EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52006DC0346

Ανακοίνωση τησ Επιτροπήσ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, την Επιτροπή των Περιφερειών και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την προσαρμογή των διατάξεων του τίτλου IV της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που αφορούν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, με σκοπό την εξασφάλιση αποτελεσματικότερης δικαστικής προστασίας

/* COM/2006/0346 τελικό */

52006DC0346




[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Bρυξέλλες, 28.6.2006

COM(2006) 346 τελικό

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

για την προσαρμογή των διατάξεων του τίτλου IV της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που αφορούν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, με σκοπό την εξασφάλιση αποτελεσματικότερης δικαστικής προστασίας

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

για την προσαρμογή των διατάξεων του τίτλου IV της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που αφορούν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, με σκοπό την εξασφάλιση αποτελεσματικότερης δικαστικής προστασίας

Εισαγωγή

Οι ιδιώτες πρέπει να μπορούν να απολαύουν αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που έλκουν από το κοινοτικό δίκαιο[1]. Για το σκοπό αυτό, η συνθήκη όρισε πλήρες σύστημα ενδίκων μέσων και διαδικασιών, μεταξύ των οποίων ουσιώδες στοιχείο αποτελεί η στενή συνεργασία μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων που διοργανώνεται με τη διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής (άρθρο 234 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, στο εξής « συνθήκη ΕΚ »).

Η συνθήκη του Άμστερνταμ παγίωσε το στόχο της προοδευτικής εγκαθίδρυσης ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Για το σκοπό αυτό, ορισμένα από τα θέματα που υπάγονταν προηγουμένως στον τίτλο VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (τον « 3ο πυλώνα ») ενσωματώθηκαν στη συνθήκη ΕΚ υπό ορισμένους όρους. Εν τω μεταξύ, η οικοδόμηση αυτού του χώρου κατέστη προτεραιότητα της Ένωσης, χάρις στην πολιτική ώθηση ιδίως του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του 1999 (Tάμπερε) και του 2004 (πρόγραμμα της Χάγης) και στην καλή συνεργασία όλων των θεσμικών οργάνων.

Στην ανάπτυξη αυτού του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, πρέπει να κατέχει εξέχουσα θέση η τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και, ειδικότερα, η αποτελεσματική δικαστική προστασία κάθε προσώπου. Υπό το πνεύμα αυτό, το άρθρο 67 παράγραφος 2 δεύτερη περίπτωση της συνθήκης ΕΚ επιβάλλει στο Συμβούλιο, μετά την πάροδο της μεταβατικής περιόδου πέντε ετών μετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ, να λάβει απόφαση « ούτως ώστε να προσαρμοστούν οι διατάξεις που αφορούν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου » (δηλαδή οι διατάξεις του άρθρου 68 της εν λόγω συνθήκης).

Ωστόσο, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η μεταβατική περίοδος έληξε την 1η Μαΐου 2004 και ότι το Συμβούλιο δεν άρχισε τις εργασίες για την εκπλήρωση αυτής της νομικής υποχρέωσης[2].

Σκοπός της παρούσας ανακοίνωσης είναι η συμβολή στην προσαρμογή των ιδιαίτερων διατάξεων του άρθρου 68 της συνθήκης ΕΚ, που αφορούν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στους τομείς που καλύπτονται από τον τίτλο IV. Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, αυτή η προσαρμογή θα έπρεπε να συνίσταται σε ευθυγράμμιση της εν λόγω αρμοδιότητας με το γενικό σύστημα της συνθήκης. Για το σκοπό αυτό, επισυνάπτεται στο παράρτημα σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου.

Για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω, η Επιτροπή κρίνει ότι ο κατάλληλος τρόπος προσαρμογής των διατάξεων του τίτλου IV που αφορούν το Δικαστήριο συνίσταται στην ευθυγράμμισή τους με το κοινό σύστημα της δικαστικής προστασίας της συνθήκης, σε όλους τους τομείς του τίτλου IV. Οι ιδιαίτερες διατάξεις του άρθρου 68 της συνθήκης ΕΚ θα πρέπει συνεπώς να παύσουν να εφαρμόζονται. Αυτό επιβάλλεται, καταρχήν, για την πρώτη παράγραφο αυτού του άρθρου που απαγορεύει στα εθνικά δικαστήρια πλην αυτών που εκδικάζουν σε τελευταίο βαθμό, να προσφεύγουν στο Δικαστήριο με προδικαστική παραπομπή, ενώ το άρθρο 234 της συνθήκης που ορίζει τη διαδικασία συνεργασίας με τα δικαστήρια των κρατών μελών παρέχει αυτή τη δυνατότητα σε οποιοδήποτε εθνικό δικαστήριο. Το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 3[3] που δεν θα έχει λόγο ύπαρξης αφού καθιερωθεί η συνήθης προδικαστική διαδικασία. Τέλος, δεν υπάρχει λόγος να διατηρηθεί ο αποκλεισμός κάθε αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, που προβλέπεται στην παράγραφο 2 για ορισμένα μέτρα[4].

