Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52007AG0003

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 3/2007, της 11ης Δεκεμβρίου 2006 , που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κοινών κανόνων στο πεδίο της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2320/2002 (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ )

ΕΕ C 70E της 27.3.2007, p. 21–33 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)
ΕΕ C 70E της 27.3.2007, p. 2–2 (BG, GA, RO)

27.3.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 70/21


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 3/2007

που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 11 Δεκεμβρίου 2006

για την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, για τη θέσπιση κοινών κανόνων στο πεδίο της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2320/2002

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/C 70 E/02)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 80 παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Για τη διασφάλιση των προσώπων και εμπορευμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα πρέπει να αποτρέπονται οι έκνομες ενέργειες σε αεροσκάφη της πολιτικής αεροπορίας, με τη θέσπιση κοινών κανόνων για την προστασία της πολιτικής αεροπορίας. Ο στόχος αυτός θα πρέπει να επιτευχθεί με τον καθορισμό κοινών κανόνων και κοινών βασικών προτύπων για την αεροπορική ασφάλεια καθώς και μηχανισμών για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης.

(2)

Προς το συμφέρον της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας γενικότερα, είναι σκόπιμο να διαμορφωθεί η βάση για την ενιαία ερμηνεία του παραρτήματος 17 της σύμβασης του Σικάγου περί Διεθνούς Πολιτικής Αεροπορίας, της 7ης Δεκεμβρίου 1944.

(3)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2320/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση κοινών κανόνων στο πεδίο της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας (3), εκδόθηκε λόγω των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις Ηνωμένες Πολιτείες.

(4)

Το περιεχόμενο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2320/2002 θα πρέπει να αναθεωρηθεί με βάση την κτηθείσα πείρα και ο ίδιος ο κανονισμός θα πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από τον παρόντα κανονισμό με τον οποίο επιδιώκονται η απλούστευση, η εναρμόνιση και η αποσαφήνιση των ισχυόντων κανόνων καθώς και η αναβάθμιση των επιπέδων ασφαλείας.

(5)

Δεδομένου ότι, κατά την έκδοση μέτρων και διαδικασιών ασφαλείας, χρειάζεται μεγαλύτερη ευελιξία που να επιτρέπει την προσαρμογή τους στις εξελίξεις των εκτιμήσεων επικινδυνότητας και την εισαγωγή νέων τεχνολογιών, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καθορίσει τις βασικές αρχές που θα διέπουν τη λήψη μέτρων για την προστασία της πολιτικής αεροπορίας από έκνομες ενέργειες χωρίς να υπεισέλθει σε τεχνικές και διαδικαστικές λεπτομέρειες για τον τρόπο εφαρμογής τους.

(6)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται σε αερολιμένες που εξυπηρετούν την πολιτική αεροπορία και βρίσκονται στο έδαφος κράτους μέλους, σε εκμεταλλευόμενους αεροσκάφη που παρέχουν υπηρεσίες σε αυτούς τους αερολιμένες και σε φορείς που παρέχουν εμπορεύματα ή/και υπηρεσίες στους εν λόγω αερολιμένες ή μέσω αυτών.

(7)

Υπό την επιφύλαξη της σύμβασης του Τόκιο, του 1963, περί παραβάσεων και άλλων τινών πράξεων τελουμένων επί αεροσκαφών, της σύμβασης της Χάγης, του 1970, για την καταστολή της παρανόμου καταλήψεως αεροσκαφών, και της σύμβασης του Μόντρεαλ, του 1971, για την καταστολή παρανόμων πράξεων κατά της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αφορά επίσης μέτρα ασφαλείας εφαρμοζόμενα επί αεροσκαφών ή κατά τη διάρκεια πτήσης αεροσκαφών κοινοτικών αερομεταφορέων.

(8)

Κάθε κράτος μέλος έχει τη δυνατότητα να αποφασίζει αυτονόμως κατά πόσο σε αεροσκάφη νηολογημένα στο κράτος μέλος αυτό ή σε αεροσκάφη αερομεταφορέων αδειοδοτημένων από αυτό, οι πτήσεις θα συνοδεύονται από συνοδούς ασφαλείας πτήσης.

(9)

Οι διάφορες μορφές πολιτικής αεροπορίας δεν αντιπροσωπεύουν κατ' ανάγκη το ίδιο επίπεδο απειλής. Κατά τον καθορισμό κοινών βασικών προτύπων για την αεροπορική ασφάλεια, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το μέγεθος του αεροσκάφους, η φύση της δραστηριότητας ή/και η συχνότητα των δραστηριοτήτων στους αερολιμένες, ώστε να επιτρέπεται η χορήγηση παρεκκλίσεων.

(10)

Επίσης, στα κράτη μέλη θα πρέπει να επιτρέπεται, με βάση εκτίμηση επικινδυνότητας, να εφαρμόζουν μέτρα αυστηρότερα από εκείνα που καθορίζει ο παρών κανονισμός.

(11)

Τρίτες χώρες μπορούν να απαιτούν την εφαρμογή μέτρων διαφόρων από εκείνα που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό για πτήσεις που εκτελούνται από αερολιμένα κράτους μέλους προς την εν λόγω τρίτη χώρα ή υπεράνω αυτής. Ωστόσο, με την επιφύλαξη τυχόν διμερών συμφωνιών των οποίων η Κοινότητα αποτελεί μέρος, θα πρέπει να παρασχεθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να εξετάζει τα απαιτούμενα από την τρίτη χώρα μέτρα.

(12)

Αν και, ακόμη και σε ένα και το αυτό κράτος μέλος, είναι δυνατόν να εμπλέκονται στην αεροπορική ασφάλεια δύο ή περισσότεροι οργανισμοί, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να ορίζει μία και μόνο αρχή υπεύθυνη για τον συντονισμό και την παρακολούθηση της εφαρμογής των κοινών βασικών προτύπων αεροπορικής ασφαλείας.

(13)

Προκειμένου να ορισθούν οι αρμοδιότητες για την εφαρμογή των κοινών βασικών προτύπων για την αεροπορική ασφάλεια και να καθορισθούν τα μέτρα που οφείλουν να λαμβάνουν οι εκμεταλλευόμενοι αεροσκάφη και άλλοι φορείς προς τον σκοπό αυτό, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να καταρτίζει εθνικό πρόγραμμα ασφαλείας της πολιτικής αεροπορίας. Πέραν τούτου, κάθε φορέας εκμετάλλευσης αερολιμένα, αερομεταφορέας και φορέας που εφαρμόζει πρότυπα αεροπορικής ασφάλειας θα πρέπει να εκπονεί, να εφαρμόζει και να διατηρεί σε ισχύ πρόγραμμα ασφαλείας, ώστε να συμμορφούται τόσο με τον παρόντα κανονισμό όσο και με οιοδήποτε ισχύον εθνικό πρόγραμμα ασφαλείας της πολιτικής αεροπορίας.

(14)

Για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό και με το εθνικό πρόγραμμα ασφαλείας της πολιτικής αεροπορίας, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να εκπονεί εθνικό πρόγραμμα ελέγχου της ποιότητας της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας και να εξασφαλίζει την εφαρμογή του.

(15)

Για την παρακολούθηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού από τα κράτη μέλη καθώς επίσης και για τη διατύπωση συστάσεων με σκοπό τη βελτίωση της αεροπορικής ασφάλειας, η Επιτροπή θα πρέπει να διενεργεί επιθεωρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των αιφνιδιαστικών επιθεωρήσεων.

(16)

Οι εκτελεστικές πράξεις που καθορίζουν κοινά μέτρα και διαδικασίες για την εφαρμογή των κοινών βασικών προτύπων αεροπορικής ασφάλειας και οι οποίες περιέχουν ευαίσθητες πληροφορίες ασφαλείας, καθώς και οι εκθέσεις των επιθεωρήσεων της Επιτροπής και οι απαντήσεις των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να θεωρούνται «διαβαθμισμένες πληροφορίες ΕΕ» κατά την έννοια της απόφασης 2001/844/EΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ, της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2001, για την Τροποποίηση του εσωτερικού Κανονισμού της (4). Τα στοιχεία αυτά δεν θα πρέπει να δημοσιεύονται, παρά μόνο να τίθενται στη διάθεση των εκμεταλλευόμενων αεροσκάφη και φορέων που έχουν έννομο συμφέρον.

