EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52008PC0119

Τροποποιημένη πρόταση οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ασφάλιση ζωής σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυοτητα II) (αναδιατύπωση)

/* COM/2008/0119 τελικό - COD 2007/0143 */

52008PC0119




[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 26.2.2008

COM(2008) 119 τελικό

2007/0143 (COD)

Τροποποιημένη πρόταση

ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με την ασφάλιση ζωής σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ II) (αναδιατύπωση)

(υποβληθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Γενικά σχόλια

Στις 10 Ιουλίου 2007, η Επιτροπή ενέκρινε την πρόταση COM (2007)361 (Solvency II – πρόταση οδηγίας). Η εν λόγω πρόταση αποτελείται από αναδιατύπωση 13 υφισταμένων οδηγιών στον ασφαλιστικό και αντασφαλιστικό τομέα και νέες διατάξεις περί φερεγγυότητας (λεγόμενη Φερεγγυότητα II).

Εν τω μεταξύ, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα και τέθηκε σε ισχύ στις 21 Σεπτεμβρίου 2007 – δηλαδή μετά την ημερομηνία υποβολής της πρότασης αναδιατύπωσης στη νομοθετική αρχή – η οδηγία 2007/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τροποποίηση της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 2002/83/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2005/68/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια αξιολόγησης για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης και της αύξησης συμμετοχών στο μετοχικό κεφάλαιο οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα [1] . Με την οδηγία 2007/44/ΕΚ εισήχθησαν αλλαγές σε ορισμένα άρθρα των οδηγιών 92/49/ΕΟΚ, 2002/83/ΕΚ και 2005/68/ΕΚ. Κατά συνέπεια, υφίστανται σαφείς διαφορές μεταξύ, αφενός, των κειμένων των οδηγιών 92/49/ΕΟΚ, 2002/83/ΕΚ και 2005/68/ΕΚ και, αφετέρου, των αντίστοιχων μερών του αναδιατυπωμένου μέρους της πρότασης οδηγίας «Φερεγγυότητα ΙΙ».

Συν τοις άλλοις, τον Δεκέμβριο του 2007, το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατέληξαν σε πολιτική συμφωνία σχετικά με τον λεγόμενο κανονισμό Rome I, ο οποίος αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές υποχρεώσεις. Αυτό επηρεάζει τις διατάξεις σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο και τους όρους των συμβάσεων άμεσης ασφάλισης στο αναδιατυπωμένο μέρος της πρότασης οδηγίας «Φερεγγυότητα ΙΙ».

Λόγω των προαναφερθέντων, η Επιτροπή αποφάσισε να εγκρίνει τροποποιημένη πρόταση όσον αφορά την πρόταση οδηγίας «Φερεγγυότητα ΙΙ», που είχε εγκριθεί τον Ιούλιο του 2007.

Νομοθετική προσεγγιση και νομικη βαση

α) Νομοθετική προσέγγιση

Οι ακόλουθες 14 οδηγίες στους τομείς των ασφαλίσεων ζωής, των ζημιών, των αντασφαλίσεων, των ασφαλιστικών ομίλων και της εκκαθάρισης αναδιατυπώθηκαν σε ένα ενιαίο κείμενο με την ευκαιρία των επικείμενων τροποποιήσεων της «Φερεγγυότητα II»:

- Οδηγία του Συμβουλίου 64/225/ΕΟΚ, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, περί καταργήσεως των περιορισμών στο δικαίωμα εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα της αντασφαλίσεως και της αντεκχωρήσεως[2],

- Πρώτη οδηγία του Συμβουλίου 73/239/EΟΚ, της 24ης Ιουλίου 1973, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής[3],

- Οδηγία του Συμβουλίου 73/240/ΕΟΚ, της 24ης Ιουλίου 1973, περί καταργήσεως των περιορισμών στο δικαίωμα εγκαταστάσεως, στον τομέα της πρωτασφαλίσεως εκτός από την ασφάλιση ζωής[4],

- Οδηγία του Συμβουλίου 76/580/EΟΚ, της 29ης Ιουνίου 1976, περί τροποποιήσεως της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής[5],

- Οδηγία του Συμβουλίου 78/473/EΟΚ, της 30ης Μαΐου 1978, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων στον τομέα της κοινοτικής συνασφαλίσεως[6],

- Οδηγία του Συμβουλίου 84/641/EΟΚ, της 10ης Δεκεμβρίου 1984, για την τροποποίηση, όσον αφορά ιδίως την τουριστική βοήθεια, της πρώτης οδηγίας (73/239/ΕΟΚ) περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής[7],

- Οδηγία του Συμβουλίου 87/344/ΕΟΚ, της 22ης Ιουνίου 1987, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την ασφάλιση νομικής προστασίας[8],

- Δεύτερη οδηγία του Συμβουλίου 88/357/EΟΚ, της 22ης Ιουνίου 1988, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και για τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ[9],

- Οδηγία του Συμβουλίου 92/49/ΕΟΚ, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής)[10],

- Οδηγία 98/78/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός ασφαλιστικού ομίλου[11],

- Οδηγία 2001/17/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων[12],

- Οδηγία 2002/83/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής[13],

- Οδηγία 2005/68/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2005, για την αντασφάλιση[14].

- Οδηγία 2007/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τροποποίηση της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 2002/83/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2005/68/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια αξιολόγησης για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης και της αύξησης συμμετοχών στο μετοχικό κεφάλαιο οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα [15] .

Δεδομένου ότι μια πλήρης επανασυγγραφή των υφισταμένων οδηγιών θα υπερέβαινε την αναδιατύπωση, η αναδιατύπωση ακολουθεί τη δομή των υφιστάμενων οδηγιών (αντ)ασφάλισης. Οι νέες, συνεπώς, διατάξεις της «Φερεγγυότητα II» εισάγονται σε διαφορετικά κεφάλαια και τίτλους του σχεδίου οδηγίας και εμφανίζονται με γκρίζους χαρακτήρες. Δεν έχουν γίνει ουσιαστικές αλλαγές στις υφιστάμενες οδηγίες που αναδιατυπώθηκαν, εκτός των αλλαγών που είναι απαραίτητες για την θέσπιση ενός νέου καθεστώτος φερεγγυότητας.

Η πρόταση εφαρμόζει την «τεχνική της αναδιατύπωσης» (Διοργανική συμφωνία 2002/C 77/01), η οποία παρέχει τη δυνατότητα ουσιαστικών τροποποιήσεων στην υφιστάμενη νομοθεσία χωρίς την ύπαρξη ξεχωριστής τροποποιητικής οδηγίας. Η αναδιατύπωση περιορίζει την πολυπλοκότητα και καθιστά τη νομοθεσία της ΕΕ πιο προσιτή και κατανοητή. Πραγματοποιήθηκαν μη ουσιώδεις τροποποιήσεις σε μεγάλο αριθμό διατάξεων των υφισταμένων οδηγιών, με σκοπό τη βελτίωση της διατύπωσης και της αναγνωσιμότητας. Άρθρα ή μέρη άρθρων που κατέστησαν παρωχημένα διαγράφηκαν. Όλες οι αλλαγές έχουν επισημανθεί με σαφήνεια στο κείμενο.

Οι νέες διατάξεις φερεγγυότητας αποτελούν αρχές που βασίζονται και τηρούν τη δομή 4 επιπέδων της προσέγγισης Lamfalussy για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Οι αρχές θα αναπτυχθούν περαιτέρω μέσω μέτρων εφαρμογής. Η νέα προσέγγιση Lamfalussy θα δώσει στο νέο καθεστώς φερεγγυότητας τη δυνατότητα να συμβαδίσει με τις μελλοντικές εξελίξεις της αγοράς και της τεχνολογίας, καθώς και με τις διεθνείς εξελίξεις στη νομοθεσία περί λογιστικής και (αντ)ασφαλίσεων.

β) Νομική βάση

Η πρόταση βασίζεται στο άρθρο 47 παράγραφος 2 και στο άρθρο 55 της Συνθήκης, που αποτελεί τη νομική βάση για τη θέσπιση κοινοτικών μέτρων με στόχο την επίτευξη εσωτερικής αγοράς στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Το επιλεχθέν μέσο είναι οδηγία, δεδομένου ότι αποτελεί το καταλληλότερο νομικό εργαλείο για την επίτευξη των στόχων. Οι προτεινόμενες νέες διατάξεις περιορίζονται σε ό,τι είναι απαραίτητο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων.

Πεδίο εφαρμογησ

Το πεδίο εφαρμογής των ισχυουσών οδηγιών δεν έχει αλλάξει. Ως εκ τούτου, η πρόταση ισχύει για όλες τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις κλάδου ζωής, ζημιών και αντασφαλίσεων. Ωστόσο, ο παρών αποκλεισμός των μικρών επιχειρήσεων αλληλασφάλισης επεκτάθηκε σε όλες τις μικρές ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ορίζονται στο άρθρο 4, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής τους. Η οδηγία δεν εφαρμόζεται σε συνταξιοδοτικά ταμεία που καλύπτονται από την οδηγία 2003/41/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003[16], για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών. Αναθεώρηση αυτής της οδηγίας θα λάβει χώρα το 2008. Τότε, η Επιτροπή θα εξετάσει εάν και κατά πόσο μπορούν ή πρέπει να αναπτυχθούν κατάλληλες απαιτήσεις φερεγγυότητας για τα συνταξιοδοτικά ταμεία. Η οδηγία εξάλλου δεν τροποποιεί το καθεστώς που ισχύει για τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων. Εάν εντοπισθούν πάντως κάποια προβλήματα θα εξετασθούν στο πλαίσιο της αναθεώρησης της οδηγίας σχετικά με τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων (2002/87/ΕΚ), που θα γίνει το 2008.

Σχόλια επι των αρθρων

Τα σχόλια αφορούν εκείνα μόνον τα άρθρα που είναι νέα ή τα οποία έχουν τροποποιηθεί ως αποτέλεσμα της θέσπισης των νέων κανόνων φερεγγυότητας, καθώς και εκείνα που σχετίζονται με αλλαγές που εισήχθησαν με την τροποποιημένη πρόταση, σε σύγκριση με την πρόταση οδηγίας «Φερεγγυότητα ΙΙ», που είχε εγκριθεί τον Ιούλιο του 2007.

Φερεγγυότητα ΙΙ

1. Ποιοτικές απαιτήσεις και εποπτεία

Οι ποιοτικές απαιτήσεις και οι κανόνες για την εποπτεία που ισχύουν για τις επιχειρήσεις (αντ)ασφάλισης («Πυλώνας II» του πλαισίου της «Φερεγγυότητα ΙΙ» ) ορίζονται σε 2 ενότητες, εκ των οποίων η μία περιλαμβάνει τις Εποπτικές Αρχές και τους Γενικούς Κανόνες και η άλλη το Σύστημα Διακυβέρνησης.

Εποπτικές Αρχές και Γενικοί Κανόνες – Άρθρα 27 - 38

Βασικός στόχος της εποπτείας– Άρθρο 27

Ο βασικός στόχος της νομοθεσίας και της εποπτείας στον τομέα των (αντ)ασφαλίσεων είναι η επαρκής προστασία των κατόχων ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Άλλοι στόχοι, όπως η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και η διασφάλιση δίκαιων και σταθερών συνθηκών στην αγορά λαμβάνονται, επίσης, υπόψη, αλλά δεν πρέπει να υπονομεύουν τον βασικό στόχο.

Γενικές αρχές εποπτείας – Άρθρο 28

Η εποπτεία βασίζεται σε μια διερευνητική προσέγγιση προσανατολισμένη στον κίνδυνο. Ως εκ τούτου, η «Φερεγγυότητα II» υιοθετεί μια προσέγγιση προσανατολισμένη στους οικονομικούς κινδύνους, η οποία παρέχει τη δυνατότητα ύπαρξης ενός συστήματος που αντανακλά το πραγματικό προφίλ κινδύνου των εταιρειών (αντ)ασφαλίσεων. Το εν λόγω σύστημα πρέπει να βασίζεται σε ορθές οικονομικές αρχές και να εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις πληροφορίες που παρέχουν οι χρηματοπιστωτικές αγορές.

Υπήρξε ιδιαίτερη μέριμνα ούτως ώστε να διασφαλιστεί ότι το νέο καθεστώς φερεγγυότητας δεν είναι υπερβολικά επιβαρυντικό για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (αντ)ασφαλίσεων. Ως εκ τούτου, δίδεται σημασία στην αρχή της αναλογικότητας, η οποία ισχύει για όλες τις απαιτήσεις της συγκεκριμένης οδηγίας και προσιδιάζει στην εφαρμογή των ποσοτικών και ποιοτικών απαιτήσεων του καθεστώτος φερεγγυότητας και των κανόνων εποπτείας. Η αρχή αυτή θα προσδιοριστεί περαιτέρω στα μέτρα εφαρμογής.

Διαφάνεια και λογοδοσία – Άρθρο 30

Η διαφάνεια και η λογοδοσία συμβάλλουν στη νομιμότητα και στην ακεραιότητα των εποπτικών αρχών, καθώς και στην αξιοπιστία του συστήματος εποπτείας. Ως εκ τούτου, το παρόν άρθρο ορίζει ότι οι εποπτικές αρχές πρέπει να εκτελούν τα καθήκοντά τους με διαφάνεια και υπευθυνότητα. Η δημοσιοποίηση ευνοεί τη διαφάνεια και επιτρέπει την αποτελεσματική σύγκριση των προσεγγίσεων που υιοθετούν τα κράτη μέλη. Μια σημαντική πτυχή της διαφάνειας και της λογοδοσίας είναι η πρόβλεψη διαφανών διαδικασιών σχετικά με τον διορισμό και την απομάκρυνση των μελών του διοικητικού συμβουλίου ή του φορέα διαχείρισης των εποπτικών αρχών.

Αρμοδιότητες εποπτείας – Άρθρο 34

Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της εποπτείας, οι εποπτικές αρχές πρέπει να έχουν όλες τις απαραίτητες αρμοδιότητες ώστε να διεκπεραιώνουν τα καθήκοντά τους. Ως εκ τούτου, το άρθρο 34 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές διαθέτουν την αρμοδιότητα να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο ούτως ώστε να διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις συμμορφώνονται προς τις κανονιστικές απαιτήσεις που ορίζει η συγκεκριμένη οδηγία, καθώς και να προλαμβάνουν και να αποκαθιστούν τυχόν προβλήματα. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να υπάρχουν εποπτικές αρμοδιότητες σε ό,τι αφορά εξωτερικά ανατεθειμένες δραστηριότητες και υπεργολαβίες εξωτερικά ανατεθειμένων δραστηριοτήτων. Όλες οι εποπτικές αρμοδιότητες πρέπει να ασκούνται έγκαιρα και κατά τρόπο αναλογικό.

Προκειμένου να διασφαλίζεται αποτελεσματική εποπτεία, είναι σημαντικό να πραγματοποιείται η εποπτεία τόσο επί τόπου, όσο και εκτός των εγκαταστάσεων των επιχειρήσεων. Συνεπώς, οι εποπτικές αρχές έχουν την αρμοδιότητα να διεξάγουν επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις μιας επιχείρησης ασφαλίσεων ή αντασφαλίσεων.

Διαδικασία Εποπτικής Αξιολόγησης – Άρθρο 36

Η μη συμμόρφωση προς τις ποιοτικές και ποσοτικές απαιτήσεις ενδέχεται να έχει σοβαρές συνέπειες για τη χρηματοπιστωτική ευρωστία μιας επιχείρησης ασφαλίσεων ή αντασφαλίσεων. Η εποπτική αξιολόγηση στοχεύει, ως εκ τούτου, στον προσδιορισμό ιδρυμάτων με χρηματοπιστωτικά, οργανωτικά ή άλλα χαρακτηριστικά τα οποία συνθέτουν ενδεχομένως ένα προφίλ υψηλότερου κινδύνου.

Στο πλαίσιο της Διαδικασίας Εποπτικής Αξιολόγησης (SRP), οι εποπτικές αρχές εξετάζουν και αξιολογούν τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τις διαδικασίες αναφοράς που θέτουν σε εφαρμογή οι ασφαλιστές και αντασφαλιστές για τον σκοπό της συμμόρφωσης προς τη συγκεκριμένη οδηγία, καθώς και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει ή ενδέχεται να αντιμετωπίσει η επιχείρηση, αλλά και την ικανότητά της να αξιολογεί τους συγκεκριμένους κινδύνους. Η αξιολόγηση περιλαμβάνει, επίσης, την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μεθόδων και των πρακτικών των επιχειρήσεων για τον προσδιορισμό πιθανών συμβάντων ή μελλοντικών αλλαγών στις οικονομικές συνθήκες με δυνητικά αρνητικές επιπτώσεις στη συνολική χρηματοοικονομική τους θέση. Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της SRP, είναι σημαντικό να δοθεί στις εποπτικές αρχές η αρμοδιότητα να αποκαθιστούν τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειες που εντοπίζονται κατά την εποπτική αξιολόγηση, περιλαμβανομένης μιας διαδικασίας παρακολούθησης των πορισμάτων τους.

Επιπλέον, είναι απαραίτητο να διαθέτουν οι εποπτικές αρχές τα κατάλληλα εργαλεία παρακολούθησης για τον προσδιορισμό και την αποκατάσταση των επιδεινούμενων χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Τα αποτελέσματα της SRP είναι πολύ χρήσιμα για τις εποπτικές αρχές όσον αφορά τον προσδιορισμό προτεραιοτήτων για τις μελλοντικές εργασίες τους, τη διασφάλιση του κατάλληλου βαθμού ομοιομορφίας σε ό,τι αφορά τις εποπτικές προσεγγίσεις και την παροχή ενημέρωσης στην επιχείρηση.

Προσθήκες κεφαλαίων – Άρθρο 37

Η αφετηρία σε ό,τι αφορά την καταλληλότητα των ποσοτικών απαιτήσεων στον τομέα των (αντ)ασφαλίσεων είναι η απαίτηση κεφαλαίου φερεγγυότητας. Οι εποπτικές αρχές μπορούν, ως εκ τούτου, μόνο υπό αυστηρά οριζόμενες εξαιρετικές περιστάσεις, να απαιτήσουν από τις εταιρείες (αντ)ασφαλίσεων να διαθέτουν μεγαλύτερο κεφάλαιο βάσει της Διαδικασίας Εποπτικής Αξιολόγησης. Παρά το γεγονός ότι η τυπική προσέγγιση στοχεύει στην ανασύνθεση του προφίλ κινδύνου της πλειοψηφίας των επιχειρήσεων (αντ)ασφαλίσεων στην Κοινότητα, ενδέχεται να υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες η τυποποιημένη προσέγγιση δεν αντικατοπτρίζει πλήρως το ιδιαίτερο προφίλ κινδύνου μιας επιχείρησης.

Στην περίπτωση ουσιωδών ανεπαρκειών στο εσωτερικό μοντέλο, στο σύνολό του ή εν μέρει, (βλέπε παρακάτω σημείο 4) ή ουσιωδών προβλημάτων διακυβέρνησης, είναι απαραίτητο οι εποπτικές αρχές να διασφαλίζουν ότι η σχετική επιχείρηση καταβάλει κάθε προσπάθεια να αποκαταστήσει τις ανεπάρκειες που κατέστησαν επιτακτική την προσθήκη κεφαλαίων, με σκοπό την προστασία των κατόχων ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Οι εποπτικές αρχές οφείλουν να ελέγχουν την πρόοδο της επιχείρησης σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των ανεπαρκειών της τουλάχιστον μία φορά το χρόνο. Η προσθήκη κεφαλαίων μπορεί να έχει μόνιμο χαρακτήρα μόνο στην περίπτωση σημαντικής απόκλισης μιας επιχείρησης από το προφίλ κινδύνου της ή αναποτελεσματικότητας όσον αφορά στην πλήρη ή μερική ανάπτυξη ενός εσωτερικού μοντέλου.

Η ενίσχυση της εναρμονισμένης και οικονομικής προσέγγισης που υιοθετήθηκε για τον τομέα (αντ)ασφαλίσεων, σε σύγκριση με την οδηγία κεφαλαιακών απαιτήσεων, δικαιολογεί δεόντως την περισσότερο εναρμονισμένη προσέγγιση των αυξήσεων κεφαλαίου.

Ευθύνη του διοικητικού φορέα ή του διαχειριστικού φορέα– Άρθρο 40

Οι επιχειρήσεις (αντ)ασφαλίσεων θα κληθούν να συμμορφωθούν προς αρχές και όχι προς κανόνες, γεγονός που αυξάνει το μερίδιο της ευθύνης για τη διαχείριση σε σχέση με ό,τι ισχύει σήμερα.

Η οδηγία δηλώνει σαφώς ότι ο διοικητικός ή διαχειριστικός φορέας της επιχείρησης (αντ)ασφαλίσεων έχει την τελική ευθύνη για τη συμμόρφωση της εταιρείας προς τη συγκεκριμένη οδηγία.

Σύστημα Διακυβέρνησης – Άρθρα 41 έως 49

Σύστημα διακυβέρνησης και γενικές απαιτήσεις - Άρθρο 41

Η ομοιομορφία των απαιτήσεων διακυβέρνησης που αφορούν τους κλάδους της τραπεζικής, των χρεωγράφων και των (αντ)ασφαλίσεων είναι απαραίτητη, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ομοιομορφία μεταξύ των κλάδων. Οι απαιτήσεις διακυβέρνησης που καθορίζονται στη συγκεκριμένη οδηγία αποσκοπούν στην επίτευξη αυτού του στόχου.

Οι αυστηρές απαιτήσεις διακυβέρνησης αποτελούν προαπαιτούμενο για την ύπαρξη ενός αποτελεσματικού συστήματος φερεγγυότητας. Ορισμένοι κίνδυνοι μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο μέσω των απαιτήσεων διακυβέρνησης και όχι με τον καθορισμό ποσοτικών απαιτήσεων. Ένα ισχυρό σύστημα διακυβέρνησης είναι, ως εκ τούτου, ουσιαστικής σημασίας για την αποτελεσματική διαχείριση της ασφαλιστικής επιχείρησης και απόλυτα απαραίτητο για την αποτελεσματικότητα του συστήματος εποπτείας.

Το σύστημα διακυβέρνησης περιλαμβάνει τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις καταλληλότητας, διαχείρισης κινδύνου, αξιολόγησης των κινδύνων και της φερεγγυότητας από πλευράς των ιδίων των επιχειρήσεων, εσωτερικού ελέγχου, αναλογιστικής και εξωτερικής ανάθεσης δραστηριοτήτων. Τα μέτρα εφαρμογής σχετικά με τις απαιτήσεις διακυβέρνησης θα προσδιορίζουν περαιτέρω την αρχή της αναλογικότητας.

Ο προσδιορισμός των αρμοδιοτήτων διακυβέρνησης στην οδηγία αναμένεται να συνδράμει τις επιχειρήσεις στην επιλογή του τρόπου εφαρμογής του συστήματος διακυβέρνησης. Μια αρμοδιότητα είναι η διοικητική ικανότητα ανάληψης ειδικών καθηκόντων. Ο προσδιορισμός ειδικών καθηκόντων δεν εμποδίζει την επιχείρηση να αποφασίζει ελεύθερα τον τρόπο οργάνωσης αυτής της αρμοδιότητας στην πράξη, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στη συγκεκριμένη οδηγία. Αυτό δεν πρέπει να οδηγεί σε υπερβολικά επαχθείς απαιτήσεις, διότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο χαρακτήρας, η κλίμακα και η πολυπλοκότητα των εργασιών της επιχείρησης. Οι αρμοδιότητες διακυβέρνησης μπορούν, συνεπώς, να αναληφθούν από προσωπικό των ιδίων των επιχειρήσεων ή να βασιστούν στην παροχή συμβουλών από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες ή να ανατεθούν σε εξωτερικούς εμπειρογνώμονες εντός των ορίων που προσδιορίζει η συγκεκριμένη οδηγία. Επιπλέον, σε μικρότερες και λιγότερο πολύπλοκες επιχειρήσεις, ένα άτομο ή οργανωτική μονάδα μπορούν να διεκπεραιώνουν περισσότερες από μία αρμοδιότητες.

Προκειμένου να λειτουργήσει σωστά το σύστημα διακυβέρνησης, απαιτείται από τις επιχειρήσεις να διαθέτουν καταγεγραμμένες πολιτικές στις οποίες να ορίζεται σαφώς ο τρόπος με τον οποίο διευθετούν ζητήματα εσωτερικού ελέγχου, διαχείρισης κινδύνων και, ανάλογα με την περίπτωση, εξωτερικής ανάθεσης. Είναι απαραίτητο ο διοικητικός ή διαχειριστικός φορέας να συμμετέχει ενεργά στο σύστημα διακυβέρνησης. Ως εκ τούτου, οι καταγεγραμμένες πολιτικές πρέπει να εγκρίνονται από το διοικητικό ή διαχειριστικό φορέα και να αναθεωρούνται τουλάχιστον ετησίως ή πριν από την εφαρμογή οποιασδήποτε σημαντικής αλλαγής στο σύστημα. Η τροποποίηση των πολιτικών πριν από την αλλαγή του συστήματος είναι απαραίτητη, διότι η αντίθετη περίπτωση συνεπάγεται μη συμμόρφωση της επιχείρησης προς τις εσωτερικές της στρατηγικές και διαδικασίες. Στο πλαίσιο της SRP, αρμοδιότητα της εποπτικής αρχής είναι να εξετάζει και να αξιολογεί το σύστημα διακυβέρνησης.

Αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας από τις ίδιες τις επιχειρήσεις (ORSA) – Άρθρο 44

Στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης κινδύνων, όλες οι επιχειρήσεις (αντ)ασφαλίσεων οφείλουν, ως αναπόσπαστο τμήμα της επιχειρηματικής τους στρατηγικής, να αξιολογούν τακτικά τις συνολικές ανάγκες τους σε θέματα φερεγγυότητας λαμβανομένου υπόψη του ιδιαίτερου προφίλ κινδύνου της επιχείρησης.

Η ORSA έχει διπλό χαρακτήρα. Πρόκειται για μια διαδικασία εσωτερικής αξιολόγησης εντός της εταιρείας και, ως τέτοια, είναι ενσωματωμένη στις στρατηγικές αποφάσεις της εταιρείας. Αποτελεί, επίσης, εποπτικό εργαλείο για τις εποπτικές αρχές, οι οποίες πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης κινδύνου και φερεγγυότητας από τις ίδιες τις επιχειρήσεις.

Η ORSA δεν απαιτεί να αναπτύξει μια εταιρεία ή να εφαρμόσει πλήρως ή εν μέρει ένα εσωτερικό μοντέλο. Ωστόσο, εάν η επιχείρηση χρησιμοποιεί ήδη ένα εγκεκριμένο πλήρες ή μερικό εσωτερικό μοντέλο για το υπολογισμό του SCR, τα αποτελέσματα του μοντέλου πρέπει να χρησιμοποιούνται στην ORSA. Η ORSA δεν δημιουργεί μια τρίτη απαίτηση κεφαλαίου φερεγγυότητας. Η ORSA δεν πρέπει να είναι υπερβολικά επιβαρυντική για τις μικρές ή λιγότερο πολύπλοκες επιχειρήσεις. Η εποπτική αρχή εξετάζει την αξιολόγηση κινδύνων και φερεγγυότητας από την ίδια την επιχείρηση στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης της επιχείρησης. Τα αποτελέσματα κάθε ORSA αναφέρονται στην εποπτική αρχή στο πλαίσιο της ενημέρωσης που παρέχεται για εποπτικούς σκοπούς βάσει του άρθρου 35.

Εξωτερική ανάθεση – Άρθρα 38 και 48

Καθώς η εξωτερική ανάθεση καθίσταται ολοένα και πιο σημαντική, κρίνεται σκόπιμο να υιοθετηθεί μια συνεπέστερη προσέγγιση σε αυτό τον τομέα. Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εποπτεία των εξωτερικά ανατεθειμένων δραστηριοτήτων, είναι απαραίτητο οι εποπτικές αρχές να έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε όλα τα συναφή δεδομένα που τηρεί ο πάροχος εξωτερικών υπηρεσιών καθώς και το δικαίωμα να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους της εξωτερικά ανατεθειμένης δραστηριότητας στις εγκαταστάσεις του συγκεκριμένου παρόχου, ανεξαρτήτως του εάν αυτός είναι εποπτευόμενη ή μη επιχείρηση. Σε περίπτωση που η δραστηριότητα ανατίθεται εξωτερικά σε πάροχο υπηρεσιών τρίτης χώρας, είναι απαραίτητο η εποπτική αρχή της επιχείρησης που αναθέτει εξωτερικά τη δραστηριότητα να έχει το δικαίωμα πρόσβασης σε όλα τα συναφή δεδομένα που τηρεί ο πάροχος υπηρεσιών στον οποίο έχει ανατεθεί εξωτερικά η δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του εάν αυτός είναι εποπτευόμενη ή μη επιχείρηση. Στις εξωτερικά ανατεθειμένες δραστηριότητες περιλαμβάνονται και οι υπεργολαβίες εξωτερικά ανατεθειμένων δραστηριοτήτων.

Ένας τρόπος για να επιτευχθεί αυτός ο έλεγχος, ειδικά εάν ο πάροχος υπηρεσιών είναι μη εποπτευόμενη επιχείρηση, είναι να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στη σύμβαση μεταξύ της επιχείρησης που αναθέτει εξωτερικά την δραστηριότητα και του παρόχου υπηρεσιών που αναλαμβάνει τη δραστηριότητα. Οι εποπτικές αρχές πρέπει να ενημερώνονται δεόντως και εγκαίρως πριν από την εξωτερική ανάθεση σημαντικών δραστηριοτήτων ή την πραγματοποίηση ουσιωδών σχετικών αλλαγών.

Οι απαιτήσεις που ορίζονται στη συγκεκριμένη οδηγία λαμβάνουν υπόψη τις εργασίες του κοινού φόρουμ και ευθυγραμμίζονται με τους ισχύοντες κανόνες και πρακτικές του τραπεζικού κλάδου και των αγορών στην οδηγία χρηματοπιστωτικών μέσων (2004/39/EΚ) και την εφαρμογή της στα πιστωτικά ιδρύματα.

2. Εποπτική αναφορά και δημοσιοποίηση

Η εποπτική αναφορά και δημοσιοποίηση αποτελούν τον «Πυλώνα III» του πλαισίου του σχεδίου «Φερεγγυότητα II».

Πληροφορίες που παρέχονται για εποπτικούς σκοπούς – Άρθρο 35

Η πρόταση διατηρεί κατ’ ουσίαν την τρέχουσα φιλοσοφία του κεκτημένου, επιβάλλοντας στις επιχειρήσεις μια γενική απαίτηση για την υποβολή οποιωνδήποτε πληροφοριών είναι απαραίτητες για τους σκοπούς της εποπτείας. Ωστόσο, σύμφωνα με την προσέγγιση Lamfalussy, η πρόταση εισάγει έναν αριθμό βασικών αρχών με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται η εποπτική αναφορά και καθιστά εφικτή τη θέσπιση μέτρων εφαρμογής, με σκοπό τη διασφάλιση σύγκλισης ανάλογα με την περίπτωση.

Δημοσιοποίηση – Άρθρα 50 έως 55

Η πρόταση απαιτεί από τις επιχειρήσεις να δημοσιοποιούν ετησίως μια αναφορά που περιλαμβάνει ουσιώδεις και περιεκτικές πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση φερεγγυότητας και τη χρηματοοικονομική τους κατάσταση. Είναι εφικτή μια εξαίρεση για μεμονωμένες προσθήκες κεφαλαίου κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου. Απαιτείται από τις εταιρείες να επικαιροποιούν τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται, ανάλογα με την περίπτωση, (οι περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ή τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας προβλέπονται σε ειδικές διατάξεις), ενώ τους επιτρέπεται να δημοσιοποιούν πρόσθετες πληροφορίες σε εθελοντική βάση. Οι επιχειρήσεις καλούνται να διαθέτουν πολιτική δημοσιοποίησης, πριν από την οποία πρέπει να λαμβάνουν την έγκριση του οικείου διοικητικού ή διαχειριστικού φορέα σχετικά με την κατάσταση φερεγγυότητας ή τη χρηματοοικονομική τους κατάσταση. Τέλος, η πρόταση παρέχει τη δυνατότητα θέσπισης μέτρων εφαρμογής προκειμένου να διασφαλίζεται η δέουσα σύγκλιση.

3. Προαγωγή της εποπτικής σύγκλισης – Άρθρο 70

Η επιτροπή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών χαρακτήρισε την προαγωγή της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών ως μια από τις μείζονες προκλήσεις των προσεχών ετών. Παρά το γεγονός ότι τη βάση αποτελεί ένα κοινό κανονιστικό πλαίσιο, πραγματικά ισότιμες συνθήκες μπορούν να επιτευχθούν μόνο μέσω της υιοθέτησης συνεπέστερων και κοινών πρακτικών λήψης αποφάσεων και εφαρμογής από τις εποπτικές αρχές. Η εποπτική σύγκλιση περιλαμβάνει, ειδικότερα, την από κοινού και ομοιόμορφη καθημερινή εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας, την ενίσχυση της καθημερινής συνεπούς εποπτείας και την ενδυνάμωση της ενιαίας αγοράς. Οι μηχανισμοί αξιολόγησης από ομοτίμους και διαμεσολάβησης μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην προαγωγή της εποπτικής σύγκλισης.

H CEIOPS συμβάλει με ιδιαίτερο τρόπο στη συνεπή εφαρμογή της συγκεκριμένης οδηγίας, καθώς και στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών σε όλη την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο άρθρο ορίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές συμμετέχουν ενεργά στις δραστηριότητες της CEIOPS.

4. Ποσοτικές απαιτήσεις

Οι ποσοτικές απαιτήσεις που ισχύουν για τις επιχειρήσεις (αντ)ασφαλίσεων («Πυλώνας Ι» του πλαισίου «Φερεγγυότητα II») ορίζονται σε έξι ενότητες: αποτίμηση στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, τεχνικά αποθεματικά, ίδια κεφάλαια, απαιτούμενο κεφάλαιο φερεγγυότητας, απαιτούμενο ελάχιστο κεφάλαιο και επενδύσεις. Οι απαιτήσεις του Πυλώνα Ι βασίζονται σε μια οικονομική προσέγγιση συνολικού ισολογισμού. Αυτή η προσέγγιση στηρίζεται σε μια αποτίμηση του συνολικού ισολογισμού των επιχειρήσεων ασφαλίσεων και (αντ)ασφαλίσεων, σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με την οποία τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού αποτιμούνται με τον ίδιο τρόπο. Μια τέτοια προσέγγιση υποδηλώνει ότι το ποσό των διαθέσιμων χρηματοπιστωτικών πόρων των επιχειρήσεων ασφαλίσεων και (αντ)ασφαλίσεων πρέπει να καλύπτει το σύνολο των χρηματοπιστωτικών τους απαιτήσεων, ήτοι, το άθροισμα των μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων και των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Ως συνέπεια αυτής της προσέγγισης, τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια (βλέπε παρακάτω) πρέπει να υπερβαίνουν το απαιτούμενο κεφάλαιο φερεγγυότητας.

Αποτίμηση στοιχείων ενεργητικού και παθητικού – Άρθρο 74

Το άρθρο 74 εισάγει προδιαγραφές αποτίμησης για το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, βάσει του ισχύοντος ορισμού της εύλογης αξίας σύμφωνα με τα ΔΠΧΠ (διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης). Πρόκειται να αναπτυχθούν μέτρα εφαρμογής που θα ορίζουν τον τρόπο υπολογισμού της εύλογης αξίας συγκεκριμένων στοιχείων του ισολογισμού, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα συγκεκριμένα στοιχεία αποτιμούνται με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα κράτη μέλη. Σε ό,τι αφορά τα στοιχεία παθητικού, οι προδιαγραφές αποτίμησης δεν λαμβάνουν υπόψη την πιστωτική θέση, ενώ σε ό,τι αφορά τα στοιχεία ενεργητικού, οι προδιαγραφές λαμβάνουν υπόψη τα εκάστοτε πιστωτικά χαρακτηριστικά και τα χαρακτηριστικά ρευστότητας.

Τεχνικά αποθεματικά – Άρθρα 75 έως 85

Κρίνεται σκόπιμη η θέσπιση τεχνικών αποθεματικών, προκειμένου η επιχείρηση να εκπληρώνει τις (αντ)ασφαλιστικές υποχρεώσεις της προς τους κατόχους και τους δικαιούχους ασφαλιστήριων συμβολαίων. Ο υπολογισμός τους θα βασίζεται στις γενικές διατάξεις που ορίζονται στο άρθρο 75:

- Ειδικότερα, ο υπολογισμός των τεχνικών αποθεματικών θα βασίζεται στην εκάστοτε αξία εξόδου. Η τρέχουσα αξία εξόδου αντιπροσωπεύει το ποσό που θα κατέβαλε σήμερα μια επιχείρηση ασφαλίσεων ή (αντ)ασφαλίσεων εάν μεταβίβαζε τα συμβατικά της δικαιώματα και υποχρεώσεις σε άλλη επιχείρηση. Η χρήση της τρέχουσας αξίας εξόδου δεν υποδηλώνει ότι μια επιχείρηση (αντ)ασφαλίσεων θα μπορούσε να μεταβιβάσει, θα μεταβίβαζε ή θα έπρεπε να μεταβιβάσει αυτές τις υποχρεώσεις.

- Ο υπολογισμός των τεχνικών αποθεματικών πρέπει να είναι συνεπής με την αγορά, ενώ οι πληροφορίες που σχετίζονται με συγκεκριμένες επιχειρήσεις θα χρησιμοποιούνται μόνο για τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών, στον βαθμό που αυτές οι πληροφορίες δίνουν τη δυνατότητα στην επιχείρηση (αντ)ασφαλίσεων να προσδιορίζει καλύτερα τα χαρακτηριστικά του σχετικού χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων.

Τα άρθρα 76 έως 79 και 81 έως 85 περιγράφουν τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών. Θα υπολογίζονται ως το άθροισμα της βέλτιστης εκτίμησης και ενός περιθωρίου κινδύνου, εκτός της περίπτωσης αντισταθμιζόμενων κινδύνων που απορρέουν από υποχρεώσεις (αντ)ασφάλισης (βλέπε παρακάτω):

- Η βέλτιστη εκτίμηση αντιστοιχεί στην αναμενόμενη παρούσα αξία των μελλοντικών ταμειακών ροών, λαμβανομένων υπόψη των ταμειακών εισροών και εκροών (προσαρμοσμένων στον πληθωρισμό), που απαιτούνται για τη διευθέτηση των υποχρεώσεων (αντ)ασφαλίσεων καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος τους, συμπεριλαμβανομένων όλων των δαπανών, των μελλοντικών πρόσθετων αμοιβών διακριτικής ευχέρειας, των ενσωματωμένων χρηματοοικονομικών εγγυήσεων και συμβατικών δικαιωμάτων προαίρεσης. Ο υπολογισμός της βέλτιστης εκτίμησης θα βασίζεται σε ορθές αναλογιστικές τεχνικές και δεδομένα ποιότητας, ενώ θα ελέγχεται τακτικά βάσει της πραγματικής εμπειρίας.

- Το περιθώριο κινδύνου διασφαλίζει ότι η συνολική αξία των τεχνικών αποθεματικών ισοδυναμεί με το ποσό που οι επιχειρήσεις (αντ)ασφαλίσεων θα κατέβαλαν εάν μετέφεραν τα συμβατικά τους δικαιώματα και υποχρεώσεις άμεσα σε άλλη επιχείρηση. Εναλλακτικά, το περιθώριο κινδύνου μπορεί να υπολογιστεί µε βάση το πρόσθετο κόστος, άνω της βέλτιστης εκτίμησης, παροχής κεφαλαίου για την υποστήριξη των υποχρεώσεων (αντ)ασφαλίσεων για όλη τη διάρκεια του χαρτοφυλακίου.

Σε ό,τι αφορά τους αντισταθμιζόμενους κινδύνους – ήτοι, κινδύνους που μπορούν να αντισταθμιστούν αποτελεσματικά μέσω αγοράς ή πώλησης χρηματοπιστωτικών μέσων – η αξία των τεχνικών διατάξεων υπολογίζεται απευθείας, στο σύνολό της, και προκύπτει με χρήση των αξιών των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων (βλέπε άρθρο 76 παράγραφος 4).

Σε ό,τι αφορά τους μη αντισταθμιζόμενους κινδύνους, το περιθώριο κινδύνου υπολογίζεται με χρήση της αποκαλούμενης μεθόδου κόστους κεφαλαίου (βλέπε άρθρο 76 παράγραφος 5). Σε αυτή την περίπτωση, το ποσοστό κόστους κεφαλαίου που χρησιμοποιείται είναι το ίδιο για όλες τις επιχειρήσεις (π.χ., σταθερό ποσοστό) και αντιστοιχεί στη διαφορά άνω του επιτοκίου άνευ κινδύνου στο οποίο θα υποχρεωνόταν μια εταιρεία (αντ)ασφαλίσεων με πιστοληπτική αξιολόγηση BBB προκειμένου να αυξήσει τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια.

Ίδια κεφάλαια – Άρθρο 86 έως 99

Τα ίδια κεφάλαια αντιστοιχούν στους διαθέσιμους χρηματοπιστωτικούς πόρους των επιχειρήσεων (αντ)ασφαλίσεων, οι οποίοι μπορούν να λειτουργήσουν ως αντιστάθμισμα έναντι κινδύνων και μέσο απορρόφησης χρηματοπιστωτικών ζημιών, όταν κρίνεται απαραίτητο. Ο καθορισμός των ποσών των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα να καλύψουν τις δυο κεφαλαιακές απαιτήσεις βασίζεται σε μια διαδικασία τριών σταδίων. Κάθε στάδιο αντιστοιχεί σε μια υποενότητα: καθορισμός των ιδίων κεφαλαίων, ταξινόμηση των ιδίων κεφαλαίων, επιλεξιμότητα των ιδίων κεφαλαίων.

Στο πρώτο στάδιο , πρέπει να καθοριστούν τα ποσά των διαθέσιμων ιδίων κεφαλαίων. Ίδια κεφάλαια είναι το άθροισμα των:

- στοιχείων του ισολογισμού ή των «στοιχείων βασικών ιδίων κεφαλαίων» (βλέπε άρθρο 87),

- στοιχείων που δεν εμφανίζονται στον ισολογισμό ή των «στοιχείων επικουρικών ιδίων κεφαλαίων» (βλέπε άρθρο 88).

Τα βασικά ίδια κεφάλαια περιλαμβάνουν το οικονομικό κεφάλαιο (ήτοι, το πλεόνασμα των στοιχείων του ενεργητικού σε σχέση με τα στοιχεία παθητικού, όπως αυτό αποτιμάται σύμφωνα με τις Ενότητες 1 και 2) και τις εξασφαλισμένες υποχρεώσεις (δεδομένου ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κεφάλαιο, για παράδειγμα, στην περίπτωση εκκαθάρισης).

Τα επικουρικά ίδια κεφάλαια περιλαμβάνουν υποχρεώσεις τις οποίες οι επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιήσουν προκειμένου να αυξήσουν τους χρηματοπιστωτικούς τους πόρους, όπως προσκλήσεις-αξιώσεις εξόφλησης μελών και πιστωτικές επιστολές. Δεδομένου ότι τα συγκεκριμένα επικουρικά ίδια κεφάλαια δεν συμμορφώνονται προς τις προδιαγραφές αποτίμησης που προβλέπονται στις ενότητες 1 και 2, ο καθορισμός των ποσών τους υπόκειται σε πρότερη εποπτική έγκριση.

Στο δεύτερο στάδιο , δεδομένου ότι τα στοιχεία ιδίων κεφαλαίων έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά και χρησιμοποιούνται για διαφορετικά επίπεδα απορρόφησης ζημιών, τα συγκεκριμένα στοιχεία ιδίων κεφαλαίων θα ταξινομηθούν σε τρεις ζώνες, ανάλογα με τον χαρακτήρα τους και τον βαθμό στον οποίο πληρούν πέντε βασικά κριτήρια (ήτοι, εξασφάλιση, απορροφητικότητα ζημιών, μονιμότητα, διάρκεια και απουσία δαπανών εξυπηρέτησης), όπως ορίζεται στο άρθρο 93.

Η ταξινόμηση των ιδίων κεφαλαίων σε ζώνες βασίζεται σε ποιοτικά κριτήρια τα οποία θα εξειδικευτούν περαιτέρω μέσω μέτρων εφαρμογής (βλέπε άρθρο 97). Ωστόσο, προκειμένου να διευκολυνθεί αυτή η ταξινόμηση, θα καθοριστεί, επίσης, ένας κατάλογος προταξινομημένων στοιχείων στο πλαίσιο των προαναφερθέντων μέτρων εφαρμογής.

Χαρακτήρας Ποιότητα | Εντός ισολογισμού (βασικά ίδια κεφάλαια) | Εκτός ισολογισμού (επικουρικά ίδια κεφάλαια) |

Υψηλή | Ζώνη 1 | Ζώνη 2 |

Μεσαία | Ζώνη 2 | Ζώνη 3 |

Χαμηλή | Ζώνη 3 | − |

Στο τρίτο στάδιο , δεδομένου ότι τα στοιχεία της ζώνης 2 και της ζώνης 3 δεν παρέχουν πλήρη απορροφητικότητα τυχόν ζημιών για όλες τις περιστάσεις, κρίνεται απαραίτητος ο περιορισμός της αναγνώρισής τους για λόγους εποπτείας. Όπως ορίζεται στο άρθρο 98, για τα διαθέσιμα ίδια κεφάλαια ισχύουν δυο σύνολα ορίων, προκειμένου να καθοριστούν τα ποσά που είναι επιλέξιμα για εποπτικούς σκοπούς:

- Σε ό,τι αφορά το SCR, η αναλογία της ζώνης 1 στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια πρέπει να ισοδυναμεί τουλάχιστον με το 1/3 και η αναλογία της ζώνης 3 δεν πρέπει να υπερβαίνει το 1/3.

- Σε ό,τι αφορά το MCR, τα στοιχεία επικουρικών ιδίων κεφαλαίων δεν είναι επιλέξιμα και η αναλογία των επιλέξιμων στοιχείων της ζώνης 2 πρέπει να περιορίζεται στο ½.

Κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας– Άρθρα 100 έως 125

Η ενότητα 4 για το απαιτούμενο κεφάλαιο φερεγγυότητας διαιρείται σε τρία μέρη: τη γενική παρουσίαση της συγκεκριμένης κεφαλαιακής απαίτησης, τον καθορισμένο τύπο υπολογισμού κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας και τη χρήση των εσωτερικών μοντέλων για σκοπούς φερεγγυότητας.

Γενικές διατάξεις για το SCR, με χρήση καθορισμένου τύπου υπολογισμού ή εσωτερικού μοντέλου

Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας αντιστοιχούν στο οικονομικό κεφάλαιο που πρέπει να διαθέτει μια εταιρεία (αντ)ασφαλίσεων προκειμένου να περιορίσει την πιθανότητα πτώχευσης στο 0,5%, ήτοι η πιθανότητα πτώχευσης είναι μία ανά 200 χρόνια (βλέπε άρθρο 101). Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας υπολογίζονται με χρήση τεχνικών «αξίας σε κίνδυνο», είτε σύμφωνα με τον καθορισμένο τύπο υπολογισμού ή με χρήση εσωτερικού μοντέλου: τους επόμενους 12 μήνες πρόκειται να αξιολογηθούν όλες οι εν δυνάμει ζημίες, συμπεριλαμβανομένης της δυσμενούς επανεκτίμησης των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας αντικατοπτρίζουν το πραγματικό προφίλ κινδύνου της επιχείρησης, λαμβανομένων υπόψη όλων των ποσοτικά μετρήσιμων κινδύνων, καθώς και των καθαρών επιπτώσεων των τεχνικών μετριασμού του κινδύνου.

Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας πρέπει να υπολογίζονται τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, να παρακολουθείται σε μόνιμη βάση και να υπολογίζεται εκ νέου αμέσως μόλις το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης αποκλίνει σε σημαντικό βαθμό. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας πρέπει να καλύπτονται από ισοδύναμο ποσό επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων (βλέπε άρθρο 100).

Καθορισμένος τύπος υπολογισμού του SCR

Τα άρθρα 103 έως 109 περιγράφουν τους στόχους, την αρχιτεκτονική και τη συνολική διαβάθμιση του καθορισμένου τύπου υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας. Η «κατά ενότητες» αρχιτεκτονική, η οποία βασίζεται σε τεχνικές γραμμικής συγκέντρωσης, εξειδικεύεται περαιτέρω στο Παράρτημα IV της οδηγίας. Οι κίνδυνοι που καλύπτονται στις διάφορες ενότητες και υπο-ενότητες του καθορισμένου τύπου ορίζονται στα άρθρα 13, 104 και 105. Οι αναλυτικές προδιαγραφές των εν λόγω ενοτήτων και υπο-ενοτήτων θα θεσπιστούν μέσω μέτρων εφαρμογής, δεδομένου ότι είναι πιθανό να εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου.

Ο καθορισμένος τύπος υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας στοχεύει στο να επιτύχει τη σωστή ισορροπία μεταξύ της ευαισθησίας στον κίνδυνο και της πρακτικότητας. Δίνει τη δυνατότητα τόσο της χρήσης παραμέτρων που προσιδιάζουν στην κάθε επιχείρηση, ανάλογα με την περίπτωση (βλέπε άρθρο 104 παράγραφος 7), όσο και τυποποιημένων απλοποιήσεων για τις ΜΜΕ (βλέπε άρθρο 108).

Δεδομένου ότι οι νέες προδιαγραφές αποτίμησης λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα χαρακτηριστικά πίστωσης και ρευστότητας των στοιχείων του ενεργητικού και ότι οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας καλύπτουν όλους τους ποσοτικά μετρήσιμους κινδύνους, καθώς και ότι όλες οι επενδύσεις υπόκεινται στη αρχή του «καλού διαχειριστή», τα ποσοτικά όρια των επενδύσεων και τα κριτήρια επιλεξιμότητας στοιχείων ενεργητικού δεν θα διατηρηθούν. Ωστόσο, υπό το φως των εξελίξεων της αγοράς, εάν προκύψουν νέοι κίνδυνοι οι οποίοι δεν καλύπτονται από τον καθορισμένο τύπο υπολογισμού του απαιτούμενου κεφαλαίου φερεγγυότητας, το άρθρο 109 παράγραφος 2 δίνει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να θεσπίσει προσωρινά μέτρα εφαρμογής που θα καθορίζουν τα επενδυτικά όρια και τα κριτήρια επιλεξιμότητας στοιχείων ενεργητικού, ενόσω θα αναπροσαρμόζεται ο τύπος.

Εσωτερικά μοντέλα

Τα άρθρα 110 έως 125 περιγράφουν τις απαιτήσεις που ισχύουν για τις επιχειρήσεις (αντ)ασφαλίσεων που χρησιμοποιούν ή επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν ένα πλήρες ή μερικό εσωτερικό μοντέλο για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας. Πριν δοθεί η έγκριση από τις εποπτικές αρχές για τη χρήση εσωτερικού μοντέλου, οι επιχειρήσεις (αντ)ασφαλίσεων πρέπει να υποβάλουν αίτηση (βλέπε άρθρο 110) εγκεκριμένη από τον διοικητικό ή τον διαχειριστικό φορέα της επιχείρησης (βλέπε Άρθρο 114), τεκμηριώνοντας ότι ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της δοκιμασίας χρήσης, των στατιστικών προτύπων ποιότητας, των προτύπων διαβάθμισης, των προτύπων αποτίμησης και των προτύπων τεκμηρίωσης (βλέπε άρθρα 118 έως 123). Οι εποπτικές αρχές πρέπει να αποφασίσουν εάν θα αποδεχτούν ή θα απορρίψουν την αίτηση εντός έξι μηνών από τη λήψη συμπληρωμένης αίτησης από μια επιχείρηση (αντ)ασφαλίσεων.

Σε ό,τι αφορά τη χρήση των μερικών εσωτερικών μοντέλων, θεσπίζονται πρόσθετες απαιτήσεις οι οποίες έχουν σχεδιαστεί για να αποτρέπουν την επιλεκτική παρουσίαση δεδομένων από τις επιχειρήσεις (αντ)ασφαλίσεων (βλέπε άρθρο 111). Επιπλέον, το άρθρο 112 δίνει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να θεσπίζει μέτρα εφαρμογής για την προσαρμογή των προτύπων, τα οποία καθορίζονται στα άρθρα 118 έως 123, αναφορικά με τα μερικά εσωτερικά μοντέλα, προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής αυτών των μοντέλων.

Το άρθρο 117 δίνει στις εποπτικές αρχές τη δυνατότητα να απαιτούν από τις επιχειρήσεις (αντ)ασφαλίσεων που υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας με χρήση του καθορισμένου τύπου την ανάπτυξη μερικού ή πλήρους εσωτερικού μοντέλου στην περίπτωση που ο καθορισμένος τύπος υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας δεν καλύπτει με ακρίβεια το προφίλ κινδύνου μιας συγκεκριμένης επιχείρησης.

Ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις – Άρθρα 126 έως 129

Οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις αντιπροσωπεύουν ένα επίπεδο κεφαλαίου κάτω από το οποίο τα συμφέροντα των κατόχων ασφαλιστήριων συμβολαίων θα ετίθεντο σε σοβαρό κίνδυνο, εάν επιτρεπόταν στην επιχείρηση να συνεχίσει να λειτουργεί. Σε περίπτωση παραβίασης του ορίου των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, ενεργοποιείται η έσχατη εποπτική παρέμβαση και ανακαλείται η άδεια (βλέπε άρθρα 127 και 137). Απαιτείται, ως εκ τούτου, από τις επιχειρήσεις να διατηρούν επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων (βλέπε άρθρο 126). Δεδομένου ότι η έσχατη εποπτική παρέμβαση ενδέχεται να απαιτεί έγκριση από τα εθνικά δικαστήρια, οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις πρέπει να υπολογίζονται ανά τρίμηνο, βάσει ενός απλού και επακριβούς τύπου και βάσει ελέγξιμων δεδομένων.

Το άρθρο 127 σχετικά με τον ειδικό σχεδιασμό και τη διαβάθμιση των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων περιλαμβάνει μια σύντομη απαρίθμηση γενικών αρχών. Καθώς τα αποτελέσματα του QIS3 εκκρεμούν, υιοθετήθηκε μια ανοιχτή προσέγγιση, δεδομένου ότι δεν έχει επιτευχθεί οριστική απόφαση σχετικά με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις.

Ειδικότερα, το κείμενο δίνει τη δυνατότητα δοκιμής των δυο ακόλουθων προσεγγίσεων:

- οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις υπολογίζονται με χρήση της απλοποιημένης μορφής του καθορισμένου τύπου υπολογισμού (προσέγγιση κατά ενότητες), λαμβανομένης υπόψη της ανάληψης κινδύνου κατά της ζωής, ζημίας και αγοράς, ενώ διαβαθμίζεται σε «αξία σε κίνδυνο» 90% με χρονικό ορίζοντα ενός έτους,

- οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις υπολογίζονται ως ποσοστό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας (συμπαγής προσέγγιση) και διαβαθμίζεται στο 1/3 των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας.

Για παράδειγμα, το άρθρο 127 παράγραφος 1 στοιχείο γ) παρέχει τη δυνατότητα διαβάθμισης των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων σε επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ 80% (δεδομένου ότι το 1/3 του SCR διαβαθμισμένου σε 99,5% VaR ισοδυναμεί με 80% VaR, εάν υποτεθεί ότι υπάρχει κανονική κατανομή) και 90% (το επίπεδο που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της υπό δοκιμή προσέγγισης κατά ενότητες).

Σε ό,τι αφορά την ομαλή μετάβαση στο νέο καθεστώς (βλέπε άρθρο 129), οι επιχειρήσεις (αντ)ασφαλίσεων που συμμορφώνονται προς τη «Φερεγγυότητα I» κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συγκεκριμένης οδηγίας, αλλά δεν συμμορφώνονται προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, έχουν στη διάθεσή τους ένα έτος ούτως ώστε να συμμορφωθούν προς το νέο καθεστώς.

Επενδύσεις– Άρθρα 130 έως 133

Όλες οι επενδύσεις των επιχειρήσεων (αντ)ασφαλίσεων (ήτοι, στοιχεία ενεργητικού που καλύπτουν τεχνικά αποθεματικά, συν στοιχεία ενεργητικού που καλύπτουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και αδέσμευτα στοιχεία ενεργητικού) πρέπει να επενδύονται, να αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης και να παρακολουθούνται σύμφωνα με την αρχή του «καλού διαχειριστή» που ορίζεται στο άρθρο 130. Η αρχή του «καλού διαχειριστή» απαιτεί από τις επιχειρήσεις (αντ)ασφαλίσεων να επενδύουν τα στοιχεία ενεργητικού, με σκοπό τη βέλτιστη εξυπηρέτηση των κατόχων ασφαλιστήριων συμβολαίων, να αντιστοιχούν επαρκώς τις επενδύσεις με τις υποχρεώσεις και να αποδίδουν τη δέουσα προσοχή στους χρηματοπιστωτικούς κινδύνους, όπως η ρευστότητα και ο κίνδυνος συγκέντρωσης.

5. Εποπτεία Ομίλων – Άρθρα 210 έως 268

Εισαγωγή

Ο τρόπος με τον οποίο θα εποπτεύονται οι όμιλοι (αντ)ασφαλίσεων αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την επιτυχία της ενιαίας αγοράς και του καθεστώτος της «Φερεγγυότητα II». Ως εκ τούτου, η πρόταση επιδιώκει την εξεύρεση κατάλληλων τρόπων για τη βελτιστοποίηση της εποπτείας των ομίλων (αντ)ασφαλίσεων στην ΕΕ.

Βασικές Βελτιώσεις που ισχύουν για όλους τους Ομίλους (Αντ)ασφαλίσεων

- Επόπτης ομίλου – προσδιορισμός και διορισμός : η πρόταση εισάγει την έννοια του «επόπτη ομίλου». Για κάθε όμιλο, θα διορίζεται μια μεμονωμένη αρχή με συγκεκριμένες αρμοδιότητες συντονισμού και λήψης αποφάσεων. Τα εφαρμοζόμενα κριτήρια εμπνέονται από την οδηγία περί χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων, αλλά η πρόταση εισάγει περισσότερη ευελιξία, ανάλογα με την περίπτωση.

- Επόπτης ομίλου – δικαιώματα και καθήκοντα : ο επόπτης ομίλου έχει την κύρια ευθύνη για όλες τις βασικές πτυχές της εποπτείας του ομίλου (φερεγγυότητα ομίλου, συναλλαγές εντός του ομίλου, συγκέντρωση κινδύνων, διαχείριση κινδύνου και εσωτερικός έλεγχος). Αυτή η αρμοδιότητα πρέπει να ασκείται σε συνεργασία και σε διαβούλευση με τους τοπικούς επόπτες. Επιπλέον, για κάθε όμιλο, πρέπει να θεσπίζονται ρυθμίσεις συντονισμού μεταξύ όλων των συμμετεχόντων εποπτών.

- Άλλα βασικά μέτρα για τη διασφάλιση αποτελεσματικής εποπτείας ομίλων : η πρόταση εισάγει, σύμφωνα με την οδηγία περί χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων, ένα πλήρες σύνολο διατάξεων που υποχρεώνουν όλους τους συμμετέχοντες επόπτες να ανταλλάσσουν πληροφορίες αυτόματα (ουσιαστικές πληροφορίες) ή κατόπιν αιτήματος (συναφείς πληροφορίες), να διαβουλεύονται μεταξύ τους πριν από σημαντικές αποφάσεις, καθώς και να διαχειρίζονται καταλλήλως αιτήματα επαλήθευσης πληροφοριών.

- Φερεγγυότητα ομίλου – επιλογή μεθόδου : προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι όμιλοι θα ωφεληθούν από τη διαφοροποίηση, η πρόταση εκφράζει μια ιδιαίτερη προτίμηση για τη μέθοδο της ενοποίησης.

- Φερεγγυότητα ομίλου – εσωτερικό μοντέλο ομίλου : η πρόταση δίνει τη δυνατότητα σε έναν όμιλο να υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση άδειας χρήσης εσωτερικού μοντέλου για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου και των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας κάθε οντότητας χωριστά. Η διαδικασία εμπνέεται σε μεγάλο βαθμό από την οδηγία περί κεφαλαιακών απαιτήσεων (άρθρο 129). Κατόπιν αίτησης της μητρικής εταιρείας, μπορεί να ζητηθεί η συμβουλή της CEIOPS ή οποιουδήποτε εκ των συμμετεχουσών εποπτικών αρχών.

- Εποπτεία υπο-ομίλων : προκειμένου να περιοριστεί ο φόρτος για τους ομίλους, η πρόταση δηλώνει ουσιαστικά α) ότι η εποπτεία ομίλων πρέπει κατά κανόνα να διεκπεραιώνεται μόνο σε ανώτατο επίπεδο ΕΕ και β) ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις εποπτικές αρχές τους να προβαίνουν στην εποπτεία ομίλων σε ανώτατο επίπεδο εντός του κράτους μέλους. Στην πράξη, κάτι τέτοιο θα περιόριζε τον αριθμό των επιπέδων εποπτείας σε 3 κατά το μέγιστο (όμιλος ΕΕ, εθνικοί υπο-όμιλοι, μεμονωμένες εταιρείες), γεγονός που συμφωνεί με την οδηγία περί κεφαλαιακών απαιτήσεων.

- Μέτρα εφαρμογής : προκειμένου να διασφαλιστεί ο μεγαλύτερος δυνατός βαθμός σύγκλισης σε ό,τι αφορά τις αποφάσεις και τις πρακτικές των εποπτών ομίλων, η πρόταση περιλαμβάνει, για αρκετές βασικές διατάξεις, αναφορά σε περαιτέρω μέτρα εφαρμογής.

Πρόσθετες Βελτιώσεις που Ισχύουν για Ομίλους που κάνουν χρήση της Υποστήριξης Ομίλων

Η πρόταση εισάγει ένα καινοτόμο καθεστώς που επιδιώκει να διευκολύνει τη διαχείριση κεφαλαίων από τους ομίλους, ουσιαστικά α) επιτρέποντας, υπό ορισμένες συνθήκες, σε μια μητρική εταιρεία να χρησιμοποιεί δηλώσεις υποστήριξης ομίλου, προκειμένου να καλύψει τμήμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας των θυγατρικών της, και β) εισάγοντας παρεκκλίσεις σε ορισμένα άρθρα για τη μεμονωμένη εποπτεία, ανάλογα με την περίπτωση. Η πρόταση παρέχει τη δυνατότητα υιοθέτησης μέτρων εφαρμογής και προβλέπει τον έλεγχο ολόκληρου του συστήματος πέντε έτη μετά τη μεταφορά της οδηγίας.

Γενική Παρατήρηση: Η εποπτεία ομίλων δεν είναι απλώς συμπληρωματική

Το ισχύον κοινοτικό κεκτημένο θεωρεί την εποπτεία ομίλων ως απλό συμπλήρωμα στη μεμονωμένη εποπτεία (η μεμονωμένη εποπτεία διεκπεραιώνεται κατά τον ίδιο τρόπο για όλες τις επιχειρήσεις, είτε αποτελούν μέρος ομίλου είτε όχι, και η εποπτεία ομίλων απλώς προστίθεται στη μεμονωμένη εποπτεία). Η πρόταση αλλάζει ουσιαστικά αυτή τη φιλοσοφία: το κείμενο για τους ομίλους περιέχει πολλές διατάξεις που θα επηρεάσουν άμεσα τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται η μεμονωμένη εποπτεία σε επιχειρήσεις που ανήκουν σε όμιλο. Προκειμένου να περιγραφεί με σαφήνεια η εν λόγω θεμελιώδης εξέλιξη, η λέξη «συμπληρωματική» απαλείφθηκε παντού (συμπεριλαμβανομένου του τίτλου).

Οδηγία 2007/44/ΕΚ

Οι αλλαγές που εισήχθησαν με την οδηγία 2007/44/ΕΚ συμπεριλήφθηκαν στην αναδιατύπωση της πρότασης οδηγίας «Φερεγγυότητα ΙΙ», λαμβάνοντας υπόψη τη νέα κανονιστική διαδικασία με έλεγχο για την αντίστοιχη διάταξη περί επιτροπής. Έχουν, επομένως, τροποποιηθεί οι εξής αιτιολογικές σκέψεις, τα εξής άρθρα και παραρτήματα της πρότασης οδηγίας «Φερεγγυότητα ΙΙ»: αιτιολογική σκέψη 91, άρθρα 13, 24, 56-62, 310-312 και παραρτήματα VI και VII. Επιπλέον, προστέθηκαν το άρθρο 305 και οι αιτιολογικές σκέψεις 47 και 48.

Σχέδιο κανονισμού ROME I

Τον Δεκέμβριο του 2007, το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατέληξαν σε πολιτική συμφωνία σχετικά με τον λεγόμενο κανονισμό Rome I, ο οποίος αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές υποχρεώσεις. Το εν λόγω σχέδιο κανονισμού αναμένεται να εγκριθεί την άνοιξη του 2008. Προκειμένου να ληφθούν υπόψη αυτές οι πρόσφατες εξελίξεις, απαλείφθηκαν οι διατάξεις σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο και τους όρους των συμβάσεων άμεσης ασφάλισης, στο κεφάλαιο Ι του τίτλου ΙΙ. Στο άρθρο 176, προστέθηκε παραπομπή στο σχέδιο κανονισμού Rome I, όπου αναφέρεται ότι τα κράτη μέλη που δεν υπόκεινται στον εν λόγω κανονισμό εφαρμόζουν τις διατάξεις του κανονισμού αυτού προκειμένου να προσδιορίσουν το εφαρμοστέο δίκαιο για τις ασφαλιστικές συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7 του κανονισμού. Προστέθηκε, επιπλέον, η αιτιολογική σκέψη 60.

Λοιπές αλλαγές

Επ’ ευκαιρία της σύνταξης τροποποιημένης πρότασης, συμπεριλήφθηκαν ορισμένες τεχνικές βελτιώσεις στην αναδιατύπωση, οι οποίες προτάθηκαν από τη Συμβουλευτική Ομάδα Εργασίας, που αποτελείται από τις αντίστοιχες νομικές υπηρεσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου , του Συμβουλίου και της Επιτροπής, όπως προβλέπεται στην προαναφερόμενη Διοργανική Συμφωνία, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι αρχές της βελτίωσης της νομοθεσίας. Κατά συνέπεια, έχουν γίνει ορισμένες μικρές αλλαγές στις αιτιολογικές σκέψεις 29, 45, 51 και 76, καθώς και στα ακόλουθα άρθρα και παραρτήματα: 2, 6, 13, 14, 18, 23, 24, 26, 29, 32, 37, 39, 53, 61, 64, 66, 68, 69, 71, 73, 117, 137, 138, 139, 140, 141, 148, 150, 153, 154, 156, 157, 160, 162, 163, 164, 166, 173, 175, 177, 183, 188, 198, 200, 202, 204, 208, 214, 216, 236, 238, 239, 249, 262, 264, 273, 278, 281, 283, 289, 290, 291, 303, κείμενο μεταξύ των άρθρων 304 και 305, 306, 309, κείμενο στον τίτλο IV, παραρτήματα I, II, III και VII.

Τα ακόλουθα άρθρα και το εξής παράρτημα των καταργούμενων οδηγιών παραμένουν αμετάβλητα σε σύγκριση με το ισχύον νομικό καθεστώς: 3, 5, 9, 11, 12, 16, 19-22, 24-26, 32, 33, 56-57, 60, 62-65, 68, 69, 72, 145, 147, 149, 151, 152, 154, 155, 157-159, 166-169, 172-174, 177, 178-187, 189, 191-194, 196-207, 269-279, 281, 282, 284-297, 300-302, 305, 307, 309 και παράρτημα I.

Μέτρα εφαρμογησ

Η οδηγία αναθέτει αρμοδιότητες εφαρμογής στην Επιτροπή. Οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ανατίθενται αρμοδιότητες εφαρμογής παρατίθενται συγκεκριμένα σε κάθε σχετικό άρθρο. Κατά την άσκηση των εν λόγω αρμοδιοτήτων εφαρμογής, η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, η οποία συστάθηκε με την απόφαση 2004/9/EΚ της Επιτροπής. Τα μέτρα που υποβάλλονται προς έγκριση από την Επιτροπή θα υπόκεινται στη διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής ή στη διαδικασία αυστηρού ελέγχου της συμβουλευτικής επιτροπής, η οποία ορίζεται στο άρθρο 3 στο άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και στο άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/EΚ.

Τα μέτρα εφαρμογής θα χρησιμοποιηθούν για τον περαιτέρω προσδιορισμό των αρχών που ορίζονται στην συγκεκριμένη οδηγία, προκειμένου να ενισχυθεί η εναρμόνιση και η εποπτική σύγκλιση. Θα αναπτυχθούν βάσει εντολών της Επιτροπής προς την CEIOPS και θα αποτελούν αντικείμενο διαβουλεύσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη, καθώς και αξιολόγησης επιπτώσεων.

ê 2002/83/ΕΚ (προσαρμοσμένο)

2007/0143 (COD)

Τροποποιημένη πρόταση

ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με την ασφάλιση ζωής Ö σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης Õ (ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ II)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 47 παράγραφος 2 και το άρθρο 55,

την πρόταση της Επιτροπής[17],

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[18],

Αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών[19],

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης[20],

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

ò νέο

1. Πρόκειται να γίνουν ορισμένες σημαντικές αλλαγές στην πρώτη οδηγία 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής[21], στην οδηγία 78/473/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 1978 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων στον τομέα της κοινοτικής συνασφαλίσεως[22], στην οδηγία 87/344/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1987 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την ασφάλιση νομικής προστασίας[23], στη δεύτερη οδηγία 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1988, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ[24], στην οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλισης ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής)[25], στην οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 1998 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός ασφαλιστικού ομίλου[26], στην οδηγία 2001/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαρτίου 2001 για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων[27], στην οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής [28], στην οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2005 σχετικά με τις αντασφαλίσεις και την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, καθώς και των οδηγιών 98/78/ΕΚ και 2002/83/ΕΚ[29] και στην οδηγία 2007/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007 , για τροποποίηση της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 2002/83/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2005/68/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια αξιολόγησης για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης και της αύξησης συμμετοχών στο μετοχικό κεφάλαιο οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα[30]. Με την ευκαιρία της εισαγωγής νέων τροποποιήσεων και προκειμένου να δημιουργηθεί ένα νέο συνεκτικό σύνολο κανόνων στον τομέα αυτόν, οι παραπάνω οδηγίες θα πρέπει να αναδιατυπωθούν σε ένα ενιαίο κείμενο.

2. Για να διευκολυνθεί η ανάληψη και η άσκηση ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων πρέπει να καταργηθούν οι σημαντικότερες διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά τους κανόνες στους οποίους υπόκεινται οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Θα πρέπει συνεπώς να προβλεφθεί ένα νομικό πλαίσιο για την άσκηση ασφαλιστικών δραστηριοτήτων από τις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε όλη την εσωτερική αγορά, το οποίο θα διευκολύνει την κάλυψη υποχρεώσεων και κινδύνων που βρίσκονται στην Κοινότητα από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους στην Κοινότητα.

3. Για λόγους ομαλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, θα πρέπει να θεσπιστούν συντονισμένοι κανόνες σχετικά με την εποπτεία των ασφαλιστικών ομίλων ενώ, για την προστασία των πιστωτών, θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες σχετικά με τις διαδικασίες εξυγίανσης και εκκαθάρισης των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

4. Ενδείκνυται να εξαιρεθούν από το καθεστώς το οποίο θεσπίζει η παρούσα οδηγία ορισμένες επιχειρήσεις οι οποίες παρέχουν υπηρεσίες ασφάλισης, λόγω του μεγέθους, του νομικού καθεστώτος ή της φύσης τους – επειδή συνδέονται στενά με δημόσια συστήματα ασφάλισης – ή των συγκεκριμένων υπηρεσιών που παρέχουν. Επιπλέον, είναι σκόπιμο να εξαιρεθούν ορισμένοι οργανισμοί σε πολλά κράτη μέλη, των οποίων η δραστηριότητα καλύπτει έναν πολύ συγκεκριμένο τομέα και περιορίζεται εκ του νόμου σε ορισμένη περιοχή ή σε συγκεκριμένα πρόσωπα.

5. Η οδηγία 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Απριλίου 1972 περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής[31], η έβδομη οδηγία 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 1983 βασιζόμενη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 περίπτωση ζ) της συνθήκης για τους ενοποιημένους λογαριασμούς [32], η δεύτερη οδηγία 84/5/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 30ής Δεκεμβρίου 1983 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων[33], η οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου[34] και η οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων[35] θεσπίζουν γενικούς κανόνες στους τομείς των λογαριασμών, της ευθύνης από ασφάλιση αυτοκινήτων οχημάτων, των χρηματοπιστωτικών μέσων και των πιστωτικών ιδρυμάτων και προβλέπουν ορισμούς εννοιών στους τομείς αυτούς. Ενδείκνυται ορισμένοι από τους ορισμούς αυτούς να εφαρμόζονται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

6. H ανάληψη δραστηριότητας ασφάλισης ή αντασφάλισης πρέπει να υπόκειται σε προηγούμενη άδεια. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να θεσπιστούν οι όροι και η διαδικασία χορήγησης ή τυχόν άρνησης της άδειας αυτής.

7. Λαμβανομένου υπόψη ότι η παρούσα οδηγία αποτελεί ουσιώδες μέσο για την εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς, θα πρέπει να επιτραπεί στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος καταγωγής τους να ασκούν σε όλη την Κοινότητα ορισμένες ή όλες τις δραστηριότητές τους είτε ιδρύοντας υποκαταστήματα είτε υπό καθεστώς παροχής υπηρεσιών. Συνεπώς, ενδείκνυται να επιτευχθεί η αναγκαία και επαρκής εναρμόνιση για την αμοιβαία αναγνώριση των αδειών και των συστημάτων εποπτείας, ούτως ώστε να επιτραπεί η χορήγηση ενιαίας άδειας με ισχύ σε όλη την Κοινότητα και η εφαρμογή της αρχής της εποπτείας στο κράτος μέλος καταγωγής.

8. Η οδηγία 2000/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Μαΐου 2000, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου (τέταρτη οδηγία ασφάλισης αυτοκινήτων)[36] θεσπίζει κανόνες σχετικά με το διορισμό αντιπροσώπων για το διακανονισμό των ζημιών. Οι κανόνες αυτοί ενδείκνυται να εφαρμόζονται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

9. Οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις πρέπει να περιορίζουν το αντικείμενό τους στις αντασφαλιστικές και συναφείς δραστηριότητες. Η απαίτηση αυτή είναι δυνατόν να επιτρέπει σε μια αντασφαλιστική επιχείρηση να ασκεί δραστηριότητες όπως παροχή στατιστικών ή αναλογιστικών συμβουλών, ανάλυση κινδύνων ή έρευνα για τους πελάτες της. Είναι επίσης δυνατόν να ασκεί δραστηριότητες εταιρείας χαρτοφυλακίου, καθώς και δραστηριότητες στον χρηματοπιστωτικό τομέα, κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 8 της οδηγίας 2002/87/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ, 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, καθώς και των οδηγιών 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[37]. Εν πάση περιπτώσει, η απαίτηση αυτή δεν επιτρέπει την άσκηση μη συναφών τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων.

10. Απαραίτητη προϋπόθεση για την προστασία των αντισυμβαλλομένων είναι να υπόκεινται οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε αποτελεσματικές απαιτήσεις φερεγγυότητας. Ενόψει των εξελίξεων της αγοράς, το ισχύον καθεστώς δεν είναι πλέον κατάλληλο. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να θεσπιστεί ένα νέο ρυθμιστικό πλαίσιο.

11. Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες εξελίξεις όσον αφορά τη διαχείριση κινδύνου στο πλαίσιο της Διεθνούς Ένωσης Ασφαλιστικών Εποπτών, του Συμβουλίου για τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης και της Διεθνούς Αναλογιστικής Ένωσης, καθώς και με τις πρόσφατες εξελίξεις σε άλλους χρηματοπιστωτικούς τομείς, θα πρέπει να υιοθετηθεί μια προσέγγιση βασισμένη στον κίνδυνο, η οποία θα παρέχει κίνητρα για την κατάλληλη μέτρηση και διαχείριση των κινδύνων από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Θα πρέπει να αυξηθεί η εναρμόνιση και να θεσπιστούν ειδικοί κανόνες για την αποτίμηση του ενεργητικού και των υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών προβλέψεων.

12. Το νέο καθεστώς φερεγγυότητας δεν θα πρέπει να είναι υπερβολικά επαχθές για τις μικρομεσαίες ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

13. Ο κύριος στόχος της ρύθμισης και της εποπτείας του ασφαλιστικού και αντασφαλιστικού κλάδου είναι η κατάλληλη προστασία των αντισυμβαλλομένων. Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και η παγίωση δίκαιων και σταθερών αγορών αποτελούν περαιτέρω στόχους της ρύθμισης και της εποπτείας του ασφαλιστικού και αντασφαλιστικού κλάδου οι οποίοι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, χωρίς όμως να υπονομεύουν τον κύριο στόχο.

14. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει συνεπώς να διαθέτουν όλα τα μέσα εποπτείας που είναι αναγκαία για να εξασφαλίζεται η ομαλή άσκηση των δραστηριοτήτων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στο σύνολο της Κοινότητας, υπό καθεστώς είτε ελεύθερης εγκατάστασης είτε ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της εποπτείας, όλες οι ενέργειες των αρμόδιων αρχών πρέπει να είναι ανάλογες με τη φύση και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που είναι σύμφυτοι με τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από τη σημασία της συγκεκριμένης επιχείρησης για τη συνολική χρηματοπιστωτική σταθερότητα της αγοράς.

15. Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνουν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την άσκηση εποπτείας.

16. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής θα πρέπει να είναι υπεύθυνες για την εποπτεία της οικονομικής ευρωστίας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Προς το σκοπό αυτό, θα πρέπει να προβαίνουν σε τακτικές αξιολογήσεις και εκτιμήσεις.

17. Το σημείο εκκίνησης για την καταλληλότητα των ποσοτικών απαιτήσεων είναι η απαίτηση κεφαλαίου φερεγγυότητας. Συνεπώς, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επιβάλλουν κεφαλαιακή προσαύξηση της απαίτησης κεφαλαίου φερεγγυότητας μόνο σε αυστηρά καθοριζόμενες εξαιρετικές περιπτώσεις, κατόπιν της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης. Ο τυποποιημένος μαθηματικός τύπος για την απαίτηση κεφαλαίου φερεγγυότητας έχει οριστεί έτσι ώστε να αντικατοπτρίζει το προφίλ κινδύνου των περισσότερων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Εντούτοις, σε ορισμένες περιπτώσεις, η τυποποιημένη προσέγγιση δεν αντικατοπτρίζει ικανοποιητικά το πολύ συγκεκριμένο προφίλ κινδύνου μιας επιχείρησης. Αν η απόκλιση από το προφίλ κινδύνου επιχείρησης είναι σημαντική και η ανάπτυξη ενός τμηματικού ή πλήρους εσωτερικού μοντέλου είναι αναποτελεσματική, η κεφαλαιακή προσαύξηση μπορεί να αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα. Σε περίπτωση ουσιαστικών ελλείψεων του πλήρους ή τμηματικού εσωτερικού μοντέλου ή ουσιαστικών αστοχιών διακυβέρνησης, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η οικεία επιχείρηση καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να διορθώσει τις ελλείψεις που οδήγησαν στην επιβολή κεφαλαιακής προσαύξησης.

18. Ορισμένοι κίνδυνοι μπορούν να αντιμετωπιστούν κατάλληλα μόνο μέσω απαιτήσεων σχετικών με τη διακυβέρνηση και όχι μέσω των ποσοτικών απαιτήσεων τις οποίες αντικατοπτρίζει η απαίτηση κεφαλαίου φερεγγυότητας. Συνεπώς, απαιτείται αποτελεσματικό σύστημα διακυβέρνησης για τη χρηστή διαχείριση της ασφαλιστικής επιχείρησης και για το σύστημα εποπτείας.

19. Όλες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να ακολουθούν, ως αναπόσπαστο μέρος της επιχειρηματικής στρατηγικής τους, πρακτική τακτικής αξιολόγησης των συνολικών αναγκών τους από άποψη φερεγγυότητας ενόψει του ειδικού προφίλ κινδύνου τους. Τα αποτελέσματα κάθε αξιολόγησης θα πρέπει να γνωστοποιούνται στην αρμόδια αρχή στο πλαίσιο των πληροφοριών που παρέχονται για τους σκοπούς της εποπτείας.

20. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εποπτεία των δραστηριοτήτων που ανατίθενται υπεργολαβικώς, είναι ουσιώδες οι αρμόδιες αρχές για την άσκηση εποπτείας της αναθέτουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης να έχουν πρόσβαση σε όλα τα συναφή στοιχεία τα οποία διαθέτει ο υπεργολάβος, ανεξαρτήτως του αν ο υπεργολάβος είναι ρυθμιζόμενη ή μη ρυθμιζόμενη οντότητα, καθώς και δικαίωμα διενέργειας επιτόπιων ελέγχων. Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις της αγοράς και να εξασφαλιστεί ότι συνεχίζουν να πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπεργολαβική ανάθεση, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ενημερώνονται πριν από την υπεργολαβική ανάθεση σημαντικών δραστηριοτήτων. Οι απαιτήσεις αυτές λαμβάνουν υπόψη τις εργασίες του Κοινού Φόρουμ και είναι σύμφωνες με τους ισχύοντες κανόνες και πρακτικές του τραπεζικού κλάδου, καθώς και με την οδηγία για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την εφαρμογή της στα πιστωτικά ιδρύματα.

21. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η διαφάνεια, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να γνωστοποιούν, τουλάχιστον κατ’ έτος, ουσιώδεις πληροφορίες όσον αφορά τη φερεγγυότητα και τη χρηματοπιστωτική κατάστασή τους. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να γνωστοποιούν συμπληρωματικές πληροφορίες σε εθελοντική βάση.

22. Θα πρέπει να προβλεφθεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των αρχών ή οργάνων που, ως εκ των καθηκόντων τους, συμβάλλουν στην ενίσχυση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να προσδιορισθούν οι όροι υπό τους οποίους θα επιτρέπονται οι ως άνω ανταλλαγές πληροφοριών. Περαιτέρω, οσάκις προβλέπεται ότι οι πληροφορίες δεν αποκαλύπτονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών, οι αρχές αυτές μπορούν, εφόσον ενδείκνυται, να εξαρτήσουν τη συγκατάθεσή τους από την τήρηση αυστηρών όρων.

23. Είναι απαραίτητο να προωθηθεί η εποπτική σύγκλιση, όσον αφορά όχι μόνον τα εποπτικά εργαλεία, αλλά και τις εποπτικές πρακτικές. Η επιτροπή ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων, η οποία συστήθηκε με την απόφαση 2004/6/ΕΚ της Επιτροπής[38], θα πρέπει να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στο ζήτημα αυτό και να υποβάλλει τακτικές εκθέσεις όσον αφορά την πρόοδο που σημειώνεται.

24. Προκειμένου να περιοριστεί η διοικητική επιβάρυνση και να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη αρμοδιοτήτων, οι εποπτικές αρχές και οι εθνικές στατιστικές αρχές θα πρέπει να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες.

25. Για την ενίσχυση της εποπτείας των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και την προστασία των αντισυμβαλλομένων τους, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι οι ελεγκτές, κατά την έννοια της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 2006 για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου[39] οφείλουν να ενημερώνουν ταχέως τις αρμόδιες αρχές για γεγονότα τα οποία είναι ικανά να επηρεάσουν σοβαρά την οικονομική κατάσταση ή τη διοικητική οργάνωση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

26. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν τη σώρευση ασφάλισης κλάδου ζωής και ζημιών θα πρέπει να υιοθετούν ξεχωριστή διαχείριση για κάθε μια από τις δραστηριότητές τους, ώστε να διασφαλίζονται τα συμφέροντα των αντισυμβαλλομένων στον κλάδο ζωής. Οι επιχειρήσεις αυτές θα πρέπει ιδίως να υπόκεινται στις ίδιες κεφαλαιακές απαιτήσεις οι οποίες ισχύουν για αντίστοιχο ασφαλιστικό όμιλο αποτελούμενο από επιχείρηση κλάδου ζωής και επιχείρηση κλάδου ζημιών, λαμβανομένης υπόψη της αυξημένης μεταβιβασιμότητας κεφαλαίων στην περίπτωση πολυκλαδικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

27. Η εκτίμηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων θα πρέπει να βασίζεται σε υγιείς οικονομικές αρχές και να χρησιμοποιεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις πληροφορίες που παρέχουν οι χρηματαγορές, καθώς και τα γενικά διαθέσιμα στοιχεία για τους ασφαλιστικούς τεχνικούς κινδύνους.

28. Οι κανόνες αξιολόγησης για τους σκοπούς της εποπτείας θα πρέπει, κατά το δυνατόν, να είναι συμβατοί με τις διεθνείς εξελίξεις όσον αφορά τους λογαριασμούς, ούτως ώστε να περιορίζεται η διοικητική επιβάρυνση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

29. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις θα πρέπει να καλύπτονται με στοιχεία ιδίων κεφαλαίων, εντός ή εκτός ισολογισμού. Δεδομένου ότι όλοι οι χρηματοπιστωτικοί πόροι δεν επιτρέπουν πλήρη απορρόφηση ζημιών σε περίπτωση εκκαθάρισης ή διαρκών προβλημάτων, τα στοιχεία ιδίων κεφαλαίων θα πρέπει να ταξινομούνται βάσει κριτηρίων ποιότητας και το επιλέξιμο ποσό ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων να περιορίζεται ανάλογα. Τα όρια των στοιχείων ιδίων κεφαλαίων θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνο για τον προσδιορισμό της διαβάθμισης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων από άποψη φερεγγυότητας και δεν θα πρέπει να περιορίζουν περαιτέρω την ελευθερία των επιχειρήσεων αυτών όσον αφορά τη διαχείριση των εσωτερικών κεφαλαίων τους.

30. Για να μπορούν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους έναντι των αντισυμβαλλομένων και των δικαιούχων τους, τα κράτη μέλη θα πρέπει να απαιτούν από αυτές να συνιστούν επαρκείς τεχνικές προβλέψεις. Ο υπολογισμός των προβλέψεων αυτών θα πρέπει να είναι εναρμονισμένος σε ολόκληρη την Κοινότητα, ώστε να επιτυγχάνεται μεγαλύτερη συγκρισιμότητα και διαφάνεια.

31. Ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων θα πρέπει να είναι σύμφωνος με την αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και των υποχρεώσεων, με τις εξελίξεις της αγοράς και με τις διεθνείς εξελίξεις όσον αφορά τους λογαριασμούς και την εποπτεία.

32. Το ύψος των τεχνικών προβλέψεων θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τα χαρακτηριστικά του οικείου ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου. Συνεπώς, οι πληροφορίες που αφορούν τη συγκεκριμένη επιχείρηση μπορούν να χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων μόνο στο βαθμό κατά τον οποίο επιτρέπουν στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αντικατοπτρίζουν πιστότερα τα χαρακτηριστικά του οικείου ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου.

33. Είναι απαραίτητο η αναμενόμενη παρούσα αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων να υπολογίζεται βάσει τρεχουσών και αξιόπιστων πληροφοριών και ρεαλιστικών βάσεων υπολογισμού, λαμβανομένων υπόψη των χρηματοπιστωτικών εγγυήσεων και δικαιωμάτων προαιρέσεως των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων, προκειμένου να επιτυγχάνεται η οικονομική αποτίμηση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων. Θα πρέπει να απαιτείται η χρησιμοποίηση αποτελεσματικών και εναρμονισμένων αναλογιστικών τεχνικών.

34. Θα πρέπει να προβλέπονται απλουστευμένες προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, αντίστοιχες προς την ειδική κατάσταση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

35. Το καθεστώς εποπτείας θα πρέπει να περιλαμβάνει μια απαίτηση ευαισθησίας κινδύνου, η οποία θα βασίζεται σε μελλοντικό υπολογισμό, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ακριβής και έγκαιρη παρέμβαση των αρμόδιων αρχών (απαίτηση κεφαλαίου φερεγγυότητας) και ένα ελάχιστο επίπεδο ασφάλειας κάτω από το οποίο δεν θα πρέπει να μειώνονται οι χρηματοπιστωτικοί πόροι (ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση). Και οι δύο αυτές κεφαλαιακές απαιτήσεις θα πρέπει να εναρμονιστούν σε όλη την Κοινότητα, προκειμένου να επιτευχθεί ομοιόμορφο επίπεδο προστασίας των αντισυμβαλλομένων.

36. Η απαίτηση κεφαλαίου φερεγγυότητας θα πρέπει να αντικατοπτρίζει ένα επίπεδο επιλέξιμων ίδιων κεφαλαίων που να επιτρέπει στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να απορροφούν σημαντικές ζημίες και να παρέχει την εύλογη βεβαιότητα στους αντισυμβαλλομένους και τους δικαιούχους ότι οι πληρωμές θα γίνονται εμπρόθεσμα.

37. Προκειμένου να προωθηθεί η χρηστή διαχείριση κινδύνου και να ευθυγραμμιστούν οι ρυθμιστικές κεφαλαιακές απαιτήσεις με τις πρακτικές της βιομηχανίας, η απαίτηση κεφαλαίου φερεγγυότητας θα πρέπει να οριστεί ως το οικονομικό κεφάλαιο το οποίο πρέπει να διαθέτουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ώστε να εξασφαλίζεται ότι η πτώχευση θα επέρχεται το λιγότερο κάθε 200 έτη. Το οικονομικό αυτό κεφάλαιο θα πρέπει να υπολογίζεται βάσει του πραγματικού προφίλ κινδύνου των εν λόγω επιχειρήσεων, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων πιθανών τεχνικών μείωσης του κινδύνου, καθώς και των επιπτώσεων της διαφοροποίησης.

38. Θα πρέπει να προβλεφθεί η κατάρτιση ενός τυποποιημένου μαθηματικού τύπου για τον υπολογισμό της απαίτησης περιθωρίου φερεγγυότητας, η οποία θα επιτρέπει σε όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να εκτιμούν το οικονομικό κεφάλαιό τους. Η δομή του τυποποιημένου μαθηματικού τύπου θα πρέπει να ακολουθεί σπονδυλωτή προσέγγιση, πράγμα που σημαίνει ότι, σε πρώτη φάση, θα πρέπει να εκτιμάται η μεμονωμένη έκθεση σε κάθε κατηγορία κινδύνου και, σε δεύτερη φάση, τα αποτελέσματα αυτά να αθροίζονται. Αν η χρησιμοποίηση παραμέτρων που αφορούν αποκλειστικά τη συγκεκριμένη επιχείρηση επιτρέπει την πιστότερη απεικόνιση του πραγματικού προφίλ ασφαλιστικού κινδύνου, θα πρέπει να επιτρέπεται, υπό την προϋπόθεση ότι οι παράμετροι αυτές λαμβάνονται με χρησιμοποίηση τυποποιημένης μεθοδολογίας.

39. Θα πρέπει να προβλέπονται απλουστευμένες προσεγγίσεις για τον υπολογισμό της απαίτησης κεφαλαίου φερεγγυότητας σύμφωνα με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο, αντίστοιχες προς την ειδική κατάσταση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

40. Σύμφωνα με τη βασισμένη στον κίνδυνο προσέγγιση για την απαίτηση κεφαλαίου φερεγγυότητας, θα πρέπει να επιτρέπεται, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, η χρησιμοποίηση τμηματικών ή πλήρων εσωτερικών μοντέλων για τον υπολογισμό της απαίτησης αυτής, αντί του τυποποιημένου μαθηματικού τύπου. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ισότιμο επίπεδο προστασίας των αντισυμβαλλομένων και των δικαιούχων, τα εσωτερικά αυτά μοντέλα θα πρέπει να υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση των εποπτικών αρχών βάσει εναρμονισμών διαδικασιών και προδιαγραφών.

41. Κατ’ αρχήν, η νέα, βασισμένη στον κίνδυνο, προσέγγιση δεν περιλαμβάνει την έννοια των ποσοτικών επενδυτικών ορίων και των κριτηρίων επιλεξιμότητας των στοιχείων ενεργητικού. Εντούτοις, θα πρέπει να επιτρέπεται η θέσπιση ποσοτικών επενδυτικών ορίων και των κριτηρίων επιλεξιμότητας των στοιχείων ενεργητικού προκειμένου να αντιμετωπίζονται κίνδυνοι που δεν καλύπτονται επαρκώς από τμήματα του τυποποιημένου μαθηματικού τύπου.

42. Αν το ποσό των επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων μειωθεί κάτω της ελάχιστης κεφαλαιακής απαίτησης, η άδεια των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων θα πρέπει να ανακαλείται, εφόσον οι επιχειρήσεις δεν είναι σε θέση να αποκαταστήσουν το ποσό των βασικών ιδίων κεφαλαίων στο επίπεδο της ελάχιστης κεφαλαιακής απαίτησης εντός σύντομου χρονικού διαστήματος.

43. Είναι απαραίτητο η ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση να υπολογίζεται σύμφωνα με απλό μαθηματικό τύπο, βάσει στοιχείων τα οποία θα μπορούν να ελέγχονται.

44. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να διαθέτουν στοιχεία ενεργητικού ποιότητας τέτοιας που να καλύπτει τις συνολικές χρηματοπιστωτικές ανάγκες τους. Η διαχείριση των επενδύσεων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων θα πρέπει να είναι σύμφωνη με την «αρχή της συνετής διαχείρισης».

45. Τα κράτη μέλη δεν πρέπει να απαιτούν από τις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να επενδύουν τα περιουσιακά τους στοιχεία σε συγκεκριμένες κατηγορίες ενεργητικού, δεδομένου ότι αυτού του είδους οι απαιτήσεις ενδέχεται να μην συμβιβάζονται με τα μέτρα ελευθέρωσης των κινήσεων κεφαλαίων που προβλέπεται στο άρθρο 56 της Συνθήκης.

46. Είναι αναγκαίο να απαγορευθούν διατάξεις που επιτρέπουν στα κράτη μέλη να απαιτούν την ενεχυρίαση περιουσιακών στοιχείων για την κάλυψη των τεχνικών προβλέψεων ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, όποια μορφή κι αν έχουν αυτές οι απαιτήσεις, όταν ο ασφαλιστής αντασφαλίζεται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια δυνάμει της παρούσας οδηγίας, ή από επιχείρηση τρίτης χώρας, το καθεστώς εποπτείας της οποίας θεωρείται ισοδύναμο.

47. Το νομικό πλαίσιο δεν έχει προβλέψει ακόμη λεπτομερή κριτήρια για την προληπτική αξιολόγηση προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής, ούτε διαδικασία για την εφαρμογή τους. Απαιτείται διευκρίνιση των κριτηρίων και της διαδικασίας προληπτικής αξιολόγησης για την παροχή της αναγκαίας ασφάλειας δικαίου, σαφήνειας και προβλεψιμότητας όσον αφορά τη διαδικασία αξιολόγησης, καθώς και τα αποτελέσματά της. Τα εν λόγω κριτήρια και διαδικασίες έχουν εισαχθεί με την οδηγία 2007/44/ΕΚ. Όσον αφορά την ασφάλιση και την αντασφάλιση, οι διατάξεις αυτές πρέπει, ως εκ τούτου, να κωδικοποιηθούν και να ενσωματωθούν στην παρούσα οδηγία.

48. Η επίτευξη της μέγιστης δυνατής εναρμόνισης των εν λόγω διαδικασιών και προληπτικών αξιολογήσεων σε ολόκληρη την Κοινότητα είναι συνεπώς πολύ σημαντική. Ωστόσο, οι διατάξεις για τις ειδικές συμμετοχές δεν πρέπει να εμποδίζουν τα κράτη μέλη να επιβάλλουν την ενημέρωση των αρμοδίων αρχών για αποκτήσεις συμμετοχών κάτω των ελάχιστων ορίων, εφόσον το κράτος μέλος δεν επιβάλλει για τον σκοπό αυτό περισσότερα του ενός πρόσθετα όρια κάτω του 10%. Ούτε πρέπει να εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να παρέχουν γενικές κατευθύνσεις για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες θα πρέπει να θεωρείται ότι οι συμμετοχές αυτές οδηγούν σε σημαντική επιρροή.

49. Ενόψει της αυξημένης κινητικότητας των ευρωπαίων πολιτών, η ασφάλιση αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων παρέχεται όλο και περισσότερο σε διασυνοριακή βάση. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνεχιζόμενη ομαλή λειτουργία του συστήματος πράσινης κάρτας και των συμφωνιών μεταξύ των εθνικών γραφείων ασφαλίσεως αυτοκινήτων, ενδείκνυται να μπορούν τα κράτη μέλη να απαιτούν από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που παρέχουν ασφάλιση αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων στο έδαφός τους μέσω παροχής υπηρεσιών να ενταχθούν και να συμμετάσχουν στη χρηματοδότηση του εθνικού γραφείου, καθώς και του εγγυητικού ταμείου που δημιουργείται σε κάθε κράτος μέλος. Το κράτος μέλος παροχής της υπηρεσίας θα πρέπει να απαιτεί από τις επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες ασφάλισης αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων να διορίζουν αντιπρόσωπο στο έδαφός του, ο οποίος θα συγκεντρώνει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με αξιώσεις και θα εκπροσωπεί την ασφαλιστική επιχείρηση.

50. Στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, η δυνατότητα πρόσβασης στο ευρύτερο δυνατό φάσμα ασφαλιστικών προϊόντων στην Κοινότητα αποβαίνει προς το συμφέρον των αντισυμβαλλομένων. Εναπόκειται στο κράτος μέλος της υποχρέωσης ή στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται ο κίνδυνος να μεριμνά, ώστε να μην υπάρχει στο έδαφός του κανένα εμπόδιο για την εμπορία όλων των ασφαλιστικών προϊόντων που προσφέρονται στην Κοινότητα, εφόσον η εμπορία των προϊόντων αυτών δεν αντιβαίνει στις διατάξεις περί προστασίας του γενικού συμφέροντος που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος και στο μέτρο που το γενικό συμφέρον δεν διασφαλίζεται από τους κανόνες του κράτους μέλους καταγωγής.

51. Πρέπει να προβλεφθεί ένα καθεστώς κυρώσεων που θα εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία, στο κράτος μέλος της υποχρέωσης ή στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται ο κίνδυνος, μια ασφαλιστική επιχείρηση δεν συμμορφώνεται προς διατάξεις για την προστασία του κοινού συμφέροντος.

52. Σε μια εσωτερική αγορά στον τομέα των ασφαλίσεων, οι καταναλωτές διαθέτουν μεγαλύτερο πεδίο επιλογής και μεγαλύτερη ποικιλία συμβάσεων. Για να επωφεληθούν πλήρως από την ποικιλομορφία και τον αυξημένο ανταγωνισμό, θα πρέπει να ενημερώνονται επαρκώς πριν τη σύναψη της σύμβασης και καθόλη τη διάρκειά της, προκειμένου να είναι δυνατή η επιλογή του καταλληλότερου για τις ανάγκες τους προϊόντος.

53. Μια ασφαλιστική επιχείρηση που προτείνει συμβάσεις βοήθειας πρέπει να διαθέτει τα μέσα που να της επιτρέπουν να παρέχει, μέσα σε εύλογες προθεσμίες, τις παροχές εις είδος που προσφέρει. Θα πρέπει να θεσπιστούν ειδικές διατάξεις σχετικά με τον υπολογισμό της απαίτησης κεφαλαίου φερεγγυότητας, καθώς και του κατώτατου επιπέδου της ελάχιστης κεφαλαιακής απαίτησης που πρέπει να διαθέτει η προαναφερόμενη επιχείρηση.

54. Η αποτελεσματική άσκηση της κοινοτικής συνασφάλισης για δραστηριότητες οι οποίες από τη φύση ή τη σπουδαιότητά τους, μπορούν να καλύπτονται από τη διεθνή συνασφάλιση πρέπει να διευκολυνθεί με ένα ελάχιστο συντονισμού, ώστε να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και οι ανισότητες μεταχειρίσεως. Στο πλαίσιο αυτό, η εκτίμηση των αξιώσεων και ο καθορισμός του ελάχιστου ύψους του τεχνικών προβλέψεων πρέπει να γίνεται από τον κύριο ασφαλιστή. Επίσης, πρέπει να προβλεφθεί ιδιαίτερη συνεργασία στον τομέα της κοινοτικής συνασφαλίσεως μεταξύ των αρχών εποπτείας των κρατών μελών καθώς και μεταξύ των αρχών αυτών και της Επιτροπής.

55. Για την προστασία των ασφαλισμένων, θα πρέπει να εναρμονιστούν οι εθνικές νομοθεσίες που αφορούν την ασφάλιση νομικής προστασίας. Θα πρέπει, κατά το δυνατό, να αποτραπεί κάθε κίνδυνος σύγκρουσης συμφερόντων, ιδίως εκ του γεγονότος ότι ο ασφαλιστής καλύπτει κάποιον άλλο ασφαλισμένο ή καλύπτει τον ασφαλισμένο κατά κινδύνων νομικής προστασίας και κάθε άλλου κλάδου και, στην περίπτωση που ανακύπτει παρόμοια σύγκρουση, πρέπει να καθίσταται δυνατή η επίλυσή της. Προς το σκοπό αυτό, το κατάλληλο επίπεδο προστασίας των αντισυμβαλλομένων μπορεί να επιτευχθεί με διάφορους τρόπους. Ανεξάρτητα από την εναλλακτική λύση που θα γίνει δεκτή, τα συμφέροντα των ασφαλισμένων θα πρέπει να διασφαλίζονται με ισοδύναμο τρόπο.

56. Οι διενέξεις μεταξύ του ασφαλισμένου και της ασφαλιστικής επιχείρησης που παρέχει ασφάλιση νομικής προστασίας επιβάλλεται να επιλύονται κατά τον δικαιότερο και ταχύτερο τρόπο. Συνεπώς, είναι σκόπιμο να προβλέπεται στα ασφαλιστήρια συμβόλαια νομικής προστασίας η προσφυγή σε διαιτησία ή σε άλλη διαδικασία που παρέχει αντίστοιχες εγγυήσεις.

57. Σε ορισμένα κράτη μέλη, η ιδιωτική ή η προαιρετική ασφάλιση ασθενείας αντικαθιστά, εν μέρει ή πλήρως, την κάλυψη ασθενείας που παρέχεται από τα καθεστώτα κοινωνικής ασφάλισης. Η ιδιόμορφη φύση αυτής της ασφάλισης ασθενείας τη διακρίνει από άλλους κλάδους ασφάλισης ζημιών και από την ασφάλιση ζωής, στο μέτρο που είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί ότι οι αντισυμβαλλόμενοι διαθέτουν ουσιαστική πρόσβαση σε ιδιωτική ή προαιρετική ασφάλιση ασθενείας ανεξάρτητα από την ηλικία ή το προφίλ κινδύνου τους. Η φύση και οι κοινωνικές συνέπειες των ασφαλιστικών συμβάσεων ασθενείας δικαιολογούν την απαίτηση, από τις αρχές εποπτείας του κράτους μέλους όπου βρίσκεται ο κίνδυνος, της συστηματικής κοινοποίησης των γενικών και ειδικών όρων των συμβάσεων, προκειμένου να επαληθεύουν ότι οι συμβάσεις αυτές αντικαθιστούν εν μέρει ή πλήρως την κάλυψη που παρέχει το καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης. Η επαλήθευση αυτή δεν πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση για την εμπορία των προϊόντων.

58. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει προς το σκοπό αυτό ειδικές νομικές διατάξεις. Προς το γενικό συμφέρον, είναι δυνατό να θεσπίζονται ή να διατηρούνται νομικές διατάξεις στο μέτρο που δεν περιορίζουν υπερβολικά την ελευθερία εγκατάστασης ή παροχής υπηρεσιών, υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Η φύση των εν λόγω διατάξεων μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με την υφισταμένη κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος. Ο στόχος της προστασίας του γενικού συμφέροντος μπορεί επίσης να επιτευχθεί απαιτώντας από τις επιχειρήσεις, που προσφέρουν ιδιωτική ή προαιρετική ασφάλιση ασθενείας, να προτείνουν διάφορα υποδείγματα συμβάσεων, με κάλυψη ευθυγραμμισμένη προς αυτή των νομικών καθεστώτων κοινωνικής ασφάλισης και με ασφάλιστρα ισόποσα ή κατώτερα από το ανώτατο ορισθέν ποσό, και να συμμετέχουν σε συστήματα αντιστάθμισης των ζημιών. Θα μπορούσε επίσης να απαιτείται η τεχνική βάση της ιδιωτικής ή προαιρετικής ασφάλισης ασθενείας να είναι ανάλογη προς αυτή της ασφάλειας ζωής

59. Τα κράτη μέλη υποδοχής μπορούν να απαιτούν από κάθε ασφαλιστική επιχείρηση που εφαρμόζει στο έδαφός τους, με δική της ευθύνη, την υποχρεωτική ασφάλιση κατά των εργατικών ατυχημάτων, την τήρηση των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται στην εθνική τους νομοθεσία σχετικά με την ασφάλιση αυτή. Εντούτοις, η απαίτηση αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί όσον αφορά τις διατάξεις τις σχετικές με τη χρηματοπιστωτική εποπτεία, που υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους μέλους καταγωγής.

60. Τα κράτη μέλη εκείνα που δεν υπόκεινται στην υποχρέωση εφαρμογής του κανονισμού [ROME Ι] πρέπει να εφαρμόζουν τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού προκειμένου να καθορίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο σε ασφαλιστικές συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7 του κανονισμού.

61. Θα πρέπει να θεσπιστούν κατάλληλοι κανόνες σχετικά με τους φορείς ειδικού σκοπού οι οποίοι αναλαμβάνουν κινδύνους από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, χωρίς να είναι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Τα ανακτήσιμα ποσά από φορέα ειδικού σκοπού θα πρέπει να θεωρούνται ποσά που μπορεί να αφαιρεθούν βάσει συμβάσεων αντασφάλισης ή αντεκχώρησης.

62. Λόγω της ιδιομορφίας των δραστηριοτήτων αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που συνάπτουν συμβάσεις αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου ή ασκούν δραστηριότητες αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου είναι σε θέση να προσδιορίζουν, να υπολογίζουν και να ελέγχουν ικανοποιητικά τους κινδύνους που απορρέουν από τις εν λόγω συμβάσεις ή δραστηριότητες.

63. Για να ληφθούν υπόψη οι διεθνείς πτυχές της αντασφάλισης, θα πρέπει να θεσπιστεί διάταξη που να επιτρέπει τη σύναψη διεθνών συμφωνιών με τρίτες χώρες, και με σκοπό τον προσδιορισμό των μέσων εποπτείας των οντοτήτων αντασφάλισης που δραστηριοποιούνται στην επικράτεια καθενός από τα συμβαλλόμενα μέρη. Επίσης, θα πρέπει να προβλεφθεί ευέλικτη διαδικασία με την οποία να διαπιστώνεται η ισοδυναμία των εποπτικών ελέγχων έναντι των τρίτων χωρών σε κοινοτική βάση, έτσι ώστε να βελτιωθεί η απελευθέρωση των αντασφαλιστικών υπηρεσιών στις τρίτες χώρες, είτε μέσω ελεύθερης εγκατάστασης είτε μέσω ελεύθερης διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών.

64. Τα μέτρα για την άσκηση εποπτείας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ομίλου θα πρέπει να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές που ασκούν εποπτεία επί μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης να προβαίνουν σε πιο τεκμηριωμένη εκτίμηση της χρηματοοικονομικής κατάστασής της.

65. Αυτή η εποπτεία σε επίπεδο ομίλου θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει, κατά το δυνατόν, τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας. Εντούτοις, η παρούσα οδηγία ουδόλως συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να ασκούν εποπτεία επί των επιχειρήσεων αυτών σε ατομική βάση.

66. Επειδή η εξατομικευμένη εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων παραμένει βασική αρχή της εποπτείας στον ασφαλιστικό τομέα, είναι απαραίτητο να οριστεί ποιες επιχειρήσεις υπάγονται στο πεδίο της εποπτείας σε επίπεδο ομίλου.

67. Η εποπτεία σε επίπεδο ομίλου θα πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να ασκείται στο επίπεδο της τελευταίας συμμετέχουσας επιχείρησης που έχει την έδρα της στην Κοινότητα. Εντούτοις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να ασκούν εποπτεία σε επίπεδο ομίλου σε περιορισμένο αριθμό κατώτερων επιπέδων, εφόσον το κρίνουν απαραίτητο.

68. Είναι απαραίτητο να υπολογίζεται η κατάσταση προσαρμοσμένης φερεγγυότητας των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που ανήκουν σε ασφαλιστικό όμιλο.

69. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ανήκουν σε όμιλο θα πρέπει να μπορούν να ζητούν την έγκριση εσωτερικού μοντέλου που θα χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της φερεγγυότητας τόσο σε επίπεδο ομίλου όσο και μεμονωμένα.

70. Είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί ότι τα ίδια κεφάλαια στο εσωτερικό του ομίλου είναι ικανοποιητικά κατανεμημένα και διατίθενται για την προστασία των αντισυμβαλλομένων και των δικαιούχων, εφόσον απαιτείται. Προς το σκοπό αυτό, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις στο πλαίσιο ομίλου θα πρέπει να διαθέτουν επαρκή ίδια κεφάλαια που να καλύπτουν την απαίτηση κεφαλαίου φερεγγυότητας, εκτός αν ο στόχος της προστασίας των αντισυμβαλλομένων και των δικαιούχων μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικά με άλλον τρόπο. Συνεπώς, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις στο πλαίσιο ομίλου θα πρέπει να μπορούν να καλύπτουν την απαίτηση κεφαλαίου φερεγγυότητας με στήριξη από πλευράς του ομίλου, την οποία θα δηλώνει η μητρική επιχείρηση σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Προκειμένου να εκτιμηθεί η ανάγκη πιθανής μελλοντικής αναθεώρησης του καθεστώτος στήριξης από πλευράς του ομίλου και να προετοιμαστεί η αναθεώρηση αυτή, η Επιτροπή θα υποβάλει έκθεση για τους σχετικούς κανόνες των κρατών μελών και πρακτικές των αρχών εποπτείας.

71. Η φερεγγυότητα μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία είναι θυγατρική ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας μπορεί να επηρεασθεί από τους χρηματοοικονομικούς πόρους του ομίλου στον οποίο ανήκει και από την κατανομή των πόρων αυτών στο εσωτερικό του ομίλου. Συνεπώς, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να έχουν τα μέσα για την άσκηση εποπτείας σε επίπεδο ομίλου και για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων στο επίπεδο της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης οσάκις η φερεγγυότητά της υπονομεύεται ή ενδέχεται να υπονομευθεί.

72. Οι συγκεντρώσεις κινδύνου και οι συναλλαγές στο εσωτερικό του ομίλου μπορούν να επηρεάσουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Συνεπώς, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να ασκούν γενική εποπτεία επί ορισμένων τύπων συγκεντρώσεων κινδύνου και συναλλαγών στο εσωτερικό του ομίλου και να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα στο επίπεδο της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης οσάκις η φερεγγυότητά της υπονομεύεται ή ενδέχεται να υπονομευθεί.

73. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις στο πλαίσιο ομίλου θα πρέπει να διαθέτουν κατάλληλους μηχανισμούς διακυβέρνησης, οι οποίοι θα υπόκεινται στην εποπτεία των αρμόδιων αρχών.

74. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διορίζουν επόπτη ομίλου για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπόκεινται σε εποπτεία σε επίπεδο ομίλου. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του επόπτη ομίλου θα πρέπει να περιλαμβάνουν τις ενδεδειγμένες εξουσίες συντονισμού και λήψης αποφάσεων. Οι αρμόδιες αρχές εποπτείας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο θα πρέπει να προβούν σε διευθετήσεις συντονισμού των ενεργειών τους.

75. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε οποιαδήποτε πληροφορίες σχετική με την άσκηση εποπτείας σε επίπεδο ομίλου. Θα πρέπει να προβλεφθεί συνεργασία μεταξύ των αρχών που είναι αρμόδιες για την άσκηση εποπτείας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και μεταξύ των αρχών αυτών και των αρχών που είναι αρμόδιες για την άσκηση εποπτείας των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε άλλους χρηματοπιστωτικούς κλάδους.

76. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ανήκουν σε όμιλο επικεφαλής του οποίου είναι επιχείρηση που έχει την έδρα της εκτός της Κοινότητας θα πρέπει να υπόκεινται σε ισοδύναμες και κατάλληλες ρυθμίσεις εποπτείας σε επίπεδο ομίλου. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να προβλεφθεί διαφάνεια των κανόνων και ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρχές τρίτων χωρών κάθε φορά που αυτό είναι απαραίτητο.

77. Εφόσον η εθνική νομοθεσία που αφορά τα μέτρα εξυγίανσης και τις διαδικασίες εκκαθάρισης δεν έχει εναρμονιστεί, είναι σκόπιμο να εξασφαλιστεί, στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, η αμοιβαία αναγνώριση των μέτρων εξυγίανσης των κρατών μελών καθώς και της νομοθεσίας που αφορά την εκκαθάριση ασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς επίσης και η αναγκαία συνεργασία, λαμβανομένων υπόψη των αρχών της ενότητας, της καθολικότητας, του συντονισμού, της δημοσιότητας των εν λόγω μέτρων και της ισότιμης μεταχείρισης και προστασίας των ασφαλιστικών πιστωτών

78. Θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι τα μέτρα εξυγίανσης που λαμβάνονται από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της οικονομικής ευρωστίας μιας ασφαλιστικής επιχείρησης και την αποφυγή, κατά το δυνατόν, της διαδικασίας εκκαθάρισης, επιφέρουν πλήρη αποτελέσματα σε όλη την Κοινότητα, χωρίς, εντούτοις, να θίγονται τα αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης και των διαδικασιών εκκαθάρισης έναντι τρίτων χωρών.

79. Θα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των αρχών που είναι αρμόδιες για τα μέτρα εξυγίανσης και τις διαδικασίες εκκαθάρισης και των αρχών εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

80. Ο ορισμός του «υποκαταστήματος» για λόγους αφερεγγυότητας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη, σύμφωνα με τις υφιστάμενες αρχές περί αφερεγγυότητας, την ενιαία νομική προσωπικότητα της ασφαλιστικής επιχείρησης. Εντούτοις, το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής θα πρέπει να καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίζονται κατά την εκκαθάριση της εν λόγω ασφαλιστικής επιχείρησης, το ενεργητικό και το παθητικό των ανεξαρτήτων προσώπων τα οποία τυγχάνουν μονίμως εξουσιοδοτημένα να ενεργούν ως αντιπρόσωποι της ασφαλιστικής επιχείρησης.

81. Θα πρέπει να θεσπιστούν οι προϋποθέσεις υπαγωγής στο πεδίο της παρούσας οδηγίας των εκκαθαριστικών διαδικασιών οι οποίες, παρόλο που δεν βασίζονται σε αφερεγγυότητα, συνεπάγονται την προνομιακή μεταχείριση των απαιτήσεων εξ ασφαλίσεως. Οι απαιτήσεις των εργαζομένων μιας ασφαλιστικής επιχείρησης που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή εργασιακή σχέση θα πρέπει να μπορούν να υποκαθίστανται από εθνικό σύστημα εγγύησης αποδοχών. Αυτές οι υποκατασταθείσες απαιτήσεις θα πρέπει να επωφελούνται από τη μεταχείριση που προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής ( lex concursus ).

82. Η λήψη μέτρων εξυγίανσης δεν εμποδίζει την έναρξη διαδικασιών εκκαθάρισης. Οι διαδικασίες εκκαθάρισης μπορούν να κινούνται είτε εν ανυπαρξία είτε μετά τη λήψη μέτρων εξυγίανσης και μπορούν να τερματίζονται με συμβιβασμό ή άλλα ανάλογα μέτρα, στα οποία περιλαμβάνονται τα μέτρα εξυγίανσης.

83. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής θα πρέπει να είναι οι μόνες αρμόδιες να λαμβάνουν αποφάσεις για τις διαδικασίες εκκαθάρισης που αφορούν ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Οι αποφάσεις τους θα πρέπει να παράγουν αποτελέσματα σε όλη την Κοινότητα και να αναγνωρίζονται από όλα τα κράτη μέλη. Οι αποφάσεις θα πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στο κράτος μέλος καταγωγής διαδικασίες, καθώς και στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα πρέπει να ενημερώνονται επίσης οι γνωστοί πιστωτές οι οποίοι διαμένουν στην Κοινότητα και οι οποίοι θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να αναγγέλλουν απαιτήσεις ή να υποβάλλουν παρατηρήσεις.

84. Κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του ενεργητικού και του παθητικού της.

85. Όλες οι προϋποθέσεις της έναρξης, διεξαγωγής και περάτωσης της εκκαθαριστικής διαδικασίας θα πρέπει να διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής.

86. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συντονισμένη δράση των κρατών μελών, οι αρχές εποπτείας του κράτους μέλους καταγωγής και οι αρχές εποπτείας όλων των άλλων κρατών μελών θα πρέπει να ενημερώνονται επειγόντως για την έναρξη της εκκαθαριστικής διαδικασίας.

87. Κατά τις διαδικασίες εκκαθάρισης, έχει υψίστη σημασία να δίδεται στους ασφαλισμένους, στους αντισυμβαλλομένους, στους δικαιούχους και σε κάθε ζημιωθέντα δικαίωμα άσκησης ευθείας αγωγής κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης όσον αφορά απαίτηση εξ ασφαλιστικών πράξεων. Η προστασία αυτή δεν θα πρέπει να καλύπτει απαιτήσεις οι οποίες δεν προκύπτουν από υποχρεώσεις βάσει ασφαλιστηρίων συμβολαίων ή ασφαλιστικών πράξεων αλλά από αστική ευθύνη αντιπροσώπου κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων, για τις οποίες σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο ή την ασφαλιστική πράξη, ο συγκεκριμένος αντιπρόσωπος δεν φέρει ευθύνη δυνάμει του εν λόγω ασφαλιστηρίου ή της εν λόγω ασφαλιστικής πράξης. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό ο στόχος, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε οι ασφαλιστικοί πιστωτές να τυγχάνουν ειδικής μεταχείρισης επιλέγοντας μεταξύ ισοδυνάμων μεθόδων, καμία από τις οποίες δεν θα πρέπει να εμποδίζει ένα κράτος μέλος να ορίζει σειρά κατάταξης μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών ασφαλιστικών απαιτήσεων. Περαιτέρω, θα πρέπει να εξασφαλίζεται η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ της προστασίας των ασφαλιστικών πιστωτών και άλλων προνομιακών πιστωτών που προστατεύονται από το δίκαιο των κρατών μελών.

88. Η έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης θα πρέπει να συνεπάγεται την ανάκληση της άδειας λειτουργίας που έχει χορηγηθεί στην ασφαλιστική επιχείρηση, εκτός αν αυτή η άδεια έχει ήδη ανακληθεί προηγουμένως.

89. Οι πιστωτές θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα, κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης, να αναγγέλλουν απαιτήσεις ή να υποβάλλουν γραπτές παρατηρήσεις. Οι απαιτήσεις πιστωτών που διαμένουν σε διαφορετικά κράτη μέλη από το κράτος μέλος καταγωγής, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως και οι ισοδύναμες απαιτήσεις που προβάλλονται στο κράτος μέλος καταγωγής χωρίς να τυγχάνουν οποιασδήποτε διάκρισης για λόγους εθνικότητας ή διαμονής.

90. Προκειμένου να προστατεύεται η εύλογη εμπιστοσύνη και η ασφάλεια ορισμένων συναλλαγών σε κράτη μέλη διαφορετικά από το κράτος μέλος καταγωγής, είναι απαραίτητο να καθοριστεί το δίκαιο που διέπει τα αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης και των διαδικασιών εκκαθάρισης όσον αφορά την εκκρεμοδικία και τις επιμέρους πράξεις εκτέλεσης που προκύπτουν από την εκκρεμοδικία.

91. Τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα εγκριθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή [40]. Ιδίως, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εγκρίνει μέτρα σχετικά με την προσαρμογή των Παραρτημάτων και μέτρα που να διευκρινίζουν ειδικότερα τις εποπτικές εξουσίες και ενέργειες που πρέπει να υλοποιηθούν και να θέτουν λεπτομερέστερες απαιτήσεις σε τομείς όπως το καθεστώς διακυβέρνησης, η κοινολόγηση πληροφοριών, τα κριτήρια αξιολόγησης σχετικά με την απόκτηση ειδικών συμμετοχών, ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων και των κεφαλαιακών απαιτήσεων, οι επενδυτικοί κανόνες και η εποπτεία σε επίπεδο ομίλου. Δεδομένου ότι πρόκειται για μέτρα γενικής εμβέλειας που έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας και τη συμπλήρωσή της με την προσθήκη νέων μη ουσιωδών στοιχείων, θα πρέπει να εγκριθούν με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που προβλέπεται στο άρθρο 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

92. Δεδομένου ότι οι στόχοι της σχεδιαζόμενης δράσης δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, οπότε, λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεών τους, μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να θεσπίζει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως καθορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως εκτίθεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του στόχου αυτού.

93. Οι διατάξεις της οδηγίας 64/225/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 1964 περί καταργήσεως των περιορισμών στο δικαίωμα εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα της αντασφαλίσεως και της αντεκχωρήσεως[41], της οδηγίας 73/240/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 περί καταργήσεως των περιορισμών στο δικαίωμα εγκαταστάσεως στον τομέα της πρωτασφαλίσεως εκτός από την ασφάλιση ζωής[42], της οδηγίας 76/580/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1976 περί τροποποιήσεως της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ «περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν των ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής» [43] και της οδηγίας 84/641/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Δεκεμβρίου 1984 για την τροποποίηση, όσον αφορά ιδίως την τουριστική βοήθεια, της πρώτης οδηγίας (73/239/ΕΟΚ) περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφάλισης, εκτός της ασφάλισης ζωής, και την άσκηση αυτής [44] έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου και πρέπει συνεπώς να καταργηθούν.

94. Η υποχρέωση ενσωμάτωσης της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να περιοριστεί στις διατάξεις που αντιπροσωπεύουν ουσιώδη μεταβολή σε σχέση με τις προγενέστερες οδηγίες. Η υποχρέωση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των διατάξεων που παραμένουν αμετάβλητες απορρέει από τις προγενέστερες οδηγίες.

95. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που παρατίθενται στο παράρτημα VI μέρος B,

ê 2002/83/ΕΚ (προσαρμοσμένο)

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΤΙΤΛΟΣ I

Ö ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΠΡΩΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Õ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Ö ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ Õ ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Τμήμα 1 – Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

ê 2002/83/EΚ άρθρο 2 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 1Ö Αντικείμενο Õ

Η παρούσα οδηγία αφορά Ö θεσπίζει κανόνες σχετικά με τα εξής: Õ

1. την ανάληψη και την άσκηση Ö, εντός της Κοινότητας, Õ των κατωτέρω μη μισθωτών δραστηριοτήτων πρωτασφαλίσεως που ασκούνται από επιχειρήσεις, οι οποίες είναι εγκατεστημένες σε ένα κράτος μέλος ή επιθυμούν να εγκατασταθούν σε αυτό: Ö και αντασφαλίσεως· Õ

Ö 2. την εποπτεία στην περίπτωση ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών ομίλων· Õ

Ö 3. την εξυγίανση και την εκκαθάριση των επιχειρήσεων πρωτασφάλισης. Õ

ê 84/641/ΕΟΚ άρθρο 1 και 2002/83/ΕΚ άρθρο 2 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 2Ö Πεδίο εφαρμογής Õ

1. Η παρούσα οδηγία αφορά την ανάληψη της μη μισθωτής δραστηριότητας της Ö εφαρμόζεται για επιχειρήσεις Õ πρωτασφάλισης, Ö ζωής και ζημιών, Õ συμπεριλαμβανομένης της δραστηριότητας βοήθειας που αναφέρει η παράγραφος 2, η οποία ασκείται από τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στο έδαφος κράτους μέλους ή Ö που Õ επιθυμούν να εγκατασταθούν σ’ αυτό, καθώς και την άσκηση της δραστηριότητας αυτής.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 1 (προσαρμοσμένο)

1. Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες για την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων Ö Εφαρμόζεται επίσης για επιχειρήσεις Õ αντασφάλισης, εκ μέρους αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασκούν μόνον αντασφαλιστικές δραστηριότητες και Ö που Õ είναι εγκατεστημένες Ö στο έδαφος κράτους μέλους Õ ή Ö που Õ επιθυμούν να εγκατασταθούν σε κράτος μέλος Ö σ’ αυτό, με την εξαίρεση του τίτλου IV Õ .

ê 84/641/ΕΟΚ άρθρο 1 (προσαρμοσμένο)

2. Ö Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο, η ασφάλιση ζημιών περιλαμβάνει τη Õ Η δραστηριότητα Ö που συνίσταται στην παροχή Õ βοήθειας αφορά τη βοήθεια που παρέχεται στα πρόσωπα τα οποία περιέρχονται σε δυσχερή θέση κατά τη διάρκεια μετακινήσεων ή απουσίας από την κατοικία ή από τον τόπο της μόνιμης Ö συνήθους Õ διαμονής τους. Συνίσταται στην ανάληψη, έναντι προηγούμενης καταβολής ασφαλίστρου, της υποχρέωσης άμεσης παροχής βοήθειας στον δικαιούχο σύμβασης βοήθειας, όταν αυτός περιέρχεται σε δυσχερή θέση λόγω τυχαίου γεγονότος, στις περιπτώσεις και με τους όρους που προβλέπει η σύμβαση.

Η βοήθεια είναι δυνατόν να συνίσταται σε παροχές εις χρήμα ή εις είδος. Οι παροχές εις είδος είναι δυνατόν να συνίστανται και στη χρησιμοποίηση του προσωπικού ή υλικού που ανήκουν σ’ αυτόν που παρέχει τη βοήθεια.

Η δραστηριότητα βοήθειας δεν καλύπτει τις υπηρεσίες συντήρησης ή διατήρησης, την εξυπηρέτηση μετά την πώληση, καθώς και Ö ούτε Õ την απλή ένδειξη ή παροχή βοήθειας, ως μεσολάβηση.

3. Η ταξινόμηση κατά κλάδους των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο γίνεται στο παράρτημα.

ê 2002/83/ΕΚ (προσαρμοσμένο)

ð νέο

Ö 3. Όσον αφορά την ασφάλιση ζωής, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται για τα εξής: Õ

α) 1. Των ακολούθων ασφαλίσεων Ö τις ακόλουθες δραστηριότητες ασφάλισης ζωής Õ , εφόσον απορρέουν από μια σύμβαση:

αi) του κλάδου «ζωής», δηλαδή αυτού που περιλαμβάνει ιδίως την ασφάλιση «επιβιώσεως», την ασφάλιση θανάτου, τη μικτή ασφάλιση, την ασφάλιση ζωής με επιστροφή ασφαλίστρων, τη γαμική ασφάλιση, την ασφάλιση γεννήσεως·

βii) της ασφάλισης προσόδου·

γiii) των πρόσθετων ασφαλίσεων που Ö συνάπτονται συμπληρωματικώς προς ασφαλίσεις ζωής Õ διενεργούνται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής, δηλαδή, ιδίως των ασφαλίσεων σωματικών βλαβών περιλαμβανομένης και της ανικανότητας για επαγγελματική εργασία, των ασφαλίσεων θανάτου συνεπεία ατυχήματος, των ασφαλίσεων αναπηρίας συνεπεία ατυχήματος και Ö ή Õ ασθενείας, εφόσον οι διάφορες αυτές ασφαλίσεις συνάπτονται συμπληρωματικώς προς ασφαλίσεις «ζωής»·

δiv) της ασφάλισης Ö «permanent health insurance» (διαρκούς ασφάλισης ασθενείας), μη ακυρώσιμης, Õ που ασκείται Ö σήμερα Õ στην Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, υπό την ονομασία «permanent health insurance» (ασφάλιση ασθενείας μακράς διαρκείας, μη ακυρώσιμη).

β) 2. Των ακόλουθων εργασιών Ö τις ακόλουθες εργασίες Õ , εφόσον απορρέουν από μια σύμβαση, υπόκεινται Ö δε Õ στον έλεγχο των αρμοδίων για την εποπτεία των ιδιωτικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων διοικητικών αρχών:

αi) τοντινών Ö τις εργασίες Õ τοντινών, οι οποίες συνεπάγονται τη δημιουργία ενώσεων, στις οποίες συμμετέχουν τα μέλη με σκοπό την από κοινού κεφαλαιοποίηση των εισφορών τους και τη διανομή του δημιουργούμενου κεφαλαίου, είτε μεταξύ των επιζώντων είτε μεταξύ των ελκόντων δικαίωμα από τους αποθανόντες Ö (τοντίνες) Õ ·

βii) των εργασιών Ö τις εργασίες Õ κεφαλαιοποιήσεως που βασίζονται στην τεχνική των αναλογιστικών υπολογισμών και περικλείουν, έναντι εφάπαξ ή περιοδικών εισφορών καθορισμένων εκ των προτέρων, την ανάληψη υποχρεώσεων για ορισμένο χρονικό διάστημα και για ορισμένο ποσό·

γiii) των εργασιών Ö τις εργασίες Õ διαχειρίσεως συλλογικών κεφαλαίων συνταξιοδοτήσεως, δηλαδή εργασιών που συνίστανται, για τη δεδομένη επιχείρηση, ð που περιλαμβάνουν ï στη διαχείριση των τοποθετημένων κεφαλαίων, και ιδίως των στοιχείων του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν τα αποθεματικά οργανισμών, οι οποίοι καταβάλλουν παροχές σε περίπτωση θανάτου, σε περίπτωση επιβιώσεως ή σε περίπτωση διακοπής ή μειώσεως δραστηριοτήτων·

δiv) των εργασιών Ö τις εργασίες Õ που προβλέπονται στην περίπτωση γ) στο σημείο iii), όταν συνοδεύονται από εγγύηση ασφαλίσεως που καλύπτει είτε τη διατήρηση του κεφαλαίου είτε την εξυπηρέτησή του με έναν ελάχιστο τόκο·

εv) των εργασιών Ö τις εργασίες Õ που διενεργούνται από ασφαλιστικές επιχειρήσεις Ö ασφάλισης ζωής Õ , όπως αυτές που προβλέπονται στο κεφάλαιο 1 τίτλος 4 βιβλίο IV του γαλλικού ασφαλιστικού κώδικα.,

γ) 3. Των εργασιών Ö τις εργασίες Õ που εξαρτώνται από τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής και καθορίζονται ή προβλέπονται από τη νομοθεσία των κοινωνικών ασφαλίσεων, εφόσον ασκούνται ή διευθύνονται, σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους, από ασφαλιστικές επιχειρήσεις Ö ασφάλισης ζωής Õ υπό ίδιο κίνδυνο.

ê 73/239/ΕΟΚ άρθρο 2 σημ. 1. στοιχ. δ) και 2002/83/ΕΚ άρθρο 3 σημ. 4. (προσαρμοσμένο)

Ö Τμήμα 2 – Εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής Õ

Ö Υποτμήμα 1 – Γενικές Διατάξεις Õ

Άρθρο 3 Ö Συστήματα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης Õ

Ö Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 2 σημείο 3 στοιχείο γ), η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται Õ Τστις ασφαλίσεις που περιλαμβάνονται σε νομικό σύστημα Ö υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης Õ κοινωνικών ασφαλίσεων, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 2 σημείο 3.

ò νέο

Άρθρο 4 Εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής λόγω μεγέθους

1. Υπό την επιφύλαξη των άρθρων 5 έως 10, η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται για ασφαλιστικές επιχειρήσεις των οποίων τα ετήσια έσοδα από ασφάλιστρα δεν υπερβαίνουν τα 5 εκατομμύρια EUR.

2. Εάν το ποσό που καθορίζεται στην παράγραφο 1 υπερκαλυφθεί επί τρία συνεχή έτη, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται από το τέταρτο έτος.

ê 73/239/ΕΟΚ άρθρο 2 (προσαρμοσμένο)

Ö Υποτμήμα 2 – Ασφάλιση ζημιών Õ

Άρθρο 5 Ö Εργασίες Õ

Ö Για τις επιχειρήσεις ασφάλισης ζημιών, Õ Ηη παρούσα οδηγία δεν αφορά Ö εφαρμόζεται για Õ :

1. Τις κάτωθι ασφαλίσεις:

α) τον κλάδο ζωής, δηλαδή αυτόν που περιλαμβάνει ιδίως την ασφάλιση επιβιώσεως, την ασφάλιση θανάτου, τη μικτή ασφάλιση, την ασφάλιση ζωής με επιστροφή ασφαλίστρων, τις τοντίνες, την γαμική ασφάλιση, την ασφάλιση γεννήσεως·

β) την ασφάλιση προσόδου·

γ) τις πρόσθετες ασφαλίσεις που διενεργούνται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής, δηλαδή τις ασφαλίσεις σωματικών βλαβών περιλαμβανομένης της ανικανότητος για επαγγελματική εργασία, τις ασφαλίσεις θανάτου συνεπεία ατυχήματος, τις ασφαλίσεις αναπηρίας συνεπεία ατυχήματος και ασθενείας, όταν οι διάφορες αυτές ασφαλίσεις συνάπτονται συμπληρωματικώς προς τις ασφαλίσεις ζωής·

ε) την ασφάλιση που ασκείται στην Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, υπό το όνομα «permanent health insurance» (ασφάλιση ασθενείας, μακράς διαρκείας, μη ακυρώσιμη).

2. Ττις κάτωθι εργασίες:

α)1. τις εργασίες κεφαλαιοποιήσεως, όπως ορίζονται από την νομοθεσία κάθε Κκράτους μέλους·

β)2. τις εργασίες των οργανισμών προνοίας και βοηθείας, οι παροχές των οποίων ποικίλλουν ανάλογα με τους διαθέσιμους πόρους και στους οποίους η εισφορά των μελών καθορίζεται κατ’ αποκοπή·

γ)3. τις εργασίες που πραγματοποιούνται από οργανισμό ο οποίος δεν έχει νομική προσωπικότητα και που έχουν ως αντικείμενο την αλληλασφάλιση των μελών του, άνευ πληρωμής ασφαλίστρων και άνευ δημιουργίας τεχνικών αποθεματικών·

ê 87/343/ΕΟΚ άρθρο 1 σημ. 1 (προσαρμοσμένο)

δ)4. έως μεταγενέστερο συντονισμό, οι Ö τις Õ εργασίες ασφαλίσεως εξαγωγικών πιστώσεων για τον λογαριασμό ή με την εγγύηση του κράτους ή όταν το κράτος είναι ο ασφαλιστής.

ê 84/641/ΕΟΚ άρθρο 2 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 6 Ö Βοήθεια Õ

Ö 1. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται για Õ Ττη δραστηριότητα βοήθειας Ö η οποία πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις: Õ

α) όπου η επέμβαση περιορίζεται στις εξής εργασίες, οι οποίες πραγματοποιούνται Ö η βοήθεια παρέχεται Õ σε περίπτωση ατυχήματος ή βλάβης οδικού οχήματος, που κανονικά Ö όταν το ατύχημα ή η βλάβη Õ συμβαίνει στο έδαφος του κράτους μέλους του παρέχοντος την εγγύηση:·

Ö β) η υποχρέωση για βοήθεια περιορίζεται στις εξής εργασίες: Õ

i) την επιτόπου επισκευή, για την οποία ο παρέχων την εγγύηση χρησιμοποιεί, στις περισσότερες περιπτώσεις, δικό του προσωπικό και υλικό,·

ii) τη μεταφορά του οχήματος μέχρι τον πλησιέστερο ή καταλληλότερο τόπο διενέργειας της επισκευής, ενδεχομένως δε και μεταφορά, κατά κανόνα με το ίδιο μέσο βοήθειας, του οδηγού και των επιβατών, μέχρι τον πλησιέστερο τόπο απ’ όπου θα μπορέσουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους με άλλα μέσα,·

iii) εφόσον προβλέπεται από το κράτος μέλος του παρέχοντος την εγγύηση, μεταφορά του οχήματος, ενδεχομένως μαζί με τον οδηγό και τους επιβάτες, μέχρι την κατοικία τους, το σημείο εκκίνησης ή τον αρχικό τους προορισμό, στο εσωτερικό του ίδιου κράτους μέλους,·

γ) εκτός εάν οι εργασίες αυτές διενεργούνται Ö η βοήθεια δεν παρέχεται Õ από επιχείρηση που υπάγεται στην παρούσα οδηγία.

