EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52004PC0328

Πρόταση απόφαση-πλαίσιο του Συµßουλίου σχετικά με ορισμένα δικονομικά δικαιώματα στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση {SEC(2004) 491}

/* COM/2004/0328 τελικό - CNS 2004/0113 */

52004PC0328

Πρόταση απόφαση-πλαίσιο του Συµßουλίου σχετικά με ορισμένα δικονομικά δικαιώματα στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση {SEC(2004) 491} /* COM/2004/0328 τελικό - CNS 2004/0113 */


Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ-ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με ορισμένα δικονομικά δικαιώματα στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση {SEC(2004) 491}

(υποβάλλεται από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Η παρούσα πρόταση για την έκδοση απόφασης-πλαισίου αποβλέπει στον καθορισμό κοινών ελάχιστων προτύπων για ορισμένα δικονομικά δικαιώματα που θα ισχύουν στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2. Το άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (στο εξής: «ΣΕΕ») ορίζει ότι η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: «ΕΣΔΑ») και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών. Εξάλλου, τον Δεκέμβριο του 2000, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο συνυπέγραψαν και διακήρυξαν πανηγυρικά τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3. Στα Συμπεράσματα της Προεδρίας που προέκυψαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε [1] αναφέρεται ότι η αμοιβαία αναγνώριση θα πρέπει να αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο της δικαστικής συνεργασίας, αλλά επισημαίνεται ότι η αμοιβαία αναγνώριση «[...] και η αναγκαία προσέγγιση των νομοθεσιών θα διευκολύνει [...] τη δικαστική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων» [2]. Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε το Συμβούλιο και την Επιτροπή να επιδιώξουν ενεργά τη θέσπιση μέτρων αμοιβαίας αναγνώρισης, «με σεβασμό των θεμελιωδών αρχών δικαίου των κρατών μελών» [3].

[1] 15 και 16 Οκτωβρίου 1999.

[2] Συμπέρασμα 33.

[3] Συμπέρασμα 37.

4. Στην ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της 26ης Ιουλίου 2000, για την αμοιβαία αναγνώριση των οριστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις [4], αναφερόταν ότι «θα πρέπει να κατοχυρωθεί ότι η μεταχείριση των υπόπτων και τα δικαιώματα υπεράσπισης δεν θα θιγούν από την εφαρμογή της αρχής [της αμοιβαίας αναγνώρισης], αλλά επιπλέον ότι οι εγγυήσεις θα ενισχυθούν καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας».

[4] COM (2000) 495 Τελικό, 29.7.2000.

5. Η ανωτέρω προσέγγιση επιβεβαιωνόταν στο «Πρόγραμμα μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων» [5] (στο εξής: «το πρόγραμμα μέτρων»), το οποίο θεσπίστηκε από το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Στο εν λόγω πρόγραμμα αναφερόταν ότι «η αμοιβαία αναγνώριση τελεί σε στενή συνάρτηση προς την ύπαρξη σειράς παραμέτρων, που καθορίζουν την αποτελεσματικότητά της».

[5] ΕΕ C 12, 15.1.2001, σελ. 10.

6. Στις παραμέτρους αυτές συγκαταλέγονται «οι μηχανισμοί προστασίας των δικαιωμάτων [...] των υπόπτων» (παράμετρος 3) και «ο καθορισμός των κοινών ελαχίστων κανόνων, πράγμα που μπορεί να απαιτείται προς διευκόλυνση της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης» (παράμετρος 4). Η παρούσα πρόταση για την έκδοση απόφασης-πλαισίου αποβλέπει στην πραγμάτωση του διακηρυγμένου στόχου της ενίσχυσης της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων.

7. Σκοπός της παρούσας πρότασης είναι η ενίσχυση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται σε όλους τους υπόπτους και τους κατηγορούμενους γενικώς. Εκτιμάται ότι η παροχή ισοδύναμου επιπέδου προστασίας σε υπόπτους και κατηγορούμενους σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, διαμέσου των εν λόγω κοινών ελάχιστων προτύπων, θα διευκολύνει την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης με τον τρόπο που εξηγείται στο κατωτέρω κεφάλαιο 5, που τιτλοφορείται «Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης». Ένα από τα πράγματα που είχαν κατά νου οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων στο Τάμπερε ήταν ακριβώς η πραγματοποίηση τούτης της «αναγκαίας προσέγγισης».

8. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο αποβλέπει στην ενίσχυση των δικαιωμάτων που διασφαλίζουν μια δίκαιη δίκη γενικώς. με τον τρόπο αυτό, θα έχει επίσης ως αποτέλεσμα τη διασφάλιση εύλογου επιπέδου προστασίας, ειδικότερα, για τους αλλοδαπούς υπόπτους και κατηγορούμενους [6], δεδομένου ότι αρκετά από τα μέτρα αφορούν ειδικά τα πρόσωπα αυτά. Ο αριθμός των αλλοδαπών κατηγορουμένων βαίνει αυξανόμενος, γεγονός που οφείλεται σε διάφορους παράγοντες (αύξηση της κινητικότητας με σκοπό την απασχόληση, αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που κάνουν διακοπές στο εξωτερικό, μεταναστευτικές ροές, αύξηση του αριθμού των αιτούντων άσυλο, των προσφύγων και των εκτοπισθέντων που διαβιούν στην Ένωση, κλπ.) και που πρόκειται να συνεχισθεί. Τα τελευταία χρόνια αυξάνεται η επίγνωση του φαινομένου της σοβαρής διασυνοριακής εγκληματικότητας. η εγκληματική δραστηριότητα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσλαμβάνει ολοένα και περισσότερο διασυνοριακό χαρακτήρα. Η συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΣΕΚ) παρέχει στους πολίτες της Ένωσης την ευχέρεια να «κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών» [7]. Στατιστικά στοιχεία υποδηλώνουν ότι περίπου 6 εκατομμύρια υπήκοοι της ΕΕ διαμένουν σε κράτος μέλος διαφορετικό από τη χώρα καταγωγής τους [8]. Είναι εύλογο ο αριθμός των μεταναστών αυτών που εμπλέκονται σε ποινικές διαδικασίες να αυξάνεται ταυτόχρονα με τη μεγαλύτερη άσκηση του προαναφερθέντος δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής. Εναπόκειται στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν τη λήψη επαρκούς μέριμνας για τους πολίτες της ΕΕ οι οποίοι για κάποιον λόγο εμπλέκονται σε ποινική διαδικασία σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος καταγωγής τους.

[6] ΜΕ ΤΟΝ ΟΡΟ «ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ ΥΠΟΠΤΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ» ΝΟΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΥΠΟΠΤΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΥΠΗΚΟΟΙ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΗΦΘΕΙ ΥΠΟΨΗ ΟΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΥΠΟΔΙΑΙΡΕΣΗ: ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ ΕΙΝΑΙ ΥΠΗΚΟΟΙ ΤΗΣ ΕΕ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΟ ΑΛΛΟ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ, ΕΝΩ ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΕΙΝΑΙ ΥΠΗΚΟΟΙ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ. ΑΝ ΔΕΝ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΚΑΤΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ, ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΕ ΠΟΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΕΜΠΙΠΤΕΙ ΤΟ ΕΚΑΣΤΟΤΕ ΠΡΟΣΩΠΟ.

[7] ΆΡΘΡΟ 18 ΣΕΚ.

[8] ΠΗΓΗ: ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΙΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΤΗΣ EUROSTAT ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΤΑ ΤΑ ΕΤΗ 1998, 1999 ΚΑΙ 2000, Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΗΣ ΕΕ ΠΟΥ ΔΙΑΜΕΝΟΥΝ ΣΕ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ ΕΙΝΑΙ 5.900.000.

2. Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (ΕΣΔΑ)

9. Όλα τα κράτη μέλη διαθέτουν συστήματα ποινικής δικαιοσύνης τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 5 (δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια) και του άρθρου 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της ΕΣΔΑ, με τη χρήση πλειάδας δικονομικών εγγυήσεων. Σκοπός της παρούσας πρότασης δεν είναι η αναπαραγωγή όσων προβλέπει η ΕΣΔΑ, αλλά η προαγωγή ομοιόμορφου βαθμού συμμόρφωσης. Τούτο μπορεί να επιτευχθεί με τη μεθόδευση συμφωνίας μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με την υιοθέτηση κοινής αντίληψης σε επίπεδο Ένωσης για το περιεχόμενο της έννοιας «δίκαιη δίκη».

10. Ο αριθμός των προσφυγών που ασκούνται ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΔΔΑ») και η νομολογία του εν λόγω δικαστηρίου καταδεικνύουν ότι η συμμόρφωση με την ΕΣΔΑ δεν είναι καθολική. Πέραν αυτού, ο αριθμός των προσφυγών αυξάνεται κάθε χρόνο [9], και το ΕΔΔΑ αντιμετωπίζει «σοβαρό πρόβλημα υπέρμετρου φόρτου» [10] (ο όγκος των προσφυγών αυξήθηκε σε ποσοστό πάνω από 500% κατά τη χρονική περίοδο 1993-2000). Η αύξηση της ορατότητας των εγγυήσεων θα βελτίωνε τη γνώση των δικαιωμάτων από πλευράς όλων των παραγόντων των συστημάτων ποινικής δικαιοσύνης και, κατ' επέκταση, θα καθιστούσε ευκολότερη τη συμμόρφωση.

[9] Έκθεση της ομάδας αξιολόγησης προς την επιτροπή υπουργών σχετικά με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (EG(2001)1 της 27ης Σεπτεμβρίου 2001).

[10] Εισαγωγή της έκθεσης της ομάδας αξιολόγησης προς την επιτροπή υπουργών σχετικά με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, για την οποία γίνεται λόγος στην υποσημείωση αριθ. 9 παραπάνω.

11. Στην παρούσα πρόταση για την έκδοση απόφασης-πλαισίου αποδίδεται βαρύτητα σε ορισμένα δικαιώματα που θεωρούνται θεμελιώδη, πολλά εκ των οποίων ισχύουν ήδη υπό κάποια μορφή στο πλαίσιο των συστημάτων ποινικής δικαιοσύνης των κρατών μελών. Τα δικαιώματα αυτά περιλαμβάνουν το δικαίωμα σε συνδρομή δικηγόρου και το δικαίωμα στην κατανόηση «της φύσης και του λόγου της κατηγορίας». Απόρροια του τελευταίου αυτού δικαιώματος είναι το δικαίωμα στη μετάφραση εγγράφων και πρόσβασης σε διερμηνέα οσάκις ο κατηγορούμενος δεν κατανοεί τη γλώσσα της διαδικασίας. Καίτοι είναι σωστό και ενδείκνυται να αποφασίζει κάθε κράτος μέλος για το δικό του σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, είναι σκόπιμο να ελαχιστοποιηθούν στο μέτρο του δυνατού οι αποκλίσεις των δικονομικών ρυθμίσεων που αφορούν τις προαναφερθείσες θεμελιώδεις εγγυήσεις.

3. Ο ΧΑΡΤΗΣ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ («ΧΘΔΕΕ»)

12. Το Δεκέμβριο του 2000, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο συνυπέγραψαν και διακήρυξαν πανηγυρικά τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΧΘΔΕΕ») [11]. Ο ΧΘΔΕΕ καλύπτει τα αστικά, πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα των ευρωπαίων πολιτών μέσω της σύνθεσης των κοινών συνταγματικών παραδόσεων και διεθνών υποχρεώσεων των κρατών μελών. Μια σημαντική πτυχή του Χάρτη είναι ότι επιβεβαιώνει πως η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί μία πολιτική κοινότητα και όχι απλώς οικονομικό οργανισμό. Επιπλέον, διακηρύσσει ότι ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων θα αποτελεί το έρεισμα του συνόλου της ευρωπαϊκής νομοθεσίας.

[11] Το κείμενο του ΧΘΔΕΕ είναι δημοσιευμένο στην εξής ηλεκτρονική διεύθυνση:

13. Το κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Δικαιοσύνη» (άρθρα 47-50) προβλέπει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (άρθρο 47) και προνοεί ότι διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούμενο [για ποινικό αδίκημα] (άρθρο 48). Προβλέπει ακόμη το τεκμήριο αθωότητας, καθώς και τις αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας των αξιόποινων πράξεων και των ποινών. Ορίζει ότι η εμβέλεια της αρχής «ne bis in idem» καλύπτει στο εξής ολόκληρη την ΕΕ.

14. Η παρούσα πρόταση διατρέχεται από το πνεύμα του ΧΘΔΕΕ. Συμβάλλει στον καθορισμό της έννοιας «δίκαιη δίκη» και κατατείνει στο να συμφωνηθούν κοινά πρότυπα για «τα δικαιώματα της υπεράσπισης», ούτως ώστε να είναι ευχερέστερη η παροχή ισοδύναμης μεταχείρισης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών σε ολόκληρη την ΕΕ.

4. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ-ΠΛΑΙΣΙΟΥ

15. Κατ' εφαρμογή των Συμπερασμάτων του Τάμπερε, η Επιτροπή έχει προβεί στις αναγκαίες ενέργειες με σκοπό την υλοποίηση του προγράμματος μέτρων για την αμοιβαία αναγνώριση, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης των σχετικών παραμέτρων. Στην εισαγωγή του προαναφερθέντος προγράμματος μέτρων επισημαίνεται ότι «η αμοιβαία αναγνώριση τελεί σε στενή συνάρτηση προς την ύπαρξη σειράς παραμέτρων, που καθορίζουν την αποτελεσματικότητά της». Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι παράμετροι 3 και 4, για τις οποίες γίνεται λόγος στην ανωτέρω παράγραφο 6, ήταν απαραίτητο να εξετασθεί κατά πόσον θα ήταν ενδεδειγμένη η ανάληψη δράσης για τις δικονομικές εγγυήσεις σε επίπεδο ΕΕ. Η Επιτροπή διεξήγαγε πλήρη διαδικασία διαβουλεύσεων, καθώς και εκτεταμένη εκτίμηση επιπτώσεων.

16. Τον Φεβρουάριο του 2003, η Επιτροπή εξέδωσε «Πράσινο Βιβλίο για τις δικονομικές εγγυήσεις υπέρ υπόπτων και κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες» [12]. Στο Πράσινο Βιβλίο επισημαινόταν ότι όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, όπως και όλες οι υπό ένταξη και οι υποψήφιες χώρες, έχουν υπογράψει τη βασική συνθήκη που προβλέπει τους κύριους κανόνες, δηλαδή την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Επομένως, ο μηχανισμός για την επίτευξη της αμοιβαίας εμπιστοσύνης έχει ήδη δημιουργηθεί. Παρόλα αυτά, στο ίδιο έγγραφο εξηγείτο ότι οι υφιστάμενες αποκλίνουσες πρακτικές είχαν μέχρι τούδε εμποδίσει την αμοιβαία εμπιστοσύνη και ότι, για να αντιμετωπισθεί αυτός ο κίνδυνος, είναι δικαιολογημένη η ανάληψη δράσης από μέρους της ΕΕ σχετικά με τα δικονομικά δικαιώματα δυνάμει του άρθρου 31 ΣΕΕ.

[12] COM(2003) 75 τελικό, 19.2.2003.

17. Η Επιτροπή έλαβε 78 γραπτές απαντήσεις στο Πράσινο Βιβλίο [13], καθώς και πλήθος ηλεκτρονικών μηνυμάτων, τηλεφωνημάτων και άλλου είδους απαντήσεων. Η συντριπτική πλειονότητα όσων απάντησαν τάχθηκε υπέρ της πρότασης της Επιτροπής για τη θέσπιση κοινών ελάχιστων προτύπων για τις δικονομικές εγγυήσεις. Πολλοί από όσους απάντησαν επικρότησαν μεν το συγκεκριμένο εγχείρημα, αλλά υποστήριξαν ότι οι σχετικές προτάσεις είναι λιγότερο ριζικές από ό,τι θα έπρεπε [14]. Μεταξύ των κρατών μελών, η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, η Αυστρία, το Ηνωμένο Βασίλειο, οι Κάτω Χώρες, η Φινλανδία, η Δανία, η Γερμανία, η Σουηδία και η Γαλλία απάντησαν είτε μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης τους είτε μέσω κάποιου άλλου οργάνου της δημόσιας διοίκησης. Οι απόψεις που εκφράστηκαν από τα όργανα αυτά κυμαίνονταν από την παροχή υποστήριξης [15] έως την εναντίωση [16]. Στις διαβουλεύσεις μετείχαν επίσης τα νέα κράτη μέλη. η Σλοβακία και η Τσεχική Δημοκρατία έδωσαν απάντηση στο Πράσινο Βιβλίο, ενώ αντιπρόσωποι απ' όλα τα νέα κράτη μέλη συμμετείχαν σε διμερείς και άλλες συσκέψεις.

[13] Οι γραπτές απαντήσεις είναι δημοσιευμένες στον δικτυακό τόπο της ΓΔ Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων: http://europa.eu.int/comm/justice_home/ fsj/criminal/procedural/fsj_criminal_responses_en.htm

[14] Μερικά παραδείγματα θετικών απαντήσεων: Διεθνής Αμνηστία: «Η Διεθνής Αμνηστία επικροτεί τη λήψη κάθε μέτρου που αποβλέπει στη διασφάλιση της εφαρμογής των υφιστάμενων υποχρεώσεων των κρατών μελών βάσει των διεθνών συνθηκών περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, καθώς και στην κατοχύρωση των αυστηρότερων δυνατών προτύπων για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως είναι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, υπό την προϋπόθεση ότι το εκάστοτε μέτρο δεν ενέχει τον κίνδυνο υποβάθμισης υφιστάμενων προτύπων ή πρακτικών στον χαμηλότερο κοινό παρονομαστή». Law Society of England and Wales: «Η Law Society χαιρετίζει τη δημοσίευση του Πράσινου Βιβλίου, το οποίο θεωρούμε ως ένα σπουδαίο βήμα για την ανάπτυξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις ρυθμίσεις για την προστασία των ατόμων». Ακυρωτικό Δικαστήριο (Cour de Cassation) της Γαλλίας: «Μία πρωτοβουλία αυτής της μορφής κρίνεται ιδιαιτέρως ενδεδειγμένη, στον βαθμό που εντάσσεται στη δημιουργία ενός πραγματικού ευρωπαϊκού χώρου δικαιοσύνης. Παρουσιάζει δε ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον λόγω του ότι είναι ικανή να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στα διάφορα ευρωπαϊκά νομικά συστήματα, μέσω της εναρμόνισης των δικονομικών εγγυήσεων». Οι επικρίσεις που διατυπώνει η οργάνωση Liberty (η απάντηση της οποίας ήταν σε γενικές γραμμές θετική) είναι ενδεικτική για πλειάδα παρατηρήσεων που ελήφθησαν και που απηχούν το ίδιο πνεύμα: «Μία αδυναμία του υπό εξέταση Πράσινου Βιβλίου είναι ότι δεν κάνει λόγο για ορισμένα καίριας σημασίας δικαιώματα, όπως είναι το δικαίωμα στην απελευθέρωση έναντι καταβολής εγγύησης, το δικαίωμα στη δίκαιη αξιοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων, η συμμετρικότητα κατά την επιμέτρηση της ποινής, η αρχή του δεδικασμένου και η διεξαγωγή δίκης ερήμην».

