μέσο σύμβασης ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης, αντιστοιχεί ένα αντισταθμιστικό σύνολο. Οι συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης “νιοστής αθέτησης τήρησης υποχρέωσης” αντιμετωπίζονται ως εξής:

α) το μέγεθος της θέσης κινδύνου σε ένα χρεωστικό τίτλο αναφοράς σε ομάδα με υποκείμενη συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης “νιοστής αθέτησης τήρησης υποχρέωσης” είναι η πραγματική ονομαστική αξία του χρεωστικού τίτλου αναφοράς, πολλαπλασιασμένη επί τον τροποποιημένο μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας του παραγώγου νιοστής αθέτησης όσον αφορά την αλλαγή στα πιστωτικά περιθώρια του χρεωστικού τίτλου αναφοράς·

β) υπάρχει ένα αντισταθμιστικό σύνολο για κάθε χρεωστικό τίτλο αναφοράς σε ομάδα υποκείμενη σε δεδομένη συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης “νιοστής αθέτησης τήρησης υποχρέωσης”· θέσεις κινδύνου από διαφορετικές συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης “νιοστής αθέτησης τήρησης υποχρέωσης” δεν θα περιλαμβάνονται στο ίδιο αντισταθμιστικό σύνολο·

γ) ο πολλαπλασιαστής CCR που εφαρμόζεται σε κάθε αντισταθμιστικό σύνολο που δημιουργείται για έναν χρεωστικό τίτλο αναφοράς ενός παραγώγου νιοστής αθέτησης είναι 0,3% για χρεωστικούς τίτλους αναφοράς που έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από αναγνωρισμένο ECAI ισοδύναμη με βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1 έως 3 και 0,6% για άλλους χρεωστικούς τίτλους.»

35. Το παράρτημα V τροποποιείται ως εξής:

α) Το σημείο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«14. Θα υπάρχουν άρτιες στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και άρτια συστήματα για τον εντοπισμό, τη μέτρηση και τη διαχείριση του κινδύνου ρευστότητας εντός κατάλληλου συνόλου χρονικών οριζόντων, μεταξύ άλλων εντός της ίδιας ημέρας, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα πιστωτικά ιδρύματα διατηρούν επαρκή επίπεδα αποθεμάτων ρευστότητας. Αυτές οι στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και τα συστήματα θα είναι σχεδιασμένα με βάση τους επιχειρηματικούς τομείς, το νόμισμα και τις νομικές οντότητες και θα περιλαμβάνουν επαρκείς μηχανισμούς κατανομής κόστους ρευστότητας.»

ε) Παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο 14α:

«14α. Οι στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και τα συστήματα που αναφέρονται στο σημείο 14 θα είναι αναλογικά προς την πολυπλοκότητα, το προφίλ κινδύνου, το πεδίο λειτουργίας της εταιρείας και το επίπεδο ανοχής κινδύνου που έχει οριστεί από τη διεύθυνση και αντικατοπτρίζει τη συστημική σημασία του πιστωτικού ιδρύματος σε κάθε κράτος μέλος, στο οποίο δραστηριοποιείται επιχειρηματικά.»

στ) Το σημείο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

« 15. Τα πιστωτικά ιδρύματα θα αναπτύξουν μεθόδους για τον προσδιορισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση χρηματοδοτικών θέσεων, ιδιαίτερα μέσω ενός συστήματος ορίων. Αυτά θα περιλαμβάνουν χρηματορροές που προκύπτουν από στοιχεία του ενεργητικού, του παθητικού, στοιχεία εκτός ισολογισμού, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων υποχρεώσεων και πιθανών επιπτώσεων του κινδύνου φήμης.»

ζ) Προστίθενται τα ακόλουθα σημεία 16 έως 22:

«16. Τα πιστωτικά ιδρύματα θα διακρίνουν μεταξύ δεσμευμένων και μη βεβαρημένων στοιχείων του ενεργητικού τα οποία είναι πάντοτε διαθέσιμα, ιδιαίτερα σε επείγουσες καταστάσεις. Θα λαμβάνουν επίσης υπόψη τη νομική οντότητα στην οποία ανήκουν τα στοιχεία του ενεργητικού, καθώς και την επιλεξιμότητα και έγκαιρη κινητοποίησή τους.

17. Τα πιστωτικά ιδρύματα θα έχουν επίσης υπόψη τους υφιστάμενους νομικούς, ρυθμιστικούς και λειτουργικούς περιορισμούς σε ενδεχόμενες μεταφορές ρευστότητας και μη βεβαρημένων στοιχείων του ενεργητικού μεταξύ νομικών οντοτήτων, εντός και εκτός του ΕΟΧ.

18. Ένα πιστωτικό ίδρυμα θα εξετάζει διάφορα μέσα μείωσης κινδύνου ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων των αποθεμάτων ρευστότητας, προκειμένου να είναι σε θέση να αντέξει ποικίλες περιπτώσεις πίεσης, καθώς και επαρκώς διαφοροποιημένη χρηματοδοτική διάρθρωση και πρόσβαση σε πηγές χρηματοδότησης. Αυτές οι ρυθμίσεις θα αναθεωρούνται σε τακτά διαστήματα.