2. Όσον αφορά τις δύο πρώτες περιπτώσεις της παραγράφου 1 σημεία β) i) και ii), η προϋπόθεση ότι το ατύχημα ή η βλάβη συνέβη στο έδαφος του κράτους μέλους του παρέχοντος την εγγύηση: α) δεν ισχύει, εφόσον ο τελευταίος αυτός αποτελεί οργανισμό, μέλος του οποίου είναι ο δικαιούχος Ö είναι μέλος του οργανισμού που παρέχει την εγγύηση Õ , και η επισκευή ή η μεταφορά του οχήματος πραγματοποιείται μετά από απλή επίδειξη της ταυτότητας μέλους, χωρίς πρόσθετη επιβάρυνση, από ανάλογο οργανισμό του συγκεκριμένου κράτους βάσει συμφωνίας αμοιβαιότητας·, β) δεν απαγορεύει την παροχή τέτοιας βοήθειας στην Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο Ö ή, στην περίπτωση της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, εφόσον οι εργασίες βοήθειας πραγματοποιούνται Õ από έναν και τον αυτό οργανισμό που λειτουργεί και στα δύο αυτά κράτη.

Ö 3. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση εργασιών που αναφέρονται Õ Στην τρίτη περίπτωση στην παράγραφο 1 σημείο β) iii), εάν το ατύχημα ή η βλάβη συνέβη στο έδαφος της Ιρλανδίας ή, όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο, στο έδαφος της Βορείου Ιρλανδίας, Ö και Õ το όχημα, συνοδευόμενο ενδεχομένως από τον οδηγό και τους επιβάτες, δύναται να μεταφερθεί Ö μεταφέρεται Õ μέχρι την κατοικία τους, το σημείο εκκίνησης ή τον αρχικό προορισμό τους στο εσωτερικό του ενός ή του άλλου των εδαφών αυτών.

4. Εξάλλου, ηΗ παρούσα οδηγία δεν αφορά Ö εφαρμόζεται για Õ τις εργασίες βοήθειας που πραγματοποιούνται Ö από τη Λέσχη Αυτοκινήτου του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, όταν το Õ μετά από ατύχημα ή Ö η Õ βλάβη, Ö ενός οδικού οχήματος συνέβη Õ εκτός του Ö εδάφους του Õ Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, ενός οδικού οχήματος και Ö η βοήθεια συνίσταται Õ συνίστανται στη μεταφορά του οχήματος αυτού, συνοδευόμενου ενδεχομένως από τον οδηγό και τους επιβάτες μέχρι την κατοικία τους, εφόσον οι εργασίες αυτές πραγματοποιούνται από τη Λέσχη Αυτοκινήτου του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου.

Οι επιχειρήσεις που υπάγονται στην παρούσα οδηγία μπορούν να διενεργούν τη δραστηριότητα που αναφέρεται στο παρόν σημείο, μόνον όταν έχουν πάρει άδεια για τον κλάδο 18 του σημείου Α του παραρτήματος υπό την επιφύλαξη του σημείου Γ αυτού. Στην περίπτωση αυτή, για τις εργασίες αυτές ισχύει η παρούσα οδηγία.

ê 2002/13/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 1 (προσαρμοσμένο)

Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις που πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

η επιχείρηση δεν ασκεί καμία δραστηριότητα η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, εκτός από εκείνη που περιγράφεται στον κλάδο 18 του σημείου Α του παραρτήματος,

η δραστηριότητα αυτή περιορίζεται αποκλειστικά σε τοπικά πλαίσια και συνίσταται μόνο σε παροχή υπηρεσιών σε είδος και

το ετήσιο ποσό των εισφορών που εισπράττονται βάσει της δραστηριότητας παροχής βοήθειας σε πρόσωπα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, δεν υπερβαίνει τα 200000 ευρώ.

Άρθρο 7 Ö Επιχειρήσεις αλληλασφάλισης Õ

1. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις αλληλασφαλιστικές ενώσεις που πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) το καταστατικό τους προβλέπει διατάξεις για την πρόσκληση προς καταβολή πρόσθετων εισφορών ή μείωση των προσφερόμενων παροχών·

β) η δραστηριότητά τους δεν καλύπτει τους κινδύνους αστικής ευθύνης, εκτός εάν οι εν λόγω κίνδυνοι αποτελούν παρεπόμενη κάλυψη κατά την έννοια του σημείου Γ του παραρτήματος, ούτε τους κινδύνους πιστώσεων και εγγυήσεων·

γ) το ετήσιο ποσό των εισφορών από δραστηριότητες που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, δεν υπερβαίνει τα 5 εκατομμύρια ευρώ και

δ) το ήμισυ τουλάχιστον των εισφορών από δραστηριότητες που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, προέρχεται από πρόσωπα που είναι μέλη ένωσης αντασφάλισης.

ê 73/239/ΕΟΚ άρθρο 3 (προσαρμοσμένο)

2. Η παρούσα οδηγία δεν αφορά Ö εφαρμόζεται Õ επίσης ούτε και Ö για Õ τις ενώσεις Ö επιχειρήσεις Õ αλληλασφαλίσεως Ö που ασκούν δραστηριότητες ασφάλισης ζημιών και Õ που έχουν συνάψει με ομοειδή επιχείρηση Ö άλλες επιχειρήσεις αλληλασφαλίσεως Õ συμφωνία για συνολική αντασφάλιση των ασφαλιστικών συμβάσεων που συνάπτουν, ή την υποκατάσταση της εκδοχέως επιχειρήσεως στην εκχωρούσα επιχείρηση για την εκτέλεση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τις εν λόγω συμβάσεις. Στην περίπτωση αυτή, η εκδοχεύς επιχείρηση Ö ο αντασφαλιστής Õ υπόκειται στη ρύθμιση της οδηγίας.

ê 73/239/ΕΟΚ άρθρο 4 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 8 Ö Οργανισμοί Õ

Η Ö παρούσα Õ οδηγία δεν αφορά Ö εφαρμόζεται για τους ακόλουθους οργανισμούς που ασκούν δραστηριότητες ασφάλισης ζημιών Õ , εκτός αν τροποποιηθούν τα καταστατικά τους ως προς την αρμοδιότητα:

ê 84/641/ΕΟΚ άρθρο 4 (προσαρμοσμένο)

στ)1. στη Δανία , Falcks Redningskorps A/S, København Ö Danmark Õ ·

ê 73/239/ΕΟΚ άρθρο 4

α)2. στη Γερμανία ,

Τους κάτωθι μονοπωλιακούς οργανισμούς δημοσίου δικαίου (Μonopolanstalten):

1. Badische Gebäudeversicherungsanstalt, Karlsruhe

2. Bayerische Landesbrandversicherungsanstalt, München

3. Bayerische Landestierversicherungsanstalt, Schlachtviehversicherung, München

4. Braunschweigische Landesbrandversicherungsanstalt, Braunschweig

5. Hamburger Feuerkasse, Hamburg

6. Hessische Brandversicherungsanstalt (Hessische Brandversicherungskammer), Darmstadt

7. Hessische Brandversicherungsanstalt, Kassel

8. Hohenzollernsche Feuerversicherungsanstalt, Sigmaringen

9. Lippische Landesbrandversicherungsanstalt, Detmold

10. Nassauische Brandversicherungsanstalt, Wiesbaden

11. Oldenburgische Landesbrandkasse, Oldenburg

12. Ostfriesische Landschaftliche Brandkasse, Aurich

13. Feuersozietät Berlin, Berlin

14. Württembergische Gebäudebrandversicherungsanstalt, Stuttgart

Εν τούτοις, η κατά τόπον αρμοδιότης δεν θεωρείται ότι αλλάζει σε περίπτωση συγχωνεύσεως των οργανισμών αυτών που έχει ως αποτέλεσμα την διατήρηση υπέρ του νέου οργανισμού της κατά τόπον αρμοδιότητος των συγχωνευθέντων οργανισμών· επίσης η αρμοδιότης, ως προς τους ασκούμενους κλάδους, δεν θεωρείται ότι αλλάζει αν ο ένας από τους οργανισμούς αυτούς αναλαμβάνει για την αυτή περιοχή έναν ή περισσότερους κλάδους ενός των εν λόγω οργανισμών.

Ττους κάτωθι ημικρατικούς οργανισμούς:

1.α) Postbeamtenkrankenkasse,

2.β) Krankenversorgung der Bundesbahnbeamten·

β) στην Γαλλία

Τους κάτωθι οργανισμούς:

1. Caisse départementale des incendiés des Ardennes

2. Caisse départementale des incendiés de la Côte-d'Or

3. Caisse départementale des incendiés de la Marne

4. Caisse départementale des incendiés de la Meuse

5. Caisse départementale des incendiés de la Somme

6. Caisse départementale grêle du Gers

7. Caisse départementale grêle de l'Hérault

γ)3. στην Ιρλανδία , Voluntary Health Insurance Board·

ê Πράξη Προσχώρησης της Ισπανίας και της Πορτογαλίας άρθρο 26 και παράρτημα Ι, σ. 156 (προσαρμοσμένο)

ζ)4. στην Ισπανία ,

οι εξής δημόσιοι οργανισμοί:

1. Comisaría de Seguro Obligatorio de Viajeros,

2. Consorcio de Compensación de Seguros,·

3. Fondo Nacional de Garantía de Riesgos de la Circulación.

ê 73/239/ΕΟΚ άρθρο 4

δ)5. στην Ιταλία ,

Cassa di Previdenza per l'assicurazione degli sportivi (Sportass).

ε) στο Ηνωμένο Βασίλειο The Crown Agents.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 3 (προσαρμοσμένο)

Ö Υποτμήμα 3 – Ασφάλιση ζωής Õ

Άρθρο 9 Ö Εργασίες και Õ Δδραστηριότητες και οργανισμοί που αποκλείονται

Ö Όσον αφορά τις επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής, Õ Ηη παρούσα οδηγία δεν αφορά Ö εφαρμόζεται στις ακόλουθες εργασίες και δραστηριότητες Õ :

1. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 2 σημείο 1 στοιχείο γ), τους κλάδους που ορίζονται στο παράρτημα της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ.

1. 2. Ττις εργασίες των οργανισμών προνοίας και αρωγής, οι παροχές των οποίων ποικίλλουν ανάλογα με τους διαθέσιμους πόρους, και στους οποίους η εισφορά των μελών καθορίζεται κατ’ αποκοπήν.·

2. 3. Ττις εργασίες που διενεργούνται από άλλους οργανισμούς εκτός των επιχειρήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 2, σκοπός των οποίων είναι η καταβολή παροχών σε εργαζομένους, μισθωτούς ή μη, που συνενώνονται στο πλαίσιο μιας επιχειρήσεως ή ενός ομίλου επιχειρήσεων ή ενός επαγγελματικού ή διεπαγγελματικού τομέα, σε περίπτωση θανάτου, σε περίπτωση επιβιώσεως ή σε περίπτωση διακοπής ή μειώσεως των δραστηριοτήτων, είτε οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εργασίες αυτές καλύπτονται εξ ολοκλήρου και ανά πάσα στιγμή από τα μαθηματικά αποθεματικά είτε όχι.·

3. 8. Ττις δραστηριότητες του κλάδου συντάξεων των επιχειρήσεων ασφάλισης συντάξεων, οι οποίες επιβάλλονται από τον νόμο περί συντάξεων υπαλλήλων και από άλλη σχετική φινλανδική νομοθεσία, εφόσον:

α) οι εταιρείες ασφάλισης σύνταξης, οι οποίες ήδη σύμφωνα με τη φινλανδική νομοθεσία υποχρεούνται να έχουν χωριστά λογιστικά και διαχειριστικά συστήματα για τις δραστηριότητες τους στον κλάδο των συντάξεων, συστήσουν, από την ημερομηνία ένταξης Ö 1η Ιανουαρίου 1995 Õ , ξεχωριστές νομικές οντότητες που θα αναλάβουν τις δραστηριότητες αυτές·

β) οι φινλανδικές αρχές επιτρέψουν άνευ διακρίσεων σε όλους τους υπηκόους και εταιρείες των κρατών μελών να διενεργούν σύμφωνα με τη φινλανδική νομοθεσία τις δραστηριότητες που ορίζονται στο άρθρο 2, όσον αφορά την εξαίρεση αυτή:, είτε μέσω ιδιοκτησίας ή συμμετοχής σε υπάρχουσα ασφαλιστική εταιρεία ή όμιλο, είτε μέσω σύστασης ή συμμετοχής νέων ασφαλιστικών εταιρειών ή ομίλων, περιλαμβανομένων και των εταιρειών ασφάλισης σύνταξης·.

γ) οι φινλανδικές αρχές υποβάλλουν προς έγκριση στην Επιτροπή έκθεση, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία προσχώρησης, στην οποία θα αναφέρονται τα μέτρα που ελήφθησαν για να διαχωριστούν οι δραστηριότητες του νόμου περί συντάξεων υπαλλήλων από τις συνήθεις δραστηριότητες των φινλανδικών ασφαλιστικών εταιρειών, με σκοπό τη συμμόρφωση προς όλες τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 10 Ö Οργανισμοί και επιχειρήσεις Õ

Ö Όσον αφορά την ασφάλιση ζωής, η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στους εξής οργανισμούς και επιχειρήσεις: Õ

1. 5. Ττους οργανισμούς που εγγυώνται αποκλειστικά την καταβολή παροχών σε περίπτωση θανάτου, εφόσον το ύψος αυτών των παροχών δεν υπερβαίνει τη μέση αξία των εξόδων κηδείας για κάθε θάνατο ή εφόσον αυτές οι παροχές καταβάλλονται σε είδος.·

6. Τις ενώσεις αλληλασφαλίσεως των οποίων, συγχρόνως:

- το καταστατικό προβλέπει τη δυνατότητα προσκλήσεως προς καταβολή συμπληρωματικών εισφορών ή μειώσεως των παροχών ή προσφυγής στη συνδρομή άλλων προσώπων τα οποία έχουν αναλάβει δέσμευση επ' αυτού, και

- το ετήσιο ποσό των εισφορών που εισπράττονται λόγω δραστηριοτήτων που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα 5 εκατομμύρια ευρώ για τρία συνεχόμενα έτη. Αν αυτό το ποσό υπερκαλυφθεί κατά τη διάρκεια τριών συνεχόμενων ετών, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται από το τέταρτο έτος.

Εντούτοις, οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εμποδίζουν μια επιχείρηση αλληλασφάλισης να υποβάλει αίτηση για άδεια ή να εξακολουθήσει να διαθέτει άδεια δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

2. 7. Ττις «Versorgungsverband deutscher Wirtschaftsorganisationen» στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκτός αν τροποποιηθεί το καταστατικό τους ως προς την αρμοδιότητα.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 1 (προσαρμοσμένο)

Ö Υποτμήμα 4 – Αντασφάλιση Õ

Άρθρο 11 Ö Αντασφάλιση Õ

2. Ö Όσον αφορά την αντασφάλιση, Õ Ηη παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται:

α) στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις για τις οποίες ισχύουν οι οδηγίες 73/239/EΟΚ ή 2002/83/ΕΚ·

β) στις δραστηριότητες και τους φορείς που μνημονεύονται στα άρθρα 2 και 3 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ·

γ) στις δραστηριότητες και τους φορείς που μνημονεύονται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ·

δ) στις δραστηριότητες αντασφάλισης που ασκούνται από, ή τις οποίες εγγυάται πλήρως, κυβέρνηση κράτους μέλους όταν αυτή ενεργεί, για λόγους ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος, με την ιδιότητα του αντασφαλιστή τελευταίου βαθμού, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου ο ρόλος αυτός απαιτείται από τις συνθήκες της αγοράς, λόγω των οποίων καθίσταται ανέφικτη η απόκτηση επαρκούς κάλυψης από επιχειρήσεις της αγοράς.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 62

Άρθρο 12 Αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που παύουν να λειτουργούν

1. Οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες έως τις 10 Δεκεμβρίου 2007 έχουν παύσει να συνάπτουν νέες συμβάσεις αντασφάλισης και ασχολούνται αποκλειστικά με τη διαχείριση του υφιστάμενου χαρτοφυλακίου τους, με σκοπό την παύση των δραστηριοτήτων τους, δεν υπάγονται στην παρούσα οδηγία.

2. Τα κράτη μέλη καταρτίζουν κατάλογο των σχετικών αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και κοινοποιούν τον κατάλογο αυτόν σε όλα τα λοιπά κράτη μέλη.

ê 98/78/ΕΚ άρθρο 1 και 2001/17/ΕΚ άρθρο 2 (προσαρμοσμένο)

Ö Τμήμα 3 – Ορισμοί Õ

Άρθρο 13 Ορισμοί

1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

α)1. « ασφαλιστική επιχείρηση »: η επιχείρηση Ö πρωτασφάλισης ζωής ή ζημιών Õ που έχει λάβει επίσημη άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 6 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ ή το άρθρο 6 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ·

ê 98/78/ΕΚ άρθρο 1 στοιχ. β) (προσαρμοσμένο)

ð νέο

β)2. « ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας »: νοείται κάθε Ö η ασφαλιστική Õ επιχείρηση η οποία, αν είχε καταστατική ð εταιρική ï έδρα εντός της Κοινότητας, θα χρειαζόταν άδεια σύμφωνα με το άρθρο 14 6 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ ή το άρθρο 6 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. γ) και άρθρο 59 σημ. 2 στοιχ. α) (προσαρμοσμένο)

γ)3. « αντασφαλιστική επιχείρηση »: νοείται η επιχείρηση η οποία έχει λάβει διοικητική άδεια σύμφωνα με το άρθρο 14 3 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2005 σχετικά με τις αντασφαλίσεις Ö για την άσκηση δραστηριοτήτων αντασφάλισης Õ ·

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 59 σημ. 2 στοιχ. β) (προσαρμοσμένο)

ιβ)4. ως « αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας »: νοείται η Ö αντασφαλιστική Õ επιχείρηση η οποία, εάν είχε την Ö εταιρική Õ έδρα της εντός της Κοινότητας, θα χρειαζόταν διοικητική άδεια σύμφωνα με το άρθρο 14 3 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ·

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 2 παρ. 1 (προσαρμοσμένο)

α)5. ως « αντασφάλιση »: νοείται Ö μια από τις εξής δύο δραστηριότητες: Õ

α) η δραστηριότητα που συνίσταται στην ανάληψη κινδύνων που εκχωρούνται από ασφαλιστική επιχείρηση ή από μια άλλη αντασφαλιστική επιχείρηση.·

β) Σστην περίπτωση της ένωσης ασφαλιστών, που είναι γνωστή ως Lloyd's, ως αντασφάλιση νοείται και η δραστηριότητα που συνίσταται στην ανάληψη κινδύνων εκ μέρους Ö από πλευράς Õ ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης άλλης από την ένωση ασφαλιστών που είναι γνωστή ως Lloyd's, τους οποίους εκχωρεί οποιοδήποτε μέλος της Lloyd's·

ε) ως «εγκατάσταση» νοείται η εταιρική έδρα ή κάθε υποκατάστημα αντασφαλιστικής επιχείρησης, λαμβανομένου υπόψη του στοιχείου δ)·

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 1 στοιχ. γ) (προσαρμοσμένο)

γ)6. « κράτος μέλος καταγωγής »: Ö ένα εκ των εξής: Õ

Ö α) όσον αφορά την ασφάλιση ζημιών, Õ το κράτος μέλος όπου βρίσκεται η Ö εταιρική Õ έδρα της ασφαλιστικής επιχείρησης που καλύπτει τον κίνδυνο·

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. ε) (προσαρμοσμένο)

εβ) κράτος μέλος καταγωγής: Ö όσον αφορά την ασφάλιση ζωής, Õ το κράτος μέλος, στο οποίο βρίσκεται η εταιρική έδρα της ασφαλιστικής επιχείρησης που αναλαμβάνει την υποχρέωση·

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. στ) (προσαρμοσμένο)

στγ) ως «κράτος μέλος καταγωγής» νοείται Ö όσον αφορά την αντασφάλιση, Õ το κράτος μέλος όπου βρίσκεται η εταιρική έδρα της αντασφαλιστικής επιχείρησης·

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 1 στοιχ. δ) και ε) (προσαρμοσμένο)

δ) «κράτος μέλος υποκαταστήματος»: το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται το υποκατάστημα που καλύπτει τον κίνδυνο·

ε) «κράτος μέλος της παροχής των υπηρεσιών»: το κράτος μέλος όπου βρίσκεται ο κίνδυνος σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο δ) της οδηγίας 88/357/ΕΟΚ, εφόσον αυτός καλύπτεται από ασφαλιστική επιχείρηση ή υποκατάστημα που ευρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος·

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 2 παρ. 1 (προσαρμοσμένο)

ζ) ως «κράτος μέλος του υποκαταστήματος» νοείται το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται το υποκατάστημα της αντασφαλιστικής επιχείρησης·

η)7. ως « κράτος μέλος υποδοχής »: νοείται το κράτος μέλος, Ö εκτός του κράτους μέλους καταγωγής, Õ στο οποίο μια Ö ασφαλιστική ή Õ αντασφαλιστική επιχείρηση έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες·

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 59 σημ. 2 στοιχ. α) (προσαρμοσμένο)

ια)8. ως «αρμόδιες Ö « εποπτικές Õ αρχές »: νοούνται οι εθνικές αρχές οι οποίες, δυνάμει νομοθετικής ή κανονιστικής ρύθμισης, είναι αρμόδιες να εποπτεύουν τις ασφαλιστικές ή τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις·

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 1 παρ. 1 (προσαρμοσμένο)

(β) υποκατάστημα: κάθε πρακτορείο ή υποκατάστημα ασφαλιστικής επιχείρησης.

Εξομοιώνεται με πρακτορείο ή υποκατάστημα ασφαλιστικής επιχείρησης κάθε μόνιμη παρουσία ασφαλιστικής επιχείρησης που δεν έχει λάβει τη μορφή υποκαταστήματος ή πρακτορείου, αλλά ασκείται μέσω απλού γραφείου διευθυνόμενου από το ίδιο προσωπικό της επιχείρησης ή από πρόσωπο ανεξάρτητο, εντεταλμένο όμως να ενεργεί επί μονίμου βάσεως αντί της επιχείρησης, όπως θα έπραττε ένα πρακτορείο·

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 2 παρ. 1 (προσαρμοσμένο)

δ)9. ως « υποκατάστημα »: νοείται κάθε Ö το Õ πρακτορείο ή υποκατάστημα Ö ασφαλιστικής ή Õ αντασφαλιστικής επιχείρησης, Ö το οποίο βρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους εκτός του κράτους μέλους καταγωγής Õ ·

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 1 (προσαρμοσμένο)

β) «υποκατάστημα»: κάθε πρακτορείο ή υποκατάστημα ασφαλιστικής επιχείρησης, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 3 της οδηγίας 88/357/ΕΟΚ·

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 2 (προσαρμοσμένο)

β) «υποκατάστημα»: κάθε μόνιμη παρουσία μιας ασφαλιστικής επιχείρησης στο έδαφος ενός κράτους μέλους εκτός του κράτους μέλους καταγωγής, η οποία ασκεί ασφαλιστικές εργασίες·

ê 88/357/ΕΟΚ άρθρο 2 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

α) πρώτη οδηγία:

η οδηγία 73/239/ΕΟΚ·

β) επιχείρηση:

- για την εφαρμογή των τίτλων Ι και ΙΙ:

κάθε επιχείρηση που έχει λάβει διοικητική άδεια σύμφωνα με το άρθρο 6 ή το άρθρο 23 της πρώτης οδηγίας,

- για την εφαρμογή των τίτλων ΙΙΙ και IV:

κάθε επιχείρηση που έχει λάβει διοικητική άδεια σύμφωνα με το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας·

γ) εγκατάσταση:

η έδρα καθώς και κάθε πρακτορείο ή υποκατάστημα μιας επιχείρησης, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 3·

δ)10. « κράτος μέλος όπου βρίσκεται ο κίνδυνος »: Ö ένα εκ των εξής, Õ ð κατά την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης ασφάλισης ζημιών: ï

α) το κράτος μέλος όπου βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία όταν η ασφάλιση αφορά ακίνητα ή ακίνητα και το περιεχόμενό τους, στο μέτρο που αυτό Ö το περιεχόμενο Õ καλύπτεται από το ίδιο ασφαλιστήριο,·

β) το κράτος μέλος καταχώρισης, όταν η ασφάλιση αφορά κάθε είδους μεταφορικά μέσα Ö οχήματα Õ ,·

γ) το κράτος μέλος όπου ο ασφαλισμένος Ö αντισυμβαλλόμενος Õ συνήψε τη σύμβαση, προκειμένου περί συμβάσεων διάρκειας κατώτερης από ή ίσης με τέσσερις μήνες, οι οποίες αφορούν κινδύνους που ανακύπτουν κατά τη διάρκεια ταξιδίου ή διακοπών, ανεξαρτήτως κλάδου,·

δ) Ö σε όλες τις περιπτώσεις που δεν αναφέρονται ρητά στα στοιχεία α), β) ή γ), Õ το κράτος μέλος όπου Ö βρίσκεται μια εκ των εξής: Õ

i) ο ασφαλισμένος έχει τη συνήθη Ö η συνήθης Õ διαμονή του ή, Ö αντισυμβαλλομένου· Õ

ii) εάν ο ασφαλισμένος Ö αντισυμβαλλόμενος Õ είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος όπου βρίσκεται η εγκατάσταση αυτού του νομικού προσώπου στο οποίο Ö στην οποία Õ αναφέρεται το ασφαλιστήριο, σε όλες τις περιπτώσεις που δεν αναφέρονται ρητά στις προηγούμενες περιπτώσεις·

ε) κράτος μέλος της εγκατάστασης:

το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η εγκατάσταση που καλύπτει τον κίνδυνο·

στ) κράτος μέλος παροχής υπηρεσιών:

το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται ο κίνδυνος, εφόσον καλύπτεται από εγκατάσταση ευρισκόμενη σε άλλο κράτος μέλος.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 1 παρ. 1 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

γ) εγκατάσταση: η εταιρική έδρα, πρακτορείο ή υποκατάστημα επιχείρησης·

δ) υποχρέωση: υποχρέωση που λαμβάνει συγκεκριμένη μορφή μέσω ενός από τα είδη ασφαλίσεων ή εργασιών που αναφέρονται στο άρθρο 2·

στ) κράτος μέλος του υποκαταστήματος: το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται το υποκατάστημα που αναλαμβάνει την υποχρέωση·

ζ)11. « κράτος μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης »: το κράτος μέλος, Ö όπου βρίσκεται μια εκ των εξής, Õ ð κατά την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης ασφάλισης ζωής: ï

α) στο οποίο ο αντισυμβαλλόμενος έχει τη συνήθη Ö η συνήθης Õ διαμονή του ή, Ö αντισυμβαλλομένου· Õ

β) εάν πρόκειται για Ö ο αντισυμβαλλόμενος είναι Õ νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο ευρίσκεται η εγκατάσταση του νομικού προσώπου στο οποίο Ö στην οποία Õ αναφέρεται η σύμβαση·

η) κράτος μέλος της παροχής των υπηρεσιών: το κράτος μέλος της υποχρέωσης, εφόσον η υποχρέωση έχει αναληφθεί από ασφαλιστική επιχείρηση ή υποκατάστημα που βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος·

ê 98/78/ΕΚ άρθρο 1 στοιχ. δ) (προσαρμοσμένο)

δ)12. « μητρική επιχείρηση »: νοείται η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου[45], καθώς και οποιαδήποτε επιχείρηση η οποία, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, ασκεί πράγματι δεσπόζουσα επιρροή επί άλλης επιχείρησης·

ê 98/78/ΕΚ άρθρο 1 στοιχ. ε) (προσαρμοσμένο)

ε)13. « θυγατρική επιχείρηση »: νοείται η Ö κάθε Õ θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ Ö , συμπεριλαμβανομένων των θυγατρικών της Õ και κάθε επιχείρηση επί της οποίας, σύμφωνα με τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, η μητρική επιχείρηση ασκεί πραγματικά δεσπόζουσα επιρροή. Όλες οι θυγατρικές άλλων θυγατρικών επιχειρήσεων θεωρούνται επίσης θυγατρικές της αρχικής μητρικής επιχείρησης·

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 1 στοιχ. στ), 2002/83/ΕΚ άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. θ) και 2005/68/ΕΚ άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. θ)

θ)14. « έλεγχος »: η σχέση που υφίσταται μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, ή παρεμφερής σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και επιχείρησης·

ê 95/26/ΕΚ άρθρο 2 σημ. 1 και 2002/83/ΕΚ άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. ιη) (προσαρμοσμένο)

ιη)15. « στενοί δεσμοί »: η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μέσω: Ö ελέγχου ή Õ

i) συμμετοχής, δηλαδή της άμεσης ή δι’ ενός δεσμού ελέγχου, κατοχής του 20 % ή άνω των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης, ή

ii) δεσμού ελέγχου, δηλαδή της σχέσης μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης, σε όλες τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, ή παρόμοιας σχέσης μεταξύ ενός φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης· κάθε θυγατρική επιχείρηση μιας άλλης θυγατρικής επιχείρησης θεωρείται και αυτή ως θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των εν λόγω επιχειρήσεων.

Θεωρείται επίσης ότι δημιουργεί στενούς δεσμούς μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων φυσικών ή νομικών, μιας κατάστασης κατά την οποία τα πρόσωπα αυτά συνδέονται σταθερά με το αυτό πρόσωπο διά δεσμού ελέγχου.·

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 2 παρ. 1 σημ. ιδ) i) (προσαρμοσμένο)

ιδ) ως «στενοί δεσμοί» νοείται μια κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με:

i)16. « συμμετοχή »,: δηλαδή Ö η Õ άμεση ή μέσω δεσμού ελέγχου κατοχή του 20 % τουλάχιστον των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης,· ή

ii) δεσμό ελέγχου, σε όλες τις περιπτώσεις τις οποίες αναφέρουν οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, ή με παρόμοια σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης·

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 1 στοιχ. ζ), 2002/83/ΕΚ άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. ι) και 2005/68/ΕΚ άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. ι) (προσαρμοσμένο)

ι)17. « ειδική συμμετοχή »: η κατοχή, άμεσα ή έμμεσα, τουλάχιστον 10 % του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης, ή κάθε άλλη δυνατότητα άσκησης ουσιαστικής επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης στην οποία υπάρχει συμμετοχή Ö αυτής Õ ·

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. ιγ) (προσαρμοσμένο)

ιγ)18. « ρυθμιζόμενη αγορά »: Ö μια από τις κάτωθι αγορές: Õ

α) Ö στην περίπτωση αγοράς που βρίσκεται Õ σε κράτος μέλος, μια ρυθμιζόμενη αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 σημείο 13 4 παράγραφος 1 σημείο 14 της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[46] και·

β) Ö στην περίπτωση αγοράς που βρίσκεται Õ σε τρίτη χώρα, η Ö χρηματοπιστωτική Õ αγορά Ö η οποία πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις: Õ

i) πρέπει να είναι αναγνωρισμένη από το κράτος μέλος καταγωγής της Ö ασφαλιστικής Õ επιχείρησης και να πληροί ανάλογες προϋποθέσεις Ö ανάλογες με εκείνες βάσει της οδηγίας 2004/39/ΕΚ· Õ .

ii) Οοι διαπραγματεύσιμοι χρηματοπιστωτικοί τίτλοι πρέπει να είναι ανάλογης ποιότητας προς τους διαπραγματεύσιμους τίτλους στην ή στις ρυθμιζόμενες αγορές του εν λόγω κράτους μέλους Ö καταγωγής Õ ·

ê 76/580/ΕΟΚ άρθρο 1 σημ. 1 και 2 (προσαρμοσμένο)

α) Λογιστική Μονάδα: η Ευρωπαϊκή Λογιστική Μονάδα (ΕΛΜ), όπως την ορίζει η υπ’ αριθ. 3289/75/ΕΚΑΧ απόφαση της Επιτροπής[47] (5). Όπου, στην παρούσα οδηγία, γίνεται αναφορά στην λογιστική μονάδα, ισχύει, από 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους ως ισοτιμία προς εθνικό νόμισμα, η τιμή της τελευταίας ημέρας του προηγουμένου Οκτωβρίου κατά την οποία διατίθενται οι ισοτιμίες της ΕΛΜ προς όλα τα νομίσματα της Κοινότητος·

ê 73/239/ΕΟΚ άρθρο 5 στοιχ. β)

β) νομισματική αντιστοιχία: το αντίκρυσμα των σε ορισμένο νόμισμα απαιτητών υποχρεώσεων, από στοιχεία του ενεργητικού εκφρασμένα ή ρευστοποιήσιμα στο αυτό νόμισμα·

ê 90/618/ΕΟΚ άρθρο 1 (προσαρμοσμένο)

α) όχημα: κάθε όχημα που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ·

β)19. « Ö εθνικό Õ γραφείο »: το εθνικό γραφείο ασφαλίσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 3 της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου[48]·

γ)20. « Ö εθνικό Õ ταμείο εγγυήσεως »: ο φορέας που Ö τον οποίο Õ αναφέρει το άρθρο 1 παράγραφος 4 της οδηγίας 84/5/ΕΟΚ του Συμβουλίου[49]·

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. ιζ)

ιζ) κεφάλαιο κινδύνου: ποσό ίσο προς το κεφάλαιο θανάτου μείον το μαθηματικό αποθεματικό του βασικού κινδύνου·

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 2 παρ. 1 (προσαρμοσμένο)

ιε)21. ως « χρηματοπιστωτική επιχείρηση »: νοείται ένας των κάτωθι οργανισμών:

iα) πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επικουρικής τραπεζικής υπηρεσίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 4 παράγραφοι 5 και 21 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ[50], 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [51] ·

iiβ) ασφαλιστική επιχείρηση, Ö ή Õ αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο θ) της οδηγίας 98/78/ΕΚ, 210 παράγραφος 1 στοιχείο ε)·

iiiγ) εταιρεία επενδύσεων ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ,·

ivδ) χρηματοοικονομική εταιρεία χαρτοφυλακίου μικτής δραστηριότητας, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος σημείο 15 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [52] ·

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 59 σημ. 2 στοιχ. β) (προσαρμοσμένο)

ιβ) ως «αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας» νοείται η επιχείρηση η οποία, εάν είχε την έδρα της εντός της Κοινότητας, θα χρειαζόταν διοικητική άδεια σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ·

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. ιστ) (προσαρμοσμένο)

ιστ)22. ως « φορέας ειδικού σκοπού »: νοείται οποιαδήποτε επιχείρηση, είτε έχει μορφή ανώνυμης εταιρίας ή όχι, η οποία δεν είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, αναλαμβάνει κινδύνους από ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και χρηματοδοτεί πλήρως την έκθεσή της στους ως άνω κινδύνους με τις εισπράξεις από ασφάλιση χρέους ή κάποιον Ö κάθε Õ άλλον χρηματοδοτικό μηχανισμό, όπου τα δικαιώματα επιστροφής των παρόχων αυτού του χρέους ή άλλου Ö του Õ χρηματοδοτικού μηχανισμού υπόκεινται στις υποχρεώσεις αντασφάλισης αυτού του φορέα Ö αυτής της επιχείρησης Õ ·

ò νέο

23. « εξωτερική ανάθεση »: συμφωνία, οποιασδήποτε μορφής, μεταξύ μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και ενός παρόχου υπηρεσιών, είτε πρόκειται για εποπτευόμενη οντότητα είτε όχι, με την οποία ο εν λόγω πάροχος υπηρεσιών αναλαμβάνει μια διαδικασία, παρέχει μια υπηρεσία ή εκτελεί μια δραστηριότητα, είτε άμεσα είτε με υπεργολαβική ανάθεση, που διαφορετικά θα είχε αναληφθεί από την ίδια την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση·

24. « κίνδυνος ασφαλιστικής κάλυψης »: ο κίνδυνος απώλειας ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, λόγω ακατάλληλων παραδοχών κατά την τιμολόγηση και τον σχηματισμό προβλέψεων·

25. « κίνδυνος αγοράς »: ο κίνδυνος απώλειας ή δυσμενούς μεταβολής στη χρηματοοικονομική κατάσταση, που απορρέει, άμεσα ή έμμεσα, από τις διακυμάνσεις στο επίπεδο και στη μεταβλητότητα των αγοραίων τιμών των περιουσιακών στοιχείων, των υποχρεώσεων και των χρηματοπιστωτικών μέσων·

26. « πιστωτικός κίνδυνος »: ο κίνδυνος απώλειας ή δυσμενούς μεταβολής στη χρηματοοικονομική κατάσταση, λόγω διακυμάνσεων στην πιστοληπτική κατάσταση των εκδοτών τίτλων, των αντισυμβαλλομένων και οιωνδήποτε άλλων χρεωστών, στον οποίο οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι εκτεθειμένες, με τη μορφή κινδύνου αθέτησης αντισυμβαλλομένου, κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων, ή συγκεντρώσεων κινδύνου αγοράς·

27. « λειτουργικός κίνδυνος »: ο κίνδυνος εμφάνισης ζημιών λόγω ακατάλληλων ή προβληματικών εσωτερικών διαδικασιών, ή λόγω προβλημάτων στα λειτουργικά συστήματα και το προσωπικό, ή λόγω εξωτερικών παραγόντων·

28. « κίνδυνος ρευστότητας »: ο κίνδυνος αδυναμίας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να εκποιήσουν επενδύσεις και άλλα περιουσιακά στοιχεία προκειμένου να προβούν στον διακανονισμό των οικονομικών τους υποχρεώσεων όταν αυτές καταστούν απαιτητές·

29. « κίνδυνος συγκέντρωσης »: όλα τα ανοίγματα με αρκετά σημαντική πιθανότητα ζημίας, σε βαθμό που να απειλούν τη φερεγγυότητα ή τη χρηματοοικονομική κατάσταση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων·

30. « τεχνικές μείωσης του κινδύνου »: όλες οι τεχνικές οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να μεταβιβάζουν τμήμα ή όλους τους κινδύνους τους σε άλλο μέρος·

31. « αποτελέσματα διαφοροποίησης »: η μείωση της έκθεσης στον κίνδυνο ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και ομίλων που συνδέεται με τη διαφοροποίηση των δραστηριοτήτων τους και απορρέει από το γεγονός ότι το δυσμενές αποτέλεσμα από κάποιο κίνδυνο μπορεί να αντισταθμιστεί από το ευνοϊκότερο αποτέλεσμα ενός άλλου κινδύνου, όταν οι κίνδυνοι αυτοί δεν είναι πλήρως συσχετισμένοι·

32. « εκτίμηση κατανομής πιθανότητας »: μια μαθηματική συνάρτηση η οποία προσδίδει μια πιθανότητα επέλευσης σε ένα διεξοδικό σύνολο αμοιβαία αποκλειόμενων μελλοντικών γεγονότων·

33. « μέτρηση κινδύνου »: μια μαθηματική συνάρτηση η οποία αποδίδει ένα νομισματικό ποσό σε μια δεδομένη εκτίμηση κατανομής πιθανότητας και αυξάνεται μονοτονικά με το επίπεδο έκθεσης στον κίνδυνο στο οποίο στηρίζεται η εν λόγω εκτίμηση κατανομής πιθανότητας·

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 2

2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου, η παροχή κάλυψης από αντασφαλιστική επιχείρηση σε ίδρυμα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/41/ΕΚ[53], όταν το κράτος μέλος καταγωγής του ιδρύματος το έχει επιτρέψει, θεωρείται επίσης δραστηριότητα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσης οδηγίας.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο δ), εξομοιώνεται με πρακτορείο ή υποκατάστημα κάθε μόνιμη παρουσία μιας αντασφαλιστικής επιχείρησης στο έδαφος κράτους μέλους, έστω και αν αυτή η παρουσία δεν έχει τη μορφή υποκαταστήματος ή πρακτορείου, αλλά υλοποιείται μέσω απλού γραφείου το οποίο διευθύνεται από το προσωπικό της ίδιας της επιχείρησης ή από ανεξάρτητο πρόσωπο εντεταλμένο να ενεργεί μονίμως για την επιχείρηση, όπως θα ενεργούσε ένα πρακτορείο.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ι) του παρόντος άρθρου, και στο πλαίσιο των άρθρων 12 και 19 έως 23, καθώς και των άλλων ποσοστών συμμετοχής που αναφέρονται στα άρθρα 19 έως 23, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που αναφέρονται στο άρθρο 92 της οδηγίας 2001/34/ΕΚ[54].

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στοιχείο ιβ), κάθε θυγατρική επιχείρηση μιας άλλης θυγατρικής επιχείρησης θεωρείται και αυτή θυγατρική της επιχείρησης που αποτελεί την επικεφαλής μητρική επιχείρηση όλων των εν λόγω επιχειρήσεων.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στοιχείο ιδ):

κάθε θυγατρική επιχείρηση μιας άλλης θυγατρικής επιχείρησης θεωρείται και αυτή θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των εν λόγω επιχειρήσεων.

θεωρείται επίσης ότι δημιουργεί στενούς δεσμούς μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων, φυσικών ή νομικών, μια κατάσταση κατά την οποία τα πρόσωπα αυτά συνδέονται μόνιμα με το αυτό πρόσωπο μέσω δεσμού ελέγχου.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 1 παρ. 2 και 2005/68/ΕΚ άρθρο 2

2. Κάθε φορά που στην παρούσα οδηγία γίνεται αναφορά στο ευρώ, η ισοτιμία σε εθνικό νόμισμα, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τις 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους και μετά, είναι η ισοτιμία της τελευταίας ημέρας του εκάστοτε προηγουμένου μηνός Οκτωβρίου, κατά την οποία είναι διαθέσιμες οι ισοτιμίες του ευρώ προς όλα τα σχετικά νομίσματα της Κοινότητας.

ê 2002/83/ΕΚ (προσαρμοσμένο)

ΤΙΤΛΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ II – Ö ΑΝΑΛΗΨΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ Õ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΖΩΗΣ

Άρθρο 14 Διοικητική άδεια Ö Άδεια Õ

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 4 (προσαρμοσμένο)

1. Η ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφάλισης Ö ή αντασφάλισης, καλυπτόμενης από την παρούσα οδηγία, Õ υπόκειται σε προηγούμενη χορήγηση διοικητικής άδειας.

2. Ö Την Õ άδεια αυτή Ö που αναφέρεται στην παράγραφο 1 Õ πρέπει να ζητεί Ö ζητούν Õ από τις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους μέλους καταγωγής Ö οι εξής Õ:

α) η επιχείρηση που εγκαθιστά την έδρα της στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους·

β) η Ö ασφαλιστική Õ επιχείρηση η οποία, αφού λάβει την άδεια που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο Ö σύμφωνα με την παράγραφο 1 Õ , Ö επιθυμεί να Õ επεκτείνει τις δραστηριότητές της στο σύνολο ενός κλάδου ή σε άλλους Ö ασφαλιστικούς Õ κλάδους, Ö πέραν εκείνων για τους οποίους ήδη διαθέτει άδεια· Õ .

ò νέο

γ) η αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία, αφού λάβει άδεια σύμφωνα με την παράγραφο 1, επιθυμεί να επεκτείνει τις δραστηριότητές της και σε άλλες αντασφαλιστικές δραστηριότητες, πέραν εκείνων για τις οποίες ήδη διαθέτει άδεια.

ê 2002/13/ΕΚ άρθρο 1 παρ. 1 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

3. Ωστόσο, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ð Το άρθρο 4 ï δεν παρεμποδίζουν Ö παρεμποδίζει Õ ένα αλληλασφαλιστικό συνεταιρισμό Ö μια επιχείρηση Õ να υποβάλει αίτηση για άδεια ή να συνεχίσει να έχει άδεια στα πλαίσια της παρούσας οδηγίας.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 5 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 15 Πεδίο εφαρμογής της διοικητικής άδειας

1. Η άδεια Ö βάσει του άρθρου 14 Õ ισχύει για το σύνολο της Κοινότητας και επιτρέπει στην επιχείρηση Ö στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις Õ να ασκήσει ασκήσουν ασφαλιστικές δραστηριότητες, είτε υπό Ö καλύπτει δε επίσης το Õ καθεστώς εγκατάστασης είτε υπό Ö και το Õ καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

2. Ö Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 14, Õ Ηη άδεια χορηγείται ανά κλάδο Ö πρωτασφάλισης, Õ όπως ορίζεται στο παράρτημα στο σημείο Α του παραρτήματος Ι ή στο παράρτημα ΙΙ. Καλύπτει ολόκληρο τον κλάδο, εκτός αν η αιτούσα επιχείρηση επιθυμεί να καλύπτει μόνον ένα μέρος των κινδύνων που περιλαμβάνει ο κλάδος αυτός.

ê 73/239/ΕΟΚ παράρτημα, σημ. A

Οι περιλαμβανόμενοι σε έναν κλάδο κίνδυνοι δεν δύνανται να ταξινομηθούν σε άλλο κλάδο εκτός των περιπτώσεων του σημείου Γ άρθρου 16 παράγραφος 1.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 5 παρ. 2 (προσαρμοσμένο)

Κάθε κράτος μέλος έχει τη διακριτική ευχέρεια να χορηγεί Ö Η Õ άδεια Ö μπορεί να χορηγείται Õ για πολλούς κλάδους, εφόσον η εθνική νομοθεσία Ö ενός κράτους μέλους Õ επιτρέπει την ταυτόχρονη άσκηση δραστηριότητας στους εν λόγω κλάδους.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 5 παρ. 2 (προσαρμοσμένο)

Ωστόσο:

α)3. Ö Όσον αφορά την ασφάλιση ζημιών, Õ κάθε κράτος μέλος έχει τη δυνατότητα να χορηγεί άδεια για τις ομάδες κλάδων που αναφέρονται στο σημείο Β του παραρτήματος I, δίδοντάς της την αντίστοιχη ονομασία που προβλέπεται σ’ αυτό·.

β) η άδεια που χορηγείται για κλάδο ή ομάδα κλάδων ισχύει επίσης για την κάλυψη των παρεπόμενων κινδύνων που περιλαμβάνονται σε άλλο κλάδο, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο σημείο Γ του παραρτήματος.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 5 παρ. 2 (προσαρμοσμένο)

Οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές δύνανται να περιορίζουν το πεδίο ισχύος της άδειας, που έχει ζητηθεί για έναν κλάδο, στις δραστηριότητες και μόνον που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων που αναφέρεται στο άρθρο 7 23.

ê 84/641/ΕΟΚ άρθρο 2 (προσαρμοσμένο)

4. Οι επιχειρήσεις που υπάγονται Ö υπόκεινται Õ στην παρούσα οδηγία μπορούν να διενεργούν Ö ασκήσουν Õ τη δραστηριότητα που αναφέρεται στο παρόν σημείο Ö άρθρο 6 Õ , μόνον όταν έχουν πάρει άδεια για τον κλάδο 18 του σημείου Α του παραρτήματος I, υπό την επιφύλαξη του σημείου Γ αυτού άρθρου 16 παράγραφος 1. Στην περίπτωση αυτή, για τις εργασίες αυτές ισχύει η παρούσα οδηγία.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 4 (προσαρμοσμένο)

25. Ö Όσον αφορά την αντασφάλιση, Õ Άάδεια χορηγείται για αντασφαλιστικές δραστηριότητες εκτός του κλάδου ζωής Ö αντασφάλισης ζημιών Õ , αντασφαλιστικές δραστηριότητες εκτός του κλάδου ζωής Ö αντασφάλισης ζωής Õ και για όλα τα είδη αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων, ανάλογα με το αίτημα του ενδιαφερομένου.

Ö Η αίτηση Õ Εεξετάζεται υπό το πρίσμα του προγράμματος δραστηριοτήτων, που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 6 στοιχείο β) και το άρθρο 11 18 παράγραφος 1 στοιχ. γ), καθώς και της ικανοποίησης των όρων που έχουν θεσπισθεί για την αδειοδότηση από το κράτος μέλος από το οποίο ζητείται η χορήγηση της άδειας.

ê 73/239/ΕΟΚ παράρτημα, σημ. Γ (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 16 Ö Παρεπόμενοι κίνδυνοι Õ

1. Η Ö ασφαλιστική Õ επιχείρηση που λαμβάνει Ö έχει λάβει Õ την άδεια για έναν κύριο κίνδυνο, που Ö ο οποίος Õ υπάγεται σε έναν κλάδο ή σε ομάδα κλάδων, Ö όπως ορίζεται στο παράρτημα Ι, Õ δύναται ομοίως να καλύπτει τους κινδύνους συμπεριλαμβανομένους σε άλλο κλάδο, χωρίς να απαιτείται άδεια για τους κινδύνους αυτούς, όταν Ö εφόσον οι εν λόγω κίνδυνοι πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις Õ :

α) συνδέονται με τον κυρίως κίνδυνο,·

β) αφορούν το αντικείμενο που καλύπτεται κατά του κυρίως κινδύνου,· και

γ) καλύπτονται δια του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το οποίο καλύπτει τον κυρίως κίνδυνο.

ê 87/344/ΕΟΚ άρθρο 9 (προσαρμοσμένο)

2. Πάντως Ö Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 Õ , οι κίνδυνοι που περιλαμβάνονται στους κλάδους 14, 15 και 17 του στο σημείου Α του παραρτήματος Ι δεν μπορούν να θεωρηθούν ως παρεπόμενοι κίνδυνοι άλλων κλάδων.

Πάντως, ο κίνδυνος που περιλαμβάνεται στον κλάδο 17 ( Ö η Õ ασφάλιση νομικής προστασίας) Ö , όπως ορίζεται στον κλάδο 17, Õ μπορεί να θεωρηθεί ως παρεπόμενος κίνδυνος του κλάδου 18, εφόσον πληρούνται οι όροι του πρώτου εδαφίου Ö της παραγράφου 1 και ένας εκ των κάτωθι όρων Õ :

α) και ο κύριος κίνδυνος αφορά μόνον τη βοήθεια που δίνεται Ö παρέχεται Õ στα πρόσωπα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά τη διάρκεια μετακινήσεων ή απουσιών από την κατοικία ή τον τόπο μόνιμης Ö συνήθους Õ διαμονής.·

β) Ηη ασφάλιση της νομικής προστασίας μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως παρεπόμενος κίνδυνος υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου, εφόσον αφορά διαφορές ή κινδύνους που προκύπτουν από τη χρήση θαλασσίων πλοίων ή σχετίζονται με τη χρήση αυτή.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 5 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 17 Μορφή της Ö ασφαλιστικής ή Õ αντασφαλιστικής επιχείρησης

1. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί από τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ζητούν τη χορήγηση άδειας Ö βάσει του άρθρου 14 Õ να υιοθετήσουν μία από τις μορφές που εμφαίνονται στο παράρτημα III I.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να δημιουργούν, εφόσον ενδείκνυται, επιχειρήσεις δημοσίου δικαίου οποιασδήποτε μορφής, υπό την προϋπόθεση ότι οι οντότητες αυτές διεξάγουν Ö ασφαλιστικές ή Õ αντασφαλιστικές εργασίες υπό όρους ισοδύναμους με εκείνους υπό τους οποίους λειτουργούν οι επιχειρήσεις ιδιωτικού δικαίου.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 64 (προσαρμοσμένο)

Ö 3. Η Επιτροπή δύναται να θεσπίσει εκτελεστικά μέτρα σχετικά με την επέκταση των μορφών που προβλέπονται στο παράρτημα III . Õ

ò νέο

Τα εν λόγω εκτελεστικά μέτρα, με σκοπό την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων συμπληρώνοντάς την, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

ê 2005/68/ ΕΚ άρθρο 6 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 18 Όροι Ö χορήγησης άδειας Õ

1. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί από τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ζητούν τη χορήγηση άδειας να:

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 6 (προσαρμοσμένο)

βα) Ö όσον αφορά τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, Õ να περιορίζουν τον σκοπό τους στην ασφαλιστική δραστηριότητα και στις Ö συναφείς Õ εργασίες που προκύπτουν άμεσα από αυτήν, εξαιρουμένης κάθε άλλης εμπορικής δραστηριότητας·

ê 2005/68/ ΕΚ άρθρο 6 (προσαρμοσμένο)

αβ) Ö όσον αφορά τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, να Õ περιορίζουν Ö τον σκοπό Õ τις δραστηριότητές τους στην αντασφάλιση Ö αντασφαλιστική δραστηριότητα Õ και στις συναφείς πράξεις Ö εργασίες Õ . Η απαίτηση αυτή είναι δυνατόν να συμπεριλαμβάνει τις δραστηριότητες και τη λειτουργία εταιρείας συμμετοχών στον χρηματοπιστωτικό τομέα, κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 8 της οδηγίας 2002/87/EΚ·

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 6 παρ. 1

ð νέο

γ) να υποβάλλουν πρόγραμμα δραστηριοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 7 23·

δ) να κατέχουν το ελάχιστο κεφάλαιο εγγύησης ð να διαθέτουν τα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτουν το απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, ï που προβλέπεται στο άρθρο 29 παράγραφος 2 127 παράγραφος 1 στοιχείο δ)·

ò νέο

ε) να αποδεικνύουν ότι θα είναι σε θέση να διαθέτουν επιλέξιμα ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 100 και επόμενα·

στ) να αποδεικνύουν ότι θα είναι σε θέση να διαθέτουν επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτουν τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, όπως προβλέπεται στο άρθρο 126 και επόμενα·

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 6 παρ. 1, 92/49/ΕΟΚ άρθρο 6 στοιχ. ε) και 2005/68/ΕΚ άρθρο 6 στοιχ. δ)

ð νέο

εζ) ð να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τη δομή του συστήματος διακυβέρνησης, που αναφέρεται στο κεφάλαιο IV τμήμα 2· ï να διοικούνται πραγματικά από πρόσωπα που πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις εντιμότητας και επαγγελματικών προσόντων ή πείρας.

ê 2000/26/ΕΚ άρθρο 8 στοιχ. α) (προσαρμοσμένο)

στη) Ö όσον αφορά την ασφάλιση ζημιών, να Õ ανακοινώνουν το όνομα και τη διεύθυνση του αντιπροσώπου Ö όλων των αντιπροσώπων Õ για τον διακανονισμό των ζημιών ο οποίος διορίζεται Ö , οι οποίοι διορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[55] Õ σε κάθε κράτος μέλος, εκτός από το κράτος μέλος στο οποίο ζητείται η άδεια, αν οι καλυπτόμενοι κίνδυνοι κατατάσσονται στον κλάδο 10 του σημείου στο σημείο Α του παραρτήματος I, πλην της ευθύνης του μεταφορέα.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 6 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

2. Η Ö ασφαλιστική Õ επιχείρηση η οποία ζητεί τη χορήγηση άδειας για την επέκταση των δραστηριοτήτων της σε άλλους κλάδους ή για την επέκταση άδειας που καλύπτει μέρος μόνον των κινδύνων ενός κλάδου οφείλει να υποβάλει πρόγραμμα δραστηριοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 9 23.

Επιπλέον Ö Επιπροσθέτως Õ , οφείλει να αποδείξει ότι διαθέτει το περιθώριο φερεγγυότητας ð τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας και των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, ï που προβλέπεται Ö προβλέπονται Õ στο άρθρο 16 100 παράγραφος 1 και στο άρθρο 126· και, εάν γι’ αυτούς τους άλλους κλάδους το άρθρο 17 παράγραφος 2 απαιτεί ελάχιστο κεφάλαιο εγγύησης υψηλότερο από το προηγούμενο, ότι διαθέτει αυτό το ελάχιστο κεφάλαιο.

ò νέο

3. Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2, η ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητες ασφάλισης ζωής, και ζητεί τη χορήγηση άδειας για την επέκταση των δραστηριοτήτων της στους κινδύνους που ταξινομούνται στους κλάδους 1 ή 2 στο σημείο Α του παραρτήματος Ι, όπως αναφέρεται στο άρθρο 72, οφείλει να αποδείξει τα εξής:

α) ότι διαθέτει τα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει το απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής και το απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για επιχειρήσεις ασφάλισης ζημιών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 127 παράγραφος 1 στοιχείο δ)·

β) ότι δεσμεύεται να ανταποκρίνεται στα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων, που αναφέρονται στο άρθρο 73 παράγραφος 3 και επόμενα.

4. Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2, η ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητες ασφάλισης ζημιών για τους κινδύνους που ταξινομούνται στους κλάδους 1 ή 2 στο σημείο Α του παραρτήματος Ι, και ζητεί τη χορήγηση άδειας για την επέκταση των δραστηριοτήτων της σε κινδύνους ασφάλισης ζωής, όπως αναφέρεται στο άρθρο 72, οφείλει να αποδείξει τα εξής:

α) ότι διαθέτει τα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει το απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής και το απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για επιχειρήσεις ασφάλισης ζημιών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 127 παράγραφος 1 στοιχείο δ)·

β) ότι δεσμεύεται να ανταποκρίνεται στα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων, που αναφέρονται στο άρθρο 73 παράγραφος 3 και επόμενα.

ê 2005/68/ ΕΚ άρθρο 7 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 19 Στενοί δεσμοί

1. Οσάκις υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ Ö της ασφαλιστικής ή Õ αντασφαλιστικής επιχείρησης και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές χορηγούν την άδεια λειτουργίας μόνον εφόσον οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν την ομαλή Ö αποτελεσματική Õ άσκηση των εποπτικών τους καθηκόντων.

2. Οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές αρνούνται την άδεια εφόσον οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας, στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, με τα οποία η Ö ασφαλιστική ή αντασφαλιστική Õ επιχείρηση έχει στενούς δεσμούς, ή Ö οι Õ δυσχέρειες σχετικές με Ö όσον αφορά Õ την εφαρμογή των διατάξεων αυτών παρεμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων τους.

3. Οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές απαιτούν από τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να τους παρέχουν τις πληροφορίες που ζητούν, ώστε να μπορούν οι αρχές αυτές να βεβαιώνονται ότι τηρούνται πάντοτε οι όροι που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

ê 2005/68/ ΕΚ άρθρο 8 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 20 Εταιρική έδρα Ö της ασφαλιστικής ή Õ αντασφαλιστικής επιχείρησης

Τα κράτη μέλη απαιτούν Ö να βρίσκεται Õ η εταιρική έδρα των Ö ασφαλιστικών ή Õ αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να βρίσκεται στο ίδιο κράτος μέλος όπου βρίσκεται και η καταστατική τους έδρα.

ê 2005/68/ ΕΚ άρθρο 9

Άρθρο 21 Όροι ασφαλιστηρίων συμβολαίων και τιμολόγια ασφαλίστρων

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 6 παρ. 5 (προσαρμοσμένο)

51. Τα κράτη μέλη δεν προβλέπουν διατάξεις, με τις οποίες απαιτείται η Ö απαιτούν την Õ προηγούμενη συγκατάθεση ή η Ö τη Õ συστηματική κοινοποίηση των γενικών και ειδικών όρων των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, των τιμολογίων, των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται ως βάση ιδίως για τον υπολογισμό των τιμολογίων και των τεχνικών αποθεματικών, και των υποδειγμάτων και άλλων εντύπων που η ασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να χρησιμοποιήσει στις σχέσεις της με τους αντισυμβαλλομένους Ö ή τις εκχωρούσες ή αντεκχωρούσες επιχειρήσεις Õ .

Κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου Ö Ωστόσο, για την ασφάλιση ζωής Õ , και αποκλειστικά και μόνον για να ελέγχεται η τήρηση των εθνικών διατάξεων σχετικά με τις αναλογιστικές αρχές, το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να απαιτεί τη συστηματική κοινοποίηση των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται ως βάση για τον υπολογισμό των τιμολογίων και των τεχνικών αποθεματικών,. χωρίς όμως ηΗ τήρηση της απαίτησης αυτής να μπορεί να Ö δεν Õ συνιστά για την ασφαλιστική επιχείρηση απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση της δραστηριότητάς της Ö τη χορήγηση άδειας στην επιχείρηση ασφάλισης ζωής Õ .

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 6 (προσαρμοσμένο)

2. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να διατηρούν ή να Ö ούτε Õ καθιερώνουν την προηγούμενη κοινοποίηση ή την έγκριση των προτεινόμενων αυξήσεων τιμολογίων παρά μόνον στο πλαίσιο ενός γενικότερου συστήματος ελέγχου των τιμών.

3. Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τΤα κράτη μέλη Ö μπορούν Õ να υποβάλλουν τις επιχειρήσεις που ζητούν ή έχουν λάβει άδεια για τον κλάδο 18 του σημείου Α του παραρτήματος I, σε έλεγχο ως προς το προσωπικό και το υλικό που χρησιμοποιούν άμεσα ή έμμεσα, συμπεριλαμβανομένων των επαγγελματικών προσόντων των ιατρικών ομάδων και της ποιότητας του εξοπλισμού που διαθέτουν προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους στο πλαίσιο αυτού του κλάδου.

34. Η παρούσα οδηγία δεν αποτελεί εμπόδιο στη διατήρηση ή θέσπιση από τΤα κράτη μέλη νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων Ö μπορούν να διατηρήσουν σε ισχύ ή να θεσπίσουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις, Õ οι οποίες προβλέπουν την έγκριση των καταστατικών και την κοινοποίηση κάθε εγγράφου που είναι αναγκαίο για την ομαλή άσκηση του ελέγχου.

ê 2005/68/ ΕΚ άρθρο 10 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 22 Οικονομικές απαιτήσεις της αγοράς

Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να απαιτούν την εξέταση αίτησης Ö να εξετάζεται η αίτηση Õ για τη χορήγηση άδειας υπό το πρίσμα των οικονομικών απαιτήσεων της αγοράς.

ê 2005/68/ ΕΚ άρθρο 11 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

Άρθρο 23 Πρόγραμμα δραστηριοτήτων

1. Το πρόγραμμα δραστηριοτήτων που αναφέρεται στο άρθρο 6 στοιχείο β) 18 παράγραφος 1 στοιχείο γ) περιλαμβάνει τα λεπτομερή ή ενδεικτικά στοιχεία που αφορούν Ö τα εξής Õ :

α) τη φύση των κινδύνων Ö ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων Õ τους οποίους Ö που προτίθεται να καλύψει Õ η Ö συγκεκριμένη ασφαλιστική ή Õ αντασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να καλύψει·

β) τα είδη Ö το είδος Õ των αντασφαλιστικών ρυθμίσεων τις οποίες Ö προτίθεται να πραγματοποιήσει Õ η αντασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να πραγματοποιήσει με τις εκχωρούσες επιχειρήσεις·

γ) τις κατευθυντήριες αρχές όσον αφορά Ö την αντασφάλιση και Õ την αντεκχώρηση·

δ) τα οικονομικά στοιχεία ð των βασικών ιδίων κεφαλαίων ï που συγκροτούν το ð απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων ï ελάχιστο κεφάλαιο εγγύησης ·

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 7 (προσαρμοσμένο)

δε) τις προβλέψεις για τα έξοδα εγκατάστασης των διοικητικών υπηρεσιών και του δικτύου παραγωγής, τα οικονομικά μέσα που προορίζονται για την αντιμετώπισή τους και, εάν οι κίνδυνοι που πρέπει να καλυφθούν κατατάσσονται στον κλάδο 18 του σημείου στο σημείο Α του παραρτήματος I, τα μέσα που διαθέτει η Ö ασφαλιστική Õ επιχείρηση για την παροχή της υποσχεθείσης υποσχεθείσας συνδρομής·.

ê 2005/68/ ΕΚ άρθρο 11 (προσαρμοσμένο)

2. Επιπλέον των απαιτήσεων της παραγράφου Ö που προβλέπονται στην παράγραφο Õ 1, για τις τρεις πρώτες εταιρικές χρήσεις, το πρόγραμμα δραστηριοτήτων περιλαμβάνει Ö τα εξής Õ :

α) προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, εκτός των εξόδων εγκατάστασης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες·

β) προβλέψεις σχετικά με τα ασφάλιστρα ή τις εισφορές και τις αξιώσεις αποζημίωσης·

γα) τον προβλεπόμενο ισολογισμό·

ò νέο

β) τις προβλέψεις για τις μελλοντικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, όπως προβλέπονται στο κεφάλαιο VI τμήμα 4 υποτμήμα 1, βάσει του προβλεπόμενου ισολογισμού, που αναφέρεται στο στοιχείο α), καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να συναχθούν αυτές οι προβλέψεις·

γ) τις προβλέψεις για τις μελλοντικές ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις,, όπως προβλέπονται στα άρθρα 126 και 126, βάσει του προβλεπόμενου ισολογισμού, που αναφέρεται στο στοιχείο α), καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να συναχθούν αυτές οι προβλέψεις·

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 11

ð νέο

δ) τις προβλέψεις σχετικά με τα χρηματοοικονομικά μέσα που προορίζονται να καλύψουν ð τα τεχνικά αποθεματικά, τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ï τις αναλήψεις υποχρεώσεων και ð τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας· ï το περιθώριο φερεγγυότητας.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 7 (προσαρμοσμένο)

και, ε) επιπλέον Ö όσον αφορά την ασφάλιση και την αντασφάλιση ζημιών, επίσης τα εξής Õ , για τις τρεις πρώτες εταιρικές χρήσεις:

εi) τις προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, εκτός των εξόδων εγκατάστασης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες·

στii) τις προβλέψεις σχετικά με τα ασφάλιστρα ή τις εισφορές και τις ασφαλιστικές ζημίες Ö αξιώσεις αποζημίωσης Õ ·

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 7 (προσαρμοσμένο)

στ) Επιπλέον Ö όσον αφορά την ασφάλιση ζωής, επίσης Õ , για τις τρεις πρώτες εταιρικές χρήσεις: ε) σχέδιο στο οποίο να εμφανίζονται λεπτομερώς οι προβλέψεις εσόδων και εξόδων, τόσο για τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης και τις αποδοχές αντασφάλισης όσο και για τις εκχωρήσεις αντασφάλισης·.

στ) την πιθανή ταμειακή κατάσταση·

ζ) τις προβλέψεις σχετικά με τους χρηματοοικονομικούς πόρους που προορίζονται να καλύψουν τις υποχρεώσεις και το περιθώριο φερεγγυότητας.

ê 2005/68/ ΕΚ άρθρο 12 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 24 Μέτοχοι και εταίροι με ειδικές συμμετοχές

1. Οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους μέλους καταγωγής δεν χορηγούν σε επιχείρηση άδεια ανάληψης Ö ασφαλιστικής ή Õ αντασφαλιστικής δραστηριότητας, εάν δεν τους έχει προηγουμένως ανακοινωθεί η ταυτότητα των μετόχων ή εταίρων, αμέσων ή εμμέσων, είτε φυσικών είτε νομικών προσώπων, που κατέχουν ειδική συμμετοχή στην επιχείρηση αυτή, καθώς και το ύψος αυτής της συμμετοχής.

Οι ίδιες Ö εν λόγω Õ αρχές δεν χορηγούν άδεια λειτουργίας, εάν, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη εξασφάλισης χρηστής και συνετής διαχείρισης της Ö ασφαλιστικής ή Õ αντασφαλιστικής επιχείρησης, δεν έχουν πεισθεί για την καταλληλότητα των εν λόγω μετόχων ή εταίρων.

ê 2007/44/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 1, άρθρο 2 σημ. 1 και άρθρο 4 σημ. 1 (προσαρμοσμένο)

2. Για τους σκοπούς του ορισμού αυτού της παραγράφου 1, στο πλαίσιο των άρθρων 8 και 15, και των άλλων ποσοστών συμμετοχής που προβλέπει το άρθρο 15, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που καθορίζονται στα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, καθώς και οι όροι για την άθροισή τους που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας.

Τα κράτη μέλη δεν λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου τις οποίες τυχόν κατέχουν επιχειρήσεις επενδύσεων («ΕΠΕΥ») ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του τμήματος Α του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, υπό τον όρο ότι, αφενός, τα εν λόγω δικαιώματα δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και, αφετέρου, εφόσον μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.

ê 73/239/ΕΟΚ άρθρο 12, 2002/83/ΕΚ άρθρο 9 και 2005/68/ΕΚ άρθρο 13

Άρθρο 25 Άρνηση χορήγησης άδειας

Κάθε αρνητική απόφαση πρέπει να αιτιολογείται επακριβώς και να κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση.

ê 73/239/ΕΟΚ άρθρο 12, 2002/83/ΕΚ άρθρο 9 και 2005/68/ΕΚ άρθρο 13 (προσαρμοσμένο)

Κάθε κράτος μέλος προβλέπει δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων κατά πάσης αρνητικής αποφάσεως Ö σε περίπτωση αρνητικής απόφασης Õ .

ê 73/239/ΕΟΚ άρθρο 12, 2002/83/ΕΚ άρθρο 9 και 2005/68/ΕΚ άρθρο 13 (προσαρμοσμένο)

Τα αυτά ένδικα μέσα προβλέπονται και για την περίπτωση που οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές δεν αποφανθούν επί της αιτήσεως αδείας εντός έξι μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 60 σημ. 2 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 26 Εκ των προτέρων Ö Προηγούμενες Õ διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές άλλων κρατών μελών

1. Η χορήγηση άδειας σε Ö μια Õ επιχείρηση ασφαλίσεων ζωής αποτελεί το αντικείμενο εκ των προτέρων Ö προηγούμενης Õ διαβούλευσης με τις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του άλλου εμπλεκόμενου κράτους μέλους, εφόσον η επιχείρηση αυτή Ö είναι μια από τις κάτωθι οντότητες Õ :

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 14, άρθρο 57 σημ. 1 και άρθρο 60 σημ. 2 (προσαρμοσμένο)

α) είναι θυγατρική ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία έχει λάβει άδεια στο άλλο κράτος μέλος· ή

β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία έχει λάβει άδεια στο άλλο κράτος μέλος· ή

γ) Ö επιχείρηση που Õ ελέγχεται από το ίδιο πρόσωπο, είτε φυσικό είτε νομικό, το οποίο ελέγχει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία έχει λάβει άδεια στο άλλο κράτος μέλος.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 60 σημ. 2 (προσαρμοσμένο)

2. Η χορήγηση άδειας σε Ö ασφαλιστική Õ επιχείρηση ασφαλίσεων ζωής αποτελεί το αντικείμενο εκ των προτέρων Ö προηγούμενης Õ διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή Ö τις αρχές Õ του άλλου εμπλεκόμενου Ö σχετικού Õ κράτους μέλους η οποία Ö οι οποίες Õ είναι υπεύθυνη Ö υπεύθυνες Õ για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των εταιρειών επενδύσεων, εφόσον η επιχείρηση αυτή Ö είναι μια από τις κάτωθι οντότητες Õ :

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 14, άρθρο 57 παρ. 1 και άρθρο 60 παρ. 2 (προσαρμοσμένο)

α) είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας επενδύσεων που έχει λάβει άδεια εντός της Κοινότητας· ή

β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας επενδύσεων που έχει λάβει άδεια εντός της Κοινότητας· ή

γ) Ö επιχείρηση που Õ ελέγχεται από το ίδιο πρόσωπο, είτε φυσικό είτε νομικό, το οποίο ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα ή εταιρεία επενδύσεων που έχει λάβει άδεια εντός της Κοινότητας.

ê 2002/87/ΕΚ άρθρο 22 σημ. 1, και 2005/68/ΕΚ άρθρο 14 και άρθρο 60 σημ. 2 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

3. Οι σχετικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 διαβουλεύονται μεταξύ τους, ιδίως όταν αξιολογούν την καταλληλότητα των μετόχων, καθώς και ð τις απαιτήσεις ικανότητας και ήθους όλων των προσώπων, τα οποία διοικούν ουσιαστικά την επιχείρηση ή ασκούν άλλα βασικά καθήκοντα ï την εντιμότητα και την ικανότητα των διευθυντικών στελεχών που Ö και τα οποία Õ συμμετέχουν στη διαχείριση άλλης οντότητας του ίδιου ομίλου.

Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων, καθώς και ð τις απαιτήσεις ικανότητας και ήθους όλων των προσώπων, τα οποία διοικούν ουσιαστικά την επιχείρηση ή ασκούν άλλα βασικά καθήκοντα ï την εντιμότητα και την ικανότητα των διευθυντικών στελεχών , η οποία ενδιαφέρει Ö οι οποίες ενδιαφέρουν Õ τις άλλες αρμόδιες αρχές, όταν πρόκειται για τη χορήγηση άδειας, καθώς και για τον διαρκή έλεγχο της εφαρμογής των όρων λειτουργίας.

ê 2002/83/ΕΚ (προσαρμοσμένο)

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ

ΟΡΟΙ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 III

ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ Ö ΕΠΟΠΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ Õ

ò νέο

Άρθρο 27 Βασικός σκοπός της εποπτείας

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εποπτικές αρχές να διαθέτουν τα αναγκαία μέσα για την επίτευξη του βασικού σκοπού της εποπτείας, ήτοι την προστασία των αντισυμβαλλομένων και των δικαιούχων.

Άρθρο 28 Γενικές αρχές της εποπτείας

1. Η εποπτεία βασίζεται σε προβλεπτική προσέγγιση, επικεντρωμένη στους κινδύνους. Περιλαμβάνει την εξακρίβωση, επί συνεχούς βάσεως, της ορθής λειτουργίας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων και τη συμμόρφωση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων προς τις διατάξεις περί εποπτείας.

2. Η εποπτεία ασκείται τόσο εντός όσο και εκτός των χώρων της επιχείρησης.

3. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την εφαρμογή των απαιτήσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία κατά τρόπο ανάλογο προς τη φύση, την πολυπλοκότητα και την κλίμακα των εγγενών κινδύνων στις δραστηριότητες των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 15 και 2002/83/ΕΚ άρθρο 10 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

Άρθρο 29 Αρμόδιες Ö Εποπτικές Õ αρχές και αντικείμενο Ö πεδίο εφαρμογής της Õ εποπτείας

1. Η χρηματοοικονομική εποπτεία μιας ασφαλιστικής επιχείρησης Ö των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων Õ , συμπεριλαμβανομένης της εποπτείας των δραστηριοτήτων που αυτή ασκεί Ö αυτές ασκούν Õ μέσω υποκαταστημάτων ή υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, υπόκειται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους μέλους καταγωγής.

Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής έχουν λόγους να θεωρούν ότι οι δραστηριότητες μιας αντασφαλιστικής επιχείρησης θα μπορούσαν να αποβούν επιβλαβείς για την οικονομική ευρωστία της επιχείρησης, ενημερώνουν σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εν λόγω επιχείρησης. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής εξακριβώνουν αν η επιχείρηση τηρεί τους κανόνες εποπτείας που θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία.

2. Η χρηματοοικονομική εποπτεία δυνάμει της παραγράφου 1 περιλαμβάνει την εξακρίβωση, για το σύνολο των δραστηριοτήτων της Ö ασφαλιστικής ή Õ αντασφαλιστικής επιχείρησης, της κατάστασης της φερεγγυότητάς της, της σύστασης τεχνικών προβλέψεων Ö αποθεματικών Õ και των ð επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων ï περιουσιακών στοιχείων που τις καλύπτουν , σύμφωνα με τους κανόνες και τις πρακτικές που εφαρμόζονται στο κράτος μέλος καταγωγής, δυνάμει διατάξεων που έχουν εκδοθεί Ö θεσπιστεί Õ σε κοινοτικό επίπεδο.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 9 (προσαρμοσμένο)

Σε περίπτωση που οι εν λόγω Ö σχετικές ασφαλιστικές Õ επιχειρήσεις έχουν λάβει την άδεια να καλύπτουν τους κινδύνους που κατατάσσονται στον κλάδο 18 του σημείου στο σημείο Α του παραρτήματος I, η εποπτεία επεκτείνεται επίσης στον έλεγχο των τεχνικών μέσων που διαθέτουν οι Ö ασφαλιστικές Õ επιχειρήσεις αυτές για την καλή εκτέλεση των πράξεων συνδρομής Ö εργασιών βοήθειας Õ που έχουν δεσμευθεί να πραγματοποιήσουν, στον βαθμό που η νομοθεσία του κράτους μέλους καταγωγής προβλέπει έλεγχο των εν λόγω μέσων.

3. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής απαιτούν από κάθε ασφαλιστική επιχείρηση να διαθέτει καλή διοικητική και λογιστική οργάνωση και κατάλληλες διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 10 παρ. 1 (προσαρμοσμένο)

1 3. Εάν οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους μέλους Ö όπου βρίσκεται ο κίνδυνος ή του κράτους μέλους Õ της ασφαλιστικής υποχρέωσης έχουν λόγους να θεωρούν ότι οι δραστηριότητες μιας ασφαλιστικής Ö ή αντασφαλιστικής Õ επιχείρησης θα μπορούσαν να αποβούν επιβλαβείς για την οικονομική ευρωστία της επιχείρησης, ενημερώνουν περί αυτού τις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εν λόγω επιχείρησης.

Οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους μέλους καταγωγής εξακριβώνουν εάν η επιχείρηση τηρεί τις αρχές της συνετής διαχείρισης, όπως ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

ò νέο

Άρθρο 30 Διαφάνεια και λογοδοσία

1. Οι εποπτικές αρχές εκτελούν τα καθήκοντά τους με διαφάνεια και υπόκεινται σε λογοδοσία, με δέουσα μέριμνα για την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών.

2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη δημοσιοποίηση των ακόλουθων πληροφοριών:

α) των κειμένων των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων, καθώς και των γενικών οδηγιών στον τομέα των ασφαλιστικών κανονιστικών ρυθμίσεων·

β) των γενικών κριτηρίων και μεθόδων που χρησιμοποιούνται κατά τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης, που προβλέπεται στο άρθρο 36·

γ) συγκεντρωτικών στατιστικών δεδομένων που αφορούν βασικές πτυχές της εφαρμογής του προληπτικού πλαισίου·

δ) του τρόπου εφαρμογής των εναλλακτικών λύσεων και των προαιρετικών επιλογών που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία·

ε) των στόχων της εποπτείας, καθώς και των βασικών λειτουργιών και δραστηριοτήτων της.

Οι πληροφορίες, που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, πρέπει να επαρκούν για την πραγματοποίηση σύγκρισης μεταξύ των εποπτικών προσεγγίσεων που ακολουθούν οι εποπτικές αρχές των διαφόρων κρατών μελών.

Οι πληροφορίες δημοσιοποιούνται με κοινό μορφότυπο και επικαιροποιούνται τακτικά. Διατίθενται συγκεντρωμένες σε μια ενιαία ηλεκτρονική διεύθυνση σε κάθε κράτος μέλος.

3. Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν διαφανείς διαδικασίες όσον αφορά τον διορισμό και την παύση των μελών των διοικητικών και διαχειριστικών οργάνων των εποπτικών τους αρχών.

4. Η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα όσον αφορά την παράγραφο 2, στα οποία διευκρινίζονται οι βασικές πτυχές για τις οποίες πρόκειται να δημοσιοποιούνται συγκεντρωτικά στατιστικά δεδομένα, καθώς και ο μορφότυπος, η δομή, το περιεχόμενο και η ημερομηνία δημοσίευσης των πληροφοριών.

Τα εν λόγω μέτρα, με σκοπό την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 60 σημ. 3 (προσαρμοσμένο)

Ö Άρθρο 31 Απαγόρευση απόρριψης συμβάσεων αντασφάλισης ή αντεκχώρησης Õ

1. Το κράτος μέλος καταγωγής της Ö μιας Õ ασφαλιστικής επιχείρησης δεν απορρίπτει μια αντασφαλιστική σύμβαση που συνάπτεται από αυτή την ασφαλιστική επιχείρηση με αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία έχει λάβει άδεια σύμφωνα με την οδηγία 2005/68/ΕΚ, ή με άλλη ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με την οδηγία 73/239/ΕΟΚ ή την παρούσα οδηγία το άρθρο 14, για λόγους που συνδέονται άμεσα με την οικονομική ευρωστία της Ö αντισυμβαλλόμενης Õ αντασφαλιστικής ή της ασφαλιστικής επιχείρησης.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 15 (προσαρμοσμένο)

32. Το κράτος μέλος καταγωγής της Ö μιας Õ αντασφαλιστικής επιχείρησης δεν απορρίπτει σύμβαση αντεκχώρησης η οποία συνάπτεται μεταξύ αυτής της αντασφαλιστικής επιχείρησης και αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία έχει λάβει άδεια σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ή ασφαλιστικής επιχείρησης η οποία έχει λάβει άδεια σύμφωνα με την οδηγία 73/239/EΟΚ ή την οδηγία 2002/83/EΚ το άρθρο 14, για λόγους συνδεόμενους άμεσα με την οικονομική ευρωστία της αντισυμβαλλόμενης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

4. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής απαιτούν από κάθε αντασφαλιστική επιχείρηση να εφαρμόζει ορθολογικές διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες και κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 16 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 32 Εποπτεία των υποκαταστημάτων με έδρα σε άλλο κράτος μέλος

Το κράτος μέλος του υποκαταστήματος προβλέπει Ö Τα κράτη μέλη προβλέπουν Õ ότι, όταν μια Ö ασφαλιστική ή Õ αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος ασκεί τις δραστηριότητές της μέσω υποκαταστήματος, οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους μέλους καταγωγής μπορούν, αφού πρώτα ενημερώσουν τις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του Ö σχετικού Õ κράτους μέλους του υποκαταστήματος Ö υποδοχής Õ , να προβαίνουν οι ίδιες ή μέσω εντεταλμένων γι’ αυτόν τον σκοπό προσώπων, στην επιτόπια εξακρίβωση Ö σε επιτόπιες εξακριβώσεις Õ των πληροφοριών που είναι αναγκαίες για να εξασφαλίζεται η χρηματοπιστωτική εποπτεία της επιχείρησης.

Οι αρχές του Ö σχετικού Õ κράτους μέλους του υποκαταστήματος Ö υποδοχής Õ μπορούν να συμμετέχουν στην εξακρίβωση αυτή Ö στις εξακριβώσεις αυτές Õ.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 13 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 33 Λογιστικά, στοιχεία άσκησης ελέγχου και στατιστικά στοιχεία: Εποπτικές αρχές

ê 84/641/ΕΟΚ άρθρο 11 (προσαρμοσμένο)

1. Κάθε κράτος μέλος επιβάλλει Ö Τα κράτη μέλη επιβάλλουν Õ στις Ö ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές Õ επιχειρήσεις που εδρεύουν στο έδαφός του Ö τους Õ , την ετήσια υποβολή απολογισμού όλων των εργασιών τους, της οικονομικής κατάστασής τους, της φερεγγυότητάς τους και, όσον αφορά την κάλυψη των κινδύνων που έχουν καταταχθεί Ö ταξινομηθεί Õ υπό τον αριθμό στον κλάδο 18 του σημείου στο σημείο Α του παραρτήματος I, των άλλων μέσων που διαθέτουν για να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, εφόσον η νομοθεσία του Ö των Õ εν λόγω κράτους μέλους Ö κρατών μελών Õ προβλέπει έλεγχο Ö εποπτεία Õ των μέσων αυτών.

ê 87/343/ΕΟΚ άρθρο 1 σημ. 7 (προσαρμοσμένο)

12. Όσον αφορά την ασφάλιση πιστώσεων, η επιχείρηση Ö ασφάλισης ζημιών Õ πρέπει να τηρεί στη διάθεση της εποπτεύουσας αρχής Ö των εποπτικών αρχών Õ λογιστικές καταστάσεις οι οποίες θα αναφέρουν τα τεχνικά αποτελέσματα και τα τεχνικά αποθέματα Ö αποθεματικά Õ που έχουν σχέση με τη δραστηριότητα αυτή.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 17 (προσαρμοσμένο)

23. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις Ö ασφαλιστικές και Õ αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους στην επικράτειά Ö στο έδαφος Õ τους, να τους παρέχουν Ö υποβάλλουν Õ περιοδικά τα έγγραφα που είναι αναγκαία για την άσκηση της εποπτείας, καθώς και τα σχετικά στατιστικά στοιχεία.

Οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές ανταλλάσσουν τα έγγραφα και τα πληροφοριακά στοιχεία που είναι χρήσιμα για την άσκηση της εποπτείας.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 13 (προσαρμοσμένο)

Ö Άρθρο 34 Γενικές εποπτικές εξουσίες Õ

ò νέο

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές διαθέτουν την εξουσία να λαμβάνουν προληπτικά και επανορθωτικά μέτρα, προκειμένου να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων προς τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

2. Οι εποπτικές αρχές διαθέτουν την εξουσία να λαμβάνουν κάθε είδους μέτρο, συμπεριλαμβανομένων ενδεχομένως των μέτρων διοικητικής ή οικονομικής φύσεως, έναντι των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και των μελών του διοικητικού ή διαχειριστικού οργάνου τους ή των προσώπων που ελέγχουν αυτό το όργανο.

3. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές διαθέτουν την εξουσία να απαιτούν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τη άσκηση της εποπτείας, σύμφωνα με το άρθρο 35.

4. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές διαθέτουν την εξουσία να διαμορφώνουν, επιπλέον του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας και όπου ενδείκνυται, ποσοτικά εργαλεία, στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης, προκειμένου να αξιολογούν την ικανότητα των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να αντιμετωπίζουν πιθανά γεγονότα ή μελλοντικές μεταβολές στις οικονομικές συνθήκες που θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη συνολική χρηματοοικονομική της κατάσταση. Οι εποπτικές αρχές απαιτούν να πραγματοποιούνται οι σχετικές δοκιμές από τις επιχειρήσεις.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 13 (προσαρμοσμένο)

Ö 5. Οι εποπτικές αρχές διαθέτουν την εξουσία να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους στους χώρους των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Õ

ò νέο

6. Οι εποπτικές εξουσίες ασκούνται σε εύθετο χρόνο και με ανάλογο τρόπο.

ò νέο

7. Οι εξουσίες έναντι των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 5, ισχύουν επίσης και για δραστηριότητες ασφαλιστικών και επιχειρήσεων που έχουν ανατεθεί εξωτερικά.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 13 (προσαρμοσμένο)

8.γ) να εξασφαλίζουν την εφαρμογή των προαναφερόμενων μέτρων Ö Τα μέτρα που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 5 και 7 εφαρμόζονται Õ , εν ανάγκη με αναγκαστική εκτέλεση, προσφεύγοντας ενδεχομένως στις δικαστικές αρχές.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 13 (προσαρμοσμένο)

3. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει όλα τα χρήσιμα μέτρα, ώστε οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν τις απαραίτητες εξουσίες και τα μέσα για την εποπτεία των δραστηριοτήτων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που έχουν την εταιρική τους έδρα στο έδαφός τους, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που ασκούνται εκτός του εδάφους αυτού, σύμφωνα με τις οδηγίες του Συμβουλίου σχετικά με τις εν λόγω δραστηριότητες και ενόψει της εφαρμογής τους.

Οι προαναφερόμενες εξουσίες και μέσα πρέπει ιδίως να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα:

α) να ενημερώνονται λεπτομερώς σχετικά με την κατάσταση της ασφαλιστικής επιχείρησης και το σύνολο των δραστηριοτήτων της, ιδίως:

- συλλέγοντας στοιχεία ή απαιτώντας την υποβολή εγγράφων που αφορούν την ασφαλιστική δραστηριότητα,

- πραγματοποιώντας επιτόπιες εξακριβώσεις στις εγκαταστάσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης·

β) να λαμβάνουν, έναντι της ασφαλιστικής επιχείρησης, των υπεύθυνων διευθυντικών στελεχών της ή των προσώπων που την ελέγχουν, όλα τα κατάλληλα και αναγκαία μέτρα, ώστε οι δραστηριότητες της επιχείρησης να είναι πάντα σύμφωνες με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις τις οποίες υποχρεούται να τηρεί η επιχείρηση στα διάφορα κράτη μέλη, και ιδίως με το πρόγραμμα δραστηριότητας, εφόσον αυτό παραμένει υποχρεωτικό, και για να αποφεύγεται ή να καταστέλλεται κάθε παρατυπία που θα μπορούσε να βλάψει τα συμφέροντα των ασφαλισμένων·

ò νέο

Άρθρο 35 Παρεχόμενες πληροφορίες για σκοπούς εποπτείας

1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να υποβάλλουν στις εποπτικές αρχές τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τους σκοπούς της εποπτείας. Οι πληροφορίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκτέλεση των ακόλουθων καθηκόντων, στο πλαίσιο της εφαρμογής της διαδικασίας που αναφέρεται στο άρθρο 36:

α) για την αξιολόγηση του συστήματος διακυβέρνησης που εφαρμόζουν οι επιχειρήσεις, των δραστηριοτήτων που ασκούν, των αρχών αποτίμησης που εφαρμόζουν για σκοπούς φερεγγυότητας, των κινδύνων που αντιμετωπίζουν και των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων, καθώς και της κεφαλαιακής τους δομής, των αναγκών τους σε κεφάλαια και της διαχείρισης του κεφαλαίου τους·

β) για τη λήψη των όποιων ενδεδειγμένων αποφάσεων επιβάλλονται από την άσκηση των εποπτικών δικαιωμάτων και καθηκόντων τους.

2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές διαθέτουν τις ακόλουθες εξουσίες:

α) να καθορίζουν τη φύση, την έκταση και τον μορφότυπο των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τις οποίες απαιτούν να υποβάλλουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά τις ακόλουθες χρονικές στιγμές:

i) κατά προκαθορισμένες περιόδους·

ii) σε περίπτωση προκαθορισμένων γεγονότων·

iii) κατά τη διάρκεια ερευνών σχετικά με την κατάσταση μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·

β) να λαμβάνουν κάθε πληροφορία σχετικά με τις συμβάσεις που βρίσκονται στην κατοχή διαμεσολαβητών ή σχετικά με τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί με τρίτους·

γ) να ζητούν πληροφορίες από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες, όπως ελεγκτές και αναλογιστές.

3. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 περιλαμβάνουν τα εξής:

α) ποιοτικά ή ποσοτικά στοιχεία, ή κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους·

β) στοιχεία που αφορούν το ιστορικό, τη σημερινή κατάσταση ή την προβλεπόμενη κατάσταση, ή κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους·

γ) δεδομένα από εσωτερικές ή εξωτερικές πηγές, ή κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους.

4. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 πληρούν τις ακόλουθες αρχές:

α) πρέπει να αντικατοπτρίζουν τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της συγκεκριμένης επιχείρησης·

β) πρέπει να είναι ευπρόσιτες, πλήρεις από κάθε σημαντική άποψη, συγκρίσιμες και να έχουν χρονική συνέπεια·

γ) πρέπει να είναι σχετικές με το θέμα, αξιόπιστες και κατανοητές.

5. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να διαθέτουν κατάλληλα συστήματα και δομές, προκειμένου να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των παραγράφων 1 έως 4, καθώς και τεκμηριωμένη πολιτική, εγκεκριμένη από το διοικητικό ή διαχειριστικό όργανο της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ώστε να εξασφαλίζεται συνεχώς η καταλληλότητα των πληροφοριών που υποβάλλονται.

6. Η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα, στα οποία διευκρινίζονται οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 5, με σκοπό να εξασφαλιστεί, στον κατάλληλο βαθμό, σύγκλιση της εποπτικής πληροφόρησης.

Τα εν λόγω μέτρα, με σκοπό την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας,, συμπληρώνοντάς την, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 13 και 2005/68/ΕΚ άρθρο 17 παρ. 4 (προσαρμοσμένο)

Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να ζητούν οποιοδήποτε στοιχείο σχετικά με τις συμβάσεις που βρίσκονται στην κατοχή διαμεσολαβητών.

ò νέο

Άρθρο 36 Διαδικασία εποπτικής εξέτασης

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές εξετάζουν και αξιολογούν τις στρατηγικές, διεργασίες και διαδικασίες πληροφόρησης, που έχουν καθιερωθεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, προκειμένου να συμμορφώνονται προς τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Η εν λόγω εξέταση και αξιολόγηση περιλαμβάνει την αξιολόγηση των ποιοτικών απαιτήσεων σχετικά με το σύστημα διακυβέρνησης, την αξιολόγηση των κινδύνων που αντιμετωπίζουν ή ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι σχετικές επιχειρήσεις και την αξιολόγηση της ικανότητας των εν λόγω επιχειρήσεων να προβαίνουν σε εκτίμηση αυτών των κινδύνων, λαμβανομένου υπόψη του περιβάλλοντος στο οποίο λειτουργούν οι επιχειρήσεις.

2. Οι εποπτικές αρχές εξετάζουν και αξιολογούν ιδίως τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις που αφορούν τα εξής:

α) το σύστημα διακυβέρνησης, που προβλέπεται στο κεφάλαιο IV τμήμα 2·

β) τα τεχνικά αποθεματικά, που προβλέπονται στο κεφάλαιο VI τμήμα 2·

γ) τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, που προβλέπονται στο κεφάλαιο VI τμήματα 4 και 5·

δ) τους επενδυτικούς κανόνες, που προβλέπονται στο κεφάλαιο VI τμήμα 6·

ε) την ποιότητα και την ποσότητα των ιδίων κεφαλαίων, που προβλέπονται στο κεφάλαιο VI τμήμα 3·

στ) σε περίπτωση που η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση χρησιμοποιεί πλήρες ή μερικό εσωτερικό υπόδειγμα, τη συνεχή συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις για πλήρη και μερικά εσωτερικά υποδείγματα, που προβλέπονται στο κεφάλαιο VI τμήμα 4 υποτμήμα 3.

3. Οι εποπτικές αρχές διαθέτουν κατάλληλα εργαλεία παρακολούθησης, τα οποία τους παρέχουν τη δυνατότητα να επισημαίνουν την όποια επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και να παρακολουθούν τον τρόπο επανόρθωσης αυτής της κατάστασης.

4. Οι εποπτικές αρχές αξιολογούν την επάρκεια των μεθόδων και πρακτικών τις οποίες εφαρμόζουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, προκειμένου να επισημαίνουν τα πιθανά γεγονότα ή μελλοντικές μεταβολές στις οικονομικές συνθήκες που θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη συνολική χρηματοοικονομική κατάσταση των σχετικών επιχειρήσεων.

Οι εποπτικές αρχές αξιολογούν την ικανότητα των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να ανταπεξέρχονται στην περίπτωση τέτοιων πιθανών γεγονότων ή μελλοντικών μεταβολών στις οικονομικές συνθήκες.

5. Οι εποπτικές αρχές διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες προκειμένου να απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αποκαθιστούν τις αδυναμίες ή τις ελλείψεις που επισημάνθηκαν κατά τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης.

6. Η εξέταση και αξιολόγηση διενεργούνται τακτικά.

Οι εποπτικές αρχές καθορίζουν την ελάχιστη συχνότητα και το αντικείμενο των εξετάσεων και αξιολογήσεων, που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 4, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Άρθρο 37 Πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση

1. Κατόπιν της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης, οι εποπτικές αρχές δύνανται, σε εξαιρετικές περιστάσεις και με αιτιολογημένη απόφαση, να επιβάλλουν πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση σε μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση. Η δυνατότητα αυτή υπάρχει μόνον στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) η εποπτική αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, όπως υπολογίζεται με τον κανονικό τύπο, σύμφωνα με το κεφάλαιο VI τμήμα 4 υποτμήμα 2, και το αίτημα βάσει του άρθρου 117 απεδείχθη αναποτελεσματικό ή ενόσω καταρτίζεται μερικό ή πλήρες εσωτερικό υπόδειγμα, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο·

β) η εποπτική αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, όπως υπολογίζεται με εσωτερικό υπόδειγμα ή μερικό εσωτερικό υπόδειγμα, σύμφωνα με το κεφάλαιο VI τμήμα 4 υποτμήμα 3, διότι ορισμένοι ποσοτικοποιήσιμοι κίνδυνοι δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη και η προσαρμογή του υποδείγματος, ώστε να αντικατοπτρίζει καλύτερα το δεδομένο προφίλ κινδύνου, δεν πραγματοποιήθηκε μέσα σε κατάλληλο χρονικό διάστημα·

γ) η εποπτική αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το σύστημα διακυβέρνησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τα πρότυπα που καθορίζονται στο κεφάλαιο IV τμήμα 2, ότι οι εν λόγω αποκλίσεις την εμποδίζουν να είναι σε θέση να εκτιμήσει και να διαχειριστεί ορθά τους κινδύνους, στους οποίους εκτίθεται ή θα μπορούσε να εκτεθεί, και η εφαρμογή, καθ’ αυτήν, άλλων μέτρων δεν φαίνεται πιθανό ότι θα αποκαταστήσει επαρκώς τις ελλείψεις μέσα σε κατάλληλο χρονικό διάστημα.

2 Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β), η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση υπολογίζεται κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση της επιχείρησης προς το άρθρο 101 παράγραφος 3.

3. Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχεία β) και γ), η εποπτική αρχή μεριμνά ώστε η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκαταστήσει τις ελλείψεις που οδήγησαν στην επιβολή της πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης.

4. Η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση, που αναφέρεται στην παράγραφο 1, επανεξετάζεται τουλάχιστον άπαξ ετησίως από την εποπτική αρχή και αίρεται όταν η επιχείρηση έχει αποκαταστήσει τις ελλείψεις που οδήγησαν στην επιβολή της.

Η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση ενδέχεται να έχει μόνιμο χαρακτήρα μόνον σε περίπτωση που εξακολουθούν να ισχύουν οι όροι που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), επειδή το προφίλ κινδύνου της συγκεκριμένης επιχείρησης εξακολουθεί να αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το κεφάλαιο VI τμήμα 4 υποτμήμα 2.

5. Η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης που επιβλήθηκε σύμφωνα παράγραφο 1 στοιχεία α) και β), αντικαθιστά την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας που κρίθηκε ανεπαρκής.

Εν πάση περιπτώσει, η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης, αντικαθιστά την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας που κρίθηκε ανεπαρκής προκειμένου να διαπιστωθεί μη συμμόρφωση με την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας που αναφέρεται στο άρθρο 136.

6. Η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα στα οποία προσδιορίζονται οι περιστάσεις στις οποίες είναι δυνατόν να επιβληθεί πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση, καθώς και ο τρόπος υπολογισμού της.

Τα εν λόγω μέτρα, με σκοπό την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, συμπληρώνοντάς την, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

Άρθρο 38 Εποπτεία των δραστηριοτήτων με εξωτερική ανάθεση

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που αναθέτουν εξωτερικά μια δραστηριότητα, σύμφωνα με το άρθρο 48, προβλέπουν τα εξής:

α) ο πάροχος υπηρεσιών πρέπει να συνεργάζεται με τις εποπτικές αρχές της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης όσον αφορά τη δραστηριότητα που έχει ανατεθεί εξωτερικά·

β) οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι ελεγκτές και οι σχετικές εποπτικές αρχές πρέπει να έχουν πραγματική πρόσβαση στα δεδομένα που αφορούν τις δραστηριότητες που έχουν ανατεθεί εξωτερικά, καθώς και στις εγκαταστάσεις του παρόχου των υπηρεσιών, εφόσον οι εγκαταστάσεις αυτές βρίσκονται στην Κοινότητα, οι δε αρμόδιες αρχές πρέπει να είναι σε θέση να ασκούν αυτό το δικαίωμα πρόσβασης.

2. Το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται ο πάροχος υπηρεσιών επιτρέπει στις εποπτικές αρχές της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης να διενεργούν οι ίδιες, ή μέσω προσώπων τα οποία διορίζουν για τον σκοπό αυτό, επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις του παρόχου των υπηρεσιών, αφού πρώτα ενημερώσει τις δικές του αρμόδιες αρχές. Στην περίπτωση οντότητας που δεν υπόκειται σε εποπτεία, αρμόδια αρχή είναι η εποπτική αρχή.

Οι εποπτικές αρχές της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης δύνανται να παραχωρούν την αρμοδιότητα για τη διενέργεια των εν λόγω επιτόπιων ελέγχων στις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο πάροχος υπηρεσιών.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 14 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

Άρθρο 39 Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου

1. Σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο, κάθε κράτος μέλος επιτρέπει Ö τα κράτη μέλη επιτρέπουν Õ στις ασφαλιστικές Ö και αντασφαλιστικές Õ επιχειρήσεις που εδρεύουν στο έδαφός του Ö τους Õ να μεταβιβάζουν το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου τους, είτε έχει συνομολογηθεί υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, σε εκδοχέα Ö επιχείρηση εγκατεστημένη Õ εγκατεστημένο στην Κοινότητα,.

Ö Η εν λόγω μεταβίβαση επιτρέπεται μόνον Õ εφόσον οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του εκδοχέα Ö της εκδοχέως επιχειρήσεως Õ πιστοποιούν ότι αυτός Ö η εκδοχεύς επιχείρηση Õ διαθέτει, λαμβανομένης υπόψη της εν λόγω μεταβίβασης, ð τα αναγκαία επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, που αναφέρονται στο άρθρο 100 πρώτο εδάφιο ï το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας.

Ö 2. Στην περίπτωση ασφαλιστικών επιχειρήσεων, εφαρμόζονται οι παράγραφοι 3 έως 6. Õ

23. Σε περίπτωση που ένα υποκατάστημα προτίθεται να μεταβιβάσει το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου του, είτε έχει συνομολογηθεί υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, πρέπει προηγουμένως να ζητηθεί η γνώμη του κράτους μέλους του υποκαταστήματος Ö όπου βρίσκεται το εν λόγω υποκατάστημα Õ .

34. Στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 3, οι Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εκχωρούσας ασφαλιστικής επιχείρησης επιτρέπουν τη μεταβίβαση, αφού λάβουν τη συγκατάθεση των αρμόδιων Ö εποπτικών Õ αρχών Ö των κρατών μελών στα οποία βρίσκονται οι κίνδυνοι ή Õ των κρατών μελών της ασφαλιστικής υποχρέωσης.

45. Οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές των κρατών μελών, των οποίων ζητείται η γνώμη, ανακοινώνουν τη γνώμη ή τη συγκατάθεσή τους στις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εκχωρούσας ασφαλιστικής επιχείρησης εντός τριών μηνών από την παραλαβή της σχετικής αίτησης Ö για γνωμοδότηση Õ .

Σε περίπτωση που δεν έχει δοθεί απάντηση Ö από τις αρχές των οποίων ζητείται η γνώμη Õ έως τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, θεωρείται ότι υπάρχει ευνοϊκή γνώμη ή Ö δίδεται Õ σιωπηρή συγκατάθεση.

56. Η μεταβίβαση, για την οποία δόθηκε άδεια σύμφωνα με το παρόν άρθρο τις παραγράφους 1 έως 5, δημοσιεύεται Ö στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται ο κίνδυνος ή Õ στο κράτος μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο.

Η μεταβίβαση αυτή είναι αυτοδικαίως αντιτάξιμη έναντι των αντισυμβαλλομένων και των ασφαλιζομένων, καθώς και έναντι κάθε άλλου προσώπου που έλκει δικαιώματα ή υπέχει υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εκχωρούμενες συμβάσεις.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 12 και 2002/83/ΕΚ άρθρο 14 (προσαρμοσμένο)

Η διάταξη αυτή Το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν θίγει θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών να προβλέπουν ότι οι αντισυμβαλλόμενοι έχουν τη δυνατότητα να καταγγείλουν τη σύμβαση εντός τακτής προθεσμίας από τη μεταβίβαση.

ΤΙΤΛΟΣ III ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV – ΟΡΟΙ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Ö ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ Õ

ò νέο

Τμήμα 1 – Ευθύνη του διοικητικού ή διαχειριστικού οργάνου

ò νέο

Άρθρο 40 Ευθύνη του διοικητικού ή διαχειριστικού οργάνου

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το διοικητικό ή διαχειριστικό όργανο της ασφαλιστικής ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης να έχει την τελική ευθύνη για τη συμμόρφωση, της σχετικής επιχείρησης, με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

ò νέο

Τμήμα 2 – Σύστημα διακυβέρνησησ

Άρθρο 41 Γενικές απαιτήσεις διακυβέρνησης

1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα διακυβέρνησης που να εγγυάται την ορθή και συνετή διαχείριση των δραστηριοτήτων.

Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει τουλάχιστον μια κατάλληλη διαφανή οργανωτική δομή, με σαφή κατανομή και ορθό διαχωρισμό αρμοδιοτήτων, καθώς και έναν αποτελεσματικό μηχανισμό διασφάλισης της μετάδοσης των πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που ορίζουν τα άρθρα 42 έως 48.

Το σύστημα διακυβέρνησης υπόκειται σε τακτική εσωτερική ανασκόπηση.

2. Το σύστημα διακυβέρνησης είναι ανάλογο προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των πράξεων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

3. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές σε σχέση, τουλάχιστον, με τη διαχείριση του κινδύνου, τον εσωτερικό έλεγχο, τους εσωτερικούς λογιστικούς ελέγχους και, κατά περίπτωση, την εξωτερική ανάθεση. Μεριμνούν για την εφαρμογή των πολιτικών αυτών.

Οι εν λόγω γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές επανεξετάζονται σε ετήσια, τουλάχιστον, βάση. Υπόκεινται στην προηγούμενη έγκριση του διοικητικού ή διαχειριστικού οργάνου και προσαρμόζονται σε κάθε σημαντική αλλαγή του εκάστοτε συστήματος ή τομέα.

4. Οι εποπτικές αρχές διαθέτουν κατάλληλα μέσα, μεθόδους και εξουσίες για την επαλήθευση του συστήματος διακυβέρνησης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και για την αξιολόγηση αναδυόμενων κινδύνων που επισημαίνονται από τις επιχειρήσεις αυτές, οι οποίοι ενδέχεται να επηρεάσουν την χρηματοοικονομική τους ευρωστία.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές διαθέτουν τις απαραίτητες εξουσίες που τους επιτρέπουν να ζητήσουν τη βελτίωση και ενδυνάμωση του συστήματος διακυβέρνησης, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 42 ως 48.

Άρθρο 42 Απαιτήσεις ικανότητας και ήθους για πρόσωπα τα οποία διοικούν ουσιαστικά την επιχείρηση ή ασκούν άλλα βασικά καθήκοντα

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μεριμνούν ώστε όλα τα πρόσωπα τα οποία διοικούν ουσιαστικά την επιχείρηση ή ασκούν άλλου είδους βασικά καθήκοντα να πληρούν ανά πάσα στιγμή τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α) τα επαγγελματικά τους προσόντα, οι γνώσεις και η πείρα τους τούς επιτρέπουν να ασκούν υγιή και συνεπή διαχείριση (ικανότητα)·

β) είναι άψογα από πλευράς υπόληψης και ακεραιότητας (ήθους).

2. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κοινοποιούν στην εποπτική αρχή τυχόν αλλαγές στην ταυτότητα των προσώπων που ασκούν πραγματικά τη διοίκηση της επιχείρησης ή άλλα βασικά καθήκοντα, παράλληλα με άλλες πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την αξιολόγηση του κατά πόσον νέα πρόσωπα που έχουν ορισθεί για να αναλάβουν τη διοίκηση της επιχείρησης πληρούν τις απαιτήσεις ικανότητας και ήθους.

3. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν την εποπτική αρχή τους εάν οιοδήποτε από τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 έχει αντικατασταθεί επειδή έπαψε να πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β).

Άρθρο 43 Διαχείριση κινδύνων

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης κινδύνων, το οποίο περιλαμβάνει στρατηγικές, διεργασίες και διαδικασίες αναφοράς που απαιτούνται για την παρακολούθηση, διαχείριση και αναφορά, σε συνεχή βάση, των κινδύνων, σε ατομικό και σε συνολικό επίπεδο, στους οποίους είναι ή θα μπορούσε να είναι εκτεθειμένες, και τις αλληλεξαρτήσεις τους.

Το σύστημα διαχείρισης των κινδύνων ενσωματώνεται κατάλληλα στην οργανωτική δομή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. Περιλαμβάνει σχέδια σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.

2. Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων καλύπτει τους κινδύνους που πρέπει να ληφθούν υπόψη στον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 101 παράγραφος 4, καθώς και τους κινδύνους οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται καθόλου, ή δεν περιλαμβάνονται εξ ολοκλήρου, στον υπολογισμό της απαίτησης αυτής.

Το σύστημα καλύπτει τουλάχιστον τα ακόλουθα πεδία:

α) ανάληψη κινδύνου και σύσταση αποθεματικών·

β) διαχείριση ενεργητικού – παθητικού·

γ) επενδύσεις, ειδικότερα θέσεις σε παράγωγα και εξομοιούμενες θέσεις·

δ) διαχείριση κινδύνων ρευστότητας και συγκέντρωσης·

ε) αντασφάλιση και άλλες τεχνικές μείωσης του κινδύνου.

Οι γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές για τη διαχείριση του κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 41 παράγραφος 5 περιλαμβάνουν πολιτικές που συνδέονται με τα στοιχεία α) έως ε) του δευτέρου εδαφίου της παρούσας παραγράφου.

3. Όσον αφορά τον επενδυτικό κίνδυνο, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν ότι συμμορφώνονται με τις διατάξεις του κεφαλαίου VI, τμήμα 6.

4. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις προβλέπουν λειτουργική θέση για τη διαχείριση του κινδύνου που θα είναι δομημένη με τέτοιο τρόπο ώστε να διευκολύνει την εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης του κινδύνου.

5. Για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν μερικό ή πλήρες εσωτερικό υπόδειγμα εγκεκριμένο σύμφωνα με τα άρθρα 110 και 111, η λειτουργία διαχείρισης του κινδύνου καλύπτει τα ακόλουθα καθήκοντα:

α) σχεδιασμό και εφαρμογή του εσωτερικού υποδείγματος·

β) δοκιμή και επικύρωση του εσωτερικού υποδείγματος·

γ) τεκμηρίωση του εσωτερικού υποδείγματος και τυχόν μεταγενέστερων τροποποιήσεών του·

δ) ενημέρωση του διοικητικού ή διαχειριστικού οργάνου σχετικά με την επίδοση του εσωτερικού υποδείγματος, προτείνοντας πεδία που χρειάζονται βελτίωση, και επίκαιρη ενημέρωση του οργάνου αυτού σχετικά με την πορεία των προσπαθειών βελτίωσης προηγουμένως επισημανθεισών αδυναμιών·

ε) ανάλυση των επιδόσεων του εσωτερικού υποδείγματος και σύνταξη συνοπτικών εκθέσεων.

Άρθρο 44 Εσωτερική εκτίμηση κινδύνου και φερεγγυότητας

1. Στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης του κινδύνου, κάθε ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση διεξάγει τη δική της εκτίμηση κινδύνου και φερεγγυότητας.

Η εκτίμηση αυτή περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α) τις συνολικές ανάγκες φερεγγυότητας, λαμβάνοντας υπόψη το ιδιαίτερο προφίλ κινδύνου, τα εγκεκριμένα περιθώρια ανοχής του κινδύνου και την επιχειρηματική στρατηγική της επιχείρησης·

β) τη συμμόρφωση, σε συνεχή βάση, με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, όπως προβλέπεται στο κεφάλαιο VI, τμήματα 4 και 5 και με τις απαιτήσεις σχετικά με τις τεχνικές προβλέψεις, όπως προβλέπεται στο κεφάλαιο VI, τμήμα 3.

(γ) το βαθμό στον οποίο το προφίλ κινδύνου της σχετικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας όπως ορίζεται στο άρθρο 101 παράγραφος 3, που υπολογίζεται με την τυποποιημένη μέθοδο σύμφωνα με το κεφάλαιο VI, τμήμα 4, υποτμήμα 2, ή με το μερικό ή το πλήρες εσωτερικό της υπόδειγμα σύμφωνα με το κεφάλαιο VI, τμήμα 4, υποτμήμα 3.

2. Για τους σκοπούς του στοιχείου α) στην παράγραφο 1, η οικεία επιχείρηση διαθέτει διαδικασίες οι οποίες της επιτρέπουν να εντοπίζει και να μετρά καταλλήλως τους κινδύνους που αντιμετωπίζει βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και επίσης να εντοπίζει πιθανά γεγονότα ή μελλοντικές μεταβολές στις οικονομικές συνθήκες που θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη συνολική χρηματοοικονομική της κατάσταση. Η επιχείρηση παρουσιάζει τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των συνολικών της αναγκών φερεγγυότητας.

3. Στην περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο γ) της παραγράφου 1, όταν χρησιμοποιείται εσωτερικό υπόδειγμα, η αξιολόγηση πραγματοποιείται μαζί με την αναπροσαρμογή η οποία μετατρέπει τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τον κίνδυνο σε μέτρηση κινδύνου και σε διαμόρφωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας.

4. Η εσωτερικά εκτίμηση κινδύνων και φερεγγυότητας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της επιχειρηματικής στρατηγικής και λαμβάνει υπόψη σε συνεχή βάση στις στρατηγικές αποφάσεις της επιχείρησης.

5. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διενεργούν την αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 τακτικά και χωρίς καθυστέρηση μετά από οιαδήποτε σημαντική αλλαγή στο προφίλ του κινδύνου τους.

6. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν τις εποπτικές αρχές για τα αποτελέσματα της εσωτερικής εκτίμησης κινδύνου και φερεγγυότητας, στο πλαίσιο των πληροφοριών που διαβιβάζονται δυνάμει του άρθρου 35.

Άρθρο 45 Εσωτερικός έλεγχος

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα εσωτερικού ελέγχου.

Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει, τουλάχιστον, διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου, κατάλληλες διατάξεις πληροφόρησης σε όλα τα επίπεδα της επιχείρησης και λειτουργία διαρκούς συμμόρφωσης.

2. Η λειτουργία συμμόρφωσης περιλαμβάνει την παροχή συμβουλών στο διοικητικό ή διαχειριστικό όργανο για τη συμμόρφωση με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που εκδίδονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Περιλαμβάνει επίσης εκτίμηση του πιθανού αντικτύπου τυχόν αλλαγών στο νομικό περιβάλλον στις πράξεις της οικείας επιχείρησης και τον προσδιορισμό και την εκτίμηση του κινδύνου συμμόρφωσης.

Άρθρο 46 Εσωτερικός λογιστικός έλεγχος

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν ουσιαστική και διαρκή λειτουργία εσωτερικού λογιστικού ελέγχου.

2. Η λειτουργία εσωτερικού λογιστικού ελέγχου περιλαμβάνει την εξέταση της συμμόρφωσης των δραστηριοτήτων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με όλες τις εσωτερικές τους στρατηγικές, διεργασίες και διαδικασίες αναφοράς.

Η λειτουργία εσωτερικού λογιστικού ελέγχου λαμβάνει επίσης αξιολόγηση του κατά πόσον το σύστημα εσωτερικού ελέγχου της επιχείρησης εξακολουθεί να είναι επαρκές και κατάλληλο με για τις δραστηριότητές της.

3. Η λειτουργία εσωτερικού λογιστικού ελέγχου είναι αντικειμενική και ανεξάρτητη από τις επιχειρησιακές λειτουργίες.

4. Τυχόν διαπιστώσεις και συστάσεις του εσωτερικού λογιστικού ελέγχου αναφέρονται στο διοικητικό ή διαχειριστικό όργανο, το οποίο μεριμνά για την παρακολούθηση της τήρησης των συστάσεων αυτών.

Άρθρο 47 Αναλογιστική λειτουργία

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις προβλέπουν αποτελεσματική αναλογιστική λειτουργία η οποία αναλαμβάνει τα κατωτέρω:

α) να συντονίσει τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών·

β) να εξασφαλίσει την καταλληλότητα των μεθόδων και υποκείμενων υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται, καθώς και των παραδοχών που γίνονται στον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών·

γ) να αξιολογήσει την επάρκεια και ποιότητα των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών·

δ) να συγκρίνει τις βέλτιστες εκτιμήσεις σε σχέση με τις εμπειρικές παρατηρήσεις·

ε) να πληροφορήσει το διοικητικό ή διαχειριστικό όργανο σχετικά με την αξιοπιστία και καταλληλότητα του υπολογισμού των τεχνικών αποθεματικών·

στ) να επιβλέπει τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 81·

ζ) να γνωμοδοτεί για τη γενική πολιτική ανάληψης ασφαλιστικών κινδύνων·

η) να εκφράζει γνώμη σχετικά με την καταλληλότητα των αντασφαλιστικών συμφωνιών·

θ) να συμβάλλει στην αποτελεσματική εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 43, ειδικότερα σε σχέση με την υποδειγματοποίηση του κινδύνου στην οποία στηρίζεται ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων που αναφέρονται στο κεφάλαιο VI, τμήματα 4 και 5 και της αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 44.

2. Το αναλογιστικό έργο εκτελείται από άτομα που διαθέτουν επαρκή γνώση αναλογιστικών και οικονομικών μαθηματικών και είναι σε θέση, κατά περίπτωση, να αποδείξουν τη σχετική πείρα και εμπειρογνωμοσύνη τους σε σχέση με τα ισχύοντα επαγγελματικά και άλλου είδους πρότυπα.

Άρθρο 48 Εξωτερική ανάθεση

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αναθέτουν εξωτερικά κρίσιμες ή σημαντικές επιχειρησιακές λειτουργίες ή άλλου είδους ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές δραστηριότητες, οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να έχουν την πλήρη ευθύνη εκπλήρωσης όλων των υποχρεώσεών τους βάσει της παρούσας οδηγίας.

2. Η εξωτερική ανάθεση σημαντικών επιχειρησιακών δραστηριοτήτων δεν αναλαμβάνεται με τρόπο που να οδηγεί σε κάποια από τις κατωτέρω καταστάσεις:

α) ουσιώδη μείωση της ποιότητας του συστήματος διακυβέρνησης της σχετικής επιχείρησης·

β) αδικαιολόγητη αύξηση του λειτουργικού κινδύνου·

γ) μείωση της ικανότητας των εποπτικών αρχών να παρακολουθούν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων από την επιχείρηση·

δ) υπονόμευση της συνεχούς και ικανοποιητικής παροχής υπηρεσιών προς τους αντισυμβαλλομένους.

3. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν, εγκαίρως, τις εποπτικές αρχές πριν από την εξωτερική ανάθεση σημαντικών δραστηριοτήτων, καθώς και για τυχόν μεταγενέστερες σημαντικές αλλαγές σε σχέση με τις δραστηριότητες αυτές.

Άρθρο 49 Εκτελεστικά μέτρα

Η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα για την περαιτέρω διευκρίνιση των εξής:

1) των στοιχείων των συστημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 41 παράγραφος 3, 43 παράγραφος 2, 45 και 46·

2) των λειτουργιών που αναφέρονται στα άρθρα 43, 45, 46 και 47·

3) των απαιτήσεων που ορίζονται στο άρθρο 42 και των σχετικών λειτουργιών·

4) των προϋποθέσεων βάσει των οποίων μπορεί να διενεργηθεί η εξωτερική ανάθεση.

Τα μέτρα που αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

Τμήμα 3 – Δημοσιοποίηση

Άρθρο 50 Έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και την χρηματοοικονομική κατάσταση: περιεχόμενα

1. Τα κράτη μέλη απαιτούν, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που εκτίθενται στο άρθρο 35 παράγραφος 3, από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να δημοσιοποιούν, σε ετήσια βάση, έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και την χρηματοοικονομική τους κατάσταση.

Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες, είτε αυτούσιες είτε με παραπομπές σε αντίστοιχες πληροφορίες που δημοσιοποιούνται δυνάμει άλλων νομικών ή κανονιστικών απαιτήσεων:

α) περιγραφή της δραστηριότητας και των επιδόσεων της επιχείρησης·

β) περιγραφή του συστήματος διακυβέρνησης και εκτίμηση της καταλληλότητάς του για το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης·

γ) περιγραφή, χωριστά για κάθε κατηγορία κινδύνου, της έκθεσης στον κίνδυνο, της συγκέντρωσης κινδύνων, της μείωσης του κινδύνου και της ευαισθησίας στον κίνδυνο·

δ) περιγραφή, χωριστά για τα στοιχεία του ενεργητικού, τις τεχνικές προβλέψεις, και τις λοιπές υποχρεώσεις, των βάσεων και μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την αποτίμησή τους, με επεξήγηση τυχόν σημαντικών διαφορών στις βάσεις και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την αποτίμησή τους σε οικονομικές καταστάσεις·

ε) περιγραφή της διαχείρισης των κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον των ακολούθων:

i) της διάρθρωσης και του ύψους των ιδίων κεφαλαίων, καθώς και της ποιότητάς τους·

ii) των ποσών των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων και των απαιτήσεων κεφαλαιακής επάρκειας·

iii) πληροφοριών που επιτρέπουν την ορθή κατανόηση των κυριότερων διαφορών μεταξύ της τυποποιημένης μεθόδου και του εσωτερικού υποδείγματος που χρησιμοποιούνται από την επιχείρηση για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας·

iv) του ποσού τυχόν μη συμμόρφωσης με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ή τυχόν σημαντικής μη συμμόρφωσης με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, ακόμα και εάν στη συνέχεια επιλύθηκαν τα προβλήματα, με επεξήγηση της προέλευσης και των επιπτώσεων, καθώς και των ενδεχόμενων ληφθέντων μέτρων αποκατάστασης.

2. Η περιγραφή που αναφέρεται στο στοιχείο ε) σημείο i) της παραγράφου 1 περιλαμβάνει ανάλυση οιωνδήποτε σημαντικών αλλαγών σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο αναφοράς και επεξήγηση ενδεχόμενων σοβαρών διαφορών σε σχέση με την αξία των στοιχείων αυτών στις οικονομικές καταστάσεις, και σύντομη περιγραφή της δυνατότητας μεταφοράς κεφαλαίων.

Η δημοσιοποίηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας που αναφέρεται στο στοιχείο ε) σημείο ii) της παραγράφου 1 εμφανίζει χωριστά το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το κεφάλαιο VI, τμήμα 4, υποτμήματα 2 και 3 και οποιεσδήποτε πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 37, παράλληλα με συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με την αιτιολόγησή τους από την οικεία εποπτική αρχή.

Ωστόσο, και με την επιφύλαξη οιασδήποτε υποχρεωτικής δημοσιοποίησης βάσει άλλων νομικών ή ρυθμιστικών απαιτήσεων, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις δεν χρειάζεται να δημοσιοποιούνται κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου η οποία δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 310.

Η δημοσιοποίηση των απαιτήσεων κεφαλαιακής επάρκειας συνοδεύονται, κατά περίπτωση, από ένδειξη ότι το τελικό τους ύψος εξακολουθεί να υπόκειται σε εποπτική αξιολόγηση.

Άρθρο 51 Πληροφορίες προς την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και εκθέσεις από την επιτροπή αυτή

1. Τα κράτη μέλη ζητούν από τις εποπτικές αρχές να παρέχουν σε ετήσια βάση τις ακόλουθες πληροφορίες στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων:

α) τη μέση πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση ανά επιχείρηση και την κατανομή των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που επιβλήθηκαν από την εποπτική αρχή κατά τη διάρκεια του προηγούμενου χρόνου, που υπολογίζεται ως ποσοστό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας. Τα στοιχεία αυτά εμφανίζονται χωριστά ως εξής:

i) για όλες μαζί τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις·

ii) για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζωής·

iii) για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζημιών·

β) για κάθε μία από τις δημοσιοποιήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α), το ποσοστό των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που επιβάλλονται βάσει των στοιχείων α), β) και γ) του άρθρου 37 παράγραφος 1, αντιστοίχως.

2. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων δημοσιεύει, σε ετήσια βάση, τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) τη συνολική κατανομή των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων σε ολόκληρη την Κοινότητα, μετρούμενη ως ποσοστό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, για καθένα από τα κατωτέρω:

i) για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις·

ii) για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζωής·

iii) για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζημιών·

β) για κάθε μία από τις δημοσιοποιήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α), το ποσοστό των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που επιβάλλονται βάσει των στοιχείων α), β) και γ) του άρθρου 37 παράγραφος 1, αντιστοίχως.

Επιπλέον, η εν λόγω επιτροπή δημοσιεύει σε ετήσια βάση τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) την κατανομή των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων, που υπολογίζονται ως ποσοστό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, και καλύπτουν όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε κάθε κράτος μέλος·

β) για κάθε μία από τις δημοσιοποιήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α), το ποσοστό των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που επιβάλλονται βάσει των στοιχείων α), β) και γ) του άρθρου 37 παράγραφος 1, αντιστοίχως.

3. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων παρέχει στην Επιτροπή τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, μαζί με έκθεση στην οποία περιγράφεται ο βαθμός εποπτικής σύγκλισης μεταξύ των εποπτικών αρχών στα διάφορα κράτη μέλη όσον αφορά τη χρήση πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων.

Άρθρο 52 Έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση: εφαρμοζόμενες αρχές

1. Οι εποπτικές αρχές επιτρέπουν στις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να μην δημοσιεύουν πληροφορίες στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) εάν με τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών οι ανταγωνιστές της επιχείρησης αποκτούν σημαντικό αδικαιολόγητο πλεονέκτημα·

β) εάν προβλέπονται υποχρεώσεις προς τους αντισυμβαλλόμενους ή άλλου είδους συμβατικές σχέσεις ο οποίες δεσμεύουν την επιχείρηση για την τήρηση του απορρήτου ή της εμπιστευτικότητας.

2. Σε περίπτωση που η εποπτική αρχή εγκρίνει τη μη δημοσιοποίηση πληροφοριών, οι επιχειρήσεις αναφέρουν το γεγονός αυτό στην έκθεση για τη φερεγγυότητα και την χρηματοοικονομική κατάσταση, παραθέτοντας τους λόγους.

3. Οι εποπτικές αρχές επιτρέπουν στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν δημοσιοποιήσεις – ή να αναφέρονται σε αυτές – που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με άλλες νομικές ή κανονιστικές απαιτήσεις, στο βαθμό που οι δημοσιοποιήσεις αυτές ισοδυναμούν με τις πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 53, τόσο ως προς τη φύση όσο και ως προς πεδίο.

4. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται στις πληροφορίες που αναφέρονται στο στοιχείο ε) του άρθρου 50 παράγραφος 1.

Άρθρο 53 Έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση: επικαιροποιήσεις και εκούσια παροχή πρόσθετων πληροφοριών

1. Σε περίπτωση σοβαρών εξελίξεων που επηρεάζουν σημαντικά τη συνάφεια των πληροφοριών που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 50 και 52, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δημοσιεύουν τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τη φύση και τα αποτελέσματα των εξελίξεων αυτών.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, ως σοβαρές εξελίξεις θεωρούνται τουλάχιστον τα κατωτέρω:

α) οσάκις παρατηρείται μη συμμόρφωση με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις και οι εποπτικές αρχές είτε θεωρούν ότι η επιχείρηση δεν θα είναι σε θέση να υποβάλει βιώσιμο σχέδιο ανάκαμψης είτε δεν λαμβάνουν τέτοιου είδους σχέδιο εντός ενός μηνός·

β) οσάκις παρατηρείται σημαντική μη συμμόρφωση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και οι εποπτικές αρχές δεν λαμβάνουν εντός δύο μηνών σχέδιο ανάκαμψης που να θεωρούν βιώσιμο.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) του δευτέρου εδαφίου, οι εποπτικές αρχές απαιτούν από την οικεία επιχείρηση να δημοσιοποιήσει άμεσα το ποσό της μη συμμόρφωσης, μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των συνεπειών, συμπεριλαμβανομένων τυχόν ληφθέντων διορθωτικών μέτρων. Εάν, παρά το σχέδιο ανάκαμψης που είχε αρχικά θεωρηθεί βιώσιμο, δεν έχει επιλυθεί το πρόβλημα της μη συμμόρφωσης με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις δύο μήνες μετά τη στιγμή που παρατηρήθηκαν, το γεγονός αυτό δημοσιοποιείται στο τέλος της περιόδου αυτής, μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων τυχόν ληφθέντων διορθωτικών μέτρων.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β) του δευτέρου εδαφίου, οι εποπτικές αρχές απαιτούν από την οικεία επιχείρηση να δημοσιοποιήσει άμεσα το ποσό της μη συμμόρφωσης, μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των συνεπειών, συμπεριλαμβανομένων τυχόν ληφθέντων διορθωτικών μέτρων. Εάν, παρά το σχέδιο ανάκαμψης που είχε αρχικά θεωρηθεί βιώσιμο, δεν έχει επιλυθεί το πρόβλημα της μη συμμόρφωσης με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας δύο μήνες μετά τη στιγμή που παρατηρήθηκαν, το γεγονός αυτό δημοσιοποιείται στο τέλος της περιόδου αυτής, μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων τυχόν ληφθέντων διορθωτικών μέτρων.

2. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δημοσιοποιούν, σε εκούσια βάση, οιαδήποτε πληροφορία ή επεξήγηση συνδεόμενη με τη φερεγγυότητα και την χρηματοοικονομική τους κατάσταση, της οποίας η δημοσιοποίηση δεν απαιτείται ήδη σύμφωνα με τα άρθρα 50 και 52 και την παράγραφο 1.

Άρθρο 54 Έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και την οικονομική κατάσταση: πολιτική και έγκριση

1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να διαθέτουν τα ενδεδειγμένα συστήματα και δομές προκειμένου να πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 50, 52 και 53 παράγραφος 1 και να διαθέτουν γραπτώς τεκμηριωμένη πολιτική που να εξασφαλίζει τη διαρκή καταλληλότητα πληροφοριών που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 50, 52 και 53.

2. Η έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση αποτελεί αντικείμενο έγκρισης από το διοικητικό ή το διαχειριστικό όργανο της ασφαλιστικής ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης και δημοσιεύεται μόνο μετά την έγκριση αυτή.

Άρθρο 55 Έκθεση για τη φερεγγυότητα και την χρηματοοικονομική κατάσταση: εκτελεστικά μέτρα

Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικά μέτρα τα οποία διευκρινίζουν περαιτέρω τις πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται και τα μέσα με τα οποία επιτυγχάνεται αυτό.

Τα μέτρα που αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 15 (προσαρμοσμένο)

Τμήμα 4 – Ειδική συμμετοχή

Άρθρο 56 Ö Απόκτηση συμμετοχών Õ

ê 2007/44/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 2 στοιχ. α), άρθρο 2 σημ. 2 στοιχ. α) και άρθρο 4 σημ. 2 (προσαρμοσμένο)

1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής, «υποψήφιος αγοραστής»), το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική Ö ή αντασφαλιστική Õ επιχείρηση, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, την ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική Ö ή αντασφαλιστική Õ επιχείρηση, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20, του 30 ή του 50 % ή ώστε η ασφαλιστική Ö ή αντασφαλιστική Õ επιχείρηση να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση (στο εξής, «προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής»), καταρχήν απευθύνει Ö , καταρχάς, Õ κοινοποίηση εγγράφως στις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές της ασφαλιστικής Ö ή αντασφαλιστικής Õ επιχείρησης, στην οποία επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή είτε να την αυξήσει, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές πληροφορίες κατά το άρθρο 15β 58 παράγραφος 4. Τα κράτη μέλη δεν απαιτείται να εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του 30 % όταν, βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του ενός τρίτου.

ê 2007/44/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 2 στοιχ. γ), άρθρο 2 σημ. 2 στοιχ. γ) και άρθρο 4 σημ. 5 (προσαρμοσμένο)

2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αποφάσισε να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική Ö ή αντασφαλιστική Õ επιχείρηση, να απευθύνει Ö , καταρχάς, Õ κοινοποίηση, καταρχήν γραπτώς Ö εγγράφως Õ στις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει, ομοίως, να απευθύνει κοινοποίηση στις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές για την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, προκειμένου η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το κατώτατα όρια του 20, 30 ή 50 % ή προκειμένου η Ö ασφαλιστική ή Õ αντασφαλιστική επιχείρηση να παύσει να είναι θυγατρική του. Τα κράτη μέλη δεν απαιτείται να εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του 30 % όταν, βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του ενός τρίτου.

ê 2007/44/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 3, άρθρο 2 σημ. 3 και άρθρο 4 σημ. 2 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 57 Περίοδος αξιολόγησης

1. Οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές, αμέσως και σε κάθε περίπτωση εντός δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης, που απαιτείται βάσει του άρθρου 15 56 παράγραφος 1, καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, γνωστοποιούν εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή ότι τις παρέλαβαν.

ê 2007/44/ΕΚ άρθρο 4 σημ. 2 (προσαρμοσμένο)

2. Οι αρμόδιες αρχές, αμέσως και σε κάθε περίπτωση εντός δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης, καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 3, γνωστοποιούν εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή ότι τις παρέλαβαν.

ê 2007/44/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 3, άρθρο 2 σημ. 3 και άρθρο 4 σημ. 2 (προσαρμοσμένο)

Οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές διαθέτουν μέγιστη προθεσμία εξήντα εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που τα κράτη μέλη απαιτούν να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση βάσει του καταλόγου που προβλέπεται στο άρθρο 15β 58 παράγραφος 4 (στο εξής, «περίοδος αξιολόγησης»), προκειμένου να διενεργήσουν την αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 15β 58 παράγραφος 1 (στο εξής, «αξιολόγηση»).

Οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές ενημερώνουν τον υποψήφιο αγοραστή, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

2. Οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές δύνανται, εν ανάγκη, κατά την περίοδο αξιολόγησης και όχι μετά την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αυτής, να ζητούν περαιτέρω πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως και καθορίζονται τα αναγκαία συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία.

Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από τις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης. Η διακοπή δεν πρέπει να υπερβαίνει τις είκοσι εργάσιμες ημέρες. Οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλουν περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.

3. Οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές μπορούν να παρατείνουν τη διακοπή της παραγράφου 2 δεύτερο εδάφιο έως τριάντα εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής:

α) είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Κοινότητας· ή

β) είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει της παρούσας οδηγίας ή των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ[56], 2002/83/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2005/68/ΕΚ ή 2006/48/ΕΚ.

4. Εάν οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές, μόλις ολοκληρώσουν την αξιολόγησή τους, αποφασίσουν να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, πρέπει να ενημερώνουν εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο εργασίμων ημερών, και χωρίς να υπερβαίνουν την περίοδο αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους της απόφασης αυτής. Υπό την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου, η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί να δημοσιοποιείται κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Τούτο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιτρέπουν στην αρμόδια Ö εποπτική Õ αρχή να προβαίνει στην εν λόγω δημοσιοποίηση άνευ αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή.

5. Εάν οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές δεν αντιταχθούν εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, εντός της περιόδου αξιολόγησης, τότε η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

6. Οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές μπορούν να ορίζουν μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνουν την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.

7. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν απαιτήσεις για την κοινοποίηση στις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές και την έγκριση από αυτές άμεσης ή έμμεσης απόκτησης δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες στην παρούσα οδηγία.

ê 2007/44/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 4, άρθρο 2 σημ. 4 και άρθρο 4 σημ. 6 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

8. ð Η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα, στα οποία διευκρινίζονται περαιτέρω οι ï αναπροσαρμογές των κριτηρίων που καθορίζονται στο άρθρο 15β 58 παράγραφος 1, προκειμένου να ληφθούν υπόψη μελλοντικές εξελίξεις και να εξασφαλισθεί η ενιαία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας Ö των άρθρων 56 έως 62 Õ.

ð Τα εν λόγω μέτρα, με σκοπό την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, συμπληρώνοντάς την, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3. ï

ê 2007/44/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 3, άρθρο 2 σημ. 3 και άρθρο 4 σημ. 3 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 58 Αξιολόγηση

1. Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 15 56 παράγραφος 1 και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 15α 57 παράγραφος 2, οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές, προκειμένου να εξασφαλίσουν την ορθή και συνετή διοίκηση της ασφαλιστικής Ö ή αντασφαλιστικής Õ επιχείρησης για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στην ασφαλιστική Ö ή αντασφαλιστική Õ επιχείρηση, αξιολογούν την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α) τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή·

β) τη φήμη και την πείρα οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ασφαλιστικής Ö ή αντασφαλιστικής Õ επιχείρησης, κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής·

γ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από την ασφαλιστική Ö ή αντασφαλιστική Õ επιχείρηση για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής·

δ) την ικανότητα της ασφαλιστικής Ö ή αντασφαλιστικής Õ επιχείρησης να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει της παρούσας οδηγίας, και, ανάλογα με την περίπτωση, άλλων οδηγιών, κυρίως των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 98/78/ΕΚ, 2002/13/ΕΚ και Ö της οδηγίας Õ 2002/87/ΕΚ, ιδίως δε το κατά πόσον ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων Ö εποπτικών Õ αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους·

ε) το κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

2. Οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές δύνανται να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1 ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις.

3. Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε επιτρέπουν στις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές τους να εξετάζουν την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

4. Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν κατάλογο με τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται στις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές κατά τη στιγμή της κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 15 56 παράγραφος 1. Οι απαιτούμενες πληροφορίες είναι ανάλογες και προσαρμοσμένες στη φύση του υποψηφίου αγοραστή και της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση.

5. Παρά το άρθρο 15α 57 παράγραφοι 1, 2 και 3, εάν κοινοποιηθούν στην αρμόδια Ö εποπτική Õ αρχή δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στην ίδια ασφαλιστική Ö ή αντασφαλιστική Õ επιχείρηση, η αρμόδια Ö εποπτική Õ αρχή αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αγοραστές αμερόληπτα.

Άρθρο 59 Απόκτηση συμμετοχής από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που υπάγονται σε ρυθμιστικό πλαίσιο

1. Οι οικείες αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές, κατά την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής διαβουλεύονται εκτενώς μεταξύ τους, εφόσον ο υποψήφιος αγοραστής είναι:

α) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ ή εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 1α σημείο 2 της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ (στο εξής, «εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ»), με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής·

β) η μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ΕΠΕΥ ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής· ή

γ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.

2. Οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές παρέχουν, Ö εκατέρωθεν, Õ χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκατέρωθεν, κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την αξιολόγηση της απόκτησης. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές διαβιβάζουν, εκατέρωθεν, κατόπιν αιτήματος, στις άλλες αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιούν, με δική τους πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες. Στην απόφαση της αρμόδιας Ö εποπτικής Õ αρχής που έχει εκδώσει την άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής Ö ή αντασφαλιστικής Õ επιχείρησης για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, πρέπει να επισημαίνονται οι τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια Ö εποπτική Õ αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 21 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 58 Εκποίηση συμμετοχών

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο προτίθεται να εκποιήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε αντασφαλιστική επιχείρηση, πρέπει να ενημερώνει προηγουμένως τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και να τους γνωστοποιεί το ύψος της συμμετοχής αυτής.

ê 2002/83/ΕΚ, 92/49/ΕΟΚ άρθρο 15 και 2005/68/ΕΚ άρθρο 22 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 60 Ενημέρωση των αρμοδίων Ö εποπτικών Õ αρχών εκ μέρους αντασφαλιστικής επιχείρησης Ö από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις Õ

Οι Ö ασφαλιστικές ή Õ αντασφαλιστικές επιχειρήσεις γνωστοποιούν στις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους μέλους καταγωγής τους, μόλις ενημερωθούν σχετικά, τις αποκτήσεις ή εκποιήσεις συμμετοχών στο κεφάλαιό τους οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα αντίστοιχα ποσοστά Ö συμμετοχής Õ πέραν των ποσοστών που αναφέρονται στα άρθρα 19 και 21 στο άρθρο 56 και στο άρθρο 57 παράγραφοι 1 έως 7.

ê 2002/83/ΕΚ, 92/49/ΕΟΚ άρθρο 15 και 2005/68/ΕΚ άρθρο 22 (προσαρμοσμένο)

Γνωστοποιούν επίσης Ö στις εποπτικές αρχές Õ , τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, τα ονόματα των μετόχων ή εταίρων που κατέχουν ειδικές συμμετοχές, καθώς και το ύψος των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, π.χ., από τα στοιχεία που συγκεντρώνονται κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή εταίρων, ή από τις πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση τους δυνάμει των κανονιστικών διατάξεων που διέπουν τις εταιρείες των οποίων οι μετοχές έχουν εισαχθεί σε χρηματιστήριο.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 23 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 6 1 Ειδικές συμμετοχές:, Εεξουσίες των αρμοδίων Ö εποπτικών Õ αρχών

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, οσάκις η επιρροή των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 19 56 και στο άρθρο 57 παράγραφοι 1 έως 7 είναι δυνατόν να αποβεί σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της Ö ασφαλιστικής ή Õ αντασφαλιστικής επιχείρησης, οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους μέλους καταγωγής Ö της επιχείρησης, στην οποία επιδιώκεται απόκτηση ειδικής συμμετοχής ή αύξησή της, Õ οφείλουν να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να τερματισθεί αυτή η κατάσταση. Στα εν λόγω μέτρα είναι δυνατόν να περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, επιπλήξεις, κυρώσεις έναντι των διευθυντικών και διοικητικών στελεχών ή αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με τις μετοχές ή τα μερίδια που κατέχουν οι εν λόγω μέτοχοι ή εταίροι.

Παρόμοια μέτρα εφαρμόζονται και κατά των φυσικών ή νομικών προσώπων τα οποία παραβαίνουν την υποχρέωση εκ των προτέρων ενημέρωσης που υπέχουν κατά το Ö κοινοποίησης που αναφέρεται στο Õ άρθρο 19 56 και στο άρθρο 57 παράγραφοι 1 έως 7.

Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθεση των αρμόδιων Ö εποπτικών Õ αρχών, τα κράτη μέλη, ανεξάρτητα από τις άλλες κυρώσεις που πρόκειται να επιβληθούν, προβλέπουν είτε Ö ένα από τα ακόλουθα μέτρα: Õ

1. την αναστολή της άσκησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου·

2. είτε την ακυρότητα ή τη δυνατότητα ακύρωσης των σχετικών ψήφων.

ê 2007/44/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 1, άρθρο 2 σημ. 1 και άρθρο 4 σημ. 1 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 62 Ö Δικαιώματα ψήφου Õ

Για τους σκοπούς του ορισμού αυτού παρόντος τμήματος, στο πλαίσιο των άρθρων 8 και 15, και των άλλων ποσοστών συμμετοχής που προβλέπει το άρθρο 15, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που καθορίζονται στα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, καθώς και οι όροι για την άθροισή τους που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας.

Τα κράτη μέλη δεν λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου, τις οποίες τυχόν κατέχουν επιχειρήσεις επενδύσεων («ΕΠΕΥ») ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του τμήματος Α του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και, αφετέρου, εφόσον μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.

ê 2007/44/ΕΚ άρθρο 6

Άρθρο 6 Έλεγχος εφαρμογής

Μέχρι τις 21 Μαρτίου 2011, η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, προβαίνει σε έλεγχο της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και συντάσσει έκθεση την οποία υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενη από κατάλληλες προτάσεις.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 24 (προσαρμοσμένο)

Τμήμα 35 – Επαγγελματικό απόρρητο, και ανταλλαγή πληροφοριών Ö και προώθηση της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών Õ

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 24 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 63 Υποχρέωση

1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι όλα τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει οποιαδήποτε δραστηριότητα για λογαριασμό των αρμοδίων Ö εποπτικών Õ αρχών, καθώς και οι ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες οι εντεταλμένοι από τις αρμόδιες Ö εν λόγω Õ αρχές, δεσμεύονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου.

Η υποχρέωση αυτή, μΜε την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο, συνεπάγεται ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες που τυχόν Ö τις οποίες Õ λαμβάνουν Ö τα πρόσωπα αυτά Õ κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθούν σε άλλο πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνον σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή και κατά τρόπο που Ö ώστε Õ να μην είναι δυνατόν να αναγνωρισθούν συγκεκριμένες Ö ασφαλιστικές ή Õ αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

2. Ωστόσο, οσάκις μια Ö ασφαλιστική ή Õ αντασφαλιστική επιχείρηση έχει κηρυχθεί σε πτώχευση, ή έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση για την αναγκαστική εκκαθάρισή της, οι εμπιστευτικές πληροφορίες που δεν αφορούν τους τρίτους που συμμετέχουν στις προσπάθειες διάσωσής της μπορούν να κοινολογηθούν στα πλαίσια αστικών ή εμπορικών διαδικασιών.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 25 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 6 4 Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμοδίων Ö εποπτικών Õ αρχών των κρατών μελών

Το άρθρο 24 63 δεν εμποδίζει τις ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων Ö εποπτικών Õ αρχών των διαφόρων κρατών μελών σύμφωνα με τις οδηγίες που διέπουν τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Οι πληροφορίες αυτές υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο Ö υπόκεινται στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου Õ που αναφέρεται στο άρθρο 24 63.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 26 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 65 Συμφωνίες συνεργασίας με τρίτες χώρες

Τα κράτη μέλη μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με αρχές ή όργανα τρίτων χωρών, όπως ορίζονται στο άρθρο 28 67 παράγραφοι 1 και 2, μόνον αν οι κοινοποιούμενες πληροφορίες Öπου πρόκειται να κοινολογηθούν Õ καλύπτονται, όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο παρόν τμήμα. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών Ö πρέπει να Õ εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργάνων.

ê 2002/83/ΕΚ, 2000/64/ΕΚ άρθρο 2 και 2005/68/ΕΚ άρθρο 26 (προσαρμοσμένο)

Εάν οι πληροφορίες Ö που πρόκειται να κοινολογηθούν από ένα κράτος μέλος σε τρίτη χώρα Õ προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν μπορούν να κοινολογηθούν παρά μόνον μετά από ρητή συμφωνία των αρμοδίων Ö εποπτικών Õ αρχών που τις διαβίβασαν Ö του κράτους μέλους αυτού Õ και, ενδεχομένως, μόνον για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησαν αυτές οι αρχές.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 27 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

Άρθρο 66 Χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών

Οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές οι οποίες δέχονται εμπιστευτικές πληροφορίες, σύμφωνα με τα άρθρα 24 63 και Ö ή Õ 25 64, μπορούν να τις χρησιμοποιούν μόνον κατά την άσκηση των καθηκόντων τους Ö και για τους εξής σκοπούς Õ :

α)1. για τον έλεγχο της τήρησης των όρων ανάληψης Ö ασφαλιστικής ή Õ αντασφαλιστικής δραστηριότητας και τη διευκόλυνση της παρακολούθησης της άσκησης της δραστηριότητας αυτής, ιδίως όσον αφορά την παρακολούθηση των τεχνικών προβλέψεων, ð των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ï του περιθωρίου φερεγγυότητας, ð και του συστήματος διακυβέρνησης ï των διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου

β)2. για την επιβολή κυρώσεων·

γ)3. για την κατάθεση διοικητικής προσφυγής κατά αποφάσεων των αρμοδίων Ö εποπτικών Õ αρχών·

δ)4. σε δικαστικές διαδικασίες που κινούνται δυνάμει του άρθρου 53, ή δυνάμει ειδικών διατάξεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία της παρούσας οδηγίας ή σε άλλες οδηγίες που έχουν εκδοθεί στον τομέα των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 28 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 6 7 Ανταλλαγή πληροφοριών με λοιπές αρχές

1. Τα άρθρα 24 63 και 27 66 δεν εμποδίζουν Ö τα εξής Õ :

α) την ανταλλαγή πληροφοριών στο εσωτερικό ενός Ö μεταξύ διαφόρων εποπτικών αρχών του ιδίου Õ κράτους μέλους , εφόσον σε αυτό υπάρχουν περισσότερες της μιας αρμόδιες αρχές, Ö για την εκπλήρωση των εποπτικών καθηκόντων τους· Õ

β) ή, στο πλαίσιο περισσοτέρων κρατών μελών Ö την ανταλλαγή πληροφοριών, για την εκπλήρωση των εποπτικών καθηκόντων τους Õ, μεταξύ των αρμόδιων Ö εποπτικών Õ αρχών και Ö των κατωτέρω αρχών, οργάνων ή προσώπων που βρίσκονται στο ίδιο κράτος μέλος Õ :

αi) των αρχών που έχουν δημόσια εξουσία για την Ö στις οποίες έχει ανατεθεί η Õ εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, καθώς και των αρχών στις οποίες έχει ανατεθεί η εποπτεία των χρηματοπιστωτικών αγορών·

βii) των οργάνων που συμμετέχουν στην εκκαθάριση και στη διαδικασία πτώχευσης των ασφαλιστικών Ö επιχειρήσεων, των Õ ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και σε άλλες παρόμοιες Ö παρεμφερείς Õ διαδικασίες και·

γiii) των προσώπων στα οποία έχει ανατεθεί ο κατά νόμον έλεγχος των λογαριασμών των ασφαλιστικών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και των άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων,·

γ) για την εκπλήρωση των εποπτικών καθηκόντων τους, καθώς και κατά τη διαβίβαση, προς τα όργανα στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση διαδικασιών αναγκαστικής εκκαθάρισης ή συστημάτων εγγύησης, των απαραίτητων πληροφοριών για την εκπλήρωση του έργου τους.

Ö Η ανταλλαγή πληροφοριών που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου μπορεί επίσης να λάβει χώρα και μεταξύ διαφορετικών κρατών μελών. Õ

Οι πληροφορίες που λαμβάνονται από τις εν λόγω αρχές, όργανα και πρόσωπα υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο Ö υπόκεινται στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου Õ που αναφέρεται στο άρθρο 24 63.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 28 (προσαρμοσμένο)

2. Παρά τις διατάξεις των άρθρων Τα άρθρα 24 63 έως 27 66, Ö δεν εμποδίζουν Õ τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων Ö εποπτικών Õ αρχών και Ö των κάτωθι Õ :

α) των αρχών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία των οργάνων τα οποία συμμετέχουν στην εκκαθάριση και την πτωχευτική διαδικασία ασφαλιστικών Ö επιχειρήσεων, Õ ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες· ή

β) των αρχών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία των προσώπων τα οποία είναι επιφορτισμένα με τον κατά νόμον έλεγχο των λογαριασμών των ασφαλιστικών Ö επιχειρήσεων, των Õ ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των εταιρειών επενδύσεων και των λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων· ή

γ) των ανεξάρτητων αναλογιστών ασφαλιστικών Ö επιχειρήσεων Õ ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι οποίοι ασκούν νόμιμο έλεγχο επ’ αυτών, καθώς και των οργάνων που είναι αρμόδια για την εποπτεία των αναλογιστών αυτών.

Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση της δυνατότητας Ö εφαρμόζουν Õ του πρώτου εδαφίου το πρώτο εδάφιο απαιτούν τη συνδρομή των ακόλουθων τουλάχιστον προϋποθέσεων:

α) η ανταλλαγή πληροφοριών Ö οι πληροφορίες Õ προορίζεται Ö πρέπει να προορίζονται Õ για την εκπλήρωση της αποστολής εποπτείας ή κατά νόμον ελέγχου, κατά τα προβλεπόμενα στο πρώτο εδάφιο·

β) οι διαβιβαζόμενες πληροφορίες Ö πρέπει να Õ υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο Ö στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, Õ που αναφέρεται στο άρθρο 24 63·

γ) οσάκις οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν μπορούν να κοινολογηθούν χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων Ö εποπτικών Õ αρχών που κοινολόγησαν αυτές τις πληροφορίες Ö από τις οποίες προέρχονται Õ και, εφόσον ενδείκνυται, μπορούν να κοινολογηθούν μόνον για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι εν λόγω αρχές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.

Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή και στα λοιπά κράτη μέλη την ταυτότητα των αρχών, προσώπων ή οργάνων που μπορούν να δέχονται πληροφορίες δυνάμει της παρούσας παραγράφου του πρώτου και δευτέρου εδαφίου.

3. Παρά τις διατάξεις των άρθρων Τα άρθρα 24 63 έως 27 63, Ö δεν εμποδίζουν Õ τα κράτη μέλη, προς επίρρωση της σταθερότητας και του αδιάβλητου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, μπορούν να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων Ö εποπτικών Õ αρχών και των αρχών ή οργάνων που είναι εκ του νόμου αρμόδια για τον εντοπισμό και τη διερεύνηση των παραβάσεων του δικαίου των εταιρειών.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 16 παρ. 7, 92/49/ΕΟΚ άρθρο 16 παρ. 5 στοιχ. β) και 2005/68/ΕΚ άρθρο 28 παρ. 3 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στο Ö εφαρμόζουν το Õ πρώτο εδάφιο απαιτούν τη συνδρομή των ακόλουθων τουλάχιστον προϋποθέσεων:

α) οι πληροφορίες Ö πρέπει να Õ προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής που Ö τον εντοπισμό και τη διερεύνηση παραβάσεων, όπως Õ αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο·

β) οι διαβιβαζόμενες πληροφορίες Ö πρέπει να Õ υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο Ö στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, Õ που αναφέρεται στο άρθρο 24 63·

γ) οσάκις οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν μπορούν να κοινολογηθούν χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων Ö εποπτικών Õ αρχών που κοινολόγησαν αυτές τις πληροφορίες Ö από τις οποίες προέρχονται Õ και, εφόσον ενδείκνυται, μπορούν να κοινολογηθούν μόνον για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι εν λόγω αρχές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.

Οσάκις, σε ένα κράτος μέλος, οι αρχές ή τα όργανα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο προβαίνουν στον εντοπισμό ή τη διερεύνηση παραβάσεων χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες εντεταλμένων προς τούτο, λόγω ειδικών προσόντων, προσώπων που δεν ανήκουν στον δημόσιο τομέα, η βάσει του πρώτου εδαφίου δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών μπορεί να επεκταθεί και στα πρόσωπα αυτά, και σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο δεύτερο εδάφιο.

Για την εφαρμογή του στοιχείου γ) του δευτέρου εδαφίου, οι αρχές ή τα όργανα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ανακοινώνουν στις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές, οι οποίες κοινολόγησαν τις Ö από τις οποίες προέρχονται οι Õ πληροφορίες, την ταυτότητα και το ακριβές περιεχόμενο της εντολής των προσώπων στα οποία θα διαβιβασθούν οι εν λόγω πληροφορίες.

4. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή και στα λοιπά κράτη μέλη την ταυτότητα των αρχών ð , προσώπων ï ή οργάνων που μπορούν να δέχονται πληροφορίες δυνάμει της παρούσας παραγράφου 3.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 16 παρ. 7 (προσαρμοσμένο)

Πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2000, η Επιτροπή εκπονεί έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 60 σημ. 5 στοιχ. β)

8. Οι παράγραφοι 1 έως 7 δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν:

α) στις κεντρικές τράπεζες και σε άλλες οντότητες με παρόμοια αποστολή, όταν ενεργούν με την ιδιότητα νομισματικής αρχής, και

β) εφόσον ενδείκνυται, σε άλλες δημόσιες αρχές υπεύθυνες για την εποπτεία των συστημάτων πληρωμής,

πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους, ούτε εμποδίζουν τις εν λόγω αρχές ή οντότητες να ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που αυτές τυχόν χρειάζονται για τους σκοπούς της παραγράφου 4. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται στο πλαίσιο αυτό υπόκεινται στις διατάξεις περί επαγγελματικού απορρήτου του παρόντος άρθρου.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 30 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 6 8 Κοινολόγηση πληροφοριών σε δημόσιες αρχές αρμόδιες για την εφαρμογή της χρηματοπιστωτικής νομοθεσίας

Παρά τις διατάξεις των άρθρων Τα άρθρα 24 63 και 27 66, Ö δεν εμποδίζουν Õ τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν, δυνάμει νομοθετικών διατάξεων, την κοινολόγηση ορισμένων πληροφοριών και σε άλλες υπηρεσίες της κεντρικής τους διοίκησης, που είναι αρμόδιες για τη νομοθεσία περί εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, των επενδυτικών υπηρεσιών και των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και στους επιθεωρητές τους οποίους επιφορτίζουν οι υπηρεσίες αυτές.

Ωστόσο, οΟι προαναφερόμενες κοινολογήσεις είναι δυνατές μόνον εφόσον αυτό απαιτείται για λόγους εποπτικού ελέγχου. Πάντως, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι πληροφορίες που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 25 64 και του άρθρου 28 67 παράγραφος 1, καθώς και εκείνες Ö οι πληροφορίες Õ που συγκεντρώνονται μέσω των επιτόπιων ελέγχων που αναφέρονται στο άρθρο 16 32, δεν μπορούν να κοινολογηθούν Ö μόνον Õ στις περιπτώσεις που αναφέρει το παρόν άρθρο χωρίς Ö με Õ τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων Ö εποπτικών Õ αρχών που κοινολόγησαν τις Ö από τις οποίες προέρχονται οι Õ πληροφορίες, ή των αρμόδιων Ö εποπτικών Õ αρχών του κράτους μέλους στο οποίο διενεργήθηκε ο επιτόπιος έλεγχος.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 29 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 6 9 Διαβίβαση πληροφοριών σε κεντρικές τράπεζες και νομισματικές αρχές

Οι διατάξεις Ö Υπό την επιφύλαξη Õ του παρόντος τμήματος, δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες Ö οι εποπτικές Õ αρχές Ö μπορούν Õ να διαβιβάζουν Ö πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους Õ στις Ö εξής: Õ

1. κεντρικές τράπεζες και σε άλλες οντότητες με παρόμοια αποστολή, όταν ενεργούν με την ιδιότητα νομισματικής αρχής,;· ούτε,

2. εφόσον ενδείκνυται, σε άλλες δημόσιες αρχές υπεύθυνες για την εποπτεία των συστημάτων πληρωμής, πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους.

Ακόμη, δεν εμποδίζουν τις Ö Οι Õ εν λόγω αρχές ή οντότητες Ö μπορούν επίσης Õ να ανακοινώνουν στις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές τις πληροφορίες που αυτές τυχόν χρειάζονται για τους σκοπούς του άρθρου 27 66. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται στο πλαίσιο αυτό υπόκεινται στις διατάξεις περί Ö στην υποχρέωση τήρησης του Õ επαγγελματικού απορρήτου του παρόντος τμήματος Ö , που προβλέπεται στο παρόν τμήμα Õ.

ò νέο

Άρθρο 70 Σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εποπτικές αρχές να συμμετέχουν στις δραστηριότητες της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, σύμφωνα με το άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο της απόφασης 2004/6/ΕΚ της Επιτροπής[57].

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 31 (προσαρμοσμένο)

Τμήμα 4 6 – Καθήκοντα ελεγκτών

Άρθρο 7 1 Καθήκοντα ελεγκτών

1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν τουλάχιστον ότι κάθε πρόσωπο, εξουσιοδοτημένο Ö τα πρόσωπα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια Õ σύμφωνα με την οδηγία Ö κατά την έννοια της οδηγίας Õ 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου[58], το οποίο ασκεί Ö τα οποία διενεργούν Õ σε μια Ö ασφαλιστική ή Õ αντασφαλιστική επιχείρηση τα καθήκοντα που περιγράφονται Ö τον υποχρεωτικό έλεγχο που αναφέρεται Õ στο άρθρο 51 της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου[59], στο άρθρο 37 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, ή στο άρθρο 31 της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου, ή Ö ασκούν Õ οποιαδήποτε άλλα κατά νόμο καθήκοντα, υποχρεούται να γνωστοποιεί Ö υποχρεούνται να γνωστοποιούν Õ αμέσως στις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές κάθε απόφαση ή πραγματικό περιστατικό τα οποία αφορούν που αφορά την επιχείρηση αυτή, των οποίων λαμβάνει Ö που περιέρχεται στη Õ γνώση Ö τους Õ κατά την άσκηση των ως άνω καθηκόντων του και τα οποία Ö που Õ είναι δυνατόν Ö να έχει ως αποτέλεσμα Õ :

α) να αποτελέσουν ουσιώδη παράβαση των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων οι οποίες καθορίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας, ή διέπουν ειδικά την άσκηση των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων ασφάλισης ή Ö και Õ αντασφάλισης· ή

β) να θίξουν θίξει τη συνέχιση της λειτουργίας της εκάστοτε Ö ασφαλιστικής ή Õ αντασφαλιστικής επιχείρησης· ή

γ) να οδηγήσουν σε Ö την Õ άρνηση της επικύρωσης των λογαριασμών ή σε Ö τη Õ διατύπωση επιφυλάξεων.

ò νέο

δ) τη μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας·

ε) τη μη συμμόρφωση προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 31 (προσαρμοσμένο)

Το αυτό πρόσωπο υποχρεούται επίσης να αναφέρει Ö Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο υποχρεούνται ομοίως να αναφέρουν Õ τα πραγματικά περιστατικά και τις αποφάσεις των οποίων λαμβάνει Ö λαμβάνουν Õ γνώση στο πλαίσιο της άσκησης καθηκόντων κατά το πρώτο εδάφιο σε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς απορρέοντες από δεσμό ελέγχου με την Ö ασφαλιστική ή Õ αντασφαλιστική επιχείρηση στην οποία το πρόσωπο αυτό έχει Ö τα πρόσωπα αυτά έχουν Õ αναλάβει τα προαναφερθέντα καθήκοντα.

ê 95/26/ΕΚ άρθρο 5 (προσαρμοσμένο)

2. Η καλή τη πίστει κοινολόγηση στις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές, γεγονότων Ö πραγματικών περιστατικών Õ ή αποφάσεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1, από πρόσωπα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια κατά την έννοια της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ, δεν αποτελεί παράβαση τυχόν περιορισμού κοινολόγησης πληροφοριών που επιβάλλεται συμβατικώς ή από νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη και δεν συνεπάγεται κανενός είδους ευθύνη για τα πρόσωπα αυτά.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 18 (προσαρμοσμένο)

Ö ΚΕΦΑΛΑΙΟ V – ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΗ ΑΣΚΗΣΗ ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΖΗΜΙΩΝ Õ

Άρθρο 7 2 Ταυτόχρονη άσκηση των δραστηριοτήτων ασφάλισης ζωής και ζημιών

1. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 3 και 7, καμία επιχείρηση δεν δικαιούται να λάβει άδεια λειτουργίας δυνάμει και της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ. Ö Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν δικαιούνται να λάβουν άδεια λειτουργίας προκειμένου να ασκήσουν δραστηριότητες ασφάλισης ζωής και ζημιών ταυτοχρόνως. Õ

2. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέψουν ότι Ö τα ακόλουθα Õ :

α) οι επιχειρήσεις, οι οποίες λαμβάνουν άδεια δυνάμει της παρούσας οδηγίας Ö προκειμένου να ασκήσουν δραστηριότητες ασφάλισης ζωής, Õ δικαιούνται επίσης να λαμβάνουν άδεια, βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, Ö για δραστηριότητες ασφάλισης ζημιών Õ για τους κινδύνους τους απαριθμούμενους στα σημεία στους κλάδους 1 και 2 στο σημείο Α του παραρτήματος της εν λόγω οδηγίας I·,

β) οι επιχειρήσεις, οι οποίες λαμβάνουν άδεια δυνάμει του άρθρου 6 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, αποκλειστικά για τους κινδύνους τους απαριθμούμενους στα σημεία στους κλάδους 1 και 2 στο σημείο Α του παραρτήματος της εν λόγω οδηγίας I, δικαιούνται να λαμβάνουν άδεια δυνάμει της παρούσας οδηγίας Ö προκειμένου να ασκήσουν δραστηριότητες ασφάλισης ζωής Õ .

Ö Ωστόσο, κάθε δραστηριότητα τελεί υπό χωριστή διαχείριση, σύμφωνα με το άρθρο 73. Õ

43. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 τηρούν τους λογιστικούς κανόνες οι οποίοι διέπουν τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις Ö ασφάλισης ζωής Õ που έχουν άδεια δυνάμει της παρούσας οδηγίας για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους. Τα κράτη μέλη μπορούν, εξάλλου, μέχρις ότου υπάρξει συντονισμός επί του θέματος, να προβλέπουν, όσον αφορά τους κανόνες περί εκκαθαρίσεως, ότι οι Ö εν λόγω Õ επιχειρήσεις της παραγράφου 2 εφαρμόζουν τους ίδιους κανόνες με τις επιχειρήσεις ασφαλίσεων ασφάλισης ζωής, για τις δραστηριότητές τους που έχουν σχέση με τους κινδύνους τους αναφερόμενους στα σημεία στους κλάδους 1 και 2 στο σημείο Α του παραρτήματος I της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ.

54. Εάν μια επιχείρηση Ö ασφάλισης ζημιών Õ , η οποία ασκεί τις δραστηριότητες που εμπίπτουν στο παράρτημα της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, έχει οικονομικούς, εμπορικούς, ή διοικητικούς δεσμούς με ασφαλιστική επιχείρηση Ö ασφάλισης ζωής Õ ασκούσα τις δραστηριότητες που καλύπτει η παρούσα οδηγία, οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές των κρατών μελών Ö καταγωγής Õ , στο έδαφος των οποίων εδρεύουν οι εν λόγω επιχειρήσεις, μεριμνούν, ώστε οι λογαριασμοί των Ö σχετικών Õ επιχειρήσεων αυτών να μην νοθεύονται από συμβάσεις μεταξύ τους ούτε από οποιοδήποτε άλλο διακανονισμό ικανό να επηρεάσει την κατανομή των εξόδων και εσόδων.

35. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, οΟι επιχειρήσεις της παραγράφου 2 και εκείνες, οι οποίες, Ö κατά τις ακόλουθες ημερομηνίες, ασκούσαν ταυτοχρόνως δραστηριότητες ασφάλισης ζωής και ζημιών που εμπίπτουν στην παρούσα οδηγία δικαιούνται να συνεχίσουν να τις ασκούν ταυτοχρόνως, υπό τον όρο ότι κάθε δραστηριότητα τελεί υπό χωριστή διαχείριση, σύμφωνα με το άρθρο 73 Õ :

α) την 1η Ιανουαρίου 1981, για τις επιχειρήσεις με άδεια στην Ελλάδα,·

β) την 1η Ιανουαρίου 1986, για τις επιχειρήσεις με άδεια στην Ισπανία και στην Πορτογαλία,·

ê 2004/66/ΕΚ άρθρο 1 και παράρτημα (προσαρμοσμένο)

γ) Ö την Õ 1η Ιανουαρίου 1995, για τις επιχειρήσεις με άδεια στην Αυστρία, Ö στη Õ Φινλανδία και Ö στη Õ Σουηδία·

ê 2006/101/ΕΚ άρθρο 1 και παράρτημα σημ. 3 β) (προσαρμοσμένο)

δ) την 1η Μαρτίου 2004, για τις επιχειρήσεις με άδεια στην Τσεχική Δημοκρατία, στην Εσθονία, στην Κύπρο, στη Λετονία, στη Λιθουανία, στην Ουγγαρία, στη Μάλτα, στην Πολωνία, στη Σλοβενία και στη Σλοβακία, Ö και στη Σλοβενία· Õ

ê 2006/101/ΕΚ άρθρο 1 και παράρτημα σημ. 3 β) (προσαρμοσμένο)

ε) την 1η Ιανουαρίου 2007, για τις επιχειρήσεις με άδεια στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία· και

ê 2002/83/ΕΚ (προσαρμοσμένο)

στ) την 15η Μαρτίου 1979, για όλες τις άλλες επιχειρήσεις,.

ασκούν σωρευτικά τις δύο δραστηριότητες που εμπίπτουν στην παρούσα οδηγία και στην οδηγία 73/239/ΕΟΚ, δικαιούνται να συνεχίσουν να τις ασκούν σωρευτικά, υπό τον όρο ότι κάθε δραστηριότητα θα τελεί υπό χωριστή διαχείριση, σύμφωνα με το άρθρο 19 της παρούσας οδηγίας.

6. Κάθε Ö Το Õ κράτος μέλος Ö καταγωγής Õ δικαιούται να επιβάλει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που εδρεύουν στο έδαφός του την υποχρέωση να παύσουν, εντός προθεσμίας που εκείνο τάσσει, τη σωρευτική Ö την ταυτόχρονη Õ άσκηση των δραστηριοτήτων Ö ασφάλισης ζωής και ζημιών Õ , τις οποίες ασκούσαν κατά τις ημερομηνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στο πρώτο εδάφιο.

7. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου θα επανεξεταστούν, βάσει εκθέσεως που θα υποβάλει η Επιτροπή στο Συμβούλιο, υπό το φως της μελλοντικής εναρμόνισης των κανόνων εκκαθάρισης και, οπωσδήποτε, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1999 το αργότερο.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 19 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 7 3 Χωριστή διαχείριση των ασφαλειών Ö των ασφαλίσεων Õ ζωής και ζημιών

1. Η αναφερόμενη στο άρθρο 18 παράγραφος 3 72 χωριστή διαχείριση πρέπει να είναι οργανωμένη Ö οργανώνεται Õ κατά τρόπο που Ö ώστε Õ οι προβλεπόμενες στην παρούσα οδηγία δραστηριότητες Ö ασφάλισης ζωής Õ να είναι διακεκριμένες από τις δραστηριότητες που προβλέπονται στην οδηγία 73/239/ΕΟΚ, ώστε: Ö ασφάλισης ζημιών. Õ

Ö Δεν επιτρέπεται Õ να μην παραβλάπτονται τα αντίστοιχα συμφέροντα των ασφαλισμένων στους κλάδους «ζωής» και «ζημιών», και ιδίως να ευνοούνται από τα οφέλη που προκύπτουν από την ασφάλιση «ζωής» οι ασφαλισμένοι του κλάδου «ζωής», σαν να ασκούσε η ασφαλιστική επιχείρηση Ö δραστηριότητες Õ μόνον τον κλάδο ζωής,.

ò νέο

2. Υπό την επιφύλαξη των άρθρων 100 και 126, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72 παράγραφοι 2 και 5 υπολογίζουν και τα δύο ακόλουθα στοιχεία:

α) ένα θεωρητικό ποσό για τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ζωής όσον αφορά τις δραστηριότητές τους ασφάλισης ή αντασφάλισης ζωής, υπολογιζόμενο ως εάν η σχετική επιχείρηση να ασκούσε μόνον αυτή τη δραστηριότητα, με βάση τους χωριστούς λογαριασμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 6·

β) ένα θεωρητικό ποσό για τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ζημιών όσον αφορά τις δραστηριότητές τους ασφάλισης ή αντασφάλισης ζημιών, υπολογιζόμενο ως εάν η σχετική επιχείρηση να ασκούσε μόνον αυτή τη δραστηριότητα, με βάση τους χωριστούς λογαριασμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 6.

3. Κατ’ ελάχιστο όριο, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72 παράγραφοι 2 και 5 καλύπτουν τα ακόλουθα στοιχεία με αντίστοιχο ποσό στοιχείων των επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων:

α) το θεωρητικό ποσό για τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ζωής όσον αφορά τις δραστηριότητες ασφάλισης ζωής·

β) το θεωρητικό ποσό για τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ζημιών όσον αφορά τις δραστηριότητες ασφάλισης ζημιών.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 19 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

τΤα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων Ö που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο Õ , ιδίως τα περιθώρια φερεγγυότητας, που βαρύνουν τη μία από τις δραστηριότητες είτε δυνάμει της παρούσας οδηγίας είτε δυνάμει της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ Ö ασφάλισης ζωής και ασφάλισης ζημιών, δεν επιτρέπεται Õ , να μη βαρύνουν την άλλη δραστηριότητα.

4. Εντούτοις, εΕφόσον πληρούνται τα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων Ö που αναφέρονται στην παράγραφο 3 Õ κατά τους όρους που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο δεύτερη περίπτωση, και υπό την επιφύλαξη της ενημερώσεως της αρμόδιας Ö εποπτικής Õ αρχής, η επιχείρηση δύναται να χρησιμοποιεί, για τη μία ή την άλλη δραστηριότητα ð για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας που αναφέρονται στο άρθρο 100 ï , τα εμφανή στοιχεία ð των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων, ï του περιθωρίου φερεγγυότητας που είναι ακόμη διαθέσιμα Ö για τη μία ή την άλλη δραστηριότητα Õ .

5. Οι αρμόδιες εποπτικές αρχές, αναλύοντας τα αποτελέσματα Ö τόσο Õ των δύο δραστηριοτήτων Ö ασφάλισης ζωής όσο και ασφάλισης ζημιών Õ , μεριμνούν για την τήρηση της παρούσας παραγράφου των παραγράφων 1 έως 5.

26. α) Οι λογιστικές εγγραφές πρέπει να συντάσσονται κατά τρόπο που Ö ώστε Õ να εμφανίζουν τις πηγές των αποτελεσμάτων για την καθεμιά από τις δύο δραστηριότητες κλάδου «ζωής» και κλάδου «ζημιών» Ö χωριστά Õ . Για τον σκοπό αυτό, όΌλα τα έσοδα, (ιδίως τα ασφάλιστρα, οι καταβολές των αντασφαλιστών, Ö και τα Õ έσοδα από επενδύσεις) Ö , όπως Õ και τα έξοδα, (ιδίως οι παροχές ασφαλίσεως, Ö οι Õ πρόσθετες καταβολές στα τεχνικά αποθεματικά, Ö τα Õ αντασφάλιστρα, Ö και οι Õ δαπάνες λειτουργίας για τις ασφαλιστικές εργασίες), αναλύονται κατά πηγή προελεύσεως. Τα κοινά για τις δύο δραστηριότητες στοιχεία καταχωρίζονται Ö στους λογαριασμούς Õ σύμφωνα με μέθοδο κατανομής αποδεκτή από την αρμόδια Ö εποπτική Õ αρχή.

β) Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, οφείλουν βάσει των λογιστικών εγγραφών, να συντάσσουν έγγραφο το Ö στο Õ οποίο θα εμφανίζει Ö εμφανίζονται Õ αναλυτικά Ö , σύμφωνα με το άρθρο Õ 98 παράγραφος 5, τα στοιχεία ð των επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων ï που αντιστοιχούν στο κάθε περιθώριο φερεγγυότητας, σύμφωνα με το άρθρο 27 της παρούσας οδηγίας και το άρθρο 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ ð που καλύπτουν κάθε θεωρητικό ποσό ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 ï .

37. Σε περίπτωση ανεπάρκειας ενός από τα περιθώρια φερεγγυότητας ð του ποσού των στοιχείων των επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων όσον αφορά μία από τις δραστηριότητες, προκειμένου να καλυφθούν τα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 πρώτο εδάφιο, ï οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές εφαρμόζουν, για την ελλειμματική δραστηριότητα, τα μέτρα που προβλέπονται από την αντίστοιχη Ö στην παρούσα Õ οδηγία, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα που απέδωσε η άλλη δραστηριότητα.

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου από την παράγραφο 1 3 πρώτο δεύτερο εδάφιο δεύτερη περίπτωση, τα μέτρα αυτά δύνανται να συνίστανται στη χορήγηση αδείας μεταφοράς ð εμφανών στοιχείων των επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων ï από τη μία δραστηριότητα στην άλλη.

ò νέο

κεφαλαιο VI – κανονεσ για την αποτιμηση των στοιχειων του ενεργητικου και του παθητικου, των τεχνικων αποθεματικων, των ιδιων κεφαλαιων, των κεφαλαιακων απαιτησεων φερεγγυοτητασ, των ελαχιστων κεφαλαιακων απαιτησεων και επενδυτικοι κανονεσ

Τμήμα 1 – Αποτίμηση στοιχείων ενεργητικού και παθητικού

Άρθρο 74 Αποτίμηση στοιχείων ενεργητικού και παθητικού

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, εκτός εάν αναφέρεται διαφορετικά, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποτιμούν τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού ως ακολούθως.

α) τα στοιχεία του ενεργητικού αποτιμούνται στο ποσό για το οποίο μπορούν να ανταλλαγούν μεταξύ καλώς πληροφορημένων ατόμων τα οποία έχουν την προθυμία να το πράξουν στο πλαίσιο συναλλαγής με ίσους όρους·

β) τα στοιχεία του παθητικού αποτιμώνται στο ποσό για το οποίο μπορούν να μεταβιβαστούν, ή να διακανονιστούν, μεταξύ καλώς πληροφορημένων ατόμων, πρόθυμων να συναλλαγούν με ίσους όρους.

Κατά την αποτίμηση των στοιχείων του παθητικού, δεν γίνεται προσαρμογή προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ιδία πιστωτική διαβάθμιση της ασφαλιστικής ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης.

2. Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικά μέτρα για τον προσδιορισμό των μεθόδων και παραδοχών που πρέπει να χρησιμοποιηθούν στην αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1.

Τα μέτρα που αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

Τμήμα 2 – Κανόνες σχετικά με τα τεχνικα αποθεματικα

Άρθρο 75 Γενικές διατάξεις

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να προβαίνουν στο σχηματισμό τεχνικών αποθεματικών αναφορικά με όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές τους υποχρεώσεις έναντι των αντισυμβαλλομένων και δικαιούχων των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων.

2. Ο υπολογισμός των τεχνικών αποθεματικών βασίζεται στην τρέχουσα αξία ρευστοποίησής τους.

3. Για τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών χρησιμοποιούνται στοιχεία, και εξασφαλίζεται η συμφωνία με αυτά, που παρέχουν οι χρηματοοικονομικές αγορές και τα γενικά διαθέσιμα δεδομένα για τους ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς τεχνικούς κινδύνους (συνέπεια με την αγορά).

4. Τα τεχνικά αποθεματικά υπολογίζονται με συνετό, αξιόπιστο και αντικειμενικό τρόπο.

Άρθρο 76 Υπολογισμός τεχνικών αποθεματικών

1. Η αξία των τεχνικών αποθεματικών ισούται προς το άθροισμα της βέλτιστης εκτίμησης και ενός περιθωρίου κινδύνου όπως προβλέπεται στις παραγράφους 2 και 3.

2. Η βέλτιστη εκτίμηση ισούται με τον μέσο όρο των μελλοντικών ταμειακών ροών, σταθμισμένων βάσει πιθανοτήτων, λαμβανομένης υπόψη της χρονικής αξίας του χρήματος (αναμενόμενη παρούσα αξία μελλοντικών ταμειακών ροών) χρησιμοποιώντας την κατάλληλη καμπύλη επιτοκίου άνευ κινδύνου).

Ο υπολογισμός της βέλτιστης εκτίμησης βασίζεται σε τρέχουσες και αξιόπιστες πληροφορίες και σε ρεαλιστικές παραδοχές και πραγματοποιείται με τη χρήση κατάλληλων αναλογιστικών μεθόδων και στατιστικών τεχνικών.

Η προβολή των ταμειακών ροών που χρησιμοποιείται στον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης λαμβάνει υπόψη όλες τις ταμειακές εισροές και εκροές που απαιτούνται για τον διακανονισμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων σε ολόκληρη τη διάρκεια ζωής τους.

Η βέλτιστη εκτίμηση υπολογίζεται ακαθάριστη, χωρίς να αφαιρεθούν τα ποσά που πρέπει να ανακτηθούν από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού. Τα ποσά αυτά υπολογίζονται χωριστά, σύμφωνα με το άρθρο 80.

3. Το περιθώριο κινδύνου είναι τέτοιο που να εξασφαλίζει ότι η αξία των τεχνικών αποθεματικών ισοδυναμεί με το επιπρόσθετο ποσό το οποίο οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αναμένεται να απαιτήσουν προκειμένου να αναλάβουν και να ικανοποιήσουν τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις.

4. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποτιμούν τη βέλτιστη εκτίμηση και το περιθώριο κινδύνου χωριστά.

Ωστόσο, εάν οι μελλοντικές ταμειακές ροές που συνδέονται με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υποχρεώσεις μπορούν να αναπαραχθούν με τη χρήση χρηματοοικονομικών μέσων των οποίων η αγοραία αξία είναι άμεσα παρατηρήσιμη, η αξία των τεχνικών αποθεματικών προσδιορίζεται στη βάση της αγοραίας αξίας των εν λόγω χρηματοοικονομικών μέσων. Στην περίπτωση αυτή, δεν απαιτούνται χωριστοί υπολογισμοί της βέλτιστης εκτίμησης και του περιθωρίου κινδύνου.

5. Εφόσον οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποτιμούν χωριστά τη βέλτιστη εκτίμηση και το περιθώριο κινδύνου, το περιθώριο κινδύνου υπολογίζεται με τον καθορισμό του κόστους παροχής ποσού επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων ίσων προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας που είναι αναγκαία για τη στήριξη των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων καθ’ όλη τη διάρκειά τους.

Το επιτόκιο που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του κόστους παροχής του ποσού αυτού επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων (επιτόκιο κόστους κεφαλαίου) είναι το ίδιο για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

Το επιτόκιο του κόστους κεφαλαίου που χρησιμοποιείται ισούται με το πρόσθετο επιτόκιο, επιπλέον του σχετικού επιτοκίου άνευ κινδύνου, με το οποίο μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία διαθέτει ποσό επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων, όπως προβλέπεται στο τμήμα 3, ίσο με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, επιβαρύνεται για τη διατήρηση των κεφαλαίων αυτών.

Άρθρο 77 Άλλα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη στον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών

Εκτός από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 76, κατά τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα:

1) όλες τις δαπάνες που πραγματοποιούνται για την εξυπηρέτηση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων·

2) τον πληθωρισμό, συμπεριλαμβανομένου του πληθωρισμού των δαπανών και των αξιώσεων·

3) όλες τις πληρωμές στους αντισυμβαλλόμενους και στους δικαιούχους, συμπεριλαμβανομένων μελλοντικών προαιρετικών έκτακτων παροχών, τις οποίες αναμένεται να πραγματοποιήσουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το εάν οι πληρωμές αυτές είναι συμβατικά εγγυημένες, εκτός εάν οι πληρωμές εμπίπτουν στο άρθρο 90.

Άρθρο 78 Αποτίμηση των χρηματοοικονομικών εγγυήσεων και των συμβατικών δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές συμβάσεις

Κατά τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη την αξία των χρηματοοικονομικών εγγυήσεων και τυχόν συμβατικών δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται σε ασφαλιστήρια και αντασφαλιστήρια συμβόλαια.

Οιεσδήποτε παραδοχές εκ μέρους των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε σχέση με την πιθανότητα να ασκήσουν οι αντισυμβαλλόμενοι τα συμβατικά δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων των ακυρώσεων και εξαγορών συμβολαίων, είναι ρεαλιστικές και βασίζονται σε τρέχουσες και αξιόπιστες πληροφορίες. Οι παραδοχές λαμβάνουν υπόψη, ρητά ή σιωπηρά, την επίπτωση που μπορεί να έχουν στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών μελλοντικές αλλαγές σε οικονομικές και μη οικονομικές συνθήκες.

Άρθρο 79 Τμηματοποίηση

Κατά τον υπολογισμό των τεχνικών τους αποθεματικών, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τμηματοποιούν τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές τους υποχρεώσεις σε ομογενείς ομάδες κινδύνου, και τουλάχιστον κατά κατηγορίες δραστηριοτήτων.

Άρθρο 80 Ανακτήσιμα ποσά από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού

Ο υπολογισμός από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού είναι σύμφωνος προς τα άρθρα 75 έως 79.

Κατά τον υπολογισμό των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη τη χρονική διαφορά μεταξύ ανακτήσεων και άμεσων πληρωμών.

Το αποτέλεσμα του υπολογισμού αυτού προσαρμόζεται προκειμένου να ληφθούν υπόψη αναμενόμενες ζημίες λόγω αθέτησης υποχρέωσης εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου. Η προσαρμογή αυτή βασίζεται σε εκτίμηση της πιθανότητας αθέτησης από τον αντισυμβαλλόμενο και της μέσης ζημίας που προκύπτει από την αθέτηση αυτή (ζημία σε περίπτωση αθέτησης).

Άρθρο 81 Ποιότητα δεδομένων και εφαρμογή κατά περίπτωση προσέγγισης για τα τεχνικά αποθεματικά

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να διαθέτουν εσωτερικές διεργασίες και διαδικασίες που να εξασφαλίζουν την καταλληλότητα, πληρότητα και ακρίβεια των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των τεχνικών τους αποθεματικών.

Εάν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν ανεπαρκή στοιχεία κατάλληλης ποιότητας προκειμένου να εφαρμόσουν αξιόπιστη αναλογιστική μέθοδο σε υποσύνολο των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών τους υποχρεώσεων ή σε ανακτήσιμα ποσά από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, ακολουθείται μια κατά περίπτωση προσέγγιση για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης.

Άρθρο 82 Σύγκριση με βάση τα εμπειρικά δεδομένα

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν διεργασίες και διαδικασίες προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι βέλτιστες εκτιμήσεις, και οι παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός των βέλτιστων εκτιμήσεων, συγκρίνονται τακτικά με βάση τα εμπειρικά δεδομένα.

Σε περίπτωση που η σύγκριση επισημάνει συστηματική απόκλιση μεταξύ της εμπειρικής παρατήρησης και των υπολογισμών της βέλτιστης εκτίμησης των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, η σχετική επιχείρηση προβαίνει στις κατάλληλες προσαρμογές των αναλογιστικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται ή των παραδοχών που γίνονται.

Άρθρο 83 Καταλληλότητα του επιπέδου των τεχνικών αποθεματικών

Εφόσον ζητηθεί από τις εποπτικές αρχές, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν την καταλληλότητα του επιπέδου των τεχνικών τους αποθεματικών, καθώς και την εφαρμοσιμότητα και τη συνάφεια των χρησιμοποιούμενων μεθόδων, και την επάρκεια των υποκείμενων στατιστικών δεδομένων.

Άρθρο 84 Αύξηση των τεχνικών αποθεματικών

Στο βαθμό που ο υπολογισμός των τεχνικών αποθεματικών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων δεν συνάδει με τα άρθρα 75 έως 82, οι εποπτικές αρχές μπορούν να ζητήσουν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αυξήσουν το ποσό των τεχνικών αποθεματικών έτσι ώστε αυτά να αντιστοιχούν στο επίπεδο που προκύπτει βάσει των εν λόγω άρθρων.

Άρθρο 85 Εκτελεστικά μέτρα

Η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα στα οποία ορίζονται τα ακόλουθα:

α) οι αναλογιστικές μέθοδοι και οι στατιστικές τεχνικές για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης που αναφέρεται στο άρθρο 76 παράγραφος 2·

β) η καμπύλη των επιτοκίων άνευ κινδύνου που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης που αναφέρεται στο άρθρο 76 παράγραφος 2·

γ) οι περιπτώσεις στις οποίες τα τεχνικά αποθεματικά υπολογίζονται ως σύνολο, ή ως άθροισμα μιας βέλτιστης εκτίμησης και ενός περιθωρίου κινδύνου, και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στην περίπτωση στην οποία τα τεχνικά αποθεματικά υπολογίζονται ως σύνολο·

δ) οι μέθοδοι και οι παραδοχές που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του περιθωρίου κινδύνου, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού του ποσού των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που είναι αναγκαία για την υποστήριξη των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων και για τον προσδιορισμό του επιτοκίου του κόστους κεφαλαίου·

ε) οι δραστηριότητες βάσει των οποίων πρέπει να ομαδοποιηθούν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις προκειμένου να υπολογιστούν τα τεχνικά αποθεματικά·

στ) τα πρότυπα που πρέπει να τηρούνται σε σχέση με την εξασφάλιση της καταλληλότητας, πληρότητας και ακρίβειας των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών και οι καταστάσεις στις οποίες θα ήταν ενδεδειγμένο να χρησιμοποιηθεί κατά περίπτωση προσέγγιση για τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών·

ζ) οι μέθοδοι που θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω αθέτησης του αντισυμβαλλομένου, που αναφέρεται στο άρθρο 80, με σκοπό να προσδιοριστούν οι αναμενόμενες ζημίες λόγω αθέτησης του αντισυμβαλλομένου·

η) εφόσον είναι αναγκαίο, απλοποιημένες μέθοδοι και τεχνικές για τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι αναλογιστικές μέθοδοι και στατιστικές τεχνικές που αναφέρονται στο στοιχείο α) είναι αναλογικές ως προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που αναλαμβάνονται από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

Τα μέτρα που αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

Τμήμα 3 – Ίδια κεφάλαια

Υποτμήμα 1 – Προσδιορισμός των ιδίων κεφαλαίων

Άρθρο 86 Ίδια κεφάλαια

Τα ίδια κεφάλαια αντιστοιχούν στο άθροισμα των βασικών ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 87 και των επικουρικών ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 88.

Άρθρο 87 Βασικά ίδια κεφάλαια

Τα βασικά ίδια κεφάλαια απαρτίζονται από τα ακόλουθα στοιχεία:

1) τη θετική διαφορά μεταξύ του ενεργητικού και του παθητικού, που αποτιμάται σύμφωνα με το άρθρο 74 και το τμήμα 2·

2) τα μειωμένης εξασφάλισης στοιχεία του παθητικού·

Το ποσό της διαφοράς που αναφέρεται στο σημείο 1 μειώνεται κατά το ποσό των ιδίων μετοχών που κατέχονται άμεσα από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

Άρθρο 88 Συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια

1. Τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια αποτελούνται από στοιχεία άλλα πλην των βασικών ιδίων κεφαλαίων, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την απορρόφηση ζημιών.

Τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία, στο βαθμό που αυτά δεν αποτελούν στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων:

α) το μη καταβληθέν μετοχικό κεφάλαιο ή αρχικό κεφάλαιο το οποίο δεν έχει καταστεί απαιτητό, όπως αναφέρεται στο άρθρο 91·

β) τις πιστωτικές επιστολές·

γ) άλλες δεσμεύσεις που έχουν ληφθεί από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

Στην περίπτωση αλληλασφαλιστικών ενώσεων ή ενώσεων του τύπου αυτού με μεταβλητές συνεισφορές, τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν επίσης μελλοντικές αξιώσεις τις οποίες η ένωση αυτή μπορεί να έχει έναντι των μελών της μέσω πρόσκλησης για συμπληρωματική συνεισφορά, εντός του εκάστοτε οικονομικού έτους.

2. Εάν κάποιο στοιχείο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων έχει καταβληθεί ή έχει καταστεί απαιτητό, θεωρείται ως στοιχείο του ενεργητικού και παύει να αποτελεί μέρος των στοιχείων των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων.

Άρθρο 89 Εποπτική έγκριση των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων

1. Τα ποσά των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση από τις εποπτικές αρχές.

2. Για κάθε στοιχείο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, οι εποπτικές αρχές βασίζουν την έγκρισή τους στην εκτίμηση των κατωτέρω παραγόντων:

α) της κατάστασης των σχετικών αντισυμβαλλομένων, σε σχέση με την ικανότητα και τη βούλησή τους να πληρώσουν·

β) την ανακτησιμότητα των κεφαλαίων, λαμβανομένης υπόψη της νομικής μορφής του στοιχείου, καθώς και τυχόν συνθήκες οι οποίες ενδέχεται να εμποδίσουν την επιτυχή πρόσκληση καταβολής του στοιχείου αυτού των κεφαλαίων·

(γ) τυχόν πληροφορίες για την έκβαση προηγούμενων προσκλήσεων καταβολής τις οποίες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις πραγματοποίησαν για τέτοιους είδους συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια.

3. Το ποσό εκάστου στοιχείου των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων ισούται προς την ονομαστική του αξία, εκτός εάν ισχύει οιαδήποτε από τις κατωτέρω περιπτώσεις:

α) το στοιχείο δεν έχει ονομαστική αξία ή έχει ανώτατη ονομαστική αξία·

β) η ονομαστική αξία δεν αντικατοπτρίζει την απορροφητικότητα ζημίας του στοιχείου.

Στις περιπτώσεις αυτές, το ποσό του στοιχείου που λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων βασίζεται σε συνετές και ρεαλιστικές παραδοχές.

4. Οι εποπτικές αρχές εγκρίνουν οιοδήποτε εκ των κατωτέρω:

α) ένα νομισματικό ποσό για κάθε στοιχείο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων·

β) μία μέθοδο για τον προσδιορισμό του ποσού κάθε στοιχείου των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, οπότε η έγκριση από τις εποπτικές αρχές του ποσού που καθορίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή χορηγείται για συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

Άρθρο 90 Πλεονάζοντα κεφάλαια

Στο βαθμό που επιτρέπεται βάσει της εθνικής νομοθεσίας, τα πραγματοποιηθέντα κέρδη που εμφανίζονται ως πλεονάζοντα κεφάλαια στους εκ του νόμου προβλεπόμενους ετήσιους λογαριασμούς δεν θεωρούνται ως ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις, εφόσον τα πλεονάζοντα αυτά κεφάλαια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη ζημιών οι οποίες ενδέχεται να προκύψουν και εφόσον δεν έχουν καταστεί διαθέσιμα προς διανομή σε αντισυμβαλλόμενους και δικαιούχους.

Άρθρο 91 Μη καταβληθέν μετοχικό κεφάλαιο ή αρχικό κεφάλαιο

Εάν το μη καταβληθέν μετοχικό κεφάλαιο ή το αρχικό κεφάλαιο έχει καταστεί απαιτητό, θεωρείται ως στοιχείο του ενεργητικού.

Εάν το μη καταβληθέν μετοχικό κεφάλαιο ή το αρχικό κεφάλαιο δεν έχει καταστεί απαιτητό, θεωρείται ως ανάληψη υποχρέωσης και εμπίπτει στο άρθρο 88.

Άρθρο 92 Εκτελεστικά μέτρα

1. Η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα στα οποία διευκρινίζονται τα ακόλουθα:

α) τα κριτήρια για τη χορήγηση έγκρισης από τις εποπτικές αρχές σύμφωνα με το άρθρο 89·

β) ο χειρισμός των συμμετοχών, κατά την έννοια του τρίτου εδαφίου του άρθρου 210 παράγραφος 2, σε χρηματοδοτικά και πιστωτικά ιδρύματα σε σχέση με τον προσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων.

Τα μέτρα που αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

2. Οι συμμετοχές σε χρηματοδοτικά και πιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α) συμμετοχές τις οποίες κατέχουν ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις:

i) σε πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφοι 1 και 5 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ·

ii) σε επιχειρήσεις επενδύσεων κατά την έννοια του σημείου 1 του άρθρου 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

β) τις απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης και τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 63 και στο άρθρο 64 παράγραφος 3 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατέχουν έναντι των οντοτήτων που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου στις οποίες έχουν συμμετοχή.

Υποτμήμα 2 – Ταξινόμηση των ιδίων κεφαλαίων

Άρθρο 93 Χαρακτηριστικά που χρησιμοποιούνται για την ταξινόμηση των ιδίων κεφαλαίων σε κατηγορίες

Τα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες, βάσει των ακόλουθων χαρακτηριστικών:

1) στην περίπτωση εκκαθάρισης, το στοιχείο δεν επιστρέφεται στον κάτοχό του μέχρις ότου όλες οι άλλες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων προς αντισυμβαλλομένους και δικαιούχους ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών συμβάσεων, έχουν ικανοποιηθεί (εξάρτηση)·

2) το συνολικό ποσό του στοιχείου, και όχι μόνο μέρος αυτού, είναι διαθέσιμο για την απορρόφηση ζημιών στην περίπτωση εκκαθάρισης (ικανότητα απορρόφησης ζημίας)·

3) το στοιχείο είναι διαθέσιμο, ή μπορεί να καταστεί απαιτητό εφόσον ζητηθεί, για την απορρόφηση ζημιών στη βάση συνεχούς λειτουργίας, καθώς και στην περίπτωση εκκαθάρισης (σταθερότητα)·

4) το στοιχείο δεν είναι χρονολογημένο, ή έχει διάρκεια η οποία είναι αρκετή λαμβανομένης υπόψη της διάρκειας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων της επιχείρησης (διαρκής χαρακτήρας)·

5) το στοιχείο είναι ελεύθερο από υποχρεωτικά πάγια έξοδα και απαιτήσεις ή κίνητρα εξαγοράς του ονομαστικού ποσού, και είναι καθαρό από οιοδήποτε βάρος (απουσία υποχρεωτικών χρηματοοικονομικών εξόδων).

Άρθρο 94 Κυριότερα κριτήρια για την ταξινόμηση σε κατηγορίες

1. Τα στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται στην κατηγορία 1 εάν διαθέτουν τα χαρακτηριστικά που προβλέπονται στα σημεία 1, 2 και 3 του άρθρου 93 και, σε σημαντικό βαθμό, εκείνα που προβλέπονται στα σημεία 4 και 5 του άρθρου αυτού.

2. Τα στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται στην κατηγορία 2 εάν διαθέτουν τα χαρακτηριστικά που προβλέπονται στα σημεία 1 και 2 του άρθρου 93 και, σε σημαντικό βαθμό, εκείνα που προβλέπονται στα σημεία 4 και 5 του άρθρου αυτού.

Τα στοιχεία των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται στην κατηγορία 2 εάν διαθέτουν τα χαρακτηριστικά που προβλέπονται στα σημεία 1, 2 και 3 του άρθρου 93 και, σε σημαντικό βαθμό, εκείνα που προβλέπονται στα σημεία 4 και 5 του άρθρου αυτού.

3. Οιαδήποτε στοιχεία των βασικών και συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, τα οποία δεν υπάγονται στις παραγράφους 1 και 2, ταξινομούνται στην κατηγορία 3.

Άρθρο 95 Ταξινόμηση των ιδίων κεφαλαίων σε κατηγορίες

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ταξινομούν τα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων τους με βάση τα στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 94.

Προς το σκοπό αυτό, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ανατρέχουν στον κατάλογο των ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στοιχείο γ) του άρθρου 97 παράγραφος 1, κατά περίπτωση.

Εάν κάποιο στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων δεν καλύπτεται από τον κατάλογο αυτό, αξιολογείται και ταξινομείται από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο. Η αξιολόγηση αυτή εγκρίνεται από την εποπτική αρχή.

Άρθρο 96 Ταξινόμηση στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων που αφορούν ειδικά τις ασφάλειες

Με την επιφύλαξη του άρθρου 95 και του στοιχείου γ) του άρθρου 97 παράγραφος 1, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται οι κάτωθι ταξινομήσεις:

1) τα πλεονάζοντα κεφάλαια που εμπίπτουν στο άρθρο 90 ταξινομούνται στην κατηγορία 1·

2) οι πιστωτικές επιστολές και εγγυήσεις, που παρέχονται από πιστωτικά ιδρύματα τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ, και τηρούνται σε καταπίστευμα από ανεξάρτητο θεματοφύλακα προς όφελος των ασφαλιστικών πιστωτών, ταξινομούνται στην κατηγορία 2·

3) τυχόν μελλοντικές αξιώσεις τις οποίες μπορούν να έχουν ενώσεις προστασίας και αποζημίωσης έναντι των μελών τους μέσω πρόσκλησης για συμπληρωματικές συνεισφορές, εντός του οικονομικού έτους, ταξινομούνται στην κατηγορία 3.

Άρθρο 97 Εκτελεστικά μέτρα

1. Η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα όπου προβλέπονται τα ακόλουθα:

α) όπου είναι ανάγκη να εξασφαλιστεί η συνολική ποιότητα των ιδίων κεφαλαίων και η διατομεακή συνοχή, η διαίρεση των κατηγοριών σε υποκατηγορίες·

β) τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την ταξινόμηση των στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων στις υποκατηγορίες που αναφέρονται στο σημείο α) με βάση τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 93·

γ) κατάλογος στοιχείων ιδίων κεφαλαίων που θεωρούνται ότι πληρούν τα κριτήρια, που αναφέρονται στο άρθρο 94 και στο στοιχείο β) του παρόντος άρθρου, ο οποίος περιλαμβάνει για κάθε στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων ακριβή περιγραφή των χαρακτηριστικών που καθόρισαν την ταξινόμησή του·

δ) τις μεθόδους που πρέπει να χρησιμοποιούνται από τις εποπτικές αρχές όταν εγκρίνουν την αξιολόγηση και ταξινόμηση των στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων τα οποία δεν καλύπτονται από τον κατάλογο που αναφέρεται στο στοιχείο γ)·

Τα μέτρα που αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

2. Η Επιτροπή επανεξετάζει σε τακτά διαστήματα και, κατά περίπτωση, επικαιροποιεί τον κατάλογο που αναφέρεται στο στοιχείο γ) της παραγράφου 1 με βάση τις εξελίξεις της αγοράς.

Υποτμήμα 3 – Επιλεξιμότητα ιδίων κεφαλαίων

Άρθρο 98 Επιλεξιμότητα και όρια που εφαρμόζονται στις κατηγορίες 1, 2 και 3

1. Όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, τα ποσά των στοιχείων της κατηγορίας 2 και της κατηγορίας 3 υπόκεινται στα ακόλουθα όρια:

α) προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η αναλογία των στοιχείων της κατηγορίας 1 στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια είναι υψηλότερη από το ένα τρίτο των συνολικών επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων, το επιλέξιμο ποσό της κατηγορίας 2 μαζί με το επιλέξιμο ποσό της κατηγορίας 3 περιορίζονται στο διπλάσιο του συνολικού ποσού των στοιχείων της κατηγορίας 1·

β) προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η αναλογία των στοιχείων της κατηγορίας 3 στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια είναι μικρότερη από το ένα τρίτο των συνολικών επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων, το επιλέξιμο ποσό της κατηγορίας 3 περιορίζεται στο ήμισυ του συνολικού ποσού των στοιχείων της κατηγορίας 1 και του επιλέξιμου ποσού των στοιχείων της κατηγορίας 2.

2. Όσον αφορά τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η αναλογία των στοιχείων της κατηγορίας 1 στα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια είναι υψηλότερη από το ήμισυ των συνολικών επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων, το ποσό των στοιχείων των βασικών ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων που ταξινομούνται στην κατηγορία 2 περιορίζεται στο συνολικό ποσό των στοιχείων της κατηγορίας 1.

3. Εάν έχουν εισαχθεί υποκατηγορίες, σύμφωνα με το άρθρο 97 παράγραφος 1, εφαρμόζονται ειδικά όρια στο ποσό των στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων που έχουν ταξινομηθεί στις εν λόγω υποκατηγορίες.

4. Το επιλέξιμο ποσό των ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας που ορίζονται στο άρθρο 100 ισούται με το άθροισμα του ποσού της κατηγορίας 1, του επιλέξιμου ποσού της κατηγορίας 2 και του επιλέξιμου ποσού της κατηγορίας 3.

5. Το επιλέξιμο ποσό των βασικών ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων που ορίζονται στο άρθρο 126 ισούται με το άθροισμα του ποσού της κατηγορίας 1 και του επιλέξιμου ποσού των στοιχείων των βασικών ιδίων κεφαλαίων που ταξινομούνται στην κατηγορία 2.

Άρθρο 99 Εκτελεστικά μέτρα

Η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα όπου προβλέπονται τα συγκεκριμένα όρια τα οποία εφαρμόζονται στις υποκατηγορίες, εφόσον έχουν εισαχθεί τέτοιου είδους υποκατηγορίες.

Τα μέτρα που αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

Τμήμα 4 – Κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητασ

Υποτμήμα 1 – Γενικές διατάξεις για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας με τη χρησιμοποίηση τησ τυποποιημενης μεθόδου ή εσωτερικού υποδείγματος

Άρθρο 100 Γενικές διατάξεις

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για τη κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας.

Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας υπολογίζονται είτε σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο του υποτμήματος 2 είτε με τη χρησιμοποίηση εσωτερικού υποδείγματος, όπως ορίζεται στο υποτμήμα 3.

Άρθρο 101 Υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας

1. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας υπολογίζονται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 5.

2 Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας υπολογίζονται βάσει του τεκμηρίου ότι η επιχείρηση ασκεί τις δραστηριότητές της σε συνεχή βάση.

3. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας διαμορφώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ότι λαμβάνονται υπόψη όλοι οι ποσοτικοποιήσιμοι κίνδυνοι στους οποίους είναι εκτεθειμένη η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση. Όσον αφορά τις υφιστάμενες δραστηριότητες, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας καλύπτουν τις μη αναμενόμενες ζημίες.

Αντιστοιχούν στην αξία σε κίνδυνο (Value-at-Risk) των βασικών ιδίων κεφαλαίων ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με διάστημα εμπιστοσύνης 99,5% για μια περίοδο ενός έτους.

4. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας καλύπτουν, τουλάχιστον, τους ακόλουθους κινδύνους:

α) τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο στον κλάδο ζημιών·

β) τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο στον κλάδο ζωής·

γ) τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο ασφάλισης υγείας·

δ) τον κίνδυνο αγοράς·

ε) τον πιστωτικό κίνδυνο·

στ) τον λειτουργικό κίνδυνο.

O λειτουργικός κίνδυνος που αναφέρεται στο στοιχείο στ) του πρώτου εδαφίου περιλαμβάνει νομικούς κινδύνους και αποκλείει κινδύνους που απορρέουν από στρατηγικές αποφάσεις, καθώς και τους κινδύνους φήμης.

5 Κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη την επίπτωση των τεχνικών μείωσης του κινδύνου, υπό την προϋπόθεση ότι ο πιστωτικός κίνδυνος και οι άλλοι κίνδυνοι που απορρέουν από τη χρήση τέτοιου είδους τεχνικών αντικατοπτρίζονται κατάλληλα στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας.

Άρθρο 102 Συχνότητα υπολογισμού

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας τουλάχιστον μία φορά ετησίως και αναφέρουν το αποτέλεσμα του υπολογισμού αυτού στις εποπτικές αρχές.

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εξασφαλίζουν ότι διαθέτουν επιλέξιμα ίδια κεφάλαια που καλύπτουν τις τελευταίες αναφερθείσες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας.

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις παρακολουθούν σε συνεχή βάση το ποσό των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων και των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας.

Εάν το προφίλ κινδύνου μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζονται οι τελευταίες αναφερθείσες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, η σχετική επιχείρηση υπολογίζει εκ νέου τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας χωρίς καθυστέρηση και τις γνωστοποιεί στις εποπτικές αρχές.

2. Εάν υπάρχουν στοιχεία που να υπονοούν ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης έχει αλλάξει σημαντικά από την ημερομηνία κατά την οποία αναφέρθηκαν τελευταία φορά οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, οι εποπτικές αρχές μπορούν να απαιτήσουν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να υπολογίσουν εκ νέου τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας.

Υποτμήμα 2 – Κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας – τυποποιημένη μέθοδοσ

Άρθρο 103 Δομή της τυποποιημένης μεθόδου

1. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας που υπολογίζονται σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο αποτελούν το άθροισμα των κατωτέρω στοιχείων:

α) των βασικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 104·

β) της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο, όπως ορίζεται στο άρθρο 106·

γ) της προσαρμογής για την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των τεχνικών αποθεματικών και για τους αναβαλλόμενους φόρους, όπως ορίζεται στο άρθρο 107.

2. Για τους σκοπούς του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα με τα οποία ορίζει τυποποιημένη μέθοδο σύμφωνα με τις αρχές που προβλέπονται στα άρθρα 104 έως 108.

Τα μέτρα που αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

Άρθρο 104 Σχεδιασμός των βασικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας

1. Οι βασικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας περιλαμβάνουν μεμονωμένες ενότητες κινδύνου, οι οποίες αθροίζονται σύμφωνα με το σημείο 1 του παραρτήματος IV.

Περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες ενότητες αναλαμβανόμενου κινδύνου:

α) κίνδυνος ασφάλισης ζημιών·

β) κίνδυνος ασφάλισης ζωής·

γ) ειδικός κίνδυνος ασφάλισης υγείας·

δ) κίνδυνος αγοράς·

ε) κίνδυνος αθέτησης αντισυμβαλλόμενου.

2. Για τους σκοπούς των στοιχείων α), β) και γ) της παραγράφου 1, οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές πράξεις εντάσσονται στην ενότητα ασφαλιστικού κινδύνου που αντικατοπτρίζει καλύτερα την τεχνική φύση των υποκείμενων κινδύνων.

3. Οι συντελεστές συσχέτισης για την άθροιση των ενοτήτων κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο 1, καθώς και η διαμόρφωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κάθε ενότητα κινδύνου, οδηγούν σε μια συνολική κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας η οποία συνάδει με τις αρχές που παρατίθενται στο άρθρο 101.

4. Κάθε μία από τις ενότητες κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διαμορφώνεται με τη χρήση ενός μέτρου δυνητικής ζημίας ή αξίας σε κίνδυνο (Value-at-Risk), με διάστημα εμπιστοσύνης 99,5% για μια περίοδο ενός έτους.

Κατά περίπτωση, στον σχεδιασμό κάθε ενότητας κινδύνου λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα διαφοροποίησης.

5. Ο ίδιος σχεδιασμός και οι ίδιες προδιαγραφές για τις ενότητες κινδύνου χρησιμοποιούνται για όλες τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τόσο σε σχέση με τις βασικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας όσο και για τους απλοποιημένους υπολογισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 108.

6. Όσον αφορά τους κινδύνους από καταστροφές, μπορούν να χρησιμοποιηθούν γεωγραφικές προδιαγραφές, κατά περίπτωση, για τον υπολογισμό των ενοτήτων αναλαμβανόμενων ασφαλιστικών κινδύνων κλάδου ζωής, κλάδου ζημιών και της ενότητας για τον ειδικό κίνδυνο ασφάλισης υγείας.

7. Υπό τον όρο της έγκρισης από τις εποπτικές αρχές, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν, στο πλαίσιο του σχεδιασμού της τυποποιημένης μεθόδου, να αντικαταστήσουν μια υποομάδα από τις παραμέτρους με ειδικές παραμέτρους για την εκάστοτε επιχείρηση κατά τον υπολογισμό των ενοτήτων κινδύνου ασφάλισης ζωής, ζημιών και ειδικής ασφάλισης υγείας.

Οι παράμετροι αυτές διαμορφώνονται στη βάση των εσωτερικών δεδομένων των εκάστοτε επιχειρήσεων, ή των δεδομένων τα οποία έχουν άμεση συνάφεια για τις εργασίες της επιχείρησης αυτής με τη χρησιμοποίηση τυποποιημένων μεθόδων.

Κατά τη χορήγηση της εποπτικής έγκρισης, οι εποπτικές αρχές εξακριβώνουν την πληρότητα, ακρίβεια και καταλληλότητα των χρησιμοποιούμενων δεδομένων.

Άρθρο 105 Υπολογισμός των βασικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας

1. Οι βασικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας υπολογίζονται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 6:

2. Η ενότητα του αναλαμβανόμενου κινδύνου ασφάλισης ζημιών αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο ο οποίος απορρέει από τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων στον κλάδο ζημιών, σε σχέση με τους κινδύνους που καλύπτονται και τις διεργασίες που χρησιμοποιούνται κατά την άσκηση της δραστηριότητας.

Λαμβάνεται υπόψη την αβεβαιότητα στα αποτελέσματα των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε σχέση με τις υφιστάμενες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις.

Οι απαιτήσεις υπολογίζονται σύμφωνα με το σημείο 2 του παραρτήματος IV, ως συνδυασμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τουλάχιστον τις κατωτέρω υποενότητες:

α) του κινδύνου απώλειας ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που προκύπτει από διακυμάνσεις στον χρονισμό, τη συχνότητα και τη σοβαρότητα των ασφαλισμένων συμβάντων, και στον χρονισμό και στο ποσό διακανονισμού των απαιτήσεων (κίνδυνος ασφάλιστρου και αποθεματικών κλάδου ζημιών)·

β) του κινδύνου απώλειας ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από σημαντική αβεβαιότητα στις παραδοχές τιμολόγησης και δημιουργίας αποθεματικών, λόγω ακραίων ή έκτακτων συμβάντων (καταστροφικός κίνδυνος στον κλάδο ζημιών).

3. Η ενότητα του αναλαμβανόμενου κινδύνου ασφάλισης ζωής αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που απορρέει από την αποδοχή σύναψης ασφαλιστικών συμβάσεων ζωής, σε σχέση με τους κινδύνους που καλύπτονται και τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται στην άσκηση των δραστηριοτήτων.

Οι απαιτήσεις υπολογίζονται σύμφωνα με το σημείο 3 του παραρτήματος IV, ως συνδυασμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τουλάχιστον τις κατωτέρω ενότητες:

α) του κινδύνου απώλειας ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση, ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών θνησιμότητας, όπου μια αύξηση στο ποσοστό θνησιμότητας οδηγεί σε αύξηση στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων (κίνδυνος θνησιμότητας)·

β) του κινδύνου απώλειας ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση, ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών θνησιμότητας, όπου μια μείωση στο ποσοστό θνησιμότητας οδηγεί σε αύξηση στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων (κίνδυνος μακροβιότητας)·

γ) του κινδύνου απώλειας ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, στην τάση ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών ανικανότητας, ασθένειας και νοσηρότητας (κίνδυνος ανικανότητας - νοσηρότητας)·

δ) του κινδύνου απώλειας ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση, ή τη μεταβλητότητα των δαπανών εξυπηρέτησης των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων (κίνδυνος εξόδων που συνδέονται με την ασφάλιση ζωής)·

ε) του κινδύνου απώλειας ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από διακυμάνσεις στο επίπεδο, την τάση, ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών αναθεώρησης που εφαρμόζονται στις ετήσιες προσόδους, λόγω αλλαγών στο νομικό περιβάλλον ή στην κατάσταση της υγείας του ασφαλισμένου (κίνδυνος αναθεώρησης)·

στ) του κινδύνου απώλειας ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών διακοπής συμβολαίων, λύσεων και εξαγοράς (κίνδυνος εξαγοράς)·

ζ) του κινδύνου απώλειας ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από τη σημαντική αβεβαιότητα των παραδοχών τιμολόγησης και δημιουργίας προβλέψεων σχετικά με ακραία ή άτυπα γεγονότα (καταστροφικός κίνδυνος κλάδου ζωής).

4. Όταν η δραστηριότητα ασφάλισης υγείας ασκείται σε παρόμοια τεχνική βάση με εκείνη της ασφάλισης ζωής, όπως αναφέρεται στο άρθρο 204, η ενότητα για τον ειδικό κίνδυνο ασφάλισης υγείας αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που απορρέει από τη σύναψη συμβάσεων ασφάλισης υγείας, όπως προκύπτει τόσο από τους κινδύνους που καλύπτονται όσο και από τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται στην άσκηση της δραστηριότητας.

Οι απαιτήσεις υπολογίζονται, σύμφωνα με το σημείο 4 του παραρτήματος IV, ως συνδυασμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τουλάχιστον τις ακόλουθες υποενότητες:

α) του κινδύνου απώλειας ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από αλλαγές στο επίπεδο, την τάση, ή τη μεταβλητότητα των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εξυπηρέτηση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων (κίνδυνος δαπανών υγείας)·

β) του κινδύνου απώλειας ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από διακυμάνσεις στον χρονισμό, τη συχνότητα και τη σοβαρότητα των ασφαλισμένων συμβάντων και στον χρονισμό και το ποσό του διακανονισμού των απαιτήσεων κατά τη στιγμή της πρόβλεψης (κίνδυνος ασφαλίστρων και αποθεματικού ασφάλισης υγείας)·

γ) του κινδύνου απώλειας ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από τη σημαντική αβεβαιότητα στις παραδοχές αναφορικά με την τιμολόγηση και τη δημιουργία προβλέψεων σε σχέση με αιφνίδιες εκδηλώσεις σοβαρών επιδημιών, καθώς και την ασυνήθη σώρευση κινδύνων κάτω από τέτοιου είδους ακραίες περιστάσεις (επιδημικός κίνδυνος υγείας).

5. Η ενότητα για τον κίνδυνο αγοράς αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που απορρέει από το επίπεδο ή την μεταβλητότητα των τιμών της αγοράς χρηματοοικονομικών μέσων με επίπτωση στην αξία των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού της επιχείρησης.

Οι απαιτήσεις υπολογίζονται, σύμφωνα με το σημείο 5 του παραρτήματος IV, ως συνδυασμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τουλάχιστον τις ακόλουθες υποενότητες:

α) της ευαισθησίας των τιμών των στοιχείων του ενεργητικού, του παθητικού και των χρηματοοικονομικών μέσων σε αλλαγές στην καμπύλη των επιτοκίων, ή στη μεταβλητότητα των επιτοκίων (κίνδυνος επιτοκίου)·

β) της ευαισθησίας των τιμών των στοιχείων του ενεργητικού, του παθητικού και των χρηματοοικονομικών μέσων σε αλλαγές στο επίπεδο ή στη μεταβλητότητα των αγοραίων τιμών των μετοχών (κίνδυνος μετοχών)·

γ) της ευαισθησίας των τιμών των στοιχείων του ενεργητικού, του παθητικού και των χρηματοοικονομικών μέσων σε αλλαγές στο επίπεδο ή στη μεταβλητότητα των αγοραίων τιμών ακινήτων (κίνδυνος τιμών ακινήτων)·

δ) της ευαισθησίας των τιμών των στοιχείων του ενεργητικού, του παθητικού και των χρηματοοικονομικών μέσων σε μεταβολές στο επίπεδο ή τη μεταβλητότητα των πιστωτικών περιθωρίων (κίνδυνος πιστωτικών περιθωρίων)·

ε) της ευαισθησίας των τιμών των στοιχείων του ενεργητικού, του παθητικού και των χρηματοπιστωτικών μέσων σε αλλαγές στο επίπεδο, ή τη μεταβλητότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών (συναλλαγματικός κίνδυνος)·

στ) των συμπληρωματικών κινδύνων σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που προέρχονται είτε από έλλειψη διαφοροποίησης στο χαρτοφυλάκιο των περιουσιακών στοιχείων είτε από μεγάλο άνοιγμα σε κίνδυνο αθέτησης από ένα και μόνο εκδότη τίτλων ή ομάδα συνδεδεμένων εκδοτών (συγκεντρώσεις κινδύνου αγοράς).

6. Η ενότητα κινδύνου αθέτησης του αντισυμβαλλομένου αντικατοπτρίζει πιθανές ζημίες λόγω μη αναμενόμενης αθέτησης, ή επιδείνωσης στην πιστωτική θέση των αντισυμβαλλομένων και οφειλετών των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια των επομένων δώδεκα μηνών. Η ενότητα κινδύνου αθέτησης του αντισυμβαλλομένου καλύπτει συμβάσεις μείωσης του κινδύνου, όπως συμφωνίες αντασφάλισης, τιτλοποιήσεις και παράγωγα, και απαιτήσεις από μεσολαβητές, καθώς και οιαδήποτε άλλα πιστωτικά ανοίγματα τα οποία δεν καλύπτονται στην υποενότητα για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου.

Για κάθε αντισυμβαλλόμενο, η ενότητα κινδύνου αθέτησης του αντισυμβαλλομένου λαμβάνει υπόψη το συνολικό άνοιγμα κινδύνου αντισυμβαλλομένου της σχετικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης προς τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή των συμβατικών του υποχρεώσεων προς την επιχείρηση αυτή.

Άρθρο 106 Κεφαλαιακές απαιτήσεις για λειτουργικούς κινδύνους

1. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για λειτουργικούς κινδύνους αντικατοπτρίζουν τους λειτουργικούς κινδύνους, στο βαθμό που αυτοί δεν αντικατοπτρίζονται ήδη στις ενότητες κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 104. Οι απαιτήσεις αυτές διαμορφώνονται σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 3.

2. Όσον αφορά τις συμβάσεις ασφάλισης ζωής, όπου ο επενδυτικός κίνδυνος αναλαμβάνεται από τους αντισυμβαλλόμενους, ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για λειτουργικούς κινδύνους λαμβάνει υπόψη το ποσό των ετήσιων δαπανών που λαμβάνουν χώρα σε σχέση με τις εν λόγω ασφαλιστικές υποχρεώσεις.

3. Όσον αφορά πράξεις ασφάλισης και αντασφάλισης εκτός από εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για λειτουργικούς κινδύνους λαμβάνει υπόψη τον όγκο των πράξεων αυτών, σε όρους δεδουλευμένων ασφαλίστρων και τεχνικών προβλέψεων που σχηματίζονται σε στάση με τις ασφαλιστικές αυτές υποχρεώσεις. Στην περίπτωση αυτή, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για λειτουργικούς κινδύνους δεν υπερβαίνουν το 30% των βασικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας που συνδέονται με τις εν λόγω ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές πράξεις.

Άρθρο 107 Προσαρμογή για την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των τεχνικών αποθεματικών και των αναβαλλόμενων φόρων

Η προσαρμογή που αναφέρεται στο άρθρο 103 παράγραφος 1 στοιχείο γ) για την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των τεχνικών αποθεματικών και των αναβαλλόμενων φόρων αντικατοπτρίζει δυνητική αντιστάθμιση για μη αναμενόμενες ζημίες μέσω ταυτόχρονης μείωσης των τεχνικών αποθεματικών και των αναβαλλόμενων φόρων.

Η προσαρμογή λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα μείωσης του κινδύνου μέσω μελλοντικών έκτακτων παροχών των συμβάσεων ασφάλισης ζωής, στο βαθμό που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να στοιχειοθετήσουν ότι μια μείωση των παροχών αυτών μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη μη αναμενόμενων ζημιών, όταν αυτές προκύψουν. Το αποτέλεσμα μείωσης του κινδύνου μέσω των μελλοντικών έκτακτων παροχών δεν υπερβαίνει το ποσό των τεχνικών αποθεματικών και αναβαλλόμενων φόρων σε σχέση με τα μελλοντικά έκτακτα αυτά οφέλη.

Για τους σκοπούς του δευτέρου εδαφίου, η αξία των μελλοντικών έκτακτων παροχών κάτω από δυσμενείς περιστάσεις συγκρίνεται με την αξία των παροχών αυτών βάσει των υποκείμενων παραδοχών του υπολογισμού της βέλτιστης εκτίμησης.

Άρθρο 108 Απλοποιήσεις στην τυποποιημένη μέθοδο

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν απλοποιημένο υπολογισμό για κάποια ειδική υποενότητα ή ενότητα κινδύνου όταν η φύση, η κλίμακα και η πολυπλοκότητα των κινδύνων που αντιμετωπίζουν δικαιολογεί τη στάση αυτή και εφόσον θα ήταν δυσανάλογο να απαιτηθεί από όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν τον τυποποιημένο υπολογισμό.

Οι απλοποιημένοι υπολογισμοί διαμορφώνονται σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 3.

Άρθρο 109 Εκτελεστικά μέτρα

1. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίδια μεταχείριση σε όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας με βάση την τυποποιημένη μέθοδο, ή να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις της αγοράς, η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα τα οποία αναφέρουν τα ακόλουθα:

α) οιεσδήποτε υποενότητες αναγκαίες για την κάλυψη ειδικότερα των κινδύνων οι οποίοι εμπίπτουν στις αντίστοιχες ενότητες κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 104, καθώς και τυχόν μεταγενέστερες επικαιροποιήσεις·

β) τις μεθόδους, παραδοχές και τυποποιημένες παραμέτρους που πρέπει να χρησιμοποιηθούν κατά τον υπολογισμό εκάστης ενότητας ή υποενότητας κινδύνου των βασικών κεφαλαιακών απαιτήσεων που ορίζονται στα άρθρα 104 και 105·

γ) τις παραμέτρους συσχέτισης·

δ) εφόσον οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν τεχνικές μείωσης του κινδύνου, τις μεθόδους και παραδοχές που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των μεταβολών στο προφίλ κινδύνου της εκάστοτε επιχείρησης και προσαρμογή του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας·

ε) τα ποιοτικά κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι τεχνικές μείωσης του κινδύνου που αναφέρονται στο σημείο δ), προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι ο κίνδυνος έχει όντως μεταβιβαστεί σε τρίτο μέρος·

στ) τις μεθόδους και παραμέτρους που πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά την αξιολόγηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων για λειτουργικούς κινδύνους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 106·

ζ) τη μέθοδο που πρέπει να χρησιμοποιηθεί κατά τον υπολογισμό της προσαρμογής με σκοπό να ληφθεί υπόψη η ικανότητα απορρόφησης ζημιών των τεχνικών αποθεματικών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 107·

η) το υποσύνολο των τυποποιημένων παραμέτρων στις ενότητες κινδύνου ασφαλιστικής κάλυψης ζωής, ζημιών και ειδικού ασφαλιστικού κινδύνου υγείας, οι οποίες μπορούν να αντικατασταθούν από ειδικές παραμέτρους για κάθε επιχείρηση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 104 παράγραφος 7·

θ) τις τυποποιημένες μεθόδους που πρέπει να χρησιμοποιεί η ασφαλιστική ή η αντασφαλιστική επιχείρηση για τον υπολογισμό των ειδικών για την επιχείρηση παραμέτρων που αναφέρονται στο στοιχείο η) και οιαδήποτε κριτήρια όσον αφορά την πληρότητα, ακρίβεια και καταλληλότητα των χρησιμοποιούμενων δεδομένων, τα οποία πρέπει να πληρούνται προτού δοθεί η έγκριση των εποπτικών αρχών·

ι) τους προβλεπόμενους απλοποιημένους υπολογισμούς για ορισμένες υποενότητες και ενότητες κινδύνου, καθώς και τα κριτήρια που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις καλούνται να ικανοποιήσουν προκειμένου να μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις απλοποιήσεις αυτές, όπως προβλέπεται στο άρθρο 108.

Τα μέτρα που αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

2. Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα που να αναφέρουν ποσοτικούς περιορισμούς και κριτήρια επιλεξιμότητας στοιχείων του ενεργητικού προκειμένου να αντιμετωπιστούν κίνδυνοι οι οποίοι δεν καλύπτονται επαρκώς από κάποια υποενότητα. Τέτοιου είδους εκτελεστικά μέτρα εφαρμόζονται σε στοιχεία του ενεργητικού που καλύπτουν τεχνικά αποθεματικά, εξαιρουμένων των στοιχείων που τηρούνται σε σχέση με ασφαλιστικές συμβάσεις ζωής, όπου ο επενδυτικός κίνδυνος αναλαμβάνεται από τους αντισυμβαλλομένους.

Τα μέτρα που αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

Υποτμήμα 3 – Κεφαλαιακές απαιτήσέις φερεγγυότήτας – πλήρη και μερικά εσωτερικά υποδείγματα

Άρθρο 110 Γενικές διατάξεις έγκρισης για τα πλήρη και μερικά εσωτερικά υποδείγματα

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ασφαλιστικές ή οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας με τη χρησιμοποίηση πλήρους ή μερικού εσωτερικού υποδείγματος που έχει εγκριθεί από τις εποπτικές αρχές.

2. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν μερικά εσωτερικά υποδείγματα για τον υπολογισμό ενός ή περισσοτέρων από τα κατωτέρω:

α) ενός ή περισσοτέρων ενοτήτων κινδύνου ή υποενοτήτων, των βασικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, όπως προβλέπεται στα άρθρα 104 και 105·

β) της κεφαλαιακής απαίτησης για τον λειτουργικό κίνδυνο όπως ορίζεται στο άρθρο 106·

γ) της προσαρμογής που αναφέρεται στο άρθρο 107.

Παράλληλα, η μερική χρήση υποδείγματος μπορεί να εφαρμοστεί στο σύνολο της δραστηριότητας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, ή μόνο σε μία ή περισσότερες σημαντικές επιχειρηματικές μονάδες.

3. Σε οποιαδήποτε αίτηση για έγκριση, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν, τουλάχιστον, τεκμηριωμένα στοιχεία ότι το εσωτερικό υπόδειγμα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 118 έως 123.

Εφόσον η αίτηση για την έγκριση αυτή συνδέεται με μερικό εσωτερικό υπόδειγμα, οι απαιτήσεις στα άρθρα 118 έως 123 προσαρμόζονται προκειμένου να ληφθεί υπόψη το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του υποδείγματος.

4. Οι εποπτικές αρχές αποφασίζουν εντός έξι μηνών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης.

5. Οι εποπτικές αρχές εγκρίνουν την αίτηση μόνον εφόσον βεβαιωθούν ότι τα συστήματα της σχετικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την παρακολούθηση και τη διαχείριση του κινδύνου είναι επαρκή και ειδικότερα ότι το εσωτερικό υπόδειγμα συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

6. Οποιαδήποτε απόφαση των εποπτικών αρχών να απορρίψουν την αίτηση για τη χρησιμοποίηση εσωτερικού υποδείγματος συνοδεύεται από σχετική αιτιολόγηση.

7. Για μια περίοδο δύο ετών αφού ληφθεί έγκριση από τις εποπτικές αρχές για τη χρήση εσωτερικού υποδείγματος, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις παρέχουν στις εποπτικές αρχές εκτίμηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας που καθορίζονται σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο όπως προβλέπεται στο υποτμήμα 2.

Άρθρο 111 Ειδικές διατάξεις για την έγκριση μερικών εσωτερικών υποδειγμάτων

1. Στην περίπτωση μερικού εσωτερικού υποδείγματος, η έγκριση των εποπτικών αρχών δίνεται μόνον εάν το υπόδειγμα συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 110 και στις ακόλουθες συμπληρωματικές προϋποθέσεις:

α) η επιχείρηση έχει δικαιολογήσει επαρκώς το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του υποδείγματος·

β) οι προκύπτουσες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας αντικατοπτρίζουν καταλληλότερα το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης και ειδικότερα ανταποκρίνονται στις αρχές που παρατίθενται στο υποτμήμα 1·

γ) ο σχεδιασμός του είναι συνεπής προς τις αρχές που προβλέπονται στο υποτμήμα 1 προκειμένου να καταστεί δυνατή η πλήρης ενσωμάτωση του μερικού εσωτερικού υποδείγματος στην τυποποιημένη μέθοδο της κεφαλαιακής επάρκειας φερεγγυότητας.

2. Κατά την αξιολόγηση αίτησης για τη χρήση μερικού εσωτερικού υποδείγματος το οποίο καλύπτει μόνο ορισμένες υποενότητες μιας συγκεκριμένης ενότητας κινδύνου, ή ορισμένες από τις λειτουργικές μονάδες της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε σχέση με μια ειδική ενότητα κινδύνου, ή μέρη και των δύο, οι εποπτικές αρχές δύνανται να ζητήσουν από τις ενδιαφερόμενες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να υποβάλουν ένα ρεαλιστικό μεταβατικό σχέδιο για την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του υποδείγματος.

Το μεταβατικό αυτό σχέδιο καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις προγραμματίζουν να επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής του υποδείγματος σε άλλες υποενότητες ή επιχειρηματικές μονάδες, προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι το υπόδειγμα καλύπτει σημαντικό μέρος των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων σε σχέση με τη συγκεκριμένη αυτή ενότητα κινδύνου.

Άρθρο 112 Εκτελεστικά μέτρα

Η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα όπου ορίζονται τα ακόλουθα:

1) η διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί για την έγκριση ενός εσωτερικού υποδείγματος·

2) οι προσαρμογές που πρέπει να γίνουν στα πρότυπα που ορίζονται στα άρθρα 118 έως 123 προκειμένου να ληφθεί υπόψη το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του μερικού εσωτερικού υποδείγματος.

Τα μέτρα που αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που προβλέπεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

Άρθρο 113 Πολιτική αλλαγής των πλήρων και μερικών εσωτερικών υποδειγμάτων

Στο πλαίσιο της διαδικασίας αρχικής έγκρισης του εσωτερικού τους υποδείγματος, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις συμφωνούν με τις εποπτικές αρχές σε μια πολιτική για την αλλαγή του υποδείγματος. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να τροποποιήσουν το εσωτερικό τους υπόδειγμα σύμφωνα με την πολιτική αυτή.

Η πολιτική περιλαμβάνει τις προδιαγραφές των σημαντικών και δευτερευουσών αλλαγών στο εσωτερικό υπόδειγμα.

Οι σημαντικές αλλαγές στο εσωτερικό υπόδειγμα, καθώς και οι αλλαγές στην πολιτική, υπόκεινται πάντοτε σε προηγούμενη εποπτική έγκριση των εποπτικών αρχών, όπως ορίζεται στο άρθρο 110.

Οι δευτερεύουσες αλλαγές στο εσωτερικό υπόδειγμα δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση των εποπτικών αρχών εφόσον σχεδιάζονται σύμφωνα με την πολιτική αυτή.

Άρθρο 114 Αρμοδιότητες των διοικητικών και διαχειριστικών οργάνων

Τα διοικητικά ή διαχειριστικά όργανα των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων εγκρίνουν την αίτηση προς τις εποπτικές αρχές όσον αφορά την αναγνώριση του εσωτερικού υποδείγματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 110, καθώς και την αίτηση για την έγκριση μεταγενέστερων σημαντικών αλλαγών στο εν λόγω υπόδειγμα.

Το διοικητικό ή διαχειριστικό όργανο είναι υπεύθυνο για τη δημιουργία συστημάτων που να εξασφαλίζουν τη σωστή λειτουργία του εσωτερικού υποδείγματος σε συνεχή βάση.

Άρθρο 115 Επιστροφή στην τυποποιημένη μέθοδο

Αφού λάβουν έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 110, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν επιστρέφουν στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως αναφέρεται στο υποτμήμα 2, εκτός εάν συντρέχουν δεόντως αιτιολογημένες περιστάσεις και με την προϋπόθεση της έγκρισης των εποπτικών αρχών.

Άρθρο 116 Μη συμμόρφωση του εσωτερικού υποδείγματος

1. Εάν, αφού έχει ληφθεί έγκριση από τις εποπτικές αρχές να χρησιμοποιηθεί κάποιο εσωτερικό υπόδειγμα, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις παύσουν να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 118 έως 123, είτε υποβάλλουν στις εποπτικές αρχές σχέδιο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα ή αποδεικνύουν ότι το αποτέλεσμα της μη συμμόρφωσης είναι ασήμαντο.

2. Στην περίπτωση που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν εφαρμόσουν το σχέδιο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, οι εποπτικές αρχές μπορούν να ζητήσουν από τις επιχειρήσεις αυτές να επιστρέψουν στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως προβλέπεται στο υποτμήμα 2.

Άρθρο 117 Σημαντικές αποκλίσεις από τις βασικές παραδοχές για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας

Όταν δεν ενδείκνυται ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως προβλέπεται στο υποτμήμα 2, επειδή το προφίλ κινδύνου των σχετικών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζονται οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, οι εποπτικές αρχές δύνανται, με απόφαση στην οποία αναφέρονται οι λόγοι, να ζητήσουν από τις εν λόγω επιχειρήσεις να χρησιμοποιήσουν ένα εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό της των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ή των συναφών ενοτήτων κινδύνου.

Άρθρο 118 Δοκιμή χρήσης

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν ότι το εσωτερικό υπόδειγμα χρησιμοποιείται ευρέως και παίζει σημαντικό ρόλο στα ακόλουθα:

1) στο σύστημα διακυβέρνησής τους, που αναφέρεται στα άρθρα 41 έως 49, ειδικότερα δε

α) στο σύστημα διαχείρισης του κινδύνου όπως προβλέπεται στο άρθρο 43 και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων·

β) στη διαδικασία εκτίμησης και διάθεσης του οικονομικού κεφαλαίου και του κεφαλαίου φερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης που αναφέρεται στο άρθρο 44.

Επιπλέον, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν ότι η συχνότητα υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας με τη χρήση του εσωτερικού υποδείγματος συμβαδίζει με τη συχνότητα με την οποία χρησιμοποιούν το εσωτερικό τους υπόδειγμα για τους άλλους σκοπούς που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο.

Το διοικητικό ή διαχειριστικό όργανο είναι υπεύθυνο για την εξασφάλιση της συνεχούς καταλληλότητας του σχεδιασμού και της λειτουργίας του εσωτερικού υποδείγματος και ότι το εσωτερικό υπόδειγμα εξακολουθεί να αντικατοπτρίζει κατάλληλα το προφίλ κινδύνου των σχετικών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Άρθρο 119 Στατιστικά πρότυπα ποιότητας

1. Το εσωτερικό υπόδειγμα, και ιδιαίτερα ο υπολογισμός της υποκείμενης πρόβλεψης κατανομής πιθανότητας, ικανοποιούν τα κριτήρια που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 9.

2. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της πρόβλεψης της κατανομής πιθανότητας βασίζονται σε κατάλληλες αναλογιστικές και στατιστικές τεχνικές και είναι συμβατές με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών.

Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την πρόβλεψη της κατανομής πιθανότητας βασίζονται σε τρέχουσες και αξιόπιστες πληροφορίες, καθώς και σε ρεαλιστικές παραδοχές.

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι σε θέση να αιτιολογούν στις εποπτικές αρχές τις παραδοχές στις οποίες στηρίζεται το εσωτερικό τους υπόδειγμα.

3. Τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για το εσωτερικό υπόδειγμα είναι ακριβή, πλήρη και κατάλληλα.

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επικαιροποιούν τα σύνολα δεδομένων που χρησιμοποιούν για τον υπολογισμό της προβλεπόμενης κατανομής πιθανότητας τουλάχιστον μία φορά κάθε χρόνο.

4. Δεν υποδεικνύεται καμία συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού της προβλεπόμενης κατανομής πιθανότητας.

Ανεξάρτητα από την επιλεγείσα μέθοδο υπολογισμού, η ικανότητα του εσωτερικού υποδείγματος να ταξινομήσει τον κίνδυνο είναι επαρκής για να εξασφαλίσει την ευρεία χρήση του και το γεγονός ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο σύστημα διαχείρισης του κινδύνου και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, στη διάθεση των κεφαλαίων και στο σύστημα διακυβέρνησης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 118.

Το εσωτερικό υπόδειγμα καλύπτει όλους τους σημαντικούς κινδύνους στους οποίους εκτίθενται οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Κατ’ ελάχιστο, τα πλήρη εσωτερικά υποδείγματα καλύπτουν τους κινδύνους που αναφέρονται στο άρθρο 101 παράγραφος 4.

5. Όσον αφορά τα αποτελέσματα της διαφοροποίησης, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη στο εσωτερικό τους υπόδειγμα τις υφιστάμενες εξαρτήσεις εντός των κατηγοριών κινδύνου, καθώς και μεταξύ των κατηγοριών κινδύνου, υπό τον όρο ότι οι εποπτικές αρχές κρίνουν κατάλληλο το σύστημα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των αποτελεσμάτων διαφοροποίησης.

6. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν πλήρως υπόψη το αποτέλεσμα των τεχνικών μείωσης του κινδύνου στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, στο βαθμό που ο πιστωτικός κίνδυνος και άλλοι κίνδυνοι που απορρέουν από τη χρήση των τεχνικών μείωσης του κινδύνου αντικατοπτρίζονται κατάλληλα στο εσωτερικό υπόδειγμα.

7. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εκτιμούν με ακρίβεια τους ιδιαίτερους κινδύνους που συνδέονται με τις χρηματοοικονομικές εγγυήσεις και οιαδήποτε άλλα συμβατικά δικαιώματα στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, εφόσον απαιτείται. Εκτιμούν επίσης τους κινδύνους που συνδέονται με τα δικαιώματα επιλογής του αντισυμβαλλομένου όσο και με τα συμβατικά δικαιώματα για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Προς το σκοπό αυτό, λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο που μπορούν να έχουν στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών μελλοντικές αλλαγές στις οικονομικές και μη οικονομικές συνθήκες.

8. Στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη τις μελλοντικές ενέργειες της διοίκησης που εύλογα αναμένονται σε ειδικές περιστάσεις.

Στην περίπτωση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η σχετική επιχείρηση λαμβάνει υπόψη τον αναγκαίο χρόνο για την υλοποίηση των ενεργειών αυτών.

9. Στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη όλες τις πληρωμές προς τους αντισυμβαλλομένους και τους δικαιούχους τις οποίες αναμένουν να πραγματοποιήσουν, ανεξάρτητα από το εάν οι πληρωμές αυτές είναι συμβατικά εγγυημένες.

Άρθρο 120 Πρότυπα διαμόρφωσης

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να χρησιμοποιούν διαφορετική χρονική περίοδο ή μέτρηση κινδύνου σε σχέση με αυτήν που προβλέπεται στο άρθρο 101 παράγραφος 3 για τους σκοπούς του εσωτερικού υποδείγματος, εφόσον τα αποτελέσματα του εσωτερικού υποδείγματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τις επιχειρήσεις αυτές για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας με τρόπο που να παρέχεται στους αντισυμβαλλομένους και στους δικαιούχους ένα επίπεδο ισοδύναμης προστασίας με εκείνη που προβλέπεται στο άρθρο 101.

2. Όπου είναι δυνατό, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας κατευθείαν από την εκτίμηση της κατανομής πιθανότητας που παράγεται από το εσωτερικό υπόδειγμα των επιχειρήσεων αυτών, με τη χρήση του μέτρου της αξίας σε κίνδυνο που αναφέρεται στο άρθρο 101 παράγραφος 3.

3. Εάν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να λάβουν την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας κατευθείαν από την εκτίμηση της κατανομής πιθανότητας που παράγεται από το εσωτερικό υπόδειγμα, οι εποπτικές αρχές μπορούν να επιτρέψουν τη χρησιμοποίηση προσεγγίσεων στη διαδικασία υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να αποδείξουν στις εποπτικές αρχές ότι παρέχεται στους αντισυμβαλλόμενους επίπεδο προστασίας ισοδύναμο με εκείνο που αναφέρεται στο άρθρο 101.

4. Οι εποπτικές αρχές δύνανται να απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να εφαρμόζουν το εσωτερικό τους υπόδειγμα σε κατάλληλα χαρτοφυλάκια αναφοράς και να χρησιμοποιούν παραδοχές βασιζόμενες σε εξωτερικά παρά σε εσωτερικά δεδομένα, προκειμένου να ελεγχθεί η αποτελεσματικότητα του εσωτερικού υποδείγματος και να εξακριβωθεί εάν οι προδιαγραφές του είναι σύμφωνες με τις γενικά αποδεκτές πρακτικές της αγοράς.

Άρθρο 121 Καταλογισμός κερδών και ζημιών

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εξετάζουν, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, τις αιτίες και την προέλευση των κερδών και ζημιών για καθέναν από τους κυριότερους κλάδους δραστηριοτήτων.

Καταδεικνύουν με ποιο τρόπο η επιλεγείσα κατηγοριοποίηση των κινδύνων στο εσωτερικό υπόδειγμα εξηγεί την προέλευση και τα αίτια των κερδών και των ζημιών. Η κατηγοριοποίηση των κινδύνων και ο καταλογισμός των κερδών και ζημιών αντικατοπτρίζουν το προφίλ κινδύνου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Άρθρο 122 Πρότυπα επικύρωσης

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν τακτικό κύκλο επικύρωσης του υποδείγματος, ο οποίος περιλαμβάνει την παρακολούθηση των επιδόσεων του εσωτερικού υποδείγματος, την επανεξέταση της συνεχούς καταλληλότητας των προδιαγραφών του και τη σύγκριση των αποτελεσμάτων του με τα εμπειρικά αποτελέσματα.

Η διαδικασία επικύρωσης του υποδείγματος περιλαμβάνει μια αποτελεσματική στατιστική διεργασία για την επικύρωση του εσωτερικού υποδείγματος, η οποία επιτρέπει στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αποδείξουν στις εποπτικές αρχές ότι οι κεφαλαιακές απαιτήσεις που υπολογίστηκαν με τον τρόπο αυτό είναι κατάλληλες.

Οι στατιστικές μέθοδοι που εφαρμόζονται χρησιμεύουν όχι μόνο για να εξακριβωθεί η καταλληλότητα της εκτίμησης της κατανομής πιθανότητας σε σύγκριση με τις πραγματοποιηθείσες ζημίες, αλλά επίσης και όλα τα σχετικά νέα δεδομένα και οι πληροφορίες.

Η διαδικασία επικύρωσης του υποδείγματος περιλαμβάνει ανάλυση της σταθερότητας του εσωτερικού υποδείγματος και ειδικότερα δοκιμή της ευαισθησίας των αποτελεσμάτων του εσωτερικού υποδείγματος σε μεταβολές ουσιαστικών βασικών παραδοχών. Περιλαμβάνει επίσης αξιολόγηση της ακρίβειας, πληρότητας και καταλληλότητας των στοιχείων που χρησιμοποιούνται από το εσωτερικό υπόδειγμα.

Άρθρο 123 Πρότυπα τεκμηρίωσης

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τεκμηριώνουν το σχεδιασμό και τα λειτουργικά χαρακτηριστικά του εσωτερικού τους υποδείγματος.

Η τεκμηρίωση αποδεικνύει τη συμμόρφωση με τα άρθρα 118 έως 122.

Η τεκμηρίωση παρέχει λεπτομερή περιγραφή της θεωρίας, των παραδοχών, και της μαθηματικής και εμπειρικής βάσης στις οποίες στηρίζεται το εσωτερικό υπόδειγμα.

Η τεκμηρίωση αναφέρει κάθε περίσταση στην οποία το εσωτερικό υπόδειγμα δεν λειτουργεί αποτελεσματικά.

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τεκμηριώνουν όλες τις σημαντικές αλλαγές στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 113.

Άρθρο 124 Εξωτερικά υποδείγματα και δεδομένα

Η χρήση ενός υποδείγματος ή δεδομένων που έχουν ληφθεί από τρίτο μέρος δεν δικαιολογεί την απαλλαγή από οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις σχετικά με το εσωτερικό υπόδειγμα σύμφωνα με τα άρθρα 118 έως 123.

Άρθρο 125 Εκτελεστικά μέτρα

Η Επιτροπή, προκειμένου να εξασφαλίσει εναρμονισμένη προσέγγιση όσον αφορά τη χρησιμοποίηση εσωτερικών υποδειγμάτων σε ολόκληρη την Κοινότητα και για να ενισχύσει την καλύτερη εκτίμηση του προφίλ κινδύνου και διαχείρισης των δραστηριοτήτων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα σε σχέση με τα άρθρα 118 έως 124.

Τα μέτρα που αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

Τμήμα 5 – Ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις

Άρθρο 126 Γενικές διατάξεις

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να διαθέτουν επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων.

Άρθρο 127 Υπολογισμός των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων

1. Οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις υπολογίζονται βάσει των ακόλουθων αρχών:

α) χρησιμοποιείται σαφής και απλή μέθοδος, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η δυνατότητα ελέγχου του υπολογισμού·

β) οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις αντιστοιχούν σε ένα ποσό επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων, κάτω από το οποίο οι αντισυμβαλλόμενοι και οι δικαιούχοι εκτίθενται σε μη αποδεκτό επίπεδο κινδύνου εάν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επιτρεπόταν να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους·

γ) το επίπεδο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων διαμορφώνεται στην αξία σε κίνδυνο των βασικών ιδίων κεφαλαίων μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε διάστημα εμπιστοσύνης κυμαινόμενο από 80% έως 90% για περίοδο ενός έτους·

δ) το απόλυτο κατώτατο όριο ορίζεται σε 1 000 000 ευρώ για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζημιών και σε 2 000 000 ευρώ για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζωής.

2. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υπολογίζουν τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις σε τριμηνιαία τουλάχιστον βάση και αναφέρουν τα αποτελέσματα του υπολογισμού αυτού στις εποπτικές αρχές.

Άρθρο 128 Εκτελεστικά μέτρα

Η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα σχετικά με τον υπολογισμό των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων με βάση τα άρθρα 126 και 127.

Τα μέτρα που αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιαστικών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με τη κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

Άρθρο 129 Μεταβατικές ρυθμίσεις για τη συμμόρφωση με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 137, εφόσον οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις συμμορφώνονται με το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας που αναφέρεται στο άρθρο 28 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ, το άρθρο 16 της οδηγίας 73/239/ΕΚ ή τα άρθρα 37, 38 ή 39 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ αντίστοιχα κατά την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 310 παράγραφος 1, αλλά δεν διαθέτουν επαρκή επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια για να καλύψουν τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, οι σχετικές αυτές επιχειρήσεις συμμορφώνονται με το άρθρο 126 εντός ενός έτους από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 310 παράγραφος 1.

Εάν η σχετική επιχείρηση δεν συμμορφωθεί με το άρθρο 126 εντός της περιόδου που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο, ανακαλείται η άδεια της επιχείρησης, τηρουμένων των εφαρμοστέων διαδικασιών που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία.

Τμήμα 6 – Επενδύσεις

Άρθρο 130 Η αρχή του συνετού επενδυτή

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επενδύουν όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία σύμφωνα με την αρχή του συνετού επενδυτή, όπως προβλέπεται στις παραγράφους 2, 3 και 4.

2. Σε σχέση με το σύνολο του χαρτοφυλακίου των περιουσιακών στοιχείων, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επενδύουν μόνο σε στοιχεία και μέσα των οποίων οι κίνδυνοι είναι δυνατόν να τύχουν κατάλληλης παρακολούθησης, διαχείρισης και ελέγχου εκ μέρους της σχετικής επιχείρησης.

Όλα τα περιουσιακά στοιχεία, ιδιαίτερα εκείνα που καλύπτουν τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, επενδύονται με τρόπο που να εγγυάται την ασφάλεια, την ποιότητα, την ρευστότητα και την κερδοφορία του συνολικού χαρτοφυλακίου.

Τα περιουσιακά στοιχεία που προορίζονται για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών επενδύονται επίσης με τρόπο κατάλληλο προς τη φύση και τη διάρκεια των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων. Τα στοιχεία αυτά επενδύονται προς το καλύτερο συμφέρον των αντισυμβαλλομένων και δικαιούχων.

Σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ή η οντότητα η οποία διαχειρίζεται το χαρτοφυλάκιο των περιουσιακών τους στοιχείων, εξασφαλίζουν ότι οι επενδύσεις πραγματοποιούνται προς το καλύτερο συμφέρον των αντισυμβαλλομένων και των δικαιούχων.

3. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται στα πλαίσια ασφαλιστικών συμβάσεων ζωής, όπου ο κίνδυνος αναλαμβάνεται από τους αντισυμβαλλομένους, εφαρμόζονται το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

Όταν οι παροχές που προβλέπονται από μια σύμβαση συνδέονται άμεσα με την αξία μεριδίων σε κάποιον OΣΕΚΑ, όπως ορίζεται στην οδηγία 85/611/ΕΟΚ, ή με την αξία των στοιχείων του ενεργητικού που περιλαμβάνονται σε κάποιο εσωτερικό αμοιβαίο κεφάλαιο που τηρείται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, συνήθως διηρημένο σε μερίδια, τα τεχνικά αποθεματικά σε σχέση με τις παροχές αυτές πρέπει να αντιπροσωπεύονται όσο το δυνατόν περισσότερο από τα μερίδια αυτά ή, στην περίπτωση που τα μερίδια δεν είναι καθορισμένα, από τα εν λόγω στοιχεία του ενεργητικού.

Όταν οι παροχές που προβλέπονται από κάποια σύμβαση συνδέονται άμεσα με δείκτη μετοχών ή κάποια άλλη αξία αναφοράς εκτός από εκείνες που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο, τα τεχνικά αποθεματικά σε σχέση με τις παροχές αυτές πρέπει να αντικατοπτρίζονται όσο το δυνατόν περισσότερο είτε από τα μερίδια που προορίζονται να αντιπροσωπεύουν την αξία αναφοράς ή, στην περίπτωση που δεν έχουν καθοριστεί μερίδια, από στοιχεία ενεργητικού κατάλληλης εξασφάλισης και εμπορευσιμότητας που αντιστοιχούν όσο το δυνατόν περισσότερο με εκείνα στα οποία βασίζεται η συγκεκριμένη αξία αναφοράς.

Όταν οι παροχές που αναφέρονται στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο περιλαμβάνουν εγγύηση επενδυτικής απόδοσης ή κάποια άλλη εγγυημένη παροχή, τα στοιχεία του ενεργητικού που τηρούνται για την κάλυψη των αντίστοιχων πρόσθετων τεχνικών αποθεματικών υπόκεινται στις διατάξεις της παραγράφου 4.

4. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, σε σχέση με άλλα περιουσιακά στοιχεία, εκτός από εκείνα που καλύπτονται από την παράγραφο 3, εφαρμόζονται το δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

Η χρήση παράγωγων μέσων είναι δυνατή εφόσον τα μέσα αυτά συμβάλλουν στη μείωση κινδύνων ή διευκολύνουν την αποδοτική διαχείριση του χαρτοφυλακίου.

Οι επενδύσεις σε στοιχεία τα οποία δεν είναι αποδεκτά προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη χρηματοοικονομική αγορά διατηρούνται σε συνετά επίπεδα.

Τα περιουσιακά στοιχεία διαφοροποιούνται κατάλληλα με τρόπο ώστε να αποφεύγεται υπερβολική εξάρτηση από κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο, εκδότη ή ομάδα επιχειρήσεων, ή γεωγραφική περιοχή και η υπερβολική συσσώρευση κινδύνων στο σύνολο του χαρτοφυλακίου.

Οι επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία που εκδίδονται από τον ίδιο εκδότη, ή από εκδότες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, δεν εκθέτουν τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις σε υπερβολική συγκέντρωση κινδύνου.

Άρθρο 131 Ελευθερία επένδυσης

1. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να επενδύουν σε συγκεκριμένες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων.

2. Τα κράτη μέλη δεν εξαρτούν τις επενδυτικές αποφάσεις των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή των διαχειριστών επενδύσεων από οιαδήποτε υποχρέωση προηγούμενης έγκρισης ή συστηματικής κοινοποίησης.

Άρθρο 132 Εντοπισμός και απαγόρευση ενεχυρίασης περιουσιακών στοιχείων

96. Σε σχέση με ασφαλιστικούς κινδύνους που εντοπίζονται στην Κοινότητα, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα στοιχεία του ενεργητικού που κατέχονται για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών αναφορικά με τους κινδύνους αυτούς βρίσκονται εντός της Κοινότητας. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να εντοπίζουν τα στοιχεία αυτά σε κάποιο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

Ωστόσο, σε σχέση με τα ανακτήσιμα ποσά από αντασφαλιστικές συμβάσεις έναντι επιχειρήσεων που έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα της οποίας το καθεστώς φερεγγυότητας θεωρείται ισοδύναμο, σύμφωνα με το άρθρο 170, τα κράτη μέλη δεν απαιτούν τον εντοπισμό εντός της Κοινότητας των στοιχείων του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν τα ανακτήσιμα αυτά ποσά.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 1 παρ. 1 (προσαρμοσμένο)

Ö Η απαίτηση που αφορά τον εντοπισμό Õ τόπος των στοιχείων του ενεργητικού: ύπαρξη των κινητών και ακινήτων στοιχείων του ενεργητικού στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους, χωρίς όμως Ö , όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, δεν συνεπάγεται ότι Õ τα κινητά στοιχεία να πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο καταθέσεως και τα ακίνητα να αποτελούν αντικείμενο περιορισμών, όπως η εγγραφή υποθήκης. Τα στοιχεία του ενεργητικού που συνίστανται σε απαιτήσεις, θεωρούνται ως ευρισκόμενα στο κράτος μέλος, στο οποίο είναι ρευστοποιήσιμα·.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 32 παρ. 2 (προσαρμοσμένο)

2. Ö Για τη σύσταση των τεχνικών αποθεματικών, Õ Ττα κράτη μέλη δεν επιλέγουν ούτε θεσπίζουν σύστημα ακαθαρίστων αποθεματικών το οποίο να απαιτεί την ενεχυρίαση περιουσιακών στοιχείων Ö του ενεργητικού Õ για την κάλυψη των προβλέψεων για μη εισπραχθέντα ασφάλιστρα και εκκρεμείς αξιώσεις αποζημίωσης, εάν ο αντασφαλιστής Ö η αντασφαλιστική επιχείρηση Õ είναι Ö ασφαλιστική ή Õ αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ή ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με τις οδηγίες 73/239/EΟΚ ή 2002/83/EΚ.

ò νέο

Άρθρο 133 Εκτελεστικά μέτρα

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή δύναται να θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα που να προβλέπουν τα ακόλουθα:

α) την αναγνώριση, τη μέτρηση και τον έλεγχο κινδύνων που απορρέουν από επενδύσεις σε σχέση με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 130 παράγραφος 2·

β) την αναγνώριση, τη μέτρηση και τον έλεγχο κινδύνων που απορρέουν από επενδύσεις σε παράγωγα μέσα και στοιχεία που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 130 παράγραφος 4.

Τα μέτρα που αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

ê 2002/83/ΕΚ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΟΙ ΜΕ ΤΕΧΝΙΚΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΚΡΙΣΜΑ

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 17

Άρθρο 15

1. Το κράτος μέλος καταγωγής επιβάλλει σε κάθε ασφαλιστική επιχείρηση τη σύσταση επαρκών τεχνικών αποθεματικών για το σύνολο των δραστηριοτήτων της.

Το ποσό αυτών των αποθεματικών προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται από την οδηγία 91/674/ΕΟΚ.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 57 σημ. 3

2. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί από κάθε ασφαλιστική επιχείρηση να καλύπτει τις τεχνικές προβλέψεις και το αποθεματικό εξισορρόπησης, του οποίου μνεία γίνεται στο άρθρο 15α της παρούσας οδηγίας, με ισάξια περιουσιακά στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 88/357/ΕΟΚ. Όσον αφορά τους κινδύνους εντός της Κοινότητας, τα περιουσιακά αυτά στοιχεία πρέπει να βρίσκονται εντός της Κοινότητας. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να περιορίζουν τα περιουσιακά τους στοιχεία σε συγκεκριμένο κράτος μέλος. Το κράτος μέλος καταγωγής δύναται, εντούτοις, να επιτρέπει χαλάρωση των κανόνων σχετικά με τον συγκεκριμένο τόπο συγκέντρωσης των περιουσιακών στοιχείων.

3. Τα κράτη μέλη δεν προκρίνουν ούτε καθιερώνουν, για τη σύσταση των τεχνικών προβλέψεων, σύστημα ακαθάριστων αποθεματικών το οποίο να απαιτεί την ενεχυρίαση περιουσιακών στοιχείων για την κάλυψη προβλέψεων για μη εισπραχθέντα ασφάλιστρα και για εκκρεμείς αποζημιώσεις εκ μέρους του αντασφαλιστή, εφόσον ο αντασφαλιστής είναι αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία έχει λάβει άδεια σύμφωνα με την οδηγία 2005/68/ΕΚ, ή ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή την οδηγία 2002/83/ΕΚ.

Οσάκις το κράτος μέλος καταγωγής επιτρέπει την κάλυψη τεχνικής πρόβλεψης με απαιτήσεις έναντι αντασφαλιστή ο οποίος δεν είναι ούτε αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με την οδηγία 2005/68/ΕΚ, ούτε ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή την οδηγία 2002/83/ΕΚ, καθορίζει τους όρους αποδοχής των απαιτήσεων αυτών.

ê 2002/83/ΕΚ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΟΙ ΜΕ ΤΕΧΝΙΚΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΚΡΙΣΜΑ

Άρθρο 20

Σύσταση τεχνικών αποθεματικών

1. Το κράτος μέλος καταγωγής επιβάλλει σε κάθε ασφαλιστική επιχείρηση τη σύσταση επαρκών τεχνικών αποθεματικών, συμπεριλαμβανομένων των μαθηματικών αποθεματικών, για το σύνολο των δραστηριοτήτων της.

ê 2002/83/ΕΚ

Το ποσό αυτών των αποθεματικών καθορίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

Α.

i) Τα τεχνικά αποθεματικά για την κάλυψη της ασφάλισης ζωής πρέπει να υπολογίζονται βάσει επαρκώς συνετής προβλεπτικής αναλογιστικής μεθόδου, στην οποία να λαμβάνονται υπόψη όλες οι μελλοντικές υποχρεώσεις σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που έχουν ορισθεί για κάθε υπάρχουσα σύμβαση, ιδίως:

- όλες οι εγγυημένες παροχές, συμπεριλαμβανομένων των εγγυημένων αξιών εξαγοράς,

- οι πάσης φύσεως συμμετοχές στα κέρδη, τα οποία ήδη δικαιούνται συλλογικά ή ατομικά οι ασφαλιζόμενοι, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για κτηθείσες, δηλωθείσες ή απονεμηθείσες συμμετοχές,

- όλες οι προαιρέσεις (options), επί των οποίων έχει δικαίωμα ο ασφαλισμένος βάσει των όρων της σύμβασης,

- τα έξοδα της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των προμηθειών,

αφού συνυπολογιστούν και τα μελλοντικά εισπρακτέα ασφάλιστρα.

ii) Επιτρέπεται η χρησιμοποίηση αναδρομικής μεθόδου, εφόσον είναι δυνατό να αποδειχθεί ότι τα απορρέοντα τεχνικά αποθεματικά δεν είναι χαμηλότερα εκείνων που προκύπτουν από κάποια επαρκώς συνετή προβλεπτική μέθοδο, ή εφόσον μια προβλεπτική μέθοδος δεν είναι δυνατή για το συγκεκριμένο είδος σύμβασης.

iii) Ως συνετή αποτίμηση δεν νοείται απλώς η αποτίμηση που βασίζεται στις πλέον πιθανές υποθέσεις, αλλά πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη και σημαντικό περιθώριο ανεπιθύμητων αποκλίσεων των σχετικών παραγόντων.

iv) Η μέθοδος αποτίμησης των τεχνικών αποθεματικών πρέπει να είναι συνετή όχι μόνον καθεαυτήν αλλά και όταν, στα πλαίσιά της, εφαρμόζεται η μέθοδος αποτίμησης των στοιχείων του ενεργητικού που απαρτίζουν τα εν λόγω αποθεματικά.

v) Τα τεχνικά αποθεματικά πρέπει να υπολογίζονται χωριστά για κάθε σύμβαση. Η χρησιμοποίηση λογικών προσεγγίσεων ή γενικεύσεων επιτρέπεται εφόσον υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι πρόκειται να δώσουν κατά προσέγγιση τα ίδια αποτελέσματα με τους επιμέρους υπολογισμούς. Η αρχή των επιμέρους υπολογισμών δεν εμποδίζει τη σύσταση συμπληρωματικών αποθεματικών για γενικής φύσεως κινδύνους, οι οποίοι δεν εξατομικεύονται.

vi) Όταν η αξία εξαγοράς μιας σύμβασης είναι εγγυημένη, το ποσό των μαθηματικών αποθεματικών για την εν λόγω σύμβαση πρέπει να είναι ανά πάσα στιγμή τουλάχιστον ίσο προς την εκάστοτε εγγυημένη αξία.

Β. Το επιτόκιο που χρησιμοποιείται πρέπει να επιλέγεται συνετά. Το επιτόκιο αυτό καθορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής, κατ’ εφαρμογήν των ακόλουθων αρχών:

α) Για όλες τις συμβάσεις, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ασφαλιστικής επιχείρησης καθορίζει μέγιστο επιτόκιο ή μέγιστα επιτόκια, ιδίως σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

i) Όταν οι συμβάσεις περιλαμβάνουν εγγύηση επιτοκίου, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης καθορίζει ενιαίο μέγιστο επιτόκιο. Το επιτόκιο αυτό μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το νόμισμα, στο οποίο έχει συναφθεί η σύμβαση, υπό τον όρο να μην υπερβαίνει το 60 % του επιτοκίου των ομολογιακών δανείων του κράτους, στο νόμισμα του οποίου έχει συναφθεί η σύμβαση.

Εάν το κράτος μέλος αποφασίσει να ορίσει, κατ’ εφαρμογήν της δεύτερης φράσης του πρώτου εδαφίου, ένα μέγιστο επιτόκιο για τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί σε νόμισμα άλλου κράτους μέλους, συμβουλεύεται προηγουμένως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους, στο νόμισμα του οποίου έχει συναφθεί η σύμβαση.

ii) Ωστόσο, όταν τα στοιχεία του ενεργητικού της ασφαλιστικής επιχείρησης δεν αποτιμώνται με την αξία απόκτησής τους, ένα κράτος μέλος μπορεί να προβλέψει ότι ο υπολογισμός μεγίστου επιτοκίου ή μεγίστων επιτοκίων μπορεί να γίνει σε συνεκτίμηση της απόδοσης των αντίστοιχων στοιχείων του ενεργητικού που βρίσκονται στο χαρτοφυλάκιο, μειωμένης κατά συντηρητικό περιθώριο και, ιδιαίτερα για τις συμβάσεις περιοδικών ασφαλίστρων, με επιπλέον συνεκτίμηση της προβλεπόμενης απόδοσης των μελλοντικών στοιχείων του ενεργητικού. Το συντηρητικό περιθώριο και το μέγιστο επιτόκιο ή τα μέγιστα επιτόκια που εφαρμόζονται στην προβλεπόμενη απόδοση των μελλοντικών στοιχείων του ενεργητικού καθορίζονται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.

β) Ο καθορισμός μέγιστου επιτοκίου δεν σημαίνει ότι η ασφαλιστική επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να χρησιμοποιεί τόσο υψηλό επιτόκιο.

γ) Το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να αποφασίσει να μην εφαρμόσει το στοιχείο α) στις ακόλουθες κατηγορίες συμβάσεων:

- στις συμβάσεις μεταβλητού κεφαλαίου (unit-linked contracts),

- στις συμβάσεις με ενιαία ασφάλιστρα, διάρκειας έως και οκτώ ετών,

- στις συμβάσεις χωρίς συμμετοχή στα κέρδη καθώς και στις συμβάσεις προσόδου χωρίς αξία εξαγοράς.

Στη δεύτερη και την τρίτη περίπτωση του πρώτου εδαφίου, κατά τη συνετή επιλογή επιτοκίου, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη το νόμισμα στο οποίο έχει συναφθεί η σύμβαση και τα αντίστοιχα στοιχεία του ενεργητικού που βρίσκονται στο χαρτοφυλάκιο καθώς και, όταν τα στοιχεία του ενεργητικού της επιχείρησης αποτιμώνται με την τρέχουσα αξία τους, η προβλεπόμενη απόδοση των μελλοντικών στοιχείων του ενεργητικού.

Σε καμία περίπτωση, το επιτόκιο που χρησιμοποιείται δεν μπορεί να είναι υψηλότερο από την απόδοση των στοιχείων του ενεργητικού, υπολογιζόμενη σύμφωνα με τους λογιστικούς κανόνες του κράτους μέλους καταγωγής, μετά την προσήκουσα αφαίρεση.

δ) Το κράτος μέλος απαιτεί να συστήνει η ασφαλιστική επιχείρηση αποθεματικό στους λογαριασμούς της, το οποίο θα προορίζεται για την αντιμετώπιση των υποχρεώσεων επιτοκίου που έχει αναλάβει έναντι των ασφαλισμένων, όταν η παρούσα ή η προβλεπόμενη απόδοση του ενεργητικού της επιχείρησης δεν αρκεί για την κάλυψη των υποχρεώσεων αυτών.

ε) Τα μέγιστα επιτόκια που ορίζονται κατ’ εφαρμογήν του στοιχείου α) κοινοποιούνται στην Επιτροπή καθώς και στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που το ζητούν.

Γ. Τα στατιστικά στοιχεία της αποτίμησης, καθώς και εκείνα που αντιστοιχούν στα έξοδα, πρέπει να επιλέγονται προσεκτικά λαμβάνοντας υπόψη το κράτος της ασφαλιστικής υποχρέωσης, το είδος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, καθώς και τα διοικητικά έξοδα και τις προμήθειες που έχουν προβλεφθεί.

Δ. Όσον αφορά τις συμβάσεις με συμμετοχή στα κέρδη, στη μέθοδο αποτίμησης των τεχνικών αποθεματικών μπορούν να λαμβάνονται υπόψη, σιωπηρά ή ρητά, οι μελλοντικές συμμετοχές κάθε είδους, κατά τρόπο συναφή με τις άλλες υποθέσεις επί των μελλοντικών εξελίξεων, καθώς και με την παρούσα μέθοδο συμμετοχής στα κέρδη.

Ε. Οι προβλέψεις για μελλοντικά έξοδα μπορούν να προκύπτουν σιωπηρά, π.χ. με το να λαμβάνεται υπόψη στα καθαρά μελλοντικά ασφάλιστρα επιβάρυνση λόγω διοικητικού κόστους. Τα συνολικά αποθεματικά πάντως, σιωπηρά ή ρητά, δεν πρέπει να είναι μικρότερα από τα προκύπτοντα βάσει συνετής αποτίμησης.

ΣΤ. Η μέθοδος αποτίμησης των τεχνικών αποθεματικών δεν επιτρέπεται να αλλάζει από χρόνο σε χρόνο κατά τρόπο ασυνεχή, συνεπεία αυθαίρετων τροποποιήσεων της μεθόδου ή των στοιχείων υπολογισμού και πρέπει επίσης να είναι έτσι, ώστε να προκύπτει λογικά η συμμετοχή στα κέρδη κατά τη διάρκεια της σύμβασης.

2. Η ασφαλιστική επιχείρηση πρέπει να καθιστά προσιτές στο κοινό τις βάσεις και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την αποτίμηση των τεχνικών αποθεματικών, συμπεριλαμβανομένων των αποθεματικών για συμμετοχή στα κέρδη.

3. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί από κάθε ασφαλιστική επιχείρηση να καλύπτει τα τεχνικά αποθεματικά για το σύνολο των δραστηριοτήτων της από νομισματικώς αντίστοιχα στοιχεία του ενεργητικού, σύμφωνα με το άρθρο 26. Όσον αφορά τις δραστηριότητες που ασκούνται στην Κοινότητα, αυτά τα στοιχεία του ενεργητικού πρέπει να βρίσκονται εντός της Κοινότητας. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν από της ασφαλιστικές επιχειρήσεις να έχουν τα στοιχεία του ενεργητικού τους σε συγκεκριμένο κράτος μέλος. Το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί, ωστόσο, να προβλέπει ελαστικότερους κανόνες όσον αφορά τον εντοπισμό των στοιχείων του ενεργητικού.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 60 σημ. 6

4. Τα κράτη μέλη δεν προκρίνουν ούτε θεσπίζουν, για τη σύσταση των τεχνικών προβλέψεων, σύστημα ακαθάριστων αποθεματικών το οποίο να απαιτεί την ενεχυρίαση περιουσιακών στοιχείων για την κάλυψη προβλέψεων για μη εισπραχθέντα ασφάλιστρα και εκκρεμείς αποζημιώσεις εκ μέρους του αντασφαλιστή, ο οποίος έχει λάβει άδεια σύμφωνα με την οδηγία 2005/68/ΕΚ, οσάκις ο αντασφαλιστής είναι αντασφαλιστική ή ασφαλιστική επιχείρηση η οποία έχει λάβει άδεια σύμφωνα με την οδηγία 73/239/ΕΟΚ ή την παρούσα οδηγία.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 60 σημ. 6

Οσάκις το κράτος μέλος καταγωγής επιτρέπει την κάλυψη τεχνικής πρόβλεψης με απαιτήσεις έναντι αντασφαλιστή ο οποίος δεν είναι ούτε αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με την οδηγία 2005/68/ΕΚ ούτε ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με την οδηγία 73/239/ΕΟΚ ή την παρούσα οδηγία, καθορίζει τους όρους αποδοχής των απαιτήσεων αυτών.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 18

Άρθρο 15a

1. Τα κράτη μέλη επιβάλλουν στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους στο έδαφός τους και καλύπτουν τους κινδύνους του κλάδου 14 του σημείου Α του παραρτήματος, εφεξής καλουμένου «ασφάλιση πιστώσεως», τη δημιουργία αποθεματικού εξισορρόπησης, προοριζόμενου να καλύψει την τεχνική ζημία που, ενδεχομένως, θα προκύψει ή το ανώτερο από το μέσο όρο ποσοστό ασφαλιστικών ζημιών που θα εμφανιστεί σε αυτόν τον κλάδο στο τέλος της εταιρικής χρήσης.

2. Το αποθεματικό εξισορρόπησης πρέπει να υπολογίζεται βάσει των κανόνων που τάσσει το κράτος μέλος καταγωγής, σύμφωνα με μία από τις τέσσερις μεθόδους του σημείου Δ του παραρτήματος οι οποίες και θεωρούνται ισοδύναμες.

3. Μέχρι τα ποσά που έχουν υπολογιστεί σύμφωνα με τις μεθόδους του σημείου Δ του παραρτήματος, το αποθεματικό εξισορρόπησης δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας.

4. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν από την υποχρέωση δημιουργίας αποθεματικού εξισορρόπησης για τον κλάδο ασφάλισης πιστώσεων τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες έχουν την έδρα τους στο έδαφός τους και των οποίων η είσπραξη ασφαλίστρων ή εισφορών για τον κλάδο αυτό είναι κατώτερη του 4 % των συνολικών τους εισπράξεων ασφαλίστρων ή εισφορών και του ποσού των 2 500 000 Ecu.