Στα τμήματα που ακολουθούν, αναπτύσσονται τα επιχειρήματα στα οποία στηρίζεται η θέση της Επιτροπής. Ειδικότερα, η ευθυγράμμιση, με το κοινό δίκαιο, των κανόνων που αφορούν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στον τίτλο IV:

- θα εξασφαλίσει την ομοιόμορφη εφαρμογή και ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου στον τομέα αυτό, όπως και σε κάθε άλλο (κατωτέρω, σημείο α) ·

- θα επιτρέψει να ενισχυθεί η δικαστική προστασία, και αυτό σε ιδιαίτερα ευαίσθητους τομείς σε σχέση με τα θεμελιώδη δικαιώματα (κατωτέρω, σημείο β) ·

- θα επανορθώσει την παράδοξη οπισθοχώρηση της δικαστικής προστασίας, που προκύπτει από τη συνθήκη του Άμστερνταμ, στις αστικές υποθέσεις που καλύπτονται από το άρθρο 65 της συνθήκης ΕΚ (κατωτέρω, σημείο γ), και

- θα σημαίνει ότι το κοινοτικό δικαιοδοτικό σύστημα θα λειτουργεί κανονικά χωρίς να υπάρχει φόβος προβλημάτων λειτουργίας στον τομέα αυτό (κατωτέρω, σημείο δ).

α) Εξασφάλιση ομοιόμορφης εφαρμογής και ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου

Από την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ, η Ένωση συνεχίζει το μείζον νομοθετικό έργο, που άρχισε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε και επιβεβαιώθηκε στο πρόγραμμα της Χάγης, στους τομείς της συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, του ασύλου, της μετανάστευσης, των θεωρήσεων και της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων. Έχει αρχίσει να δημιουργείται ένα εντυπωσιακό σύνολο κοινοτικού δικαίου σε απάντηση των προσδοκιών των πολιτών και των κατοίκων της Ευρώπης που ζητούν να ζουν σε ένα πραγματικό χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

Αυτό το σύνολο νομοθετικών κειμένων, όπως και κάθε άλλο μέρος του κοινοτικού δικαίου, απαιτεί ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή παντού στην Ένωση, την οποία πρέπει να εγγυάται το Δικαστήριο. Στο βαθμό που αυτό το σύνολο επεκτείνεται, και όχι μόνο ποσοτικά αλλά κυρίως όσον αφορά τη σημασία των δικαιωμάτων που παρέχει, καθίσταται επιτακτικό να εξασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή του σε ολόκληρη την Ένωση.

Η κατ’εξοχήν διαδικασία που επιτρέπει στο Δικαστήριο να εγγυάται την ενότητα του κοινοτικού δικαίου είναι η διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής που προβλέπεται στο άρθρο 234 της συνθήκης ΕΚ. Αυτή η διαδικασία, που διοργανώνει στενή συνεργασία μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, βρίσκεται στο επίκεντρο της οικοδόμησης της κοινοτικής έννομης τάξης. Ουσιώδες στοιχείο αυτής της διαδικασίας είναι η αρχή σύμφωνα με την οποία κάθε εθνικό δικαστήριο μπορεί να αναπτύξει διάλογο με το Δικαστήριο.

Κάθε συνεχιζόμενη παρέκκλιση από αυτή την αρχή εμποδίζει την αποστολή του Δικαστηρίου να εγγυάται την ενότητα του κοινοτικού δικαίου προς όφελος όλων των πολιτών. Έτσι, το Δικαστήριο προειδοποίησε, ήδη από το 1995, ότι «ο περιορισμός της δυνατότητας προσφυγής στο Δικαστήριο θα είχε ως αποτέλεσμα τη διακύβευση της ομοιόμορφης εφαρμογής και ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου εντός ολόκληρης της Ενώσεως και θα ενείχε έτσι τον κίνδυνο να στερηθούν οι ιδιώτες μιας αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και να θιγεί η ενότητα της νομολογίας… Το σύστημα της προδικαστικής παραπομπής αποτελεί τον πραγματικό ακρογωνιαίο λίθο της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, διότι είναι ουσιώδες για τη διατήρηση του κοινοτικού χαρακτήρα του δικαίου που θεσπίζεται με τις συνθήκες και διότι σκοπός του είναι να εξασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση ότι το δίκαιο αυτό θα παράγει τα ίδια αποτελέσματα σε όλα τα κράτη μέλη… Η διασφάλιση της ομοιόμορφης αυτής ερμηνείας συνιστά ακριβώς μια ουσιώδη αποστολή του Δικαστηρίου την οποία αυτό εκπληρώνει με τις απαντήσεις που δίδει στα ερωτήματα που υποβάλλουν αυτά τα εθνικά δικαστήρια»[5].

Το Δικαστήριο επανέλαβε αυτό το σημείο αργότερα, θεωρώντας λυπηρή την ανάπτυξη, από την εποχή της μετάβασης από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 1993, « διαφορών στον δικαστικό έλεγχο στο πλαίσιο της Ένωσης » και συνιστώντας « την ενοποίηση του συστήματος δικαστικής προστασίας βάσει του κοινοτικού προτύπου » ως « τον καλύτερο τρόπο για την εξασφάλιση της τήρησης του δικαίου σε όλο τον τομέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης»[6].

Η Επιτροπή τονίζει ότι ένα ουσιώδες στοιχείο του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης είναι η συνοχή του. Η ομοιόμορφη ερμηνεία του συνόλου νομοθετικών κειμένων που δημιουργήθηκε εν τω μεταξύ είναι απαραίτητη προκειμένου να εξασφαλίζεται αυτή η συνοχή. Ως παράδειγμα, είναι προφανές ότι στον τομέα της μετανάστευσης και του ασύλου, η ομοιόμορφη εφαρμογή του κεκτημένου θα συμβάλει σημαντικά στον περιορισμό των δευτερευουσών μετακινήσεων μεταξύ των κρατών μελών, γεγονός που αποτελεί πάγια πηγή ανησυχίας από τη δημιουργία αυτού του χώρου. Η εμπειρία στον τομέα της συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις είναι επίσης πειστική : ενώ το Δικαστήριο, ήδη από το 1971, μπόρεσε να μετατρέψει τη σύμβαση « Bρυξέλλες I » σε εξαιρετικά αποτελεσματικό μέσο στην υπηρεσία των ιδιωτών (βλ. κατωτέρω, σημείο γ), αντίθετα, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να ασκήσει τον ρόλο του για την ενοποίηση των εννοιών στο πλαίσιο της σύμβασης της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές[7], οι διατάξεις της τελευταίας αυτής σύμβασης αποτελούν το αντικείμενο εξαιρετικά αποκλίνουσας ερμηνείας στα διάφορα κράτη μέλη.

