This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 52007SC0870
Commission staff working document - Accompanying document to the Proposal for a Directive of the European Parliament and of the Council concerning life assurance on the taking-up and pursuit of the business of Insurance and Reinsurance - Solvency II - Executive summary of the impact assessment {COM(2007) 361 final} {SEC(2007) 871}
Εγγραφο εργασιας των υπηρεσιων της Επιτροπης - Συνοδευτικό έγγραφο στην Πρόταση οδηγία του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης - Solvency II - Εκτενης περιληψη της εκτιμησης των επιπτωσεων {COM(2007) 361 τελικό} {SEC(2007) 871}
Εγγραφο εργασιας των υπηρεσιων της Επιτροπης - Συνοδευτικό έγγραφο στην Πρόταση οδηγία του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης - Solvency II - Εκτενης περιληψη της εκτιμησης των επιπτωσεων {COM(2007) 361 τελικό} {SEC(2007) 871}
/* SEC/2007/0870 τελικό */
Εγγραφο εργασιας των υπηρεσιων της Επιτροπης - Συνοδευτικό έγγραφο στην Πρόταση οδηγία του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης - Solvency II - Εκτενης περιληψη της εκτιμησης των επιπτωσεων {COM(2007) 361 τελικό} {SEC(2007) 871} /* SEC/2007/0870 τελικό */
[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ | Βρυξέλλες, 10.7.2007 SEC(2007) 870 ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Συνοδευτικό έγγραφο στην Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης SOLVENCY II Εκτενής περίληψη της εκτίμησης των επιπτώσεων {COM(2007) 361 τελικό}{SEC(2007) 871} ΕΚΘΕΣΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ "ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ II" ΣΥΝΟΨΗ Το σχέδιο "Φερεγγυότητα ΙΙ" εκπονήθηκε με πλήρη διαφάνεια και σε συνεργασία με όλους τους παράγοντες και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Για την εκτίμηση του αντικτύπου συντάχθηκαν αρκετές εκθέσεις από: την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (CEIOPS), την CEA, την AISAM και την ACME[1], την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την FIN-USE[2] και την Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων της Επιτροπής. Παράλληλα, η CEIOPS διεξήγαγε δύο μελέτες ποσοτικού αντίκτυπου (QIS), και το 2006 έλαβε χώρα δημόσια ακρόαση από την Επιτροπή. 1. Ορισμός του Προβλήματος Οι οικονομική και κοινωνική σημασία των ασφαλίσεων είναι τέτοια που θεωρείται γενικά αναγκαία η παρέμβαση των δημόσιων αρχών, με την μορφή της προληπτικής εποπτείας. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν παρέχουν μόνο προστασία έναντι μελλοντικών γεγονότων τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε ζημία, αλλά επίσης διοχετεύουν τις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στην πραγματική οικονομία. Η παρέμβαση από τις δημόσιες αρχές τείνει να επικεντρώνεται στην εισαγωγή μέτρων για την εξασφάλιση της φερεγγυότητας των επιχειρήσεων ή την ελαχιστοποίηση της διατάραξης και των ζημιών που προκαλούνται από την έλλειψη φερεγγυότητας. 1.1. Το ισχύον καθεστώς της ΕΕ Η λογική στην οποία βασίζεται η ασφαλιστική νομοθεσία της ΕΕ είναι να διευκολυνθεί η ανάπτυξη μιας ενιαίας αγοράς ασφαλιστικών υπηρεσιών, εξασφαλίζοντας παράλληλα επαρκές επίπεδο προστασίας των καταναλωτών. Η ανάπτυξη του αναγκαίου νομοθετικού πλαισίου ξεκίνησε στην δεκαετία του 1970, με την πρώτη γενιά των ασφαλιστικών οδηγιών[3], πλην όμως ολοκληρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 με την τρίτη γενιά ασφαλιστικών οδηγιών. Η τρίτη γενιά ασφαλιστικών οδηγιών καθιέρωσε το “σύστημα του διαβατηρίου ΕΕ” (ενιαία άδεια) για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, με βάση την έννοια της ελάχιστης εναρμόνισης και της αμοιβαίας αναγνώρισης. 