[15] Παράδειγμα υποστήριξης αποτελεί η απάντηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Φινλανδίας: «Σε ό,τι αφορά τους τομείς που προτείνονται στο Πράσινο Βιβλίο, η Φινλανδία τάσσεται υπέρ της θέσπισης ελάχιστων προτύπων σε επίπεδο Ένωσης για το δικαίωμα σε νομική συνδρομή, το δικαίωμα σε υπηρεσίες διερμηνείας και μετάφρασης, καθώς και για το «Έγγραφο δικαιωμάτων». Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διασφαλισθεί ότι η μέριμνα για τον σεβασμό των προαναφερθέντων δικαιωμάτων θα λαμβάνεται εγκαίρως, δηλαδή ήδη από τη στιγμή της σύλληψης του υπόπτου και πάντως το αργότερο μέχρι την έναρξη της ανάκρισής του».

[16] Παράδειγμα αρνητικής τοποθέτησης αποτελεί η απάντηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Ισότητας και Νομικών Μεταρρυθμίσεων της Ιρλανδίας: «[Τ]ο Πράσινο Βιβλίο [...] αποβλέπει στην καθιέρωση υποχρεώσεων που θα ισχύουν στο εσωτερικό κάθε κράτους μέλος. Κάτι τέτοιο βρίσκεται εκτός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 31 και αντιβαίνει στην αρχή της επικουρικότητας».

18. Τον Ιούνιο του 2003, η Επιτροπή οργάνωσε δημόσια ακρόαση για το θέμα των εγγυήσεων. Όλοι όσοι είχαν απαντήσει στο Πράσινο Βιβλίο ή εκδηλώσει ενδιαφέρον γι' αυτό προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν, και τους δόθηκε η ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους προφορικώς. Ακόμη, όλα τα κράτη μέλη κλήθηκαν να στείλουν αντιπρόσωπο. Από την ακρόαση προέκυψε ότι όσοι ασχολούνται με νομικά επαγγέλματα και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις τάσσονται σαφώς υπέρ των προτάσεων της Επιτροπής. Οι αντιπρόσωποι κρατών μελών που παρέστησαν ήταν μοιρασμένοι όσον αφορά την παροχή υποστήριξης. Η Σλοβακία και η Τσεχική Δημοκρατία έστειλαν αντιπροσώπους ως παρατηρητές. Τα κράτη μέλη που αντιτάσσονται στην όλη ιδέα επικαλούνται προς τεκμηρίωση των αντιρρήσεών τους τα εξής: (1) την αρχή της επικουρικότητας. (2) επιφυλάξεις για τη νομική βάση. (3) τον φόβο ότι η θέσπιση «κοινών ελάχιστων προτύπων» ενδέχεται να οδηγήσει σε γενική υποβάθμιση των προτύπων. (4) το επιχείρημα ότι ήδη έχουν θεσπισθεί κοινά ελάχιστα πρότυπα με την ΕΣΔΑ και ότι δεν είναι αναγκαία η λήψη περαιτέρω μέτρων. και τέλος (5) τον φόβο ότι η εφαρμογή των υπόψη προτάσεων θα προσέκρουε σε τεχνικές δυσκολίες.

19. Η Επιτροπή θεωρεί, κατά πρώτον, ότι στον συγκεκριμένο τομέα μόνο η ανάληψη δράσης σε επίπεδο ΕΕ μπορεί να αποφέρει αποτέλεσμα για τη διασφάλιση κοινών προτύπων. Μέχρι σήμερα, τα κράτη μέλη έχουν συμμορφωθεί σε εθνικό επίπεδο με τις υποχρεώσεις που υπέχουν για τη διεξαγωγή δίκαιων δικών, οι οποίες απορρέουν κατά κύριο λόγο από την ΕΣΔΑ. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει σε αποκλίσεις όσον αφορά την αυστηρότητα των εγγυήσεων που ισχύουν στα διάφορα κράτη μέλη. Επίσης έχει οδηγήσει σε εικασίες σχετικά με τα πρότυπα που ισχύουν σε άλλα κράτη μέλη, ενώ σε μερικές περιπτώσεις διατυπώθηκαν κατηγορίες στον Τύπο και σε μέσα μαζικής ενημέρωσης ενός κράτους μέλους σχετικά με αδυναμίες του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης κάποιου άλλου κράτους μέλους. Το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να διευθετηθεί με τη θέσπιση κοινών ελάχιστων προτύπων. Εξ ορισμού, για να είναι τα πρότυπα κοινά, πρέπει οπωσδήποτε να έχουν καθορισθεί κατόπιν συνεννοήσεων μεταξύ των κρατών μελών. Τούτο σημαίνει ότι δεν είναι δυνατό να επιτευχθούν κοινά πρότυπα και συγχρόνως να ανατίθεται η λήψη των σχετικών μέτρων εξ ολοκλήρου στα κράτη μέλη.

20. Σε ό,τι αφορά τη νομική βάση, η Επιτροπή βασίζεται στο άρθρο 31 παράγραφος 1 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με το οποίο η ΕΕ δύναται να επεξεργάζεται «κοινές δράσεις» με σκοπό την εξασφάλιση της συμβατότητας κανόνων, στον βαθμό που είναι αναγκαίο, για τη βελτίωση της συνεργασίας. Η δικαστική συνεργασία, και ειδικότερα η αμοιβαία αναγνώριση, αποτελεί ένα πεδίο όπου η συμβατότητα είναι απαραίτητη για τη βελτίωση της συνεργασίας. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, το «πρόγραμμα αμοιβαίας αναγνώρισης» περιλαμβάνει «μηχανισμούς προστασίας των δικαιωμάτων [...] των υπόπτων» (παράμετρος 3) και «τον καθορισμό των κοινών ελαχίστων κανόνων, πράγμα που μπορεί να απαιτείται προς διευκόλυνση της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης» (παράμετρος 4).

21. Δεν υπάρχει λόγος να φοβάται κανείς ότι τα κοινά πρότυπα θα οδηγήσουν σε υποβάθμιση των προτύπων. Τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να εφαρμόζουν τις πλέον αυστηρές εγγυήσεις που τα ίδια θεωρούν κατάλληλες, υπό την προϋπόθεση ότι συμμορφώνονται με το συμφωνηθέν ελάχιστο πρότυπο. Πέραν αυτού, η διάταξη του άρθρου 17 περί μη υποβάθμισης των προτύπων ορίζει ρητά ότι τίποτε από όσα ορίζονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν επιτρέπεται να εκληφθεί υπό την έννοια ότι «περιστέλλει ή αποκλίνει» από τα τυχόν υφιστάμενα δικαιώματα. Η πρόταση αφορά τη θέσπιση κοινών ελάχιστων προτύπων. Είναι αδιανόητο να το εκμεταλλευτούν αυτό τα κράτη μέλη, τα οποία δεσμεύονται από το άρθρο 6 παράγραφος 2 ΣΕΚ όσον αφορά τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ως έρεισμα προκειμένου να «αναθεωρήσουν προς τα κάτω» τις τυχόν υφιστάμενες διατάξεις τους οι οποίες θα υπερβαίνουν τις απαιτήσεις της κοινοτικής νομοθεσίας.

22. Ένα τέταρτο σημείο είναι ότι από την έρευνα και τις διαβουλεύσεις που πραγματοποίησε η Επιτροπή, σε συνδυασμό με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, συνάγεται ότι ο βαθμός συμμόρφωσης με την ΕΣΔΑ διαφέρει σε πολύ μεγάλο βαθμό από το ένα κράτος μέλος στο άλλο και ότι σημειώνονται πολλές παραβιάσεις της ΕΣΔΑ. Οι αποκλίσεις αυτές υπονομεύουν την κοινή προάσπιση των δικονομικών δικαιωμάτων στο εσωτερικό της Ένωσης, θέτουν σε κίνδυνο την αμοιβαία αναγνώριση και επηρεάζουν την ομαλή λειτουργία της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης. Εξάλλου, στόχος της Επιτροπής είναι να καταστήσει με την παρούσα πρόταση αποτελεσματικότερη και πιο ορατή την έμπρακτη εφαρμογή των δικαιωμάτων που προβλέπονται στην ΕΣΔΑ, ούτως ώστε να έχουν μεγαλύτερη επίγνωση των δικαιωμάτων αυτών όλοι όσοι μετέχουν στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, όχι μόνον οι κατηγορούμενοι, αλλά και αστυνομικοί, δικηγόροι, μεταφραστές, διερμηνείς και όλοι οι λοιποί παράγοντες του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης. Τούτο εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε καλύτερη τήρηση των διατάξεων της ΕΣΔΑ.

23. Τέλος, σε ό,τι αφορά τις τεχνικές δυσκολίες και το κόστος, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι η τελική έκβαση της παρούσας πρότασης δεν αναμένεται να οδηγήσει σε δυσβάστακτη επιβάρυνση για τα κράτη μέλη, δεδομένου ότι η ουσία των διατάξεων στην πραγματικότητα απλώς επιβεβαιώνει δικαιώματα που υφίστανται ήδη βάσει της ΕΣΔΑ και της συναφούς νομολογίας.

24. Η Επιτροπή έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απρόσκοπτη εφαρμογή των μέτρων που καθορίζονται στο πρόγραμμα μέτρων μπορεί να επιτευχθεί με τον καλύτερο τρόπο εφόσον συνοδευθεί από την εφαρμογή συμφωνημένων κοινών ελάχιστων προτύπων επί των οικείων θεμάτων. Τα θέματα ως προς τα οποία προτείνονται κοινά ελάχιστα πρότυπα στο παρόν πρώτο στάδιο είναι τα εξής:

- πρόσβαση σε συνδρομή δικηγόρου, τόσο πριν όσο και κατά τη δίκη.

- πρόσβαση σε δωρεάν διερμηνεία και μετάφραση.

- διασφάλιση της λήψης της δέουσας μέριμνας για τα πρόσωπα που αδυνατούν να κατανοήσουν ή να παρακολουθήσουν τη διαδικασία.

- δικαίωμα επικοινωνίας, μεταξύ άλλων, με τις προξενικές αρχές οσάκις πρόκειται για αλλοδαπό ύποπτο. και

- γνωστοποίηση στους υπόπτους των δικαιωμάτων τους (με την επίδοση σε αυτούς «Εγγράφου δικαιωμάτων»).

Η απόφαση για την υποβολή προτάσεων σε σχέση με τα ανωτέρω πέντε δικαιώματα στο παρόν πρώτο στάδιο ελήφθη διότι τα δικαιώματα αυτά έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα στο πλαίσιο της αμοιβαίας αναγνώρισης, καθώς εμπεριέχουν ένα διακρατικό στοιχείο, το οποίο δεν αποτελεί γνώρισμα ορισμένων άλλων εκ των δικαιωμάτων που συνιστούν μια δίκαιη δίκη, με εξαίρεση το δικαίωμα στην απελευθέρωση έναντι της καταβολής εγγύησης, το οποίο θα εξετάζεται αυτοτελώς σε προσεχές Πράσινο Βιβλίο. Ένας αλλοδαπός κατηγορούμενος χρειάζεται κατά κανόνα διερμηνέα και είναι επίσης πιθανό να χρειασθεί προξενική συνδρομή. Πέραν αυτού, είναι λιγότερο πιθανό να είναι εξοικειωμένος με τα δικαιώματα που του αναγνωρίζονται στη χώρα όπου συνελήφθη, πράγμα που επαυξάνει την πιθανότητα να παρουσιάζει χρησιμότητα γι' αυτόν ένα «Έγγραφο δικαιωμάτων» συνταγμένο στη γλώσσα του κατηγορουμένου. Η θέση οποιουδήποτε υπόπτου βελτιώνεται εάν αυτός διαθέτει δικηγόρο, και είναι αληθές ότι, όταν ένα άτομο διαθέτει δικηγόρο, αυξάνονται οι πιθανότητες να γίνουν σεβαστά τα υπόλοιπα δικαιώματά του, καθώς θα έχει κάποιον ο οποίος γνωρίζει τα δικαιώματα και μπορεί να εξακριβώσει την τήρησή τους. Για τους λόγους αυτούς, ήταν σημαντικό να συμπεριληφθεί το δικαίωμα στη συνδρομή δικηγόρου. Τα πρόσωπα που αδυνατούν να κατανοήσουν ή να παρακολουθήσουν τη διαδικασία και τα οποία χρήζουν ειδικής μέριμνας συνιστούν ειδική κατηγορία κατηγορουμένων, στην οποία πρέπει να παρέχεται αυξημένος βαθμός προστασίας. Η αντίληψη αυτή αποτελεί εκδήλωση της έννοιας της «ισότητας όπλων», η οποία επιτάσσει την ύπαρξη ακριβοδίκαιης ισορροπίας μεταξύ των διαδίκων κατά τις διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου.

25. Η Επιτροπή επαναλαμβάνει ότι το παρόν σχέδιο για την έκδοση απόφασης-πλαισίου είναι ένα πρώτο βήμα και ότι σχεδιάζονται και άλλα μέτρα για τα προσεχή έτη. Δεν υπάρχει καμία πρόθεση να δοθεί η εντύπωση ότι τα προαναφερθέντα πέντε δικαιώματα είναι περισσότερο σημαντικά από κάποια άλλα, αλλά απλώς ότι παρουσιάζουν αμεσότερη χρησιμότητα σε σχέση με την αμοιβαία αναγνώριση και με τα προβλήματα που έχουν ανακύψει μέχρι σήμερα κατά τις διαβουλεύσεις με αντικείμενο τα μέτρα αμοιβαίας αναγνώρισης. Η Επιτροπή έχει ήδη αρχίσει να εξετάζει την αναγκαιότητα καθιέρωσης εγγυήσεων σε σχέση με τον δίκαιο χαρακτήρα της απόκτησης, αξιοποίησης και χρήσης των αποδεικτικών στοιχείων στο σύνολο της ΕΕ. Πρόκειται επίσης να εξετασθούν τα δικαιώματα που απορρέουν από το τεκμήριο αθωότητας (π.χ. το δικαίωμα σιωπής, το δικαίωμα στη μη αποκάλυψη στοιχείων που επιβαρύνουν τη θέση του κατηγορουμένου και οι κανόνες για το βάρος της απόδειξης). Η πρώτη αξιολόγηση των σχετικών εργασιών από την Επιτροπή, που έχουν ήδη αρχίσει, θα δημοσιοποιηθεί κατά το 2004.

5. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

26. Κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στο Τάμπερε τον Οκτώβριο του 1999, συμφωνήθηκε ότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης έπρεπε να καταστεί ο ακρογωνιαίος λίθος της δικαστικής συνεργασίας, τόσο επί αστικών όσο και επί ποινικών υποθέσεων. Η αμοιβαία αναγνώριση συνεπάγεται ότι, μολονότι ένα άλλο κράτος είναι πιθανό να μην αντιμετωπίζει δεδομένο ζήτημα με τον ίδιο ή έστω και παρόμοιο τρόπο σε σχέση με το κράτος καταγωγής του ενδιαφερομένου, τα έννομα αποτελέσματα γίνονται αποδεκτά ως ισοδύναμα με τις αποφάσεις οι οποίες εκδίδονται στο κράτος καταγωγής του ενδιαφερομένου [17].

[17] COM(2000) 495 τελικό, 26.7.2000, σελ. 4.

27. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε επίσης το Συμβούλιο και την Επιτροπή να θεσπίσουν, το αργότερο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2000, το «Πρόγραμμα μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων» [18].

[18] ΕΕ C 12, 15.1.2001, σελ. 10.

28. Το πρόγραμμα μέτρων αποτελείται από είκοσι τέσσερις τομείς οι οποίοι κρίνονται κατάλληλοι για αμοιβαία αναγνώριση. Μερικοί από τους εν λόγω τομείς θα συνδυασθούν μεταξύ τους, έτσι ώστε να προκύψουν τελικά από δεκαπέντε έως είκοσι προτάσεις, που θα υποβληθούν κατ' εφαρμογή του προγράμματος. Η πρώτη πράξη που εκδόθηκε σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση επί ποινικών υποθέσεων είναι η απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών [19]. Ακολούθησε η απόφαση-πλαίσιο σχετικά με τις διαταγές δέσμευσης περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων [20], και αναμένεται να ακολουθήσει η θέσπιση ρυθμίσεων για τις διαταγές δήμευσης, τις οικονομικές κυρώσεις και την αποστολή αποδεικτικών στοιχείων και αποσπασμάτων ποινικού μητρώου. Για να καταστεί δυνατή η επιτυχής εφαρμογή των παραπάνω μέτρων, αλλά και των υπολοίπων προτάσεων που απορρέουν από το πρόγραμμα μέτρων, πρέπει να γίνει αποδεκτή στα κράτη μέλη η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, όχι μόνο στο επίπεδο της εκτελεστικής εξουσίας και της χάραξης πολιτικής, αλλά και από τα πρόσωπα εκείνα που θα φέρουν την ευθύνη για την τρέχουσα εφαρμογή των μέτρων στην πράξη. Η αμοιβαία αναγνώριση μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά μόνο σε πνεύμα εμπιστοσύνης, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι όχι μόνο οι δικαστικές αρχές αλλά όλοι οι παράγοντες της ποινικής διαδικασίας θα αντιλαμβάνονται τις αποφάσεις των δικαστικών αρχών άλλων κρατών μελών ως ισοδύναμες με τις δικές τους και δεν θα αμφισβητούν τη δικαστική τους ιδιότητα, ούτε τον σεβασμό των δικαιωμάτων δίκαιης δίκης. Τούτο έχει σημασία από την άποψη της ενίσχυσης της γενικής αντίληψης περί της αμοιβαίας αναγνώρισης, η οποία είναι θετική και εμπεριέχει το στοιχείο «όχι μόνο της εμπιστοσύνης στην επάρκεια των κανόνων του εκάστοτε εταίρου αλλά και της βεβαιότητας ότι οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται σωστά» [21].

[19] ΕΕ L 190, 18.7.2002, σελ. 1.

[20] Απόφαση-πλαίσιο 2003/577/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ΕΕ L 196 της 2.8.2003, σελ. 45.

[21] COM(2000) 495 τελικό, 26.7.2000, σελ. 4.

29. Όλα τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη της ΕΣΔΑ. Το γεγονός αυτό αναφέρεται ενίοτε ως ικανός λόγος για την ύπαρξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Παρόλα αυτά, η πείρα έχει καταδείξει ότι, παρά την αναγκαιότητα της εμπιστοσύνης αυτής, δεν υπάρχει πάντα επαρκής εμπιστοσύνη στα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης των άλλων κρατών μελών, και τούτο μολονότι όλα τα κράτη μέλη έχουν υπογράψει την ΕΣΔΑ [22]. Η παρούσα πρόταση για την έκδοση απόφασης-πλαισίου αποτελεί έμμεση παραδοχή της διαπιστούμενης ανεπαρκούς εμπιστοσύνης, υπό την έννοια ότι προσπορίζει έναν μηχανισμό για την ενίσχυση και την επαύξηση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Το στοιχείο αυτό θα έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία όταν θα χρειάζεται να υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ είκοσι πέντε ή και περισσοτέρων κρατών.

[22] Παραδείγματος χάρη, στη βρετανική υπόθεση R v. Secretary of State ex parte Ramda, της 27ης Ιουνίου 2002, το High Court (Ανώτατο Δικαστήριο) απεφάνθη ότι το γεγονός ότι η Γαλλία έχει υπογράψει την ΕΣΔΑ δεν είναι δυνατό να προβληθεί ως πλήρης απάντηση σε αιτιάσεις σχετικά με τον δίκαιο χαρακτήρα της δίκης. Παρομοίως, στην απόφασή του της 16ης Μαΐου 2003 επί της υπόθεσης Irastorza Dorronsoro, το εφετείο (Cour d'Appel) της γαλλικής πόλης Πο απέρριψε αίτηση έκδοσης την οποία είχε υποβάλει η Ισπανία, με το σκεπτικό ότι υπήρχε υπόνοια για «βασανισμό» ενός συγκατηγορουμένου από Ισπανούς αστυνομικούς.

