Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52004PC0559(02)

    Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών τους συμφερόντων

    /* COM/2004/0559 τελικό - CNS 2004/0187 */

    52004PC0559(02)

    Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών τους συμφερόντων /* COM/2004/0559 τελικό - CNS 2004/0187 */


    Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών τους συμφερόντων

    (υποβληθείς από την Επιτροπή)

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

    Ιστορικό των διαπραγματεύσεων

    Οι διαπραγματεύσεις για μια συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών τους συμφερόντων διεξήχθησαν από την Επιτροπή κατόπιν εξουσιοδότησης που της δόθηκε από το Συμβούλιο στις 14 Δεκεμβρίου 2000.

    Η Επιτροπή τήρησε πλήρως τις διαπραγματευτικές οδηγίες που επισυνάφθηκαν στην απόφαση του Συμβουλίου, λαμβάνοντας υπόψη, ιδίως, το τρέχον κοινοτικό κεκτημένο και την μελλοντική του εξέλιξη στον τομέα της συνεργασίας.

    Τούτο αντανακλάται με συγκεκριμένο τρόπο στα άρθρα 7 και 25 της συμφωνίας, όπου αναφέρεται ότι περισσότερο ευνοϊκές διατάξεις διμερών ή πολυμερών συμφωνιών μεταξύ των συμβαλλομένων μερών δεν επηρεάζονται από τις διατάξεις που περιέχονται στη συμφωνία.

    Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και η σύνοδος κορυφής Ευρωπαϊκής Ένωσης/Ελβετίας της 19ης Μαΐου 2004, όπου συμφωνήθηκε ότι «όσον αφορά τη συμφωνία συνεργασίας κατά της απάτης, οι δύο πλευρές θα παρέχουν η μια στην άλλη πλήρη δικαστική συνεργασία και διοικητική συνδρομή σχετικά με ό,τι αφορά την απάτη και κάθε άλλη παράνομη δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων των τελωνειακών παραβάσεων, καθώς και εκείνων των εμμέσων φόρων στα πλαίσια του εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών. Η συνεργασία κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες θα βελτιωθεί σημαντικά, καλύπτοντας ιδίως και σοβαρές περιπτώσεις απάτης και λαθρεμπορίας».

    Η διοικητική συνεργασία θα στηριχθεί στα πρότυπα που καθορίζονται στη σύμβαση περί αμοιβαίας συνδρομής και συνεργασίας μεταξύ των τελωνειακών υπηρεσιών, ΕΕ C 24, 23.1.1998, σ. 2 (σύμβαση "Νάπολη ΙΙ"). Η δικαστική συνεργασία όσων αφορά τα καταναγκαστικά μέτρα (έρευνα και κατάσχεση) θα υπόκειται στο διπλό αξιόποινο όπως ορίζεται στο άρθρο 31 της συμφωνίας, μια διάταξη που αντιστοιχεί στο άρθρο 51 της σύμβασης εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν (SIC), ΕΕ L 239, 22.9.2000. Σε περίπτωση που στο μέλλον στα πλαίσια του Σένγκεν εγκαταλειφθεί το διπλό αξιόποινο που εφαρμόζεται στις δικαστικές παραγγελίες για έρευνα και κατάσχεση, οι νέοι κανόνες Σένγκεν θα εφαρμόζονται πλήρως στους τομείς που καλύπτονται από την παρούσα συμφωνία. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα συμπεράσματα της συνόδου κορυφής, στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας για τη σύνδεση της τελευταίας με την εκτέλεση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν, χορηγήθηκε στην Ελβετία εξαίρεση που αφορά την αποδοχή του μελλοντικού κεκτημένου στον τομέα των δικαστικών παραγγελιών για έρευνα και κατάσχεση μόνο στο πεδίο της άμεσης φορολογίας.

    Η συνεργασία σε θέματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες θα είναι σύμφωνη με το καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ΕΕ L 166, 28.06.1991, σ.77), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/97/ΕΚ (ΕΕ L 344, 28.12.2001, σ. 76), η οποία στο άρθρο 1 αναφέρεται στην απάτη βαρείας μορφής όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 της σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (απάτη που τιμωρείται με ποινή στέρησης της ελευθερίας που μπορεί να οδηγήσει σε έκδοση).

    Διατάξεις της συμφωνίας

    Τίτλος I: Γενικές διατάξεις

    * Άρθρα 1 και 2-"Αντικείμενο" και "Πεδίο εφαρμογής"

    Αυτά τα άρθρα ορίζουν το αντικείμενο και το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας, που καλύπτει τη διοικητική συνδρομή και τη δικαστική συνεργασία για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και ορισμένων οικονομικών συμφερόντων των κρατών μελών.

    Στα πλαίσια του πεδίου εφαρμογής της συμφωνίας, οι όροι "απάτη και κάθε άλλη παράνομη δραστηριότητα" επεκτείνεται σε όλους τους φόρους (ΦΠΑ και ειδικοί φόροι κατανάλωσης) και σε όλες τις τελωνειακές παραβάσεις (συμπεριλαμβανομένης της λαθρεμπορίας), στη διαφθορά, στη δωροδοκία και στη νομιμοποίηση εσόδων από δραστηριότητες που καλύπτονται από τη συμφωνία, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 3. Η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες καλύπτεται επίσης και σε περίπτωση που το βασικό αδίκημα υπόκειται σε φυλάκιση άνω των έξη μηνών, δηλαδή και σε περίπτωση φορολογικής απάτης και κατ' επάγγελμα λαθρεμπορίας (συμπεράσματα της συνόδου κορυφής ΕΕ/Ελβετίας της 19ης Μαΐου 2004).

    Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) κάνει αναφορά σε "εμπορευματικές συναλλαγές" ανεξαρτήτως του εάν τα αγαθά διακινούνται μέσω του εδάφους του έτερου συμβαλλομένου μέρους (αναχώρηση, προορισμός ή διέλευση). Το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας επεκτείνεται στις φορολογικές παραβάσεις που συνδέονται με το εμπόριο τόσο αγαθών όσο και υπηρεσιών. Το περιεχόμενο του όρου "εμπορευματικές συναλλαγές" που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) δεν εξαρτάται από το εάν τα αγαθά διακινούνται μέσω του εδάφους του έτερου συμβαλλόμενου μέρους ή οι υπηρεσίες έχουν σχέση με αυτό το έδαφος (αναχώρηση, προορισμός ή διέλευση) - (συμπεράσματα της συνόδου κορυφής ΕΕ/Ελβετίας της 19ης Μαΐου 2004).

    Το άρθρο 2 παράγραφος 2 αναφέρει ότι η συνεργασία δεν μπορεί να απορριφθεί μόνο για τον λόγο ότι η νομοθεσία του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν περιέχει τον ίδιο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών όπως η νομοθεσία του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους. Τούτο σημαίνει ότι η εφαρμογή της συμφωνίας καταρχήν δεν υπόκειται στον κανόνα του διπλού αξιόποινου (το οποίο εφαρμόζεται μόνο στο πλαίσιο των άρθρων 31 και 32 της συμφωνίας) - (συμπεράσματα της συνόδου κορυφής ΕΕ/Ελβετίας της 19ης Μαΐου 2004).

    * Άρθρο 3- "Περιπτώσεις ήσσονος σημασίας"

    Σκοπός αυτού του υπόψη άρθρου είναι να αποφευχθεί ένας υπερβολικά υψηλός αριθμός αιτήσεων συνδρομής σχετικά με ζητήματα ήσσονος σημασίας.

    Το άρθρο επαναλαμβάνει τη διατύπωση του άρθρου 50 παράγραφος 4 της σύμβασης εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν, ΕΕ L 239, 22.9.2000, σ. 19 (εφεξής: «SIC»). Ωστόσο, όσον αφορά τη δικαστική συνεργασία, το άρθρο 50 παράγραφος 4 της SIC και το άρθρο 3 της παρούσας συμφωνίας δεν θα εφαρμόζονται από την έναρξη ισχύος για την Ελβετία του πρωτοκόλλου της 16ης Οκτωβρίου 2001 στη σύμβαση για την αμοιβαία συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού το άρθρο 8 του πρωτοκόλλου θα αντικαταστήσει το άρθρο 50 της SIC. Το πρωτόκολλο θα τεθεί σε ισχύ για την Ελβετία το αργότερο κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του για το δέκατο πέμπτο κράτος που θα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τον χρόνο που το Συμβούλιο θα εκδώσει την πράξη για τη θέσπιση του πρωτοκόλλου.

    * Άρθρο 4- "Δημόσια τάξη"

    Το άρθρο αναφέρει τους σχετικούς λόγους δημόσιας τάξης, κατά τα προβλεπόμενα στις συμφωνίες συνεργασίας, ιδίως δε στο άρθρο 2 στοιχείο β) της ευρωπαϊκής σύμβασης για την αμοιβαία συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης (Στρασβούργο, 20.4.1959). Το τραπεζικό απόρρητο δεν συνιστά λόγο άρνησης της αμοιβαίας συνδρομής κατά την έννοια του παρόντος άρθρου.

    * Άρθρο 5-"Διαβίβαση πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων"

    Το υπόψη άρθρο επιτρέπει την ανταλλαγή μεταξύ των κρατών μελών και με την Επιτροπή πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων που έχουν ληφθεί από την Ελβετία και αντιστρόφως, μέσω της συνδρομής που προβλέπεται από τη συμφωνία.

    Το άρθρο 5 παράγραφος 1 κάνει αναφορά στον κανόνα του απορρήτου που πρέπει να τηρούν οι υπάλληλοι. Το άρθρο 5 παράγραφος 2 αντικατοπτρίζει την περαιτέρω διαβίβαση πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων που ελήφθησαν από το αιτούν συμβαλλόμενο μέρος ως αποτέλεσμα της συνδρομής που χορηγήθηκε από την αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση. Το άρθρο 5 παράγραφος 3 εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητα αυτής της περαιτέρω διαβίβασης πληροφοριών.

    * Άρθρο 6-"Τήρηση απορρήτου"

    Το άρθρο αναφέρεται στις απαιτήσεις τήρησης του απορρήτου που ισχύουν κατά τη διεκπεραίωση των αιτήσεων συνδρομής από το συμβαλλόμενο μέρος στο οποίο απευθύνεται η αίτηση.

    Τίτλος II: Διατάξεις σχετικά με τη διοικητική συνδρομή για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων

    * Άρθρο 7- "Σχέσεις με άλλες συμφωνίες"- Η συμφωνία κατά της απάτης δεν καταργεί το πρωτόκολλο για την αμοιβαία συνδρομή σε τελωνειακά ζητήματα που συνομολογήθηκε με την Ελβετία (ΕΕ L 169, 27.6.97, σ. 81), το οποίο μπορεί να παραμείνει σε ισχύ, ιδίως για τελωνειακά θέματα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας κατά της απάτης.

    * Άρθρα 8 και 9- "Πεδίο εφαρμογής" και "Αρμοδιότητες"- Αυτά τα άρθρα του σχεδίου συμφωνίας αντιστοιχούν στα άρθρα 1 έως 3 και 8 της σύμβασης για την αμοιβαία συνδρομή και συνεργασία μεταξύ τελωνειακών αρχών, ΕΕ C 24, 23.1.98, σ. 2 (εφεξής: «σύμβαση Νάπολη II»).

    Η διοικητική συνδρομή βάσει της συμφωνίας ανταποκρίνεται, στο μέτρο που τούτο ενδείκνυται, στα πρότυπα της σύμβασης Νάπολη ΙΙ. Τούτο συμπεριλαμβάνει τη χρήση πληροφοριών για τους σκοπούς της συμφωνίας (βλ. άρθρο 19 της συμφωνίας) (συμπεράσματα της συνόδου κορυφής ΕΕ-Ελβετίας της 19ης Μαΐου 2004). Το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας κατά της απάτης υπερβαίνει το πεδίο εφαρμογής της σύμβασης, που αφορά αποκλειστικά και μόνο τελωνειακά θέματα. Οι διατάξεις της συμφωνίας εφαρμόζονται εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που παρέχει η εθνική νομοθεσία σε κάθε αρχή η οποία ασκεί αρμοδιότητες στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας, η δε συμφωνία δεν τροποποιεί ούτε επεκτείνει αυτές τις αρμοδιότητες.

    * Άρθρο 10- "Αναλογικότητα". Το άρθρο εκφράζει την ανησυχία που διατυπώνεται ήδη στο άρθρο 3, αλλά εντός των ορίων της διοικητικής συνδρομής.

    * Άρθρο 11- "Κεντρικές υπηρεσίες"

    Το υπόψη άρθρο του σχεδίου συμφωνίας ευθυγραμμίζεται με το περιεχόμενο του άρθρου 5 της σύμβασης Νάπολη ΙΙ και ανταποκρίνεται στην απαίτηση των διαπραγματευτικών οδηγιών για τη σαφή ταυτοποίηση των αρμοδίων αρχών σε κεντρικό επίπεδο.

    Κάθε συμβαλλόμενο μέρος διορίζει τις κεντρικές υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για τη διεκπεραίωση των αιτήσεων παροχής διοικητικής συνδρομής.

    * Άρθρο 12- "Αιτήσεις παροχής πληροφοριών"-, Άρθρο 13- "Αιτήσεις επιτήρησης"- και Άρθρο 14-"Κοινοποίηση και διαβίβαση μέσω ταχυδρομείου" (1) και (2).

    Αυτά τα άρθρα του σχεδίου συμβαδίζουν με το περιεχόμενο των άρθρων 10, 11 και 13 της σύμβασης Νάπολη ΙΙ.