1.2. Αδυναμίες του ισχύοντος καθεστώς της ΕΕ Οι οδηγίες απαιτούσαν από την Επιτροπή να προβεί σε επανεξέταση των απαιτήσεων φερεγγυότητας. Το 2002 συμφωνήθηκε μία περιορισμένη αλλά ταχεία μεταρρύθμιση[4] – Φερεγγυότητα I – ως αποτέλεσμα της επανεξέτασης αυτής. Ωστόσο, κατέστη σαφές κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στα πλαίσια της Φερεγγυότητας I ότι εξακολουθούσαν να υπάρχουν ορισμένες αδυναμίες : - Έλλειψη ευαισθησίας στον κίνδυνο : ορισμένοι βασικοί κίνδυνοι, συμπεριλαμβανομένων του κινδύνου αγοράς, του πιστωτικού και του λειτουργικού κινδύνου, δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη στο ισχύον καθεστώς της ΕΕ. Επιπλέον, το καθεστώς δεν είναι προορατικό, περιλαμβάνει πολύ λίγες ποιοτικές απαιτήσεις αναφορικά με τη διαχείριση του κινδύνου και την διακυβέρνηση και δεν επιβάλλει στις εποπτικές αρχές την διεξαγωγή τακτικών ελέγχων των εν λόγω ποιοτικών πτυχών. Η έλλειψη ευαισθησίας έναντι του κινδύνου δεν παροτρύνει τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να διαχειρίζονται κατάλληλα τους κινδύνους τους ούτε να βελτιώνουν και να επενδύουν στη διαχείριση του κινδύνου. Το παρόν καθεστώς δεν εγγυάται ακριβή και έγκαιρη επέμβαση εκ μέρους των εποπτικών αρχών, ούτε διευκολύνει τη βέλτιστη κατανομή του κεφαλαίου. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι το ισχύον καθεστώς της ΕΕ δεν προστατεύει τους αντισυμβαλλόμενους όπως θα έπρεπε. - Περιορισμοί στη σωστή λειτουργία της ενιαίας αγοράς : το ισχύον κοινοτικό πλαίσιο καθορίζει ελάχιστους κανόνες οι οποίοι μπορούν να συμπληρωθούν από πρόσθετους κανόνες σε εθνικό επίπεδο. Οι πρόσθετοι αυτοί κανόνες στρεβλώνουν και υπονομεύουν την ορθή λειτουργία της ενιαίας ασφαλιστικής αγοράς. Το γεγονός αυτό αυξάνει το κόστος για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις της ΕΕ (και τους αντισυμβαλλόμενους) και παρακωλύει τον ανταγωνισμό εντός της ΕΕ. Εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικές διαφορές στον τρόπο με τον οποίο ασκείται η εποπτεία, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται περαιτέρω η λειτουργία της ενιαίας αγοράς. - Μη βέλτιστες ρυθμίσεις για την εποπτεία των ομίλων : η τρέχουσα προσέγγιση της εποπτείας των ομίλων αποκλίνει όλο και περισσότερο από την πραγματικότητα σε σχέση με τη διάρθρωση και την οργάνωσή τους, καθώς εστιάζεται σε νομικές οντότητες. Η οργάνωση των ομίλων είναι όλο και περισσότερο συγκεντρωτική, καθώς έχουν εισαχθεί συστήματα διαχείρισης του κινδύνου σε επίπεδο επιχείρησης και οι βασικές λειτουργίες εκτελούνται σε ενοποιημένη βάση. Η απόκλιση μεταξύ του τρόπου διοίκησης των ομίλων και της εποπτείας τους όχι μόνο αυξάνει το κόστος για τους ασφαλιστικούς ομίλους, αλλά και το ενδεχόμενο να αγνοηθούν ορισμένοι βασικοί κίνδυνοι που αφορούν ολόκληρο τον όμιλο. - Έλλειψη διεθνούς και διατομεακής σύγκλισης : οι εργασίες της Διεθνούς Ένωσης Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων (IAS) και του Συμβουλίου Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (IASB) για την ανάπτυξη νέων προτύπων φερεγγυότητας και την αποτίμηση των τεχνικών προβλέψεων κινούνται προς την κατεύθυνση μιας προσέγγισης