30. Τα προτεινόμενα δικαιώματα θα λειτουργούν ως ενισχυτικά της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και, με τον τρόπο αυτό, θα διευκολύνουν την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε όλες της τις εκφάνσεις που αφορούν ποινικές υποθέσεις. Η διαρκής αξιολόγηση και παρακολούθηση, εφόσον οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα πρότυπα γίνονται σεβαστά και ότι επέρχονται βελτιώσεις σε τομείς που επί του παρόντος γεννούν ανησυχίες, θα συντελέσουν στην περαιτέρω ενίσχυση της εμπιστοσύνης αυτής.

6. ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

6.1. Το δικαίωμα σε συνδρομή δικηγόρου

31. Κατά την περίοδο διαβουλεύσεων, η Επιτροπή διερεύνησε τις διαφορετικές ρυθμίσεις που ισχύουν στα κράτη μέλη. Οι κανόνες που διέπουν τόσο το δικαίωμα σε νομική εκπροσώπηση όσο και τη μεθόδευσή της ποικίλλουν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο.

32. Στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο προτείνεται να συμφωνηθεί σε επίπεδο ΕΕ ότι οι ύποπτοι θα δικαιούνται να λάβουν νομική συνδρομή από ειδικευμένο δικηγόρο το ενωρίτερο δυνατό. Σήμερα, μερικά κράτη μέλη επιβάλλουν περιορισμό επί του εν λόγω δικαιώματος, με την πρόβλεψη ενός αρχικού χρονικού διαστήματος κατά το οποίο ο ύποπτος δεν δικαιούται να λάβει υπηρεσίες δικηγόρου («garde ΰ vue») ή με αποκλεισμό της παρουσίας δικηγόρου κατά την ανάκριση από τις αστυνομικές αρχές. Ορισμένα κράτη μέλη δεν διαθέτουν επίσημες ρυθμίσεις που να επιτρέπουν την επί εικοσιτετραώρου βάσεως πρόσβαση σε δικηγόρο, με αποτέλεσμα τα πρόσωπα που συλλαμβάνονται τη νύχτα ή το Σαββατοκύριακο να μην έχουν ούτε αυτά πρόσβαση σε δικηγόρο, τουλάχιστον προσωρινά. Στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο προτείνεται η καθιέρωση δικαιώματος σε συνδρομή δικηγόρου το οποίο να ισχύει καθ' όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, η οποία ορίζεται ως κάθε διαδικασία που διεξάγεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση με σκοπό την εξακρίβωση της ενοχής ή της αθωότητας προσώπου το οποίο είναι ύποπτο για την τέλεση αξιόποινης πράξης ή με σκοπό τη λήψη απόφασης μετά την παραδοχή της ενοχής από άτομο κατά του οποίου έχει απαγγελθεί κατηγορία για ποινικό αδίκημα.

33. Όταν ένας ύποπτος εμπίπτει σε μία από τις απαριθμούμενες κατηγορίες προσώπων τα οποία δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν ή να παρακολουθήσουν τη διαδικασία ή είναι ανήλικος ή εκκρεμεί εις βάρος του «ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης» ή αίτηση έκδοσης ή άλλη διαδικασία παράδοσης, πρέπει να τίθεται στη διάθεσή του συνδρομή δικηγόρου. Η ρύθμιση αυτή δεν θίγει το δικαίωμα του εν λόγω προσώπου να υπερασπισθεί τον εαυτό του εάν το επιθυμεί. Τα κράτη μέλη πρέπει να αναλαμβάνουν τα έξοδα της συνδρομής δικηγόρου οσάκις τα έξοδα αυτά θα αποτελούσαν υπέρμετρη επιβάρυνση για τον ύποπτο ή για τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα.

34. Στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο προτείνεται να κληθούν τα κράτη μέλη να θέσουν σε εφαρμογή σύστημα για την αντικατάσταση του αρχικού δικηγόρου σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι αυτός δεν είναι αποτελεσματικός.

6.2. Το δικαίωμα σε δωρεάν διερμηνεία και μετάφραση

35. Στο άρθρο 6 παράγραφος 3 της ΕΣΔΑ προβλέπεται δικαίωμα του κατηγορουμένου σε δωρεάν παράσταση διερμηνέα εάν δεν είναι σε θέση να κατανοήσει ή να ομιλήσει τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο δικαστήριο. Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου [23] καθίσταται επίσης σαφές ότι η υποχρέωση έναντι του κατηγορουμένου καλύπτει επιπλέον τη μετάφραση όλων των κρίσιμων εγγράφων της διαδικασίας.

[23] Kamasinski κατά Αυστρίας (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 1989, Σειρά A αριθ. 168) παρ. 74.

36. Η έρευνα που διεξήγαγε η Επιτροπή απέδειξε ότι, μολονότι τα κράτη μέλη έχουν θεωρητικώς επίγνωση της συγκεκριμένης υποχρέωσης, η τήρησή της στην πράξη δεν είναι πλήρης. Κατά την ανάκριση από τις αστυνομικές αρχές, δεν είναι πάντα παρών ειδικευμένος διερμηνέας, αλλά ενίοτε καλούνται να παράσχουν υπηρεσίες διερμηνέα άτομα χωρίς επιστημονική κατάρτιση, τα οποία απλώς γνωρίζουν σε κάποιον βαθμό τη γλώσσα του κατηγορουμένου. Ισχύουν ορισμένοι περιορισμοί όσον αφορά τα έγγραφα που πρέπει να μεταφράζονται προς διευκόλυνση του κατηγορουμένου. Μολονότι το άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο ε) ορίζει σαφώς ότι η υποχρέωση συνίσταται στην παροχή «δωρεάν παράστασης διερμηνέα» οσάκις ο κατηγορούμενος δεν είναι σε θέση να κατανοήσει ή να ομιλήσει τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο δικαστήριο, απεδείχθη ότι σε μερικές περιπτώσεις η παρουσία διερμηνέα έδειχνε να αποσκοπεί περισσότερο στην εξυπηρέτηση του δικαστή ή/και του εισαγγελέα παρά στην εξυπηρέτηση του κατηγορουμένου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα λόγια του δικαστή ή του εισαγγελέα δεν μεταφράζονται από διερμηνέα ώστε να γίνουν κατανοητά στον κατηγορούμενο, ενώ ο ρόλος του διερμηνέα περιορίζεται στη μετάφραση των ερωτήσεων που ο δικαστής απευθύνει ευθέως στον κατηγορούμενο, καθώς και των απαντήσεων αυτού του τελευταίου προς τον δικαστή, αντί να αποβλέπει στη διασφάλιση της ικανότητας του κατηγορουμένου να κατανοήσει τη διαδικασία.

37. Η Επιτροπή διαπίστωσε ακόμη ότι τα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν δυσκολίες για την εξασφάλιση των υπηρεσιών ικανού αριθμού μεταφραστών και διερμηνέων για τις δίκες και τις λοιπές νομικές διαδικασίες. Σε μερικά κράτη μέλη, το επάγγελμα του διερμηνέα/μεταφραστή δημόσιας υπηρεσίας έχει επίσημο χαρακτήρα. η σχετική επαγγελματική κατάρτιση είναι οργανωμένη σε εθνικό επίπεδο, ενώ προβλέπεται εγγραφή σε μητρώο, διαπίστευση και διαβίου επαγγελματική κατάρτιση. Αυτό όμως δεν ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη. Το συγκεκριμένο επάγγελμα πλήττεται από έλλειψη κατοχύρωσης, καθώς ενίοτε οι μεταφραστές και διερμηνείς δεν αμείβονται ικανοποιητικά, δεν δικαιούνται κοινωνικές παροχές (π.χ. άδεια ασθενείας μετ' αποδοχών και συνταξιοδοτικά δικαιώματα) και παραπονούνται ότι δεν τους συμβουλεύονται επαρκώς οι ομόλογοί τους των νομικών επαγγελμάτων.

38. Πρόκειται για ένα σημείο που η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να διερευνά με την ελπίδα της εξεύρεσης λύσης. Έχει ουσιαστική σημασία να υπάρχουν αρκετοί μεταφραστές και διερμηνείς σε κάθε κράτος μέλος, ούτως ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες των αλλοδαπών κατηγορουμένων [24].

[24] Βλ. την υποσημείωση αριθ. 6 σχετικά με τους αλλοδαπούς κατηγορούμενους.

6.3. Πρόσωπα που αδυνατούν να κατανοήσουν ή να παρακολουθήσουν τη διαδικασία

39. Ορισμένοι ύποπτοι βρίσκονται σε ασθενέστερη θέση σε σύγκριση με τον μέσο ύποπτο όσον αφορά την κατανόηση ή παρακολούθηση της διαδικασίας, λόγω της ηλικίας τους ή της σωματικής, διανοητικής ή ψυχικής τους κατάστασης. Τα πρόσωπα αυτά χρήζουν ιδιαίτερης μέριμνας, προκειμένου να διασφαλισθεί η τήρηση των ειδικών δικαιωμάτων τους και να αποτραπεί κάθε ενδεχόμενο δικαστικής πλάνης.

40. Οι κρατικοί υπάλληλοι που ασχολούνται με την επιβολή του νόμου και την απονομή δικαιοσύνης πρέπει να έχουν αυξημένη επίγνωση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν όσοι δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν ή να παρακολουθήσουν τη διαδικασία και είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ότι οφείλουν να εξετάζουν κατά πόσον ο εκάστοτε ύποπτος χρήζει ειδικής μέριμνας, και, εάν πράγματι ισχύει κάτι τέτοιο, να λαμβάνουν παν αναγκαίο μέτρο για την παροχή της δέουσας φροντίδας στο εν λόγω πρόσωπο.

41. Ο χαρακτήρας της ειδικής μέριμνας που πρέπει να λαμβάνεται στις περιπτώσεις αυτές ποικίλλει αναλόγως των περιστάσεων. Παραδείγματος χάρη, κατά την ανάκριση τα παιδιά είναι σκόπιμο να συνοδεύονται από γονέα ή ενδεδειγμένο ενήλικα, τα πρόσωπα που χρήζουν ιατρικής φροντίδας ενδείκνυται να εξετάζονται από ιατρό, κ.ο.κ. Μολονότι δεν είναι δυνατός ο καθορισμός και η πρόβλεψη όλων των πιθανών περιπτώσεων σε μία νομική πράξη αυτού του τύπου, πρέπει να ανατίθεται στα κράτη μέλη η ευθύνη να φροντίζουν ώστε το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης που ισχύει στο καθένα από αυτά να προνοεί για την παροχή ειδικής μέριμνας στους υπόπτους και τους κατηγορουμένους που τη χρειάζονται.

6.4. Το δικαίωμα επικοινωνίας

42. Οι κρατούμενοι πρέπει να έχουν το δικαίωμα στην ενημέρωση των μελών των οικογενειών τους, των προσώπων που εξομοιούνται με μέλη της οικογένειας και του τυχόν εργοδότη τους σχετικά με το γεγονός ότι κρατούνται. Τούτο μπορεί να εξασφαλισθεί με την κοινολόγηση των σχετικών πληροφοριών εξ ονόματος του κρατούμενου, εάν υπάρχουν φόβοι σχετικά με τη διαφύλαξη αποδεικτικών στοιχείων.

43. Σε περίπτωση που ο κρατούμενος είναι αλλοδαπός, ενδέχεται να είναι σκόπιμη η ενημέρωση των προξενικών αρχών της χώρας καταγωγής του. Οι αλλοδαποί ύποπτοι και κατηγορούμενοι αποτελούν ευδιάκριτη κατηγορία ευάλωτων ατόμων, τα οποία ενίοτε χρήζουν επιπρόσθετης προστασίας, όπως αυτή που προβλέπεται από τη σύμβαση της Βιέννης του 1963 περί προξενικών σχέσεων, η οποία προνοεί ότι, από τη στιγμή της σύλληψης ή κράτησής του, κάθε αλλοδαπός έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ενημέρωση του προξενείου της χώρας του σχετικά με την κράτησή του, καθώς και το δικαίωμα να δέχεται επισκέψεις από προξενικούς υπαλλήλους.

44. Ένας αλλοδαπός υπήκοος δύναται να αρνηθεί να συναντήσει προξενικό υπάλληλο ο οποίος είναι αντιπρόσωπος της κυβέρνησης της οικείας χώρας, επί παραδείγματι εάν πρόκειται για πρόσωπο που έχει ζητήσει άσυλο ή για πρόσφυγα που έχει εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του προκειμένου να αποφύγει διώξεις σε αυτήν. Όσοι εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία δύνανται να επικοινωνήσουν με εκπροσώπους αναγνωρισμένης διεθνούς ανθρωπιστικής οργάνωσης.

6.5. Γραπτή κοινοποίηση των δικαιωμάτων («έγγραφο δικαιωμάτων»)

45. Οι ύποπτοι, αλλά ενίοτε ακόμη και οι ανακρίνοντες κρατικοί υπάλληλοι που είναι επιφορτισμένοι με την επιβολή του νόμου, δεν έχουν πλήρη γνώση των συναφών δικαιωμάτων. Εάν οι ύποπτοι ήταν σωστά ενημερωμένοι για τα δικαιώματά τους από τη στιγμή της σύλληψής τους, θα υπήρχαν λιγότερες καταγγελίες περί δικαστικής πλάνης και περί παραβίασης της ΕΣΔΑ. Ένας απλός και φθηνός τρόπος διασφάλισης επαρκούς επιπέδου ενημέρωσης είναι να προβλεφθεί ότι τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να καταρτίζουν ένα ευσύνοπτο, τυποποιημένο έγγραφο στο οποίο να εξηγούνται τα σχετικά θεμελιώδη δικαιώματα («έγγραφο δικαιωμάτων») και να καταστεί υποχρεωτική η επίδοση σε όλους τους υπόπτους του ενημερωτικού αυτού εγγράφου, σε γλώσσα την οποία κατανοούν, το ενωρίτερο δυνατό και, πάντως, οπωσδήποτε πριν από την έναρξη της τυχόν ανάκρισης.

6.6. Αξιολόγηση και παρακολούθηση

46. Επειδή η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης μπορεί να εφαρμοσθεί αποτελεσματικά μόνον εφόσον υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη και με βάση το δεδομένο ότι η θέσπιση κοινών ελάχιστων προτύπων θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη, έχει σημασία η συμμόρφωση με τα κοινά πρότυπα που είναι πιθανό να συμφωνηθούν. Ο βαθμός συμμόρφωσης πρέπει να είναι αποδεδειγμένα υψηλός. Για να μπορεί κάθε κράτος μέλος να είναι βέβαιο για τον βαθμό συμμόρφωσης στα άλλα κράτη μέλη, επιβάλλεται να υπάρχει κάποια μορφή αξιολόγησης.

47. Η αμοιβαία εμπιστοσύνη δεν πρέπει να περιορίζεται στις αντιλήψεις των κυβερνήσεων των κρατών μελών, αλλά πρέπει επιπλέον να διαθέτει ερείσματα στο μυαλό όσων ασκούν συναφή επαγγέλματα, καθώς και στο μυαλό των κρατικών υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι με την επιβολή του νόμου και την απονομή δικαιοσύνης και όλων εκείνων που θα κληθούν να εφαρμόσουν στην καθημερινή πρακτική τις αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης. Τούτο δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί από τη μια στιγμή στην άλλη και, μάλιστα, δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί καν παρά μόνον εφόσον υπάρχει κάποιος αξιόπιστος μηχανισμός για την αξιολόγηση της τήρησης των κοινών ελάχιστων προτύπων σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αξιολόγηση και η παρακολούθηση ενδείκνυται να πραγματοποιούνται σε τακτική και διαρκή βάση, και τα πορίσματά τους να είναι διαθέσιμα. Με τον τρόπο αυτό θα συγκροτηθεί ένα σύστημα με το οποίο θα διασφαλίζεται ο σεβασμός των προτύπων, ενώ οποιαδήποτε βελτίωση ή/και χειροτέρευση της κατάστασης θα καθίσταται γνωστή στα υπόλοιπα κράτη μέλη αλλά και στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.

48. Καθώς η Επιτροπή είναι ένα όργανο που έχει επιφορτισθεί με την υποβολή προτάσεων [25], καθώς επίσης, υπό κανονικές συνθήκες, με την παρακολούθηση της προσήκουσας εφαρμογής των αποφάσεων-πλαισίων στα κράτη μέλη [26], ενδείκνυται να φροντίζει αυτή για τον συντονισμό της αξιολόγησης και της παρακολούθησης. Τα αναγκαία πληροφοριακά στοιχεία και δεδομένα πρέπει να διατίθενται από τα κράτη μέλη ενόψει της αντιπαραβολής τους από την Επιτροπή. Η Επιτροπή θα αναθέτει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, την ανάλυση των στοιχείων σε εξωτερικό φορέα, π.χ. σε ανεξάρτητη ομάδα εμπειρογνωμόνων.

[25] ΆΡΘΡΟ 34 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΣΕΕ.

[26] Η ΣΥΝΗΘΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ-ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΣΥΝΙΣΤΑΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΛΕΠΤΟΜΕΡΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΠΟΥ ΘΕΣΠΙΖΟΥΝ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΚΘΕΣΗΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ, ΠΟΥ ΔΙΑΒΙΒΑΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ.

7. ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ

49. Τη νομική βάση για την παρούσα πρόταση αποτελεί το άρθρο 31 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση («ΣΕΕ»), όπως τροποποιήθηκε με τη συνθήκη της Νίκαιας. Το εν λόγω άρθρο καλύπτει την κοινή δράση για τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις.

50. Στο άρθρο 31 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της ΣΕΕ προβλέπεται η «εξασφάλιση της συμβατότητας των κανόνων που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη, στο βαθμό που είναι αναγκαίο, για τη βελτίωση της [δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις]». Η εξασφάλιση της συμβατότητας μπορεί να επιτευχθεί, μεταξύ άλλων, με την πρόβλεψη της έως ενός σημείου προσέγγισης των ελάχιστων δικονομικών κανόνων στα κράτη μέλη, ούτως ώστε να ενισχυθεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη.

51. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η παρούσα πρόταση αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα των μέτρων αμοιβαίας αναγνώρισης που αποσκοπούν στην αύξηση της αποτελεσματικότητας της ποινικής δίωξης. Η καθιέρωση δέσμης συμφωνημένων δικονομικών δικαιωμάτων με σκοπό τη διασφάλιση της ισοδύναμης μεταχείρισης των υπόπτων σε ολόκληρη την ΕΕ αναμένεται να επιτρέψει την κατά το δυνατό αποτελεσματικότερη εφαρμογή των μέτρων δικαστικής συνεργασίας, ιδίως δε εκείνων που αφορούν την παράδοση προσώπων ή αποδεικτικών στοιχείων σε άλλο κράτος μέλος. Με τον τρόπο αυτό ενδέχεται να αμβλυνθεί οποιαδήποτε απροθυμία των αρχών ενός κράτους να παραδώσουν έναν υπήκοο στις δικαστικές αρχές άλλου κράτους.

8. ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ

52. Ουδετερότητα έναντι των δύο φύλων: Οι λέξεις αρσενικού γένους (π.χ. «ο» και «του») χρησιμοποιούνται στο σύνολο του εγγράφου οσάκις γίνεται μνεία του ύποπτου προσώπου ή του ή της δικηγόρου του ύποπτου προσώπου. Οι λέξεις αυτές νοούνται ως ουδέτερες έναντι των δύο φύλων και καλύπτουν τόσο τους άνδρες όσο και τις γυναίκες υπόπτους και δικηγόρους.