(17)

Τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/EΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (5).

(18)

Συγκεκριμένα, θα πρέπει να δοθεί η εξουσία στην Επιτροπή να θέσει τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να ληφθούν τα μέτρα του άρθρου 4 παράγραφος 3 και του άρθρου 9 παράγραφος 2. Επειδή τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και προορίζονται να τροποποιήσουν μη ουσιώδη στοιχεία του παρόντος κανονισμού ή να τον συμπληρώσουν, προσθέτοντας νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θα πρέπει να ληφθούν σύμφωνα με τη διαδικασία κανονιστικής επιτροπής με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου.

(19)

Θα πρέπει να προαχθεί ο στόχος της «ενιαίας ασφάλειας» («one stop security») σε όλες τις πτήσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(20)

Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη της εφαρμογής των κανόνων των σχετικών με την ασφάλεια πτήσεων, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που αφορούν τη μεταφορά επικίνδυνων υλικών.

(21)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίζουν τις κυρώσεις που επιβάλλονται στις περιπτώσεις παράβασης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού. Αυτές οι προβλεπόμενες κυρώσεις, αστικού ή διοικητικού χαρακτήρα, θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(22)

Η υπουργική δήλωση για τον αερολιμένα του Γιβραλτάρ, η οποία συμφωνήθηκε στην Κόρδοβα, στις 18 Σεπτεμβρίου 2006, κατά την πρώτη υπουργική συνάντηση του Φόρουμ Διαλόγου για το Γιβραλτάρ, θα αντικαταστήσει την κοινή δήλωση σχετικά με τον αερολιμένα του Γιβραλτάρ, που έγινε στο Λονδίνο στις 2 Δεκεμβρίου 1987, και η πλήρης συμμόρφωση προς αυτήν θα θεωρείται ότι συνιστά συμμόρφωση προς τη δήλωση του 1987.

(23)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, και συγκεκριμένα η διαφύλαξη της πολιτικής αεροπορίας έναντι έκνομων ενεργειών και η διαμόρφωση βάσης για την ενιαία ερμηνεία του παραρτήματος 17 της σύμβασης του Σικάγου, περί Διεθνούς Πολιτικής Αεροπορίας, είναι δυνατόν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορούν, συνεπώς, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων του παρόντος κανονισμού, να επιτευχθούν καλλίτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στόχοι

1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κοινούς κανόνες για τη διαφύλαξη της πολιτικής αεροπορίας έναντι εκνόμων ενεργειών.

Επίσης, διαμορφώνεται η βάση για την κοινή ερμηνεία του παραρτήματος 17 της σύμβασης του Σικάγου, περί Διεθνούς Πολιτικής Αεροπορίας.

2.   Τα μέσα επίτευξης των στόχων που θέτει η παράγραφος 1 είναι:

α)

ο καθορισμός κοινών κανόνων και κοινών βασικών προτύπων για την αεροπορική ασφάλεια·

β)

μηχανισμοί για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε:

α)

όλους τους αερολιμένες ή τα μέρη αερολιμένων που βρίσκονται στο έδαφος κράτους μέλους και δεν χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς για στρατιωτικούς σκοπούς·

β)

όλους τους εκμεταλλευόμενους αεροσκάφη, συμπεριλαμβανομένων των αερομεταφορέων, που παρέχουν υπηρεσίες σε αερολιμένες περί των οποίων το στοιχείο α)·

γ)

όλους τους φορείς που εφαρμόζουν πρότυπα για την αεροπορική ασφάλεια και οι οποίοι ασκούν δραστηριότητα από εγκαταστάσεις ευρισκόμενες εντός ή εκτός των αερολιμενικών εγκαταστάσεων και προμηθεύουν εμπορεύματα ή/και υπηρεσίες στους αερολιμένες περί των οποίων το στοιχείο α) ή μέσω αυτών.

2.   Η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού στον αερολιμένα του Γιβραλτάρ νοείται υπό την επιφύλαξη των αντίστοιχων νομικών θέσεων του Βασιλείου της Ισπανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου όσον αφορά τη διαφορά σχετικά με την κυριαρχία επί του εδάφους στο οποίο βρίσκεται ο αερολιμένας.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

1.

«πολιτική αεροπορία», κάθε αεροπορική πράξη εκτελούμενη από πολιτικό αεροσκάφος, εκτός από τις πράξεις τις εκτελούμενες από κρατικό αεροσκάφος κατά το άρθρο 3 της σύμβασης του Σικάγου, περί Διεθνούς Πολιτικής Αεροπορίας·

2.

«αεροπορική ασφάλεια», ο συνδυασμός μέτρων καθώς και ανθρώπινων και υλικών πόρων με σκοπό τη διαφύλαξη της πολιτικής αεροπορίας έναντι έκνομων ενεργειών·

3.

«εκμεταλλευόμενος αεροσκάφος», πρόσωπο, οργανισμός ή επιχείρηση που εμπλέκεται ή προσφέρεται να εμπλακεί σε δραστηριότητα αερομεταφοράς·

4.

«αερομεταφορέας», επιχείρηση αεροπορικών μεταφορών, η οποία κατέχει έγκυρη άδεια εκμετάλλευσης ή ισοδύναμό της·

5.

«κοινοτικός αερομεταφορέας», αερομεταφορέας ο οποίος κατέχει έγκυρη άδεια εκμετάλλευσης που έχει χορηγηθεί από κράτος μέλος σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2407/92 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1992, περί της εκδόσεως αδειών των αερομεταφορέων (6)·

6.

«φορέας», πρόσωπο, οργανισμός ή επιχείρηση, άλλο από τον εκμεταλλευόμενο το αεροσκάφος·

7.

«απαγορευμένα αντικείμενα», όπλα, εκρηκτικές ύλες, ή άλλες επικίνδυνες συσκευές, αντικείμενα ή ουσίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διάπραξη έκνομης ενέργειας·

8.

«έλεγχος ασφαλείας», η εφαρμογή τεχνικών ή άλλων μέσων για τον εντοπισμό ή/και την ανίχνευση απαγορευμένων αντικειμένων·

9.

«διαδικασίες ασφαλείας», η εφαρμογή μέσων αποτροπής της εισαγωγής απαγορευμένων αντικειμένων·

10.

«έλεγχος πρόσβασης», η εφαρμογή μέσων αποτροπής της εισόδου μη εξουσιοδοτημένων προσώπων ή οχημάτων ή αμφοτέρων·

11.

«ελεγχόμενος χώρος αερολιμένα», η περιοχή κίνησης αερολιμένα, τα παρακείμενα γήπεδα και κτίρια, ή μέρη αυτών, όπου η πρόσβαση είναι περιορισμένη·

12.

«αστική περιοχή», τα τμήματα ενός αερολιμένα, τα παρακείμενα γήπεδα και κτίρια, ή μέρη αυτών, που δεν συνιστούν ελεγχόμενο χώρο αερολιμένα·

13.

«αυστηρά ελεγχόμενη περιοχή ασφαλείας», η περιοχή του ελεγχόμενου χώρου αερολιμένα όπου, επιπλέον της περιορισμένης πρόσβασης, εφαρμόζονται και άλλα πρότυπα αεροπορικής ασφάλειας·

14.

«οριοθετημένη περιοχή», περιοχή η οποία διαχωρίζεται, μέσω ελέγχου πρόσβασης, είτε από τις αυστηρά ελεγχόμενες περιοχές ασφαλείας είτε, σε περίπτωση που η οριοθετημένη περιοχή συνιστά η ίδια αυστηρά ελεγχόμενη περιοχή ασφαλείας, από άλλες αυστηρά ελεγχόμενες περιοχές ασφαλείας του αερολιμένα·

15.