βασισμένης στον οικονομικό κίνδυνο, ριζικά διαφορετικής από την φιλοσοφία στην οποία στηρίζεται το ισχύον καθεστώς της ΕΕ. Εν τω μεταξύ, μέσω της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις[5] έχει καθιερωθεί για τις τράπεζες ένα καθεστώς φερεγγυότητας με βάση τον κίνδυνο. Η έλλειψη διεθνούς και διατομεακής σύγκλισης υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών ασφαλιστών επιχειρήσεων. Η έλλειψη διατομεακής συνοχής αυξάνει επίσης την πιθανότητα αυθαίρετων ρυθμίσεων (ρυθμιστικό αρμπιτράζ). 1.3. Απαιτείται δράση σε επίπεδο ΕΕ; Μολονότι, θεωρητικά, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εισαγάγουν παρόμοια ρυθμιστικά καθεστώτα για να αντιμετωπίσουν τις αδυναμίες του τρέχοντος συστήματος και οι ρυθμιστικές αρχές να συντονίσουν καλύτερα τις εποπτικές τους δραστηριότητες, αίροντας με τον τρόπο αυτό τα εμπόδια στη σωστή λειτουργία της ενιαίας αγοράς, υπάρχουν πολύ λίγες ενδείξεις ότι αυτό συμβαίνει όντως στην πράξη. Από την μέχρι τώρα κατάσταση προκύπτει ότι συμβαίνει μάλλον το αντίθετο. Απαιτείται συνεπώς η θέσπιση μέτρων προκειμένου να διευκολυνθεί μία τέτοιου είδους αλλαγή και τα μέτρα αυτά πρέπει να ληφθούν σε επίπεδο ΕΕ για να αυξηθεί η εναρμόνιση. 2. Στόχοι της προσέγγισης "Φερεγγυότητα ΙΙ" Λόγω των αδυναμιών του σημερινού καθεστώς της ΕΕ συμφωνήθηκαν οι κατωτέρω γενικοί στόχοι για την προσέγγιση "Φερεγγυότητας ΙΙ" : - εμβάθυνση της ολοκλήρωσης της ασφαλιστικής αγοράς στην ΕΕ· - ενίσχυση της προστασίας αντισυμβαλλόμενων και δικαιούχων· - βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των κοινοτικών ασφαλιστών και αντασφαλιστών· - προώθηση της καλύτερης ρύθμισης. Προκειμένου να αξιολογηθούν η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα των διαφόρων επιλογών πολιτικής σε σχέση με τους γενικούς αυτούς στόχους, προσδιορίστηκαν ορισμένοι ειδικοί και επιχειρησιακοί στόχοι. 3. Επιλογές ακολουθητεασ πολιτικησ, ανάλυση αντικτύπου και σύγκριση Για τους σκοπούς του εγχειρήματος, οι διάφορες επιλογές χωρίστηκαν σε επιλογές στρατηγικής φύσεως και σε λειτουργικές επιλογές: - Οι στρατηγικής φύσεως επιλογές συνδέονται με τον συνολικό σχεδιασμό της Φερεγγυότητας II, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης του κατά πόσον απαιτείται κάποια αλλαγή και, εάν ναι, ποια νομοθετική διαδικασία πρέπει να ακολουθηθεί. Άλλα βασικά ζητήματα που αναλύθηκαν ήταν : σε ποιο βαθμό μπορούν να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα από την "Βασιλεία II" και την οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις· με ποιο τρόπο πρέπει να γίνεται η εποπτεία των ασφαλιστικών ομίλων· ποιος πρέπει να είναι ο χειρισμός των μικρών και μεσαίων ασφαλιστικών επιχειρήσεων· εάν πρέπει να εναρμονιστεί υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων· και ποια προσέγγιση πρέπει να ακολουθηθεί αναφορικά με τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων (Βλ. Πίνακα 1). - Οι λειτουργικές επιλογές περιελάμβαναν : μεθόδους για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων· το επίπεδο διαμόρφωσης των κεφαλαιακών απαιτήσεων· και την μορφή που πρέπει να έχουν οι απαιτήσεις αυτές. Παράλληλα, εξετάστηκαν διάφορες επιλογές όσον αφορά τον χειρισμό των επενδύσεων (Βλ. πίνακα 2). 