Άρθρο 1 - Πεδίο εφαρμογής των δικονομικών δικαιωμάτων

53. Στο υπόψη άρθρο καθορίζεται το πεδίο εφαρμογής της απόφασης-πλαισίου. Στις διατάξεις της εμπίπτει κάθε πρόσωπο που είναι ύποπτο για την τέλεση αξιόποινης πράξης στο πλαίσιο διαδικασίας με σκοπό την εξακρίβωση της ενοχής ή της αθωότητας προσώπου το οποίο είναι ύποπτο για την τέλεση αξιόποινης πράξης ή με σκοπό τη λήψη απόφασης μετά την παραδοχή της ενοχής από άτομο κατά του οποίου έχει απαγγελθεί κατηγορία για ποινικό αδίκημα ή για την έκδοση απόφασης επί της τυχόν έφεσης που έχει ασκηθεί στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας. Δεν γίνεται καμία διαφοροποίηση μεταξύ κοινοτικών υπηκόων και υπηκόων τρίτων χωρών, διότι η παροχή καλύτερης προστασίας στη μία κατηγορία θα μπορούσε να οδηγήσει σε αιτιάσεις περί διακριτικής μεταχείρισης, οι οποίες θα ακύρωναν το στόχο της ενίσχυσης της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης που λειτουργούν σε αυτά.

54. Επειδή η νομολογία του ΕΔΔΑ έχει αποσαφηνίσει ότι τα πρόσωπα που ανακρίνονται σε σχέση με αδικήματα αλλά κατά των οποίων δεν έχει ακόμη απαγγελθεί επισήμως κατηγορία πρέπει να καλύπτονται από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, τα πρόσωπα που συλλαμβάνονται ή κρατούνται σε σχέση με ποινική κατηγορία εμπίπτουν ομοίως στο πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης διάταξης. Τα σχετικά δικαιώματα αρχίζουν να ισχύουν από τη στιγμή κατά την οποία γνωστοποιείται στο εκάστοτε πρόσωπο ότι είναι ύποπτο για τη διάπραξη αδικήματος (π.χ. κατά τη σύλληψη ή από τη στιγμή κατά την οποία ο ύποπτος παύει πλέον να μπορεί να ανακτήσει την ελευθερία του και τελεί υπό κράτηση από τις αστυνομικές αρχές).

Άρθρο 2 - Το δικαίωμα σε συνδρομή δικηγόρου

55. Στο υπόψη άρθρο προβλέπεται το θεμελιώδες δικαίωμα του υπόπτου να λάβει συνδρομή δικηγόρου εφόσον το επιθυμεί. Το άρθρο ορίζει ότι η συνδρομή δικηγόρου πρέπει να παρέχεται το ενωρίτερο δυνατό. Είναι σημαντικό να λάβει ο ύποπτος συνδρομή δικηγόρου προτού να απαντήσει σε οιεσδήποτε ερωτήσεις, διότι υπάρχει περίπτωση απαντώντας σε αυτές να πει κάτι για το οποίο αργότερα να μετανιώσει, διότι δεν αντιλαμβάνεται τις νομικές συνέπειες.

Άρθρο 3 - Υποχρέωση παροχής νομικής συνδρομής

56. Το άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΕΣΔΑ ορίζει με σαφήνεια ότι ένας ύποπτος έχει το δικαίωμα να υπερασπισθεί ο ίδιος τον εαυτό του, πράγμα που σημαίνει ότι δικαιούται να αρνηθεί την εκπροσώπησή του από δικηγόρο. Παρά το εν λόγω δικαίωμα, σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ιδιαιτέρως ευκταίο να παρασχεθεί στον ύποπτο συνδρομή δικηγόρου. Οι περιπτώσεις αυτές καθορίζονται στο άρθρο 3 και περιλαμβάνουν τις εξής περιπτώσεις: την προσωρινή κράτηση του υπόπτου προ της δίκης. την επίσημη απαγγελία κατηγορίας κατά του υπόπτου για την τέλεση αξιόποινης πράξης η οποία συνδέεται με περίπλοκα αντικειμενικά ή νομικά δεδομένα ή η οποία επισύρει αυστηρή τιμωρία, ιδίως εάν σε ένα κράτος μέλος ενδέχεται να επιβληθεί μέγιστη ποινή φυλάκισης άνω του ενός έτους. την περίπτωση κατά την οποία έχει εκδοθεί κατά του υπόπτου «ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης» ή έχει υποβληθεί αίτηση έκδοσης ή έχει κινηθεί άλλου είδους διαδικασία παράδοσης. την περίπτωση κατά την οποία ο ύποπτος είναι ανήλικος ή δείχνει να μην μπορεί να κατανοήσει ή να παρακολουθήσει το περιεχόμενο ή το νόημα της διαδικασίας εξαιτίας της ηλικίας του ή της διανοητικής, σωματικής ή ψυχικής του κατάστασης. Δυνάμει της συγκεκριμένης διάταξης, τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν για την καταβολή κάθε δυνατής προσπάθειας για την παροχή συνδρομής δικηγόρου, ιδίως στις προαναφερθείσες κατηγορίες προσώπων.

Άρθρο 4 - Υποχρέωση διασφάλισης της παροχής αποτελεσματικής συνδρομής δικηγόρου

57. Το υπόψη άρθρο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη είναι σκόπιμο να φροντίζουν για τη διενέργεια ορισμένων ελέγχων, ώστε να βεβαιώνονται ότι η παρεχόμενη συνδρομή δικηγόρου είναι αποτελεσματική.

58. Η Επιτροπή επέλεξε να διευκρινίσει ότι μόνο δικηγόροι που πληρούν τον ορισμό του δικηγορικού επαγγέλματος σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας 98/5 ΕΚ [27] δύνανται να απασχολούνται γι' αυτόν το σκοπό, ούτως ώστε να είναι ευκολότερη η διασφάλιση της αποτελεσματικότητάς τους. Σε περίπτωση που η προσφερόμενη συνδρομή δικηγόρου δεν είναι αποτελεσματική, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να παρέχουν εναλλακτική λύση [28]. Το συγκεκριμένο δικαίωμα, που απορρέει από το άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΕΣΔΑ, έχει αποσαφηνισθεί με νομολογία του ΕΔΔΑ (π.χ. στο πλαίσιο της υπόθεσης Artico κατά Ιταλίας).

[27] Οδηγία 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998.

[28] Artico κατά Ιταλίας, 13 Μαΐου 1980, Σειρά A, αριθ. 37.

59. Επειδή ο ύποπτος δεν είναι πάντα σε θέση να κρίνει την αποτελεσματικότητα του δικηγόρου που τον εκπροσωπεί, τα κράτη μέλη βαρύνονται με την υποχρέωση να θεσπίσουν σύστημα για την εξακρίβωση της αποτελεσματικότητας σε τέτοιες περιπτώσεις.

Άρθρο 5 - Το δικαίωμα σε δωρεάν συνδρομή δικηγόρου

60. Το υπόψη άρθρο προβλέπει ότι, οσάκις είναι εφαρμοστέο το άρθρο 3, η συνδρομή δικηγόρου πρέπει να παρέχεται δωρεάν στον ύποπτο σε περίπτωση που το κόστος της θα συνεπάγετο υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση για τον ύποπτο ή για τα πρόσωπα που αυτός συντηρεί. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να μεριμνούν για την ύπαρξη μηχανισμού με τον οποίον να εξακριβώνεται κατά πόσον ο ύποπτος έχει τα μέσα για να πληρώσει τη συνδρομή δικηγόρου. Βάσει της ΕΣΔΑ, ο κατηγορούμενος δεν είναι υποχρεωμένος να αποδείξει «πέραν πάσης αμφιβολίας» ότι δεν διαθέτει τα μέσα για να επωμισθεί το κόστος της νομικής του υπεράσπισης (Pakelli κατά Γερμανίας [29]). Τα κράτη μέλη είναι σκόπιμο να σέβονται τη συγκεκριμένη οδηγία του ΕΔΔΑ σε σχέση με την εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης του εκάστοτε προσώπου.

[29] Pakelli κατά Γερμανίας, απόφαση της 25ης Απριλίου 1983, Σειρά A αριθ. 64 παρ. 34.

61. Το υπόψη άρθρο ορίζει ότι η συνδρομή δικηγόρου πρέπει να παρέχεται δωρεάν εφόσον τα οικονομικά μέσα του εκάστοτε προσώπου υπολείπονται ενός προκαθορισμένου ελάχιστου ποσού. Ορισμένα κράτη μέλη προβαίνουν σε έλεγχο της οικονομικής κατάστασης για να εξακριβώσουν μήπως ο κατηγορούμενος «δεν διαθέτει επαρκή μέσα για να αναλάβει το κόστος της υπεράσπισής του». Σε κάποια άλλα κράτη μέλη ισχύει η δωρεάν παροχή συνδρομής δικηγόρου στους πάντες, με το σκεπτικό ότι ο έλεγχος της οικονομικής κατάστασης είναι δαπανηρός και ότι σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δυνατή η ανάκτηση ενός μέρους του κόστους από τον κατηγορούμενο. Τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να εφαρμόζουν το σύστημα που κατά τη γνώμη τους παρουσιάζει τη μεγαλύτερη αποδοτικότητα κόστους, υπό την προϋπόθεση όμως ότι εξακολουθεί να υπάρχει δυνατότητα δωρεάν λήψης συνδρομής δικηγόρου οσάκις αυτή εξυπηρετεί το συμφέρον της απονομής δικαιοσύνης.

Άρθρο 6 - Το δικαίωμα σε δωρεάν διερμηνεία

62. Η παράσταση διερμηνέα ή μεταφραστή πρέπει να παρέχεται δωρεάν στον ύποπτο. Το συγκεκριμένο δικαίωμα έχει επιβεβαιωθεί από νομολογία του ΕΔΔΑ. Στην υπόθεση Luedicke, Belkacem και Koη κατά Γερμανίας, το ΕΔΔΑ απεφάνθη ότι από το άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο β) συνάγεται πως, εάν κάποιος δεν είναι σε θέση να ομιλήσει ή να κατανοήσει τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο δικαστήριο, πρέπει να γίνει σεβαστό το δικαίωμα του προσώπου αυτού να λάβει δωρεάν συνδρομή από διερμηνέα, χωρίς να αξιωθεί μεταγενέστερα από το πρόσωπο αυτό να καταβάλει τα σχετικά έξοδα [30]. Στην υπόθεση Kamasinski κατά Αυστρίας [31], το ΕΔΔΑ απεφάνθη ότι η ίδια αρχή ισχύει επιπλέον για τη μετάφραση του «αποδεικτικού υλικού».

[30] Luedicke, Belkacem και Koη κατά Γερμανίας - απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 1978, Σειρά A αριθ. 29 παρ. 46.

[31] Kamasinski κατά Αυστρίας (βλ. παραπάνω).

63. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να παρέχουν διερμηνέα το ενωρίτερο δυνατό, αφ'ης στιγμής έχει διαπιστωθεί ότι ο ύποπτος δεν κατανοεί τη γλώσσα της διαδικασίας. Το δικαίωμα αυτό καλύπτει όλες τις ανακρίσεις από τις αστυνομικές αρχές και τις συναντήσεις του υπόπτου με τον δικηγόρο του. Ακόμη καλύπτει, μετά την απαγγελία κατηγορίας, τις περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι υποχρεωτική η παρουσία του κατηγορουμένου σε δικαστήριο. Από τη νομολογία του ΕΔΔΑ προκύπτει με σαφήνεια ότι η υποχρέωση παροχής διερμηνέα, που προβλέπεται στην ΕΣΔΑ, δεν γίνεται πάντοτε σεβαστή [32]. Στο άρθρο 6 της απόφασης-πλαισίου καθορίζεται το περιεχόμενο του δικαιώματος και επισημαίνεται ότι αυτό ισχύει «καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας».

[32] Η υπόθεση Cuscani κατά Ηνωμένου Βασιλείου (απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002) αποτελεί καλό παράδειγμα υπόθεσης στην οποία το δικαστήριο είχε προτείνει την παροχή διερμηνείας από τον αδελφό του κατηγορουμένου, γεγονός που κρίθηκε ότι αντέβαινε στο άρθρο 6.

64. Το υπόψη άρθρο καλύπτει τα άτομα με αναπηρίες που επηρεάζουν την ικανότητα ακοής ή ομιλίας. Το άρθρο 6 παράγραφος 3 της ΕΣΔΑ ορίζει ότι κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για την τέλεση αξιόποινης πράξεως έχει το δικαίωμα να ενημερωθεί για το περιεχόμενο της εις βάρος του κατηγορίας, ούτως ώστε να κατανοήσει τη φύση και τον λόγο αυτής. Έχει επίσης το δικαίωμα στην παράσταση διερμηνέα εάν δεν είναι σε θέση να κατανοήσει τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει για τους κωφούς υπόπτους ή για τα άτομα με αναπηρίες που επηρεάζουν την ικανότητα ακοής ή ομιλίας. Η ελλιπής επικοινωνία ενδέχεται να επηρεάσει τις πιθανότητες ενός κωφού υπόπτου να τύχει δίκαιης μεταχείρισης κατά τις ανακρίσεις από τους υπαλλήλους επιβολής του νόμου. Ακόμη επηρεάζει τις πιθανότητές του να τύχει δίκαιης δίκης. Για τον λόγο αυτό, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να φροντίζουν ούτως ώστε να παρέχεται στα αστυνομικά τμήματα και στα δικαστήρια διερμηνεία στη νοηματική γλώσσα από κατάλληλα εξειδικευμένους διερμηνείς προς διευκόλυνση των κωφών υπόπτων. Λόγω της δυνητικής σοβαρότητας των συνεπειών της κακής ή ακατάλληλης διερμηνείας, έχει σημασία να καλούνται να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στις δίκες και κατά τις αστυνομικές ανακρίσεις μόνο ειδικευμένοι και έμπειροι διερμηνείς της νοηματικής γλώσσας.

65. Μερικοί κωφοί χρειάζονται τη βοήθεια προσώπου το οποίο διαθέτει την ικανότητα μετάδοσης νοημάτων με τα χείλια. Τα πρόσωπα αυτά μπορούν να επικοινωνούν με κωφούς που δεν γνωρίζουν ή δεν χρησιμοποιούν τη νοηματική γλώσσα, αλλά οι οποίοι συνήθως διαθέτουν αυξημένη ικανότητα ανάγνωσης των χειλιών. Το υπόψη άρθρο προβλέπει επίσης τη δυνατότητα αυτή ως εναλλακτική λύση.

Άρθρο 7 - Το δικαίωμα στη δωρεάν μετάφραση κρίσιμων εγγράφων

66. Προβλέπεται δικαίωμα στη μετάφραση συναφούς υλικού, αλλά το δικαίωμα αυτό δεν είναι απεριόριστο. Το ΕΔΔΑ έχει αποφανθεί ότι το άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο ε) της ΕΣΔΑ δεν επιτάσσει τη γραπτή μετάφραση του συνόλου του έγγραφου αποδεικτικού υλικού ούτε όλων των επίσημων εγγράφων της διαδικασίας, αλλά ότι επιβάλλεται να μεταφράζονται τα έγγραφα τα οποία ο κατηγορούμενος «πρέπει να κατανοήσει προκειμένου να τύχει δίκαιης δίκης» [33]. Οι κανόνες για το φάσμα υλικού το οποίο πρέπει να μεταφράζεται διαφέρουν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο και επιπλέον εξαρτώνται από τον χαρακτήρα της διαδικασίας. Οι αποκλίσεις αυτές είναι αποδεκτές, υπό την προϋπόθεση ότι η διαδικασία παραμένει «δίκαιη». Κανονικά πρέπει να εναπόκειται στον συνήγορο υπεράσπισης να ζητήσει τη μετάφραση των εγγράφων που ενδεχομένως θεωρεί απαραίτητα πέραν των εγγράφων που μεταφράζονται με πρωτοβουλία της εισαγγελίας. Επειδή η διεξαγωγή της υπεράσπισης αποτελεί κατ' ουσία ένα θέμα που ρυθμίζεται μεταξύ του κατηγορουμένου και του συνηγόρου του, ο συνήγορος υπεράσπισης γνωρίζει καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ποια έγγραφα είναι απαραίτητα. Επομένως, το υπό εξέταση άρθρο αναθέτει στις αρμόδιες αρχές την ευθύνη να αποφασίζουν για το ποια έγγραφα πρέπει να διατίθενται μεταφρασμένα, αλλά ο δικηγόρος του υπόπτου έχει το δικαίωμα να ζητήσει την παροχή και πρόσθετων εγγράφων σε μετάφραση.

[33] Kamasinski κατά Αυστρίας, βλ. παραπάνω, παρ. 74.

Άρθρο 8 - Ακρίβεια της μετάφρασης και της διερμηνείας

67. Η στάθμη της διερμηνείας και της μετάφρασης πρέπει να είναι αρκούντως υψηλή, ώστε να είναι σε θέση ο ύποπτος να κατανοήσει τη φύση και τον λόγο της εις βάρος του κατηγορίας.

68. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να φροντίζουν για την ύπαρξη, στο πλαίσιο της έννομης τάξης τους, κατάλληλων ρυθμίσεων, ούτως ώστε, σε περίπτωση που οι δικηγόροι, οι δικαστές, οι κατηγορούμενοι ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που συμμετέχει σε ποινική διαδικασία αντιληφθούν ότι οι υπηρεσίες διερμηνείας που παρέχονται από συγκεκριμένο διερμηνέα ή σε μία ειδική περίπτωση δεν είναι της απαιτούμενης στάθμης, να μπορούν να το αναφέρουν, ώστε να ορισθεί αντικαταστάτης μεταφραστής ή διερμηνέας.

Άρθρο 9 - Καταγραφή της διαδικασίας

69. Η ποιοτική στάθμη που πρέπει να παρέχεται σύμφωνα με την ΕΣΔΑ είναι τέτοια που να επιτρέπει την «ουσιαστική συμμετοχή» του κατηγορουμένου στη διαδικασία. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος προσφύγει εν συνεχεία στο ΕΔΔΑ υποστηρίζοντας ότι η διερμηνεία ήταν ανεπαρκής και επιζήμια για την ουσιαστική συμμετοχή του στη διαδικασία, έχει σημασία να υπάρχει μέθοδος για την εξακρίβωση της ποιοτικής στάθμης της διερμηνείας. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη πρέπει να φροντίζουν για την ύπαρξη κάποιας ηχογράφησης που να μπορεί να χρησιμεύσει σε περίπτωση νομικής αμφισβήτησης.

70. Σκοπός της συγκεκριμένης διάταξης είναι να υπάρχει μέθοδος για την εξακρίβωση της πιστότητας της διερμηνείας και όχι για την αμφισβήτηση της διαδικασίας από οποιαδήποτε άλλη άποψη, διότι διαφορετικά κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην προνομιακή μεταχείριση των υπόπτων που χρειάζονται διερμηνεία. Ως εκ τούτου, οι εγγραφές μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά και μόνο για τον συγκεκριμένο σκοπό.