Η Επιτροπή κρίνει συνεπώς ότι πρέπει πλέον να προβλεφθεί η εφαρμογή του άρθρου 234 της συνθήκης ΕΚ στο σύνολο αυτού του τομέα που αποτελεί το αντικείμενου μιας τόσο δυναμικής νομοθετικής εξέλιξης. Όσο περισσότερο αναπτύσσεται το κοινοτικό κεκτημένο στους τομείς που καλύπτονται από τον τίτλο IV, χάρις ιδίως στην επέκταση της διαδικασίας της ειδικής πλειοψηφίας και της συναπόφασης που αποφασίστηκε το Δεκέμβριο του 2004, τόσο τα όρια που τίθενται για την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, τα οποία είχαν επινοηθεί μόνο για μεταβατική περίοδο πέντε ετών, φαίνονται αδικαιολόγητα. Η Επιτροπή επισήμανε ήδη αυτό το σημείο στη δήλωσή της του Δεκεμβρίου 2004[8].

β) Ενίσχυση της δικαστικής προστασίας

Η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας αποτελεί μέρος των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου. Αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα που συνιστούν την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου. Η παρέκκλιση από την αρχή αυτή, που εισήχθη από το άρθρο 68 της συνθήκης ΕΚ, εφαρμόζεται σε πολιτικές που παρουσιάζουν ιδιαίτερη ευαισθησία σε σχέση με τα θεμελιώδη δικαιώματα και συνεπάγονται την προστασία ιδιαίτερα ευάλωτων προσώπων.

Ο περιορισμός του δικαιώματος προσφυγής στο Δικαστήριο, που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 68 της συνθήκης ΕΚ, δημιουργεί προβλήματα δικαστικής προστασίας σε δύο είδη περιπτώσεων.

Αφενός, στις εθνικές διαφορές σχετικά με τα υποκειμενικά δικαιώματα που γεννώνται από τη νομοθεσία που θεσπίζεται δυνάμει του τίτλου IV, τα εθνικά δικαστήρια πρώτου και δεύτερου βαθμού δεν είναι σε θέση να ζητήσουν από το Δικαστήριο την ερμηνεία του εφαρμοστέου κοινοτικού δικαίου. Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα μπορούν συνεπώς να αναγκαστούν να εξαντλήσουν τα εθνικά ένδικα μέσα μέχρι τον τελευταίο βαθμό για να επιτύχουν τη διευκρίνιση των δικαιωμάτων τους με προδικαστική παραπομπή.

Αφετέρου, τα πρόσωπα που θεωρούν ότι θίγονται τα θεμελιώδη δικαιώματά τους από κοινοτική πράξη θεσπιζόμενη βάσει του τίτλου IV δεν έχουν κανενός είδους δικαστική προστασία πριν να διατρέξουν όλη την κλίμακα των εθνικών ενδίκων μέσων. Διότι μόνο το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα κοινοτικής πράξης[9]. Συνεπώς, προκύπτει ότι ένας εθνικός δικαστής πρωτοβάθμιου ή δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ακόμη και αν είναι πεπεισμένος ότι η σχετική πράξη είναι παράνομη, θα είναι παρά ταύτα αναγκασμένος από το άρθρο 68 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ να την εφαρμόσει χωρίς να μπορεί να υποβάλει το ερώτημα στο Δικαστήριο. Ακόμη πιο σοβαρό, ο δικαστής αυτός φαίνεται ότι δεν μπορεί ούτε καν να προσφέρει οποιαδήποτε προσωρινή προστασία, διότι η προσωρινή αναστολή της εφαρμογής κοινοτικής πράξης είναι παραδεκτή μόνο εφόσον συνοδεύεται από προδικαστική παραπομπή που αφορά το κύρος της πράξης[10].

Και στα δύο είδη περιπτώσεων, η περιορισμένη αρμοδιότητα του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 68 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ ενέχει συνεπώς τον κίνδυνο να στερεί στην πράξη τους ενδιαφερόμενους από αποτελεσματική δικαστική προστασία. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο διότι, στους εν λόγω τομείς, αυτά τα πρόσωπα συχνά δεν διαθέτουν τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους για να εξαντλήσουν όλα τα εθνικά ένδικα μέσα ή/και έχουν ανάγκη ταχείας δικαστικής παρέμβασης. Έτσι, τα πρόσωπα τα οποία προστατεύει το δίκαιο του τίτλου IV περιλαμβάνουν τους αιτούντες άσυλο ή οικογενειακή επανένωση κατά την έννοια των οδηγιών 2003/86/ΕΚ, 2004/83/ΕΚ και 2005/85/ΕΚ, τους υπηκόους τρίτων χωρών που αντιτίθενται σε απελάσεις ή σε διακριτική μεταχείριση, αλλά και ανήλικα παιδιά που θίγονται από τις διαφορές σχετικά με τις υποχρεώσεις διατροφής ή, ειδικότερα, με την υπό ευρεία έννοια γονική μέριμνα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003[11]. Εξάλλου, στον αστικό και εμπορικό τομέα που καλύπτεται από τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 44/2001, (ΕΚ) αριθ. 1348/2000, (ΕΚ) αριθ. 1206/2001, (ΕΚ) αριθ. 805/2004, οι διαφορές μπορούν εξίσου εύκολα να καταστούν απατηλές ή υπερβολικά δαπανηρές για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αν αυτές πρέπει να φθάσουν μέχρι το ανώτατο εθνικό δικαστήριο πριν να μπορέσει το Δικαστήριο να αποφανθεί για τα δικαιώματά τους.