4. Συνολικός αναμενόμενος αντίκτυπος της Φερεγγυότητας II Η ανάλυση που πραγματοποιήθηκε και οι αντιδράσεις των διαφόρων παραγόντων και ενδιαφερομένων μερών όσον αφορά τις διάφορες επιλογές ακολουθητέας πολιτικής δείχνουν ότι η εισαγωγή ενός νέου καθεστώτος φερεγγυότητας βασιζόμενου στον οικονομικό κίνδυνο, που θα εντάσσεται πλήρως στην αρχιτεκτονική Lamfalussy, είναι το αποτελεσματικότερο και αποδοτικό μέσο για την επίτευξη των γενικών στόχων του σχεδίου "Φερεγγυότητα ΙΙ". 4.1. Η επιλεγείσα προσέγγιση για την "Φερεγγυότητα II" : μία προσέγγιση βασιζόμενη στον οικονομικό κίνδυνο Ένα σύστημα βασιζόμενο σε υγιείς αρχές οικονομικής αξιολόγησης θα αποκαλύψει την πραγματική χρηματοοικονομική κατάσταση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, αυξάνοντας τη διαφάνεια και την εμπιστοσύνη σε ολόκληρο τον τομέα. Με την εισαγωγή ρυθμιστικών απαιτήσεων με βάση τον κίνδυνο θα εξασφαλιστεί η επίτευξη μιας εύλογης ισορροπίας μεταξύ της υψηλής προστασίας των αντισυμβαλλομένων και του λογικού κόστους για τους ασφαλιστές. Ειδικότερα, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις θα αντικατοπτρίζουν το ειδικό προφίλ κινδύνου κάθε ασφαλιστικής επιχείρησης. Οι ασφαλιστές που διαχειρίζονται σωστά τους κινδύνους τους – επειδή διαθέτουν αυστηρές πολιτικές, χρησιμοποιούν κατάλληλες τεχνικές μείωσης του κινδύνου, ή διαφοροποιούν τις δραστηριότητές τους – θα ανταμειφθούν και θα τους επιτραπεί να κατέχουν λιγότερα ίδια κεφάλαια. Από την άλλη πλευρά, οι ασφαλιστές με κακή διαχείριση, ή οι ασφαλιστές με μεγαλύτερη τάση να αναλαμβάνουν κινδύνους θα κληθούν να διαθέτουν μεγαλύτερα ίδια κεφάλαια ώστε να είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τις αξιώσεις των αντισυμβαλλομένων σε περίπτωση ζημίας. Η "Φερεγγυότητα II" θα έχει ως αποτέλεσμα να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην υγιή διαχείριση των κινδύνων και σε αυστηρούς εσωτερικούς ελέγχους. Η ευθύνη για την χρηματοοικονομική ευρωστία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων θα μετατοπιστεί σταθερά στην διοίκησή τους, όπου και ανήκει. Οι ασφαλιστές θα διαθέτουν μεγαλύτερη ελευθερία – δηλ. θα κληθούν να συμμορφώνονται με αρχές υγιούς διοίκησης παρά με αυθαίρετους κανόνες. Οι ρυθμιστικές απαιτήσεις θα ευθυγραμμιστούν με την πρακτική στον κλάδο και οι ασφαλιστές θα ανταμειφθούν για την εισαγωγή συστημάτων διαχείρισης των κινδύνων και των ιδίων κεφαλαίων τους που θα ταιριάζουν καλύτερα στις ανάγκες και στο συνολικό προφίλ του κινδύνου. Σε αντιστάθμισμα, θα υπόκεινται σε ενισχυμένη προληπτική εποπτεία. Με το νέο καθεστώς θα ενισχυθεί επίσης η διαφάνεια και η καλύτερη ενημέρωση του κοινού. Οι ασφαλιστές που εφαρμόζουν τις βέλτιστες πρακτικές θα ανταμειφθούν περαιτέρω από τους επενδυτές, τους παράγοντες της αγοράς και τους καταναλωτές. Η νέα αρχιτεκτονική Lamfalussy θα δώσει τη δυνατότητα στο νέο καθεστώς να συγχρονιστεί με τις εξελίξεις της αγοράς και της τεχνολογίας καθώς και την πρόοδο, σε διεθνές επίπεδο, της νομοθεσίας στο λογιστικό και στον ασφαλιστικό τομέα. Μολονότι οι ίδιες υψηλού επιπέδου αρχές θα εφαρμόζονται σε όλες τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τα εκτελεστικά μέτρα θα επιτρέψουν την προσαρμογή των κανόνων, οι οποίοι θα εφαρμόζονται κατ’αναλογία με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα κάθε ασφαλιστικής επιχείρησης. Η νέα αρχιτεκτονική Lamfalussy, με την προώθηση της εποπτικής σύγκλισης και της συνεργασίας, θα οδηγήσει επίσης σε περισσότερο εναρμονισμένη αντιμετώπιση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Επιπλέον, η κωδικοποίηση του κεκτημένου ( acquis ) και η ενσωμάτωση των νέων αρχών σε ένα ενιαίο έγγραφο θα καταστήσουν σαφέστερο το ευρωπαϊκό δίκαιο και περισσότερο προσπελάσιμο σε όλους τους ενδιαφερόμενους παράγοντες, σε συμφωνία με το πρόγραμμα για τη βελτίωση του ρυθμιστικού πλαισίου. 