«έλεγχος ιστορικού», ο καταγεγραμμένος έλεγχος της ταυτότητας προσώπου, συμπεριλαμβανομένου τυχόν ποινικού ιστορικού του, ως μέρους της εκτίμησης της καταλληλότητας του προσώπου να έχει πρόσβαση χωρίς συνοδό σε αυστηρά ελεγχόμενες περιοχές ασφαλείας·

16.

«μετεπιβιβαζόμενοι επιβάτες, μεταφορτωνόμενες αποσκευές, φορτίο ή ταχυδρομείο», επιβάτες, αποσκευές, φορτίο ή ταχυδρομείο που αναχωρούν με διαφορετικό αεροσκάφος από εκείνο με το οποίο αφίχθησαν·

17.

«διερχόμενοι επιβάτες, αποσκευές, φορτίο ή ταχυδρομείο», επιβάτες, αποσκευές, φορτίο ή ταχυδρομείο που αναχωρούν με το ίδιο αεροσκάφος με το οποίο αφίχθησαν·

18.

«δυνητικά ενοχλητικός επιβάτης», επιβάτης ο οποίος έχει απελαθεί, ή κρίνεται ανεπίδεκτος εισόδου στη χώρα για λόγους που αφορούν τη μετανάστευση ή βρίσκεται υπό νόμιμη κράτηση·

19.

«χειραποσκευή», αποσκευή μεταφερόμενη στο θάλαμο επιβατών αεροσκάφους·

20.

«παραδιδόμενη αποσκευή», αποσκευή μεταφερόμενη στο χώρο αποσκευών αεροσκάφους·

21.

«συνοδευόμενη παραδιδόμενη αποσκευή», αποσκευή μεταφερόμενη στο χώρο αποσκευών αεροσκάφους, η οποία έχει παραδοθεί προς μεταφορά από επιβάτη που ταξιδεύει στην ίδια πτήση·

22.

«εταιρικό ταχυδρομείο», ταχυδρομείο του οποίου και ο αποστολέας και ο παραλήπτης είναι αερομεταφορέας·

23.

«υλικά αερομεταφορέα», υλικά τα οποία είτε έχουν ως προέλευση και προορισμό αερομεταφορέα είτε χρησιμοποιούνται από αερομεταφορέα·

24.

«ταχυδρομείο», αποστολές αλληλογραφίας και άλλων αντικειμένων πλην του εταιρικού ταχυδρομείου, που προσκομίζονται από ταχυδρομικές υπηρεσίες με αποδέκτη ταχυδρομικές υπηρεσίες, σύμφωνα με τους κανόνες της Παγκόσμιας Ταχυδρομικής Ένωσης·

25.

«φορτίο», κάθε αγαθό προοριζόμενο για μεταφορά με αεροσκάφος, πλην αποσκευών, ταχυδρομείου, εταιρικού ταχυδρομείου και υλικών αερομεταφορέα, καθώς και των προμηθειών πτήσης·

26.

«εγκεκριμένο μεταφορικό γραφείο», αερομεταφορέας, πράκτορας, επιχείρηση μεταφοράς εμπορευμάτων ή οιοσδήποτε άλλος φορέας που εξασφαλίζει διαδικασίες ασφαλείας όσον αφορά φορτίο ή ταχυδρομείο·

27.

«γνωστός αποστολέας», αποστολέας φορτίου ή ταχυδρομείου για ίδιο λογαριασμό, του οποίου οι διαδικασίες ανταποκρίνονται επαρκώς στους κοινούς κανόνες και πρότυπα ασφαλείας ώστε να επιτρέπουν τη μεταφορά του φορτίου ή του ταχυδρομείου με οποιοδήποτε αεροσκάφος·

28.

«συμβεβλημένος αποστολέας», αποστολέας φορτίου ή ταχυδρομείου για ίδιο λογαριασμό, του οποίου οι διαδικασίες ανταποκρίνονται επαρκώς στους κοινούς κανόνες και πρότυπα ασφαλείας ώστε να επιτρέπουν τη μεταφορά του εν λόγω φορτίου με αμιγώς εμπορευματικά αεροσκάφη ή του εν λόγω ταχυδρομείου με αμιγώς ταχυδρομικά αεροσκάφη, αντιστοίχως·

29.

«έλεγχος ασφαλείας αεροσκάφους», επιθεώρηση των τμημάτων του εσωτερικού του αεροσκάφους στα οποία μπορεί να είχαν πρόσβαση επιβάτες και επιθεώρηση του χώρου αποσκευών του αεροσκάφους με σκοπό τον εντοπισμό απαγορευμένων αντικειμένων και έκνομων παρεμβάσεων στο αεροσκάφος·

30.

«έρευνα ασφαλείας αεροσκάφους», επιθεώρηση του εσωτερικού και του προσβάσιμου εξωτερικού του αεροσκάφους με σκοπό τον εντοπισμό απαγορευμένων αντικειμένων και έκνομων παρεμβάσεων στο αεροσκάφος·

31.

«συνοδός ασφαλείας πτήσης», πρόσωπο το οποίο προσλαμβάνεται από κράτος για να επιβαίνει σε αεροσκάφος αερομεταφορέα, στον οποίο το κράτος μέλος έχει χορηγηθεί άδεια, με σκοπό την προστασία του εν λόγω αεροσκάφους και των επιβαινόντων από έκνομες ενέργειες.

Άρθρο 4

Κοινά βασικά πρότυπα

1.   Τα κοινά βασικά πρότυπα για τη διασφάλιση της πολιτικής αεροπορίας έναντι έκνομων ενεργειών καθορίζονται στο παράρτημα.

2.   Τα λεπτομερή μέτρα για την εφαρμογή των κοινών βασικών προτύπων που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2.

Τα μέτρα αυτά αφορούν ιδίως:

α)

τις μεθόδους ελέγχου ασφαλείας, ελέγχου πρόσβασης και των άλλων διαδικασιών ασφαλείας·

β)

τις μεθόδους διενέργειας των ελέγχων και ερευνών ασφαλείας αεροσκαφών·

γ)

τα απαγορευμένα αντικείμενα·

δ)

τα κριτήρια επιδόσεων και τις δοκιμές έγκρισης του εξοπλισμού·

ε)

τις απαιτήσεις όσον αφορά την πρόσληψη και εκπαίδευση του προσωπικού·

στ)

τον ορισμό των ζωτικών τμημάτων των αυστηρά ελεγχόμενων περιοχών ασφαλείας·

ζ)

τις υποχρεώσεις των εγκεκριμένων μεταφορικών γραφείων, των γνωστών αποστολέων και των συμβεβλημένων αποστολέων καθώς και τις διαδικασίες επικύρωσής τους·

η)

τις κατηγορίες προσώπων, εμπορευμάτων και αεροσκαφών που για αντικειμενικούς λόγους υπόκεινται σε ειδικές διαδικασίες ασφαλείας ή εξαιρούνται από τον έλεγχο ασφαλείας, τον έλεγχο πρόσβασης ή άλλες διαδικασίες ασφαλείας.

3.   Η Επιτροπή, τροποποιώντας τον παρόντα κανονισμό με απόφαση σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 3 ορίζει κριτήρια ώστε τα κράτη μέλη να έχουν τη δυνατότητα παρέκκλισης από τα κοινά βασικά πρότυπα περί των οποίων η παράγραφος 1 και να υιοθετούν εναλλακτικά μέτρα ασφαλείας που να εξασφαλίζουν επαρκές επίπεδο προστασίας με βάση τοπική εκτίμηση επικινδυνότητας. Τα εναλλακτικά αυτά μέτρα πρέπει να δικαιολογούνται από λόγους που σχετίζονται με το μέγεθος του αεροσκάφους ή με τη φύση, την κλίμακα ή τη συχνότητα των πτήσεων ή άλλων συναφών δραστηριοτήτων.