Πρέπει να προστεθεί ότι η δέσμευση να αχθεί μια διαφορά μέχρι τον τελευταίο βαθμό, με μόνο σκοπό τη δυνατότητα προσφυγής στο Δικαστήριο μετά από μήνες ή έτη διαδικασίας είναι επίσης αντίθετη με την οικονομία της δίκης. Μπορεί να οδηγήσει σε άσκοπη κατασπατάληση των πόρων των εθνικών δικαστηρίων που, σε άλλους τομείς, μπορούν ελεύθερα να εκτιμούν σε ποιο χρονικό σημείο είναι αποτελεσματικότερη η προδικαστική παραπομπή. Ιδίως όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα, η πρώιμη παρέμβαση του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 234 της συνθήκης ΕΚ μπορεί να επιτρέψει την επίλυση των προβλημάτων από την αρχή και να αποτρέψει την ανάγκη συζήτησης σοβαρών νομικών ζητημάτων ενώπιον διαφόρων εθνικών δικαστηρίων ή ακόμη και ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Η παράγραφος 2 του άρθρου 68 της συνθήκης ΕΚ αποκλείει κάθε αρμοδιότητα του Δικαστηρίου για να « κρίνει μέτρα ή αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 62 σημείο 1 σχετικά με την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας »[12].

Σύμφωνα με τη διατύπωση αυτής της παραγράφου, αυτή φαίνεται ότι αποκλείει κάθε έλεγχο του Δικαστηρίου σχετικά με κοινοτικά μέτρα που θεσπίζονται από το νομοθέτη βάσει του άρθρου 62 σημείο 1 της συνθήκης ΕΚ εφόσον αφορούν την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας. Πρόκειται συγκεκριμένα για κοινοτικούς κανόνες με σκοπό την κατάργηση κάθε ελέγχου των προσώπων στα εσωτερικά σύνορα της Ένωσης, περιλαμβανομένων και των κατ’εξαίρεση δυνατοτήτων προσωρινής επανακαθιέρωσης αυτών των ελέγχων. Δεδομένου ότι, εξ ορισμού, τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν να αποφαίνονται ούτε για το κύρος αυτών των κοινοτικών κανόνων[13], το αποτέλεσμα είναι πλήρης αποκλεισμός κάθε δικαστικού ελέγχου επ’αυτών, γεγονός που δεν μπορεί καθόλου να δικαιολογηθεί σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

Ο αποκλεισμός της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου για μέτρα δημόσιας τάξης είναι επίσης ασυνεπής σε σχέση με την υπόλοιπη συνθήκη. Πράγματι, η αποστολή του Δικαστηρίου ήταν, από την απαρχή της Κοινότητας, να αποφαίνεται για τη συμμόρφωση με το κοινοτικό δίκαιο των εθνικών μέτρων που θεσπίζονται, στο πεδίο εφαρμογής των συνθηκών, για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας. Αναφέρουμε ιδίως το παράδειγμα των εθνικών νομοθεσιών και της διοικητικής εφαρμογής τους, που μπορούν να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και των κεφαλαίων, αλλά επίσης των πολιτών της Ένωσης, γεγονός που μπορεί να περιλαμβάνει ακόμη και απελάσεις αυτών των πολιτών από ένα κράτος μέλος « υποδοχής » προς το κράτος καταγωγής για λόγους προστασίας της δημόσιας τάξης[14]. Το Δικαστήριο ανέκαθεν ήλεγχε την αναλογικότητα και όλες τις άλλες εγγυήσεις[15] που οριοθετούν την άσκηση αυτών των εξουσιών των κρατών μελών και ο έλεγχός του λάμβανε πλήρως υπόψη το ευαίσθητο θέμα των αναγκών της δημόσιας τάξης, αφήνοντας στα κράτη μέλη το κατάλληλο περιθώριο εκτίμησης[16]. Στο ίδιο το πεδίο του τίτλου IV, τα κράτη μέλη είναι επίσης αναγκασμένα να λαμβάνουν διάφορα άλλα μέτρα προς το συμφέρον της δημόσιας τάξης που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Οπωσδήποτε, η διαφύλαξη της δημόσιας τάξης πρέπει, σε μια κοινότητα δικαίου, να επιδιώκεται με μέτρα επί της ουσίας, νομοθετικά και εκτελεστικά, και όχι με τον αποκλεισμό του δικαιώματος προσφυγής στα δικαστήρια.

Τέλος, η Επιτροπή διερωτάται σχετικά με τις ενδεχόμενες επιπτώσεις σε σχέση με την ευρωπαϊκή σύμβαση δικαιωμάτων του ανθρώπου, σε περίπτωση πλήρους απουσίας κάθε προσαρμογής των διατάξεων του άρθρου 68 της συνθήκης ΕΚ. Αφενός, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποφάνθηκε ότι τα κράτη μέλη είναι συλλογικά υπεύθυνα για κάθε παραβίαση αυτής της σύμβασης που θα απέρρεε απευθείας από το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο[17]. Αφετέρου, αυτό το Δικαστήριο έκρινε βεβαίως, όσον αφορά τις πράξεις των θεσμικών οργάνων, ότι η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που παρέχεται από το κοινοτικό δίκαιο είναι « ισότιμη » με αυτή που εξασφαλίζεται με το μηχανισμό της σύμβασης· ωστόσο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατέληξε σε αυτή τη διαπίστωση της ισοτιμίας λαμβάνοντας υπόψη το σύστημα του κοινού δικαίου της συνθήκης που αφορά την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου[18].