Άρθρο 10 - Το δικαίωμα σε ειδική φροντίδα

71. Το υπόψη άρθρο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να φροντίζουν ούτως ώστε κάθε πρόσωπο που αδυνατεί να κατανοήσει ή να παρακολουθήσει τη διαδικασία εξαιτίας της ηλικίας του ή της διανοητικής, σωματικής ή ψυχικής του κατάστασης να μπορεί να λάβει την απαιτούμενη ειδική φροντίδα, π.χ. ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ή παρουσία γονέα εάν πρόκειται για ανήλικο. Το καθήκον παροχής ειδικής φροντίδας ισχύει καθ' όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας. Σκοπός του εν λόγω διευρυμένου καθήκοντος παροχής φροντίδας είναι η προαγωγή του δίκαιου χαρακτήρα των δικών και η αποτροπή του ενδεχομένου δικαστικής πλάνης εξαιτίας της ευάλωτης θέσης του υπόπτου. Από τις σχετικές διαβουλεύσεις και τις απαντήσεις που δόθηκαν στο Πράσινο Βιβλίο κατέστη σαφές ότι ο προσδιορισμός των υπόπτων που βρίσκονται σε ευάλωτη θέση είναι δυσχερής. Το ελάχιστο που αναμένεται από τους υπαλλήλους επιβολής του νόμου είναι να αναρωτηθούν κατά πόσον ο ύποπτος είναι σε θέση να κατανοήσει ή να παρακολουθήσει τη διαδικασία, με βάση την ηλικία του ή τη διανοητική, σωματική ή ψυχική του κατάσταση. Κάθε μέτρο που λαμβάνεται εξαιτίας του δικαιώματος αυτού πρέπει να μνημονεύεται γραπτώς στα πρακτικά που τηρούνται για τους υπόπτους.

Άρθρο 11 - Τα δικαιώματα των υπόπτων που δικαιούνται ειδική φροντίδα

72. Στο συγκεκριμένο άρθρο προσδιορίζονται οι ενέργειες που πρέπει να πραγματοποιούνται προς εφαρμογή του άρθρου 10. Για να εξακριβώνεται η τήρηση των κατάλληλων διαδικασιών κατά την ανάκριση από τις αρχές επιβολής του νόμου προσώπων που δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν ή να παρακολουθήσουν τη διαδικασία, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να μεριμνούν για την ηχογράφηση ή τη βιντεοσκόπηση της τυχόν ανάκρισής τους προ της δίκης. Αντίγραφο της εν λόγω ηχογράφησης ή βιντεοσκόπησης πρέπει να διατίθεται σε κάθε διάδικο που υποβάλλει σχετικό αίτημα σε περίπτωση νομικής αμφισβήτησης.

73. Πρέπει να παρέχεται ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους υπόπτους που την έχουν ανάγκη.

74. Όταν ένας ύποπτος δικαιούται να λάβει ειδική φροντίδα, πρέπει, αναλόγως της περιπτώσεως, να του επιτρέπεται να συνοδεύεται από ενδεδειγμένο τρίτο πρόσωπο κατά την αστυνομική ανάκριση, ούτως ώστε να παρέχεται πρόσθετη εγγύηση για τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας.

Άρθρο 12 - Το δικαίωμα επικοινωνίας

75. Στο υπόψη άρθρο διατυπώνεται το δικαίωμα κάθε προσώπου που τελεί υπό προσωρινή κράτηση στην όσο το δυνατόν ενωρίτερη ειδοποίηση σχετικά της οικογένειάς του, των προσώπων που εξομοιούνται με την οικογένειά του ή του εργοδότη του.

76. Βάσει της προτεινόμενης ρύθμισης, σε περίπτωση που δεν ενδείκνυται η απευθείας επικοινωνία, τότε η επικοινωνία μπορεί να πραγματοποιηθεί με άλλους τρόπους, π.χ. με τη μεσολάβηση των προξενικών αρχών ή κάποιας διεθνούς ανθρωπιστικής οργάνωσης.

Άρθρο 13 - Το δικαίωμα επικοινωνίας με τις προξενικές αρχές

77. Στο υπόψη άρθρο διατυπώνεται εκ νέου το δικαίωμα επικοινωνίας με τις προξενικές αρχές. Το άρθρο ορίζει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να μεριμνούν για τη διασφάλιση του δικαιώματος κάθε αλλοδαπού κρατουμένου που το επιθυμεί να ζητά και να επιτυγχάνει την ενημέρωση των προξενικών αρχών της χώρας καταγωγής του σχετικά με το γεγονός της κράτησης.

78. Εάν ένας ύποπτος που τελεί υπό κράτηση δεν επιθυμεί τη συνδρομή των προξενικών αρχών της χώρας καταγωγής του, πρέπει να μπορεί να λάβει συνδρομή από διεθνή ανθρωπιστική οργάνωση. Με την επιφύλαξη τυχόν διαφορετικής απόφασης των επιμέρους κρατών μελών, η πλέον κατάλληλη διεθνής ανθρωπιστική οργάνωση που προσφέρει αυτού του είδους τη συνδρομή είναι η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού (ΔΕΕΣ), στης οποίας τα επίσημα καθήκοντα συγκαταλέγεται η πραγματοποίηση επισκέψεων σε κρατουμένους [34]. Τα κράτη μέλη καλούνται να αποφασίσουν το ποιες διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις αναγνωρίζουν, ούτως ώστε να είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί καταλλήλως η έννοια της «αναγνωρισμένης διεθνούς ανθρωπιστικής οργάνωσης» και να αποτρέπεται η χρησιμοποίηση οργανώσεων που δεν έχουν λάβει έγκριση από το οικείο κράτος μέλος.

[34] Απόσπασμα της ετήσιας έκθεσης της ΔΕΕΣ για το 2002: «[Κατά το 2002] αντιπρόσωποι της ΔΕΕΣ επισκέφτηκαν 448.063 κρατουμένους σε 2.007 τόπους κράτησης σε περισσότερες από 75 χώρες. Εκ των κρατουμένων αυτών, 26.727 κρατούμενοι καταγράφτηκαν και δέχτηκαν επίσκεψη το 2002 για πρώτη φορά. Εκδόθηκαν συνολικά 47.205 βεβαιώσεις κράτησης. Οι κρατούμενοι που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής παρακολούθησης αλλά παρόλα αυτά έλαβαν βοήθεια από τη ΔΕΕΣ περιλαμβάνονται στον συνολικό αριθμό των κρατουμένων που δέχτηκαν επίσκεψη.».

79. Τα κράτη μέλη υπέχουν υποχρεώσεις έναντι των αλλοδαπών υπηκόων που κατοικούν νομίμως από μακρού στο έδαφός τους, ιδίως εάν αυτοί είναι πρόσφυγες. Ένας πρόσφυγας ο οποίος έχει διαφύγει από το καθεστώς που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του είναι φυσικό να μην επιθυμεί τη συνδρομή των προξενικών αρχών της χώρας αυτής. Οι πρόσφυγες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν με τους εκπροσώπους τυχόν άλλου κράτους το οποίο έχει συμφωνήσει να υπερασπίζεται τα συμφέροντά τους [35] ή διεθνούς ανθρωπιστικής οργάνωσης προκειμένου να λάβουν συνδρομή αυτής της μορφής [36]. Στο άρθρο προτείνεται η επέκταση του δικαιώματος σε προξενική συνδρομή στους αλλοδαπούς υπηκόους που κατοικούν νομίμως από μακρού στο έδαφος του πέμποντος κράτους, ιδίως εάν τους έχει αναγνωρισθεί η ιδιότητα του πρόσφυγα. Τα κράτη μέλη οφείλουν να φροντίζουν για την παροχή στον ύποπτο της εναλλακτικής δυνατότητας να επιλέξει τη συγκεκριμένη μορφή συνδρομής.

[35] Ο κανόνας αριθ. 38 εκ των «Πρότυπων ελάχιστων κανόνων για τη μεταχείριση των φυλακισμένων», που εκδόθηκαν το 1955 από τη Διάσκεψη του ΟΗΕ για την πρόληψη του εγκλήματος και τη μεταχείριση των υποδίκων: (1) [...]. (2) Ανάλογη δυνατότητα επικοινωνίας με το διπλωματικό εκπρόσωπο του κράτους το οποίο μεριμνά για τα συμφέροντα τέτοιων προσώπων ή με οποιαδήποτε εθνική ή διεθνή αρχή επιφορτισμένη με την προστασία τους παρέχεται στους κρατουμένους υπηκόους κρατών που δεν διαθέτουν διπλωματική ή προξενική εκπροσώπηση στη χώρα, καθώς και στους πρόσφυγες ή απάτριδες.

[36] Άρθρο 16 του corpus αρχών για την προστασία παντός προσώπου που τίθεται υπό κράτηση ή φυλάκιση οποιασδήποτε μορφής, το οποίο εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών το 1988: 1.[...] 2. Αν ο τιθέμενος υπό κράτηση ή φυλάκιση είναι αλλοδαπός, ενημερώνεται επίσης αμελλητί για το δικαίωμά του να επικοινωνήσει κατά πρόσφορο τρόπο με [...] τον εκπρόσωπο του αρμόδιου διεθνούς οργανισμού, εφόσον είναι πρόσφυγας ή έχει τεθεί καθ' οιονδήποτε άλλο τρόπο υπό την προστασία διακυβερνητικού οργανισμού.

Άρθρο 14 - Υποχρέωση έγγραφης ενημέρωσης των υπόπτων σχετικά με τα δικαιώματά τους - «Έγγραφο δικαιωμάτων»

80. Στο άρθρο 14 διατυπώνεται η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν την ενημέρωση όλων των υπόπτων που κρατούνται ή συλλαμβάνονται σχετικά με τα θεμελιώδη δικαιώματά τους, με την επίδοση σε αυτούς έγγραφης γνωστοποίησης των δικαιωμάτων αυτών. Το «έγγραφο δικαιωμάτων» πρέπει να είναι διαθέσιμο στις επίσημες κοινοτικές γλώσσες, είτε σε χαρτί είτε σε ηλεκτρονική μορφή, ούτως ώστε να είναι δυνατή η εκτύπωσή του όταν είναι απαραίτητη. Τα κράτη μέλη δύνανται να αξιολογήσουν την ανάγκη να είναι διαθέσιμες μεταφράσεις σε γλώσσες που χρησιμοποιούνται με μεγάλη συχνότητα στον εκάστοτε τόπο. Οι οικείες αρχές είναι κατεξοχήν σε θέση να γνωρίζουν ποιες είναι αυτές οι γλώσσες για τον κάθε τόπο. Η Επιτροπή προτείνει να επιδίδεται στους υπόπτους ένα «έγγραφο δικαιωμάτων» το ενωρίτερο δυνατό μετά τη σύλληψη. Η πλέον ενδεδειγμένη ρύθμιση είναι να υπογράφεται το έγγραφο δικαιωμάτων και από τον εκάστοτε υπάλληλο επιβολής του νόμου και από τον ύποπτο, ως απόδειξη του γεγονότος ότι το υπόψη έγγραφο προσεφέρθη προς επίδοση, επιδόθηκε και παρελήφθη. Εντούτοις, η Επιτροπή γνωρίζει ότι οι ύποπτοι είναι πιθανό να είναι απρόθυμοι να υπογράψουν οτιδήποτε στο αστυνομικό τμήμα. Το έγγραφο δικαιωμάτων πρέπει να διατίθεται σε δύο αντίτυπα, εκ των οποίων το ένα (υπογεγραμμένο) αντίτυπο φυλάσσεται από τον υπάλληλο επιβολής του νόμου, ενώ το άλλο (υπογεγραμμένο) αντίτυπο φυλάσσεται από τον ύποπτο. Πρέπει δε να καταχωρείται στα πρακτικά σημείωση για το ότι το έγγραφο δικαιωμάτων προσεφέρθη πράγματι προς επίδοση και για το κατά πόσον ο ύποπτος δέχτηκε να το υπογράψει.

81. Το παράρτημα A περιέχει προτεινόμενο έντυπο με ενιαία διατύπωση για το «έγγραφο δικαιωμάτων». Εκεί δηλώνεται η γλώσσα που χρησιμοποιείται κάθε φορά, ώστε το έγγραφο δικαιωμάτων που επιδίδεται στον εκάστοτε ύποπτο να είναι συνταγμένο σε γλώσσα κατανοητή σε αυτόν. Στη συνέχεια καθορίζονται τα θεμελιώδη δικαιώματα σε συνδρομή δικηγόρου, σε διερμηνεία, σε ειδική φροντίδα και σε προξενική συνδρομή, εάν ισχύουν, ως επικεφαλίδες οι οποίες συμπληρώνονται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 15- Αξιολόγηση και παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας της απόφασης-πλαισίου

82. Είναι πολύ σημαντικό να υπάρξει πλήρης αξιολόγηση και παρακολούθηση της παρούσας απόφασης-πλαισίου. Πέραν της υποβολής εκθέσεων σχετικά με την προσήκουσα εφαρμογή των διατάξεών της στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας, η Επιτροπή προτείνει την πραγματοποίηση τακτικής παρακολούθησης. Τούτο έχει ιδιαίτερη σημασία για τις νομοθετικές διατάξεις που προσπορίζουν δικαιώματα, διότι τα δικαιώματα αυτά στερούνται νοήματος εάν δεν γίνονται σεβαστά. Μόνον η τακτική παρακολούθηση είναι ικανή να οδηγήσει σε συμπέρασμα για την πλήρη συμμόρφωση. Πέραν αυτού, για να επιτευχθεί ο δεδηλωμένος στόχος της ενίσχυσης της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, που επιδιώκεται με την απόφαση-πλαίσιο, είναι απαραίτητο να υπάρχουν δημόσιες, επαληθεύσιμες στατιστικές και εκθέσεις που να αποδεικνύουν τη συμμόρφωση με τα δικαιώματα, ούτως ώστε οι παρατηρούντες τα πράγματα σε άλλα κράτη μέλη (όχι μόνο παράγοντες της εκτελεστικής εξουσίας αλλά και δικηγόροι, πανεπιστημιακοί και μη κυβερνητικές οργανώσεις) να μπορούν να έχουν τη βεβαιότητα ότι τα δικαιώματα που συνιστούν μια δίκαιη δίκη γίνονται σεβαστά στην κάθε εθνική έννομη τάξη. Η αξιολόγηση και η παρακολούθηση ενδείκνυται να πραγματοποιούνται υπό την επίβλεψη της Επιτροπής. Η διεξαγωγή της αναγκαίας έρευνας και ανάλυσης είναι δυνατό να ανατίθεται σε ανεξάρτητο κλιμάκιο.

83. Στο ψήφισμά του της 5ης Ιουλίου 2001 σχετικά με την κατάσταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εισηγείτο «τη δημιουργία δικτύου νομικών εμπειρογνωμόνων, που να διαθέτουν ειδικές γνώσεις στον τομέα των δικαιωμάτων του ανθρώπου, και νομικών από όλα τα κράτη μέλη, το οποίο θα παράσχει υψηλό βαθμό εμπειρογνωμοσύνης και θα επιτρέψει στο Κοινοβούλιο να αξιολογήσει την εφαρμογή εκάστου εκ των δικαιωμάτων που προβλέπονται, ιδίως, στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (ΧΘΔΕΕ), λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη των εθνικών νομοθεσιών, τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς και την τυχόν καίρια νομολογία των εθνικών και συνταγματικών δικαστηρίων των κρατών μελών» [37]. Πράγματι συνεστήθη «Δίκτυο ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων για τα θεμελιώδη δικαιώματα» (στο εξής: «το Δίκτυο»), που υπέβαλε την πρώτη του έκθεση στις 31 Μαρτίου 2003. Τα καθήκοντά του περιλαμβάνουν την κατάρτιση ετήσιας έκθεσης για την κατάσταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο πλαίσιο αυτό, το Δίκτυο εξετάζει τη συμμόρφωση με τα άρθρα 47 και 48 του ΧΘΔΕΕ [38]. Το άρθρο 47 του Χάρτη ορίζει τα εξής: «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικαστεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός ευλόγου προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Κάθε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του. Σε όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, παρέχεται ευεργέτημα πενίας, εφόσον το ευεργέτημα αυτό είναι αναγκαίο για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη.». Το άρθρο 48 του Χάρτη ορίζει τα εξής: «[...]Διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούμενο.».

[37] Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την κατάσταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2000) (2000/2231(INI)).

[38] ΕΕ C 364 της 18.12.2000.

84. Θα ήταν ενδεχομένως σκόπιμο να αξιοποιηθεί το έργο αξιολόγησης που έχει επιτελέσει το Δίκτυο σε σχέση με τα άρθρα 47 και 48 του ΧΘΔΕΕ και να εξετασθεί κατά πόσον κάτι τέτοιο δύναται να αποτελέσει ενδεδειγμένη μακροπρόθεσμη λύση. Η Επιτροπή θα μπορούσε μεταγενέστερα να προκρίνει διαφορετικό σύστημα αξιολόγησης και παρακολούθησης. Σε περίπτωση που το Δίκτυο παύσει να εκτελεί τα καθήκοντά του ή να παρέχει τις αναγκαίες υπηρεσίες, καθώς και σε περίπτωση που η Επιτροπή προκρίνει διαφορετικό σύστημα αξιολόγησης και παρακολούθησης, θα μπορούσε να ορισθεί άλλο κατάλληλο όργανο για την ανάλυση των δεδομένων και των στοιχείων που διατίθενται από τα κράτη μέλη κατ' εφαρμογή των διατάξεων της απόφασης-πλαισίου.

85. Η αξιολόγηση και η παρακολούθηση θα αποβούν προς όφελος όλων των κρατών μελών. Θα τους επιτρέπουν να δείχνουν σε άλλες χώρες ότι σέβονται τα δικαιώματα που είναι συνυφασμένα με μια δίκαιη δίκη και θα τους επιτρέπουν να παρέχουν διαβεβαιώσεις σε όσους καταγίνονται με την εφαρμογή των μέτρων του «προγράμματος αμοιβαίας αναγνώρισης» στο κράτος καταγωγής τους, εάν αποδειχθούν απαραίτητες τέτοιες διαβεβαιώσεις, για το ότι οι εγγυήσεις με τις οποίες διασφαλίζονται ισοδύναμα πρότυπα διεξαγωγής δίκαιων δικών λειτουργούν αποτελεσματικά σε άλλα κράτη μέλη. Σκοπός της αξιολόγησης είναι η εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων, και δεν θα εξετάζονται οι δικαστικές αποφάσεις.

Άρθρο 16 - Υποχρέωση συγκέντρωσης στοιχείων

86. Για να είναι δυνατή η παρακολούθηση της απόφασης-πλαισίου και η διενέργεια του απαραίτητου ελέγχου της συμμόρφωσης με τις διατάξεις της, το άρθρο 16 ορίζει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να συλλέγουν σχετικά στοιχεία και ότι τα στοιχεία αυτά πρέπει να αναλύονται, για να μπορούν να αξιοποιηθούν. Τα κράτη μέλη οφείλουν να παρέχουν συναφή στατιστικά δεδομένα, μεταξύ άλλων, για τα εξής θέματα:

(α) για τον συνολικό αριθμό ατόμων που ανακρίθηκαν σε σχέση με ποινική κατηγορία, τον αριθμό των ατόμων κατά των οποίων απαγγέλθηκε κατηγορία για ποινικό αδίκημα, για το κατά πόσον παρεσχέθη συνδρομή δικηγόρου και για το ποσοστό των περιπτώσεων στις οποίες η παροχή αυτή έγινε δωρεάν ή μερικώς δωρεάν.

(β) για τον αριθμό ατόμων που ανακρίθηκαν σε σχέση με ποινικό αδίκημα και των οποίων ο βαθμός κατανόησης της γλώσσας της διαδικασίας ήταν τέτοιος ώστε να απαιτηθούν οι υπηρεσίες διερμηνέα κατά την ανάκριση από τις αστυνομικές αρχές. Είναι επίσης σκόπιμο να καταγράφονται οι διάφορες επιμέρους εθνικότητες και να διευκρινίζεται ο αριθμός των ατόμων που χρειάστηκαν διερμηνεία στη νοηματική γλώσσα.