    * Το άρθρο 14 παράγραφος 3 έχει ως στόχο να διασφαλίσει ότι το χορηγούν όργανο μπορεί να έλθει σε άμεση επαφή με τους δικαιούχους επιχορήγησης και τους συμβαλλόμενους με τις Κοινότητες κατοίκους Ελβετίας, οι οποίοι μπορούν να ανταποκριθούν στις αιτήσεις για έγγραφα και πληροφορίες που τους απευθύνει η χορηγούσα αρχή σχετικά με τις συγκεκριμένες επιχορηγήσεις και συμβάσεις. Ελλείψει οποιασδήποτε βάσης προβλεπόμενης σε διεθνή νομική πράξη, μια τέτοια διαβίβαση πληροφοριών θα μπορούσε πιθανό να εμπέσει στο πεδίο εφαρμογής ορισμένων ελβετικών κανόνων σχετικά με την παραβίαση του επιχειρηματικού απορρήτου και την οικονομική κατασκοπεία.

    * - Άρθρο 15- "Αιτήσεις ερευνών"- και Άρθρο 16- "Παρουσία εντεταλμένων υπαλλήλων από την αρχή του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους"

    Αυτά τα άρθρα είναι σύμφωνα με το περιεχόμενο του άρθρου 12 της σύμβασης Νάπολη ΙΙ. Η χρήση όλων των διαθέσιμων μέσων έρευνας σύμφωνα με την έννομη τάξη του συμβαλλόμενου μέρους προς τον οποίο απευθύνεται η αίτηση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2, περιλαμβάνει ανάκριση ατόμων, έρευνες σε χώρους και μέσα μεταφοράς, αντίγραφα εγγράφων, αιτήσεις για πληροφορίες και κατάσχεση αντικειμένων, εγγράφων και αντικειμένων αξίας.

    Το άρθρο 16 καλύπτει την ευχέρεια του εντεταλμένου προσωπικού να είναι παρόν κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της αίτησης συνδρομής και να εξετάζει τα έγγραφα, να προτείνει ερωτήματα και να εισηγείται μέτρα ερευνών, ώστε να συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα της αμοιβαίας συνδρομής και, εκεί όπου είναι κατάλληλο, να έχει πρόσβαση στους ίδιους χώρους, έγγραφα και πληροφορίες όπως και το προσωπικό της αρχής στην οποία απευθύνεται το αίτημα (συμπεράσματα της συνόδου κορυφής ΕΕ-Ελβετίας της 19ης Μαΐου 2004).

    * Άρθρο 17- "Καθήκον συνεργασίας"

    Το υπόψη άρθρο είναι συμπλήρωμα των άρθρων 15 και 16 της συμφωνίας και αντιστοιχεί σε παρόμοιες υποχρεώσεις που έχουν οι εμπορευόμενοι των κρατών μελών σχετικά με έρευνες που διεξάγονται από τις εθνικές αρχές τους.

    * Άρθρο 18 - "Μορφή και περιεχόμενο των αιτήσεων συνδρομής"

    Το υπόψη άρθρο είναι σύμφωνο με το περιεχόμενο του άρθρου 9 της σύμβασης Νάπολη ΙΙ.

    * Άρθρο 19- "Χρήση των πληροφοριών"

    Το υπόψη άρθρο είναι παρόμοιο με το άρθρο 11 του πρωτοκόλλου για την αμοιβαία συνδρομή σε τελωνειακά θέματα που συνομολογήθηκε με την Ελβετία (ΕΕ L 169, 27.6.97, σ. 81) και αντανακλά ένα κανόνα ειδικότητας. Η χρήση των πληροφοριών θα παραμείνει περιορισμένη στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων των συμβαλλομένων μερών, όπως ορίζει το άρθρο 2 (συμπεράσματα της συνόδου κορυφής ΕΕ-Ελβετίας της 19ης Μαΐου 2004).

    * Άρθρο 20- "Αυθόρμητη συνδρομή"

    Αυτή η διάταξη είναι ευρύτερη άλλων παρομοίων διατάξεων που περιέχονται στη σύμβαση Νάπολη ΙΙ.

    * Άρθρα 21 έως 23 -"Ιδιαίτερες μορφές συνεργασίας"

    Αυτά τα άρθρα είναι σύμφωνα με το περιεχόμενο ορισμένων από τα μέτρα που καλύπτονται στον τίτλο IV της σύμβασης Νάπολη Ι. Έχουν δε συνταχθεί κατά τρόπο ώστε η εφαρμογή τους να υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των αρχών των συμβαλλομένων μερών.

    * Άρθρο 24- "Είσπραξη"

    Το υπόψη άρθρο επαναλαμβάνει την ουσία των άρθρων 6, 7, 10, 13 και 15 της οδηγίας 76/308/ΕΟΚ της 15ης Μαρτίου 1976 περί της αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικά με ορισμένες εισφορές, δασμούς, φόρους και άλλα μέτρα (ΕΕ L73, 19.3.76, σ. 18).

    Τίτλος III: Διατάξεις σχετικά με την αμοιβαία νομική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων

    * Άρθρο 25- "Σχέση με άλλες συμφωνίες"

    Το υπόψη άρθρο, όπως το άρθρο 48 της SIC και το άρθρο 1 της σύμβασης για την αμοιβαία συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 29ης Μαΐου 2000 (ΕΕ C 197, 12.7.2000, σ. 1), βασίζεται στην ίδια λογική της συμπληρωματικότητας των διεθνών νομικών πράξεων.

    Η έννοια των πολυμερών συμφωνιών μεταξύ των συμβαλλομένων μερών υπό τους όρους του άρθρου 25 παράγραφος 2 της συμφωνίας περιλαμβάνει ιδίως, από την έναρξη ισχύος αυτής, τη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας για τη συμμετοχή της Ελβετικής Συνομοσπονδίας στην εκτέλεση, εφαρμογή και ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν.

    * Άρθρο 26- "Διαδικασίες στις οποίες χορηγείται εξίσου η αμοιβαία συνδρομή"

    Το υπόψη άρθρο είναι σύμφωνο με το περιεχόμενο του άρθρου 49 της SIC και του άρθρου 3 της σύμβασης της 29ης Μαΐου 2000 για την αμοιβαία συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Το άρθρο επικεντρώνεται τώρα στις διαδικασίες όπου χορηγείται δικαστική συνδρομή (μη εξαιρουμένων των πραγματικών περιστατικών και των αδικημάτων για τα οποία μπορεί να υπέχει ευθύνη ένα νομικό πρόσωπο). Η παράγραφος 2 διατηρήθηκε με στόχο την επέκταση των μέτρων που προβλέπονται στη σύμβαση για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, την έρευνα, την κατάσχεση και τη δήμευση των προϊόντων εγκλήματος (Στρασβούργο, 8.11.1990) σε αδικήματα που καλύπτονται από τη συμφωνία κατά της απάτης.

    * Άρθρο 27- "Διαβίβαση των αιτήσεων"

    Η προσέγγιση του άρθρου είναι ευέλικτη όσον αφορά τη διαβίβαση και επιτρέπει τόσο τη συγκεντρωτική διαβίβαση των αιτήσεων όσο και την άμεση διαβίβαση στην εκτελούσα αρχή. Τούτο αρμόζει ιδίως στην περίπτωση της Ελβετίας, όπου η ύπαρξη δύο επιπέδων δικαιοδοσίας (σε επίπεδο ομοσπονδίας και καντονίων) σημαίνει ότι η δυνατότητα συγκεντρωτικής διαβίβασης μπορεί να αποβεί χρήσιμη σε ορισμένες περιπτώσεις.

    Η άμεση διαβίβαση των αιτήσεων είναι σε συμφωνία με το άρθρο 6 της σύμβασης της 29ης Μαΐου 2000 για την αμοιβαία συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα αποτρέψει ανώφελες καθυστερήσεις. Το άρθρο 27 παράγραφος 5 προβλέπει τα απαραίτητα μέτρα για την ταυτοποίηση των αρμόδιων κεντρικών αρχών.

    * Άρθρο 28- "Αποστολή μέσω ταχυδρομείου"-

    Το υπόψη άρθρο είναι σύμφωνο με το περιεχόμενο του άρθρου 52 της SIC και του άρθρου 5 της σύμβασης της 29ης Μαΐου 2000 για την αμοιβαία συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    * Άρθρο 29- "Προσωρινά μέτρα"

    Το υπόψη άρθρο αντιστοιχεί στο άρθρο 24 του δευτέρου συμπληρωματικού πρωτοκόλλου, της 8ης Νοεμβρίου 2001, στην ευρωπαϊκή σύμβαση για την αμοιβαία συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης (Στρασβούργο, 20.4.1959). Η παράγραφος 2 αντιστοιχεί στο άρθρο 11 της σύμβασης για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, την έρευνα, την κατάσχεση και τη δήμευση των προϊόντων εγκλήματος (Στρασβούργο, 8.11.1990).

    * Άρθρο 30- "Παρουσία των αρχών του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους".

    Το υπόψη άρθρο είναι σύμφωνο με το άρθρο 4 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την αμοιβαία συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης (Στρασβούργο, 20.4.1959) και με το άρθρο 2 του δευτέρου συμπληρωματικού πρωτοκόλλου στην ευρωπαϊκή σύμβαση για την αμοιβαία συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων (Στρασβούργο, 8.11.2001). Επίσης, το άρθρο είναι εμπνευσμένο από το άρθρο 12 παράγραφος 2 της σύμβασης Νάπολη ΙΙ. Στόχος αυτού του άρθρου είναι να διευκολύνει την εκτέλεση των αιτήσεων δικαστικής συνδρομής, ώστε να αποφευχθούν οι συμπληρωματικές αιτήσεις που θα μπορούσαν να καθυστερήσουν την αποτελεσματικότητα της συνεργασίας.

    Όπως ειπώθηκε και για τη διοικητική συνδρομή (άρθρο 16), τούτο καλύπτει τη δυνατότητα των αρχών και του εντεταλμένου προσωπικού του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους να παρίστανται κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της αίτησης συνδρομής και να εξετάζουν τα έγγραφα, να προτείνουν ερωτήματα και να εισηγούνται μέτρα ερευνών, ώστε να συμβάλλουν στην αποτελεσματικότητα της αμοιβαίας συνδρομής και, όπου είναι αρμόζον, να έχουν πρόσβαση στους ίδιους χώρους, έγγραφα και πληροφορίες όπως και το προσωπικό της αρχής στην οποία απευθύνεται η αίτηση (συμπεράσματα της συνόδου κορυφής ΕΕ-Ελβετίας της 19ης Μαΐου 2004).

    Ωστόσο, αυτή η διάταξη δεν υποχρεώνει τις αρχές προς τις οποίες απευθύνεται το αίτημα να καλέσουν τις αιτούσες αρχές να παράσχουν τη συνδρομή τους για την εκτέλεση των μέτρων που έχουν ζητηθεί με δικαστική παραγγελία.

    * Άρθρο 31- "Ανακρίσεις και κατασχέσεις αντικειμένων"

    Παρέχεται δικαστική συνεργασία, συμπεριλαμβανομένων των ερευνών και των κατασχέσεων, ακόμη και για θέματα που αφορούν την έμμεση φορολογία και τη λαθρεμπορία (συμπεράσματα της συνόδου κορυφής ΕΕ-Ελβετίας της 19ης Μαΐου 2004).

    Το άρθρο 31 παράγραφος 1 αναπαράγει το κείμενο του άρθρου 51 παράγραφος α) της SIC.

    Το άρθρο 31 παράγραφος 2 αντιστοιχεί στα κοινοτικά πρότυπα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σύμφωνα με την οδηγία 91/308/ΕΟΚ για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/97/ΕΚ (ΕΕ L 344, 28.12.2001, σ. 76), καθώς επίσης σύμφωνα με το δεύτερο πρωτόκολλο της σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ C 222, 19.7.1997, σ. 12). Οι δικαστικές παραγγελίες για έρευνες και κατασχέσεις όσον αφορά αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες εκτελούνται υπό τον όρο ότι το βασικό αδίκημα υπόκειται σε ποινή φυλάκισης άνω των έξη μηνών σύμφωνα με τη νομοθεσία τόσο του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους όσο και του συμβαλλομένου μέρους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση. Τούτο σημαίνει ότι καλύπτονται η φορολογική απάτη και η κατ' επάγγελμα λαθρεμπορία (συμπεράσματα της συνόδου κορυφής ΕΕ-Ελβετίας της 19ης Μαΐου 2004).

    * Άρθρο 32- "Αίτηση τραπεζικών και χρηματοοικονομικών πληροφοριών"

    Αιτήσεις για πληροφορίες σχετικά με τραπεζικούς λογαριασμούς, τραπεζικές συναλλαγές και αιτήσεις για την παρακολούθηση τραπεζικών συναλλαγών αντιμετωπίζονται σε συμφωνία με τους κανόνες που προβλέπονται στο πρωτόκολλο της 16ης Οκτωβρίου 2001 στη σύμβαση για αμοιβαία συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 326, 21.11.2001, σ. 1), συμπεριλαμβανομένης, εάν είναι αναγκαίο, της μη αποκάλυψης μέτρων έρευνας στο άτομο που αυτά αφορούν (βλ. άρθρα 1 έως 4 του πρωτοκόλλου) (συμπεράσματα της συνόδου κορυφής ΕΕ-Ελβετίας της 19ης Μαΐου 2004).

    * Άρθρο 33- "Ελεγχόμενες παραδόσεις"

    Το υπόψη άρθρο είναι διαμορφωμένο κατά το άρθρο 12 της σύμβασης της 29ης Μαΐου 2000 για την αμοιβαία συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    * Άρθρο 34- "Παράδοση με σκοπό την κατάσχεση ή την επιστροφή"

    Το υπόψη άρθρο είναι σύμφωνο με το άρθρο 8 της σύμβασης για την αμοιβαία συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 29ης Μαΐου 2000.

