Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52006PC0468

    Πρόταση αποφαση-πλαισιο του Συμβουλιου για το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης σε προδικαστικές διαδικασίες μεταξύ κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης {SEC(2006)1079} {SEC(2006)1080}

    /* COM/2006/0468 τελικό - CNS 2006/0158 */

    52006PC0468




    [pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

    Βρυξέλλες, 29.8.2006

    COM(2006) 468 τελικό

    2006/0158 (CNS)

    Πρόταση

    ΑΠΟΦΑΣΗ-ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    για το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης σε προδικαστικές διαδικασίες μεταξύ κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης {SEC(2006)1079}{SEC(2006)1080}

    (υποβληθείσα από την Επιτροπή)

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

    1. Ιστορικό της πρότασης

    Αιτιολόγηση και στόχοι της πρότασης

    Ένας από τους σπουδαιότερους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η ανάπτυξη της Ένωσης ως χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στο πλαίσιο του οποίου εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων.

    Με βάση τόσο την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών («ΕΣΔΑ») όσο και γενικές αρχές του δικαίου, η προδικαστική (καλουμένη «προσωρινή») κράτηση πρέπει να θεωρείται ως εξαιρετικό μέτρο και είναι η σκόπιμο να εφαρμόζονται αντ’ αυτής στον μέγιστο δυνατό βαθμό μη στερητικά της ελευθερίας μέτρα επιτήρησης.

    Επί του παρόντος , ωστόσο, οι πολίτες της ΕΕ οι οποίοι δεν κατοικούν μονίμως στην επικράτεια του κράτους μέλους στο οποίο είναι ύποπτοι για την τέλεση ποινικού αδικήματος υφίστανται ενίοτε, κυρίως λόγω της έλλειψης κοινωνικών δεσμών και του κινδύνου φυγής, το μέτρο της προσωρινής κράτησης, ενώ μερικές φορές υποβάλλονται για μεγάλο χρονικό διάστημα σε κάποιο μη στερητικό της ελευθερίας μέτρο επιτήρησης σε ένα ξένο (γι’ αυτούς) περιβάλλον. Ένας ύποπτος ο οποίος κατοικεί μονίμως στη χώρα στην οποία θεωρείται ύποπτος για την τέλεση ποινικού αδικήματος θα υποβαλλόταν σε πολλές περιπτώσεις υπό παρόμοιες συνθήκες σε ένα λιγότερο περιοριστικό μέτρο επιτήρησης, όπως είναι η τακτική εμφάνιση στις αστυνομικές αρχές ή η απαγόρευση των μετακινήσεων.

    Συνήθως, ένας αλλοδαπός ύποπτος βρίσκεται σε πιο ευάλωτη θέση σε σύγκριση με ένα πρόσωπο που έχει τη συνήθη διαμονή του στην εκάστοτε χώρα. Πέραν του ότι είναι κατά το μάλλον ή ήττον αποκομμένος από επαφές με συγγενικά ή φιλικά του πρόσωπα, υπάρχει σαφής κίνδυνος να χάσει υπό τέτοιες συνθήκες ο ύποπτος κάτοικος εξωτερικού την εργασία του, καθώς το περιοριστικό μέτρο (π.χ. απαγόρευση των μετακινήσεων) που έχει ενδεχομένως επιβάλει στον ύποπτο η δικαστική αρχή του κράτους της δίκης τον εμποδίζει να επιστρέψει στη χώρα συνήθους διαμονής του. Γενικά, υπάρχει σαφής κίνδυνος άνισης μεταχείρισης μεταξύ των δύο κατηγοριών υπόπτων, πράγμα το οποίο μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως εμπόδιο για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων στην Ένωση.

    Το κόστος που ανακύπτει δεν αφορά μόνο το εκάστοτε ύποπτο πρόσωπο. Η προσωρινή κράτηση έχει επίσης σοβαρές συνέπειες από την άποψη του κόστους για τις εμπλεκόμενες δημόσιες αρχές. Επιπλέον, η υπέρμετρη ή άσκοπη προσφυγή στο μέτρο της προσωρινής κράτησης και η διάρκειά της συντελούν στο φαινόμενο του υπερπληθυσμού των φυλακών, το οποίο εξακολουθεί να μαστίζει τα σωφρονιστικά συστήματα σε ολόκληρη την Ευρώπη και υπονομεύει σε μεγάλο βαθμό τις προσπάθειες βελτίωσης των συνθηκών κράτησης.

    Το πρόβλημα είναι ότι οι διάφορες εναλλακτικές λύσεις σε σχέση με την προσωρινή κράτηση και τα λοιπά προδικαστικά μέτρα επιτήρησης (π.χ. τακτική εμφάνιση στις αστυνομικές αρχές) δεν μπορούν προς το παρόν να μεταφέρονται από τη μία χώρα στην άλλη, καθώς τα κράτη δεν αναγνωρίζουν τις αλλοδαπές δικαστικές αποφάσεις σχετικά με τα υπό εξέταση ζητήματα. Τούτο σημαίνει ότι η υλοποίηση του δικαιώματος στην ελευθερία και του τεκμηρίου αθωότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά πρέπει ακόμη κατ’ ανάγκη να θεωρηθεί ατελής.

    Η εντολή για την υποβολή της παρούσας πρότασης για την έκδοση απόφασης-πλαισίου για το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης σε προδικαστικές διαδικασίες μεταξύ κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπεται σαφώς στο «Πρόγραμμα μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων» (στο εξής: «το πρόγραμμα αμοιβαίας αναγνώρισης»), που χρονολογείται από τον Νοέμβριο του 2000 (μέτρο υπ’ αριθ. 10)[1]. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε (1999) διακήρυξε ότι η ενίσχυση της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων θα διευκόλυνε τη συνεργασία μεταξύ αρχών και τη δικαστική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων . Για τον λόγο αυτό τάχθηκε υπέρ της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης ως ακρογωνιαίου λίθου της δικαστικής συνεργασίας τόσο επί αστικών όσο και επί ποινικών υποθέσεων, αρχή που πρέπει ομοίως να ισχύει για τα προδικαστικά εντάλματα. Η υποβολή πρότασης σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των μη στερητικών της ελευθερίας προδικαστικών μέτρων επιτήρησης συμπεριλαμβάνεται στο πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής για το 2005 (2005/JLS/035) και καθορίζεται ως προτεραιότητα στην ανακοίνωση της Επιτροπής[2] για το «Πρόγραμμα της Χάγης» (2004), καθώς και στο σχέδιο δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής για την εφαρμογή του προγράμματος της Χάγης για την ενίσχυση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2005)[3].

    Γενικό πλαίσιο

    Το πρόγραμμα αμοιβαίας αναγνώρισης ανέφερε ότι ορισμένες πτυχές της αμοιβαίας αναγνώρισης, ιδίως δε αυτών που αφορούν τα προδικαστικά εντάλματα, δεν είχαν ακόμη ρυθμισθεί σε διεθνές επίπεδο. Τούτο εξακολουθεί να ισχύει αναφορικά με την αμοιβαία αναγνώριση των προδικαστικών μέτρων επιτήρησης.

    Εντούτοις, αρκετές μελέτες επισημαίνουν την ύπαρξη σοβαρών προβλημάτων σε σχέση με την προσωρινή κράτηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην έκθεσή του για την κατάσταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στα κράτη μέλη της το 2002, το «Δίκτυο ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων της ΕΕ για τα θεμελιώδη δικαιώματα» ανέφερε στατιστικά δεδομένα του Συμβουλίου της Ευρώπης τα οποία φανερώνουν την ύπαρξη μεγάλων αριθμών προσωρινά κρατουμένων σε αρκετά κράτη μέλη. Εξάλλου, από τις απαντήσεις σε ερωτηματολόγιο για τα στατιστικά δεδομένα σχετικά με τον πληθυσμό των φυλακών, περιλαμβανομένης της προσωρινής κράτησης, που καταρτίστηκε από την Επιτροπή το 2003 κατόπιν αιτήματος της ιταλικής Προεδρίας προκύπτει ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, τόσο από την άποψη του ποσοστού προσωρινής κράτησης ανά 100.000 κατοίκους όσο και από την άποψη της αναλογίας των ημεδαπών κρατουμένων σε σχέση με τους αλλοδαπούς. Προέκυπτε δε μια αυξητική γενική τάση όσον αφορά την προσφυγή στο μέτρο της προσωρινής κράτησης.

    Στο σημείο αυτό είναι επίσης σκόπιμο να επισημανθεί ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στα ψηφίσματά του για την κατάσταση των βασικών δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση καλούσε μετ’ επιτάσεως την Επιτροπή να αναλάβει δράση σε σχέση με ποικίλα ζητήματα που άπτονται της προσωρινής κράτησης και των σχετικών εναλλακτικών μέτρων. Το 2001, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κάλεσε τα κράτη μέλη να εντείνουν τις προσπάθειές τους στον υπό εξέταση τομέα, προσφεύγοντας στο μέτρο της κράτησης στον μικρότερο δυνατό βαθμό και αποφεύγοντας εντελώς να επιβάλλουν στέρηση της ελευθερίας σε παιδιά, εκτός από απολύτως εξαιρετικές περιπτώσεις. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κάλεσε το Συμβούλιο να εκδώσει απόφαση-πλαίσιο για τη θέσπιση κοινών προτύπων όσον αφορά τους δικονομικούς κανόνες, παραδείγματος χάρη για τους κανόνες περί προδικαστικών ενταλμάτων, ούτως ώστε να διασφαλισθεί ένα κοινό επίπεδο προάσπισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε ολόκληρη την ΕΕ. Το αίτημα αυτό επαναλήφθηκε και τον επόμενο χρόνο. Στο ψήφισμα που εξέδωσε το 2002, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υποστήριζε ότι είχε ουσιώδη σημασία να εξετάσουν τα κράτη μέλη τις διαδικασίες κράτησης, προκειμένου να διασφαλίζονται η μη παραβίαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η μη υπέρβαση του αναγκαίου χρόνου κράτησης και η τακτική αναθεώρηση των λόγων κράτησης.

    Στη δημοσίευσή της με τον τίτλο «Τα πρότυπα CPT» (του 2003), η ευρωπαϊκή επιτροπή για την πρόληψη των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας («επιτροπή CPT»), που λειτουργεί στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, υπογράμμιζε ότι ο υπερπληθυσμός των φυλακών είναι συχνά ιδιαιτέρως οξύς σε ιδρύματα προσωρινής κράτησης. Με βάση την κατάσταση αυτή, η επιτροπή CPT επεσήμαινε ότι η πραγματοποίηση ολοένα μεγαλύτερων δαπανών για την αύξηση της χωρητικότητας των φυλακών δεν συνιστά λύση. Αντ’ αυτής, είναι απαραίτητη η επανεξέταση της τρέχουσας νομοθεσίας και πρακτικής σε σχέση με την κράτηση εν αναμονή της διεξαγωγής δίκης. Το πρόβλημα ήταν αρκούντως σοβαρό ώστε να καθιστά αναγκαία τη συνεργασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

    Υφιστάμενες διατάξεις στον τομέα που καλύπτει η πρόταση

    Όπως έχει ήδη επισημανθεί, σήμερα δεν υπάρχουν ρυθμίσεις διεθνούς ισχύος οι οποίες να επιτρέπουν ειδικά τη μεταφορά προδικαστικών μέτρων επιτήρησης από το ένα κράτος μέλος στο άλλο.

    Παρόλα αυτά, το ενδεχόμενο καθιέρωσης συστήματος αμοιβαίας αναγνώρισης για τα προδικαστικά μέτρα επιτήρησης σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει, όπως είναι προφανές, να εξετασθεί με γνώμονα το νομικό πλαίσιο που διέπει την προσωρινή κράτηση γενικά. Η προσέγγιση αυτή υπαγορεύεται επίσης από τις επιταγές του άρθρου 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση («ΣΕΕ»).

    Όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν κυρώσει τόσο την ΕΣΔΑ όσο και τη Διεθνή Σύμβαση για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα («ΔΣΑΠΔ»). Ως εκ τούτου, είναι υποχρεωμένα να σέβονται το δικαίωμα στην ελευθερία, το τεκμήριο αθωότητας, τους προβλεπόμενους από τα εν λόγω κείμενα νομικούς λόγους κράτησης, τα είδη κρατικών αρχών που νομιμοποιούνται να λαμβάνουν αποφάσεις περί κράτησης, το δικαίωμα προσβολής της νομιμότητας κράτησης ενώπιον δικαστηρίου και τις κατά προσέγγιση προθεσμίες οι οποίες ισχύουν για τα διάφορα στάδια των προδικαστικών διαδικασιών.

    Οι προαναφερθείσες διεθνείς νομικές πράξεις ορίζουν ακόμη ότι ένα πρόσωπο είναι δυνατό να στερηθεί την ελευθερία του εάν υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι διέπραξε ποινικό αδίκημα και ότι πρέπει να συντρέχει ένας ή περισσότεροι ειδικοί λόγοι κράτησης, σχετικοί με τον κίνδυνο υποτροπής, εξαφάνισης αποδεικτικών στοιχείων ή φυγής. Επιπλέον, η άρση του μέτρου της προσωρινής κράτησης μπορεί να συνοδεύεται από όρους που να εγγυώνται την προσέλευση του υπόπτου στη δίκη.

    Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι οι διεθνείς νομικές πράξεις δεν περιέχουν διατάξεις για το κατώτατο όριο που ισχύει για την προσωρινή κράτηση από την άποψη της ποινής την οποία επισύρει το εκάστοτε αδίκημα. Το κατώτατο αυτό όριο ρυθμίζεται από την εθνική νομοθεσία των κρατών μελών, πράγμα που σημαίνει ότι διαφέρει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Σε μερικά κράτη μέλη η ποινή που προβλέπεται για το εκάστοτε αδίκημα δεν είναι ένας από τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για τη λήψη αποφάσεων περί κράτησης. Σε ορισμένα κράτη μέλη επιτρέπεται η προσωρινή κράτηση ανεξαρτήτως της ποινής που επισύρει το εκάστοτε αδίκημα εφόσον το ύποπτο πρόσωπο δεν έχει σταθερή κατοικία στην επικράτεια της χώρας και υπάρχει κίνδυνος φυγοδικίας, παρόλο που το γενικής ισχύος κατώτατο όριο για την προσωρινή κράτηση ενδέχεται να τίθεται σε πολύ υψηλότερο επίπεδο.

    Σε μερικά κράτη μέλη, το κατώτατο όριο που ισχύει για τα μη στερητικά της ελευθερίας προδικαστικά μέτρα επιτήρησης είναι χαμηλότερο από αυτό που ισχύει για την προσωρινή κράτηση. Παρόλα αυτά, τόσο για τα μη στερητικά της ελευθερίας μέτρα όσο και για την προσωρινή κράτηση ισχύουν οι ίδιες γενικές αρχές. Η αρχή της αναλογικότητας συνεπάγεται, επί παραδείγματι, ότι τα μέτρα καταναγκασμού πρέπει να εφαρμόζονται μόνο όταν τούτο είναι απολύτως απαραίτητο και μόνο για το αναγκαίο χρονικό διάστημα.

    Μπορεί, τέλος, να παρατηρήσει κανείς ότι η ΕΣΔΑ δεν περιλαμβάνει πολλές διατάξεις οι οποίες, έστω και εμμέσως, να αφορούν την έκδοση και άλλα ζητήματα διασυνοριακού χαρακτήρα. Σχετικό παράδειγμα αποτελεί το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο στ) της ΕΣΔΑ, το οποίο προβλέπει ότι επιτρέπεται η σύλληψη ενός ατόμου με σκοπό την απέλαση ή έκδοσή του. Μία εξήγηση για το γεγονός αυτό είναι ότι η ΕΣΔΑ δεν καταρτίστηκε με σκοπό τη συγκρότηση ενός κοινού δικαστικού χώρου για τα κράτη μέλη του Συμβουλίου τη Ευρώπης, αλλά μάλλον με σκοπό τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων τα οποία να ισχύουν για έκαστο εθνικό νομικό σύστημα.

    Συνεκτικότητα με άλλες πολιτικές και στόχους της Ένωσης

    Γενικός σκοπός της παρούσας πρότασης για την έκδοση απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου είναι η θωράκιση του δικαιώματος στην ελευθερία και του τεκμηρίου αθωότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της και η προαγωγή της ίσης μεταχείρισης για όλους τους πολίτες στον κοινό χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

    Ο σκοπός αυτός συμβαδίζει με το «Πρόγραμμα της Χάγης για την ενίσχυση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση», που ενεκρίθη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 5 Νοεμβρίου 2004. Το πρόγραμμα της Χάγης αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι η ελευθερία και η δικαιοσύνη πρέπει στο εξής να θεωρούνται ως αδιαίρετη ενότητα στο εσωτερικό της Ένωσης συνολικά .

    Πρέπει να τονισθεί ότι η παρούσα πρόταση για την έκδοση απόφασης-πλαισίου αποτελεί μέρος του προγράμματος αμοιβαίας αναγνώρισης επί ποινικών υποθέσεων, το οποίο, σύμφωνα με το πρόγραμμα της Χάγης, πρέπει να ολοκληρωθεί. Στο πρόγραμμα αμοιβαίας αναγνώρισης γίνεται απαρίθμηση μιας σειράς επιμέρους μέτρων αναγνώρισης. Τα μέτρα του εν λόγω προγράμματος δεν είναι δυνατό να διαχωρισθούν το ένα από το άλλο, αλλά έχουν σχεδιασθεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε να υπάρχει αμοιβαία ανάδραση μεταξύ τους. Ειδικότερα, η παρούσα πρόταση πρέπει να αξιολογηθεί σε συνάρτηση με την πρόταση της Επιτροπής για την έκδοση απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένα δικονομικά δικαιώματα στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (2004)[4], η οποία, μεταξύ άλλων, περιέχει διατάξεις για το δικαίωμα στη λήψη νομικών συμβουλών και σε διερμηνεία.

    2. Διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη και εκτίμηση επιπτώσεων

    Διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη

    Το πρώτο βήμα στη διαδικασία διαβουλεύσεων ήταν η κατάρτιση ερωτηματολογίου προκειμένου να καταγραφούν πιθανά εμπόδια για τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών στον τομέα της προσωρινής κράτησης και των σχετικών εναλλακτικών μέτρων. Τα ερωτήματα αφορούσαν: τους νόμιμους λόγους στους οποίους μπορεί να στηριχθεί το μέτρο της προσωρινής κράτησης, καθώς επίσης, μεταξύ άλλων, το κατώτατο όριο για τη θέση ενός υπόπτου υπό κράτηση (από την άποψη της ποινής που επισύρει το εκάστοτε αδίκημα)· το κατά πόσον προβλέπεται μέγιστη επιτρεπόμενη διάρκεια προσωρινής κράτησης· τους λόγους στους οποίους μπορεί να στηριχθεί το μέτρο της προσωρινής κράτησης (βαθμός υπόνοιας και «ειδικοί λόγοι»)· το κατά πόσον ισχύει τεκμήριο για τη θέση των υπόπτων υπό κράτηση στην περίπτωση σοβαρών αδικημάτων· τα διάφορα «εναλλακτικά» μέτρα σε σχέση με την προσωρινή κράτηση· το κατά πόσον η παραβίαση υποχρέωσης στο πλαίσιο προδικαστικών μέτρων επιτήρησης στοιχειοθετεί ποινικό αδίκημα· το ποιες νομικές αρχές είναι αρμόδιες εν προκειμένω· και τις ειδικές κατηγορίες και τη μεταχείριση των κρατουμένων. Όλα τα κράτη μέλη, που τότε ήταν δεκαπέντε, υπέβαλαν απάντηση στο ερωτηματολόγιο. Οι απαντήσεις συγκεντρώθηκαν σε έγγραφο, το οποίο διανεμήθηκε στα κράτη μέλη.

    Επί τη βάσει των απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο, η Επιτροπή συνέταξε σχετικό έγγραφο προς συζήτηση. Στο εν λόγω έγγραφο, το οποίο εστάλη σε έναν αριθμό εμπειρογνωμόνων του συγκεκριμένου τομέα στα κράτη μέλη της ΕΕ (και στις τότε υπό προσχώρηση χώρες), προτείνεται, μεταξύ άλλων, η καθιέρωση της λεγόμενης «ευρωπαϊκής εντολής τακτικής εμφάνισης σε αρμόδια αρχή» ως μη στερητικό της ελευθερίας προδικαστικό μέτρο επιτήρησης σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το υπόψη έγγραφο διερευνά επιπλέον τις δυνατότητες δράσης και τα όριά τους στον τομέα της προσωρινής κράτησης εν γένει.

    Μια πρώτη σύσκεψη εμπειρογνωμόνων πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες στις 12 Μαΐου 2003, προκειμένου να διερευνηθεί το πεδίο εφαρμογής μιας μελλοντικής νομικής πράξης. Αρκετοί εμπειρογνώμονες, συμπεριλαμβανομένων των αντιπροσώπων ΜΚΟ, είχαν προσκληθεί σε ατομική βάση, ενώ άλλοι αντιπροσώπευαν ο καθένας το κράτος μέλος του. Η Eurojust αντιπροσωπευόταν εξίσου. Στην εν λόγω σύσκεψη συζητήθηκαν διάφορες πτυχές της προσωρινής κράτησης και των σχετικών εναλλακτικών μέτρων, ιδίως δε το σκεπτικό της Επιτροπής όσον αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα τακτικής εμφάνισης ενώπιον αρχής. Η σύσκεψη και οι συζητήσεις που ακολούθησαν οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι οι σχετικές εργασίες έπρεπε να επικεντρωθούν στην αμοιβαία αναγνώριση των μη στερητικών της ελευθερίας προδικαστικών μέτρων επιτήρησης και ότι ήταν σκόπιμο να αφεθούν κατά μέρος τα ζητήματα που άπτονταν των διαδικαστικών εγγυήσεων (που καλύπτονταν από ξεχωριστό Πράσινο Βιβλίο) και των συνθηκών κράτησης.

    Στις 17 Αυγούστου 2004, η Επιτροπή ενέκρινε το Πράσινο Βιβλίο για την αμοιβαία αναγνώριση μη στερητικών της ελευθερίας προδικαστικών μέτρων ελέγχου[5] και το συναφές με αυτό υπηρεσιακό έγγραφο εργασίας της Επιτροπής[6], τα οποία λαμβάνουν πλήρως υπόψη τα αποτελέσματα της πρώτης (προπαρασκευαστικής) σύσκεψης εμπειρογνωμόνων, καθώς και τις πληροφορίες που παρέχονται στις απαντήσεις στο πρώτο ερωτηματολόγιο, που μνημονεύεται παραπάνω. Περίληψη των απαντήσεων που αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στα μέτρα επιτήρησης (τα οποία είναι εναλλακτικά σε σχέση με την προσωρινή κράτηση) και τις εφαρμοστέες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης (όπως επιτάσσει το μέτρο αριθ. 9 του προγράμματος αμοιβαίας αναγνώρισης) παρατίθεται στο παράρτημα 2 του υπηρεσιακού εγγράφου εργασίας της Επιτροπής που αφορά το Πράσινο Βιβλίο Το παράρτημα 3 του υπηρεσιακού εγγράφου εργασίας της Επιτροπής περιέχει επίσης περίληψη των απαντήσεων των κρατών μελών και των τότε 10 υποψήφιων χωρών σε ερωτηματολόγιο για τα στατιστικά δεδομένα σχετικά με τον πληθυσμό των φυλακών, περιλαμβανομένης της προσωρινής κράτησης, που καταρτίστηκε από την Επιτροπή το 2003 κατόπιν αιτήματος της ιταλικής Προεδρίας (βλ. παραπάνω).