19. Εξετάζονται εναλλακτικά σενάρια σχετικά με τις θέσεις ρευστότητας και τους παράγοντες μείωσης κινδύνου και αναθεωρούνται σε τακτική βάση οι παραδοχές στις οποίες στηρίζονται οι αποφάσεις σχετικά με τη χρηματοδοτική θέση. Για τους σκοπούς αυτούς, τα εναλλακτικά σενάρια θα αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα τα στοιχεία εκτός ισολογισμού και άλλες ενδεχόμενες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των SSPE ή άλλων οντοτήτων ειδικού σκοπού, σε σχέση με τις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα ενεργεί ως ανάδοχο ή παρέχει υλική υποστήριξη ρευστότητας.

20. Τα πιστωτικά ιδρύματα θα εξετάζουν τις πιθανές επιπτώσεις συνδυασμένων εναλλακτικών σεναρίων ανάλογα με το ίδρυμα και σε όλο το εύρος της αγοράς. Θα εξετάζονται διαφορετικοί χρονικοί ορίζοντες και διάφοροι βαθμοί συνθηκών πίεσης.

21. Τα πιστωτικά ιδρύματα θα προσαρμόζουν τις στρατηγικές, τις εσωτερικές πολιτικές και τους περιορισμούς κινδύνου ρευστότητας και θα αναπτύσσουν αποτελεσματικά σχέδια έκτακτης ανάγκης, λαμβάνοντας υπόψη το αποτέλεσμα των εναλλακτικών σεναρίων που αναφέρονται στο σημείο 19.

22. Προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις κρίσεις ρευστότητας, τα πιστωτικά ιδρύματα θα έχουν θεσπίσει σχέδια έκτακτης ανάγκης τα οποία θα ορίζουν επαρκείς στρατηγικές και κατάλληλα μέτρα εφαρμογής προκειμένου να αντιμετωπίσουν πιθανά ελλείμματα ρευστότητας. Αυτά τα σχέδια θα ελέγχονται σε τακτά διαστήματα, θα ενημερώνονται βάσει του αποτελέσματος των εναλλακτικών σεναρίων που ορίζονται στο σημείο 16, θα υποβάλλονται με τη μορφή έκθεσης στα ανώτερα διευθυντικά στελέχη και θα λαμβάνουν την έγκρισή τους, ώστε οι εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες να μπορούν να προσαρμοστούν ανάλογα.»

36. Το παράρτημα XI τροποποιείται ως εξής:

α) Το σημείο 1 στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε) τον κίνδυνο ρευστότητας που αναλαμβάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τη μέτρηση και διαχείρισή του, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης αναλύσεων εναλλακτικών σεναρίων, της διαχείρισης των μέσων μείωσης κινδύνου (ιδιαίτερα το επίπεδο, η σύνδεση και η ποιότητα των αποθεμάτων ρευστότητας) και των αποτελεσματικών σχεδίων έκτακτης ανάγκης·»

β) Παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο 1α:

«1α. Για τους σκοπούς του σημείου 1 στοιχείο ε), οι αρμόδιες αρχές θα διεξάγουν σε τακτά διαστήματα συνολική εκτίμηση της γενικής διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας από τα πιστωτικά ιδρύματα και θα προάγουν την ανάπτυξη αξιόπιστων εσωτερικών μεθόδων. Κατά τη διεξαγωγή αυτών των αναθεωρήσεων, οι αρμόδιες αρχές θα έχουν υπόψη τους το ρόλο που διαδραματίζουν τα πιστωτικά ιδρύματα στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους θα έχουν επίσης υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος όλων των άλλων κρατών μελών.»

37. Το παράρτημα XII μέρος 2, σημεία 3 (α) και (β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α) συνοπτικές πληροφορίες για τους όρους και τις προϋποθέσεις των κυριότερων χαρακτηριστικών όλων των κατηγοριών ιδίων κεφαλαίων και των επιμέρους στοιχείων από τα οποία αυτές συνίστανται, συμπεριλαμβανομένων των μέσων που αναφέρονται στο στοιχείο γα) του άρθρου 57, μέσα που διέπονται από θεσμικές ή συμβατικές διατάξεις οι οποίες παρέχουν κίνητρο εξόφλησης στο πιστωτικό ίδρυμα και μέσα που υπόκεινται στο άρθρο 154 παράγραφος 9·

β) το ποσό των βασικών ιδίων κεφαλαίων, με χωριστή δημοσιοποίηση κάθε θετικού στοιχείου και κάθε μείωσης· το συνολικό ποσό των μέσων που αναφέρονται στο στοιχείο γα) του άρθρου 57 και τα μέσα που διέπονται από θεσμικές ή συμβατικές διατάξεις οι οποίες παρέχουν κίνητρο εξόφλησης στο πιστωτικό ίδρυμα θα δημοσιοποιούνται επίσης χωριστά· κάθε μια από αυτές τις δημοσιοποιήσεις θα προσδιορίζει μέσα που υπόκεινται στο άρθρο 154 παράγραφος 9·»

Άρθρο 2

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2006/49/ΕΚ

Η οδηγία 2006/49/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

(1) Στο άρθρο 12, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με τον όρο “αρχικά ίδια κεφάλαια” νοείται το άθροισμα των στοιχείων α) έως γα), μείον το άθροισμα των στοιχείων θ), ι) και ια) του άρθρου 57 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.»