    * Άρθρο 35 - "Επιτάχυνση της αμοιβαίας συνδρομής"

    Το υπόψη άρθρο αντανακλά τις διαπραγματευτικές οδηγίες που εξέδωσε το Συμβούλιο στις 14 Δεκεμβρίου 2000 όσον αφορά την αποφυγή υπερβολικά μακρών διαδικασιών συνεργασίας. Το κείμενο ακολουθεί πλήρως το άρθρο 4 παράγραφοι 2, 3 και 4 της σύμβασης της 29ης Μαΐου 2000 για την αμοιβαία συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Ως εκτέλεση της αίτησης για δικαστική συνδρομή υπό τους όρους του άρθρου 35 παράγραφος 1 νοείται, επίσης, η διαβίβαση πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων στην αρμόδια αρχή του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους.

    * Άρθρο 36- "Χρήση των αποδεικτικών στοιχείων"

    Το υπόψη άρθρο πρέπει να ερμηνευθεί λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τους κανόνες περί προστασίας δεδομένων που περιέχονται στο κοινοτικό κεκτημένο και, ιδίως, σύμφωνα με το άρθρο 23 της σύμβασης της 29ης Μαΐου 2000 για την αμοιβαία συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    * Άρθρο 37- "Αυθόρμητη διαβίβαση των αποδεικτικών στοιχείων"

    Το υπόψη άρθρο βασίζεται στο άρθρο 7 της σύμβασης της 29ης Μαΐου 2000 για την αμοιβαία συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συμπληρωματική αναφορά στο σχέδιο συμφωνίας στην αυθόρμητη διαβίβαση αποδεικτικών στοιχείων δεν προϋποθέτει καμία ουσιαστική αλλαγή σε σύγκριση με τους ισχύοντες κανόνες, εφόσον η αποδεικτική αξία των εκάστοτε στοιχείων καθορίζεται ασφαλώς από την ποινική δικονομία της χώρας όπου ασκείται η ποινική δίωξη.

    * Άρθρο 38-"Διαδικασίες στο συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση"

    Το υπόψη άρθρο δικαιολογείται από την ελβετική νομολογία σύμφωνα με την οποία, όταν ένα ξένο κράτος ζητά να παρασταθεί ως πολιτική αγωγή σε ποινική διαδικασία στην Ελβετία, οι ελβετικές αρχές μπορούν να του αρνηθούν την πρόσβαση στο φάκελο εάν, επιπλέον αυτής της διαδικασίας, ασχολούνται με αίτηση για αμοιβαία συνδρομή προερχόμενη από δικαστική αρχή της ιδίας χώρας σε σχέση με την ίδια υπόθεση (Abacha, απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου της 5ης Ιουνίου 2001). Η διάταξη προορίζεται να διασφαλίσει ότι η Κοινότητα ή τα κράτη μέλη απολαύουν πλήρως των δικαιωμάτων τους ως μέρος μιας διαδικασίας σε περίπτωση που παρίστανται ως πολιτική αγωγή σε ποινική διαδικασία στην Ελβετία.

    Τίτλος IV: Τελικές διατάξεις

    * Άρθρο 39-"Μικτή επιτροπή"

    Το υπόψη άρθρο προβλέπει τη σύσταση μικτής επιτροπής για τη διαχείριση της συμφωνίας, για την επίλυση διαφορών (άρθρο 40) και για τη διατύπωση συστάσεων για την αναθεώρηση της συμφωνίας (άρθρο 42).

    * Άρθρο 40- "Επίλυση των διαφορών"

    * Άρθρο 41- "Αμοιβαιότητα"

    Το υπόψη άρθρο ορίζει ότι δεν μπορούν να ληφθούν μονομερώς μέτρα χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με τη μικτή επιτροπή.

    * Άρθρο 42-"Αναθεώρηση"

    * Άρθρο 43 -"Εδαφικό πεδίο εφαρμογής"

    Το υπόψη άρθρο συμβαδίζει με τις τυποποιημένες διατάξεις για το συγκεκριμένο θέμα. Ωστόσο, η Επιτροπή θα διαβιβάσει στην Ελβετία έναν ενδεικτικό πίνακα εδαφών στα οποία εφαρμόζεται η συμφωνία.

    * Άρθρο 44- "Έναρξη ισχύος"

    Σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί δήλωση υπό τους όρους του άρθρου 44 παράγραφος 3, είναι σαφές ότι μόνον η Κοινότητα δύναται να πραγματοποιήσει δήλωση για θέματα αρμοδιότητάς της και ότι καμία δήλωση δεν μπορεί να αφορά τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών παρά μόνο τις σχέσεις με την Ελβετία.

    * Άρθρο 45-"Καταγγελία"

    Το υπόψη άρθρο περιέχει τις δυνατότητες καταγγελίας της συμφωνίας.

    * Άρθρο 46-"Χρονική εφαρμογή"

    Το υπόψη άρθρο περιλαμβάνει ρήτρα για την εφαρμογή της συμφωνίας σε αιτήσεις που αφορούν παράνομες δραστηριότητες που πραγματοποιήθηκαν έξη μήνες μετά την υπογραφή της.

    * Άρθρο 47- "Επέκταση της συμφωνίας στα νέα κράτη μέλη της ΕΕ"

    Το άρθρο έχει ως στόχο τη διευκόλυνση της επέκτασης της συμφωνίας στα νέα κράτη μέλη.

    * Άρθρο 48- "Δεσμευτικά κείμενα"

    2004/0187 (CNS)

    Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών τους συμφερόντων

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 280 σε συνδυασμό με το πρώτο εδάφιο της πρώτης υποπαραγράφου του άρθρου 300 παράγραφος 2 και την πρώτη υποπαράγραφο του άρθρου 300 παράγραφος 3,

    την πρόταση της Επιτροπής [1],

    [1] ΕΕ C [...] [...], σ.[...]

    τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου [2],

    [2] ΕΕ C [...] [...], σ. [...].

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1) Στις 14 Δεκεμβρίου 2000, το Συμβούλιο εξουσιοδότησε την Επιτροπή να διαπραγματευτεί με την Ελβετική Συνομοσπονδία συμφωνία για την καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, συμπεριλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας και των ειδικών φόρων κατανάλωσης.

    (2) Σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου..../..../EΚ της ......2004, και με την επιφύλαξη της σύναψής της σε μεταγενέστερη ημερομηνία, η συμφωνία υπεγράφη εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στις ....2004.

    (3) Η συμφωνία προβλέπει τη σύσταση μικτής επιτροπής με εξουσίες λήψης αποφάσεων σε ορισμένους τομείς και κατά συνέπεια είναι αναγκαίο να ορισθεί ο εκπρόσωπος της Κοινότητας σ' αυτή την επιτροπή.

    (4) Είναι σκόπιμη η έγκριση της συμφωνίας.

    ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

    Άρθρο 1

    Η συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών τους συμφερόντων, καθώς και η συνοδευτική Τελική Πράξη εγκρίνονται εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

    Το κείμενο της συμφωνίας και η συνοδευτική Τελική Πράξη επισυνάπτονται στην παρούσα απόφαση.

    Άρθρο 2

    Η Επιτροπή εκπροσωπεί την Κοινότητα στη μικτή επιτροπή που συστήνεται με το άρθρο 39 της συμφωνίας.

    Η θέση που υιοθετεί η Κοινότητα κατά την εφαρμογή της συμφωνίας όσον αφορά τις αποφάσεις ή τις συστάσεις της μικτής επιτροπής καθορίζεται από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής.

    Άρθρο 3

    Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου προβαίνει, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, στην κοινοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 44 παράγραφος 2 της συμφωνίας [3].

    [3] Η ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας θα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου.

    Άρθρο 4

    Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Βρυξέλλες,

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    Συμφωνία

    συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου,

    για την καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών τους συμφερόντων

    Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ,

    ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΒΕΛΓΙΟΥ,

    Η ΤΣΕΧΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

    ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ της ΔΑΝΙΑΣ,

    Η ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ της ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ,

    Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ της ΕΣΤΟΝΙΑΣ,

    Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

    ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ της ΙΣΠΑΝΙΑΣ,

    Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

    Η ΙΡΛΑΝΔΙΑ,

    Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

    Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ της ΚΥΠΡΟΥ,

    Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ της ΛΕΤΟΝΙΑΣ,

    Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ της ΛΙΘΟΥΑΝΙΑΣ,

    ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΔΟΥΚΑΤΟ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ,

    Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ της ΟΥΓΓΑΡΙΑΣ,

    Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ της ΜΑΛΤΑΣ,

    ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ,

    Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ της ΑΥΣΤΡΙΑΣ,

    Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ της ΠΟΛΩΝΙΑΣ,

    Η ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

    Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ της ΣΛΟΒΕΝΙΑΣ,

    Η ΣΛΟΒΑΚΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

    Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ της ΦΙΝΛΑΝΔΙΑΣ,

    ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ της ΣΟΥΗΔΙΑΣ,

    ΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ της ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ ΚΑΙ της ΒΟΡΕΙΑΣ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ, αφενός

    και

    Η ΕΛΒΕΤΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ, αφετέρου,

    στο εξής αναφερόμενοι ως συμβαλλόμενα μέρη,

    ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ τις στενές σχέσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου,

    επιθυμώντας να καταπολεμήσουν αποτελεσματικά την απάτη και κάθε άλλη παράνομη δραστηριότητα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των συμβαλλομένων μερών,

    λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη ενίσχυσης της διοικητικής συνδρομής στους συγκεκριμένους τομείς,

    πεπεισμένοι ότι η αμοιβαία δικαστική συνδρομή, η οποία περιλαμβάνει τις έρευνες και κατασχέσεις αντικειμένων, πρέπει να παρέχεται σε όλες τις περιπτώσεις λαθρεμπορίας και φοροδιαφυγής στον τομέα της έμμεσης φορολογίας, κυρίως του φόρου προστιθεμένης αξίας, των τελωνειακών δασμών και των φόρων πολυτελείας,

    αναγνωρίζοντας τη σημασία της καταπολέμησης της νομιμοποίησης προσόδων από παράνομες δραστηριότητες,

    συμφώνησαν τη σύναψη της ακόλουθης συμφωνίας:

    ΤΙΤΛΟΣ I ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 1 Αντικείμενο

    Αντικείμενο της παρούσας συμφωνίας είναι να επεκτείνει τη διοικητική συνδρομή και τη δικαστική συνεργασία στον ποινικό τομέα μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, με σκοπό την καταπολέμηση των παράνομων δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2.

    Άρθρο 2 Πεδίο εφαρμογής

    (1) Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται στους ακόλουθους τομείς:

    (a) πρόληψη, ανίχνευση, έρευνα, δίωξη και καταστολή διοικητικού και ποινικού χαρακτήρα της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των αντίστοιχων οικονομικών συμφερόντων των συμβαλλομένων μερών όσον αφορά:

    - τις εμπορευματικές συναλλαγές κατά παράβαση της τελωνειακής και γεωργικής νομοθεσίας.

    - τις συναλλαγές κατά παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας σχετικά με το φόρο προστιθεμένης αξίας, τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης ή τους φόρους πολυτελείας.

    - την είσπραξη ή παρακράτηση πόρων - συμπεριλαμβανομένης της χρήσης αυτών των πόρων για σκοπούς άλλους πέραν εκείνων για τους οποίους χορηγήθηκαν αρχικά - που προέρχονται από τον προϋπολογισμό των συμβαλλομένων μερών ή από προϋπολογισμούς οι οποίοι αποτελούν αντικείμενο δικής τους διαχείρισης ή διαχείρισης εξ ονόματός τους, όπως οι επιδοτήσεις και οι επιστροφές.

    - τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων που ανατίθενται από τα συμβαλλόμενα μέρη.

    (b) κατάσχεση και είσπραξη οφειλομένων ή αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών που προκύπτουν από τις παράνομες δραστηριότητες που αναφέρονται στο στοιχείο (α).

    (2) Η συνεργασία κατά την έννοια των τίτλων II (διοικητική συνδρομή) και III (αμοιβαία δικαστική συνδρομή) δε θα μπορεί να απορριφθεί εκ μόνου του λόγου ότι η αίτηση αναφέρεται σε παράβαση την οποία το συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση χαρακτηρίζει ως φορολογική παράβαση ή του οποίου η νομοθεσία δεν αναγνωρίζει το ίδιο είδος εισφορών ή δαπανών ή δεν περιλαμβάνει το ίδιο είδος ρύθμισης ή τον ίδιο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών με αυτόν της νομοθεσίας του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους.

    (3) Η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που καλύπτονται από την παρούσα συμφωνία συμπεριλαμβάνεται στο πεδίο εφαρμογής υπό τον όρο ότι οι δραστηριότητες που συνιστούν το προκαταρκτικό αδίκημα τιμωρούνται κατά το δίκαιο και των δύο συμβαλλομένων μερών με ποινή στερητική της ελευθερίας ή μέτρο ασφαλείας περιοριστικό της ελευθερίας το ανώτατο όριο των οποίων να είναι τουλάχιστον έξι μήνες.

    (4) Οι άμεσοι φόροι αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας.

    Άρθρο 3 Περιπτώσεις ήσσονος σημασίας

    (1) Η αρχή του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση μπορεί να αρνηθεί αίτηση συνεργασίας όταν το εικαζόμενο ποσό των κάτω του κανονικού ύψους εισπραχθέντων ή διαφυγόντων δασμών αντιπροσωπεύει αξία που δεν υπερβαίνει τις 25.000 ευρώ ή όταν η εικαζόμενη αξία των χωρίς άδεια εξαγχθέντων ή εισαχθέντων εμπορευμάτων αντιπροσωπεύει αξία που δεν υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ εκτός εάν η υπόθεση, λόγω των συνθηκών ή της ταυτότητας του κατηγορουμένου, θεωρείται ιδιαίτερα σοβαρή από το αιτούν συμβαλλόμενο μέρος.