    Κατά την εκπόνηση του Πράσινου Βιβλίου, η Επιτροπή είχε επίσης πρόσβαση σε έγγραφα της επιτροπής εμπειρογνωμόνων για τη θέση υπό κράτηση και τις συνέπειές της για τη διαχείριση των σωφρονιστικών ιδρυμάτων (PC-DP) του Συμβουλίου της Ευρώπης (όπου η Επιτροπή μετείχε ως παρατηρητής), ιδίως δε σε ένα ερωτηματολόγιο για τη νομοθεσία και την πρακτική των κρατών μελών όσον αφορά τη θέση υπό κράτηση, περιλαμβανομένης ανάλυσης των απαντήσεων στο συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο.

    Τα ερωτήματα που διατυπώνονταν στο Πράσινο Βιβλίο συζητήθηκαν σε μια δεύτερη σύσκεψη των εμπειρογνωμόνων, στις 4 και 5 Νοεμβρίου 2004. Αφού μελέτησε τις γραπτές απαντήσεις[7] στο Πράσινο Βιβλίο, η Επιτροπή οργάνωσε και τρίτη σύσκεψη των εμπειρογνωμόνων στις 8 Απριλίου 2005. Προκειμένου να υπάρξει πρόοδος στο συγκεκριμένο θέμα, οι υπηρεσίες της Επιτροπής είχαν καταρτίσει έγγραφο εργασίας, το οποίο συζητήθηκε από τους μετέχοντες στη σύσκεψη (αντιπροσώπους των κρατών μελών, μη κυβερνητικές οργανώσεις, διεθνείς οργανισμούς, επαγγελματίες του χώρου απονομής δικαιοσύνης). Τα περισσότερα κράτη μέλη επικρότησαν την ιδέα της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στα μη στερητικά της ελευθερίας προδικαστικά μέτρα επιτήρησης. Διατυπώθηκαν διάφορες γνώμες όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της σχετικής νομικής πράξης (κατά πόσον πρέπει να καλύπτει και τα μικρότερης σοβαρότητας αδικήματα, που δεν υπάγονται στην απόφαση-πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κ.λπ.), τους λόγους άρνησης, το κατά πόσον το κράτος μέλος της έκδοσης ή της εκτέλεσης θα πρέπει να ασκεί τον κύριο έλεγχο επί της επιτήρησης του εκάστοτε ατόμου και επί της προδικαστικής διαδικασίας για τη μεταφορά του εκάστοτε ατόμου πίσω στη χώρα της δίκης (κατά πόσον είναι σκόπιμο να χρησιμοποιείται ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ή να καθιερωθεί για τη σχεδιαζόμενη νομική δυνατότητα ειδικός μηχανισμός).

    Παρόλα αυτά, περιορισμένος αριθμός κρατών μελών εξέφρασε επιφύλαξη για την προστιθέμενη αξία της καθιέρωσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο νέου μέσου για το συγκεκριμένο θέμα. Τα εν λόγω κράτη μέλη υποστήριξαν ότι ένα τέτοιο μέσο θα ίσχυε μόνο για λίαν περιορισμένο αριθμό ατόμων.

    Εκτίμηση επιπτώσεων

    Κατά συνέπεια αποφασίστηκε η προσφυγή σε εξωτερικό ανάδοχο, έτσι ώστε να παρασχεθούν στην Επιτροπή πρόσθετα στατιστικά δεδομένα, που θα τη βοηθήσουν να κρίνει κατά πόσον μια απόφαση-πλαίσιο στον συγκεκριμένο τομέα θα αντιπροσώπευε προστιθέμενη αξία. Τα δεδομένα αυτά παρατίθενται στην εκτίμηση επιπτώσεων που επισυνάπτεται στην παρούσα πρόταση ( http://europa.eu.int/comm/dgs/justice_home/evaluation/dg_coordination_evaluation_annexe_en.htm ).

    Επιπλέον, οι ακόλουθες πέντε εναλλακτικές δυνατότητες ρύθμισης του θέματος (που καθορίστηκαν από τις υπηρεσίες της Επιτροπής) αξιολογήθηκαν από τον εξωτερικό ανάδοχο με γνώμονα τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής και το εγχειρίδιο για την εκτίμηση επιπτώσεων:

    1. Καμία ενέργεια (διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης) : Επειδή, προς το παρόν, τα κράτη μέλη δεν αναγνωρίζουν τις αλλοδαπές δικαστικές αποφάσεις όσον αφορά τα μέτρα επιτήρησης, η πρόκριση της διατήρησης της υπάρχουσας κατάστασης θα είχε ως αποτέλεσμα να ρυθμισθεί μόνο (και μάλιστα μόνο σε περιορισμένη κλίμακα) η επιστροφή ενός κατηγορουμένου στο κράτος της δίκης με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Δεν θα υπήρχε επιτήρηση του εν λόγω ατόμου. Θα ίσχυαν το πεδίο εφαρμογής και οι λόγοι άρνησης που προβλέπονται στην απόφαση-πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

    2. Θέσπιση νέας νομοθετικής πράξης για την αμοιβαία αναγνώριση των προδικαστικών μέτρων επιτήρησης : Τα κράτη μέλη θα αναγνωρίζουν αμοιβαία τα προδικαστικά μέτρα επιτήρησης και ο ύποπτος θα υφίσταται το εκάστοτε μέτρο στο κράτος μέλος στο οποίο έχει τη συνήθη κατοικία του αντί του να υποβάλλεται σε προσωρινή κράτηση ή σε άλλο, λιγότερο αυστηρό, περιοριστικό μέτρο στο κράτος της δίκης. Το πεδίο εφαρμογής της πράξης θα μπορούσε να διευρυνθεί ώστε να καλύπτει επίσης και λιγότερο σοβαρά αδικήματα (κάτω από το όριο του ενός έτους που ισχύει για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης). Οι λόγοι άρνησης θα μπορούσαν είναι πιο περιορισμένοι από αυτούς που ισχύουν για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Επιπλέον, η πράξη θα περιλαμβάνει ειδικό μηχανισμό επιστροφής με σκοπό τη μεταφορά στο κράτος της δίκης των μη συνεργάσιμων ατόμων (σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η έκδοση δικαστικής απόφασης με ερημοδικία). Οι προθεσμίες για την επιστροφή θα είναι πολύ σύντομες.

    3. Θέσπιση νέας νομοθετικής πράξης για την αμοιβαία αναγνώριση των προδικαστικών μέτρων επιτήρησης και επέκταση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ώστε να καλύπτει όλα τα αδικήματα: Η εναλλακτική αυτή δυνατότητα θα περιλαμβάνει στοιχεία ίδια με αυτά της εναλλακτικής δυνατότητας υπ’ αριθ. 2. Η μόνη διαφορά είναι ότι δεν θα περιλαμβάνει ειδικό μηχανισμό επιστροφής. Τα μη συνεργάσιμα άτομα θα μεταφέρονται υποχρεωτικά πίσω στο κράτος της δίκης σύμφωνα με τις διατάξεις του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Προκειμένου να καλύπτονται τα αδικήματα μικρότερης σοβαρότητας (κάτω από το προαναφερθέν όριο που ισχύει για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης), θα πρέπει να δημιουργηθεί μια νέα κατηγορία «αδικημάτων για τα οποία χωρεί καταναγκασμός» («φυγοδικία», π.χ. παραβίαση υποχρέωσης στο πλαίσιο μέτρου επιτήρησης ή άρνησης προσέλευσης στη δικάσιμο οσάκις προβλέπεται σχετική υποχρέωση).

    4. Πρόγραμμα συνεργασίας : Ένας περιορισμένος αριθμός κρατών μελών θα θέσει σε εφαρμογή πιλοτικό πρόγραμμα συνεργασίας στον τομέα των προδικαστικών διαδικασιών.

    5. Eurobail : Το συγκεκριμένο μοντέλο στηρίζεται σε καταμερισμό καθηκόντων μεταξύ του δικαστηρίου της δίκης και του δικαστηρίου της χώρας μόνιμης κατοικίας του υπόπτου. Το δικαστήριο της δίκης αποφαίνεται προκαταρκτικά για το κατά πόσον για το εκάστοτε αδίκημα χωρεί αποφυλάκιση υπό τον όρο της καταβολής εγγύησης. Αν η απάντηση είναι καταφατική, ο ύποπτος στέλνεται πίσω στη χώρα συνήθους διαμονής του, όπου το δικαστήριο λαμβάνει την τελική απόφαση για το θέμα της προσωρινής αποφυλάκισης. Το κράτος της συνήθους διαμονής είναι υπεύθυνο για την αναπομπή του υπόπτου στο κράτος της δίκης (εφόσον είναι απαραίτητη).

    Η προτιμότερη εναλλακτική δυνατότητα για τη ρύθμιση του θέματος είναι η υπ’ αριθ. 2: “ θέσπιση νέας νομοθετικής πράξης για την αμοιβαία αναγνώριση των προδικαστικών μέτρων επιτήρησης” (με την ενσωμάτωση ειδικού μηχανισμού επιστροφής). Με την επιλογή αυτή θα εξασφαλιζόταν η αποφυγή διακριτικής μεταχείρισης σε βάρος των κοινοτικών υπηκόων που έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην αλλοδαπή κατά την προδικαστική διαδικασία στο κράτος της δίκης. Η επιλογή αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση του δικαιώματος στην ελευθερία και του τεκμηρίου αθωότητας στο σύνολο της Ένωσης, θα ήταν συμβατή με τις γενικές αρχές που ισχύουν στον υπό εξέταση τομέα, ιδίως με την αρχή της αναλογικότητας, και θα οδηγούσε σε μείωση των δαπανών κράτησης.

    Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. την έκθεση του εξωτερικού αναδόχου και την εκτίμηση επιπτώσεων:

    http://europa.eu.int/comm/dgs/justice_home/evaluation/dg_coordination_evaluation_annexe_en.htm .

    3. Νομικά στοιχεία της πρότασης

    Περίληψη της προτεινόμενης δράσης

    Το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης είναι απόφαση που εκδίδεται από δικαστική αρχή (δικαστήριο, δικαστή, ανακριτή δικαστή ή εισαγγελέα) σε ένα κράτος μέλος και το οποίο πρέπει να αναγνωρισθεί από αρμόδια αρχή σε άλλο κράτος μέλος. Σκοπός του είναι να μπορέσει ο ύποπτος να υποβληθεί σε προδικαστικό μέτρο επιτήρησης στο φυσικό του περιβάλλον (εκεί όπου έχει τη συνήθη κατοικία του). Σε ό,τι αφορά το σχετικό κατώτατο όριο, το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης αποτελεί επιλογή οσάκις η εθνική νομοθεσία του εκδίδοντος κράτους μέλους παρέχει τη δυνατότητα να διαταχθεί η θέση του υπόπτου υπό κράτηση, ανεξαρτήτως του ότι τα σχετικά κατώτατα όρια διαφέρουν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Παρόλα αυτά, το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης δεν αποτελεί εναλλακτική επιλογή μόνο σε σχέση με την προσωρινή κράτηση. Μπορεί επίσης να εκδοθεί για αδικήματα για τα οποία επιτρέπεται η επιβολή μόνο λιγότερο αυστηρών – σε σύγκριση με την προσωρινή κράτηση – περιοριστικών μέτρων (π.χ. απαγόρευση των μετακινήσεων), δηλαδή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το σχετικό κατώτατο όριο ενδέχεται να είναι χαμηλότερο από αυτό που ισχύει για τη θέση υπό κράτηση.