ê 2002/83/ΕΚ

Άρθρο 22

Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν τα τεχνικά αποθεματικά

Τα στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν τα τεχνικά αποθεματικά πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το είδος των εργασιών που αναλαμβάνει η ασφαλιστική επιχείρηση, ώστε να μην κινδυνεύει η ασφάλεια, η απόδοση και η ρευστότητα των επενδύσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία θα μεριμνά για τη διαφοροποίηση και την κατάλληλη κατανομή των επενδύσεων αυτών.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 20

Τα στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν τα τεχνικά αποθεματικά πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το είδος των εργασιών που αναλαμβάνει η επιχείρηση, ώστε να μην κινδυνεύει η ασφάλεια, η απόδοση και η ρευστότητα των επενδύσεων της επιχείρησης, η οποία θα μεριμνά για τη διαφοροποίηση και την κατάλληλη κατανομή των επενδύσεων αυτών.

ê 2002/83/ΕΚ

Άρθρο 23

Κατηγορίες επιτρεπτών στοιχείων ενεργητικού

1. Το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να επιτρέπει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να καλύπτουν τα τεχνικά αποθεματικά τους μόνο με τις ακόλουθες κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού:

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 58 σημ. 3 στοιχ. α)

1. Το κράτος μέλος καταγωγής δεν δύναται να εξουσιοδοτεί ασφαλιστικές επιχειρήσεις να καλύπτουν τις τεχνικές προβλέψεις τους και τα αποθεματικά εξισορρόπησης με περιουσιακά στοιχεία άλλα πλην εκείνων από τις ακόλουθες κατηγορίες:

ê 2002/83/ΕΚ και 92/49/ΕΟΚ άρθρο 21

Α. Επενδύσεις

α) ομόλογα, ομολογίες και άλλοι τίτλοι της χρηματαγοράς και της κεφαλαιαγοράς·

β) δάνεια·

γ) μετοχές και άλλες συμμετοχές μεταβλητής απόδοσης·

δ) μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες και άλλων επενδυτικών κεφαλαίων (ΟΣΕΚΑ)·

ε) γήπεδα και κτήρια, καθώς και εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων.

Β. Χρέη και απαιτήσεις

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 58 σημ. 3 στοιχ. β) και άρθρο 60 σημ. 7 στοιχ. α)

στ) οφειλές στις οποίες υπόκεινται αντασφαλιστές, περιλαμβανομένων των ποσοστών των τεχνικών προβλέψεων των αντασφαλιστών καθώς και οι φορείς ειδικού σκοπού μνεία των οποίων γίνεται στο άρθρο 46 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ·

ê 2002/83/ΕΚ και 92/49/ΕΟΚ άρθρο 21

ζ) καταθέσεις σε εκχωρούσες επιχειρήσεις και απαιτήσεις έναντι εκχωρουσών επιχειρήσεων·

ê 2002/83/ΕΚ

η) απαιτήσεις έναντι αντισυμβαλλομένων και διαμεσολαβητών, οι οποίες προκύπτουν από πράξεις πρωτασφάλισης και αντασφάλισης·

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 21

η) απαιτήσεις έναντι αντισυμβαλλομένων και διαμεσολαβητών, οι οποίες προκύπτουν από πράξεις πρωτασφάλισης και αντασφάλισης·

θ) απαιτήσεις λόγω διάσωσης ή υποκατάστασης·

ê 2002/83/ΕΚ

θ) δάνεια έναντι ασφαλιστηρίων συμβολαίων·

ê 2002/83/ΕΚ και 92/49/ΕΟΚ άρθρο 21

ι) επιστροφές φόρων·

ια) απαιτήσεις έναντι ταμείων εγγυήσεων.

ê 2002/83/ΕΚ και 92/49/ΕΟΚ άρθρο 21

Γ. Άλλα στοιχεία ενεργητικού

ιβ) ενσώματα πάγια στοιχεία του ενεργητικού, εκτός γηπέδων και κτηρίων, βάσει συνετής αποσβέσεως του κεφαλαίου·

ιγ) διαθέσιμα σε τράπεζες και στο ταμείο, καθώς και καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα και σε οποιοδήποτε άλλο οργανισμό εξουσιοδοτημένο να δέχεται καταθέσεις·

ιδ) μεταφερόμενα έξοδα αποκτήσεων·

ιε) δεδουλευμένοι τόκοι και μισθώματα και λοιποί μεταβατικοί λογαριασμοί ενεργητικού·

ê 2002/83/ΕΚ

ιστ) αντιστρεπτέα επιτόκια.

2. Για την ένωση ασφαλιστών την επονομαζόμενη «Lloyd's», οι κατηγορίες στοιχείων του ενεργητικού περιλαμβάνουν επίσης τις εγγυήσεις και τις πιστωτικές επιστολές που έχουν εκδοθεί από πιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[60] ή από ασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και τα επιδεχόμενα επαλήθευση ποσά που προέρχονται από ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής, εφόσον αποτελούν κεφάλαια που ανήκουν στα μέλη.

ê 92/49/ΕΟΚ

Για την ένωση ασφαλιστών την επονομαζόμενη «Lloyd's», οι κατηγορίες στοιχείων του ενεργητικού περιλαμβάνουν επίσης τις εγγυήσεις και τις πιστωτικές επιστολές που έχουν εκδοθεί από πιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ[61] ή από ασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και τα επιδεχόμενα επαλήθευση ποσά που προέρχονται από ασφάλειες ζωής, εφόσον αποτελούν κεφάλαια που ανήκουν στα μέλη.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 58 σημ. 3 στοιχ. γ) και άρθρο 60 σημ. 7 στοιχ. β)

3. Η εγγραφή οιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου ή κατηγορίας περιουσιακών στοιχείων που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 δεν σημαίνει ότι όλα αυτά τα περιουσιακά στοιχεία πρέπει αυτομάτως να γίνουν δεκτά ως κάλυψη για τις τεχνικές προβλέψεις. Το κράτος μέλος καταγωγής θεσπίζει λεπτομερέστερους κανόνες που ορίζουν τις προϋποθέσεις για τη χρήση των αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων.

ê 2002/83/ΕΚ και 92/49/ΕΟΚ άρθρο 21

Όσον αφορά την κατάρτιση και την εφαρμογή των κανόνων που θεσπίζει, το κράτος μέλος καταγωγής μεριμνά ιδιαίτερα για την τήρηση των ακόλουθων αρχών:

i) Τα στοιχεία του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν τα τεχνικά αποθεματικά εκτιμώνται εκκαθαρισμένα ως προς τα χρέη που έχουν συναφθεί για την απόκτηση των εν λόγω στοιχείων.

ii) Όλα τα στοιχεία του ενεργητικού πρέπει να εκτιμώνται κατά τρόπο συνετό, λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου μη ρευστοποίησης. Ειδικότερα, τα ενσώματα πάγια στοιχεία του ενεργητικού, εκτός από τα γήπεδα και τα κτήρια, γίνονται δεκτά για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών, μόνο εάν έχουν αποτιμηθεί βάσει συνετής αποσβέσεως.

ê 2002/83/ΕΚ

iii) Τα δάνεια, ανεξάρτητα από το εάν έχουν χορηγηθεί σε επιχειρήσεις, σε κράτος, σε διεθνή οργανισμό, σε τοπική ή περιφερειακή αρχή ή σε φυσικά πρόσωπα, γίνονται δεκτά για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών, μόνον εφόσον παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις ως προς την ασφάλειά τους, είτε λόγω της ιδιότητας του δανειολήπτη είτε επειδή είναι ασφαλισμένα με υποθήκη, τραπεζική εγγύηση ή με εγγύηση από ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή είναι ασφαλισμένα με άλλο τρόπο.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 21

iii) τα δάνεια, ανεξάρτητα από το εάν έχουν χορηγηθεί σε επιχειρήσεις, σε κράτος, σε διεθνή οργανισμό, σε τοπική η περιφερειακή αρχή ή σε φυσικά πρόσωπα, γίνονται δεκτά για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών μόνον εφόσον παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις ως προς την ασφάλειά τους, είτε λόγω της ιδιότητας του δανειολήπτη είτε επειδή είναι ασφαλισμένα με υποθήκη, τραπεζική εγγύηση ή έχουν χορηγηθεί από ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή είναι ασφαλισμένα με άλλο τρόπο,

ê 2002/83/ΕΚ και 92/49/ΕΟΚ άρθρο 21

iv) οι παράγωγοι τίτλοι, όπως δικαιώματα προαιρέσεως, προθεσμιακοί χρηματιστηριακοί τίτλοι και swaps που αφορούν στοιχεία του ενεργητικού αποτελούντα τεχνικά αποθεματικά, επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται εφόσον συμβάλλουν στη μείωση του κινδύνου επένδυσης ή παρέχουν τη δυνατότητα αποτελεσματικής διαχείρισης του χαρτοφυλακίου. Οι τίτλοι αυτοί πρέπει να εκτιμώνται κατά τρόπο συνετό, επιτρέπεται δε να συνυπολογίζονται κατά την εκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού, τα οποία αφορούν.

ê 2002/83/ΕΚ

v) Οι κινητές αξίες που δεν είναι διαπραγματεύσιμες σε ρυθμιζόμενη αγορά γίνονται δεκτές για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών μόνο εφόσον μπορούν να ρευστοποιηθούν βραχυπρόθεσμα ή είναι τίτλοι συμμετοχής σε πιστωτικά ιδρύματα ή ασφαλιστικές επιχειρήσεις, μέσα στα όρια που επιτρέπονται από το άρθρο 6, και σε επιχειρήσεις επενδύσεων εγκατεστημένες σε κράτος μέλος.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 21

v) οι κινητές αξίες που δεν είναι μεταβιβάσιμες σε ρυθμιζόμενη αγορά γίνονται δεκτές για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών μόνο στο μέτρο που μπορούν να ρευστοποιηθούν βραχυπρόθεσμα,

ê 2002/83/ΕΚ και 92/49/ΕΟΚ άρθρο 21

vi) Οι απαιτήσεις έναντι τρίτου γίνονται δεκτές για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών μόνον ύστερα από αφαίρεση των οφειλομένων χρεών προς τον ίδιο τρίτο.

ê 2002/83/ΕΚ

vii) Το ποσό των απαιτήσεων που γίνονται δεκτές για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών πρέπει να υπολογίζεται κατά τρόπο συνετό και να λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος μη είσπραξής τους. Ειδικότερα, οι απαιτήσεις έναντι αντισυμβαλλομένων και διαμεσολαβητών που προέκυψαν από πράξεις πρωτασφάλισης και αντασφάλισης γίνονται δεκτές μόνον εφόσον κατέστησαν όντως απαιτητές κατά το τελευταίο τρίμηνο.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 21

vii) το ποσό των απαιτήσεων που γίνονται δεκτές για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών πρέπει να υπολογίζεται κατά τρόπο συνετό, λαμβάνοντας υπόψη τον κίνδυνο μη είσπραξής τους. Ειδικότερα, οι απαιτήσεις έναντι αντισυμβαλλομένων και διαμεσολαβητών που προέκυψαν από πράξεις πρωτασφάλισης και αντασφάλισης γίνονται δεκτές μόνον εφόσον κατέστησαν όντως απαιτητές κατά το τελευταίο τρίμηνο,

ê 2002/83/ΕΚ

viii) Στην περίπτωση που πρόκειται για στοιχεία του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν επένδυση σε θυγατρική επιχείρηση, η οποία διαχειρίζεται εν μέρει ή εν όλω, για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, επενδύσεις αυτής της ασφαλιστικής επιχείρησης, το κράτος μέλος καταγωγής συνυπολογίζει, κατά την εφαρμογή των κανόνων και των αρχών του παρόντος άρθρου, τα αντίστοιχα στοιχεία του ενεργητικού που βρίσκονται στην κατοχή της θυγατρικής επιχείρησης. Το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να εφαρμόσει την ίδια μεταχείριση στα στοιχεία του ενεργητικού άλλων θυγατρικών.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 21

viii) στην περίπτωση που πρόκειται για στοιχεία του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν επένδυση σε θυγατρική επιχείρηση η οποία διαχειρίζεται εν μέρει ή εν όλω, για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, επενδύσεις αυτής της ασφαλιστικής επιχείρησης, το κράτος μέλος καταγωγής συνυπολογίζει, κατά την εφαρμογή των κανόνων και των αρχών του παρόντος άρθρου, τα αντίστοιχα στοιχεία του ενεργητικού που βρίσκονται στην κατοχή της θυγατρικής επιχείρησης· το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να εφαρμόσει την ίδια μεταχείριση στα στοιχεία του ενεργητικού άλλων θυγατρικών,

ix) τα έξοδα απόκτησης ασφαλιστικών εσόδων άλλων λογιστικών χρήσεων γίνονται δεκτά για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών μόνον εάν αυτό είναι σύμφωνο με τις μεθόδους υπολογισμού των αποθεματικών για τρέχοντες κινδύνους.

ê 2002/83/ΕΚ

ix) Τα μεταφερόμενα έξοδα απόκτησης γίνονται δεκτά για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών μόνον εάν αυτό είναι σύμφωνο με τις μεθόδους υπολογισμού των μαθηματικών αποθεματικών.

4. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων των παραγράφων 1, 2 και 3, σε έκτακτες περιστάσεις και ύστερα από αίτηση της ασφαλιστικής επιχείρησης, το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί, με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση, να επιτρέψει προσωρινά τη χρησιμοποίηση άλλων κατηγοριών στοιχείων ενεργητικού για την κάλυψη τεχνικών αποθεματικών, με την επιφύλαξη του άρθρου 22.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 21

2. Παρά τις διατάξεις της παραγράφου 1, σε συγκεκριμένες περιστάσεις και μετά από αίτηση της ασφαλιστικής επιχείρησης, το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί, με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση, να επιτρέψει για περιορισμένο χρονικό διάστημα τη χρησιμοποίηση άλλων κατηγοριών στοιχείων ενεργητικού για την κάλυψη τεχνικών αποθεματικών, με την επιφύλαξη του άρθρου 20.

ê 2002/83/ΕΚ

Άρθρο 24

Κανόνες διαφοροποίησης για επενδύσεις

1. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί από κάθε ασφαλιστική επιχείρηση, όσον αφορά τα στοιχεία του ενεργητικού που καλύπτουν τα τεχνικά της αποθεματικά, να μην επενδύει περισσότερο από:

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 58 σημ. 4

1. Όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτουν τεχνικές προβλέψεις και τα αποθεματικά εξισορροπήσεως, το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί από εκάστη ασφαλιστική επιχείρηση να επενδύει κατ’ ανώτατο όριο:

ê 2002/83/ΕΚ και 92/49/ΕΟΚ άρθρο 22

α) το 10 % του συνόλου των ακαθάριστων τεχνικών αποθεματικών της σε ένα γήπεδο ή σε ένα κτήριο, ή σε σειρά γηπέδων ή κτηρίων που βρίσκονται αρκετά κοντά, ώστε να μπορούν να θεωρηθούν ως ενιαία επένδυση·

β) το 5 % του συνόλου των ακαθάριστων τεχνικών αποθεματικών της σε μετοχές και άλλες διαπραγματεύσιμες αξίες εξομοιώσιμες προς μετοχές, σε ομόλογα, ομολογίες και άλλους τίτλους της χρηματαγοράς και της κεφαλαιαγοράς της ίδιας επιχείρησης ή σε δάνεια προς τον ίδιο δανειολήπτη, υπολογιζόμενα συνολικά. Τα δάνεια πρέπει να είναι άλλα από αυτά που χορηγούνται σε μια κρατική, περιφερειακή ή τοπική αρχή ή σε ένα διεθνή οργανισμό, στον οποίο είναι μέλη ένα ή περισσότερα κράτη μέλη. Το όριο αυτό μπορεί να αυξηθεί σε 10 % εφόσον η επιχείρηση δεν τοποθετεί πάνω από 40 % των ακαθάριστων τεχνικών αποθεματικών της σε δάνεια ή τίτλους που αντιστοιχούν σε εκδότες ή δανειολήπτες, στους οποίους τοποθετεί πάνω από 5% των στοιχείων του ενεργητικού της·

ê 2002/83/ΕΚ

γ) το 5 % του συνόλου των ακαθάριστων τεχνικών αποθεματικών της σε μη εγγυημένα δάνεια, εκ του οποίου 1 % σε ένα μόνο μη εγγυημένο δάνειο, εκτός από τα δάνεια που χορηγούνται σε πιστωτικά ιδρύματα, σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, στο μέτρο που το επιτρέπει το άρθρο 6, σε επιχειρήσεις επενδύσεων που είναι εγκατεστημένες σε κράτος μέλος. Τα όρια αυτά μπορούν να αυξηθούν σε 8 και 2 % αντιστοίχως, με απόφαση που λαμβάνεται κατά περίπτωση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής·

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 22

γ) το 5 % του συνόλου των ακαθάριστων τεχνικών αποθεματικών της σε μη εγγυημένα δάνεια, εκ του οποίου 1 % σε ένα μόνο μη εγγυημένο δάνειο, εκτός από τα δάνεια που χορηγούνται στα πιστωτικά ιδρύματα, στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, εφόσον το επιτρέπει το άρθρο 8 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, και στις επιχειρήσεις επενδύσεων που είναι εγκατεστημένες σε κράτος μέλος·

ê 2002/83/ΕΚ και 92/49/ΕΟΚ άρθρο 22

δ) το 3 % του συνόλου των ακαθάριστων τεχνικών αποθεματικών της σε διαθέσιμα στο ταμείο·

ε) το 10 % του συνόλου των ακαθάριστων τεχνικών αποθεματικών της σε μετοχές, άλλους τίτλους εξομοιώσιμους προς μετοχές, και ομολογίες που δεν είναι διαπραγματεύσιμες σε ρυθμιζόμενη αγορά.

2. Το ότι η παράγραφος 1 δεν προβλέπει περιορισμό όσον αφορά την τοποθέτηση σε μια συγκεκριμένη κατηγορία στοιχείων ενεργητικού δεν σημαίνει ότι τα στοιχεία αυτής της κατηγορίας μπορούν να γίνονται δεκτά χωρίς περιορισμό για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών. Το κράτος μέλος καταγωγής θεσπίζει λεπτομερέστερους κανόνες, με τους οποίους καθορίζονται οι όροι χρησιμοποίησης των αποδεκτών στοιχείων του ενεργητικού. Κατά τη θέσπιση και εφαρμογή των εν λόγω κανόνων, το κράτος μέλος καταγωγής μεριμνά ειδικότερα, ώστε να τηρούνται οι ακόλουθες αρχές:

i) Τα στοιχεία του ενεργητικού που καλύπτουν τα τεχνικά αποθεματικά πρέπει να είναι δεόντως διαφοροποιημένα και διεσπαρμένα, κατά τρόπο ώστε να είναι βέβαιο ότι δεν θα υπάρχει υπερβολική εξάρτηση από μια συγκεκριμένη κατηγορία στοιχείων του ενεργητικού, από ένα συγκεκριμένο τομέα τοποθετήσεων ή από μια συγκεκριμένη επένδυση.

ii) Οι τοποθετήσεις σε στοιχεία του ενεργητικού που παρουσιάζουν υψηλό βαθμό κινδύνου, είτε λόγω της φύσεώς τους είτε λόγω της ιδιότητας του εκδότη, πρέπει να περιορίζονται σε συνετά επίπεδα.

ê 2002/83/ΕΚ

iii) Οι περιορισμοί που επιβάλλονται σε ιδιαίτερες κατηγορίες στοιχείων του ενεργητικού λαμβάνουν υπόψη τον τρόπο με τον οποίο συνυπολογίζεται η αντασφάλιση κατά τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 22

iii) όταν επιβάλλονται περιορισμοί σε ιδιαίτερες κατηγορίες στοιχείων του ενεργητικού, λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος με τον οποίο συνυπολογίζεται η αντασφάλιση κατά τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών,

ê 2002/83/ΕΚ

iv) Όταν πρόκειται για στοιχεία του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν επένδυση σε θυγατρική επιχείρηση, η οποία διαχειρίζεται για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης το σύνολο ή μέρος των επενδύσεών της, το κράτος μέλος καταγωγής λαμβάνει υπόψη του, κατά την εφαρμογή των κανόνων και των αρχών που αναφέρει το παρόν άρθρο, τα αντίστοιχα στοιχεία του ενεργητικού που κατέχει η θυγατρική επιχείρηση. Το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να εφαρμόζει την ίδια μεταχείριση στα στοιχεία του ενεργητικού άλλων θυγατρικών.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 22

iv) όταν πρόκειται για στοιχεία του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν επένδυση σε θυγατρική επιχείρηση η οποία διαχειρίζεται εν μέρει ή εν όλω, για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, επενδύσεις αυτής της ασφαλιστικής επιχείρησης, το κράτος μέλος καταγωγής συνυπολογίζει κατά την εφαρμογή των κανόνων και των αρχών του παρόντος άρθρου, τα αντίστοιχα στοιχεία του ενεργητικού που βρίσκονται στην κατοχή της θυγατρικής επιχείρησης· μπορεί να εφαρμόσει την ίδια μεταχείριση στα στοιχεία του ενεργητικού άλλων θυγατρικών,

ê 2002/83/ΕΚ και 92/49/ΕΟΚ άρθρο 22

v) Το ποσοστό των στοιχείων του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν τα τεχνικά αποθεματικά, το οποίο αντιστοιχεί σε μη ρευστές επενδύσεις, πρέπει να περιορίζεται σε συνετά επίπεδα.

vi) Όταν τα στοιχεία του ενεργητικού περιλαμβάνουν δάνεια προς ορισμένα πιστωτικά ιδρύματα ή ομολογίες που έχουν εκδώσει τα εν λόγω ιδρύματα, το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να λαμβάνει υπόψη, για την εφαρμογή των κανόνων και αρχών του παρόντος άρθρου, τα αντίστοιχα στοιχεία του ενεργητικού που κατέχουν τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα. Αυτό ισχύει μόνον εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα έχει την έδρα του σε κράτος μέλος, ανήκει καθ’ ολοκληρίαν στο εν λόγω κράτος μέλος ή/και στις τοπικές αρχές του και οι δραστηριότητές του, σύμφωνα με το καταστατικό του, συνίστανται στη χορήγηση δανείων με την ιδιότητα του διαμεσολαβητή προς το κράτος ή τις τοπικές αρχές, ή τη χορήγηση δανείων τα οποία εγγυώνται το κράτος ή οι τοπικές αρχές, ή ακόμα τη χορήγηση δανείων σε οργανισμούς στενά συνδεδεμένους με το κράτος ή τις τοπικές αρχές.

3. Στα πλαίσια λεπτομερών κανόνων σχετικά με τους όρους χρήσης των αποδεκτών στοιχείων του ενεργητικού, το κράτος μέλος ρυθμίζει με περιοριστικότερο τρόπο:

ê 2002/83/ΕΚ

- τα δάνεια που δεν συνοδεύονται από τραπεζική εγγύηση, εγγύηση ασφαλιστικών επιχειρήσεων, υποθήκη ή άλλη μορφή ασφάλειας, σε σχέση με τα δάνεια που είναι εξασφαλισμένα με έναν από τους ανωτέρω τρόπους,

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 22

- τα δάνεια που δεν συνοδεύονται από τραπεζική εγγύηση ασφαλιστικών επιχειρήσεων, υποθήκη ή άλλη μορφή ασφάλειας, σε σχέση με τα δάνεια που είναι εξασφαλισμένα με ένα από τους ανωτέρω τρόπους,

ê 2002/83/ΕΚ και 92/49/ΕΟΚ άρθρο 22

- τους ΟΣΕΚΑ που δεν είναι συντονισμένοι κατά την έννοια της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ και τα άλλα ταμεία επενδύσεων, σε σχέση με τους ΟΣΕΚΑ που είναι συντονισμένοι κατά την έννοια της αυτής οδηγίας,

- τους τίτλους που δεν είναι διαπραγματεύσιμοι σε ρυθμιζόμενη αγορά, σε σχέση με τίτλους διαπραγματεύσιμους σε ρυθμιζόμενη αγορά,

ê 2002/83/ΕΚ

- τα ομόλογα, ομολογίες και άλλους τίτλους της χρηματαγοράς και της κεφαλαιαγοράς που δεν έχουν εκδοθεί από κράτος, περιφερειακή ή τοπική αρχή ή επιχείρηση που ανήκει στη ζώνη Α κατά την έννοια της οδηγίας 2000/12/ΕΚ ή έχουν εκδοθεί από διεθνή οργανισμό, στον οποίο δεν συμμετέχει ένα κράτος μέλος της Κοινότητας, σε σχέση με τους ίδιους αυτούς χρηματοπιστωτικούς τίτλους, των οποίων οι εκδότες παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά αυτά.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 22

- τα ομόλογα, ομολογίες και άλλους τίτλους της χρηματαγοράς και της κεφαλαιαγοράς που δεν έχουν εκδοθεί από κράτος, περιφερειακή ή τοπική αρχή ή επιχείρηση που ανήκει στη ζώνη Α κατά την έννοια της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ[62], ή οι οποίες έχουν εκδοθεί από διεθνή οργανισμό στον οποίο συμμετέχουν κράτη μέλη της Κοινότητας, σε σχέση με τους ίδιους αυτούς χρηματοπιστωτικούς τίτλους των οποίων οι εκδότες παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά αυτά.

ê 2002/83/ΕΚ και 92/49/ΕΟΚ άρθρο 22

4. Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίσουν το όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) στο 40 % για ορισμένες ομολογίες, όταν αυτές εκδίδονται από πιστωτικό ίδρυμα που έχει την έδρα του σε κράτος μέλος και υπόκειται, εκ του νόμου, σε ιδιαίτερο κρατικό έλεγχο που αποσκοπεί στην προστασία των κατόχων των ομολογιών αυτών. Ειδικότερα, τα ποσά που προέρχονται από την έκδοση των ομολογιών αυτών πρέπει να επενδύονται, σύμφωνα με τον νόμο, σε στοιχεία ενεργητικού που να καλύπτουν επαρκώς, καθ’ όλη τη διάρκεια της ισχύος των ομολογιών, τις απορρέουσες υποχρεώσεις και, σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής εκ μέρους του εκδότη, να χρησιμοποιούνται προνομιακώς για την εξόφληση του κεφαλαίου και την πληρωμή των δεδουλευμένων τόκων.

ê 2002/83/ΕΚ

5. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να διενεργούν τοποθετήσεις σε συγκεκριμένες κατηγορίες στοιχείων του ενεργητικού.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 22

5. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να επενδύουν σε συγκεκριμένες κατηγορίες στοιχείων.

6. Παρά τις διατάξεις της παραγράφου 1, σε ειδικές περιστάσεις και μετά από αίτηση της ασφαλιστικής επιχείρησης, το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί, για περιορισμένο χρονικό διάστημα και με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση, να επιτρέπει παρεκκλίσεις από τους κανόνες που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως ε), με την επιφύλαξη του άρθρου 20.

ê 2002/83/ΕΚ

6. Παρά τις διατάξεις της παραγράφου 1, σε ειδικές περιστάσεις και ύστερα από αίτηση της ασφαλιστικής επιχείρησης, το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί προσωρινά, και με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση, να επιτρέπει παρεκκλίσεις από τους κανόνες που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως ε), με την επιφύλαξη του άρθρου 22.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΟΙ ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΓΓΥΗΣΗΣ

Άρθρο 27

Διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας

1. Κάθε κράτος μέλος επιβάλλει σε κάθε επιχείρηση ασφάλισης ζωής που έχει την έδρα της στην επικράτειά του τη σύσταση και συνεχή διατήρηση επαρκούς διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας για το σύνολο των δραστηριοτήτων της, τουλάχιστον ισοδύναμου με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

ê 2002/13/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 2

1. Κάθε κράτος μέλος επιβάλλει σε κάθε ασφαλιστική επιχείρηση που έχει την έδρα της στην επικράτειά του, τη σύσταση και συνεχή διατήρηση επαρκούς διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας για το σύνολο των δραστηριοτήτων της, τουλάχιστον ισοδυνάμου με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

ê 2002/83/ΕΚ

2. Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας αποτελείται από τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης ασφάλισης ζωής, μετά την αφαίρεση κάθε προβλεπτής υποχρέωσης, μείον τα άυλα περιουσιακά στοιχεία. Τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνουν:

ê 2002/13/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 2

2. Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας αποτελείται από τα περιουσιακά στοιχεία της ασφαλιστικής επιχείρησης, μετά την αφαίρεση κάθε προβλεπτής υποχρέωσης, μείον τα άυλα περιουσιακά στοιχεία. Τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνουν:

α) το καταβληθέν μετοχικό κεφάλαιο ή, εάν πρόκειται περί αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού, το αρχικό πράγματι καταβληθέν κεφάλαιο, συν τους λογαριασμούς των μελών οι οποίοι πληρούν όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

ê 2002/83/ΕΚ

α) το καταβληθέν μετοχικό κεφάλαιο ή, εάν πρόκειται για επιχείρηση αλληλασφάλισης, το αρχικό πράγματι καταβληθέν κεφάλαιο, συν τους λογαριασμούς των μελών οι οποίοι πληρούν όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

ê 2002/83/ΕΚ και 2002/13/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 2

i) το καταστατικό ορίζει ότι από τους λογαριασμούς αυτούς μπορούν να γίνονται πληρωμές στα μέλη μόνον εφόσον αυτό δεν προκαλεί πτώση του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας κάτω του απαιτούμενου επιπέδου ή εάν, μετά τη διάλυση της επιχείρησης, έχουν εξοφληθεί όλα τα άλλα χρέη της επιχείρησης,

ii) το καταστατικό ορίζει ότι, όσον αφορά οιαδήποτε πληρωμή που αναφέρεται στο σημείο i) για άλλους λόγους εκτός από την ατομική καταγγελία της ιδιότητας του μέλους, οι αρμόδιες αρχές ειδοποιούνται τουλάχιστον έναν μήνα πριν και ότι μπορούν, εντός αυτής της περιόδου, να απαγορεύσουν την πληρωμή,

iii) οι σχετικές καταστατικές διατάξεις μπορούν να τροποποιούνται μόνον αφού οι αρμόδιες αρχές δηλώσουν ότι δεν έχουν αντιρρήσεις για την τροποποίηση, υπό την επιφύλαξη των κριτηρίων που απαριθμούνται στα σημεία i) και ii)·

ê 2002/83/ΕΚ

β) τα αποθεματικά (εκ του νόμου επιβαλλόμενα ή ελεύθερα) που δεν αντιστοιχούν σε ανειλημμένες υποχρεώσεις·

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 57 σημ. 4 στοιχ. α)

β) αποθεματικά (εκ του νόμου επιβαλλόμενα και ελεύθερα αποθεματικά) που δεν αντιστοιχούν σε αναλήψεις υποχρεώσεων ούτε κατατάσσονται στα αποθεματικά εξισορρόπησης·

ê 2002/83/ΕΚ και 2002/13/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 2

γ) τη μεταφορά του κέρδους ή της ζημίας, μετά την αφαίρεση των πληρωτέων μερισμάτων·

ê 2002/83/ΕΚ

δ) εφόσον το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία, τα αποθεματοποιημένα κέρδη που εμφανίζονται στον ισολογισμό, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη ενδεχομένων ζημιών και που δεν έχουν διατεθεί προς διανομή στους αντισυμβαλλομένους.

Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται κατά το ποσό των ιδίων μετοχών που κατέχει άμεσα η επιχείρηση ασφάλισης ζωής.

ê 2002/13/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 2

Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται κατά το ποσό των ιδίων μετοχών που κατέχει άμεσα η ασφαλιστική επιχείρηση.

Για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που προεξοφλούν ή μειώνουν τα τεχνικά τους αποθεματικά για εκκρεμείς απαιτήσεις προκειμένου να ληφθεί υπόψη το εισόδημα από επενδύσεις, όπως προβλέπεται στο άρθρο 60 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) της οδηγίας 91/674/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1991, για τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων[63], το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται κατά τη διαφορά μεταξύ των μη προεξοφληθέντων τεχνικών αποθεματικών ή των τεχνικών αποθεματικών προ των αφαιρέσεων, όπως αυτά σημειώνονται στους λογαριασμούς, και των προεξοφληθέντων ή τεχνικών αποθεματικών μετά τις αφαιρέσεις. Η προσαρμογή αυτή γίνεται για όλους τους κινδύνους που απαριθμούνται στο σημείο Α του παραρτήματος, πλην των κινδύνων που απαριθμούνται στους κλάδους 1 και 2. Για όλους τους κλάδους πλην των κλάδων 1 και 2, δεν απαιτείται να γίνεται προσαρμογή όσον αφορά την προεξόφληση των προσόδων που συνυπολογίζονται στα τεχνικά αποθεματικά.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 60 σημ. 8

Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται και κατά τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία:

α) συμμετοχές που διαθέτει η αντασφαλιστική επιχείρηση σε:

- ασφαλιστική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 4 της παρούσας οδηγίας, του άρθρου 6 της οδηγίας 73/239/EΟΚ, ή του άρθρου 1 στοιχείο β) της οδηγίας 98/78/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός ασφαλιστικού ομίλου[64],

- αντασφαλιστική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ, ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο ιβ) της οδηγίας 98/78/EΚ,

- ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο θ) της οδηγίας 98/78/EΚ,

- χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφοι 1 και 5 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων[65],

- εταιρείες επενδύσεων και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993 σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών[66], και του άρθρου 2 παράγραφοι 4 και 7 της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1993, για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων[67]·

β) καθένα από τα ακόλουθα χρηματοοικονομικά στοιχεία, τα οποία διαθέτει η ασφαλιστική επιχείρηση στις οντότητες που ορίζονται στο στοιχείο α), και στις οποίες διαθέτει συμμετοχή:

- τα χρηματοοικονομικά στοιχεία στα οποία αναφέρεται η παράγραφος 3,

- τα χρηματοοικονομικά στοιχεία στα οποία αναφέρεται το άρθρο 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ,

- τις απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης και τα χρηματοοικονομικά στοιχεία στα οποία αναφέρεται το άρθρο 35 και το άρθρο 36 παράγραφος 3 της οδηγίας 2000/12/EΚ.

Οσάκις οι μετοχές σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα, εταιρεία επενδύσεων, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου κατέχονται προσωρινά για τις ανάγκες χρηματοδοτικής συνδρομής με σκοπό την ανασυγκρότηση και τη διάσωση της εμπλεκόμενης οντότητας, η αρμόδια αρχή μπορεί να παρεκκλίνει από τις διατάξεις περί αφαίρεσης που περιέχονται στα στοιχεία α) και β) του τρίτου εδαφίου.

Εναλλακτικά προς την αφαίρεση των στοιχείων τα οποία απαριθμούνται στα στοιχεία α) και β) του τρίτου εδαφίου, και τα οποία η ασφαλιστική επιχείρηση διαθέτει σε πιστωτικό ίδρυμα, εταιρεία επενδύσεων ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις ασφαλιστικές τους επιχειρήσεις να εφαρμόζουν κατ’ αναλογία τις μεθόδους 1, 2 ή 3 του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2002/87/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων[68]. Η μέθοδος 1 (λογιστική ενοποίηση) εφαρμόζεται μόνο εφόσον η αρμόδια αρχή έχει εμπιστοσύνη στο επίπεδο της ολοκληρωμένης διαχείρισης και του εσωτερικού ελέγχου των οντοτήτων που θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν στην ενοποίηση. Η επιλεγόμενη μέθοδος εφαρμόζεται με διαχρονική συνέπεια.

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, για τον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπόκεινται σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με την οδηγία 98/78/ΕΚ, ή σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με την οδηγία 2002/87/EΚ δεν χρειάζεται να αφαιρούν τα στοιχεία στα οποία αναφέρονται τα στοιχεία α) και β) του τρίτου εδαφίου, και τα οποία κατέχονται σε πιστωτικό ίδρυμα, εταιρεία επενδύσεων, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου υπό συμπληρωματική εποπτεία. Για τις ανάγκες της αφαίρεσης των συμμετοχών στις οποίες αναφέρεται η παρούσα παράγραφος, η συμμετοχή νοείται κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο ζ) της οδηγίας 98/78/EΚ.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 57 σημ. 4 στοιχ. β)

Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται επίσης κατά τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία:

α) συμμετοχές που διαθέτει η ασφαλιστική επιχείρηση σε:

- ασφαλιστική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 6 της παρούσας οδηγίας, του άρθρου 4 της οδηγίας 2002/83/EΚ, ή του άρθρου 1 στοιχείο β) της οδηγίας 98/78/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου,

- αντασφαλιστική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ, ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 98/78/EΚ,

- ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο θ) της οδηγίας 98/78/ΕΚ,

- πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφοι 1 και 5 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου,

- εταιρεία επενδύσεων και χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και του άρθρου 2 παράγραφοι 4 και 7 της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου·

ê 2002/87/ΕΚ άρθρο 22 σημ. 2

β) κάθε ένα από τα ακόλουθα στοιχεία τα οποία κατέχει η ασφαλιστική επιχείρηση σε σχέση με τις οντότητες που αναφέρονται στο στοιχείο α), στις οποίες κατέχει συμμετοχή:

- τα μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο 3,

- τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 3 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ,

- οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης και τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 35 και στο άρθρο 36 παράγραφος 3 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ.

Όταν κατέχεται προσωρινά συμμετοχή σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα, επιχείρηση επενδύσεων, χρηματοοικονομικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, με σκοπό τη χρηματοδοτική συνδρομή για ανασυγκρότηση και διάσωση της εν λόγω οντότητας, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εγκρίνουν παρεκκλίσεις από τις αναφερόμενες στα στοιχεία α) και β) του τετάρτου εδαφίου διατάξεις για την αφαίρεση ποσών.

Ως εναλλακτική λύση για την αφαίρεση των στοιχείων που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του τετάρτου εδαφίου, τα οποία κατέχει η ασφαλιστική επιχείρηση σε πιστωτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων και χρηματοοικονομικά ιδρύματα, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις τους να εφαρμόζουν, τηρουμένων των αναλογιών, τις μεθόδους 1, 2 ή 3 του παραρτήματος I της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων[69]. Η μέθοδος 1 («λογιστική ενοποίηση») εφαρμόζεται μόνον εφόσον η αρμόδια αρχή είναι πεπεισμένη για το ενιαίο της διαχείρισης και του εσωτερικού ελέγχου όσον αφορά τις οντότητες που θα συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης. Η επιλεγείσα μέθοδος εφαρμόζεται με τρόπο διαχρονικά σταθερό.

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, για τον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας όπως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπόκεινται σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με την οδηγία 98/78/ΕΚ ή σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με την οδηγία 2002/87/ΕΚ δεν είναι απαραίτητο να αφαιρούν τα στοιχεία που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του τετάρτου εδαφίου, τα οποία κατέχουν σε πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοοικονομικά ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων, ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ή ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, που εμπίπτουν στη συμπληρωματική εποπτεία.

Για τους σκοπούς της αφαίρεσης των συμμετοχών που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, ως συμμετοχή νοείται η συμμετοχή κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο στ) της οδηγίας 98/78/ΕΚ.

ê 2002/83/ΕΚ

3. Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μπορεί επίσης να αποτελείται:

α) από τις προτιμησιακές σωρευτικές μετοχές και τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης μέχρι ποσοστού 50 % του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας, 25 % κατ’ ανώτατο όριο του οποίου περιλαμβάνει δάνεια μειωμένης εξασφάλισης καθορισμένης λήξης, ή προτιμησιακές σωρευτικές μετοχές με καθορισμένη διάρκεια, εφόσον υπάρχουν δεσμευτικές συμφωνίες βάσει των οποίων, σε περίπτωση πτώχευσης ή εκκαθάρισης της επιχείρησης ασφάλισης ζωής, τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης ή οι προτιμησιακές μετοχές κατατάσσονται μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών και δεν εξοφλούνται παρά μόνο μετά την εξόφληση όλων των άλλων εκκρεμούντων τη στιγμή εκείνη χρεών.

Τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης πρέπει επίσης να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i) μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα ποσά που έχουν πλήρως καταβληθεί,

ii) η αρχική διάρκεια των δανείων με καθορισμένη λήξη πρέπει να είναι τουλάχιστον πενταετής. Ένα έτος το αργότερο πριν από την ημερομηνία αποπληρωμής, η επιχείρηση ασφάλισης ζωής υποβάλλει προς έγκριση στις αρμόδιες αρχές σχέδιο που ορίζει πώς θα διατηρηθεί ή θα αυξηθεί το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας στο επιθυμητό επίπεδο κατά τη λήξη, εκτός εάν το ποσό έως το οποίο το δάνειο μπορεί να καταταχθεί ως συστατικό μέρος του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας μειώνεται σταδιακά κατά τα τελευταία πέντε τουλάχιστον έτη πριν από την ημερομηνία αποπληρωμής. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν την πρόωρη εξόφληση αυτών των δανείων, εφόσον η αίτηση υποβάλλεται από την εκδότρια επιχείρηση ασφάλισης ζωής και το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητάς της δεν είναι κατώτερο του απαιτούμενου επιπέδου,

iii) τα δάνεια μη καθορισμένης λήξης εξοφλούνται μόνο με πενταετή προειδοποίηση, εκτός εάν δεν θεωρούνται πλέον ως συστατικό μέρος του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας ή εάν, για την πρόωρη εξόφλησή τους, απαιτείται προηγουμένως να συμφωνήσουν οι αρμόδιες αρχές. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η επιχείρηση ασφάλισης ζωής πρέπει να απευθύνει κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία εξόφλησης, υποδεικνύοντας το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας και το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας πριν και μετά την εξόφληση αυτή. Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν την εξόφληση μόνο εάν το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας της επιχείρησης ασφάλισης ζωής δεν πρόκειται να υποχωρήσει κάτω από το απαιτούμενο επίπεδο,

iv) η σύμβαση δανείου δεν πρέπει να περιλαμβάνει ρήτρες που προβλέπουν ότι, σε συγκεκριμένες περιστάσεις, εκτός από την εκκαθάριση της επιχείρησης ασφάλισης ζωής, η οφειλή καθίσταται απαιτητή πριν από τη συμφωνημένη ημερομηνία εξόφλησης,

v) η σύμβαση δανείου μπορεί να τροποποιηθεί μόνον αφού οι αρμόδιες αρχές δηλώσουν ότι δεν αντιτίθενται στην τροποποίηση·

β) από τίτλους αόριστης διάρκειας και άλλους τίτλους, συμπεριλαμβανομένων των σωρευτικών προτιμησιακών μετοχών εκτός από αυτές που αναφέρονται στο στοιχείο α), μέχρι ποσοστού 50 % του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας για το σύνολο των τίτλων αυτών και των δανείων μειωμένης εξασφάλισης που αναφέρονται στο στοιχείο α), εφόσον πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i) δεν μπορούν να ρευστοποιηθούν με πρωτοβουλία του κομιστή ή χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής,

ii) η σύμβαση έκδοσης των τίτλων πρέπει να παρέχει στην επιχείρηση ασφάλισης ζωής τη δυνατότητα να αναβάλει την πληρωμή των τόκων του δανείου,

iii) οι απαιτήσεις του δανειστή έναντι της επιχείρησης ασφάλισης ζωής πρέπει να κατατάσσονται εξ ολοκλήρου μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών που δεν έχουν μειωμένη εξασφάλιση,

iv) τα έγγραφα τα σχετικά με την έκδοση των τίτλων πρέπει να προβλέπουν τη δυνατότητα κάλυψης των ζημιών από το χρέος και τους μη καταβληθέντες τόκους, επιτρέποντας συγχρόνως τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης ασφάλισης ζωής,

v) μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα ποσά που έχουν πλήρως καταβληθεί.

ê 2002/13/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 2

3. Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μπορεί επίσης να αποτελείται:

α) από τις προτιμησιακές σωρευτικές μετοχές και τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης μέχρι ποσοστού 50 % του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας, 25 % κατ’ ανώτατο όριο του οποίου περιλαμβάνει δάνεια μειωμένης εξασφάλισης καθορισμένης λήξης, ή προτιμησιακές σωρευτικές μετοχές με καθορισμένη διάρκεια, εφόσον, σε περίπτωση πτώχευσης ή εκκαθάρισης της ασφαλιστικής επιχείρησης, υπάρχουν δεσμευτικές συμφωνίες βάσει των οποίων τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης ή οι προτιμησιακές μετοχές κατατάσσονται μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών και δεν εξοφλούνται παρά μόνο μετά την εξόφληση όλων των άλλων εκκρεμούντων τη στιγμή εκείνη χρεών.

Τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης πρέπει επίσης να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i) μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνον τα ποσά που έχουν πλήρως καταβληθεί·

ii) η αρχική διάρκεια των δανείων, με καθορισμένη λήξη, είναι τουλάχιστον πενταετής. Ένα έτος το αργότερο πριν από την ημερομηνία αποπληρωμής, η ασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει προς έγκριση στις αρμόδιες αρχές, σχέδιο που ορίζει πώς θα διατηρηθεί ή θα αυξηθεί το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας στο επιθυμητό επίπεδο κατά τη λήξη, εκτός εάν το ποσό μέχρι το οποίο το δάνειο μπορεί να καταταχθεί ως συστατικό μέρος του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας μειώνεται σταδιακά κατά τα τελευταία πέντε τουλάχιστον έτη πριν από την ημερομηνία αποπληρωμής. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν την πρόωρη εξόφληση αυτών των δανείων, εφόσον η αίτηση υποβάλλεται από την εκδότρια ασφαλιστική επιχείρηση και το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητάς της δεν είναι κατώτερο του απαιτούμενου επιπέδου·

iii) τα δάνεια μη καθορισμένης λήξης εξοφλούνται μόνο με πενταετή προειδοποίηση, εκτός εάν δεν θεωρούνται πλέον ως συστατικό μέρος του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας ή εάν, για την πρόωρη εξόφλησή τους, απαιτείται προηγουμένως να συμφωνήσουν οι αρμόδιες αρχές. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η ασφαλιστική επιχείρηση πρέπει να απευθύνει κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία εξόφλησης, υποδεικνύοντας το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας και το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας πριν και μετά την εξόφληση αυτή. Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν την εξόφληση μόνον εάν το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας της ασφαλιστικής επιχείρησης δεν πρόκειται να υποχωρήσει κάτω από το απαιτούμενο επίπεδο·

iv) η σύμβαση δανείου δεν περιλαμβάνει ρήτρες που προβλέπουν ότι, σε συγκεκριμένες περιστάσεις, εκτός από την εκκαθάριση της ασφαλιστικής επιχείρησης, η οφειλή καθίσταται απαιτητή πριν από τη συμφωνημένη ημερομηνία εξόφλησης·

v) η σύμβαση δανείου μπορεί να τροποποιηθεί μόνον αφού οι αρμόδιες αρχές δηλώσουν ότι δεν αντιτίθενται στην τροποποίηση·

β) από τίτλους αόριστης διάρκειας και άλλους τίτλους, συμπεριλαμβανομένων των σωρευτικών προτιμησιακών μετοχών εκτός από αυτές που αναφέρονται στο στοιχείο α), μέχρι ποσοστού 50 % του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας για το σύνολο των τίτλων αυτών και των δανείων μειωμένης εξασφάλισης που αναφέρονται στο στοιχείο α), εφόσον πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i) δεν μπορούν να ρευστοποιηθούν με πρωτοβουλία του κομιστή ή χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής·

ii) η σύμβαση έκδοσης των τίτλων παρέχει στην ασφαλιστική επιχείρηση τη δυνατότητα να αναβάλει την πληρωμή των τόκων του δανείου·

iii) οι απαιτήσεις του δανειστή έναντι της ασφαλιστικής επιχείρησης κατατάσσονται εξ ολοκλήρου μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών που δεν έχουν μειωμένη εξασφάλιση·

iv) τα έγγραφα τα σχετικά με την έκδοση των τίτλων προβλέπουν τη δυνατότητα κάλυψης των ζημιών από το χρέος και τους μη καταβληθέντες τόκους, επιτρέποντας συγχρόνως τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της ασφαλιστικής επιχείρησης·

v) μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα ποσά που έχουν πλήρως καταβληθεί.

4. Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της επιχείρησης προς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και μετά τη συγκατάθεση αυτής της αρμόδιας αρχής, το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μπορεί επίσης να αποτελείται από:

α) το ήμισυ του μη καταβληθέντος μετοχικού ή αρχικού κεφαλαίου, εφόσον το καταβληθέν τμήμα ισούται με το 25 % του μετοχικού ή αρχικού κεφαλαίου, μέχρι ποσοστού 50 % του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας·

β) στην περίπτωση των ενώσεων αλληλασφάλισης ή αλληλασφαλιστικής μορφής, με μεταβλητές εισφορές, κάθε απαίτηση που αυτές έχουν έναντι των μελών τους μέσω προσκλήσεων για την καταβολή συμπληρωματικών εισφορών, εντός της εταιρικής χρήσης, μέχρι του ημίσεως της διαφοράς μεταξύ των ανώτατων εισφορών και των πράγματι καταβεβλημένων εισφορών και υπό τον όρο ότι δεν υπερβαίνουν το 50 % του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές καθορίζουν τις κατευθυντήριες γραμμές που θέτουν τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων μπορούν να γίνονται αποδεκτές συμπληρωματικές συνεισφορές·

γ) τα καθαρά λανθάνοντα αποθεματικά που προκύπτουν από την εκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού, κατά το μέτρο που αυτά τα καθαρά λανθάνοντα αποθεματικά δεν παρουσιάζουν εξαιρετικό χαρακτήρα.

5. Οι τροποποιήσεις των παραγράφων 2, 3 και 4, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις που αιτιολογούν την τεχνική προσαρμογή των επιλέξιμων στοιχείων για τον υπολογισμό του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας, πραγματοποιούνται σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 2 της οδηγίας 91/675/ΕΟΚ του Συμβουλίου[70].

ê 2002/83/ΕΚ

4. Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της επιχείρησης προς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και μετά τη συγκατάθεση αυτής της αρμόδιας αρχής, το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μπορεί επίσης να αποτελείται από τα ακόλουθα:

α) έως την 31η Δεκεμβρίου 2009, από ένα ποσό ίσο προς το 50 % των μελλοντικών κερδών της επιχείρησης, χωρίς ωστόσο να υπερβαίνει το 25 % του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας. Το ποσό των μελλοντικών κερδών προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του προβλεπόμενου ετήσιου κέρδους επί το συντελεστή που αντιπροσωπεύει τη μέση υπολειπόμενη διάρκεια των ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Ο χρησιμοποιούμενος συντελεστής δεν μπορεί να είναι ανώτερος του 6. Το εκτιμώμενο ετήσιο κέρδος δεν υπερβαίνει τον αριθμητικό μέσο όρο των πραγματοποιηθέντων κερδών κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε εταιρικών χρήσεων από τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο άρθρο 2 σημείο 1.

Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να εγκρίνουν το συνυπολογισμό του ποσού αυτού στο διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μόνον εάν:

i) υποβάλλεται στις αρμόδιες αρχές αναλογιστική μελέτη στην οποία αναλύεται η πιθανότητα εμφάνισης αυτών των κερδών στο μέλλον, και

ii) το μέρος των μελλοντικών κερδών που απορρέει από τα λανθάνοντα καθαρά αποθεματικά που αναφέρονται στο στοιχείο γ), δεν έχει ήδη ληφθεί υπόψη·

β) στην περίπτωση που δεν χρησιμοποιείται η μέθοδος Zillmer, ή στην περίπτωση που χρησιμοποιείται μεν αλλά δεν φτάνει την επιβάρυνση προσκτήσεως που περιλαμβάνεται μέσα στο ασφάλιστρο, από τη διαφορά μεταξύ του μαθηματικού αποθεματικού που δεν έχει υπολογιστεί με τη μέθοδο Zillmer ή έχει μερικώς υπολογιστεί με τη μέθοδο αυτή, και ενός μαθηματικού αποθεματικού που έχει υπολογιστεί κατά τη μέθοδο Zillmer με συντελεστή ίσο προς την επιβάρυνση προσκτήσεως, η οποία περιλαμβάνεται μέσα στο ασφάλιστρο· το ποσό αυτό όμως, σε καμία περίπτωση, δεν δύναται να υπερβαίνει το 3,5 % του αθροίσματος των διαφορών μεταξύ των κεφαλαίων του κλάδου «ζωής» και των μαθηματικών αποθεματικών για το σύνολο των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, στα οποία είναι δυνατή η εφαρμογή της μεθόδου Zillmer· η διαφορά αυτή όμως μειώνεται, ενδεχομένως, κατά το ποσό των μη αποσβεσθέντων εξόδων προσκτήσεως που έχουν καταχωριστεί στο ενεργητικό·

γ) τα καθαρά λανθάνοντα αποθεματικά που προκύπτουν από την εκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού, στο μέτρο που τα καθαρά αυτά λανθάνοντα αποθεματικά δεν παρουσιάζουν εξαιρετικό χαρακτήρα·

δ) από το ήμισυ του μη καταβληθέντος μετοχικού ή αρχικού κεφαλαίου, εφόσον το καταβληθέν τμήμα ισούται με το 25 % του μετοχικού ή αρχικού κεφαλαίου, μέχρι ποσοστού 50 % του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας.

5. Οι τροποποιήσεις των παραγράφων 2, 3 και 4, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις που αιτιολογούν την τεχνική προσαρμογή των επιλέξιμων στοιχείων για τον υπολογισμό του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας, πραγματοποιούνται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 65 παράγραφος 2.

ê 2002/13/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 3

Άρθρο 16a

1. Το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας καθορίζεται σε σχέση είτε με το ετήσιο ποσό των ασφαλίστρων ή των εισφορών, είτε με τη μέση επιβάρυνση των απαιτήσεων των τριών τελευταίων εταιρικών χρήσεων.

Ωστόσο, όταν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις καλύπτουν κατά βάση έναν ή περισσότερους από τους κινδύνους πιστώσεων, καταιγίδας, χαλαζιού, ή παγετού, λαμβάνονται υπόψη οι επτά τελευταίες εταιρικές χρήσεις ως περίοδος αναφοράς για τον υπολογισμό της μέσης επιβάρυνσης των απαιτήσεων.

2. Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 17, το ύψος του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας πρέπει να είναι ίσο προς το μεγαλύτερο από τα δύο αποτελέσματα που καθορίζονται στις παραγράφους 3 και 4.

3. Η βάση των ασφαλίστρων υπολογίζεται χρησιμοποιώντας όποιο από τα ποσά των μικτών εγγεγραμμένων ασφαλίστρων ή εισφορών, όπως υπολογίζονται κατωτέρω, και των μικτών δεδουλευμένων ασφαλίστρων ή εισφορών, είναι μεγαλύτερο.

Τα ασφάλιστρα ή οι εισφορές των κλάδων 11, 12 και 13 που απαριθμούνται στο σημείο Α του παραρτήματος, αυξάνονται κατά 50 %.

Αθροίζονται τα ασφάλιστρα ή οι εισφορές (συμπεριλαμβανομένων των παρεπόμενων δικαιωμάτων) που κατεβλήθησαν για πρωτασφαλίσεις κατά την τελευταία εταιρική χρήση.

Στο σύνολο αυτό, προστίθεται το ποσό των αντασφαλίστρων που έγιναν δεκτά κατά την τελευταία εταιρική χρήση.

Αφαιρείται από το άθροισμα αυτό το συνολικό ποσό των ασφαλίστρων ή εισφορών που ακυρώθηκαν κατά την τελευταία εταιρική χρήση, όπως επίσης και το συνολικό ποσό των φόρων και τελών που αναλογούν στα ασφάλιστρα ή τις εισφορές που περιέχονται στο σύνολο.

Το κατ’ αυτόν τον τρόπο υπολογιζόμενο ποσό διαιρείται σε δύο μέρη, από τα οποία το πρώτο μπορεί να ανέρχεται μέχρι 50 εκατομμύρια ευρώ, ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει το πλεόνασμα· το 18 και το 16 % των μερών αυτών, αντίστοιχα, υπολογίζεται και αθροίζεται.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 57 σημ. 5 στοιχ. α)

Το κατ’ αυτόν τον τρόπο υπολογιζόμενο ποσό πολλαπλασιάζεται επί τον αριθμητικό λόγο, για τις τρεις τελευταίες εταιρικές χρήσεις αθροιστικά, του ποσού των αποζημιώσεων προς καταβολή από την αντασφαλιστική επιχείρηση, μετά την αφαίρεση των ποσών προς είσπραξη στο πλαίσιο αντασφάλισης, προς το ακαθάριστο ποσό των αποζημιώσεων. Ο λόγος αυτός δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι μικρότερος του 50 %. Κατόπιν αιτήσεως συνοδευομένης από αποδεικτικά στοιχεία που υποβάλλει η ασφαλιστική επιχείρηση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, και με τη σύμφωνη γνώμη της εν λόγω αρχής, ποσά που μπορούν να ανακτηθούν από φορείς ειδικού σκοπού μνεία των οποίων γίνεται στο άρθρο 46 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ μπορούν επίσης να αφαιρεθούν ως αντασφάλιση.

ê 2002/13/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 3

Με την έγκριση των αρμοδίων αρχών, μπορούν να χρησιμοποιούνται στατιστικές μέθοδοι για την ταξινόμηση των ασφαλίστρων ή των εισφορών στους κλάδους 11, 12 και 13.

4. Οι απαιτήσεις υπολογίζονται με τον ακόλουθο τρόπο, χρησιμοποιώντας για τους κλάδους 11, 12 και 13 που απαριθμούνται στο σημείο Α του παραρτήματος, τις απαιτήσεις, τα αποθεματικά και τις εισπράξεις προσαυξημένα κατά 50 %.

Αθροίζονται τα ποσά των απαιτήσεων (χωρίς αφαίρεση των σε βάρος των εκδοχέων ή αντεκδοχέων απαιτήσεων) που κατεβλήθησαν για τις πρωτασφαλίσεις κατά τις περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Στο άθροισμα αυτό, προστίθεται το ποσό των απαιτήσεων που έχει καταβληθεί λόγω αποδοχής αντασφαλίσεων ή αντεκχωρήσεων κατά τη διάρκεια των ιδίων αυτών περιόδων και το ποσό των προβλέψεων για εκκρεμούσες απαιτήσεις, που πραγματοποιήθηκαν στο τέλος της τελευταίας εταιρικής χρήσεως, τόσο για τις πρωτασφαλίσεις όσο και για τις αποδοχές αντασφαλίσεων.

Από το άθροισμα αυτό, αφαιρείται το ποσό των εισπράξεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τις περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Από το εναπομένον αυτό ποσό, αφαιρείται το ποσό των προβλέψεων για εκκρεμούσες απαιτήσεις, που πραγματοποιήθηκαν κατά την έναρξη της δεύτερης εταιρικής χρήσης που προηγείται της τελευταίας κλεισθείσας εταιρικής χρήσης, τόσο για τις πρωτασφαλίσεις όσο και τις αναληφθείσες αντασφαλίσεις. Εάν η καθοριζόμενη στην παράγραφο 1 περίοδος αναφοράς ισούται με επτά έτη, αφαιρείται το ποσό των προβλέψεων για εκκρεμούσες απαιτήσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στην αρχή της έκτης εταιρικής χρήσης που προηγείται της τελευταίας κλεισθείσας εταιρικής χρήσης.

Το ένα τρίτο, ή το ένα έβδομο, του με τον τρόπο αυτό υπολογιζομένου ποσού, ανάλογα με την περίοδο αναφοράς που ορίζεται στην παράγραφο 1, διαιρείται σε δύο μέρη, από τα οποία το πρώτο μπορεί να ανέρχεται μέχρι 35 εκατομμύρια ευρώ, ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει το πλεόνασμα· το 26 και το 23 %, αντίστοιχα, των μερών αυτών υπολογίζονται και αθροίζονται.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 57 σημ. 5 στοιχ. β)

Το κατ’ αυτόν τον τρόπο υπολογιζόμενο ποσό πολλαπλασιάζεται επί τον αριθμητικό λόγο, για τις τρεις τελευταίες εταιρικές χρήσεις αθροιστικά, του ποσού των αποζημιώσεων προς καταβολή από την αντασφαλιστική επιχείρηση, μετά την αφαίρεση των ποσών προς είσπραξη στο πλαίσιο αντασφάλισης, προς το ακαθάριστο ποσό των αποζημιώσεων. Ο λόγος αυτός δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι μικρότερος του 50 %. Κατόπιν αιτήσεως συνοδευομένης από αποδεικτικά στοιχεία που υποβάλλει η ασφαλιστική επιχείρηση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, και με τη σύμφωνη γνώμη της εν λόγω αρχής, ποσά που μπορούν να ανακτηθούν από φορείς ειδικού σκοπού μνεία των οποίων γίνεται στο άρθρο 46 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ μπορούν επίσης να αφαιρεθούν ως αντασφάλιση.

ê 2002/13/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 3

Με την έγκριση των αρμόδιων αρχών, μπορούν να χρησιμοποιούνται στατιστικές μέθοδοι για την ταξινόμηση των απαιτήσεων, των αποθεματικών και των εισπράξεων στους κλάδους 11, 12 και 13. Στην περίπτωση κινδύνων που έχουν ταξινομηθεί στον κλάδο 18 του σημείου Α του παραρτήματος, το ποσό της καταβληθείσας απαίτησης, το οποίο χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της βάσης της απαίτησης, είναι το κόστος που προκύπτει για την ασφαλιστική επιχείρηση από τη βοήθεια την οποία χορήγησε. Το κόστος αυτό υπολογίζεται σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις του κράτους μέλους καταγωγής.

5. Εάν το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, όπως υπολογίζεται στις παραγράφους 2, 3 και 4, είναι κατώτερο από το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας του προηγούμενου έτους, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσο προς το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας του προηγούμενου έτους, πολλαπλασιαζόμενο επί το πηλίκον του ποσού των τεχνικών αποθεματικών για απαιτήσεις οι οποίες εκκρεμούν κατά τη λήξη της τελευταίας εταιρικής χρήσης και του ποσού των τεχνικών αποθεματικών για απαιτήσεις που εκκρεμούν κατά την έναρξη της τελευταίας εταιρικής χρήσης. Κατά τους υπολογισμούς αυτούς, τα τεχνικά αποθεματικά υπολογίζονται χωρίς την αντασφάλιση· ωστόσο, το πηλίκον δεν πρέπει ποτέ να υπερβαίνει τον αριθμό 1.

6. Τα τμήματα που εφαρμόζονται επί των μερών που αναφέρονται στο έκτο εδάφιο της παραγράφου 3 και στο έκτο εδάφιο της παραγράφου 4, μειώνονται έκαστο στο ένα τρίτο προκειμένου για την ασφάλιση ασθενείας, η οποία ασκείται σε τεχνική βάση παρόμοια προς εκείνη της ασφάλειας ζωής, εάν:

α) τα εισπραχθέντα ασφάλιστρα υπολογίζονται βάσει πινάκων θνησιμότητας σύμφωνα με τις μαθηματικές μεθόδους που εφαρμόζονται στον τομέα της ασφάλισης·

β) συνιστάται αποθεματικό γήρατος·

γ) εισπράττεται συμπληρωματικό ασφάλιστρο για τη σύσταση ενός περιθωρίου ασφάλειας κατάλληλου ύψους·

δ) η ασφαλιστική επιχείρηση δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση προ της λήξεως του τρίτου έτους της ασφάλισης το αργότερο·

ε) το ασφαλιστήριο προβλέπει τη δυνατότητα αύξησης των ασφαλίστρων ή μείωσης των πληρωμών ακόμη και για τις τρέχουσες συμβάσεις.

ê 2002/83/ΕΚ

Άρθρο 28

Απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας

1. Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 20, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας καθορίζεται όπως αναφέρεται στις παραγράφους 2 έως 7, σύμφωνα με τους ασκούμενους κλάδους ασφαλιστικής δραστηριότητας.

2. Για τα είδη ασφάλισης ζωής που προβλέπονται στο άρθρο 2 σημείο 1 στοιχεία α) και β), εκτός από τις ασφαλίσεις που συνδέονται με κεφάλαια επενδύσεως και για τις εργασίες που προβλέπονται στο άρθρο 2 σημείο 3, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας πρέπει να είναι ίσο με το άθροισμα των ακόλουθων δύο αποτελεσμάτων:

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 60 σημ. 9 στοιχ. α)

α) Πρώτο αποτέλεσμα:

Το 4 % των μαθηματικών αποθεματικών, τα οποία αφορούν τις εργασίες πρωτασφαλίσεως και τις αποδοχές αντασφαλίσεως άνευ αφαιρέσεως των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων, πολλαπλασιάζεται επί τον αριθμητικό λόγο, για την τελευταία εταιρική χρήση, των συνολικών μαθηματικών αποθεματικών μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων, προς το μαθηματικό ποσό των ακαθαρίστων αποθεματικών. Ο λόγος αυτός δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι μικρότερος του 85 %· κατόπιν αιτήσεως συνοδευομένης από αποδεικτικά στοιχεία που υποβάλλει η ασφαλιστική επιχείρηση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, και με τη συμφωνία της εν λόγω αρχής, ποσά που μπορεί να ανακτηθούν από φορείς ειδικού σκοπού μνεία των οποίων γίνεται στο άρθρο 46 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ μπορεί να αφαιρεθούν ως αντασφάλιση·

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 60 σημ. 9 στοιχ. β)

β) Δεύτερο αποτέλεσμα:

Για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια των οποίων τα κεφάλαια κινδύνου δεν είναι αρνητικά, το 0,3 % αυτών των κεφαλαίων που έχουν αναληφθεί από την ασφαλιστική επιχείρηση πολλαπλασιάζεται επί τον λόγο, για την τελευταία εταιρική χρήση, του συνολικού κεφαλαίου κινδύνου που παραμένει εις βάρος της επιχείρησης μετά τις αντασφαλιστικές εκχωρήσεις και αντεκχωρήσεις, προς το συνολικό κεφάλαιο αντασφάλισης ακαθάριστου κινδύνου χωρίς την αφαίρεση της αντασφάλισης. Ο λόγος αυτός σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερος του 50 %· κατόπιν αιτήσεως συνοδευομένης από αποδεικτικά στοιχεία που υποβάλλει η ασφαλιστική επιχείρηση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, και με τη συμφωνία της εν λόγω αρχής, ποσά που μπορεί να ανακτηθούν από φορείς ειδικού σκοπού μνεία των οποίων γίνεται στο άρθρο 46 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ μπορεί να αφαιρεθούν ως αντασφάλιση.

ê 2002/83/ΕΚ

Για τις πρόσκαιρες ασφαλίσεις θανάτου ανώτατης διάρκειας τριών ετών, ο εν λόγω αριθμός είναι 0,1 %· για τις ασφαλίσεις διάρκειας μεγαλύτερης των τριών και μικρότερης των πέντε ετών, ο εν λόγω αριθμός είναι 0,15 %.

3. Για τις συμπληρωματικές ασφαλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 2 σημείο 1 στοιχείο γ), το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας πρέπει να ισούται με το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 16α της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, εξαιρουμένων των διατάξεων του άρθρου 17 της εν λόγω οδηγίας.

4. Για τις μη ακυρώσιμες ασφαλίσεις ασθενείας μακράς διαρκείας, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 2 σημείο 1 στοιχείο δ), το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας είναι ίσο προς:

α) το 4 % των μαθηματικών αποθεματικών, που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου, συν

β) το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 16α της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, εξαιρουμένων των διατάξεων του άρθρου 17 της εν λόγω οδηγίας. Εντούτοις, ο όρος που περιλαμβάνει το άρθρο 16α παράγραφος 6 στοιχείο β) της εν λόγω οδηγίας, ήτοι η δημιουργία αποθεματικού γήρατος, μπορεί να αντικαθίσταται από την απαίτηση η επιχείρηση να διεξάγεται σε ομαδική βάση.

5. Για τις εργασίες κεφαλαιοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 2 σημείο 2 στοιχείο β), το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας πρέπει να είναι ίσο με το 4 % των μαθηματικών αποθεματικών, που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου.

6. Για τις εργασίες τοντινών, που προβλέπονται στο άρθρο 2 σημείο 2 στοιχείο α), το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας πρέπει να είναι ίσο με το 1 % του ενεργητικού τους.

7. Για τις ασφαλίσεις που εμπίπτουν στο άρθρο 2 σημείο 1 στοιχεία α) και β) που σχετίζονται με κεφάλαια επενδύσεως, και για τις εργασίες που προβλέπονται στο άρθρο 2 σημείο 2 στοιχεία γ), δ) και ε), το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας πρέπει να είναι ίσο προς το άθροισμα των ακόλουθων στοιχείων:

α) εφόσον η επιχείρηση ασφάλισης ζωής αναλαμβάνει τον επενδυτικό κίνδυνο, το 4% των τεχνικών αποθεματικών, που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου·

β) εφόσον η επιχείρηση δεν αναλαμβάνει τον επενδυτικό κίνδυνο αλλά το ποσό που προορίζεται να καλύψει τα έξοδα διαχείρισης καθορίζεται για περίοδο μεγαλύτερη των πέντε ετών, το 1 % των τεχνικών αποθεματικών, που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου·

γ) εφόσον η επιχείρηση δεν αναλαμβάνει τον επενδυτικό κίνδυνο αλλά το ποσό που προορίζεται να καλύψει τα έξοδα διαχείρισης δεν καθορίζεται για περίοδο μεγαλύτερη των πέντε ετών, ένα ποσό ισοδύναμο προς το 25 % των καθαρών διοικητικών εξόδων της τελευταίας εταιρικής χρήσης, που αφορούν τις εργασίες αυτές·

δ) εφόσον η επιχείρηση ασφάλισης ζωής καλύπτει τον κίνδυνο θανάτου, το 0,3 % των κεφαλαίων κινδύνου, που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 60 σημ. 10

Άρθρο 28α

Περιθώριο φερεγγυότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασκούν αντασφαλιστικές δραστηριότητες

1. Κάθε κράτος μέλος εφαρμόζει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που εδρεύουν στην επικράτειά του τις διατάξεις των άρθρων 35 έως 39 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ σε ό, τι αφορά την εκ μέρους των ανάληψη αντασφαλίσεων, οσάκις συντρέχει μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) τα εισπραττόμενα αντασφάλιστρα υπερβαίνουν το 10 % των συνολικών ασφαλίστρων τους·

β) τα εισπραττόμενα αντασφάλιστρα υπερβαίνουν τα 50000000 ευρώ·

γ) οι τεχνικές προβλέψεις που απορρέουν από την εκ μέρους των ανάληψη αντασφαλίσεων υπερβαίνουν το 10 % των συνολικών τεχνικών προβλέψεών τους.

2. Έκαστο κράτος μέλος μπορεί να επιλέξει να εφαρμόσει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις των οποίων μνεία γίνεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και οι οποίες εδρεύουν στην επικράτειά του, τις διατάξεις του άρθρου 34 της 2005/68/ΕΚ σε ό, τι αφορά την εκ μέρους των ανάληψη αντασφαλίσεων, οσάκις πληρούται μία από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην ως άνω παράγραφο 1.

Στην περίπτωση αυτή το σχετικό κράτος μέλος απαιτεί όλα τα περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιεί η ασφαλιστική επιχείρηση προς κάλυψη των τεχνικών προβλέψεων που αντιστοιχούν στις αναλήψεις αντασφαλίσεων από αυτή να είναι σαφώς διαχωρισμένα, να τυγχάνουν χωριστής διαχειρίσεως και να είναι χωριστά οργανωμένα από τις δραστηριότητες πρωτασφαλίσεων της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, χωρίς οιαδήποτε δυνατότητα μεταβιβάσεως. Στην περίπτωση αυτή και μόνον όσον αφορά τις δραστηριότητές τους αναλήψεως αντασφαλίσεων, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν υπόκεινται στα άρθρα 22 έως 26 της παρούσας οδηγίας.

Έκαστο κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι η αρμόδιες αρχές του επαληθεύουν τον διαχωρισμό που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο.

ê 2002/83/ΕΚ

Άρθρο 29

Κεφάλαιο εγγύησης

1. Το ένα τρίτο του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 28, αποτελεί το κεφάλαιο εγγύησης. Το κεφάλαιο αυτό απαρτίζεται από τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 27 παράγραφοι 2, 3 και, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής, παράγραφος 4 στοιχείο γ).

ê 2002/13/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 4

1. Το ένα τρίτο του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 16α, συνιστά το κεφάλαιο εγγύησης. Το κεφάλαιο αυτό αποτελείται από τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 16 παράγραφοι 2 και 3 και, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής, παράγραφος 4 στοιχείο γ).

ê 2002/83/ΕΚ

2. Το κεφάλαιο εγγύησης είναι κατ’ ελάχιστο όριο 3000000 ευρώ.

ê 2002/13/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 4

2. Το κεφάλαιο εγγύησης δεν δύναται να είναι κατώτερο από 2 εκατομμύρια ευρώ. Ωστόσο, εάν καλύπτεται το σύνολο ή μέρος των κινδύνων που περιλαμβάνονται σε έναν από τους κλάδους 10 έως 15 του σημείου Α του παραρτήματος, το κεφάλαιο αυτό ανέρχεται τουλάχιστον σε 3 εκατομμύρια ευρώ.

Κάθε κράτος μέλος δύναται να προβλέπει τη μείωση κατά το ένα τέταρτο του ελάχιστου κεφαλαίου εγγύησης για τις ενώσεις αλληλασφάλισης και τις ενώσεις αλληλασφαλιστικής μορφής.

ê 2002/83/ΕΚ

Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν την κατά ένα τέταρτο μείωση του ελάχιστου ορίου του κεφαλαίου εγγυήσεως, εφόσον πρόκειται για ενώσεις αλληλασφάλισης ή αλληλασφαλιστικής μορφής και τις τοντίνες.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 57 σημ. 6

Άρθρο 17β

1. Έκαστο κράτος μέλος απαιτεί από ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα εντός της επικρατείας του η οποία επιδίδεται σε δραστηριότητες αντασφαλίσεων να θεσπίσει όσον αφορά την όλη της επιχειρηματική δραστηριότητα ελάχιστο κεφάλαιο εγγυήσεων σύμφωνα με το άρθρο 40 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ, οσάκις πληρούται μία εκ των κάτωθι προϋποθέσεων:

α) τα εισπραττόμενα αντασφάλιστρα υπερβαίνουν το 10 % του συνολικού ασφαλίστρου της·

β) τα εισπραττόμενα αντασφάλιστρα υπερβαίνουν τα 50000000 ευρώ·

γ) οι τεχνικές προβλέψεις που απορρέουν από την εκ μέρους της ανάληψη αντασφαλίσεων υπερβαίνουν το 10 % των συνολικών τεχνικών προβλέψεών της.

2. Έκαστο κράτος μέλος μπορεί να επιλέξει να εφαρμόσει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις μνεία των οποίων γίνεται στην παράγραφο 1 και των οποίων η έδρα ευρίσκεται εντός της επικρατείας του τις διατάξεις του άρθρου 34 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ όσον αφορά τις δραστηριότητές τους αναλήψεως αντασφαλίσεων, οσάκις πληρούται μία των προϋποθέσεων που ορίζονται στην παράγραφο 1.

Στην περίπτωση αυτή το σχετικό κράτος μέλος απαιτεί όλα τα περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιεί η ασφαλιστική επιχείρηση προς κάλυψη των τεχνικών προβλέψεων που αντιστοιχούν στις αναλήψεις αντασφαλίσεων από αυτή να είναι σαφώς διαχωρισμένα, να τυγχάνουν χωριστής διαχειρίσεως και να είναι χωριστά οργανωμένα από τις δραστηριότητες πρωτασφαλίσεων της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, χωρίς οιαδήποτε δυνατότητα μεταβιβάσεως. Στην περίπτωση αυτή και μόνον όσον αφορά τις δραστηριότητές τους αναλήψεως αντασφαλίσεων, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν υπόκεινται στα άρθρα 20, 21 και 22 της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ[71] και το παράρτημα I της οδηγίας 88/357/ΕΟΚ.

Έκαστο κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι οι αρμόδιες αρχές του επαληθεύουν τον διαχωρισμό που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο.

3. Εάν η Επιτροπή αποφασίσει, δυνάμει του άρθρου 56 στοιχείο γ) της οδηγίας 2005/68/ΕΚ, να αυξήσει τα ποσά που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας του άρθρου 37 παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας αυτής, κάθε κράτος μέλος εφαρμόζει στις εν λόγω ασφαλιστικές επιχειρήσεις των οποίων μνεία γίνεται στην παράγραφο 1, τις διατάξεις των άρθρων 35 έως 39 της ίδιας οδηγίας σε ό, τι αφορά την εκ μέρους των ανάληψη αντασφαλίσεων.

ê 2002/83/ΕΚ

Άρθρο 30

Αναθεώρηση του ύψους του κεφαλαίου εγγύησης

1. Το ποσό που καθορίζεται σε ευρώ στο άρθρο 29 παράγραφος 2 αναθεωρείται κάθε έτος, αρχής γενομένης στις 20 Σεπτεμβρίου 2003 ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι μεταβολές του ευρωπαϊκού δείκτη τιμών καταναλωτή που περιλαμβάνει όλα τα κράτη μέλη και δημοσιεύεται από τη Eurostat.

ê 2002/13/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 5

1. Τα ποσά που καθορίζονται σε ευρώ στο άρθρο 16α παράγραφοι 3 και 4 και στο άρθρο 17 παράγραφος 2 αναθεωρούνται κάθε έτος, αρχής γενομένης στις 20 Σεπτεμβρίου 2003, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι μεταβολές του ευρωπαϊκού δείκτη τιμών καταναλωτή που περιλαμβάνει όλα τα κράτη μέλη και δημοσιεύεται από την Eurostat.

ê 2002/83/ΕΚ

Το ποσό προσαρμόζεται αυτομάτως, αυξάνοντας το βασικό ποσό σε ευρώ κατά το ποσοστό μεταβολής του εν λόγω δείκτη για την περίοδο μεταξύ της 20ής Μαρτίου 2002 και της ημερομηνίας αναθεώρησης και στρογγυλοποιείται στο ανώτερο πολλαπλάσιο των 100000 ευρώ.

ê 2002/13/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 5

Τα ποσά προσαρμόζονται αυτομάτως, αυξάνοντας το βασικό ποσό σε ευρώ κατά το ποσοστό μεταβολής του εν λόγω δείκτη για την περίοδο μεταξύ της ενάρξεως ισχύος της παρούσας οδηγίας και της ημερομηνίας αναθεώρησης και στρογγυλοποιείται στο ανώτερο πολλαπλάσιο των 100000 ευρώ.

ê 2002/83/ΕΚ

Εάν, από την τελευταία αναπροσαρμογή, το ποσοστό της μεταβολής είναι μικρότερο του 5%, η αναπροσαρμογή δεν λαμβάνει χώρα.

ê 2002/13/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 5

Εάν, από την τελευταία αναπροσαρμογή, το ποσοστό της μεταβολής είναι κατώτερο του 5 %, η αναπροσαρμογή δεν λαμβάνει χώρα.

2. Η Επιτροπή ενημερώνει ετησίως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την αναθεώρηση και τα προσαρμοσμένα ποσά που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

ê 2002/83/ΕΚ

2. Η Επιτροπή ενημερώνει ετησίως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την αναθεώρηση και το προσαρμοσμένο ποσό που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

ê 2002/83/ΕΚ

Άρθρο 31

Στοιχεία αποθεματικού που δεν χρησιμοποιούνται για κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών

1. Τα κράτη μέλη δεν θεσπίζουν κανέναν κανόνα σχετικά με την επιλογή των στοιχείων ενεργητικού που υπερβαίνουν τα αντιπροσωπευτικά στοιχεία των τεχνικών αποθεματικών που αναφέρονται στο άρθρο 20.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 26

1. Τα κράτη μέλη δεν θεσπίζουν κανένα κανόνα σχετικά με την επιλογή των στοιχείων ενεργητικού που υπερβαίνουν τα στοιχεία που καλύπτουν τα τεχνικά αποθεματικά που αναφέρονται στο άρθρο 15.

ê 2002/83/ΕΚ

2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 20 παράγραφος 3, του άρθρου 37 παράγραφοι 1, 2, 3 και 5 και του άρθρου 39 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, τα κράτη μέλη δεν περιορίζουν την ελεύθερη διάθεση των κινητών ή ακίνητων στοιχείων του ενεργητικού που αποτελούν μέρος των περιουσιακών στοιχείων ασφαλιστικών επιχειρήσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 26

2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 15 παράγραφος 2, του άρθρου 20 παράγραφοι 1, 2, 3 και 5, και του άρθρου 22 παράγραφος 1 τελευταίο εδάφιο, τα κράτη μέλη δεν περιορίζουν την ελεύθερη διάθεση κινητών ή ακίνητων στοιχείων ενεργητικού που αποτελούν μέρος των περιουσιακών στοιχείων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας.

3. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν αποτελούν εμπόδιο στα μέτρα τα οποία τα κράτη μέλη, προκειμένου να διαφυλάξουν τα συμφέροντα των ασφαλισμένων, έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν ως ιδιοκτήτες ή εταίροι των εν λόγω επιχειρήσεων.

ê 2002/83/ΕΚ

3. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν αποτελούν εμπόδιο στα μέτρα, τα οποία τα κράτη μέλη, προκειμένου να διαφυλάξουν τα συμφέροντα των ασφαλισμένων, έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν ως ιδιοκτήτες ή ως εταίροι των εν λόγω ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

ê 2002/83/ΕΚ (προσαρμοσμένο)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 VII – ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ Ö ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ Õ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΣΕ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΥΣΧΕΡΕΙΑ Ή ΣΕ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 37 (προσαρμοσμένο)

Ασφαλιστικές επιχειρήσεις σε οικονομική δυσχέρεια

ò νέο

Άρθρο 13 4 Επισήμανση και γνωστοποίηση από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν διαδικασίες προκειμένου να επισημαίνουν την όποια επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης και να ενημερώνουν τις εποπτικές αρχές σε περίπτωση που συμβαίνει.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 37 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

Ö Άρθρο 135 Μη συμμόρφωση με τα τεχνικά αποθεματικά Õ

Αν μια ασφαλιστική Ö ή αντασφαλιστική Õ επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις του άρθρου 20 κεφαλαίου VI τμήμα 2, η αρμόδια αρχή Ö οι εποπτικές αρχές Õ του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης μπορεί να απαγορεύσει Ö μπορούν να απαγορεύσουν Õ την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων του ενεργητικού, αφού γνωστοποιήσει Ö γνωστοποιήσουν Õ προηγουμένως την πρόθεσή της Ö τους Õ στις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές των κρατών μελών της ασφαλιστικής υποχρέωσης Ö υποδοχής Õ. ð Οι εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής προσδιορίζουν τα στοιχεία του ενεργητικού που πρέπει να καλύπτονται από τα εν λόγω μέτρα. ï

ò νέο

Άρθρο 13 6 Μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν την εποπτική αρχή, μόλις διαπιστώσουν ότι δεν πληρούνται πλέον οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας ή υπάρχει κίνδυνος μη συμμόρφωσης εντός των επομένων τριών μηνών.

2. Εντός δύο μηνών από την στιγμή που διαπιστώνει τη μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, η συγκεκριμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει, προς έγκριση από την εποπτική αρχή, ρεαλιστικό σχέδιο ανάκαμψης.

3. Η εποπτική αρχή απαιτεί από τη συγκεκριμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να λάβει τα αναγκαία μέτρα, προκειμένου να επιτύχει, εντός έξι μηνών από την στιγμή που διαπιστώνει τη μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, την αποκατάσταση του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ή τη μείωση του προφίλ κινδύνου της, ώστε να εξασφαλιστεί συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας.

Η εποπτική αρχή δύναται, ενδεχομένως, να παρατείνει την περίοδο αυτή κατά τρεις μήνες.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 42 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

2. Για την αποκατάσταση της οικονομικής ευρωστίας μιας αντασφαλιστικής επιχείρησης της οποίας το περιθώριο φερεγγυότητας υπολείπεται πλέον του ελάχιστου ορίου που καθορίζεται στα άρθρα 37, 38 και 39, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής απαιτεί να της υποβληθεί προς έγκριση σχέδιο επανόδου στη χρηστή οικονομική διαχείριση.

4. Σε έκτακτες περιπτώσεις, εάν η αρμόδια Ö εποπτική Õ αρχή είναι της γνώμης ότι θα επιδεινωθεί περαιτέρω η Ö χρηματο Õοικονομική κατάσταση της αντασφαλιστικής Ö συγκεκριμένης Õ επιχείρησης, η αρχή αυτή μπορεί επίσης να περιορίσει ή να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων Ö του ενεργητικού Õ της αντασφαλιστικής επιχείρησης Ö αυτής Õ . Ö Η εν λόγω εποπτική αρχή Õ Εενημερώνει τότε τις Ö εποπτικές Õ αρχές των άλλων κρατών μελών Ö υποδοχής Õ στην επικράτεια των οποίων η αντασφαλιστική επιχείρηση ασκεί τις δραστηριότητές της, για κάθε ληφθέν μέτρο,. τα δε κράτη αυτά Ö Οι αρχές αυτές Õ λαμβάνουν, μετά από αίτημα της εν λόγω Ö εποπτικής Õ αρχής Ö του κράτους μέλους καταγωγής Õ , τα ίδια μέτρα με αυτή. ð Η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής προσδιορίζει τα στοιχεία του ενεργητικού που πρέπει να καλύπτονται από τα εν λόγω μέτρα. ï

3. Εάν το περιθώριο φερεγγυότητας υπολείπεται πλέον του ύψους του κεφαλαίου εγγυήσεων που καθορίζεται στο άρθρο 40, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής απαιτεί από την αντασφαλιστική επιχείρηση να της υποβάλει προς έγκριση βραχυπρόθεσμο σχέδιο χρηματοδότησης.

ò νέο

Άρθρο 13 7 Μη συμμόρφωση προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν την εποπτική αρχή, μόλις διαπιστώσουν ότι δεν πληρούνται πλέον οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ή υπάρχει κίνδυνος μη συμμόρφωσης εντός των επομένων τριών μηνών.

2. Εντός ενός μηνός από την στιγμή που διαπιστώνει τη μη συμμόρφωση προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, η συγκεκριμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει, προς έγκριση από την εποπτική αρχή, βραχυπρόθεσμο ρεαλιστικό πρόγραμμα χρηματοδότησης, προκειμένου να αποκαταστήσει, εντός τριών μηνών από τη στιγμή της διαπίστωσης, τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια τουλάχιστον στο επίπεδο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων ή να μειώσει το προφίλ κινδύνου της, ώστε να εξασφαλιστεί συμμόρφωση προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 37 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

3. Ö Η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής Õ Μμπορεί επίσης να περιορίσει ή να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων Ö του ενεργητικού Õ της Ö ασφαλιστικής ή Õ αντασφαλιστικής επιχείρησης. Ενημερώνει δε Ö σχετικά Õ τις Ö εποπτικές Õ αρχές όλων των άλλων κρατών μελών Ö υποδοχής Õ ,. τα οποία Ö Οι αρχές αυτές Õ , μετά από σχετικό αίτημα Ö της εποπτικής αρχής Õ του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνουν τα ίδια μέτρα. ð Η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής προσδιορίζει τα στοιχεία του ενεργητικού που πρέπει να καλύπτονται από τα εν λόγω μέτρα. ï

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 37 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

Ö Άρθρο 138 Απαγόρευση της ελεύθερης διάθεσης των στοιχείων του ενεργητικού που βρίσκονται στο έδαφος κράτους μέλους Õ

5. Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει Ö Τα κράτη μέλη θεσπίζουν Õ τις αναγκαίες διατάξεις προκειμένου να μπορεί να απαγορεύει Ö μπορούν να απαγορεύουν Õ , σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων του ενεργητικού που βρίσκονται στο έδαφός του Ö τους Õ , κατόπιν αιτήσεως, στις περιπτώσεις των παραγράφων 1, 2 και 3 των άρθρων 135, 136, 137, του άρθρου 142 παράγραφος 2 ð και του άρθρου 240 παράγραφος 1 ï , του κράτους μέλους καταγωγής της ασφαλιστικής επιχείρησης, το οποίο πρέπει να ορίζει Ö προσδιορίζει Õ τα στοιχεία του ενεργητικού, για τα οποία λαμβάνονται αυτά Ö που πρέπει να καλύπτονται από Õ τα Ö εν λόγω Õ μέτρα.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 37 (προσαρμοσμένο)

Ö Άρθρο 139 Εποπτικές εξουσίες σε περίπτωση επιδείνωσης των χρηματοοικονομικών συνθηκών Õ

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 37

4. Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1, 2 και 3, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να λαμβάνουν, επιπλέον, κάθε κατάλληλο μέτρο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων των ασφαλισμένων.

ò νέο

Παρά τα άρθρα 136 και 137, εάν η κατάσταση φερεγγυότητας της επιχείρησης εξακολουθήσει να επιδεινώνεται, οι εποπτικές αρχές διαθέτουν την εξουσία να λάβουν κάθε αναγκαίο μέτρο για τη διασφάλιση των συμφερόντων των αντισυμβαλλομένων, στην περίπτωση ασφαλιστηρίων συμβολαίων, ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις αντασφάλισης.

Τα εν λόγω μέτρα αντικατοπτρίζουν το επίπεδο και τη διάρκεια της επιδείνωσης της κατάστασης φερεγγυότητας της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 38 και 2005/68/ΕΚ άρθρο 43 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

Άρθρο 140 Σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης ð και πρόγραμμα χρηματοδότησης ï

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να απαιτούν την εφαρμογή προγράμματος χρηματοοικονομικής ανάκαμψης από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις για τις οποίες οι αρμόδιες αρχές εκτιμούν ότι τα δικαιώματα των αντισυμβαλλομένων απειλούνται.

Το εν λόγω πρόγραμμα χρηματοοικονομικής ανάκαμψης περιλαμβάνει τουλάχιστον στοιχεία ή αποδείξεις, για τις τρεις επόμενες εταιρικές χρήσεις, όσον αφορά:

ò νέο

1. Το σχέδιο ανάκαμψης, που αναφέρεται στο άρθρο 136 παράγραφος 2, και το πρόγραμμα χρηματοδότησης, που αναφέρεται στο άρθρο 137 παράγραφος 2, περιλαμβάνει τουλάχιστον στοιχεία ή τεκμήρια που αφορούν τα εξής:

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 38, 2002/13/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 7 και 2005/68/ΕΚ άρθρο 43

α) τις προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες·

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 38 (προσαρμοσμένο)

β) σχέδιο στο οποίο εμφανίζονται λεπτομερώς οι Ö τις Õ προβλέψεις εσόδων και εξόδων, τόσο για τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης και τις αποδοχές αντασφάλισης όσο και για τις εκχωρήσεις αντασφάλισης·

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 38, 2002/13/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 7 και 2005/68/ΕΚ άρθρο 43 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

γ) τον προβλεπόμενο ισολογισμό·

δ) τις προβλέψεις σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα που προορίζονται να καλύψουν ð τα τεχνικά αποθεματικά ï τις ανειλημμένες υποχρεώσεις Ö , καθώς Õ και ð τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ï το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας·.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 38, 2002/13/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 7 και 2005/68/ΕΚ άρθρο 43 παρ. 2 στοιχ. ε)

ε) τη συνολική πολιτική στον τομέα των αντεκχωρήσεων.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 60 σημ. 11

4. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να μειώσουν τη βάσει αντασφαλίσεως μείωση του περιθωρίου φερεγγυότητας όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 28, οσάκις:

α) η φύση ή η ποιότητα των συμβάσεων αντασφαλίσεων έχει μεταβληθεί σημαντικά από του τελευταίου οικονομικού έτους·

β) δεν υφίσταται ή είναι περιορισμένη η μεταβίβαση κινδύνου βάσει των συμβάσεων αντασφαλίσεων.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 38 και 2005/68/ΕΚ άρθρο 43

2. Όταν τα δικαιώματα των αντισυμβαλλομένων απειλούνται επειδή επιδεινώνεται η οικονομική κατάσταση της επιχείρησης, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να επιβάλλουν στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις υψηλότερο απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, ώστε να διασφαλίζεται ότι η ασφαλιστική επιχείρηση είναι σε θέση να ανταποκριθεί, σε σύντομο χρονικό διάστημα, στις απαιτήσεις φερεγγυότητας. Το επίπεδο αυτού του υψηλότερου απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας βασίζεται στο πρόγραμμα χρηματοοικονομικής ανάκαμψης, που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 38, 2002/13/ΕΚ άρθρο 1 σημ. 7 και 2005/68/ΕΚ άρθρο 43 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

32. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές έχουν την εξουσία να επανεκτιμούν και να μειώνουν την αξία όλων των ð στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα ï επιλέξιμων στοιχείων για ð την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ï τον υπολογισμό του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας , ιδίως όταν έχει επέλθει σημαντική μεταβολή στην αγοραία αξία των στοιχείων αυτών από τη λήξη της τελευταίας εταιρικής χρήσης.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 38

4. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να περιορίζουν τη μείωση βάσει της πρωτασφάλισης του περιθωρίου φερεγγυότητας, το οποίο καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 28, εφόσον:

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 38 και 2005/68/ΕΚ άρθρο 57 σημ. 7

α) μεταβλήθηκε σημαντικά, από την τελευταία εταιρική χρήση, η φύση ή η ποιότητα των συμβολαίων αντασφάλισης·

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 57 σημ. 7

β) δεν υφίσταται ή είναι περιορισμένη η μεταβίβαση κινδύνου βάσει των συμβάσεων αντασφαλίσεων.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 43 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

63. Εάν οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές έχουν απαιτήσει την κατάρτιση σχεδίου οικονομικής εξυγίανσης ð σχεδίου ανάκαμψης, που αναφέρεται στο άρθρο 136 παράγραφος 2, ή προγράμματος χρηματοδότησης, που αναφέρεται στο άρθρο 137 παράγραφος 2, ï από την αντασφαλιστική επιχείρηση σύμφωνα με την παράγραφο 1, αποφεύγουν την έκδοση πιστοποιητικού σύμφωνα με το άρθρο 18 39, ενόσω θεωρούν ότι Ö τα δικαιώματα των αντισυμβαλλομένων ή Õ οι Ö συμβατικές Õ υποχρεώσεις της επιχείρησης που απορρέουν από συμβάσεις αντασφάλισης απειλούνται με αθέτηση κατά την έννοια της εν λόγω παραγράφου 1.

ò νέο

Άρθρο 14 1 Εκτελεστικά μέτρα

Η Επιτροπή δύναται να θεσπίσει εκτελεστικά μέτρα, τα οποία περιλαμβάνουν περαιτέρω λεπτομέρειες σχετικά με το σχέδιο ανάκαμψης, που αναφέρεται στο άρθρο 136 παράγραφος 2, και το πρόγραμμα χρηματοδότησης, που αναφέρεται στο άρθρο 137 παράγραφος 2.

Τα εν λόγω μέτρα, με σκοπό την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, συμπληρώνοντάς την, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

ê 73/239/ΕΟΚ

Άρθρο 21

1. Κάθε Κράτος μέλος επιτρέπει στις επιχειρήσεις που έχουν τύχει αδείας να μεταβιβάζουν το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου των ασφαλιστικών συμβάσεών τους αν ο εκδοχεύς κατέχει, λαμβανόμενης υπ’ όψη της μεταβιβάσεως, το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητος.

Οι ενδιαφερόμενες ελεγκτικές αρχές συνεννοούνται μεταξύ τους πριν εγκρίνουν την μεταβίβαση αυτή.

2. Αφού εγκριθεί από την αρμόδια ελεγκτική αρχή, η μεταβίβαση αυτή αντιτάσσεται αυτοδικαίως κατά των ενδιαφερομένων ασφαλισμένων.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 39 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

Άρθρο 142 Ανάκληση της άδειας

1. Η άδεια που χορηγήθηκε στην ασφαλιστική επιχείρηση από την Ö Η Õ αρμόδια Ö εποπτική Õ αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ð ανακαλεί ï μπορεί να ανακληθεί από την αρχή αυτή εφόσον η Ö την άδεια που χορηγήθηκε σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική Õ επιχείρηση Ö στις ακόλουθες περιπτώσεις Õ :

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 39, 92/49/ΕΟΚ άρθρο 14 και 2005/68/ΕΚ άρθρο 44 (προσαρμοσμένο)

α) Ö η συγκεκριμένη επιχείρηση Õ δεν κάνει χρήση της άδειας εντός δωδεκαμήνου, παραιτείται ρητά από αυτήν ή παύει να ασκεί τις δραστηριότητές της για περίοδο μεγαλύτερη του εξαμήνου, εκτός εάν το σχετικό κράτος μέλος προβλέπει ότι, στις περιπτώσεις αυτές, εκπνέει Ö λήγει Õ η ισχύς της άδειας·

β) Ö η συγκεκριμένη επιχείρηση Õ δεν πληροί πλέον τους όρους ανάληψης δραστηριότητας Ö χορήγησης άδειας Õ·

ò νέο

γ) η επιχείρηση δεν πληροί τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, η δε εποπτική αρχή κρίνει ότι το υποβληθέν πρόγραμμα χρηματοδότησης είναι καταφανώς ανεπαρκές ή η εν λόγω επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με το εγκεκριμένο πρόγραμμα εντός τριών μηνών από τη στιγμή της διαπίστωσης της μη συμμόρφωσης προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις·

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 39

γ) δεν κατέστη δυνατόν να λάβει εμπρόθεσμα τα μέτρα που προβλέπονται στο σχέδιο ανασυγκρότησης ή στο σχέδιο χρηματοδότησης που αναφέρεται στο άρθρο 37·

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 39, 92/49/ΕΟΚ άρθρο 14 και 2005/68/ΕΚ άρθρο 44 (προσαρμοσμένο)

δ) Ö η συγκεκριμένη επιχείρηση Õ αθετεί σοβαρά τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των κανονιστικών ρυθμίσεων που εφαρμόζονται στην περίπτωσή της.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 14 (προσαρμοσμένο)

2. Σε περίπτωση ανάκλησης ή ακυρότητας Ö λήξης της ισχύος Õ της άδειας, η αρμόδια Ö εποπτική Õ αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές των άλλων κρατών μελών, οι οποίες οφείλουν να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εμποδίσουν την συγκεκριμένη Ö εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική Õ επιχείρηση να αναλάβει, είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, νέες εργασίες στο έδαφός τους.

Ö Η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής Õ Λλαμβάνει επιπλέον, με τη συνδρομή αυτών των αρχών Ö σε συνεργασία με αυτές τις αρχές Õ , κάθε κατάλληλο μέτρο για τη διαφύλαξη Ö διασφάλιση Õ των συμφερόντων των ασφαλισμένων και περιορίζει ιδίως την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων ενεργητικού της Ö ασφαλιστικής Õ επιχείρησης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 138 20 παράγραφος 1, παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο ή παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο.

23. Κάθε απόφαση ανάκλησης της άδειας πρέπει να είναι επακριβώς Ö λεπτομερώς Õ αιτιολογημένη και να κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη Ö ασφαλιστική ή αντασφαλιστική Õ επιχείρηση.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 40 (προσαρμοσμένο)

ΤΙΤΛΟΣ IV ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII – ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Ö Τμήμα 1 – Εγκατάσταση ασφαλιστικών επιχειρήσεων Õ

Άρθρο 143 Όροι ίδρυσης του υποκαταστήματος

1. Ö Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε Õ Κκάθε ασφαλιστική επιχείρηση που επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους προβαίνει σε σχετική κοινοποίηση προς την αρμόδια αρχή Ö τις εποπτικές αρχές Õ του κράτους μέλους καταγωγής.

ê 88/357/ΕΟΚ άρθρο 3 (προσαρμοσμένο)

Για την εφαρμογή της πρώτης οδηγίας καθώς και της παρούσας οδηγίας, εΕξομοιώνεται με πρακτορείο ή υποκατάστημα κάθε μόνιμη παρουσία μιας επιχείρησης στο έδαφος κράτους μέλους, έστω και αν αυτή η παρουσία δεν έχει λάβει τη μορφή υποκαταστήματος ή πρακτορείου, αλλά ασκείται μέσω απλού γραφείου το οποίο διευθύνεται από το προσωπικό της ίδιας Ö της Õ επιχείρησης, ή από ανεξάρτητο πρόσωπο, εντεταλμένο να ενεργεί μονίμως για την επιχείρηση όπως θα ενεργούσε ένα πρακτορείο.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 32 (προσαρμοσμένο)

2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από την ασφαλιστική επιχείρηση που επιθυμεί να εγκαταστήσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος να συνοδεύει τη γνωστοποίηση Ö την κοινοποίηση Õ που αναφέρεται στην παράγραφο 1 με τις ακόλουθες πληροφορίες:

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 40 και 92/49/ΕΟΚ άρθρο 32 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

α) το όνομα Ö την ονομασία Õ του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου προτίθεται να ιδρύσει υποκατάστημα·

β) το πρόγραμμα δραστηριοτήτων του, στο οποίο πρέπει ιδίως να αναφέρονται ð τουλάχιστον ï το είδος των προτεινόμενων εργασιών και η διοικητική οργάνωση του υποκαταστήματος·

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 40 (προσαρμοσμένο)

δγ) το όνομα του γενικού αντιπροσώπου του υποκαταστήματος, ο οποίος Ö προσώπου το οποίο Õ πρέπει να έχει επαρκή εξουσία για να δεσμεύει, την ασφαλιστική επιχείρηση έναντι τρίτων, και να την αντιπροσωπεύει ενώπιον των αρχών και των δικαστηρίων του κράτους μέλους του υποκαταστήματος. Όσον αφορά τη Ö την ασφαλιστική επιχείρηση ή, στην περίπτωση της Õ Lloyd's, σε περίπτωση ενδεχόμενων διαφορών στο κράτος μέλος του υποκαταστήματος, οι οποίες σχετίζονται με συνομολογηθείσες υποχρεώσεις, δεν πρέπει να προκύπτουν για τους ασφαλισμένους δυσχέρειες μεγαλύτερες από εκείνες που ήταν ενδεχόμενο να προκύψουν εάν οι διαφορές αυτές αφορούσαν συνήθεις ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Για τον σκοπό αυτό, οι αρμοδιότητες του γενικού αντιπροσώπου πρέπει, ιδίως, να περιλαμβάνουν την ικανότητα να ενάγεται ενώπιον των δικαστηρίων υπό την ιδιότητά του αυτή, με την εξουσία να δεσμεύει τους ενδιαφερόμενους ασφαλιστές της Lloyd's Ö και να την ή τους αντιπροσωπεύει ενώπιον των αρχών και των δικαστηρίων του κράτους μέλους υποδοχής (εφεξής καλούμενο «γενικός αντιπρόσωπος»)· Õ .

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 40 και 92/49/ΕΟΚ άρθρο 32 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

γδ) διεύθυνση στο κράτος μέλος του υποκαταστήματος Ö υποδοχής Õ , στην οποία είναι δυνατό να ζητούνται και να παραδίδονται έγγραφα, υπό τον όρο ότι η διεύθυνση αυτή είναι η ίδια με εκείνη στην οποία αποστέλλονται ð συμπεριλαμβανομένων ï όλες οι κοινοποιήσεις όλων των κοινοποιήσεων που απευθύνονται στον γενικό αντιπρόσωπο·

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 32 (προσαρμοσμένο)

όνομα του γενικού αντιπροσώπου του υποκαταστήματος, ο οποίος πρέπει να έχει επαρκή εξουσία για να δεσμεύει την επιχείρηση έναντι τρίτων και να την αντιπροσωπεύει ενώπιον των αρχών και των δικαστηρίων του κράτους μέλους του υποκαταστήματος. Όόσον αφορά την ένωση ασφαλιστών Lloyd's, σε περίπτωση ενδεχόμενων διαφορών στο κράτος μέλος του υποκαταστήματος Ö υποδοχής Õ , οι οποίες σχετίζονται με αναληφθείσες υποχρεώσεις, δεν πρέπει να προκύπτουν για τους ασφαλισμένους δυσχέρειες μεγαλύτερες από εκείνες που ήταν ενδεχόμενο να προκύψουν εάν οι διαφορές αυτές αφορούσαν συνήθεις ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Για τον σκοπό αυτό, οι αρμοδιότητες του γενικού αντιπροσώπου πρέπει, ιδίως, να περιλαμβάνουν την ικανότητα να ενάγεται ενώπιον των δικαστηρίων υπό την ιδιότητά του αυτή, καθώς και την εξουσία να δεσμεύει τους ενδιαφερόμενους ασφαλιστές της Lloyd's.

3. Στην περίπτωση που η Ö μια Õ επιχείρηση Ö ασφάλισης ζημιών Õ σκοπεύει να καλύπτει, μέσω του υποκαταστήματός της, τους κινδύνους που κατατάσσονται στον κλάδο 10 του σημείου στο σημείο Α του παραρτήματος I, μη συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης του μεταφορέα, πρέπει να υποβάλει δήλωση σύμφωνα με την οποία Ö ότι Õ έχει γίνει μέλος του εθνικού γραφείου και του εθνικού ταμείου εγγυήσεων του κράτους μέλους του υποκαταστήματος Ö υποδοχής Õ.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 32 (προσαρμοσμένο)

64. Σε περίπτωση τροποποίησης του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχεία β), γ) και δ), η ασφαλιστική επιχείρηση γνωστοποιεί γραπτώς την εν λόγω τροποποίηση στις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους του υποκαταστήματος Ö όπου βρίσκεται το υποκατάστημα αυτό Õ τουλάχιστον ένα μήνα πριν πραγματοποιηθεί η τροποποίηση αυτή, ώστε η αρμόδια αρχή Ö οι εποπτικές αρχές Õ του κράτους μέλους καταγωγής και η αρμόδια αρχή Ö οι εποπτικές αρχές Õ του κράτους μέλους του υποκαταστήματος Ö όπου βρίσκεται το υποκατάστημα αυτό Õ να μπορούν να εκπληρώσουν τα αντίστοιχα καθήκοντά τους σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 Ö του άρθρου 144 παράγραφοι 1 και 2 και παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο Õ.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 40

Άρθρο 144 Γνωστοποίηση πληροφοριών

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 32 και 2002/83/ΕΚ άρθρο 40 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

31. Εκτός από την περίπτωση κατά την οποία η αρμόδια Ö εποπτική Õ αρχή του κράτους μέλους καταγωγής έχει λόγους να αμφιβάλλει, λαμβανομένου υπόψη του προγράμματος δραστηριοτήτων, για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ð συστήματος διακυβέρνησης ï ή τη χρηματοοικονομική κατάσταση της ασφαλιστικής επιχείρησης ή την εντιμότητα και τα επαγγελματικά προσόντα ή την επαγγελματική πείρα των υπεύθυνων διευθυντών και Ö ή Õ του γενικού αντιπροσώπου, η αρχή αυτή, εντός τριμήνου από την παραλαβή όλων των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στο άρθρο 143 παράγραφος 2, τις ανακοινώνει στην αρμόδια Ö εποπτική Õ αρχή του κράτους μέλους του υποκαταστήματος Ö υποδοχής Õ και ενημερώνει σχετικά την ενδιαφερόμενη Ö ασφαλιστική Õ επιχείρηση.

Η αρμόδια Ö εποπτική Õ αρχή του κράτους μέλους καταγωγής πιστοποιεί επίσης ότι η ασφαλιστική επιχείρηση όντως διαθέτει το ελάχιστο περιθώριο φερεγγυότητας ð καλύπτει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, ï που υπολογίζεται Ö υπολογίζονται Õ σύμφωνα με τα άρθρα 16 ð 100 ï και ð 127 ï 17.

2. Εάν η αρμόδια Ö εποπτική Õ αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αρνείται να κοινοποιήσει Ö ανακοινώσει Õ τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στο άρθρο 143 παράγραφος 2, στην αρμόδια Ö εποπτική Õ αρχή του κράτους μέλους του υποκαταστήματος Ö υποδοχής Õ , γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση εντός τριμήνου από τη λήψη όλων των πληροφοριών.

Η άρνηση αυτή ή η παράλειψη απάντησης μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο άσκησης ενδίκων μέσων στο κράτος μέλος καταγωγής.

43. Πριν από την έναρξη των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος της ασφαλιστικής επιχείρησης, η αρμόδια Ö εποπτική Õ αρχή του κράτους μέλους του υποκαταστήματος Ö υποδοχής Õ διαθέτει, Ö εφόσον είναι αναγκαίο, Õ δίμηνη προθεσμία από την παραλαβή της γνωστοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 31, προκειμένου να αναφέρει στην αρμόδια Ö εποπτική Õ αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, εφόσον είναι αναγκαίο, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι δραστηριότητες αυτές πρέπει να ασκούνται Ö οι δραστηριότητες αυτές Õ στο κράτος μέλος του υποκαταστήματος Ö υποδοχής Õ . ð Η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής γνωστοποιεί τις πληροφορίες αυτές στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση. ï

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 40 και 92/49/ΕΟΚ άρθρο 32 (προσαρμοσμένο)

5. Μόλις λάβει σχετική ανακοίνωση εκ μέρους Ö Η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να εγκαταστήσει το υποκατάστημα και να αρχίσει δραστηριότητες από την ημερομηνία κατά την οποία Õ της αρμόδιας αρχής Ö η εποπτική αρχή Õ του κράτους μέλους του υποκαταστήματος Ö καταγωγής λάβει σχετική ανακοίνωση Õ ή, σε περίπτωση σιωπής εκ μέρους της, αμέσως μετά τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 4, στο πρώτο εδάφιο το υποκατάστημα μπορεί να εγκατασταθεί και να αρχίσει τις δραστηριότητές του.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 41 και 92/49/ΕΟΚ άρθρο 34 (προσαρμοσμένο)

Τμήμα 2 – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών: Ö από ασφαλιστικές επιχειρήσεις Õ

Ö Υποτμήμα 1 – Γενικές διατάξεις Õ

Άρθρο 145 Πρότερη κοινοποίηση στο κράτος μέλος καταγωγής

Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση που προτίθεται να ασκήσει για πρώτη φορά τις δραστηριότητές της υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, υποχρεούται να ενημερώσει Ö το κοινοποιήσει Õ προηγουμένως στις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, δηλώνοντας τη φύση Ö των κινδύνων ή Õ των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που προτίθεται να καλύπτει.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 42 και 92/49/ΕΟΚ άρθρο 35 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

Άρθρο 146 Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών: Κοινοποίηση από το κράτος μέλος καταγωγής

1. Οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους μέλους καταγωγής κοινοποιούν, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 41 145, στο κράτος μέλος ή στα κράτη μέλη, στο έδαφος των οποίων η ασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να ασκήσει δραστηριότητες υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, Ö τα ακόλουθα Õ :

α) μια βεβαίωση, στην οποία αναφέρεται ότι η Ö ασφαλιστική Õ επιχείρηση ð καλύπτει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ï διαθέτει το ελάχιστο περιθώριο φερεγγυότητας, το οποίο υπολογίζεται Ö που υπολογίζονται Õ σύμφωνα με τα άρθρα ð 100 και 127 ï 28 και 29·

β) τους Ö ασφαλιστικούς Õ κλάδους, στους οποίους η Ö ασφαλιστική Õ επιχείρηση έχει λάβει άδεια να ασκεί δραστηριότητες·

γ) τη φύση Ö των κινδύνων ή Õ των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που η Ö ασφαλιστική Õ επιχείρηση προτίθεται να καλύψει στο κράτος μέλος παροχής υπηρεσιών Ö υποδοχής Õ.

Οι εν λόγω αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές Ö του κράτους μέλους καταγωγής Õ ενημερώνουν συγχρόνως την ενδιαφερόμενη Ö ασφαλιστική Õ επιχείρηση σχετικά Ö με την προαναφερόμενη κοινοποίηση Õ.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 35 (προσαρμοσμένο)

2. Κάθε κράτος μέλος Ö Τα κράτη μέλη Õ , στο έδαφος του οποίου Ö των οποίων Õ μια επιχείρηση Ö ασφάλισης ζημιών Õ προτίθεται να παρέχει, Ö υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, Õ υπηρεσίες κάλυψης των κινδύνων του κλάδου 10 του σημείου Α του παραρτήματος I της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, πλην της ευθύνης του μεταφορέα, δύναται να απαιτήσει Ö δύνανται να απαιτήσουν Õ από την Ö ασφαλιστική Õ επιχείρηση Ö να υποβάλει τα εξής Õ :

α) να κοινοποιήσει το όνομα και τη διεύθυνση του αντιπροσώπου που αναφέρεται στο άρθρο 12α παράγραφος 4 της παρούσας οδηγίας 18 παράγραφος 1 στοιχείο η),

β) να προσκομίσει δήλωση ότι η επιχείρηση έχει γίνει μέλος του εθνικού γραφείου και του εθνικού ταμείου εγγυήσεων του κράτους μέλους παροχής υπηρεσιών Ö υποδοχής Õ .

23. Εάν οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους μέλους καταγωγής δεν κοινοποιήσουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εντός της προβλεπόμενης Ö στην εν λόγω παράγραφο Õ προθεσμίας, γνωστοποιούν, στην Ö ασφαλιστική Õ επιχείρηση, εντός της ιδίας προθεσμίας, τους λόγους αυτής της άρνησης,.

κατά της οποίας πρέπει να υπάρχει δυνατότητα Ö Η άρνηση αυτή ή η παράλειψη απάντησης μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο Õ άσκησης ενδίκων μέσων στο κράτος μέλος καταγωγής.

34. Η Ö ασφαλιστική Õ επιχείρηση μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητες από την βεβαιωμένη ημερομηνία κατά την οποία ενημερώνεται σχετικά με την κοινοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 43 και 92/49/ΕΟΚ άρθρο 36 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 147 Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών: Τροποποίηση όρων λειτουργίας Ö της φύσης των κινδύνων ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων Õ

Κάθε τροποποίηση που η Ö ασφαλιστική Õ επιχείρηση προτίθεται να επιφέρει στα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 41 145 υπόκειται στη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 41 145 και 42 146.

ê 90/618/ΕΟΚ άρθρο 6 (προσαρμοσμένο)

Ö Υποτμήμα 2 – Αστική ευθύνη αυτοκινήτου Õ

Άρθρο 148 Ö Υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης αυτοκινήτου Õ

1. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σΣτην περίπτωση επιχειρήσεως Ö ασφάλισης ζημιών Õ η οποία, μέσω εγκατάστασής της ευρισκομένης Ö ευρίσκεται Õ σε ένα κράτος μέλος, Ö και Õ καλύπτει κινδύνους, Ö εκτός της αστικής ευθύνης του μεταφορέα, Õ κατατασσομένους στον κλάδο 10 του σημείου στο σημείο Α του παραρτήματος I της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, εκτός της αστικής ευθύνης του μεταφορέα, που ευρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος.,

2. Ττο κράτος μέλος παροχής υπηρεσιών Ö υποδοχής Õ απαιτεί από την επιχείρηση Ö αυτή Õ να καταστεί μέλος του εθνικού του γραφείου και του εθνικού του ταμείου εγγυήσεως και να συνεισφέρει στη χρηματοδότησή τους.

2. Πάντως, η επιχείρηση δεν υποχρεούται να προβαίνει σε οποιαδήποτε πληρωμή ή Ö Η χρηματοδοτική Õ συνεισφορά στο γραφείο και στο ταμείο του κράτους μέλους παροχής υπηρεσιών, Ö που αναφέρεται στην παράγραφο 1, καταβάλλεται μόνον Õ για τους κινδύνους που καλύπτονται υπό καθεστώς παροχής υπηρεσιών, πέραν εκείνων που υπολογίζονται επί της ιδίας βάσεως όπως και για τις επιχειρήσεις που καλύπτουν κινδύνους, εκτός της ευθύνης του μεταφορέα, του κλάδου 10, Ö του σημείου A του παραρτήματος I που καλύπτονται υπό καθεστώς παροχής υπηρεσιών. Η συνεισφορά υπολογίζεται επί της ιδίας βάσεως όπως και για τις επιχειρήσεις που καλύπτουν τους κινδύνους αυτούς Õ μέσω εγκαταστάσεως στο κράτος αυτό,.

Ö Ο υπολογισμός γίνεται Õ σε συνάρτηση με τα έσοδά της Ö έσοδα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων Õ από ασφάλιστρα αυτού του κλάδου σε αυτό στο κράτος μέλος Ö υποδοχής Õ ή με τον αριθμό των κινδύνων του κλάδου αυτού που καλύφθηκαν στο εν λόγω κράτος μέλος.

3. Η παρούσα οδηγία δεν αποτελεί εμπόδιο προκειμένου να υποχρεούνται οι Ö Το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να απαιτήσει από τις Õ ασφαλιστικές επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες να τηρούν τους κανόνες του Ö εν λόγω Õ κράτους μέλους παροχής υπηρεσιών που αφορούν την κάλυψη επηυξημένων κινδύνων, εφόσον αυτοί ισχύουν για τις εγκατεστημένες επιχειρήσεις Ö ασφάλισης ζημιών που είναι εγκατεστημένες στο κράτος αυτό Õ .

Άρθρο 149 Ö Ισότιμη μεταχείριση των προσώπων που υποβάλλουν αίτηση αποζημίωσης Õ

4. Το κράτος μέλος παροχής υπηρεσιών Ö υποδοχής Õ απαιτεί από την επιχείρηση Ö ασφάλισης ζημιών Õ να εξασφαλίζει ότι τα πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση αποζημίωσης συνεπεία γεγονότων που συνέβησαν στο έδαφός του, δεν θα τίθενται σε λιγότερο ευνοϊκή θέση λόγω του ότι η εν λόγω επιχείρηση καλύπτει κίνδυνο, εκτός της αστικής ευθύνης του μεταφορέα, του κλάδου 10 του σημείου Α του παραρτήματος Ι, υπό καθεστώς παροχής υπηρεσιών και όχι μέσω εγκαταστάσεως Ö υποκαταστήματος Õ στο κράτος αυτό.

Άρθρο 150 Ö Αντιπρόσωπος Õ

1. Για τον σκοπό αυτό Ö τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 149 Õ , το κράτος μέλος παροχής υπηρεσιών Ö υποδοχής Õ απαιτεί από την ασφαλιστική επιχείρηση Ö ασφάλισης ζημιών Õ να ορίσει αντιπρόσωπο με κατοικία ή εγκατάσταση στο έδαφός του, ο οποίος θα συλλέγει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες τις σχετικές με τις απαιτήσεις, Ö και Õ θα διαθέτει επαρκείς εξουσίες για να αντιπροσωπεύει την επιχείρηση έναντι των προσώπων που υπέστησαν ζημίες και θα μπορούσαν να προβάλουν αξίωση αποζημίωσης, συμπεριλαμβανομένης και της ικανοποίησης αυτών των αξιώσεων, και για να την αντιπροσωπεύει ή, εφόσον απαιτείται, να φροντίζει για την αντιπροσώπευσή της ενώπιον των δικαστηρίων και των αρχών αυτού του κράτους μέλους σχετικά με τις αξιώσεις αυτές.

Είναι επίσης δυνατόν να κληθεί ο αντιπρόσωπος να αντιπροσωπεύσει την επιχείρηση Ö ασφάλισης ζημιών Õ ενώπιον των αρμοδίων Ö εποπτικών Õ αρχών του κράτους παροχής υπηρεσιών Ö μέλους υποδοχής Õ σχετικά με τον έλεγχο της ύπαρξης και της ισχύος ασφαλιστηρίων που έχουν ως αντικείμενο την ασφάλιση της αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα οχήματα.

2. Το κράτος μέλος της παροχής υπηρεσιών Ö υποδοχής Õ δεν μπορεί να απαιτεί από τον αντιπρόσωπο να αναλαμβάνει για λογαριασμό της επιχείρησης Ö ασφάλισης ζημιών, Õ η οποία τον εξουσιοδότησε Ö διόρισε Õ , δραστηριότητες άλλες, πέραν από εκείνες που προβλέπονται στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο στην παράγραφο 1.

3. Ο διορισμός του αντιπροσώπου δεν συνιστά καθ’ εαυτόν άνοιγμα υποκαταστήματος ή πρακτορείου κατά την έννοια Ö για τον σκοπό Õ του άρθρου 6 παράγραφος 2 στοιχείο β) της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ 143, ο δε αντιπρόσωπος δεν θεωρείται ως εγκατάσταση κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο γ) της παρούσας οδηγίας.

ê 2000/26/ΕΚ άρθρο 9 (προσαρμοσμένο)

4. Εάν ηΗ ασφαλιστική επιχείρηση δεν έχει διορίσει αντιπρόσωπο, τα κράτη μέλη μπορούν να εγκρίνουν ότι ο Ö μπορεί, κατόπιν έγκρισης από το κράτος μέλος καταγωγής, να διορίσει τον Õ αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών, ο οριζόμενος σύμφωνα με Ö οποίος αναφέρεται Õ στο άρθρο 4 της οδηγίας 2000/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[72], Ö προκειμένου να Õ ασκεί τα καθήκοντα του αντιπροσώπου, που ορίζεται σύμφωνα με την Ö αναφέρονται στην Õ παράγραφο αυτή 1.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 44 (προσαρμοσμένο)

Ö Τμήμα 3 – Αρμοδιότητες των εποπτικών αρχών του κράτους μέλους καταγωγής Õ

Ö Υποτμήμα 1 – Ασφάλιση Õ

Άρθρο 151 Γλώσσα

Οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους μέλους του υποκαταστήματος ή του κράτους μέλους της παροχής των υπηρεσιών Ö υποδοχής Õ μπορούν να απαιτούν να τους παρέχονται, στην επίσημη γλώσσα(-ες) Ö ή γλώσσες Õ του εν λόγω κράτους μέλους, οι πληροφορίες τις οποίες μπορούν, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, να ζητούν όσον αφορά τη δραστηριότητα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που λειτουργούν στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 39 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 152 Ö Προηγούμενη κοινοποίηση και προηγούμενη έγκριση Õ

21. Το κράτος μέλος του υποκαταστήματος ή το κράτος μέλος της παροχής των υπηρεσιών Ö υποδοχής Õ δεν θεσπίζει διατάξεις που απαιτούν την προηγούμενη έγκριση ή τη συστηματική ανακοίνωση των γενικών και ειδικών όρων των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, των τιμολογίων, Ö ή, στην περίπτωση της ασφάλισης ζωής, των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται ως βάση για τον υπολογισμό των τιμολογίων και των τεχνικών αποθεματικών, ή των υποδειγμάτων Õ και άλλων εντύπων που η Ö ασφαλιστική Õ επιχείρηση προτίθεται να χρησιμοποιήσει στις σχέσεις της με τους αντισυμβαλλομένους.

2 . Προκειμένου να ελέγξει την τήρηση των εθνικών διατάξεων που αφορούν τις ασφαλιστικές συμβάσεις, το εν λόγω κράτος μέλος Ö υποδοχής Õ μπορεί να απαιτεί από κάθε Ö ασφαλιστική Õ επιχείρηση που επιθυμεί να πραγματοποιήσει ασφαλιστικές εργασίες στο έδαφός τους, υπό καθεστώς εγκατάστασης ή υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, μόνον τη μη συστηματική κοινοποίηση των όρων αυτών Ö των ασφαλιστηρίων συμβολαίων Õ ή των άλλων εγγράφων που προτίθεται να χρησιμοποιήσει, χωρίς όμως η τήρηση αυτής της απαίτησης να συνιστά για την Ö ασφαλιστική Õ επιχείρηση απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση της δραστηριότητάς της.

3. Το κράτος μέλος του υποκαταστήματος ή το κράτος μέλος της παροχής των υπηρεσιών Ö υποδοχής Õ δεν μπορεί να διατηρήσει ή να καθιερώσει την προηγούμενη κοινοποίηση ή την έγκριση των προτεινόμενων αυξήσεων τιμολογίων παρά μόνον στο πλαίσιο γενικού συστήματος ελέγχου των τιμών.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 46 (προσαρμοσμένο)

è1 2005/1/ΕΚ άρθρο 8 σημ.1

ð νέο

Άρθρο 153 Ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δεν τηρούν τους κανόνες δικαίου Ö τις νομοθετικές διατάξεις Õ

21. ΑνΕάν οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές κράτους μέλους διαπιστώσουν ότι μια ασφαλιστική επιχείρηση, που έχει υποκατάστημα ή λειτουργεί υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο έδαφός του, δεν τηρεί τους κανόνες δικαίου Ö τις νομοθετικές διατάξεις Õ που ισχύουν στη συγκεκριμένη περίπτωση σε αυτό το κράτος μέλος, καλούν την εν λόγω ασφαλιστική επιχείρηση να θέσει τέρμα στην αντικανονική αυτή κατάσταση.

32. ΑνΕάν η εν λόγω ασφαλιστική επιχείρηση δεν πράξει τα δέοντα, οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ενημερώνουν σχετικά τις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους μέλους καταγωγής.

Οι τελευταίες Ö εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής Õ λαμβάνουν, το συντομότερο δυνατό, όλα τα κατάλληλα μέτρα, ώστε η εν λόγω Ö ασφαλιστική Õ επιχείρηση να θέσει τέρμα στην αντικανονική αυτή κατάσταση.

Η φύση αυτών των μέτρων ανακοινώνεται στις αρμόδιες Ö Οι εποπτικές Õ αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους Ö καταγωγής ενημερώνουν τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής σχετικά με τα ληφθέντα μέτρα Õ .

43. ΑνΕάν, παρά τα ληφθέντα από το κράτος μέλος καταγωγής μέτρα ή σε περίπτωση ανεπάρκειας των μέτρων αυτών ή έλλειψης κατάλληλων μέτρων σε αυτό το κράτος μέλος, η ασφαλιστική επιχείρηση εξακολουθεί να παραβιάζει τους κανόνες δικαίου Ö τις νομοθετικές διατάξεις Õ που ισχύουν στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος Ö υποδοχής, ή σε περίπτωση ανεπάρκειας των μέτρων αυτών Õ, το τελευταίο μπορεί Ö οι εποπτικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν Õ , αφού ενημερώσει Ö ενημερώσουν Õ σχετικά τις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, να λάβει Ö λάβουν Õ τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη ή την καταστολή νέων παρατυπιών, και, εφόσον είναι απόλυτα αναγκαίο, να απαγορεύσει Ö απαγορεύσουν Õ τη σύναψη νέων ασφαλιστικών συμβάσεων από την επιχείρηση αυτή στο έδαφός έδαφος του Ö κράτους μέλους υποδοχής Õ .

Τα κράτη μέλη φροντίζουν να παρέχεται η δυνατότητα διενέργειας στο έδαφός τους των Ö νομικών Õ κοινοποιήσεων στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις Ö , οι οποίες είναι αναγκαίες για τη λήψη των εν λόγω μέτρων Õ .

54. Οι παράγραφοι 21, 32 και 43 δεν θίγουν το δικαίωμα των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, σε επείγουσες περιπτώσεις, να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη Ö ή την καταστολή Õ παρατυπιών που διαπράττονται στο έδαφός τους. Αυτά περιλαμβάνουν Ö Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει Õ τη δυνατότητα απαγόρευσης της Ö να απαγορευθεί η Õ σύναψης νέων ασφαλιστικών συμβάσεων από ασφαλιστική επιχείρηση στο έδαφός τους.

65. Οι παράγραφοι 21, 32 και 43 δεν θίγουν την εξουσία Ö το δικαίωμα Õ των κρατών μελών να επιβάλλουν κυρώσεις για τις διαπραττόμενες στο έδαφός τους παραβάσεις.

76. ΑνΕάν η ασφαλιστική επιχείρηση που έχει διαπράξει την παράβαση διαθέτει εγκατάσταση Ö υποκατάστημα Õ ή περιουσιακά στοιχεία στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους Ö μέλους Õ αυτού μπορούν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, να επιβάλουν, στην Ö στο Õ εν λόγω εγκατάσταση Ö υποκατάστημα Õ ή στα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, τις Ö εθνικές Õ διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται για την παράβαση αυτή.

87. Κάθε μέτρο που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογήν των παραγράφων 32 έως 76 και συνεπάγεται κυρώσεις ή περιορισμούς στην άσκηση της ασφαλιστικής δραστηριότητας πρέπει να αιτιολογείται δεόντως και να κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση.

18. Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση που πραγματοποιεί ασφαλιστικές πράξεις υπό καθεστώς εγκατάστασης ή υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, Ö Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις Õ υποχρεούται να υποβάλλει Ö υποχρεούνται να υποβάλλουν Õ στις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους μέλους του υποκαταστήματος ή/και του κράτους μέλους της παροχής των υπηρεσιών Ö υποδοχής Õ ð , εφόσον το ζητήσουν, ï οποιοδήποτε έγγραφο της Ö τους Õ ζητηθεί για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος άρθρου των παραγράφων 1 έως 7, εφόσον οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που εδρεύουν στα Ö στο Õ εν λόγω κράτη μέλη Ö κράτος μέλος Õ υπέχουν παρόμοια υποχρέωση.

9. Ö Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τον αριθμό και το είδος των περιπτώσεων στις οποίες υπήρξε άρνηση βάσει των άρθρων 144 και 146 και στις οποίες ελήφθησαν μέτρα βάσει της παραγράφου 4. Õ

Ö Με βάση αυτές τις πληροφορίες, Õ è1 η Επιτροπή ενημερώνει ανά διετία την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων για ç τον αριθμό και το είδος των περιπτώσεων, κατά τις οποίες, σε κάθε κράτος μέλος, υπήρξε άρνηση κατά την έννοια του άρθρου 40 ή 42, ή κατά τις οποίες έχουν ληφθεί μέτρα σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου. Τα κράτη μέλη συνεργάζονται με την Επιτροπή παρέχοντάς της τις αναγκαίες για τη σύνταξη της έκθεσης αυτής πληροφορίες Ö ανά διετία Õ.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 47 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 154 Διαφήμιση

Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τις Ö Οι Õ ασφαλιστικές επιχειρήσεις, που εδρεύουν σε κράτος μέλος, Ö μπορούν Õ να διαφημίζουν τις υπηρεσίες που παρέχουν, με όλα τα μέσα επικοινωνίας που είναι διαθέσιμα, στο κράτος μέλος του υποκαταστήματος ή της παροχής των υπηρεσιών Ö υποδοχής Õ , εφόσον τηρούν τους κανόνες που ενδεχομένως διέπουν τον τύπο και το περιεχόμενο αυτής της διαφήμισης και έχουν θεσπιστεί για λόγους γενικού συμφέροντος.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 50 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 155 Φορολογία

1. Με την επιφύλαξη μεταγενέστερης εναρμόνισης, τα ασφαλιστήρια συμβόλαια υπόκεινται αποκλειστικά στους έμμεσους και τους οιονεί φόρους που επιβαρύνουν τα ασφάλιστρα στο κράτος μέλος Ö στο οποίο βρίσκεται ο κίνδυνος ή καλύπτεται η Õ της ασφαλιστικής υποχρέωσης,.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 46 (προσαρμοσμένο)

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 2 στοιχείο δ) πρώτη περίπτωση της οδηγίας 88/357/ΕΟΚ και γΓια την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου του πρώτου εδαφίου, τα κινητά αγαθά που περιλαμβάνονται σε ακίνητο το οποίο βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους, εκτός από τα κινητά αγαθά υπό εμπορική διαμετακόμιση, θεωρούνται ότι αποτελούν κίνδυνο που βρίσκεται στο εν λόγω κράτος μέλος, ακόμη και αν το ακίνητο και το περιεχόμενό του δεν καλύπτονται από το ίδιο ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 50 (προσαρμοσμένο)

καθώς και, όσον αφορά την Ö Στην περίπτωση της Õ Ισπανίας, Ö το ασφαλιστήριο συμβόλαιο υπόκειται επίσης Õ στις πρόσθετες επιβαρύνσεις που θεσπίζονται νόμιμα υπέρ του ισπανικού οργανισμού «Consorcio de Compensación de Seguros» για τις ανάγκες των εργασιών του, όσον αφορά την αντιστάθμιση ζημιών οι οποίες απορρέουν από έκτακτα γεγονότα που συμβαίνουν σε αυτό το κράτος μέλος.

2. Το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση δυνάμει του άρθρου των άρθρων 32 176 έως 182 και 184 έως 187 δεν έχει επιπτώσεις στο εφαρμοζόμενο φορολογικό καθεστώς.

3. Με την επιφύλαξη μεταγενέστερης εναρμόνισης, κΚάθε κράτος μέλος εφαρμόζει Ö τις εθνικές του διατάξεις Õ στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που Ö καλύπτουν κινδύνους ή Õ αναλαμβάνουν υποχρεώσεις στο έδαφός του τις εθνικές του διατάξεις όσον αφορά τα μέτρα για τη διασφάλιση της είσπραξης των έμμεσων και των οιονεί φόρων που οφείλονται βάσει της παραγράφου 1.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 47 (προσαρμοσμένο)

Ö Υποτμήμα 2 – Αντασφάλιση Õ

Άρθρο 156 Αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που δεν συμμορφώνονται με Ö τηρούν Õ τις νομοθετικές διατάξεις

1. Εάν οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές κράτους μέλους υποδοχής διαπιστώσουν ότι μια αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα ή λειτουργεί υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στην επικράτειά του Ö στο έδαφός του Õ δεν τηρεί τις νομοθετικές διατάξεις αυτού του κράτους μέλους που ισχύουν στην περίπτωσή της, καλούν την εν λόγω επιχείρηση να θέσει τέρμα στην αντικανονική αυτή κατάσταση. Παράλληλα, αναφέρουν τις διαπιστώσεις τους στην αρμόδια Ö εποπτική Õ αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.

2. Εάν, παρά τα ληφθέντα από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής μέτρα, ή σε περίπτωση ανεπάρκειας των ληφθέντων μέτρων, η αντασφαλιστική επιχείρηση εξακολουθεί να παραβιάζει τις νομοθετικές διατάξεις που ισχύουν γι’ αυτή στο κράτος μέλος υποδοχής, Ö ή σε περίπτωση ανεπάρκειας των μέτρων αυτών, Õ αυτό μπορεί, Ö οι εποπτικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν, Õ αφού ενημερώσει Ö ενημερώσουν Õ σχετικά την αρμόδια Ö εποπτική Õ αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, να λάβει Ö λάβουν Õ τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη ή την καταστολή νέων παραβάσεων Ö παρατυπιών Õ και, ενόσω εφόσον τούτο είναι απόλυτα αναγκαίο, για την απαγόρευση της σύναψης νέων συμβάσεων αντασφάλισης από την επιχείρηση αυτή στην επικράτειά Ö στο έδαφος Õ του Ö κράτους μέλους υποδοχής Õ .

Τα κράτη μέλη φροντίζουν να παρέχεται στην επικράτειά τους η δυνατότητα διάθεσης των κατά νόμο εγγράφων που Ö διενέργειας στο έδαφός τους των νομικών κοινοποιήσεων στις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες Õ είναι αναγκαία Ö αναγκαίες Õ για τη λήψη τέτοιων μέτρων για τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

23. Κάθε μέτρο που λαμβάνεται δυνάμει της παραγράφου των παραγράφων 1 και 2 και συνεπάγεται κυρώσεις ή περιορισμούς στην άσκηση αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων αιτιολογείται δεόντως και κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη αντασφαλιστική επιχείρηση.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 49 (προσαρμοσμένο)

Ö Τμήμα 4 – Στατιστικά στοιχεία Õ

Άρθρο 157 Στατιστικά στοιχεία διασυνοριακών δραστηριοτήτων

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 44 (προσαρμοσμένο)

2. Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση οφείλει να γνωστοποιεί στην ελεγκτική Ö εποπτική Õ αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, κάνοντας διάκριση μεταξύ των εργασιών που πραγματοποιούνται υπό καθεστώς εγκατάστασης και εκείνων που πραγματοποιούνται υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, το ποσό των ασφαλίστρων, των ασφαλιστικών ζημιών και των προμηθειών, πριν από την αφαίρεση του ποσού της αντασφάλισης, ανά κράτος μέλος και Ö ως εξής: Õ

Ö α) για την ασφάλιση ζημιών, Õ ανά ομάδα κλάδων, Ö όπως ορίζονται στο σημείο Β του παραρτήματος I· Õ

Ö β) για την ασφάλιση ζωής, για καθέναν από τους κλάδους Ι έως ΙΧ, όπως ορίζονται στο παράρτημα II. Õ

καθώς και όΌσον αφορά τον κλάδο 10 στο σημείο Α του παραρτήματος I της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, μη συμπεριλαμβανομένης της αστικής ευθύνης του μεταφορέα, Ö η σχετική επιχείρηση γνωστοποιεί επίσης στην εν λόγω εποπτική αρχή Õ της συχνότητας και του μέσου κόστους των ασφαλιστικών ζημιών.