    (2) Η αρχή του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την αρχή του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους για τους λόγους απόρριψης της αίτησης συνεργασίας.

    Άρθρο 4 Δημόσια τάξη

    Η συνεργασία μπορεί να απορριφθεί εάν το συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση θεωρεί ότι η εκτέλεση της αίτησης μπορεί να θίξει την κυριαρχία, την ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή άλλα ουσιαστικά συμφέροντά του.

    Άρθρο 5 Διαβίβαση πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων

    (1) Οι πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία που κοινοποιούνται ή λαμβάνονται δυνάμει της παρούσας συμφωνίας, υπό οιαδήποτε μορφή, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο και απολαμβάνουν της προστασίας που χορηγείται σε ανάλογες πληροφορίες από το εθνικό δίκαιο του συμβαλλομένου μέρους που τις λαμβάνει και από τις αντίστοιχες διατάξεις που εφαρμόζονται στα κοινοτικά όργανα.

    Αυτές οι πληροφορίες και αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία δεν μπορούν κυρίως να κοινοποιούνται σε άτομα πέραν εκείνων, τα οποία, στα κοινοτικά όργανα, στα κράτη μέλη ή στην Ελβετική Συνομοσπονδία, προορίζονται λόγω των καθηκόντων τους να τα γνωρίζουν ούτε να χρησιμοποιούνται από αυτά για σκοπούς που δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας. (2) Οι πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία που λαμβάνονται από το αιτούν συμβαλλόμενο μέρος κατ' εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας μπορούν να διαβιβάζονται σε οποιονδήποτε αντισυμβαλλόμενο εφόσον αυτός διεξάγει έρευνα για την οποία δεν αποκλείεται η συνεργασία ή υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις ότι θα μπορούσε επωφελώς να διεξάγει μία τέτοια έρευνα. Αυτή η κοινοποίηση δεν μπορεί να γίνεται για σκοπούς άλλους πέραν εκείνων που προβλέπονται από την παρούσα συμφωνία.

    (3) Η διαβίβαση των λαμβανομένων δυνάμει της παρούσας συμφωνίας πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων σε έναν ή περισσότερους αντισυμβαλλόμενους δεν μπορεί να αποτελεί το αντικείμενο προσφυγής στο συμβαλλόμενο μέρος στο οποίο υπεβλήθη αρχικά η αίτηση.

    (4) Κάθε συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο κοινοποιούνται πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με την παράγραφο 2 τηρεί τους περιορισμούς χρήσης αυτών των στοιχείων που επιβάλλονται στο συμβαλλόμενο μέρος που αιτείται την πρώτη διαβίβαση από το συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.

    (5) Η διαβίβαση πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώνονται κατ' εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας, η οποία γίνεται από κάποιο συμβαλλόμενο μέρος σε τρίτο κράτος, υπόκειται στην έγκριση του συμβαλλομένου μέρους το οποίο αποτελεί την πηγή αυτών των πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων.

    Άρθρο 6 Τήρηση απορρήτου

    Το αιτούν συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει από το συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση να φροντίσει ώστε η αίτηση και το περιεχόμενό της να παραμείνουν απόρρητα, εκτός από την περίπτωση που αυτό δεν συμβιβάζεται με την εκτέλεσή της. Εάν το συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν μπορεί να συμμορφωθεί με τις επιταγές της εμπιστευτικότητας ενημερώνει προηγουμένως την αρχή του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους.

    Τίτλος II ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ

    Κεφάλαιο 1 Γενικές διατάξεις

    Άρθρο 7 Σχέση με άλλες συμφωνίες

    Ο παρών τίτλος δεν επηρεάζει ούτε τις διατάξεις που εφαρμόζονται όσον αφορά την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις ούτε τις πιο εκτεταμένες υποχρεώσεις στον τομέα της διοικητικής συνδρομής ή τις πιο προνομιακές διατάξεις διμερών ή πολυμερών συμφωνιών συνεργασίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, κυρίως το συμπληρωματικό πρωτόκολλο σχετικά με την αμοιβαία διοικητική συνδρομή σε τελωνειακές υποθέσεις της 9ης Ιουνίου 1997.

    Άρθρο 8 Έκταση εφαρμογής

    (1) Τα συμβαλλόμενα μέρη παρέχουν αμοιβαία συνδρομή για την καταπολέμηση των παράνομων δραστηριοτήτων που προβλέπονται από την παρούσα συμφωνία, κυρίως με την πρόληψη, διερεύνηση και δίωξη ενεργειών και άλλων πράξεων και παραλείψεων αντίθετων προς την σχετική νομοθεσία.

    (2) Η συνδρομή που θεσπίζεται στον παρόντα τίτλο εφαρμόζεται σε κάθε αρμόδια διοικητική αρχή των συμβαλλομένων μερών που δρα στο πλαίσιο της άσκησης εξουσιών διοικητικής έρευνας ή εξουσιών ποινικής δίωξης, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης κατά την οποία αυτές οι αρχές ασκούν εξουσίες κατόπιν αιτήσεως δικαστικών αρχών.

    Εάν πραγματοποιείται ποινική έρευνα από δικαστική αρχή ή υπό την αιγίδα της, αυτή η αρχή καθορίζει το κατά πόσον οι σχετικές αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής ή συνεργασίας υποβάλλονται στη βάση των διατάξεων που ισχύουν για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις ή στη βάση του παρόντος τίτλου.

    Άρθρο 9 Αρμοδιότητες

    (1) Οι αρχές των συμβαλλομένων μερών εφαρμόζουν τις διατάξεις του παρόντος τίτλου στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που τους έχουν ανατεθεί στη βάση του εθνικού τους δικαίου. Καμία διάταξη του παρόντος τίτλου δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως τροποποίηση των αρμοδιοτήτων που αναγνωρίζονται δυνάμει των εθνικών διατάξεων στις αρχές των συμβαλλομένων μερών κατά την έννοια του παρόντος τίτλου.

    Οι αρχές αυτές ενεργούν σαν να επρόκειτο για ενέργεια στην οποία θα προέβαιναν για λογαριασμό τους ή μετά από αίτηση άλλης αρχής του ίδιου συμβαλλομένου μέρους. Εκμεταλλεύονται προς το σκοπό αυτό όλες τις νόμιμες εξουσίες τις οποίες διαθέτουν στο πλαίσιο του εθνικού τους δικαίου για να ικανοποιήσουν το αίτημα.

    (2) Οι αιτήσεις που απευθύνονται σε μη αρμόδιες αρχές διαβιβάζονται χωρίς καθυστέρηση από αυτές τις τελευταίες στην αρμόδια αρχή.

    Άρθρο 10 Αναλογικότητα

    Η αρχή του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση μπορεί να αρνηθεί αίτηση συνεργασίας όταν προκύπτει με εμφανή τρόπο ότι :

    (a) ο αριθμός και ο χαρακτήρας των αιτήσεων που έχουν υποβληθεί από το αιτούν συμβαλλόμενο μέρος κατά τη διάρκεια δεδομένης περιόδου επιβάλλουν δυσανάλογα διοικητικά βάρη στην αρχή του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.

    (b) η αρχή του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους δεν έχει εξαντλήσει τις συνήθεις πηγές πληροφοριών τις οποίες θα μπορούσε, σύμφωνα με τις συνθήκες, να χρησιμοποιήσει για να συγκεντρώσει τις αιτούμενες πληροφορίες χωρίς κίνδυνο να βλάψει την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος.

    Άρθρο 11 Κεντρικές υπηρεσίες

    (1) Κάθε συμβαλλόμενο Μέρος διορίζει την ή τις αρμόδια/ες κεντρική/ές υπηρεσία/ες για την εξέταση των αιτήσεων διοικητικής συνδρομής κατά την έννοια του παρόντος τίτλου.

    Αυτές οι υπηρεσίες απευθύνονται σε όλες τις αρμόδιες διοικητικές αρχές για την εκτέλεση της αιτούμενης συνδρομής.

    (2) Οι κεντρικές υπηρεσίες επικοινωνούν απευθείας μεταξύ τους.

    (3) Η δραστηριότητα των κεντρικών υπηρεσιών δεν αποκλείει, κυρίως στις περιπτώσεις επείγοντος, την απευθείας συνεργασίας μεταξύ των άλλων αρχών των συμβαλλομένων μερών που είναι αρμόδιες στους τομείς εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας. Οι κεντρικές υπηρεσίες ενημερώνονται για κάθε δράση που χρειάζεται αυτή την απευθείας συνεργασία.

    (4) Τα συμβαλλόμενα μέρη ανακοινώνουν, κατά την προβλεπόμενη στο άρθρο 44 παράγραφος 2 κοινοποίηση, τις αρχές που θεωρούνται ως κεντρικές υπηρεσίες για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.

    Κεφάλαιο 2 Κατ' αίτηση συνδρομή

    Άρθρο 12 Αιτήσεις παροχής πληροφοριών

    (1) Μετά από αίτηση της αρχής του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους, η αρχή του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση κοινοποιεί σε αυτήν, εντός των ορίων του πεδίου εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας, όλες τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της ή στη διάθεση άλλων αρχών του ίδιου συμβαλλόμενου μέρους που μπορούν να της επιτρέψουν την πρόληψη, διερεύνηση ή καταστολή των παράνομων δραστηριοτήτων που προβλέπονται από τη συμφωνία ή που είναι απαραίτητες για την είσπραξη απαίτησης. Η αρχή του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση προβαίνει σε κάθε απαραίτητη διοικητική έρευνα για τη συγκέντρωση αυτών των πληροφοριών.

    (2) Από κοινού με τις κοινοποιούμενες πληροφορίες πρέπει να επισυνάπτονται οι εκθέσεις και λοιπά έγγραφα ή επικυρωμένα αντίγραφα ή αποσπάσματα αυτών των εκθέσεων και εγγράφων επί των οποίων στηρίζονται οι κοινοποιούμενες πληροφορίες, τα οποία ευρίσκονται στη διάθεση των αρχών του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ή τα οποία αυτές έχουν συγκεντρώσει ή επεξεργασθεί για να ανταποκριθούν στην αίτηση πληροφοριών.

    (3) Με συμφωνία μεταξύ της αρχής του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους και της αρχής του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση και σύμφωνα με λεπτομερείς οδηγίες αυτής της τελευταίας υπάλληλοι εξουσιοδοτημένοι προς το σκοπό αυτό από την αρχή του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους μπορούν να έχουν πρόσβαση, στα γραφεία των αρχών του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, σε έγγραφα και πληροφορίες κατά την έννοια της παραγράφου 1 που ευρίσκονται στην κατοχή των αρχών αυτού του συμβαλλομένου μέρους, τα οποία αναφέρονται σε συγκεκριμένες παράνομες δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας. Αυτοί οι υπάλληλοι είναι εξουσιοδοτημένοι να λαμβάνουν αντίγραφα αυτών των εγγράφων.

    Άρθρο 13 Αιτήσεις επιτήρησης

    Μετά από αίτηση της αρχής του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους, η αρχή του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ασκεί στο μέτρο του δυνατού επιτήρηση σχετικά με τις εμπορευματικές συναλλαγές που πραγματοποιούνται κατά παράβαση της νομοθεσίας που αναφέρεται στο άρθρο 2. Αυτή η επιτήρηση μπορεί να αφορά άτομα για τα οποία υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι έχουν συμμετάσχει ή συμμετέχουν στη διάπραξη αυτών των παράνομων δραστηριοτήτων ή επιτελούν προπαρασκευαστικές πράξεις με σκοπό τη διάπραξή τους, καθώς και χώρους, μεταφορικά μέσα και εμπορεύματα που έχουν σχέση με αυτές τις δραστηριότητες.

    Άρθρο 14 Κοινοποίηση και διαβίβαση μέσω ταχυδρομείου

    (1) Μετά από αίτηση της αρχής του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους, η αρχή του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση κοινοποιεί η διατάσσει την κοινοποίηση στον παραλήπτη, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, όλες τις πράξεις ή αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας.

    (2) Οι αιτήσεις κοινοποίησης, οι οποίες πρέπει να αναφέρουν το αντικείμενο της προς κοινοποίηση πράξης ή απόφασης, συνοδεύονται από μετάφραση σε επίσημη γλώσσα του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ή σε γλώσσα δεκτή απ' αυτό.

    (3) Τα συμβαλλόμενα Μέρη μπορούν να αποστείλουν απευθείας ταχυδρομικά τις προς κοινοποίηση πράξεις και τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών και εγγράφων στους φορείς που αναφέρονται στην τρίτη και τέταρτη περίπτωση του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο (α) που κατοικούν στο έδαφος του αντισυμβαλλομένου.

    Αυτά τα άτομα μπορούν να δώσουν συνέχεια σε αυτές τις κοινοποιήσεις και να χορηγήσουν τα σχετικά έγγραφα και πληροφορίες υπό την μορφή που προβλέπεται από τους κανόνες και τις συμφωνίες δυνάμει των οποίων έχουν χορηγηθεί οι πόροι.

    Άρθρο 15 Αιτήσεις ερευνών

    (1) Μετά από αίτηση του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους, το συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση προβαίνει στη διεξαγωγή ή διατάσσει τη διεξαγωγή χρήσιμων ερευνών σχετικά με ενέργειες ή συμπεριφορές που αποτελούν παράνομες δραστηριότητες προβλεπόμενες από την παρούσα συμφωνία ή οι οποίες δημιουργούν, στην αρχή του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους, βάσιμη υποψία ότι έχουν διαπραχθεί τέτοιες παράνομες δραστηριότητες.