    Η πρόταση για την έκδοση απόφασης-πλαισίου δεν επιβάλλει στη δικαστική αρχή να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης. Η δικαστική αρχή «δύναται» να το πράξει. Η διατύπωση αυτή υποδηλώνει ότι εναπόκειται στην αρχή έκδοσης να αποφασίσει κατά πόσον επιθυμεί να κάνει χρήση της συγκεκριμένης δυνατότητας. Μολονότι ο ύποπτος μπορεί να ζητήσει την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης, δεν του αναγνωρίζεται κατ’ ακριβολογία σχετικό «δικαίωμα». Παρόλα αυτά, η αρχή έκδοσης οφείλει οπωσδήποτε, ως γενική αρχή, να αξιολογήσει τα δεδομένα της υπόθεσης υπό το πρίσμα του δικαιώματος στην ελευθερία, το τεκμήριο αθωότητας και την αρχή της αναλογικότητας. Η υποβολή σε προδικαστική επιτήρηση στο κράτος όπου ο ύποπτος έχει τη συνήθη διαμονή του θεωρείται συχνά ως μια λιγότερο επαχθής μεταχείριση σε σύγκριση με την υποβολή σε ένα μέτρο επιτήρησης στο κράτος όπου τελέστηκε το εικαζόμενο αδίκημα, ενώ το ίδιο κατά μείζονα λόγο ισχύει για την προσωρινή κράτηση στο τελευταίο αυτό κράτος.

    Το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης θα επιβάλλει στον ύποπτο μία ή περισσότερες υποχρεώσεις με στόχο την άμβλυνση των τριών «κλασικών» κινδύνων οι οποίοι δικαιολογούν την προσωρινή κράτηση βάσει της εθνικής νομοθεσίας, δηλαδή τους κινδύνους εξάλειψης αποδεικτικών στοιχείων, υποτροπής και, ιδίως, φυγής. Οι υποχρεώσεις αντιστοιχούν μέχρι ενός σημείου στις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την κράτηση εν αναμονή της δίκης. Οι υποχρεώσεις που μπορεί να επιβάλει η αρχή έκδοσης είναι στο σύνολό τους «προαιρετικές», με εξαίρεση (i) την υποχρέωση του υπόπτου να είναι διαθέσιμος προς κλήτευση στη δικάσιμο που τον αφορά (παρόλα αυτά, αν η νομοθεσία του κράτους έκδοσης προβλέπει τη δυνατότητα έκδοσης απόφασης με ερημοδικία του κατηγορουμένου, ο ύποπτος δεν μπορεί να υποχρεωθεί να παραστεί στη δίκη) και (ii) την υποχρέωση μη παρακώλυσης της απονομής δικαιοσύνης και μη τέλεσης αξιόποινων πράξεων. Οι υπόλοιπες («προαιρετικές») υποχρεώσεις αντιστοιχούν στις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης και της εθνικής νομοθεσίας (π.χ. απαγόρευση των μετακινήσεων, τακτική εμφάνιση στην αστυνομία, απαγόρευση της κυκλοφορίας και κατ’ οίκον κράτηση).

    Το κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του υπόπτου ευθύνεται για την επιτήρηση του υπόπτου και οφείλει να αναφέρει οποιαδήποτε παραβίαση υποχρέωσης στη δικαστική αρχή έκδοσης, η οποία δύναται να αποφασίσει τη σύλληψη και μεταφορά του υπόπτου στο κράτος έκδοσης εάν κάτι τέτοιο κρίνεται επιβεβλημένο. Εν προκειμένω ισχύουν αυστηρές προθεσμίες. Πριν από τη λήψη κάθε τέτοιας απόφασης, ο ύποπτος έχει το δικαίωμα να αναπτύξει τις απόψεις του στην αρχή έκδοσης. Η απαίτηση αυτή είναι δυνατό να τηρηθεί με τη μέθοδο της εικονοτηλεδιάσκεψης[8] μεταξύ του κράτους έκδοσης και του κράτους εκτέλεσης. Η διαδικασία μεταφοράς ανταποκρίνεται στην αρχή της αναλογικότητας σε συνάρτηση με τον στόχο της πρότασης, ο οποίος είναι ο περιορισμός στον μέγιστο δυνατό βαθμό της προσωρινής κράτησης· ως εκ τούτου είναι συμβατός με τις απαιτήσεις του άρθρου 5 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ, ιδίως δε με το στοιχείο β).

    Η πρόταση στηρίζεται καταρχήν στην υποχρέωση του κράτους της συνήθους διαμονής του υπόπτου να εκτελέσει ένα ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης το οποίο έχει εκδοθεί από το κράτος της δίκης. Παρόλα αυτά, υπάρχουν μερικοί, αν και περιορισμένης έκτασης, λόγοι τους οποίους το κράτος της εκτέλεσης μπορεί να επικαλεσθεί για να αρνηθεί την εκτέλεση.

    Η πρόταση στηρίζεται επίσης σε απευθείας επαφές μεταξύ των αρχών έκδοσης και εκτέλεσης.

    Νομική βάση

    Άρθρο 31 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) και άρθρο 34 παράγραφος 2 στοιχείο β) της ΣΕΕ

    Αρχή της επικουρικότητας και της αναλογικότητας

    Προς το παρόν, τα κράτη μέλη δεν αναγνωρίζουν τις αλλοδαπές δικαστικές αποφάσεις όσον αφορά τα μη στερητικά της ελευθερίας προδικαστικά μέτρα επιτήρησης. Ως εκ τούτου, αν δεν αναληφθεί κοινή δράση και προκειμένου να υπάρξει πρόοδος στο θέμα της αμοιβαίας αναγνώρισης, τα κράτη μέλη πρέπει να ενεργήσουν μονομερώς, καθιερώνοντας στο πλαίσιο της εθνικής τους νομοθεσίας τη δυνατότητα αναγνώρισης μέτρων αυτής της μορφής. Εκτιμάται ότι μια τέτοια προσέγγιση δεν προσφέρει μεγάλη πιθανότητα επιτυχίας, διότι προϋποθέτει την ομοιομορφία των εθνικών διατάξεων σε 25 κράτη μέλη, το καθένα εκ των οποίων θα έχει ενεργήσει αυτοτελώς. Η ζητούμενη ομοιομορφία (από την άποψη τόσο της ουσίας όσο και των χρονικών παραμέτρων της εφαρμογής) θα επιτυγχάνετο ευχερέστερα με την ανάληψη κοινής δράσης, και συγκεκριμένα με την έκδοση απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου. Εκτός αυτού, δεν θίγει το άρθρο 33 της ΣΕΕ.

    Επιλογή του νομικού μέσου

    Απόφαση-πλαίσιο βάσει του άρθρου 34 παράγραφος 2 στοιχείο β) της ΣΕΕ.

    4. Δημοσιονομικές επιπτώσεις

    Η υλοποίηση της προτεινόμενης απόφασης-πλαισίου δεν συνεπάγεται καμία πρόσθετη λειτουργική δαπάνη σε βάρος των προϋπολογισμών των κρατών μελών ή του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    2006/0158 (CNS)

    Πρόταση

    ΑΠΟΦΑΣΗ-ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    για το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης σε προδικαστικές διαδικασίες μεταξύ κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο 31 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) και το άρθρο 34 παράγραφος 2 στοιχείο β),

    την πρόταση της Επιτροπής[9],

    τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου[10],

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1) Η Ευρωπαϊκή Ένωση έθεσε ως στόχο της τη διατήρηση και ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

    (2) Σύμφωνα με τα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε, που πραγματοποιήθηκε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, ιδίως δε με το άρθρο 36, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης πρέπει να ισχύει για τα προδικαστικά εντάλματα. Το πρόγραμμα μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων κάνει λόγο για την αμοιβαία αναγνώριση των μέτρων επιτήρησης στο πλαίσιο του μέτρου 10.

    (3) Τα μέτρα που προβλέπει η παρούσα απόφαση-πλαίσιο πρέπει να αποβλέπουν, ιδίως, στην ενίσχυση του δικαιώματος στην ελευθερία και του τεκμηρίου αθωότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά, καθώς και στη διασφάλιση της συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών όταν ένα άτομο υπόκειται σε υποχρεώσεις ή επιτήρηση εν αναμονή της έκδοσης δικαστικής απόφασης.

    (4) Στον τομέα της προσωρινής κράτησης, υπάρχει κίνδυνος άνισης μεταχείρισης μεταξύ των υπόπτων που διαμένουν μονίμως στο κράτος της δίκης και των υπόπτων που δεν διαμένουν μονίμως σε αυτό το κράτος. Ειδικότερα, ένας ύποπτος κάτοικος εξωτερικού διατρέχει τον κίνδυνο να τεθεί υπό κράτηση εν αναμονή της δίκης ακόμη και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, υπό παρόμοιες συνθήκες, ένας ύποπτος κάτοικος ημεδαπής δεν θα υφίστατο το ίδιο μέτρο. Τούτο οφείλεται στην αντίληψη ότι οι ύποπτοι κάτοικοι εξωτερικού, λόγω του ότι δεν έχουν τη μόνιμη κατοικία τους στο κράτος της δίκης, υπάρχει κίνδυνος να διαφύγουν στη χώρα κατοικίας τους, παρακωλύοντας με τον τρόπο αυτό την απονομή δικαιοσύνης. Σε έναν κοινό ευρωπαϊκό χώρο δικαιοσύνης, ο οποίος είναι απαλλαγμένος από εσωτερικά σύνορα, επιβάλλεται η λήψη μέτρων με τα οποία να διασφαλίζεται ότι ένας ύποπτος ο οποίος δεν κατοικεί μονίμως στο κράτος της δίκης δεν τυγχάνει διαφορετικής μεταχείρισης σε σύγκριση με έναν ύποπτο που κατοικεί μονίμως στο υπόψη κράτος.

    (5) Για να αποφεύγονται περιττά έξοδα και δυσκολίες σε σχέση με τη μεταφορά των υπόπτων με σκοπό τη διεξαγωγή προκαταρκτικών ακροάσεων ή της κυρίως δίκης, τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα προσφυγής στη μέθοδο της εικονοτηλεδιάσκεψης.

    (6) Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο πρέπει να ισχύει με την επιφύλαξη της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών[11] και των αιτήσεων έκδοσης που υποβάλλουν τρίτες χώρες, καθώς και με την επιφύλαξη του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Εξάλλου, δεν πρέπει να εμποδίζει το κράτος μέλος εκτέλεσης να κινεί ή να συνεχίζει ποινική διαδικασία βάσει της δικής του νομοθεσίας.

    (7) Επειδή η αμοιβαία αναγνώριση των προδικαστικών μέτρων επιτήρησης δεν μπορεί να επιτευχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό με μονομερείς ενέργειες των κρατών μελών και μπορεί, ως εκ τούτου, λόγω της κλίμακας και των συνεπειών της, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, το Συμβούλιο δύναται να θεσπίσει μέτρα κατ’ εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας, όπως αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 5 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο τελευταίο αυτό άρθρο, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του υπόψη στόχου.

    (8) Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο είναι συμβατή με τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και με την τήρηση των αρχών που αναγνωρίζονται στο άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και είναι αποτυπωμένες στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΛΑΙΣΙΟ:

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 – ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

    Άρθρο 1 Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

    Με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο καθιερώνεται ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης και προδικαστικές διαδικασίες μεταφοράς μεταξύ κρατών μελών.