(γ) για τον αριθμό των αλλοδαπών που ανακρίθηκαν σε σχέση με ποινικό αδίκημα και για τους οποίους ζητήθηκε προξενική συνδρομή. Είναι σκόπιμο να καταγράφεται ο αριθμός αλλοδαπών υπόπτων που αρνήθηκαν την προσφορά προξενικής συνδρομής. Είναι επίσης σκόπιμο να καταγράφονται οι διάφορες επιμέρους εθνικότητες των υπόπτων.

(δ) για τον αριθμό ατόμων κατά των οποίων απαγγέλθηκε κατηγορία για ποινικό αδίκημα και για τους οποίους ζητήθηκε η παροχή υπηρεσιών διερμηνέα προ της δίκης, κατά τη διάρκεια δίκης ή/και κατά την εκδίκαση των τυχόν ένδικων μέσων. Είναι επίσης σκόπιμο να καταγράφονται οι διάφορες επιμέρους εθνικότητες και οι γλώσσες που χρησιμοποιήθηκαν.

(ε) για τον αριθμό ατόμων κατά των οποίων απαγγέλθηκε κατηγορία για ποινικό αδίκημα και για τους οποίους ζητήθηκε η παροχή υπηρεσιών μεταφραστή για τη μετάφραση εγγράφων προ της δίκης, κατά τη διάρκεια δίκης ή/και κατά την εκδίκαση των τυχόν ένδικων μέσων. Είναι επίσης σκόπιμο να καταγράφονται οι διάφορες επιμέρους εθνικότητες και οι γλώσσες που χρησιμοποιήθηκαν. Είναι σκόπιμο να διευκρινίζεται ο αριθμός των ατόμων που χρειάστηκαν διερμηνεία στη νοηματική γλώσσα.

(στ) για τον αριθμό των ατόμων που ανακρίθηκαν ή/και κατά των οποίων απαγγέλθηκε κατηγορία για ποινικό αδίκημα για τους οποίους κρίθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν ή να παρακολουθήσουν το περιεχόμενο ή το νόημα της διαδικασίας εξαιτίας της ηλικίας τους ή της διανοητικής, σωματικής ή ψυχικής τους κατάστασης, μαζί με στατιστικά δεδομένα για το είδος της ειδικής φροντίδας που ενδεχομένως τους παρασχέθηκε.

(ζ) για τον αριθμό των «εγγράφων δικαιωμάτων» που επιδόθηκαν σε υπόπτους, με αναλυτική διευκρίνιση των γλωσσών στις οποίες ήταν συνταγμένα τα έγγραφα αυτά.

Άρθρο 17 - Ρήτρα μη υποβάθμισης των προτύπων

87. Σκοπός του υπόψη άρθρου είναι να διασφαλισθεί ότι η απόφαση-πλαίσιο δεν θα έχει ως συνέπεια την υποβάθμιση των προτύπων στα κράτη μέλη. Κατά τη φάση των διαβουλεύσεων, οι αντιπρόσωποι ορισμένων κρατών μελών εξέφρασαν την ανησυχία ότι ο καθορισμός κοινών ελάχιστων προτύπων θα προκαλούσε μια τέτοια υποβάθμιση. Τα κράτη μέλη παραμένουν απολύτως ελεύθερα να θεσπίζουν πρότυπα πιο αυστηρά από αυτά που συμφωνούνται στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης-πλαισίου.

Άρθρο 18 - Εφαρμογή

88. Το υπόψη άρθρο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να θέσουν σε εφαρμογή την απόφαση-πλαίσιο έως την 1η Ιανουαρίου 2006 και να αποστείλουν στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και στην Επιτροπή, μέχρι την ίδια ημερομηνία, το κείμενο των διατάξεων που θα θεσπίσουν με σκοπό την ενσωμάτωσή της στην εθνική τους νομοθεσία. Ένα εξάμηνο μετά τη θέση σε εφαρμογή, η Επιτροπή πρέπει να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, όπου θα εκτιμά τον βαθμό στον οποίο τα κράτη μέλη θα έχουν λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο. Ταυτόχρονα με την έκθεση, η Επιτροπή δύναται, εάν το κρίνει απαραίτητο, να υποβάλει νομοθετικές προτάσεις.

Άρθρο 19 - Έναρξη ισχύος

89. Το υπόψη άρθρο προβλέπει ότι η απόφαση-πλαίσιο θα τεθεί σε ισχύ την εικοστή ημέρα μετά την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Παράρτημα A - Τυποποιημένη ενιαία διατύπωση που θα χρησιμοποιείται στο «Έγγραφο δικαιωμάτων»

90. Στο παράρτημα A παρατίθεται πρότυπο για την ενιαία διατύπωση που θα χρησιμοποιείται στο «Έγγραφο δικαιωμάτων». Σε αυτό διατυπώνονται υπό μορφή επικεφαλίδας τα δικαιώματα που απορρέουν από την παρούσα απόφαση-πλαίσιο και τα οποία, κατά την Επιτροπή, αποτελούν θεμελιώδη κοινά δικαιώματα που πρέπει να χορηγούνται στους υπόπτους κατά τη σύλληψή τους (δικαίωμα σε συνδρομή δικηγόρου, δικαίωμα σε διερμηνέα, απόφαση για την παροχή ειδικής φροντίδας, δικαίωμα επικοινωνίας με προξενική αρχή για τους αλλοδαπούς).

2004/0113 (CNS)

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ-ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με ορισμένα δικονομικά δικαιώματα στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο 31 παράγραφος 1 στοιχείο γ),

την πρόταση της Επιτροπής [39],

[39] ΕΕ C [...], [...], σελ. [...].

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου [40],

[40] ΕΕ C [...], [...], σελ. [...].

Εκτιμώντας τα εξής:

(1) Η Ευρωπαϊκή Ένωση έθεσε ως στόχο τη διατήρηση και ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Με βάση τα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999, ιδίως δε με βάση το σημείο 33, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης θα πρέπει να αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο της δικαστικής συνεργασίας τόσο σε αστικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις στην Ένωση.

(2) Στις 29 Νοεμβρίου 2000, το Συμβούλιο, κατ' εφαρμογή των Συμπερασμάτων του Τάμπερε, θέσπισε πρόγραμμα μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων [41]. Στην εισαγωγή του εν λόγω προγράμματος μέτρων αναφέρεται ότι η αμοιβαία αναγνώριση «πρέπει να επιτρέπει την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, αλλά και της προστασίας των δικαιωμάτων των προσώπων» [42].

[41] ΕΕ C 12, 15.1.2001, σελ. 10.

[42] ΕΕ C 12, 15.1.2001, σελ. 10.

(3) Η υλοποίηση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων επί ποινικών υποθέσεων προϋποθέτει ότι τα κράτη μέλη διακατέχονται από αμοιβαία εμπιστοσύνη όσον αφορά τα συστήματά τους για την απονομή ποινικής δικαιοσύνης. Ο βαθμός της αμοιβαίας αναγνώρισης εξαρτάται κατά πολύ από μια σειρά παραμέτρων, που επικαθορίζουν την αποτελεσματικότητά της [43]. Στις παραμέτρους αυτές συγκαταλέγονται «οι μηχανισμοί προστασίας των δικαιωμάτων [...] των υπόπτων» (παράμετρος 3) και «ο καθορισμός των κοινών ελαχίστων κανόνων, πράγμα που μπορεί να απαιτείται προς διευκόλυνση της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης».

[43] ΕΕ C 12, 15.1.2001, σελ. 10.

(4) Η αμοιβαία αναγνώριση μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά μόνο σε πνεύμα εμπιστοσύνης, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι όχι μόνο οι δικαστικές αρχές αλλά όλοι οι παράγοντες της ποινικής διαδικασίας αντιλαμβάνονται τις αποφάσεις των δικαστικών αρχών άλλων κρατών μελών ως ισοδύναμες με τις δικές τους και δεν αμφισβητούν τη δικαστική τους ιδιότητα, ούτε τον σεβασμό των δικαιωμάτων δίκαιης δίκης. Τούτο έχει σημασία από την άποψη της ενίσχυσης της γενικής αντίληψης περί της αμοιβαίας αναγνώρισης, η οποία είναι θετική και εμπεριέχει το στοιχείο «όχι μόνο της εμπιστοσύνης στην επάρκεια των κανόνων του εκάστοτε εταίρου αλλά και της βεβαιότητας ότι οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται σωστά» [44].

[44] COM(2000) 495 τελικό, 26.7.2000, σελ. 4.

(5) Όλα τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη της «Ευρωπαϊκής σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (στο εξής: «ΕΣΔΑ»). Παρόλα αυτά, η πείρα έχει καταδείξει ότι, παρά την αναγκαιότητα της εμπιστοσύνης αυτής, δεν υπάρχει πάντα επαρκής εμπιστοσύνη στα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης των άλλων κρατών μελών, και τούτο μολονότι όλα τα κράτη μέλη έχουν υπογράψει την ΕΣΔΑ. Τα δικαιώματα που προτείνονται θα συντελέσουν στην ενίσχυση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και, κατ' επέκταση, θα καταστήσουν αποτελεσματικότερο το έργο της αμοιβαίας αναγνώρισης.

(6) Το πρώτο απτό μέτρο στο πεδίο του ποινικού δικαίου για την υλοποίηση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης ήταν η απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών [45]. Ακολούθησε η απόφαση-πλαίσιο σχετικά με τις διαταγές δέσμευσης περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων [46]. Άλλα μέτρα που εξαγγέλλονται στο πρόγραμμα αφορούν τις διαταγές δήμευσης, τις οικονομικές κυρώσεις και την αποστολή αποδεικτικών στοιχείων και αποσπασμάτων ποινικού μητρώου.

[45] ΕΕ L 190, 18.7.2002, σελ. 1.

[46] Απόφαση-πλαίσιο 2003/577/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ΕΕ L 196 της 2.8.2003, σελ. 45.

(7) Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης στηρίζεται σε υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών. Προκειμένου να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη αυτή, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο προβλέπει ορισμένες εγγυήσεις για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Πρόκειται για εγγυήσεις που απηχούν τις παραδόσεις των κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή των διατάξεων της ΕΣΔΑ.

(8) Οι προτεινόμενες διατάξεις δεν αποσκοπούν στο να επηρεάσουν τις ειδικές ρυθμίσεις που ισχύουν στο πλαίσιο των εθνικών νομοθεσιών με σκοπό την καταπολέμηση ορισμένων σοβαρών και περίπλοκων μορφών εγκληματικότητας, όπως είναι, ιδίως, η τρομοκρατία.

(9) Στο άρθρο 31 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της ΣΕΕ προβλέπεται η «εξασφάλιση της συμβατότητας των κανόνων που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη, στο βαθμό που είναι αναγκαίο, για τη βελτίωση της [δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις]». Σε περίπτωση που εφαρμόζονται κοινές ελάχιστες απαιτήσεις για τις βασικές δικονομικές εγγυήσεις σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, τούτο θα οδηγήσει στην τόνωση της εμπιστοσύνης στα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης όλων των κρατών μελών και, κατ' επέκταση, στην αύξηση της αποτελεσματικότητας της δικαστικής συνεργασίας, σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης.

(10) Έχουν προσδιορισθεί οι ακόλουθοι πέντε τομείς ως κατάλληλοι για να ξεκινήσει από αυτούς η εφαρμογή κοινών προτύπων: δικαίωμα σε παράσταση δικηγόρου, πρόσβαση σε διερμηνεία και μετάφραση, διασφάλιση της παροχής ειδικής φροντίδας σε πρόσωπα που τη χρειάζονται λόγω της ανικανότητάς τους να παρακολουθήσουν τη διαδικασία, προξενική συνδρομή προς αλλοδαπούς κρατούμενους και γραπτή γνωστοποίηση στους υπόπτους και τους κατηγορούμενους των δικαιωμάτων τους.

(11) Με την υπόψη δέσμη μέτρων θα διασφαλισθεί η προστασία των δικαιωμάτων των αλλοδαπών υπόπτων και κατηγορουμένων, ακόμη κι αν αυτοί δεν κατανοούν τη γλώσσα της χώρας υποδοχής ή έχουν άγνοια του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης. Η διασφάλιση του δέοντος σεβασμού των δικαιωμάτων των αλλοδαπών υπόπτων και κατηγορουμένων θα έχει ως διττή συνέπεια τόσο τη βελτίωση των αντιλήψεων που έκαστο κράτος μέλος έχει για τα δικαιοδοτικά συστήματα των άλλων κρατών μελών όσο και τη συνακόλουθη εκδήλωση αποτελεσμάτων για το σύνολο των υπόπτων και κατηγορουμένων.

(12) Το δικαίωμα σε συνδρομή δικηγόρου διατυπώνεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Οι διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαισίου δεν επιβάλλουν υποχρεώσεις στα κράτη μέλη πέραν των υποχρεώσεων που προβλέπονται στην ΕΣΔΑ, αλλά απλώς καθορίζουν κοινές μεθόδους για τη συμμόρφωση με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Αποσαφηνίζεται το χρονικό σημείο από το οποίο γεννάται το δικαίωμα σε συνδρομή δικηγόρου, καθώς και οι περιστάσεις υπό τις οποίες η συνδρομή δικηγόρου πρέπει να παρέχεται δωρεάν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η απαίτηση για τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας επιβάλλει την παροχή συνδρομής δικηγόρου στον κατηγορούμενο, παρά το δικαίωμα αυτού του τελευταίου να υπερασπισθεί ο ίδιος τον εαυτό του. Η ρύθμιση αυτή προβλέπεται στην απόφαση-πλαίσιο, μαζί με ενδείξεις για τις κατηγορίες κατηγορουμένων που πρέπει να λαμβάνουν συνδρομή δικηγόρου. Ακόμη επισημαίνεται ότι η συνδρομή δικηγόρου πρέπει να παρέχεται από επαγγελματίες με κατάλληλη ειδίκευση και ότι το κόστος της συνδρομής δικηγόρου δεν πρέπει να συνεπάγεται υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση για τους εν λόγω κατηγορουμένους ή για τα συντηρούμενα από αυτούς πρόσωπα. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη καλούνται να διασφαλίζουν ότι στις περιπτώσεις αυτές το κόστος της παροχής συνδρομής δικηγόρου καλύπτεται εν όλω ή εν μέρει από το εκάστοτε εθνικό σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης.

(13) Το δικαίωμα σε δωρεάν και πιστή γλωσσική συνδρομή (διερμηνεία και μετάφραση) για τους αλλοδαπούς, καθώς και, οσάκις είναι απαραίτητο, για τα άτομα που πάσχουν από αναπηρία η οποία επηρεάζει τη δυνατότητα ακοής ή ομιλίας προβλέπεται ομοίως στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Οι διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαισίου δεν επιβάλλουν υποχρεώσεις στα κράτη μέλη πέραν των υποχρεώσεων που προβλέπονται στην ΕΣΔΑ, αλλά απλώς καθορίζουν κοινές μεθόδους, αφενός, για τη συμμόρφωση με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και, αφετέρου, για την εξακρίβωση της πιστότητας της παρεχόμενης διερμηνείας ή μετάφρασης.

(14) Η υποχρέωση παροχής φροντίδας σε υπόπτους που αδυνατούν να κατανοήσουν ή να παρακολουθήσουν τη διαδικασία ισχύει προς χάριν της χρηστής απονομής δικαιοσύνης. Όταν ο ύποπτος βρίσκεται σε δυνητικά ευάλωτη θέση λόγω της ηλικίας του ή της διανοητικής, σωματικής ή ψυχικής του κατάστασης, η ισορροπία ισχύος ενδέχεται να κλίνει προς την πλευρά της εισαγγελικής αρχής, των αρχών επιβολής του νόμου και των δικαστικών αρχών. Ως εκ τούτου, ενδείκνυται οι εν λόγω αρχές να έχουν επίγνωση της τυχόν ευάλωτης θέσης του υπόπτου και να λαμβάνουν τα μέτρα που ενδεχομένως απαιτούνται, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην αποκατάσταση της ισορροπίας ισχύος. Αντιστοίχως, οι διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαισίου αποβλέπουν στην ενίσχυση της θέσης των συγκεκριμένων ατόμων, με την καθιέρωση μιας σειράς ειδικών δικαιωμάτων.

(15) Το δικαίωμα των κρατουμένων σύμφωνα με το οποίο πρέπει να ενημερώνονται αμελλητί η οικογένειά τους, τα πρόσωπα που εξομοιούνται με μέλη της οικογένειας και ο εργοδότης τους σχετικά με το ότι κρατούνται προβλέπεται για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η κοινολόγηση της πληροφορίας αυτής δεν θέτει σε κίνδυνο την ίδια τη διαδικασία. Επίσης προβλέπεται το δικαίωμα ενημέρωσης των οικείων προξενικών αρχών, εάν υπάρχουν. Οι ρυθμίσεις αυτές εγγράφονται στο ευρύτερο πλαίσιο του δικαιώματος του κρατούμενου να επικοινωνεί με τον έξω κόσμο.

(16) Το δικαίωμα σε προξενική συνδρομή υφίσταται δυνάμει του άρθρου 36 της σύμβασης της Βιέννης του 1963 περί προξενικών σχέσεων, όπου προβλέπεται ως δικαίωμα των κρατών να επικοινωνούν με τους υπηκόους τους. Με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαισίου, το συγκεκριμένο δικαίωμα δεν αναγνωρίζεται στα κράτη αλλά στους ευρωπαίους πολίτες και συγχρόνως αυξάνεται η ορατότητα και, κατ' επέκταση, η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος. Παρόλα αυτά, υπό μία πιο μακροπρόθεσμη θεώρηση, η δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης όπου επικρατεί αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών αναμένεται να αμβλύνει και, σε τελική ανάλυση, να εξαλείψει την αναγκαιότητα της προξενικής συνδρομής.

(17) Η γραπτή γνωστοποίηση σε υπόπτους και κατηγορούμενους των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους συνιστά μέτρο που ενισχύει τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας και διασφαλίζει μέχρι ενός σημείου το ότι κάθε πρόσωπο που είναι ύποπτο ή κατά του οποίου έχει απαγγελθεί κατηγορία για την τέλεση αξιόποινης πράξεως γνωρίζει τα δικαιώματά του. Εάν οι ύποπτοι και κατηγορούμενοι δεν γνωρίζουν τα δικαιώματά τους, είναι δυσκολότερο γι' αυτούς να διεκδικήσουν το ευεργέτημα των εν λόγω δικαιωμάτων. Το πρόβλημα αυτό διευθετείται με τη γραπτή γνωστοποίηση των δικαιωμάτων των υπόπτων, μέσω της απλής επίδοσης σε αυτούς ενός «Εγγράφου δικαιωμάτων».

(18) Είναι απαραίτητη η καθιέρωση μηχανισμού για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της παρούσας απόφασης-πλαισίου. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη είναι σκόπιμο να συγκεντρώνουν και να καταγράφουν πληροφορίες ενόψει της αξιολόγησης και παρακολούθησης. Οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται θα χρησιμοποιούνται από την Επιτροπή για την κατάρτιση εκθέσεων και θα καθίστανται διαθέσιμες στους πολίτες. Με τον τρόπο αυτό θα ενισχυθεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη, διότι έκαστο κράτος μέλος θα γνωρίζει ότι τα υπόλοιπα κράτη μέλη συμμορφώνονται με τα δικαιώματα που είναι συνυφασμένα με μια δίκαιη δίκη.

(19) Επειδή ο στόχος της καθιέρωσης κοινών ελάχιστων προτύπων δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί με μονομερείς ενέργειες των κρατών μελών, αλλά η επίτευξή του είναι δυνατή μόνο σε επίπεδο Ένωσης, το Συμβούλιο δύναται να θεσπίζει μέτρα κατ' εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας, όπως αυτή είναι διατυπωμένη στο άρθρο 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 5 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Κατ' εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, όπως αυτή είναι διατυπωμένη στο προαναφερθέν άρθρο 5, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του προαναφερθέντος στόχου.