    (2) Το συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση χρησιμοποιεί κάθε διαθέσιμο μέσο έρευνας σύμφωνα με την έννομη τάξη του υπό τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτά τα μέσα εάν δρούσε για δικό του λογαριασμό ή μετά από αίτηση άλλης εθνικής αρχής, συμπεριλαμβανομένης της παρέμβασης ή της εξουσιοδότησης, εφόσον χρειάζεται, δικαστικών αρχών.

    Αυτή η διάταξη δεν θίγει την υποχρέωση συνεργασίας των οικονομικών φορέων δυνάμει του άρθρου 17.

    Η αρχή του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση κοινοποιεί τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών στην αρχή του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους. Το άρθρο 12 παράγραφος 2 εφαρμόζεται mutatis mutandis.

    (3) Η αρχή του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση επεκτείνει τη συνδρομή σε όλες τις συνθήκες, αντικείμενα και πρόσωπα που παρουσιάζουν εμφανή σύνδεσμο με το αντικείμενο της αίτησης συνδρομής χωρίς να χρειάζεται συμπληρωματική αίτηση. Σε περίπτωση αμφιβολίας, η αρχή του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έρχεται καταρχάς σε επαφή με την αρχή του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους.

    Άρθρο 16 Παρουσία εντεταλμένων υπαλλήλων από την αρχή του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους

    (1) Μετά από συμφωνία μεταξύ της αρχής του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους και της αρχής του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση είναι δυνατό να παρευρίσκονται στις έρευνες που προβλέπονται από το προηγούμενο άρθρο υπάλληλοι οριζόμενοι από την αρχή του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους. Αυτή η παρουσία δεν υπόκειται στη συναίνεση του ατόμου ή του οικονομικού φορέα στον οποίο πραγματοποιείται η έρευνα.

    (2) Υπάλληλοι της αρχής του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εξασφαλίζούν ανά πάσα στιγμή τη διεξαγωγή των ερευνών. Οι υπάλληλοι της αρχής του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους δεν δύνανται, κατόπιν δικής τους πρωτοβουλίας, να ασκήσουν τις εξουσίες που αναγνωρίζονται στους υπαλλήλους της αρχής του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.

    Αντιθέτως, έχουν πρόσβαση στους ίδιους χώρους και τα ίδια έγγραφα με τους υπαλλήλους της αρχής του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, με τη μεσολάβησή τους και αποκλειστικά για τις ανάγκες της διεξαγόμενης έρευνας.

    (3) Η εξουσιοδότηση μπορεί να εξαρτάται από προϋποθέσεις.

    (4) Οι πληροφορίες που περιέρχονται στην αρχή του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους δεν θα μπορούν να χρησιμοποιούνται σαν αποδεικτικά στοιχεία πριν να επιτραπεί η διαβίβαση των εγγράφων σχετικά με την εκτέλεση.

    Άρθρο 17 Καθήκον συνεργασίας

    Οι οικονομικοί φορείς είναι υποχρεωμένοι να συνεργάζονται κατά την εκτέλεση της αίτησης διοικητικής συνδρομής, παρέχοντας πρόσβαση στους χώρους, μεταφορικά μέσα και έγγραφά τους και χορηγώντας όλες τις δέουσες πληροφορίες.

    Άρθρο 18 Μορφή και ουσία των αιτήσεων συνδρομής

    (1) Οι αιτήσεις συνδρομής διατυπώνονται εγγράφως. Συνοδεύονται από έγγραφα που κρίνονται χρήσιμα για την απάντηση.

    Σε περίπτωση επείγοντος, γίνονται δεκτές οι προφορικές αιτήσεις αλλά πρέπει να επιβεβαιώνονται εγγράφως το συντομότερο δυνατό.

    (a) Οι αιτήσεις συνοδεύονται από τις ακόλουθες πληροφορίες:

    (b) αιτούσα αρχή.

    (c) αιτούμενο μέτρο.

    (d) αντικείμενο και λόγος της αίτησης.

    (e) νομοθεσία, κανόνες και άλλα σχετικά νομικά στοιχεία.

    (f) πληροφορίες όσο το δυνατόν ακριβείς και πλήρεις σχετικά με τα φυσικά νομικά πρόσωπα που αποτελούν αντικείμενο των ερευνών.

    (g) περίληψη των σχετικών πραγματικών γεγονότων και των ήδη διεξαχθεισών ερευνών, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 14.

    (2) Οι αιτήσεις υποβάλλονται σε μία από τις επίσημες γλώσσες του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ή σε γλώσσα αποδεκτή από αυτό.

    (3) Οι εσφαλμένες ή ελλιπείς αιτήσεις μπορούν να διορθωθούν ή να συμπληρωθούν. Τα απαραίτητα μέτρα για να γίνει αποδεκτή η αίτηση τίθενται σε εφαρμογή στο ενδιάμεσο.

    Άρθρο 19 Χρήση των πληροφοριών

    (4) Οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για σκοπούς καλυπτόμενους από την παρούσα συμφωνία. Όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος ζητεί τη χρήση αυτών των πληροφοριών για άλλους σκοπούς, πρέπει να ζητήσει την προηγούμενη γραπτή έγκριση της αρχής που χορήγησε αυτές τις πληροφορίες. Η χρήση των πληροφοριών υπόκειται κατά συνέπεια στους περιορισμούς που επιβάλλονται απ' αυτήν την αρχή.

    (5) Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει τη χρησιμοποίηση των πληροφοριών στο πλαίσιο δικαστικής ή διοικητικής διαδικασίας που κινείται λόγω μη συμμόρφωσης με τη νομοθεσία που καλύπτεται από την αίτηση διοικητικής συνδρομής εφόσον τα ίδια μέσα συνδρομής θα ήταν διαθέσιμα γι' αυτές τις διαδικασίες. Η αρμόδια αρχή του συμβαλλομένου μέρους η οποία χορήγησε αυτές τις πληροφορίες ειδοποιείται χωρίς καθυστέρηση για τη συγκεκριμένη χρήση των στοιχείων.

    (6) Τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν την ευχέρεια να χρησιμοποιούν, ως αποδεικτικά στοιχεία, στα πρακτικά που τηρούν, στις εκθέσεις και στις μαρτυρίες καθώς και σε διαδικασίες και διώξεις ενώπιον των δικαστηρίων πληροφορίες που συγκέντρωσαν και έγγραφα που συμβουλεύθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας.

    Κεφάλαιο 3 Αυθόρμητη συνδρομή

    Άρθρο 20 Αυθόρμητη συνδρομή

    (1) Οι μορφές συνεργασίας που θεσπίζονται στο προηγούμενο κεφάλαιο μπορούν να πραγματοποιούνται χωρίς προηγούμενη αίτηση του αντισυμβαλλομένου.

    (2) Η αρχή του συμβαλλομένου μέρους που διαβιβάζει τις πληροφορίες μπορεί, σύμφωνα με το εθνικό της δίκαιο, να εξαρτά τη χρήση αυτών των πληροφοριών από την αρχή του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνονται από όρους.

    (3) Όλες οι αρχές των συμβαλλομένων μερών δεσμεύονται από αυτούς τους όρους.

    Κεφάλαιο 4 Ιδιαίτερες μορφές συνεργασίας

    Άρθρο 21 Κοινές ενέργειες

    (1) Κατά την εισαγωγή, την εξαγωγή και τη διαμεταβίβαση εμπορευμάτων, όταν ο όγκος των συναλλαγών και οι κίνδυνοι που απορρέουν από την άποψη των διακυβευόμενων φόρων και επιδοτήσεων μπορούν να δημιουργήσουν σημαντικές απώλειες για τον προϋπολογισμό των συμβαλλομένων μερών, αυτά μπορούν να συμφωνήσουν για την πραγματοποίηση κοινών διασυνοριακών ενεργειών με σκοπό την πρόληψη και τη δίωξη παράνομων δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας.

    (2) Η συνεργασία και ο σχεδιασμός των διασυνοριακών ενεργειών υπάγονται στην αρμοδιότητα της κεντρικής υπηρεσίας ή γραφείου διορισμένου από αυτήν.

    Άρθρο 22 Κοινές ειδικές ομάδες έρευνας

    (1) Οι αρχές περισσοτέρων συμβαλλομένων μερών μπορούν, με κοινή συμφωνία, να δημιουργήσουν κοινή ειδική ομάδα έρευνας εγκατεστημένη σε ένα εκ των συμβαλλομένων μερών.

    (2) Η ομάδα έρευνας πραγματοποιεί δυσχερείς έρευνες που συνεπάγονται την κινητοποίηση σημαντικών μέσων και συντονίζει κοινές δράσεις.

    (3) Η συμμετοχή σε μια τέτοια ομάδα δεν παραχωρεί στους αντιπροσώπους των αρχών του συμβαλλομένου μέρους που την απαρτίζουν εξουσία παρέμβασης στο έδαφος του συμβαλλομένου μέρους στο οποίο πραγματοποιούνται οι έρευνες.

    Άρθρο 23 Υπάλληλοι σύνδεσμοι

    (1) Οι αρμόδιες αρχές των συμβαλλομένων μερών μπορούν να συμφωνήσουν την απόσπαση για περιορισμένη ή απεριόριστη περίοδο υπαλλήλων συνδέσμων ενός εκ των συμβαλλομένων στις αρμόδιες υπηρεσίες του αντισυμβαλλομένου με σκοπό την αμοιβαία υποστήριξη κατά την εκτέλεση της διοικητικής συνδρομής.

    (2) Οι υπάλληλοι σύνδεσμοι έχουν αποστολή γνωμοδότησης και συνδρομής. Δεν έχουν αυτόνομη εξουσία παρέμβασης στο έδαφος του συμβαλλομένου μέρους υποδοχής. Μπορούν, με τη συμφωνία ή μετά από αίτηση των αρμόδιων αρχών των συμβαλλομένων μερών:

    (a) να διευκολύνουν και να επιταχύνουν την ανταλλαγή πληροφοριών.

    (b) να παρέχουν συνδρομή για τις έρευνες.

    (c) να συμμετέχουν στην εξέταση των αιτήσεων συνδρομής.

    (d) να συμβουλεύουν και να βοηθούν τη χώρα υποδοχής κατά την προετοιμασία και την εκτέλεση διασυνοριακών ενεργειών.

    (e) να πραγματοποιούν οποιοδήποτε άλλο καθήκον συμφωνήσουν μεταξύ τους τα συμβαλλόμενα μέρη.

    (3) Οι αρμόδιες αρχές των συμβαλλομένων μερών ρυθμίζουν τις λεπτομέρειες με κοινή συμφωνία.

    (4) Οι υπάλληλοι σύνδεσμοι μπορούν να εκπροσωπούν τα συμφέροντα ενός ή περισσοτέρων συμβαλλομένων μερών.

    Κεφάλαιο 5 Είσπραξη

    Άρθρο 24 Είσπραξη

    (1) Μετά από αίτηση του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους, το συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση προβαίνει σε είσπραξη των απαιτήσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας σαν να επρόκειτο για δικές του απαιτήσεις.

    (2) Η αίτηση είσπραξης απαίτησης πρέπει να συνοδεύεται από επίσημο ή επικυρωμένο αντίγραφο του τίτλου που επιτρέπει την εκτέλεση, που έχει εκδοθεί από το αιτούν συμβαλλόμενο μέρος και, ενδεχομένως, του πρωτοτύπου ή επικυρωμένου αντιγράφου άλλων εγγράφων που είναι απαραίτητα για την είσπραξη.

    (3) Το συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση λαμβάνει συντηρητικά μέτρα για να κατοχυρώσει την είσπραξη απαίτησης.

    (4) Η αρχή του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση διαβιβάζει στην αρχή του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους το ποσό της απαίτησης που εισέπραξε. Σε συμφωνία με το αιτούν συμβαλλόμενο μέρος, μπορεί να αφαιρέσει το αντίστοιχο ποσοστό διοικητικών εξόδων που έχει καταβάλει.

    (5) Ανεξάρτητα από τα προβλεπόμενα στην πρώτη παράγραφο, οι προς είσπραξη απαιτήσεις δεν απολαμβάνουν απαραιτήτως των προνομίων ανάλογων απαιτήσεων που γεννώνται στο συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.

    Τίτλος III ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ

    Άρθρο 25 Σχέση με άλλες συμφωνίες

    (1) Οι διατάξεις αυτού του τίτλου στοχεύουν να συμπληρώσουν την ευρωπαϊκή σύμβαση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις της 20ής Απριλίου 1959 καθώς και τη σύμβαση, για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση των προϊόντων του εγκλήματος της 8ης Νοεμβρίου 1990 και πρέπει να διευκολύνουν την εφαρμογή τους μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.

    (2) Οι ευνοϊκότερες διατάξεις που απορρέουν από διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες μεταξύ των συμβαλλομένων μερών δεν θίγονται

    Άρθρο 26 Διαδικασίες στις οποίες χορηγείται εξίσου η αμοιβαία συνδρομή

    (1) Η αμοιβαία δικαστική συνδρομή χορηγείται εξίσου:

    (a) στις διαδικασίες για γεγονότα που είναι αξιόποινα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ενός εκ των δύο συμβαλλομένων ή και των δύο συμβαλλομένων μερών ως παραβάσεις κανονισμών που διώκονται από διοικητικές αρχές των οποίων η απόφαση μπορεί να οδηγήσει σε προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου αρμόδιου κυρίως σε ποινικές υποθέσεις.

    (b) σε αστικές αγωγές συνεκδικαζόμενες με ποινικές αγωγές, στο βαθμό που το ποινικό δικαστήριο δεν έχει ακόμα εκδώσει οριστική απόφαση για την ποινική αγωγή.

    (c) για γεγονότα ή παραβάσεις που μπορούν να επισύρουν την ευθύνη νομικού προσώπου του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους.