Για επιτακτικούς λόγους επείγοντος, η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει στη διαδικασία επείγοντος που μνημονεύεται στο άρθρο 15 παράγραφος 4.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα αυτά.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την εφαρμογή στο έδαφός τους των κοινών βασικών προτύπων περί των οποίων η παράγραφος 1. Όταν κάποιο κράτος μέλος έχει λόγους να θεωρεί ότι το επίπεδο αεροπορικής ασφαλείας έχει τεθεί σε κίνδυνο λόγω παραβιάσεων της ασφάλειας, φροντίζει για τη λήψη των ενδεδειγμένων και άμεσων μέτρων για τη θεραπεία των παραβιάσεων ώστε να διασφαλίσει τη συνέχεια της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας.

Άρθρο 5

Εφαρμογή αυστηρότερων μέτρων από κράτη μέλη

1.   Τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν αυστηρότερα μέτρα σε σχέση με τα κοινά βασικά πρότυπα του άρθρου 4. Στην περίπτωση αυτή, ενεργούν βάσει εκτίμησης επικινδυνότητας και σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο. Τα μέτρα πρέπει να είναι κατάλληλα, αντικειμενικά, ανάλογα προς τον κίνδυνο που αντιμετωπίζεται και να μην εισάγουν διακρίσεις.

2.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα αυτά, το ταχύτερο δυνατόν, μετά τη θέση τους σε εφαρμογή. Μόλις η Επιτροπή λάβει τις πληροφορίες αυτές, τις διαβιβάζει στα άλλα κράτη μέλη.

3.   Τα κράτη μέλη δεν οφείλουν να ενημερώνουν την Επιτροπή εφόσον τα υπόψη μέτρα περιορίζονται σε δεδομένη πτήση που εκτελείται σε συγκεκριμένη ημερομηνία.

Άρθρο 6

Μέτρα ασφαλείας απαιτούμενα από τρίτες χώρες

1.   Με την επιφύλαξη τυχόν διμερών συμφωνιών των οποίων η Κοινότητα αποτελεί μέρος, κάθε κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με μέτρα ασφαλείας απαιτούμενα από τρίτη χώρα, εφόσον τα μέτρα αυτά διαφέρουν από τα κοινά βασικά πρότυπα του άρθρου 4 όσον αφορά τις πτήσεις από αερολιμένα κράτους μέλους προς τρίτη χώρα ή υπεράνω αυτής.

2.   Μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία, η Επιτροπή εξετάζει την εφαρμογή κάθε μέτρου που τυχόν κοινοποιείται με βάση την παράγραφο 1 και δύναται, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2, να καταρτίζει ενδεχομένως, την ενδεδειγμένη απάντηση προς την υπόψη τρίτη χώρα.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται εάν:

α)

το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος εφαρμόζει τα σχετικά μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 5· ή

β)

η απαίτηση της τρίτης χώρας περιορίζεται σε δεδομένη πτήση που εκτελείται σε συγκεκριμένη ημερομηνία.

Άρθρο 7

Αρμόδια αρχή

Όταν, σε ένα και το αυτό κράτος μέλος, στην ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας, εμπλέκονται δύο ή περισσότεροι οργανισμοί, το εν λόγω κράτος μέλος ορίζει μια και μόνη αρχή (εφεξής «η αρμόδια αρχή») υπεύθυνη για τον συντονισμό και την παρακολούθηση της εφαρμογής των κοινών βασικών προτύπων του άρθρου 4.

Άρθρο 8

Εθνικό πρόγραμμα ασφαλείας της πολιτικής αεροπορίας

1.   Κάθε κράτος μέλος καταρτίζει, εφαρμόζει και διατηρεί εθνικό πρόγραμμα ασφαλείας της πολιτικής αεροπορίας.

Το πρόγραμμα αυτό ορίζει τις αρμοδιότητες για την εφαρμογή των κοινών βασικών προτύπων περί των οποίων το άρθρο 4 και περιγράφει τα μέτρα που οφείλουν να λάβουν, για τον σκοπό αυτό, οι εκμεταλλευόμενοι αεροσκάφη και οι φορείς.

2.   Η αρμόδια αρχή θέτει στη διάθεση των εκμεταλλευόμενων αεροσκάφη και των φορέων, οι οποίοι, κατά την κρίση της, έχουν έννομο συμφέρον, γραπτώς και σύμφωνα με την αρχή της ανάγκης για γνώση, τα κατάλληλα τμήματα του εθνικού της προγράμματος για την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας.

Άρθρο 9

Εθνικό πρόγραμμα ποιοτικού ελέγχου

1.   Κάθε κράτος μέλος καταρτίζει, εφαρμόζει και διατηρεί εθνικό πρόγραμμα ποιοτικού ελέγχου.

Το πρόγραμμα αυτό επιτρέπει στο κράτος μέλος να ελέγχει την ποιότητα της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας ώστε να παρακολουθεί τη συμμόρφωση τόσο με τον παρόντα κανονισμό όσο και με το εθνικό του πρόγραμμα ασφαλείας της πολιτικής αεροπορίας.

2.   Οι προδιαγραφές του εθνικού προγράμματος ποιοτικού ελέγχου θεσπίζονται με την τροποποίηση του παρόντος κανονισμού δια της προσθήκης παραρτήματος σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που μνημονεύεται στο άρθρο 15 παράγραφος 3.

Για επιτακτικούς λόγους επείγοντος, η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει στη διαδικασία επείγοντος που μνημονεύεται στο άρθρο 15 παράγραφος 4.

Το πρόγραμμα επιτρέπει την ταχεία ανίχνευση και κάλυψη των ελλείψεων. Προβλέπει επίσης ότι όλοι οι αερολιμένες, εκμεταλλευόμενοι αεροσκάφη και φορείς που είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή των προτύπων αεροπορικής ασφαλείας και που βρίσκονται στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους παρακολουθούνται τακτικά κατευθείαν από την αρμόδια αρχή ή υπό την εποπτεία της.

Άρθρο 10

Πρόγραμμα ασφαλείας αερολιμένα

1.   Κάθε φορέας εκμετάλλευσης αερολιμένα καταρτίζει, εφαρμόζει και διατηρεί πρόγραμμα ασφαλείας του αερολιμένα.

Το πρόγραμμα αυτό περιγράφει τις μεθόδους και τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθεί ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα ώστε να συμμορφώνεται τόσο με τον παρόντα κανονισμό όσο και με το εθνικό πρόγραμμα ασφαλείας της πολιτικής αεροπορίας του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο αερολιμένας.

Το πρόγραμμα περιλαμβάνει διατάξεις σχετικές με τον εσωτερικό ποιοτικό έλεγχο, οι οποίες περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα παρακολουθεί τη συμμόρφωση προς τις εν λόγω μεθόδους και διαδικασίες.

2.   Το πρόγραμμα ασφαλείας του αερολιμένα υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή, η οποία δύναται να αναλαμβάνει περαιτέρω δράση, εφόσον χρειάζεται.

Άρθρο 11

Πρόγραμμα ασφαλείας αερομεταφορέα

1.   Κάθε αερομεταφορέας καταρτίζει, εφαρμόζει και διατηρεί πρόγραμμα ασφαλείας αερομεταφορέα.

Το πρόγραμμα αυτό περιγράφει τις μεθόδους και τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθεί ο αερομεταφορέας ώστε να συμμορφώνεται τόσο με τον παρόντα κανονισμό όσο και με το εθνικό πρόγραμμα ασφαλείας της πολιτικής αεροπορίας του κράτους μέλους από το οποίο παρέχει τις υπηρεσίες του.

Το πρόγραμμα περιλαμβάνει διατάξεις σχετικές με τον εσωτερικό ποιοτικό έλεγχο, οι οποίες περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο ο αερομεταφορέας παρακολουθεί τη συμμόρφωση προς τις εν λόγω μεθόδους και διαδικασίες.

2.   Κατόπιν αιτήματος, το πρόγραμμα ασφαλείας του αερομεταφορέα υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή η οποία, δύναται να αναλαμβάνει περαιτέρω δράση, εφόσον χρειάζεται.