Εν κατακλείδι, η Επιτροπή κρίνει ότι η απαίτηση ενίσχυσης της δικαστικής προστασίας καθιστά επείγον να παύσουν να εφαρμόζονται οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 68 της συνθήκης ΕΚ και να καθιερωθεί το κοινό σύστημα της συνθήκης.

γ) Επανόρθωση της οπισθοχώρησης της δικαστικής προστασίας σχετικά με τη συνεργασία σε αστικές υποθέσεις

Μεταξύ 1971 και 2002, ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001, το Δικαστήριο ήταν αρμόδιο να απαντά στα προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία της καλούμενης σύμβασης « Βρυξέλλες I » του 1968[19], που υποβάλλονταν όχι μόνον από τα δικαστήρια τελευταίου βαθμού των κρατών μελών αλλά και από τα δικαστήρια που αποφαίνονται σε δεύτερο βαθμό[20] . Επί 30 έτη, το Δικαστήριο μπόρεσε έτσι να παρέχει στα εθνικά εφετεία – και συνεπώς στους πολίτες και στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – πολυάριθμες και πολύτιμες ερμηνείες αυτής της σύμβασης που αποτέλεσε σημαντικό ορόσημο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Επομένως είναι παράδοξο ότι η συνθήκη του Άμστερνταμ, η οποία « κοινοτικοποιεί » αυτόν τον τομέα και επιτρέπει στο νομοθέτη να μετατρέψει τις προγενέστερες συμβάσεις σε κανονισμούς, έχει παράλληλα περιορίσει σοβαρά, μέσω του άρθρου 68 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου για την ερμηνεία αυτών των κανονισμών, αποκλείοντας τα εφετεία και επιτρέποντας μόνο στα δικαστήρια τελευταίου βαθμού την προδικαστική παραπομπή.

Εάν αυτός ο περιορισμός του ελέγχου από τα εθνικά δικαστήρια είχε ισχύσει μεταξύ 1971 και 2002, αναμφίβολα ένα μεγάλο μέρος της νομολογίας του Δικαστηρίου σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις[21] δεν θα είχε ποτέ εκδοθεί ή θα ήταν επωφελές για τους πολίτες ή τους επιχειρηματίες μόνο μετά από καθυστερήσεις και πρόσθετα έξοδα. Τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει ότι αυτοί οι πολίτες και επιχειρηματίες πρέπει να ανεχθούν τον μεγαλύτερο περιορισμό, στο εξής, της δικαστικής προστασίας τους σε σχέση με αυτή που είχαν επί 30 έτη.

Εφόσον έληξε η μεταβατική περίοδος, είναι επομένως καιρός να χρησιμοποιήσει το Συμβούλιο το άρθρο 67 παράγραφος 2 δεύτερη περίπτωση της συνθήκης ΕΚ, για να επανορθώσει αυτή την οπισθοχώρηση της προστασίας και να καθιερώσει το κοινό σύστημα του άρθρου 234 της εν λόγω συνθήκης όσον αφορά τη δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις.

δ) Εμπιστοσύνη στην εύρυθμη λειτουργία του Δικαστηρίου

Το άρθρο 68 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ φαίνεται ότι εξηγείται εν μέρει από το μέλημα αποφυγής της συμφόρησης του Δικαστηρίου λόγω της μαζικής συρροής αιτήσεων έκδοσης προδικαστικών αποφάσεων στα θέματα που καλύπτονται από τον τίτλο IV. Ένας δεύτερος φόβος ήταν πιθανώς ότι σε ορισμένους τομείς, όπως ιδίως το δικαίωμα ασύλου, η διαδικασία προδικαστικής παραπομπής θα μπορούσε να καθυστερήσει τις εθνικές δικαστικές διαδικασίες.

Η Επιτροπή κρίνει ότι πρέπει να υπάρχει εμπιστοσύνη στο Δικαστήριο, στην αποτελεσματικότητα των μέσων εσωτερικής οργάνωσης που είναι ήδη στη διάθεσή του, καθώς και στις νέες δυνατότητες που δημιουργήθηκαν εν τω μεταξύ από τη συνθήκη της Νίκαιας. Το Δικαστήριο είναι σήμερα σε θέση να καταδείξει την σημαντική μείωση της μέσης διάρκειας των προδικαστικών διαδικασιών[22]. Επιπλέον, με τη χρήση της νέας ταχείας διαδικασίας, το Δικαστήριο κατέδειξε ήδη ότι είναι ικανό να απαντά ταχύτερα στα προδικαστικά ερωτήματα εφόσον είναι αναγκαίο. Εξάλλου, σε περίπτωση ανάγκης θα μπορούσαν να εισαχθούν ειδικοί κανόνες, που επιτρέπουν την άμεση διεκπεραίωση ιδιαίτερα επειγουσών υποθέσεων, στον Οργανισμό του Δικαστηρίου – χάρις στη νέα νομική βάση του άρθρου 245 δεύτερο εδάφιο, την οποία εισήγαγε η συνθήκη της Νίκαιας – και στον Κανονισμό Διαδικασίας του.