(20) Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο αποβλέπει στην ενίσχυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των αρχών που προβλέπονται στο άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και είναι αποτυπωμένα στον Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως δε στα άρθρα του 47 έως 50. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν είναι δυνατό να οδηγεί σε αποκλίνουσες δικαστικές ερμηνείες όσον αφορά τις συναφείς διατάξεις της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι η αναφορά στα θεμελιώδη δικαιώματα που γίνεται στο άρθρο 6 ΣΕΕ εξαρτάται κατ'ανάγκη από την ερμηνεία τους με βάση τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ-ΠΛΑΙΣΙΟ

σχετικα με ορισμενα δικονομικα δικαιωματα στο πλαισιο ποινικων διαδικασιων σε ολοκληρη την ευρωπαϊκη ενωση:

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής των δικονομικών δικαιωμάτων

1. Στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο καθορίζονται οι κανόνες που ακολουθούν σχετικά με τα δικονομικά δικαιώματα τα οποία ισχύουν στο πλαίσιο κάθε διαδικασίας που διεξάγεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση με σκοπό την εξακρίβωση της ενοχής ή της αθωότητας ατόμου που είναι ύποπτο για την τέλεση αξιόποινης πράξεως ή με σκοπό τη λήψη απόφασης μετά την παραδοχή της ενοχής από άτομο κατά του οποίου έχει απαγγελθεί κατηγορία για ποινικό αδίκημα. Στις διατάξεις της υπάγονται επίσης οι διαδικασίες τις οποίες συνεπάγεται η άσκηση ένδικων μέσων στο πλαίσιο των ανωτέρω διαδικασιών.

Οι ανωτέρω διαδικασίες καλούνται στο εξής «ποινικές διαδικασίες».

2. Τα δικαιώματα ισχύουν για κάθε πρόσωπο που είναι ύποπτο για την τέλεση αξιόποινης πράξεως («ύποπτος») από τη στιγμή κατά την οποία το πρόσωπο αυτό ενημερώνεται από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους ότι είναι ύποπτο για την τέλεση αξιόποινης πράξεως μέχρι την έκδοση σχετικής οριστικής δικαστικής απόφασης.

Άρθρο 2

Δικαίωμα σε συνδρομή δικηγόρου

1. Κάθε ύποπτος, εφόσον το επιθυμεί, δικαιούται να λάβει συνδρομή δικηγόρου το ενωρίτερο δυνατό και καθ' όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.

2. Κάθε ύποπτος δικαιούται να λάβει συνδρομή δικηγόρου πριν να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση σχετικά με την εις βάρος του κατηγορία.

Άρθρο 3

Υποχρέωση παροχής συνδρομής δικηγόρου

Κατά παρέκκλιση του δικαιώματος του εκάστοτε υπόπτου να αρνείται τη λήψη συνδρομής δικηγόρου ή να εκπροσωπεί ο ίδιος τον εαυτό του στη διαδικασία, είναι υποχρεωτικό να προσφέρεται σε ορισμένους υπόπτους συνδρομή δικηγόρου, προκειμένου να διασφαλίζεται ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας. Αντιστοίχως, τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη δυνατότητα παροχής συνδρομής δικηγόρου σε κάθε ύποπτο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

- όταν ο ύποπτος τελεί υπό προσωρινή κράτηση ενόψει της διεξαγωγής δίκης. ή

- όταν έχει απαγγελθεί επίσημη κατηγορία κατά του υπόπτου για την τέλεση αξιόποινης πράξης η οποία συνδέεται με περίπλοκα αντικειμενικά ή νομικά δεδομένα ή η οποία επισύρει αυστηρή τιμωρία, ιδίως εάν σε κράτος μέλος προβλέπεται για το συγκεκριμένο αδίκημα ως υποχρεωτική η επιβολή ποινής φυλάκισης άνω του ενός έτους. ή

- εάν εκκρεμεί κατά του υπόπτου «ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης» ή αίτηση έκδοσης ή άλλη διαδικασία παράδοσης.

- εάν ο ύποπτος είναι ανήλικος. ή

- εάν ο ύποπτος δείχνει να μην μπορεί να κατανοήσει ή να παρακολουθήσει το περιεχόμενο ή το νόημα της διαδικασίας εξαιτίας της ηλικίας του ή της διανοητικής, σωματικής ή ψυχικής του κατάστασης.

Άρθρο 4

Υποχρέωση διασφάλισης αποτελεσματικής συνδρομής δικηγόρου

1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι νομική συνδρομή δυνάμει της παρούσας απόφασης-πλαισίου επιτρέπεται να παρέχεται μόνο από δικηγόρους που πληρούν τον ορισμό του δικηγορικού επαγγέλματος σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας 98/5/ΕΚ [47].

[47] Οδηγία 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998.

2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την ύπαρξη μηχανισμού για την αντικατάσταση ενός δικηγόρου εάν διαπιστωθεί ότι η νομική συνδρομή την οποία παρέχει δεν είναι αποτελεσματική.

Άρθρο 5

Δικαίωμα σε δωρεάν συνδρομή δικηγόρου

1. Οσάκις είναι εφαρμοστέο το άρθρο 3, το κόστος της συνδρομής δικηγόρου αναλαμβάνεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από τα κράτη μέλη εάν θεωρηθεί ότι το κόστος αυτό θα προκαλούσε υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση στον ύποπτο ή στα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα.

2. Τα κράτη μέλη δύναται εν συνεχεία να διεξάγουν έρευνες για να εξακριβώσουν κατά πόσον η οικονομική κατάσταση του υπόπτου του επιτρέπει να συνεισφέρει στην κάλυψη του κόστους της συνδρομής δικηγόρου, ενόψει της ολοσχερούς ή μερικής ανάκτησης του σχετικού ποσού.

Άρθρο 6

Δικαίωμα σε δωρεάν διερμηνεία

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την παροχή δωρεάν διερμηνείας σε κάθε ύποπτο που δεν κατανοεί τη γλώσσα της διαδικασίας, ούτως ώστε να διασφαλίζεται ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας.

2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, οσάκις είναι απαραίτητο, παρέχεται στον ύποπτο δωρεάν διερμηνεία των συμβουλών δικηγόρου που του παρέχονται καθ' όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.

3. Το δικαίωμα σε δωρεάν διερμηνεία ισχύει επίσης για τα άτομα με αναπηρία που επηρεάζει την ικανότητά τους να ακούν ή να ομιλούν.

Άρθρο 7

Δικαίωμα στη δωρεάν μετάφραση κρίσιμων εγγράφων

1. Οσάκις ο ύποπτος δεν κατανοεί τη γλώσσα της διαδικασίας, τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη δωρεάν μετάφραση όλων των κρίσιμων εγγράφων, ούτως ώστε να διασφαλίζεται ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας.

2. Η απόφαση για το ποια έγγραφα πρέπει υποχρεωτικά να μεταφράζονται λαμβάνεται από τις αρμόδιες αρχές. Ο συνήγορος του υπόπτου δύναται να ζητήσει τη μετάφραση και άλλων εγγράφων.

Άρθρο 8

Ακρίβεια της μετάφρασης και της διερμηνείας

1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέριμνα ώστε οι μεταφραστές και διερμηνείς που καλούνται να παράσχουν υπηρεσίες να διαθέτουν ικανοποιητικό επίπεδο κατάρτισης, ώστε να μπορούν να παρέχουν ακριβή μετάφραση ή διερμηνεία.

2. Τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν την ύπαρξη μηχανισμού για την αντικατάσταση ενός διερμηνέα ή μεταφραστή σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η διερμηνεία ή η μετάφραση που παρέχει δεν είναι ακριβής.

Άρθρο 9

Καταγραφή της διαδικασίας

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέριμνα ώστε, οσάκις η διαδικασία διεξάγεται μέσω διερμηνέα, να πραγματοποιείται σχετική ηχογράφηση ή βιντεοσκόπηση, προκειμένου να είναι δυνατός ο έλεγχος της ποιότητας. Σε περίπτωση νομικής αμφισβήτησης, διατίθεται σε οποιοδήποτε μέρος αντίγραφο σε γραπτή μορφή του περιεχομένου της ηχογράφησης ή βιντεοσκόπησης, το οποίο, ωστόσο, επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά και μόνο για να ελεγχθεί η ακρίβεια της διερμηνείας.

Άρθρο 10

Δικαίωμα σε ειδική φροντίδα

1. Τα κράτη μέλη φροντίζουν για την παροχή ειδικής φροντίδας σε κάθε ύποπτο που αδυνατεί να κατανοήσει ή να παρακολουθήσει το περιεχόμενο ή το νόημα της διαδικασίας εξαιτίας της ηλικίας του ή της διανοητικής, σωματικής ή ψυχικής του κατάστασης, ούτως ώστε να διασφαλίζεται ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας.

2. Τα κράτη μέλη φροντίζουν να προβλέπεται η υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να εξετάζουν και να μνημονεύουν σε έγγραφο την ανάγκη παροχής ειδικής φροντίδας καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, αφ' ης στιγμής προκύψει οιαδήποτε ένδειξη ότι είναι εφαρμοστέο το άρθρο 10 παράγραφος 1.

3. Τα κράτη μέλη φροντίζουν για την επισήμανση σε έγγραφο κάθε μέτρου που λαμβάνεται συνεπεία του συγκεκριμένου δικαιώματος.

Άρθρο 11

Δικαιώματα των προσώπων που δικαιούνται ειδική φροντίδα

1. Τα κράτη μέλη φροντίζουν για την ηχογράφηση ή τη βιντεοσκόπηση της τυχόν ανάκρισης υπόπτων που δικαιούνται ειδική φροντίδα. Σε περίπτωση νομικής αμφισβήτησης, διατίθεται σε οποιοδήποτε μέρος αντίγραφο σε γραπτή μορφή του περιεχομένου της ηχογράφησης ή βιντεοσκόπησης.

2. Τα κράτη μέλη φροντίζουν για την παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης όποτε αυτή είναι απαραίτητη.

3. Οσάκις ενδείκνυται, η ειδική φροντίδα περιλαμβάνει ενδεχομένως το δικαίωμα στην παρουσία τρίτου κατά την τυχόν ανάκριση από τις αστυνομικές ή δικαστικές αρχές.

Άρθρο 12

Δικαίωμα επικοινωνίας

1. Κάθε ύποπτος που τελεί υπό προσωρινή κράτηση έχει δικαίωμα στην όσο το δυνατόν ενωρίτερη ενημέρωση της οικογένειάς του, των προσώπων που εξομοιούνται με την οικογένειά του ή του εργοδότη του σχετικά με το γεγονός ότι κρατούνται.

2. Οι αρμόδιες αρχές επικοινωνούν με τα πρόσωπα που καθορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 με τη χρήση κάθε πρόσφορης μεθόδου, περιλαμβανομένων των προξενικών αρχών εάν ο ύποπτος είναι υπήκοος άλλου κράτους και έχει εκφράσει σχετική επιθυμία.

Άρθρο 13

Δικαίωμα επικοινωνίας με τις προξενικές αρχές

1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέριμνα ώστε να διασφαλίζεται το δικαίωμα των αλλοδαπών υπόπτων που τελούν υπό κράτηση στην όσο το δυνατόν ενωρίτερη ενημέρωση των προξενικών αρχών της χώρας καταγωγής τους σχετικά με το γεγονός ότι κρατούνται, καθώς και το δικαίωμα επικοινωνίας με τις προξενικές αρχές για τους υπόπτους που το επιθυμούν.

2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέριμνα ώστε, εάν ένας ύποπτος που κρατείται δεν επιθυμεί να λάβει συνδρομή από τις προξενικές αρχές της χώρας καταγωγής του, να προσφέρεται σε αυτόν, ως εναλλακτική δυνατότητα, η συνδρομή αναγνωρισμένης διεθνούς ανθρωπιστικής οργάνωσης.

3. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέριμνα ώστε οι αλλοδαποί οι οποίοι κατοικούν νομίμως από μακρού σε κράτος μέλος της ΕΕ να δικαιούνται να λάβουν συνδρομή από τις προξενικές αρχές του εν λόγω κράτους υπό όρους ίδιους με αυτούς που ισχύουν για τους υπηκόους του, εάν έχουν βάσιμους λόγους για να μην επιθυμούν τη συνδρομή των προξενικών αρχών του κράτους του οποίου είναι υπήκοοι.

Άρθρο 14

Υποχρέωση γραπτής ενημέρωσης του υπόπτου για τα δικαιώματά του - Έγγραφο δικαιωμάτων

1. Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε όλοι οι ύποπτοι να ενημερώνονται για τα δικονομικά δικαιώματα που παρουσιάζουν άμεση χρησιμότητα γι' αυτούς με γραπτή γνωστοποίηση των δικαιωμάτων αυτών. Η εν λόγω ενημέρωση πρέπει να περιλαμβάνει, ενδεικτικά, τα δικαιώματα που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο.

2. Τα κράτη μέλη φροντίζουν για την ύπαρξη τυποποιημένης μετάφρασης της γραπτής γνωστοποίησης σε όλες τις επίσημες κοινοτικές γλώσσες. Οι μεταφράσεις είναι σκόπιμο να παράγονται από κεντρικό φορέα και να διατίθενται στις αρμόδιες αρχές, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η χρήση του ίδιου κειμένου στο σύνολο του οικείου κράτους μέλους.

3. Τα κράτη μέλη φροντίζουν να είναι διαθέσιμο στα αστυνομικά κείμενα το κείμενο της γραπτής γνωστοποίησης σε όλες τις επίσημες κοινοτικές γλώσσες, ούτως ώστε να παρέχεται στους υπόπτους αντίγραφο της γνωστοποίησης σε γλώσσα την οποία να κατανοούν.

4. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν ρύθμιση βάσει της οποίας τόσο ο υπάλληλος επιβολής του νόμου όσο και ο ύποπτος, εφόσον συναινεί, υπογράφουν το έγγραφο δικαιωμάτων, ως απόδειξη του ότι το υπόψη έγγραφο προσεφέρθη προς επίδοση, επιδόθηκε και παραλήφθηκε. Το έγγραφο δικαιωμάτων πρέπει να διατίθεται σε δύο αντίτυπα, εκ των οποίων το ένα (υπογεγραμμένο) αντίτυπο φυλάσσεται από τον υπάλληλο επιβολής του νόμου, ενώ το άλλο (υπογεγραμμένο) αντίτυπο φυλάσσεται από τον ύποπτο. Πρέπει δε να καταχωρείται στα πρακτικά σημείωση για το ότι το έγγραφο δικαιωμάτων προσεφέρθη πράγματι προς επίδοση και για το κατά πόσον ο ύποπτος δέχτηκε να το υπογράψει.

Άρθρο 15

Αξιολόγηση και παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας της απόφασης-πλαισίου

1. Τα κράτη μέλη διευκολύνουν τη συγκέντρωση των πληροφοριών που απαιτούνται για την αξιολόγηση και παρακολούθηση της παρούσας απόφασης-πλαισίου.

2. Η αξιολόγηση και η παρακολούθηση πραγματοποιούνται υπό την επίβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία συντονίζει την κατάρτιση εκθέσεων σχετικά με το έργο της αξιολόγησης και παρακολούθησης. Οι εκθέσεις είναι δυνατό να δημοσιεύονται.

Άρθρο 16

Υποχρέωση συγκέντρωσης δεδομένων

1. Προκειμένου να είναι δυνατή η αξιολόγηση και παρακολούθηση των διατάξεων της παρούσας απόφασης-πλαισίου, τα κράτη μέλη μεριμνούν για την τήρηση και τη διαθεσιμότητα των αναγκαίων δεδομένων, π.χ. συναφών στατιστικών δεδομένων, μεταξύ άλλων, για τα εξής θέματα:

(α) για τον συνολικό αριθμό ατόμων που ανακρίθηκαν σε σχέση με ποινική κατηγορία, τον αριθμό των ατόμων κατά των οποίων απαγγέλθηκε κατηγορία για ποινικό αδίκημα, για το κατά πόσον παρεσχέθη συνδρομή δικηγόρου και για το ποσοστό των περιπτώσεων στις οποίες η παροχή αυτή έγινε δωρεάν ή μερικώς δωρεάν.

(β) για τον αριθμό ατόμων που ανακρίθηκαν σε σχέση με ποινικό αδίκημα και των οποίων ο βαθμός κατανόησης της γλώσσας της διαδικασίας ήταν τέτοιος ώστε να απαιτηθούν οι υπηρεσίες διερμηνέα κατά την ανάκριση από τις αστυνομικές αρχές. Είναι επίσης σκόπιμο να καταγράφονται οι διάφορες επιμέρους εθνικότητες και να διευκρινίζεται ο αριθμός των ατόμων που χρειάστηκαν διερμηνεία στη νοηματική γλώσσα.

(γ) για τον αριθμό των αλλοδαπών που ανακρίθηκαν σε σχέση με ποινικό αδίκημα και για τους οποίους ζητήθηκε προξενική συνδρομή. Είναι σκόπιμο να καταγράφεται ο αριθμός αλλοδαπών υπόπτων που αρνήθηκαν την προσφορά προξενικής συνδρομής. Είναι επίσης σκόπιμο να καταγράφονται οι διάφορες επιμέρους εθνικότητες των υπόπτων.

(δ) για τον αριθμό ατόμων κατά των οποίων απαγγέλθηκε κατηγορία για ποινικό αδίκημα και για τους οποίους ζητήθηκε η παροχή υπηρεσιών διερμηνέα προ της δίκης, κατά τη διάρκεια δίκης ή/και κατά την εκδίκαση των τυχόν ένδικων μέσων. Είναι επίσης σκόπιμο να καταγράφονται οι διάφορες επιμέρους εθνικότητες και οι γλώσσες που χρησιμοποιήθηκαν.

(ε) για τον αριθμό ατόμων κατά των οποίων απαγγέλθηκε κατηγορία για ποινικό αδίκημα και για τους οποίους ζητήθηκε η παροχή υπηρεσιών μεταφραστή για τη μετάφραση εγγράφων προ της δίκης, κατά τη διάρκεια δίκης ή/και κατά την εκδίκαση των τυχόν ένδικων μέσων. Είναι επίσης σκόπιμο να καταγράφονται οι διάφορες επιμέρους εθνικότητες και οι γλώσσες που χρησιμοποιήθηκαν. Είναι σκόπιμο να διευκρινίζεται ο αριθμός των ατόμων που χρειάστηκαν διερμηνεία στη νοηματική γλώσσα.

(στ) για τον αριθμό των ατόμων που ανακρίθηκαν ή/και κατά των οποίων απαγγέλθηκε κατηγορία για ποινικό αδίκημα για τους οποίους κρίθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν ή να παρακολουθήσουν το περιεχόμενο ή το νόημα της διαδικασίας εξαιτίας της ηλικίας τους ή της διανοητικής, σωματικής ή ψυχικής τους κατάστασης, μαζί με στατιστικά δεδομένα για το είδος της ειδικής φροντίδας που ενδεχομένως τους παρασχέθηκε.

(ζ) για τον αριθμό των «εγγράφων δικαιωμάτων» που επιδόθηκαν σε υπόπτους, με αναλυτική διευκρίνιση των γλωσσών στις οποίες ήταν συνταγμένα τα έγγραφα αυτά.