3.   Εφόσον το πρόγραμμα ασφαλείας κοινοτικού αερομεταφορέα έχει επικυρωθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που χορηγεί την άδεια εκμετάλλευσης, ο αερομεταφορέας αναγνωρίζεται από όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη ως πληρών τις απαιτήσεις της παραγράφου 1. Αυτό ισχύει με την επιφύλαξη του δικαιώματος κάθε κράτους μέλους να ζητεί από κάθε αερομεταφορέα λεπτομέρειες όσον αφορά την εφαρμογή από αυτόν:

α)

των μέτρων ασφαλείας που εφαρμόζονται από το υπόψη κράτος μέλος με βάση το άρθρο 5· ή/και

β)

των τοπικών διαδικασιών που ισχύουν στους εξυπηρετούμενους αερολιμένες.

Άρθρο 12

Πρόγραμμα ασφαλείας φορέα

1.   Κάθε φορέας, για τον οποίο εθνικό πρόγραμμα ασφαλείας της πολιτικής αεροπορίας του άρθρου 8 απαιτεί την εφαρμογή προτύπων αεροπορικής ασφαλείας, καταρτίζει, εφαρμόζει και διατηρεί πρόγραμμα ασφαλείας του φορέα.

Το πρόγραμμα αυτό περιγράφει τις μεθόδους και τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθεί ο φορέας ώστε να συμμορφώνεται προς το εθνικό πρόγραμμα ασφαλείας της πολιτικής αεροπορίας του κράτους μέλους όσον αφορά τις δραστηριότητές του στο υπόψη κράτος μέλος.

Το πρόγραμμα περιλαμβάνει διατάξεις σχετικές με τον εσωτερικό ποιοτικό έλεγχο, οι οποίες περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο ο φορέας παρακολουθεί τη συμμόρφωση προς τις εν λόγω μεθόδους και διαδικασίες.

2.   Κατόπιν αιτήματος, το πρόγραμμα υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους, η οποία, δύναται να αναλαμβάνει περαιτέρω δράση, εφόσον χρειάζεται.

Άρθρο 13

Επιθεωρήσεις της Επιτροπής

1.   Για την παρακολούθηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού από τα κράτη μέλη και, εφόσον απαιτείται, για τη διατύπωση συστάσεων με σκοπό τη βελτίωση της αεροπορικής ασφάλειας, η Επιτροπή, σε συνεργασία με την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους, διενεργεί επιθεωρήσεις, συμπεριλαμβανομένων επιθεωρήσεων των αερολιμένων, των εκμεταλλευόμενων αεροσκάφη και των φορέων που εφαρμόζουν πρότυπα αεροπορικής ασφάλειας. Για τον σκοπό αυτό, η αρμόδια αρχή ενημερώνει την Επιτροπή εγγράφως σχετικά με όλους τους αερολιμένες στο έδαφός της που εξυπηρετούν την πολιτική αεροπορία, πλην εκείνων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4 παράγραφος 3.

Οι διαδικασίες για τη διενέργεια των επιθεωρήσεων της Επιτροπής θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2.

2.   Οι διενεργούμενες από την Επιτροπή επιθεωρήσεις αερολιμένων, εκμεταλλευόμενων αεροσκάφη και φορέων που εφαρμόζουν πρότυπα αεροπορικής ασφάλειας γίνονται αιφνιδιαστικά. Η Επιτροπή ενημερώνει εγκαίρως πριν από την επιθεώρηση το οικείο κράτος μέλος σχετικά.

3.   Κάθε έκθεση επιθεώρησης της Επιτροπής γνωστοποιείται στην αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους, η οποία, στην απάντησή της, αναφέρει τα ληφθέντα μέτρα για την κάλυψη τυχόν ελλείψεων που εντοπίστηκαν.

Στη συνέχεια, η έκθεση, μαζί με την απάντηση της αρμόδιας αρχής, γνωστοποιούνται στην αρμόδια αρχή των άλλων κρατών μελών.

Άρθρο 14

Διάδοση των πληροφοριών

Τα ακόλουθα έγγραφα θεωρούνται «διαβαθμισμένα έγγραφα ΕΕ» για τους σκοπούς της απόφασης 2001/844/EΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ, και δεν δημοσιοποιούνται:

α)

τα μέτρα και οι διαδικασίες περί των οποίων το άρθρο 4 παράγραφος 2, το άρθρο 4 παράγραφος 3, το άρθρο 5 παράγραφος 1 και το άρθρο 6 παράγραφος 1, εφόσον περιέχουν πληροφορίες ευαίσθητες από απόψεως ασφαλείας·

β)

οι εκθέσεις επιθεώρησης της Επιτροπής και οι απαντήσεις των αρμόδιων αρχών περί των οποίων το άρθρο 13 παράγραφος 3.

Άρθρο 15

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/EΚ, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/EΚ είναι ενός μηνός.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και 6, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

4.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1, 2 και 6 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

Άρθρο 16

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που πρέπει να επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Άρθρο 17

Καταργούμενες διατάξεις

Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 2320/2002 καταργείται.

Άρθρο 18

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από … (7), πλην του άρθρου 4 παράγραφοι 2 και 3, του άρθρου 9 παράγραφος 2, του άρθρου 13 παράγραφος 1, και του άρθρου 15, τα οποία εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 185 της 8.8.2006, σ. 17.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Ιουνίου 2006 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2006 και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της … (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  ΕΕ L 355 της 30.12.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 849/2004 (ΕΕ L 158 της 30.4.2004, σ. 1).

(4)  ΕΕ L 317 της 3.12.2001, σ. 1. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/548/ΕΚ, Ευρατόμ (ΕΕ L 215 της 5.8.2006, σ. 38).

(5)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (ΕΕ L 200 της 22.7.2006, σ. 11).

(6)  ΕΕ L 240 της 24.8.1992, σ. 1.

(7)  Δύο έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΚΟΙΝΑ ΒΑΣΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ (ΑΡΘΡΟ 4)

1.   ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΩΝ

1.1.   Απαιτήσεις σχεδιασμού των αερολιμένων

1.

Κατά τον σχεδιασμό και την κατασκευή νέων αερολιμενικών εγκαταστάσεων ή τη μετατροπή υφιστάμενων αερολιμενικών εγκαταστάσεων, λαμβάνονται πλήρως υπόψη οι απαιτήσεις εφαρμογής των κοινών βασικών προτύπων που μνημονεύονται στο παρόν παράρτημα και στις εκτελεστικές πράξεις.

2.

Στους αερολιμένες καθορίζονται οι ακόλουθες περιοχές:

α)

αστική περιοχή·

β)

ελεγχόμενος χώρος αερολιμένα·

γ)

αυστηρά ελεγχόμενες περιοχές ασφαλείας και

δ)

ζωτικά τμήματα των αυστηρά ελεγχόμενων περιοχών ασφαλείας.

1.2.   Έλεγχος πρόσβασης

1.

Η πρόσβαση στον ελεγχόμενο χώρο του αερολιμένα περιορίζεται ώστε να αποτρέπεται η είσοδος μη εξουσιοδοτημένων προσώπων και οχημάτων στην περιοχή αυτή.

2.

Η πρόσβαση στις αυστηρά ελεγχόμενες περιοχές ασφαλείας ελέγχεται ώστε να εξασφαλίζεται ότι κανένα μη εξουσιοδοτημένο άτομο ή όχημα δεν εισέρχεται στις περιοχές αυτές.

3.

Η πρόσβαση προσώπων και οχημάτων στον ελεγχόμενο χώρο του αερολιμένα και στις αυστηρά ελεγχόμενες περιοχές ασφαλείας επιτρέπεται μόνον εφόσον πληρούν τους απαιτούμενους όρους ασφαλείας.

4.

Τα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των μελών των πληρωμάτων πτήσης, πρέπει να έχουν υποβληθεί επιτυχώς σε έλεγχο ιστορικού πριν τους χορηγηθεί είτε δελτίο ταυτότητας πληρώματος είτε δελτίο ταυτότητας αερολιμένα το οποίο επιτρέπει την πρόσβαση χωρίς συνοδεία σε αυστηρά ελεγχόμενες περιοχές ασφαλείας.