    (2) Η αμοιβαία συνδρομή χορηγείται επίσης για σκοπούς έρευνας και διαδικασίας με σκοπό την κατάσχεση και τη δήμευση μέσων και προϊόντων αυτών των παραβάσεων.

    Άρθρο 27 Διαβίβαση των αιτήσεων

    (1) Οι αιτήσεις που διατυπώνονται δυνάμει του παρόντος τίτλου υποβάλλονται από την αρχή του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους είτε μέσω αρμόδιας κεντρικής αρχής του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση είτε απευθείας στην αρχή του συμβαλλομένου μέρους που είναι αρμόδια να εκτελέσει την αίτηση του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους. Η αρχή του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους και, ενδεχομένως, η αρχή του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, αποστέλλουν αντίγραφο της αίτησης στην αντίστοιχη κεντρική αρχή τους προς ενημέρωση.

    (2) Κάθε έγγραφο σχετικό με την αίτηση ή με την εκτέλεση της μπορεί να διαβιβαστεί με τον ίδιο τρόπο. Αποστέλλεται τουλάχιστον ένα αντίγραφο απευθείας στην αρχή του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους.

    (3) Εάν η αρχή του συμβαλλομένου μέρους που λαμβάνει την αίτηση δεν είναι αρμόδια να εξασφαλίσει την αμοιβαία συνδρομή τη διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση στην αρμόδια αρχή.

    (4) Οι ελαττωματικές ή ελλιπείς αιτήσεις γίνονται δεκτές στο μέτρο που περιλαμβάνουν ουσιαστικά στοιχεία για να ικανοποιηθούν υπό την επιφύλαξη μεταγενέστερου διακανονισμού τους από την αρχή του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους. Η αρχή του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ειδοποιεί την αρχή του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους σχετικά με αυτά τα ελαττώματα και της χορηγεί προθεσμία για τη διευθέτηση.

    Η αρχή του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση στην αρχή του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους κάθε άλλη ένδειξη που μπορεί να της επιτρέψει να συμπληρώσει την αίτησή ή να την διευρύνει με άλλα μέτρα.

    (5) Τα συμβαλλόμενα μέρη ανακοινώνουν, κατά την προβλεπόμενη στο άρθρο 44 παράγραφο 2 κοινοποίηση, την ή τις αρμόδια/ες κεντρικές αρχές για τους σκοπούς αυτού του άρθρου.

    Άρθρο 28 Αποστολή μέσω ταχυδρομείου

    (1) Κατά γενικό κανόνα τα συμβαλλόμενα μέρη αποστέλλουν απευθείας ταχυδρομικά τα διαδικαστικά έγγραφα στα άτομα που ευρίσκονται στην επικράτεια του αντισυμβαλλομένου στις διαδικασίες που διεξάγονται για παράνομες δραστηριότητες που καλύπτονται από την παρούσα συμφωνία.

    (2) Εάν η αρχή του συμβαλλομένου μέρους που εξέδωσε τα έγγραφα γνωρίζει ή έχει λόγους να γνωρίζει ότι ο αποδέκτης δεν γνωρίζει άλλη γλώσσα, τα έγγραφα ή τουλάχιστον τα πιο σημαντικά αποσπάσματα των εγγράφων πρέπει να συνοδεύονται από μετάφραση σε αυτή την άλλη γλώσσα.

    (3) Η αρχή του αποστέλλοντος συμβαλλομένου μέρους ειδοποιεί τον αποδέκτη ότι κανένα μέτρο καταναγκασμού ή κύρωσης δεν μπορεί να εκτελεστεί απευθείας από αυτήν στο έδαφος του αντισυμβαλλομένου.

    (4) Όλα τα διαδικαστικά έγγραφα συνοδεύονται από σημείωση που ορίζει ότι ο αποδέκτης μπορεί να λάβει από την αρχή που ορίζεται στη σημείωση πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματά του και τις υποχρεώσεις του σχετικά με τα έγγραφα.

    Άρθρο 29 Προσωρινά μέτρα

    (1) Εντός των ορίων του εσωτερικού της δικαίου και των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων της και μετά από αίτηση της αρχής του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους, η αρμόδια αρχή του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση διατάσσει τα απαραίτητα προσωρινά μέτρα με σκοπό τη διατήρηση υφιστάμενης κατάστασης, την προστασία απειλούμενων νομικών συμφερόντων ή τη διαφύλαξη αποδεικτικών μέσων, εφόσον η αίτηση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής δεν θεωρείται έκδηλα απαράδεκτη.

    (2) Το πάγωμα περιουσιακών στοιχείων και η κατάσχεση σαν προληπτικά μέτρα διατάσσονται σε σχέση με τα μέσα ή τα προϊόντα αξιόποινων πράξεων για τις οποίες ζητείται η αμοιβαία δικαστική συνδρομή. Εάν το προϊόν αξιόποινης πράξης δεν υφίσταται πλέον, μερικά ή συνολικά, τα ίδια μέτρα διατάσσονται σε σχέση με τα αγαθά που ευρίσκονται στο έδαφος του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση και τα οποία αντιστοιχούν στην αξία του εν λόγω προϊόντος.

    Άρθρο 30 Παρουσία των αρχών του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους

    (1) Το συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εξουσιοδοτεί, μετά από αίτηση του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους, τους αντιπροσώπους των αρχών του αιτούντος να παρίστανται κατά την εκτέλεση της αίτησης αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής. Αυτή η παρουσία δεν υπόκειται στη συναίνεση του προσώπου για το οποίο λαμβάνεται το συγκεκριμένο μέτρο.

    Η εξουσιοδότηση μπορεί να συνοδεύεται από προϋποθέσεις.

    (2) Τα παρόντα πρόσωπα έχουν πρόσβαση στους ίδιους χώρους και στα ίδια έγγραφα με τους αντιπροσώπους της αρχής του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, με τη μεσολάβησή τους και αποκλειστικά για τις ανάγκες της εκτέλεσης της αίτησης αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής. Μπορούν ιδιαίτερα να θέτουν ή να προτείνουν ερωτήσεις και να υποδεικνύουν ανακριτικές πράξεις.

    (3) Αυτή η παρουσία δεν μπορεί να έχει σαν συνέπεια τη διάδοση πραγματικών περιστατικών σε πρόσωπα άλλα πέραν των εξουσιοδοτούμενων δυνάμει των προηγουμένων παραγράφων κατά παράβαση του δικαστικού απορρήτου ή των δικαιωμάτων του συγκεκριμένου προσώπου. Οι πληροφορίες που καθίστανται γνωστές στην αρχή του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται σαν αποδεικτικό μέσο πριν η απόφαση σχετικά με τη διαβίβαση των εγγράφων που αφορούν την εκτέλεση να αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

    Άρθρο 31 Ανακρίσεις και κατασχέσεις αντικειμένων

    (1) Τα συμβαλλόμενα μέρη δεν εξαρτούν το παραδεκτό αιτήσεων δικαστικής συνδρομής για έρευνα ή κατάσχεση από όρους άλλους εκτός από τους ακόλουθους:

    (a) η πράξη που αποτελεί αντικείμενο της αίτησης δικαστικής συνδρομής να τιμωρείται κατά το δίκαιο και των δύο συμβαλλομένων μερών με ποινή στερητική της ελευθερίας ή μέτρο ασφαλείας περιοριστικό της ελευθερίας, το ανώτατο όριο των οποίων να είναι τουλάχιστον έξι μήνες, ή να τιμωρείται κατά το δίκαιο ενός εκ των συμβαλλομένων μερών με ισοδύναμες κυρώσεις και κατά το δίκαιο του άλλου μέρους να τιμωρείται ως παράβαση τάξεως από διοικητική αρχή, η απόφαση της οποίας να δύναται να προσβληθεί ενώπιον ιδίως ποινικού δικαστηρίου.

    (b) η εκτέλεση της αίτησης δικαστικής συνδρομής να συμβιβάζεται με το δίκαιο του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.

    (2) Οι αιτήσεις δικαστικής συνδρομής για λόγους έρευνας και κατάσχεσης σε περίπτωση νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας είναι εξίσου παραδεκτές υπό τον όρο ότι οι δραστηριότητες που αποτελούν το προκαταρκτικό γεγονός να είναι αξιόποινες σύμφωνα με το δίκαιο των δύο αντισυμβαλλομένων με ποινή στερητική της ελευθερίας ή μέτρο ασφάλειας περιοριστικό της ελευθερίας, το ανώτατο όριο των οποίων να είναι τουλάχιστον έξι μήνες.

    Άρθρο 32 Αίτηση τραπεζικών και χρηματοοικονομικών πληροφοριών

    (1) Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 31, το συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκτελεί τις αιτήσεις αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σχετικά με τη συγκέντρωση και τη διαβίβαση τραπεζικών και χρηματοοικονομικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων:

    (a) του εντοπισμού τραπεζικών λογαριασμών και πληροφοριών σχετικά με λογαριασμούς που έχουν ανοιχθεί σε τράπεζες εγκατεστημένες στο έδαφός του των οποίων κάτοχοι, εντεταλμένοι ή κατέχοντες τον έλεγχο είναι άτομα για τα οποία διεξάγεται έρευνα.

    (b) όλων των πληροφοριών που αφορούν συναλλαγές και τραπεζικές πράξεις που διενεργούνται με βάση, προορισμό ή διαμέσου ενός ή περισσοτέρων τραπεζικών λογαριασμών ή από συγκεκριμένα άτομα για εξειδικευμένη περίοδο.

    (2) Στο μέτρο που αυτό επιτρέπεται δυνάμει της ποινικής δικονομίας του για ανάλογες εσωτερικές υποθέσεις το συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση μπορεί να διατάξει την επιτήρηση για συγκεκριμένη περίοδο τραπεζικών πράξεων που διενεργούνται με βάση, με προορισμό ή διαμέσου τραπεζικών λογαριασμών ή από συγκεκριμένα άτομα, και την κοινοποίηση των αποτελεσμάτων στο αιτούν συμβαλλόμενο μέρος. Η απόφαση σχετικά με την παρακολούθηση των συναλλαγών και την κοινοποίηση των αποτελεσμάτων λαμβάνεται σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση από τις αρμόδιες αρχές του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση και πρέπει να είναι σύμφωνη με την εθνική νομοθεσία του. Οι πρακτικές λεπτομέρειες της παρακολούθησης αποτελούν το αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών του αιτούντος συμβαλλομένου και του συμβαλλομένου προς τον οποίο απευθύνεται η αίτηση.

    (3) Κάθε συμβαλλόμενο μέρος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα ώστε τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα να μην αποκαλύπτουν στο συγκεκριμένο πελάτη ή σε άλλους τρίτους ότι εκτελούνται μέτρα μετά από αίτηση του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους ή ότι διεξάγεται έρευνα, για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται για να μην αμφισβητηθεί το αποτέλεσμα.

    (4) Η αρχή του συμβαλλομένου μέρους από το οποία προέρχεται η αίτηση:

    (a) προσδιορίζει του λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι οι αιτούμενες πληροφορίες μπορούν να έχουν θεμελιώδη χαρακτήρα για την έρευνα που αφορά αξιόποινη πράξη.

    (b) προσδιορίζει τους λόγους που την αφήνουν να υποθέσει ότι τράπεζες εγκατεστημένες στο συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση κατέχουν τους εν λόγω λογαριασμούς και ορίζει, στο μέτρο που διαθέτει στοιχεία, ποιες θα μπορούσαν να είναι ενδεχομένως οι σχετικές τράπεζες.

    (c) κοινοποιεί κάθε πληροφορία που είναι σε θέση να διευκολύνει την εκτέλεση της αίτησης.

    (5) Έκαστος των συμβαλλομένων δεν επικαλείται το τραπεζικό απόρρητο σαν λόγο απόρριψης κάθε συνεργασίας σχετικά με αίτηση αμοιβαίας συνδρομής προερχόμενης από αντισυμβαλλόμενο.

    Άρθρο 33 Ελεγχόμενες παραδόσεις

    (1) Η αρμόδια αρχή του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση αναλαμβάνει την υποχρέωση ώστε, μετά από αίτηση της αρχής του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους, να μπορούν να επιτραπούν στο έδαφός της ελεγχόμενες παραδόσεις στο πλαίσιο ποινικών ερευνών που αφορούν αξιόποινες πράξεις που μπορούν να δικαιολογήσουν έκδοση.

    (2) Η απόφαση που αφορά τις ελεγχόμενες παραδόσεις λαμβάνεται σε κάθε περίπτωση χωριστά από τις αρμόδιες αρχές του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση , τηρουμένου του εθνικού του δικαίου.

    (3) Οι ελεγχόμενες παραδόσεις διεξάγονται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται από το δίκαιο του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση. Η εξουσία δράσης, η διεύθυνση και ο έλεγχος της ενέργειας ανήκουν στις αρμόδιες αρχές αυτού του τελευταίου.

    Άρθρο 34 Παράδοση με σκοπό την κατάσχεση ή την επιστροφή

    (1) Μετά από αίτηση του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους, τα αντικείμενα, έγγραφα, πόροι ή άλλες αξίες που έχουν κατασχεθεί στο πλαίσιο συντηρητικού μέτρου μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο παράδοσης με σκοπό την κατάσχεσή τους ή την επιστροφή τους στους έχοντες δικαίωμα.

    (2) Το συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν θα μπορεί να αρνηθεί την παράδοση εξαιτίας του ότι οι πόροι αντιστοιχούν σε οφειλή φορολογικού ή τελωνειακού χαρακτήρα.

    (3) Τα δικαιώματα τα οποία επικαλείται επί αυτών των αντικειμένων καλόπιστος τρίτος παραμένουν άθικτα.