Εξάλλου, σε άλλους τομείς όπου οι εθνικές διαδικασίες είναι εξίσου επείγουσες, περιλαμβανομένου και του ποινικού τομέα, οι συνθήκες δεν περιόρισαν μόνο στα εθνικά δικαστήρια τελευταίου βαθμού τη δυνατότητα προσφυγής στο Δικαστήριο. Έτσι, ενώ η δικαστική προστασία είναι εντελώς ανεπαρκής στον τίτλο VI της ΣΕΕ, εφόσον προϋποθέτει, στο άρθρο 35 παράγραφος 2, τη συμμετοχή ( opt-in ) από μέρους των κρατών μελών, της οποίας έκαναν χρήση μόνον 14, είναι παράδοξο να διαπιστωθεί ότι, για τα κράτη μέλη που έκαναν χρήση αυτής της δυνατότητας του opt-in , παρέχεται επιλογή να επιτρέπουν στο σύνολο των δικαστηρίων να υποβάλλουν στο Δικαστήριο αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης – πράγμα που έκαναν 11 κράτη μέλη – , ενώ αυτό δεν είναι δυνατό στον τίτλο IV.

Οπωσδήποτε, εκτιμήσεις συνδεόμενες με το φόρτο εργασίας των δικαστών δεν αρκούν, κατά την Επιτροπή, για να δικαιολογήσουν τη διατήρηση, στο παρόν στάδιο ανάπτυξης του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, μιας διάταξης που μπορεί να θίξει την αποτελεσματική δικαστική προστασία και την ενότητα του κοινοτικού δικαίου.

Συμπέρασμα

Όπως η Ευρώπη εν γένει, έτσι και ο χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης οικοδομείται σταδιακά. Από την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε, ο τίτλος IV επέτρεψε να δημιουργηθεί ένα εντυπωσιακό σύνολο νομοθετικών κειμένων, προς όφελος των πολιτών και των κατοίκων της Ένωσης σε πολλούς τομείς της καθημερινής τους ζωής.

Δεδομένου ότι έληξε η μεταβατική περίοδος, είναι στο εξής επείγον να εκπληρώσει το Συμβούλιο την υποχρέωσή του που απορρέει από το άρθρο 67 της συνθήκης ΕΚ, αποκαθιστώντας στο Δικαστήριο τις πλήρεις προδικαστικές του αρμοδιότητες σχετικά με τη θεσπιζόμενη νομοθεσία. Αυτό επιβάλλεται προκειμένου να διασφαλίζεται πλήρως το θεμελιώδες δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας καθώς και η ενότητα του κοινοτικού δικαίου και να καλύπτεται έτσι ένα κενό το οποίο δεν δικαιολογείται πλέον σε ένα πραγματικό « χώρο δικαιοσύνης».

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΣΧΕΔΙΟ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την προσαρμογή των διατάξεων που αφορούν το Δικαστήριο στους τομείς που καλύπτονται από τον τίτλο IV του τρίτου μέρους της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ της ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 67 παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα :

1. Σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 1 της συνθήκης, το άρθρο 234 της συνθήκης εφαρμόζεται στον τίτλο IV του τρίτου μέρους της συνθήκης κατά τις ιδιαίτερες περιστάσεις και προϋποθέσεις που προβλέπονται σε αυτή τη διάταξη. Σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 2, το Δικαστήριο δεν έχει πάντως αρμοδιότητα να κρίνει μέτρα ή αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 62 σημείο 1, σχετικά με την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας. Κατά τον ίδιο τρόπο, το άρθρο 2 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο του πρωτοκόλλου για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποκλείει την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου για μέτρα ή αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο του κεκτημένου του Σένγκεν και αφορούν την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας. Σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 3 της συνθήκης, το Συμβούλιο, η Επιτροπή ή κράτος μέλος μπορούν να ζητούν από το Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση επί της ερμηνείας του παρόντος τίτλου ή πράξεων των οργάνων της Κοινότητας βάσει αυτού του τίτλου. Η απόφαση του Δικαστηρίου επί του αιτήματος αυτού δεν εφαρμόζεται σε αποφάσεις δικαστηρίων των κρατών μελών οι οποίες έχουν ισχύ δεδικασμένου.

2. Σύμφωνα με το άρθρο 67 παράγραφος 2 δεύτερη περίπτωση της συνθήκης, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οφείλει να λαμβάνει απόφαση μετά την πάροδο της μεταβατικής περιόδου πέντε ετών μετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ, ούτως ώστε να προσαρμοστούν οι διατάξεις που αφορούν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

3. Πρέπει να γίνει η εν λόγω προσαρμογή με ευθυγράμμιση των ιδιαίτερων διατάξεων που υφίστανται στους τομείς που καλύπτονται από τον τίτλο IV με το κοινό σύστημα της συνθήκης. Αυτές οι ιδιαίτερες διατάξεις πρέπει συνεπώς να παύσουν να εφαρμόζονται, προς όφελος της εφαρμογής των γενικών κανόνων της συνθήκης και ιδίως του άρθρου 234.

4. Η Δανία, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου για τη θέση της Δανίας που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, δεν συμμετέχει στη θέσπιση της παρούσας απόφασης η οποία συνεπώς δεν έχει δεσμευτική ισχύ ούτε εφαρμόζεται στη Δανία,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο μόνο

1. Από την [1η Ιανουαρίου 2007], το άρθρο 234 της συνθήκης εφαρμόζεται σε κάθε αίτηση που υποβάλλεται στο Δικαστήριο από εθνικό δικαστήριο για την έκδοση απόφασης επί θέματος που αφορά την ερμηνεία του τίτλου IV του τρίτου μέρους της συνθήκης ή επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των οργάνων της Κοινότητας που εκδίδονται βάσει του εν λόγω τίτλου, περιλαμβανομένων και των αιτήσεων που υποβλήθηκαν πριν από την [1η Ιανουαρίου 2007], επί των οποίων το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί μέχρι την ημερομηνία αυτή.