1.3.   Έλεγχος ασφαλείας λοιπών προσώπων πλην επιβατών, καθώς και μεταφερόμενων αντικειμένων

1.

Πρόσωπα, πλην των επιβατών, καθώς και τα αντικείμενα που μεταφέρουν, υποβάλλονται σε δειγματοληπτικό έλεγχο ασφαλείας σε συνεχή βάση κατά την είσοδο τους στις αυστηρά ελεγχόμενες περιοχές ασφαλείας, ώστε να αποτρέπεται η εισαγωγή απαγορευμένων αντικειμένων στις περιοχές αυτές.

2.

Όλα τα πρόσωπα πλην των επιβατών, καθώς και τα αντικείμενα που μεταφέρουν, υποβάλλονται σε έλεγχο ασφαλείας κατά την είσοδό τους στα ζωτικά τμήματα των αυστηρά ελεγχόμενων περιοχών ασφαλείας, ώστε να αποτρέπεται η εισαγωγή απαγορευμένων αντικειμένων στα τμήματα αυτά.

1.4.   Εξέταση των οχημάτων

Τα οχήματα που εισέρχονται σε αυστηρά ελεγχόμενη περιοχή ασφαλείας εξετάζονται, προκειμένου να αποτρέπεται η εισαγωγή απαγορευμένων αντικειμένων στις περιοχές αυτές.

1.5.   Επίβλεψη, περιπολίες και άλλοι φυσικοί έλεγχοι

Στους αερολιμένες και, εφόσον απαιτείται, στις παρακείμενες περιοχές στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό, εξασφαλίζεται επίβλεψη και διενεργούνται περιπολίες και άλλοι φυσικοί έλεγχοι, με σκοπό να εντοπίζονται πρόσωπα με ύποπτη συμπεριφορά και αδυναμίες τις οποίες θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί κάποιος για να διαπράξει έκνομες ενέργειες, και να αποτρέπεται η διάπραξη τέτοιων ενεργειών.

2.   ΟΡΙΟΘΕΤΗΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΩΝ

Τα αεροσκάφη που σταθμεύουν σε οριοθετημένες περιοχές αερολιμένων στις οποίες εφαρμόζονται τα εναλλακτικά μέτρα, περί των οποίων το άρθρο 4 παράγραφος 3 διαχωρίζονται από τα αεροσκάφη στα οποία εφαρμόζονται πλήρως τα κοινά βασικά πρότυπα, ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν διακυβεύονται τα πρότυπα ασφαλείας που ισχύουν για τα αεροσκάφη, τους επιβάτες, τις αποσκευές, το φορτίο και το ταχυδρομείο στη δεύτερη περίπτωση.

3.   ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΑΕΡΟΣΚΑΦΩΝ

1.

Πριν από την αναχώρηση, κάθε αεροσκάφος υποβάλλεται σε έλεγχο ή έρευνα ασφαλείας αεροσκάφους ώστε να εξασφαλισθεί ότι δεν υπάρχουν επ' αυτού απαγορευμένα αντικείμενα. Τα διερχόμενα αεροσκάφη είναι δυνατόν να υπόκεινται σε άλλα κατάλληλα μέτρα.

2.

Κάθε αεροσκάφος προστατεύεται από μη εξουσιοδοτημένη παρέμβαση.

4.   ΕΠΙΒΑΤΕΣ ΚΑΙ ΧΕΙΡΑΠΟΣΚΕΥΕΣ

4.1.   Έλεγχος ασφαλείας επιβατών και χειραποσκευών

1.

Όλοι οι επιβάτες που έχουν ως αφετηρία το συγκεκριμένο αεροδρόμιο, οι μετεπιβιβαζόμενοι και διερχόμενοι επιβάτες καθώς και οι χειραποσκευές τους υποβάλλονται σε έλεγχο ασφαλείας προκειμένου να αποτρέπεται η εισαγωγή απαγορευμένων αντικειμένων στις αυστηρά ελεγχόμενες περιοχές ασφαλείας και στο αεροσκάφος.

2.

Οι μετεπιβιβαζόμενοι επιβάτες και οι χειραποσκευές τους μπορούν να εξαιρούνται από τον έλεγχο ασφαλείας, εφόσον:

α)

αφικνούνται από κράτος μέλος, εκτός εάν η Επιτροπή ή το συγκεκριμένο κράτος μέλος έχει γνωστοποιήσει ότι για τους εν λόγω επιβάτες και τις χειραποσκευές τους δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι υποβλήθηκαν σε έλεγχο ασφαλείας ανταποκρινόμενο στα κοινά βασικά πρότυπα· ή

β)

αφικνούνται από τρίτη χώρα στην οποία τα ισχύοντα πρότυπα ασφαλείας αναγνωρίζονται ως ισοδύναμα προς τα κοινά βασικά πρότυπα σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2.

3.

Οι διερχόμενοι επιβάτες και οι χειραποσκευές τους μπορούν να εξαιρούνται από τον έλεγχο ασφαλείας, εφόσον:

α)

παραμένουν επί του αεροσκάφους· ή

β)

δεν αναμιγνύονται με άλλους ελεγχθέντες επιβάτες που αναχωρούν πλην εκείνων που επιβιβάζονται στο ίδιο αεροσκάφος· ή

γ)

αφικνούνται από κράτος μέλος, εκτός εάν η Επιτροπή ή το συγκεκριμένο κράτος μέλος έχει γνωστοποιήσει ότι, για τους εν λόγω επιβάτες και για τις χειραποσκευές τους, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι υποβλήθηκαν σε έλεγχο ασφαλείας ανταποκρινόμενο στα κοινά βασικά πρότυπα· ή

δ)

αφικνούνται από τρίτη χώρα στην οποία τα ισχύοντα πρότυπα ασφαλείας αναγνωρίζονται ως ισοδύναμα προς τα κοινά βασικά πρότυπα σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2.

4.2.   Προστασία επιβατών και χειραποσκευών

1.

Οι επιβάτες και οι χειραποσκευές τους προστατεύονται από μη εξουσιοδοτημένες παρεμβάσεις, από το σημείο ελέγχου τους μέχρι την αναχώρηση του αεροσκάφους που τους μεταφέρει.

2.

Οι αναχωρούντες επιβάτες που έχουν υποβληθεί σε έλεγχο ασφαλείας δεν αναμιγνύονται με αφικνούμενους επιβάτες, εκτός εάν:

α)

οι επιβάτες αφικνούνται από κράτος μέλος, και εφόσον η Επιτροπή ή το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν έχει γνωστοποιήσει ότι, για τους αφικνούμενους αυτούς επιβάτες και για τις χειραποσκευές τους, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι έχουν υποβληθεί σε έλεγχο ασφαλείας ανταποκρινόμενο στα κοινά βασικά πρότυπα· ή

β)

οι επιβάτες αφικνούνται από τρίτη χώρα στην οποία τα ισχύοντα πρότυπα ασφαλείας αναγνωρίζονται ως ισοδύναμα προς τα κοινά βασικά πρότυπα σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2.

4.3.   Δυνητικά ενοχλητικοί επιβάτες

Οι δυνητικά ενοχλητικοί επιβάτες υπόκεινται σε κατάλληλα μέτρα ασφαλείας πριν από την αναχώρησή τους.

5.   ΠΑΡΑΔΙΔΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟΣΚΕΥΕΣ

5.1.   Έλεγχος ασφαλείας παραδιδόμενων αποσκευών

1.

Όλες οι παραδιδόμενες αποσκευές υποβάλλονται σε έλεγχο ασφαλείας πριν από τη φόρτωσή τους στο αεροσκάφος με σκοπό την αποτροπή εισαγωγής απαγορευμένων αντικειμένων σε αυστηρά ελεγχόμενες περιοχές ασφαλείας και επί του αεροσκάφους.

2.