    Άρθρο 35 Επιτάχυνση της αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής

    (1) Η αρχή του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκτελεί την αίτηση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής μόλις αυτό καταστεί δυνατό, λαμβάνοντας υπόψη κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις διαδικαστικές ή άλλες προθεσμίες που ορίζονται από την αρχή του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους. Αυτή εξηγεί τους λόγους αυτών των προθεσμιών.

    (2) Σε περίπτωση που η αίτηση δεν μπορεί να εκτελεστεί ή δεν μπορεί να εκτελεστεί πλήρως σύμφωνα με τις αξιώσεις της αρχής του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους, η αρχή του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ενημερώνει σχετικά χωρίς καθυστέρηση την αρχή του αιτούντος μέρους και ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα μπορούσε να εκτελεστεί η αίτηση. Οι δύο αρχές μπορούν μεταγενέστερα να συμφωνήσουν για τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην αίτηση, ενδεχομένως εξαρτώντας την από την τήρηση των εν λόγω προϋποθέσεων.

    Εάν είναι προβλέψιμο ότι η προθεσμία που ορίζεται από την αρχή του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους για την εκτέλεση της αίτησής του δεν θα μπορέσει να τηρηθεί και εάν οι λόγοι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεύτερη φράση αποδεικνύουν συγκεκριμένα ότι οποιαδήποτε καθυστέρηση θα παρεμποδίσει σημαντικά τη διεξαγόμενη από αυτή την αρχή διαδικασία, η αρχή του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ορίζει αμέσως το χρόνο που θεωρείται απαραίτητος για την εκτέλεση της αίτησης. Η αρχή του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους ορίζει χωρίς καθυστέρηση το κατά πόσον η αίτηση συνεχίζει παρά ταύτα να ισχύει. Οι δύο αρχές μπορούν στη συνέχεια να συμφωνήσουν για τη συνέχεια που θα επιφυλαχθεί στην αίτηση.

    Άρθρο 36 Χρήση των αποδεικτικών στοιχείων

    Οι πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία που διαβιβάζονται στο πλαίσιο της διαδικασίας αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής θα μπορούν να χρησιμοποιούνται, εκτός από τους σκοπούς της διαδικασίας για την οποία χορηγήθηκε αμοιβαία δικαστική συνδρομή:

    (a) σε ποινική διαδικασία του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους κατά άλλων προσώπων που έχουν συμμετάσχει στη διάπραξη της αξιόποινης πράξης για την οποία χορηγήθηκε η αμοιβαία συνδρομή.

    (b) όταν τα γεγονότα που αποτελούν το λόγο της αίτησης συνιστούν άλλη αξιόποινη πράξη για την οποία θα μπορούσε εξίσου να έχει χορηγηθεί η αμοιβαία συνδρομή.

    (c) στις διαδικασίες που αποβλέπουν στην κατάσχεση των μέσων και των προϊόντων αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες θα μπορούσε να έχει χορηγηθεί η αμοιβαία συνδρομή και στις διαδικασίες για τη χορήγηση αποζημίωσης για γεγονότα για τα οποία θα μπορούσε να έχει χορηγηθεί η αμοιβαία συνδρομή.

    Άρθρο 37 Αυθόρμητη διαβίβαση

    (1) Εντός των ορίων του εθνικού τους δικαίου και των αρμοδιοτήτων τους, οι δικαστικές αρχές ενός συμβαλλομένου μέρους μπορούν να διαβιβάσουν αυθόρμητα πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία σε δικαστική αρχή άλλου αντισυμβαλλομένου όταν θεωρούν ότι τα ίδια στοιχεία θα ήταν ενδεχομένως χρήσιμα στην αρχή του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνονται για να κινήσει ή να διευθύνει επιτυχώς έρευνες ή διαδικασίες ή ότι αυτές οι πληροφορίες μπορεί να οδηγήσουν την εν λόγω αρχή να υποβάλει αίτηση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής.

    (2) Η αρχή του συμβαλλομένου μέρους που διαβιβάζει τις πληροφορίες μπορεί, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να εξαρτήσει από όρους τη χρήση αυτών των πληροφοριών εκ μέρους της αρχής του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνονται.

    (3) Όλες οι αρχές των συμβαλλομένων μερών δεσμεύονται από τους συγκεκριμένους όρους.

    Άρθρο 38 Διαδικασίες στο συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση

    Η αίτηση αμοιβαίας συνδρομής δεν θίγει τα δικαιώματα που ενδεχομένως προκύπτουν για το αιτούν συμβαλλόμενο μέρος από την ιδιότητά του ως πολιτικού ενάγοντα σε εθνικές ποινικές δικαστικές διαδικασίες που κινούνται ενώπιον των αρχών του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.

    ΤΙΤΛΟΣ IV ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 39 Μικτή επιτροπή

    (1) Δημιουργείται μικτή επιτροπή, απαρτιζόμενη από αντιπροσώπους των συμβαλλομένων μερών, η οποία είναι υπεύθυνη για την καλή εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας. Προς το σκοπό αυτό, διατυπώνει συστάσεις και λαμβάνει αποφάσεις στις περιπτώσεις που προβλέπει η παρούσα συμφωνία. Λαμβάνει αποφάσεις με κοινή συναίνεση.

    (2) Η μικτή επιτροπή καταρτίζει τον εσωτερικό κανονισμό της που, μεταξύ άλλων, περιέχει διατάξεις για τη σύγκλιση συνεδριάσεων και για τον ορισμό του προέδρου και της θητείας του.

    (3) Η μικτή επιτροπή συνέρχεται ανάλογα με τις ανάγκες της και τουλάχιστον μία φορά το χρόνο. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει την πραγματοποίηση συνεδρίασης.

    (4) Η μικτή επιτροπή μπορεί να αποφασίζει τη σύσταση οποιασδήποτε ομάδας εργασίας θα μπορούσε να την συνδράμει στην εκπλήρωση των καθηκόντων της.

    Άρθρο 40 Επίλυση των διαφορών

    (1) Κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να υποβάλει στη μικτή επιτροπή διαφορά σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας, κυρίως όταν θεωρεί ότι ένας άλλος αντισυμβαλλόμενος δεν δίνει συνέχεια κατ' επανάληψη σε αιτήσεις συνεργασίας που του απευθύνονται.

    (2) Η μικτή επιτροπή καταβάλλει προσπάθεια να ρυθμίσει τη διαφορά εντός των καλύτερων προθεσμιών. Στην επιτροπή παρέχονται όλα τα χρήσιμα στοιχεία για την εις βάθος εξέταση της κατάστασης με σκοπό την εξεύρεση αποδεκτής λύσης. Προς το σκοπό αυτό, η επιτροπή εξετάζει όλες τις δυνατότητες που επιτρέπουν να διατηρηθεί η καλή λειτουργία της παρούσας συμφωνίας.

    Άρθρο 41 Αμοιβαιότητα

    (1) Η αρχή του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση μπορεί να αρνηθεί αίτηση συνεργασίας όταν το αιτούν συμβαλλόμενο μέρος δεν δίνει κατ' επανάληψη συνέχεια σε αίτηση συνεργασίας σε παρόμοιες υποθέσεις.

    (2) Πριν να αρνηθεί αίτηση συνεργασίας στη βάση αμοιβαιότητας ενημερώνεται η μικτή επιτροπή για να της δοθεί ευκαιρία να αποφανθεί για το ζήτημα.

    Άρθρο 42 Αναθεώρηση

    Σε περίπτωση που ένας εκ των συμβαλλομένων επιθυμεί αναθεώρηση της παρούσας συμφωνίας, υποβάλει πρόταση προς το σκοπό αυτό στη μικτή επιτροπή, η οποία διατυπώνει συστάσεις, κυρίως με σκοπό την έναρξη διαπραγματεύσεων.

    Άρθρο 43 Εδαφικό πεδίο εφαρμογής

    Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται στο έδαφος της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και στα εδάφη στα οποία εφαρμόζεται η συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από αυτήν την τελευταία.

    Άρθρο 44 Έναρξη ισχύος

    (1) Η παρούσα συμφωνία συνάπτεται για απεριόριστο χρονικό διάστημα.

    (2) Η παρούσα συμφωνία εγκρίνεται από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με τις κατ' ιδίαν διαδικασίες τους. Αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί την κατάθεση του τελευταίου εγγράφου επικύρωσης ή έγκρισης.

    (3) Μέχρι την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί, εφόσον προβεί στην κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 ή οποιαδήποτε άλλη μεταγενέστερη στιγμή, να δηλώσει ότι αυτή εφαρμόζεται, όσον το αφορά, στις σχέσεις του με οποιοδήποτε άλλο αντισυμβαλλόμενο προβεί στην ίδια δήλωση. Αυτές οι δηλώσεις αρχίζουν να ισχύουν ενενήντα ημέρες μετά την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης.

    Άρθρο 45 Καταγγελία

    Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα ή η Ελβετική Συνομοσπονδία μπορούν να καταγγείλουν την παρούσα συμφωνία κοινοποιώντας τη σχετική απόφαση στον αντισυμβαλλόμενο. Η καταγγελία αποκτά ισχύ έξι μήνες μετά την ημερομηνία παραλαβής της εν λόγω κοινοποίησης.

    Άρθρο 46 Χρονική εφαρμογή

    Οι διατάξεις της παρούσας συμφωνίας εφαρμόζονται στις αιτήσεις που αφορούν παράνομες δραστηριότητες που διαπράττονται τουλάχιστον έξι μήνες μετά την ημερομηνία υπογραφής της.

    Άρθρο 47 Επέκταση της συμφωνίας στα νέα κράτη μέλη της ΕΕ

    (1) Κάθε κράτος που γίνεται κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί, με γραπτή κοινοποίηση στα συμβαλλόμενα μέρη, να καταστεί μέρος της παρούσας συμφωνίας.

    (2) Το κείμενο της συμφωνίας στη γλώσσα του νέου προσχωρούντος κράτους μέλους, που συντάσσεται από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα επικυρωθεί στη βάση ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Θα είναι το μόνο δεσμευτικό κατά την έννοια του άρθρου 48.

    (3) Η παρούσα συμφωνία αρχίζει να ισχύει για κάθε νέο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προσχωρεί σε αυτήν ενενήντα ημέρες μετά την παραλαβή της κοινοποίησης του εγγράφου προσχώρησής του ή την μερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας εφόσον δεν έχει τεθεί ήδη σε ισχύ κατά την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας των ενενήντα ημερών.

    (4) Όταν η παρούσα συμφωνία δεν έχει ακόμα τεθεί σε ισχύ κατά την κοινοποίηση του εγγράφου προσχώρησης, εφαρμόζεται στα νέα κράτη μέλη που προσχωρούν το άρθρο 44 παράγραφος 3.

    Άρθρο 48 Δεσμευτικά κείμενα

    Η παρούσα συμφωνία συντάσσεται σε δύο αντίτυπα στη γερμανική, αγγλική, δανική, ισπανική, εσθονική, φινλανδική, εσθονική, γαλλική, ελληνική, ουγγρική, ιταλική, λετονική, λιθουανική, ολλανδική, πολωνική, πορτογαλική, σλοβακική, σλοβενική, σουηδική και τσεχική γλώσσα. Όλα τα κείμενα είναι εξίσου αυθεντικά.

    Έπονται οι υπογραφές

    Τελική πράξη της συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών τους συμφερόντων

    Οι πληρεξούσιοι

    του ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΒΕΛΓΙΟΥ,

    της ΤΣΕΧΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

    του ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ της ΔΑΝΙΑΣ,

    της ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ της ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ,

    της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ της ΕΣΘΟΝΙΑΣ,

    της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

    του ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ της ΙΣΠΑΝΙΑΣ,

    της ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

    της ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ,

    της ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

    της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

    της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΛΕΤΟΝΙΑΣ,

    της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ της ΛΙΘΟΥΑΝΙΑΣ,

    του ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΟΥΚΑΤΟΥ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ,

    της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ της ΟΥΓΓΑΡΙΑΣ,

    της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ της ΜΑΛΤΑΣ,

    του ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ,

    της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ της ΑΥΣΤΡΙΑΣ,

    της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ της ΠΟΛΩΝΙΑΣ,

    της ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

    της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ της ΣΛΟΒΕΝΙΑΣ,

    της ΣΛΟΒΑΚΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

    της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ της ΦΙΝΛΑΝΔΙΑΣ,

    του ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ της ΣΟΥΗΔΙΑΣ,

    του ΗΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ,

    της ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ, αφενός

    και

    της ελβετικησ συνομοσπονδιασ, αφετέρου,

    συνελθώντες στις ............................ για την υπογραφή της συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών τους συμφερόντων, ενέκριναν τις κοινές δηλώσεις που αναφέρονται κατωτέρω και επισυνάπτονται στην παρούσα τελική πράξη :

    Κοινή δήλωση σχετικά με τη νομιμοποίηση προσόδων από παράνομες δραστηριότητες,

    Κοινή δήλωση που αφορά τη συνεργασία της Ελβετικής Συνομοσπονδίας στην Eurojust και, ή δυνατόν, στο Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο.

    Επιπλέον, οι πληρεξούσιοι των κρατών μελών της ΕΚ και εκείνοι της Κοινότητας, καθώς και οι πληρεξούσιοι της Ελβετικής Συνομοσπονδίας θέσπισαν το εγκεκριμένο πρακτικό των διαπραγματεύσεων που προσαρτάται στην παρούσα τελική πράξη. Το εγκεκριμένο πρακτικό έχει δεσμευτική ισχύ.

    (Τόπος) ............., στις ...............