    Το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης είναι δικαστική απόφαση που εκδίδεται από αρμόδια αρχή κράτους μέλους σε σχέση με έναν ύποπτο που κατοικεί μονίμως στην αλλοδαπή, με σκοπό να επιστρέψει το εν λόγω άτομο στο κράτος μέλος όπου διαμένει υπό τον όρο ότι συμμορφώνεται με μέτρα επιτήρησης, ούτως ώστε να διασφαλισθεί η σωστή απονομή δικαιοσύνης και, ιδίως, να εξασφαλισθεί ότι ο ύποπτος θα βρίσκεται στη διάθεση των αρχών για τη διεξαγωγή δίκης στο κράτος μέλος της έκδοσης.

    Άρθρο 2Ορισμοί

    Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης-πλαισίου νοούνται ως:

    (α) «κράτος έκδοσης», το κράτος μέλος στην επικράτεια του οποίου εκδίδεται το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης·

    (β) «κράτος εκτέλεσης», το κράτος μέλος στην επικράτεια του οποίου εκτελείται το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης·

    (γ) «αρχή έκδοσης», δικαστήριο, δικαστής, ανακριτής δικαστής ή εισαγγελέας με αρμοδιότητα βάσει της εθνικής νομοθεσίας να εκδίδει ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης·

    (δ) «αρχή εκτέλεσης», δικαστήριο, δικαστής, ανακριτής δικαστής ή εισαγγελέας με αρμοδιότητα βάσει της εθνικής νομοθεσίας να εκτελεί ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης.

    Άρθρο 3Υποχρέωση εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης

    Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαισίου.

    Άρθρο 4Καθορισμός των αρμόδιων αρχών

    Έκαστο κράτος μέλος ενημερώνει το Συμβούλιο σχετικά με το ποιες αρχές είναι αρμόδιες βάσει της εθνικής του νομοθεσίας για την έκδοση και την εκτέλεση ευρωπαϊκών ενταλμάτων επιτήρησης.

    Η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου παρέχει σε όλα τα κράτη μέλη και στην Επιτροπή τα στοιχεία που υποβάλλονται σε αυτό το πλαίσιο και τα δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 – ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΠΙΤΗΡΗΣΗΣ

    Άρθρο 5 Ενημέρωση του υπόπτου

    1. Η έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης από την αρμόδια αρχή επιτρέπεται μόνον αφού ο ύποπτος ενημερωθεί για τις τυχόν υποχρεώσεις που πρόκειται να επιβληθούν δυνάμει του άρθρου 6 και για τις σχετικές συνέπειες, ιδίως δε για εκείνες που καθορίζονται στα άρθρα 17 και 18.

    2. Η αρχή έκδοσης καταγράφει τις πληροφορίες που παρέχονται στον ύποπτο σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει η εθνική νομοθεσία του κράτους έκδοσης.

    Άρθρο 6Επιβολή προδικαστικών μέτρων επιτήρησης και υποχρεώσεις του υπόπτου

    1. Η αρχή έκδοσης επιβάλλει στον ύποπτο την υποχρέωση να είναι διαθέσιμος για την παραλαβή του κλητηρίου θεσπίσματος για τη δίκη που τον αφορά και να προσέλθει στη δίκη εφόσον έχει κλητευθεί για τον σκοπό αυτό.

    Η παρακώλυση του έργου της Δικαιοσύνης ή η τέλεση αξιόποινων πράξεων ενδέχεται να συνιστά παραβίαση του ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης.

    Η αρχή έκδοσης δύναται να επιβάλει στον ύποπτο μία ή περισσότερες από τις εξής υποχρεώσεις:

    (α) να παραστεί σε προκαταρκτικές ακροάσεις με αντικείμενο το αδίκημα ή τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται·

    (β) να μην εισέρχεται χωρίς άδεια σε συγκεκριμένα μέρη στο κράτος έκδοσης·

    (γ) να καταβάλει τα έξοδα για την προσαγωγή του σε προκαταρκτική ακρόαση ή σε δίκη.

    2. Εφόσον υπάρχει σχετική συμφωνία μεταξύ της αρχής έκδοσης και της αρχής εκτέλεσης, η αρχή έκδοσης δύναται να επιβάλει στον ύποπτο μία ή περισσότερες άλλες υποχρεώσεις, οι οποίες είναι δυνατό, ενδεικτικά, να περιλαμβάνουν τα εξής:

    (α) τη μετάβαση σε συγκεκριμένη ώρα και ημερομηνία σε συγκεκριμένη διεύθυνση στο κράτος εκτέλεσης·

    (β) την εμφάνιση στην αρχή εκτέλεσης σε συγκεκριμένο τόπο ή τόπους και σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές·

    (γ) την παράδοση στην αρχή εκτέλεσης του διαβατηρίου ή διαβατηρίων ή άλλων εγγράφων πιστοποίησης της ταυτότητας·

    (δ) την παρουσία του υπόπτου στον προκαθορισμένο τόπο κατοικίας του, ο οποίος ενδέχεται να είναι ίδρυμα φιλοξενίας ατόμων που έχουν αποφυλακισθεί υπό όρους ή εξειδικευμένο ίδρυμα για νεαρά άτομα που έχουν διαπράξει ποινικά αδικήματα στο κράτος εκτέλεσης και σε προκαθορισμένες χρονικές στιγμές·

    (ε) την παρουσία του υπόπτου στον προκαθορισμένο τόπο εργασίας του στο κράτος εκτέλεσης σε προκαθορισμένες χρονικές στιγμές·

    (στ) την απαγόρευση εξόδου από ή εισόδου σε συγκεκριμένα μέρη ή περιοχές στο κράτος εκτέλεσης άνευ αδείας·

    (ζ) τη μη άσκηση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων, που ενδέχεται να περιλαμβάνουν άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλματος ή δραστηριοποίηση σε συγκεκριμένο τομέα απασχόλησης·

    (η) την υποβολή σε συγκεκριμένη ιατρική αγωγή.

    3. Οι υποχρεώσεις που ενδεχομένως επιβάλλονται από την αρχή έκδοσης δυνάμει των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου καταγράφονται στο ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης.

    4. Επιπλέον των υποχρεώσεων που προβλέπονται στο ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης, η αρχή εκτέλεσης δύναται, βάσει της νομοθεσίας του κράτους εκτέλεσης, να τροποποιήσει τις υποχρεώσεις που περιλαμβάνει το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης στον βαθμό που είναι απολύτως αναγκαίος για την εκτέλεσή του.

    Άρθρο 7Τύπος και περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης

    1. Το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης πρέπει να ανταποκρίνεται στο πρότυπο που καθορίζεται στο έντυπο A του παραρτήματος. Συμπληρώνεται και υπογράφεται και το περιεχόμενό του πιστοποιείται ως ακριβές από την αρχή έκδοσης. Στο ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης επισυνάπτεται έγγραφο πρακτικό με τις πληροφορίες που μνημονεύονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2.

    2. Το κράτος έκδοσης φροντίζει για τη μετάφραση του ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους εκτέλεσης.

    3. Κάθε κράτος μέλος δύναται να καταστήσει γνωστό, με δήλωση η οποία κατατίθεται στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου, ότι κάνει δεκτή τη μετάφραση του ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης σε μία ή περισσότερες άλλες επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    Άρθρο 8 Διαβίβαση

    1. Η αρχή έκδοσης διαβιβάζει το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης απευθείας στην αρχή εκτέλεσης με οποιοδήποτε μέσο ικανό να παραγάγει γραπτό τεκμήριο υπό προϋποθέσεις που να επιτρέπουν στο κράτος εκτέλεσης να εξακριβώσει τη γνησιότητα.

    2. Εάν η αρχή εκτέλεσης είναι άγνωστη, η αρχή έκδοσης προβαίνει σε όλες τις απαραίτητες έρευνες, παραδείγματος χάρη μέσω των σημείων επαφής του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου, προκειμένου να λάβει τα στοιχεία της αρχής εκτέλεσης από το κράτος εκτέλεσης.

    3. Σε περίπτωση που η αρχή στο κράτος εκτέλεσης η οποία λαμβάνει το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης δεν αποτελεί την αρμόδια αρχή εκτέλεσης βάσει του άρθρου 4, διαβιβάζει αυτοδικαίως το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης στην αρμόδια αρχή προς εκτέλεση και ενημερώνει σχετικά την αρχή έκδοσης.

    Άρθρο 9Αναγνώριση και εκτέλεση

    Με την επιφύλαξη τυχόν διαφορετικής πρόβλεψης της παρούσας απόφασης-πλαισίου, η αρχή εκτέλεσης αναγνωρίζει ένα ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης που της έχει διαβιβασθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 χωρίς να απαιτείται καμία πρόσθετη διατύπωση και λαμβάνει πάραυτα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεσή του.

    Άρθρο 10Λόγοι άρνησης της αναγνώρισης και εκτέλεσης

    1. Ένα δικαστήριο, δικαστής, ανακριτής δικαστής ή εισαγγελέας στο κράτος που λαμβάνει αίτηση αρνείται την αναγνώριση και εκτέλεση ενός ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης αν είναι σαφές ότι η ποινική διαδικασία για την αξιόποινη πράξη για την οποία έχει εκδοθεί το ένταλμα θα παραβίαζε την αρχή ne bis in idem (αρχή του δεδικασμένου).

    2. Ένα δικαστήριο, δικαστής, ανακριτής δικαστής ή εισαγγελέας στο κράτος που λαμβάνει αίτηση δύναται να αρνηθεί την αναγνώριση και εκτέλεση ενός ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης για έναν ή περισσότερους από τους παρακάτω λόγους:

    (α) αν, βάσει της νομοθεσίας του κράτους που έχει λάβει αίτηση, ο ύποπτος δεν μπορεί, λόγω της ηλικίας του, να θεωρηθεί ποινικώς υπεύθυνος για τις πράξεις στις οποίες βασίζεται το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης·

    (β) αν υπάρχει κάποια ασυλία ή προνόμιο βάσει της νομοθεσίας του κράτους που έχει λάβει αίτηση το οποίο αποκλείει την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης·

    (γ) αν η αξιόποινη πράξη στην οποία αναφέρεται το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης καλύπτεται από αμνηστία στο κράτος που έχει λάβει αίτηση, εφόσον το εν λόγω κράτος είχε δικαιοδοσία να κινήσει ποινική δίωξη για τη συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη βάσει της δικής του ποινικής νομοθεσίας.

    Άρθρο 11Εγγυήσεις που παρέχονται από το κράτος έκδοσης σε ειδικές περιπτώσεις

    Όταν το πρόσωπο που αποτελεί αντικείμενο ενός ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης είναι υπήκοος ή μόνιμος κάτοικος του κράτους εκτέλεσης, η εκτέλεση του εντάλματος μπορεί να τελεί υπό τον όρο ότι το πρόσωπο αυτό, μετά τη διεξαγωγή της δίκης που το αφορά, θα μεταφερθεί στο κράτος εκτέλεσης προκειμένου να εκτίσει εκεί την τυχόν στερητική της ελευθερίας ποινής ή τη διαταγή κράτησης που ενδέχεται να εκδοθεί εις βάρος του στο κράτος έκδοσης.