4.2. Οφέλη για τους ενδιαφερόμενους φορείς Συνολικά, αναμένονται σημαντικά οφέλη από την προσέγγιση "Φερεγγυότητα ΙΙ" και ο αναμενόμενος αντίκτυπος για όλους τους ενδιαφερόμενους είναι θετικός. - Ο κλάδος : οι άμεσοι αποδέκτες του νέου καθεστώτος "Φερεγγυότητα II" θα είναι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Εκτός από την προώθηση της υγιούς διαχείρισης του κινδύνου, της ευθυγράμμισης των εποπτικών απαιτήσεων με τις πρακτικές της αγοράς και της ανταμοιβής των επιχειρήσεων που διοικούνται σωστά, το νέο καθεστώς θα καθιερώσει επίσης πραγματικά ισότιμους όρους ανταγωνισμού και θα συμβάλει στην περαιτέρω ολοκλήρωση της ασφαλιστικής αγοράς στην ΕΕ. Η διεθνής ανταγωνιστικότητα των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων της ΕΕ θα βελτιωθεί μέσω της ευθυγράμμισης των ποσοτικής φύσεως ρυθμιστικών απαιτήσεων με το πραγματικό οικονομικό κόστος των κινδύνων που διατρέχουν. - Εποπτικές αρχές : οι εποπτικές αρχές θα αποκτήσουν καλύτερα εργαλεία εποπτείας, που θα παρέχουν τη δυνατότητα πιο έγκαιρης και αποτελεσματικής παρέμβασης, καθώς και εξουσίες να διεξάγουν διεξοδικούς ελέγχους όλων των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι ασφαλιστές. Ο καταμερισμός των καθηκόντων μεταξύ αρχών που ασκούν εποπτεία σε ατομική βάση και αρχών που ασκούν την εποπτεία ομίλων θα προσφέρει καλύτερη κατανόηση των οντοτήτων που αποτελούν μέρος ενός ασφαλιστικού ομίλου και θα ενισχύσει την εποπτική συνεργασία και τη σύγκλιση. - Αντισυμβαλλόμενοι : οι κυριότεροι έμμεσοι αποδέκτες της Φερεγγυότητας II θα είναι οι αντισυμβαλλόμενοι. Αρχικά, το νέο καθεστώς θα εξασφαλίσει ένα ενιαίο και ενισχυμένο επίπεδο προστασίας των αντισυμβαλλομένων σε ολόκληρη την ΕΕ, μειώνοντας την πιθανότητα να ζημιωθούν οι αντισυμβαλλόμενοι λόγω οικονομικών προβλημάτων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Δεύτερον, η εισαγωγή μιας προσέγγισης βασισμένης στον οικονομικό κίνδυνο θα δώσει στους αντισυμβαλλόμενους μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα προϊόντα που προσφέρουν οι ασφαλιστές, καθώς με το νέο καθεστώς "Φερεγγυότητα II" θα προωθηθεί η καλύτερη διαχείριση του κινδύνου, η σωστή τιμολογιακή πολιτική και η ενισχυμένη εποπτεία. Τρίτο, η "Φερεγγυότητα II" θα εντείνει τον ανταγωνισμό, ιδιαίτερα για τους ασφαλιστικούς κλάδους στους οποίους προτείνονται μαζικά προϊόντα που απευθύνονται σε ιδιώτες, όπως είναι η ασφάλιση αυτοκινήτου και κατοικίας, ασκώντας πτωτική πίεση σε τιμές πολλών ασφαλιστικών προϊόντων και θα αυξήσει την επιλογή με την ενθάρρυνση της καινοτομίας στα προϊόντα. - Σύνολο οικονομίας : Εκτός του ότι θα βελτιωθεί ο διεθνής ανταγωνισμός μεταξύ των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, η ευθυγράμμιση των ρυθμιστικών απαιτήσεων με την οικονομική πραγματικότητα θα οδηγήσει σε καλύτερη διάθεση των κεφαλαίων σε επίπεδο επιχείρησης, σε επίπεδο κλάδου και σε επίπεδο ευρωπαϊκής οικονομίας. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την μείωση του κόστους άντλησης κεφαλαίων για τον ασφαλιστικό τομέα και πιθανώς και για την ευρωπαϊκή οικονομία στο σύνολό της, μέσω του ρόλου του κλάδου των ασφαλίσεων ως θεσμικού επενδυτή. Η αποδοτικότερη κατανομή των κεφαλαίων και του κινδύνου εντός της οικονομίας θα συμβάλει επίσης στην χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τόσο μεσοπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. 