    Ακολουθούν οι υπογραφές

    Κοινή δήλωση σχετικά με τη νομιμοποίηση προσόδων από παράνομες δραστηριότητες

    Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν ότι το άρθρο 2 παράγραφος 3 της συμφωνίας σχετικά με τη συνεργασία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης προσόδων από παράνομες δραστηριότητες συμπεριλαμβάνει ως προηγούμενα γεγονότα εκείνα που συνιστούν σύμφωνα με το ελβετικό δίκαιο, φορολογική απάτη ή λαθρεμπορία κατ' επάγγελμα. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται βάσει αίτησης που αφορά τη νομιμοποίηση προσόδων από παράνομες δραστηριότητες μπορούν να χρησιμοποιούνται σε διαδικασίες για τη νομιμοποίηση προσόδων από παράνομες δραστηριότητες, εξαιρουμένων των διαδικασιών κατά Ελβετών υπηκόων, εάν όλες οι σχετικές με την παράβαση πράξεις της παράβασης έχουν αποκλειστικά διαπραχθεί στην Ελβετία.

    Κοινή δήλωση σχετικά με τη συνεργασία της Ελβετικής Συνομοσπονδίας στην Eurojust και, ει δυνατόν, στο Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο

    Τα συμβαλλόμενα μέρη σημειώνουν την επιθυμία της Ελβετικής Συνομοσπονδίας να μπορεί να εξετάσει τη δυνατότητα συνεργασίας της Ελβετικής Συνομοσπονδίας στις εργασίες της Eurojust και, ει δυνατόν, του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου.

    Εγκεκριμένα πρακτικά

    των διαπραγματεύσεων για τις συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών τους συμφερόντων

    Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν τα ακόλουθα:

    Στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο (α)

    οι όροι «απάτη και κάθε άλλη παράνομη δραστηριότητα» συμπεριλαμβάνουν επίσης την λαθρεμπορία, τη δωροδοκία και την παράνομη νομιμοποίηση προσόδων από δραστηριότητες που καλύπτονται από την παρούσα συμφωνία, με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 3.

    οι όροι «εμπορευματικές συναλλαγές κατά παράβαση της τελωνειακής και γεωργικής νομοθεσίας» νοούνται ανεξάρτητα από τη διέλευση (αναχώρηση, προορισμό ή διαμετακόμιση) του εμπορεύματος από το έδαφος του αντισυμβαλλομένου.

    οι όροι «συναλλαγές κατά παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας σχετικά με το φόρο προστιθεμένης αξίας, τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τους φόρους πολυτελείας» νοούνται ανεξάρτητα από τη διέλευση (αναχώρηση, προορισμό ή διαμετακόμιση) ή μη των εμπορευμάτων ή των υπηρεσιών από το έδαφος του αντισυμβαλλομένου.

    Στο άρθρο 15 παράγραφος 2

    Ο όρος «μέσω έρευνας» συμπεριλαμβάνει τις ακροάσεις προσώπων, τις επισκέψεις και τις έρευνες στους χώρους και στα μέσα μεταφοράς, τα αντίγραφα εγγράφων, την αίτηση πληροφοριών και την κατάσχεση αντικειμένων, εγγράφων και αξιών.

    Στο άρθρο 16 παράγραφος 2 εδάφιο 2

    το ως άνω εδάφιο συμπεριλαμβάνει κυρίως ότι τα παρόντα πρόσωπα μπορούν να εξουσιοδοτούνται να θέτουν ερωτήσεις και να προτείνουν έρευνες.

    Στο άρθρο 25 παράγραφος 2

    Η έννοια των πολυμερών συμφωνιών μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, συμπεριλαμβάνει κυρίως, από την έναρξη ισχύος της, τη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας για τη συμμετοχή της Ελβετικής Συνομοσπονδίας στην ενσωμάτωση, εφαρμογή και ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν.

    Στο άρθρο 35 παράγραφος 1

    ως «αίτηση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής» νοείται εξίσου η διαβίβαση πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων στην αρχή του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους.

    στο άρθρο 43

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα ανακοινώσει, το αργότερο κατά την υπογραφή της συμφωνίας, ενδεικτικό κατάλογο των εδαφών στα οποία εφαρμόζεται η παρούσα συμφωνία.

    FICHE FINANCIΘRE LΙGISLATIVE

    Domaine(s) politique(s): Coopιration antifraude avec la Suisse

    Activitι(s):

    Dιnomination de l'action:

    Proposition de dιcision du Conseil relative ΰ la signature de l'Accord de coopιration entre la CE et ses Etats membres, d'une part, et la Confιdιration suisse, d'autre part, pour lutter contre la fraude et toute activitι illιgale portant atteinte ΰ leurs intιrκts financiers.

    1. LIGNE(S) BUDGΙTAIRE(S) + INTITULΙ(S)

    24.01.2006 - lutte contre la fraude

    2. DONNΙES CHIFFRΙES GLOBALES

    2.1 Enveloppe totale de l'action (partie B): millions d'euros en CE

    2.2 Pιriode d'application:

    A partir de sa ratification par la CE et tous les Etats membres

    2.3 Estimation globale pluriannuelle des dιpenses:

    a) Ιchιancier crιdits d'engagement/crιdits de paiement (intervention financiθre) (cf. point 6.1.1)

    Millions d'euros (ΰ la 3e dιcimale)

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    b) Assistance technique et administrative (ATA) et dιpenses d'appui (DDA) (cf. point 6.1.2)

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    c) Incidence financiθre globale des ressources humaines et autres dιpenses de fonctionnement

    (cf. points 7.2 et 7.3)

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    2.4 Compatibilitι avec la programmation financiθre et les perspectives financiθres

    Proposition compatible avec la programmation financiθre existante.

    2.5 Incidence financiθre sur les recettes

    Aucune implication financiθre (concerne des aspects techniques relatifs ΰ la mise en oeuvre d'une mesure).

    - Note: toutes les prιcisions et observations relatives ΰ la mιthode de calcul de l'effet sur les recettes doivent κtre incluses sur une feuille sιparιe jointe ΰ la prιsente fiche financiθre.

    Millions d'euros (ΰ la premiθre dιcimale)

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    (Dιcrire chaque ligne budgιtaire concernιe, en ajoutant le nombre appropriι de lignes au tableau si l'effet s'exerce sur plusieurs lignes budgιtaires.)

    3. CARACTΙRISTIQUES BUDGΙTAIRES

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    4. BASE JURIDIQUE

    280 (4) ; 300 (1) Traitι CE

    5. DESCRIPTION ET JUSTIFICATION

    5.1 Nιcessitι d'une intervention communautaire [4]

    [4] Pour plus d'informations, voir le document d'orientation sιparι.

    Prιvoir une base juridique plus efficace pour la coopιration administrative et judiciaire avec la Suisse en matiθre de lutte anti-fraude communautaire, y compris les fraudes dans les domaines de la TVA et des droits d'accise ainsi que le blanchiment d'argent d'autres recettes.

    5.1.1 Objectifs poursuivis

    (Dιcrire le(s) problθme(s) ou besoin(s)(en termes mesurables) que l'intervention est destinιe ΰ rιsoudre/satisfaire (la situation de base par rapport ΰ laquelle les progrθs ultιrieurs peuvent κtre mesurιs). Dιcrire les objectifs en termes de rιsultats escomptιs (par exemple changement par rapport ΰ la situation de base susmentionnιe.)

    5.1.2 Dispositions prises relevant de l'ιvaluation ex ante

    (Il s'agit ici:

    a) d'expliquer comment et quand l'ιvaluation ex ante a ιtι effectuιe (auteur, calendrier et si le(s) rapport(s) est/sont disponible(s) ou comment l'information correspondante a ιtι collectιe [5].

    [5] Pour les informations minimales obligatoires ΰ prιsenter en ce qui concerne les initiatives nouvelles, voir le document SEC (2000)1051.

    b) de dιcrire briθvement les constatations et enseignements tirιs de l'ιvaluation ex ante.)

    5.1.3 Dispositions prises ΰ la suite de l'ιvaluation ex post

    (Dans le cas du renouvellement d'un programme, il s'agit aussi de dιcrire briθvement les enseignements ΰ tirer d'une ιvaluation intιrimaire ou ex post.)

    5.2 Actions envisagιes et modalitιs de l'intervention budgιtaire

    (Ce point doit dιcrire la logique d'intervention de la proposition. Il doit prιciser les principales actions nιcessaires pour atteindre l'objectif gιnιral. Chaque action doit comporter un ou plusieurs objectifs spιcifiques. Ces derniers doivent indiquer les progrθs attendus au cours de la pιriode proposιe. Ils doivent aussi aller au-delΰ des rιalisations immιdiates, mais κtre suffisamment prιcis pour que les rιsultats concrets les concernant puissent κtre identifiιs. Prιciser pour chaque action principale:

    - la/les population(s) visιe(s) (spιcifier les bιnιficiaires en termes quantitatifs si possible);

    - les objectifs spιcifiques fixιs pour la pιriode de programmation (en termes mesurables)

    - les mesures concrθtes ΰ prendre pour la mise en oeuvre de l'action;

    - les rιalisations immιdiates;

    - les effets/l'impact attendu(s) sur la rιalisation de l'objectif gιnιral.

    Des informations doivent aussi κtre donnιes sur les modalitιs de l'intervention budgιtaire (taux et forme de l'assistance financiθre requise).)

    5.3 Modalitιs de mise en oeuvre

    (Prιciser par quels moyens les actions envisagιes sont mises en oeuvre: gestion directe par la Commission soit uniquement avec du personnel statutaire ou externe, soit en ayant recours ΰ l'externalisation. Dans ce cas, prιciser les modalitιs envisagιes pour cette externalisation (BAT, agences, offices, unitιs dιcentralisιes d'exιcution, gestion partagιe avec les Ιtats membres - organismes nationaux, rιgionaux et locaux.

    Indiquer ιgalement les effets du modθle d'externalisation choisi sur les ressources d'intervention financiθre, de gestion et d'appui ainsi que sur les ressources humaines (fonctionnaires dιtachιs, etc.))

    6. INCIDENCE FINANCIΘRE

    6.1 Incidence financiθre totale sur la partie B (pour toute la pιriode de programmation)

    (Le mode de calcul des montants totaux prιsentιs dans le tableau ci-aprθs doit κtre expliquι par la ventilation dans le tableau 6.2. )

    6.1.1 Intervention financiθre

    Crιdits d'engagement en millions d'euros (ΰ la 3e dιcimale)

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    6.1.2 Assistance technique et administrative (ATA), dιpenses d'appui (DDA) et dιpenses TI (crιdits d'engagement)

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    6.2. Calcul des coϋts par mesure envisagιe en partie B (pour toute la pιriode de programmation) [6]

    [6] Pour plus d'informations, voir le document d'orientation sιparι.

    (Dans le cas oω il y a plusieurs actions, il y a lieu de donner, sur les mesures concrθtes ΰ prendre pour chaque action, les prιcisions nιcessaires ΰ l'estimation du volume et du coϋt des rιalisations.)

    Crιdits d'engagement en millions d'euros (ΰ la 3e dιcimale)

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    (Si nιcessaire, expliquer le mode de calcul.)

    7. INCIDENCE SUR LES EFFECTIFS ET LES DΙPENSES ADMINISTRATIVES

    7.1. Incidence sur les ressources humaines

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    7.2 Incidence financiθre globale des ressources humaines

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    Les montants correspondent aux dιpenses totales pour 12 mois.

    7.3 Autres dιpenses de fonctionnement dιcoulant de l'action

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    Les montants correspondent aux dιpenses totales de l'action pour 12 mois.

    (1) Prιciser le type de comitι ainsi que le groupe auquel il appartient.

    I. Total annuel (7.2 + 7.3) // annιes

    II. Durιe de l'action // euros

    III. Coϋt total de l'action (I x II) // euros

    (Dans l'estimation des ressources humaines et administratives nιcessaires pour l'action, les DG/services devront tenir compte des dιcisions arrκtιes par la Commission lors du dιbat d'orientation et de l'approbation de l'avant-projet de budget (APB). Ceci signifie que les DG devront indiquer que les ressources humaines peuvent κtre couvertes ΰ l'intιrieur de la prιallocation indicative prιvue lors de l'adoption de l'APB.

    Dans des cas exceptionnels oω les actions visιes n'ιtaient pas prιvisibles lors de la prιparation de l'APB, la Commission devra κtre saisie afin de dιcider si la mise en oeuvre de l'action proposιe peut κtre acceptιe et selon quelles modalitιs (ΰ travers une modification de la prιallocation indicative, une opιration ad hoc de redιploiement, un budget rectificatif et supplιmentaire ou une lettre rectificative au projet de budget.)

    8. SUIVI ET ΙVALUATION

    8.1 Systθme de suivi

    (Des donnιes adιquates de suivi doivent κtre collectιes, dθs le dιbut de chaque action, sur les moyens et ressources mis en oeuvre, les rιalisations et les rιsultats de l'intervention. En pratique, ceci implique: i) la dιtermination d'indicateurs pour les moyens et ressources, les rιalisations et les rιsultats; ii) la mise en place de mιthodes pour la collecte des donnιes)

    8.2 Modalitιs et pιriodicitι de l'ιvaluation prιvue

    (Dιcrire l'ιchιancier prιvu et les modalitιs des ιvaluations intιrimaires et ex post ΰ effectuer en vue d'ιtablir si l'intervention a atteint les objectifs fixιs. Dans le cas de programmes pluriannuels, il faut procιder ΰ au moins une ιvaluation approfondie au cours du cycle de vie du programme. Pour les autres activitιs, une ιvaluation ex post ou ΰ mi-parcours doit κtre exιcutιe suivant une pιriodicitι n'excιdant pas 6 ans.)

    9. MESURES ANTIFRAUDE

    (Article 3, paragraphe 4, du rθglement financier: «La Commission, afin de prιvenir les risques de fraudes et d'irrιgularitιs, fait ιtat dans la fiche financiθre d'informations concernant les mesures de prιvention et de protection existantes ou envisagιes».)

    Top