    Άρθρο 12Απόφαση περί εκτέλεσης

    1. Ένα δικαστήριο, δικαστής, ανακριτής δικαστής ή εισαγγελέας στο κράτος που λαμβάνει αίτηση αποφασίζει, το συντομότερο δυνατό και οπωσδήποτε εντός 5 ημερών από την παραλαβή του ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης, σχετικά με το αν θα αναγνωρίσει και εκτελέσει το ένταλμα ή θα επικαλεσθεί λόγους για τη μη αναγνώριση και εκτέλεσή του. Η αρμόδια αρχή στο κράτος που έχει λάβει αίτηση ενημερώνει την αρχή έκδοσης για την απόφασή της με οποιοδήποτε μέσο ικανό να παραγάγει γραπτό τεκμήριο.

    2. Αν σε εξαιρετικές περιπτώσεις δεν είναι δυνατή η λήψη απόφασης σχετικά με την αναγνώριση και εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή του κράτους που έχει λάβει αίτηση ενημερώνει αμελλητί την αρχή έκδοσης για το γεγονός αυτό, για τους λόγους στους οποίους οφείλεται και για τον αριθμό ημερών που απαιτούνται για τη λήψη απόφασης.

    3. Σε περίπτωση που το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης είναι ελλιπές, το δικαστήριο, ο δικαστής, ο ανακριτής δικαστής ή ο εισαγγελέας στο κράτος που έχει λάβει αίτηση δύναται να αναβάλει τη λήψη απόφασης περί της αναγνώρισης και εκτέλεσης του εντάλματος μέχρις ότου αυτό συμπληρωθεί από την αρχή έκδοσης.

    4. Σε περίπτωση αναβολής της αναγνώρισης και εκτέλεσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης σύμφωνα με την παράγραφο 3, το δικαστήριο, ο δικαστής, ο ανακριτής δικαστής ή ο εισαγγελέας στο κράτος που έχει λάβει αίτηση αποστέλλει πάραυτα απευθείας στην αρχή έκδοσης έκθεση με λεπτομερή παράθεση των λόγων που υπαγόρευσαν την αναβολή, χρησιμοποιώντας για τον σκοπό αυτό οποιοδήποτε μέσο ικανό να παραγάγει γραπτό τεκμήριο.

    5. Αφ’ ης στιγμής εκλείψουν οι λόγοι που υπαγόρευσαν την αναβολή, η αρμόδια αρχή λαμβάνει πάραυτα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης.

    Άρθρο 13Αίτηση επανεξέτασης

    1. Ο ύποπτος απολαύει, με βάση τη νομοθεσία του κράτους έκδοσης, τα ίδια δικαιώματα αναφορικά με την επανεξέταση του ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης όπως εάν οι υποχρεώσεις τις οποίες προβλέπει το ένταλμα επιβάλλονταν σε αυτόν ως μέτρα επιτήρησης προς εκτέλεση στο κράτος έκδοσης. Παρόλα αυτά, ο ύποπτος έχει το δικαίωμα να ζητήσει από την αρχή έκδοσης να επανεξετάσει το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης το αργότερο εντός 60 ημερών από την έκδοση ή την τελευταία επανεξέτασή του.

    2. Η αρχή εκτέλεσης δύναται να ζητήσει από την αρχή έκδοσης να επανεξετάσει το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης εντός 60 ημερών από την έκδοση ή την τελευταία επανεξέτασή του.

    3. Αν λάβει αίτηση για επανεξέταση δυνάμει των παραγράφων 1 ή 2, η αρχή έκδοσης επανεξετάζει, το συντομότερο δυνατό και οπωσδήποτε εντός 15 ημερών από την παραλαβή της αίτησης το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους έκδοσης.

    4. Ο ύποπτος έχει το δικαίωμα να γίνει δεκτός σε ακρόαση από την αρχή έκδοσης, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους έκδοσης. Η απαίτηση αυτή μπορεί να τηρηθεί με τη χρήση κατάλληλης οπτικοακουστικής ή τηλεφωνικής σύνδεσης με την αρχή έκδοσης (ακρόαση μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης ή τηλεφωνικής διάσκεψης). Η αρχή έκδοσης διαβουλεύεται επίσης με την αρχή εκτέλεσης σχετικά με την επανεξέταση του ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης.

    5. Το κράτος εκτέλεσης δύναται να αναθέσει σε πρόσωπο που έχει ορισθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους να συμμετάσχει στην ακρόαση του υπόπτου.

    6. Η αρχή έκδοσης δύναται, με βάση τη νομοθεσία του κράτους έκδοσης, να αποφασίσει:

    (α) να επικυρώσει το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης υπό τη μορφή στην οποία εξεδόθη αρχικά·

    (β) να επικυρώσει το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης, τροποποιώντας, όμως, με την επιφύλαξη των άρθρων 5 και 6, μία ή περισσότερες από τις υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται σε αυτό·

    (γ) να επικυρώσει το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης, ανακαλώντας, όμως, μία ή περισσότερες από τις υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται σε αυτό· ή

    (δ) να ανακαλέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης στο σύνολό του.

    7. Η αρχή έκδοσης γνωστοποιεί πάραυτα την απόφασή της στον ύποπτο και στην αρχή εκτέλεσης.

    8. Σε περίπτωση επανεξέτασης του ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου, ο ύποπτος έχει δικαίωμα σε διερμηνεία και στη λήψη νομικών συμβουλών.

    Άρθρο 14Ανάκληση

    1. Με βάση τη νομοθεσία του κράτους έκδοσης, η αρχή έκδοσης:

    (α) δύναται ανά πάσα στιγμή, αυτεπαγγέλτως, να αποφασίσει την ανάκληση του ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης προς όφελος του υπόπτου·

    (β) ανακαλεί το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης αφ’ ης στιγμής ο ύποπτος έχει εκπληρώσει το σύνολο των υποχρεώσεων που περιλαμβάνονται σε αυτό.

    2. Η αρχή έκδοσης γνωστοποιεί πάραυτα κάθε απόφαση για την ανάκληση ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης στον ύποπτο και στην αρχή εκτέλεσης.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 – ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

    Άρθρο 15 Συγκρουόμενες υποχρεώσεις του κράτους εκτέλεσης να προβεί σε παράδοση ή έκδοση

    Η ύπαρξη ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης δεν θίγει τις υποχρεώσεις του κράτους μέλους εκτέλεσης οι οποίες απορρέουν από:

    (α) ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου 2002/584/ΔΕΥ·

    (β) αίτηση για έκδοση που έχει υποβληθεί από τρίτη χώρα·

    (γ) το καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.

    Η ύπαρξη ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης δεν πρέπει να εμποδίζει το κράτος μέλος εκτέλεσης να κινεί ή να συνεχίζει ποινική διαδικασία βάσει της δικής του νομοθεσίας.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 – ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΕΠΙΤΗΡΗΣΗΣ

    Άρθρο 16 Υποχρέωση αναφοράς κάθε παραβίασης

    1. Η αρχή εκτέλεσης αναφέρει αμελλητί στην αρχή έκδοσης οποιαδήποτε παραβίαση των υποχρεώσεων που περιλαμβάνονται σε ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης η οποία υποπίπτει στην αντίληψή της. Για την αναφορά χρησιμοποιείται το έντυπο B, που καθορίζεται στο παράρτημα. Το έντυπο υπογράφεται και το περιεχόμενό του πιστοποιείται ως ακριβές από την αρχή εκτέλεσης.

    2. Η αναφορά διαβιβάζεται από την αρχή εκτέλεσης απευθείας στην αρχή έκδοσης με οποιοδήποτε μέσο ικανό να παραγάγει γραπτό τεκμήριο υπό προϋποθέσεις που να επιτρέπουν στο κράτος έκδοσης να εξακριβώσει τη γνησιότητα. Στην αναφορά επισυνάπτεται αντίγραφο του εντύπου A (ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης), όπως αυτό έχει εκδοθεί από την αρχή έκδοσης σύμφωνα με το άρθρο 7.

    Άρθρο 17Συνέπειες της παραβίασης

    1. Σε περίπτωση παραβίασης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης, η αρχή έκδοσης δύναται, με βάση τη νομοθεσία του κράτους έκδοσης, να αποφασίσει:

    (α) να ανακαλέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης·

    (β) να τροποποιήσει ή να ανακαλέσει μία ή περισσότερες από τις υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στο ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης·

    (γ) να συλλάβει και να μεταφέρει τον ύποπτο, υπό την προϋπόθεση ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης εξεδόθη σε σχέση με ποινικό αδίκημα για το οποίο χωρεί προσωρινή κράτηση βάσει της νομοθεσίας του κράτους έκδοσης, και ιδίως αν το μέτρο είναι αναγκαίο για τη συμμετοχή σε προκαταρκτική ακρόαση ή σε δίκη·

    (δ) να συλλάβει και να μεταφέρει τον ύποπτο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

    (i) αν το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης εξεδόθη σε σχέση με ποινικό αδίκημα για το οποίο δεν χωρούσε αρχικά προσωρινή κράτηση βάσει της νομοθεσίας του κράτους έκδοσης· και

    (ii) αν το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης περιλαμβάνει περιορισμούς των ελευθεριών του υπόπτου οι οποίες είναι τέτοιας έκτασης ώστε να ισοδυναμούν με στέρηση της ελευθερίας· και

    (iii) αν η σύλληψη και μεταφορά είναι αναγκαίες για τη συμμετοχή σε προκαταρκτική ακρόαση ή σε δίκη.

    2. Πριν λάβει απόφαση για την τυχόν σύλληψη και μεταφορά, η αρχή έκδοσης συνεκτιμά όλες τις σχετικές περιστάσεις, παραδείγματος χάρη τη συγκεκριμένη ποινή που θα μπορούσε να επιβληθεί, τις συνέπειες της παραβίασης και, ιδίως, την προθυμία του υπόπτου να επιστρέψει οικειοθελώς στο κράτος έκδοσης.

    3. Σε περίπτωση που η αρχή έκδοσης αποφασίσει ότι είναι αναγκαία η σύλληψη και μεταφορά του υπόπτου και, κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης αυτής, ο ύποπτος βρίσκεται στην επικράτεια κάποιου άλλου κράτους μέλους, το κράτος αυτό προβαίνει στη σύλληψη και μεταφορά του υπόπτου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 18.

    4. Πριν από τη λήψη της απόφασης βάσει της παραγράφου 1, ο ύποπτος έχει το δικαίωμα να γίνει δεκτός σε ακρόαση από την αρχή έκδοσης, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους έκδοσης. Η απαίτηση αυτή μπορεί να τηρηθεί με τη χρήση κατάλληλης οπτικοακουστικής ή τηλεφωνικής σύνδεσης μεταξύ της αρχής εκτέλεσης και της αρχής έκδοσης (ακρόαση μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης ή τηλεφωνικής διάσκεψης). Η αρχή έκδοσης διαβουλεύεται επίσης με την αρχή εκτέλεσης.

    Άρθρο 18Προϋποθέσεις σύλληψης και μεταφοράς του υπόπτου

    1. Αν η αρχή έκδοσης αποφασίσει ότι ο ύποπτος πρέπει να συλληφθεί και να μεταφερθεί στο κράτος έκδοσης, είναι υποχρεωτική η ακρόαση του υπόπτου από δικαστική αρχή του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου πραγματοποιείται η σύλληψη.

    2. Αν ο ύποπτος συγκατατίθεται στη μεταφορά του, το κράτος μέλος στην επικράτεια του οποίου πραγματοποιείται η σύλληψη τον μεταφέρει πάραυτα στο κράτος έκδοσης.