4.3. Δυνητικές βραχυπρόθεσμες παράπλευρες επιπτώσεις Μολονότι ο συνολικός αντίκτυπος του σχεδίου Φερεγγυότητα II σε όλα τα μέρη θα είναι θετικός, οι αναλυτικές εργασίες που διεξήχθησαν επισημαίνουν ορισμένα βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα θέματα τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη. Τα θέματα αυτά συνδέονται κυρίως με υφιστάμενα χαρακτηριστικά των ασφαλιστικών αγορών, τα οποία θα τονιστούν με την εισαγωγή του καθεστώτος φερεγγυότητας βάσει του οικονομικού κινδύνου. Ανάλογα με την αντίδραση των παραγόντων, μπορεί να υπάρξουν ορισμένες αρνητικές βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις. Γενικά, όσο γρηγορότερα προετοιμαστούν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ενόψει της εισαγωγής του καθεστώτος "Φερεγγυότητα II", τόσο μειωμένη θα είναι η πιθανότητα να επέλθουν οι βραχυπρόθεσμες αυτές αρνητικές επιπτώσεις. - Αρχικό κόστος εφαρμογής : η "Φερεγγυότητα II" θα επιφέρει σημαντικό αρχικό κόστος, τόσο για τον κλάδο όσο και για τις εποπτικές αρχές που δεν θα έχουν ήδη εισαγάγει σύγχρονα συστήματα διαχείρισης του κινδύνου ή που δεν θα έχουν υιοθετήσει σύστημα εποπτείας βάσει του κινδύνου. Οι εργασίες ανάλυσης που πραγματοποιήθηκαν κατά την προετοιμασία της έκθεσης αυτής προβλέπουν ότι το αρχικό καθαρό κόστος εφαρμογής της προσέγγισης Φερεγγυότητα II για ολόκληρο τον ασφαλιστικό τομέα στην ΕΕ θα ανέλθει σε 2-3 δισεκατ. ευρώ. Ωστόσο, το κόστος αυτό θα αντισταθμιστεί μακροπρόθεσμα από τα αναμενόμενα οφέλη. - Ασφαλισιμότητα : καθώς ο ρυθμιστικός χειρισμός των κινδύνων θα είναι ανάλογος με το πραγματικό οικονομικό τους κόστος, οι ασφαλιστικοί κλάδοι που καλύπτουν μακροπρόθεσμους κινδύνους με σοβαρές επιπτώσεις θα αποτελέσουν αντικείμενο υψηλότερων ποσοτικών απαιτήσεων. Βραχυπρόθεσμα, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της κάλυψης για ορισμένα είδη ασφάλισης, μολονότι, όταν η ασφαλιστική δραστηριότητα είναι γενικά οικονομικά βιώσιμη, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα είναι μακροπρόθεσμα σε θέση να συνεχίσουν να παρέχουν την κάλυψη αυτή, με την χρήση τεχνικών μείωσης του κινδύνου, με την εισαγωγή νέων καινοτόμων προϊόντων και με την προσαρμογή των τιμών. - Αμοιβαία επιδότηση : η διαφανής τιμολόγηση θα καταδείξει πιθανές περιπτώσεις αμοιβαίας επιδότησης μεταξύ ασφαλιστικών κλάδων που καλύπτουν κινδύνους υψηλής συχνότητας/λιγότερο σοβαρών επιπτώσεων (π.χ. ασφάλιση αυτοκινήτων) και εκείνων που καλύπτουν κινδύνους χαμηλής συχνότητας/ιδιαίτερα σοβαρών επιπτώσεων (π.χ. ασφάλιση αεροσκαφών). Δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις να αποφασίσουν να περιορίσουν την αμοιβαία επιδότηση, γεγονός το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των τιμών σε ορισμένους κλάδους. - Επενδύσεις σε μετοχές : σε αντίθεση με το σημερινό καθεστώς, οι κίνδυνοι αγοράς θα υπόκεινται σε κεφαλαιακές απαιτήσεις βάσει της προσέγγισης Φερεγγυότητα II και το νέο πλαίσιο μπορεί έτσι να έχει επίπτωση στις επενδυτικές στρατηγικές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ιδιαίτερα, δυνάμει του καθεστώτος Φερεγγυότητα II, τα προϊόντα σταθερού εισοδήματος θα υπόκεινται σε χαμηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις σε σύγκριση με τις μετοχές, καθώς είναι λιγότερο ευμετάβλητα. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι οι ασφαλιστές θα μπορούν να αποφασίσουν την επανεξισορρόπηση των χαρτοφυλακίων τους, προκειμένου να προβούν σε καλύτερη αντιστοίχιση μεταξύ περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, και να αγοράσουν περισσότερα ομόλογα σε βάρος των μετοχών, εάν εκτιμούν ότι η αυξημένη δυνητική επενδυτική απόδοση από τις μετοχές δεν αντισταθμίζει το κόστος από τη διατήρηση περισσότερων ιδίων κεφαλαίων. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε βραχυπρόθεσμα να επηρεάσει τις αγορές μετοχών της ΕΕ. - Ενοποίηση : η αναγνώριση της σημασίας της διαφοροποίησης θα έχει ως αποτέλεσμα οι σωστά διαφοροποιημένες οντότητες, ή εκείνες που αποτελούν μέρος ενός ασφαλιστικού ομίλου, να υπόκεινται στην πράξη σε χαμηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις σε σύγκριση με τις μεμονωμένες οντότητες (solo) οι οποίες είναι λιγότερο καλά διαφοροποιημένες. Μολονότι αυτό είναι πλήρως σύμφωνο με τις οικονομικές αρχές στις οποίες στηρίζεται η πρόταση, και δεν επιφέρει χαμηλότερη προστασία για τους αντισυμβαλλόμενους, μπορεί ωστόσο να δράσει ως καταλύτης στην ήδη υφιστάμενη τάση ενοποίησης στην ασφαλιστική αγορά της ΕΕ και να αυξήσει τις ήδη υπάρχουσες ανταγωνιστικές πιέσεις σε μικρές και μεσαίου μεγέθους ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, πολλές ΜΜΕ είναι ήδη ειδικευμένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες παρακολουθούν και διαχειρίζονται προσεκτικά τους κινδύνους τους και επωφελούνται σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι βρίσκονται σε στενή επαφή με τους πελάτες τους. Στις περιπτώσεις αυτές, τα φυσικά αυτά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα θα αναγνωριστούν πλήρως και θα οδηγήσουν σε χαμηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις εν λόγω ΜΜΕ. Επιπλέον, οι πολύ μικρές ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα εξακολουθήσουν να απαλλάσσονται δυνάμει του καθεστώτος "Φερεγγυότητα II". 4.4. Κίνδυνοι από την μη υιοθέτηση προσέγγισης βασισμένης στον οικονομικό κίνδυνο Εάν η "Φερεγγυότητα II" δεν έχει ως αποτέλεσμα οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις να υποχρεούνται να διαθέτουν ίδια κεφάλαια ανάλογα με το οικονομικό κόστος των κινδύνων που διατρέχουν, αυτό θα μπορούσε να υπονομεύσει την αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα του νέου αυτού καθεστώτος. Ειδικότερα, θα μπορούσε να αυξήσει την πιθανότητα και την σοβαρότητα ορισμένων δυνητικών βραχυπρόθεσμων παράπλευρων επιπτώσεων που προαναφέρθηκαν. 5. Εκπόνηση εκτελεστικών μέτρων, παρακολούθηση και αξιολόγηση Η οδηγία για την Φερεγγυότητα II θα καθορίσει τις βασικές αρχές στις οποίες θα στηρίζεται το νέο σύστημα φερεγγυότητας. Η συνολική αρχιτεκτονική του συστήματος, συμπεριλαμβανομένης της γενικής διάρθρωσης των κεφαλαιακών απαιτήσεων, θα αποτελεί σημαντικό μέρος της οδηγίας. Από τη στιγμή που θα εγκριθεί η οδηγία, θα εκπονηθούν εκτελεστικά μέτρα και στη συνέχεια θα εισαχθούν με διαδικασία επιτροπολογίας. Η Επιτροπή θα ζητήσει από το CEIOPS να πραγματοποιήσει περαιτέρω μελέτες ποσοτικού αντικτύπου που να καλύπτουν όλες τις πτυχές του νέου καθεστώτος. Τα αποτελέσματα της τρίτης μελέτης ποσοτικού αντικτύπου (QIS3) αναμένονται κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2007, εγκαίρως για τις διαπραγματεύσεις στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Αναλόγως