2. Από την [1η Ιανουαρίου 2007], το άρθρο 2 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο δεύτερη φράση του πρωτοκόλλου για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης παύει να εφαρμόζεται στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.

3. Από την [1η Ιανουαρίου 2007], το άρθρο 68 της συνθήκης παύει να εφαρμόζεται.

Βρυξέλλες,

Για το Συμβούλιο

Ο πρόεδρος

[1] Βλ. ιδίως τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Les Verts κατά Κοινοβουλίου, 294/83, Συλλογή σ. 1339, σημείο 23 · Johnston, 222/84, Συλλογή 1986, σ. 1651, σημείο 18 · C-50/00 P, Unión de pequeños agricultores, Συλλογή 2002, I-6677, σημεία 38–40.

[2] Το Συμβούλιο αποφάσισε, βάσει του άρθρου 67 παράγραφος 2 δεύτερη περίπτωση της συνθήκης ΕΚ, να επεκτείνει την εφαρμογή της διαδικασίας συναπόφασης· βλέπε την απόφασή του της 22ας Δεκεμβρίου 2004 (2004/927/ΕΚ), ΕΕ L 396 της 31.12.2004 σ. 45. Με την ευκαιρία αυτή, η Επιτροπή προέβη στην ακόλουθη δήλωση στα πρακτικά του Συμβουλίου : « Η Επιτροπή επιθυμεί να υπενθυμίσει ότι το άρθρο 67 παράγραφος 2 προβλέπει ότι το Συμβούλιο λαμβάνει απόφαση, όχι μόνο με σκοπό να προσδιορίσει τους τομείς που πρέπει να υπάγονται στη συναπόφαση, αλλά και ούτως ώστε να προσαρμόσει τις διατάξεις που αφορούν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Η μετάβαση στη συναπόφαση, για τους περισσότερους από τους τομείς που καλύπτονται από τον τίτλο IV, η οποία προβλέπεται από τη σχετική απόφαση, συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμότητας των πράξεων που εκδίδονται δυνάμει του εν λόγω τίτλου και, από την άποψη αυτή, η Επιτροπή εκφράζει την ικανοποίησή της για την απόφαση. Ωστόσο, είναι απαράδεκτο να μην προβλέπει η απόφαση προσαρμογή της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου και έτσι να διαιωνίζεται η κατάσταση σύμφωνα με την οποία η πρόσβαση στο Δικαστήριο παραμένει περιορισμένη. Η Επιτροπή είναι πεπεισμένη ότι, στον τομέα αυτό που συνδέεται τόσο στενά με τα δικαιώματα των προσώπων, είναι εξίσου απαραίτητη η ευρύτερη πρόσβαση στη δικαιοσύνη με σκοπό την ενίσχυση της νομιμότητας ». Την ίδια θέση εξέφρασε και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην έκθεση Bourlanges που εγκρίθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2004.

[3] Σύμφωνα με την παράγραφο αυτή, « Το Συμβούλιο, η Επιτροπή ή κράτος μέλος μπορούν να ζητούν από το Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση επί της ερμηνείας του παρόντος τίτλου ή πράξεων των οργάνων της Κοινότητας βάσει αυτού του τίτλου. (…) ».

[4] Σύμφωνα με την παράγραφο αυτή, « (…) το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να κρίνει μέτρα ή αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 62 σημείο 1 σχετικά με την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας. ».

[5] Βλέπε την έκθεση του Δικαστηρίου επί ορισμένων πτυχών της εφαρμογής της ΣΕΕ, 1995, σ. 5-6.

[6] Βλέπε την παρέμβαση του προέδρου Rodríguez Iglesias στο πλαίσιο των εργασιών της ευρωπαϊκής συνέλευσης, CONV 572/03 της 20ής Φεβρουαρίου 2003. Βλέπε επίσης το έγγραφο προβληματισμού του Δικαστηρίου « Το μέλλον του δικαιοδοτικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης » του 2000, σ. 31 έως 33 στο οποίο το Δικαστήριο, σημειώνοντας την παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 68 της συνθήκης ΕΚ, επανέλαβε παράλληλα τη γενική αρχή τονίζοντας ότι « είναι αναγκαίο να εξακολουθήσουν να έχουν όλα τα δικαστήρια τη δυνατότητα υποβολής αιτήσεως στο Δικαστήριο » και ότι « εν όψει της ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, είναι συχνά χρησιμότατο να μην καθυστερεί η απάντηση στα ερμηνευτικά ζητήματα που ανακύπτουν ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων μέχρι την εκδίκαση της εφέσεως ή της αναιρέσεως, αλλά να δίδεται απάντηση αμέσως από το Δικαστήριο, πράγμα που δημιουργεί, σε πρώιμο ήδη στάδιο, βεβαιότητα για τη νομολογία εντός των κρατών μελών της Ενώσεως ».

[7] Η Επιτροπή πρότεινε πρόσφατα κανονισμό για την κοινοτικοποίηση αυτής της σύμβασης [πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοßουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I) - COM(2005) 650].

[8] Βλ. την υποσημείωση 2.

[9] Υπόθεση 314/85, Foto-Frost, Συλλογή 1987, σ. 04199.