    3. Αν ο ύποπτος δεν συγκατατίθεται στη μεταφορά του, το κράτος μέλος στην επικράτεια του οποίου πραγματοποιείται η σύλληψη τον μεταφέρει πάραυτα στο κράτος έκδοσης. Το πρώτο κράτος μέλος δύναται να αρνηθεί να προβεί στη σύλληψη και μεταφορά μόνον εφόσον:

    - είναι σαφές ότι η άσκηση ποινικής δίωξης για το αδίκημα για το οποίο έχει εκδοθεί το συγκεκριμένο ένταλμα θα συνιστούσε πλέον παραβίαση της αρχής του δεδικασμένου ( ne bis in idem )·

    - ο ύποπτος διώκεται στο κράτος μέλος εκτέλεσης για τα ίδια πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίζεται το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης·

    - αν η ποινική δίωξη ή ο κολασμός του υπόπτου αποκλείεται δια νόμου με βάση τη νομοθεσία του κράτους μέλους εκτέλεσης και οι πράξεις που στοιχειοθετούν το αδίκημα υπάγονται στη δικαιοδοσία του εν λόγω κράτους μέλους βάσει της ποινικής του νομοθεσίας·

    - αν η απόφαση για τη σύλληψη και μεταφορά αφορά νέα πραγματικά περιστατικά που δεν καλύπτονται από το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης.

    4. Ένα κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος εκτέλεσης δύναται ομοίως να αρνηθεί τη σύλληψη και μεταφορά του υπόπτου επικαλούμενο έναν ή περισσότερους από τους λόγους που καθορίζονται στο άρθρο 10.

    Άρθρο 19Κοινοποίηση των αποφάσεων

    Η αρχή έκδοσης κοινοποιεί αμέσως στην αρχή εκτέλεσης κάθε απόφαση την οποία λαμβάνει δυνάμει του άρθρου 17.

    Άρθρο 20Προθεσμίες μεταφοράς

    1. Ο ύποπτος μεταφέρεται στο κράτος έκδοσης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 σε ημερομηνία που συμφωνείται από κοινού μεταξύ των εμπλεκόμενων κρατών μελών και οπωσδήποτε εντός τριών ημερών από τη σύλληψη.

    2. Η μεταφορά ενός υπόπτου είναι δυνατό κατ’ εξαίρεση να αναβληθεί προσωρινά για σοβαρούς ανθρωπιστικούς λόγους, παραδείγματος χάρη αν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι η μεταφορά θα έθετε προδήλως σε κίνδυνο τη ζωή ή την υγεία του υπόπτου. Η αρχή έκδοσης ενημερώνεται αμέσως για κάθε τέτοια αναβολή και για τους λόγους που την υπαγορεύουν. Η μεταφορά του υπόπτου πραγματοποιείται μόλις εκλείψουν οι λόγοι της αναβολής, σε ημερομηνία που συμφωνείται μεταξύ των εμπλεκόμενων κρατών μελών.

    Άρθρο 21Διέλευση

    1. Έκαστο κράτος μέλος επιτρέπει τη διέλευση από το έδαφός του ενός υπόπτου που μεταφέρεται με βάση τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαισίου, υπό την προϋπόθεση ότι έχει ενημερωθεί για τα εξής:

    (α) ταυτότητα και ιθαγένεια του προσώπου για το οποίο έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης·

    (β) ύπαρξη ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης·

    (γ) φύση και νομικός χαρακτηρισμός της αξιόποινης πράξης·

    (δ) περιστάσεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης, περιλαμβανομένης της ημερομηνίας και του τόπου.

    2. Έκαστο κράτος μέλος ορίζει μία αρχή αρμόδια για την παραλαβή των αιτήσεων διέλευσης και των απαραίτητων εγγράφων, καθώς και κάθε άλλης επίσημης αλληλογραφίας σχετικά με τις αιτήσεις διέλευσης. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν τον διορισμό της αρχής αυτής στο Συμβούλιο.

    3. Η αίτηση διέλευσης και τα πληροφοριακά στοιχεία που προβλέπονται στην παράγραφο 1 μπορούν να υποβάλλονται στην αρχή που έχει ορισθεί κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2 με οποιοδήποτε μέσο ικανό να παραγάγει γραπτό τεκμήριο. Το κράτος μέλος διέλευσης κοινοποιεί την απόφασή του με την ίδια διαδικασία.

    4. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν ισχύει σε περίπτωση αεροπορικής μεταφοράς χωρίς προγραμματισμένο ενδιάμεσο σταθμό. Παρόλα αυτά, σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί μη προγραμματισμένη προσγείωση, το κράτος έκδοσης παρέχει στην αρχή που έχει ορισθεί κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2 τα πληροφοριακά στοιχεία που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

    Άρθρο 22Αφαίρεση της περιόδου στέρησης της ελευθερίας

    Το κράτος έκδοσης αφαιρεί κάθε περίοδο στέρησης της ελευθερίας ως συνέπεια της σύλληψης και μεταφοράς του υπόπτου δυνάμει των άρθρων 17 και 18 από τη συνολική περίοδο κράτησης που θα κληθεί να εκτίσει το εν λόγω πρόσωπο στο κράτος έκδοσης εξαιτίας της τυχόν καταδίκης του σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή εις βάρος του διαταγής κράτησης.

    Για τον σκοπό αυτό, κάθε πληροφορία σχετικά με τη διάρκεια της κράτησης του υπόπτου κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου διαβιβάζονται από το κράτος μέλος στην επικράτεια του οποίου συνελήφθη ο ύποπτος στην αρχή έκδοσης κατά τον χρόνο της μεταφοράς.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 – ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 23 Παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας της απόφασης-πλαισίου

    1. Όταν ένα κράτος μέλος έχει συναντήσει επανειλημμένα προβλήματα από την πλευρά κάποιου άλλου κράτους μέλους σε σχέση με την εκτέλεση ευρωπαϊκών ενταλμάτων επιτήρησης, ενημερώνει σχετικά το Συμβούλιο, προκειμένου να γίνει αξιολόγηση της υλοποίησης της παρούσας απόφασης-πλαισίου σε επίπεδο κρατών μελών.

    2. Το Συμβούλιο προβαίνει σε επανεξέταση με αντικείμενο, ιδίως, την εφαρμογή στην πράξη των διατάξεων της παρούσας απόφασης-πλαισίου από τα κράτη μέλη.

    Άρθρο 24Σχέση με άλλες συμφωνίες και ρυθμίσεις

    1. Στον βαθμό που άλλες συμφωνίες ή ρυθμίσεις καθιστούν δυνατή την επέκταση ή διεύρυνση των στόχων της παρούσας απόφασης-πλαισίου και συμβάλλουν στην απλούστευση ή περαιτέρω διευκόλυνση της αμοιβαίας αναγνώρισης των προδικαστικών διαδικασιών μεταφοράς, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια:

    (α) να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν τις διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή ρυθμίσεις που είναι σε ισχύ κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης-πλαισίου·

    (β) να συνάπτουν διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή ρυθμίσεις μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης-πλαισίου.

    2. Οι συμφωνίες και ρυθμίσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στην παράγραφο 1 δεν επηρεάζουν επ’ ουδενί τις σχέσεις με κράτη μέλη τα οποία δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη τους.

    3. Τα κράτη μέλη, εντός τριών μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης-πλαισίου, κοινοποιούν στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή τις υφιστάμενες συμφωνίες και ρυθμίσεις οι οποίες μνημονεύονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) και τις οποίες επιθυμούν να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν.

    Τα κράτη μέλη κοινοποιούν επίσης στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή κάθε νέα συμφωνία ή ρύθμιση κατά την έννοια της παραγράφου 1 στοιχείο β), εντός τριών μηνών από την υπογραφή της εκάστοτε ρύθμισης ή συμφωνίας.

    Άρθρο 25Εφαρμογή

    Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαισίου μέχρι τις 0 Μήνας 0000.

    Μέχρι την ίδια ημερομηνία, τα κράτη μέλη καλούνται να διαβιβάσουν στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων που θα θεσπίσουν προκειμένου να ενσωματώσουν στην εθνική τους νομοθεσία τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν βάσει της παρούσας απόφασης-πλαισίου, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας με αντιπαραβολή των εν λόγω διατάξεων και των διατάξεων της απόφασης-πλαισίου.

    Άρθρο 26Έκθεση

    Η Επιτροπή υποβάλλει, μέχρι τις 0 Μήνας 0000, έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στην οποία θα αξιολογείται μέχρι ποιου σημείου τα κράτη μέλη έχουν λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο, συνοδευόμενη, αν είναι απαραίτητο, από προτάσεις νομοθετικού περιεχομένου.

    Άρθρο 27Έναρξη ισχύος

    Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Λουξεμβούργο/Βρυξέλλες, 0 Μήνας 0000

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος N.N.

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    Έντυπο A

    ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΠΙΤΗΡΗΣΗΣ[12] Το παρόν ένταλμα επιτήρησης έχει εκδοθεί από αρμόδια για την έκδοση αρχή. Αιτούμαι την εφαρμογή των προδικαστικών μέτρων επιτήρησης που απαριθμούνται στο Μέρος Δ του παρόντος εντάλματος κατά του προσώπου που αναφέρεται στο Μέρος Α. ΥΠΟΓΡΑΦΗ: ……………………………………………………………………………………... ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: ………………………………………………………………………………………... |

    ΜΕΡΟΣ Α Πληροφοριακά στοιχεία για την ταυτότητα του προσώπου κατά του οποίου πρέπει να εφαρμοσθούν προδικαστικά μέτρα επιτήρησης Επώνυμο:………………………………………………………………………………………... Όνομα:………………………………………………………………………………………… Πατρικό επώνυμο γυναίκας (αν ισχύει): ………………………………………………………………. Ψευδώνυμο (αν ισχύει):……………………………………………………………………….. Φύλο:……………………………………………………………………………………………… Ιθαγένεια………………………………………………………………………………….. Ημερομηνία γέννησης:……………………………………………………………………………………. Τόπος γέννησης:……………………………………………………………………………………. Τόπος διαμονής ή/και γνωστή διεύθυνση: ……………………………………………………………... Κατανοητή/ές γλώσσα/ες:………………………………………………………………………... Ειδοποιά χαρακτηριστικά/σωματική περιγραφή: ………………………………………………….......... …………………………………………………………………………………………………... …………………………………………………………………………………………………... ………………………………………………………………………………………………….. Φωτογραφία και δακτυλικά αποτυπώματα, αν είναι διαθέσιμα και επιδεκτικά διαβίβασης, ή στοιχεία επικοινωνίας του φυσικού προσώπου από το οποίο τα στοιχεία αυτά μπορούν να ζητηθούν ή προφίλ DNA (εφόσον τα υπόψη αποδεικτικά στοιχεία μπορούν να παρασχεθούν αλλά δεν έχουν συμπεριληφθεί): |

    ΜΕΡΟΣ B Πληροφορίες σχετικά με την αρχή έκδοσης Επίσημη ονομασία της αρχής έκδοσης: ……………………………………………………………... …………………………………………………………………………………………………... Ονοματεπώνυμο του αρμόδιου για την επικοινωνία ατόμου: Αξίωμα (βαθμός/τίτλος):…………………………………………………………………….. Διεύθυνση:……………………………………………………………………………………... …………………………………………………………………………………………………... Τηλ.: (κωδικός χώρας) (κωδικός περιοχής/πόλης): ………………………………………………………….. Φαξ: (κωδικός χώρας) (κωδικός περιοχής/πόλης): ………………………………………………………….. Ηλεκτρονική διεύθυνση: ……………………………………………………………………………………... Στοιχεία υπόθεσης: …………………………………………………………………………………. |