(2) Το άρθρο 28 τροποποιείται ως εξής:

α) Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Τα ιδρύματα, με εξαίρεση τις επιχειρήσεις επενδύσεων που πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στις παραγράφους 2 ή 3 του άρθρου 20 της παρούσας οδηγίας, παρακολουθούν και ελέγχουν τα μεγάλα τους ανοίγματα σύμφωνα με τα άρθρα 106 έως 118 της οδηγίας 2006/48/EK.»

β) Η παράγραφος 3 διαγράφεται.

(3) Το άρθρο 30 παράγραφος 4 διαγράφεται.

(4) Το άρθρο 31 τροποποιείται ως εξής:

α) Στην πρώτη παράγραφο, τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α) το εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών άνοιγμα έναντι του εν λόγω πελάτη ή της εν λόγω ομάδας πελατών δεν υπερβαίνει το όριο που καθορίζεται στο άρθρο 111 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/EK, υπολογιζόμενο σε συνάρτηση με τα ίδια κεφάλαια όπως αυτά καθορίζονται στην ίδια οδηγία, ώστε η υπέρβαση να προκύπτει αποκλειστικά από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών·

β) το ίδρυμα πληροί μια πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση επί της υπέρβασης αυτής εντός του ορίου που ορίζει το άρθρο 111 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/EK, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το παράρτημα VI αυτής της οδηγίας·»

β) Στην πρώτη παράγραφο, το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε) κάθε τρίμηνο, τα ιδρύματα αναφέρουν στις αρμόδιες αρχές όλες τις περιπτώσεις όπου υπήρξε υπέρβαση, κατά το παρελθόν τρίμηνο, του ορίου που ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 111 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.»

γ) Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σε σχέση με το στοιχείο ε), σε κάθε περίπτωση υπέρβασης του ορίου γνωστοποιούνται το ποσό της υπέρβασης και το όνομα του εκάστοτε πελάτη.»

(5) Στο άρθρο 32 παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Οι αρμόδιες αρχές θεσπίζουν διαδικασίες ώστε να εμποδίζονται τα ιδρύματα από το να αποφεύγουν σκοπίμως τις πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις οι οποίες ειδάλλως θα προέκυπταν σε ανοίγματα που υπερβαίνουν το όριο της παραγράφου 1 του άρθρου 111 της οδηγίας 2006/48/EK εφόσον τα ανοίγματα αυτά θα διατηρούντο περισσότερο από δέκα ημέρες, μεταφέροντας προσωρινά τα εν λόγω ανοίγματα σε άλλη εταιρεία, είτε ανήκουσα στον ίδιο όμιλο είτε όχι, ή/και πραγματοποιώντας εικονικές συναλλαγές ώστε να κλείσουν το άνοιγμα κατά την περίοδο των δέκα ημερών και να δημιουργήσουν άλλο.»

(6) Στο άρθρο 38, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3. Το άρθρο 42α, με εξαίρεση το στοιχείο α) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ θα εφαρμόζεται κατ' αναλογία στην εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων εκτός εάν οι επιχειρήσεις επενδύσεων πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στα άρθρα 20 παράγραφος 2, 20 παράγραφος 3 ή 46 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας.»

(7) Στο άρθρο 45 παράγραφος 1, η ημερομηνία «31 Δεκεμβρίου 2010» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «31 Δεκεμβρίου 2012».

(8) Στο άρθρο 48 παράγραφος 1, η ημερομηνία «31 Δεκεμβρίου 2010» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «31 Δεκεμβρίου 2012».

Άρθρο 3 Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, προκειμένου να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο την 31η Ιανουαρίου 2010. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων καθώς και τον πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Τα κράτη μέλη οφείλουν να θέσουν σε εφαρμογή τις προαναφερθείσες διατάξεις από την 31η Μαρτίου 2010.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 4 Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

Άρθρο 5 Αποδέκτες

Η οδηγία αυτή απευθύνεται προς τα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος [pic][pic][pic][pic][pic][pic]

[1] Σύσταση 87/62/ΕΟΚ περί εποπτείας και ελέγχου μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων πιστωτικών ιδρυμάτων.

[2] Οδηγία 92/121/ΕΟΚ σχετικά με την εποπτεία και τον έλεγχο των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων.

[3] ΕΕ C της., σ. .

[4] ΕΕ C της , σ. .

[5] ΕΕ C της , σ. .

[6] ΕΕ C της , σ. .

[7] ΕΕ C της , σ. .

[8] ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

[9] ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201.

[10] ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

Top