[10] Συνεκδικασθείσες υποθέσεις. C-143/88 και C-92/89, Zuckerfabrik Süderdithmarschen, Συλλογή 1991, σ. I-415; C-465/93, Atlanta, Συλλογή 1995, I-3761. Φαίνεται ότι οι θελιώδεις αρχές που απορρέουν από την νομολογία Foto-Frost, Zuckerfabrik και Atlanta θα έπρεπε επίσης να εφαρμόζονται στον τίτλο IV. Ασφαλώς, ορισμένοι προέβαλαν το επιχείρημα ότι θα έπρεπε να γίνει παρέκκλιση και να αναγνωριστεί στον τομέα αυτό κατ’εξαίρεση στους εθνικούς δικαστές η εξουσία να μπορούν να αφήνουν ανεφάρμοστες τις κοινοτικές πράξεις που θεωρούν αντίθετες με τη συνθήκη, προκειμένου να αποφεύγονται τα προβλήματα δικαστικής προστασίας που αναφέρονται στην παρούσα ανακοίνωση. Ωστόσο, αυτή η θέση θα έθιγε σοβαρά την αυτονομία και την ενότητα του κοινοτικού δικαίου.

[11] Λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης εξασφάλισης διαρκούς και αποτελεσματικής προστασίας στους ανηλίκους, οι διαφορές σχετικά με τη γονική μέριμνα, όπως αυτή ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2201/2003, πρέπει συχνά να εκδικάζονται σύντομα. Μολονότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 αποτελούν συχνά αντικείμενο προσφυγής, σπάνια εκδικάζονται ενώπιον των δικαστηρίων τελευταίου βαθμού.

[12] Το άρθρο 2 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο του πρωτοκόλλου για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβάνει διάταξη αποκλεισμού της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου που, όσον αφορά τα μέρη του κεκτημένου του Σένγκεν που ενσωματώνονται στο κοινοτικό δίκαιο, είναι παράλληλη με τη διάταξη του άρθρου 68 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ και πρέπει επομένως να « προσαρμοστεί » παράλληλα με αυτή την τελευταία.

[13] Η Επιτροπή κρίνει ότι, αντίθετα με τον ισχυρισμό που προβάλλεται ορισμένες φορές, η παράγραφος αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε εθνικά μέτρα που αφορούν την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας. Αυτό απορρέει από την ίδια τη διατύπωση της παραγράφου 2.Πράγματι, ούτε στη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 226 της συνθήκης ΕΚ, ούτε σε αυτές του άρθρου 234 της εν λόγω συνθήκης, το Δικαστήριο δεν « αποφαίνεται » ποτέ « επί » εθνικών μέτρων ή αποφάσεων, και αυτά τα μέτρα δεν « εκδίδονται κατ’εφαρμογή του άρθρου 62 σημείο 1 της συνθήκης ΕΚ».

[14] Αυτά τα μέτρα βασίζονται ιδίως στο άρθρο 39 παράγραφος 3 και στο άρθρο 46 της συνθήκης ΕΚ και πρέπει να τηρούν τις εγγυήσεις της οδηγίας 64/221/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 1964 περί του συντονισμού των ειδικών μέτρων για τη διακίνηση και τη διαμονή αλλοδαπών, τα οποία δικαιολογούνται για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας, (ΕΕ 56 της 4.4.1964, σ. 850). Αυτή η οδηγία αντικαταστάθηκε, με ισχύ από 30 Απριλίου 2006, από την οδηγία 2004/38/ ΕΚ της 29ης Απριλίου 2004.

[15] Βλέπε ιδίως την προαναφερθείσα οδηγία 64/221/ΕΟΚ.

[16] Βλέπε ιδίως την υπόθεση C-100/2001, Olazábal, 2002, I-10981.

[17] Βλέπε την απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 1999, Matthews κατά Ηνωμένου Βασιλείου (αίτηση αριθ. 24833/94).

[18] Βλέπε την απόφαση της 30ής Ιουνίου 2005, Bosphorus κατά Ιρλανδίας (αίτηση αριθ. 45036/98), σημεία 96–99 και 160–165. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εκπλήρωση υποχρεώσεων που προκύπτουν από πράξεις του παραγώγου δικαίου απολαύει « τεκμηρίου συμμόρφωσης » με τη σύμβαση.

[19] Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

[20] Άρθρο 2 του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία από το Δικαστήριο της σύμβασης της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Στις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 37 της σύμβασης των Βρυξελλών, ακόμη και τα δικαστήρια που αποφαίνονται σε πρώτο βαθμό είχαν το δικαίωμα να προσφύγουν στο δικαστήριο.

[21] Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διαπιστωθεί ότι αποφάσεις ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία της σύμβασης των Βρυξελλών και, κατά συνέπεια, για τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 4/2001, εκδόθηκαν από το Δικαστήριο μετά από αίτηση προδικαστικής παραπομπής που υπέβαλαν τα εφετεία. Αυτό συμβαίνει, ειδικότερα, στις αποφάσεις « Bier Mines de Potasse d’Alsace » (υπόθεση 21-76) « De Bloos » (υπόθεση 14-76), « Tessili » (υπόθεση 12/76), « Denilauler » (υπόθεση 125/79), « Mund-Fester » (υπόθεση C-398-92), « Reichert » (υπόθεση C-261-90) ή ακόμη στην απόφαση « Group Josi » (υπόθεση C-412/98), που διευκρίνισε τη δυνατότητα εφαρμογής της σύμβασης σε αιτούντες εγκατεστημένους σε τρίτες χώρες. Επίσης, το ίδιο συμβαίνει στην απόφαση « Owuzu-Jackson » (υπόθεση C-281-02) της οποίας η σημασία είναι πρωταρχική για την εμβέλεια του τομέα εφαρμογής της σύμβασης των Βρυξελλών.

[22] Βλέπε το ανακοινωθέν τύπου αριθ. 14/06 του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 2006, με τίτλο «Δικαστικές στατιστικές 2005 – η πρόοδος που σημειώθηκε το 2004 παγιώθηκε και συνεχίζεται ».

Top