    ΜΕΡΟΣ Γ Αδίκημα στο οποίο βασίζεται το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης Μέγιστη διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής ή της διαταγής κράτησης που ενδέχεται να επιβληθεί για την αξιόποινη πράξη ή πράξεις που αφορά το παρόν ένταλμα: ………………………………………………………………………………………………....... …………………………………………………………………………………………………... Περιγραφή των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέστηκε η αξιόποινη πράξη ή πράξεις που αφορά το παρόν ένταλμα, περιλαμβανομένων του χρόνου, του τόπου και του βαθμού συμμετοχής στην αξιόποινη πράξη ή πράξεις από μέρους του προσώπου που αναφέρεται στο ανωτέρω Μέρος A: …………………………………………………………………………………………………... …………………………………………………………………………………………………... …………………………………………………………………………………………………... …………………………………………………………………………………………………... Χαρακτήρας και νομικός χαρακτηρισμός της αξιόποινης πράξης ή πράξεων που αφορά το παρόν ένταλμα και εφαρμοστέα διάταξη νόμου/κώδικας νομοθεσίας: …………………………………………………………………………………………………... …………………………………………………………………………………………………... …………………………………………………………………………………………………... …………………………………………………………………………………………………... Παραθέσατε πλήρη περιγραφή της αξιόποινης πράξης ή πράξεων που αφορά το παρόν ένταλμα: . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . |

    ΜΕΡΟΣ Δ Προδικαστικά μέτρα επιτήρησης Οι παρακάτω υποχρεώσεις συνιστούν τα προδικαστικά μέτρα επιτήρησης που πρόκειται να επιβληθούν στο πρόσωπο το οποίο αναφέρεται στο Μέρος A του παρόντος εντάλματος. Το πρόσωπο το οποίο αναφέρεται στο Μέρος A υποχρεούται: να είναι διαθέσιμο για την παραλαβή του κλητηρίου θεσπίσματος για τη δίκη που το αφορά και να προσέλθει στη δίκη εφόσον έχει κλητευθεί για τον σκοπό αυτό· να μην παρακωλύει την απονομή δικαιοσύνης και να απέχει από κάθε αξιόποινη ενέργεια· και (επιλέξατε και συμπληρώσατε κατά περίπτωση): να παραστεί σε προκαταρκτικές ακροάσεις με αντικείμενο το αδίκημα ή τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται· να μην εισέρχεται στον ακόλουθο χώρο ή χώρους στο κράτος έκδοσης χωρίς άδεια κατά τις καθοριζόμενες ώρες και ημερομηνίες: ………………………………………………………………………………………………… ………………………………………………………………………………………………… ………………………………………………………………………………………………… να μην απομακρύνεται από τον ακόλουθο χώρο ή χώρους στο κράτος έκδοσης χωρίς άδεια κατά τις καθοριζόμενες ώρες και ημερομηνίες: ………………………………………………………………………………………………… ………………………………………………………………………………………………… ………………………………………………………………………………………………… να καταβάλει τα έξοδα για την προσαγωγή του σε προκαταρκτική ακρόαση ή σε δίκη· να μεταβεί στην ακόλουθη διεύθυνση στο κράτος μέλος εκτέλεσης κατά την καθοριζόμενη ώρα και ημερομηνία: ………………………………………………………………………………………………… ………………………………………………………………………………………………… ……………………………………………………………………………………………… να παρουσιάζεται στην αρχή εκτέλεσης στον ακόλουθο τόπο ή τόπους κατά τις καθοριζόμενες ώρες και ημερομηνίες: ………………………………………………………………………………………………… ………………………………………………………………………………………………… ………………………………………………………………………………………………… να παραδώσει στην αρχή εκτέλεσης το διαβατήριο ή τα διαβατήριά του ή άλλα έγγραφα πιστοποίησης της ταυτότητας· ٱ να διαμένει στην ακόλουθη διεύθυνση στις καθοριζόμενες ώρες και ημερομηνίες· ………………………………………………………………………………………………....... …………………………………………………………………………………………………... ………………………………………………………………………………………………….. ٱ να βρίσκεται στον ακόλουθο τόπο ή τόπους εργασίας κατά τις καθοριζόμενες ώρες και ημερομηνίες: ……………………………………………………………………………………………… ………………………………………………………………………………………………… ………………………………………………………………………………………………… να μην εισέρχεται στον ακόλουθο χώρο ή χώρους στο κράτος εκτέλεσης χωρίς άδεια κατά τις καθοριζόμενες ώρες και ημερομηνίες: ………………………………………………………………………………………………… ………………………………………………………………………………………………… ………………………………………………………………………………………………… να μην απομακρύνεται από τον ακόλουθο χώρο ή χώρους στο κράτος εκτέλεσης χωρίς άδεια κατά τις καθοριζόμενες ώρες και ημερομηνίες: ………………………………………………………………………………………………… ………………………………………………………………………………………………… ………………………………………………………………………………………………… ٱνα απέχει από την άσκηση των ακόλουθων δραστηριοτήτων (που ενδέχεται να περιλαμβάνουν άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλματος ή δραστηριοποίηση σε συγκεκριμένο τομέα απασχόλησης): ………………………………………………………………………………………………… ………………………………………………………………………………………………… ………………………………………………………………………………………………… να υποβληθεί στην ακόλουθη ιατρική αγωγή: ………………………………………………………………………………………………… ………………………………………………………………………………………………… ………………………………………………………………………………………………… άλλο …………………………………………………………………………………………………... …………………………………………………………………………………………………... …………………………………………………………………………………………………... …………………………………………………………………………………………………... …………………………………………………………………………………………………... |

    ΜΕΡΟΣ E Ενημέρωση Το πρόσωπο που αναφέρεται στο Μέρος A ανωτέρω έχει ενημερωθεί για το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης σύμφωνα με το άρθρο 5. Σχετικό έγγραφο πρακτικό επισυνάπτεται στο παρόν έγγραφο. |

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    Έντυπο B

    ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ Ή ΜΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΜΕ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΠΙΤΗΡΗΣΗΣ[13] Η παρούσα αναφορά έχει εκδοθεί από αρμόδια για την εκτέλεση αρχή. Γνωστοποιώ ότι το πρόσωπο που αναφέρεται στο Μέρος Α της παρούσας αναφοράς έχει παραβεί τα προδικαστικά μέτρα επιτήρησης τα οποία απαριθμούνται στο Μέρος Γ κατωτέρω. Επισυνάπτεται αντίγραφο του ευρωπαϊκού εντάλματος επιτήρησης το οποίο αφορά η παρούσα αναφορά. ΥΠΟΓΡΑΦΗ: …………………………………………………………………………………... ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: ……………………………………………………………………………………... |

    ΜΕΡΟΣ Α Στοιχεία σχετικά με την ταυτότητα του προσώπου για το οποίο έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης (για τα πλήρη στοιχεία, ανατρέξατε στο συνημμένο ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης) Επώνυμο:………………………………………………………………………………………... Όνομα:…………………………………………………………………………………………… Πατρικό επώνυμο γυναίκας (αν ισχύει): ………………………………………………………………. Φύλο:……………………………………………………………………………………………… Ιθαγένεια………………………………………………………………………………….. |

    ΜΕΡΟΣ B Πληροφορίες σχετικά με την αρχή εκτέλεσης Επίσημη ονομασία της αρχής εκτέλεσης: ……………………………………………………………... …………………………………………………………………………………………………... Ονοματεπώνυμο του αρμόδιου για επικοινωνία ατόμου: ……………………………………………………………………... Αξίωμα (βαθμός/τίτλος):…………………………………………………………………….. ………………………………………………………………….. Διεύθυνση:……………………………………………………………………………………... …………………………………………………………………………………………………... Τηλ.: (κωδικός χώρας) (κωδικός περιοχής/πόλης): ………………………………………………………….. Φαξ: (κωδικός χώρας) (κωδικός περιοχής/πόλης): ………………………………………………………….. Ηλεκτρονική διεύθυνση: ……………………………………………………………………………………... Στοιχεία υπόθεσης: …………………………………………………………………………………. |

    ΜΕΡΟΣ Γ Προδικαστικά μέτρα επιτήρησης Το πρόσωπο που αναφέρεται στο Μέρος Α ανωτέρω παρέβη τις ακόλουθες υποχρεώσεις, που του επιβλήθηκαν με το συνημμένο ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης: να είναι διαθέσιμο για την παραλαβή του κλητηρίου θεσπίσματος για τη δίκη που το αφορά και να προσέλθει στη δίκη εφόσον έχει κλητευθεί για τον σκοπό αυτό· να μην παρακωλύει την απονομή δικαιοσύνης και να απέχει από κάθε αξιόποινη ενέργεια· να παραστεί σε προκαταρκτικές ακροάσεις με αντικείμενο το αδίκημα ή τα αδικήματα για τα οποία του έχει απαγγελθεί κατηγορία· να καταβάλει τα έξοδα για την προσαγωγή του σε προκαταρκτική ακρόαση ή σε δίκη· ٱνα μεταβεί σε συγκεκριμένη διεύθυνση στο κράτος εκτέλεσης σε καθορισμένη ώρα και ημερομηνία· να παρουσιάζεται στην αρχή εκτέλεσης σε καθορισμένο τόπο ή τόπους σε καθοριζόμενες ώρες και ημερομηνίες· να παραδώσει στην αρχή εκτέλεσης το διαβατήριο ή τα διαβατήριά του ή άλλα έγγραφα πιστοποίησης της ταυτότητας· να βρίσκεται σε καθορισμένο τόπο ή τόπους κατοικίας ή/και εργασίας στο κράτος εκτέλεσης σε καθορισμένες ώρες και ημερομηνίες· να μην εξέρχεται από ή να εισέρχεται σε συγκεκριμένα μέρη ή περιοχές στο κράτος εκτέλεσης άνευ αδείας· να μην ασκεί συγκεκριμένες δραστηριότητες· να υποβληθεί σε συγκεκριμένη ιατρική αγωγή· άλλο …………………………………………………………………………………………………... …………………………………………………………………………………………………... …………………………………………………………………………………………………... …………………………………………………………………………………………………... …………………………………………………………………………………………………... Λεπτομερής περιγραφή των περιστάσεων (περιλαμβανομένης της ημερομηνίας και του τόπου) υπό τις οποίες σημειώθηκε η παράβαση ή οι παραβάσεις: …………………………………………………………………………………………………... …………………………………………………………………………………………………... …………………………………………………………………………………………………... ………………………………………………………………………………………………….. …………………………………………………………………………………………………. ………………………………………………………………………………………………….. |

    [1] ΕΕ C 12 της 15.1.2001, σ. 10.

    [2] COM (2005) 184 τελικό, σ. 27.

    [3] ΕΕ C 198, 12.8.2005, σ. 1 (σ. 18, παράγραφος ζ).

    [4] COM(2004) 328 τελικό.

    [5] COM(2004) 562 τελικό.

    [6] SEC(2004) 1046.

    [7] Είναι δημοσιευμένες στη διεύθυνση:http://europa.eu.int/comm/justice_home/news/consulting_public/news_consulting_public_en.htm

    [8] Το άρθρο 10 της σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ C 197, 12.7.2000, σελ. 3) προβλέπει ήδη τη διεξαγωγή των αποδείξεων με εικονοτηλεδιάσκεψη.

    [9] ΕΕ C XXX E, 00.00.0000, σ. 000.

    [10] Γνώμη που εκδόθηκε στις x Xxxxx 0000 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

    [11] ΕΕ L 190 της 18.7.2002, σ. 1.

    [12] Το παρόν ένταλμα πρέπει είναι συνταγμένο ή μεταφρασμένο στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους εκτέλεσης, ή σε άλλη γλώσσα η οποία είναι αποδεκτή από το εν λόγω κράτος.

    [13] Η παρούσα αναφορά πρέπει είναι συνταγμένη ή μεταφρασμένη στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους εκτέλεσης, ή σε άλλη γλώσσα η οποία είναι αποδεκτή από το εν λόγω κράτος.

    Top