Η ελεγκτική Ö εποπτική Õ αρχή του κράτους μέλους καταγωγής γνωστοποιεί, σε εύλογη προθεσμία και με συγκεντρωτική βάση, τα στοιχεία αυτά Ö που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο Õ στις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές κάθε ενδιαφερόμενου κράτους μέλους που υποβάλλει σχετική αίτηση.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 48 (προσαρμοσμένο)

Ö Τμήμα 5 – Μεταχείριση των συμβάσεων υποκαταστημάτων σε διαδικασίες εκκαθάρισης Õ

Άρθρο 158 Εκκαθάριση Ö ασφαλιστικών επιχειρήσεων Õ

Σε περίπτωση εκκαθάρισης μιας ασφαλιστικής επιχείρησης, οι υποχρεώσεις που προκύπτουν Ö απορρέουν Õ από συμβάσεις που έχουν συναφθεί από υποκατάστημα ή υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εκτελούνται Ö εκπληρώνονται Õ κατά τον ίδιο τρόπο, όπως και οι υποχρεώσεις που προκύπτουν Ö απορρέουν Õ από τις άλλες Ö λοιπές Õ ασφαλιστικές συμβάσεις της επιχείρησης αυτής, αδιακρίτως υπηκοότητας Ö ιθαγένειας Õ ασφαλισμένων και δικαιούχων.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 48 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 159 Εκκαθάριση Ö αντασφαλιστικών επιχειρήσεων Õ

Εάν μια αντασφαλιστική επιχείρηση τίθεται υπό εκκαθάριση Ö Σε περίπτωση εκκαθάρισης μιας αντασφαλιστικής επιχείρησης Õ , οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις συναφθείσες μέσω υποκαταστήματός της, Ö που έχουν συναφθεί από υποκατάστημα Õ ή υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εκπληρώνονται με Ö κατά Õ τον ίδιο τρόπο με εκείνες Ö όπως και οι υποχρεώσεις Õ που απορρέουν από τις λοιπές Ö αντασφαλιστικές Õ συμβάσεις αντασφάλισης της επιχείρησης Ö αυτής Õ .

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 51 (προσαρμοσμένο)

ΤΙΤΛΟΣ V ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX

ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΦΑΡΜΟΖΟΜΕΝΟΙ ΣΤΑ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΑ Ή ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΑ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ Ö ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ Ή ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ Õ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Η ΕΔΡΑ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΕΥΡΙΣΚΕΤΑΙ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

Ö Τμήμα 1 – Ανάληψη δραστηριοτήτων Õ

Άρθρο 160 Αρχές και προϋποθέσεις διοικητικής Ö χορήγησης Õ αδείας Ö και προϋποθέσεις Õ

1. Κάθε κράτος μέλος εξαρτά Ö Τα κράτη μέλη εξαρτούν Õ από διοικητική άδεια την ανάληψη στην επικράτεια τής κατά το άρθρο 2 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο δραστηριότητας για από κάθε ασφαλιστική επιχείρηση της οποίας η έδρα ευρίσκεται εκτός της Κοινότητας.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 51 και 73/239/ΕΟΚ άρθρο 23

2. Το κράτος μέλος δύναται να παράσχει την άδεια, εφόσον η επιχείρηση πληροί τουλάχιστον τους κάτωθι όρους:

ê 73/239/ΕΟΚ άρθρο 23 (προσαρμοσμένο)

α) της έχει επιτραπεί να ασκεί τις ασφαλιστικές εργασίες Ö δραστηριότητες Õ , δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας στην οποία υπάγεται Ö υπόκειται Õ·

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 51 και 73/239/ΕΟΚ άρθρο 23 (προσαρμοσμένο)

β) ιδρύει πρακτορείο ή υποκατάστημα στην επικράτεια Ö στο έδαφος Õ αυτού του κράτους μέλους·

ê 73/239/ΕΟΚ άρθρο 23 (προσαρμοσμένο)

γ) αναλαμβάνει την υποχρέωση να εγκαθιδρύσει Ö εγκαταστήσει Õ στην έδρα του πρακτορείου ή υποκαταστήματος ένα λογιστήριο κατάλληλο για την δραστηριότητα που ασκεί σε αυτήν εκεί, όπως επίσης και να τηρεί Ö εκεί Õ όλα τα έγγραφα τα σχετικά με τις εργασίες με τις οποίες ασχολείται·

δ) διορίζει Ö γενικό Õ αντιπρόσωπο, ο οποίος πρέπει να τύχει αποδοχής από την αρμόδια Ö εποπτική Õ αρχή·

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 51 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

δ) διορίζει γενικό αντιπρόσωπο, ο οποίος πρέπει να τύχει αποδοχής από την αρμόδια αρχή·

ε) διαθέτει στο κράτος Ö μέλος Õ , στο οποίο δραστηριοποιείται η επιχείρηση, στοιχεία ενεργητικού ενός ποσού τουλάχιστον ίσου προς το ήμισυ του ελάχιστου ορίου ð απόλυτου κατώτατου ορίου ï που προβλέπεται στο άρθρο 127 παράγραφος 1 στοιχείο δ) 29 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο για το κεφάλαιο εγγυήσεως ð τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ï , και καταθέτει το τέταρτο του ελάχιστου αυτού ορίου Ö του Õ ð απόλυτου κατώτατου ορίου ï ως εγγύηση·

ê 73/239/ΕΟΚ άρθρο 23

ð νέο

στ) αναλαμβάνει την υποχρέωση να ð καλύπτει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ï κατέχει ένα περιθώριο φερεγγυότητος σύμφωνα με το άρθρο 25 τα άρθρα ð 100 και 126 ï·

ê 2000/26/ΕΚ άρθρο 8 στοιχ. β) (προσαρμοσμένο)

ηζ) ανακοινώνουν Ö ανακοινώνει Õ το όνομα και τη διεύθυνση του αντιπροσώπου για τον διακανονισμό των ζημιών, ο οποίος διορίζεται σε κάθε κράτος μέλος, εκτός από το κράτος μέλος στο οποίο ζητείται η άδεια, εάν οι καλυπτόμενοι κίνδυνοι κατατάσσονται στον κλάδο 10 του σημείου στο σημείο Α του παραρτήματος I, πλην της ευθύνης του μεταφορέα.·

ê 73/239/ΕΟΚ άρθρο 23

ζη) υποβάλλει πρόγραμμα δραστηριοτήτων, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφοι 1 και 2 161.·

ò νέο

θ) πληροί τις απαιτήσεις διακυβέρνησης που καθορίζονται στο κεφάλαιο IV τμήμα 2.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 51 παρ. 1 και 73/239/ΕΟΚ άρθρο 23 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

13. Κάθε κράτος μέλος εξαρτά από διοικητική άδεια την ανάληψη στην επικράτειά του ð Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, νοείται ως « υποκατάστημα » κάθε μόνιμη παρουσία στο έδαφος κράτους μέλους μιας ασφαλιστικής επιχείρησης ï της δραστηριότητος που αναφέρεται στο άρθρο 1 ð στην παράγραφο 1 ï , για κάθε επιχείρηση της οποίας η έδρα ευρίσκεται εκτός της Κοινότητος ð η οποία λαμβάνει άδεια στο εν λόγω κράτος μέλος και ασκεί ασφαλιστικές δραστηριότητες ï.

ê 2002/83/ΕΚ (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 161 Ö Πρόγραμμα δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος Õ

31. Το πρόγραμμα δραστηριοτήτων του πρακτορείου ή υποκαταστήματος που προβλέπεται στην παράγραφο 2 στοιχείο ζ) στο άρθρο 160 παράγραφος 2 στοιχείο η) πρέπει να περιλαμβάνει τις ενδείξεις ή τα δικαιολογητικά που αφορούν Ö τα εξής Õ :

α) τη φύση Ö των κινδύνων ή Õ των υποχρεώσεων που προτίθεται να καλύψει η ασφαλιστική επιχείρηση·

β) τις κατευθυντήριες αρχές όσον αφορά την αντασφάλιση·

ò νέο

γ) τις προβλέψεις για τις μελλοντικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, όπως προβλέπονται στο κεφάλαιο VI τμήμα 4, βάσει του προβλεπόμενου ισολογισμού, καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να συναχθούν αυτές οι προβλέψεις·

δ) τις προβλέψεις για τις μελλοντικές ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις,, όπως προβλέπονται στο κεφάλαιο VI τμήμα 5, βάσει του προβλεπόμενου ισολογισμού, καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να συναχθούν αυτές οι προβλέψεις·

ê 2002/83/ΕΚ (προσαρμοσμένο)

ð νέο

γε) Ö την κατάσταση Õ ð των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων και των επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων ï το περιθώριο φερεγγυότητας και κεφαλαίου εγγύησης Ö της επιχείρησης Õ ð όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, ï που προβλέπονται στο άρθρο 55 κεφάλαιο VI τμήματα 4 και 5·

δστ) τις προβλέψεις για τις δαπάνες δημιουργίας των διοικητικών υπηρεσιών και του δικτύου παραγωγής, καθώς και τους χρηματοοικονομικούς πόρους που προορίζονται για την αντιμετώπισή τους. Ö και, εάν οι κίνδυνοι που πρέπει να καλυφθούν κατατάσσονται στον κλάδο 18 στο σημείο Α του παραρτήματος I, τα διαθέσιμα μέσα για την παροχή της συνδρομής· Õ

ò νέο

ζ) πληροφορίες σχετικά με τη δομή του συστήματος διακυβέρνησης.

ê 2002/83/ΕΚ (προσαρμοσμένο)

ð νέο

2. Επιπλέον Ö των απαιτήσεων που καθορίζονται στην παράγραφο 1, το πρόγραμμα δραστηριοτήτων περιλαμβάνει τα εξής Õ , για τις τρεις πρώτες εταιρικές χρήσεις:

ε) σχέδιο στο οποίο να εμφανίζονται λεπτομερώς οι προβλέψεις εσόδων και εξόδων τόσο για τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης και τις αποδοχές αντασφάλισης όσο και για τις εκχωρήσεις αντασφάλισης·

στα) την πιθανή ταμειακή κατάσταση Ö τον προβλεπόμενο ισολογισμό Õ·

ζβ) τις προβλέψεις σχετικά με τους χρηματοοικονομικούς πόρους που προορίζονται να καλύψουν τις υποχρεώσεις ð τα τεχνικά αποθεματικά, τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ï και ð τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας ï το περιθώριο φερεγγυότητας.·

γ) Ö όσον αφορά την ασφάλιση ζημιών, επίσης τα εξής: Õ

Ö i) τις προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, εκτός των εξόδων εγκατάστασης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες· Õ

Ö ii) τις προβλέψεις σχετικά με τα ασφάλιστρα ή τις εισφορές και τις αξιώσεις αποζημίωσης· Õ

δ) Ö όσον αφορά την ασφάλιση ζωής, επίσης σχέδιο στο οποίο να εμφανίζονται λεπτομερώς οι προβλέψεις εσόδων και εξόδων τόσο για τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης και τις αποδοχές αντασφάλισης, όσο και για τις εκχωρήσεις αντασφάλισης. Õ

43. Ένα κράτος μέλος μπορεί Ö Τα κράτη μέλη μπορούν Õ να απαιτεί Ö απαιτούν από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να υποβάλλουν Õ συστηματικά κοινοποίηση των τεχνικών στοιχείων βάσει των οποίων υπολογίζονται τα τιμολόγια των συμβάσεων και τα τεχνικά αποθεματικά, χωρίς η απαίτηση αυτή να συνιστά προϋπόθεση για την άσκηση Ö των Õ δραστηριοτήτων μιας ασφαλιστικής Ö της εν λόγω Õ επιχείρησης.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 53 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

Άρθρο 162 Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου

1. Υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο, κάθε κράτος μέλος επιτρέπει Ö τα κράτη μέλη επιτρέπουν Õ στα πρακτορεία και τα υποκαταστήματα που είναι εγκατεστημένα στο έδαφός τους και αναφέρονται στον παρόντα τίτλο κεφάλαιο, να μεταβιβάζουν το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου των ασφαλιστικών συμβάσεών τους σε εκδοχέα Ö επιχείρηση Õ εγκατεστημένο εγκατεστημένη στο ίδιο κράτος μέλος, εάν Ö εφόσον Õ οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές αυτού του κράτους μέλους, ή ενδεχομένως του κράτους μέλους που αναφέρεται στο άρθρο 56 165, πιστοποιούν ότι ο εκδοχέας Ö η εκδοχεύς επιχείρηση Õ διαθέτει, λαμβανομένης υπόψη της μεταβίβασης, ð τα αναγκαία επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, που αναφέρονται στο άρθρο 100 πρώτο εδάφιο ï το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 53 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

2. Υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο, κάθε κράτος μέλος επιτρέπει Ö τα κράτη μέλη επιτρέπουν Õ στα πρακτορεία και τα υποκαταστήματα, που είναι εγκατεστημένα στο έδαφός τους και αναφέρονται στον παρόντα τίτλο κεφάλαιο, να μεταβιβάζουν το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου των Ö ασφαλιστικών Õ συμβάσεών τους σε ασφαλιστική επιχείρηση που έχει την εταιρική έδρα της σε άλλο κράτος μέλος, εάν οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές αυτού του κράτους μέλους πιστοποιούν ότι ο εκδοχέας Ö η εκδοχεύς επιχείρηση Õ διαθέτει, λαμβανομένης υπόψη της μεταβίβασης, ð τα αναγκαία επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, που αναφέρονται στο άρθρο 100 πρώτο εδάφιο ï το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας.

3. Όταν ένα κράτος μέλος επιτρέπει, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο, στα πρακτορεία και στα υποκαταστήματα, που είναι εγκατεστημένα στο έδαφός του και αναφέρονται στον παρόντα τίτλο κεφάλαιο, να μεταβιβάζουν το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου των συμβάσεών τους σε πρακτορείο ή υποκατάστημα που αναφέρεται στον παρόντα τίτλο κεφάλαιο και έχει συσταθεί σε άλλο κράτος μέλος Ö στο έδαφος άλλου κράτους μέλους Õ , βεβαιώνεται ότι οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους μέλους του εκδοχέα Ö της εκδοχέως επιχειρήσεως Õ ή, αν ενδεχομένως, οι αρχές του κράτους μέλους που αναφέρεται στο άρθρο 26 165, πιστοποιούν Ö τα κάτωθι: Õ

α) ότι ο εκδοχέας Ö η εκδοχεύς επιχείρηση Õ , λαμβανομένης υπόψη της μεταβίβασης, διαθέτει, ð τα αναγκαία επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ï το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας,·

β) ότι η νομοθεσία του κράτους μέλους του εκδοχέα Ö της εκδοχέως επιχειρήσεως Õ παρέχει τη δυνατότητα παρόμοιας Ö αυτού του είδους Õ μεταβίβασης·

γ) και ότι αυτό το κράτος μέλος συμφωνεί για τη μεταβίβαση.

4. Στις περιπτώσεις των παραγράφων 1, 2 και 3, το κράτος μέλος, στο οποίο ευρίσκεται το πρακτορείο ή υποκατάστημα που προβαίνει στην εκχώρηση, επιτρέπει την πράξη αυτή μόλις του διαβιβασθεί η συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής Ö των εποπτικών αρχών Õ του κράτους μέλους του κινδύνου Ö ή του κράτους μέλους της ασφαλιστικής υποχρέωσης Õ , εφόσον το κράτος Ö μέλος Õ αυτό είναι διάφορο του κράτους μέλους Ö διαφορετικό από το κράτος μέλος Õ , στο οποίο ευρίσκεται το πρακτορείο ή υποκατάστημα που προβαίνει στην εκχώρηση.

5. Οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές των αρχών μελών, των οποίων ζητείται η γνώμη, κοινοποιούν τη γνώμη ή τη συγκατάθεσή τους στις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εκχωρήτριας εκχωρούσας ασφαλιστικής επιχείρησης, εντός τριών μηνών από την παραλαβή της σχετικής αίτησης·. σΣε περίπτωση που οι αρχές, των οποίων ζητείται η γνώμη, δεν απαντήσουν έως ότου λήξει η προθεσμία αυτή, αυτό ισοδυναμεί προς θετική γνώμη ή σιωπηρή συγκατάθεση.

6. Η επιτραπείσα σύμφωνα με το παρόν άρθρο τις παραγράφους 1 έως 5 μεταβίβαση υπόκειται σε δημοσιότητα Ö δημοσιεύεται Õ στο κράτος Ö μέλος Õ όπου βρίσκεται ο κίνδυνος Ö ή στο κράτος μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης Õ , κατά τα οριζόμενα στη νομοθεσία του κράτους αυτού.

Η μεταβίβαση αντιτάσσεται αυτοδικαίως στους αντισυμβαλλόμενους, στους ασφαλισμένους και σε όποιον Ö έναντι των αντισυμβαλλομένων, των ασφαλισμένων, καθώς και κάθε άλλου προσώπου που Õ έλκει δικαιώματα ή υπέχει υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εκχωρούμενες συμβάσεις.

ê 2002/83/ΕΚ και 92/49/ΕΟΚ άρθρο 53 (προσαρμοσμένο)

Η διάταξη αυτή Το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο δεν θίγει θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών να προβλέπουν Ö ότι οι αντισυμβαλλόμενοι έχουν Õ τη δυνατότητα για τους αντισυμβαλλομένους να καταγγείλουν τη σύμβαση εντός Ö τακτής Õ καθορισμένης προθεσμίας από τη μεταβίβαση.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 54 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

Άρθρο 163 Τεχνικά αποθεματικά

Τα κράτη μέλη επιβάλλουν στις επιχειρήσεις την υποχρέωση συστάσεως επαρκών Ö τεχνικών Õ αποθεματικών, όπως προβλέπει το άρθρο 20, και αντιστοίχων προς Ö προκειμένου να καλύπτουν Õ τις υποχρεώσεις ð ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις ï που Ö τις οποίες Õ έχουν αναλάβει στην επικράτειά τους Ö και οι οποίες υπολογίζονται σύμφωνα με το κεφάλαιο VI τμήμα 2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις να αποτιμούν τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού σύμφωνα με το κεφάλαιο VI τμήμα 1 και να προσδιορίζουν τα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με το κεφάλαιο VI τμήμα 3 Õ. Μεριμνούν, ώστε αυτά τα αποθεματικά να έχουν ως αντίκρισμα στοιχεία του ενεργητικού του πρακτορείου ή του υποκαταστήματος ισοδύναμα και νομισματικώς αντιστοιχισμένα, σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ.

Ο υπολογισμός των αποθεματικών αυτών, ο καθορισμός των κατηγοριών τοποθετήσεως κεφαλαίων και η αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού καθώς και, κατά περίπτωση, ο καθορισμός των ορίων, μέσα στα οποία τα στοιχεία του ενεργητικού δύνανται να γίνουν αποδεκτά για τη συγκράτηση αυτών των αποθεματικών, διέπονται από τη νομοθεσία των κρατών μελών.

Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος απαιτεί τα στοιχεία ενεργητικού που αποτελούν το αντίστοιχο των αποθεματικών να ευρίσκονται στην επικράτειά του. Εντούτοις, το άρθρο 20 παράγραφος 4 τυγχάνει εφαρμογής.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 55 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

Άρθρο 164 Περιθώριο φερεγγυότητας ð Κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας ï και ð ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ï κεφάλαιο εγγύησης

1. Κάθε κράτος μέλος επιβάλλει στα πρακτορεία ή υποκαταστήματα που ιδρύονται στην επικράτειά του την υποχρέωση να διαθέτουν ένα ð ποσό επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων ï περιθώριο φερεγγυότητας, συνιστάμενο από τα στοιχεία που απαριθμούνται Ö αναφέρονται Õ στο άρθρο 27 ð 98 παράγραφος 4 ï .

Το ελάχιστο όριο του Ö Οι Õ περιθωρίου ð κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ï υπολογίζεται Ö υπολογίζονται Õ σύμφωνα με Ö τις διατάξεις του Õ ð κεφαλαίου VI τμήματα 4 και 5 ï το άρθρο 28.

Ö Ωστόσο, Õ Γγια τον υπολογισμό αυτό ð των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας και των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων ï, λαμβάνονται υπόψη Ö τα εξής: Õ

Ö α) όσον αφορά την ασφάλιση ζημιών, μόνον οι δραστηριότητες που ασκούνται από το συγκεκριμένο υποκατάστημα· Õ

β) Ö όσον αφορά την ασφάλιση ζωής, Õ μόνον οι εργασίες που τις οποίες πραγματοποιεί το πρακτορείο ή το Ö συγκεκριμένο Õ υποκατάστημα.

2. Το ένα τρίτο του ελάχιστου ορίου του περιθωρίου φερεγγυότητας συνιστά το κεφάλαιο εγγυήσεως.

Εντούτοις, το ύψος αυτού του κεφαλαίου δεν δύναται να είναι κατώτερο από το ήμισυ του ελαχίστου ορίου που προβλέπεται στο άρθρο 29 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο. Σε αυτό συνυπολογίζεται και η αρχική εγγύηση που έχει κατατεθεί σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 2 στοιχείο ε).

Το ð επιλέξιμο ποσό των βασικών ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται για την κάλυψη των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων ï κεφάλαιο εγγυήσεως και το ð απόλυτο κατώτατο όριο ï ελάχιστο όριο αυτού του Ö αυτών των Õ κεφαλαίου ð ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων ï σχηματίζονται Ö συνιστώνται Õ σύμφωνα με το ð άρθρο 98 παράγραφος 5 ï άρθρο 29.

ê 73/239/ΕΟΚ άρθρο 25 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

23. Το ένα τρίτο του περιθωρίου φερεγγυότητος συνιστά το κεφάλαιο εγγυήσεως. Αυτό τΤο κεφάλαιο εγγυήσεως ð επιλέξιμο ποσό των βασικών ιδίων κεφαλαίων ï δεν δύναται να είναι κατώτερο του ημίσεος του ελαχίστου ορίου ð απολύτου κατωτάτου ορίου ï που προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2 127 παράγραφος 1 στοιχείο δ).

Η αρχική εγγύηση που κατατίθεται σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 2 περίπτωση ε) 160 παράγραφος 2 στοιχείο ε), συνυπολογίζεται σε αυτό ð στα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων ï .

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 55 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

34. Τα στοιχεία του ενεργητικού που αποτελούν το αντίκρισμα του ελαχίστου ορίου του περιθωρίου φερεγγυότητας ð των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ï πρέπει να ευρίσκονται στο εσωτερικό του κράτους μέλους όπου δραστηριοποιείται η επιχείρηση, μέχρι του ποσού του κεφαλαίου εγγυήσεως ð των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων ï , και για το πλεόνασμα στο εσωτερικό της Κοινότητας.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 56 και 84/641/ΕΟΚ άρθρο 12

Άρθρο 165 Ευεργετήματα για τις επιχειρήσεις με άδεια εγκατάστασης σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη

1. Οι επιχειρήσεις που έχουν ζητήσει ή έχουν λάβει άδεια από περισσότερα του ενός κράτη μέλη δύνανται να ζητήσουν τα κάτωθι ευεργετήματα, τα οποία δύνανται να χορηγηθούν μόνον όλα μαζί:

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 56 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

α) το περιθώριο της φερεγγυότητας ð οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας ï που αναφέρεται Ö αναφέρονται Õ στο άρθρο 55 164 να υπολογίζεται Ö υπολογίζονται Õ σε συνάρτηση με τη συνολική δραστηριότητα που ασκούν στο εσωτερικό της Κοινότητας. Στην περίπτωση αυτή μόνον οι εργασίες που πραγματοποιούνται από το σύνολο των πρακτορείων ή υποκαταστημάτων που είναι εγκατεστημένα στο εσωτερικό της Κοινότητας λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό·

β) η εγγύηση που προβλέπεται στο άρθρο 51 160 παράγραφος 2 στοιχείο ε) να κατατίθεται μόνον στο ένα από αυτά τα κράτη μέλη·

γ) τα στοιχεία του ενεργητικού που αποτελούν το αντίκρισμα του κεφαλαίου εγγυήσεως ð των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων ï να ευρίσκονται Ö , σύμφωνα με το άρθρο 132, Õ σε ένα οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη, στα οποία αυτές οι επιχειρήσεις ασκούν τη δραστηριότητά τους.

Ö Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α), λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό μόνον οι εργασίες που πραγματοποιούνται από το σύνολο των υποκαταστημάτων που είναι εγκατεστημένα στο εσωτερικό της Κοινότητας. Õ

2. Η αίτηση για τη χορήγηση των ευεργετημάτων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 υποβάλλεται στις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές των ενδιαφερόμενων Ö σχετικών Õ κρατών μελών. Στην αίτηση αυτή πρέπει να αναφέρεται η αρχή που είναι επιφορτισμένη με τον μελλοντικό έλεγχο της φερεγγυότητας των εγκατεστημένων εντός της Κοινότητας πρακτορείων ή υποκαταστημάτων, για το σύνολο των εργασιών τους. Η επιλογή της αρχής αυτής από την επιχείρηση πρέπει να είναι αιτιολογημένη.

Η εγγύηση Ö που αναφέρεται στο άρθρο 160 παράγραφος 2 στοιχείο ε) Õ κατατίθεται στο αντίστοιχο κράτος μέλος.

ê 84/641/ΕΟΚ άρθρο 12 (προσαρμοσμένο)

3. Τα ευεργετήματα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 είναι δυνατόν να παραχωρηθούν Ö χορηγηθούν Õ μόνον με τη συμφωνία των αρμοδίων Ö εποπτικών Õ αρχών όλων των κρατών μελών στα οποία έχει υποβληθεί η αίτηση.

Παράγουν αποτελέσματα από την ημερομηνία κατά την οποία η επιλεγείσα ελεγκτική Ö εποπτική Õ αρχή Ö πληροφορεί τις άλλες εποπτικές αρχές ότι Õ ανέλαβε την υποχρέωση, απέναντι στις άλλες ελεγκτικές αρχές, να εξακριβώσει Ö ελέγχει Õ τη φερεγγυότητα των πρακτορείων ή υποκαταστημάτων που είναι εγκατεστημένα εντός της Κοινότητας για το σύνολο των εργασιών τους.

Η επιλεγείσα ελεγκτική Ö εποπτική Õ αρχή λαμβάνει από τα άλλα κράτη μέλη τις αναγκαίες πληροφορίες για την εξακρίβωση της συνολικής φερεγγυότητας των πρακτορείων και υποκαταστημάτων που είναι εγκατεστημένα στο έδαφός τους.

4. Κατόπιν πρωτοβουλίας ενός ή περισσοτέρων ενδιαφερομένων κρατών μελών, τα ευεργετήματα που χορηγούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου των παραγράφων 1, 2 και 3 είναι δυνατόν καταργηθούν Ö καταργούνται Õ ταυτόχρονα από όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 52 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 166 Εφαρμοστέες διατάξεις στα υποκαταστήματα των επιχειρήσεων των τρίτων χωρών Ö Λογιστικά, στοιχεία άσκησης ελέγχου, στατιστικά στοιχεία και επιχειρήσεις σε οικονομική δυσχέρεια Õ

2. Ö Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, εφαρμόζονται Õ Τα άρθρα 13 και 37 τα άρθρα 33 και 34, το άρθρο 137 παράγραφος 3 και τα άρθρα 138 και 139 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στα πρακτορεία και υποκαταστήματα που προβλέπονται στον παρόντα τίτλο.

Για την εφαρμογή του άρθρου 37, η αρμόδια αρχή που διενεργεί την εξακρίβωση της καθολικής φερεγγυότητας των πρακτορείων ή υποκαταστημάτων εξομοιώνεται προς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους της έδρας.

ê 84/641/ΕΟΚ άρθρο 13 (προσαρμοσμένο)

Για την εφαρμογή του άρθρου 20 των άρθρων 135, 136 και 137, στην περίπτωση μιας επιχείρησης που απολαύει των ευεργετημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 26 παράγραφος 1 165 παράγραφοι 1, 2 και 3, η Ö εποπτική Õ αρχή, που είναι επιφορτισμένη με την εξακρίβωση της φερεγγυότητας των πρακτορείων ή υποκαταστημάτων που είναι εγκατεστημένα εντός της Κοινότητας για το σύνολο των εργασιών τους, εξομοιώνεται με την Ö εποπτική Õ αρχή του κράτους Ö μέλους Õ στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται η έδρα της κοινοτικής επιχείρησης.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 52 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 167 Ö Διαχωρισμός δραστηριοτήτων ασφάλισης ζωής και ζημιών Õ

1. α) Με την επιφύλαξη του στοιχείου β), τΤα πρακτορεία και υποκαταστήματα που προβλέπονται Ö αναφέρονται Õ στον παρόντα τίτλο τμήμα δεν δύνανται να ασκήσουν, ταυτοχρόνως, Ö δραστηριότητες ασφάλισης ζωής και ζημιών Õ στην επικράτεια ενός κράτους μέλους Ö στο ίδιο κράτος μέλος Õ τις δραστηριότητες που προβλέπονται στο παράρτημα της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ και τις δραστηριότητες που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.

β)2. Υπό την επιφύλαξη του στοιχείου γ), Ö Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, Õ τα κράτη μέλη δύνανται να ορίσουν ότι τα πρακτορεία και υποκαταστήματα που προβλέπονται Ö αναφέρονται Õ στον παρόντα τίτλο τμήμα, τα οποία στη σχετική ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 3 72 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο ασκούν Ö ασκούσαν Õ ταυτοχρόνως Ö και Õ τις δύο αυτές δραστηριότητες στην επικράτεια Ö στο έδαφος Õ ενός κράτους μέλους, δύνανται να συνεχίσουν την ταυτόχρονη αυτή άσκηση, υπό τον όρο Ö ότι καθεμιά από αυτές τις δραστηριότητες Õ να υιοθετήσουν Ö τελεί υπό Õ ξεχωριστή διαχείριση, σύμφωνα με το άρθρο 19 73, για καθεμιά από αυτές τις δραστηριότητες.

γ)3. Κάθε κράτος μέλος, το οποίο, δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 6 72 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο, έχει επιβάλει στις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στο έδαφός του την υποχρέωση να παύσουν την ταυτόχρονη άσκηση των δραστηριοτήτων που ασκούσαν κατά τη σχετική ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 3 72 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο, πρέπει να επιβάλει την υποχρέωση αυτή και στα πρακτορεία και υποκαταστήματα του παρόντος τίτλου τμήματος, που είναι εγκατεστημένα στο έδαφός του και ασκούν ταυτοχρόνως Ö και Õ τις Ö δύο αυτές Õ δραστηριότητες αυτές.

δ) Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίσουν ότι τα πρακτορεία και υποκαταστήματα του παρόντος τίτλου τμήματος, των οποίων η επιχείρηση της έδρας ασκεί ταυτοχρόνως Ö και Õ τις Ö δύο Õ δραστηριότητες και τα οποία Ö κατά Õ τις ημερομηνίες που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 3 72 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο ασκούν στην επικράτεια Ö ασκούσαν στο έδαφος Õ ενός κράτους μέλους μόνον τις δραστηριότητες Ö ασφάλισης ζωής Õ που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία, δύνανται να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους. Εφόσον η επιχείρηση επιθυμεί να ασκήσει τις δραστηριότητες που προβλέπονται στην οδηγία 73/239/ΕΟΚ Ö ασφάλισης ζημιών Õ στην επικράτεια αυτή, δύναται στο εξής να ασκεί τις δραστηριότητες που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία Ö ασφάλισης ζωής Õ μόνο μέσω μιας θυγατρικής εταιρείας.

Άρθρο 168 Ö Ανάκληση της άδειας των επιχειρήσεων με άδεια εγκατάστασης σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη Õ

ê 73/239/ΕΟΚ άρθρο 28 (προσαρμοσμένο)

Σε περίπτωση ανακλήσεως της αδείας από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2 165 παράγραφος 2, αυτή πληροφορεί σχετικά τις ελεγκτικές Ö εποπτικές Õ αρχές των άλλων Κκρατών μελών όπου η επιχείρηση ασκεί τη δραστηριότητά της και οι τελευταίες Ö αρχές αυτές Õ λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα.

Εάν Ö αυτή Õ η ανακλητική απόφαση έχει ως αιτιολογία την ανεπάρκεια της συνολικής φερεγγυότητας, όπως αυτή καθορίζεται στη συμφωνία που αναφέρεται στο άρθρο 26 165, τα Κκράτη μέλη που μετέχουν σε αυτή προβαίνουν επίσης στην ανάκληση της αδείας τους.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 57

Άρθρο 169 Συμφωνίες με τρίτες χώρες

ê 73/239/ΕΟΚ άρθρο 29 και 2002/83/ΕΚ άρθρο 57 (προσαρμοσμένο)

Η Κοινότητα δύναται, σε συμφωνίες που συνάπτονται σύμφωνα με τη σΣυνθήκη με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες, να συνομολογήσει την εφαρμογή διατάξεων διαφορετικών από αυτές που προβλέπονται στον παρόντα τίτλο τμήμα, προκειμένου να διασφαλίσει, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας, επαρκή προστασία Ö των αντισυμβαλλομένων και Õ των ασφαλισμένων των κρατών μελών.

ò νέο

Τμήμα 2 – Αντασφάλιση

Άρθρο 170 Ισοδυναμία

1. Η Επιτροπή, ακολουθώντας τη συμβουλευτική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 2, εκδίδει αποφάσεις όσον αφορά την ισοδυναμία του καθεστώτος φερεγγυότητας μιας τρίτης χώρας, το οποίο εφαρμόζεται για αντασφαλιστικές δραστηριότητες επιχειρήσεων με εταιρική έδρα στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα, με το καθεστώς της παρούσας οδηγίας.

Οι εν λόγω αποφάσεις επανεξετάζονται τακτικά.

2. Σε περίπτωση που, σύμφωνα με την παράγραφο 1, το καθεστώς φερεγγυότητας μιας τρίτης χώρας κρίνεται ισοδύναμο με το καθεστώς της παρούσας οδηγίας, οι αντασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτονται με επιχειρήσεις των οποίων η εταιρική έδρα βρίσκεται στις εν λόγω τρίτες χώρες εξομοιώνονται με τις αντασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτονται με επιχειρήσεις οι οποίες έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 32 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

Άρθρο 171 Ö Απαγόρευση ενεχυρίασης περιουσιακών στοιχείων Õ

2. Ö Για τη Σσύσταση των τεχνικών προβλέψεων, Õ Ττα κράτη μέλη δεν επιλέγουν ούτε θεσπίζουν σύστημα ακαθαρίστων αποθεματικών το οποίο να απαιτεί την ενεχυρίαση περιουσιακών στοιχείων για την κάλυψη των προβλέψεων για μη εισπραχθέντα ασφάλιστρα και εκκρεμείς αξιώσεις αποζημίωσης, εάν ο αντασφαλιστής Ö η αντασφαλιστική επιχείρηση Õ είναι Ö ασφαλιστική ή Õ αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ή ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με τις οδηγίες 73/239/EΟΚ ή 2002/83/EΚ ð με εταιρική έδρα σε τρίτη χώρα της οποίας το καθεστώς φερεγγυότητας κρίνεται ισοδύναμο με το καθεστώς της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με το άρθρο 170 ï .

⎢ 2005/68/ΕΚ άρθρο 49 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 172 Αρχές και όροι άσκησης αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων

Ένα κράτος μέλος δεν εφαρμόζει για αντασφαλιστικές επιχειρήσεις Ö τρίτης χώρας, Õ που έχουν την έδρα τους εκτός Κοινότητας και αναλαμβάνουν ή ασκούν δραστηριότητες αντασφάλισης στην επικράτειά Ö στο έδαφός Õ του, διατάξεις που οδηγούν σε Ö ευνοϊκότερη Õ μεταχείριση ευνοϊκότερη από εκείνη που επιφυλάσσεται στις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις των οποίων η έδρα βρίσκεται σ’ αυτό το κράτος μέλος.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 50 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 173 Συμφωνίες με τρίτες χώρες

1. Η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει προτάσεις στο Συμβούλιο, προκειμένου να διαπραγματευθεί συμφωνίες με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες, σχετικά με τους όρους άσκησης εποπτείας σε Ö στις εξής Õ :

α) αντασφαλιστικές επιχειρήσεις Ö τρίτων χωρών Õ των οποίων η έδρα βρίσκεται σε τρίτη χώρα και οι οποίες ασκούν αντασφαλιστικές δραστηριότητες εντός της Κοινότητας·

β) Ö κοινοτικές Õ αντασφαλιστικές επιχειρήσεις των οποίων η έδρα βρίσκεται εντός της Κοινότητας και οι οποίες ασκούν αντασφαλιστικές δραστηριότητες σε Ö στο έδαφος Õ τρίτης χώρας.

2. Οι συμφωνίες στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 επιδιώκουν ιδίως να εξασφαλίσουν, υπό όρους ισοδυναμίας των εποπτικών κανόνων, πραγματική πρόσβαση στην αγορά για τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εδρεύουν στην επικράτεια Ö στο έδαφος Õ καθενός από τα συμβαλλόμενα μέρη, και προβλέπουν την αμοιβαία αναγνώριση των εποπτικών κανόνων και πρακτικών ως προς την αντασφάλιση. Ακόμη, επιδιώκουν να διασφαλίσουν ότι Ö τα εξής: Õ :

α) Ö ότι Õ οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές των κρατών μελών να είναι σε θέση να λαμβάνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εποπτεία των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που εδρεύουν στην Κοινότητα και ασκούν αντασφαλιστικές δραστηριότητες στην επικράτεια Ö στο έδαφος Õ των εκάστοτε τρίτων χωρών·

β) Ö ότι Õ οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές των εκάστοτε τρίτων χωρών να είναι σε θέση να λαμβάνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εποπτεία των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που εδρεύουν στην επικράτειά Ö στο έδαφός Õ τους και ασκούν αντασφαλιστικές δραστηριότητες εντός της Κοινότητας.

3. Με την επιφύλαξη του άρθρου 300, παράγραφοι 1 και 2 της σΣυνθήκης, η Επιτροπή, με τη συνδρομή της ευρωπαϊκής επιτροπής ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων, εξετάζει το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου, και την ανακύπτουσα προκύπτουσα κατάσταση.

ê 2002/83/ΕΚ (προσαρμοσμένο)

ΤΙΤΛΟΣ VI ΚΕΦΑΛΑΙΟ X

ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΙΣΧΥΟΥΝ ΕΠΙ ΤΩΝ ΘΥΓΑΤΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΚΤΗΣΕΩΝ ΜΕΡΙΔΙΩΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΜΙΑΣ ΜΗΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ Ö ΘΥΓΑΤΡΙΚΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Õ ΠΟΥ ΔΙΕΠΕΤΑΙ Ö ΔΙΕΠΟΝΤΑΙ Õ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΡΙΤΗΣ ΧΩΡΑΣ Ö ΚΑΙ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΥΤΕΣ Õ

ê 2005/1/ΕΚ άρθρο 8 σημ. 2 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 174 Ενημέρωση της Επιτροπής από τα κράτη μέλη

Οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές των κρατών μελών ενημερώνουν την Επιτροπή και τις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές των άλλων κρατών μελών: α) για κάθε άδεια λειτουργίας μιας άμεσα ή έμμεσα θυγατρικής μιας ή περισσοτέρων μητρικών επιχειρήσεων που διέπονται από τη νομοθεσία Ö το δίκαιο Õ τρίτης χώρας·.

Ö Οι πληροφορίες αυτές πρέπει επίσης να αναφέρουν τη δομή του σχετικού ομίλου. Õ

β) οΟσάκις μια τέτοια μητρική επιχείρηση Ö που διέπεται από το δίκαιο τρίτης χώρας Õ αποκτά συμμετοχή σε ασφαλιστική Ö ή αντασφαλιστική Õ επιχείρηση της Κοινότητας Ö η οποία έχει λάβει άδεια στην Κοινότητα και Õ η οποία, με τον τρόπο αυτό, καθίσταται θυγατρική Ö αυτής Õ της Ö επιχείρησης τρίτης χώρας, οι εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνουν την Επιτροπή και τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών Õ .

Όταν η αναφερόμενη στο στοιχείο α) άδεια λειτουργίας χορηγείται σε μια επιχείρηση άμεσα ή έμμεσα θυγατρική μιας ή περισσότερων μητρικών επιχειρήσεων που διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας, πρέπει να προσδιορίζεται στη γνωστοποίηση, την οποία αποστέλλουν οι αρμόδιες αρχές στην Επιτροπή και στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, η δομή του ομίλου επιχειρήσεων.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 52 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 175 Στάση των τρίτων χωρών έναντι των κοινοτικών Ö ασφαλιστικών και Õ αντασφαλιστικών επιχειρήσεων

1. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τις γενικής φύσης δυσκολίες που συναντούν οι Ö ασφαλιστικές ή Õ αντασφαλιστικές τους επιχειρήσεις κατά την εγκατάσταση και λειτουργία τους, ή την άσκηση δραστηριοτήτων σε τρίτη χώρα.

2. Η Επιτροπή συντάσσει Ö υποβάλλει Õ , περιοδικώς, έκθεση Ö στο Συμβούλιο, Õ στην οποία εξετάζει, υπό το πρίσμα των διατάξεων της παραγράφου 3, τη μεταχείριση την οποία επιφυλάσσουν οι τρίτες χώρες στις κοινοτικές Ö ασφαλιστικές ή Õ αντασφαλιστικές επιχειρήσεις Ö που έχουν λάβει άδεια στην Κοινότητα, Õ όσον αφορά Ö τα εξής: Õ

α) την εγκατάσταση Ö σε τρίτες χώρες Õ των κοινοτικών Ö ασφαλιστικών ή Õ αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε τρίτες χώρες Ö που έχουν λάβει άδεια στην Κοινότητα Õ,·

β) την απόκτηση συμμετοχών σε Ö ασφαλιστικές ή Õ αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών,·

γ) την άσκηση δραστηριοτήτων Ö ασφάλισης ή Õ αντασφάλισης από τέτοιες εγκατεστημένες επιχειρήσεις·

δ) και τη διασυνοριακή παροχή Ö ασφαλιστικών ή Õ αντασφαλιστικών υπηρεσιών από την Κοινότητα προς τρίτες χώρες.

Η Επιτροπή διαβιβάζει τις εκθέσεις αυτές στο Συμβούλιο, συνοδευόμενες από τυχόν κατάλληλες προτάσεις ή συστάσεις.

ê 90/618/ΕΟΚ άρθρο 4

3. Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει, είτε βάσει των εκθέσεων που αναφέρει η παράγραφος 2, είτε βάσει άλλων πληροφοριών, ότι μια τρίτη χώρα δεν παρέχει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις της Κοινότητας πραγματική πρόσβαση στην αγορά, ανάλογη με εκείνη που παρέχεται από την Κοινότητα στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις της τρίτης αυτής χώρας, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει προτάσεις στο Συμβούλιο ζητώντας να της δοθεί η πρέπουσα εντολή διαπραγματεύσεων ώστε να επιτύχει ανάλογες δυνατότητες ανταγωνισμού για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις της Κοινότητας. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία.

ê 2002/83/ΕΚ

3. Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει, είτε βάσει των εκθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 είτε βάσει άλλων πληροφοριών, ότι μια τρίτη χώρα δεν παρέχει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις της Κοινότητας πραγματική πρόσβαση στην αγορά, συγκρίσιμη με εκείνη που παρέχεται από την Κοινότητα στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις της τρίτης αυτής χώρας, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει προτάσεις στο Συμβούλιο, ζητώντας να της δοθεί η πρέπουσα εντολή διαπραγματεύσεων, ώστε να επιτύχει ανάλογες δυνατότητες ανταγωνισμού για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις της Κοινότητας. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 52

3. Οσάκις η Επιτροπή διαπιστώνει, είτε βάσει των εκθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 είτε βάσει άλλων πληροφοριών, ότι μια τρίτη χώρα δεν παρέχει στις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις της Κοινότητας πραγματική πρόσβαση στην αγορά, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει συστάσεις στο Συμβούλιο ζητώντας να της δοθεί η δέουσα εντολή διαπραγματεύσεων με σκοπό να εξασφαλίσει για τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις της Κοινότητας βελτιωμένη πρόσβαση στην αγορά.

ê 2002/83/ΕΚ

4. Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει, είτε βάσει των εκθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 είτε βάσει άλλων πληροφοριών, ότι στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις της Κοινότητας σε τρίτη χώρα δεν παρέχεται η εθνική μεταχείριση η οποία τους προσφέρει τις ίδιες δυνατότητες ανταγωνισμού, όπως και στις εθνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις, και ότι δεν πληρούνται οι συνθήκες πραγματικής πρόσβασης στην αγορά, μπορεί να αρχίσει διαπραγματεύσεις για να εξομαλύνει την κατάσταση.

ê 90/618/ΕΟΚ άρθρο 4

4. Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει, είτε βάσει των εκθέσεων που αναφέρει η παράγραφος 2, είτε βάσει άλλων πληροφοριών, ότι στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις της Κοινότητας σε τρίτη χώρα δεν παρέχεται εθνική μεταχείριση που να τους προσφέρει τις ίδιες δυνατότητες ανταγωνισμού, όπως και στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις της εν λόγω χώρας, και ότι δεν πληρούνται οι συνθήκες πραγματικής πρόσβασης στην αγορά, μπορεί να αρχίσει διαπραγματεύσεις για να εξομαλύνει την κατάσταση.

ê 2005/1/ΕΚ άρθρο 4 σημ. 2

Όταν συντρέχουν οι περιστάσεις του πρώτου εδαφίου, μπορεί επίσης να αποφασιστεί ανά πάσα στιγμή, παράλληλα με τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 5 της απόφασης 1999/468/ΕΚ[73] και σε συμφωνία προς το άρθρο 7 παράγραφος 3 και το άρθρο 8 της εν λόγω αποφάσεως, ότι οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών οφείλουν να περιορίζουν ή να αναστέλλουν τις αποφάσεις τους σχετικά με:

ê 2002/83/ΕΚ

Όταν συντρέχουν οι περιστάσεις του πρώτου εδαφίου, μπορεί επίσης να αποφασιστεί ανά πάσα στιγμή και παράλληλα με την διεξαγωγή διαπραγματεύσεων, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 65 παράγραφος 2, ότι οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών οφείλουν να περιορίζουν ή να αναστέλλουν τις αποφάσεις τους:

- σχετικά με τις αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας που έχουν ήδη κατατεθεί κατά τη στιγμή της απόφασης ή μεταγενέστερα, και

ê 2005/1/ΕΚ άρθρο 4 σημ. 2

α) τις αιτήσεις για χορήγηση άδειας λειτουργίας που έχουν κατατεθεί κατά τη στιγμή της απόφασης ή κατατίθενται μεταγενέστερα·

β) τις αποκτήσεις συμμετοχών στις οποίες προβαίνουν άμεσα ή έμμεσα μητρικές επιχειρήσεις διεπόμενες από το δίκαιο της εν λόγω τρίτης χώρας.

ê 2002/83/ΕΚ

- σχετικά με τις κτήσεις συμμετοχής των άμεσα ή έμμεσα μητρικών επιχειρήσεων που διέπονται από το δίκαιο της εν λόγω τρίτης χώρας.

ê 2002/83/ΕΚ και 90/618/ΕΟΚ άρθρο 4

Η διάρκεια ισχύος των μέτρων αυτών δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες.

ê 2002/83/ΕΚ

Πριν από τη λήξη της τρίμηνης προθεσμίας και ανάλογα με τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων, το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, ότι τα μέτρα θα εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται.

ê 90/618/ΕΟΚ άρθρο 4

Πριν από τη λήξη της τρίμηνης αυτής προθεσμίας και ανάλογα με τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων, το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, ότι τα μέτρα θα εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται.

Ο εν λόγω περιορισμός ή αναστολή δεν εφαρμόζονται όσον αφορά τη δημιουργία θυγατρικών από ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τις θυγατρικές τους που έχουν λάβει τη δέουσα άδεια λειτουργίας στην Κοινότητα, ούτε όσον αφορά την απόκτηση συμμετοχής σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις της Κοινότητας στην οποία προβαίνουν επιχειρήσεις ή θυγατρικές αυτού του είδους.

ê 2002/83/ΕΚ

Ο εν λόγω περιορισμός ή αναστολή δεν εφαρμόζονται όσον αφορά τη δημιουργία θυγατρικών από ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τις θυγατρικές τους που έχουν λάβει τη δέουσα άδεια λειτουργίας στην Κοινότητα, ούτε όσον αφορά την απόκτηση συμμετοχής από τέτοια επιχείρηση ή θυγατρική σε ασφαλιστική επιχείρηση της Κοινότητας.

ê 2002/83/ΕΚ και 90/618/ΕΟΚ άρθρο 4

5. Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι έχει προκύψει μία από τις περιπτώσεις που περιγράφονται στις παραγράφους 3 και 4, τα κράτη μέλη την ενημερώνουν, κατόπιν αιτήσεώς της:

α) για κάθε αίτηση χορήγησης άδειας λειτουργίας μιας άμεσα ή έμμεσα θυγατρικής επιχείρησης, της οποίας η μητρική ή οι μητρικές επιχειρήσεις διέπονται από τη νομοθεσία της εν λόγω τρίτης χώρας·

ê 2002/83/ΕΚ

β) για κάθε σχέδιο απόκτησης συμμετοχής εκ μέρους μιας τέτοιας επιχείρησης σε ασφαλιστική επιχείρηση της Κοινότητας, έτσι ώστε η τελευταία να καταστεί θυγατρική της πρώτης.

ê 90/618/ΕΟΚ άρθρο 4

β) για κάθε σχέδιο επιχείρησης αυτού του είδους να αποκτήσει συμμετοχή σε ασφαλιστική επιχείρηση της Κοινότητας, ώστε η τελευταία αυτή να καταστεί θυγατρική της πρώτης.

Αυτή η υποχρέωση ενημέρωσης παύει να υπάρχει μόλις συναφθεί συμφωνία με την τρίτη χώρα που αναφέρουν οι παράγραφοι 3 και 4, ή όταν παύσουν να εφαρμόζονται τα μέτρα της παραγράφου 4 δεύτερο και τρίτο εδάφιο.

6. Τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει του παρόντος άρθρου πρέπει να είναι σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η Κοινότητα βάσει διεθνών συμφωνιών, είτε διμερών, είτε πολυμερών, και οι οποίες διέπουν την ανάληψη δραστηριότητας ασφαλιστικής επιχείρησης και την άσκησή της.

ê 2002/83/ΕΚ

Αυτή η υποχρέωση ενημέρωσης παύει να υπάρχει μόλις συναφθεί συμφωνία με την τρίτη χώρα που αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4 ή όταν παύσουν να εφαρμόζονται τα μέτρα της παραγράφου 4 δεύτερο και τρίτο εδάφιο.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 51

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ενημερώνουν την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών:

α) για κάθε άδεια λειτουργίας που χορηγείται σε επιχείρηση άμεσα ή έμμεσα θυγατρική μιας ή περισσοτέρων μητρικών επιχειρήσεων που διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας·

β) οσάκις μια τέτοια μητρική επιχείρηση αποκτά συμμετοχή σε αντασφαλιστική επιχείρηση της Κοινότητας, η οποία με τον τρόπο αυτόν καθίσταται θυγατρική της.

Όταν χορηγείται άδεια λειτουργίας, όπως αυτή αναφέρεται στο στοιχείο α), σε επιχείρηση άμεσα ή έμμεσα θυγατρική μιας ή περισσοτέρων μητρικών επιχειρήσεων που διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας, πρέπει να προσδιορίζεται, στην κοινοποίηση την οποία αποστέλλουν οι αρμόδιες αρχές στην Επιτροπή, η δομή του αντίστοιχου ομίλου.

ê 2002/83/ΕΚ

6. Τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει του παρόντος άρθρου πρέπει να είναι σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η Κοινότητα βάσει διεθνών συμφωνιών, είτε διμερών είτε πολυμερών, οι οποίες διέπουν την ανάληψη δραστηριότητας ασφαλιστικής επιχείρησης και την άσκησή της.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 52

4. Τα μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος άρθρου είναι σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η Κοινότητα βάσει διεθνών συμφωνιών, ιδίως στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.

ê 90/618/ΕΟΚ άρθρο 4 (προσαρμοσμένο)

6. Τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει του παρόντος άρθρου πρέπει να είναι σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η Κοινότητα βάσει διεθνών συμφωνιών, είτε διμερών, είτε πολυμερών, και οι οποίες διέπουν την ανάληψη δραστηριότητας ασφαλιστικής επιχείρησης και την άσκησή της.

ΤΙΤΛΟΣ II – Ö ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ Õ

Ö ΚΕΦΑΛΑΙΟ I – ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΟΛΑΙΩΝ ΠΡΩΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Õ

Ö Τμήμα 1 – Εφαρμοστέο δίκαιο Õ

ò νέο

Άρθρο 176 Εφαρμοστέο δίκαιο

Τα κράτη μέλη που δεν υπόκεινται στην εφαρμογή του κανονισμού [Rome I] εφαρμόζουν τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού προκειμένου να προσδιορίσουν το εφαρμοστέο δίκαιο για τις ασφαλιστικές συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7 του κανονισμού.

ê 88/357/ΕΟΚ άρθρο 7

Άρθρο 7

1. Το δίκαιο που διέπει τις ασφαλιστικές συμβάσεις, οι οποίες ρυθμίζονται από την παρούσα οδηγία και καλύπτουν κινδύνους που βρίσκονται στα κράτη μέλη, καθορίζεται βάσει των εξής διατάξεων :

α) Όταν η συνήθης διαμονή του ασφαλισμένου ή το κεντρικό του κατάστημα βρίσκεται στο κράτος μέλος όπου και ο κίνδυνος, την ασφαλιστική σύμβαση διέπει το δίκαιο του κράτους μέλους αυτού.

Ωστόσο, όταν το δίκαιο αυτού του κράτους το επιτρέπει, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιλέξουν το δίκαιο μιας άλλης χώρας.

β) Όταν η συνήθης διαμονή του ασφαλισμένου ή το κεντρικό του κατάστημα δεν βρίσκεται στο έδαφος του κράτους μέλους όπου και ο κίνδυνος, τα συμβαλλόμενα μέρη της ασφαλιστικής σύμβασης μπορούν, κατ’ επιλογή τους, να εφαρμόσουν είτε το δίκαιο του κράτους μέλους όπου βρίσκεται ο κίνδυνος είτε το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η συνήθης διαμονή ή το κεντρικό κατάστημα του ασφαλισμένου.

γ) Όταν ο ασφαλισμένος ασκεί εμπορική ή βιομηχανική δραστηριότητα ή ελευθέριο επάγγελμα, η δε ασφαλιστική σύμβαση καλύπτει δύο ή περισσότερους κινδύνους που σχετίζονται με τις δραστηριότητες αυτές και βρίσκονται σε διάφορα κράτη μέλη, το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση επιλέγεται μεταξύ των δικαίων αυτών των κρατών μελών και του δικαίου της χώρας όπου ο ασφαλισμένος έχει τη συνήθη διαμονή του ή το κεντρικό κατάστημά του.

δ) Χωρίς να θίγονται οι διατάξεις των στοιχείων β) και γ), όταν τα κράτη μέλη που αναφέρονται στα στοιχεία αυτά παρέχουν μεγαλύτερη ελευθερία επιλογής του δικαίου που διέπει τη σύμβαση, οι συμβαλλόμενοι δικαιούνται να επικαλεστούν την ελευθερία αυτή.

ε) Χωρίς να θίγονται οι διατάξεις των στοιχείων α), β) και γ), όταν οι καλυπτόμενοι κίνδυνοι αφορούν μόνον ζημιογόνα περιστατικά που μπορούν να συμβούν σε άλλο κράτος μέλος εκτός εκείνου στο οποίο βρίσκεται ο κίνδυνος, σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο δ), οι συμβαλλόμενοι έχουν πάντα τη δυνατότητα να επιλέξουν το δίκαιο του πρώτου κράτους.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 27

στ) για τους κινδύνους που αναφέρονται στο άρθρο 5 στοιχείο δ) της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιλέξουν το εφαρμοστέο δίκαιο.

ê 88/357/ΕΟΚ άρθρο 5

δ) μεγάλοι κίνδυνοι:

i) οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στους κλάδους 4, 5, 6, 7, 11 και 12 του σημείου Α του παραρτήματος,

ii) οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στους κλάδους 14 και 15 του σημείου Α του παραρτήματος όταν ο ασφαλισμένος ασκεί κατ’ επάγγελμα βιομηχανική ή εμπορική δραστηριότητα ή ελευθέριο επάγγελμα και ο κίνδυνος σχετίζεται με τη δραστηριότητα αυτή,

iii) οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στους κλάδους 3, 8, 9, 10, 13 και 16 του σημείου Α του παραρτήματος, εφόσον ο ασφαλισμένος υπερβαίνει αριθμητικά τα όρια δύο τουλάχιστον από τα παρακάτω τρία κριτήρια:

Πρώτο στάδιο : μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1992:

σύνολο ισολογισμού: 12,4 εκατομμύρια ECU,

καθαρό ποσό του κύκλου εργασιών: 24 εκατομμύρια ECU,

μέσος αριθμός των απασχολουμένων προσώπων κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους: 500.

Δεύτερο στάδιο: από την 1η Ιανουαρίου 1993:

σύνολο ισολογισμού: 6,2 εκατομμύρια ECU 6 200 000 EUR,

καθαρό ποσό του κύκλου εργασιών: 12,8 εκατομμύρια ECU 12 800 000 EUR,

μέσος αριθμός των απασχολουμένων προσώπων κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους: 250.

Εάν ο ασφαλισμένος μετέχει σε σύνολο επιχειρήσεων που καταρτίζουν ενοποιημένους λογαριασμούς σύμφωνα με την οδηγία 83/349/ΕΟΚ, η συνδρομή των παραπάνω κριτηρίων ελέγχεται βάσει των ενοποιημένων λογαριασμών.

Τα κράτη μέλη δικαιούνται να προσθέσουν στην κατηγορία που αναφέρεται στο σημείο iii) τους κινδύνους οι οποίοι ασφαλίζονται από επαγγελματικές ενώσεις.

ê 88/357/ΕΟΚ άρθρο 7

ζ) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) ή στ), το γεγονός ότι τα συμβαλλόμενα μέρη επέλεξαν ένα ορισμένο δίκαιο δεν μπορεί, εφόσον όλα τα άλλα στοιχεία της κατάστασης έχουν, κατά τη στιγμή της επιλογής αυτής, εντοπιστεί σε ένα και μόνον κράτος μέλος, να θίξει τις διατάξεις αναγκαστικού δικαίου του κράτους αυτού, δηλαδή τις διατάξεις εκείνες από τις οποίες βάσει της νομοθεσίας του κράτους αυτού δεν επιτρέπεται συμβατική παρέκκλιση.

η) Η επιλογή που αναφέρεται στα προηγούμενα στοιχεία πρέπει να είναι ρητή ή να απορρέει σαφώς από τους όρους της σύμβασης ή τις περιστάσεις.

Εάν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο ή αν δεν έχει γίνει καμία επιλογή, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας με την οποία παρουσιάζει στενότερη συνάφεια, μεταξύ των χωρών που λαμβάνονται υπόψη κατά τους όρους των προηγούμενων στοιχείων. Ωστόσο, εάν ένα τμήμα της σύμβασης μπορεί να διαχωριστεί από την υπόλοιπη σύμβαση και παρουσιάζει στενότερη συνάφεια με άλλη χώρα εκτός από εκείνες που λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα με τα προηγούμενα στοιχεία, τότε, κατ’ εξαίρεση, μπορεί να εφαρμοστεί για το τμήμα αυτό της σύμβασης το δίκαιο αυτής της χώρας. Θεωρείται ότι η σύμβαση παρουσιάζει κατά τεκμήριο στενότερη συνάφεια με το κράτος μέλος όπου βρίσκεται κίνδυνος.

θ) Όταν ένα κράτος μέλος περιλαμβάνει πολλές εδαφικές ενότητες, καθεμία από τις οποίες έχει ιδιαίτερους κανόνες δικαίου περί ενοχών εκ συμβάσεως, για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου δυνάμει της παρούσας οδηγίας, κάθε ενότητα θεωρείται ως χώρα.

Ένα κράτος μέλος, στο οποίο διάφορες εδαφικές ενότητες έχουν τους δικούς τους κανόνες δικαίου περί ενοχών εκ συμβάσεων, δεν υποχρεούται να εφαρμόζει τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας επί των συγκρούσεων που ανακύπτουν ανάμεσα στα δίκαια των ενοτήτων αυτών.

2. Το παρόν άρθρο δεν θίγει την εφαρμογή των κανόνων αναγκαστικού δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστού που διέπουν την κατάσταση, ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο.

Εφόσον προβλέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους, είναι δυνατόν να εφαρμοστούν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του κράτους μέλους όπου βρίσκεται ο κίνδυνος ή του κράτους μέλους που επιβάλλει την υποχρέωση ασφάλισης, εάν και στον βαθμό που, σύμφωνα με το δίκαιο των χωρών αυτών, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση.

Όταν η σύμβαση καλύπτει κινδύνους που βρίσκονται σε περισσότερα κράτη μέλη, για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου θεωρείται ότι η σύμβαση αντιπροσωπεύει πολλές συμβάσεις καθεμία από τις οποίες αναφέρεται σε ένα μόνον κράτος μέλος.

3. Με την επιφύλαξη των προηγουμένων παραγράφων, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν στις ασφαλιστικές συμβάσεις που διέπονται από την παρούσα οδηγία τους γενικούς κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου τους για τις ενοχές εκ συμβάσεων.

ê 88/357/ΕΟΚ άρθρο 8

3. Όταν, σε περίπτωση υποχρεωτικής ασφάλισης, υπάρχει σύγκρουση μεταξύ του δικαίου του κράτους μέλους όπου βρίσκεται ο κίνδυνος και του δικαίου του κράτους μέλους που επιβάλλει την υποχρεωτική ασφάλιση, υπερισχύει το τελευταίο αυτό δίκαιο.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 30 παρ. 1

4. α) με την επιφύλαξη του στοιχείου γ) της παρούσας παραγράφου, το άρθρο 7 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο εφαρμόζεται όταν η ασφαλιστική σύμβαση παρέχει κάλυψη σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, από τα οποία ένα τουλάχιστον επιβάλλει την υποχρεωτική σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης.

ê 88/357/ΕΟΚ άρθρο 8

γ) Ένα κράτος μέλος μπορεί, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7, να ορίσει ότι εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση υποχρεωτικής ασφάλισης είναι το δίκαιο του κράτους που επιβάλλει την υποχρεωτική ασφάλιση.

ê 88/357/ΕΟΚ (προσαρμοσμένο)

Ö Τμήμα 2 – Υποχρεωτική ασφάλιση Õ

ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΛΑΙΩΝ

Άρθρο 177 Ö Συναφείς υποχρεώσεις Õ

ê 88/357/ΕΟΚ άρθρο 8 (προσαρμοσμένο)

1. Σύμφωνα με τους όρους του παρόντος άρθρου, οΟι ασφαλιστικές επιχειρήσεις Ö ζημιών Õ μπορούν να προτείνουν και να συνάπτουν συμβάσεις υποχρεωτικής ασφάλισης σύμφωνα με τους κανόνες της παρούσας οδηγίας καθώς και της πρώτης οδηγίας Ö , σύμφωνα με τους όρους του παρόντος άρθρου Õ.

2. Όταν ένα κράτος μέλος θεσπίζει την υποχρεωτική ασφάλιση, η Ö μια ασφαλιστική Õ σύμβαση θεωρείται ότι πληροί την υποχρέωση αυτή, μόνον εάν τηρεί Ö είναι σύμφωνη με Õ τις ειδικές διατάξεις που διέπουν την εν λόγω ασφάλιση στο κράτος μέλος αυτό.

3.δ) Όταν ο ασφαλιστής Ö η ασφαλιστική επιχείρηση Õ υποχρεούται να δηλώσει στις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους μέλους που προβλέπει Ö επιβάλλει Õ την υποχρεωτική ασφάλιση κάθε παύση της εγγύησης, η παύση αυτή αντιτάσσεται έναντι των ζημιωθέντων τρίτων, μόνον υπό τους όρους που προβλέπει η νομοθεσία του κράτους Ö μέλος αυτό Õ αυτού.

4. α) Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή τους κινδύνους για τους οποίους η νομοθεσία τους προβλέπει υποχρεωτική ασφάλιση, αναφέροντας Ö τα εξής Õ :

α) τις ειδικές διατάξεις που διέπουν την ασφάλιση αυτή,·

β) τα στοιχεία τα οποία πρέπει να περιλαμβάνει το πιστοποιητικό που ο ασφαλιστής υποχρεούται να χορηγήσει στον ασφαλισμένο Ö η επιχείρηση ασφάλισης ζημιών Õ, όταν το κράτος Ö μέλος Õ αυτό ζητά να αποδειχθεί ότι η υποχρέωση ασφάλισης έχει τηρηθεί., Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν να περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων αυτών Ö συμπεριλαμβανομένης, εάν το απαιτεί το κράτος μέλος, Õ δήλωσης του ασφαλιστού Ö της ασφαλιστικής επιχείρησης Õ ότι η σύμβαση είναι σύμφωνη με τις ειδικές διατάξεις που διέπουν τη συγκεκριμένη ασφάλιση.

β) Η Επιτροπή δημοσιεύει τις πληροφορίες του στοιχείου α) πρώτου εδαφίου στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

5. γ) Τα κράτη μέλη δέχονται, ως απόδειξη ότι έχει τηρηθεί η υποχρεωτική ασφάλιση, έγγραφο το περιεχόμενο του οποίου είναι σύμφωνο με το Ö πιστοποιητικό που αναφέρεται στην Õ παράγραφο 4 στοιχείο αβ) δεύτερη περίπτωση.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 32

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΛΑΙΩΝ

Άρθρο 32 Εφαρμοστέο δίκαιο

1. Εφαρμοστέο δίκαιο στις ασφαλιστικές συμβάσεις τις σχετικές με τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία είναι το δίκαιο του κράτους μέλους της ασφαλιστικής υποχρέωσης.

Πάντως, εφόσον το δίκαιο αυτού του κράτους το επιτρέπει, τα συμβαλλόμενα μέρη δικαιούνται να επιλέξουν το δίκαιο άλλης χώρας.

2. Όταν ο αντισυμβαλλόμενος είναι φυσικό πρόσωπο και έχει τη συνήθη διαμονή του σε κράτος μέλος, εκτός του κράτους του οποίου είναι υπήκοος, τα συμβαλλόμενα μέρη δικαιούνται να επιλέξουν το δίκαιο του κράτους μέλους, του οποίου είναι υπήκοος.

3. Όταν ένα κράτος μέλος περιλαμβάνει περισσότερες της μιας εδαφικές ενότητες, σε καθεμία από τις οποίες ισχύουν ιδιαίτεροι κανόνες που διέπουν τις ενοχές εκ συμβάσεων, κάθε εδαφική ενότητα λογίζεται, για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δυνάμει της παρούσας οδηγίας δικαίου, ως χώρα.

Το κράτος μέλος, στο οποίο οι διάφορες εδαφικές ενότητες έχουν δικούς τους κανόνες που διέπουν τις ενοχές εκ συμβάσεων, δεν υποχρεούται να εφαρμόζει τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας στις ανακύπτουσες συγκρούσεις μεταξύ των δικαίων των εδαφικών αυτών ενοτήτων.

4. Με το παρόν άρθρο δεν θίγεται η εφαρμογή των οικείων κανόνων αναγκαστικού δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστού (lex fori), ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο.

Εφόσον προβλέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους, είναι δυνατόν να ισχύουν οι διατάξεις δημοσίας τάξης του δικαίου του κράτους μέλους της ασφαλιστικής υποχρέωσης, εάν και στο βαθμό που σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής, ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση.

5. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 έως 4, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν στις ασφαλιστικές συμβάσεις, στις οποίες αναφέρεται η παρούσα οδηγία, τους δικούς τους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου για τις ενοχές εκ συμβάσεων.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 33 (προσαρμοσμένο)

Ö Τμήμα 3 – Διατάξεις γενικού συμφέροντος Õ

Άρθρο 178 Διατάξεις γενικού συμφέροντος

Το Ö κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται ο κίνδυνος ή το Õ κράτος μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης δεν μπορεί να εμποδίζει τον αντισυμβαλλόμενο να συνάπτει σύμβαση με ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια λειτουργίας υπό τους όρους του άρθρου 4 14, εφόσον η Ö σύναψη της Õ σύμβασης αυτής δεν αντιβαίνει προς τις νομικές διατάξεις περί γενικού συμφέροντος που ισχύουν Ö στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται ο κίνδυνος ή Õ στο κράτος μέλος της υποχρέωσης.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 29 (προσαρμοσμένο)

Ö Τμήμα 4 – Όροι ασφαλιστηρίων συμβολαίων και τιμολόγια Õ

Ö Άρθρο 179 Ασφάλιση ζημιών Õ

1. Τα κράτη μέλη δεν θεσπίζουν διατάξεις που απαιτούν την προηγούμενη έγκριση ή τη συστηματική κοινοποίηση των γενικών και ειδικών όρων των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, των τιμολογίων και άλλων εντύπων που η ασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να χρησιμοποιήσει στις σχέσεις της με τους αντισυμβαλλομένους.

Προκειμένου να ελέγχουν την τήρηση των εθνικών διατάξεων σχετικά με τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν μόνον τη μη συστηματική κοινοποίηση αυτών των όρων και λοιπών εγγράφων,. χωρίς η απαίτηση αυτή να Ö Οι απαιτήσεις αυτές δεν Õ μπορεί Ö μπορούν Õ να συνιστά Ö συνιστούν Õ για την Ö ασφαλιστική Õ επιχείρηση προϋπόθεση για την άσκηση της δραστηριότητάς της.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 30 (προσαρμοσμένο)

2. Παρά την ύπαρξη αντίθετης διάταξης, έΈνα κράτος μέλος που επιβάλλει την υποχρεωτική σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης μπορεί να απαιτεί Ö από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να κοινοποιούν στην εποπτική αρχή του Õ ότι οι γενικοί και ειδικοί όροι Ö τους γενικούς και ειδικούς όρους Õ των υποχρεωτικών Ö εν λόγω Õ ασφαλίσεων πρέπει να κοινοποιούνται, πριν από την έναρξη εφαρμογής τους, στις αρμόδιες αρχές του.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 29 (προσαρμοσμένο)

3. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να διατηρήσουν ή να καθιερώσουν Ö υποχρέωση Õ την προηγούμενης κοινοποίησης ή την έγκρισης των προτεινόμενων αυξήσεων τιμολογίων, παρά μόνον στο πλαίσιο γενικού συστήματος ελέγχου των τιμών.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 34 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 180 Όροι συμβολαίων και τιμολόγια Ö Ασφάλιση ζωής Õ

Τα κράτη μέλη δεν θεσπίζουν διατάξεις που απαιτούν προηγούμενη συγκατάθεση ή τη συστηματική κοινοποίηση των γενικών και ειδικών όρων των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, των τιμολογίων, των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται ως βάση για τον υπολογισμό των τιμολογίων και των τεχνικών αποθεματικών, των υποδειγμάτων και άλλων εντύπων που η ασφαλιστική επιχείρηση Ö ασφάλισης ζωής Õ προτίθεται να χρησιμοποιήσει στις σχέσεις της με τους αντισυμβαλλομένους.

Κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου Ö Ωστόσο, το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί Õ, και αποκλειστικά και μόνον για να ελέγχεται η τήρηση των εθνικών διατάξεων σχετικά με τις αναλογιστικές αρχές, το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να απαιτεί τη συστηματική κοινοποίηση των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται ως βάση για τον υπολογισμό των τιμολογίων και των τεχνικών αποθεματικών,. χωρίς όμως η τήρηση της απαίτησης αυτής να συνιστά για την ασφαλιστική επιχείρηση απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση των δραστηριοτήτων της. Ö Οι απαιτήσεις αυτές δεν μπορούν να συνιστούν για την ασφαλιστική επιχείρηση προϋπόθεση για την άσκηση της δραστηριότητάς της. Õ

Το αργότερο έως την 1η Ιουλίου 1999, η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο έκθεση περί της εφαρμογής των διατάξεων αυτών.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 31 (προσαρμοσμένο)

Ö Τμήμα 5 – Πληροφορίες προς τους αντισυμβαλλομένους Õ

Ö Υποτμήμα 1 – Ασφάλιση ζημιών Õ

Ö Άρθρο 181 Γενικές πληροφορίες προς τους αντισυμβαλλομένους Õ

1. Πριν από τη σύναψη μιας ασφαλιστικής σύμβασης Ö ασφάλισης ζημιών Õ, ο αντισυμβαλλόμενος πρέπει να ενημερώνεται από την ασφαλιστική επιχείρηση Ö ασφάλισης ζημιών για τα εξής Õ:

α) για το εφαρμοστέο επί της σύμβασης δίκαιο, εάν τα μέρη δεν έχουν ελευθερία επιλογής·

β) ή, εάν έχουν την ελευθερία Ö επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου Õ αυτή, για το δίκαιο που προτείνει ο ασφαλιστής,.

Ö Η ασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει επίσης τον αντισυμβαλλόμενο Õ για τις διατάξεις περί εξέτασης των προσφυγών των αντισυμβαλλομένων για θέματα σχετικά με τη σύμβαση, περιλαμβανομένης ενδεχομένως και της ύπαρξης ενός οργάνου αρμοδίου να εξετάζει τις προσφυγές αυτές, με την επιφύλαξη της δυνατότητας του αντισυμβαλλομένου να προσφύγει στη δικαιοσύνη.

2. Η υποχρέωση Ö Οι υποχρεώσεις Õ που προβλέπεται Ö προβλέπονται Õ στην παράγραφο 1 ισχύει Ö ισχύουν Õ μόνον όταν ο αντισυμβαλλόμενος είναι φυσικό πρόσωπο.

3. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου των παραγράφων 1 και 2 ρυθμίζονται με τη νομοθεσία Ö θεσπίζονται από Õ του κράτους μέλους όπου βρίσκεται ο κίνδυνος.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 43 (προσαρμοσμένο)

Ö Άρθρο 182 Συμπληρωματικές πληροφορίες στην περίπτωση ασφάλισης ζημιών υπό καθεστώς εγκατάστασης ή υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών Õ

21. Όταν μια ασφάλιση Ö ζημιών Õ διενεργείται υπό καθεστώς εγκατάστασης ή υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, πρέπει να γνωστοποιείται στον αντισυμβαλλόμενο, πριν από την ανάληψη οποιασδήποτε υποχρέωσης, το όνομα η ονομασία του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η εταιρική έδρα της επιχείρησης, και, ενδεχομένως, το υποκατάστημα, με την οποία ή το οποίο θα συναφθεί η σύμβαση.

Αν δοθούν στον αντισυμβαλλόμενο έγγραφα, πρέπει να περιέχεται σ’ αυτά η πληροφορία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν αφορούν τους Ö μεγάλους Õ κινδύνους που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 του κανονισμού [ROME I] 5 στοιχείο δ) της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ.

32. Η σύμβαση ή κάθε άλλο έγγραφο που παρέχει την κάλυψη, καθώς και η πρόταση ασφάλισης, εφόσον είναι δεσμευτική για τον αντισυμβαλλόμενο, πρέπει να αναφέρουν τη διεύθυνση της εταιρικής έδρας και, κατά περίπτωση, του υποκαταστήματος της ασφαλιστικής επιχείρησης Ö ασφάλισης ζημιών Õ που παρέχει την κάλυψη.

Κάθε κράτος μέλος Ö Τα κράτη μέλη Õ δύνανται να απαιτήσει Ö απαιτούν Õ να εμφαίνονται επίσης στα έγγραφα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, το όνομα και η διεύθυνση του αντιπροσώπου της ασφαλιστικής επιχείρησης Ö ασφάλισης ζημιών Õ που αναφέρεται στο άρθρο 146 παράγραφος 2 στοιχείο α) 12α παράγραφος 4 της οδηγίας 88/357/ΕΟΚ.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 36 (προσαρμοσμένο)

Ö Υποτμήμα 2 – Ασφάλιση ζωής Õ

Άρθρο 183 Πληροφορίες προς τους αντισυμβαλλομένους

1. Πριν συναφθεί η ασφαλιστική σύμβαση Ö ασφάλισης ζωής Õ , πρέπει να ανακοινώνονται στον αντισυμβαλλόμενο τουλάχιστον οι πληροφορίες που απαριθμούνται Ö προβλέπονται Õ στο παράρτημα ΙΙI σημείο Α στις παραγράφους 2 και 3.

ê 2002/83/ΕΚ παράρτημα III (προσαρμοσμένο)

Α. Πριν από τη σύναψη της σύμβασης

2. Ö Ανακοινώνονται οι ακόλουθες Õ Ππληροφορίες σχετικά με την ασφαλιστική επιχείρηση Ö ασφάλισης ζωής: Õ

α.) 1 Επωνυμία, σκοπός και νομική μορφή της εταιρείας Ö επιχείρησης Õ ·

αβ.) 2 Καθορισμός Ö Ονομασία Õ του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η έδρα και, ενδεχομένως, το πρακτορείο ή το υποκατάστημα, με το οποίο συνάπτεται η σύμβαση·

αγ.) 3 Διεύθυνση της έδρας και, ενδεχομένως, του πρακτορείου ή υποκαταστήματος, με το οποίο συνάπτεται η σύμβαση.

3. Ö Ανακοινώνονται οι ακόλουθες Õ Ππληροφορίες σχετικά με την ασφαλιστική υποχρέωση:

α.) 4 Ορισμός των παροχών και προαιρέσεων·

αβ.) 5 Διάρκεια της σύμβασης·

αγ.) 6 Τρόπος καταγγελίας της σύμβασης·

αδ.) 7 Λεπτομέρειες και διάρκεια καταβολής των ασφαλίστρων·

αε.) 8 Τρόπος υπολογισμού και διανομής των συμμετοχών στα κέρδη·

αστ.) 9 Προσδιορισμός των αξιών εξαγοράς και της έκτασης, στην οποία αυτές είναι εγγυημένες·

αζ.) 10 Πληροφορίες για τα ασφάλιστρα που αφορούν κάθε εγγύηση, είτε κύρια είτε συμπληρωματική, όποτε είναι απαραίτητες παρόμοιες πληροφορίες·

αη.) 11 Απαρίθμηση των αξιών αναφοράς (λογιστικών μονάδων) που χρησιμοποιήθηκαν στις συμβάσεις μεταβλητού κεφαλαίου (unit-linked policies)·

αθ.) 12 Πληροφορίες για τη φύση των αντιπροσωπευτικών στοιχείων του ενεργητικού επί συμβάσεων μεταβλητού κεφαλαίου·

αι.) 13 Τρόπος άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης·

αια.) 14 Γενικές ενδείξεις περί το φορολογικό καθεστώς που ισχύει για τον συγκεκριμένο τύπο ασφαλιστηρίου·

αιβ.) 15 Διατάξεις σχετικές με την εξέταση των αιτιάσεων των αντισυμβαλλομένων, ασφαλισμένων ή των δικαιούχων συμβάσεως, όσον αφορά τη σύμβαση,· συμπεριλαμβάνεται, ενδεχομένως, η ύπαρξη φορέα αρμόδιου για την εξέταση των αιτιάσεων, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας άσκησης ενδίκου μέσου·

αιγ.) 16 Το εφαρμοστέο δίκαιο της σύμβασης, εάν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν δικαίωμα επιλογής, ή, αν έχουν δικαίωμα να επιλέγουν, το εφαρμοστέο δίκαιο και, στην περίπτωση αυτή, το δίκαιο του οποίου την επιλογή προτείνει ο ασφαλιστής.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 36 (προσαρμοσμένο)

24. Ο αντισυμβαλλόμενος πρέπει να ενημερώνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης για τις τροποποιήσεις που αφορούν τις Ö ακόλουθες Õ πληροφορίες: που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙI σημείο Β.

ê 2002/83/ΕΚ παράρτημα III (προσαρμοσμένο)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Πληροφορίες προς τους αντισυμβαλλομένους

B. Κατά τη διάρκεια της σύμβασης

α) Εκτός από τους γενικούς και ειδικούς όρους· που πρέπει να γνωστοποιούνται στον αντισυμβαλλόμενο, ο τελευταίος πρέπει να έχει τις ακόλουθες πληροφορίες καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης:

Πληροφορίες που αφορούν την ασφαλιστική επιχείρηση

β).1 Κκάθε μεταβολή στην επωνυμία ή τον σκοπό της εταιρείας Ö επιχείρησης ασφάλισης ζωής Õ , τη νομική μορφή Ö της Õ ή τη διεύθυνση της έδρας και, ενδεχομένως, του πρακτορείου ή του υποκαταστήματος, με το οποίο συνάπτεται η σύμβαση·

Πληροφορίες που αφορούν την ασφαλιστική υποχρέωση

γ)β.2 Κκάθε πληροφορία σχετική με Ö που προβλέπεται Õ τα σημεία α.4 έως α.12 του μέρους Α στην παράγραφο 3 στοιχεία δ) έως ι), σε περίπτωση τροποποίησης Ö των όρων Õ της σύμβασης ή της εφαρμοστέας νομοθεσίας·

δ)β.3 Κκάθε χρόνο, πληροφορίες για την κατάσταση της συμμετοχής στα κέρδη.

5. Οι ακόλουθες πληροφορίες πρέπει να γνωστοποιούνται στον αντισυμβαλλόμενο είτε (Α) πριν από τη σύναψη της σύμβασης είτε (Β) κατά τη διάρκεια της σύμβασης, Ö που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 Õ διατυπώνονται με σαφήνεια και ακρίβεια, και παρέχονται γραπτώς σε μια επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους της ασφαλιστικής υποχρέωσης.

Επιτρέπεται, όμως, να παρέχονται οι πληροφορίες σε άλλη γλώσσα, εφόσον το ζητήσει ο αντισυμβαλλόμενος και το επιτρέπει το δίκαιο του κράτους μέλους ή ο αντισυμβαλλόμενος δικαιούται να επιλέξει το εφαρμοστέο δίκαιο.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 36 (προσαρμοσμένο)

36. Το κράτος μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης δεν μπορεί να απαιτεί από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις Ö ασφάλισης ζωής Õ να χορηγούν πληροφορίες επιπλέον εκείνων που απαριθμούνται στις παραγράφους 2, 3 και 4 στο παράρτημα III, παρά μόνον στην περίπτωση που οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για τη σωστή κατανόηση Ö από πλευράς του αντισυμβαλλομένου Õ των βασικών στοιχείων της υποχρέωσης εκ μέρους του αντισυμβαλλόμενου.

47. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου των παραγράφων 1 έως 6 και του παραρτήματος III θεσπίζονται από το κράτος μέλος της υποχρέωσης.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 35 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 184 Χρόνος καταγγελίας

1. Κάθε κράτος μέλος ορίζει Ö Τα κράτη μέλη Õ ορίζουν ότι ο αντισυμβαλλόμενος Ö οι αντισυμβαλλόμενοι Õ μιας σύμβασης Ö συμβάσεων Õ ατομικής ασφάλισης ζωής διαθέτει Ö διαθέτουν Õ προθεσμία υπαναχώρησης μεταξύ 14 και 30 ημερών από τη στιγμή που πληροφορήθηκε Ö πληροφορήθηκαν Õ τη σύναψη της σύμβασης.

Η κοινοποίηση υπαναχώρησης του αντισυμβαλλομένου Ö των αντισυμβαλλομένων Õ συνεπάγεται την εφεξής απαλλαγή του Ö τους Õ από όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση αυτή.

Οι λοιπές έννομες συνέπειες και οι όροι της υπαναχώρησης ρυθμίζονται σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 32, ιδίως όσον αφορά τον προσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο ο αντισυμβαλλόμενος πληροφορείται τη σύναψη της σύμβασης.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν Ö να επιλέξουν Õ να μην εφαρμόσουν την παράγραφο 1 Ö στις ακόλουθες περιπτώσεις: Õ

Ö α) όταν η σύμβαση έχει Õ στις συμβάσεις με διάρκεια ίση ή κατώτερη των έξι μηνών,·

β) καθώς και όταν, λόγω της ιδιότητας του αντισυμβαλλομένου ή των περιστάσεων, υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση, ο αντισυμβαλλόμενος δεν χρειάζεται την ειδική αυτή προστασία.

Ö Σε περίπτωση που Õ Ττα κράτη μέλη Ö κάνουν χρήση της επιλογής που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, το Õ προσδιορίζουν στη νομοθεσία τους σε ποιες περιπτώσεις δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 1.

ê 88/357/ΕΟΚ άρθρο 4 (προσαρμοσμένο)

Ö ΚΕΦΑΛΑΙΟ II – ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΖΗΜΙΩΝ Õ

Ö Τμήμα 1 – Γενικές διατάξεις Õ

Άρθρο 185 Ö Όροι ασφαλιστηρίων συμβολαίων Õ

Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας και της πρώτης οδηγίας, οΟι γενικοί και οι ειδικοί όροι των ασφαλιστηρίων δεν περιλαμβάνουν τους Ö όποιους Õ ιδιαίτερους όρους που προβλέπονται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση για την κάλυψη των ιδιαιτεροτήτων του ασφαλιστέου κινδύνου.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 3 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 186 Ö Κατάργηση των μονοπωλίων Õ

Με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 2, τΤα κράτη μέλη θεσπίζουν όλες τις αναγκαίες διατάξεις για Ö εξασφαλίζουν Õ την κατάργηση, το αργότερο την 1η Ιουλίου 1994, των μονοπωλίων σχετικά με την πρόσβαση σε ορισμένους κλάδους ασφαλίσεων που έχουν παραχωρηθεί σε οργανισμούς εγκατεστημένους στο έδαφός τους, οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 8 4 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ.

ê 92/49/ ΕΟΚ άρθρο 45 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 187 Ö Συμμετοχή σε εθνικά συστήματα εγγύησης Õ

2. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών Ö Τα κράτη μέλη υποδοχής δύνανται Õ να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις Ö ασφάλισης ζημιών Õ που λειτουργούν στο έδαφός τους, υπό καθεστώς εγκατάστασης ή υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, την προσχώρηση και τη συμμετοχή, με τους ίδιους όρους που ισχύουν και για τις επιχειρήσεις Ö ασφάλισης ζημιών Õ που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σ’ αυτά τα κράτη μέλη Ö στο έδαφός τους Õ , σε κάθε σύστημα που αποσκοπεί στην εγγύηση της καταβολής των αιτούμενων αποζημιώσεων στους ασφαλισμένους και στους ζημιωθέντες τρίτους.

ê 78/473/ΕΟΚ άρθρο 1 (προσαρμοσμένο)

Ö Τμήμα 2 – Κοινοτική συνασφάλιση Õ

Άρθρο 188 Ö Πράξεις κοινοτικής συνασφάλισης Õ

1. Η παρούσα οδηγία Το παρόν τμήμα εφαρμόζεται στις πράξεις κοινοτικής συνασφαλίσεως συνασφάλισης,. που προβλέπονται στο άρθρο 2 και αναφέρονται στους κινδύνους που ταξινομούνται υπό τους αριθμούς 4, 5, 6, 7, 8, 9, 11, 12, 13, και 16 του σημείου Α του παραρτήματος της πρώτης οδηγίας του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριοτήτων πρωτασφαλίσεως εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτών[74], καλουμένη εφεξής «πρώτη οδηγία συντονισμού».

2. Η παρούσα οδηγία αφορά τους κινδύνους που προβλέπονται στην παράγραφο 1 εδάφιο πρώτο, οι οποίοι από τη φύση τους ή τη σπουδαιότητά τους απαιτούν για την εγγύησή τους τη συμμετοχή πολλών ασφαλιστών.

Οι δυσχέρειες που μπορεί να ανακύψουν κατά την εφαρμογή της αρχής αυτής, θα αποτελέσουν αντικείμενο εξετάσεως δυνάμει του άρθρου 8.

ê 78/473/ΕΟΚ άρθρο 2 (προσαρμοσμένο)

1. Οι μόνες εργασίες κοινοτικής συνασφαλίσεως Ö οι οποίες είναι οι εργασίες συνασφάλισης που αναφέρονται σε έναν ή περισσότερους από τους κινδύνους που ταξινομούνται στους κλάδους 3 έως 16 στο σημείο Α του παραρτήματος Ι και Õ που ανταποκρίνονται στους ακόλουθους όρους:

Ö α) ο κίνδυνος είναι μεγάλος κίνδυνος κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κανονισμού [ROME I]· Õ

αβ) ο κίνδυνος, υπό την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1, καλύπτεται, Ö δια κοινής συμβάσεως με συνολικό ασφάλιστρο και για την ίδια διάρκεια, Õ από πολλές ασφαλιστικές επιχειρήσεις που αποκαλούνται εφεξής «συνασφαλιστές» Ö ως «συνασφαλιστές», χωρίς να υπάρχει αλληλέγγυη υποχρέωση μεταξύ τους Õ, από τις οποίες μία είναι ο κύριος ασφαλιστής Ö η κύρια ασφαλιστική επιχείρηση Õ , χωρίς να υπάρχει αλληλέγγυη υποχρέωση μεταξύ τους, δια κοινής συμβάσεως με συνολικό ασφάλιστρο και για την ίδια διάρκεια·

βγ) ο κίνδυνος αυτός ευρίσκεται στο εσωτερικό της Κοινότητος Κοινότητας·

γδ) για την εγγύηση του κινδύνου αυτού, ο κύριος ασφαλιστής αναλαμβάνει την εντολή υπό τους όρους που προβλέπονται στην πρώτη οδηγία συντονισμού, δηλαδή Ö η κύρια ασφαλιστική επιχείρηση Õ θεωρείται ως ο ασφαλιστής Ö η ασφαλιστική επιχείρηση Õ που θα κάλυπτε ολόκληρο τον κίνδυνο·

δε) ένας τουλάχιστον από τους συνασφαλιστές συμμετέχει στη σύμβαση από την εταιρική έδρα του ή ένα πρακτορείο ή υποκατάστημα εγκατεστημένο Ö που βρίσκονται Õ σε ένα Κκράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του κυρίου ασφαλιστού Ö της κύριας ασφαλιστικής επιχείρησης Õ ·

εστ) ο κύριος ασφαλιστής Ö η κύρια ασφαλιστική επιχείρηση Õ αναλαμβάνει πλήρως τον ρόλο που του της ανατίθεται στην πρακτική της συνασφαλίσεως συνασφάλισης, και ιδίως προσδιορίζει τους όρους ασφαλίσεως ασφάλισης και το ύψος των ασφαλίστρων.

ê 78/473/ΕΟΚ άρθρο 1 παρ. 1 (προσαρμοσμένο)

Ö 2. Το παρόν τμήμα Õ Δδεν εφαρμόζεται εν τούτοις στις εργασίες κοινοτικής συνασφαλίσεως συνασφάλισης που αναφέρονται στους κινδύνους τους ταξινομημένους υπό τον αριθμό στον κλάδο 13 στο σημείο Α του παραρτήματος Ι και αφορούν τις ζημίες πυρηνικής ή φαρμακευτικής φύσεως. Ο αποκλεισμός της ασφαλίσεως των ζημιών φαρμακευτικής φύσεως θα εξετασθεί από το Συμβούλιο μέσα σε προθεσμία πέντε ετών από την κοινοποίηση της παρούσης οδηγίας.

ò νέο

3. Τα άρθρα 145 έως 150 εφαρμόζονται μόνον στην κύρια ασφαλιστική επιχείρηση.

ê 78/473/ΕΟΚ άρθρο 2 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

24. Οι πράξεις συνασφαλίσεως συνασφάλισης, που δεν πληρούν τους όρους της παραγράφου 1 ή που αναφέρονται σε κινδύνους διαφορετικούς από εκείνους που απαριθμούνται στο άρθρο 1, συνεχίζουν να υπόκεινται στις εθνικές νομοθεσίες, που υφίστανται κατά το χρόνο ενάρξεως της ισχύος Ö διατάξεις Õ της παρούσης παρούσας οδηγίας, ð πλην εκείνων του παρόντος τμήματος ï.

ê 78/473/ΕΟΚ άρθρο 3 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 189 Ö Συμμετοχή σε κοινοτική συνασφάλιση Õ

Η ευχέρεια συμμετοχής Ö των ασφαλιστικών επιχειρήσεων Õ σε κοινοτική συνασφάλιση για τις επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους σε ένα Κράτος μέλος και που υπόκεινται και ανταποκρίνονται στις διατάξεις της πρώτης οδηγίας συντονισμού, δεν δύναται να υπόκειται σε διατάξεις άλλες από εκείνες της παρούσης οδηγίας του παρόντος τμήματος.

ê 78/473/ΕΟΚ άρθρο 4 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

Άρθρο 190 Ö Τεχνικά αποθεματικά Õ

Το ύψος των τεχνικών αποθεματικών προσδιορίζεται από τους διάφορους συνασφαλιστές σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται από το Κκράτος μέλος Ö καταγωγής τους Õ στο οποίο είναι εγκατεστημένοι ή, ελλείψει αυτών Ö κανόνων Õ , σύμφωνα με την εν χρήσει πρακτική στο Κκράτος αυτό.

Πάντως, το αποθεματικό προς πληρωμή των ατυχημάτων ð τα τεχνικά αποθεματικά ï είναι τουλάχιστον ίσο Ö ίσα Õ προς το αποθεματικό που καθορίζεται από τον κύριο ασφαλιστή σύμφωνα με τους κανόνες ή την πρακτική του Κκράτους μέλους Ö καταγωγής του Õ , στο οποίο αυτός είναι εγκατεστημένος.

2. Τα τεχνικά αποθεματικά τα οποία συνιστώνται από τους διάφορους συνασφαλιστές αντιπροσωπεύονται από αντίστοιχα περιουσιακά στοιχεία.

Ως προς τον κανόνα πάντως της αντιστοιχίας δύνανται να παραχωρούνται διευκολύνσεις από τα Κράτη μέλη, στα οποία είναι εγκατεστημένοι οι συνασφαλιστές, για να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες της χρηστής διαχειρίσεως των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Τα περιουσιακά στοιχεία ευρίσκονται είτε στα Κράτη μέλη στα οποία είναι εγκατεστημένοι οι συνασφαλιστές είτε στο Κράτος μέλος που είναι εγκατεστημένος ο κύριος ασφαλιστής, κατ’ επιλογή των ασφαλιστών.

ê 78/473/ΕΟΚ άρθρο 5 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 191 Ö Στατιστικά στοιχεία Õ

Τα Κκράτη μέλη Ö καταγωγής Õ μεριμνούν ώστε οι συνασφαλιστές, που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτειά τους, να διαθέτουν στατιστικά στοιχεία που αποκαλύπτουν Ö να εμφαίνουν Õ τη σπουδαιότητα των πράξεων κοινοτικής συνασφαλίσεως συνασφάλισης Ö στις οποίες συμμετέχουν, Õ καθώς και τις ενδιαφερόμενες χώρες Ö τα σχετικά κράτη μέλη Õ .

ê 78/473/ΕΟΚ άρθρο 7 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 192 Ö Μεταχείριση των συμβάσεων συνασφάλισης σε διαδικασίες εκκαθάρισης Õ

Σε περίπτωση εκκαθαρίσεως εκκαθάρισης μιας ασφαλιστικής εταιρίας Ö επιχείρησης Õ , οι υποχρεώσεις που προκύπτουν Ö απορρέουν Õ από τη συμμετοχή σε σύμβαση κοινοτικής συνασφαλίσεως συνασφάλισης εκτελούνται Ö εκπληρώνονται Õ κατά τον ίδιο τρόπο όπως και οι υποχρεώσεις που προκύπτουν Ö απορρέουν Õ από άλλες Ö ασφαλιστικές Õ συμβάσεις ασφαλίσεως της εταιρίας Ö επιχείρησης Õ αυτής, άνευ διακρίσεως λόγω εθνικότητος Ö αδιακρίτως ιθαγένειας Õ των ασφαλισμένων και των δικαιούχων.

ê 78/473/ΕΟΚ άρθρο 6 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 193 Ö Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ εποπτικών αρχών Õ

Ö Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος τμήματος, Õ Οοι Ö εποπτικές Õ αρχές ελέγχου των Κκρατών μελών συνεργάζονται στενά για την εφαρμογή της παρούσης οδηγίας και Ö , στο πλαίσιο της συνεργασίας που αναφέρεται στον τίτλο I κεφάλαιο IV τμήμα 5, Õ διαβιβάζουν η μία στην άλλη κάθε απαραίτητη πληροφορία για το σκοπό αυτό.

ê 78/473/ΕΟΚ άρθρο 8 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 194 Ö Συνεργασία για την εφαρμογή Õ

Η Επιτροπή και οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές των Κκρατών μελών συνεργάζονται στενά με σκοπό την εξέταση των δυσκολιών που θα ηδύναντο ήταν δυνατόν να προκύψουν κατά την εφαρμογή της παρούσης οδηγίας του παρόντος τμήματος.

Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, εξετάζεται ιδίως κάθε πρακτική που θα αποκάλυπτε ενδεχομένως Ö αποτελούσε ένδειξη Õ ότι καταστρατηγείται το αντικείμενο των διατάξεων της παρούσης οδηγίας και ιδίως του άρθρου 1 παράγραφος 2 καθώς και του άρθρου 2 είτε διότι ο κύριος ασφαλιστής Ö η κύρια ασφαλιστική επιχείρηση Õ δεν παίζει πλέον τον ρόλο που του Ö της Õ ανατίθεται στην πρακτική της συνασφαλίσεως συνασφάλισης, είτε διότι οι κίνδυνοι δεν απαιτούν εμφανώς για την εγγύησή τους τη συμμετοχή πολλών ασφαλιστών.

ê 84/641/ΕΟΚ άρθρο 15 (προσαρμοσμένο)

Ö Τμήμα 3 – Βοήθεια Õ

Άρθρο 195 Ö Δραστηριότητες παρεμφερείς με την τουριστική βοήθεια Õ

Κάθε κράτος μπορεί, στο έδαφός του, Ö Τα κράτη μέλη μπορούν Õ να υπαγάγει Ö υπαγάγουν Õ στο καθεστώς που θεσπίζει η πρώτη της παρούσας οδηγίας δραστηριότητες παροχής βοήθειας στα πρόσωπα που περιέρχονται σε δυσχερή θέση υπό περιστάσεις άλλες από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 1 2 παράγραφος 2.

Αν ένα κράτος μέλος κάνει χρήση της ευχέρειας αυτής, εξομοιώνει, για την εφαρμογή αυτή, τις προαναφερόμενες δραστηριότητες με εκείνες που κατατάσσονται στον κλάδο 18 του σημείου στο σημείο Α του παραρτήματος I της πρώτης οδηγίας, υπό την επιφύλαξη του σημείου Γ αυτού.

Το προηγούμενο Ö δεύτερο Õ εδάφιο δεν θίγει διόλου τις δυνατότητες κατάταξης που προβλέπονται στο παράρτημα I της πρώτης οδηγίας για τις δραστηριότητες που υπάγονται προδήλως σε άλλους κλάδους.

Δεν μπορεί να αρνηθεί την άδεια σε ένα πρακτορείο ή υποκατάστημα με μόνη αιτιολόγηση τη διαφορετική κατάταξη των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου η επιχείρηση έχει την έδρα της.

ê 87/344/ΕΟΚ (προσαρμοσμένο)

Ö Τμήμα 4 – Ασφάλιση νομικής προστασίας Õ

Άρθρο 1

Η παρούσα οδηγία έχει ως αντικείμενο τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την ασφάλιση νομικής προστασίας που προβλέπεται στο σημείο Α.17 του παραρτήματος της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, προκειμένου να διευκολυνθεί η πραγματική άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης και να αποφευχθεί κατά το δυνατόν κάθε κίνδυνος σύγκρουσης συμφερόντων που οφείλεται στο γεγονός ότι ο ασφαλιστής καλύπτει και άλλον ασφαλισμένο ή ότι καλύπτει τον ασφαλισμένο ταυτόχρονα για τους κινδύνους νομικής προστασίας και για τους κινδύνους άλλου κλάδου που προβλέπεται στο παράρτημα αυτό και, αν ανακύψει παρόμοια σύγκρουση, να καθιστά δυνατή την επίλυσή της.

ê 87/344/ΕΟΚ άρθρο 2 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 196 Ö Πεδίο εφαρμογής του παρόντος τμήματος Õ

1. Η παρούσα οδηγία Το παρόν τμήμα εφαρμόζεται στην ασφάλιση νομικής προστασίας., Η ασφάλιση αυτή συνίσταται Ö που αναφέρεται στον κλάδο 17 στο σημείο Α του παραρτήματος Ι και που συνίσταται Õ στην έναντι καταβολής ασφαλίστρου συμβατική δέσμευση Ö μιας ασφαλιστικής επιχείρησης Õ περί αναλήψεως των δικαστικών εξόδων και παροχής άλλων υπηρεσιών που απορρέουν Ö άμεσα Õ από την εν λόγω ασφαλιστική κάλυψη, και ιδίως Ö με σκοπό Õ :

α) στην ανόρθωση της ζημίας Ö ή της βλάβης Õ που υπέστη ο ασφαλισμένος είτε μέσω εξωδίκου συμβιβασμού είτε μέσω αστικής ή ποινικής δίκης,·

β) στην υπεράσπιση ή εκπροσώπηση του ασφαλισμένου σε αστική, ποινική, διοικητική ή άλλη δίκη ή κατ’ απαιτήσεως η οποία εγείρεται εναντίον του.

2. Ωστόσο, στην παρούσα οδηγία Στο παρόν τμήμα δεν εμπίπτει Ö εμπίπτουν τα εξής Õ :

α) η ασφάλιση νομικής προστασίας, όταν αυτή αφορά διαφορές ή κινδύνους που απορρέουν από τη χρήση θαλασσίων πλοίων ή σχετίζονται με τη χρήση αυτή,·

β) η δραστηριότητα του ασφαλιστή Ö ασφαλιστικής επιχείρησης Õ αστικής ευθύνης προς υπεράσπιση ή εκπροσώπηση του ασφαλισμένου πελάτη του σε κάθε δικαστική ή διοικητική διαδικασία, εφόσον αυτή η δραστηριότητα ασκείται συγχρόνως και προς το συμφέρον αυτού του ιδίου Ö αυτής της ιδίας ασφαλιστικής επιχείρησης Õ δυνάμει της κάλυψης αυτής,·

γ) εφόσον ένα κράτος μέλος το επιθυμεί, η δραστηριότητα νομικής προστασίας που την οποία αναπτύσσει ο ασφαλιστής της βοήθειας, εφόσον Ö πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις: Õ

i) αυτή η δραστηριότητα ασκείται σε κράτος Ö μέλος Õ άλλο από εκείνο Ö όπου βρίσκεται Õ της συνήθους Ö η συνήθης Õ διαμονής του ασφαλισμένου,·

ii) Ö η δραστηριότητα Õ αποτελεί τμήμα σύμβασης που αφορά μόνον τη βοήθεια που παρέχεται σε πρόσωπα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά τη διάρκεια μετακινήσεων ή απουσιών από την κατοικία ή τον τόπο Ö συνήθους Õ διαμονής.

Στην περίπτωση αυτή Ö που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο γ) Õ , η ασφαλιστική σύμβαση πρέπει να αναγράφει ευκρινώς τη δήλωση ότι η εν λόγω Ö σχετική Õ κάλυψη περιορίζεται στις περιστάσεις που αναφέρονται στην προηγούμενη περίοδο Ö στο εν λόγω στοιχείο Õ και έχει επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση με τη βοήθεια.

ê 87/344/ΕΟΚ άρθρο 3 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 197 Ö Χωριστές συμβάσεις Õ

1. Η εγγύηση Ö κάλυψη Õ νομικής προστασίας πρέπει να αποτελεί αντικείμενο σύμβασης ξεχωριστής από τη σύμβαση τη συναπτόμενη για άλλους κλάδους ή αντικείμενο ξεχωριστού κεφαλαίου ενός ενιαίου ασφαλιστηρίου, με μνεία του περιεχομένου της εγγύησης Ö κάλυψης Õ νομικής προστασίας Ö και Õ , αν απαιτεί τούτο το κράτος Ö μέλος Õ , και του αντίστοιχου ασφαλίστρου.

Άρθρο 198 Ö Διαχείριση των αξιώσεων αποζημίωσης Õ

21. Κάθε Ö Το Õ κράτος μέλος Ö καταγωγής Õ λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσει εξασφαλίζει ότι οι εγκατεστημένες στην επικράτειά του Ö ασφαλιστικές Õ επιχειρήσεις συμμορφούνται, ανάλογα με τη λύση που επιβάλλει Ö επιλέγει Õ το κράτος μέλος, ή κατ’ επιλογήν τους, αν το κράτος μέλος συμφωνεί, προς μία τουλάχιστον από τις ακόλουθες εναλλακτικές λύσεις: Ö μεθόδους διαχείρισης των αξιώσεων αποζημίωσης που προβλέπονται στις παραγράφους 2, 3 και 4. Õ

Οποιαδήποτε λύση και αν επιλεγεί, οι ασφαλισμένοι κατά κινδύνων Ö που έχουν κάλυψη Õ νομικής προστασίας θεωρείται ότι απολαύουν ισοδύναμων εγγυήσεων βάσει της παρούσας οδηγίας του παρόντος τμήματος.

α)2. η επιχείρηση εξασφαλίζει Ö Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις εξασφαλίζουν Õ ότι κανένα μέλος του προσωπικού που έχει αναλάβει τη διαχείριση των ασφαλιστικών περιπτώσεων του κλάδου νομικής προστασίας ή την παροχή νομικών συμβουλών σχετικών προς τη διαχείριση αυτή δεν ασκεί συγχρόνως παρόμοια δραστηριότητα: - για άλλο κλάδο που καλύπτει η ίδια η επιχείρηση, αν πρόκειται για επιχείρηση πολλαπλών κλάδων, - άσχετα από το αν πρόκειται για επιχείρηση πολλαπλών κλάδων ή για εξειδικευμένη επιχείρηση, σε άλλη επιχείρηση συνδεόμενη με την πρώτη Ö ασφαλιστική επιχείρηση Õ με οικονομικούς, εμπορικούς ή διοικητικούς δεσμούς, η οποία και καλύπτει έναν ή περισσότερους Ö από τους άλλους Õ ασφαλιστικούς κλάδους από αυτούς που αναφέρει η οδηγία 73/239/ΕΟΚ το παράρτημα I·.

Ö Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις πολλαπλών κλάδων εξασφαλίζουν ότι κανένα μέλος του προσωπικού που έχει αναλάβει τη διαχείριση των ασφαλιστικών περιπτώσεων του κλάδου νομικής προστασίας ή την παροχή νομικών συμβουλών σχετικών προς τη διαχείριση αυτή δεν ασκεί συγχρόνως παρόμοια δραστηριότητα για άλλον κλάδο που καλύπτουν οι ίδιες επιχειρήσεις. Õ

β)3. ηΗ Ö ασφαλιστική Õ επιχείρηση αναθέτει τη διαχείριση των ασφαλιστικών περιπτώσεων του κλάδου νομικής προστασίας σε μια νομικά ξεχωριστή επιχείρηση Ö με χωριστή νομική προσωπικότητα Õ . Μνεία της επιχείρησης αυτής γίνεται στη χωριστή σύμβαση ή το χωριστό κεφάλαιο του ασφαλιστηρίου που προβλέπεται στην παράγραφο 1 Ö στο άρθρο 197 Õ.

Αν αυτή η νομικά ξεχωριστή επιχείρηση Ö με τη χωριστή νομική προσωπικότητα Õ συνδέεται με άλλη Ö ασφαλιστική Õ επιχείρηση που ασκεί ασφαλιστική δραστηριότητα σε έναν ή περισσότερους άλλους κλάδους που αναφέρονται στο σημείο Α του παραρτήματος I της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, τα μέλη του προσωπικού της εν λόγω επιχείρησης Ö που έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, Õ τα οποία ασχολούνται με τη διαχείριση ασφαλιστικών περιπτώσεων Ö του κλάδου νομικής προστασίας Õ ή την παροχή νομικών συμβουλών σχετικά με αυτή τη διαχείριση, δεν επιτρέπεται να ασκούν συγχρόνως την αυτή ή παρόμοια δραστηριότητα για την άλλη Ö ασφαλιστική Õ επιχείρηση. Επιπλέον, τΤα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλουν τις αυτές απαιτήσεις για τα μέλη του διευθυντικού Ö διοικητικού ή του διαχειριστικού Õ οργάνου·.

γ)4. η επιχείρηση πρέπει να προβλέπει σΣτη σύμβαση, Ö η ασφαλιστική επιχείρηση παραχωρεί στον ασφαλισμένο Õ το δικαίωμα του ασφαλισμένου να αναθέτει σε δικηγόρο της επιλογής του ή, εφόσον αυτό επιτρέπεται από την εθνική νομοθεσία, σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα, την υπεράσπιση των συμφερόντων του, από τη στιγμή κατά την οποία δικαιούται να ζητήσει παρέμβαση του ασφαλιστή δυνάμει του ασφαλιστηρίου.

ê 87/344/ΕΟΚ άρθρο 4 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 199 Ö Ελευθερία επιλογής δικηγόρου Õ

1. Κάθε ασφαλιστική σύμβαση νομικής προστασίας προβλέπει ρητά ότι Ö τα εξής Õ:

α) σε κάθε δικαστική ή διοικητική διαδικασία, όταν καλείται δικηγόρος, ή κάθε άλλο πρόσωπο που διαθέτει τα προσόντα τα οποία απαιτεί η εθνική νομοθεσία, για να υπερασπίσει ή να εκπροσωπήσει τον ασφαλισμένο ή να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του, ο ασφαλισμένος έχει την ελευθερία της σχετικής επιλογής·

β) ο ασφαλισμένος είναι ελεύθερος να επιλέγει δικηγόρο, ή, αν θέλει και εφόσον το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία, οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που διαθέτει τα κατάλληλα Ö απαιτούμενα Õ προσόντα για την υπεράσπιση των συμφερόντων του, σε περίπτωση που ανακύψει σύγκρουση συμφερόντων.

2. Ö Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, νοείται Õ Ωως « δικηγόρος » νοείται κάθε πρόσωπο που δικαιούται να ασκεί τις επαγγελματικές του δραστηριότητες υπό μία από τις ονομασίες που προβλέπει η οδηγία 77/249/ΕΟΚ του Συμβουλίου[75] της 22ας Μαρτίου 1977 περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους.

ê 87/344/ΕΟΚ άρθρο 5 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 200 Ö Εξαίρεση στην ελευθερία επιλογής δικηγόρου Õ

1. Κάθε κράτος μέλος μπορεί Ö Τα κράτη μέλη μπορούν Õ να εξαιρέσει Ö εξαιρέσουν Õ από την εφαρμογή Ö τις διατάξεις Õ του άρθρου 4 199 παράγραφος 1 την ασφάλιση νομικής προστασίας, αν πληρούνται όλοι οι ακόλουθοι όροι:

α) η ασφάλιση περιορίζεται σε υποθέσεις που προκύπτουν από τη χρησιμοποίηση οδικών οχημάτων στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους·

β) η ασφάλιση συνδέεται με σύμβαση βοηθείας που θα παρέχεται σε περίπτωση ατυχήματος ή βλάβης όπου ενέχεται οδικό όχημα·

γ) ούτε ο ασφαλιστής Ö η ασφαλιστική επιχείρηση Õ της νομικής προστασίας ούτε ο ασφαλιστής της βοήθειας δεν καλύπτουν κλάδο ευθύνης·

δ) λαμβάνονται μέτρα ώστε η παροχή νομικών συμβουλών και η εκπροσώπηση καθενός των διαδίκων σε περίπτωση διαφοράς να εξασφαλίζονται από δικηγόρους τελείως ανεξάρτητους, εφόσον οι εν λόγω διάδικοι είναι ασφαλισμένοι σε θέματα νομικής προστασίας στον ίδιο ασφαλιστή Ö στην ίδια ασφαλιστική επιχείρηση Õ .

2. Η εΕξαίρεση που παραχωρείται από κράτος μέλος σε μία επιχείρηση κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1 δεν θίγει την εφαρμογή του άρθρου 198 3 παράγραφος 2.

ê 87/344/ΕΟΚ άρθρο 6 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 201 Ö Διαιτησία Õ

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε Ö προβλέπουν Õ , Ö για τη ρύθμιση της όποιας διαφοράς μεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης νομικής προστασίας και του ασφαλισμένου, και Õ χωρίς να θίγεται οποιοδήποτε δικαίωμα προσφυγής σε δικαστική αρχή, που ενδεχομένως προβλέπεται από εθνικό δίκαιο, να προβλεφθεί μια διαδικασία διαιτησίας ή άλλη διαδικασία που να παρουσιάζει ανάλογα εχέγγυα αντικειμενικότητας με την οποία να μπορεί να αποφασίζονται, σε περίπτωση διάστασης απόψεων μεταξύ του ασφαλιστή νομικής προστασίας και του ασφαλισμένου του, οι δέουσες ενέργειες για τη ρύθμιση της διαφοράς.

Η ασφαλιστική σύμβαση πρέπει να αναφέρει ότι ο ασφαλισμένος έχει Ö προβλέπει Õ το δικαίωμα Ö του ασφαλισμένου Õ να προσφύγει σε μια τέτοια διαδικασία.

ê 87/344/ΕΟΚ άρθρο 7 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 202 Ö Σύγκρουση συμφερόντων Õ

Κάθε φορά που ανακύπτει σύγκρουση συμφερόντων ή διαφωνία όσον αφορά τη διευθέτηση της διαφοράς, ο ασφαλιστής νομικής προστασίας ή, ανάλογα με την περίπτωση, το γραφείο διακανονισμού ζημιών υποχρεούται να ενημερώνει τον ασφαλισμένο: - για το δικαίωμα που προβλέπει το προβλέπεται στο άρθρο 4 199 παράγραφος 1 - Ö και Õ για τη δυνατότητα να προσφύγει στη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 6 201.

ê 87/344/ΕΟΚ άρθρο 7 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 203 Ö Κατάργηση της αποκλειστικότητας στην ασφάλιση νομικής προστασίας Õ

Τα κράτη μέλη καταργούν κάθε διάταξη η οποία απαγορεύει Ö στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις Õ την άσκηση, στο έδαφός τους, ασφάλισης νομικής προστασίας συγχρόνως με άλλους ασφαλιστικούς κλάδους.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 54 (προσαρμοσμένο)

Ö Τμήμα 5 – Ασφάλιση ασθενείας Õ

Άρθρο 204 Ö Ασφάλιση ασθενείας ως υποκατάστατο της κοινωνικής ασφάλισης Õ

1. Παρά την ύπαρξη αντίθετων διατάξεων, κάθε κράτος μέλος Ö Τα κράτη μέλη Õ στο έδαφος του οποίου Ö των οποίων Õ οι συμβάσεις οι σχετικές με τον κλάδο 2 του σημείου Α του παραρτήματος της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ I μπορούν να αντικαταστήσουν εν μέρει ή πλήρως την κάλυψη ασθενείας που παρέχεται από το νόμιμο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης, μπορεί Ö μπορούν Õ να απαιτεί Ö απαιτούν τα εξής: Õ

α) ότι η σύμβαση πρέπει να είναι σύμφωνη με τις ειδικές νομικές διατάξεις που ισχύουν σε αυτό το κράτος υπέρ του γενικού συμφέροντος για αυτόν τον ασφαλιστικό κλάδο·

β) και Ö πρέπει Õ να ανακοινώνονται οι γενικοί και ειδικοί όροι αυτής της ασφάλισης στις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές αυτού του κράτους μέλους πριν από τη χρησιμοποίησή τους.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν η τεχνική Ö βάση Õ της ασφάλειας ασθενείας, που αναφέρεται στην παράγραφο 1, να είναι ανάλογη με εκείνη της ασφάλειας ζωής, όταν Ö πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις Õ :

α) τα καταβληθέντα ασφάλιστρα υπολογίζονται βάσει πινάκων συχνότητας ασθενειών και άλλων σχετικών στατιστικών στοιχείων στην περίπτωση του κράτους μέλους όπου βρίσκεται ο κίνδυνος, σύμφωνα με τις μαθηματικές μεθόδους που εφαρμόζονται στον τομέα των ασφαλίσεων,·

β) συνιστάται αποθεματικό γήρατος,·

γ) ο ασφαλιστής μπορεί να ακυρώσει τη σύμβαση μόνον κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου, που καθορίζεται από το κράτος όπου βρίσκεται ο κίνδυνος,·

δ) η σύμβαση προβλέπει τη δυνατότητα αύξησης των ασφαλίστρων ή μείωσης των δόσεων, ακόμα και για τις τρέχουσες συμβάσεις,·

ε) η σύμβαση προβλέπει τη δυνατότητα να αλλάζει ο αντισυμβαλλόμενος τη σύμβασή του για μία Ö με Õ νέα σύμβαση σύμφωνη προς την παράγραφο 1, την οποία προτείνει η ίδια ασφαλιστική επιχείρηση ή ο ίδιος κλάδος ασφαλίσεων και Ö η οποία Õ λαμβάνει υπόψη τα κεκτημένα Ö του Õ δικαιώματα.

Ö Στην περίπτωση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο ε), Õ Θα λαμβάνεται ιδίως υπόψη το αποθεματικό γήρατος και θα Ö μπορεί να Õ απαιτείται νέα ιατρική εξέταση μόνον σε περίπτωση επέκτασης της κάλυψης.

Σε παρόμοια περίπτωση, οΟι Ö εποπτικές Õ αρχές αυτού του κράτους μέλους δημοσιεύουν τους πίνακες συχνότητας των ασθενειών και άλλα σχετικά στατιστικά στοιχεία, που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α), και τα διαβιβάζουν στις Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους καταγωγής.

Τα ασφάλιστρα πρέπει να είναι επαρκή, σύμφωνα με εύλογες αναλογιστικές υποθέσεις, ώστε να επιτρέπουν στις Ö ασφαλιστικές Õ επιχειρήσεις να πληρούν Ö εκπληρώνουν Õ όλες τις υποχρεώσεις τους τις σχετικές με όλα τα στοιχεία της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί να ανακοινώνεται η τεχνική βάση υπολογισμού των ασφαλίστρων στις αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές του προτού διατεθεί στην αγορά το προϊόν.

Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται Το τρίτο και τέταρτο εδάφιο εφαρμόζονται επίσης σε περίπτωση τροποποίησης των τρεχουσών Ö υφισταμένων Õ συμβάσεων.

ê 92/49/ΕΟΚ άρθρο 55 (προσαρμοσμένο)

Ö Τμήμα 6 – Ασφάλιση εργατικών ατυχημάτων Õ

Άρθρο 205 Ö Υποχρεωτική ασφάλιση εργατικών ατυχημάτων Õ

Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, που εφαρμόζουν στο έδαφός τους, με δική τους ευθύνη, την υποχρεωτική ασφάλεια Ö ασφάλιση Õ των εργατικών ατυχημάτων στο έδαφός τους, την τήρηση των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται στην εθνική τους νομοθεσία σχετικά με την ασφάλεια αυτή, με εξαίρεση τις διατάξεις τις σχετικές με τη χρηματοπιστωτική εποπτεία, που υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους μέλους καταγωγής.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 12 (προσαρμοσμένο)

Ö ΚΕΦΑΛΑΙΟ III – ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΖΩΗΣ Õ

Άρθρο 206 Απαγόρευση υποχρεωτικής εκχώρησης μέρους ασφαλίσεως

Τα κράτη μέλη δεν δύνανται να επιβάλλουν σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις Ö ασφάλισης ζωής Õ την υποχρέωση να εκχωρούν ένα μέρος των ασφαλίσεών τους από δραστηριότητες που αναγράφονται στο άρθρο 2, σε έναν ή περισσότερους οργανισμούς που καθορίζονται από την εθνική τους νομοθεσία.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 21 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 207 Ασφάλιστρα για νέες δραστηριότητες

Τα ασφάλιστρα για τις νέες ασφαλιστικές δραστηριότητες πρέπει να είναι επαρκή, βάσει λογικών αναλογιστικών υποθέσεων, ώστε η ασφαλιστική επιχείρηση Ö ασφάλισης ζωής Õ να είναι σε θέση να εκπληρώνει όλες τις υποχρεώσεις της, και ιδίως την υποχρέωση σύστασης επαρκών τεχνικών αποθεματικών.

Προς τούτο, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη όλες οι πτυχές της χρηματοοικονομικής κατάστασης της ασφαλιστικής επιχείρησης Ö ασφάλισης ζωής. Õ , χωρίς όμως να γίνεται συστηματικά και μόνιμα η προσθήκη πόρων ξένων προς τα εν λόγω ασφάλιστρα και στο αποκτούμενο εισόδημα, πράγμα Ö κατά τρόπο Õ που θα μπορούσε να κλονίσει τελικά τη φερεγγυότητα της Ö συγκεκριμένης Õ επιχείρησης.

ê 2002/83/ΕΚ

Άρθρο 25 Συμβάσεις που συνδέονται με ΟΣΕΚΑ ή με δείκτη μετοχών

1. Όταν οι προβλεπόμενες στη σύμβαση παροχές συνδέονται άμεσα με την αξία μεριδίων ΟΣΕΚΑ ή με την αξία των στοιχείων του ενεργητικού που περιλαμβάνονται σε ένα εσωτερικό κεφάλαιο, το οποίο κατέχει η ασφαλιστική επιχείρηση, και το οποίο συνήθως κατανέμεται σε μερίδια, τα τεχνικά αποθεματικά που καλύπτουν αυτές τις παροχές πρέπει να απαρτίζονται κατά το δυνατόν περισσότερο από τα εν λόγω μερίδια ή, εάν δεν υπάρχουν μερίδια, από τα εν λόγω στοιχεία του ενεργητικού.

2. Όταν οι προβλεπόμενες στη σύμβαση παροχές συνδέονται άμεσα με κάποιο δείκτη μετοχών ή κάποια άλλη αξία αναφοράς εκτός εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα τεχνικά αποθεματικά που αντιστοιχούν στις παροχές αυτές πρέπει να απαρτίζονται όσο το δυνατόν περισσότερο από τα μερίδια που θεωρούνται ότι απαρτίζουν την αξία αναφοράς ή, εάν δεν υπάρχουν μερίδια, από στοιχεία του ενεργητικού που παρέχουν τη δέουσα ασφάλεια και είναι ευχερώς διαπραγματεύσιμα και που παρουσιάζουν όσο το δυνατόν πιο στενή αντιστοιχία με τα στοιχεία στα οποία βασίζεται η συγκεκριμένη αξία αναφοράς.

3. Τα άρθρα 22 και 24 δεν ισχύουν για τα στοιχεία του ενεργητικού, διά της κατοχής των οποίων καλύπτονται ασφαλιστικές υποχρεώσεις, οι οποίες είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις παροχές τις αναφερόμενες στις παραγράφους 1 και 2. Οποιαδήποτε μνεία των κατ’ άρθρο 24 τεχνικών αποθεματικών αναφέρεται στα τεχνικά αποθεματικά, εξαιρέσει των σχετικών με αυτόν τον τύπο υποχρεώσεων.

4. Όταν οι βάσει των παραγράφων 1 και 2 παροχές ενέχουν εγγύηση ορισμένου αποτελέσματος όσον αφορά την επένδυση ή οποιαδήποτε άλλη εγγυημένη παροχή, τα αντίστοιχα πρόσθετα τεχνικά αποθεματικά εμπίπτουν στα άρθρα 22, 23 και 24.

Άρθρο 26 Κανόνες νομισματικής αντιστοιχίας

1. Για την εφαρμογή του άρθρου 20 παράγραφος 3 και του άρθρου 54, τα κράτη μέλη συμμορφώνονται προς το παράρτημα ΙI όσον αφορά τους κανόνες της νομισματικής αντιστοιχίας.

2. Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται για τις υποχρεώσεις, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 25.

ê 2005/68/ΕΚ (προσαρμοσμένο)

ð νέο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 IV – Ö ΕΙΔΙΚΟΙ Õ ΚΑΝΟΝΕΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ Ö ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ Õ

Άρθρο 32

Σύσταση τεχνικών προβλέψεων

1. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί από κάθε αντασφαλιστική επιχείρηση τη σύσταση επαρκών τεχνικών προβλέψεων για το σύνολο των δραστηριοτήτων της.

Το ύψος των προβλέψεων αυτών προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στην οδηγία 91/674/ΕΟΚ. Εφόσον συντρέχει περίπτωση, το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να θεσπίζει περισσότερο συγκεκριμένους κανόνες, σύμφωνα με το άρθρο 20 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ.

2. Τα κράτη μέλη δεν επιλέγουν ούτε θεσπίζουν σύστημα ακαθαρίστων αποθεματικών το οποίο να απαιτεί την ενεχυρίαση περιουσιακών στοιχείων για την κάλυψη των προβλέψεων για μη εισπραχθέντα ασφάλιστρα και εκκρεμείς αξιώσεις αποζημίωσης, εάν ο αντασφαλιστής είναι αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ή ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με τις οδηγίες 73/239/EΟΚ ή 2002/83/EΚ.

3. Οσάκις το κράτος μέλος καταγωγής επιτρέπει την κάλυψη τεχνικών προβλέψεων με απαιτήσεις έναντι αντασφαλιστών που δεν έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ή ασφαλιστικών επιχειρήσεων που δεν έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με τις οδηγίες 73/239/EΟΚ ή 2002/83/EΚ, θεσπίζει τους όρους αποδοχής τέτοιων απαιτήσεων.

Άρθρο 33

Αποθεματικά εξισορρόπησης

1. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί από κάθε αντασφαλιστική επιχείρηση που αντασφαλίζει κινδύνους του κλάδου 14 του σημείου Α του παραρτήματος της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, τη σύσταση αποθεματικού εξισορρόπησης προοριζόμενου να αντισταθμίζει τυχόν τεχνική ζημία ή τυχόν ανώτερο του μέσου όρου ποσοστό αξιώσεων αποζημίωσης σε αυτόν τον κλάδο κατά τη διάρκεια μιας οποιασδήποτε εταιρικής χρήσης.

2. Το αποθεματικό εξισορρόπησης για αντασφαλίσεις πιστώσεων υπολογίζεται βάσει των κανόνων που θεσπίζει το κράτος μέλος καταγωγής σύμφωνα με μία από τις τέσσερις μεθόδους του σημείου Δ του παραρτήματος της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, οι οποίες και θεωρούνται ισοδύναμες.

3. Το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να απαλλάσσει τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις από την υποχρέωση σύστασης αποθεματικού εξισορρόπησης για τις αντασφαλίσεις πιστώσεων οσάκις τα προς είσπραξη ασφάλιστρα ή εισφορές για τις αντασφαλίσεις πιστώσεων είναι κατώτερα του 4 % των συνολικών προς είσπραξη από αυτές ασφαλίστρων ή εισφορών, και του ποσού των 2500000 ευρώ.

4. Το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να επιβάλλει σε κάθε αντασφαλιστική επιχείρηση τη σύσταση αποθεματικού εξισορρόπησης για κλάδους κινδύνων πέραν των αντασφαλίσεων πιστώσεων. Αυτά τα αποθεματικά εξισορρόπησης υπολογίζονται σύμφωνα με τους κανόνες που θεσπίζει το κράτος μέλος καταγωγής.

Άρθρο 34

Περιουσιακά στοιχεία καλύπτοντα τεχνικές προβλέψεις

1. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί από κάθε αντασφαλιστική επιχείρηση να επενδύει τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτουν τις τεχνικές προβλέψεις και το αποθεματικό εξισορρόπησης του οποίου γίνεται μνεία στο άρθρο 33 σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

α) τα περιουσιακά στοιχεία λαμβάνουν υπόψη το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται από την αντασφαλιστική επιχείρηση, ιδίως δε το είδος, το ύψος και τη διάρκεια των αναμενόμενων πληρωμών έναντι αποζημιώσεων, κατά τρόπο που να εξασφαλίζει επάρκεια, ρευστότητα, ασφάλεια, ποιότητα, κερδοφορία και ανταπόδοση των επενδύσεών της·

β) η αντασφαλιστική επιχείρηση εξασφαλίζει ότι τα περιουσιακά στοιχεία είναι διαφοροποιημένα και αρκούντως διασπαρμένα και δίδουν στην επιχείρηση τη δυνατότητα να ανταποκρίνεται δεόντως στις μεταβολές των οικονομικών συνθηκών, ιδίως στις εξελίξεις των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών των ακινήτων, ή σε ευρείας κλίμακας καταστροφές. Η επιχείρηση αποτιμά τον αντίκτυπο που έχουν οι ανώμαλες συνθήκες της αγοράς στα περιουσιακά της στοιχεία και διαφοροποιεί τα περιουσιακά της στοιχεία κατά τρόπον ο οποίος να μειώνει τον ως άνω αντίκτυπο·

γ) η επένδυση σε περιουσιακά στοιχεία που δεν αποτελούν αντικείμενο εμπορίας σε ρυθμιζόμενη χρηματοπιστωτική αγορά τηρείται οπωσδήποτε σε συνετά επίπεδα·

δ) επενδύσεις σε παράγωγα είναι δυνατές εφόσον συμβάλλουν σε μείωση των επενδυτικών κινδύνων ή διευκολύνουν την αποτελεσματική διαχείριση χαρτοφυλακίων· πρέπει να αποτιμώνται σε συνετή βάση λαμβάνοντας υπόψη τα υποκείμενα περιουσιακά στοιχεία και να περιλαμβάνονται στην αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων του φορέα. Ο φορέας αποφεύγει επίσης την υπέρμετρη έκθεση στον κίνδυνο που απορρέει από έναν και μόνο αντισυμβαλλόμενο και από άλλες πράξεις με παράγωγα·

ε) τα περιουσιακά στοιχεία διαφοροποιούνται δεόντως ώστε να αποφεύγεται η υπέρμετρη στήριξη σε ένα συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, εκδότη ή ομάδα επιχειρήσεων και συσσωρεύσεις κινδύνου στο χαρτοφυλάκιο ως σύνολο· οι επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία που εκδίδονται από τον ίδιο εκδότη ή από εκδότες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο δεν εκθέτουν την επιχείρηση σε υπέρμετρη συγκέντρωση κινδύνου.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν τις απαιτήσεις των οποίων μνεία γίνεται στο στοιχείο ε) στις επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα.

2. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν από τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ευρίσκονται στην επικράτειά τους να επενδύουν σε ιδιαίτερες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων.

3. Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν στις περί επενδύσεων αποφάσεις αντασφαλιστικής επιχείρησης που ευρίσκεται στην επικράτειά τους ή του διαχειριστή επενδύσεών της, οιουδήποτε είδους απαιτήσεις περί εκ των προτέρων εγκρίσεως ή συστηματικής κοινοποιήσεως.

4. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 έως 3, το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί για κάθε αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην επικράτειά του να θεσπίζει τους εξής ποσοτικούς κανόνες εφόσον αιτιολογούνται για λόγους εποπτείας:

α) οι επενδύσεις ακαθάριστων τεχνικών προβλέψεων σε νομίσματα πλην εκείνων στα οποία έχουν ορισθεί τεχνικές προβλέψεις πρέπει να περιορίζονται σε 30 %·

β) οι επενδύσεις ακαθάριστων τεχνικών προβλέψεων σε μετοχές και λοιπά διαπραγματεύσιμα χρεόγραφα που αντιμετωπίζονται ως μετοχές, ομόλογα και χρεωστικά ομόλογα που δεν αποτελούν αντικείμενο εμπορίας σε ρυθμιζόμενη χρηματοπιστωτική αγορά, θα πρέπει να περιορίζονται σε 30 %·

γ) το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να απαιτεί από κάθε αντασφαλιστική επιχείρηση να επενδύει κατ’ ανώτατο όριο 5 % των ακαθάριστων τεχνικών της προβλέψεων σε μετοχές και λοιπά διαπραγματεύσιμα χρεόγραφα που αντιμετωπίζονται ως μετοχές, ομόλογα, χρεωστικά ομόλογα και άλλα μέσα της χρηματαγοράς και της κεφαλαιαγοράς από την ίδια επιχείρηση και κατ’ ανώτατο όριο 10 % του συνόλου των ακαθάριστων τεχνικών προβλέψεων σε μετοχές και λοιπά διαπραγματεύσιμα χρεόγραφα που αντιμετωπίζονται ως μετοχές, ομόλογα, χρεωστικά ομόλογα και άλλα μέσα της χρηματαγοράς και της κεφαλαιαγοράς από επιχειρήσεις που είναι μέλη του ιδίου ομίλου.

5. Πέραν τούτων, το κράτος μέλος καταγωγής θεσπίζει λεπτομερέστερους κανόνες που ορίζουν τις προϋποθέσεις για τη χρήση ποσών που εκκρεμούν από φορέα ειδικού σκοπού ως περιουσιακών στοιχείων που καλύπτουν τις τεχνικές προβλέψεις σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Κανόνες ως προς το περιθώριο φερεγγυότητας και το κεφάλαιο εγγυήσεων

Τμήμα 1

Διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας

Άρθρο 35

Γενικός κανόνας

Τα κράτη μέλη απαιτούν από κάθε αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει την έδρα της στην επικράτειά τους να διαθέτει κατάλληλο διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας ως προς το σύνολο των δραστηριοτήτων της και ανά πάσα στιγμή, το οποίο να καλύπτει τουλάχιστον τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 36

Επιλέξιμα χρηματοοικονομικά στοιχεία

1. Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας αποτελείται από τα περιουσιακά στοιχεία της αντασφαλιστικής επιχείρησης μετά την αφαίρεση κάθε προβλεπτής υποχρέωσης και κάθε άυλου περιουσιακού στοιχείου, και συγκεκριμένα από:

α) το καταβληθέν εταιρικό κεφάλαιο ή, εάν πρόκειται περί αλληλασφαλιστικού αντασφαλιστικού συνεταιρισμού, το αρχικό πράγματι καταβληθέν κεφάλαιο συν τους λογαριασμούς των εταίρων οι οποίοι ικανοποιούν όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

i) οι καταστατικές διατάξεις πρέπει να ορίζουν ότι από τους λογαριασμούς αυτούς μπορούν να γίνονται πληρωμές στους εταίρους μόνον εφόσον αυτό δεν προκαλεί πτώση του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας κάτω του απαιτούμενου επιπέδου, ή εάν, μετά τη διάλυση της επιχείρησης, έχουν εξοφληθεί όλα τα άλλα χρέη της επιχείρησης,

ii) οι καταστατικές διατάξεις πρέπει να ορίζουν, όσον αφορά οποιαδήποτε πληρωμή κατά την περίπτωση i) και για λόγους πέραν της ατομικής καταγγελίας της ιδιότητας του εταίρου, ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να ειδοποιούνται τουλάχιστον ένα μήνα πριν, και ότι μπορούν, εντός αυτής της περιόδου, να απαγορεύσουν την πληρωμή,

iii) οι σχετικές καταστατικές διατάξεις μπορούν να τροποποιηθούν μόνον αφού οι αρμόδιες αρχές δηλώσουν ότι δεν έχουν αντιρρήσεις για την τροποποίηση, υπό την επιφύλαξη των κριτηρίων που απαριθμούνται στις περιπτώσεις i) και ii)·

β) τα εκ του νόμου επιβαλλόμενα ή ελεύθερα αποθεματικά που δεν αντιστοιχούν σε αναλήψεις υποχρεώσεων ούτε ταξινομούνται ως αποθεματικά εξισορρόπησης·

γ) τα κέρδη ή τις ζημίες που μεταφέρονται μετά την αφαίρεση των προς καταβολή μερισμάτων.

2. Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται κατά το ποσό των ιδίων μετοχών που κατέχει άμεσα η αντασφαλιστική επιχείρηση.