Οι μεταφορτωνόμενες αποσκευές μπορεί να εξαιρούνται από τον έλεγχο ασφαλείας, εφόσον:

α)

αφικνούνται από κράτος μέλος, εκτός εάν η Επιτροπή ή το συγκεκριμένο κράτος μέλος έχει γνωστοποιήσει ότι, για τις εν λόγω παραδιδόμενες αποσκευές, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι έχουν υποβληθεί σε έλεγχο ασφαλείας ανταποκρινόμενο στα κοινά βασικά πρότυπα· ή

β)

αφικνούνται από τρίτη χώρα στην οποία τα ισχύοντα πρότυπα ασφαλείας αναγνωρίζονται ως ισοδύναμα προς τα κοινά βασικά πρότυπα σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2.

3.

Οι διερχόμενες παραδιδόμενες αποσκευές είναι δυνατόν να απαλλάσσονται από τον έλεγχο ασφαλείας εφόσον παραμένουν επί του αεροσκάφους.

5.2.   Προστασία των παραδιδόμενων αποσκευών

Οι παραδιδόμενες αποσκευές που πρόκειται να μεταφερθούν με αεροσκάφος προστατεύονται από μη εξουσιοδοτημένες παρεμβάσεις, από το σημείο ελέγχου τους ή (αν είναι προγενέστερο) παράδοσης στον αερομεταφορέα, και μέχρι την αναχώρηση του αεροσκάφους με το οποίο μεταφέρονται.

5.3.   Αντιστοίχιση αποσκευών

1.

Κάθε παραδιδόμενη αποσκευή χαρακτηρίζεται συνοδευόμενη ή ασυνόδευτη.

2.

Ασυνόδευτες παραδιδόμενες αποσκευές δεν μεταφέρονται, εκτός εάν αποχωρίσθηκαν για λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση του επιβάτη ή υποβλήθηκαν σε περαιτέρω διαδικασίες ασφαλείας.

6.   ΦΟΡΤΙΟ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ

6.1.   Διαδικασίες ασφαλείας για φορτίο και ταχυδρομείο

1.

Κάθε φορτίο και ταχυδρομείο υπόκειται σε διαδικασίες ασφαλείας πριν από τη φόρτωσή του σε αεροσκάφος. Ο αερομεταφορέας δέχεται φορτίο ή ταχυδρομείο για μεταφορά με αεροσκάφος μόνον εφόσον έχει εφαρμόσει ο ίδιος τις διαδικασίες αυτές ή η εφαρμογή τους έχει επιβεβαιωθεί και πιστοποιηθεί από εγκεκριμένο μεταφορικό γραφείο, γνωστό αποστολέα ή συμβεβλημένο αποστολέα.

2.

Το μεταφορτωνόμενο φορτίο και το μεταφορτωνόμενο ταχυδρομείο μπορούν να υπόκεινται σε εναλλακτικές διαδικασίες ασφαλείας, όπως περιγράφεται λεπτομερώς σε εκτελεστική πράξη.

3.

Το διερχόμενο φορτίο και το διερχόμενο ταχυδρομείο μπορούν να εξαιρούνται από τις διαδικασίες ασφαλείας, εφόσον παραμένουν επί του αεροσκάφους.

6.2.   Προστασία φορτίου και ταχυδρομείου

1.

Το φορτίο και το ταχυδρομείο που πρόκειται να μεταφερθούν με αεροσκάφος προστατεύονται από μη εξουσιοδοτημένες παρεμβάσεις, από το σημείο στο οποίο εφαρμόζονται οι διαδικασίες ασφαλείας μέχρι την αναχώρηση του αεροσκάφους με το οποίο πρόκειται να μεταφερθούν.

2.

Το φορτίο και το ταχυδρομείο που δεν έχουν προστατευθεί καταλλήλως από μη εξουσιοδοτημένες παρεμβάσεις μετά την εφαρμογή των διαδικασιών ασφαλείας υποβάλλονται σε έλεγχο ασφαλείας.

7.   ΕΤΑΙΡΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ ΚΑΙ ΥΛΙΚΑ ΑΕΡΟΜΕΤΑΦΟΡΕΩΝ

Το εταιρικό ταχυδρομείο και τα υλικά των αερομεταφορέων υπόκεινται σε διαδικασίες ασφαλείας και, στη συνέχεια, προστατεύονται μέχρι τη φόρτωσή τους στο αεροσκάφος ώστε να αποτραπεί η εισαγωγή απαγορευμένων αντικειμένων στο αεροσκάφος.

8.   ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ ΠΤΗΣΗΣ

Οι προμήθειες πτήσης, συμπεριλαμβανομένης της τροφοδοσίας, που προορίζονται για μεταφορά ή χρήση επί του αεροσκάφους υπόκεινται σε διαδικασίες ασφαλείας και, στη συνέχεια, προστατεύονται μέχρι τη φόρτωσή τους στο αεροσκάφος, ώστε να αποτρέπεται η εισαγωγή απαγορευμένων αντικειμένων στο αεροσκάφος.

9.   ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΑ

Οι προμήθειες που προορίζονται για πώληση ή χρήση σε αυστηρά ελεγχόμενες περιοχές ασφαλείας των αερολιμένων, συμπεριλαμβανομένων των προμηθειών για καταστήματα αφορολόγητων ειδών και εστιατόρια, υπόκεινται σε διαδικασίες ασφαλείας, ώστε να αποτρέπεται η εισαγωγή απαγορευμένων αντικειμένων στις περιοχές αυτές.

10.   ΜΕΤΡΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΤΗΣΗ

1.

Με την επιφύλαξη των ισχυόντων κανόνων ασφαλείας πτήσεων:

α)

εμποδίζεται η είσοδος μη εξουσιοδοτημένων προσώπων στο θάλαμο πληρώματος διακυβέρνησης κατά τη διάρκεια της πτήσης·

β)

οι δυνητικά ενοχλητικοί επιβάτες υπόκεινται σε κατάλληλα μέτρα ασφαλείας κατά τη διάρκεια της πτήσης.

2.

Λαμβάνονται τα ενδεδειγμένα μέτρα ασφαλείας, όπως κατάρτιση του πληρώματος διακυβέρνησης και του προσωπικού του θαλάμου επιβατών, ώστε να αποτρέπονται έκνομες ενέργειες κατά τη διάρκεια της πτήσης.

3.

Η οπλοφορία δεν επιτρέπεται ούτε στο θάλαμο επιβατών ούτε στο θάλαμο διακυβέρνησης αεροσκάφους, εκτός αν έχει δοθεί άδεια από τα οικεία κράτη με βάση το αντίστοιχο εθνικό τους δίκαιο.

4.

Η παράγραφος 3 εφαρμόζεται επίσης στους συνοδούς ασφαλείας πτήσης, εφόσον αυτοί οπλοφορούν.

11.   ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

1.

Τα πρόσωπα που εκτελούν ελέγχους ασφαλείας, έλεγχο πρόσβασης ή άλλες διαδικασίες ασφαλείας ή είναι υπεύθυνα για την εκτέλεση των ελέγχων αυτών, προσλαμβάνονται, εκπαιδεύονται και, εφόσον απαιτείται, πιστοποιούνται με τρόπο ο οποίος εξασφαλίζει ότι είναι κατάλληλα για απασχόληση και ικανά να αναλάβουν τα καθήκοντα που θα τους ανατεθούν.

2.

Πρόσωπα εκτός των επιβατών που πρέπει να έχουν πρόσβαση σε αυστηρά ελεγχόμενες περιοχές ασφαλείας εκπαιδεύονται σε θέματα ασφαλείας πριν τους χορηγηθεί δελτίο ταυτότητας αερολιμένα ή δελτίο ταυτότητας πληρώματος.

3.

Η εκπαίδευση περί της οποίας οι παράγραφοι 1 και 2 διεξάγεται στο πλαίσιο αρχικής φάσης και, στη συνέχεια, επαναλαμβάνεται περιοδικά.

4.

Οι εκπαιδευτές των προσώπων περί των οποίων οι παράγραφοι 1 και 2 πρέπει να διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα.