με το αποτέλεσμα, ενδέχεται να επέλθουν τροποποιήσεις στον γενικότερο σχεδιασμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων που προτείνονται με την οδηγία για την Φερεγγυότητα II. Τα πορίσματα της τέταρτης μελέτης ποσοτικού αντικτύπου θα αποτελέσουν την κύρια βάση για μελλοντική γνωμοδότηση του CEIOPS σχετικά με πιθανά εκτελεστικά μέτρα (QIS4). Η Επιτροπή δεν αποκλείει την πιθανότητα, ωστόσο, να χρειαστεί περαιτέρω μελέτη ποσοτικού αντικτύπου μετά την QIS4 για την καλύτερη διαμόρφωση του νέου καθεστώτος φερεγγυότητας προτού τεθεί σε ισχύ. Πίνακας 1: Σύνοψη της σύγκρισης μεταξύ των επιλογών στρατηγικού επιπέδου | Επιλογή πολιτικής | Κατάταξη της αξιολόγησης της επιλογής στρατηγικού επιπέδου βάσει έναντι των σχετικών στόχων | Επιλογή ακολουθητέας πολιτικής | Κατάταξη της αξιολόγησης της επιλογής ακολουθητέας πολιτικής βάσει των συναφών στόχων | Συνοχή με τις προτιμώμενες επιλογές υψηλού επιπέδου | Ομάδα |Αριθ. |Περιγραφή |Αποτελεσματικότητα |Εφικτότητα |Αποτελεσματικότητα |Συνάφεια | | |Μέθοδοι υπολογισμού των αποθεματικών |8.1 8.2 8.3 |Μη ανηγμένη βέλτιστη εκτίμηση με υπολογισμό πσοστημορίου περιθωρίου κινδύνου Ανηγμένη βέλτιστη εκτίμηση με υπολογισμό πσοστημορίου περιθωρίου κινδύνου Ανηγμένη βέλτιστη εκτίμηση και υπολογισμός περιθωρίου κινδύνου κόστους κεφαλαίου |3 2 1 |3 2 1 |2 1 1 |2 2 1 |3 2 1 | |Καθορισμός ΚΑΦ |9.1 9.2 9.3 |Πιθανότητα πτώχευσης 0,5% σε χρονικό ορίζοντα ενός έτους για ΚΑΦ Χαμηλότερη πιθανότητα πτώχευσης για ΚΑΦ (υψηλότερη κεφαλαιακή απαίτηση) Υψηλότερη πιθανότητα πτώχευσης για ΚΑΦ (χαμηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις) |1 2 3 |1 2 2 | | |1 2 2 | |Επιλογή του μέτρου κινδύνου |10.1 10.2 10.3 |Χρησιμοποίηση μέτρου της αξίας σε κίνδυνο (Value-at-Risk) Χρήση του μέτρου Tail Value-at-Risk (TVaR) Χρήση του μέτρου αξίας σε κίνδυνο με ορισμένες εξαιρέσεις |1 2 1 |2 3 1 |2 3 1 | |2 3 1 | |Σχεδιασμός του τύπου υπολογισμού ΚΑΦ |11.1 11.2 11.3 11.4 |Χρήση προσέγγισης βάσει σεναρίων για όλα τα μοντέλα κινδύνου του ΚΑΦ Μικτή προσέγγιση (προσέγγιση βάσει σεναρίων και βάσει παραγόντων) Μικτή προσέγγιση (βάσει σεναρίων και βάσει παραγόντων) που προβλέπει την εφαρμογή απλοποιημένων παραγοντικών προσεγγίσεων στα μοντέλα εκείνα στα οποία χρησιμοποιούνται σενάρια Χρήση προσέγγισης βάσει παραγόντων για όλες τις ενότητες κινδύνων |2 2 1 2 |3 2 1 2 | | |3 2 1 3 | |Υπολογισμός (ΕΚΑ) |12.1 12.2 12.3 |ΕΚΑ υπολογισμένες ως % του ΚΑΦ ΕΚΑ υπολογισμένες με την χρήση της απλοποιημένης εκδοχής των ΚΑΦ ΕΚΑ υπολογισμένες ως % των τρεχουσών απαιτήσεων περιθωρίου φερεγγυότητας |1 1 2 |1 1 2 | | |1 1 2 | |Επενδυτικοί κανόνες |13.1 13.2 13.3 13.4 |Διατήρηση των ισχυόντων επενδυτικών κανόνων και επιλογές των κρατών μελών Εισαγωγή εναρμονισμένων επενδυτικών κανόνων Κατάργηση επενδυτικών κανόνων αλλά διατήρηση της αρχής του συνετού επενδυτή Κατάργηση των επενδυτικών κανόνων και της αρχής του συνετού επενδυτή |4 3 1 2 |3 2 1 1 | | |3 2 1 2 | | [1] Comité européen des assurances (CEA), Association Internationale des Sociétés d'Assurance Mutuelle (AISAM) and Association of European Cooperative and Mutual Insurers (ACME). [2] Το FIN-USE είναι ένα φόρουμ εμπειρογνωμόνων χρηστών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που δημιουργήθηκε από την Επιτροπή το 2004. [3] Οδηγία 79/267/ΕΟΚ· οδηγία 73/239/ΕΟΚ· και οδηγία 73/240/ΕΟΚ. [4] Οδηγίες 2002/12/ΕΚ και 2002/13/ΕΚ. [5] Οδηγία 2006/48/ΕΚ και οδηγία 2006/49/ΕΚ.