Για εκείνες τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που προεξοφλούν ή μειώνουν τις τεχνικές τους προβλέψεις για εκκρεμείς αξιώσεις αποζημίωσης εκτός κλάδου ζωής, προκειμένου να ληφθεί υπόψη το εισόδημα από επενδύσεις, όπως προβλέπεται στο άρθρο 60 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) της οδηγίας 91/674/ΕΟΚ, το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται κατά τη διαφορά μεταξύ των μη προεξοφληθεισών τεχνικών προβλέψεων ή των τεχνικών προβλέψεων προ των αφαιρέσεων, όπως αυτές εμφαίνονται στις παρατηρήσεις επί των λογαριασμών, και των προεξοφληθεισών ή των τεχνικών προβλέψεων μετά τις αφαιρέσεις. Η αναπροσαρμογή αυτή πραγματοποιείται για όλους τους κινδύνους που απαριθμούνται στο σημείο Α του παραρτήματος της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, εκτός των κινδύνων που απαριθμούνται στους κλάδους 1 και 2 του σημείου Α του παραρτήματος αυτού. Για όλους τους κλάδους πέραν των κλάδων 1 και 2 του σημείου Α του ίδιου παραρτήματος, δεν απαιτείται αναπροσαρμογή όσον αφορά την προεξόφληση των προσόδων που συνυπολογίζονται στις τεχνικές προβλέψεις.

Πέρα από τις μειώσεις κατά το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο, το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται και κατά τα ακόλουθα χρηματοοικονομικά στοιχεία:

α) συμμετοχές που διαθέτει η αντασφαλιστική επιχείρηση στις ακόλουθες οντότητες:

i) ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 6 της οδηγίας 73/239/EΟΚ, του άρθρου 4 της οδηγίας 2002/83/EΚ ή του άρθρου 1 στοιχείο β) της οδηγίας 98/78/EΚ,

ii) αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 3 της παρούσας οδηγίας, ή αντασφαλιστική επιχείρηση σε τρίτη χώρα, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 98/78/EΚ,

iii) ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο θ) της οδηγίας 98/78/EΚ,

iv) πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφοι 1 και 5 της οδηγίας 2000/12/EΚ,

v) εταιρείες επενδύσεων ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ[76] και του άρθρου 2 παράγραφοι 4 και 7 της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ[77]·

β) καθένα από τα ακόλουθα χρηματοοικονομικά στοιχεία, τα οποία διαθέτει η αντασφαλιστική επιχείρηση έναντι των οντοτήτων που ορίζονται στο στοιχείο α), και στις οποίες διαθέτει συμμετοχή:

i) τα χρηματοοικονομικά στοιχεία στα οποία αναφέρεται η παράγραφος 4,

ii) τα χρηματοοικονομικά στοιχεία στα οποία αναφέρεται το άρθρο 27 παράγραφος 3 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ,

iii) τις απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης και τα χρηματοοικονομικά μέσα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 35 και το άρθρο 36 παράγραφος 3 της οδηγίας 2000/12/EΚ.

Οσάκις οι μετοχές σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα, εταιρεία επενδύσεων, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου κατέχονται προσωρινά για τις ανάγκες χρηματοδοτικής συνδρομής με σκοπό την ανασυγκρότηση και τη διάσωση της εμπλεκόμενης οντότητας, η αρμόδια αρχή μπορεί να παρεκκλίνει από τις διατάξεις περί αφαίρεσης που περιέχονται στα στοιχεία α) και β) του τρίτου εδαφίου.

Εναλλακτικά προς την αφαίρεση των χρηματοοικονομικών στοιχείων τα οποία απαριθμούνται στα στοιχεία α) και β) του τρίτου εδαφίου, και τα οποία η αντασφαλιστική επιχείρηση διαθέτει σε πιστωτικό ίδρυμα, εταιρεία επενδύσεων ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις αντασφαλιστικές τους επιχειρήσεις να εφαρμόζουν κατ’ αναλογία τις μεθόδους 1, 2 ή 3 του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2002/87/EΚ. Η μέθοδος 1 (λογιστική ενοποίηση) εφαρμόζεται μόνο εφόσον η αρμόδια αρχή έχει εμπιστοσύνη ως προς το επίπεδο ολοκληρωμένης διαχείρισης και εσωτερικού ελέγχου των οντοτήτων που θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν στην ενοποίηση. Η επιλεγόμενη μέθοδος εφαρμόζεται με διαχρονική συνέπεια.

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, για τον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπόκεινται σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με την οδηγία 98/78/ΕΚ, ή σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με την οδηγία 2002/87/EΚ, δεν χρειάζεται να αφαιρούν τα στοιχεία στα οποία αναφέρονται τα στοιχεία α) και β) του τρίτου εδαφίου, και τα οποία κατέχονται σε πιστωτικό ίδρυμα, εταιρεία επενδύσεων, χρηματοδοτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου υπό συμπληρωματική εποπτεία.

Για τους σκοπούς της αφαίρεσης των συμμετοχών στις οποίες αναφέρεται η παρούσα παράγραφος, η συμμετοχή νοείται κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο στ) της οδηγίας 98/78/EΚ.

3. Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μπορεί να αποτελείται και:

α) από τις σωρευτικές προνομιούχες μετοχές και τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, μέχρι το 50 % του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας, του οποίου το 25 % κατ’ ανώτατο όριο περιλαμβάνει δάνεια μειωμένης εξασφάλισης καθορισμένης λήξης, ή σωρευτικές προνομιούχες μετοχές με καθορισμένη διάρκεια, εφόσον σε περίπτωση πτώχευσης ή εκκαθάρισης της αντασφαλιστικής επιχείρησης υπάρχουν δεσμευτικές συμφωνίες βάσει των οποίων τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης ή οι προνομιούχες μετοχές κατατάσσονται μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών και δεν εξοφλούνται παρά μόνο μετά την εξόφληση όλων των άλλων εκκρεμούντων τη στιγμή εκείνη χρεών.

Τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης πληρούν και τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i) μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα ποσά που έχουν πράγματι καταβληθεί,

ii) η αρχική διάρκεια των δανείων με καθορισμένη λήξη είναι τουλάχιστον πενταετής. Ένα έτος το αργότερο πριν από τη λήξη, η αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει προς έγκριση στις αρμόδιες αρχές σχέδιο που να εμφαίνει πώς θα διατηρηθεί ή θα αυξηθεί το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας στο απαιτούμενο επίπεδο κατά τη λήξη, εκτός εάν το ποσό μέχρι το οποίο το δάνειο μπορεί να συμπεριληφθεί στα συστατικά μέρη του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας μειώνεται σταδιακά κατά τα τελευταία πέντε τουλάχιστον έτη προ της λήξης. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν την προ της λήξης εξόφληση αυτών των δανείων, εφόσον υποβάλλεται σχετικό αίτημα από την εκδότρια αντασφαλιστική επιχείρηση και το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητάς της δεν μειώνεται κάτω του απαιτούμενου επιπέδου,

iii) τα δάνεια μη καθορισμένης λήξης εξοφλούνται μόνο με πενταετή προειδοποίηση, εκτός εάν δεν θεωρούνται πλέον συστατικό μέρος του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας, ή εάν για την πρόωρη εξόφλησή τους απαιτείται συγκεκριμένα να συμφωνήσουν προηγουμένως οι αρμόδιες αρχές. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η αντασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία εξόφλησης, υποδεικνύοντας το διαθέσιμο και το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας τόσο πριν όσο και μετά την εξόφληση αυτή. Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν την εξόφληση μόνο εάν το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας της αντασφαλιστικής επιχείρησης δεν κινδυνεύει να υποχωρήσει κάτω του απαιτούμενου επιπέδου,

iv) η δανειακή σύμβαση δεν περιλαμβάνει ρήτρες που προβλέπουν ότι σε συγκεκριμένες περιστάσεις, εκτός από την εκκαθάριση της αντασφαλιστικής επιχείρησης, η οφειλή καθίσταται απαιτητή πριν από τη συμφωνημένη ημερομηνία εξόφλησης,

v) η δανειακή σύμβαση μπορεί να τροποποιηθεί μόνον αφού οι αρμόδιες αρχές δηλώσουν ότι δεν αντιτίθενται στην τροποποίηση της·

β) από κινητές αξίες αόριστης διάρκειας και άλλα χρηματοοικονομικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των σωρευτικών προνομιούχων μετοχών εκτός από αυτές που αναφέρονται στο στοιχείο α), και μέχρι το 50 % του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας, για το συνολικό ποσό των κινητών αξιών αυτών και των δανείων μειωμένης εξασφάλισης που αναφέρονται στο στοιχείο α), εφόσον πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i) δεν μπορούν να ρευστοποιηθούν με πρωτοβουλία του κομιστή ή χωρίς προηγούμενη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής,

ii) η σύμβαση έκδοσης των χρεογράφων παρέχει στην αντασφαλιστική επιχείρηση τη δυνατότητα να αναβάλει την καταβολή των τόκων του δανείου,

iii) οι απαιτήσεις του δανειστή έναντι της αντασφαλιστικής επιχείρησης κατατάσσονται εξ ολοκλήρου μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών που δεν έχουν μειωμένη εξασφάλιση,

iv) τα έγγραφα τα σχετικά με την έκδοση των κινητών αξιών προβλέπουν τη δυνατότητα κάλυψης των ζημιών με το χρέος και τους μη καταβληθέντες τόκους, επιτρέποντας συγχρόνως τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της αντασφαλιστικής επιχείρησης,

v) μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα ποσά που έχουν πράγματι καταβληθεί.

4. Κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος της αντασφαλιστικής επιχείρησης προς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, και μετά τη σύμφωνη γνώμη αυτής της αρμόδιας αρχής, το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μπορεί να αποτελείται και:

α) από το ήμισυ του μη καταβληθέντος τμήματος του μετοχικού ή του αρχικού κεφαλαίου, εφόσον το καταβληθέν τμήμα ισούται με το 25 % του μετοχικού ή αρχικού κεφαλαίου, και τούτο μέχρι το 50 % του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας·

β) στην περίπτωση των συνεταιρισμών αλληλασφάλισης ή αλληλασφαλιστικής μορφής εκτός κλάδου ζωής, με μεταβλητές εισφορές, από κάθε απαίτηση που αυτοί έχουν έναντι των μελών τους μέσω προσκλήσεων για την καταβολή συμπληρωματικών εισφορών, εντός της εταιρικής χρήσης, και τούτο μέχρι το ήμισυ της διαφοράς μεταξύ των ανώτατων εισφορών και των πράγματι προς καταβολή εισφορών, και υπό τον όρο ότι δεν υπερβαίνουν το 50 % του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές θεσπίζουν κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες θέτουν τους όρους υπό τους οποίους είναι δυνατόν να γίνονται δεκτές οι συμπληρωματικές εισφορές·

γ) από τα λανθάνοντα καθαρά αποθεματικά που προκύπτουν μετά την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων, ενόσω τα λανθάνοντα αυτά αποθεματικά δεν έχουν έκτακτο χαρακτήρα.

5. Επιπλέον, και όσον αφορά τις αντασφαλίσεις ζωής, το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας είναι δυνατόν, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος της αντασφαλιστικής επιχείρησης προς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, και μετά τη σύμφωνη γνώμη αυτής της αρμόδιας αρχής, να αποτελείται και:

α) μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2009, από ποσό ίσο με το 50 % των μελλοντικών κερδών της επιχείρησης, αλλά όχι ανώτερο του 25 % του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας. Το ποσό των μελλοντικών κερδών προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του προβλεπόμενου ετήσιου κέρδους επί τον συντελεστή που αντιπροσωπεύει τη μέση υπολειπόμενη διάρκεια των ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Ο χρησιμοποιούμενος συντελεστής δεν μπορεί να είναι ανώτερος του 6, το δε εκτιμώμενο ετήσιο κέρδος δεν υπερβαίνει τον αριθμητικό μέσο όρο των πραγματοποιηθέντων κερδών κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε εταιρικών χρήσεων από τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εγκρίνουν τον συνυπολογισμό του ποσού αυτού στο διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μόνον:

i) εφόσον υποβάλλεται στις αρμόδιες αρχές αναλογιστική μελέτη στην οποία τεκμηριώνεται η πιθανότητα εμφάνισης αυτών των κερδών στο μέλλον και

ii) ενόσω το μέρος των μελλοντικών κερδών που απορρέει από τα λανθάνοντα καθαρά αποθεματικά της παραγράφου 4 στοιχείο γ) δεν έχει ήδη ληφθεί υπόψη·

β) οσάκις δεν χρησιμοποιείται η μέθοδος Zillmer, ή οσάκις χρησιμοποιείται μεν αλλά υπολείπεται της επιβάρυνσης λόγω εξόδων απόκτησης που περιλαμβάνεται στο ασφάλιστρο, από τη διαφορά μεταξύ της μαθηματικής πρόβλεψης που προκύπτει χωρίς τη μέθοδο Zillmer ή εν μέρει με τη μέθοδο αυτή, και μιας μαθηματικής πρόβλεψης με τη μέθοδο Zillmer και σε ποσοστό ίσο προς την επιβάρυνση λόγω εξόδων απόκτησης που περιλαμβάνεται στο ασφάλιστρο. Το προκύπτον ποσό πάντως δεν μπορεί να υπερβαίνει το 3,5 % του αθροίσματος των διαφορών μεταξύ των σχετικών κεφαλαίων του κλάδου αντασφάλισης ζωής και των μαθηματικών προβλέψεων για το σύνολο των ασφαλιστηρίων συμβολαίων στα οποία είναι δυνατή η εφαρμογή της μεθόδου Zillmer. Η διαφορά αυτή μειώνεται κατά το ποσό των τυχόν μη αποσβεσθέντων εξόδων απόκτησης που έχουν καταχωρηθεί στο ενεργητικό.

6. Οι τυχόν τροποποιήσεις των παραγράφων 1 έως 5 του παρόντος άρθρου, με σκοπό να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις που αιτιολογούν τεχνική προσαρμογή των επιλέξιμων στοιχείων για τον υπολογισμό του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας, πραγματοποιούνται σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 55 παράγραφος 2.

Τμήμα 2

Απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας

Άρθρο 37

Απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας για τις αντασφαλίσεις εκτός κλάδου ζωής

1. Το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας καθορίζεται με βάση είτε το ετήσιο ποσό των ασφαλίστρων και των εισφορών, είτε τη μέση επιβάρυνση από αποζημιώσεις των τριών τελευταίων εταιρικών χρήσεων.

Ωστόσο, όταν οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις καλύπτουν κατά βάση μόνο έναν ή περισσότερους από τους κινδύνους πιστώσεων, καταιγίδας, χαλαζιού ή παγετού, λαμβάνονται υπόψη οι επτά τελευταίες εταιρικές χρήσεις ως περίοδος αναφοράς για τον υπολογισμό του μέσου όρου των αποζημιώσεων.

2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 40, το ύψος του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας είναι ίσο προς το μεγαλύτερο από τα δύο ποσά που προκύπτουν κατά τις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου.

3. Για τη βάση υπολογισμού των ασφαλίστρων επιλέγεται το μεγαλύτερο μεταξύ του ποσού των δεδουλευμένων ασφαλίστρων ή εισφορών που υπολογίζονται κατωτέρω, και του ποσού των ακαθάριστων εισπραχθέντων ασφαλίστρων ή εισφορών.

Τα ασφάλιστρα και εισφορές των κλάδων 11, 12 και 13 που απαριθμούνται στο σημείο Α του παραρτήματος της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ προσαυξάνονται κατά 50 %.

Τα ασφάλιστρα και εισφορές των κλάδων πέραν των κλάδων 11, 12 και 13 που απαριθμούνται στο σημείο Α του παραρτήματος της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ μπορούν να προσαυξάνονται κατά 50 % για συγκεκριμένες αντασφαλιστικές δραστηριότητες ή είδη σύμβασης, έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες αυτών των δραστηριοτήτων ή συμβάσεων, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 55 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας. Τα ασφάλιστρα ή οι εισφορές, συμπεριλαμβανομένων των παρεπόμενων δικαιωμάτων, που οφείλονται για αντασφαλίσεις κατά την τελευταία εταιρική χρήση, αθροίζονται.

Από το άθροισμα αυτό αφαιρείται το συνολικό ποσό των ασφαλίστρων ή των εισφορών που ακυρώθηκαν κατά την τελευταία εταιρική χρήση, όπως επίσης και το συνολικό ποσό των φόρων και τελών που αναλογούν στα ασφάλιστρα ή τις εισφορές που περιέχονται στο ως άνω άθροισμα.

Το κατ’ αυτόν τον τρόπο υπολογιζόμενο ποσό διαιρείται σε δύο μέρη, από τα οποία το πρώτο μπορεί να ανέλθει μέχρι τα 50000000 ευρώ, ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει το επιπλέον ποσό. Το 18 % και το 16 %, αντίστοιχα, των μερών αυτών υπολογίζονται και αθροίζονται.

Το κατ’ αυτόν τον τρόπο υπολογιζόμενο ποσό πολλαπλασιάζεται επί τον αριθμητικό λόγο, για τις τρεις τελευταίες εταιρικές χρήσεις αθροιστικά, του ποσού των αποζημιώσεων προς καταβολή από την αντασφαλιστική επιχείρηση, μετά την αφαίρεση των ποσών προς είσπραξη στο πλαίσιο αντεκχώρησης, προς το ακαθάριστο ποσό των αποζημιώσεων. Ο λόγος αυτός δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι μικρότερος του 50 %. Κατόπιν αιτήσεως συνοδευομένης από αποδεικτικά στοιχεία που υποβάλλει η αντασφαλιστική επιχείρηση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, και με τη σύμφωνη γνώμη της εν λόγω αρχής, ποσά που μπορούν να ανακτηθούν από φορείς ειδικού σκοπού, μνεία των οποίων γίνεται στο άρθρο 46, μπορούν επίσης να αφαιρεθούν ως αντεκχώρηση.

Με την έγκριση των αρμοδίων αρχών, είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται στατιστικές μέθοδοι για την κατανομή των ασφαλίστρων και εισφορών.

4. Για τη βάση υπολογισμού των αποζημιώσεων χρησιμοποιούνται, κατά τα κατωτέρω, και για τους κλάδους 11, 12 και 13 του σημείου Α του παραρτήματος της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, τα ποσά των αξιώσεων αποζημίωσης, των προβλέψεων και των εισπράξεων, προσαυξημένα κατά 50 %.

Οι αξιώσεις αποζημίωσης, οι προβλέψεις και οι εισπράξεις των κλάδων πέραν των 11, 12 και 13 που απαριθμούνται στο σημείο Α του παραρτήματος της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ μπορούν να προσαυξάνονται έως και κατά 50 % για συγκεκριμένες αντασφαλιστικές δραστηριότητες ή τύπους σύμβασης, έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες αυτών των δραστηριοτήτων ή συμβάσεων, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 55 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας.

Τα ποσά των καταβαλλόμενων αποζημιώσεων, χωρίς αφαίρεση των αποζημιώσεων που καταβάλλονται από τους εκδοχείς αντεκχωρήσεων, κατά τις περιόδους που προσδιορίζονται στην παράγραφο 1, αθροίζονται.

Στο ως άνω άθροισμα προστίθεται το ποσό των προβλέψεων για εκκρεμείς αποζημιώσεις που βεβαιώθηκαν κατά τη λήξη της προηγούμενης εταιρικής χρήσης.

Από το άθροισμα αυτό αφαιρείται το ποσό των εισπράξεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των περιόδων που προσδιορίζονται στην παράγραφο 1.

Από το ποσό που προκύπτει κατά τα ανωτέρω αφαιρείται το ποσό των προβλέψεων για εκκρεμείς αποζημιώσεις που βεβαιώθηκαν κατά την έναρξη της δεύτερης εταιρικής χρήσης πριν από την τελευταία εταιρική χρήση για την οποία είναι διαθέσιμοι λογαριασμοί. Εάν η καθοριζόμενη στην παράγραφο 1 περίοδος αναφοράς ισούται με επτά έτη, αφαιρείται το ποσό των προβλέψεων για εκκρεμείς αποζημιώσεις που βεβαιώθηκαν κατά την έναρξη της έκτης εταιρικής χρήσης πριν από την τελευταία εταιρική χρήση για την οποία είναι διαθέσιμοι λογαριασμοί.

Το ένα τρίτο ή το ένα έβδομο, ανάλογα με την περίοδο αναφοράς που καθορίζεται στην παράγραφο 1, του ποσού που προκύπτει κατά τα ανωτέρω διαιρείται σε δύο μέρη, από τα οποία το πρώτο μπορεί να ανέλθει μέχρι τα 35000000 ευρώ, ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει το επιπλέον ποσό. Το 26 % και το 23 %, αντίστοιχα, των μερών αυτών υπολογίζονται και αθροίζονται.

Το κατ’ αυτόν τον τρόπο προκύπτον ποσό πολλαπλασιάζεται επί τον αριθμητικό λόγο, για τις τρεις τελευταίες εταιρικές χρήσεις αθροιστικά, του ποσού των αποζημιώσεων προς καταβολή από την επιχείρηση, αφού αφαιρεθούν τα ποσά προς είσπραξη στο πλαίσιο αντεκχώρησης, προς το ακαθάριστο ποσό των αποζημιώσεων. Ο λόγος αυτός δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι μικρότερος του 50 %. Κατόπιν αιτήσεως συνοδευομένης από αποδεικτικά στοιχεία που υποβάλλει η αντασφαλιστική επιχείρηση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, και με τη σύμφωνη γνώμη της εν λόγω αρχής, ποσά που μπορούν να ανακτηθούν από φορείς ειδικού σκοπού μνεία των οποίων γίνεται στο άρθρο 46 μπορούν επίσης να αφαιρεθούν ως αντεκχώρηση.

Με την έγκριση των αρμοδίων αρχών, είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται στατιστικές μέθοδοι για την κατανομή των αξιώσεων αποζημίωσης, προβλέψεων και εισφορών.

5. Εάν το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, όπως αυτό υπολογίζεται στις παραγράφους 2, 3 και 4, είναι κατώτερο από το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας του προηγούμενου έτους, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας λαμβάνεται τουλάχιστον ίσο προς το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας του προηγούμενου έτους πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμητικό λόγο του ποσού των τεχνικών προβλέψεων για τις αποζημιώσεις που εκκρεμούσαν κατά τη λήξη της τελευταίας εταιρικής χρήσης, προς το ποσό των τεχνικών προβλέψεων για τις αποζημιώσεις που εκκρεμούσαν κατά την έναρξη της τελευταίας εταιρικής χρήσης. Στους υπολογισμούς αυτούς, οι τεχνικές προβλέψεις υπολογίζονται χωρίς τις τυχόν αντεκχωρήσεις, αλλά ο αριθμητικός λόγος σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος του 1.

6. Τα κλάσματα που εφαρμόζονται στα επιμέρους ποσά του πέμπτου εδαφίου της παραγράφου 3 και του εβδόμου εδαφίου της παραγράφου 4 μειώνονται, το καθένα, στο ένα τρίτον σε περίπτωση των αντασφάλισης ασφάλισης υγείας που έχει τεχνική βάση παρόμοια με εκείνη των ασφαλίσεων ζωής, εάν:

α) τα εισπραχθέντα ασφάλιστρα υπολογίζονται βάσει πινάκων ασθενείας σύμφωνα με τις μαθηματικές μεθόδους που εφαρμόζονται στον τομέα των ασφαλίσεων·

β) συνιστάται πρόβλεψη γήρανσης·

γ) εισπράττεται συμπληρωματικό ασφάλιστρο για τη σύσταση περιθωρίου ασφάλειας κατάλληλου ύψους·

δ) η ασφαλιστική επιχείρηση δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση πριν από τη λήξη του τρίτου έτους της ασφάλισης το αργότερο·

ε) το ασφαλιστήριο προβλέπει τη δυνατότητα αύξησης των ασφαλίστρων ή μείωσης των παροχών ακόμη και κατά την περίοδο ισχύος του.

Άρθρο 38

Απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας για τις αντασφαλίσεις ζωής

1. Το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας για τις αντασφαλίσεις ζωής προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 37.

2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να προβλέπει ότι για κλάδους αντασφάλισης ασφαλιστικής δραστηριότητας που καλύπτονται από το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2002/83/ΕΚ και συνδέονται με επενδυτικά κεφάλαια ή συμβάσεις συμμετοχής και για τις εργασίες μνεία των οποίων γίνεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β), παράγραφος 2 στοιχεία β), γ), δ) και ε) της οδηγίας 2002/83/ΕΚ το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 28 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ.

Άρθρο 39

Απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας για τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται ταυτόχρονα εντός και εκτός κλάδου ζωής

1. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί από κάθε αντασφαλιστική επιχείρηση που διενεργεί αντασφάλιση ταυτόχρονα εκτός και εντός κλάδου ζωής να διαθέτει περιθώριο φερεγγυότητας για την κάλυψη του συνολικού ποσού των απαιτούμενων περιθωρίων φερεγγυότητας όσον αφορά τις δραστηριότητες τόσο στον κλάδο ζωής όσο και εκτός αυτού, περιθωρίων τα οποία προσδιορίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 37 και 38, αντίστοιχα.

2. Εάν το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας δεν ανέρχεται στο ύψος που απαιτείται κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν τα μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα 42 και 43.

Τμήμα 3

Κεφάλαιο εγγυήσεων

Άρθρο 40

Ύψος του κεφαλαίου εγγυήσεων

1. Το ένα τρίτο του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας, όπως αυτό καθορίζεται στα άρθρα 37, 38 και 39, συνιστά το κεφάλαιο εγγυήσεων. Αυτό το κεφάλαιο συγκροτείται από τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 36 παράγραφοι 1, 2 και 3, και, εφόσον συμφωνεί η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, στο άρθρο 36 παράγραφος 4 στοιχείο γ).

2. Το κεφάλαιο εγγυήσεων δεν είναι μικρότερο των 3000000 ευρώ.

Κάθε κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ότι, όσον αφορά τις εξαρτημένες (δέσμιες) αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, το ελάχιστο κεφάλαιο εγγυήσεων δεν μπορεί να είναι μικρότερο του 1000000 ευρώ.

Άρθρο 41

Αναθεώρηση του ύψους του κεφαλαίου εγγυήσεων

1. Τα ποσά, σε ευρώ, που καθορίζονται στο άρθρο 40 παράγραφος 2 αναθεωρούνται ετησίως, με έναρξη την 10 Δεκεμβρίου 2007, έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι μεταβολές στον ευρωπαϊκό δείκτη τιμών καταναλωτή, ο οποίος καλύπτει όλα τα κράτη μέλη και δημοσιεύεται από την Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurostat).

Τα ως άνω ποσά αναπροσαρμόζονται αυτομάτως, με αύξηση του βασικού ποσού σε ευρώ κατά το ποσοστό μεταβολής του προαναφερθέντος δείκτη κατά την περίοδο μεταξύ της θέσης σε ισχύ της παρούσας οδηγίας και της ημερομηνίας αναθεώρησης, και στρογγυλοποιούνται στο εγγύτερο πολλαπλάσιο των 100000 ευρώ.

Εάν, μετά την τελευταία αναπροσαρμογή, η μεταβολή είναι μικρότερη του 5 %, δεν πραγματοποιείται νέα αναπροσαρμογή.

2. Η Επιτροπή ενημερώνει ετησίως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την αναθεώρηση και την αναπροσαρμογή κατά την παράγραφο 1.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 45

Άρθρο 208 Αντασφάλιση πεπερασμένου κινδύνου

ò νέο

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες συνάπτουν συμβάσεις αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου ή ασκούν δραστηριότητες αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου είναι σε θέση να παρακολουθούν, να διαχειρίζονται, να ελέγχουν και να αναφέρουν δεόντως τους κινδύνους που απορρέουν από τις εν λόγω συμβάσεις ή δραστηριότητες.

2. Προκειμένου να εξασφαλιστεί εναρμονισμένη προσέγγιση όσον αφορά τις δραστηριότητες αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου, η Επιτροπή δύναται να θεσπίσει εκτελεστικά μέτρα, στα οποία διευκρινίζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 όσον αφορά την παρακολούθηση, τη διαχείριση και τον έλεγχο των κινδύνων που απορρέουν από δραστηριότητες αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου.

Τα εν λόγω εκτελεστικά μέτρα, με σκοπό την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων συμπληρώνοντάς την, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 45

1. Το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να θεσπίζει ειδικές διατάξεις σχετικά με την επίδοση σε δραστηριότητες αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου όσον αφορά:

υποχρεωτικές προϋποθέσεις για εγγραφή σε όλες τις συμβάσεις που συνάπτονται,

ορθολογικές διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου και απαιτήσεις προς διαχείριση του κινδύνου,

απαιτήσεις για λογιστική, εποπτική και στατιστική πληροφόρηση,

τη θέσπιση τεχνικών προβλέψεων για να εξασφαλίζεται ότι είναι επαρκείς, αξιόπιστες και αντικειμενικές,

την επένδυση των περιουσιακών στοιχείων που καλύπτει τις τεχνικές προβλέψεις για να εξασφαλίζεται ότι λαμβάνουν υπόψη το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται από την αντασφαλιστική επιχείρηση, ιδίως δε τη φύση, το ύψος και τη διάρκεια των αναμενόμενων πληρωμών έναντι αποζημιώσεων, κατά τρόπο που να εξασφαλίζει επάρκεια, ρευστότητα, ασφάλεια, κερδοφορία και ανταπόδοση των επενδύσεών της,

κανόνες που σχετίζονται με το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας και το ελάχιστο κεφάλαιο εγγυήσεων που καλείται να διατηρεί η αντασφαλιστική επιχείρηση όσον αφορά τις δραστηριότητες αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. ιζ) (προσαρμοσμένο)

ιζ) 2. Ö Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, νοείται Õ ως « αντασφάλιση πεπερασμένου κινδύνου » νοείται αντασφάλιση βάσει της οποίας η ρητή μεγίστη πιθανότητα ζημίας, εκπεφρασμένη ως ο μεταβιβαζόμενος μέγιστος οικονομικός κίνδυνος, ο οποίος προέρχεται τόσο από σημαντικό ασφαλιστικό κίνδυνο όσο και από μεταβίβαση κινδύνου ως εκ της χρονικής στιγμής, υπερβαίνει το ασφάλιστρο καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος του ασφαλιστηρίου κατά περιορισμένο αλλά σημαντικό ποσό, από κοινού με ένα τουλάχιστον εκ των εξής δύο χαρακτηριστικών:

iα) τη λήψη υπόψη, ρητώς και υλικώς, της αξίας του χρήματος διαχρονικώς,·

iiβ) την πρόβλεψη συμβατικών διατάξεων προς συγκράτηση της ισορροπίας της οικονομικής εμπειρίας μεταξύ των συμβαλλομένων διαχρονικώς για να επιτευχθεί η μεταβίβαση υψηλού κινδύνου.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 45

2. Προς το συμφέρον της διαφάνειας, τα κράτη μέλη κοινοποιούν αμελλητί στην Επιτροπή το κείμενο όλων των μέτρων που θεσπίζονται στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας για τις ανάγκες της παραγράφου 1.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 46 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

Άρθρο 209 Φορείς ειδικού σκοπού

1. Οσάκις κράτος μέλος Ö Τα κράτη μέλη Õ αποφασίζει να επιτρέψει ð επιτρέπουν ï την εγκατάσταση φορέων ειδικού σκοπού κατά την έννοια της παρούσης οδηγίας εντός της επικρατείας του Ö στο έδαφός τους Õ , χρειάζεται εκ των προτέρων επίσημη εξουσιοδότηση προς τούτο ð κατόπιν προηγούμενης εποπτικής έγκρισης ï.

2. Το κράτος μέλος στο οποίο εγκαθίσταται ο φορέας ειδικού σκοπού καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η εν λόγω επιχείρηση αναπτύσσει δραστηριότητα. Συγκεκριμένα το κράτος μέλος θεσπίζει κανόνες όσον αφορά:

ð 2. Προκειμένου να εξασφαλιστεί εναρμονισμένη προσέγγιση όσον αφορά τους φορείς ειδικού σκοπού, η Επιτροπή δύναται να θεσπίσει εκτελεστικά μέτρα, στα οποία καθορίζονται τα εξής: ï

α) το πεδίο ισχύος της αδείας,·

β) υποχρεωτικές προϋποθέσεις για εγγραφή Ö που πρέπει να περιλαμβάνονται Õ σε όλες τις συμβάσεις που συνάπτονται,·

γ) την εντιμότητα και τα κατάλληλα επαγγελματικά προσόντα ή πείρα ð οι απαιτήσεις ικανότητας και ήθους, που αναφέρονται στο άρθρο 42, ï των προσώπων που διοικούν τον φορέα ειδικού σκοπού,·

δ) εχέγγυα καταλληλότητας Ö απαιτήσεις ικανότητας και ήθους Õ για τους μετόχους ή μέλη που συμμετέχουν με ειδικές δυνατότητες Ö που κατέχουν ειδική συμμετοχή Õ στον φορέα ειδικού σκοπού,·

ε) ορθολογικές διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου και απαιτήσεις προς διαχείριση του κινδύνου,·

στ) απαιτήσεις για λογιστική, εποπτική και στατιστική πληροφόρηση,·

ζ) τις απαιτήσεις φερεγγυότητας του φορέα ειδικού σκοπού.

ð Τα εν λόγω εκτελεστικά μέτρα, με σκοπό την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων συμπληρώνοντάς την, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3. ï

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 46

3. Προς το συμφέρον της διαφάνειας, τα κράτη μέλη κοινοποιούν αμελλητί στην Επιτροπή το κείμενο όλων των μέτρων που θεσπίζονται στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας για τις ανάγκες της παραγράφου 2.

ê 98/78/EΚ

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως:

α) «ασφαλιστική επιχείρηση» νοείται κάθε επιχείρηση διαθέτουσα επίσημη άδεια σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ ή το άρθρο 6 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ·

β) «ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας» νοείται κάθε επιχείρηση η οποία, αν είχε καταστατική έδρα εντός της Κοινότητας, θα χρειαζόταν άδεια σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ ή το άρθρο 6 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ·

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 59 σημ. 2 στοιχ. α)

γ) «αντασφαλιστική επιχείρηση» νοείται η επιχείρηση η οποία έχει λάβει διοικητική άδεια σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2005 σχετικά με τις αντασφαλίσεις[78]·

ê 98/78/ΕΚ

δ) «μητρική επιχείρηση» νοείται η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ[79], καθώς και οποιαδήποτε επιχείρηση η οποία, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, ασκεί πράγματι δεσπόζουσα επιρροή επί άλλης επιχείρησης·

ε) «θυγατρική επιχείρηση» νοείται η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ και κάθε επιχείρηση επί της οποίας, σύμφωνα με τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, η μητρική επιχείρηση ασκεί πραγματικά δεσπόζουσα επιρροή. Όλες οι θυγατρικές άλλων θυγατρικών επιχειρήσεων θεωρούνται επίσης θυγατρικές της αρχικής μητρικής επιχείρησης·

στ) «συμμετοχή» νοείται η συμμετοχή κατά την έννοια του άρθρου 17 πρώτη φράση της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ[80] ή η άμεση ή έμμεση κατοχή του 20 % ή πλέον των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης·

ê 2002/87/ΕΚ άρθρο 28 σημ. 1

ζ) «συμμετέχουσα επιχείρηση»: νοείται η επιχείρηση η οποία είτε είναι μητρική επιχείρηση ή άλλη επιχείρηση που διαθέτει συμμετοχή, είτε επιχείρηση συνδεδεμένη με άλλη επιχείρηση με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ·

η) «συνδεδεμένη επιχείρηση»: νοείται είτε η θυγατρική ή άλλη επιχείρηση στην οποία υπάρχει συμμετοχή, είτε επιχείρηση συνδεδεμένη με άλλη επιχείρηση με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ·

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 59 σημ. 2 στοιχ. α)

θ) ως «ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου» νοείται η μητρική επιχείρηση της οποίας κύρια δραστηριότητα είναι η απόκτηση και η κατοχή συμμετοχών σε θυγατρικές επιχειρήσεις, όπου οι εν λόγω θυγατρικές είναι αποκλειστικά ή κυρίως ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ή ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών, εφόσον από αυτές τις θυγατρικές επιχειρήσεις η μία τουλάχιστον είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και δεν αποτελεί χρηματοοικονομική εταιρεία χαρτοφυλακίου μικτής δραστηριότητας, κατά την έννοια της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων[81]·

ι) ως «ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μικτής δραστηριότητας» νοείται η μητρική επιχείρηση, πέραν των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτης χώρας, αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτης χώρας, ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου ή χρηματοοικονομικών εταιρειών χαρτοφυλακίου μικτής δραστηριότητας, κατά την έννοια της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, της οποίας η μία τουλάχιστον από τις θυγατρικές είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση·

ια) ως «αρμόδιες αρχές» νοούνται οι εθνικές αρχές οι οποίες δυνάμει νομοθετικής ή κανονιστικής ρύθμισης είναι αρμόδιες να εποπτεύουν τις ασφαλιστικές ή τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις·

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 59 σημ. 2 στοιχ. β)

ιβ) ως «αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας» νοείται η επιχείρηση η οποία, εάν είχε την έδρα της εντός της Κοινότητας, θα χρειαζόταν διοικητική άδεια σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 59 σημ. 3

Άρθρο 2

Περιπτώσεις εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων

1. Πέραν των διατάξεων της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, της οδηγίας 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλεια ζωής[82] και της οδηγίας 2005/68/ΕΚ, οι οποίες θεσπίζουν τους κανόνες εποπτείας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, τα κράτη μέλη προβλέπουν τη συμπληρωματική εποπτεία οποιασδήποτε ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία είναι συμμετέχουσα επιχείρηση μιας τουλάχιστον ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ή ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, με τον τρόπο που προβλέπεται στα άρθρα 5, 6, 8 και 9 της παρούσας οδηγίας.

2. Κάθε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση της οποίας η μητρική επιχείρηση είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 και στα άρθρα 6, 8 και 10.

3. Κάθε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση της οποίας η μητρική επιχείρηση είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μικτής δραστηριότητας, υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 και στα άρθρα 6 και 8.

Άρθρο 3

Εμβέλεια της συμπληρωματικής εποπτείας

1. Η άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 2 ουδόλως σημαίνει ότι οι αρμόδιες αρχές είναι υποχρεωμένες να εποπτεύουν ατομικώς ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μικτής δραστηριότητας.

2. Κατά τη συμπληρωματική εποπτεία λαμβάνονται υπόψη οι ακόλουθες επιχειρήσεις, στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 5, 6, 8, 9 και 10:

- οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,

- οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,

- οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις συμμετέχουσας επιχείρησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

3. Τα κράτη μέλη μπορούν, κατά τη συμπληρωματική εποπτεία που αναφέρεται στο άρθρο 2, να μην λάβουν υπόψη επιχείρηση με καταστατική έδρα σε τρίτη χώρα οσάκις υφίστανται νομικά κωλύματα για τη διαβίβαση των αναγκαίων πληροφοριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων του παραρτήματος I σημείο 2.5, και του παραρτήματος II σημείο 4.

Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές που ασκούν τη συμπληρωματική εποπτεία μπορούν, κατά τη συμπληρωματική εποπτεία που αναφέρεται στο άρθρο 2, να μην λάβουν υπόψη τους μια επιχείρηση στις ακόλουθες περιπτώσεις:

- όταν η συγκεκριμένη επιχείρηση είναι αμελητέας σημασίας σε σχέση με τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων·

- όταν η εποπτεία της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης αντενδείκνυται ή μπορεί να είναι παραπλανητική σε σχέση με τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Άρθρο 4

Αρχές αρμόδιες για την άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας

1. Η συμπληρωματική εποπτεία ασκείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου χορηγήθηκε η διοικητική άδεια στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, του άρθρου 4 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ ή του άρθρου 3 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ.

2. Οσάκις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη έχουν ως μητρική επιχείρηση την αυτή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μικτής δραστηριότητας, οι αρμόδιες αρχές των εμπλεκόμενων κρατών μελών μπορούν να συμφωνήσουν ποια από αυτές θα ασκεί τη συμπληρωματική εποπτεία.

3. Οσάκις ένα κράτος μέλος διαθέτει περισσότερες αρμόδιες αρχές για την προληπτική εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, μεριμνά για την οργάνωση του συντονισμού μεταξύ των αρχών αυτών.

ê 98/78/ΕΚ

Άρθρο 5

Διαθεσιμότητα και ποιότητα των πληροφοριών

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 59 σημ. 4

1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από κάθε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη σε συμπληρωματική εποπτεία να διαθέτει κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου για την παραγωγή δεδομένων και πληροφοριών σχετικών με τους στόχους της συμπληρωματικής αυτής εποπτείας.

ê 98/78/ΕΚ

2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε, εντός της δικαιοδοσίας τους, να μην υπάρχουν νομικοί φραγμοί οι οποίοι να εμποδίζουν τις επιχειρήσεις που υπόκεινται στη συμπληρωματική εποπτεία και τις συνδεδεμένες ή συμμετέχουσες επιχειρήσεις τους να ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες χρήσιμες για τους σκοπούς της συμπληρωματικής αυτής εποπτείας.

ê 2005/68/ ΕΚ άρθρο 59 σημ. 5

Άρθρο 6

Πρόσβαση στις πληροφορίες

1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους που είναι υπεύθυνες για την άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας έχουν πρόσβαση σε οποιαδήποτε πληροφορία σχετική με την εποπτεία ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απευθύνονται απ’ ευθείας στις εκάστοτε επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 για να εξασφαλίζουν τις απαιτούμενες πληροφορίες μόνον εφόσον η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν δίδει τις πληροφορίες που της ζητούνται.

2. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους μπορούν να διενεργούν στην επικράτειά τους, είτε οι ίδιες είτε μέσω προσώπων που διορίζονται από αυτές, επιτόπια επαλήθευση των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1:

- στην ασφαλιστική επιχείρηση που υπόκειται στη συμπληρωματική εποπτεία,

- στην αντασφαλιστική επιχείρηση που υπόκειται στη συμπληρωματική εποπτεία,

- στις θυγατρικές επιχειρήσεις αυτής της ασφαλιστικής επιχείρησης,

- στις θυγατρικές επιχειρήσεις αυτής της αντασφαλιστικής επιχείρησης,

- στις μητρικές επιχειρήσεις αυτής της ασφαλιστικής επιχείρησης,

- στις μητρικές επιχειρήσεις αυτής της αντασφαλιστικής επιχείρησης,

- στις θυγατρικές επιχειρήσεις μιας μητρικής επιχείρησης αυτής της ασφαλιστικής επιχείρησης,

- στις θυγατρικές επιχειρήσεις μιας μητρικής επιχείρησης αυτής της αντασφαλιστικής επιχείρησης.

3. Οσάκις, κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους επιθυμούν, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να επαληθεύσουν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, η οποία είναι συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση, συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση, θυγατρική επιχείρηση, μητρική επιχείρηση ή θυγατρική επιχείρηση μιας μητρικής επιχείρησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που υπόκειται στη συμπληρωματική εποπτεία, πρέπει να ζητήσουν από τις αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους μέλους τη διενέργεια της επαλήθευσης αυτού. Οι αρχές οι οποίες λαμβάνουν ένα τέτοιο αίτημα οφείλουν, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας τους, να δώσουν συνέχεια σ’ αυτό, είτε διενεργώντας οι ίδιες την επαλήθευση είτε επιτρέποντας στις αιτούσες αρχές να διενεργήσουν αυτές την επαλήθευση, είτε επιτρέποντας τη διενέργειά της από ελεγκτή ή εμπειρογνώμονα.

Οι αρμόδιες αρχές που υποβάλλουν το αίτημα μπορούν, εφόσον το επιθυμούν, να συμμετάσχουν στην επαλήθευση, όταν δεν τη διενεργούν οι ίδιες.

Άρθρο 7

Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών

1. Οσάκις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε διαφορετικά κράτη μέλη συνδέονται άμεσα ή έμμεσα, ή έχουν κοινή συμμετέχουσα επιχείρηση, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους κοινοποιούν στις αρχές των άλλων κρατών μελών, μετά από αίτημά τους, όλες τις πληροφορίες που θα επιτρέψουν ή θα διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας δυνάμει της παρούσας οδηγίας, κοινοποιούν δε αυτοβούλως κάθε πληροφορία που κρίνουν ουσιώδη για τις άλλες αρμόδιες αρχές.

2. Οσάκις ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, και είτε ένα πιστωτικό ίδρυμα, κατά την έννοια της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων[83], είτε εταιρεία επενδύσεων, κατά την έννοια της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993, σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών[84], ή και τα δύο, συνδέονται άμεσα ή έμμεσα, ή έχουν κοινή συμμετέχουσα επιχείρηση, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές που έχουν δημόσια εξουσία εποπτείας των άλλων αυτών επιχειρήσεων, συνεργάζονται στενά. Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, οι εν λόγω αρχές κοινοποιούν αμοιβαία όλες τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν την αποστολή τους, ιδίως στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας.

3. Οι πληροφορίες που συλλέγονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, και ιδίως οποιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμοδίων αρχών που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, υπόκεινται στην υποχρέωση που ισχύει σχετικά με το επαγγελματικό απόρρητο, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 16 της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής) [85], στο άρθρο 16 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ και στα άρθρα 24 έως 30 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ.

Άρθρο 8

Πράξεις στο πλαίσιο ομίλου

1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές ασκούν γενική εποπτεία των πράξεων μεταξύ:

α) μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και:

i) μιας συνδεδεμένης επιχείρησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,

ii) μιας συμμετέχουσας επιχείρησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,

iii) μιας συνδεδεμένης επιχείρησης συμμετέχουσας επιχείρησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·

β) μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και ενός φυσικού προσώπου που διαθέτει συμμετοχή:

i) στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ή σε μια από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της,

ii) σε συμμετέχουσα επιχείρηση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,

iii) σε συνδεδεμένη επιχείρηση συμμετέχουσας επιχείρησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Οι πράξεις αυτές αφορούν ιδίως:

- δάνεια,

- εγγυήσεις και πράξεις εκτός ισολογισμού

- στοιχεία επιλέξιμα για τον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας,

- επενδύσεις,

- αντασφαλίσεις και αντεκχωρήσεις,

- συμφωνίες περί επιμερισμού εξόδων.

2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να διαθέτουν κατάλληλους μηχανισμούς για τη διαχείριση των κινδύνων και για τον εσωτερικό έλεγχο, συμπεριλαμβανομένων και ορθολογικών διαδικασιών δημοσιοποίησης των πληροφοριών και λογιστικής, έτσι ώστε να μπορούν να εντοπίζουν, να υπολογίζουν, να παρακολουθούν και να ελέγχουν τις πράξεις που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 κατάλληλα. Ακόμη, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αναφέρουν, τουλάχιστον ετησίως, τις σημαντικές πράξεις στις αρμόδιες αρχές. Οι ως άνω διαδικασίες και μηχανισμοί υπόκεινται στην εποπτεία των αρμόδιων αρχών.

Εάν, με βάση τις πληροφορίες αυτές, φαίνεται ότι τίθεται σε κίνδυνο ή ενδέχεται να τεθεί σε κίνδυνο η φερεγγυότητα της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η αρμόδια αρχή λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα έναντι αυτής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ê 98/78/ΕΚ

Άρθρο 9

Υποχρέωση προσαρμογής της φερεγγυότητας

1. Στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη απαιτούν τη διεξαγωγή υπολογισμού της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας σύμφωνα με το παράρτημα I.

2. Οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις, συμμετέχουσες επιχειρήσεις και συνδεδεμένες επιχειρήσεις μιας συμμετέχουσας επιχείρησης περιλαμβάνονται στον υπολογισμό της παραγράφου 1.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 59 σημ. 6

3. Εάν ο υπολογισμός της παραγράφου 1 καταδείξει ότι η αναπροσαρμοσμένη φερεγγυότητα είναι αρνητική, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα έναντι της εμπλεκόμενης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ê 98/78/ΕΚ

Άρθρο 10

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 59 σημ. 7 στοιχ. α)

Ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας

ê 98/78/ΕΚ

1. Στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη απαιτούν την εφαρμογή της συμπληρωματικής μεθόδου εποπτείας σύμφωνα με το παράρτημα II.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 59 σημ. 7 στοιχ. β)

2. Στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, στον υπολογισμό συμπεριλαμβάνονται όλες οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, ή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, σύμφωνα με τη μέθοδο που προβλέπεται στο παράρτημα II.

3. Εάν, βάσει του υπολογισμού αυτού, οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι τίθεται σε κίνδυνο ή ενδέχεται να τεθεί σε κίνδυνο η φερεγγυότητα ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης θυγατρικής της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, ή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα έναντι της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ê 2002/87/ΕΚ άρθρο 28 σημ. 4

Άρθρο 10a

Συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών

1. Η Επιτροπή μπορεί να υποβάλλει προτάσεις στο Συμβούλιο, είτε κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους, είτε κατόπιν πρωτοβουλίας της, προκειμένου να διαπραγματευθεί συμφωνίες με μια ή περισσότερες τρίτες χώρες, σχετικά με τα μέσα άσκησης της συμπληρωματικής εποπτείας:

α) των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που έχουν, ως συμμετέχουσες επιχειρήσεις, επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 2, οι έδρες των οποίων ευρίσκονται σε τρίτη χώρα και

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 59 σημ. 8 στοιχ. α)

β) των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που έχουν συμμετέχουσες επιχειρήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 2, των οποίων η εταιρική έδρα βρίσκεται σε τρίτη χώρα·

γ) των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτης χώρας που έχουν συμμετέχουσες επιχειρήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 2, των οποίων η έδρα βρίσκεται εντός της Κοινότητας.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 59 σημ. 8 στοιχ. β)

2. Οι συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σκοπό έχουν ιδίως να εξασφαλίζουν ταυτόχρονα:

α) ότι οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών είναι σε θέση να λαμβάνουν τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τη συμπληρωματική εποπτεία των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων των οποίων η έδρα βρίσκεται εντός της Κοινότητας και οι οποίες έχουν θυγατρικές ή κατέχουν συμμετοχές σε επιχειρήσεις εκτός της Κοινότητας και

β) ότι οι αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών είναι σε θέση να λαμβάνουν τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την συμπληρωματική εποπτεία των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων των οποίων η έδρα βρίσκεται στην επικράτειά τους και οι οποίες έχουν θυγατρικές ή κατέχουν συμμετοχές σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη.

ê 2005/1/ΕΚ άρθρο 7 σημ. 1

3. Με την επιφύλαξη του άρθρου 300 παράγραφοι 1 και 2 της συνθήκης, η Επιτροπή, επικουρούμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων εξετάζει το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και την προκύπτουσα κατάσταση.

ê 2002/87ΕΚ άρθρο 28 σημ. 4

Άρθρο 10β

Τα κράτη μέλη απαιτούν τα πρόσωπα που όντως διευθύνουν τις δραστηριότητες μιας ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου να έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους και την αναγκαία πείρα για την άσκηση των καθηκόντων τους.

ò νέο

Τίτλος III

εποπτεία ασφαλιστικων και αντασφαλιστικων επιχειρησεων πουανηκουν σε ομιλο

κεφαλαιο ι – εποπτεια ομιλου: ορισμοι, περιπτωσεισ εφαρμογησ, πεδίο και επιπεδα

Τμήμα 1 - Ορισμοί

Άρθρο 210 Ορισμοί

1. Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) «συμμετέχουσα επιχείρηση»: νοείται η επιχείρηση η οποία είτε είναι μητρική ή άλλη επιχείρηση που διαθέτει συμμετοχή, ή επιχείρηση συνδεδεμένη με άλλη επιχείρηση με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ·

β) «συνδεδεμένη επιχείρηση»: νοείται είτε η θυγατρική ή άλλη επιχείρηση στην οποία υπάρχει συμμετοχή, είτε επιχείρηση που συνδέεται με άλλη επιχείρηση με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ·

γ) «όμιλος»: νοείται ένας όμιλος επιχειρήσεων, που αποτελείται από μία συμμετέχουσα επιχείρηση, τις θυγατρικές της και τις οντότητες στις οποίες η συμμετέχουσα επιχείρηση ή οι θυγατρικές της διαθέτουν συμμετοχή, καθώς και επιχειρήσεις που συνδέονται μεταξύ τους με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ·

δ) «αρχή εποπτείας ομίλου»: νοείται η εποπτική αρχή που είναι υπεύθυνη για την άσκηση εποπτείας των ομίλων, σύμφωνα με το άρθρο 251·

ε) «ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου»: νοείται η μητρική επιχείρηση, η κύρια δραστηριότητα της οποίας είναι η απόκτηση και κατοχή συμμετοχών σε θυγατρικές επιχειρήσεις, εφόσον οι εν λόγω θυγατρικές είναι αποκλειστικά ή κυρίως ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ή ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας, εκ των οποίων θυγατρικών επιχειρήσεων η μία τουλάχιστον είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και δεν είναι μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών κατά την έννοια της οδηγίας 2002/87/ΕΚ·

στ) «ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μικτής δραστηριότητας»: νοείται η μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι ασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, αντασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών κατά την έννοια της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μεταξύ των θυγατρικών της.

2. Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου, οι εποπτικές αρχές θεωρούν επίσης ως μητρική επιχείρηση οποιαδήποτε επιχείρηση η οποία, κατά τη γνώμη των εποπτικών αρχών, ασκεί πραγματικά δεσπόζουσα επιρροή σε άλλη επιχείρηση.

Θεωρούν επίσης ως θυγατρική επιχείρηση οποιαδήποτε επιχείρηση επί της οποίας, κατά τη γνώμη των εποπτικών αρχών, μια μητρική επιχείρηση ασκεί ουσιαστικά δεσπόζουσα επιρροή.

Θεωρούν επίσης ως συμμετοχή την κατοχή, άμεση ή έμμεση, δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου σε επιχείρηση επί της οποίας, κατά τη γνώμη των εποπτικών αρχών, ασκείται όντως σημαντική επιρροή.

Τμήμα 2 – Περιπτώσεις εφαρμογής και πεδίο

Άρθρο 211 Περιπτώσεις εφαρμογής εποπτείας ομίλου

1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν την εποπτεία, σε επίπεδο ομίλου, ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που ανήκουν σε όμιλο, σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο.

Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας, οι οποίες ορίζουν τους κανόνες για την εποπτεία ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε ατομική βάση, εξακολουθούν να ισχύουν σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα τίτλο.

2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η εποπτεία σε επίπεδο ομίλου εφαρμόζεται ως ακολούθως:

α) σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι συμμετέχουσα επιχείρηση σε μία τουλάχιστον ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, σύμφωνα με τα άρθρα 216 έως 262·

β) σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, των οποίων η μητρική επιχείρηση είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου με έδρα στην Κοινότητα, σύμφωνα με τα άρθρα 216 έως 262·

γ) σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, των οποίων η μητρική επιχείρηση είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου με έδρα εκτός της Κοινότητας ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, σύμφωνα με τα άρθρα 263, 264 και 265·

δ) σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, των οποίων η μητρική επιχείρηση είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μικτής δραστηριότητας, σύμφωνα με το άρθρο 267.

3. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 2, όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου η οποία έχει την έδρα της στην Κοινότητα είναι συνδεδεμένη επιχείρηση ρυθμιζόμενης οντότητας ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών η οποία υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η αρμόδια αρχή για την εποπτεία του ομίλου μπορεί, μετά από διαβουλεύσεις με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, να αποφασίσει να μην διενεργήσει στο επίπεδο της εν λόγω συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου την εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 248 ή την εποπτεία των συναλλαγών εντός του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 249 ή και τα δύο.

Άρθρο 212 Πεδίο εφαρμογής της εποπτείας ομίλου

1. Η άσκηση της εποπτείας ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 211 δεν σημαίνει ότι οι εποπτικές αρχές καλούνται να διαδραματίσουν εποπτικό ρόλο σε σχέση με την ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την αντασφαλιστική επιχείρησης τρίτης χώρας, την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μικτής δραστηριότητας σε ατομική βάση, με την επιφύλαξη του άρθρου 261 όσον αφορά τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου.

2. Στις επόμενες περιπτώσεις, η αρχή εποπτείας του ομίλου μπορεί να αποφασίσει, σε κατά περίπτωση βάση, να μην συμπεριλάβει μια επιχείρηση στην εποπτεία του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 211:

α) εάν η επιχείρηση βρίσκεται σε τρίτη χώρα όπου υπάρχουν νομικά εμπόδια στη διαβίβαση των απαραίτητων πληροφοριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 227·

β) εάν η επιχείρηση που πρέπει να συμπεριληφθεί έχει αμελητέα σημασία όσον αφορά τους στόχους της εποπτείας σε επίπεδο ομίλου·

γ) εάν ο συνυπολογισμός της επιχείρησης δεν είναι σκόπιμος ή είναι παραπλανητικός σε σχέση με τους στόχους της εποπτείας σε επίπεδο ομίλου.

Ωστόσο, εάν αρκετές οντότητες του ιδίου ομίλου, λαμβανόμενες ατομικά, μπορούν να εξαιρεθούν σύμφωνα με το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, πρέπει ωστόσο να περιλαμβάνονται εφόσον, συλλογικά, είναι μη αμελητέας σημασίας.

Στην περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο γ) του πρώτου εδαφίου, η αρχή εποπτείας του ομίλου, εκτός από περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, συμβουλεύεται προτού λάβει απόφαση τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

Όταν η αρχή εποπτείας του ομίλου δεν περιλαμβάνει μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στην εποπτεία του ομίλου δυνάμει μιας των περιπτώσεων που προβλέπονται στα στοιχεία β) και γ) του πρώτου εδαφίου, οι εποπτικές αρχές του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η συγκεκριμένη επιχείρηση μπορούν να ζητήσουν από την επιχείρηση που είναι επικεφαλής του ομίλου οποιαδήποτε πληροφορία η οποία μπορεί να διευκολύνει την εποπτεία των οικείων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Τμήμα 3 – Επίπεδα

Άρθρο 213 Τελική συμμετέχουσα επιχείρηση σε κοινοτικό επίπεδο

1. Όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου που αναφέρονται στα σημεία α) και β) του άρθρου 211 παράγραφος 2 είναι η ίδια συνδεδεμένη επιχείρηση άλλης συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή άλλης μητρικής ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου η οποία έχει την έδρα της στην Κοινότητα, τα άρθρα 216 έως 2262εφαρμόζονται μόνο στο επίπεδο της τελικής συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου η οποία έχει την έδρα της στην Κοινότητα.

2. Όταν η τελική συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου που έχει την έδρα της στην Κοινότητα, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, είναι συνδεδεμένη επιχείρηση άλλης επιχείρησης η οποία υπόκειται στη συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η αρχή εποπτείας του ομίλου μπορεί, αφού συμβουλευθεί τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, να αποφασίσει να μην πραγματοποιήσει στο επίπεδο της τελικής αυτής συμμετέχουσας επιχείρησης την εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 248 ή την εποπτεία των συναλλαγών εντός του ομίλου που αναφέρονται στο άρθρο 249, ή και τα δύο.

Άρθρο 214 Τελική συμμετέχουσα επιχείρηση σε εθνικό επίπεδο

1. Όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου η οποία έχει την έδρα της στην Κοινότητα, όπως αναφέρεται στα στοιχεία α) και β) του άρθρου 211 παράγραφος 2, δεν έχει την έδρα της στο ίδιο κράτος μέλος με αυτό της τελικής συμμετέχουσας επιχείρησης σε κοινοτικό επίπεδο που αναφέρεται στο άρθρο 213, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στις εποπτικές τους αρχές να αποφασίζουν, μετά από διαβούλευση με την αρχή εποπτείας του ομίλου και με την αρχή εποπτείας της τελικής συμμετέχουσας επιχείρησης σε κοινοτικό επίπεδο να υπαγάγουν στην εποπτεία του ομίλου την τελική συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου σε εθνικό επίπεδο.

Σε τέτοια περίπτωση, η εποπτική αρχή αιτιολογεί την απόφασή της τόσο στην αρχή εποπτείας του ομίλου όσο και στην συμμετέχουσα επιχείρηση σε κοινοτικό επίπεδο.

Τα άρθρα 216 έως 262 εφαρμόζονται mutatis mutandis, με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2 έως 6.

2. Η εποπτική αρχή μπορεί να περιορίζει την εποπτεία του ομίλου της τελικής συμμετέχουσας επιχείρησης σε εθνικό επίπεδο σε ένα ή περισσότερα από τα τμήματα του κεφαλαίου ΙΙ.

3. Όταν η εποπτική αρχή αποφασίζει να εφαρμόσει στην τελική συμμετέχουσα επιχείρηση σε εθνικό επίπεδο τις διατάξεις του τμήματος 1 του κεφαλαίου ΙΙ, η επιλογή της μεθόδου που γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 218 από την αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου σε σχέση με την τελική συμμετέχουσα επιχείρηση σε κοινοτικό επίπεδο όπως αναφέρεται στο άρθρο 213 θεωρείται καθοριστική και εφαρμόζεται από την εποπτική αρχή στο οικείο κράτος μέλος.

4. Όταν η εποπτική αρχή αποφασίζει να εφαρμόσει στην τελική συμμετέχουσα επιχείρηση σε εθνικό επίπεδο τις διατάξεις του τμήματος 1 του κεφαλαίου ΙΙ, και όταν η τελική συμμετέχουσα επιχείρηση σε κοινοτικό επίπεδο που αναφέρεται στο άρθρο 213 έχει λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 229 ή το άρθρο 231 παράγραφος 5, την άδεια να υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, καθώς και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στον όμιλο, στη βάση εσωτερικού υποδείγματος, η απόφαση αυτή θεωρείται καθοριστική και εφαρμόζεται από την εποπτική αρχή στο οικείο κράτος μέλος.

Σε τέτοια περίπτωση, όταν η εποπτική αρχή αποφασίζει ότι το προφίλ κινδύνου της τελικής συμμετέχουσας επιχείρησης σε εθνικό επίπεδο αποκλίνει σημαντικά από το εσωτερικό υπόδειγμα που έχει εγκριθεί σε κοινοτικό επίπεδο, και εφόσον η επιχείρηση αυτή δεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στις ανησυχίες της εποπτικής αρχής, η εν λόγω εποπτική αρχή μπορεί να αποφασίσει να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή επιβάρυνση στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου της εν λόγω επιχείρησης, όπως αυτές προκύπτουν από την εφαρμογή ενός τέτοιου υποδείγματος, ή, σε εξαιρετικές περιστάσεις όπου η πρόσθετη αυτή κεφαλαιακή επιβάρυνση κρίνεται ακατάλληλη, να απαιτήσει από την επιχείρηση να υπολογίσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου της βάσει της τυποποιημένης μεθόδου.

Η εποπτική αρχή αιτιολογεί τις αποφάσεις αυτές τόσο στην επιχείρηση όσο και στην αρχή εποπτείας του ομίλου.

5. Όταν η εποπτική αρχή αποφασίζει να εφαρμόσει στην τελική συμμετέχουσα επιχείρηση σε εθνικό επίπεδο τις διατάξεις του τμήματος 1 του κεφαλαίου ΙΙ, η εν λόγω επιχείρηση δεν επιτρέπεται να ζητήσει, σύμφωνα με τα άρθρα 234 ή 247, την άδεια να υπαγάγει οιαδήποτε από τις θυγατρικές της στα άρθρα 236 έως 241.

6. Όταν τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις εποπτικές τους αρχές να λαμβάνουν την απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, προβλέπουν ότι καμία από τις αποφάσεις αυτές δεν μπορεί να ληφθεί ή να διατηρηθεί εφόσον η τελική συμμετέχουσα επιχείρηση σε εθνικό επίπεδο είναι θυγατρική της τελικής συμμετέχουσας επιχείρησης σε κοινοτικό επίπεδο που αναφέρεται στο άρθρο 213 και η τελευταία αυτή επιχείρηση έχει λάβει σύμφωνα με τα άρθρα 235 ή 247 την άδεια να υπαγάγει τη θυγατρική αυτή στα άρθρα 236 έως 241.

7. Η Επιτροπή δύναται να θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα στα οποία να αναφέρει τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες μπορεί να ληφθεί η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Τα μέτρα που αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

Άρθρο 215 Συμμετέχουσα επιχείρηση που καλύπτει περισσότερα κράτη μέλη

1. Όταν τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις εποπτικές τους αρχές να λαμβάνουν την απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 214, επιτρέπουν επίσης σε αυτές να αποφασίζουν τη σύναψη συμφωνίας με τις εποπτικές αρχές στα άλλα κράτη μέλη στα οποία λειτουργεί άλλη συνδεδεμένη τελική συμμετέχουσα επιχείρηση σε εθνικό επίπεδο, με σκοπό την άσκηση εποπτείας του ομίλου στο επίπεδο υπο-ομίλου που καλύπτει περισσότερα κράτη μέλη.

Όταν οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές έχουν συνάψει συμφωνία σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η εποπτεία του ομίλου δεν ασκείται στο επίπεδο οιασδήποτε τελικής συμμετέχουσας επιχείρησης που αναφέρεται στο άρθρο 214 παρούσα σε κράτη μέλη πλην του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο υπο-όμιλος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

2. Οι διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 214 παράγραφοι 2 έως 6 εφαρμόζονται mutatis mutandis.

3. Η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα όπου διευκρινίζονται οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες μπορεί να ληφθεί η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Τα μέτρα που αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ – ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΣΗ

Τμήμα 1 – Φερεγγυότητα του ομίλου

Υποτμήμα 1 – Γενικές διατάξεις

Άρθρο 216 Εποπτεία της φερεγγυότητας του ομίλου

1. Η εποπτεία της φερεγγυότητας του ομίλου ασκείται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3, με το άρθρο 250 και το κεφάλαιο ΙΙΙ.

2. Στην περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο α) του άρθρου 211 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις συμμετέχουσες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να μεριμνούν ώστε να υπάρχουν διαθέσιμα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια στον όμιλο, τα οποία να είναι πάντοτε τουλάχιστον ίσα με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, όπως αυτές υπολογίζονται σύμφωνα με τα υποτμήματα 2, 3 και 4.

3. Στη περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο β) του άρθρου 211 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε ένα όμιλο να μεριμνούν ώστε να υπάρχουν διαθέσιμα επιλέξιμα κεφάλαια στον όμιλο, τα οποία να είναι πάντοτε ίσα με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, όπως αυτές υπολογίζονται σύμφωνα με το υποτμήμα 5.

4. Οι απαιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 υπόκεινται σε εποπτική εξέταση από την αρχή που ασκεί τη εποπτεία του ομίλου σύμφωνα με το κεφάλαιο ΙΙ. Οι διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 134 και στο άρθρο 136 παράγραφοι 1, 2 και 3 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

Άρθρο 217 Συχνότητα υπολογισμού

1. Η αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου μεριμνά ώστε οι υπολογισμοί που αναφέρονται στο άρθρο 216 παράγραφοι 2 και 3 να διενεργούνται τουλάχιστον μία φορά ετησίως, είτε από τις ασφαλιστικές ή τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, είτε από την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου.

Τα σχετικά δεδομένα για τον υπολογισμό και τα αποτελέσματα του υπολογισμού υποβάλλονται στην αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ή όταν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή από την επιχείρηση στον όμιλο που καθορίζει η αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον ίδιο τον όμιλο.

2. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου επιβλέπουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου σε συνεχή βάση. Εάν το προφίλ κινδύνου του ομίλου αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζονται οι τελευταίες αναφερθείσες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου υπολογίζονται εκ νέου χωρίς καθυστέρηση και υποβάλλονται στην αρχή εποπτείας του ομίλου.

Όταν υπάρχουν στοιχεία που υπονοούν ότι το προφίλ κινδύνου του ομίλου έχει αλλάξει σημαντικά από την ημερομηνία κατά την οποία αναφέρθηκαν τελευταία οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, η αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου μπορεί να ζητήσει επανυπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου.

Υποτμήμα 2 – Επιλογή της μεθόδου υπολογισμού και γενικές αρχές

Άρθρο 218 Επιλογή της μεθόδου

1. Ο υπολογισμός της φερεγγυότητας στο επίπεδο του ομίλου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναφέρονται στο στοιχείο α) του άρθρου 211 παράγραφος 2 πραγματοποιείται σύμφωνα με τις τεχνικές αρχές και μία από τις μεθόδους που παρατίθενται στα άρθρα 219 έως 231.

2. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι το υπολογισμός της φερεγγυότητας στο επίπεδο του ομίλου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναφέρονται στο στοιχείο α) του άρθρου 211 παράγραφος 2 διενεργείται σύμφωνα με τη μέθοδο 1 που περιγράφεται στο υποτμήμα 4.

Ωστόσο, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις εποπτικές αρχές τους, εφόσον αυτές ασκούν το ρόλο της εποπτείας του ομίλου σε σχέση με κάποιο συγκεκριμένο όμιλο, να αποφασίζουν, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και τον ίδιο τον όμιλο, να εφαρμόζουν στο συγκεκριμένο όμιλο τη μέθοδο 2 που περιγράφεται στο υποτμήμα 4 ή συνδυασμό των μεθόδων 1 και 2, εφόσον η αποκλειστική εφαρμογή της μεθόδου 1 κρίνεται ακατάλληλη.

Άρθρο 219 Αναλογικότητα

1. Στον υπολογισμό της φερεγγυότητας του ομίλου λαμβάνεται υπόψη το αναλογικό μερίδιο που κατέχει η συμμετέχουσα επιχείρηση στις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, το αναλογικό μερίδιο περιλαμβάνει οιοδήποτε από τα κατωτέρω:

α) όταν χρησιμοποιείται η μέθοδος 1, τα ποσοστά που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών·

β) όταν χρησιμοποιείται η μέθοδος 2, την αναλογία του εγγεγραμμένου κεφαλαίου που κατέχεται, άμεσα ή έμμεσα, από τη συμμετέχουσα επιχείρηση.

Ωστόσο, ανεξάρτητα από τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο, όταν η συνδεδεμένη επιχείρηση είναι θυγατρική και δεν διαθέτει επαρκή επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για να καλύψει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό έλλειμμα φερεγγυότητας της θυγατρικής.

Όταν, κατά τη γνώμη των εποπτικών αρχών, η ευθύνη της μητρικής επιχείρησης που κατέχει μερίδιο του κεφαλαίου είναι αυστηρά περιορισμένη στο τμήμα αυτό του κεφαλαίου, η αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου μπορεί εντούτοις να επιτρέψει να ληφθεί υπόψη σε αναλογική βάση το έλλειμμα φερεγγυότητας της θυγατρικής επιχείρησης.

2. Η αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου καθορίζει, μετά από διαβουλεύσεις με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και τον ίδιο τον όμιλο, το αναλογικό μερίδιο που λαμβάνεται υπόψη στις ακόλουθες περιπτώσεις.

α) όταν δεν υπάρχουν δεσμοί κεφαλαίου μεταξύ ορισμένων από τις επιχειρήσεις ενός ομίλου·

β) όταν η εποπτική αρχή έχει καθορίσει ότι η κατοχή, άμεση ή έμμεση, δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου σε μια επιχείρηση θεωρείται ως συμμετοχή επειδή, κατά τη γνώμη της, ασκείται στην πραγματικότητα σημαντική επιρροή στην επιχείρηση αυτή.

Άρθρο 220 Εξάλειψη του διπλού υπολογισμού των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων

1. Δεν επιτρέπεται ο διπλός υπολογισμός ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας μεταξύ των διαφόρων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό αυτό.

Προς το σκοπό αυτό, κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, και εφόσον οι μέθοδοι που περιγράφονται στο υποτμήμα 4 δεν προνοούν σχετικά, αποκλείονται τα ακόλουθα ποσά:

α) η αξία οιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που αντιπροσωπεύει τη χρηματοδότηση στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων τα οποία είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας μιας από τις συνδεδεμένες της ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις·

β) η αξία οιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που αντιπροσωπεύει τη χρηματοδότηση στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων τα οποία είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της εν λόγω συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·

γ) η αξία οιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που αντιπροσωπεύει τη χρηματοδότηση στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων τα οποία είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας οιασδήποτε άλλης συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της εν λόγω συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, μπορούν να συμπεριληφθούν στον υπολογισμό τα ακόλουθα στοιχεία μόνον εφόσον είναι επιλέξιμα για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας της σχετικής συνδεδεμένης επιχείρησης:

α) τα αδιανέμητα κέρδη και τα μελλοντικά κέρδη συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης του κλάδου ζωής της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία υπολογίζεται η φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου·

β) το εγγεγραμμένο και μη καταβεβλημένο κεφάλαιο συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία υπολογίζεται το περιθώριο φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου.

Ωστόσο, τα ακόλουθα στοιχεία εξαιρούνται σε κάθε περίπτωση από τον υπολογισμό:

α) το εγγεγραμμένο αλλά μη καταβεβλημένο κεφάλαιο το οποίο αντιπροσωπεύει δυνητική υποχρέωση της συμμετέχουσας επιχείρησης·

β) το εγγεγραμμένο αλλά μη καταβεβλημένο κεφάλαιο της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης το οποίο αντιπροσωπεύει δυνητική υποχρέωση της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·

γ) το εγγεγραμμένο αλλά μη καταβεβλημένο κεφάλαιο συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης το οποίο αντιπροσωπεύει δυνητική υποχρέωση άλλης συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της ιδίας συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

3. Εάν οι εποπτικές αρχές θεωρούν ότι ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας μιας συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, πέραν εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, δεν μπορούν ουσιαστικά να διατεθούν για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία υπολογίζεται η φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου, τα εν λόγω στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων μπορούν να συμπεριληφθούν στον υπολογισμό μόνον εφόσον είναι επιλέξιμα για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας της συνδεδεμένης επιχείρησης.

4. Το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 δεν είναι δυνατόν να υπερβαίνει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

5. Τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία υπολογίζεται η φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου, τα οποία υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση από την εποπτική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 89, μπορούν να συμπεριληφθούν στον υπολογισμό μόνον εφόσον έχουν δεόντως εγκριθεί από την αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της συνδεδεμένης αυτής επιχείρησης.

Άρθρο 221 Κατάργηση της σύστασης κεφαλαίου στο πλαίσιο ομίλου

1. Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, δεν λαμβάνονται υπόψη για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας επιλέξιμα ίδια κεφάλαια τα οποία απορρέουν από αμοιβαία χρηματοδότηση μεταξύ της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και κάποιας εκ των κατωτέρω:

α) συνδεδεμένης επιχείρησης·

β) συμμετέχουσας επιχείρησης·

γ) άλλης συνδεδεμένης επιχείρησης οιασδήποτε από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις.

2. Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, δεν λαμβάνονται υπόψη επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία υπολογίζεται η φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου, όταν τα σχετικά ίδια κεφάλαια προκύπτουν από αμοιβαία χρηματοδότηση με οποιαδήποτε άλλη συνδεδεμένη επιχείρηση της εν λόγω συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

3. Θεωρείται ότι υπάρχει αμοιβαία χρηματοδότηση όταν τουλάχιστον μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ή οποιαδήποτε από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της, κατέχει μερίδια σε άλλη επιχείρηση, ή δανειοδοτεί άλλη επιχείρηση η οποία, άμεσα ή έμμεσα, κατέχει ίδια κεφάλαια επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας των πρώτων επιχειρήσεων.

Άρθρο 222 Αποτίμηση

Η αξία των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων αποτιμάται σύμφωνα με το άρθρο 74.

Υποτμήμα 3 – Εφαρμογή των μεθόδων υπολογισμού

Άρθρο 223 Συνδεδεμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις

Όταν η ασφαλιστική ή η αντασφαλιστική επιχείρηση έχει περισσότερες της μίας συνδεδεμένες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ο υπολογισμός της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου διενεργείται με συνεκτίμηση εκάστης των συνδεδεμένων αυτών ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι εφόσον η συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει την έδρα της σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία υπολογίζεται η φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου, κατά τον υπολογισμό λαμβάνονται υπόψη, ως προς τη συνδεδεμένη επιχείρηση, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών όπως ορίζεται στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος.

Άρθρο 224 Ενδιάμεσες ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου

1. Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία κατέχει συμμετοχή σε συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση, συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, μέσω ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση αυτής της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου.

Για το σκοπό του υπολογισμού αυτού και μόνο, η ενδιάμεση ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου αντιμετωπίζεται ως εάν ήταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στους κανόνες που ορίζονται στον τίτλο Ι, κεφάλαιο VI, τμήμα 4, υποτμήματα 1, 2 και 3 σε σχέση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και στις ίδιες προϋποθέσεις με αυτές που ορίζονται στον τίτλο Ι, κεφάλαιο VI, τμήμα 3, υποτμήματα 1, 2 και 3 σε σχέση με τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας.

2. Στις περιπτώσεις στις οποίες μια ενδιάμεση ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου κατέχει οφειλές μειωμένης εξασφάλισης ή άλλα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια που υπόκεινται σε περιορισμό σύμφωνα με το άρθρο 98, αναγνωρίζονται ως επιλέξιμα ίδια κεφάλαια μέχρι τα ποσά που υπολογίζονται με την εφαρμογή των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 98 στα συνολικά οφειλόμενα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια σε επίπεδο ομίλου σε σύγκριση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου.

Τα επιλέξιμα ίδια κεφάλια ενδιάμεσης ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, για τα οποία απαιτείται προηγούμενη έγκριση από την εποπτική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 89 εάν κρατούνται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, μπορούν να συμπεριληφθούν στον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου μόνον εφόσον έχουν εγκριθεί δεόντως από την αρχή εποπτείας του ομίλου.

Άρθρο 225 Συνδεδεμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών

1. Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία είναι συμμετέχουσα επιχείρηση σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, η τελευταία αντιμετωπίζεται, μόνο για τους σκοπούς του υπολογισμού, ως συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

Ωστόσο, οσάκις η τρίτη χώρα στην οποία βρίσκεται η εν λόγω επιχείρηση έχει την έδρα της την υποβάλλει σε διαδικασία χορήγησης αδείας και της επιβάλλει καθεστώς φερεγγυότητας τουλάχιστον ισοδύναμο με εκείνο που ορίζεται στον τίτλο Ι κεφάλαιο VI, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι κατά τον υπολογισμό λαμβάνονται υπόψη, όσον αφορά τη συγκεκριμένη επιχείρηση, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη των απαιτήσεων αυτών όπως ορίζεται από την εκάστοτε τρίτη χώρα.

2. Η εξακρίβωση του κατά πόσον το καθεστώς της τρίτης χώρας είναι τουλάχιστον ισοδύναμο, πραγματοποιείται από την αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου, μετά από αίτημα της συμμετέχουσας επιχείρησης ή με δική της πρωτοβουλία.

Η αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου, προτού λάβει απόφαση σχετικά με την ισοδυναμία, συμβουλεύεται τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων.

3. Η Επιτροπή, μετά από διαβουλεύσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 304 παράγραφος 2, εκδίδει απόφαση σχετικά με το κατά πόσον το καθεστώς φερεγγυότητας σε τρίτη χώρα είναι ισοδύναμο εκείνου που ορίζεται στον τίτλο Ι κεφάλαιο VI.

Οι αποφάσεις αυτές επανεξετάζονται τακτικά, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη τυχόν αλλαγές στο καθεστώς φερεγγυότητας που προβλέπεται στον τίτλο Ι, κεφάλαιο VI και στο καθεστώς φερεγγυότητας στην τρίτη χώρα.

4. Όταν, με απόφαση που εκδίδεται από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 3, διαπιστώνεται η ισοδυναμία του καθεστώτος φερεγγυότητας σε τρίτη χώρα, δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 2.

Όταν, με απόφαση που εκδίδεται από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 3, διαπιστώνεται ότι το καθεστώς φερεγγυότητας σε τρίτη χώρα δεν είναι ισοδύναμο, η επιλογή που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1, που επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με τα οριζόμενα από την εκάστοτε τρίτη χώρα, δεν εφαρμόζεται και οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις της τρίτης χώρας υπάγονται αποκλειστικά στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1.

Άρθρο 226 Συνδεδεμένα πιστωτικά ιδρύματα, εταιρείες επενδύσεων και χρηματοδοτικά ιδρύματα

Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία είναι συμμετέχουσα επιχείρηση σε πιστωτικό ίδρυμα, εταιρεία επενδύσεων ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τους να εφαρμόζουν κατ’ αναλογία τις μεθόδους 1 ή 2 που παρατίθενται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2002/87/ΕΚ. Ωστόσο, η μέθοδος 1 που αναφέρεται στο παράρτημα αυτό εφαρμόζεται μόνο εάν η αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου είναι ικανοποιημένη ως προς το επίπεδο της ενοποιημένης διοίκησης και του εσωτερικού ελέγχου αναφορικά με τις οντότητες οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στο πεδίο της ενοποίησης. Η επιλεγείσα μέθοδος εφαρμόζεται με διαχρονικά σταθερό τρόπο.

Τα κράτη μέλη επιτρέπουν ωστόσο στις εποπτικές αρχές, όταν αναλαμβάνουν το ρόλο της εποπτείας του ομίλου σε σχέση με κάποια συγκεκριμένο όμιλο, να αποφασίζουν, μετά από αίτημα της συμμετέχουσας επιχείρησης ή με δική τους πρωτοβουλία, να αφαιρούν οποιαδήποτε συμμετοχή που προβλέπεται στην πρώτη παράγραφο από τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη της φερεγγυότητας του ομίλου της συμμετέχουσας επιχείρησης.

Άρθρο 227 Μη διαθεσιμότητα των αναγκαίων πληροφοριακών στοιχείων

Οσάκις τα πληροφοριακά στοιχεία που είναι αναγκαία για τον υπολογισμό της φερεγγυότητας του ομίλου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, σχετικά με συνδεδεμένη επιχείρηση της οποίας η καταστατική έδρα βρίσκεται σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, δεν είναι διαθέσιμα στις αρμόδιες εποπτικές αρχές, η λογιστική αξία της επιχείρησης αυτής στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αφαιρείται από τα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για τη φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου.

Στην περίπτωση αυτή, τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη που συνδέονται με τη συμμετοχή αυτή δεν αναγνωρίζονται ως επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για τη φερεγγυότητα του ομίλου.

Υποτμήμα 4 – Μέθοδοι υπολογισμου

Άρθρο 228 Μέθοδος 1 (προκαθορισμένη μέθοδος): Μέθοδος με βάση τη λογιστική ενοποίηση

1. Ο υπολογισμός της φερεγγυότητας του ομίλου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης πραγματοποιείται στη βάση των ενοποιημένων λογαριασμών.

Η φερεγγυότητα του ομίλου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης είναι η διαφορά μεταξύ των ακολούθων στοιχείων:

α) των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για τη κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, που υπολογίζονται στη βάση ενοποιημένων δεδομένων·

β) των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου που υπολογίζονται στη βάση ενοποιημένων δεδομένων.

Οι κανόνες που ορίζονται στον τίτλο Ι, κεφάλαιο VI, τμήμα 3, υποτμήματα 1, 2 και 3 και στον τίτλο I, κεφάλαιο VI, τμήμα 4, υποτμήματα 1, 2 και 3 εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου βάσει ενοποιημένων δεδομένων.

2. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου με βάση τα ενοποιημένα δεδομένα (ενοποιημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας ομίλου) υπολογίζονται σύμφωνα είτε με την τυποποιημένη μέθοδο είτε με εγκεκριμένο εσωτερικό υπόδειγμα, κατά τρόπο συνεπή προς τις γενικές αρχές που περιλαμβάνονται στον τίτλο I, κεφάλαιο VI, τμήμα 4, υποτμήματα 1 και 2 και στον τίτλο I, κεφάλαιο VI, τμήμα 4, υποτμήματα 1 και 3.

Οι ενοποιημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου περιλαμβάνουν, κατ’ ελάχιστο, το άθροισμα των κατωτέρω:

α) των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, όπως αυτές αναφέρονται στο άρθρο 127, της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·

β) το αναλογικό μερίδιο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Το ελάχιστο αυτό ποσό καλύπτεται από επιλέξιμα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με το άρθρο 98 παράγραφος 5.

Για τον καθορισμό του κατά πόσον τα επιλέξιμα αυτά ίδια κεφάλαια είναι κατάλληλα για την κάλυψη των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι αρχές που προβλέπονται στα άρθρα 219 έως 227. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 137 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

Άρθρο 229 Εσωτερικό υπόδειγμα του ομίλου

1. Στην περίπτωση αίτησης για να επιτραπεί ο υπολογισμός των ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου, καθώς και των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του ομίλου βάσει εσωτερικού υποδείγματος, που έχει υποβληθεί από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της, ή από κοινού από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, οι αρμόδιες εποπτικές αρχές συνεργάζονται προκειμένου να αποφασίσουν για την έγκριση ή μη της αίτησης και για να καθορίσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις, ενδεχομένως, που διέπουν την έγκριση αυτή.

Η αίτηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο υποβάλλεται μόνο στην αρχή εποπτείας του ομίλου.

Η αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

2. Οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές εξαντλούν όλες τις δυνατότητες που διαθέτουν προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση σχετικά με την υποβληθείσα αίτηση εντός έξι μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου.

Η αρχή εποπτείας του ομίλου προωθεί χωρίς καθυστέρηση την πλήρη αίτηση στις υπόλοιπες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

3. Κατά τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από αίτημα της συμμετέχουσας επιχείρησης, ή οιασδήποτε από τις υπόλοιπες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, συμβουλεύεται την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων. Η αρχή εποπτείας του ομίλου μπορεί να συμβουλεύεται την Επιτροπή με δική της πρωτοβουλία.

Σε περίπτωση που ζητείται η γνώμη της επιτροπής, η περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 παρατείνεται κατά δύο μήνες.

4. Εφόσον έχει ζητηθεί η γνώμη της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων, οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές μελετούν δεόντως τη γνώμη της προτού λάβουν την κοινή τους απόφαση. Η αρχή εποπτείας του ομίλου διαβιβάζει στον αιτούντα την κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 2, σε έγγραφο που περιλαμβάνει την πλήρη αιτιολογημένη απόφαση και εξήγηση κάθε σημαντικής απόκλισης από τις θέσεις που υιοθετήθηκαν από την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων.

Η κοινή απόφαση αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

5. Σε περίπτωση απουσίας κοινής απόφασης εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 αντιστοίχως, η αρχή εποπτείας του ομίλου λαμβάνει η ίδια απόφαση για την αίτηση.

Κατά τη λήψη της απόφασής της, η αρχή εποπτείας του ομίλου συνεκτιμά δεόντως τα κατωτέρω:

α) οιεσδήποτε απόψεις και επιφυλάξεις που εξέφρασαν οι λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές κατά τη διάρκεια των προβλεπόμενων προθεσμιών·

β) τη γνώμη της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, εφόσον έχει ζητηθεί.

Η απόφαση παρέχεται σε έγγραφο που περιλαμβάνει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εξήγηση τυχόν σημαντικής απόκλισης από τις θέσεις οι οποίες υιοθετήθηκαν από την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων.

Η αρχή εποπτείας του ομίλου διαβιβάζει την απόφαση στον αιτούντα και τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

Η απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από τις αντίστοιχες εποπτικές αρχές.

6. Εάν κάποια από τις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές θεωρεί ότι το προφίλ κινδύνου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που υπόκειται στην εποπτεία της αποκλίνει σημαντικά από το εσωτερικό υπόδειγμα που εγκρίθηκε σε επίπεδο ομίλου, και εφόσον η επιχείρηση αυτή δεν έχει αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τις ανησυχίες που έχουν εκφραστεί από την εποπτική αρχή, η εν λόγω αρχή μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 37, να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής αυτής επιχείρησης που προκύπτουν από την εφαρμογή του εσωτερικού αυτού υποδείγματος.

Σε εξαιρετικές περιστάσεις, εάν η πρόσθετη αυτή κεφαλαιακή απαίτηση δεν είναι ενδεδειγμένη, η εποπτική αρχή μπορεί να ζητήσει από την οικεία επιχείρηση να υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητάς της στη βάση της τυποποιημένης μεθόδου που αναφέρεται στον τίτλο Ι, κεφάλαιο VI, τμήμα 4, υποτμήματα 1 και 2.

Η εποπτική αρχή δικαιολογεί κάθε απόφαση που αναφέρεται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο τόσο στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση όσο και στην αρχή εποπτείας του ομίλου.

Άρθρο 230 Πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση ομίλου

Για να καθοριστεί εάν οι ενοποιημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου αντικατοπτρίζουν κατάλληλα το προφίλ κινδύνου του ομίλου, η αρμόδια αρχή εποπτείας δίνει ιδιαίτερη προσοχή στα ακόλουθα:

α) τυχόν υφιστάμενους ειδικούς κινδύνους σε επίπεδο ομίλου, οι οποίοι δεν καλύπτονται επαρκώς από την τυποποιημένη μέθοδο ή το χρησιμοποιούμενο εσωτερικό υπόδειγμα, επειδή είναι δύσκολη η ποσοτικοποίησή τους.

β) τυχόν πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που επιβάλλεται από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 37 και το άρθρο 229 παράγραφος 6.

Εάν το προφίλ κινδύνου του ομίλου δεν αντικατοπτρίζεται κατάλληλα, είναι δυνατόν να επιβληθεί πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στις ενοποιημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου.

Οι ενοποιημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου με την πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση αντικαθιστούν τις ανεπαρκείς ενοποιημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον υπάρχει συμμόρφωση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου.

Άρθρο 231 Μέθοδος 2 (Εναλλακτική μέθοδος): Μέθοδος αφαίρεσης και άθροισης

1. Η φερεγγυότητα του ομίλου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης προκύπτει ως διαφορά μεταξύ των κατωτέρω:

α) των συνολικών επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων του ομίλου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2·

γ) την αξίας στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3.

2. Τα συνολικά επιλέξιμα ίδια κεφάλαια του ομίλου είναι το άθροισμα των κατωτέρω:

α) των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·

β) του αναλογικού μεριδίου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

3. Οι συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου είναι άθροισμα των κατωτέρω.

α) των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·

β) του αναλογικού μεριδίου των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

4. Οσάκις η συμμετοχή στις συνδεδεμένες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις συνίσταται, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, σε έμμεση κυριότητα, η αξία στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ενσωματώνει την αξία της έμμεσης αυτής κυριότητας, με συνεκτίμηση των σχετικών διαδοχικών συμφερόντων και τα στοιχεία που αναφέρονται στα σημεία β) του δεύτερου και τρίτου εδαφίου περιλαμβάνουν αντίστοιχα τα αναλογικά μερίδια των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, αντιστοίχως.

5. Στην περίπτωση αίτησης έγκρισης υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του ομίλου με βάση κάποιο εσωτερικό υπόδειγμα, που έχει υποβληθεί από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της, ή από κοινού από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, εφαρμόζεται το άρθρο 229 mutatis mutandis .

6. Για να καθοριστεί εάν οι συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, που έχουν υπολογιστεί όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3, αντικατοπτρίζουν κατάλληλα το προφίλ κινδύνου του ομίλου, οι αρμόδιες εποπτικές αρχές δίνουν ιδιαίτερη προσοχή σε τυχόν ειδικούς κινδύνους που υφίστανται σε επίπεδο ομίλου, και οι οποίοι δεν καλύπτονται επαρκώς, επειδή είναι δύσκολη η ποσοτικοποίησή τους.

Εάν το προφίλ κινδύνου του ομίλου αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζονται οι συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, μπορεί να επιβληθεί πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στις συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου.

Οι συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, συμπεριλαμβανομένης της πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης, αντικαθιστούν τις ανεπαρκείς συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου για τον καθορισμό του εάν υπάρχει συμμόρφωση ή μη με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου.

Άρθρο 232 Εκτελεστικά μέτρα

Η Επιτροπή δύναται να θεσπίσει εκτελεστικά μέτρα που να καθορίζουν τις τεχνικές αρχές και μεθόδους που προβλέπονται στα άρθρα 218 έως 227 και τις λεπτομέρειες εφαρμογής των άρθρων 228 έως 231, προκειμένου να εξασφαλίσει την ομοιόμορφη εφαρμογή εντός της Κοινότητας.

Τα μέτρα που αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

Υποτμήμα 5 – Εποπτεία φερεγγυότητας ομίλου ασφαλιστικων και αντασφαλιστικων επιχειρήσεων που είναι θυγατρικές ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου

Άρθρο 233 Φερεγγυότητα ομίλου ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου

Όταν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι θυγατρικές ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, η αρχή εποπτείας του ομίλου μεριμνά ώστε ο υπολογισμός της φερεγγυότητας του ομίλου να διεξάγεται στο επίπεδο της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου σύμφωνα με το άρθρο 218 παράγραφος 2 έως το άρθρο 231.

Στο πλαίσιο του υπολογισμού αυτού, η μητρική επιχείρηση αντιμετωπίζεται ως εάν να ήταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στους κανόνες που ορίζονται στον τίτλο Ι, κεφάλαιο VI, τμήμα 4, υποτμήματα 1, 2 και 3 όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και στις ίδιες προϋποθέσεις που προβλέπονται στον τίτλο Ι, κεφάλαιο VI, τμήμα 3, υποτμήματα 1, 2 και 3 όσον αφορά τα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας.

Υποτμήμα 6 – Στήριξη του ομίλου

Άρθρο 234 Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: προϋποθέσεις

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι κανόνες που ορίζονται στα άρθρα 236 έως 241 εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία είναι θυγατρική ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, κατόπιν αιτήματος της τελευταίας, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) η θυγατρική, σε σχέση με την οποία η αρχή εποπτείας του ομίλου δεν έχει λάβει κάποια απόφαση δυνάμει του άρθρου 212 παράγραφος 2, περιλαμβάνεται στην εποπτεία του ομίλου που ασκείται από την αρμόδια αρχή στο επίπεδο της θυγατρικής επιχείρησης σύμφωνα με τον τίτλο αυτό·

β) οι διαδικασίες διαχείρισης του κινδύνου και οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου της μητρικής επιχείρησης καλύπτουν τη θυγατρική και η μητρική επιχείρηση ικανοποιεί τις αρμόδιες εποπτικές αρχές όσον αφορά τη συνετή διαχείριση της θυγατρικής·

γ) η μητρική επιχείρηση έχει δηλώσει, εγγράφως και σε νομικώς δεσμευτικό έγγραφο αποδεκτό από την αρχή εποπτείας του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 237, ότι εγγυάται ότι επιλέξιμα ίδια κεφάλαια δυνάμει του άρθρου 98 παράγραφος 5 θα μεταβιβαστούν όπου είναι αναγκαίο και μέχρι του ορίου που απορρέει από την εφαρμογή του άρθρου 237·

δ) έχει υποβληθεί αίτηση για έγκριση υπαγωγής στα άρθρα 236 ως 241 από τη μητρική επιχείρηση και έχει ληφθεί θετική απόφαση επί της αιτήσεως αυτής σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 235.

Άρθρο 235 Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: απόφαση επί της αιτήσεως

1. Στην περίπτωση αιτήσεων για έγκριση υπαγωγής στους κανόνες που προβλέπονται στα άρθρα 236 έως 241, οι αρμόδιες εποπτικές αρχές συνεργάζονται, σε πλήρη διαβούλευση, προκειμένου να αποφασίσουν για τη χορήγηση ή μη της έγκρισης και για τους άλλους όρους και προϋποθέσεις, εφόσον υπάρχουν, στους οποίους πρέπει να υπαχθεί ή έγκριση αυτή.

Η έγκριση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο υποβάλλεται μόνο στην αρχή εποπτείας του ομίλου. Η αρχή αυτή ενημερώνει τις άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές χωρίς καθυστέρηση.

2. Οι αρμόδιες εποπτικές αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση αναφορικά με την αίτηση εντός έξι μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου.

Η αρχή εποπτείας του ομίλου διαβιβάζει την πλήρη αίτηση στις υπόλοιπες αρμόδιες εποπτικές αρχές χωρίς καθυστέρηση.

Η κοινή απόφαση παρέχεται σε έγγραφο το οποίο περιλαμβάνει την πλήρη αιτιολογημένη απόφαση, που διαβιβάζεται στον αιτούντα από την αρχή εποπτείας του ομίλου. Η κοινή απόφαση που αναφέρεται ανωτέρω αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από τις εποπτικές αρχές στα οικεία κράτη μέλη.

3. Σε περίπτωση απουσίας κοινής απόφασης των αρμόδιων εποπτικών αρχών εντός έξι μηνών, η αρχή εποπτείας του ομίλου λαμβάνει η ίδια απόφαση σχετικά με την αίτηση. Η απόφαση παρέχεται σε έγγραφο το οποίο περιλαμβάνει την πλήρη αιτιολογημένη απόφαση και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και επιφυλάξεις των λοιπών ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών που εκφράστηκαν εντός προθεσμίας έξι μηνών. Η απόφαση διαβιβάζεται στον αιτούντα και στις λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές από την αρχή εποπτείας του ομίλου. Η απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από τις οικείες εποπτικές αρχές.

Άρθρο 236 Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: προσδιορισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας

1. Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 37 και 229, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής υπολογίζονται σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 και 4.

2. Εάν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής υπολογίζονται με βάση εσωτερικό μοντέλο που έχει εγκριθεί σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 229 και η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στην θυγατρική θεωρεί ότι το προφίλ κινδύνου της αποκλίνει σημαντικά από το εσωτερικό αυτό υπόδειγμα, και εφόσον η επιχείρηση αυτή δεν έχει αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τις ανησυχίες που έχουν εκφραστεί από την εποπτική αρχή, η εν λόγω αρχή δύναται, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 37, να προτείνει στην αρχή εποπτείας του ομίλου την επιβολή πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής αυτής που προκύπτουν από την εφαρμογή του υποδείγματος ή, σε εξαιρετικές περιστάσεις στις οποίες μια τέτοια πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση κριθεί ακατάλληλη, να απαιτήσει από την επιχείρηση να υπολογίσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας με βάση την τυποποιημένη μέθοδο. Η εποπτική αρχή ανακοινώνει την αιτιολόγηση των προτάσεων αυτών τόσο στη θυγατρική όσο και στην αρχή εποπτείας του ομίλου.

3. Εφόσον οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής υπολογίζονται με βάση την τυποποιημένη μέθοδο και η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική θεωρεί ότι το προφίλ κινδύνου αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η τυποποιημένη μέθοδος, και στο βαθμό η επιχείρηση αυτή δεν έχει αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τις ανησυχίες που έχουν εκφραστεί από την εποπτική αρχή, η αρχή αυτή μπορεί, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 37, να προτείνει στην αρχή εποπτείας του ομίλου την επιβολή πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της εν λόγω θυγατρικής.

Η εποπτική αρχή κοινοποιεί τους λόγους για την πρόταση αυτή τόσο στη θυγατρική όσο και στην εποπτείας του ομίλου.

4. Εφόσον η εποπτική αρχή και η αρχή εποπτείας του ομίλου δεν συμφωνούν, ή σε περίπτωση απουσίας απόφασης από την αρχή εποπτείας του ομίλου εντός ενός μηνός από την πρόταση της εποπτικής αρχής, το θέμα παραπέμπεται για διαβούλευση ενώπιον της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, η οποία γνωμοδοτεί εντός δύο μηνών.

Η αρχή εποπτείας του ομίλου συνεκτιμά δεόντως τη γνωμοδότηση αυτή προτού λάβει οριστική απόφαση. Κοινοποιεί την απόφασή αυτή στη θυγατρική και στην εποπτική αρχή.

Σε περίπτωση απουσίας οριστικής απόφασης από την αρχή εποπτείας του ομίλου εντός ενός μηνός από την ημερομηνία γνωμοδότησης της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, η πρόταση της εποπτικής αρχής θεωρείται δεκτή.

Άρθρο 237 Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας

1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 98 παράγραφος 4, οιαδήποτε διαφορά μεταξύ των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας και των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων της θυγατρικής καλύπτεται είτε από επιλέξιμα ίδια κεφάλια δυνάμει του άρθρου 98 παράγραφος 4 είτε μέσω της στήριξης του ομίλου, ή με οποιοδήποτε συνδυασμό μεταξύ των δυνατοτήτων αυτών.

Η στήριξη του ομίλου, για τους σκοπούς της ταξινόμησης των ιδίων κεφαλαίων σε κατηγορίες σύμφωνα με τα άρθρα 93 έως 96, θεωρείται ως επικουρικά ίδια κεφάλαια.

2. Η στήριξη του ομίλου λαμβάνει τη μορφή δήλωσης προς την αρχή εποπτείας του ομίλου, εκφρασμένη σε ένα νομικά δεσμευτικό έγγραφο και αποτελούσα δέσμευση μεταβίβασης επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων δυνάμει του άρθρου 98 παράγραφος 5.

3. Προτού γίνει δεκτή η δήλωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η αρχή εποπτείας του ομίλου ελέγχει τα εξής:

α) ότι ο όμιλος διαθέτει επαρκή επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου·

β) ότι δεν υπάρχουν τρέχοντα ή προβλέψιμα σοβαρά πρακτικά ή νομικά εμπόδια στην ταχεία μεταβίβαση των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στην παράγραφο 2·

γ) ότι το έγγραφο που περιέχει τη δήλωση της στήριξης του ομίλου πληροί όλες τις υφιστάμενες απαιτήσεις βάσει του εθνικού δικαίου της μητρικής επιχείρησης προκειμένου να αναγνωριστεί ως νομική δέσμευση, και οποιαδήποτε προσφυγή ενώπιον δικαστικής ή διοικητικής αρχής δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Άρθρο 238 Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: παρακολούθηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας

1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 136, η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική δεν είναι υπεύθυνη για την τήρηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας με τη λήψη μέτρων στο επίπεδο της θυγατρικής.

Η εν λόγω αρμόδια αρχή συνεχίζει, ωστόσο, να παρακολουθεί τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής όπως ορίζεται στις παραγράφους 2 και 3.

2. Όταν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητα παύουν να καλύπτονται πλήρως από τον συνδυασμό επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων δυνάμει του άρθρου 98 παράγραφος 4 και του ποσού της στήριξης του ομίλου που έχει δηλωθεί σύμφωνα με το άρθρο 237, αλλά τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια βάσει του άρθρου 98 παράγραφος 5 είναι αρκετά για να καλύψουν τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, η εποπτική αρχή μπορεί να καλέσει τη μητρική επιχείρηση να προβεί σε νέα δήλωση με την οποία η στήριξη του ομίλου ανέρχεται στο ποσό που είναι αναγκαίο για να διασφαλιστεί εκ νέου η πλήρης κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας.

3. Όταν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας δεν καλύπτονται πλέον από τον συνδυασμό των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 98 παράγραφος 4 και του ποσού της στήριξης του ομίλου που δηλώθηκε σύμφωνα με το άρθρο 237, και τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με το άρθρο 98 παράγραφος 5 δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, η εποπτική αρχή μπορεί να καλέσει τη μητρική επιχείρηση να μεταβιβάσει επιλέξιμα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με το άρθρο 98 παράγραφος 5 μέχρι του αναγκαίου ποσού προκειμένου να εξασφαλιστεί η εκ νέου κάλυψη των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, και να προβεί σε νέα δήλωση με την οποία η στήριξη του ομίλου ανέρχεται στο αναγκαίο ποσό για την εξασφάλιση της εκ νέου κάλυψης των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας.

4. Προτού αποδεχθεί νέα δήλωση σύμφωνα με τις παραγράφους 2 ή 3, η αρχή εποπτείας του ομίλου ελέγχει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 237.

Σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση δεν προβεί στην απαιτούμενη νέα δήλωση, ή εάν η νέα δήλωση δεν γίνει δεκτή, παύουν να εφαρμόζονται οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στα άρθρα 236 και 237 και στην παράγραφο 1.

Η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική ανακτά πλήρη ευθύνη για τον καθορισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας της θυγατρικής και για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων που να διασφαλίζουν την επαρκή κάλυψη των απαιτήσεων αυτών από επιλέξιμα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με το άρθρο 98 παράγραφος 4. Η μητρική επιχείρηση δεν απαλλάσσεται, ωστόσο, από τη δέσμευση που απορρέει από την πλέον πρόσφατη αποδεκτή δήλωση.

Άρθρο 239 Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: εκκαθάριση

Όταν η θυγατρική βρίσκεται υπό εκκαθάριση και διαπιστωθεί ότι δεν είναι φερέγγυα, η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, με δική της πρωτοβουλία ή μετά από αίτημα οποιασδήποτε άλλης αρμόδιας αρχής για τη διαδικασία εκκαθάρισης κατ’ εφαρμογή του τίτλου IV, καλεί τη μητρική επιχείρηση να μεταβιβάσει επιλέξιμα ίδια κεφάλαια στη θυγατρική, στο βαθμό που αυτά είναι αναγκαία για να ικανοποιηθούν οι υποχρεώσεις προς τους αντισυμβαλλομένους, μέχρι το όριο της στήριξης του ομίλου που απορρέει από την πιο πρόσφατη αποδεκτή δήλωση.

Άρθρο 240 Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων

1. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 238 και 239, η εποπτική αρχή απευθύνει το αίτημά της στην μητρική επιχείρηση και ενημερώνει άμεσα την αρχή εποπτείας του ομίλου.

Εάν η μητρική επιχείρηση δεν μεταβιβάσει άμεσα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια στη θυγατρική, η αρχή εποπτείας του ομίλου χρησιμοποιεί όλες τις εξουσίες που διαθέτει, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας που παρέχεται βάσει του άρθρου 142, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι ο όμιλος προβαίνει στην απαιτούμενη μεταβίβαση το ταχύτερο δυνατό.

2. Η στήριξη του ομίλου μπορεί να παρασχεθεί από επιλέξιμα ίδια κεφάλαια που βρίσκονται στη μητρική επιχείρηση ή σε κάποια θυγατρική, εφόσον η εν λόγω θυγατρική, εάν πρόκειται για ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, διαθέτει επιλέξιμα ίδια κεφάλαια το ύψος των οποίων υπερβαίνει τις ελάχιστες κεφαλαιακές της απαιτήσεις. Η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική αυτή δεν εμποδίζει τη μεταβίβαση των πλεονασματικών αυτών επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων.

Ωστόσο, όταν η μεταβίβαση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την μη τήρηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας της εν λόγω θυγατρικής, επιβάλλεται υποχρέωση δήλωσης από τη μητρική επιχείρηση του αναγκαίου επιπέδου στήριξης του ομίλου και αποδοχή από την αρχή άσκησης εποπτείας του ομίλου.

3. Προτού γίνει δεκτή η νέα δήλωση που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 2, η αρχή εποπτείας του ομίλου εξακριβώνει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 237. Ωστόσο, όταν διενεργείται μεταβίβαση σύμφωνα με την παράγραφο 1, η αρχή εποπτείας του ομίλου εξακριβώνει ότι ο όμιλος εξακολουθεί να διαθέτει επαρκή επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για να καλύψει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου. Εάν η απαίτηση αυτή δεν πληρούται πλέον, η αρχή εποπτείας του ομίλου προβαίνει στις ενδεδειγμένες ενέργειες ώστε να εξασφαλίσει ότι λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα σε επίπεδο ομίλου εντός μιας αποδεκτής χρονικής περιόδου.

Άρθρο 241 Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: δημοσιοποίηση

Η ύπαρξη δηλώσεων στήριξης του ομίλου, και κάθε χρήση αυτών, δημοσιοποιείται από τη μητρική επιχείρηση και από την οικεία θυγατρική.

Άρθρο 242 Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: λήξη των παρεκκλίσεων για θυγατρικές

1. Οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στα άρθρα 236, 237 και 238 παύουν να ισχύουν στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) δεν πληρούται πλέον η προϋπόθεση που αναφέρεται στο άρθρο 234 στοιχείο α)·

β) δεν πληρούται πλέον η προϋπόθεση που αναφέρεται στο άρθρο 234 β) και ο όμιλος δεν αποκαθιστά τη συμμόρφωση με την προϋπόθεση αυτή εντός της ενδεδειγμένης χρονικής περιόδου.

Στην περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου, όταν η αρχή εποπτείας του ομίλου αποφασίζει να μην συμπεριλάβει πλέον τη θυγατρική στην εποπτεία που πραγματοποιεί, ενημερώνει άμεσα την αρμόδια εποπτική αρχή.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β) του πρώτου εδαφίου, η μητρική επιχείρηση είναι υπεύθυνη να εξασφαλίσει ότι πληρούται η προϋπόθεση σε συνεχή βάση. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την αρχή εποπτείας του ομίλου και την αρχή εποπτείας της οικείας θυγατρικής εταιρείας. Η μητρική επιχείρηση υποβάλλει σχέδιο αποκατάστασης της συμμόρφωσης εντός της ενδεδειγμένης χρονικής περιόδου.

Με την επιφύλαξη του τρίτου εδαφίου, η αρχή εποπτείας του ομίλου εξακριβώνει τουλάχιστον σε ετήσια βάση, με δική της πρωτοβουλία, ότι εξακολουθεί να πληρούται η προϋπόθεση του άρθρου 234 στοιχείο β). Η αρχή εποπτείας του ομίλου προβαίνει επίσης στην εξακρίβωση αυτή μετά από αίτημα της οικείας εποπτικής αρχής, οσάκις η τελευταία εκφράζει σοβαρούς ενδοιασμούς αναφορικά με τη συνεχιζόμενη συμμόρφωση με την εν λόγω προϋπόθεση. Εάν από την εξακρίβωση προκύψουν ελλείψεις, η αρχή εποπτείας του ομίλου ζητεί από τη μητρική επιχείρηση να υποβάλει σχέδιο αποκατάστασης της συμμόρφωσης εντός της ενδεδειγμένης χρονικής περιόδου.

Εάν η αρχή εποπτείας του ομίλου αποφανθεί ότι το σχέδιο που αναφέρεται στο τρίτο ή στο τέταρτο εδάφιο είναι ανεπαρκές ή στη συνέχεια ότι δεν εφαρμόζεται εντός της συμφωνηθείσας χρονικής περιόδου, η αρχή εποπτείας του ομίλου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η προϋπόθεση που αναφέρεται στο άρθρο 234 στοιχείο β) δεν πληρούται πλέον και ενημερώνει άμεσα την οικεία εποπτική αρχή.

2. Όταν οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στα άρθρα 236, 237 και 238 παύουν να εφαρμόζονται, η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική παραμένει πλήρως υπεύθυνη για τον καθορισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας της θυγατρικής και για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων που εξασφαλίζουν ότι οι απαιτήσεις αυτές πληρούνται επαρκώς από επιλέξιμα ίδια κεφάλαια δυνάμει του άρθρου 98 παράγραφος 4. Η μητρική επιχείρηση δεν απαλλάσσεται, ωστόσο, από τις δεσμεύεις που απορρέουν από τις πλέον πρόσφατες αποδεκτές δηλώσεις σύμφωνα με τα άρθρα 237, 238 και 240.

Άρθρο 243 Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: λήξη των παρεκκλίσεων προς όλες τις θυγατρικές

1. Επιπλέον των περιπτώσεων που αναφέρθηκαν στο άρθρο 242, οι παρεκκλίσεις που παρέχονται στα άρθρα 236, 237 και 238 παύουν να ισχύουν στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) όταν δεν πληρούται πλέον κάποια από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 237 παράγραφος 3 και η συμμόρφωση δεν αποκαθίσταται εντός της κατάλληλης χρονικής περιόδου όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2·

β) όταν ο όμιλος δεν διαθέτει πλέον επαρκή επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των ελάχιστων ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 228 παράγραφος 2.

2. Στην περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1, η μητρική επιχείρηση είναι υπεύθυνη να μεριμνήσει ώστε να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις σε συνεχή βάση. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με κάποια από τις προϋποθέσεις αυτές, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την αρχή εποπτείας του ομίλου και την εποπτική αρχή της οικείας θυγατρικής. Η μητρική επιχείρηση υποβάλλει σχέδιο αποκατάστασης της συμμόρφωσης εντός της κατάλληλης χρονικής περιόδου.

Με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου, η αρχή εποπτείας του ομίλου εξακριβώνει, τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, με δική της πρωτοβουλία, ότι εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 237 παράγραφος 3. Όταν από την επαλήθευση προκύψουν ελλείψεις, η αρχή εποπτείας του ομίλου ζητεί από τη μητρική επιχείρηση να υποβάλει σχέδιο αποκατάστασης της συμμόρφωσης εντός της κατάλληλης χρονικής περιόδου.

Εάν η αρχή εποπτείας του ομίλου εκτιμά ότι το σχέδιο που αναφέρεται στο πρώτο ή στο δεύτερο εδάφιο είναι ανεπαρκές ή στη συνέχεια ότι δεν εφαρμόζεται εντός της συμφωνηθείσας χρονικής περιόδου, η αρχή εποπτείας του ομίλου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 237 παράγραφος 3 και ενημερώνει άμεσα τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

Στην περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1, η αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνει άμεσα τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

3. Όταν οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στα άρθρα 236, 237 και 238 παύουν να εφαρμόζονται, οι εποπτικές αρχές που έχουν χορηγήσει άδεια σε οποιαδήποτε θυγατρική στην οποία εφαρμόζονται οι κανόνες που προβλέπονται στα άρθρα 236 έως 241 ανακτά την πλήρη ευθύνη για τον καθορισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας των εν λόγω θυγατρικών και λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι οι απαιτήσεις αυτές καλύπτονται επαρκώς από επιλέξιμα ίδια κεφάλαια δυνάμει του άρθρου 98 παράγραφος 4. Η μητρική επιχείρηση δεν απαλλάσσεται, ωστόσο, από τις δεσμεύσεις που απορρέουν από τις πλέον πρόσφατες αποδεκτές δηλώσεις σύμφωνα με τα άρθρα 237, 238 και 240.

4. Όταν ο όμιλος έχει αποκαταστήσει επαρκώς επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των ελάχιστων ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου που αναφέρονται στο άρθρο 228 παράγραφος 2, οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στα άρθρα 236, 237 και 238 εφαρμόζονται μόνο εάν η μητρική επιχείρηση υποβάλλει νέα αίτηση και ληφθεί θετική απόφαση σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 235.

Άρθρο 244 Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: μείωση της στήριξης του ομίλου

1. Όταν περισσότερες αιτήσεις μεταβίβασης επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων διαβιβάζονται στη μητρική επιχείρηση και στην αρχή εποπτείας του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 238 ή 239 και ο όμιλος δεν διαθέτει επαρκή επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για να καλύψει τα αιτήματα αυτά συνολικά, τα ποσά που απορρέουν από τις πλέον πρόσφατες δεκτές δηλώσεις αφαιρούνται, κατά περίπτωση.

Η μείωση υπολογίζεται για κάθε θυγατρική με σκοπό να εξασφαλιστεί ότι κάθε μια από αυτές υπόκειται στην ίδια αναλογία μεταξύ του αθροίσματος των διαθέσιμων περιουσιακών στοιχείων και οιασδήποτε μεταβίβασης από τον όμιλο, αφενός, και του αθροίσματος των τεχνικών της προβλέψεων και των ελάχιστων κεφαλαιακών της απαιτήσεων, αφετέρου.

2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από ασφαλιστικές συμβάσεις που έχουν συναφθεί από τη μητρική επιχείρηση δεν τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από ασφαλιστικές συμβάσεις που έχουν συναφθεί από θυγατρική η οποία υπόκειται στους κανόνες των άρθρων 236 έως 241.

Άρθρο 245 Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: εκτελεστικά μέτρα

Προκειμένου να εξασφαλιστεί ομοιόμορφη εφαρμογή των άρθρων 234 έως 244, η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα σχετικά με τα κατωτέρω:

α) τον καθορισμό των κριτηρίων που πρέπει να εφαρμόζονται κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 234·

β) τον καθορισμό των κριτηρίων που πρέπει να εφαρμόζονται όταν ελέγχεται η κάλυψη των απαιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 237·

γ) τον καθορισμό των μέσων που πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 241·

δ) τον καθορισμό των διαδικασιών που πρέπει να ακολουθούνται από τις εποπτικές αρχές κατά την ανταλλαγή πληροφοριών, την άσκηση των δικαιωμάτων τους και την εκπλήρωση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τα άρθρα 235 έως 240 και τα άρθρα 242, 243 και 244.

Τα μέτρα που αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, με τη συμπλήρωσή τους, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

Άρθρο 246 Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: επανεξέταση

Η Επιτροπή υποβάλλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, το αργότερο πέντε χρόνια μετά την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 310 παράγραφος 1, έκθεση για τους κανόνες των κρατών μελών και τις πρακτικές των εποπτικών αρχών που θεσπίστηκαν σύμφωνα με το παρόν υποτμήμα.

Η έκθεση αυτή εξετάζει ειδικότερα το κατάλληλο επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων που η θυγατρική απαιτείται να διατηρεί όταν ανήκει σε όμιλο που πληροί τις προϋποθέσεις του παρόντος υποτμήματος, τη μορφή που πρέπει να λαμβάνει η στήριξη του ομίλου, το επιτρεπόμενο ποσό της στήριξης αυτής και το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων στο οποίο παύουν να εφαρμόζονται οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στα άρθρα 236, 237 και 238.

Άρθρο 247 Θυγατρικές ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου

Τα άρθρα 234 έως 246 εφαρμόζονται mutatis mutandis σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες είναι θυγατρικές ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου.

Τμήμα 2 – Συγκέντρωση κινδύνων και συναλλαγέσ εντοσ του ομίλου

Άρθρο 248 Εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνων

1. Η εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνων σε επίπεδο ομίλου ασκείται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3, το άρθρο 250 και το κεφάλαιο ΙΙΙ.

2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου να αναφέρουν σε τακτική βάση, και τουλάχιστον ετησίως, στην αρχή εποπτείας του ομίλου οποιαδήποτε σημαντική συγκέντρωση κινδύνων στο επίπεδο του ομίλου.

Οι αναγκαίες πληροφορίες υποβάλλονται την αρχή εποπτείας του ομίλου από την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία ηγείται του ομίλου ή, εάν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στον όμιλο που έχει καθοριστεί από την αρχή εποπτείας του ομίλου μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον όμιλο.

Οι συγκεντρώσεις κινδύνου αποτελούν αντικείμενο εποπτικής εξέτασης από την αρχή εποπτείας του ομίλου.

3. Η αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις υπόλοιπες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και τον όμιλο, καθορίζει το είδος των κινδύνων που πρέπει να αναφέρουν σε κάθε περίπτωση οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κάποιου συγκεκριμένου ομίλου.

Κατά τον καθορισμό ή τη γνωμοδότησή τους για το είδος των κινδύνων, η αρχή εποπτείας του ομίλου και οι λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές λαμβάνουν υπόψη τον συγκεκριμένο όμιλο και τη δομή διαχείρισης των κινδύνων του ομίλου.

Για να καθοριστούν οι σημαντικές συγκεντρώσεις κινδύνων που πρέπει να αναφέρονται, η αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον όμιλο, επιβάλλει τα κατάλληλα όρια με βάση το κεφάλαιο φερεγγυότητας ή τις τεχνικές προβλέψεις ή και τα δύο.

Κατά την εξέταση των συγκεντρώσεων κινδύνου, η αρχή εποπτείας του ομίλου παρακολουθεί ειδικότερα τον πιθανό κίνδυνο μετάδοσης στον όμιλο, τον κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων και το επίπεδο ή το μέγεθος των κινδύνων.

4. Η Επιτροπή δύναται να θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα, όσον αφορά τον ορισμό και τον καθορισμό της σημαντικής συγκέντρωσης κινδύνων και την αναφορά τέτοιου είδους συγκεντρώσεων κινδύνων, για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 3.

Τα μέτρα που αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

Άρθρο 249 Εποπτεία συναλλαγών στο εσωτερικό του ομίλου

1. Η εποπτεία των συναλλαγών στο εσωτερικό του ομίλου ασκείται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3, το άρθρο 250 και το κεφάλαιο ΙΙΙ.

2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου να αναφέρουν σε τακτική βάση, τουλάχιστον ετησίως, στην αρχή εποπτείας του ομίλου όλες τις σημαντικές εντός του ομίλου συναλλαγές από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ανήκουν σε όμιλο.

Επιπλέον, τα κράτη μέλη απαιτούν να δηλώνονται, το συντομότερο δυνατό, οι πολύ σημαντικές συναλλαγές εντός του ομίλου. Οι αναγκαίες πληροφορίες υποβάλλονται στην αρχή εποπτείας του ομίλου από την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία ηγείται του ομίλου ή, εάν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή από την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση του ομίλου που έχει καθοριστεί από την αρχή εποπτείας του ομίλου μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και τον όμιλο.

Οι εντός του ομίλου συναλλαγές υπόκεινται σε εποπτική εξέταση από την αρχή εποπτείας του ομίλου.

3. Η αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και τον όμιλο, προσδιορίζει το είδος των συναλλαγών εντός του ομίλου που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε κάποιοι συγκεκριμένο όμιλο πρέπει να αναφέρουν σε κάθε περίσταση. Το άρθρο 248 παράγραφος 3 εφαρμόζεται κατ’ αναλογία.

4. Η Επιτροπή δύναται να θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα, όσον αφορά τον ορισμό και τον καθορισμό των σημαντικών συναλλαγών εντός του ομίλου και την αναφορά τέτοιου είδους συναλλαγών εντός του ομίλου, για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 3.

Τα μέτρα που αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

Τμήμα 3 – Διαχείριση κινδύνων και εσωτερικός έλεγχος

Άρθρο 250 Εποπτεία του συστήματος διακυβέρνησης

1. Οι απαιτήσεις που ορίζονται στον ΤΙΤΛΟ Ι, κεφάλαιο IV, τμήμα 2 εφαρμόζονται mutatis mutandis στο επίπεδο του ομίλου.

Με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου, τα συστήματα διαχείρισης των κινδύνων και εσωτερικού ελέγχου και οι διαδικασίες αναφοράς εφαρμόζονται συνεκτικά σε όλες τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στο πεδίο εποπτείας του ομίλου σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β) του άρθρου 211 παράγραφος 2, έτσι ώστε τα εν λόγω συστήματα και οι διαδικασίες αναφοράς να μπορούν να ελέγχονται σε επίπεδο ομίλου.

2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου του ομίλου περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α) κατάλληλους μηχανισμούς όσον αφορά τη φερεγγυότητα του ομίλου για τον εντοπισμό και τη μέτρηση όλων των σημαντικών κινδύνων που αντιμετωπίζονται και για την κατάλληλη σύνδεση των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων με τους κινδύνους·

β) ορθές διαδικασίες αναφοράς και λογιστικής για την παρακολούθηση και τη διαχείριση των συναλλαγών στο εσωτερικό του ομίλου και της συγκέντρωσης των κινδύνων.

3. Τα συστήματα και οι διαδικασίες πληροφόρησης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 υπόκεινται σε εποπτική αξιολόγηση από την αρχή εποπτείας του ομίλου, σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ.

4. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου να αναλαμβάνει, στο επίπεδο του ομίλου, την αξιολόγηση που απαιτείται από το άρθρο 44. Η εσωτερική εκτίμηση του κινδύνου και της φερεγγυότητας που διεξάγεται σε επίπεδο ομίλου υπόκειται σε εποπτική αξιολόγηση από την αρχή εποπτείας του ομίλου σύμφωνα με το κεφάλαιο ΙΙΙ.

Εφόσον το αποφασίσει η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, και με την επιφύλαξη της σύμφωνης γνώμης της αρχής εποπτείας του ομίλου, μπορεί να προβεί σε όλες τις εκτιμήσεις που απαιτούνται από το άρθρο 44 στο επίπεδο του ομίλου και στο επίπεδο οποιασδήποτε θυγατρικής στον όμιλο, ταυτοχρόνως, και μπορεί να εκπονήσει ένα ενιαίο έγγραφο που να καλύπτει όλες αυτές τις εκτιμήσεις.

Στην περίπτωση που ο όμιλος επιλέξει τη δυνατότητα που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο, υποβάλλει ταυτοχρόνως το έγγραφο σε όλες τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Η επιλογή της δυνατότητας αυτής δεν απαλλάσσει τις οικείες θυγατρικές από την υποχρέωση να εξασφαλίσουν ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 44.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III – ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ

Άρθρο 251 Αρχή εποπτείας του ομίλου

1. Μεταξύ των εποπτικών αρχών των ενδιαφερομένων κρατών μελών ορίζεται μία μοναδική αρχή εποπτείας, υπεύθυνη για το συντονισμό και την άσκηση της εποπτείας του ομίλου (εφεξής: «αρχή εποπτείας του ομίλου»).

2. Σε περίπτωση που η ίδια εποπτική αρχή είναι αρμόδια για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε ένα όμιλο, το καθήκον της εποπτείας του ομίλου ασκείται από την εν λόγω εποπτική αρχή.

Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, και με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, το καθήκον της εποπτείας του ομίλου ασκείται ως εξής:

α) όταν του ομίλου ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την εποπτική αρχή η οποία έχει χορηγήσει άδεια στην επιχείρηση αυτή·

β) όταν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση από την εποπτική αρχή η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τα κατωτέρω:

i) όταν η μητρική ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, από την εποπτική αρχή η οποία έχει εκδώσει άδεια για την εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση·

ii) όταν περισσότερες της μιας ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Κοινότητα έχουν ως μητρική τους την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, και μία από τις επιχειρήσεις αυτές έχει λάβει άδεια στο κράτος μέλος στο οποίο η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου έχει την έδρα της, από την εποπτική αρχή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια στο εν λόγω κράτος μέλος.

iii) όταν του ομίλου ηγούνται περισσότερες της μιας ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου με έδρα σε διαφορετικά κράτη μέλη και υπάρχει μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σε κάθε ένα από τα κράτη αυτά, από την εποπτική αρχή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με το υψηλότερο σύνολο ισολογισμού·

iv) όταν περισσότερες της μιας ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Κοινότητα έχουν ως μητρική τους την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου και καμία από αυτές τις επιχειρήσεις δεν έχει λάβει άδεια στο κράτος μέλος στο οποίο η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου έχει την έδρα της, από την εποπτική αρχή η οποία έχει εκδώσει την άδεια της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με το υψηλότερο σύνολο ισολογισμού.

v) όταν ο όμιλος είναι όμιλος χωρίς μητρική επιχείρηση, ή σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, από την εποπτική αρχή η οποία έχει εκδώσει την άδεια της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με το υψηλότερο σύνολο ισολογισμού.

3. Σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, οι σχετικές αρμόδιες εποπτικές αρχές μπορούν να παρεκκλίνουν από τα κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 2, εάν η εφαρμογή τους κρίνεται απρόσφορη, λαμβανομένης υπόψη της δομής του ομίλου και της σχετικής βαρύτητας των δραστηριοτήτων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στις διάφορες χώρες, και ορίζουν διαφορετική εποπτική αρχή ως αρχή εποπτείας του ομίλου.

Προς το σκοπό αυτό, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές μπορεί να ζητήσει την έναρξη συζητήσεων σχετικά με την καταλληλότητα των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Οι συζητήσεις αυτές δεν λαμβάνουν χώρα περισσότερες της μιας φοράς ετησίως.

Οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση σχετικά με την επιλογή της αρχής εποπτείας του ομίλου, εντός τριών μηνών από την έκφραση του αιτήματος για συζήτηση. Προτού λάβουν την απόφασή τους, οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές παρέχουν στον όμιλο τη δυνατότητα να εκφράσει τη γνώμη του.

4. Σε περίπτωση απουσίας κοινής απόφασης εντός τριών μηνών, τα καθήκοντα της εποπτείας του ομίλου ασκούνται από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο ο όμιλος έχει τις σημαντικότερες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές του δραστηριότητες.

Ωστόσο, εάν η πλειονότητα των ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών αντιταχθεί στο αποτέλεσμα αυτό, ο ορισμός της αρχής εποπτείας του ομίλου παραπέμπεται, εντός ενός μηνός από τον ερήμην ορισμό, για τελική απόφαση στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, η οποία εκδίδει την απόφασή της εντός ενός μηνός από την παραπομπή.

5. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων ενημερώνει την Επιτροπή, τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, για οποιεσδήποτε σοβαρές δυσχέρειες σχετικά με την εφαρμογή των παραγράφων 2, 3 και 4.

6. Εάν κάποιο κράτος μέλος έχει περισσότερες της μιας εποπτικές αρχές για την προληπτική εποπτεία ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, το εν λόγω κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει τον συντονισμό μεταξύ των αρχών αυτών.

Άρθρο 252 Δικαιώματα και καθήκοντα της αρχής εποπτείας του ομίλου – Συντονιστικές ρυθμίσεις

1. Τα δικαιώματα και τα καθήκοντα που ανατίθενται στην αρχή εποπτείας του ομίλου σχετικά με την εποπτεία του ομίλου περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α) συντονισμό της συγκέντρωσης και διάδοσης των χρήσιμων ή ουσιωδών πληροφοριών κατά τη συνήθη πορεία των δραστηριοτήτων και σε επείγουσες καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της διάδοσης πληροφοριών που είναι σημαντικές για το εποπτικό έργο της εποπτικής αρχής·

β) εποπτικό έλεγχο και εκτίμηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης του ομίλου·

γ) εκτίμηση της συμμόρφωσης του ομίλου με τους κανόνες για την φερεγγυότητα και τη συγκέντρωση των κινδύνων και τις εντός του ομίλου συναλλαγές σύμφωνα με τα άρθρα 216 έως 249·

δ) αξιολόγηση του συστήματος διακυβέρνησης του ομίλου, όπως ορίζεται στο άρθρο 250, και του κατά πόσον τα μέλη του διοικητικού ή διαχειριστικού οργάνου της συμμετέχουσας επιχείρησης πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 42 και στο άρθρο 261·

ε) προγραμματισμό και συντονισμό, με τακτικές συνεδριάσεις ή άλλα ενδεδειγμένα μέσα, των εποπτικών δραστηριοτήτων σε συνεχή βάση καθώς και σε έκτακτες καταστάσεις, σε συνεργασία με τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές·

στ) άλλα καθήκοντα, μέτρα και αποφάσεις που ανατίθενται στην αρχή εποπτείας του ομίλου από την παρούσα οδηγία ή που απορρέουν από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ιδιαίτερα διεξαγωγή της διαδικασίας για την επικύρωση οιουδήποτε εσωτερικού υποδείγματος σε επίπεδο ομίλου όπως αναφέρεται στα άρθρα 229 και 231 και διεξαγωγή της διαδικασίας έγκρισης της στήριξης του ομίλου όπως αναφέρεται στο άρθρο 235.

2. Προκειμένου να διευκολυνθεί η εποπτεία του ομίλου, η αρχή εποπτείας του ομίλου και οι άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές θέτουν σε εφαρμογή συντονιστικές ρυθμίσεις.

Με τις συντονιστικές αυτές ρυθμίσεις μπορούν να ανατίθενται συμπληρωματικά καθήκοντα στην αρχή εποπτείας του ομίλου και να προσδιορίζονται, με την επιφύλαξη τυχόν μέτρων που πρόκειται να θεσπιστούν σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, οι διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 211 παράγραφος 3, στο άρθρο 212 παράγραφος 2, στο άρθρο 213 παράγραφος 2, στα άρθρα 214, 215, 217, στο άρθρο 218 παράγραφος 2, στο άρθρο 219 παράγραφος 2, στο άρθρο 225 παράγραφος 2, στα άρθρα 236, 248, 249, στο άρθρο 251 παράγραφοι 3 και 4, στα άρθρα 254, 263 και 264, και για τη συνεργασία με άλλες εποπτικές αρχές.

3. Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2 η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα για το συντονισμό της εποπτείας του ομίλου.

Τα μέτρα που αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

Άρθρο 253 Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ εποπτικών αρχών

1. Οι αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των μεμονωμένων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε ένα όμιλο και η αρχή εποπτείας του ομίλου συνεργάζονται στενά, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες κάποια από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες.

Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, οι αρχές αυτές, είτε είναι εγκατεστημένες είτε όχι στο ίδιο κράτος μέλος, ανταλλάσσουν αμοιβαία οποιαδήποτε πληροφορία είναι χρήσιμη ή ουσιώδης για την άσκηση του εποπτικού έργου των άλλων αρχών δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Στο πλαίσιο αυτό, οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και η αρχή εποπτείας του ομίλου γνωστοποιούν, κατόπιν σχετικού αιτήματος, όλες τις συναφείς πληροφορίες και διαβιβάζουν με δική τους πρωτοβουλία όλες τις ουσιώδεις πληροφορίες.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο θεωρούνται ως ουσιώδεις εάν μπορούν να επηρεάσουν σοβαρά την εκτίμηση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

2. Η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα με τα οποία προσδιορίζονται τα στοιχεία τα οποία, σε συστηματική βάση, πρέπει να συγκεντρώνονται από την αρχή εποπτείας του ομίλου και να διαδίδονται στις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές ή να διαβιβάζονται στην αρχή εποπτείας του ομίλου από τις λοιπές σχετικές εποπτικές αρχές.

Η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα όπου προσδιορίζονται τα στοιχεία που είναι ουσιώδη ή συναφή για την εποπτεία σε επίπεδο ομίλου, με σκοπό την ενίσχυση της σύγκλισης της εποπτικής πληροφόρησης.

Τα μέτρα που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο και αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

Άρθρο 254 Διαβουλεύσεις μεταξύ εποπτικών αρχών

1. Εάν μια απόφαση είναι σημαντική για το εποπτικό έργο άλλων εποπτικών αρχών, οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές προβαίνουν σε μεταξύ τους διαβουλεύσεις, προτού ληφθεί η απόφαση αυτή, σχετικά με τα κατωτέρω θέματα:

α) μεταβολές στη μετοχική διάρθρωση, στην οργανωτική ή διοικητική δομή των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ενός ομίλου, οι οποίες απαιτούν την έγκριση ή την άδεια εποπτικών αρχών·

β) σημαντικές κυρώσεις ή έκτακτα μέτρα που λαμβάνονται από εποπτικές αρχές, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας δυνάμει του άρθρου 37 και της επιβολής οιουδήποτε περιορισμού στη χρήση εσωτερικού υποδείγματος για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας δυνάμει του τίτλου Ι κεφάλαιο VI, τμήμα 4, υποτμήμα 3.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β) ζητείται πάντοτε η γνώμη της αρχής εποπτείας του ομίλου.

Επιπλέον, οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, όταν μια απόφαση βασίζεται σε πληροφορίες που λαμβάνονται από άλλες εποπτικές αρχές, προβαίνουν σε μεταξύ τους διαβουλεύσεις προτού ληφθεί η απόφαση αυτή.

2. Μια εποπτική αρχή μπορεί να αποφασίσει να μην προβεί σε διαβουλεύσεις σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης ή όταν οι διαβουλεύσεις αυτές ενδέχεται να υπονομεύσουν την αποτελεσματικότητα της απόφασης. Στην περίπτωση αυτή, η εποπτική αρχή ενημερώνει, χωρίς καθυστέρηση, τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

Άρθρο 255 Αιτήματα από την αρχή εποπτείας του ομίλου προς άλλες εποπτικές αρχές

Η αρχή εποπτείας του ομίλου μπορεί να καλέσει τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών στα οποία έχει την έδρα της η μητρική επιχείρηση, και οι οποίες δεν ασκούν οι ίδιες την εποπτεία του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 251, να ζητήσουν από την μητρική επιχείρηση οιαδήποτε πληροφορία χρήσιμη για την άσκηση των συντονιστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 252, και να διαβιβάσουν τις πληροφορίες αυτές στην αρχή εποπτείας του ομίλου.

Η αρχή εποπτείας του ομίλου, όταν χρειάζεται τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 258 παράγραφος 2, οι οποίες έχουν ήδη παρασχεθεί σε άλλη εποπτική αρχή, απευθύνεται στην εν λόγω αρχή, στο μέτρο του δυνατού, προκειμένου να αποφευχθεί επικάλυψη των πληροφοριών που διαβιβάζονται στις διάφορες αρχές οι οποίες συμμετέχουν στην εποπτεία.