12.   ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Ο εξοπλισμός που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο ασφαλείας, τον έλεγχο πρόσβασης και τις άλλες διαδικασίες ασφαλείας πρέπει να είναι κατάλληλος για τη διενέργεια των ελέγχων αυτών.


ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ι.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τον Σεπτέμβριο 2005, η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για την αντικατάσταση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2320/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κοινών κανόνων στο πεδίο της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας (1). Ο εν λόγω κανονισμός, ο οποίος εκπονήθηκε και εκδόθηκε κατόπιν των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις Ηνωμένες Πολιτείες, ισχύει από τον Ιανουάριο 2003. Η αντικατάσταση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2320/2002 από νέο κείμενο θεωρείται απαραίτητη διότι έχουν προκύψει ορισμένα προβλήματα όσον αφορά την εφαρμογή του.

Στις 15 Ιουνίου 2006, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε τη γνώμη του σε πρώτη ανάγνωση, η οποία περιλαμβάνει 85 τροπολογίες.

Το Συμβούλιο εξέτασε σοβαρά τη δυνατότητα επίτευξης συμφωνίας με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με το κείμενο του σχεδίου κανονισμού σε πρώτη ανάγνωση. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια άτυπων επαφών με αντιπροσώπους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, φάνηκε ότι το ζήτημα της χρηματοδότησης των μέτρων ασφαλείας πρέπει να εξετασθεί με μεγαλύτερη προσοχή προκειμένου το κείμενο να είναι αποδεκτό από όλες τις πλευρές. Επομένως, το Συμβούλιο αποφάσισε να υιοθετήσει κοινή θέση, λαμβάνοντας κατά το δυνατόν υπόψη τις τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση, και να επιδιώξει συμφωνία με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε μεταγενέστερο στάδιο.

Κατόπιν επανεξέτασης ολόκληρου του κειμένου από τους γλωσσομαθείς νομικούς, το Συμβούλιο υιοθέτησε την κοινή θέση του στις 11 Δεκεμβρίου 2006, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση και εγκρίνοντας 46 τροπολογίες.

Το Συμβούλιο σημείωσε επίσης τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής.

ΙΙ.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

Το Συμβούλιο μπόρεσε να συμφωνήσει ως προς τις βασικές γραμμές της πρότασης της Επιτροπής. Ως προς ορισμένα σημεία, ωστόσο, το Συμβούλιο αποφάσισε να τροποποιήσει το κείμενο, γενικά προκειμένου να καταστεί σαφέστερο, απλούστερο και πιο κατανοητό.

Οι πιο σημαντικές μεταβολές που επέφερε το Συμβούλιο στην πρόταση της Επιτροπής αφορούσαν τους δύο τομείς που αναφέρονται στη συνέχεια:

Πρώτον, όσον αφορά την επιτροπολογία, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη τους νέους κανόνες οι οποίοι εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο τον Ιούλιο του 2006 (2). Η νέα κανονιστική διαδικασία με έλεγχο η οποία εισάγεται με αυτούς τους νέους κανόνες, και η οποία παρέχει μεγαλύτερες εξουσίες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 και στο άρθρο 9 παράγραφος 2 του σχεδίου κανονισμού. Το άρθρο 4 παράγραφος 3 αφορά τα κριτήρια βάσει των οποίων τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τους γενικούς κανόνες για μικρούς αερολιμένες ή μικρά αεροσκάφη. Το άρθρο 9 παράγραφος 2 ορίζει τους κανόνες που ισχύουν για τα εθνικά προγράμματα ελέγχου της ποιότητας των κρατών μελών.

Δεύτερον, το άρθρο 5 παράγραφος 2 επιτρέπει στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν αυστηρότερα εθνικά μέτρα από τα προβλεπόμενα στον κανονισμό. Δεδομένων των διακυβευόμενων ζητημάτων, της σοβαρότητας των διάφορων απειλών κατά της ασφάλειας και των ταχέως μεταβαλλομένων συνθηκών οι οποίες επηρεάζουν τις απειλές αυτές, το Συμβούλιο υποστήριξε την άποψη ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν επαρκές περιθώριο ελιγμών για να επιβάλλουν τυχόν πρόσθετα ή ειδικά μέτρα εφόσον τα κρίνουν απαραίτητα. Τα μέτρα αυτά δεν θα πρέπει, κατά τη γνώμη του Συμβουλίου, να απαιτούν ειδική αιτιολόγηση σε επίπεδο της Κοινότητας.

Όσον αφορά τις τροπολογίες που πρότεινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο μπόρεσε να δεχθεί, εν όλω ή εν μέρει, τις ακόλουθες 46 τροπολογίες:

2, 4, 5, 7, 8, 11, 12, 15, 17, 18, 20, 21, 23-30, 33, 34, 37, 40, 45-49, 51, 53-58, 65-68, 73, 77-79, 82 και 84.

Ωστόσο, το Συμβούλιο δεν μπόρεσε να δεχθεί ορισμένες άλλες τροπολογίες. Πρόκειται κυρίως για τις τροπολογίες 3, 35, 43 και 44 σχετικά με τη χρηματοδότηση των ρυθμίσεων ασφαλείας δυνάμει του κανονισμού. Το Συμβούλιο θεωρεί ότι ένας τεχνικός κανονισμός, όπως ο περί ου ο λόγος, δεν πρέπει να περιέχει απαιτήσεις ή υποχρεώσεις χρηματοδότησης. Η αρχή της επικουρικότητας υπαγορεύει να εξετάζονται παρόμοια ζητήματα σε εθνικό επίπεδο.

Ορισμένες άλλες τροπολογίες δεν έγιναν δεκτές, ή έγιναν μερικώς δεκτές, διότι επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού πέραν των καθοριζόμενων στόχων ασφαλείας. Πρόκειται κυρίως για τις τροπολογίες 6, 9, 19, 36, 45, 57, 80 και 85. Οι τροπολογίες 1, 10, 13, 14, 16, 18, 22, 31, 32, 33, 50, 52, 60, 63, 72 και 74 δεν έγιναν δεκτές, εν όλω ή εν μέρει, λόγω του ότι αντιβαίνουν σε άλλα μέρη του σχεδίου κανονισμού, δεν προσθέτουν κανένα ουσιαστικό στοιχείο στο κείμενο ή δεν ευθυγραμμίζονται με την αποδεκτή ορολογία της ασφάλειας της αεροπορίας. Τέλος, οι τροπολογίες 20, 21, 38, 39, 41, 42, 59, 61, 62, 64, 69, 70, 71, 75, 76 και 83 δεν έγιναν δεκτές, εν όλω ή εν μέρει, λόγω του ότι το Συμβούλιο κρίνει ότι είτε είναι υπερβολικά λεπτομερείς για έναν κανονισμό αυτού του τύπου, είτε είναι ασυμβίβαστες με τις θεσμικές ρυθμίσεις της Κοινότητας, είτε περιέχουν διατάξεις οι οποίες θα μπορούσαν να αποδειχθούν δυσεφάρμοστες στην πράξη, για τα κράτη μέλη ή για τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς.

ΙΙΙ.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το Συμβούλιο κρίνει ότι το κείμενο της κοινής θέσης του είναι κατάλληλο και ισόρροπο. Το Συμβούλιο είναι της γνώμης ότι η κοινή θέση αντικατοπτρίζει τους στόχους στους οποίους απέβλεπαν οι περισσότερες τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Το Συμβούλιο επιθυμεί να τονίσει τη μεγάλη προσπάθεια που καταβλήθηκε για την επίτευξη έγκαιρης συμφωνία σχετικά με τον εν λόγω κανονισμό και ευελπιστεί ότι η κοινή θέση θα επιτρέψει την έγκαιρη θέσπιση της νομοθετικής ρύθμισης σε εύθετο χρόνο.


(1)  ΕΕ L 355 της 30.12.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 849/2004 (ΕΕ L 158 της 30.4.2004, σ. 1).

(2)  ΕΕ L 200 της 22.7.2006, σ. 11.


Top