Άρθρο 256 Συνεργασία με τις αρχές που είναι υπεύθυνες για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων

Όταν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και είτε ένα πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ ή μια επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στην οδηγία 2004/39/ΕΚ του Συμβουλίου, ή και τα δύο, συνδέονται άμεσα ή έμμεσα ή έχουν κοινή συμμετέχουσα επιχείρηση, οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και οι αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των άλλων αυτών επιχειρήσεων συνεργάζονται στενά.

Με την επιφύλαξη των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων τους, οι αρχές αυτές ανταλλάσσουν αμοιβαία πληροφορίες οι οποίες ενδέχεται να απλοποιήσουν το έργο τους, ιδιαίτερα όπως προβλέπεται στον παρόντα τίτλο.

Άρθρο 257 Επαγγελματικό απόρρητο και εμπιστευτικότητα

Τα κράτη μέλη επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εποπτικών τους αρχών και μεταξύ των εποπτικών τους αρχών και άλλων αρχών, όπως αναφέρεται στα άρθρα 253 έως 256.

Οι πληροφορίες που λαμβάνονται στο πλαίσιο της εποπτείας του ομίλου, και ιδιαίτερα οιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ εποπτικών αρχών και μεταξύ εποπτικών αρχών και άλλων αρχών που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, καλύπτονται από τις διατάξεις του άρθρου 297 περί επαγγελματικού απορρήτου και κοινοποίησης εμπιστευτικών πληροφοριών.

Άρθρο 258 Πρόσβαση στις πληροφορίες

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που περιλαμβάνονται στο πεδίο της εποπτείας του ομίλου, και οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις και συμμετέχουσες επιχειρήσεις τους, είναι σε θέση να ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες οι οποίες είναι χρήσιμες για την άσκηση της εποπτείας του ομίλου.

2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές τους για την άσκηση της εποπτείας του ομίλου να έχουν πρόσβαση σε οιαδήποτε πληροφορία χρήσιμη για τους σκοπούς της εποπτείας αυτής, ανεξάρτητα από τη φύση της σχετικής επιχείρησης. Το άρθρο 35 εφαρμόζεται mutatis mutandis .

Οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές μπορούν να απευθύνονται οι ίδιες άμεσα στις επιχειρήσεις του ομίλου προκειμένου να λάβουν τις αναγκαίες πληροφορίες, μόνον εφόσον οι πληροφορίες αυτές έχουν ζητηθεί από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που υπόκειται σε εποπτεία σε επίπεδο ομίλου και δεν έχουν παρασχεθεί από την επιχείρηση αυτή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

Άρθρο 259 Εξακρίβωση των πληροφοριών

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εποπτικές αρχές τους να μπορούν να διεξάγουν στο έδαφός τους, είτε άμεσα είτε μέσω προσώπων τα οποία ορίζουν προς το σκοπό αυτό, επιτόπια εξακρίβωση των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 258 στις εγκαταστάσεις οιασδήποτε των ακολούθων:

α) της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που υπόκειται στην εποπτεία του ομίλου·

β) των συνδεδεμένων επιχειρήσεων της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·

γ) των μητρικών επιχειρήσεων της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·

δ) των συνδεδεμένων επιχειρήσεων μητρικής επιχείρησης της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

2. Όταν οι εποπτικές αρχές επιθυμούν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις να εξακριβώσουν τις πληροφορίες σχετικά με μια επιχείρηση, ρυθμιζόμενη ή μη, η οποία ανήκει σε όμιλο και βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, ζητούν από τις εποπτικές αρχές του άλλου αυτού κράτους μέλους να προβούν στην εξακρίβωση.

Οι αρχές οι οποίες λαμβάνουν το αίτημα αυτό ανταποκρίνονται σε αυτό, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, είτε με την άμεση διεξαγωγή της εξακρίβωσης, ή επιτρέποντας σε ελεγκτή ή εμπειρογνώμονα να προβεί στην εξακρίβωση αυτή ή παρέχοντας τη δυνατότητα στην αρχή η οποία υπέβαλε το αίτημα να τη διενεργήσει η ίδια. Η αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνεται για τα μέτρα που λαμβάνονται.

Η εποπτική αρχή η οποία υπέβαλε το αίτημα μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να συμμετέχει στην εξακρίβωση όταν δεν την διεξαγάγει άμεσα η ίδια.

Άρθρο 260 Έκθεση για τη φερεγγυότητα και την χρηματοοικονομική κατάσταση του ομίλου

1. Τα κράτη μέλη ζητούν από τις συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου να δημοσιεύουν, σε ετήσια βάση, έκθεση για τη φερεγγυότητα και την χρηματοοικονομική κατάσταση σε επίπεδο ομίλου. Τα άρθρα 50 και 52 έως 54 εφαρμόζονται mutatis mutandis.

2. Όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή μια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου το αποφασίσει, και με την επιφύλαξη της συμφωνίας της αρχής εποπτείας του ομίλου, μπορεί να δημοσιεύσει ενιαία έκθεση για τη φερεγγυότητα και την χρηματοοικονομική κατάσταση, η οποία περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α) τις πληροφορίες στο επίπεδο του ομίλου που πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο 1,

β) τις πληροφορίες για οιαδήποτε από τις θυγατρικές του ομίλου που πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με τα άρθρα 50 και 52 ως 54.

3. Όταν η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεν περιλαμβάνει τις πληροφορίες τις οποίες η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια σε θυγατρική του ομίλου απαιτεί από συγκρίσιμες επιχειρήσεις να παρέχουν, και εφόσον η παράλειψη αυτή είναι ουσιαστική, η οικεία εποπτική αρχή έχει την εξουσία να απαιτήσει από τη σχετική θυγατρική να δημοσιοποιήσει τις αναγκαίες πρόσθετες πληροφορίες.

Άρθρο 261 Διοικητικό ή διαχειριστικό όργανο ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου

Τα κράτη μέλη απαιτούν όλα τα πρόσωπα που διευθύνουν όντως τις δραστηριότητες ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου να έχουν το απαιτούμενο ήθος και τις ικανότητες για την άσκηση των καθηκόντων τους.

Οι διατάξεις του άρθρου 42 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

Άρθρο 262 Μέτρα επιβολής

1. Εάν οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενός ομίλου δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 216 έως 250, ή εάν οι απαιτήσεις πληρούνται αλλά προκύπτουν κίνδυνοι για την φερεγγυότητα, ή εάν οι εντός του ομίλου συναλλαγές ή οι συγκεντρώσεις κινδύνων αποτελούν απειλή για την χρηματοοικονομική θέση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι κατωτέρω αρχές απαιτούν τη λήψη των αναγκαίων μέτρων προκειμένου να διορθωθεί η κατάσταση το συντομότερο δυνατό:

α) η αρχή εποπτείας του ομίλου σε σχέση με την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου·

β) οι εποπτικές αρχές σε σχέση με τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

Εάν, στην περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου, η αρχή εποπτείας του ομίλου δεν είναι μια από τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους στο οποίο η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου έχει την έδρα της, η αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνει τις εποπτικές αυτές αρχές για τις διαπιστώσεις της με σκοπό να τους δοθεί η δυνατότητα να λάβουν τα αναγκαία μέτρα.

Εάν, στην περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, η αρχή εποπτείας του ομίλου δεν είναι μια από τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους στο οποίο η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου έχει την έδρα της, η αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνει τις εποπτικές αυτές αρχές για τις διαπιστώσεις της με σκοπό να τους δοθεί η δυνατότητα να λάβουν τα αναγκαία μέτρα.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη καθορίζουν τα μέτρα τα οποία μπορούν να λαμβάνουν οι εποπτικές τους αρχές σε σχέση με τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου.

Οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εποπτείας του ομίλου, συντονίζουν, οσάκις ενδείκνυται, τα μέτρα επιβολής.

2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ποινικού δικαίου τους, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να μπορούν να επιβάλλονται κυρώσεις ή μέτρα σε ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου οι οποίες παραβιάζουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που έχουν θεσπιστεί για την εφαρμογή του εν λόγω τίτλου, ή στο πρόσωπο το οποίο ασκεί ουσιαστικά τη διοίκηση των εταιρειών αυτών. Οι εποπτικές αρχές συνεργάζονται στενά προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι εν λόγω κυρώσεις ή τα μέτρα είναι αποτελεσματικά, ιδιαίτερα όταν η κεντρική διοίκηση ή η κύρια εγκατάσταση ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου δεν ευρίσκεται στον ίδιο τόπο με την έδρα της.

3. Η Επιτροπή δύναται να θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα για τον συντονισμό των μέτρων επιβολής που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

Τα μέτρα που αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 304 παράγραφος 3.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV – ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ

Άρθρο 263 Μητρικές επιχειρήσεις εκτός της Κοινότητας: εξακρίβωση της ισοδυναμίας

1. Στην περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο γ) του άρθρου 211 παράγραφος 2, οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές εξακριβώνουν κατά πόσον οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, των οποίων η μητρική επιχείρηση έχει την έδρα της εκτός της Κοινότητας, υπόκεινται σε εποπτεία, από εποπτική αρχή τρίτης χώρας, που είναι ισοδύναμη με εκείνη που προβλέπεται από τον παρόντα τίτλο για την εποπτεία στο επίπεδο του ομίλου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του άρθρου 211 παράγραφος 2.

Η εξακρίβωση πραγματοποιείται από την εποπτική αρχή η οποία θα ήταν η αρχή εποπτείας του ομίλου εάν εφαρμόζονταν τα κριτήρια του άρθρου 251 παράγραφος 2, κατόπιν αιτήματος της μητρικής επιχείρησης ή οποιασδήποτε από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια στην Κοινότητα ή με δική της πρωτοβουλία. Η εποπτική αρχή, προτού λάβει απόφαση, συμβουλεύεται τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων.

2. Η Επιτροπή μπορεί, μετά από διαβουλεύσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 304 παράγραφος 2, να λάβει απόφαση σχετικά με το εάν το καθεστώς προληπτικής εποπτείας σε κάποια τρίτη χώρα για την εποπτεία των ομίλων είναι ισοδύναμο με εκείνο που προβλέπεται στον παρόντα τίτλο. Οι αποφάσεις αυτές επανεξετάζονται τακτικά προκειμένου να ληφθούν υπόψη τυχόν αλλαγές στο καθεστώς προληπτικής εποπτείας για την εποπτεία των ομίλων που προβλέπεται στον παρόντα τίτλο και στο καθεστώς προληπτικής εποπτείας στην τρίτη χώρα για την εποπτεία των ομίλων.

Εφόσον η Επιτροπή λάβει απόφαση σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, σε σχέση με τρίτη χώρα, η απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική για τους σκοπούς της εξακρίβωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 264 Μητρικές επιχειρήσεις εκτός της Κοινότητας: απουσία ισοδυναμίας

1. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει ισοδύναμη εποπτεία σύμφωνα με το άρθρο 263, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις είτε τα άρθρα 216 έως 262, κατ’ αναλογία και με την εξαίρεση των άρθρων 234 έως 247, ή μια από τις μεθόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Οι γενικές αρχές και μέθοδοι που παρατίθενται στα άρθρα 216 έως 262 εφαρμόζονται στο επίπεδο της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας.

Για τον σκοπό μόνο του υπολογισμού της φερεγγυότητας του ομίλου, η μητρική επιχείρηση αντιμετωπίζεται ως εάν ήταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στις ίδιες προϋποθέσεις που αναφέρονται στον τίτλο Ι, κεφάλαιο VI, τμήμα 3, υποτμήματα 1, 2 και 3 σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και σε ένα από τα ακόλουθα:

α) κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας καθορισμένες σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 224, εάν πρόκειται για ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου·

β) κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 225, εφόσον πρόκειται για ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.

2. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις εποπτικές τους αρχές να εφαρμόζουν άλλες μεθόδους οι οποίες εξασφαλίζουν κατάλληλη εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ενός ομίλου. Για τις μεθόδους αυτές πρέπει να λαμβάνεται η σύμφωνη γνώμη της αρχής της εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις υπόλοιπες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

Οι εποπτικές αρχές μπορούν, ειδικότερα, να απαιτήσουν την ίδρυση ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου που να έχει την έδρα της στην Κοινότητα και να εφαρμόσουν τον παρόντα τίτλο στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του ομίλου του οποίου ηγείται η εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου.

Οι επιλεγείσες μέθοδοι επιτρέπουν την επίτευξη των στόχων εποπτείας των ομίλων όπως ορίζονται στον παρόντα τίτλο και κοινοποιούνται στις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και στην Επιτροπή.

Άρθρο 265 Μητρικές επιχειρήσεις εκτός της Κοινότητας: επίπεδα

Όταν η μητρική επιχείρηση που αναφέρεται στο άρθρο 263 είναι η ίδια θυγατρική ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου που έχει την έδρα της εκτός της Κοινότητας ή ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την εξακρίβωση που προβλέπεται στο άρθρο 263 μόνο στο επίπεδο της τελικής μητρικής επιχείρησης η οποία είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου τρίτης χώρας, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.

Ωστόσο, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις εποπτικές αρχές τους να αποφασίζουν, σε περίπτωση απουσίας ισοδύναμης εποπτείας που αναφέρεται στο άρθρο 263, να προβαίνουν σε νέα εξακρίβωση σε χαμηλότερο επίπεδο οσάκις υφίσταται μητρική επιχείρηση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, είτε πρόκειται για ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου τρίτης χώρας είτε για ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.

Στην περίπτωση αυτή, η εποπτική αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 263 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο αιτιολογεί την απόφασή της στον όμιλο.

Το άρθρο 264 εφαρμόζεται mutatis mutandis .

Άρθρο 266 Συνεργασία με εποπτικές αρχές τρίτων χωρών

1. Η Επιτροπή δύναται να υποβάλει προτάσεις στο Συμβούλιο για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες σχετικά με τα μέσα για την άσκηση της εποπτείας των ομίλων σε σχέση:

α) με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν, ως συμμετέχουσες επιχειρήσεις, επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 211 των οποίων η έδρα βρίσκεται σε τρίτη χώρα· και

β) με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών που έχουν, ως συμμετέχουσες επιχειρήσεις, επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 211 των οποίων η έδρα βρίσκεται στην Κοινότητα.

2. Οι συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αποσκοπούν ειδικότερα να εξασφαλίσουν:

α) ότι οι εποπτικές αρχές των κρατών μελών είναι σε θέση να λαμβάνουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την εποπτεία στο επίπεδο των ομίλων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που έχουν την έδρα τους στην Κοινότητα και οι οποίες διαθέτουν θυγατρικές ή κατέχουν συμμετοχές σε επιχειρήσεις εκτός της Κοινότητας· και

β) ότι οι εποπτικές αρχές τρίτων χωρών είναι σε θέση να λαμβάνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εποπτεία στο επίπεδο του ομίλου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτων χωρών που έχουν την έδρα τους στο έδαφός τους και οι οποίες διαθέτουν θυγατρικές ή κατέχουν συμμετοχές σε επιχειρήσεις σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη.

3. Με την επιφύλαξη του άρθρου 300 παράγραφοι 1 και 2 της Συνθήκης, η Επιτροπή, με τη συνδρομή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, αξιολογεί το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V – ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΜΙΚΤΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ

Άρθρο 267 Εντός ομίλου συναλλαγές

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, όταν η μητρική επιχείρηση μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μικτής δραστηριότητας, οι εποπτικές αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των εν λόγω ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ασκούν γενική εποπτεία επί των συναλλαγών μεταξύ αυτών των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου μικτής δραστηριότητας και των συνδεδεμένων της επιχειρήσεων.

2. Τα άρθρα 249, 253 έως 259 και 262 εφαρμόζονται mutatis mutandis .

Άρθρο 268 Συνεργασία με τρίτες χώρες

Όσον αφορά τη συνεργασία με τρίτες χώρες, εφαρμόζεται mutatis mutandis το άρθρο 266.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 1 (προσαρμοσμένο)

ΤΙΤΛΟΣ IV - Ö ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΚΑΙ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Õ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I – ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 2 69 Πεδίο εφαρμογής Ö του παρόντος τίτλου Õ

Η παρούσα οδηγία Ö Ο παρών τίτλος Õ εφαρμόζεται στα μέτρα εξυγίανσης και τις διαδικασίες εκκαθάρισης Ö των εξής: Õ

1. των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.·

2. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επίσης, στο βαθμό που προβλέπεται στο άρθρο 30, στα μέτρα εξυγίανσης και στις διαδικασίες εκκαθάρισης οι οποίες αφορούν τα ευρισκόμενα Ö των ευρισκομένων Õ στο έδαφος της Κοινότητας υποκαταστήματα Ö υποκαταστημάτων Õ ασφαλιστικών επιχειρήσεων, η έδρα των οποίων ευρίσκεται εκτός της Κοινότητας.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 2 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 27 0 Ορισμοί

1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας Ö του παρόντος τίτλου Õ , νοούνται ως:

ζα) « αρμόδιες αρχές »: οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές των κρατών μελών, οι οποίες είναι αρμόδιες για τους σκοπούς των μέτρων εξυγίανσης ή των διαδικασιών εκκαθάρισης·

α) «ασφαλιστική επιχείρηση»: η επιχείρηση που έχει λάβει επίσημη άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ ή το άρθρο 6 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ·

β) « υποκατάστημα »: κάθε μόνιμη παρουσία μιας ασφαλιστικής επιχείρησης στο έδαφος ενός κράτους μέλους, εκτός του κράτους μέλους καταγωγής, η οποία ασκεί ασφαλιστικές εργασίες Ö δραστηριότητες Õ·

γ) « μέτρα εξυγίανσης »: όσα μέτρα συνεπάγονται οιαδήποτε παρέμβαση διοικητικών ή δικαστικών Ö των αρμοδίων Õ αρχών και σκοπό έχουν να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν την Ö χρηματο Õοικονομική κατάσταση ασφαλιστικής επιχείρησης και τα οποία είναι δυνατόν να θίξουν προϋπάρχοντα δικαιώματα άλλων συμβαλλομένων μερών και όχι αυτής καθ’ αυτήν της ασφαλιστικής επιχείρησης, περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των μέτρων που συνεπάγονται τη δυνατότητα αναστολής πληρωμών, αναστολής εκτελεστικών μέτρων ή μείωσης των απαιτήσεων·

δ) « διαδικασίες εκκαθάρισης »: οι συλλογικές διαδικασίες που συνεπάγονται τη ρευστοποίηση του ενεργητικού μιας ασφαλιστικής επιχείρησης και τη διανομή των εσόδων μεταξύ των πιστωτών, των μετόχων ή των μελών, όπως ενδείκνυται, και οι οποίες οπωσδήποτε συνεπάγονται παρέμβαση των διοικητικών ή δικαστικών Ö των αρμοδίων Õ αρχών ενός κράτους μέλους, ακόμη και όταν οι συλλογικές διαδικασίες περατώνονται με συμβιβασμό ή άλλο ανάλογο μέτρο, είτε βασίζονται σε αφερεγγυότητα, είτε όχι, και είτε είναι εκούσιες, είτε υποχρεωτικές·

ε) «κράτος μέλος καταγωγής»: το κράτος μέλος το οποίο έχει χορηγήσει την άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ ή το άρθρο 6 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ·

στ) «κράτος μέλος υποδοχής»: το κράτος μέλος εκτός του κράτους μέλους καταγωγής στο οποίο η ασφαλιστική επιχείρηση έχει υποκατάστημα·

η) «εποπτικές αρχές»: οι αρμόδιες αρχές, κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο ια) της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ και του άρθρου 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 92/96/ΕΟΚ·

θε) « διαχειριστής »: κάθε πρόσωπο ή όργανο, διοριζόμενο από τις αρμόδιες αρχές, έργο του οποίου είναι η διαχείριση των μέτρων εξυγίανσης·

ιστ) « εκκαθαριστής »: κάθε πρόσωπο ή όργανο, διοριζόμενο από τις αρμόδιες αρχές, ή, κατά περίπτωση, από τα διοικητικά όργανα ασφαλιστικής επιχείρησης, έργο του οποίου είναι η διαχείριση των διαδικασιών εκκαθάρισης·

ιαζ) « απαίτηση εξ ασφαλίσεως »: κάθε ποσό που οφείλει η ασφαλιστική επιχείρηση σε ασφαλισμένους, κατόχους ασφαλιστηρίων συμβολαίων, δικαιούχους ή σε κάθε ζημιωθέντα, οι οποίοι έχουν δικαίωμα άσκησης ευθείας αγωγής κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, το οποίο απορρέει από ασφαλιστήριο συμβόλαιο ή από ασφαλιστική πράξη προβλεπομένη από τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 1 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ στο άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ), με αντικείμενο πρωτασφάλιση, περιλαμβανομένων των ποσών που αποθεματοποιούνται για τα προαναφερόμενα Ö εν λόγω Õ πρόσωπα, όταν δεν έχουν ακόμη καταστεί γνωστά ορισμένα στοιχεία της οφειλής.

Τα ασφάλιστρα που οφείλονται από ασφαλιστική επιχείρηση ως αποτέλεσμα μη κατάρτισης ή ακύρωσης αυτών των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και ασφαλιστικών πράξεων Ö , που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο ζ), Õ σύμφωνα με το δίκαιο που εφαρμόζεται σε αυτά τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ή τις πράξεις πριν από την έναρξη των διαδικασιών εκκαθάρισης, θεωρούνται επίσης απαιτήσεις εξ ασφαλίσεως.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 30 (προσαρμοσμένο)

12. Παρά τον ορισμό του άρθρου 2 στοιχεία ε), στ) και ζ) και γΓια τους σκοπούς της εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας οδηγίας του παρόντος τίτλου στα μέτρα εξυγίανσης και τις διαδικασίες εκκαθάρισης που αφορούν ευρισκόμενο σε κράτος μέλος υποκατάστημα ασφαλιστικής επιχείρησης της οποίας η έδρα ευρίσκεται εκτός της Κοινότητος, νοούνται ως:

α) « κράτος μέλος καταγωγής »,: το κράτος μέλος το οποίο χορήγησε στο υποκατάστημα άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με το άρθρο 23 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ και το άρθρο 27 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ τα άρθρα 143 έως 147 και·

β) « εποπτικές αρχές » και «αρμόδιες αρχές»,: οι Ö εποπτικές Õ αρχές του κράτους μέλους στο οποίο το υποκατάστημα έλαβε άδεια λειτουργίας.·

Ö γ) « αρμόδιες αρχές »: οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο το υποκατάστημα έλαβε άδεια λειτουργίας. Õ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II – ΜΕΤΡΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ

Άρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

Ο παρών τίτλος εφαρμόζεται στα μέτρα εξυγίανσης, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο γ).

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 4 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 2 71 Λήψη μέτρων εξυγίανσης – Εφαρμοστέο δίκαιο

1. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής είναι οι μόνες αρμόδιες να αποφασίζουν για τα μέτρα εξυγίανσης, που αφορούν μια ασφαλιστική επιχείρηση, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων της σε άλλα κράτη μέλη.

2. Τα μέτρα εξυγίανσης δεν εμποδίζουν την έναρξη, από το κράτος μέλος καταγωγής, διαδικασιών εκκαθάρισης.

23. Τα μέτρα εξυγίανσης διέπονται από τους νόμους, κανονισμούς και διαδικασίες που ισχύουν στο κράτος μέλος καταγωγής, εκτός αν άλλως ορίζεται στα άρθρα 19 έως 26 287 έως 294.

34. Τα μΜέτρα εξυγίανσης Ö που λαμβάνονται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής Õ παράγουν πλήρη αποτελέσματα σε ολόκληρη την Κοινότητα, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής χωρίς άλλες διατυπώσεις, καθώς και έναντι τρίτων σε άλλα κράτη μέλη, ακόμη και αν το δίκαιο αυτών των άλλων κρατών μελών δεν προβλέπει τέτοια μέτρα εξυγίανσης ή εξαρτά την εφαρμογή τους από προϋποθέσεις οι οποίες δεν πληρούνται.

45. Τα μέτρα εξυγίανσης παράγουν τα αποτελέσματά τους σε ολόκληρη την Κοινότητα μόλις παράγουν τα αποτελέσματά τους στο κράτος μέλος όπου έχουν ληφθεί Ö καταγωγής Õ.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 5 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 2 72 Ενημέρωση των εποπτικών αρχών

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνουν επειγόντως τις εποπτικές αρχές του Ö εν λόγω Õ κράτους μέλους καταγωγής σχετικά με την απόφασή τους για οιοδήποτε μέτρο εξυγίανσης, ει δυνατόν πριν από τη λήψη του ή, άλλως, αμέσως μετά.

Οι εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ειδοποιούν επειγόντως τις εποπτικές αρχές όλων των άλλων κρατών μελών για την απόφαση να λάβουν Ö ληφθούν Õ μέτρα εξυγίανσης, καθώς και για τα ενδεχόμενα πρακτικά αποτελέσματα των μέτρων αυτών.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 6 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 2 73 Δημοσίευση Ö των αποφάσεων περί μέτρων εξυγίανσης Õ

1. Σε περίπτωση που μπορεί να ασκηθεί ένδικο μέσο κατά μέτρου εξυγίανσης στο κράτος μέλος καταγωγής, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, ο διαχειριστής ή κάθε πρόσωπο το οποίο είναι εξουσιοδοτημένο προς τούτο στο κράτος μέλος καταγωγής, δημοσιοποιούν την απόφαση τους περί μέτρου εξυγίανσης, σύμφωνα με τις διαδικασίες δημοσίευσης που προβλέπονται στο κράτος μέλος καταγωγής και, περαιτέρω, δημοσιεύουν, με την πρώτη ευκαιρία, απόσπασμα του εγγράφου με το οποίο θεσπίζεται το μέτρο εξυγίανσης, στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι εποπτικές αρχές όλων των άλλων κρατών μελών που έχουν ενημερωθεί για την απόφαση περί μέτρου εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 5 272, μπορούν να εξασφαλίζουν τη δημοσίευση αυτής της απόφασης στην επικράτειά τους, κατά τον τρόπο που κρίνουν κατάλληλο.

2. Η δημοσίευση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 προσδιορίζει επίσης την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, το εφαρμοστέο δίκαιο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 271 παράγραφος 2 3, καθώς και τον διαχειριστή που έχει τυχόν διοριστεί. Διατυπώνεται στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους, στο οποίο δημοσιεύεται η ενημέρωση.

3. Τα μέτρα εξυγίανσης εφαρμόζονται ανεξάρτητα από τις διατάξεις περί δημοσίευσης που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2, παράγουν δε πλήρη αποτελέσματα έναντι των πιστωτών, εκτός αν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ή το δίκαιο του εν λόγω κράτους Ö μέλους Õ ορίζουν άλλως.

4. Όταν Ö Σε περίπτωση που Õ τα μέτρα εξυγίανσης θίγουν αποκλειστικά τα δικαιώματα μετόχων, μελών ή υπαλλήλων της ασφαλιστικής επιχείρησης που ενεργούν υπ’ αυτήν την ιδιότητα, το παρόν άρθρο οι παράγραφοι 1, 2 και 3 δεν εφαρμόζεται εφαρμόζονται, εκτός εάν προβλέπεται άλλως από το δίκαιο που διέπει τα συγκεκριμένα μέτρα εξυγίανσης.

Οι αρμόδιες αρχές ορίζουν τον τρόπο ενημέρωσης, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία Ö το εφαρμοστέο δίκαιο Õ , των ενδιαφερόμενων μερών που θίγονται από αυτά τα μέτρα εξυγίανσης Ö αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο Õ .

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 7 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 2 74 Ενημέρωση των γνωστών πιστωτών και δικαίωμα αναγγελίας απαιτήσεων

1. Εάν το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής επιβάλλει την αναγγελία απαιτήσεως για την αναγνώρισή της ή προβλέπει την αναγκαστική κοινοποίηση του μέτρου εξυγίανσης στους πιστωτές τους έχοντες συνήθη διαμονή, κατοικία ή έδρα σ’ αυτό το κράτος, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ή ο διαχειριστής ενημερώνουν και τους γνωστούς πιστωτές που έχουν συνήθη διαμονή, κατοικία ή έδρα σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 15 και του άρθρου 17 το άρθρο 283 και το άρθρο 285 παράγραφος 1.

2. Εάν το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής παρέχει στους πιστωτές, τους έχοντες συνήθη διαμονή, κατοικία ή έδρα σ’ αυτό το κράτος Ö μέλος Õ , το δικαίωμα να αναγγέλλουν τις απαιτήσεις τους ή να υποβάλλουν παρατηρήσεις σχετικά μ’ αυτές, τότε έχουν το αυτό δικαίωμα να αναγγέλλουν τις απαιτήσεις τους ή να υποβάλλουν παρατηρήσεις και οι πιστωτές οι έχοντες συνήθη διαμονή, κατοικία ή έδρα σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζονται στο άρθρο 16 284 και στο άρθρο 17 285 παράγραφος 2.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 8 (προσαρμοσμένο)

ΤΙΤΛΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ III – ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ

Άρθρο 275 Έναρξη των διαδικασιών εκκαθάρισης – Ενημέρωση των εποπτικών αρχών

1. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής είναι οι μόνες αρμόδιες να λαμβάνουν απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης όσον αφορά ασφαλιστική επιχείρηση, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων της σε άλλα κράτη μέλη. Η απόφαση αυτή είναι δυνατόν να λαμβάνεται είτε εν ανυπαρξία, είτε μετά τη λήψη μέτρων εκκαθάρισης Ö εξυγίανσης Õ.

2. Απόφαση σχετικά με την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων της σε άλλα κράτη μέλη, λαμβανόμενη σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής, αναγνωρίζεται, χωρίς άλλες διατυπώσεις, στην επικράτεια όλων των άλλων κρατών μελών Ö σε ολόκληρη την Κοινότητα Õ και παράγει αποτελέσματα μόλις αρχίσει να παράγει αποτελέσματα στο κράτος μέλος έναρξης της διαδικασίας.

3. Οι εποπτικές Ö αρμόδιες Õ αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνονται Ö ενημερώνουν Õ επειγόντως Ö τις εποπτικές αρχές του εν λόγω κράτους μέλους Õ σχετικά με την απόφαση να κινηθεί διαδικασία εκκαθάρισης, ει δυνατόν πριν κινηθεί αυτή η διαδικασία, ή άλλως, αμέσως μετά.

Οι εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνουν επειγόντως τις εποπτικές αρχές όλων των άλλων κρατών μελών σχετικά με την απόφαση να κινηθεί διαδικασία εκκαθάρισης, συμπεριλαμβανομένων των πιθανών πρακτικών αποτελεσμάτων αυτής της διαδικασίας.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 9 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 2 76 Εφαρμοστέο δίκαιο

1. Η απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης, οι διαδικασίες εκκαθάρισης και τα αποτελέσματά τους διέπονται από τους νόμους, τους κανονισμούς και τις διοικητικές διατάξεις τις εφαρμοστέες Ö το εφαρμοστέο δίκαιο Õ στο κράτος μέλος καταγωγής, εκτός αν άλλως ορίζεται στα άρθρα 19 έως 26 287 έως 294.

2. Το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής καθορίζει ιδίως Ö τουλάχιστον τα εξής Õ:

α) τα στοιχεία του ενεργητικού που αποτελούν την περιουσία και τη μεταχείριση των στοιχείων του ενεργητικού που απέκτησε η ασφαλιστική επιχείρηση ή υπήχθησαν σε αυτήν μετά την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης·

β) τις αντίστοιχες εξουσίες της ασφαλιστικής επιχείρησης και του εκκαθαριστή·

γ) τους όρους υπό τους οποίους είναι επιτρεπτός ο συμψηφισμός·

δ) τα αποτελέσματα της διαδικασίας εκκαθάρισης στις ισχύουσες συμβάσεις, στις οποίες η ασφαλιστική επιχείρηση είναι συμβαλλόμενο μέρος·

ε) τα αποτελέσματα της διαδικασίας εκκαθάρισης στις διαδικασίες που έχουν κινήσει οι επί μέρους πιστωτές, εξαιρουμένων των εκκρεμοδικιών, όπως προβλέπεται Ö αναφέρεται Õ στο άρθρο 26 294·

στ) τις απαιτήσεις που πρέπει να αναγγελθούν κατά της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης και τη μεταχείριση των απαιτήσεων που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης·

ζ) τους κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την επαλήθευση και την αποδοχή των απαιτήσεων·

η) τους κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης του ενεργητικού, την σειρά κατάταξης των απαιτήσεων και τα δικαιώματα των πιστωτών που ικανοποιήθησαν μερικώς, μετά την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης δυνάμει εμπραγμάτου δικαιώματος ή μέσω συμψηφισμού·

θ) τους όρους και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας εκκαθάρισης, ιδίως μέσω συμβιβασμού·

ι) τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας εκκαθάρισης·

ια) το ποιος Ö μέρος που Õ φέρει τα έξοδα και τις δαπάνες της διαδικασίας εκκαθάρισης·

ιβ) τους κανόνες περί ακυρότητος, ακύρωσης και κήρυξης του ανενεργού των επιβλαβών για τους πιστωτές δικαιοπραξιών.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 10 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 2 77 Μεταχείριση των απαιτήσεων εξ ασφαλίσεως

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι απαιτήσεις εξ ασφαλίσεως να τυγχάνουν προνομιακής μεταχείρισης έναντι άλλων απαιτήσεων κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με μία Ö με τον έναν Õ ή και τις Ö τους Õ δύο από τις ακόλουθες μεθόδους Ö τους ακόλουθους τρόπους Õ :

α) Ö ως προς τα στοιχεία του ενεργητικού τα οποία απαρτίζουν τις τεχνικές προβλέψεις, Õ οι απαιτήσεις εξ ασφαλίσεως έχουν απόλυτη προνομιακή μεταχείριση έναντι οιασδήποτε άλλης απαιτήσεως κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης ως προς τα στοιχεία του ενεργητικού, τα οποία απαρτίζουν τις τεχνικές προβλέψεις·

β) Ö ως προς το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού Õ , οι απαιτήσεις εξ ασφαλίσεως έχουν προνομιακή μεταχείριση έναντι οιασδήποτε άλλης απαιτήσεως κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, ως προς το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού της ασφαλιστικής επιχείρησης, με μόνες δυνατές εξαιρέσεις:

i) τις απαιτήσεις των εργαζομένων που απορρέουν από σύμβαση απασχόλησης ή εργασιακή σχέση,·

ii) τις φορολογικές απαιτήσεις δημοσίων οργανισμών,·

iii) τις απαιτήσεις των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης,·

iv) τις απαιτήσεις επί στοιχείων του ενεργητικού βεβαρημένων με εμπράγματα δικαιώματα.

2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι το σύνολο ή μέρος των δαπανών που απορρέουν από τη διαδικασία εκκαθάρισης, όπως ορίζεται από το εθνικό τους δίκαιο, προηγείται των απαιτήσεων εξ ασφαλίσεως.

3. Τα κράτη μέλη, που έχουν επιλέξει τη μέθοδο Ö την εναλλακτική λύση Õ που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), επιβάλλουν στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις τη δημιουργία και την τήρηση ειδικού μητρώου σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος το άρθρο 278.

ê 2001/17/ΕΚ παράρτημα (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 2 78 Ειδικό μητρώο το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 3

1. Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση πρέπει να τηρεί στην έδρα της ειδικό μητρώο όπου εγγράφονται τα στοιχεία του ενεργητικού τα οποία χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των τεχνικών προβλέψεων, που υπολογίζονται και επενδύονται σύμφωνα με τους κανόνες Ö το δίκαιο Õ του κράτους μέλους καταγωγής.

2. Η ασφαλιστική επιχείρηση που ασχολείται τόσο με ασφαλίσεις εκτός ασφάλειας ζωής όσο και με ασφάλειες ζωής Ö ασκεί δραστηριότητες τόσο ασφάλισης ζημιών όσο και ασφάλισης ζωής Õ , πρέπει να τηρεί χωριστά βιβλία για κάθε τύπο ασφάλισης στην έδρα της.

Ωστόσο, όταν ένα κράτος μέλος επιτρέπει σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις να καλύπτουν τον τομέα της ασφάλειας Ö ασφάλισης Õ ζωής και τους κινδύνους που απαριθμούνται στα σημεία Ö ταξινομούνται στους κλάδους Õ 1 και 2 στο σημείο Α του παραρτήματος Α της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ I, δύνανται να προβλέπει ότι οι εν λόγω ασφαλιστικές επιχειρήσεις πρέπει να τηρούν ενιαίο βιβλίο για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους.

3. Η συνολική αξία των εγγεγραμμένων στοιχείων του ενεργητικού, υπολογιζόμενη σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν Ö το εφαρμοστέο δίκαιο Õ στο κράτος μέλος καταγωγής, δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να υστερεί Ö , σε καμία περίπτωση, Õ της αξίας των τεχνικών προβλέψεων.

4. Όταν ένα καταχωρημένο στοιχείο του ενεργητικού είναι βεβαρημένο με εμπράγματο δικαίωμα υπέρ πιστωτού ή τρίτου, ώστε μέρος της αξίας του να μην είναι διαθέσιμο για την κάλυψη υποχρεώσεων, το γεγονός αυτό καταγράφεται στο βιβλίο και το μη διαθέσιμο ποσό δεν περιλαμβάνεται στη συνολική αξία που αναφέρει το σημείο η παράγραφος 3.

5. Ö Στις ακόλουθες περιπτώσεις, η μεταχείριση ενός στοιχείου του ενεργητικού, σε περίπτωση εκκαθάρισης της ασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με την επιλογή που προβλέπεται στο άρθρο 277 παράγραφος 1 στοιχείο α), καθορίζεται από το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής, εκτός εάν εφαρμόζονται σ’ αυτό το στοιχείο του ενεργητικού τα άρθρα 288, 289 και 300: Õ

α) Όόταν ένα Ö το Õ στοιχείο του ενεργητικού, το οποίο χρησιμοποιείται για την κάλυψη τεχνικών προβλέψεων, είναι βεβαρημένο με εμπράγματο δικαίωμα υπέρ πιστωτού ή τρίτου, χωρίς να πληρούνται οι όροι που καθορίζονται του σημείου στην παράγραφο 4,·

β) ή όταν το εν λόγω στοιχείο του ενεργητικού είναι αντικείμενο επιφύλαξης κυριότητας υπέρ πιστωτή ή τρίτου·

γ) ή όταν πιστωτής έχει δικαίωμα να ζητήσει τον συμψηφισμό της απαιτήσεώς του έναντι της απαιτήσεως της ασφαλιστικής επιχείρησης, η μεταχείριση αυτού του στοιχείου του ενεργητικού σε περίπτωση εκκαθάρισης της ασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με τη μέθοδο που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1, στοιχείο α), καθορίζεται από το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής, εκτός εάν εφαρμόζονται σ’ αυτό το στοιχείο του ενεργητικού τα άρθρα 20, 21 ή 22.

6. Ö Άπαξ και έχουν κινηθεί διαδικασίες εκκαθάρισης, Õ Ηη σύνθεση των στοιχείων του ενεργητικού που είναι εγγεγραμμένα στο μητρώο σύμφωνα με τα σημεία τις παραγράφους 1 έως 5, κατά την έναρξη των διαδικασιών εκκαθάρισης, δεν πρέπει να μεταβάλλεται εν συνεχεία ούτε πρέπει να επέρχεται καμία άλλη αλλαγή των μητρώων, εκτός από τη διόρθωση Ö απλώς Õ τεχνικών λαθών, παρά μόνον κατόπιν αδείας της αρμόδιας αρχής.

7. Παρά το σημείο 6 Ö Ωστόσο Õ , οι εκκαθαριστές πρέπει να προσθέτουν στα εν λόγω στοιχεία του ενεργητικού την απόδοση και την αξία των καθαρών ασφαλίστρων που εισπράττονται για τη συγκεκριμένη κατηγορία πράξεων Ö τον συγκεκριμένο κλάδο ασφαλίσεων Õ μεταξύ της έναρξης των διαδικασιών εκκαθάρισης και της ημερομηνίας πληρωμής των απαιτήσεων εξ ασφαλίσεως ή έως ότου πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε μεταβίβαση χαρτοφυλακίου.

87. Εάν το προϊόν της ρευστοποίησης των στοιχείων του ενεργητικού υστερεί της αξίας τους, όπως υπολογίζεται στα βιβλία, οι εκκαθαριστές πρέπει να αιτιολογούν το γεγονός αυτό ενώπιον των αρμόδιων Ö εποπτικών Õ αρχών του κράτους μέλους καταγωγής.

9. Οι εποπτικές αρχές των κρατών μελών πρέπει να λαμβάνουν τα δέοντα μέτρα, ώστε να διασφαλίζουν την πλήρη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος παραρτήματος από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 11

Άρθρο 2 79 Υποκατάσταση από σύστημα εγγυήσεως

Το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να ορίζει ότι, όταν στα δικαιώματα των ασφαλιστικών πιστωτών έχει υποκατασταθεί σύστημα εγγυήσεως συνεστημένο στο ίδιο κράτος μέλος, οι απαιτήσεις του συστήματος αυτού δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 10 277 παράγραφος 1.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 12 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 28 0 Στοιχεία του ενεργητικού που αντιστοιχούν στις προνομιακές απαιτήσεις

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 18 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ και του άρθρου 21 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ, τΤα κράτη μέλη που εφαρμόζουν τη μέθοδο Ö επιλέγουν την εναλλακτική λύση Õ που ορίζεται στο άρθρο 10 277 παράγραφος 1, στοιχείο β) της παρούσας οδηγίας, απαιτούν από κάθε ασφαλιστική επιχείρηση να τηρεί, ανά πάσα στιγμή και ανεξαρτήτως δυνατής εκκαθάρισης, στοιχεία του ενεργητικού, από τα αναφερόμενα στο άρθρο 21 της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ και στο άρθρο 21 της οδηγίας 92/96/ΕΟΚ, Ö μεριμνά ώστε Õ τα οποία να αντιστοιχούν στις Ö οι Õ απαιτήσεις που ενδέχεται να προηγηθούν των απαιτήσεων εξ ασφαλίσεως σύμφωνα με το άρθρο 10 277 παράγραφος 1, στοιχείο β) και οι οποίες έχουν καταχωρηθεί στους λογαριασμούς της ασφαλιστικής επιχείρησης Ö να αντιστοιχούν, ανά πάσα στιγμή και ανεξαρτήτως δυνατής εκκαθάρισης, σε στοιχεία του ενεργητικού Õ .

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 13 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 2 81 Ανάκληση της άδειας λειτουργίας

1. Όταν αποφασίζεται η έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης, η άδεια λειτουργίας της ανακαλείται, Ö σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 142, Õ κατά το μέτρο που δεν θίγονται οι σκοποί της παραγράφου 2, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 22 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ και του άρθρου 26 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ, εάν η άδεια λειτουργίας δεν είχε ανακληθεί προηγουμένως.

2. Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας που προβλέπεται από στην παράγραφο 1 δεν κωλύει τον εκκαθαριστή και κάθε άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο προς τούτο Ö διορισμένο Õ από τις αρμόδιες αρχές να συνεχίζει ορισμένες δραστηριότητες της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθ’ όσον αυτό απαιτείται ή ενδείκνυται για τους σκοπούς της εκκαθάρισης.

Το κράτος μέλος καταγωγής δύναται να προβλέπει ότι οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται με τη συγκατάθεση και υπό τον έλεγχο των εποπτικών αρχών του Ö εν λόγω Õ κράτους μέλους καταγωγής.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 14 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 2 82 Δημοσίευση Ö των αποφάσεων περί εκκαθάρισης Õ

1. Η αρμοδία αρχή, ο εκκαθαριστής ή οιοδήποτε άλλο πρόσωπο οριζόμενο Ö διορισμένο Õ για τον σκοπό αυτό από την αρμοδία αρχή δημοσιεύουν δημοσιεύει την απόφαση να κινηθεί διαδικασία εκκαθάρισης, σύμφωνα με τις διαδικασίες δημοσίευσης που ισχύουν στο κράτος μέλος καταγωγής και επίσης δημοσιεύουν δημοσιεύει απόσπασμα της απόφασης περί εκκαθάρισης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

Οι εποπτικές αρχές όλων των άλλων κρατών μελών, οι οποίες έχουν ενημερωθεί για την απόφαση να κινηθεί διαδικασία εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 8 275 παράγραφος 3, μπορούν να μεριμνούν να δημοσιευθεί η Ö για τη δημοσίευση της Õ απόφασης αυτής στην επικράτειά τους κατά τον τρόπο που κρίνουν ενδεδειγμένο.

2. Η προβλεπομένη από την παράγραφο 1 δημοσίευση της απόφασης να κινηθεί διαδικασία εκκαθάρισης Ö που αναφέρεται στην παράγραφο 1 Õ διευκρινίζει Ö προσδιορίζει Õ επίσης την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, το εφαρμοστέο δίκαιο και τον εκκαθαριστή που διορίστηκε. Η δημοσίευση γίνεται στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους, στο οποίο δημοσιεύεται η ενημέρωση.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 15 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 2 83 Ενημέρωση των γνωστών πιστωτών

1. Μόλις αρχίσει η διαδικασία εκκαθάρισης, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, ο εκκαθαριστής ή κάθε πρόσωπο οριζόμενο Ö διορισμένο Õ για τον σκοπό αυτό από τις αρμόδιες αρχές, ενημερώνουν αμελλητί και ατομικά με γραπτό σημείωμα κάθε γνωστό πιστωτή που έχει συνήθη διαμονή, κατοικία ή έδρα σε άλλο κράτος μέλος.

2. Το αναφερόμενο στην παράγραφο 1 σημείωμα αναφέρει ιδίως τις προθεσμίες, τις κυρώσεις που ορίζονται για τις εν λόγω προθεσμίες, το όργανο ή την αρχή που έχει εξουσιοδοτηθεί προκειμένου να δεχθεί την αναγγελία απαιτήσεων ή παρατηρήσεις σχετικά με τις απαιτήσεις, καθώς και τα υπόλοιπα επιβληθέντα Ö όποια άλλα Õ μέτρα.

Το σημείωμα αναφέρει επίσης αν οι πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις είναι προνομιακές ή έχουν εμπράγματη ασφάλεια, οφείλουν να προβούν σε αναγγελία των απαιτήσεών τους.

Στην περίπτωση απαιτήσεων εξ ασφαλίσεως, το σημείωμα αναφέρει επίσης τα γενικά αποτελέσματα της διαδικασίας εκκαθάρισης επί των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, και ιδίως, την ημερομηνία από την οποία τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ή οι πράξεις παύουν να παράγουν αποτελέσματα και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ασφαλισμένου όσον αφορά το ασφαλιστήριο ή την πράξη.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 16 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 2 84 Δικαίωμα αναγγελίας απαιτήσεων

1. Κάθε πιστωτής Ö , συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων αρχών των κρατών μελών, του οποίου η Õ ο οποίος έχει συνήθης διαμονή, κατοικία ή έδρα Ö βρίσκεται Õ σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους Ö διαφορετικό από το κράτος μέλος Õ καταγωγής, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων αρχών των κρατών μελών, δικαιούνται να αναγγέλλουν αναγγέλλει τις απαιτήσεις τους ή να υποβάλλουν υποβάλλει εγγράφως παρατηρήσεις σχετικά με αυτές.

2. Οι απαιτήσεις όλων των πιστωτών, οι οποίοι έχουν συνήθη διαμονή, κατοικία ή έδρα σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους καταγωγής, περιλαμβανομένων των προαναφερθεισών αρχών, Ö που αναφέρονται στην παράγραφο 1 Õ τυγχάνουν της αυτής μεταχείρισης και κατάταξης με τις ομοειδείς απαιτήσεις, που τυχόν Ö τις οποίες ενδέχεται να Õ αναγγέλλουν πιστωτές οι οποίοι έχουν συνήθη διαμονή, κατοικία ή έδρα στο κράτος μέλος καταγωγής.

3. Εξαιρέσει των περιπτώσεων κατά τις οποίες το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής ορίζει άλλως, ο πιστωτής αποστέλλει Ö στην αρμόδια αρχή Õ αντίγραφο των τυχόν Ö όποιων Õ αποδεικτικών στοιχείων και δηλώνει Ö τα κάτωθι: Õ

α) το είδος Ö και το ύψος Õ της απαιτήσεως,·

β) την ημερομηνία της γένεσής γένεσης της Ö απαιτήσεως Õ και το ύψος της.·

γ) εάν διεκδικεί για την απαίτησή του κάποιο προνόμιο, εμπράγματη ασφάλεια ή επιφύλαξη κυριότητας;·

δ) καθώς και Ö ενδεχομένως, Õ τα στοιχεία του ενεργητικού τα οποία καλύπτονται από αυτή την ασφάλεια.

Η προνομιακή θέση που παραχωρείται στις απαιτήσεις εξ ασφαλίσεως δυνάμει του άρθρου 10 277, δεν χρειάζεται να αναφέρεται.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 17 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 2 85 Γλώσσες και έντυπο

1. Οι πληροφορίες του σημειώματος που αναφέρεται στο άρθρο 15 283 παράγραφος 1, παρέχονται στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους καταγωγής.

Χρησιμοποιείται προς τούτο έντυπο που φέρει, σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον τίτλο Ö έναν από τους ακόλουθους τίτλους: Õ

α) «Πρόσκληση για αναγγελία απαιτήσεως· τηρητέες προθεσμίες»,·

β) ή, εάν το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής προβλέπει την υποβολή παρατηρήσεων σχετικά με τις απαιτήσεις, τον τίτλο «Πρόσκληση υποβολής παρατηρήσεων σχετικά με απαίτηση· τηρητέες προθεσμίες».

Ωστόσο, όταν ένας γνωστός πιστωτής έχει απαίτηση εξ ασφαλίσεως, οι πληροφορίες του σημειώματος που αναφέρεται στο άρθρο 15 283 παράγραφος 1 παρέχονται στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους, όπου ο πιστωτής έχει συνήθη διαμονή, κατοικία ή έδρα.

2. Ο πιστωτής ο οποίος έχει Ö Οι πιστωτές οι οποίοι έχουν Õ συνήθη διαμονή, κατοικία ή έδρα σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους Ö διαφορετικό από το κράτος μέλος Õ καταγωγής, μπορεί Ö μπορούν Õ να αναγγέλλει την απαίτησή του Ö αναγγέλλουν τις απαιτήσεις τους Õ ή να υποβάλλει Ö υποβάλλουν Õ τις παρατηρήσεις τους σχετικά με αυτήν Ö αυτές Õ , στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του εν λόγω κράτους μέλους.

Ωστόσο, Ö στην περίπτωση αυτή, Õ η αναγγελία της απαιτήσεώς του Ö των απαιτήσεών τους Õ ή η υποβολή παρατηρήσεων σχετικά με την απαίτησή του Ö τις απαιτήσεις τους Õ , ανάλογα με την περίπτωση, πρέπει να φέρει τον τίτλο «Αναγγελία απαιτήσεως» ή «Υποβολή παρατηρήσεων σχετικά με απαιτήσεις», ανάλογα με την περίπτωση, στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους καταγωγής.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 18 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 2 86 Τακτική ενημέρωση των πιστωτών

1. Οι εκκαθαριστές ενημερώνουν, τακτικά και με τον κατάλληλο τρόπο, τους πιστωτές, ιδίως σχετικά με την πορεία της εκκαθάρισης.

2. Οι εποπτικές αρχές των κρατών μελών μπορούν να ζητούν πληροφορίες για την εξέλιξη της διαδικασίας εκκαθάρισης από τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 19 (προσαρμοσμένο)

ΤΙΤΛΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV – ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΜΕΤΡΩΝ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ

Άρθρο 2 87 Αποτελέσματα επί ορισμένων συμβάσεων και δικαιωμάτων

Κατά παρέκκλιση Ö Υπό την επιφύλαξη Õ των άρθρων 4 271 και 9 276, τα αποτελέσματα της έναρξης μέτρων εξυγίανσης ή διαδικασίας εκκαθάρισης επί των συμβάσεων και των δικαιωμάτων που προσδιορίζονται κατωτέρω, διέπονται από τους ακόλουθους κανόνες:

α)1. οι συμβάσεις απασχόλησης και οι εργασιακές σχέσεις Ö στην περίπτωση των συμβάσεων απασχόλησης και των εργασιακών σχέσεων, Õ διέπονται μόνον από το δίκαιο του κράτους μέλους το οποίο διέπει τη σύμβαση απασχόλησης ή την εργασιακή σχέση·

β)2. η σύμβαση η οποία παρέχει Ö στην περίπτωση συμβάσεων που παρέχουν Õ δικαίωμα χρήσεως ακινήτου ή κτήσεως κυριότητας επ’ αυτού, διέπεται μόνον από το δίκαιο του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου ευρίσκεται το ακίνητο·

γ)3. τα δικαιώματα Ö στην περίπτωση δικαιωμάτων Õ της ασφαλιστικής επιχείρησης επί ακινήτου, πλοίου ή αεροσκάφους, που υπόκεινται σε υποχρεωτική εγγραφή σε δημόσιο βιβλίο, διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους το οποίο επιτάσσει την τήρηση του βιβλίου.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 20 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 2 88 Εμπράγματα δικαιώματα τρίτων

1. Η έναρξη μέτρων εξυγίανσης ή διαδικασίας εκκαθάρισης δεν θίγουν Ö θίγει Õ τα εμπράγματα δικαιώματα πιστωτών ή τρίτων επί, ενσωμάτων ή ασωμάτων, κινητών ή ακινήτων, - στοιχείων του ενεργητικού – τόσο συγκεκριμένων στοιχείων του ενεργητικού όσο και συνόλων ακαθόριστων στοιχείων του ενεργητικού που κατά καιρούς αλλάζουν – τα οποία ανήκουν στην ασφαλιστική επιχείρηση και ευρίσκονται εντός της επικράτειας άλλου κράτους μέλους κατά την έναρξη των εν λόγω μέτρων ή της διαδικασίας.

2. Τα δικαιώματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι ιδίως Ö περιλαμβάνουν τουλάχιστον Õ :

α) το δικαίωμα απευθείας ή μέσω τρίτου διάθεσης στοιχείου του ενεργητικού και ικανοποίησης από το τίμημα ή τις προσόδους του, ιδίως δυνάμει ενεχύρου ή υποθήκης·

β) το αποκλειστικό δικαίωμα είσπραξης μιας απαιτήσεως, και ιδίως το δικαίωμα, το ασφαλιζόμενο είτε με ενέχυρο, αντικείμενο του οποίου είναι η απαίτηση, είτε με εκχώρηση απαιτήσεως ως εγγύηση·

γ) το δικαίωμα διεκδίκησης και/ή απαίτηση επιστροφής του στοιχείου του ενεργητικού εις χείρας οιουδήποτε κατέχοντος ή καρπουμένου αντιθέτως προς τη βούληση του δικαιούχου·

δ) το εμπράγματο δικαίωμα καρπώσεως στοιχείου του ενεργητικού.

3. ÖΔικαίωμα δια του οποίου είναι δυνατή η απόκτηση δικαιώματος κατά την έννοια της παραγράφου 1 Õ Εεξομοιώνεται προς εμπράγματο δικαίωμα, το δικαίωμα το Ö εάν είναι Õ εγγεγραμμένο σε δημόσιο βιβλίο και αντιτάξιμο έναντι τρίτων, δια του οποίου είναι δυνατή η απόκτηση εμπραγμάτου δικαιώματος κατά την έννοια της παραγράφου 1.

4. Η παράγραφος 1 δεν πρέπει να κωλύει τις κατά το άρθρο 9 276 παράγραφος 2, στοιχείο ιβ), αγωγές ακυρότητας, ακύρωσης ή κήρυξης της δικαιοπραξίας ανενεργού.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 21 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 2 89 Επιφύλαξη κυριότητας

1. Η έναρξη μέτρων εξυγίανσης ή διαδικασίας εκκαθάρισης κατά ασφαλιστικής επιχείρησης, ως αγοραστή στοιχείου του ενεργητικού, δεν θίγει τα δικαιώματα του πωλητή που βασίζονται σε επιφύλαξη κυριότητας εάν, κατά την έναρξη των εν λόγω μέτρων ή της διαδικασίας, το στοιχείο του ενεργητικού ευρίσκεται σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους Ö στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος μέλος Õ έναρξης των εν λόγω μέτρων ή της διαδικασίας.

2. Η έναρξη Ö , μετά την παράδοση του στοιχείου του ενεργητικού, Õ μέτρων εξυγίανσης ή διαδικασίας εκκαθάρισης κατά ασφαλιστικής επιχείρησης, ως πωλητή στοιχείου του ενεργητικού, μετά την παράδοση του στοιχείου του ενεργητικού, δεν αποτελεί λόγο λύσεως ή καταγγελίας της πωλήσεως ούτε κωλύει τον αγοραστή να αποκτήσει την κυριότητα του πωληθέντος εάν, κατά την έναρξη των εν λόγω μέτρων ή της διαδικασίας, το πωληθέν στοιχείο του ενεργητικού ευρίσκεται σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους Ö στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος μέλος Õ έναρξης των εν λόγω μέτρων ή της διαδικασίας.

3. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν κωλύουν τις κατά το άρθρο 9 276 παράγραφος 2, στοιχείο ιβ), αγωγές ακυρότητας, ακύρωσης ή κήρυξης της δικαιοπραξίας ανενεργού.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 22 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 29 0 Συμψηφισμός

1. Η έναρξη μέτρων εξυγίανσης ή διαδικασίας εκκαθάρισης δεν θίγει το δικαίωμα των πιστωτών να προτείνουν συμψηφισμό των απαιτήσεών τους προς τις αντίστοιχες απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης, εφόσον ο εν λόγω συμψηφισμός επιτρέπεται από το δίκαιο που διέπει την απαίτηση της ασφαλιστικής επιχείρησης.

2. Η παράγραφος 1 δεν κωλύει τις κατά το άρθρο 9 276 παράγραφος 2, στοιχείο ιβ), αγωγές ακυρότητας, ακύρωσης ή κήρυξης της δικαιοπραξίας ανενεργού.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 23 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 291 Οργανωμένες Ö Ρυθμιζόμενες Õ αγορές

1. Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 20 288, τα αποτελέσματα ενός μέτρου εξυγίανσης ή της έναρξης διαδικασίας εκκαθάρισης επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμμετεχόντων σε οργανωμένη Ö ρυθμιζόμενη Õ αγορά, διέπονται μόνον από το δίκαιο που διέπει την εν λόγω αγορά.

2. Η παράγραφος 1 δεν κωλύει τις κατά το άρθρο 9 276 παράγραφος 2, στοιχείο ιβ), αγωγές ακυρότητας, ακύρωσης ή κήρυξης της δικαιοπραξίας ανενεργού, που τυχόν ασκούνται όσον αφορά την προσωρινή παύση πληρωμών ή συναλλαγών δυνάμει του δικαίου που διέπει την εν λόγω αγορά.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 24 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 292 Επιβλαβείς δικαιοπραξίες

Το άρθρο 9 276 παράγραφος 2, στοιχείο ιβ) δεν ισχύει, εάν το πρόσωπο που επωφελήθηκε από δικαιοπραξία Ö η οποία είναι Õ επιβλαβής για το σύνολο των πιστωτών, αποδείξει ότι: α) η εν λόγω δικαιοπραξία Ö αυτή Õ διέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους διαφόρου του κράτους μέλους Ö διαφορετικού από το κράτος μέλος Õ καταγωγής και β) το δίκαιο αυτό δεν προβλέπει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, προσβολή της δικαιοπραξίας.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 25 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 293 Προστασία του αποκτώντος τρίτου

Ö Στις ακόλουθες περιπτώσεις, κατά τις οποίες Õ Εάν η ασφαλιστική επιχείρηση, μετά τη λήψη μέτρου εξυγίανσης ή την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης, συνάπτει δικαιοπραξία δια της οποίας διατίθενται Ö διαθέτει Õ εξ επαχθούς αιτίας Ö τα ακόλουθα στοιχεία, εφαρμοστέο δίκαιο είναι: Õ ,

α)1. ακίνητο Ö στην περίπτωση ακινήτου, το δίκαιο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται το ακίνητο Õ·

β)2. πλοίο ή αεροσκάφος εγγραφόμενο Ö στην περίπτωση πλοίου ή αεροσκάφους εγγραφόμενου Õ υποχρεωτικά σε δημόσιο βιβλίο· ή Ö , το δίκαιο του κράτους μέλους το οποίο επιτάσσει την τήρηση του βιβλίου· Õ

γ)3. κινητές αξίες ή άλλοι τίτλοι Ö στην περίπτωση κινητών αξιών ή άλλων τίτλων Õ , προϋπόθεση της ύπαρξης ή της μεταβίβασης των οποίων είναι η εγγραφή σε βιβλίο ή σε λογαριασμό, κατά τα οριζόμενα από τον νόμο, ή οι οποίες κινητές αξίες ή άλλοι τίτλοι τοποθετούνται σε κεντρικό σύστημα καταθέσεων διεπόμενο από το δίκαιο κράτους μέλους, Ö το δίκαιο του κράτους μέλους το οποίο επιτάσσει την τήρηση του βιβλίου, του λογαριασμού ή του συστήματος. Õ

το κύρος της δικαιοπραξίας διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται το ακίνητο ή το οποίο επιτάσσει την τήρηση του βιβλίου, του συστήματος ή του λογαριασμού.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 26 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 294 Εκκρεμοδικία

Τα αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης ή της διαδικασίας εκκαθάρισης επί εκκρεμοδικίας που αφορά στοιχείο του ενεργητικού ή δικαίωμα του οποίου έχει απεκδυθεί η ασφαλιστική επιχείρηση, διέπονται μόνον από το δίκαιο του κράτους μέλους, στο οποίο υφίσταται η εκκρεμοδικία.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 27 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 295 Διαχειριστές και εκκαθαριστές

1. Ο διορισμός διαχειριστή ή εκκαθαριστή αποδεικνύεται με την προσκόμιση επικυρωμένου αντιγράφου του πρωτοτύπου της απόφασης διορισμού ή με οποιαδήποτε άλλη βεβαίωση που εκδίδουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής.

Το κράτος μέλος στο οποίο Ö έδαφος του οποίου Õ ο διαχειριστής ή ο εκκαθαριστής προτίθεται να ενεργήσει, δικαιούται να του ζητεί Ö απαιτήσει Õ μετάφραση στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του Ö εν λόγω κράτους μέλους Õ . Δεν απαιτείται νομιμοποίηση Ö επίσημη επικύρωση αυτής της μετάφρασης Õ ή άλλη ανάλογη διατύπωση Ö άλλες ανάλογες διατυπώσεις Õ.

2. Οι διαχειριστές και οι εκκαθαριστές δικαιούνται να ασκούν εντός Ö στο έδαφος Õ όλων των κρατών μελών όλες τις εξουσίες που δικαιούνται να ασκούν στο κράτος μέλος Ö στο έδαφος του κράτους μέλους Õ καταγωγής.

Μπορούν να ορίζονται, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής, πρόσωπα για να επικουρούν ή, ενδεχομένως, να εκπροσωπούν τους διαχειριστές και τους εκκαθαριστές κατά τη διάρκεια του μέτρου εξυγίανσης ή της διαδικασίας εκκαθάρισης, ιδίως στα κράτη μέλη υποδοχής, και ιδίως Ö ειδικότερα, Õ για να βοηθούν στη διευθέτηση των δυσκολιών που συναντούν, ενδεχομένως, οι πιστωτές στο κράτος μέλος υποδοχής.

3. Κατά την άσκηση των εξουσιών του σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής, ο διαχειριστής ή ο εκκαθαριστής τηρεί τους νόμους του κράτους μέλους Ö των κρατών μελών Õ στο οποίο Ö έδαφος των οποίων Õ προτίθεται να ενεργήσει, και ιδίως τις διαδικασίες ρευστοποίησης του ενεργητικού και ενημέρωσης των εργαζομένων.

Οι εξουσίες αυτές δεν περιλαμβάνουν δικαίωμα χρήσης βίας ούτε δικαίωμα λήψης απόφασης επί νομικών διαδικασιών ή διαφορών.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 28 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 296 Καταχώριση σε δημόσιο βιβλίο

1. Ο διαχειριστής, ο εκκαθαριστής και κάθε άλλη αρχή ή πρόσωπο, που είναι δεόντως εξουσιοδοτημένο στο κράτος μέλος καταγωγής, μπορεί να ζητεί Ö ζητήσει Õ την καταχώριση του μέτρου εξυγίανσης ή της απόφασης να κινηθεί διαδικασία εκκαθάρισης, στο κτηματολόγιο, στο μητρώο εμπόρων και σε κάθε άλλο Ö σχετικό Õ δημόσιο βιβλίο το οποίο τηρείται στα άλλα κράτη μέλη.

Πάντως, εάν ένα κράτος μέλος προβλέπει υποχρεωτική καταχώριση, η αρχή ή το πρόσωπο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο οφείλει να λαμβάνει όλα τα απαιτούμενα μέτρα για την εξασφάλιση της καταχώρισης αυτής.

2. Τα έξοδα καταχώρισης λογίζονται ως έξοδα και δαπάνες της διαδικασίας.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 29 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 297 Επαγγελματικό απόρρητο

Όλα τα πρόσωπα, στα οποία διαβιβάζονται ή τα οποία παρέχουν πληροφορίες που αφορούν τις διαδικασίες ανακοίνωσης που ορίζονται στα άρθρα 5 272, 8 275 και 30 298, δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο, κατά τρόπο ίδιο με εκείνο που Ö όπως Õ ορίζεται στο άρθρο 16 της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ και στο άρθρο 15 της οδηγίας 92/96/ΕΟΚ στα άρθρα 63 έως 68, εξαιρέσει των δικαστικών αρχών για τις οποίες εφαρμόζονται οι ισχύουσες εθνικές διατάξεις.

ê 2001/17/ΕΚ άρθρο 30 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 298 Ö Μεταχείριση υποκαταστημάτων Õ Υποκαταστήματα ασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτων χωρών

2. Όταν Ö Σε περίπτωση που Õ η ασφαλιστική επιχείρηση, η έδρα της οποίας ευρίσκεται εκτός της Κοινότητας, έχει εγκατεστημένα υποκαταστήματα σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, κάθε υποκατάστημα αντιμετωπίζεται, όσον αφορά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας του παρόντος τίτλου, αυτόνομα.

Οι αρμόδιες αρχές και οι εποπτικές αρχές αυτών των κρατών μελών προσπαθούν να συντονίζουν τις δράσεις τους.

Οι ενδεχόμενοι Ö όποιοι Õ διαχειριστές ή εκκαθαριστές επίσης προσπαθούν να συντονίζουν τις δράσεις τους.

ê 88/357/ΕΟΚ

Άρθρο 6

Για την εφαρμογή του άρθρου 15 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο και του άρθρου 24 της πρώτης οδηγίας, τα κράτη μέλη συμμορφώνονται με το παράρτημα 1 της παρούσας οδηγίας, όσον αφορά τους κανόνες περί νομισματικής αντιστοιχίας.

ê 92/49/ΕΟΚ

Άρθρο 36

Κάθε τροποποίηση, που η επιχείρηση προτίθεται να επιφέρει στα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 14, υπόκειται στη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 14 και 16.

ê 88/357/ΕΟΚ

Άρθρο 26

1. Οι κίνδυνοι που είναι δυνατό να καλυφθούν με κοινοτική συνασφάλιση, κατά την έννοια της οδηγίας 78/473/ΕΟΚ, είναι οι οριζόμενοι στο άρθρο 5 στοιχείο δ ) της πρώτης οδηγίας.

2. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας οι σχετικές με τους κινδύνους του άρθρου 5 στοιχείο δ) της πρώτης οδηγίας ισχύουν για τον πρωτασφαλιστή.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 61 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

TΤΙΤΛΟΣ V – Ö ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Õ

Άρθρο 299 Απόδειξη εντιμότητας Ö ικανότητας και ήθους Õ

1. Όταν ένα κράτος μέλος απαιτεί από τους υπηκόους του αποδείξεις Ö απόδειξη Õ εντιμότητας ð ότι πληρούν τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 42 ï και Ö απόδειξη Õ μη προγενέστερης πτωχεύσεως, ή μία από τις δύο αυτές αποδείξεις μόνον, δέχεται ως επαρκή απόδειξη για τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών την προσαγωγή Ö προσκόμιση Õ αποσπάσματος ποινικού μητρώου ή, ελλείψει τούτου, ενός ισοδυνάμου εγγράφου που εκδίδεται από αρμόδια δικαστική ή διοικητική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή προελεύσεως, από το οποίο προκύπτει ότι τηρούνται Ö πληρούνται Õ οι απαιτήσεις αυτές.

2. Όταν το έγγραφο που προβλέπεται στην παράγραφο 1 δεν εκδίδεται από το κράτος μέλος καταγωγής ή προελεύσεως, τούτο δύναται να αντικατασταθεί από ένορκο βεβαίωση ή, στα κράτη Ö μέλη Õ όπου τέτοια βεβαίωση δεν υφίσταται, από υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερομένου Ö υπηκόου άλλου κράτους μέλους Õ ενώπιον αρμοδίας δικαστικής ή διοικητικής αρχής ή, κατά περίπτωση, ενώπιον συμβολαιογράφου του κράτους μέλους καταγωγής ή προελεύσεως,.

που Ö Η εν λόγω αρχή ή ο συμβολαιογράφος Õ εκδίδει πιστοποιητικό που βεβαιώνει τη γνησιότητα αυτής της Ö ενόρκου Õ βεβαιώσεως ή της υπευθύνου δηλώσεως.

Η δήλωση μη πτωχεύσεως Ö , που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, Õ δύναται να γίνει επίσης ενώπιον αρμοδίου επαγγελματικού οργάνου του ίδιου αυτού Ö σχετικού Õ κράτους Ö μέλους Õ .

3. Τα έγγραφα που εκδίδονται σύμφωνα με τις Ö και πιστοποιητικά που αναφέρονται στις Õ παραγράφους 1 και 2 δεν πρέπει Ö φέρουν Õ , κατά την υποβολή τους, να φέρουν ημερομηνία παλαιότερη των τριών μηνών.

4. Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρμόδιες αρχές και οργανισμούς για την έκδοση των εγγράφων που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 και ενημερώνουν αμέσως περί τούτου τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή.

Κάθε κράτος μέλος αναφέρει Ö επίσης και Õ στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή τις αρχές και τους οργανισμούς στους οποίους πρέπει να υποβάλλονται τα έγγραφα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο στις παραγράφους 1 και 2, ως δικαιολογητικά της αιτήσεως για την άσκηση στην επικράτεια αυτού του κράτους μέλους των δραστηριοτήτων που προβλέπονται στο άρθρο 2.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 53 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 30 0 Δικαίωμα ένδικης προσφυγής

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αποφάσεις που λαμβάνονται για Ö ασφαλιστική ή Õ αντασφαλιστική επιχείρηση, βάσει των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, να αποτελούν το αντικείμενο ένδικης προσφυγής.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 62

Άρθρο 3 01 Συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 54 (προσαρμοσμένο)

1. Τα κράτη μέλη συνεργάζονται μεταξύ τους με σκοπό τη διευκόλυνση της εποπτείας των Ö ασφαλίσεων και Õ αντασφαλίσεων εντός της Κοινότητας και την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

2. Η Επιτροπή και οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές των κρατών μελών συνεργάζονται στενά Ö μεταξύ τους Õ με σκοπό τη διευκόλυνση της εποπτείας των Ö ασφαλίσεων και Õ αντασφαλίσεων εντός της Κοινότητας και την εξέταση τυχόν δυσκολιών που είναι δυνατόν να προκύψουν κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 62 (προσαρμοσμένο)

3. Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει Ö Τα κράτη μέλη ενημερώνουν Õ την Επιτροπή σχετικά με τις σημαντικότερες δυσχέρειες Ö δυσκολίες Õ , οι οποίες προκύπτουν κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, και μεταξύ άλλων για εκείνες που παρουσιάζονται όταν ένα κράτος μέλος διαπιστώσει αφύσικη μετατόπιση των δραστηριοτήτων εις βάρος των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στην επικράτειά του και προς όφελος πρακτορείων ή υποκαταστημάτων ευρισκόμενων σε γειτονικές προς αυτήν περιοχές.

Η Επιτροπή και οι αρμόδιες Ö εποπτικές Õ αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών εξετάζουν τις δυσχέρειες Ö δυσκολίες Õ αυτές το ταχύτερο δυνατό, με σκοπό την εξεύρεση πρόσφορης λύσης.

Η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο τις κατά περίπτωση ενδεδειγμένες προτάσεις.

ê 88/357/ΕΟΚ άρθρο 30 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 3 02 Ö Ευρώ Õ

Όπου η παρούσα οδηγία αναφέρεται σε ECU ευρώ, το ισόποσο σε εθνικό νόμισμα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τις 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους υπολογίζεται βάσει των τιμών της τελευταίας ημέρας του Οκτωβρίου του ίδιου έτους για την οποία είναι γνωστές οι ισοτιμίες της ECU του ευρώ ως προς όλα τα νομίσματα της Κοινότητας.

Το άρθρο 2 της οδηγίας 76/580/ΕΟΚ[86] ισχύει μόνο για τα άρθρα 3, 16 και 17 της πρώτης οδηγίας.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 68 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

Άρθρο 303 Αναθεώρηση των ποσών που εκφράζονται σε ευρώ

1. Η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο, πριν από την 15η Μαρτίου 1985, έκθεση επί των επιπτώσεων των οικονομικών ενισχύσεων, που καθορίζονται από την παρούσα οδηγία, επί της καταστάσεως της ασφαλιστικής αγοράς των κρατών μελών.

21. Το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής Ö Όσον αφορά την ασφάλιση ζωής, ανά διετία από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή Õ προβαίνει κάθε δύο έτη στην εξέταση και, κατά περίπτωση, στην ð υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ï αναθεώρηση των ποσών τα οποία στην παρούσα οδηγία εκφράζονται σε ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της οικονομικής και νομισματικής καταστάσεως Ö κατάστασης στην Κοινότητα, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από τις αναγκαίες προτάσεις Õ.

ê 88/357/ΕΟΚ άρθρο 31 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

2. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας προτάσει της Επιτροπής, Ö Όσον αφορά την ασφάλιση ζημιών, ανά πενταετία από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή Õ εξετάζει κάθε πέντε χρόνια, και ενδεχομένως αναπροσαρμόζει όλα τα ποσά ð υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο αναθεώρηση ï Ö των ποσών Õ που εκφράζονται σε ECU ευρώ στην παρούσα οδηγία, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της οικονομικής και νομισματικής κατάστασης στην Κοινότητα Ö συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από τις αναγκαίες προτάσεις Õ.

ê 2002/83/ΕΚ (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 63

Εκθέσεις σχετικά με την εξέλιξη της αγοράς με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών

Η Επιτροπή διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, σε τακτά διαστήματα και για πρώτη φορά στις 20 Νοεμβρίου 1995, έκθεση σχετικά με την εξέλιξη της αγοράς των ασφαλίσεων και των εργασιών που πραγματοποιούνται υπό το καθεστώς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

ê 88/357/ΕΟΚ (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 29

Η Επιτροπή διαβιβάζει στο Συμβούλιο, σε τακτά χρονικά διαστήματα και για πρώτη φορά την 1η Ιουλίου 1993, έκθεση για την πορεία της αγοράς ασφαλίσεων υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

ê 2005/1/ΕΚ άρθρο 7 σημ. 2

5. Μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2006 το αργότερο, η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και, αν το κρίνει σκόπιμο, με την ανάγκη περαιτέρω εναρμόνισης.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 65

Άρθρο 3 04 Διαδικασία επιτροπής

ê 2005/1/ΕΚ άρθρο 8 σημ.3 και 2005/68/ΕΚ άρθρο 55 (προσαρμοσμένο)

1. Η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών συντάξεων που ιδρύθηκε από Ö συστάθηκε με Õ την απόφαση 2004/9/ΕΚ της Επιτροπής[87].

ò νέο

2. ð Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης. ï

ê2002/83/ΕΚ άρθρο 65 και 2005/68/ΕΚ άρθρο 55 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

3. Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 Ö εφαρμόζεται Õ ð το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 ï της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ καθορίζεται σε τρεις μήνες.

3. Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 64 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 64

Τεχνικές προσαρμογές

Οι ακόλουθες τεχνικές προσαρμογές που πρέπει να γίνουν στην παρούσα οδηγία θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 65 παράγραφος 2:

- επέκταση των νομικών μορφών που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α),

- τροποποιήσεις του καταλόγου που αναφέρεται στο παράρτημα I ή προσαρμογή της ορολογίας του καταλόγου αυτού, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις που σημειώνονται στις ασφαλιστικές αγορές,

- διευκρίνιση των στοιχείων που συναποτελούν το περιθώριο φερεγγυότητας, τα οποία απαριθμούνται στο άρθρο 27, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η δημιουργία νέων χρηματοπιστωτικών μέσων,

- τροποποίηση του ελάχιστου κεφαλαίου εγγύησης, που προβλέπεται στο άρθρο 29 παράγραφος 2, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι οικονομικές και δημοσιονομικές εξελίξεις,

- τροποποίηση, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η δημιουργία νέων χρηματοπιστωτικών μέσων του προβλεπόμενου στο άρθρο 23 καταλόγου των στοιχείων του ενεργητικού που γίνονται δεκτά για την κάλυψη τεχνικών αποθεματικών, καθώς και των κανόνων διαφοροποίησης των επενδύσεων, οι οποίοι καθορίζονται στο άρθρο 24,

- τροποποίηση των δυνατοτήτων ευέλικτης εφαρμογής των κανόνων της νομισματικής αντιστοιχίας, που προβλέπονται στο παράρτημα ΙI, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ανάπτυξη νέων μέσων κάλυψης του κινδύνου συναλλάγματος ή της προόδου που έχει επιτευχθεί στην οικονομική και νομισματική ένωση,

- διευκρίνιση των ορισμών, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στο σύνολο της Κοινότητας,

- οι τεχνικές αναπροσαρμογές που πρέπει να επέλθουν στους κανόνες καθορισμού των μέγιστων επιτοκίων, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20, ιδίως για να λαμβάνεται υπόψη η πρόοδος που έχει επιτευχθεί στην οικονομική και νομισματική ένωση.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 56 (προσαρμοσμένο)

Τα ακόλουθα μέτρα εφαρμογής της παρούσας οδηγίας λαμβάνονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 55 παράγραφος 2:

α) επέκταση των νομικών μορφών που προβλέπονται στο παράρτημα Ι,

β) αποσαφήνιση των στοιχείων που συγκροτούν το περιθώριο φερεγγυότητας και τα οποία απαριθμούνται στο άρθρο 36, έτσι ώστε να λαμβάνεται υπόψη η δημιουργία νέων χρηματοδοτικών μέσων,

γ) αύξηση έως και κατά 50 % του ύψους των ασφαλίστρων ή των αποζημιώσεων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας που προβλέπεται στο άρθρο 37 παράγραφοι 3 και 4, για τους κλάδους πέραν των κλάδων 11, 12 και 13 που απαριθμούνται στο σημείο Α του παραρτήματος της οδηγίας 73/239/EΟΚ, για συγκεκριμένες αντασφαλιστικές δραστηριότητες ή είδη συμβάσεων, έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες αυτών των δραστηριοτήτων ή συμβάσεων,

δ) τροποποίηση του ελαχίστου κεφαλαίου εγγυήσεων που προβλέπεται στο άρθρο 40 παράγραφος 2, έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές και δημοσιονομικές εξελίξεις,

ε) αποσαφήνιση των ορισμών του άρθρου 2, για να εξασφαλισθεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας σε ολόκληρη την Κοινότητα.

ê 2007/44/ΕΚ άρθρο 8 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 305 Έναρξη ισχύος Ö Κοινοποιήσεις υποβληθείσες πριν από την έναρξη ισχύος των αναγκαίων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων για τη συμμόρφωση προς τα άρθρα 56 έως 62 Õ

2. Στην περίπτωση προτεινομένων αποκτήσεων συμμετοχής, για τις οποίες οι κοινοποιήσεις κατά το άρθρο 1 παράγραφος 2, το άρθρο 2 παράγραφος 2, το άρθρο 3 παράγραφος 2, το άρθρο 4 παράγραφος 2, και το άρθρο 5 παράγραφος 2 56, είχαν υποβληθεί στις αρμόδιες αρχές πριν από την έναρξη ισχύος των αναγκαίων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία τα άρθρα 56 έως 62, η διαδικασία αξιολόγησης διενεργείται σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο των κρατών μελών κατά τη στιγμή της κοινοποίησης.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 60 (προσαρμοσμένο)

ΤΙΤΛΟΣ VII - - ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ Ö ΤΕΛΙΚΕΣ Õ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Ö ΚΕΦΑΛΑΙΟ I – ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Õ

Ö Τμήμα 1 – Ασφάλιση Õ

Άρθρο 3 06 Παρεκκλίσεις και κατάργηση των περιοριστικών μέτρων

ê 73/239/ΕΟΚ άρθρο 30 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

1. Τα Κράτη μέλη χορηγούν σε επιχειρήσεις που αναφέρονται στον τίτλο II και που κατά τον χρόνο της ενάρξεως της ισχύος των μέτρων εκτελέσεως της οδηγίας ασκούν στην επικράτειά τους ένα ή περισσοτέρους των κλάδων που αναφέρονται στο πρώτο άρθρο, προθεσμία πέντε ετών από της κοινοποιήσεως της οδηγίας για να συμμορφωθούν προς τους όρους των άρθρων 16 και 17.

21. Τα Κκράτη μέλη:

α) δύνανται να χορηγήσουν στις επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και που, μετά την πάροδο της προθεσμίας των πέντε ετών, δεν έχουν συστήσει εξ ολοκλήρου το περιθώριο φερεγγυότητος, μία συμπληρωματική προθεσμία που δεν δύναται να υπερβεί τα δύο έτη, υπό τον όρο ότι, σύμφωνα με το άρθρο 20, υπέβαλαν προς έγκριση στην ελεγκτική αρχή τα μέτρα που προτίθενται να λάβουν για την σύστασή του.

β) δύνανται να απαλλάξουν τις επιχειρήσεις Ö ασφάλισης ζημιών, Õ οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 1 Ö , στις 31 Ιανουαρίου 1975, δεν πληρούσαν τις απαιτήσεις των άρθρων 16 και 17 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ Õ και οι οποίες, μετά την πάροδο της προθεσμίας των πέντε ετών Ö στις 31 Ιουλίου 1978 Õ , δεν επιτυγχάνουν Ö επετύγχαναν Õ μία ετήσια είσπραξη ασφαλίστρων ή εισφορών ίση προς το εξαπλάσιο του ελαχίστου ορίου του κεφαλαίου εγγυήσεως που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2 Ö της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ Õ, από την υποχρέωση να συγκροτήσουν το κεφάλαιο αυτό προ του τέλους της εταιρικής χρήσεως κατά το οποίο Ö την οποία Õ τα ασφάλιστρα ή οι εισφορές θα φθάσουν το εξαπλάσιο αυτού του κεφαλαίου εγγυήσεως. Εν όψει των αποτελεσμάτων της εξετάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 33 301 παράγραφος 2, το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, αποφασίζει ομοφώνως, πότε τα Κκράτη μέλη οφείλουν να καταργήσουν την απαλλαγή αυτή.

3. Οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να επεκτείνουν την δραστηριότητά τους κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 2 ή του άρθρου 10, δύνανται να το πραγματοποιήσουν μόνον αν συμμορφωθούν αμέσως προς τους κανόνες της οδηγίας. Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 περίπτωση β) και που, στο εσωτερικό της επικράτειας επεκτείνουν την δραστηριότητά τους σε άλλους κλάδους ή σε άλλα τμήματα της επικράτειας αυτής, δύνανται να απαλλαγούν, για ένα διάστημα δέκα ετών από της κοινοποιήσεως της οδηγίας, από την υποχρέωση συγκροτήσεως του ελαχίστου ορίου κεφαλαίου εγγυήσεως που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2.

42. Οι επιχειρήσεις που έχουν μορφή διάφορη από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 8 δύνανται να συνεχίσουν επί τρία έτη, από της κοινοποιήσεως της οδηγίας, την άσκηση της τρέχουσας δραστηριότητός τους υπό την νομική μορφή που έχουν κατά την στιγμή της κοινοποιήσεως αυτής. Οι επιχειρήσεις Ö ασφάλισης ζημιών Õ που έχουν ιδρυθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο με «by Royal Charter» ή με «by private Act» ή με «by special public Act» δύνανται να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους με την σημερινή μορφή τους Ö την οποία είχαν στις 31 Ιουλίου 1973, Õ άνευ χρονικού περιορισμού.

Οι επιχειρήσεις οι οποίες στο Βέλγιο συνάπτουν, σύμφωνα με τους εταιρικούς τους σκοπούς, τα υποθηκικά δάνεια δια μεσολαβήσεως, ή ασκούν εργασίες αποταμιεύσεως σύμφωνα με τον αριθ. 4 του άρθρου 15 των διατάξεων των σχετικών με τον έλεγχο των ιδιωτικών ταμιευτηρίων, όπως εσυντονίσθησαν από το βασιλικό διάταγμα της 23ης Ιουνίου 1967, δύνανται να συνεχίσουν τις δραστηριότητες αυτές επί τρία έτη από της κοινοποιήσεως της οδηγίας.

Τα ενδιαφερόμενα Κράτη μέλη συντάσσουν τον πίνακα των επιχειρήσεων αυτών και τον ανακοινώνουν στα άλλα Κράτη μέλη καθώς επίσης και στην Επιτροπή.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 60 (προσαρμοσμένο)

1. Οι Εεπιχειρήσεις Ö ασφάλισης ζωής Õ που έχουν ιδρυθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο με «by Royal Charter» ή με «by private Act» ή με «by special Public Act» δύνανται να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους υπό τη νομική μορφή κατά την οποία συστάθηκαν Ö είχαν Õ τη 15η Μαρτίου 1979, άνευ χρονικού περιορισμού.

Το Ηνωμένο Βασίλειο συντάσσει πίνακα των επιχειρήσεων αυτών Ö που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο Õ και τον ανακοινώνουν στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή.

23. Οι εταιρείες που έχουν συσταθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο βάσει του Ö των Õ «Friendly Societies Acts» δύνανται να συνεχίσουν τις δραστηριότητες ασφάλισης ζωής και τις πράξεις αποταμίευσης που ασκούσαν, σύμφωνα με τους στόχους Ö σκοπούς Õ τους, κατά τη 15η Μαρτίου 1979.

ê 73/239/ΕΟΚ άρθρο 30 παρ. 5 (προσαρμοσμένο)

54. Κατόπιν αιτήσεως των επιχειρήσεων Ö ασφάλισης ζημιών Õ που ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις Ö πληρούν τις απαιτήσεις Õ των άρθρων 15, 16 και 17 του τίτλου Ι κεφάλαιο VI τμήματα 2, 4 και 5, τα Κκράτη μέλη καταργούν τα περιοριστικά μέτρα, όπως τις υποθήκες, καταθέσεις ή εγγυήσεις που συνιστώνται δυνάμει της ισχυούσης ρυθμίσεως.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 66 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 3 07 Κεκτημένα δικαιώματα υποκαταστημάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων

1. Τα υποκαταστήματα που έχουν αρχίσει τις δραστηριότητές τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του κράτους μέλους εγκατάστασης του υποκαταστήματος Ö όπου βρίσκεται το υποκατάστημα Õ , πριν από την 1η Ιουλίου 1994 θεωρούνται ότι έχουν αποτελέσει αντικείμενο της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 40 παράγραφοι 1 έως 5 στα άρθρα 143 και 144.

Τα υποκαταστήματα αυτά διέπονται, από την εν λόγω ημερομηνία, από τα άρθρα 13, 20, 37, 39 και 46.

2. Τα άρθρα 41 145 και 42 146 δεν θίγουν τα κεκτημένα δικαιώματα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που λειτουργούσαν υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών πριν από την 1η Ιουλίου 1994.

ê 73/239/ΕΟΚ (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 31

Τα Κράτη μέλη χορηγούν στα πρακτορεία και υποκαταστήματα τα οποία αναφέρονται στον Τίτλο III και τα οποία, κατά την στιγμή της ενάρξεως της ισχύος των μέτρων εκτελέσεως της οδηγίας, ασκούν έναν ή περισσοτέρους κλάδους που αναφέρονται στο πρώτο άρθρο και δεν επεκτείνουν την δραστηριότητά τους κατά την έννοια του άρθρου 10 παράγραφος 2, μία προθεσμία πέντε ετών κατ’ ανώτατο όριο από της κοινοποιήσεως της οδηγίας, για να συμμορφωθούν προς τους όρους του άρθρου 25.

Άρθρο 32

Κατά την διάρκεια μιας περιόδου που λήγει από της θέσεως σε ισχύ συμφωνίας συναφθείσης σύμφωνα με το άρθρο 29 με μία τρίτη χώρα και το αργότερο μετά την πάροδο μιας προθεσμίας τεσσάρων ετών από της κοινοποιήσεως της οδηγίας, κάθε Κράτος μέλος δύναται να διατηρεί προς όφελος των επιχειρήσεων του Κράτους αυτού που είναι εγκατεστημένες στην επικράτειά του, το καθεστώς που εφαρμόζεται σε αυτές την 1η Ιανουαρίου 1973 όσον αφορά την νομισματική αντιστοιχία των σε ξένα νομίσματα υποχρεώσεων και τον τόπο των τεχνικών αποθεματικών, υπό τον όρο να πληροφορήσει σχετικά τα άλλα Κράτη μέλη και την Επιτροπή και να μην υπερβεί τα όρια των ευνοϊκοτέρων ρυθμίσεων που παρέχονται δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 2 στις επιχειρήσεις Κρατών μελών που είναι εγκατεστημένες στην επικράτειά του.

ê 73/239/ΕΟΚ (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 34

1. Η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο, εντός έξη ετών από της κοινοποιήσεως της οδηγίας, μία έκθεση επί των επιπτώσεων των οικονομικών εχεγγύων που καθορίζονται από την οδηγία επί της καταστάσεως των ασφαλιστικών αγορών των Κρατών μελών.

2. Αν είναι αναγκαίο, η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο ενδιαμέσους εκθέσεις προ του τέλους της μεταβατικής περιόδου που προβλέπεται στο άρθρο 30 παράγραφος 1.

ê 92/49/ΕΟΚ (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 51

Οι ακόλουθες τεχνικές προσαρμογές που πρέπει να γίνουν στις οδηγίες 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ καθώς και στην παρούσα οδηγία θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην οδηγία 91/675/ΕΟΚ:

- επέκταση των νομικών μορφών που προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ,

- τροποποιήσεις του καταλόγου που αναφέρεται στο παράρτημα της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ ή προσαρμογή της ορολογίας του καταλόγου αυτού, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις που σημειώνονται στις ασφαλιστικές αγορές,

- διευκρίνιση των στοιχείων που συναποτελούν το περιθώριο φερεγγυότητας, τα οποία απαριθμούνται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η δημιουργία νέων χρηματοπιστωτικών μέσων,

- τροποποίηση του ελαχίστου κεφαλαίου εγγύησης που προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι οικονομικές και δημοσιονομικές εξελίξεις,

- τροποποίηση, για να ληφθεί υπόψη η δημιουργία νέων χρηματοπιστωτικών μέσων, του καταλόγου των στοιχείων που γίνονται δεκτά για την κάλυψη τεχνικών αποθεματικών, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 21 της παρούσας οδηγίας, καθώς και των κανόνων διαφοροποίησης των επενδύσεων οι οποίοι καθορίζονται στο άρθρο 22 της παρούσας οδηγίας,

- τροποποίηση των δυνατοτήτων εύκαμπτης εφαρμογής των κανόνων της νομισματικής αντιστοιχίας, που προβλέπονται στο παράρτημα 1 της οδηγίας 88/357/ΕΟΚ, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ανάπτυξη νέων μέσων κάλυψης του κινδύνου συναλλάγματος ή η πρόοδος που έχει επιτευχθεί στην οικονομική και νομισματική ένωση,

- διευκρίνιση των ορισμών προκειμένου να εξασφαλισθεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ καθώς και της παρούσας οδηγίας στο σύνολο της Κοινότητας.

Άρθρο 52

1. Τα υποκαταστήματα που έχουν αρχίσει τις δραστηριότητές τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του κράτους μέλους εγκατάστασης πριν από την έναρξη ισχύος των διατάξεων εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, θεωρούνται ότι έχουν αποτελέσει αντικείμενο της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφοι 1 έως 5 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ. Τα υποκαταστήματα αυτά διέπονται, από την εν λόγω ημερομηνία έναρξης ισχύος, από τα άρθρα 15, 19, 20 και 22 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ καθώς και από το άρθρο 40 της παρούσας οδηγίας.

2. Τα άρθρα 34 και 35 δεν θίγουν τα κεκτημένα δικαιώματα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που λειτουργούσαν υπό καθεστώς παροχής υπηρεσιών πριν από την έναρξη ισχύος των διατάξεων εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 71

Άρθρο 71 Μεταβατική περίοδος για το άρθρο 3 παράγραφος 6 και τα άρθρα 27, 28, 29, 30 και 38

1. Τα κράτη μέλη δύνανται να χορηγούν στις επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής, οι οποίες στις 20 Μαρτίου 2002 ασκούν στην επικράτειά τους έναν ή περισσότερους από τους κλάδους ασφαλιστικής δραστηριότητας που αναφέρονται στο παράρτημα Ι, προθεσμία πέντε ετών, αρχής γενομένης από την ίδια αυτή ημερομηνία, προκειμένου να συμμορφωθούν προς τις απαιτήσεις του άρθρου 3 παράγραφος 6 και των άρθρων 27, 28, 29, 30 και 38.

2. Τα κράτη μέλη δύνανται να χορηγούν στις επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και οι οποίες κατά τη λήξη της πενταετούς περιόδου δεν έχουν πλήρως συστήσει το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, συμπληρωματική περίοδο όχι ανώτερη των δύο ετών προκειμένου να το πράξουν, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 37, έχουν υποβάλει προς έγκριση στις αρμόδιες αρχές τα μέτρα που προτείνουν για τον σκοπό αυτό.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 63 (προσαρμοσμένο)

Ö Τμήμα 2 – Αντασφάλιση Õ

Άρθρο 308 Μεταβατική περίοδος για το άρθρο 57 παράγραφος σημείο 3 και το άρθρο 60 παράγραφος σημείο 6 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ

Ένα κράτος μέλος μπορεί να μεταθέσει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 57 παράγραφος σημείο 3 της παρούσας οδηγίας 2005/68/ΕΚ, που τροποποιούν το άρθρο 15 παράγραφος 3 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, και των διατάξεων του άρθρου 60 παράγραφος σημείο 6 της παρούσας οδηγίας 2005/68/ΕΚ έως τις 10 Δεκεμβρίου 2008.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 61 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 309 Δικαιώματα αποκτώμενα από υφιστάμενες αντασφαλιστικές επιχειρήσεις

1. Θεωρείται ότι έχουν λάβει άδεια κατά το άρθρο 3 14 οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που διαθέτουν άδεια ή το δικαίωμα να ασκούν αντασφαλιστικές δραστηριότητες σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του κράτους μέλους στο οποίο έχουν την έδρα τους πριν από τις 10 Δεκεμβρίου 2005.

Ωστόσο, οφείλουν να τηρούν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας που αναφέρονται στην άσκηση αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων, καθώς και τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στο άρθρο 6 στοιχεία α), γ) και δ) 18 παράγραφος 1 στοιχεία β) και δ) έως ζ), στα άρθρα 7, 8 και 12 19, 20 και 24, και στα άρθρα 32 έως 41 στον τίτλο I κεφάλαιο VI τμήματα 2, 3 και 4, από τις 10 Δεκεμβρίου 2007.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγήσουν στις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εμπίπτουν στην παράγραφο 1 και οι οποίες κατά την 10η Δεκεμβρίου 2005 δεν τηρούν Ö τηρούσαν Õ το άρθρο 6 στοιχείο α), το άρθρο 7, το άρθρο 8 το άρθρο 18 παράγραφος 1, τα άρθρα 19 και 20, καθώς και τα άρθρα 32 έως 40 τον τίτλο I κεφάλαιο VI τμήματα 2, 3 και 4, περίοδο Ö προθεσμία Õ έως τις 10 Δεκεμβρίου 2008 για να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις αυτές.

ò νέο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II – ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 310 Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με τα άρθρα 4, 6 έως 8, 10, 13, 14, 18, 23, 26 έως 31, 34 έως 54, 66, 67, 70, 71, 73 έως 140, 142, 144, 146, 150, 160 έως 165, 170, 171, 176, 188, 190, 208 έως 268, 280, 299, 306, καθώς και τα παραρτήματα III, IV και V, το αργότερο έως τις 31 Οκτωβρίου 2012. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και τον πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι εν λόγω διατάξεις περιλαμβάνουν, επίσης, δήλωση που διευκρινίζει ότι οι αναφορές στις οδηγίες που καταργούνται από την παρούσα οδηγία, οι οποίες περιέχονται στις ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος πραγματοποίησης αυτής της αναφοράς και η διατύπωση αυτής της δήλωσης καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου, τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 311 Κατάργηση

1. Οι οδηγίες 73/239/ΕΟΚ, 78/473/ΕΟΚ, 88/357/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 98/78/ΕΚ, 2001/17/ΕΚ, 2002/83/ΕΚ, 2005/68/ΕΚ και 2007/44/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκαν με τις οδηγίες που εμφαίνονται στο παράρτημα VI μέρος A, καταργούνται από την επομένη της ημερομηνίας που εμφαίνεται στο άρθρο 310 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής των οδηγιών που εμφαίνονται στο παράρτημα VI μέρος B.

Οι αναφορές στις καταργούμενες οδηγίες νοούνται ως αναφορές στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος VI.

2. Οι οδηγίες 64/225/ΕΟΚ, 73/240/ΕΟΚ, 76/580/ΕΟΚ, 84/641/ΕΟΚ και 87/344/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκαν με τις οδηγίες που εμφαίνονται στο παράρτημα VI μέρος A, καταργούνται από την επομένη της ημερομηνίας που εμφαίνεται στο άρθρο 310 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής των οδηγιών που εμφαίνονται στο παράρτημα VI μέρος B.

Άρθρο 312 Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

Τα άρθρα 1 έως 3, 5, 9, 11, 12, 15 έως 17, 19 έως 22, 24, 25, 32, 33, 55 έως 65, 68, 69, 72, 141, 143, 145, 147 έως 149, 151 έως 159, 166 έως 169, 172 έως 175, 177 έως 187, 189, 191 έως 207, 269 έως 279, 281 έως 298, 300 έως 305, 307 έως 313, καθώς και τα παραρτήματα I και II, V, VI και VII, εφαρμόζονται από την 1η Νοεμβρίου 2012.

Άρθρο 313 Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

ê 73/239/EOK (προσαρμοσμένο)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Ö Κλάδοι ασφάλισης ζημιών Õ

A. Ταξινόμηση των κινδύνων κατά κλάδους

1. Ατυχήματα (συμπεριλαμβανομένων των εργατικών ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών) :

- παροχές κατ’ αποκοπή,

- περιοδικές παροχές αποζημιώσεων,

- συνδυασμοί των ανωτέρω,

- μεταφερόμενα πρόσωπα.

2. Ασθένειες :

- παροχές κατ’ αποκοπή,

- περιοδικές παροχές αποζημιώσεων,

- συνδυασμοί των ανωτέρω.

3. Χερσαία οχήματα (εκτός σιδηροδρομικών)

Κάθε ζημία την οποία υφίστανται:

- αυτοκίνητα χερσαία οχήματα,

- χερσαία οχήματα μη αυτοκίνητα.

4. Σιδηροδρομικά οχήματα

Κάθε ζημία την οποία υφίστανται τα σιδηροδρομικά οχήματα.

5. Αεροσκάφη

Κάθε ζημία την οποία υφίστανται τα αεροσκάφη.

6. Πλοία (θαλάσσια, λιμναία, και ποτάμια σκάφη)

Κάθε ζημία την οποία υφίστανται:

- ποτάμια σκάφη,

- λιμναία σκάφη,

- θαλάσσια σκάφη.

7. Μεταφερόμενα εμπορεύματα (συμπεριλαμβανομένων των εμπορευμάτων, αποσκευών και κάθε άλλου αγαθού)

Κάθε ζημία την οποία υφίστανται τα μεταφερόμενα εμπορεύματα ή αποσκευές, οποιοδήποτε και αν είναι το μεταφορικό μέσο.

8. Πυρκαϊά και στοιχεία της φύσεως

Κάθε ζημία την οποία υφίστανται τα αγαθά (εκτός των αγαθών των περιλαμβανομένων στους κλάδους 3, 4, 5, 6 και 7) όταν προξενείται από:

- πυρκαϊά,

- έκρηξη,

- θύελλα,

- στοιχεία της φύσεως άλλα εκτός θυέλλης,

- πυρηνική ενέργεια,

- καθίζηση του εδάφους.

9. Λοιπές ζημίες αγαθών

Κάθε ζημία την οποία υφίστανται τα αγαθά (εκτός των αγαθών των περιλαμβανομένων στους κλάδους 3, 4, 5, 6 και 7), όταν η ζημία αυτή προξενείται από χαλάζι ή παγετό, καθώς και από κάθε συμβάν, όπως λ.χ. η κλοπή, εκτός των περιλαμβανομένων στον αριθμό 8.

10. Αστική ευθύνη από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα

Κάθε ευθύνη που προκύπτει από την χρήση χερσαίων αυτοκινήτων οχημάτων (συμπεριλαμβανομένης και της ευθύνης του μεταφορέως).

11. Αστική ευθύνη από αεροσκάφη

Κάθε ευθύνη που προκύπτει από την χρήση αεροσκαφών (συμπεριλαμβανομένης και της ευθύνης του μεταφορέως).

12. Αστική ευθύνη από θαλάσσια, λιμναία και ποτάμια σκάφη

Κάθε ευθύνη που προκύπτει από την χρήση ποταμίων, λιμναίων και θαλασσίων σκαφών (συμπεριλαμβανομένης και της ευθύνης του μεταφορέως).

13. Γενική αστική ευθύνη

Κάθε ευθύνη εκτός των αναφερομένων στους αριθμούς 10, 11 και 12.

14. Πιστώσεις :

- μη φερεγγυότης,

- εξαγωγικές πιστώσεις,

- πωλήσεις με δόσεις,

- ενυπόθηκες πιστώσεις,

- αγροτικές πιστώσεις.

15. Εγγυήσεις :

- άμεση εγγύηση,

- έμμεση εγγύηση.

16. Διάφορες χρηματικές απώλειες :

- κίνδυνοι απωλείας επαγγελματικής απασχολήσεως,

- μη επάρκεια εισπράξεων (γενική),

- κακοκαιρία,

- απώλειες κερδών,

- τρέχοντα γενικά έξοδα,

- απρόβλεπτες εμπορικές δαπάνες,

- απώλειες της εμπορικής αξίας,

- απώλειες μισθωμάτων ή εισοδημάτων,

- έμμεσες εμπορικές απώλειες, εκτός των αναφερομένων προηγουμένως,

- περιουσιακές απώλειες μη εμπορικές,

- άλλες περιουσιακές απώλειες.

17. Νομική προστασία

Νομική προστασία.

ê 84/641/EOK άρθρο 14 (προσαρμοσμένο)

18. Βοήθεια

Βοήθεια σε πρόσωπα που περιέρχονται σε δυσχερή θέση κατά τη διάρκεια μετακινήσεων ή απουσίας από την κατοικία ή από τον τόπο μόνιμης Ö συνήθους Õ διαμονής τους.

ê 73/239/EOK (προσαρμοσμένο)

Οι περιλαμβανόμενοι σε έναν κλάδο κίνδυνοι δεν δύνανται να ταξινομηθούν σε άλλο κλάδο εκτός των περιπτώσεων του σημείου Γ.

B. Ονομασία της αδείας λειτουργίας που παρέχεται ταυτοχρόνως για περισσότερους κλάδους

Όταν η άδεια λειτουργίας αφορά συγχρόνως Ö τους ακόλουθους κλάδους, παρέχεται υπό τις κάτωθι ονομασίες Õ :

α) τους κλάδους υπ’ αριθ. 1 και 2,: παρέχεται υπό την ονομασία «Ατυχήματα και Ασθένειες»,

β) τους κλάδους υπ’ αριθ. 1 (σειρά τέταρτη), 3, 7 και 10,: παρέχεται υπό την ονομασία «Ασφάλιση αυτοκινήτων»,

γ) τους κλάδους υπ’ αριθ. 1 (σειρά τέταρτη), 4, 6, 7 και 12,: παρέχεται υπό την ονομασία «Ασφάλιση θαλάσσης και μεταφορών»,

δ) τους κλάδους υπ’ αριθ. 1 (σειρά τέταρτη), 5, 7 και 11,: παρέχεται υπό την ονομασία «Ασφάλιση αεροσκαφών»,

ε) τους κλάδους υπ’ αριθ. 8 και 9,: παρέχεται υπό την ονομασία «Πυρκαϊές και λοιπές ζημίες σε αγαθά»,

στ) τους κλάδους υπ’ αριθ. 10, 11, 12 και 13,: παρέχεται υπό την ονομασία «Αστική ευθύνη»,

ζ) τους κλάδους υπ’ αριθ. 14 και 15,: παρέχεται υπό την ονομασία «Πιστώσεις και εγγυήσεις»,

η) όλους τους κλάδους,: παρέχεται υπό την ονομασία της εκλογής του ενδιαφερόμενου Κράτους μέλους Ö κατ’ επιλογήν των κρατών μελών, Õ και ανακοινώνεται Ö τα οποία την γνωστοποιούν Õ στα λοιπά Κκράτη μέλη και στην Επιτροπή της Κοινότητος.

Γ. Παρεπόμενοι κίνδυνοι

Η επιχείρηση που λαμβάνει την άδεια για ένα κύριο κίνδυνο που υπάγεται σε ένα κλάδο ή σε ομάδα κλάδων, δύναται ομοίως να καλύπτει τους κινδύνους συμπεριλαμβανομένους σε άλλο κλάδο χωρίς να απαιτείται άδεια για τους κινδύνους αυτούς όταν:

- συνδέονται με τον κυρίως κίνδυνο,

- αφορούν το αντικείμενο που καλύπτεται κατά του κυρίως κινδύνου, και

- καλύπτονται δια του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το οποίο καλύπτει τον κυρίως κίνδυνο.

ê 87/344/EOK άρθρο 9

Πάντως, οι κίνδυνοι που περιλαμβάνονται στους κλάδους 14, 15 και 17 του σημείου Α δεν μπορούν να θεωρηθούν ως παρεπόμενοι κίνδυνοι άλλων κλάδων.

Πάντως, ο κίνδυνος που περιλαμβάνεται στον κλάδο 17 (ασφάλιση νομικής προστασίας) μπορεί να θεωρηθεί ως παρεπόμενος κίνδυνος του κλάδου 18, εφόσον πληρούνται οι όροι του πρώτου εδαφίου και ο κύριος κίνδυνος αφορά μόνο τη βοήθεια που δίνεται στα πρόσωπα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά τη διάρκεια μετακινήσεων ή απουσιών από την κατοικία ή τον τόπο μόνιμης διαμονής.

Η ασφάλιση της νομική προστασίας μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως παρεπόμενος κίνδυνος υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου, εφόσον αφορά διαφορές ή κινδύνους που προκύπτουν από τη χρήση θαλασσίων πλοίων σχετίζονται με τη χρήση αυτή.

ê 2002/83/ΕΚ (προσαρμοσμένο)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I I

Ταξινόμηση κατά κλάδους Ö Κλάδοι ασφάλισης ζωής Õ

I. Οι ασφαλίσεις Ö ζωής Õ που αναφέρονται στο άρθρο 2 σημείο 1 στοιχεία α), β) και γ) παράγραφος 3 σημεία α) i), ii) και iii), εκτός από αυτές που επαναλαμβάνονται στα σημεία II και III,

II. Η ασφάλιση γάμου, η ασφάλιση γεννήσεως,

III. Οι ασφαλίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 σημείο 1 στοιχεία α) και β) παράγραφος 3 σημεία α) i) και ii), που συνδέονται με επενδυτικά κεφάλαια,

IV. Η Ö διαρκής Õ ασφάλιση ασθενείας μακράς διαρκείας που προβλέπεται το άρθρο 2 σημείο 1 στοιχείο δ) παράγραφος 3 σημείο α) iv),

V. Οι τοντίνες που προβλέπονται στο άρθρο 2 σημείο 2 στοιχείο α) παράγραφος 3 σημείο β) i),

VI. Οι εργασίες κεφαλαιοποιήσεως, που προβλέπονται στο άρθρο 2 σημείο 2 στοιχείο β) παράγραφος 3 σημείο β) ii),

VII. Οι εργασίες διαχειρίσεως ταμείου ομαδικής συνταξιοδοτήσεως που προβλέπονται στο άρθρο 2 σημείο 2 στοιχεία γ) και δ) παράγραφος 3 σημεία β) iii) και iv),

VIII. Οι εργασίες που προβλέπονται στο άρθρο 2 σημείο 2 στοιχείο ε) παράγραφος 3 σημείο β) iii),

IX. Οι εργασίες που προβλέπονται στο άρθρο 2 σημείο παράγραφος 3 στοιχείο γ).

ê 87/343/EOK άρθρο 1 σημ. 8 και παράρτημα

Δ. Μέθοδοι υπολογισμού του αποθεματικού εξισορροπήσεως για τον κλάδο της ασφάλισης πιστώσεων

Μέθοδος αριθ. 1.

1. Λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων που περιλαμβάνονται στον ασφαλιστικό κλάδο που κατατάσσεται στο σημείο Α.14 του παραρτήματος (εφεξής καλούμενο «ασφάλιση πιστώσεως»), η επιχείρηση πρέπει να δημιουργήσει ένα αποθεματικό εξισορροπήσεως προορισμένο να καλύψει την τεχνική ζημία που ενδεχομένως θα προκύψει σε αυτό τον κλάδο στο τέλος της εταιρικής χρήσεως.

2. Το εν λόγω αποθεματικό θα λαμβάνει κάθε οικονομικό έτος το 75 % κάθε τεχνικού πλεονάσματος που προκύπτει στις ασφαλίσεις πιστώσεων, χωρίς όμως να υπερβαίνει το 12 % των καθαρών ασφαλίστρων ή εισφορών, μέχρις ότου το αποθεματικό φθάσει το 150 % του ψηλότερου ετήσιου ποσού καθαρών ασφαλίστρων ή εισφορών που εισπράχθηκαν κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων εταιρικών χρήσεων.

Μέθοδος αριθ. 2

1. Λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων που περιλαμβάνονται στον ασφαλιστικό κλάδο που κατατάσσεται στο σημείο Α.14 του παραρτήματος (εφεξής καλούμενο «ασφάλιση πιστώσεως»), η επιχείρηση πρέπει να δημιουργήσει ένα αποθεματικό εξισορροπήσεως προορισμένο να καλύψει την τεχνική ζημία που ενδεχομένως θα προκύψει σε αυτό τον κλάδο στο τέλος της εταιρικής χρήσεως.

2. Το ελάχιστο ποσό του αποθεματικού εξισορροπήσεως θα ανέρχεται σε 134 % του μέσου όρου των ετήσιων ασφάλιστρων ή εισφορών που εισπράχθηκαν κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων εταιρικών χρήσεων, μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων και την προσθήκη των αντασφαλιστικών αποδοχών.

3. Το αποθεματικό αυτό θα τροφοδοτείται για καθεμία από τις διαδοχικές εταιρικές χρήσεις από εισφορά 75 % επί του ενδεχόμενου τεχνικού πλεονάσματος που θα προκύπτει στον εν λόγω κλάδο, μέχρις ότου το αποθεματικό φθάσει ή υπερβεί το ελάχιστο ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2.

4. Τα κράτη μέλη θα μπορούν να καθιερώσουν ειδικούς κανόνες υπολογισμού για το ποσό του αποθεματικού ή/και το ποσό της ετήσιας εισφοράς που θα υπερβαίνει τα ελάχιστα ποσά που καθορίζονται στην οδηγία αυτή.

Μέθοδος αριθ. 3

1. Για τον ασφαλιστικό κλάδο που κατατάσσεται στο σημείο Α.14 (εφεξής καλούμενο «ασφάλιση πιστώσεως»), δημιουργείται αποθεματικό εξισορρόπησης προοριζόμενο να αντισταθμίσει το άνω του μέσου όρου ποσοστό ασφαλιστικών περιπτώσεων στον ανωτέρω κλάδο κατά τη διάρκεια ενός συγκεκριμένου οικονομικού έτους.

2. Το αποθεματικό εξισορρόπησης υπολογίζεται βάσει της ακόλουθης μεθόδου:

Όλοι οι υπολογισμοί αφορούν τα έσοδα και έξοδα του ασφαλιστή για τα οποία δεν υπάρχει αντασφάλιση.

Στο αποθεματικό εξισορρόπησης εισρέει, κάθε οικονομικό έτος, το τεχνικό πλεόνασμα λόγω ασφαλιστικών πληρωμών κάτω του μέσου όρου, μέχρις ότου το αποθεματικό επανέλθει ή φθάσει το ανώτατο θεωρητικό ποσό.

Υπάρχει τεχνικό πλεόνασμα όπου οι ασφαλιστικές πληρωμές του οικονομικού έτους υπολείπονται του μέσου όρου ασφαλιστικών πληρωμών της περιόδου αναφοράς. Το τεχνικό πλεόνασμα ισούται προς τη διαφορά αυτών των δύο μεγεθών, πολλαπλασιαζόμενη επί το ποσό των ασφαλίστρων που ανάγονται στο οικονομικό έτος.

Το θεωρητικό ποσό του αποθεματικού ισούται προς το εξαπλάσιο της συνήθους απόκλισης από το μέσο όρο των ασφαλιστικών περιπτώσεων της περιόδου αναφοράς, πολλαπλασιαζόμενο επί τα ασφάλιστρα που ανάγονται στο οικονομικό έτος.

Εάν σε ένα οικονομικό έτος παρουσιαστεί τεχνικό έλλειμμα, το ποσό αυτό καλύπτεται από το αποθεματικό εξισορρόπησης. Υπάρχει τεχνικό έλλειμμα όταν οι ασφαλιστικές πληρωμές του οικονομικού έτους υπερβαίνουν το μέσο όρο. Το τεχνικό έλλειμμα αυτό ισούται προς τη διαφορά των δύο μεγεθών, πολλαπλασιαζόμενη επί τα ασφάλιστρα που ανάγονται στο οικονομικό έτος.

Ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις των ασφαλιστικών περιπτώσεων, στο αποθεματικό εξισορρόπησης εισρέει κάθε οικονομικό έτος ποσό τουλάχιστον 3,5 % του εκάστοτε ελαχίστου ύψους του, μέχρις ότου το αποθεματικό επανέλθει ή φθάσει στο ύψος αυτό.

Η διάρκεια της περιόδου αναφοράς κυμαίνεται μεταξύ 15 και 30 ετών. Δεν χρειάζεται να δημιουργηθεί αποθεματικό εξισορρόπησης αν στην περίοδο αυτή ο ασφαλιστής δεν υποστεί ζημία.

Το θεωρητικό ποσό του αποθεματικού εξισορρόπησης και οι αναλήψεις απ' αυτό μπορούν να μειώνονται όταν από το μέσο όρο ασφαλιστικών περιπτώσεων και τις σχετικές ασφαλιστικές πληρωμές κατά την περίοδο αναφοράς διαπιστώνεται μείωση των ασφαλιστικών κινδύνων.

Μέθοδος αριθ. 4

1. Για τον ασφαλιστικό κλάδο που κατατάσσεται στο σημείο Α.14 (εφεξής καλούμενο «ασφάλιση πιστώσεων») δημιουργείται αποθεματικό εξισορρόπησης με σκοπό την αντιστάθμιση των άνω του μέσου όρου ποσοστών ασφαλιστικών περιπτώσεων στον ανωτέρω κλάδο που προκύπτουν κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους.

2. Το αποθεματικό εξισορρόπησης υπολογίζεται βάσει της ακόλουθης μεθόδου:

Όλοι οι υπολογισμοί αφορούν τα έσοδα και έξοδα του ασφαλιστή για τα οποία δεν υπάρχει αντασφάλιση.

Στο αποθεματικό εξισορρόπησης εισρέει κάθε οικονομικό έτος το τεχνικό πλεόνασμα λόγω ασφαλιστικών πληρωμών κάτω του μέσου όρου, μέχρις ότου το αποθεματικό επανέλθει ή φθάσει το ανώτατο θεωρητικό ποσό.

Υπάρχει τεχνικό πλεόνασμα όταν οι ασφαλιστικές πληρωμές του οικονομικού έτους υπολείπονται του μέσου όρου των ασφαλιστικών πληρωμών της περιόδου αναφοράς. Το τεχνικό πλεόνασμα ισούται προς τη διαφορά αυτών των δύο μεγεθών, πολλαπλασιαζόμενη επί το ποσό των ασφαλίστρων που ανάγονται στο οικονομικό έτος.

Το ανώτατο θεωρητικό ποσό του αποθεματικού ισούται προς το εξαπλάσιο της τυπικής απόκλισης των ασφαλιστικών πληρωμών της περιόδου αναφοράς από το μέσο όρο των ασφαλιστικών πληρωμών, πολλαπλασιαζόμενο επί τα ασφάλιστρα που ανάγονται στο οικονομικό έτος.

Εάν σε ένα οικονομικό έτος προκύπτει τεχνικό έλλειμμα, το ποσό αυτό αφαιρείται από το αποθεματικό εξισορρόπησης, μέχρις ότου το αποθεματικό εξισορρόπησης φθάσει στο ύψος του ελάχιστου θεωρητικού ποσού. Υπάρχει τεχνικό έλλειμμα όταν οι ασφαλιστικές πληρωμές του οικονομικού έτους υπερβαίνουν το μέσο όρο. Το τεχνικό έλλειμμα ισούται προς τη διαφορά αυτών των δύο μεγεθών, πολλαπλασιαζόμενη επί το ποσό των ασφαλίστρων που ανάγονται στο οικονομικό έτος.

Το ελάχιστο θεωρητικό ποσό του αποθέματος ισούται προς το τριπλάσιο της τυπικής απόκλισης των ασφαλιστικών πληρωμών κατά την περίοδο αναφοράς από το μέσο όρο των ασφαλιστικών πληρωμών, πολλαπλασιαζόμενο επί το ποσό των ασφαλίστρων που ανάγονται στο οικονομικό έτος.

Η διάρκεια της περιόδου αναφοράς πρέπει να είναι τουλάχιστον 15 χρόνια και όχι μεγαλύτερη από 30 χρόνια. Δεν χρειάζεται να δημιουργηθεί αποθεματικό εξισορρόπησης αν κατά την περίοδο αναφοράς ο ασφαλιστής δεν υποστεί ζημία.

Μπορούν να μειωθούν και τα δύο θεωρητικά ποσά του αποθεματικού εξισορρόπησης, καθώς και τα ποσά που εισρέουν ή αφαιρούνται απ' αυτό, όταν προκύπτει από το μέσο όρο των ασφαλιστικών πληρωμών κατά την περίοδο αναφοράς και τις σχετικές ασφαλιστικές δαπάνες ότι περιλαμβάνεται στα ασφάλιστρα μια προσαύξηση ασφαλείας και ότι η προσαύξηση αυτή υπερβαίνει κατά περισσότερο από 150 % την τυπική απόκλιση των ασφαλιστικών πληρωμών κατά την περίοδο αναφοράς. Στην περίπτωση αυτή, τα ως άνω ποσά πολλαπλασιάζονται επί το πηλίκο της τυπικής απόκλισης πολλαπλασιαζόμενης επί 1,5 προς την προσαύξηση ασφαλείας.

ê 88/357/EOK παράρτημα 1

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Το νόμισμα στο οποίο είναι απαιτητές οι υποχρεώσεις του ασφαλιστή καθορίζεται σύμφωνα με τους εξής κανόνες :

1 . Όταν οι εγγυήσεις μιας σύμβασης εκφράζονται σε συγκεκριμένο νόμισμα, οι υποχρεώσεις του ασφαλιστή θεωρούνται απαιτητές στο νόμισμα αυτό.

2. Όταν οι εγγυήσεις μιας σύμβασης δεν εκφράζονται σ' ένα νόμισμα, οι υποχρεώσεις του ασφαλιστή θεωρούνται απαιτητές στο νόμισμα της χώρας όπου βρίσκεται ο κίνδυνος . Εν τούτοις, ο ασφαλιστής μπορεί να εκλέξει το νόμισμα στο οποίο εκφράζονται τα ασφάλιστρα αν συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την εκλογή αυτή.

Αυτό μπορεί να συμβεί αν, ήδη από τη σύναψη της σύμβασης, φαίνεται πιθανό ότι μια ασφαλιστική ζημία θα πληρωθεί όχι στο νόμισμα της χώρας όπου βρίσκεται ο κίνδυνος αλλά στο νόμισμα των ασφαλίστρων.

3. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στον ασφαλιστή να θεωρήσει ότι το νόμισμα στο οποίο θα πρέπει να καταβάλει την εγγύηση που έχει παράσχει, θα είναι είτε εκείνο που θα του υπαγορεύσει η πείρα του είτε, ελλείψει τέτοιας πείρας, το νόμισμα της χώρας όπου είναι εγκατεστημένος:

- για τις συμβάσεις που καλύπτουν κινδύνους των κλάδων 4, 5, 6, 7, 11, 12 και 13 ( μόνο αστική ευθύνη των παραγωγών ), και

- για τις συμβάσεις που καλύπτουν κινδύνους άλλων κλάδων, όταν σύμφωνα με τη φύση των κινδύνων, οι εγγυήσεις πρέπει να καταβληθούν σε νόμισμα διαφορετικό από εκείνο που θα προέκυπτε από την εφαρμογή των προηγουμένων μεθόδων.

4. Όταν μια ασφαλιστική ζημία δηλώθηκε στον ασφαλιστή και οι παροχές πρέπει να καταβληθούν σε καθορισμένο νόμισμα διαφορετικό από το νόμισμα που προκύπτει από την εφαρμογή των προηγούμενων μεθόδων, οι υποχρεώσεις του ασφαλιστή θεωρούνται απαιτητές σ' αυτό το νόμισμα, δηλαδή σε εκείνο στο οποίο η αποζημίωση που πρέπει να καταβάλει ο ασφαλιστής καθορίστηκε με δικαστική απόφαση ή με συμφωνία ασφαλιστή και ασφαλισμένου.

5. Όταν ασφαλιστική ζημία αποτιμάται σε νόμισμα που εκ των προτέρων γνωρίζει ο ασφαλιστής αλλά που είναι διαφορετικό από το νόμισμα που προκύπτει από την εφαρμογή των προηγούμενων μεθόδων, οι ασφαλιστές μπορούν να θεωρούν τις υποχρεώσεις τους απαιτητές στο νόμισμα αυτό.

6. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στις επιχειρήσεις να μην εκφράζουν τα τεχνικά τους αποθεματικά σε νομισματικώς αντίστοιχα περιουσιακά στοιχεία, αν από την εφαρμογή των προηγουμένων κανόνων προκύπτει ότι η επιχείρηση - έδρα ή υποκατάστημα - για να τηρείται η αρχή της νομισματικής αντιστοιχίας, θα έπρεπε να κατέχει σε ένα νόμισμα περιουσιακά στοιχεία μη υπερβαίνοντα το 7 % των περιουσιακών στοιχείων που εκφράζονται σε άλλα νομίσματα.

Ωστόσο:

α) όσον αφορά τη νομισματική αντιστοιχία σε δραχμές, σε ιρλανδικές λίρες ή πορτογαλικά εσκούδα, το ποσό αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει:

- το 1 εκατομμύριο ECU κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου που λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 1992,

- τα 2 εκατομμύρια ECU για την περίοδο μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1993 και 31 Δεκεμβρίου 1998

β) όσον αφορά τη νομισματική αντιστοιχία σε βελγικά φράγκα, σε φράγκα Λουξεμβούργου και σε πεσέτες, το ποσό αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 2 εκατομμύρια ECU κατά τη διάρκεια περιόδου που λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 1996.

Μετά τη λήξη των μεταβατικών περιόδων που καθορίζονται στα στοιχεία α ) και β ), για τα νομίσματα αυτά ισχύει το γενικό καθεστώς, εκτός αντίθετης απόφασης του Συμβουλίου.

ê 2002/83/ΕΚ παράρτημα II

3. Τα κράτη μέλη είναι δυνατόν να επιτρέψουν στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να μην αντιπροσωπεύουν τα τεχνικά αποθεματικά τους, και ιδίως τα μαθηματικά, με νομισματικώς αντίστοιχα στοιχεία του ενεργητικού, εφόσον από την εφαρμογή των προηγούμενων λεπτομερειών προκύπτει ότι η επιχείρηση θα έπρεπε, στο πλαίσιο της αρχής της νομισματικής αντιστοιχίας, να κατέχει στοιχεία του ενεργητικού εκπεφρασμένα σε κάποιο νόμισμα, των οποίων το ύψος να μην υπερβαίνει το 7 % των στοιχείων του ενεργητικού που είναι εκπεφρασμένα σε άλλα νομίσματα.

ê 92/49/EOK άρθρο 23

8. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δικαιούνται να μην καλύπτουν με αντίστοιχα στοιχεία ενεργητικού ποσό που δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20 % των υποχρεώσεών τους σε συγκεκριμένο νόμισμα.

ê 2002/83/ΕΚ παράρτημα II

Το σύνολο πάντως των στοιχείων του ενεργητικού, για όλα τα νομίσματα, δεν πρέπει να είναι χαμηλότερο από το σύνολο των υποχρεώσεων.

ê 92/49/EOK άρθρο 23

9. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ότι, εφόσον, δυνάμει των προηγούμενων κανόνων, μια υποχρέωση πρέπει να καλύπτεται με στοιχεία εκφρασμένα στο νόμισμα κράτους μέλους, η απαίτηση αυτή θεωρείται ότι έχει τηρηθεί εάν τα στοιχεία αυτά είναι εκπεφρασμένα σε Ecu

ê 88/357/EOK

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2A

Λογαριασμός τεχνικής εκμετάλλευσης

1. Σύνολο εισπραχθέντων ακαθαρίστων ασφαλίστρων

2. Συνολικές καταβαλλόμενες αποζημιώσεις

3. Προμήθειες

4. Ακαθάριστο τεχνικό αποτέλεσμα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2B

Λογαριασμός τεχνικής εκμετάλλευσης

1. Ακαθάριστα ασφάλιστρα της τελευταίας ασφαλιστικής χρήσης

2. Ακαθάριστες αποζημιώσεις της τελευταίας ασφαλιστικής χρήσης (συμπεριλαμβανομένου και του αποθεματικού κατά το τέλος της ασφαλιστικής χρήσης )

3. Προμήθειες

4. Ακαθάριστο τεχνικό αποτέλεσμα

ê 2002/83/ΕΚ (προσαρμοσμένο)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III Πληροφορίες προς τους αντισυμβαλλομένους

Οι ακόλουθες πληροφορίες πρέπει να γνωστοποιούνται στον αντισυμβαλλόμενο είτε (Α) πριν από τη σύναψη της σύμβασης είτε (Β) κατά τη διάρκεια της σύμβασης, διατυπώνονται με σαφήνεια και ακρίβεια, και παρέχονται γραπτώς σε μια επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους της ασφαλιστικής υποχρέωσης. Επιτρέπεται όμως να παρέχονται οι πληροφορίες σε άλλη γλώσσα, εφόσον το ζητήσει ο αντισυμβαλλόμενος και το επιτρέπει το δίκαιο του κράτους μέλους ή ο αντισυμβαλλόμενος δικαιούται να επιλέξει το εφαρμοστέο δίκαιο.

A. Πριν από τη σύναψη της σύμβασης

Πληροφορίες σχετικά με την ασφαλιστική επιχείρηση | Πληροφορίες σχετικά με την ασφαλιστική υποχρέωση |

α.1 Επωνυμία, σκοπός και νομική μορφή της εταιρείας α.2 Καθορισμός του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η έδρα και, ενδεχομένως, το πρακτορείο ή το υποκατάστημα, με το οποίο συνάπτεται η σύμβαση α.3 Διεύθυνση της έδρας και, ενδεχομένως, του πρακτορείου ή υποκαταστήματος, με το οποίο συνάπτεται η σύμβαση | α.4 Ορισμός των παροχών και προαιρέσεων α.5 Διάρκεια της σύμβασης α.6 Τρόπος καταγγελίας της σύμβασης α.7 Λεπτομέρειες και διάρκεια καταβολής των ασφαλίστρων α.8 Τρόπος υπολογισμού και διανομής των συμμετοχών στα κέρδη α.9 Προσδιορισμός των αξιών εξαγοράς και της έκτασης, στην οποία αυτές είναι εγγυημένες α.10 Πληροφορίες για τα ασφάλιστρα που αφορούν κάθε εγγύηση, είτε κύρια είτε συμπληρωματική, όποτε είναι απαραίτητες παρόμοιες πληροφορίες α.11 Απαρίθμηση των αξιών αναφοράς (λογιστικών μονάδων) που χρησιμοποιήθηκαν στις συμβάσεις μεταβλητού κεφαλαίου (unit-linked policies) α.12 Πληροφορίες για τη φύση των αντιπροσωπευτικών στοιχείων του ενεργητικού επί συμβάσεων μεταβλητού κεφαλαίου α.13 Τρόπος άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης α.14 Γενικές ενδείξεις περί το φορολογικό καθεστώς που ισχύει για το συγκεκριμένο τύπο ασφαλιστηρίου α.15 Διατάξεις σχετικές με την εξέταση των αιτιάσεων των αντισυμβαλλομένων, ασφαλισμένων ή των δικαιούχων συμβάσεως, όσον αφορά τη σύμβαση, συμπεριλαμβάνεται, ενδεχομένως, η ύπαρξη φορέα αρμόδιου για την εξέταση των αιτιάσεων, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας άσκησης ενδίκου μέσου α.16 Το εφαρμοστέο δίκαιο της σύμβασης, εάν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν δικαίωμα επιλογής, ή, αν έχουν δικαίωμα να επιλέγουν, το εφαρμοστέο δίκαιο και, στην περίπτωση αυτή, το δίκαιο του οποίου την επιλογή προτείνει ο ασφαλιστής |

B. Κατά τη διάρκεια της σύμβασης

Εκτός από τους γενικούς και ειδικούς όρους που πρέπει να γνωστοποιούνται στον αντισυμβαλλόμενο, ο τελευταίος πρέπει να έχει τις ακόλουθες πληροφορίες καθ' όλη τη διάρκεια της σύμβασης:

Πληροφορίες που αφορούν την ασφαλιστική επιχείρηση | Πληροφορίες που αφορούν την ασφαλιστική υποχρέωση |

β.1 Κάθε μεταβολή στην επωνυμία ή το σκοπό της εταιρείας, τη νομική μορφή ή τη διεύθυνση της έδρας και, ενδεχομένως, του πρακτορείου ή του υποκαταστήματος, με το οποίο συνάπτεται η σύμβαση | β.2 Κάθε πληροφορία σχετική με τα σημεία α.4 έως α.12 του μέρους Α σε περίπτωση τροποποίησης της σύμβασης ή της εφαρμοστέας νομοθεσίας β.3 Κάθε χρόνο, πληροφορίες για την κατάσταση της συμμετοχής στα κέρδη |

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

1. Επαγγελματικό απόρρητο

Έως τις 17 Νοεμβρίου 2002 τα κράτη μέλη μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνον εφόσον οι διαβιβαζόμενες πληροφορίες καλύπτονται, όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 16 της παρούσας οδηγίας.

2. Δραστηριότητες και οργανισμοί που αποκλείονται της παρούσας οδηγίας

Έως την 1η Ιανουαρίου 2004, η οδηγία αυτή δεν αφορά τις ενώσεις αλληλασφαλίσεως των οποίων, συγχρόνως:

- το καταστατικό προβλέπει τη δυνατότητα προσκλήσεως προς καταβολή συμπληρωματικών εισφορών ή μειώσεως των παροχών ή προσφυγής στη συνδρομή άλλων προσώπων τα οποία έχουν αναλάβει δέσμευση επ' αυτού, και

- το ετήσιο ποσό των εισφορών που εισπράττονται λόγω δραστηριοτήτων που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τις 500000 ευρώ για τρία συνεχόμενα έτη. Αν αυτό το ποσό υπερκαλυφθεί κατά τη διάρκεια τριών συνεχόμενων ετών, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται από το τέταρτο έτος.

3. Έως την 1η Ιανουαρίου 2004 τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις ακόλουθες διατάξεις:

Α. Περιθώριο φερεγγυότητας

Κάθε κράτος μέλος επιβάλλει σε κάθε επιχείρηση ασφάλισης ζωής που έχει την έδρα της στην επικράτειά του τη διατήρηση επαρκούς διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας για το σύνολο των δραστηριοτήτων της.

Το εν λόγω περιθώριο φερεγγυότητας αποτελείται από τα ακόλουθα:

Τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης ασφάλισης ζωής, μετά την αφαίρεση κάθε προβλεπτής υποχρέωσης, μείον τα άυλα περιουσιακά στοιχεία. Τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνουν ειδικότερα:

- το καταβληθέν μετοχικό κεφάλαιο ή, εάν πρόκειται για επιχείρηση αλληλασφάλισης, το αρχικό πράγματι καταβληθέν κεφάλαιο, συν τους λογαριασμούς των μελών οι οποίοι πληρούν όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α) το καταστατικό ορίζει ότι από τους λογαριασμούς αυτούς μπορούν να γίνονται πληρωμές στα μέλη μόνον εφόσον αυτό δεν προκαλεί πτώση του περιθωρίου φερεγγυότητας κάτω του απαιτούμενου επιπέδου ή εάν, μετά τη διάλυση της επιχείρησης, έχουν εξοφληθεί όλα τα άλλα χρέη της επιχείρησης·

β) το καταστατικό ορίζει ότι, όσον αφορά οιαδήποτε τέτοια πληρωμή για άλλους λόγους εκτός από την ατομική καταγγελία της ιδιότητας του μέλους, οι αρμόδιες αρχές ειδοποιούνται τουλάχιστον ένα μήνα πριν και ότι μπορούν, εντός αυτής της περιόδου, να απαγορεύσουν την πληρωμή·

γ) οι σχετικές καταστατικές διατάξεις μπορούν να τροποποιούνται μόνον αφού οι αρμόδιες αρχές δηλώσουν ότι δεν έχουν αντιρρήσεις για την τροποποίηση, υπό την επιφύλαξη των κριτηρίων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) και β),

- το μισό του μη καταβεβλημένου μετοχικού ή αρχικού κεφαλαίου, αφ' ης στιγμής το καταβεβλημένο μέρος του εν λόγω κεφαλαίου ανέρχεται σε 25 %,

- τα αποθεματικά (εκ του νόμου επιβαλλόμενα ή ελεύθερα) που δεν αντιστοιχούν σε ανειλημμένες υποχρεώσεις,

- τα τυχόν μεταφερόμενα κέρδη,

- μπορούν να συμπεριλαμβάνονται στο περιθώριο φερεγγυότητας προτιμησιακές σωρευτικές μετοχές και δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, αλλά μόνο μέχρι ποσοστού 50 % του περιθωρίου, 25 % κατ’ ανώτατο όριο του οποίου περιλαμβάνει δάνεια μειωμένης εξασφάλισης καθορισμένης λήξης ή προτιμησιακές σωρευτικές μετοχές με καθορισμένη διάρκεια, εφόσον πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:

α) σε περίπτωση πτώχευσης ή εκκαθάρισης της επιχείρησης ασφάλισης ζωής, υπάρχουν δεσμευτικές συμφωνίες βάσει των οποίων τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης ή οι προτιμησιακές μετοχές κατατάσσονται μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών και δεν εξοφλούνται παρά μόνο μετά την εξόφληση όλων των άλλων εκκρεμούντων τη στιγμή εκείνη χρεών.

Τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης πρέπει επίσης να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

β) μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα ποσά που έχουν πλήρως καταβληθεί·

γ) η αρχική διάρκεια των δανείων με καθορισμένη λήξη πρέπει να είναι τουλάχιστον πενταετής. Ένα έτος το αργότερο πριν από την ημερομηνία αποπληρωμής, η επιχείρηση ασφάλισης ζωής υποβάλλει προς έγκριση στις αρμόδιες αρχές σχέδιο που ορίζει πώς θα διατηρηθεί ή θα αυξηθεί το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας στο επιθυμητό επίπεδο κατά τη λήξη, εκτός εάν το ποσό έως το οποίο το δάνειο μπορεί να καταταχθεί ως συστατικό μέρος του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας μειώνεται σταδιακά κατά τα τελευταία πέντε τουλάχιστον έτη πριν από την ημερομηνία αποπληρωμής. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν την πρόωρη εξόφληση αυτών των δανείων, εφόσον η αίτηση υποβάλλεται από την εκδότρια επιχείρηση ασφάλισης ζωής και το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητάς της δεν είναι κατώτερο του απαιτούμενου επιπέδου·

δ) τα δάνεια μη καθορισμένης λήξης εξοφλούνται μόνο με πενταετή προειδοποίηση, εκτός εάν δεν θεωρούνται πλέον ως συστατικό μέρος του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας ή εάν, για την πρόωρη εξόφλησή τους, απαιτείται προηγουμένως να συμφωνήσουν οι αρμόδιες αρχές. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η επιχείρηση ασφάλισης ζωής πρέπει να απευθύνει κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία εξόφλησης, υποδεικνύοντας το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας και το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας πριν και μετά την εξόφληση αυτή. Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν την εξόφληση μόνο εάν το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας της επιχείρησης ασφάλισης ζωής δεν πρόκειται να υποχωρήσει κάτω από το απαιτούμενο επίπεδο·

ε) η σύμβαση δανείου δεν πρέπει να περιλαμβάνει ρήτρες που προβλέπουν ότι, σε συγκεκριμένες περιστάσεις, εκτός από την εκκαθάριση της επιχείρησης ασφάλισης ζωής, η οφειλή καθίσταται απαιτητή πριν από τη συμφωνημένη ημερομηνία εξόφλησης·

στ) η σύμβαση δανείου μπορεί να τροποποιηθεί μόνον αφού οι αρμόδιες αρχές δηλώσουν ότι δεν αντιτίθενται στην τροποποίηση,

- από τίτλους αόριστης διάρκειας και άλλους τίτλους, συμπεριλαμβανομένων των σωρευτικών προτιμησιακών μετοχών εκτός από αυτές που αναφέρονται στην πέμπτη περίπτωση, μέχρι ποσοστού 50 % του περιθωρίου φερεγγυότητας για το σύνολο των τίτλων αυτών και των δανείων μειωμένης εξασφάλισης που αναφέρονται στην πέμπτη περίπτωση, εφόσον πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) δεν μπορούν να ρευστοποιηθούν με πρωτοβουλία του κομιστή ή χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής·

β) η σύμβαση έκδοσης των τίτλων πρέπει να παρέχει στην επιχείρηση ασφάλισης ζωής τη δυνατότητα να αναβάλει την πληρωμή των τόκων του δανείου·

γ) οι απαιτήσεις του δανειστή έναντι της επιχείρησης ασφάλισης ζωής πρέπει να κατατάσσονται εξ ολοκλήρου μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών που δεν έχουν μειωμένη εξασφάλιση·

δ) τα έγγραφα τα σχετικά με την έκδοση των τίτλων πρέπει να προβλέπουν τη δυνατότητα κάλυψης των ζημιών από το χρέος και τους μη καταβληθέντες τόκους, επιτρέποντας συγχρόνως τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης ασφάλισης ζωής·

ε) μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα ποσά που έχουν πλήρως καταβληθεί.

2. Στο βαθμό που το επιτρέπει το εθνικό δίκαιο, αποθεματικά κερδών εμφανιζόμενα στον ισολογισμό, όταν μπορούν να χρησιμοποιηθούν τυχόν ανακυπτουσών ζημιών και εφόσον δεν έχουν καταστεί διαθέσιμα προς διανομή στους αντισυμβαλλομένους.

3. Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της επιχείρησης προς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το κεντρικό της κατάστημα, και με τη συγκατάθεση αυτής της αρμόδιας αρχής:

α) ποσό ίσο προς το 50 % των μελλοντικών κερδών της επιχείρησης, υπολογιζόμενων ως γινόμενο του εκτιμώμενου ετήσιου κέρδους επί συντελεστή που αντιπροσωπεύει τη μέση υπολειπόμενη διάρκεια των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και που δεν μπορεί να είναι ανώτερος του 10. Το εκτιμώμενο ετήσιο κέρδος ισούται με τον αριθμητικό μέσο όρο των πραγματοποιηθέντων κερδών κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε εταιρικών χρήσεων από τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο άρθρο 2 της παρούσας οδηγίας.

Η βάση υπολογισμού του πολλαπλασιαστικού συντελεστού του εκτιμώμενου ετησίου κέρδους, καθώς και τα στοιχεία των πραγματοποιηθέντων κερδών ορίζονται, με κοινή συμφωνία, από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών σε συνεργασία με την Επιτροπή. Μέχρις ότου επιτευχθεί η συμφωνία αυτή, τα στοιχεία αυτά καθορίζονται σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους καταγωγής.

Αφού οι αρμόδιες αρχές ορίσουν την έννοια των πραγματοποιηθέντων κερδών, η Επιτροπή θα υποβάλει προτάσεις για την εναρμόνιση αυτής της εννοίας στο πλαίσιο οδηγίας για την εναρμόνιση των ετησίων λογαριασμών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και το συντονισμό που προβλέπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ·

β) στην περίπτωση που δεν χρησιμοποιείται η μέθοδος Zillmer, ή στην περίπτωση που χρησιμοποιείται μεν, αλλά δεν φθάνει την επιβάρυνση προσκτήσεως που περιλαμβάνεται μέσα στο ασφάλιστρο, από τη διαφορά μεταξύ του μαθηματικού αποθεματικού που δεν έχει υπολογισθεί με τη μέθοδο Zillmer, ή έχει μερικώς υπολογισθεί με τον τρόπο αυτό, και ενός μαθηματικού αποθεματικού που έχει υπολογισθεί κατά τη μέθοδο Zillmer με συντελεστή ίσο προς την επιβάρυνση προσκτήσεως, η οποία περιλαμβάνεται μέσα στο ασφάλιστρο. Το ποσό αυτό σε καμιά περίπτωση δεν δύναται να υπερβαίνει το 3,5 % του αθροίσματος των διαφορών μεταξύ των κεφαλαίων του κλάδου "ζωής" και των μαθηματικών αποθεματικών για το σύνολο των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, στα οποία είναι δυνατή η εφαρμογή της μεθόδου Zillmer. Η διαφορά αυτή όμως μειώνεται, ενδεχομένως, κατά το ποσό των μη αποσβεσθέντων εξόδων προσκτήσεως που έχουν καταχωρισθεί στο ενεργητικό·

γ) σε περίπτωση συμφωνίας των αρμόδιων αρχών των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, στην επικράτεια των οποίων η ασφαλιστική επιχείρηση ασκεί τις δραστηριότητές της, από τα λανθάνοντα πλεονάσματα που οφείλονται σε υποεκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού και υπερεκτίμηση των στοιχείων του παθητικού, εξαιρέσει των μαθηματικών αποθεματικών, κατά το μέτρο που τα λανθάνοντα αυτά πλεονάσματα δεν παρουσιάζουν εξαιρετικό χαρακτήρα.

Β. Ελάχιστο περιθώριο φερεγγυότητας

Υπό την επιφύλαξη του σημείου Γ, το ελάχιστο περιθώριο φερεγγυότητας καθορίζεται ως εξής, ανάλογα με τους ασκούμενους κλάδους:

α) Για τα είδη ασφαλίσεως που προβλέπονται στο άρθρο 2 σημείο 1 στοιχεία α) και β) της παρούσας οδηγίας, εκτός από τις ασφαλίσεις που συνδέονται με κεφάλαια επενδύσεως και για τις εργασίες που προβλέπονται στο άρθρο 2 σημείο 3 της παρούσας οδηγίας, πρέπει να είναι ίσο με το άθροισμα των ακόλουθων δύο αποτελεσμάτων:

- πρώτο αποτέλεσμα:

ο αριθμός που αντιπροσωπεύει το 4 % των μαθηματικών αποθεματικών τα οποία αφορούν τις εργασίες πρωτασφαλίσεως άνευ αφαιρέσεως των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων, και τις αποδοχές αντασφαλίσεως, πολλαπλασιάζεται επί τον κατά τελευταία χρήση λόγο μεταξύ του ποσού των μαθηματικών αποθεματικών μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων και του ανωτέρω αναφερομένου ποσού των ακαθαρίστων μαθηματικών αποθεματικών. Ο λόγος αυτός δεν δύναται, σε καμιά περίπτωση, να είναι κατώτερος του 85 %,

- δεύτερο αποτέλεσμα:

για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια των οποίων τα κεφάλαια κινδύνου δεν είναι αρνητικά, ο αριθμός που αντιπροσωπεύει το 0,3 % αυτών των κεφαλαίων που έχουν αναληφθεί από την ασφαλιστική επιχείρηση πολλαπλασιάζεται επί τον κατά την τελευταία χρήση λόγο του ποσού των κεφαλαίων κινδύνου που παραμένουν εις βάρος της επιχειρήσεως μετά την αντασφαλιστική εκχώρηση και αντεκχώρηση προς το ποσό των κεφαλαίων κινδύνου χωρίς την αφαίρεση της αντασφαλίσεως, ο λόγος αυτός σε καμιά περίπτωση δεν δύναται να είναι κατώτερος του 50 %.

Για τις πρόσκαιρες ασφαλίσεις θανάτου ανωτάτης διαρκείας τριών ετών το ανωτέρω ποσοστό είναι 0,1 %, για τις ασφαλίσεις διαρκείας μεγαλυτέρας των τριών και μικροτέρας των πέντε ετών το ανωτέρω ποσοστό είναι 0,15 %.

β) Για τις συμπληρωματικές ασφαλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 2 σημείο 1 στοιχείο γ) της παρούσας οδηγίας πρέπει να ισούται με το αποτέλεσμα του ακόλουθου υπολογισμού:

- αθροίζονται τα ασφάλιστρα ή οι εισφορές, συμπεριλαμβανομένων και των παρεπομένων δικαιωμάτων που έχουν πραγματοποιηθεί σε δραστηριότητες πρωτασφαλίσεως κατά τη διάρκεια της τελευταίας χρήσεως, όποιες χρήσεις και αν αφορούν,

- προστίθεται το ποσό των ασφαλίστρων για τις γενόμενες αποδεκτές αντασφαλίσεις κατά τη διάρκεια της τελευταίας χρήσεως,

- αφαιρείται από αυτά το συνολικό ποσό των ασφαλίστρων ή των εισφορών που ακυρώθηκαν κατά την τελευταία χρήση, καθώς και το συνολικό ποσό των φόρων και επιβαρύνσεων που αφορούν τα ασφάλιστρα, ή τις εισφορές που έχουν περιληφθεί στο άθροισμα.

Αφού κατανεμηθεί το εξαγόμενο ποσό σε δύο τμήματα, το πρώτο, το οποίο ανέρχεται στα 10 εκατομμύρια ευρώ και το δεύτερο, το οποίο περιλαμβάνει το υπόλοιπο, υπολογίζονται επί των τμημάτων αυτών ποσοστά 18 και 16 %, αντιστοίχως, και αθροίζονται.

Το άθροισμα που υπολογίζεται με τον τρόπο αυτό πολλαπλασιάζεται επί τον υφιστάμενο κατά την τελευταία χρήση λόγο του ποσού των ασφαλιστικών ζημιών, που παραμένουν εις βάρος της ασφαλιστικής επιχειρήσεως μετά την αντασφαλιστική εκχώρηση και αντεκχώρηση του ακαθάριστου ποσού των ζημιών. Ο λόγος αυτός δεν δύναται να είναι, σε καμιά περίπτωση, κατώτερος του 50 %.

Στην περίπτωση της ενώσεως ασφαλιστών υπό την επωνυμία Lloyd's, ο υπολογισμός του ποσού του περιθωρίου φερεγγυότητας γίνεται βάσει των καθαρών ασφαλίστρων. Τα ασφάλιστρα αυτά πολλαπλασιάζονται επί ένα κατ’ αποκοπήν ποσοστό, το ύψος του οποίου καθορίζεται ετησίως από την αρμόδια ελεγκτική αρχή του κράτους μέλους της έδρας. Το κατ’ αποκοπήν αυτό ποσοστό πρέπει να υπολογίζεται βάσει των πλέον προσφάτων στατιστικών στοιχείων που αφορούν ιδίως τις καταβληθείσες προμήθειες. Τα στοιχεία αυτά, όπως και ο σχετικός υπολογισμός, ανακοινώνονται στις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές των κρατών, στην επικράτεια των οποίων είναι εγκατεστημένο το Lloyd's.

γ) Για τις ασφαλίσεις ασθενείας μακράς διαρκείας, μη ακυρώσιμες, που προβλέπονται στο άρθρο 2 σημείο 1 στοιχείο δ) της παρούσας οδηγίας, και για τις εργασίες κεφαλαιοποιήσεως που προβλέπονται στο άρθρο 2 σημείο 2 στοιχείο β) της παρούσας οδηγίας, πρέπει να είναι ίσο με το 4 % των μαθηματικών αποθεματικών, που υπολογίζεται σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο στοιχείο α) πρώτο αποτέλεσμα του παρόντος άρθρου τμήματος.

δ) Για τις εργασίες τοντινών που προβλέπονται στο άρθρο 2 σημείο 2 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, πρέπει να είναι ίσο με το 1 % του ενεργητικού των ενώσεων.

ε) Για τις ασφαλίσεις που εμπίπτουν στο άρθρο 2 σημείο 1 στοιχεία α) και β) της παρούσας οδηγίας που σχετίζονται με κεφάλαια επενδύσεως, και για τις εργασίες που προβλέπονται στο άρθρο 2 σημείο 2 στοιχεία γ), δ) και ε) της παρούσας οδηγίας, πρέπει να είναι ίσο:

- προς το 4 % των μαθηματικών αποθεματικών που υπολογίζεται σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο στοιχείο α) πρώτο αποτέλεσμα του παρόντος τμήματος, κατά το μέτρο που η επιχείρηση αναλαμβάνει τον κίνδυνο της τοποθετήσεως, και προς το 1 % των αποθεματικών που έχει υπολογισθεί με τον ίδιο τρόπο, κατά το μέτρο που η επιχείρηση δεν καλύπτει τον κίνδυνο τοποθετήσεως του κεφαλαίου, και υπό τον όρο ότι η διάρκεια της συμβάσεως είναι μεγαλύτερη των πέντε ετών, και ότι το ποσό που προορίζεται να καλύψει τα έξοδα διαχειρίσεως που προβλέπονται στη σύμβαση καθορίζεται για περίοδο μεγαλύτερη των πέντε ετών, συν

- το 0,3 % των κεφαλαίων κινδύνου που υπολογίζεται σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο στοιχείο α) δεύτερο αποτέλεσμα πρώτο εδάφιο του παρόντος τμήματος, κατά το μέτρο που η ασφαλιστική επιχείρηση καλύπτει τον κίνδυνο θανάτου.

Γ. Κεφάλαιο εγγύησης

1. Το ένα τρίτο του απαιτουμένου περιθωρίου φερεγγυότητας, όπως αυτό καθορίζεται στο Τμήμα Β, αποτελεί το κεφάλαιο εγγυήσεως. Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος τμήματος, αποτελείται, κατά τα 50 % τουλάχιστον, από τα στοιχεία που απαριθμούνται στο τμήμα Α σημεία 1 και 2.

2.

α) Το κεφάλαιο εγγυήσεως εν τούτοις, είναι κατ’ ελάχιστο όριο 800000 ευρώ.

β) Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν τη μείωση αυτού του ελαχίστου ορίου του κεφαλαίου εγγυήσεως σε 600000 ευρώ προκειμένου για τις ενώσεις αλληλασφαλίσεως, τις εταιρείες αλληλασφαλιστικής μορφής και τις τοντίνες.

γ) Για τις ενώσεις αλληλασφαλίσεως, που προβλέπονται στο άρθρο 3 σημείο 6 δεύτερη περίπτωση δεύτερη φράση, από τη στιγμή που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, καθώς και για τις τοντίνες, τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν τη σύσταση ενός ελάχιστου κεφαλαίου εγγυήσεως ίσου προς 100000 ευρώ, το οποίο θα αυξάνει προοδευτικά έως το ύψος του ποσού που καθορίζεται στο στοιχείο β) του παρόντος τμήματος, σε διαδοχικές δόσεις των 100000 ευρώ, κάθε φορά που το ποσό των εισφορών αυξάνεται κατά 500000 ευρώ.

δ) Το ελάχιστο κεφάλαιο εγγυήσεως που προβλέπεται στα στοιχεία α), β), και γ) του παρόντος τμήματος πρέπει να αποτελείται από τα στοιχεία που απαριθμούνται στο τμήμα Α, σημεία 1 και 2.

3. Οι ενώσεις αλληλασφαλίσεως, που επιθυμούν να επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 4, ή του άρθρου 40 της παρούσας οδηγίας, δύνανται να πράξουν τούτο μόνον εφόσον συμμορφωθούν αμέσως με τις απαιτήσεις της παραγράφου 2 στοιχεία α) και β) του παρόντος τμήματος.

ê 2005/68/ΕΚ (προσαρμοσμένο)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I III

Ö ΜΟΡΦΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Õ

ê 92/49/EOK άρθρο 6 (προσαρμοσμένο)

1. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ζητούν τη χορήγηση άδειας Ö Α. Μορφή επιχειρήσεων ασφάλισης ζημιών Õ :

(α) να υιοθετούν μία από τις ακόλουθες μορφές:

1. όσον αφορά το Βασίλειο του Βελγίου: «société anonyme – naamloze vennootschap» – , «société en commandite par actions – commanditaire vennootschap op aandelen» – ,«association d'assurance mutuelle – onderlinge verzekeringsvereniging» – ,«société coopérative – coöperatieve vennootschap,

ê 2006/101/ΕΚ άρθρο 1 και παράρτημα σημ. 1

2. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας: «акционерно дружество»,

ê άρθρο 20 και παράρτημα II, σ. 335

3. όσον αφορά την Τσεχική Δημοκρατία: « akciová společnost », « družstvo »,

ê 92/49/EOK άρθρο 6

4. όσον αφορά το Βασίλειο της Δανίας: «aktieselskaber», «gensidige selskaber»,

5. όσον αφορά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας: «Aktiengesellschaft», «Versicherungsverein auf Gegenseitigkeit», «Öffentlich-rechtliches Wettbewerbsversicherungsunternehmen»,

ê άρθρο 20 και παράρτημα II, σ. 335

6. όσον αφορά την Δημοκρατία της Εσθονίας: « aktsiaselts »,

ê 92/49/EOK άρθρο 6

7. όσον αφορά την Ιρλανδία: incorporated companies limited by shares or by guarantee or unlimited,

8. όσον αφορά την Ελληνική Δημοκρατία: «ανώνυμη εταιρία», «αλληλασφαλιστικός συνεταιρισμός»,

9. όσον αφορά το Βασίλειο της Ισπανίας: «sociedad anónima», «sociedad mutua», «sociedad cooperativa»,

10. όσον αφορά τη Γαλλική Δημοκρατία: «société anonyme», «société d'assurance mutuelle», «institution de prévoyance régie par le code de la sécurité sociale», «institution de prévoyance régie par le code rural» και «mutuelles régies par le code de la mutualité»,

11. όσον αφορά την Ιταλική Δημοκρατία: «società per azioni», «società cooperativa», «mutua di assicurazione»,

ê άρθρο 20 και παράρτημα II, σ. 335 (προσαρμοσμένο)

12. όσον αφορά την Κυπριακή Δημοκρατία: « Εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης χωρίς μετοχικό κεφάλαιο »,

13. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Λετονίας: « apdrošināšanas akciju sabiedrība », « savstarpējās apdrošināšanas kooperatīvā biedrība »,

14. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Λιθουανίας: « akcinės bendrovės », « uždarosios Ö uždaroji Õ akcinės bendrovės »,

ê 92/49/EOK άρθρο 6

15. όσον αφορά το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου: «société anonyme», «société en commandite par actions», «association d'assurances mutuelles», «société coopérative»,

ê άρθρο 20 και παράρτημα II, σ. 335

ð νέο

16. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Ουγγαρίας: « biztosító részvénytársaság », « biztosító szövetkezet », « biztosító egyesület », « külföldi székhelyű biztosító magyarországi fióktelepe »,

17. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Μάλτας: «kumpanija pubblika», «kumpanija privata», «fergħa», «Korp ta' l- Assikurazzjoni Rikonnoxxut» ð «limited liability company/ kumpannija b` responsabbilta` limitata»ï,

ê 92/49/EOK άρθρο 6

18. όσον αφορά το Βασίλειο των Κάτω Χωρών: «naamloze vennootschap», «onderlinge waarborgmaatschappij»,

ê Πράξη Προσχώρησης της Αυστρίας, της Σουηδίας και της Φινλανδίας άρθρο 29 και παράρτημα I, σ. 197

19. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Αυστρίας: «Aktiengesellschaft», «Versicherungsverein auf Gegenseitigkeit»,

ê άρθρο 20 και παράρτημα II, σ. 335

20. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Πολωνίας: « spółka akcyjna », « towarzystwo ubezpieczeń wzajemnych »,

ê 92/49/EOK άρθρο 6

21. όσον αφορά την Πορτογαλική Δημοκρατία: «sociedade anónima», «mútua de seguros»,

ê 2006/101/ΕΚ άρθρο 1 και παράρτημα σημ. 1

22. όσον αφορά τη Ρουμανία: «societăţi pe acţiuni», «societăţi mutuale»,

ê άρθρο 20 και παράρτημα II, σ. 335

23. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Σλοβενίας: « delniška družba », « družba za vzajemno zavarovanje »,

24. όσον αφορά τη Σλοβακική Δημοκρατία: « akciová spoločnost »,

ê Πράξη Προσχώρησης της Αυστρίας, της Σουηδίας και της Φινλανδίας άρθρο 29 και παράρτημα I, σ. 197

25. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Φινλανδίας: «keskinäinen vakuutusyhtiö – ömsesidigt försäkringsbolag» – , «vakuutusosakeyhtiö – försäkringsaktiebolag» – , «vakuutusyhdistys – försäkringsförening»,

26. όσον αφορά το Βασίλειο της Σουηδίας: «försäkringsaktiebolag», «ömsesidiga försäkringsbolag», «understödsföreningar»,

ê 92/49/EOK άρθρο 6

27. όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο: incorporated companies limited by shares or by guarantee or unlimited, societies registered under the Industrial and Provident Societies Acts, societies registered under the Friendly Societies Acts, the association of underwriters known as Lloyd's,

ê 92/49/EOK άρθρο 6 (προσαρμοσμένο)

28. Η ασφαλιστική επιχείρηση θα μπορεί επίσης να υιοθετήσει Ö σε κάθε περίπτωση και εναλλακτικά προς τις μορφές που απαριθμούνται στα σημεία 1 έως 27, Õ τη μορφή της ευρωπαϊκής εταιρείας όταν θα δημιουργηθεί Ö , (SE) όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 του Συμβουλίου Õ [88].

ê 2002/83/ΕΚ άρθρο 6 (προσαρμοσμένο)

1. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ζητούν τη χορήγηση άδειας:

B. (α) να υιοθετούν μία από τις ακόλουθες μορφές: Ö Μορφή επιχειρήσεων ασφάλισης ζωής Õ :

1. όσον αφορά το Βασίλειο του Βελγίου: «société anonyme/naamloze vennootschap», «société en commandite par actions/commanditaire vennootschap op aandelen», «association d'assurance mutuelle/onderlinge verzekeringsvereniging», «société coopérative/coöperatieve vennootschap»,

ê 2006/101/ΕΚ άρθρο 1 και παράρτημα σημ. 3

2. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας: «акционерно дружество», «взаимозастрахователна кооперация»,

ê 2004/66/ΕΚ άρθρο 1 και παράρτημα

3. όσον αφορά την Τσεχική Δημοκρατία: «akciová společnost», «družstvo»,

ê 2002/83/ΕΚ

4. όσον αφορά το Βασίλειο της Δανίας: «aktieselskaber», «gensidige selskaber», «pensionskasser omfattet af lov om forsikringsvirksomhed (tværgående pensionskasser)»,

5. όσον αφορά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας: «Aktiengesellschaft», «Versicherungsverein auf Gegenseitigkeit», «öffentlich-rechtliches Wettbewerbsversicherungsunternehmen»,

ê 2004/66/ΕΚ άρθρο 1 και παράρτημα

6. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Εσθονίας: «aktsiaselts»,

ê 2002/83/ΕΚ

7. όσον αφορά την Ιρλανδία: «incorporated companies limited by shares or by guarantee or unlimited», «societies registered under the Industrial and Provident Societies Acts» και «societies registered under the Friendly Societies Acts»,

8. όσον αφορά την Ελληνική Δημοκρατία: «ανώνυμη εταιρεία»,

9. όσον αφορά το Βασίλειο της Ισπανίας: «sociedad anónima», «sociedad mutua», «sociedad cooperativa»,

10. όσον αφορά τη Γαλλική Δημοκρατία: «société anonyme», «société d'assurance mutuelle», «institution de prévoyance régie par le code de la sécurité sociale», «institution de prévoyance régie par le code rural» and «mutuelles régies par le code de la mutualité»,

11. όσον αφορά την Ιταλική Δημοκρατία: «societá per azioni», «societá cooperativa», «mutua di assicurazione»,

ê 2004/66/ΕΚ άρθρο 1 και παράρτημα (προσαρμοσμένο)

12. όσον αφορά την Κυπριακή Δημοκρατία: «Εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση»,

13. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Λετονίας: «apdrošināšanas akciju sabiedrība», «savstarpējās apdrošināšanas kooperatīvā biedrība»,

14. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Λιθουανίας: « akcinės bendrovės », « uždarosios Ö uždaroji Õ akcinės bendrovės »,

ê 2002/83/ΕΚ

15. όσον αφορά το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου: «société anonyme», «société en commandite par actions», «association d'assurances mutuelles», «société coopérative»,

ê 2004/66/ΕΚ άρθρο 1 και παράρτημα

ð νέο

16. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Ουγγαρίας: «biztosító részvénytársaság», «biztosító szövetkezet», «biztosító egyesület», «külföldi székhelyű biztosító magyarországi fióktelepe»,

17. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Μάλτας: «kumpanija pubblika», «kumpanija privata», «fergħa», «Korp ta' l- Assikurazzjoni Rikonnoxxut» ð «limited liability company/ kumpannija b` responsabbilta` limitata»ï,

ê 2002/83/ΕΚ

18. όσον αφορά το Βασίλειο των Κάτω Χωρών: «naamloze vennootschap», «onderlinge waarborgmaatschappij»,

ê 2002/83/ΕΚ

19. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Αυστρίας: «Aktiengesellschaft», «Versicherungsverein auf Gegenseitigkeit»,

ê 2004/66/ΕΚ άρθρο 1 και παράρτημα

20. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Πολωνίας: «spółka akcyjna», «towarzystwo ubezpieczeń wzajemnych»,

ê 2002/83/ΕΚ

21. όσον αφορά την Πορτογαλική Δημοκρατία: «sociedade anónima», «mútua de seguros»,

ê 2006/101/ΕΚ άρθρο 1 και παράρτημα σημ. 3

22. όσον αφορά τη Ρουμανία: «societăţi pe acţiuni», «societăţi mutuale»,

ê 2004/66/ΕΚ άρθρο 1 και παράρτημα

23. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Σλοβενίας: «delniška družba», «družba za vzajemno zavarovanje»,

24. όσον αφορά τη Σλοβακική Δημοκρατία: «akciová spoločnost»,

ê 2002/83/ΕΚ (προσαρμοσμένο)

25. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Φινλανδίας: «keskinäinen vakuutusyhtiö/ömsesidigt försäkringsbolag», «vakuutusosakeyhtiö/försäkringsaktiebolag», «vakuutusyhdistys/försäkringsförening»,

26. όσον αφορά το Βασίλειο της Σουηδίας: «försäkringsaktiebolag», «ömsesidiga försäkringsbolag», «understödsföreningar»,

27. όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο: «incorporated companies limited by shares or by guarantee or unlimited», «societies registered under the Industrial and Provident Societies Acts», «societies registered or incorporated under the Friendly Societies Acts», «the association of underwriters known as Lloyd's»,

28. Η ασφαλιστική επιχείρηση θα μπορεί επίσης να υιοθετήσει Ö σε κάθε περίπτωση και εναλλακτικά προς τις μορφές που απαριθμούνται στα σημεία 1 έως 27, Õ τη μορφή της ευρωπαϊκής εταιρείας, αφ’ ης στιγμής θεσπιστεί η μορφή αυτή Ö (SE), όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 του Συμβουλίου Õ .

ê 2005/68/ΕΚ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Γ. Μορφή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων:

1. όσον αφορά το Βασίλειο του Βελγίου: «société anonyme/naamloze vennootschap», «société en commandite par actions/commanditaire vennootschap op aandelen», «association d'assurance mutuelle/onderlinge verzekeringsvereniging», «société coopérative/coöperatieve vennootschap»·

ò νέο

2. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας: «акционерно дружество»·

ê 2005/68/ΕΚ

3. όσον αφορά την Τσεχική Δημοκρατία: «akciová společnost»·

4. όσον αφορά το Βασίλειο της Δανίας: «aktieselskaber», «gensidige selskaber»·

5. όσον αφορά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας: «Aktiengesellschaft», «Versicherungsverein auf Gegenseitigkeit», «Öffentlich-rechtliches Wettbewerbsversicherungsunternehmen»·

6. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Εσθονίας: «aktsiaselts»·

7. όσον αφορά την Ιρλανδία: incorporated companies limited by shares or by guarantee or unlimited·

8. όσον αφορά την Ελληνική Δημοκρατία: «ανώνυμη εταιρία», «αλληλασφαλιστικός συνεταιρισμός»·

9. όσον αφορά το Βασίλειο της Ισπανίας: «sociedad anónima»·

10. όσον αφορά τη Γαλλική Δημοκρατία: «société anonyme», «société d'assurance mutuelle», «institution de prévoyance régie par le code de la sécurité sociale», «institution de prévoyance régie par le code rural» and «mutuelles régies par le code de la mutualité»·

11. όσον αφορά την Ιταλική Δημοκρατία: «società per azioni»·

12. όσον αφορά την Κυπριακή Δημοκρατία: «Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης με μετοχές» ή «Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης με εγγύηση»·

13. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Λετονίας: «akciju sabiedrība», «sabiedrība ar ierobežotu atbildību»·

14. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Λιθουανίας: «akcinė bendrovė», «uždaroji akcinė bendrovė»·

15. όσον αφορά το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου: «société anonyme», «société en commandite par actions», «association d'assurances mutuelles», «société coopérative»·

16. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Ουγγαρίας: «biztosító részvénytársaság», «biztosító szövetkezet», «harmadik országbeli biztosító magyarországi fióktelepe»·

17. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Μάλτας: «limited liability company/kumpannija tà responsabbiltà limitata»·

18. όσον αφορά το Βασίλειο των Κάτω Χωρών: «naamloze vennootschap», «onderlinge waarborgmaatschappij»·

19. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Αυστρίας: «Aktiengesellschaft», «Versicherungsverein auf Gegenseitigkeit»·

20. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Πολωνίας: «spółka akcyjna», «towarzystwo ubezpieczeń wzajemnych·

21. όσον αφορά την Πορτογαλική Δημοκρατία: «sociedade anónima», «mútua de seguros»·

ò νέο

22. όσον αφορά τη Ρουμανία: «societate pe actiuni»·

ê 2005/68/ΕΚ (προσαρμοσμένο)

23. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Σλοβενίας: «delniška družba»·

24. όσον αφορά τη Σλοβακική Δημοκρατία: «akciová spoločnost»·

25. όσον αφορά τη Δημοκρατία της Φινλανδίας: «keskinäinen vakuutusyhtiö/ömsesidigt försäkringsbolag», «vakuutusosakeyhtiö/försäkringsaktiebolag», «vakuutusyhdistys/försäkringsförening»·

26. όσον αφορά το Βασίλειο της Σουηδίας: «försäkringsaktiebolag», «ömsesidigt försäkringsbolag»·

27. όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο: incorporated companies limited by shares or by guarantee or unlimited, societies registered under the Industrial and Provident Societies Acts, societies registered or incorporated under the Friendly Societies Acts, «the association of underwriters known as Lloyd's».

Ö 28. σε κάθε περίπτωση και εναλλακτικά προς τις μορφές που απαριθμούνται στα σημεία 1 έως 27, τη μορφή της ευρωπαϊκής εταιρείας (SE), όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 του Συμβουλίου Õ .

ê 2001/17/ΕΚ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΕΙΔΙΚΟ ΜΗΤΡΩΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

1. Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση πρέπει να τηρεί στην έδρα της ειδικό μητρώο όπου εγγράφονται τα στοιχεία του ενεργητικού τα οποία χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των τεχνικών προβλέψεων, που υπολογίζονται και επενδύονται σύμφωνα με τους κανόνες του κράτους μέλους καταγωγής.

2. Η ασφαλιστική επιχείρηση που ασχολείται τόσο με ασφαλίσεις εκτός ασφάλειας ζωής όσο και με ασφάλειες ζωής, πρέπει να τηρεί χωριστά βιβλία για κάθε τύπο ασφάλισης στην έδρα της. Ωστόσο, όταν ένα κράτος μέλος επιτρέπει σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις να καλύπτουν τον τομέα της ασφάλειας ζωής και τους κινδύνους που απαριθμούνται στα σημεία 1 και 2 του παραρτήματος Α της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, δύνανται να προβλέπει ότι οι εν λόγω ασφαλιστικές επιχειρήσεις πρέπει να τηρούν ενιαίο βιβλίο για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους.

3. Η συνολική αξία των εγγεγραμμένων στοιχείων του ενεργητικού, υπολογιζόμενη σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν στο κράτος μέλος καταγωγής, δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να υστερεί της αξίας των τεχνικών προβλέψεων.

4. Όταν ένα καταχωρημένο στοιχείο του ενεργητικού είναι βεβαρημένο με εμπράγματο δικαίωμα υπέρ πιστωτού ή τρίτου, ώστε μέρος της αξίας του να μην είναι διαθέσιμο για την κάλυψη υποχρεώσεων, το γεγονός αυτό καταγράφεται στο βιβλίο και το μη διαθέσιμο ποσό δεν περιλαμβάνεται στη συνολική αξία που αναφέρει το σημείο 3.

5. Όταν ένα στοιχείο του ενεργητικού το οποίο χρησιμοποιείται για την κάλυψη τεχνικών προβλέψεων, είναι βεβαρημένο με εμπράγματο δικαίωμα υπέρ πιστωτού ή τρίτου, χωρίς να πληρούνται οι όροι του σημείου 4, ή όταν το εν λόγω στοιχείο του ενεργητικού είναι αντικείμενο επιφύλαξης κυριότητας υπέρ πιστωτή ή τρίτου ή όταν πιστωτής έχει δικαίωμα να ζητήσει τον συμψηφισμό της απαιτήσεώς του έναντι της απαιτήσεως της ασφαλιστικής επιχείρησης, η μεταχείριση αυτού του στοιχείου του ενεργητικού σε περίπτωση εκκαθάρισης της ασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με τη μέθοδο που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1, στοιχείο α), καθορίζεται από το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής, εκτός εάν εφαρμόζονται σ' αυτό το στοιχείο του ενεργητικού τα άρθρα 20, 21 ή 22.

6. Η σύνθεση των στοιχείων του ενεργητικού που είναι εγγεγραμμένα στο μητρώο σύμφωνα με τα σημεία 1 έως 5, κατά την έναρξη των διαδικασιών εκκαθάρισης, δεν πρέπει να μεταβάλλεται εν συνεχεία ούτε πρέπει να επέρχεται καμμιά άλλη αλλαγή των μητρώων εκτός από τη διόρθωση τεχνικών λαθών, παρά μόνον κατόπιν αδείας της αρμόδιας αρχής.

7. Παρά το σημείο 6, οι εκκαθαριστές πρέπει να προσθέτουν στα εν λόγω στοιχεία του ενεργητικού την απόδοση και την αξία των καθαρών ασφαλίστρων που εισπράττονται για τη συγκεκριμένη κατηγορία πράξεων μεταξύ της έναρξης των διαδικασιών εκκαθάρισης και της ημερομηνίας πληρωμής των απαιτήσεων εξ ασφαλίσεως ή έως ότου πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε μεταβίβαση χαρτοφυλακίου.

8. Εάν το προϊόν της ρευστοποίησης των στοιχείων του ενεργητικού υστερεί της αξίας τους, όπως υπολογίζεται στα βιβλία, οι εκκαθαριστές πρέπει να αιτιολογούν το γεγονός αυτό ενώπιον των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής.

9. Οι εποπτικές αρχές των κρατών μελών πρέπει να λαμβάνουν τα δέοντα μέτρα, ώστε να διασφαλίζουν την πλήρη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος παραρτήματος από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

ê 2005/68/ΕΚ άρθρο 59 σημ. 9 και παράρτημα II

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΦΕΡΕΓΓΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

1. ΕΠΙΛΟΓΗ ΜΕΘΟΔΟΥ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Α. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπολογισμός της αναπροσαρμοσμένης φερεγγυότητας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 2 παράγραφος 1 πραγματοποιείται σύμφωνα με μία από τις μεθόδους που περιγράφονται στο σημείο 3. Ωστόσο, ένα κράτος μέλος μπορεί να προβλέψει ότι οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν ή επιβάλλουν την εφαρμογή μιας από τις μεθόδους του σημείου 3 διαφορετικής από εκείνη που επιλέγει το κράτος μέλος.

Β. Αναλογικότητα

Ο υπολογισμός της αναπροσαρμοσμένης φερεγγυότητας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων λαμβάνει υπόψη το αναλογικό μερίδιο που κατέχει η συμμετέχουσα επιχείρηση στις συνδεδεμένες με αυτή επιχειρήσεις.

Ως αναλογικό μερίδιο νοείται είτε, οσάκις χρησιμοποιείται η μέθοδος 1 ή η μέθοδος 2 του σημείου 3, το μερίδιο του εγγεγραμμένου κεφαλαίου που κατέχεται, είτε άμεσα είτε έμμεσα, από τη συμμετέχουσα επιχείρηση, είτε, οσάκις χρησιμοποιείται η μέθοδος 3 του σημείου 3, τα ποσοστά που χρησιμοποιούνται κατά την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών.

Ωστόσο, ανεξάρτητα από τη μέθοδο που χρησιμοποιείται, όταν η συνδεδεμένη επιχείρηση είναι θυγατρική που παρουσιάζει έλλειμμα φερεγγυότητας, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό έλλειμμα φερεγγυότητας της θυγατρικής.

Ωστόσο, οσάκις, κατά τη γνώμη των αρμοδίων αρχών, η ευθύνη της μητρικής επιχείρησης που κατέχει μερίδιο του κεφαλαίου είναι περιορισμένη, αυστηρά και χωρίς αμφισβήτηση, στο συγκεκριμένο μερίδιο του κεφαλαίου, οι αυτές αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν να ληφθεί υπόψη το έλλειμμα φερεγγυότητας της θυγατρικής σε αναλογική βάση.

Οσάκις δεν υπάρχουν δεσμοί κεφαλαίου μεταξύ ορισμένων από τις επιχειρήσεις του ασφαλιστικού ομίλου, οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν το αναλογικό μερίδιο που πρέπει να ληφθεί υπόψη.

Γ. Αποφυγή της διπλής χρήσης των στοιχείων του περιθωρίου φερεγγυότητας

Γ.1. Γενική αντιμετώπιση των στοιχείων του περιθωρίου φερεγγυότητας

Ανεξάρτητα από τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας ασφαλιστικής επιχείρησης, πρέπει να καταργηθεί η διπλή χρήση στοιχείων επιλέξιμων για το περιθώριο φερεγγυότητας μεταξύ των διαφόρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων που λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό αυτό.

Προς το σκοπό αυτό, κατά τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας ασφαλιστικής επιχείρησης και εφόσον οι μέθοδοι που περιγράφονται στο σημείο 3 δεν προβλέπουν ήδη κάτι τέτοιο, αποκλείονται τα ακόλουθα ποσά:

- η αξία τυχόν περιουσιακών στοιχείων της ασφαλιστικής επιχείρησης, τα οποία αντιπροσωπεύουν τη χρηματοδότηση στοιχείων επιλέξιμων για το περιθώριο φερεγγυότητας μιας από τις συνδεδεμένες με αυτήν ασφαλιστικές επιχειρήσεις,

- η αξία τυχόν περιουσιακών στοιχείων ασφαλιστικής επιχείρησης συνδεδεμένης προς αυτή την ασφαλιστική επιχείρηση, τα οποία αντιπροσωπεύουν τη χρηματοδότηση στοιχείων επιλέξιμων για το περιθώριο φερεγγυότητας της οικείας ασφαλιστικής επιχείρησης,

- η αξία τυχόν περιουσιακών στοιχείων ασφαλιστικής επιχείρησης συνδεδεμένης προς αυτή την ασφαλιστική επιχείρηση, τα οποία αντιπροσωπεύουν τη χρηματοδότηση στοιχείων επιλέξιμων για το περιθώριο φερεγγυότητας οιασδήποτε άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης συνδεδεμένης με αυτή την ασφαλιστική επιχείρηση.

Γ.2. Μεταχείριση ορισμένων στοιχείων

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του σημείου Γ.1:

- τα αποθεματικά που δημιουργούνται από τα κέρδη και τα μελλοντικά κέρδη ασφαλιστικής επιχείρησης ζωής συνδεδεμένης προς την ασφαλιστική επιχείρηση, την οποία αφορά ο υπολογισμός της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας και

- τα εγγεγραμμένα αλλά μη καταβεβλημένα μερίδια κεφαλαίου ασφαλιστικής επιχείρησης ζωής συνδεδεμένης προς την ασφαλιστική επιχείρηση, την οποία αφορά ο υπολογισμός της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας,

περιλαμβάνονται στον υπολογισμό μόνον εφόσον είναι επιλέξιμα για την κάλυψη του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας της συνδεδεμένης αυτής επιχείρησης. Ωστόσο, τα τυχόν εγγεγραμμένα αλλά μη καταβεβλημένα κεφάλαια, που συνιστούν δυνάμει υποχρέωση εκ μέρους της συμμετέχουσας επιχείρησης, αποκλείονται από τον υπολογισμό στο σύνολό τους.

Τυχόν εγγεγραμμένα αλλά μη καταβεβλημένα μερίδια κεφαλαίου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης, τα οποία συνιστούν δυνάμει υποχρέωση συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης, αποκλείονται επίσης από τον υπολογισμό.

Τυχόν εγγεγραμμένα αλλά μη καταβεβλημένα μερίδια κεφαλαίου συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης, τα οποία συνιστούν δυνάμει υποχρέωση άλλης συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης της ίδιας συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης, αποκλείονται από τον υπολογισμό.

Γ.3. Δυνατότητα μεταβιβάσεως

Εάν οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι ορισμένα στοιχεία, εκτός των αναφερομένων στο σημείο Γ.2 που είναι επιλέξιμα για το περιθώριο φερεγγυότητας συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν είναι δυνατό να καταστούν διαθέσιμα προκειμένου να καλύψουν το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης, την οποία αφορά ο υπολογισμός της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας, τα στοιχεία αυτά μπορούν να συνεκτιμηθούν κατά τον υπολογισμό μόνο στο βαθμό που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας της συνδεδεμένης επιχείρησης.

Γ.4. Το άθροισμα των στοιχείων που αναφέρονται στα σημεία Γ.2 και Γ.3 δεν επιτρέπεται να υπερβεί το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης.

Δ. Εξάλειψη της δημιουργίας κεφαλαίου δι' αμοιβαίας χρηματοδοτήσεως

Κατά τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας δεν λαμβάνονται υπόψη στοιχεία επιλέξιμα για το περιθώριο φερεγγυότητας τα οποία προκύπτουν από την αμοιβαία χρηματοδότηση μεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης και:

- μιας συνδεδεμένης επιχείρησης,

- μιας συμμετέχουσας επιχείρησης,

- άλλης συνδεδεμένης επιχείρησης οποιασδήποτε των συμμετεχουσών επιχειρήσεων.

Επιπλέον, δεν λαμβάνονται υπόψη στοιχεία επιλέξιμα για το περιθώριο φερεγγυότητας μιας ασφαλιστικής επιχείρησης συνδεδεμένης με την ασφαλιστική επιχείρηση της οποίας η προσαρμοσμένη φερεγγυότητα πρόκειται να υπολογισθεί, όταν τα στοιχεία αυτά έχουν προκύψει από αμοιβαία χρηματοδότηση με άλλη επιχείρηση συνδεδεμένη με αυτή την ασφαλιστική επιχείρηση.

Ειδικότερα, αμοιβαία χρηματοδότηση υπάρχει όταν μια ασφαλιστική επιχείρηση, ή μια από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της, έχει μετοχές ή χορηγεί δάνεια προς άλλη επιχείρηση, η οποία, απευθείας ή εμμέσως, κατέχει στοιχείο επιλέξιμο για το περιθώριο φερεγγυότητας της πρώτης επιχείρησης.

Ε. Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε η προσαρμοσμένη φερεγγυότητα να υπολογίζεται με τη συχνότητα που προβλέπεται από τις οδηγίες 73/239/ΕΟΚ και 79/267/ΕΟΚ για τον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού αποτιμώνται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ και 91/674/ΕΟΚ.

2. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΜΕΘΟΔΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

2.1. Συνδεδεμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις

Ο υπολογισμός της αναπροσαρμοσμένης φερεγγυότητας πραγματοποιείται σύμφωνα με τις γενικές αρχές και μεθόδους που τίθενται στο παρόν παράρτημα.

Για όλες τις μεθόδους, οσάκις η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση διαθέτει περισσότερες της μιας συνδεδεμένες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ο υπολογισμός της αναπροσαρμοσμένης φερεγγυότητας πραγματοποιείται με συνεκτίμηση εκάστης των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Σε περίπτωση διαδοχικών συμμετοχών (π.χ., οσάκις ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση είναι συμμετέχουσα επιχείρηση σε άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η οποία είναι επίσης συμμετέχουσα επιχείρηση σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση), ο υπολογισμός της αναπροσαρμοσμένης φερεγγυότητας πραγματοποιείται για καθεμία συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία διαθέτει τουλάχιστον μία συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

Τα κράτη μέλη μπορούν να μην προβούν στον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης

- εάν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση είναι συνδεδεμένη επιχείρηση άλλης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία έχει λάβει άδεια στο ίδιο κράτος μέλος, αυτή δε η συνδεδεμένη επιχείρηση λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό της αναπροσαρμοσμένης φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης· ή

- εάν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση είναι συνδεδεμένη επιχείρηση ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου της οποίας η καταστατική έδρα βρίσκεται στο ίδιο κράτος μέλος με την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, τόσο δε η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου όσο και η συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό της αναπροσαρμοσμένης φερεγγυότητας.

Ακόμη, τα κράτη μέλη μπορούν να αντιπαρέλθουν τον υπολογισμό της αναπροσαρμοσμένης φερεγγυότητας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης εάν αυτή είναι συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση άλλης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ή ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου της οποίας η καταστατική έδρα βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, και εφόσον οι αρμόδιες αρχές των εμπλεκόμενων κρατών μελών συμφωνούν να αναθέσουν την άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας στην αρμόδια αρχή του τελευταίου κράτους μέλους.

Σε κάθε περίπτωση, η παραίτηση από την απαίτηση αναπροσαρμογής της φερεγγυότητας είναι δυνατή μόνο εφόσον οι αρμόδιες αρχές είναι ικανοποιημένες ως προς το ότι τα επιλέξιμα στοιχεία για τα περιθώρια φερεγγυότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό της αναπροσαρμοσμένης φερεγγυότητας είναι κατάλληλα κατανεμημένα μεταξύ αυτών των επιχειρήσεων.

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι, οσάκις η καταστατική έδρα της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης βρίσκεται σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία υπολογίζεται η αναπροσαρμοσμένη φερεγγυότητα, κατά τον υπολογισμό λαμβάνεται υπόψη, ως προς τη συνδεδεμένη επιχείρηση, η φερεγγυότητα όπως αυτή αξιολογείται από τις αρμόδιες αρχές αυτού του άλλου κράτους μέλους.

2.2. Ενδιάμεσες ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου

Κατά τον υπολογισμό της αναπροσαρμοσμένης φερεγγυότητας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία διαθέτει συμμετοχή σε συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, μέσω ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, η κατάσταση της ενδιάμεσης ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου λαμβάνεται υπόψη. Για τον σκοπό αυτού του υπολογισμού και μόνο, ο οποίος πραγματοποιείται σύμφωνα με τις γενικές αρχές και μεθόδους που εκτίθενται στο παρόν παράρτημα, η εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου αντιμετωπίζεται ωσάν να ήταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη σε μηδενική απαίτηση φερεγγυότητας και στους ίδιους όρους που τίθενται στο άρθρο 16 της οδηγίας 73/239/EΟΚ, στο άρθρο 27 της οδηγίας 2002/83/EΚ ή στο άρθρο 36 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ, σχετικά με τα στοιχεία που είναι επιλέξιμα για το περιθώριο φερεγγυότητας.

2.3. Συνδεδεμένες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών

Κατά τον υπολογισμό της αναπροσαρμοσμένης φερεγγυότητας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία διαθέτει συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, η τελευταία αντιμετωπίζεται, μόνο για τους σκοπούς του υπολογισμού, κατ’ αναλογία με συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και με εφαρμογή των γενικών αρχών και μεθόδων που εκτίθενται στο παρόν παράρτημα.

Ωστόσο, οσάκις η τρίτη χώρα στην οποία βρίσκεται η καταστατική έδρα της επιχείρησης την υποβάλλει στη διαδικασία έκδοσης άδειας και της επιβάλλει απαίτηση φερεγγυότητας τουλάχιστον συγκρίσιμη με εκείνη που καθορίζεται στις οδηγίες 73/239/EΟΚ, 2002/83/EΚ ή 2005/68/EΚ, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία για την κάλυψη της απαίτησης αυτής, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι κατά τον υπολογισμό λαμβάνεται υπόψη, όσον αφορά την εν λόγω επιχείρηση, η απαίτηση φερεγγυότητας και τα στοιχεία που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη της απαίτησης αυτής, όπως προβλέπεται από την εκάστοτε τρίτη χώρα.

2.4. Συνδεδεμένα πιστωτικά ιδρύματα, εταιρείες επενδύσεων και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα

Κατά τον υπολογισμό της αναπροσαρμοσμένης φερεγγυότητας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία διαθέτει συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, εταιρεία επενδύσεων ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι κανόνες που τίθενται στο άρθρο 16 της οδηγίας 73/239/EΟΚ, στο άρθρο 27 της οδηγίας 2002/83/EΚ ή στο άρθρο 36 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ, σχετικά με την αφαίρεση αυτών των συμμετοχών, καθώς και οι διατάξεις σχετικά με τη δυνατότητα των κρατών μελών, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να επιτρέπουν εναλλακτικές μεθόδους καθώς και τη μη αφαίρεση των συμμετοχών αυτών.

2.5. Μη διαθεσιμότητα των αναγκαίων πληροφοριακών στοιχείων

Οσάκις τα πληροφοριακά στοιχεία που είναι αναγκαία για τον υπολογισμό της αναπροσαρμοσμένης φερεγγυότητας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, σχετικά με συνδεδεμένη επιχείρηση της οποίας η καταστατική έδρα βρίσκεται σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, δεν είναι διαθέσιμα στις αρμόδιες αρχές, για οποιονδήποτε λόγο, η λογιστική αξία της επιχείρησης αυτής στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αφαιρείται από τα στοιχεία που είναι επιλέξιμα για το αναπροσαρμοσμένο περιθώριο φερεγγυότητας. Στην περίπτωση αυτή, τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη που συνδέονται με αυτή τη συμμετοχή δεν γίνονται δεκτά ως στοιχείο επιλέξιμο για το αναπροσαρμοσμένο περιθώριο φερεγγυότητας.

3. ΜΕΘΟΔΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Μέθοδος 1: Αφαίρεση και άθροιση

Η αναπροσαρμοσμένη φερεγγυότητα συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης προκύπτει ως η διαφορά μεταξύ:

i) του αθροίσματος:

α) των στοιχείων που είναι επιλέξιμα για το περιθώριο φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και

β) του μεριδίου που αναλογεί στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση επί των στοιχείων που είναι επιλέξιμα για το περιθώριο φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·

και

ii) του αθροίσματος:

α) της λογιστικής αξίας, στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·

β) της απαίτησης φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρηση και

γ) του μεριδίου της απαίτησης φερεγγυότητας που αναλογεί στη συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

Οσάκις η συμμετοχή σε συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έγκειται, ολοκληρωτικά ή εν μέρει, σε έμμεση κυριότητα, τότε το μέρος α) του αθροίσματος ii) ενσωματώνει την αξία αυτής της έμμεσης κυριότητας, με συνεκτίμηση των σχετικών διαδοχικών συμφερόντων, τα δε μέρη β) του αθροίσματος i) και γ) του αθροίσματος ii) συμπεριλαμβάνουν τα αντίστοιχα αναλογικά μερίδια επί των στοιχείων που είναι επιλέξιμα για το περιθώριο φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Μέθοδος 2: Αφαίρεση απαίτησης

Η αναπροσαρμοσμένη φερεγγυότητα της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης προκύπτει ως η διαφορά μεταξύ:

i) του αθροίσματος των στοιχείων που είναι επιλέξιμα για το περιθώριο φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,

και

ii) του αθροίσματος:

α) της απαίτησης φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και

β) του μεριδίου της απαίτησης φερεγγυότητας που αναλογεί στη συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

Κατά την αποτίμηση των στοιχείων που είναι επιλέξιμα για το περιθώριο φερεγγυότητας, οι συμμετοχές κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας αποτιμώνται με τη μέθοδο της καθαρής θέσης, σύμφωνα με την επιλογή που προβλέπεται στο άρθρο 59 παράγραφος 2 στοιχείο β) της οδηγίας 78/660/EΟΚ.

Μέθοδος 3: Λογιστική ενοποίηση

Ο υπολογισμός της αναπροσαρμοσμένης φερεγγυότητας συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης πραγματοποιείται βάσει των ενοποιημένων λογαριασμών. Η αναπροσαρμοσμένη φερεγγυότητα της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης προκύπτει ως η διαφορά μεταξύ των στοιχείων που είναι επιλέξιμα για το περιθώριο φερεγγυότητας, υπολογιζόμενων βάσει των ενοποιημένων δεδομένων, και:

α) είτε του αθροίσματος της απαίτησης φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, και του μεριδίου της απαίτησης φερεγγυότητας που αναλογεί στη συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, βάσει των ποσοστών που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών·

β) είτε της απαίτησης φερεγγυότητας υπολογιζόμενης βάσει των ενοποιημένων δεδομένων.

Για τον υπολογισμό των στοιχείων που είναι επιλέξιμα για τον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας και την απαίτηση φερεγγυότητας βάσει των ενοποιημένων δεδομένων, εφαρμόζονται οι διατάξεις των οδηγιών 73/239/EΟΚ, 91/674/ΕΟΚ, 2002/83/EΚ και 2005/68/ΕΚ.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ Ή ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΘΥΓΑΤΡΙΚΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ, Ή ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ Ή ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

1. Στην περίπτωση δύο ή περισσοτέρων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 2 παράγραφος 2 και οι οποίες είναι θυγατρικές ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, ή ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, έχουν δε έδρα σε διαφορετικά κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε η μέθοδος που περιγράφεται στο παρόν παράρτημα να εφαρμόζεται με ομοιόμορφο τρόπο.

Οι αρμόδιες αρχές ασκούν τη συμπληρωματική εποπτεία με τη συχνότητα που καθορίζεται στις οδηγίες 73/239/EΟΚ, 91/674/ΕΟΚ, 2002/83/EΚ και 2005/68/ΕΚ, για τον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να αντιπαρέλθουν τον υπολογισμό που προβλέπεται στο παρόν παράρτημα σε σχέση με ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση:

- εάν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση είναι συνδεδεμένη επιχείρηση άλλης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, λαμβάνεται δε υπόψη κατά τον υπολογισμό που προβλέπεται στο παρόν παράρτημα και διεξάγεται για αυτή την άλλη επιχείρηση,

- εάν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και μία ή περισσότερες άλλες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια στο ίδιο κράτος μέλος έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, η δε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό που προβλέπεται στο παρόν παράρτημα και διεξάγεται για μία από αυτές τις άλλες επιχειρήσεις,

- εάν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και μία ή περισσότερες άλλες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια σε άλλα κράτη μέλη έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, έχει δε συναφθεί συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 με την οποία ανατίθεται η άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας που προβλέπεται στο παρόν παράρτημα στην εποπτική αρχή άλλου κράτους μέλους.

Στην περίπτωση διαδοχικών συμμετοχών (π.χ., ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας η οποία ανήκει η ίδια σε άλλη ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας), τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν τους υπολογισμούς που προβλέπονται στο παρόν παράρτημα μόνο ως προς την επικεφαλής όλων μητρική επιχείρηση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.

3. Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε να πραγματοποιούνται ως προς την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ή την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας υπολογισμοί ανάλογοι προς αυτούς που περιγράφονται στο παράρτημα Ι.

Η αναλογία αυτή έγκειται στην εφαρμογή των γενικών αρχών και μεθόδων που περιγράφονται στο παράρτημα Ι ως προς την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ή την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.

Για τους σκοπούς και μόνο αυτών των υπολογισμών, η μητρική επιχείρηση αντιμετωπίζεται ως ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη:

- σε μηδενική απαίτηση φερεγγυότητας, οσάκις είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου,

- σε απαίτηση φερεγγυότητας καθοριζόμενη σύμφωνα με τις αρχές του τμήματος 2.3 του παραρτήματος Ι, οσάκις είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας,

υπόκειται δε και αυτή στους όρους του άρθρου 16 της οδηγίας 73/239/EΟΚ, του άρθρου 27 της οδηγίας 2002/83/EΚ και του άρθρου 36 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ, όσον αφορά τα στοιχεία που είναι επιλέξιμα για το περιθώριο φερεγγυότητας.

4. Μη διαθεσιμότητα των αναγκαίων πληροφοριακών στοιχείων

Οσάκις τα πληροφοριακά στοιχεία που είναι αναγκαία για τους υπολογισμούς που προβλέπονται στο παρόν παράρτημα και αφορούν τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις με καταστατική έδρα σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, δεν είναι διαθέσιμα στις αρμόδιες αρχές, για οποιονδήποτε λόγο, η λογιστική αξία της εκάστοτε επιχείρησης στη συμμετέχουσα επιχείρηση αφαιρείται από τα στοιχεία που είναι επιλέξιμα για τους υπολογισμούς που προβλέπονται στο παρόν παράρτημα. Στην περίπτωση αυτή, τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη που συνδέονται με την αντίστοιχη συμμετοχή δεν γίνονται δεκτά ως στοιχεία επιλέξιμα για τους υπολογισμούς.

ò νέο

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Τυποποιημένη μέθοδοσ για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητaσ (SCR)

1. Υπολογισμός των βασικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας

Οι βασικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας (SCR),όπως αναφέρονται στο άρθρο 104 παράγραφος 1, υπολογίζονται ως εξής:

[pic]

όπου SCR i αντιστοιχεί στην ενότητα κινδύνου i και SCR j αναφέρεται στην ενότητα κινδύνου j , και όπου " i,j " σημαίνει ότι το άθροισμα πρέπει να καλύπτει όλους τους δυνατούς συνδυασμούς των i και j . Στον υπολογισμό, SCR i και SCR j αντικαθίστανται από τα εξής:

- SCR ζημιών αντιπροσωπεύει την ενότητα «αναλαμβανόμενος κίνδυνος στον κλάδο ζημιών»·

- SCR ζωής αντιστοιχεί στην ενότητα «αναλαμβανόμενος κίνδυνος κλάδου ζωής·

- SCR ειδικός υγείας αντιστοιχεί στην ενότητα «ειδικός κίνδυνος ασφαλιστικής κάλυψης υγείας»·

- SCR αγοράς αντιστοιχεί στην ενότητα «κίνδυνος αγοράς»·

- SCR αθέτηση αντιστοιχεί στην ενότητα κίνδυνος αθέτησης αντισυμβαλλομένου».

Ο παράγοντας Corr i,j αντιστοιχεί στο στοιχείο που αναφέρεται στη γραμμή i και στη στήλη j του ακόλουθου πίνακα συσχέτισης:

j i | Αγορά | Αθέτηση | Ζωή | Ειδικός υγείας | Ζημιές |

Αγορά | 1 | 0,25 | 0,25 | 0,25 | 0,25 |

Αθέτηση | 0,25 | 1 | 0,25 | 0,25 | 0,5 |

Ζωή | 0,25 | 0,25 | 1 | 0,25 | 0 |

Ειδικός υγείας | 0,25 | 0,25 | 0,25 | 1 | 0 |

Ζημιές | 0,25 | 0,5 | 0 | 0 | 1 |

2. Υπολογισμός της ενότητας «αναλαμβανόμενος κίνδυνος στον κλάδο ζημιών»

Η ενότητα «αναλαμβανόμενος κίνδυνος στον κλάδο ζημιών» που προβλέπεται στο άρθρο 105 παράγραφος 2 υπολογίζεται ως εξής:

[pic]

όπου SCR i αντιστοιχεί στην ενότητα κινδύνου i και SCR j αναφέρεται στην ενότητα κινδύνου j , και όπου " i,j " σημαίνει ότι το άθροισμα πρέπει να καλύπτει όλους τους δυνατούς συνδυασμούς των i και j . Στον υπολογισμό, SCR i και SCR j αντικαθίστανται από τα εξής:

- SCR ασφάλιστρο και αποθεματικό ζημιών αντιπροσωπεύει την υποενότητα «κίνδυνος ασφαλίστρου και αποθέματος κλάδου ζημιών»·

- SCR καταστροφές κλάδος ζημιών αντιστοιχεί στην υποενότητα «κίνδυνος καταστροφών στον κλάδο ζημιών».

3. Υπολογισμός της ενότητας «αναλαμβανόμενος κίνδυνος στον κλάδο ζωής»

Η ενότητα «αναλαμβανόμενος κίνδυνος στον κλάδο ζωής » που προβλέπεται στο άρθρο 105 παράγραφος 3 υπολογίζεται ως εξής:

[pic]

όπου SCR i αντιστοιχεί στην ενότητα κινδύνου i και SCR j αναφέρεται στην ενότητα κινδύνου j , και όπου " i,j " σημαίνει ότι το άθροισμα πρέπει να καλύπτει όλους τους δυνατούς συνδυασμούς των i και j . Στον υπολογισμό, SCR i και SCR j αντικαθίστανται από τα εξής:

- SCR θνησιμότητα αναφέρεται στην υποενότητα «κίνδυνος θνησιμότητας»·

- SCR μακροβιότητα αναφέρεται στην υποενότητα «κίνδυνος μακροβιότητας»·

- SCR ανικανότητα αναφέρεται στην υποενότητα «κίνδυνος ανικανότητας – νοσηρότητας»·

- SCR έξοδα- ζωή αναφέρεται στην υποενότητα «κίνδυνος εξόδων ασφάλισης ζωής»·

- SCR αναθεώρηση αναφέρεται στην υποενότητα «κίνδυνος αναθεώρησης»·

- SCR εξαγορά αναφέρεται στην υποενότητα «κίνδυνος εξαγοράς»·

- SCR καταστροφικός κίνδυνος – ζωή αναφέρεται στην υποενότητα «καταστροφικός κίνδυνος –κλάδος ζωής».

4. Υπολογισμός της ενότητας «ειδικός κίνδυνος ασφαλιστικής κάλυψης υγείας»

Ο ειδικός κίνδυνος ασφαλιστικής κάλυψης υγείας που αναφέρεται στο άρθρο 105 παράγραφος 4 υπολογίζεται ως εξής:

[pic]

όπου SCR i αντιστοιχεί στην ενότητα κινδύνου i και SCR j αναφέρεται στην ενότητα κινδύνου j , και όπου " i,j " σημαίνει ότι το άθροισμα πρέπει να καλύπτει όλους τους δυνατούς συνδυασμούς των i και j . Στον υπολογισμό, SCR i και SCR j αντικαθίστανται από τα εξής:

- SCR ασφάλιστρο και αποθεματικό υγείας αναφέρονται στην υποενότητα «κίνδυνος ασφαλίστρου και αποθεματικού ασφάλισης υγείας»·

- SCR δαπάνες υγείας αναφέρεται στην υποενότητα «κίνδυνος δαπανών υγείας»·

- SCR επιδημία αναφέρεται στην υποενότητα «κίνδυνος επιδημίας – ασφάλιση υγείας».

5. Υπολογισμός της ενότητας «κίνδυνος αγοράς»

Η ενότητα κινδύνου αγοράς, όπως αναφέρεται στο άρθρο 105 παράγραφος 5, υπολογίζεται ως εξής:

[pic]

όπου SCR i αντιστοιχεί στην ενότητα κινδύνου i και SCR j αναφέρεται στην ενότητα κινδύνου j , και όπου " i,j " σημαίνει ότι το άθροισμα πρέπει να καλύπτει όλους τους δυνατούς συνδυασμούς των i και j . Στον υπολογισμό, SCR i και SCR j αντικαθίστανται από τα εξής:

- SCR επιτοκίου αναφέρεται στην υποενότητα «κίνδυνος επιτοκίου»·

- SCR μετοχές αναφέρεται στην υποενότητα «μετοχικός κίνδυνος»·

- SCR ακίνητα αναφέρεται στην υποενότητα «κίνδυνος τιμών ακινήτων»·

- SCR πιστωτικά περιθώρια αναφέρεται στην υποενότητα «κίνδυνος πιστωτικών περιθωρίων»·

- SCR συγκέντρωση αναφέρεται στην υποενότητα «συγκεντρώσεις κινδύνου αγοράς»·

- SCR συνάλλαγμα αναφέρεται στην υποενότητα «συναλλαγματικός κίνδυνος».

ê 92/49/EOK άρθρο 44 παρ. 2 (προσαρμοσμένο)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Ö Ομάδες κλάδων ασφάλισης ζημιών για τους σκοπούς του άρθρου 157 Õ

Οι ομάδες κλάδων καθορίζονται ως εξής:

1. ατυχημάτων και ασθένειας (αριθ. 1 και 2), του παραρτήματος I),

2. αυτοκινήτων οχημάτων (αριθ. 3, 7 και 10 του παραρτήματος Ι· τα στοιχεία του κλάδου αριθ. 10, πλην της αστικής ευθύνης του μεταφορέως, δεν έχουν ακόμα διευκρινιστεί),

3. πυρός και άλλων υλικών ζημιών (αριθ. 8 και 9 του παραρτήματος Ι),

4. αεροπορικής ασφάλισης, θαλάσσιας ασφάλισης και ασφάλισης μεταφορών (αριθ. 4, 5, 6, 7, 11 και 12 του παραρτήματος Ι),

5. γενικής αστικής ευθύνης (αριθ. 13 του παραρτήματος I),

6. πιστώσεων και εγγυήσεων (αριθ. 14 και 15 του παραρτήματος Ι),

7. λοιπών κλάδων (αριθ. 16, 17 και 18 του παραρτήματος Ι).

ê

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

Μέρος A

Καταργούμενες οδηγίες, με κατάλογο των διαδοχικών τους τροποποιήσεων(που αναφέρονται στο άρθρο 312)

Οδηγία 64/225/EOK του Συμβουλίου (ΕΕ 56 της 4.4.1964, σ. 878) |

Παράρτημα I, σημείο III G. 1 της Πράξης Προσχωρήσεως του 1973 (ΕΕ L 236 της 23.9.2003, σ. 342) |

Πρώτη οδηγία 73/239/EOK του Συμβουλίου (ΕΕ L 228 της 16.8.1973, σ. 3) |

Οδηγία 76/580/EOK του Συμβουλίου (ΕΕ L 189 της 13.7.1976, σ. 13) | μόνον το άρθρο 1 |

Οδηγία 84/641/EOK του Συμβουλίου (ΕΕ L 339 της 27.12.1984, σ. 21) | μόνον τα άρθρα 1 έως 14 |

Οδηγία 87/343/EOK του Συμβουλίου (ΕΕ L 185 της 4.7.1987, σ. 72) |

Οδηγία 87/344/EOK του Συμβουλίου (ΕΕ L 185 της 4.7.1987, σ. 77) | μόνον το άρθρο 9 |

Δεύτερη οδηγία 88/357/EOK του Συμβουλίου (ΕΕ L 172 της 4.7.1988, σ. 1) | μόνον τα άρθρα 9, 10 και 11 |

Οδηγία 90/618/EOK του Συμβουλίου (ΕΕ L 330 της 29.11.1990, σ. 44) | μόνον τα άρθρα 2, 3 και 4 |

Οδηγία 92/49/EOK του Συμβουλίου (ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 1) | μόνον τα άρθρα 4, 5, 6, 7, 9, 10, 11, 13, 14, 17, 18, 24, 32, 33 και 53 |

Οδηγία 95/26/EOK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 168 της 18.7.1995, σ. 7) | μόνον το άρθρο 2 σημείο 2 τρίτη περίπτωση και το άρθρο 3 παρ. 1 |

Οδηγία 2000/26/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 181 της 20.7.2000, σ. 65) | μόνον το άρθρο 8 |

Οδηγία 2002/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 77 της 20.3.2002, σ. 17) |

Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1) | μόνον το άρθρο 22 |

Οδηγία 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9) | μόνον το άρθρο 4 |

Οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1) | μόνον το άρθρο 57 |

Οδηγία 2006/101/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 363 της 20.12.2006, σ. 238) | μόνον το σημείο Ι του παραρτήματος |

Οδηγία 2007/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 1) | μόνον το άρθρο 1 |

Οδηγία 73/240/EOK του Συμβουλίου (ΕΕ L 228 της 16.8.1973, σ. 20) |

Οδηγία 76/580/EOK του Συμβουλίου (ΕΕ L 189 της 13.7.1976, σ. 13) |

Οδηγία 78/473/EOK του Συμβουλίου (ΕΕ L 151 της 7.6.1978, σ. 25) |

Οδηγία 84/641/EOK του Συμβουλίου (ΕΕ L 339 της 27.12.1984, σ. 21) |

Οδηγία 87/344/EOK του Συμβουλίου (ΕΕ L 185 της 4.7.1987, σ. 77) |

Δεύτερη οδηγία 88/357/EOK του Συμβουλίου (ΕΕ L 172 της 4.7.1988, σ. 1) |

Οδηγία 90/618/EOK του Συμβουλίου (ΕΕ L 330 της 29.11.1990, σ. 44) | μόνον τα άρθρα 5 έως 10 |

Οδηγία 92/49/EOK του Συμβουλίου (ΕΕ L 228 της, 11.8.1992, σ. 1) | μόνον το άρθρο 12 παρ. 1 και τα άρθρα 19, 23, 27, 30, 34, 35, 36, 37, 39, 40, 42, 43, 44, 45 και 46 |

Οδηγία 2000/26/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 181 της 20.7.2000, σ. 65) | μόνον το άρθρο 9 |

Οδηγία 2005/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 149 της 11.6.2005, σ. 14) | μόνον το άρθρο 3 |

Οδηγία 92/49/EOK του Συμβουλίου (ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 1) |

Οδηγία 95/26/EOK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 168 της 18.7.1995, σ. 7) | μόνον το άρθρο 2 σημείο 1 πρώτη περίπτωση, το άρθρο 4 σημεία 1, 3 και 5 και το άρθρο 5 δεύτερη περίπτωση |

Οδηγία 2000/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 290 της 17.11.2000, σ. 27) | μόνον το άρθρο 2 |

Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1) | μόνον το άρθρο 24 |

Οδηγία 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9) | μόνον το άρθρο 6 |

Οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1) | μόνον το άρθρο 58 |

Οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 1) |

Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1) | μόνον το άρθρο 28 |

Οδηγία 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9) | μόνον το άρθρο 7 |

Οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1) | μόνον το άρθρο 59 |

Οδηγία 2001/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 110 της 20.4.2001, σ. 28) |

Οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1) |

Οδηγία 2004/66/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 168 της 1.5.2004, σ. 35) | μόνον το σημείο II του παραρτήματος |

Οδηγία 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9) | μόνον το άρθρο 8 |

Οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1) | μόνον το άρθρο 60 |

Οδηγία 2006/101/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 363 της 20.12.2006, σ. 238) | μόνον το σημείο III του παραρτήματος |

Οδηγία 2007/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 1) | μόνον το άρθρο 2 |

Οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1) |

Οδηγία 2007/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 1) | μόνον το άρθρο 4 |

Οδηγία 2007/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 1) |

Μέρος B

Κατάλογος των προθεσμιών μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο(που αναφέρονται στο άρθρο 312)

Οδηγία | Προθεσμία μεταφοράς | Προθεσμία εφαρμογής |

64/225/EOK | 17 Νοεμβρίου 2002 |

73/239/EOK | 31 Ιανουαρίου 1975 |

73/240/EOK | 31 Δεκεμβρίου1976 |

76/580/EOK | 31 Δεκεμβρίου 1976 |

78/473/EOK | 3 Δεκεμβρίου 1979 | 3 Ιουνίου 1980 |

84/641/EOK | 30 Ιουνίου 1987 | 1 Ιανουαρίου 1988 |

87/343/EOK | 1 Ιανουαρίου 1990 | 1 Ιουλίου 1990 |

87/344/EOK | 1 Ιανουαρίου 1990 | 1 Ιουλίου 1990 |

88/357/EOK | 30 Δεκεμβρίου 1989 | 30 Ιουνίου 1990 |

90/618/EOK | 20 Μαΐου 1992 | 20 Νοεμβρίου 1992 |

92/49/EOK | 31 Δεκεμβρίου 1993 | 1 Ιουλίου 1994 |

95/26/EOK | 18 Ιουλίου 1996 | 18 Ιουλίου 1996 |

98/78/ΕΚ | 5 Ιουνίου 2000 |

2000/26/EK | 17 Νοεμβρίου 2002 | 17 Νοεμβρίου 2002 |

2000/64/ΕΚ | 17 Νοεμβρίου 2002 | 17 Νοεμβρίου 2002 |

2001/17/ΕΚ | 20 Απριλίου2003 |

2002/13/ΕΚ | 20 Σεπτεμβρίου 2003 |

2002/83/ΕΚ | 20 Σεπτεμβρίου 2003 |

2004/66/ΕΚ | 1 Μαΐου 2004 |

2002/87/ΕΚ | 10 Αυγούστου 2004 |

2005/1/ΕΚ | 13 Μαΐου 2005 |

2005/14/ΕΚ | 11 Μαΐου 2005 |

2005/68/ΕΚ | 10 Δεκεμβρίου 2007 |

2006/101/ΕΚ | 1 Ιανουαρίου 2007 |

2007/44/ΕΚ | 21 Μαρτίου 2009 |

ñ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

Πίνακας Αντιστοιχίας

Οδηγία

73/239/ΕΟΚ |Οδηγία

78/473/ΕΟΚ |Οδηγία

87/344/ΕΟΚ |Οδηγία

88/357/ΕΟΚ |Οδηγία

92/49/ΕΟΚ |Οδηγία

98/78/ΕΟΚ |Οδηγία

2001/17/ΕΚ |Οδηγία

2002/83/ΕΚ |Οδηγία

2005/68/ΕΚ |Οδηγία 2007/44/ΕΚ |Παρούσα οδηγία | |Άρθρο 1 παρ. 1 | | | |Άρθρο 2 | |Άρθρο 1 παρ. 1 |Άρθρο 2 πρώτη φράση |Άρθρο 1 παρ. 1 | |Άρθρο 1 και άρθρο 2 παρ. 2, άρθρο 269 | |Άρθρο 1 παρ. 2 | | | | | | | | | |Άρθρο 2 παρ. 2 | |Άρθρο 1 παρ. 3 | | | | | | | | | |--- | |Άρθρο 2 σημ. 1 στοιχ. α) έως γ) | | | | | | | | | |--- | |Άρθρο 2 σημ. 1 στοιχ. δ) | | | | | | |Άρθρο 3 παρ. 4 | | |Άρθρο 3 | |Άρθρο 2 σημ. 1 στοιχ. ε) | | | | | | | | | |--- | |Άρθρο 2 σημ. 2 στοιχ. α) | | | | | | | | | |Άρθρο 5 παρ. 1 | |Άρθρο 2 σημ. 2 στοιχ. β) | | | | | | | | | |Άρθρο 5 παρ. 2 | |Άρθρο 2 σημ. 2 στοιχ. γ) | | | | | | | | | |Άρθρο 5 παρ. 3 | |Άρθρο 2 σημ. 2 στοιχ. δ) | | | | | | | | | |Άρθρο 5 παρ. 4 | |Άρθρο 2 σημ. 3 πρώτο έως τέταρτο εδάφιο | | | | | | | | | |Άρθρο 6 | |Άρθρο 2 σημ. 3 πέμπτο εδάφιο | | | | | | | | | |Άρθρο 15 παρ. 4 | |Άρθρο 3 σημ. 1 πρώτο και δεύτερο εδάφιο | | | | | | | | | |--- | |Άρθρο 3 παρ. 1 τρίτο εδάφιο | | | | | | | | | |Άρθρο 14 παρ. 3 | |Άρθρο 3 παρ. 2 | | | | | | | | | |Άρθρο 7 | |Άρθρο 4 πρώτη φράση | | | | | | | | | |Άρθρο 8 πρώτη φράση | |Άρθρο 4 στοιχ. α) | | | | | | | | | |Άρθρο 8 σημ. 2 | |Άρθρο 4 στοιχ. β) | | | | | | | | | |--- | |Άρθρο 4 στοιχ. γ) | | | | | | | | | |Άρθρο 8 σημ. 3 | |Άρθρο 4 στοιχ. δ) | | | | | | | | | |Άρθρο 8 σημ. 5 | |Άρθρο 4 στοιχ. ε) | | | | | | | | | |--- | |Άρθρο 4 στοιχ. ζ) | | | | | | | | | |Άρθρο 8 σημ. 1 | |

Άρθρο 4 στοιχ. η) | | | | | | | | | |Άρθρο 8 σημ. 4 | |Άρθρο 5 στοιχ. α) | | | | | | | | | |--- | |Άρθρο 5 στοιχ. β) | | | | | | |Άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. ιε) | | |--- | |Άρθρο 5 στοιχ. γ) | | | | | | |Άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. ιστ) | | |Άρθρο 132 παρ. 1 τρίτο εδάφιο | |Άρθρο 5 στοιχ. δ) | | | | | | | | | |--- | |Άρθρο 6 | | | |Άρθρο 4 | | |Άρθρο 4 |Άρθρο 3 | |Άρθρο 14 παρ. 1, παρ. 2 στοιχ. α ) και στοιχ. β) | |Άρθρο 7 παρ. 1 και παρ. 2 πρώτο εδάφιο | | | |Άρθρο 5 παρ. 1 και παρ. 2 πρώτο εδάφιο | | |Άρθρο 5 παρ. 1 και παρ. 2 πρώτο εδάφιο | | |Άρθρο 15 παρ. 1 και παρ. 2 πρώτο εδάφιο | |Άρθρο 7 παρ. 2 δεύτερο εδάφιο στοιχ. α) | | | |Άρθρο 5 παρ. 2 δεύτερο εδάφιο στοιχ. α) | | | | | |Άρθρο 15 παρ. 3 πρώτο εδάφιο | |Άρθρο 7 παρ. 2 δεύτερο εδάφιο στοιχ. β) | | | |Άρθρο 5 παρ. 2 δεύτερο εδάφιο στοιχ. β) | | | | | |--- | |Άρθρο 8 παρ. 1 στοιχ. α) | | | |Άρθρο 6 παρ. 1 στοιχ. α) | | |Άρθρο 6 παρ. 1 στοιχ. α) |Παράρτημα I | |Παράρτημα IIIA και B | |Άρθρο 8 παρ. 1 στοιχ. α) τελευταίο εδάφιο | | | | | | | | | |Άρθρο 17 παρ. 2 | |Άρθρο 8 παρ. 1 στοιχ. β) | | | |Άρθρο 6 παρ. 1 στοιχ. β) | | |Άρθρο 6 παρ. 1 στοιχ. β) |Άρθρο 6 στοιχ. α) | |Άρθρο 18 παρ. 1 στοιχ. α) | |Άρθρο 8 παρ. 1 στοιχ. γ) | | | |Άρθρο 6 παρ. 1 στοιχ. γ) | | |Άρθρο 6 παρ. 1 στοιχ. γ) |Άρθρο 6 στοιχ. β) | |Άρθρο 18 παρ. 1 στοιχ. γ) | |Άρθρο 8 παρ. 1 στοιχ. δ) | | | |Άρθρο 6 παρ. 1 στοιχ. δ) | | |Άρθρο 6 παρ. 1 στοιχ. δ) |Άρθρο 6 στοιχ. γ) | |Άρθρο 18 παρ. 1 στοιχ. δ) | |Άρθρο 8 παρ. 1 στοιχ. ε) | | | |Άρθρο 6 παρ. 1 στοιχ. ε) | | |Άρθρο 6 παρ. 1 στοιχ. ε) |Άρθρο 6 στοιχ. δ) | |Άρθρο 18 στοιχ. ζ) | |Άρθρο 8 παρ. 1 στοιχ. στ) | | | | | | | | | |Άρθρο 18 στοιχ. η) | |Άρθρο 8 παρ. 1 δεύτερο έως τέταρτο εδάφιο | | | | | | |Άρθρο 6 παρ. 2 |Άρθρο 7 | |Άρθρο 19 | |Άρθρο 8 παρ. 1α | | | | | | |Άρθρο 6 παρ. 3 |Άρθρο 8 | |Άρθρο 20 | |Άρθρο 8 παρ. 2 | | | |Άρθρο 6 παρ. 2 | | |Άρθρο 6 παρ. 4 | | |Άρθρο 18 παρ. 2 | |Άρθρο 8 παρ. 3 πρώτο εδάφιο | | | |Άρθρο 6 παρ. 3 πρώτο εδάφιο | | |Άρθρο 6 παρ. 5 τρίτο εδάφιο |Άρθρο 9 παρ. 1 | |Άρθρο 21 παρ. 4 | |Άρθρο 8 παρ. 3 δεύτερο εδάφιο | | | |Άρθρο 6 παρ. 3 δεύτερο εδάφιο και άρθρο 29 πρώτο εδάφιο πρώτη φράση | | |Άρθρο 6 παρ. 5 πρώτο εδάφιο |Άρθρο 9 παρ. 2 | |Άρθρα 21 παρ. 1 πρώτο εδάφιο | |Άρθρο 8 παρ. 3 τρίτο εδάφιο | | | |Άρθρο 6 παρ. 3 τρίτο εδάφιο και άρθρο 29 δεύτερο εδάφιο | | | | | |Άρθρο 21 παρ. 2 | |Άρθρο 8 παρ. 3 τέταρτο εδάφιο | | | |Άρθρο 6 παρ. 3 τέταρτο εδάφιο | | | | | |Άρθρο 21 παρ. 3 | |Άρθρο 8 παρ. 4 | | | |Άρθρο 6 παρ. 4 | | |Άρθρο 6 παρ. 6 |Άρθρο 10 | |Άρθρο 22 | |Άρθρο 9 στοιχ. α) έως δ) | | | |Άρθρο 7 στοιχ. α) έως δ) | | |Άρθρο 7 στοιχ. α) έως δ) |Άρθρο 11 παρ. 1 στοιχ. α), γ), δ) και ε) | |Άρθρο 23 παρ. 1 στοιχ. α), γ), δ) και ε) | |Άρθρο 9 στοιχ. ε) και στ) | | | |Άρθρο 7 στοιχ. ε) και στ) | | | |Άρθρο 11 παρ. 2 στοιχ. α) και β) | |Άρθρο 23 παρ. 2 στοιχ. ε) | |Άρθρο 9 στοιχ. ζ) και η) | | | |Άρθρο 7 στοιχ. ζ) και η) | | |Άρθρο 7 στοιχ. στ) και ζ) |Άρθρο 11 παρ. 2 στοιχ. γ) και δ) | |Άρθρο 23 παρ. 2 στοιχ. α) και δ) | |Άρθρο 10 παρ. 1 | | | |Άρθρο 32 παρ. 1 | | |Άρθρο 40 παρ. 1 | | |Άρθρο 143 παρ. 1 πρώτο εδάφιο | |Άρθρο 10 παρ. 2 πρώτο εδάφιο | | | |Άρθρο 32 παρ. 2 πρώτο εδάφιο | | |Άρθρο 40 παρ. 2 | | |Άρθρο 143 παρ. 2 | |Άρθρο 10 παρ. 2 δεύτερο εδάφιο | | | |Άρθρο 32 παρ. 2 δεύτερο εδάφιο | | | | | |Άρθρο 143 παρ. 3 | |Άρθρο 10 παρ. 3 | | | |Άρθρο 32 παρ. 3 | | |Άρθρο 40 παρ. 3 | | |Άρθρο 144 παρ. 1 και 2 | |Άρθρο 10 παρ. 4 | | | |Άρθρο 32 παρ. 4 | | |Άρθρο 40 παρ. 4 | | |Άρθρο 144 παρ. 3 πρώτο εδάφιο | |Άρθρο 10 παρ. 5 | | | |Άρθρο 32 παρ. 5 | | |Άρθρο 40 παρ. 5 | | |Άρθρο 144 παρ. 3 δεύτερο εδάφιο | |Άρθρο 10 παρ. 6 | | | |Άρθρο 32 παρ. 6 | | |Άρθρο 40 παρ. 6 | | |Άρθρο 143 παρ. 4 | |Άρθρο 11 | | | |Άρθρο 33 | | | | | |--- | |Άρθρο 12 | | | |Άρθρο 56 | | |Άρθρο 9 |Άρθρο 13 | |Άρθρο 25 | |Άρθρο 12α | | | | | | |Άρθρο 9α |Άρθρα 14 και 60 παρ. 2 | |Άρθρο 26 | |Άρθρο 13 παρ. 1 και παρ. 2 πρώτο εδάφιο | | | |Άρθρο 9 παρ. 1 και παρ. 2 πρώτο εδάφιο | | |Άρθρο 10 παρ. 1 και παρ. 2 πρώτο εδάφιο |Άρθρο 15 παρ. 1 παρ. 2 | |Άρθρο 29 παρ. 1 παρ. 2 πρώτο εδάφιο και παρ. 3 | |Άρθρο 13 παρ. 2 δεύτερο εδάφιο | | | |Άρθρο 9 παρ. 2 δεύτερο εδάφιο | | | | | |Άρθρο 29 παρ. 2 δεύτερο εδάφιο | |Άρθρο 13 παρ. 2 τρίτο εδάφιο | | | | | | |Άρθρο 10 παρ. 2 δεύτερο εδάφιο |Άρθρο 60 παρ. 3 | |Άρθρο 31 παρ. 1 | |Άρθρο 13 παρ. 3 | | | |Άρθρο 9 παρ. 3 | | |Άρθρο 10 παρ. 3 |Άρθρο 15 παρ. 4 | |--- | |Άρθρο 14 | | | |Άρθρο 10 | | |Άρθρο 11 |Άρθρο 16 | |Άρθρο 32 | |Άρθρο 15 παρ. 1, 2 και παρ. 3 δεύτερο εδάφιο | | | |Άρθρο 17 | | |Άρθρο 20 παρ. 1 έως 3 και παρ. 4 δεύτερο εδάφιο |Άρθρο 32 παρ. 1 και 3 | |Άρθρα 75 έως 85 | |Άρθρο 15 παρ. 3 πρώτο εδάφιο | | | | | | |Άρθρο 20 παρ. 4 πρώτο εδάφιο |Άρθρο 32 παρ. 2 | |Άρθρα 132 παρ. 2 και άρθρο 171 | |Άρθρο 15α | | | |Άρθρο 18 | | | |Άρθρο 33 | |--- | |Άρθρο 16 | | | | | | |Άρθρο 27 |Άρθρα 35, 36, και άρθρο 60 παρ. 8 | |Άρθρα 86 έως 99 | |Άρθρο 16α | | | | | | |Άρθρο 28 |Άρθρα 37 έως 39, άρθρο 60 παρ. 9 | |Άρθρα 100 έως 125 | |Άρθρο 17 παρ. 1 | | | | | | |Άρθρο 29 παρ. 1 |Άρθρο 40 παρ. 1 | |Άρθρο 126 και 127 παρ. 1 στοιχ. α) έως γ) και παρ. 2 | |Άρθρο 17 παρ. 2 | | | | | | |Άρθρο 29 παρ. 2 |Άρθρο 40 παρ. 2 | |Άρθρο 127 παρ. 1 στοιχ. δ) | |Άρθρο 17α | | | | | | |Άρθρο 30 |Άρθρο 41 | |--- | |Άρθρο 17β | | | | | | |Άρθρα 28 και 28α |Άρθρο 60 παρ. 10 | |--- | |Άρθρο 18 | | | | | | |Άρθρο 31 | | |--- | |Άρθρο 19 παρ. 1 | | | | | | |Άρθρο 13 παρ. 1 |Άρθρο 17 παρ. 1 | |Άρθρο 33 παρ. 1 | |Άρθρο 19 παρ. 1α | | | | | | | | | |Άρθρο 33 παρ. 2 | |Άρθρο 19 παρ. 2 | | | |Άρθρο 11 παρ. 2 | | |Άρθρο 13 παρ. 2 |Άρθρο 17 παρ. 2 | |Άρθρο 33 παρ. 3 | |Άρθρο 19 παρ. 3 πρώτο εδάφιο και δεύτερο εδάφιο στοιχ. α) και β) | | |Άρθρο 10 |Άρθρο 11 παρ. 3 πρώτο εδάφιο και δεύτερο εδάφιο στοιχ. α) και β) | | |Άρθρο 13 παρ. 3 πρώτο και δεύτερο εδάφιο στοιχ. α) και β) |Άρθρο 17 παρ. 3 και παρ. 4 πρώτο εδάφιο στοιχ. α) και β) | |Άρθρο 34 παρ. 1 έως παρ. 3, 5, 6 και 7 | |Άρθρο 19 παρ. 3 δεύτερο εδάφιο στοιχ. γ) | | |Άρθρο 10 |Άρθρο 11 παρ. 3 δεύτερο εδάφιο στοιχ. γ) | | |Άρθρο 13 παρ. 3 δεύτερο εδάφιο στοιχ. γ) |Άρθρο 17(4), πρώτο εδάφιο στοιχ. γ) | |Άρθρο 34 παρ. 8 | |Άρθρο 19 παρ. 3 τρίτο εδάφιο | | |Άρθρο 10 |Άρθρο 11 παρ. 3 τρίτο εδάφιο | | |Άρθρο 13 παρ. 3 τρίτο εδάφιο |Άρθρο 17(4) δεύτερο εδάφιο | |Άρθρο 35 παρ. 2 στοιχ. β) | |Άρθρο 20 παρ. 1 | | | | | | |Άρθρο 37 παρ. 1 |Άρθρο 42 παρ. 1 | |Άρθρο 135 | |Άρθρο 20 παρ. 2 πρώτο εδάφιο | | | |Άρθρο 13 παρ. 2 πρώτο εδάφιο | | |Άρθρο 37 παρ. 2 πρώτο εδάφιο |Άρθρο 42 παρ. 2 πρώτο εδάφιο | |--- | |Άρθρο 20 παρ. 2 δεύτερο εδάφιο | | | |Άρθρο 13 παρ. 2 δεύτερο εδάφιο | | |Άρθρο 37 παρ. 2 δεύτερο εδάφιο |Άρθρο 42 παρ. 2 δεύτερο εδάφιο | |Άρθρο 136 παρ. 4 | |Άρθρο 20 παρ. 3 πρώτο εδάφιο | | | |Άρθρο 13 παρ. 3 πρώτο εδάφιο | | |Άρθρο 37 παρ. 3 πρώτο εδάφιο |Άρθρο 42 παρ. 3 πρώτο εδάφιο | |--- | |Άρθρο 20 παρ. 3 δεύτερο εδάφιο | | | |Άρθρο 13 παρ. 3 δεύτερο εδάφιο | | |Άρθρο 37 παρ. 3 δεύτερο εδάφιο |Άρθρο 42 παρ. 3 δεύτερο εδάφιο | |Άρθρο 137 παρ. 3 | |Άρθρο 20 παρ. 4 | | | |Άρθρο 13 παρ. 4 | | | | | |--- | |Άρθρο 20 παρ. 5 | | | |Άρθρο 13 παρ. 5 | | |Άρθρο 37 παρ. 5 |Άρθρο 42 παρ. 4 | |Άρθρο 138 | |Άρθρο 20α παρ. 1 πρώτο εδάφιο πρώτη φράση | | | | | | |Άρθρο 38 παρ. 1 πρώτη φράση |Άρθρο 43 παρ. 1 | |Άρθρο 136 παρ. 2, άρθρο 137 παρ. 2 | |Άρθρο 20α παρ. 1 πρώτο εδάφιο δεύτερη φράση στοιχ. α) έως δ) | | | | | | |Άρθρο 38 παρ. 1 δεύτερη φράση στοιχ. α) έως δ) |Άρθρο 43 παρ. 2 στοιχ. α) έως δ) | |Άρθρο 140 παρ. 1 | |Άρθρο 20α παρ. 1 πρώτο εδάφιο δεύτερη φράση στοιχ. ε) | | | | | | |Άρθρο 38 παρ. 1 δεύτερη φράση στοιχ. ε) |Άρθρο 43 παρ. 2 στοιχ. ε) | |--- | |Άρθρο 20α παρ. 2 | | | | | | |Άρθρο 38 παρ. 2 | | |--- | |Άρθρο 20α παρ. 3 | | | | | | |Άρθρο 38 παρ. 3 |Άρθρο 43 παρ. 4 | |Άρθρο 140 παρ. 2 | |Άρθρο 20α παρ. 4 | | | | | | |Άρθρο 38 παρ. 4 |Άρθρο 43 παρ. 5 | |--- | |Άρθρο 20α παρ. 5 | | | | | | |Άρθρο 38 παρ. 5 |Άρθρο 43 παρ. 6 | |Άρθρο 140 παρ. 3 | |Άρθρο 21 | | |Άρθρο 11 παρ. 1 | | | | | | |--- | |Άρθρο 22 παρ. 1 πρώτο εδάφιο στοιχ. α), β) και δ) | | | |Άρθρο 14 | | |Άρθρο 39 παρ. 1 πρώτο εδάφιο στοιχ. α), β) και δ) |Άρθρο 44 παρ. 1 πρώτο εδάφιο στοιχ. α), β) και δ) | |Άρθρο 142 παρ. 1 στοιχ. α), β) και δ) | |Άρθρο 22 παρ. 1 πρώτο εδάφιο στοιχ. γ) | | | | | | |Άρθρο 39 παρ. 1 πρώτο εδάφιο στοιχ. γ) |Άρθρο 44 παρ. 1 πρώτο εδάφιο στοιχ. γ) | |Άρθρο 142 παρ. 1 στοιχ. γ) | |Άρθρο 22 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο πρώτη φράση | | | | | | |Άρθρο 39 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο πρώτη φράση |Άρθρο 44 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο | |Άρθρο 142 παρ. 2 πρώτο εδάφιο | |Άρθρο 22 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο δεύτερη φράση | | | | | | |Άρθρο 39 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο πρώτη φράση | | |Άρθρο 142 παρ. 2 δεύτερο εδάφιο | |Άρθρο 22 παρ. 2 | | | | | | |Άρθρο 39 παρ. 2 |Άρθρο 44 παρ. 2 | |Άρθρο 142 παρ. 3 | |Άρθρο 23 παρ. 1 | | | | | | |Άρθρο 51 παρ. 1 | | |Άρθρο 160 παρ. 1 | |Άρθρο 23 παρ. 2 στοιχ. α) έως στ) και η) | | | | | | |Άρθρο 51 παρ. 2 | | |Άρθρο 160 παρ. 2 στοιχ. α) έως στ) και η) | |Άρθρο 23 παρ. 2 στοιχ. ζ) | | | | | | | | | |Άρθρο 161 παρ. 2 στοιχ. ζ) | |Άρθρο 24 πρώτο εδάφιο πρώτη φράση | | | | | | |Άρθρο 54 πρώτο εδάφιο πρώτη φράση | | |Άρθρο 163 πρώτη φράση | |Άρθρο 24 πρώτο εδάφιο δεύτερη φράση και τρίτο εδάφιο | | | | | | |Άρθρο 54, πρώτο εδάφιο δεύτερη φράση έως τρίτο εδάφιο | | |--- | |Άρθρο 25 | | | | | | |Άρθρο 55 | | |Άρθρο 164 | |Άρθρο 26 | | | | | | |Άρθρο 56 | | |Άρθρο 165 | |Άρθρο 27 πρώτο εδάφιο | | | | | | |Άρθρο 52 παρ. 2 πρώτο εδάφιο | | |Άρθρο 166 πρώτο εδάφιο | |Άρθρο 27 δεύτερο εδάφιο | | | | | | | | | |Άρθρο 166 δεύτερο εδάφιο | |Άρθρο 28 | | | | | | |Άρθρο 52 παρ. 3 | | |Άρθρο 168 | |Άρθρο 28α | | | |Άρθρο 53 | | |Άρθρο 53 | | |Άρθρο 162 | |Άρθρο 29 | | | | | | |Άρθρο 57 | | |Άρθρο 169 | |Άρθρο 29α παρ. 1 | | | | | | |Άρθρο 58 πρώτο εδάφιο | | |Άρθρο 174 πρώτο έως τρίτο εδάφιο | |Άρθρο 29α παρ. 2 | | | | | | |Άρθρο 58 δεύτερο εδάφιο | | |--- | |Άρθρο 29β παρ. 1 και παρ. 2 | | | | | | |Άρθρο 59 παρ. 1 και 2 |Άρθρο 52 παρ. 1 και 2 | |Άρθρο 175 παρ. 1 και 2 | |Άρθρο 29β παρ. 3 έως 6 | | | | | | |Άρθρο 59 παρ. 3 έως 6 |Άρθρο 52 παρ. 3 και 4 | |--- | |Άρθρο 30 παρ. 1 και παρ. 2 στοιχ. α) | | | | | | | | | |--- | |Άρθρο 30 παρ. 2 στοιχ. β) | | | | | | | | | |Άρθρο 306 παρ. 1 | |Άρθρο 30 παρ. 3 και 4 | | | | | | | | | |Άρθρο 306 παρ. 2 | |Άρθρο 30 παρ. 5 | | | | | | | | | |Άρθρο 306 παρ. 4 | |Άρθρο 31 | | | | | | | | | |--- | |Άρθρο 32 | | | | | | | | | |--- | |Άρθρο 33 | | |Άρθρο 28 | | | |Άρθρο 62 |Άρθρο 54 παρ. 2 | |Άρθρο 301 παρ. 2 και 3 | |Άρθρο 34 |Άρθρο 9 | |Άρθρο 29 | |Άρθρο 11 παρ. 5 | |Άρθρο 6 παρ. 5 τέταρτο εδάφιο | |Άρθρο 6 |--- | |Άρθρο 35 |Άρθρο 10 |Άρθρο 10 |Άρθρο 32

|Άρθρο 57 παρ. 1 |Άρθρο 11 παρ. 1 έως 3 |Άρθρο 31 παρ. 1 και 2 |Άρθρο 69 παρ. 1 έως 4 |Άρθρο 64 παρ. 1 |Άρθρο 7 παρ. 1 |Άρθρο 310 παρ. 1 | |Άρθρο 36 |Άρθρο 11 |Άρθρο 11 |Άρθρο 33

|Άρθρο 57 παρ. 2 |Άρθρο 11 παρ. 4 |Άρθρο 31 παρ. 3 |Άρθρο 70 |Άρθρο 64 παρ. 2 |Άρθρο 7 παρ. 2 |Άρθρο 310 παρ. 2 | |Άρθρο 37 | | |Άρθρο 34 | | | | | | |--- | |Άρθρο 38 |Άρθρο 12 |Άρθρο 12

|Άρθρο 35 |Άρθρο 58 |Άρθρο 13 |Άρθρο 33 |Άρθρο 74 |Άρθρο 66 |Άρθρο 9 |Άρθρο 313 | |Παράρτημα, σημ. A | | | | | | | | | |Άρθρο 15 παρ. 2 δεύτερο εδάφιο και Παράρτημα I | |Παράρτημα, σημ. A, B | | | | | | | | | |Παράρτημα I | |Παράρτημα, σημ. Γ | | | | | | | | | |Άρθρο 16 | |Παράρτημα, σημ. Δ | | | | | | | | | |--- | | |Άρθρο 1 παρ. 1 πρώτο εδάφιο | | | | | | | | |Άρθρο 188 παρ. 1 | | |Άρθρο 1 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο | | | | | | | | |Άρθρο 188 παρ. 2 | | |Άρθρο 1 παρ. 2 | | | | | | | | |--- | | |Άρθρο 2 παρ. 1 | | | | | | | | |Άρθρο 188 παρ. 1 | | |Άρθρο 2 παρ. 2 | | | | | | | | |Άρθρο 188 παρ. 4 | | |Άρθρο 3 | | | | | | | | |Άρθρο 189 | | |Άρθρο 4 παρ. 1 | | | | | | | | |Άρθρο 190 πρώτο και δεύτερο εδάφιο | | |Άρθρο 4 παρ. 2 | | | | | | | | |--- | | |Άρθρο 5 | | | | | | | | |Άρθρο 191 | | |Άρθρο 6 | | | | | | | | |Άρθρο 193 | | |Άρθρο 7 | | | | | | | | |Άρθρο 192 | | |Άρθρο 8 | | | | | | | | |Άρθρο 194 | | | |Άρθρο 1 | | | | | | | |--- | | | |Άρθρο 2 | | | | | | | |Άρθρο 196 | | | |Άρθρο 3 παρ. 1 | | | | | | | |Άρθρο 197 | | | |Άρθρο 3 παρ. 2 πρώτο εδάφιο πρώτη φράση | | | | | | | |Άρθρο 198 παρ. 1 πρώτο εδάφιο | | | |Άρθρο 3 παρ. 2 στοιχ. α) έως γ) | | | | | | | |Άρθρο 198 παρ. 2 έως 4 | | | |Άρθρο 3 παρ. 3 | | | | | | | |Άρθρο 198 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο | | | |Άρθρο 4 | | | | | | | |Άρθρο 199 | | | |Άρθρο 5 | | | | | | | |Άρθρο 200 | | | |Άρθρο 6 | | | | | | | |Άρθρο 201 | | | |Άρθρο 7 | | | | | | | |Άρθρο 202 | | | |Άρθρο 8 | | | | | | | |Άρθρο 203 | | | |Άρθρο 9 | | | | | | | |Άρθρο 16 παρ. 2 | | | | |Άρθρο 1 | | | | | | |--- | | | | |Άρθρο 2 στοιχ. α) και β), ε) | | | | | | |--- | | | | |Άρθρο 2 στοιχ. γ) | | | |Άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. γ) |Άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. ε) | |--- | | | | |Άρθρο 2 στοιχ. δ) | | | | | | |Άρθρο 13 παρ. 10 | | | | |Άρθρο 2 στοιχ. στ) |Άρθρο 1 στοιχ. ε) | | |Άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. η) | | |--- | | | | |Άρθρο 3 | | | |Άρθρο 1 στοιχ. β) δεύτερη φράση | | |Άρθρο 143 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο | | | | |Άρθρο 4 | | | | | | |Άρθρο 185 | | | | |Άρθρο 6 | | | | | | |--- | | | | |Άρθρο 7 παρ. 1 στοιχ. α) έως ε) | | | | | | |--- | | | | |Άρθρο 7 παρ. 1 στοιχ. στ) |Άρθρο 27 | | | | | |--- | | | | |Άρθρο 7 παρ. 1 στοιχ. ζ) και άρθρο 7 παρ. 3 | | | | | | |--- | | | | |Άρθρο 8 παρ. 1 και 2 | | | | | | |Άρθρο 177 παρ. 1 και 2 | | | | |Άρθρο 8 παρ. 3 | | | | | | |--- | | | | |Άρθρο 8 παρ. 4 στοιχ. α) και γ) |Άρθρο 30 παρ. 1 | | | | | |--- | | | | |Άρθρο 8 παρ. 4 στοιχ. δ) | | | | | | |Άρθρο 177 παρ. 3 | | | | |Άρθρο 8 παρ. 5 | | | | | | |Άρθρο 177 παρ. 4 και 5 | | | | |Άρθρο 12 | | | | | | |--- | | | | |Άρθρο 12α παρ. 1 έως 3 | | | | | | |Άρθρο 148 | | | | |Άρθρο 12α παρ. 4 πρώτο εδάφιο | | | | | | |Άρθρο 149 | | | | |Άρθρο 12α παρ. 4 δεύτερο έως έκτο εδάφιο | | | | | | |Άρθρο 150 | | | | |Άρθρο 14 |Άρθρο 34 | | |Άρθρο 41 | | |Άρθρο 145 | | | | |Άρθρο 16 παρ. 1 πρώτο και δεύτερο εδάφιο |Άρθρο 35 | | |Άρθρο 42 | | |Άρθρο 146 παρ. 1, 3 και 4 | | | | |Άρθρο 16 παρ. 1 τρίτο εδάφιο |Άρθρο 35 | | | | | |Άρθρο 146 παρ. 2 | | | | |Άρθρο 17 |Άρθρο 36 | | |Άρθρο 43 | | |Άρθρο 147 | | | | |Άρθρο 26 | | | | | | |--- | | | | |Άρθρο 27 | | | | | | |--- | | | | |Άρθρο 31 | | | | | | |Άρθρο 302 | | | | |Άρθρο 31 | | | |Άρθρο 68 παρ. 2 | | |Άρθρο 303 | | | | |Παράρτημα I |Άρθρο 23 | | |Παράρτημα II | | |--- | | | | |Παράρτημα 2A | | | | | | |--- | | | | |Παράρτημα 2B | | | | | | |--- | | | | |Άρθρα 5, 9, 10, 11 | | | | | | |--- | | | | | |Άρθρο 1 στοιχ. α) |Άρθρο 1 στοιχ. α) |Άρθρο 2 στοιχ. α) |Άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. α) | | |Άρθρο 13 σημ. 1 | | | | | |Άρθρο 1 στοιχ. β) | | |Άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. β) |Άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. δ) | |Άρθρο 13 σημ. 9 | | | | | |Άρθρο 1 στοιχ. γ) | |Άρθρο 2 στοιχ. ε) |Άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. ε) |Άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. στ) | |Άρθρο 13 σημ. 6 στοιχ. α) | | | | | |Άρθρο 1 στοιχ. δ) | | |Άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. στ) |Άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. ζ) | |--- | | | | | |Άρθρο 1 στοιχ. στ) | | |Άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. θ) |Άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. θ) | |Άρθρο 13 σημ. 14 | | | | | |Άρθρο 1 στοιχ. ζ) | | |Άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. ι) |Άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. ι) | |Άρθρο 13 σημ. 17, άρθρο 24 παρ. 2 και άρθρο 62 | | | | | |Άρθρο 1 στοιχ. η) |Άρθρο 1 στοιχ. δ) | |Άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. ια) |Άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. ια) | |Άρθρο 13 σημ. 12 | | | | | |Άρθρο 1 στοιχ. θ) |Άρθρο 1 στοιχ. ε) | |Άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. ιβ) |Άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. ιβ) | |Άρθρο 13 σημ. 13 | | | | | |Άρθρο 1 στοιχ. ι) | | |Άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. ιγ) | | |Άρθρο 13 σημ. 18 | | | | | |Άρθρο 1 στοιχ. ια) |Άρθρο 1 στοιχ. ια) |Άρθρο 2 στοιχ. η) |Άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. ιδ) |Άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. ιγ) | |Άρθρο 13 σημ. 8 | | | | | |Άρθρο 1 στοιχ. ιβ) | | |Άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. ιη) |Άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. ιδ) | |Άρθρο 13 σημ. 15 | | | | | |Άρθρο 1 στοιχ. ιβ) α) |Άρθρο 1 στοιχ. στ) | |Άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. ιη) i) |Άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. ιδ) i) | |Άρθρο 13 σημ. 16 | | | | | |Άρθρο 1 στοιχ.ιβ) β) | | |Άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. ιη) ii) |Άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. ιδ) ii) | |Άρθρο 13 σημ. 14 | | | | | |Άρθρο 3 | | | | | |Άρθρο 186 | | | | | |Άρθρο 8 | | | | | |Άρθρο 24 παρ. 1 | | | | | |Άρθρο 12 παρ. 2 | | |Άρθρο 14 παρ. 1 |Άρθρο 18 | |Άρθρο 39 παρ. 1 | | | | | |Άρθρο 12 παρ. 3 έως 6 | | |Άρθρο 14 παρ. 2 έως 5 | | |Άρθρο 39 | | | | | |Άρθρο 15 παρ. 1 και 2 | | |Άρθρο 15 παρ. 1 και 2 |Άρθρο 19 παρ. 1 | |Άρθρο 56 | | | | | |Άρθρο 15 παρ. 3 | | |Άρθρο 15 παρ. 3 |Άρθρο 22 | |Άρθρο 60 | | | | | |Άρθρο 15 παρ. 4 | | |Άρθρο 15 παρ. 4 |Άρθρο 23 | |Άρθρο 61 | | | | | |Άρθρο 15α | | |Άρθρο 15α |Άρθρο 19 παρ. 2 έως 8 | |Άρθρο 57 παρ. 1 έως 7 | | | | | |Άρθρο 15β | | |Άρθρο 15β |Άρθρο 19α | |Άρθρο 58 | | | | | |Άρθρο 15γ | | |Άρθρο 15γ |Άρθρο 20 | |Άρθρο 59 | | | | | |Άρθρο 16 παρ. 1 | | |Άρθρο 16 παρ. 1 |Άρθρο 24 | |Άρθρο 63 | | | | | |Άρθρο 16 παρ. 2 | | |Άρθρο 16 παρ. 2 |Άρθρο 25 | |Άρθρο 64 | | | | | |Άρθρο 16 παρ. 3 | | |Άρθρο 16 παρ. 3 |Άρθρο 26 | |Άρθρο 65 | | | | | |Άρθρο 16 παρ. 4 | | |Άρθρο 16 παρ. 4 |Άρθρο 27 | |Άρθρο 66 | | | | | |Άρθρο 16 παρ. 5 | | |Άρθρο 16 παρ. 5 |Άρθρο 28 παρ. 1 | |Άρθρο 67 παρ. 1 | | | | | |Άρθρο 16 παρ. 5β πρώτο έως τέταρτο εδάφιο | | |Άρθρο 16 παρ. 7 πρώτο έως τέταρτο εδάφιο |Άρθρο 28 παρ. 3 πρώτο έως τέταρτο εδάφιο | |Άρθρο 67 παρ. 3 | | | | | |Άρθρο 16 παρ. 5β πέμπτο εδάφιο | | |Άρθρο 16 παρ. 7 πέμπτο εδάφιο |Άρθρο 28 παρ. 3 πέμπτο εδάφιο | |Άρθρο 67 παρ. 4 | | | | | |Άρθρο 16 παρ. 7 έκτο εδάφιο | | |Άρθρο 16 παρ. 7 έκτο εδάφιο | | |Άρθρο 66 παρ. 4 | | | | | |Άρθρο 16 παρ. 5γ | | |Άρθρο 16 παρ. 8 |Άρθρο 29 | |Άρθρο 69 | | | | | |Άρθρο 16 παρ. 6 | | |Άρθρο 16 παρ. 6 |Άρθρο 28 παρ. 2 | | Άρθρο 67 παρ. 2 | | | | | |Άρθρο 16α παρ. 1 στοιχ. α) | | |Άρθρο 17 παρ. 1 στοιχ. α) |Άρθρο 31 παρ. 1 πρώτο εδάφιο | |Άρθρο 71 παρ. 1 στοιχ. α) έως γ) | | | | | |Άρθρο 16α παρ. 1 στοιχ. β) | | |Άρθρο 17 παρ. 1 στοιχ. β) |Άρθρο 31 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο | |Άρθρο 71 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο | | | | | |Άρθρο 16α παρ. 2 | | |Άρθρο 17 παρ. 2 |Άρθρο 31 παρ. 2 | |Άρθρο 71 παρ. 2 | | | | | |Άρθρο 20 | | |Άρθρο 22 | | |--- | | | | | |Άρθρο 21 | | |Άρθρο 23 |Άρθρο 34 παρ. 1 έως 3 | |--- | | | | | |Άρθρο 22 | | |Άρθρο 24 |Άρθρο 34 παρ. 4 | |--- | | | | | |Άρθρο 25 | | | | | |--- | | | | | |Άρθρο 28 | | |Άρθρο 33 | | |Άρθρο 178 | | | | | |Άρθρο 29 | | | | | |Άρθρο 179 παρ. 1 και παρ. 3 | | | | | |Άρθρο 30 παρ. 2 | | | | | |Άρθρο 179 παρ. 2 | | | | | |Άρθρο 31 | | | | | |Άρθρο 181 | | | | | |Άρθρο 38 | | |Άρθρο 44 | | |Άρθρο 151 | | | | | |Άρθρο 39 παρ. 2 και 3 | | |Άρθρο 45 | | |Άρθρο 152 | | | | | |Άρθρο 40 παρ. 2 | | |Άρθρο 46 παρ. 1 | | |Άρθρο 153 παρ. 8 | | | | | |Άρθρο 40 παρ. 3 | | |Άρθρο 46 παρ. 2 | | |Άρθρο 153 παρ. 1 | | | | | |Άρθρο 40 παρ. 4, 6 έως 8 και 10 | | |Άρθρο 46 παρ. 3, 5 έως 7 και 9 | | |Άρθρο 153 παρ. 2, 4 έως 6 και 9 | | | | | |Άρθρο 40 παρ. 5 | | |Άρθρο 46 παρ. 4 | | |Άρθρο 153 παρ. 3 | | | | | |Άρθρο 40 παρ. 9 | | |Άρθρο 46 παρ. 8 | | |Άρθρο 153 παρ. 7 | | | | | |Άρθρο 41 | | |Άρθρο 47 | | |Άρθρο 154 | | | | | |Άρθρο 42 παρ. 2 | | |Άρθρο 48 | | |Άρθρο 158 | | | | | |Άρθρο 43 παρ. 2 και 3 | | | | | |Άρθρο 182 | | | | | |Άρθρο 44 παρ. 2 | | |Άρθρο 49 | | |Άρθρο 157 και Παράρτημα V | | | | | |Άρθρο 45 παρ. 2 | | | | | |Άρθρο 187 | | | | | |Άρθρο 46 παρ. 2 | | |Άρθρο 50 | | |Άρθρο 155 | | | | | |Άρθρα 47 έως 50 | | | | | |--- | | | | | |Άρθρο 51 | | |Άρθρο 64 |Άρθρο 56 | |--- | | | | | |Άρθρο 51 τελευταία περίπτωση | | | | |Άρθρο 1 παρ. 4 |Άρθρο 57 παρ. 8 | | | | | |Άρθρο 52 | | | | | |--- | | | | | |Άρθρο 54 | | | | | |Άρθρο 204 | | | | | |Άρθρο 55 | | | | | |Άρθρο 205 | | | | | |Άρθρα 24 και 26 | | | | | |--- | | | | | |Άρθρα: 12 παρ. 1, 19, 33, 37, 39 παρ. 1, 40 παρ. 1, 42 παρ. 1, 43 παρ. 1, 44 παρ. 1, 45 παρ. 1, 46 παρ. 1, | | | | | |--- | | | | | | |Άρθρο 1 στοιχ. β) | | | | |Άρθρο 13 σημ. 2 | | | | | | |Άρθρο 1 στοιχ. γ) | |Άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. ιθ) |Άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. γ) | |Άρθρο 13 σημ. 3 | | | | | | |Άρθρο 1 στοιχ. ζ) | | | | |Άρθρο 210 παρ. 1 στοιχ. α) | | | | | | |Άρθρο 1 στοιχ. η) | | | | |Άρθρο 210 παρ. 1 στοιχ. β) | | | | | | |Άρθρο 1 στοιχ. θ) | | |Άρθρο 59 σημ. 2 στοιχ. α), θ) | |Άρθρο 210 παρ. 1 στοιχ. ε) | | | | | | |Άρθρο 1 στοιχ. ι) | | |Άρθρο 59 σημ. 2 στοιχ. α), ι) | |Άρθρο 210 παρ. 1 στοιχ. στ) | | | | | | |Άρθρο 1 στοιχ. ιβ) | | |Άρθρο 59 σημ. 2 στοιχ. β) | |Άρθρο 13 σημ. 4 | | | | | | |Άρθρο 2 | | |Άρθρο 59 παρ. 3 | |Άρθρο 211 | | | | | | |Άρθρο 3 | | |Άρθρο 59 παρ. 3 | |Άρθρο 212 | | | | | | |Άρθρο 4 | | |Άρθρο 59 παρ. 3 | |Άρθρο 251 | | | | | | |Άρθρο 5 παρ. 1 | | |Άρθρο 59 παρ. 4 | |Άρθρο 250 | | | | | | |Άρθρο 5 παρ. 2 | | | | |Άρθρο 258 παρ. 1 | | | | | | |Άρθρο 6 | | |Άρθρο 59 παρ. 5 | |Άρθρο 258 παρ. 2, άρθρο 259 παρ. 1 και παρ. 2 | | | | | | |Άρθρο 7 | | |Άρθρο 59 παρ. 5 | |Άρθρα: 253 παρ. 1, 256, 257 | | | | | | |Άρθρο 8 | | |Άρθρο 59 παρ. 5 | |Άρθρα: 249, 250, 262 παρ. 1 | | | | | | |Άρθρο 9 | | |Άρθρο 59 παρ. 6 | |Άρθρα: 216, 217, 262 παρ. 1 | | | | | | |Άρθρο 10 | | |Άρθρο 59 παρ. 7 | |Άρθρα: 216, 217, 262 παρ. 1, 263 έως 265 | | | | | | |Άρθρο 10α | | |Άρθρο 59 παρ. 8 | |Άρθρο 266 | | | | | | |Άρθρο 10β | | | | |Άρθρο 261 | | | | | | |Άρθρο 12 |Άρθρο 32 |Άρθρο 73 |Άρθρο 65 |Άρθρο 8 παρ. 1 |Άρθρο 312 | | | | | | |Παράρτημα I | | |Άρθρο 59 παρ. 9 και Παράρτημα II | |Άρθρα 213 έως 215, 218 έως 246 | | | | | | |Παράρτημα II | | |Άρθρο 59 παρ. 9 και Παράρτημα II | |Άρθρα 213 έως 215, 218 έως 247 | | | | | | | |Άρθρο 1 παρ. 2 | | | |Άρθρο 269

| | | | | | | |Άρθρο 2 στοιχ. β) | | | |Άρθρο 270 παρ. 1 στοιχ. β)

| | | | | | | |Άρθρο 2 στοιχ. γ) | | | |Άρθρο 270 παρ. 1 στοιχ. γ) | | | | | | | |Άρθρο 2 στοιχ. δ) | | | |Άρθρο 270 παρ. 1 στοιχ. δ) | | | | | | | |Άρθρα 2 στοιχ. στ) | |Άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. η) | |Άρθρο 13 σημ. 7 | | | | | | | |Άρθρο 2 στοιχ. ζ) | | | |Άρθρο 270 παρ. 1 στοιχ. α) | | | | | | | |Άρθρο 2 στοιχ. θ) | | | |Άρθρο 270 παρ. 1 στοιχ. ε) | | | | | | | |Άρθρο 2 στοιχ. ι) | | | |Άρθρο 270 παρ. 1 στοιχ. στ) | | | | | | | |Άρθρο 2 στοιχ. ια) | | | |Άρθρο 270 παρ. 1 στοιχ. ζ) | | | | | | | |Άρθρο 3 | | | |--- | | | | | | | |Άρθρο 4 | | | |Άρθρο 271 | | | | | | | |Άρθρο 5 | | | |Άρθρο 272 | | | | | | | |Άρθρο 6 | | | |Άρθρο 273 | | | | | | | |Άρθρο 7 | | | |Άρθρο 274 | | | | | | | |Άρθρο 8 | | | |Άρθρο 275 | | | | | | | |Άρθρο 9 | | | |Άρθρο 276 | | | | | | | |Άρθρο 10 | | | |Άρθρο 277 | | | | | | | |Άρθρο 11 | | | |Άρθρο 279 | | | | | | | |Άρθρο 12 | | | |Άρθρο 280 | | | | | | | |Άρθρο 13 | | | |Άρθρο 281 | | | | | | | |Άρθρο 14 | | | |Άρθρο 282 | | | | | | | |Άρθρο 15 | | | |Άρθρο 283 | | | | | | | |Άρθρο 16 | | | |Άρθρο 284 | | | | | | | |Άρθρο 17 | | | |Άρθρο 285 | | | | | | | |Άρθρο 18 | | | |Άρθρο 286 | | | | | | | |Άρθρο 19 | | | |Άρθρο 287 | | | | | | | |Άρθρο 20 | | | |Άρθρο 288 | | | | | | | |Άρθρο 21 | | | |Άρθρο 289 | | | | | | | |Άρθρο 22 | | | |Άρθρο 290 | | | | | | | |Άρθρο 23 | | | |Άρθρο 291 | | | | | | | |Άρθρο 24 | | | |Άρθρο 292 | | | | | | | |Άρθρο 25 | | | |Άρθρο 293 | | | | | | | |Άρθρο 26 | | | |Άρθρο 294 | | | | | | | |Άρθρο 27 | | | |Άρθρο 295 | | | | | | | |Άρθρο 28 | | | |Άρθρο 296 | | | | | | | |Άρθρο 29 | | | |Άρθρο 297 | | | | | | | |Άρθρο 30 παρ. 1 | | | |Άρθρο 270 παρ. 2 | | | | | | | |Άρθρο 30 παρ. 2 | | | |Άρθρο 298 | | | | | | | |Παράρτημα | | | |Άρθρο 278 | | | | | | | | |Άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. δ) | | |--- | | | | | | | | |Άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. ζ) | | |Άρθρο 13 σημ. 11 | | | | | | | | |Άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. ιζ) | | |--- | | | | | | | | |Άρθρο 1 παρ. 2 |Άρθρο 2 παρ. 3 | |--- | | | | | | | | |Άρθρο 2 | | |Άρθρο 2 παρ. 3 | | | | | | | | |Άρθρο 3 παρ. 1, 2, 3 και 8 | | |Άρθρο 9 | | | | | | | | |Άρθρο 3 παρ. 5 και 7 | | |Άρθρο 10 | | | | | | | | |Άρθρο 3 παρ. 6 | | |--- | | | | | | | | |Άρθρο 5 παρ. 2 δεύτερο και τρίτο εδάφιο | | |Άρθρο 15 παρ. 2 τρίτο εδάφιο και παρ. 3 δεύτερο εδάφιο | | | | | | | | |Άρθρο 6 παρ. 5 δεύτερο εδάφιο | | |Άρθρο 21 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο | | | | | | | | |Άρθρο 7 στοιχ. ε) | | |Άρθρο 23 παρ. 2 στοιχ. στ) | | | | | | | | |Άρθρο 8 |Άρθρο 12 | |Άρθρο 24 παρ. 1 | | | | | | | | |Άρθρο 12 | | |Άρθρο 206 | | | | | | | | |Άρθρο 16 παρ. 9 |Άρθρο 30 | |Άρθρο 68 | | | | | | | | |Άρθρο 18 παρ. 1 έως 6 | | |Άρθρο 72 | | | | | | | | |Άρθρο 18 παρ. 7 | | |---- | | | | | | | | |Άρθρο 19 παρ. 1 πρώτο εδάφιο πρώτη περίπτωση | | |Άρθρο 73 παρ. 1 | | | | | | | | |Άρθρο 19 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο δεύτερη περίπτωση | | |Άρθρο 73 παρ. 3 δεύτερο εδάφιο | | | | | | | | |Άρθρο 19 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο έως παρ. 3 | | |Άρθρο 73 παρ. 4 έως 7 | | | | | | | | |Άρθρο 21 | | |Άρθρο 207 | | | | | | | | |Άρθρο 25 | | |--- | | | | | | | | |Άρθρο 26 | | |--- | | | | | | | | |Άρθρο 32 | | |--- | | | | | | | | |Άρθρο 34 | | |Άρθρο 180 | | | | | | | | |Άρθρο 35 | | |Άρθρο 184 | | | | | | | | |Άρθρο 36 παρ. 1 | | |Άρθρο 183 παρ. 1 | | | | | | | | |Άρθρο 36 παρ. 2 | | |Άρθρο 183 παρ. 4 πρώτη φράση | | | | | | | | |Άρθρο 36 παρ. 3 | | |Άρθρο 183 παρ. 6 | | | | | | | | |Άρθρο 36 παρ. 4 | | |Άρθρο 183 παρ. 7 | | | | | | | | |Άρθρο 41 | | |Άρθρο 145 | | | | | | | | |Άρθρο 42 παρ. 1 έως 3 | | |Άρθρο 146 παρ. 1, 3 και 4 | | | | | | | | |Άρθρο 43 | | |Άρθρο 147 | | | | | | | | |Άρθρο 45 | | |--- | | | | | | | | |Άρθρο 48 | | |Άρθρο 158 | | | | | | | | |Άρθρο 49 | | |Άρθρο 157 | | | | | | | | |Άρθρο 51 παρ. 2 στοιχ. α) έως ζ) | | |Άρθρο 160 παρ. 2 στοιχ. α) έως ε), ζ) και η) | | | | | | | | |Άρθρο 51 παρ. 3 και 4 | | |Άρθρο 161 | | | | | | | | |Άρθρο 52 παρ. 1 | | |Άρθρο 167 | | | | | | | | |Άρθρο 55 παρ. 1 και 2 | | |Άρθρο 164 παρ. 1 και 2 | | | | | | | | |Άρθρο 56 | | |Άρθρο 165 | | | | | | | | |Άρθρο 59 παρ. 1 και 2 |Άρθρο 52 παρ. 1 και 2 | |Άρθρο 175 παρ. 1 και 2 | | | | | | | | |Άρθρο 59 παρ. 3 και 6 |Άρθρο 52 παρ. 3 και 4 | |--- | | | | | | | | |Άρθρο 60 παρ. 1 | | |Άρθρο 306 παρ. 2 δεύτερο και τρίτο εδάφιο | | | | | | | | |Άρθρο 60 παρ. 2 | | |Άρθρο 306 παρ. 3 | | | | | | | | |Άρθρο 61 | | |Άρθρο 299 | | | | | | | | |Άρθρο 65 |Άρθρο 55 | |Άρθρο 304 | | | | | | | | |Άρθρο 66 | | |Άρθρο 307 | | | | | | | | |Άρθρο 67 |Άρθρο 53 | |Άρθρο 300 | | | | | | | | |Άρθρο 68 παρ. 1 | | |--- | | | | | | | | |Άρθρο 71 | | |--- | | | | | | | | |Άρθρο 72 | | |Άρθρο 311 | | | | | | | | |Παράρτημα I | | |Παράρτημα II | | | | | | | | |Παράρτημα III | | |Άρθρο 183 παρ. 2 έως 5 | | | | | | | | |Παράρτημα IV | | |--- | | | | | | | | |Παράρτημα V | | |Παράρτημα VI | | | | | | | | |Παράρτημα VI | | |Παράρτημα VII | | | | | | | | | |Άρθρο 1 παρ. 2 | |Άρθρο 11 | | | | | | | | | |Άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. α) | |Άρθρο 13 σημ. 5 | | | | | | | | | |Άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. β) | |--- | | | | | | | | | |Άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. η) | |Άρθρο 13 σημ. 7 | | | | | | | | | |Άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. ιε) | |Άρθρο 13 σημ. 21 | | | | | | | | | |Άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. ιστ) | |Άρθρο 13 σημ. 22 | | | | | | | | | |Άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. ιζ) | |Άρθρο 208 παρ. 3 | | | | | | | | | |Άρθρο 2 παρ. 2 | |--- | | | | | | | | | |Άρθρο 4 παρ. 2 | |Άρθρο 15 παρ. 5 | | | | | | | | | |Άρθρο 5 | |Άρθρο 17, Παράρτημα IIIΓ | | | | | | | | | |Άρθρο 9 παρ. 1 | |Άρθρο 21 παρ. 4 | | | | | | | | | |Άρθρο 11 παρ. 1 στοιχ. β) | |Άρθρο 23 παρ. 1 στοιχ. β) | | | | | | | | | |Άρθρο 15 παρ. 3 | |Άρθρο 31 παρ. 2 | | | | | | | | | |Άρθρο 21 | |---- | | | | | | | | | |Άρθρο 45 | |---- | | | | | | | | | |Άρθρο 46 | |Άρθρο 209 | | | | | | | | | |Άρθρο 47 | |Άρθρο 156 | | | | | | | | | |Άρθρο 48 | |Άρθρο 159 | | | | | | | | | |Άρθρο 50 | |Άρθρο 173 | | | | | | | | | |Άρθρο 51 | |Άρθρο 174 | | | | | | | | | |Άρθρο 54 παρ. 1 | |Άρθρο 301 παρ. 1 | | | | | | | | | |Άρθρο 61 | |Άρθρο 309 | | | | | | | | | |Άρθρο 62 | |Άρθρο 12 | | | | | | | | | |Άρθρο 63 | |Άρθρο 308 | | | | | | | | | |Άρθρα 57, 58, 59 και 60, Παράρτημα II | |--- | | | | | | | | | | |Άρθρα: 1 παρ. 4, 2 παρ. 4 και 4 παρ. 6 |Άρθρο 57 παρ. 8 | | | | | | | | | | |Άρθρο 8 παρ. 2 |Άρθρο 315 | |

[1] ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 1.

[2] ΕΕ 56 της 4.4.1964, σ. 878, Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την Πράξη προσχωρήσεως του 1972.

[3] ΕΕ L 228 της 16.8.1973, σ. 3. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/68/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1).

[4] ΕΕ L 228 της 16.8.1973, σ. 20.

[5] ΕΕ L 189 της 13.7.1976, σ. 13.

[6] ΕΕ L 151 της 7.6.1978, σ. 25.

[7] ΕΕ L 339 της 27.12.1984, σ. 21.

[8] ΕΕ L 185 της 4.7.1987, σ. 77.

[9] ΕΕ L 172 της 4.7.1988, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/14/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 149 της 11.6.2005, σ. 14).

[10] ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2007/44/EΚ ( ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 1) .

[11] ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/68/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1) .

[12] ΕΕ L 110 της 20.4.2001, σ. 28.

[13] ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ.1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2007/44/EΚ (ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 1 ).

[14] ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2007/44/EΚ (ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 1 ).

[15] ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 1.

[16] ΕΕ L 235, 23.9.2003, σ. 10.

[17] ΕΕ C […].

[18] ΕΕ C […].

[19] ΕΕ C […].

[20] ΕΕ C […].

[21] ΕΕ L 228 της 16.8.1973, σ. 3. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 323, 9.12.2005, σ. 1).

[22] ΕΕ L 151 της 7.6.1978, σ. 25.

[23] ΕΕ L 185 της 4.7.1987, σ. 77.

[24] ΕΕ L 172 της 4.7.1988, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 149 της 11.6.2005, σ. 14).

[25] ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2007/44 / ΕΚ ( ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 1).

[26] ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/68/ΕΚ ( ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1).

[27] ΕΕ L 110 της 20.4.2001, σ. 28.

[28] ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2007/44 / ΕΚ ( ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 1) .

[29] ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2007/44 / ΕΚ ( ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 1) .

[30] ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 1.

[31] ΕΕ L 103 της 2.5.1972, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/14/ΕΚ (ΕΕ L 149 της 11.6.2005, σ. 14).

[32] ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2006/99/ΕΚ (ΕΕ L 363 της 20.12.2006, σ. 137).

[33] ΕΕ L 8 της 11.1.1984, σ. 17. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/14/ΕΚ (ΕΕ L 149 της 11.6.2005, σ. 14).

[34] ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2006/31/ΕΚ (ΕΕ L 114 της 27.4.2006, σ. 60).

[35] ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/18/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 87 της 28.3.2007, σ. 9).

[36] ΕΕ L 181 της 20.7.2000, σ. 65. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/14/ΕΚ (ΕΕ L 149 της 11.6.2005, σ. 14).

[37] ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ.1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2005/1/ΕΚ (ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9).

[38] ΕΕ L 3 της 7.1.2004, σ. 30.

[39] ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 87.

[40] ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (ΕΕ L 200 της 22.7.2006, σ. 11).

[41] ΕΕ 56 της 4.4.1964, σ. 878. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την Πράξη Προσχωρήσεως του 1972.

[42] ΕΕ L 228 της 16.8.1973, σ. 20.

[43] ΕΕ L 189 της 13.7.1976, σ. 13.

[44] ΕΕ L 339 της 27.12.1984, σ. 21.

[45] ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1.

[46] ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1.

[47] ΕΕ αριθ. Ν 327 της 19.12.1975, σ. 4.

[48] ΕΕ αριθ. L 103 της 2.5.1972, σ. 1.

[49] ΕΕ αριθ. L 8 της 11.1.1984, σ. 17.

[50] Οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 126 της 26.5.2000, σ. 1)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/1/ΕΚ.

[51] ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

[52] ΕΕ L 35 της 11.2.2002, σ. 1.

[53] Οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΕΕ L 235 της 23.9.2003, σ. 10).

[54] Οδηγία 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, σχετικά με την εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών και τις πληροφορίες επί των αξιών αυτών που πρέπει να δημοσιεύονται (ΕΕ L 184 της 6.7.2001, σ. 1)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/1/ΕΚ.

[55] ΕΕ L 181 της 20.7.2000, σ. 65 .

[56] ΕΕ L 375 της 31.12.1985, σ. 3.

[57] ΕΕ L 3 της 7.1.2004, σ. 30.

[58] ΕΕ L 126 της 12.5.1984, σ. 20.

[59] ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11.

[60] ΕΕ L 126 της 26.5.2000, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2000/28/ΕΚ (ΕΕ L 275 της 27.10.2000, σ. 37).

[61] ΕΕ αριθ. L 322 της 17. 12. 1977, σ. 30. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 89/646/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. L 386 της 30. 12. 1989, σ. 1).

[62] ΕΕ αριθ. L 386 της 30. 12. 1989, σ. 14.

[63] ΕΕ L 374 της 31.12.1991, σ. 7.

[64] ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/1/ΕΚ (ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9).

[65] ΕΕ L 126 της 26.5.2000, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/1/ΕΚ.

[66] ΕΕ L 141 της 11.6.1993, σ. 27· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2002/87/ΕΚ (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1).

[67] ΕΕ L 141 της 11.6.1993, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/1/ΕΚ.

[68] ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/1/ΕΚ.

[69] ΕΕ L 35 της 11.2.2003.

[70] ΕΕ L 374 της 31.12.1991, σ. 32.

[71] Οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής) (ΕΕ L 228 της 11.8.1992 σ. 1)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/1/ΕΚ.

[72] ΕΕ L 181 της 20.7.2000, σ. 65.

[73] ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

[74] ΕΕ αριθ. L 228 της 16.8.1973, σ. 3.

[75] ΕΕ αριθ.L 78 της 26.3.1977, σ 17.

[76] Οδηγία 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993, σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών (ΕΕ L 141 της 11.6.1993, σ. 27)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1).

[77] Οδηγία 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 1993, για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 141 της 11.6.1993, σ. 1)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/1/ΕΚ.

[78] ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1.

[79] Έβδομη οδηγία 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, βασιζόμενη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 στοιχείο ζ) της συνθήκης για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 1994.

[80] Τέταρτη οδηγία 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, βασιζόμενη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 στοιχείο ζ) της συνθήκης περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών (ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 1994.

[81] ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2005/1/ΕΚ (ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9).

[82] ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/1/ΕΚ.

[83] ΕΕ L 126 της 26.5.2000, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/1/ΕΚ.

[84] ΕΕ L 141 της 11.6.1993, σ. 27· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2002/87/ΕΚ.

[85] ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/1/ΕΚ.

[86] ΕΕ αριθ. L 189 της 13.7.1976, σ. 13.

[87] ΕΕ L 3 της 7.1.2004, σ. 34.

[88] ΕΕ L 294 της 10.11.2001, σ. 1.

Top