2. Η αξιολόγηση και η παρακολούθηση πραγματοποιούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μέσω της ανάλυσης των δεδομένων που διατίθενται για τον σκοπό αυτό και συγκεντρώνονται από τα κράτη μέλη κατ' εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 17

Ρήτρα μη υποβάθμισης των προτύπων

Τίποτε από όσα ορίζονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν επιτρέπεται να εκληφθεί υπό την έννοια ότι περιστέλλει ή αποκλίνει από τα δικαιώματα και τις δικονομικές εγγυήσεις που ενδεχομένως προβλέπονται από τη νομοθεσία κράτους μέλους και τα οποία προσπορίζουν υψηλότερο βαθμό προστασίας.

Άρθρο 18

Εφαρμογή

1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαισίου το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2006.

2. Εντός της ίδιας προθεσμίας, τα κράτη μέλη πρέπει να διαβιβάσουν στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων που θα θεσπίσουν με σκοπό την ενσωμάτωση στην εθνική τους νομοθεσία των υποχρεώσεων που τους επιβάλλονται δυνάμει της παρούσας απόφασης-πλαισίου.

3. Μέχρι τις 30 Ιουνίου 2006, η Επιτροπή θα υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση όπου θα εκτιμάται ο βαθμός στον οποίο τα κράτη μέλη θα έχουν λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο. Η έκθεση θα συνοδεύεται εν ανάγκη από νομοθετικές προτάσεις.

4. Με βάση την έκθεση της Επιτροπής, το Συμβούλιο θα κρίνει τον βαθμό συμμόρφωσης των κρατών μελών με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο όσον αφορά την εφαρμογή της.

5. Θα πραγματοποιείται τακτική αξιολόγηση και παρακολούθηση της εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας απόφασης-πλαισίου κατά τα προβλεπόμενα στο ανωτέρω άρθρο 15.

Άρθρο 19

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο θα αρχίσει να ισχύει την εικοστή ημέρα από την ημερομηνία δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, [...]

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος [...]

Παράρτημα A

Αντίγραφο για τον ύποπτο/Αντίγραφο για το πρακτικό της προσωρινής κράτησης

Γνωστοποίηση δικαιωμάτων στα [συμπληρώνεται η γλώσσα]

Είσθε ο/η [ονοματεπώνυμο] και είσθε ύποπτος σε σχέση με [την τάδε αξιόποινη πράξη].

A. Γνωστοποίηση δικαιωμάτων κατ' εφαρμογή της απόφασης-πλαισίου .../.../ΔΕΥ του Συμβουλίου της ...

Σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης οφείλουν να διασφαλίζουν την τήρηση κοινών ελάχιστων προτύπων σε σχέση με ορισμένα δικαιώματα. Τα δικαιώματα αυτά απαριθμούνται παρακάτω, μαζί με τις εθνικές διατάξεις με τις οποίες εφαρμόζονται τα εν λόγω δικαιώματα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, κατοχυρώνεται υψηλότερος βαθμός προστασίας.

1. Συνδρομή δικηγόρου [βλ. υποσημείωση [48]]

[48] Τα κράτη μέλη πρέπει να συμπληρώσουν το κείμενο που ισχύει για το καθένα και το οποίο καλύπτει τις διατάξεις της εθνικής τους νομοθεσίας για το εκάστοτε δικαίωμα, περιλαμβανομένων των διατάξεων για την εφαρμογή του κοινού ελάχιστου προτύπου που προβλέπεται στην απόφαση-πλαίσιο και των τυχόν διατάξεων οι οποίες υπερβαίνουν το εν λόγω ελάχιστο πρότυπο.

2. Δικαίωμα σε διερμηνέα [βλ. υποσημείωση]

3. Δικαίωμα στη μετάφραση κρίσιμων εγγράφων [βλ. υποσημείωση]

4. Ειδική φροντίδα [βλ. υποσημείωση]

5. Επικοινωνία [βλ. υποσημείωση]

B. Άλλα δικαιώματα

Τα παρακάτω δικαιώματα σας αναγνωρίζονται βάσει της εγχώριας νομοθεσίας του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεσθε.

[Το τμήμα αυτό προορίζεται για άλλα δικαιώματα πέραν των δικαιωμάτων που επισημαίνονται στο Πλαίσιο A. Τα κράτη μέλη καλούνται να συμπληρώσουν εδώ το κείμενο που ισχύει για το καθένα]

Υπογραφή: // .......................... ο αρμόδιος για την προσωρινή κράτηση υπάλληλος

// .......................... το συλληφθέν πρόσωπο

Ημερομηνία:

Η παρούσα επιστολή εκδίδεται σε δύο αντίτυπα, εκ των οποίων το ένα επιδίδεται στον ύποπτο και το άλλο καταχωρείται στο πρακτικό της προσωρινής κράτησης.

COMMISSION STAFF WORKING PAPER - Proposal for a Framework decision on certain procedural rights in criminal proceedings throughout the European Union - Extended Impact Assessment {COM(2004)328 final}

1. Introduction

It is important for the judicial authorities of each Member State to have confidence in the judicial systems of the other Member States and in particular in their criminal justice systems. This will be all the more so when there are twenty-five rather than fifteen Member States after 1 May 2004. Faith in procedural safeguards and the fairness of proceedings operate so as to strengthen that confidence. It is therefore desirable to have certain minimum common standards throughout the European Union, although the means of achieving those standards must be left to the individual Member States.

The Commission has spent more than two years carrying out research and consultation on how EU action in this area can improve the situation, leading to the identification of five areas of concern. The consultation process carried out prior to publication consisted of a Consultation Paper posted on DG-JHA's website in January 2002 to which about 100 responses were received, a questionnaire was sent to the Ministries of Justice of the Member States and an experts' meeting was held in October 2002. After adoption of a Green Paper in February 2003, all respondents were invited not only to submit their comments in writing, but also to attend a public hearing held in June 2003. Over 100 people attended, and there were 40 oral presentations, from practising lawyers, academics, representatives of NGOs and delegates from government departments. The following is a discussion of the Commission's assessment of the different options considered for action in this field as well as their relative merits and potential impacts.

It must be noted however that the impact assessment process started relatively late: policy formulation in the area of procedural safeguards had being underway for more than a year when the decision to carry out this extended impact assessment was taken. Consequently, the influence of impact assessment on the choice of the scope and the alternatives to be proposed was quite limited - it did however add value to the policy design process by usefully assisting in the decision on the most appropriate instrument and on the parameters of intervention. Furthermore, the impact assessment did allow for a more careful consideration of the potential social, economic and environmental impacts of the proposal, in the course of the extensive consultations leading to its formulation.

It can therefore be concluded that the impact assessment process has helped in clarifying how could the EU best intervene in this most sensitive area, as well as what results this action would eventually bring about. The issue of where to focus this proposal specifically was influenced by the extended impact assessment to a lesser extent, and had to take other considerations into account.

2. What issue/problem is the policy/proposals expected to tackle?

* What is the issue/problem in a given policy area expressed in economic, social and environmental terms including unsustainable trends?

* What are the risks inherent in the initial situation?

* What is (are) the underlying motive force(s)?

* Who is affected?

The policy proposal is expected to tackle a number of interrelated and complex issues in the field of procedural safeguards. The table in Annexe n° 1 gives an overview of the main issues to be addressed and the related challenges. It identifies a number of unsustainable economic and social trends, affecting both third-country nationals and the EU at large, which require an appropriate response at EU level.

The main challenge is to increase confidence in the criminal justice system of each Member State and to enhance perception of these systems in the eyes of the public, legal practitioners, the media and governments. In view of enlargement, this mutual trust is more important than ever. Indeed, mutual trust is a precondition for all the mutual recognition measures. One example is the introduction of the European Arrest Warrant, since surrendering an own national to another Member State for trial implies a high level of trust in that Member State's judicial system.

Respect for the procedural rights of suspects and defendants in criminal proceedings is an important aspect of mutual trust. The Member States of the EU are all signatories of the principle treaty governing those rights, the European Convention on Human Rights, as are all the acceding countries, so a mechanism for achieving mutual trust is already in place. However, practice shows that within the European Union, there is a lack of consistency in the application of these rights.

In the broader context, the Commission has found it useful to launch a debate on what constitutes a fair trial. Every Member State recognises this principle as a basic right, but the content differs in practice. We have been able to examine what the minimum requirements for a fair trial are in the minds of different actors in the criminal justice system and in the views of Member States.

The specific challenges in the protection of procedural rights can be classified into five major subdivisions. These are (1) the right to legal assistance and representation, (2) the right to interpretation and translation, (3) the protection of certain potentially vulnerable groups, (4) the possibility for detained persons to communicate their whereabouts to the outside world and for foreign defendants to receive consular assistance and (5) the right to written notification of rights to ensure that each suspect/defendant is aware of his rights (the "Letter of Rights"). Evaluation and monitoring of the situation in the Member States is an essential component in order to achieve common minimum standards and to promote trust.

Legal advice

The key issue is probably that of access to legal advice. The suspect or defendant who has a lawyer is in a far better position as regards enforcement of all his other rights, partly because his chances of being informed of those rights is greater and partly because a lawyer will assist him in having his rights respected. The right of access to legal assistance and representation is prescribed by Article 6 ECHR, and yet the case-law of the European Court of Human Rights demonstrates that there are instances where this right is not complied with in the Member States.

In the Commission's questionnaire to the Member States, there was a question about access to legal assistance and representation. The arrangements in the Member States varied considerably. Differences between Member States appear in organisation, level of qualification required and payment of lawyers.

Moreover, in some Member States, legal advice on arrest is given on a pro bono basis, sometimes by junior inexperienced lawyers, sometimes even by trainees. Lawyers giving legal advice in these circumstances must be competent in order for the proceedings to comply with the ECHR. If there are not enough qualified lawyers prepared to undertake this type of work, this could be in part because the remuneration is not attractive enough.

Interpretation and translation

Defendants who do not speak or understand the language of the proceedings (either because they are non-nationals or because they come from a different linguistic region) are clearly at a disadvantage. There is every chance that they do not have any knowledge of the country's legal system or court procedures. Whatever their circumstances, they are vulnerable as a result of not knowing the language. Consequently, the right to interpretation and translation, which is enshrined in the ECHR, strikes the Commission as particularly important. The difficulty is not one of acceptance on the part of the Member States, but one of levels and means of provision, and perhaps most importantly, concern about the costs of implementation.

Ensuring that persons who are not capable of understanding or following the proceedings receive appropriate attention

It is part of the Commission's philosophy to try where possible to assist the most vulnerable members of society and this is reflected in its policies and instruments. In the consultation phase, the Commission asked experts whether it was appropriate to require Member States to provide suspects and defendants who were members of society's most vulnerable groups with a higher degree of protection as far as procedural safeguards were concerned. This suggestion was well received but it presents two substantial difficulties: (1) defining "vulnerable groups" and (2) establishing the mechanisms for offering this higher degree of protection. It was therefore decided to use the concept of "persons who are not capable of understanding or following the proceedings owing to their age or their physical, medical or emotional condition".

Communication and consular assistance

As already seen above in relation to interpreters and translators, one readily identifiable vulnerable group is that of non-nationals, both nationals of other EU Member States and of third countries. Many NGOs identify this group as one that does not always receive equitable treatment. Some considerable protection would be offered by full implementation of the provisions of the 1963 Vienna Convention on Consular Relations (VCCR). Where foreign nationals refuse to see the representative of their government, for example, in the case of asylum seekers and refugees fleeing persecution in their State of origin and who therefore might not expect or want help from their Consulate, a recognised international humanitarian organisation could provide similar assistance.

It was also noted that detained persons should have a limited right of communication even where they were not foreigners in order to inform their family or place of employment about the detention. Accordingly, a "right to communication" should be considered with use being made of consular authorities to assist in that communication where appropriate.

Written notification of right - the "Letter of Rights"

The research and consultation carried out in the course of preparing this initiative clearly pointed to a problem of ensuring that all suspects have actual knowledge of their rights. It was repeatedly stated that if suspects were properly aware of their rights on arrest, during questioning and in all the phases of the procedure up to and including the trial, there would be fewer allegations of miscarriage of justice and violations of the ECHR. The Commission suggested that a simple and inexpensive way to ensure an adequate level of knowledge was to require Member States to produce an easily understood, written statement of basic rights (the "Letter of Rights") and to make it compulsory for all suspects to be given this written notification in a language they understand at the earliest possible opportunity and certainly before any questioning takes place.

The Letter of Rights would include both common "European" rights and also a section where specific national provisions should be listed.

Evaluation and monitoring

A key condition for successful policy implementation is to improve the tools available for monitoring and evaluation. In order to develop or enhance the effectiveness and credibility of strategies to improve the existing procedural safeguards at national and EU-level, monitoring and evaluation are crucial. Without accurate and comparable data and knowledge about the effectiveness of measures and the extent of the costs, the EU and the Member States are not in a position to know if their policies have the desired outcome. The principle that "justice must not only be done, it must be seen to be done" applies here since some Member States will be reassured by data and reports showing that Member States are complying wit their obligations. Experience has shown that even one negative report in the media can prejudice the perception of the whole of a Member State's criminal justice system.

At present there is a growing demand for evaluation of Justice and Home Affairs measures. Several contributions to Working Group X ("Freedom, security and justice") of the Convention on the Future of Europe have called for evaluation and monitoring of the implementation of the Area of Freedom, Security and Justice.

Who does the proposal address?

Given the diversity of the issues to be addressed, a wide range of groups is affected by the proposal, made up of all those who are directly or indirectly involved with the criminal justice system. The main group consists of suspects and defendants, their lawyers and their families, who rely on a fair treatment during the proceedings. Additionally, all the professionals involved in the proceedings will be confronted with the consequences of this policy. This includes police officers, translators and interpreters, judges, prosecutors, social workers, doctors, etc. Witnesses and victims will also be affected indirectly by the proposal. The scope of the policy is very wide, since anyone could be subject to criminal proceedings. Our research disclosed cases where ordinary law-abiding citizens found themselves unwittingly involved in criminal proceedings, occasionally as defendants. Consequently any EU national or national from a third country residing the EU territory is potentially affected, as well as temporary visitors from third countries.

3. What main objectives is the policy/proposals expected to reach?

* What is the overall policy objective in terms of expected impacts?

* Has account been taken of any previously established objectives?

The overall objectives of EU policy in this area are to enable European citizens to know that they can rely on the criminal justice systems of the Member States to offer protection to suspects and defendants by way of specific guarantees. In this respect, the aim is to ensure that throughout the EU, all persons encounter equivalent fair trial standards in the course of criminal proceedings regardless of the Member State in which those proceedings occur.

A more general objective was to launch a debate on what constitutes a fair trial and what sort of standards could be considered common to EU Member States. This objective was achieved during the preparation of this proposal: indeed, the Commission's preparation, research and consultation in this area (by way of a Consultation Paper, Green Paper, experts meeting and other debates in various fora) and the publicity these measures were given have encouraged Member States to reflect on their own criminal justice systems. This consideration may help the Commission to clarify the priorities for the future action.

As described above, the problem to be tackled was split into five main areas for concern: the corresponding five specific objectives targeted by this initiative are set out below.

Legal advice

The Commission supports the idea of having national schemes in the Member States that meet common minimum standards so that the general rules on eligibility are applied uniformly throughout one Member State, although of course the details of the provision remain the responsibility of Member States. This would lead to a more equitable system, since all arresting officers would be familiar with the nationally applicable provisions. If these were also explained in writing to arrested persons (see Part 6 - The Letter of Rights - below), this would lead to a situation of greater transparency and increased general awareness of the right.

In the case of newly qualified lawyers or trainees giving legal assistance to arrested persons, and indeed for all lawyers undertaking this work, there should be some form of quality control. This quality control must apply also to the preparation for trial and the trial itself. It would therefore be desirable for the Member States to establish a mechanism for ensuring effectiveness and a complaints system in the event of poor standards.

The Commission recognises that schemes that provide legal assistance and representation at the State's expense are very costly. Naturally, this begs the question whether the duty extends to those who can afford to pay for some or all of their legal costs and to persons charged with minor offences only. Some Member States apply a means test, such as "earning less than twice the minimum monthly salary" as the threshold for eligibility. Others have no threshold and deem it more expensive to assess the defendant's means than to grant legal aid without a means test. In view of the costs of the system, there might be common standards regarding the level of seriousness of the offence for which free legal representation should be provided, and whether certain trivial offences can be excluded. Then the Member States would retain the discretion to provide assistance that exceeds that agreed common minimum.

Interpretation and translation

In order to comply with the requirements of the ECHR and other international instruments, all Member States should ensure, not only that a competent interpreter is always available where the defendant does not understand the language of the proceedings but also that training, accreditation and registration of legal translators and interpreters is provided.

Cost is often mentioned as a reason why Member States do not fulfil their ECHR obligations in this respect. Member States must make funds available for this purpose. Court interpreters and translators must be offered competitive rates of pay so as to make this career option more attractive. Professional bodies representing translators and interpreters often mentioned the lack of regulation (leading to a lower status for the profession) during the consultation phase. It was deemed important to try to enhance the status of the profession.

Protection of persons who, owing to their age or their physical, medical or emotional condition, cannot understand or follow the proceedings

The Commission proposes that there be a general obligation for Member States to ensure that their legal system recognises the higher degree of protection that must be offered to all categories of vulnerable suspects and defendants in criminal proceedings. The Commission acknowledges that the assessment of vulnerability can be difficult to make and that simply using a category-based method is not appropriate. The ECtHR considers the legal aid awarding authorities capable of making an assessment of the "personal situation" of defendants in order to decide whether a person is especially vulnerable. Police and law enforcement officers could also be called upon to make this type of assessment. Examples of potentially vulnerable groups are children, foreigners, elderly persons, physically or mentally handicapped persons, persons with a low IQ etc. but this list is indicative and not exhaustive. The Commission suggests that specific and appropriate attention be offered to persons who, owing to their age or their physical, medical or emotional condition, cannot understand or follow the proceedings. The assessment of the "physical, medical or emotional condition" must be made at all relevant stages of the proceedings from arrest onwards.

Law enforcement officers should consider the question. They should be required to show, by making a written record, that they have assessed the suspect. If a finding that, owing to his age or physical, medical or emotional condition, the suspect cannot understand or follow the proceedings, they should be required to demonstrate that they have taken the appropriate steps (for example obtaining medical assistance, contacting the family, enabling the suspect to inform someone of the detention etc) to provide specific attention. They should be required to make a written note, which can be verified subsequently, of the steps they deemed it necessary to take and confirmation that those steps were actually taken.

Once the suspects is charged with a criminal offence, and becomes a defendant facing trial, any potential vulnerability, such as the need for linguistic or medical assistance, should be noted in the court record of the proceedings and in the defendant's custody record if he is kept in pre-trial detention. If it subsequently comes to light that a defendant's relevant age or physical, medical or emotional condition was either not recorded or that if a record was made, it was not acted upon, the Member State in question should provide for some recourse or remedy for the person concerned.

Communication and consular assistance

In the normal course of events, a detained person should have the right to basic communication with the outside world so that his family, dependants and place of employment are aware of the detention. Where circumstances require that the detention not become public knowledge (for example where there is a risk of alerting an accomplice still at large or that evidence may disappear) the right to communication will be adapted.

Where the suspected person is a foreigner, use should be made of the consular authorities of his home State in order to assist with the communication. Proper implementation of the VCCR could be achieved by Member States appointing a dedicated official in each Consulate to cover cases where nationals are accused of crimes while abroad. This consular official could also assist with victims of crime, since they would be required to know the local law and criminal procedure. The consular official could assist in liasing with the family of the accused, with lawyers, with any potential witnesses, with NGOs that offer assistance to prisoners abroad and if necessary in helping to organise special procedures such as appeals for witnesses.

The attraction of this idea is that it would reduce the burden on the Host State and increase the suspect/defendant's chances of getting assistance, especially assistance in a language he understands. Where foreign nationals refuse to see the representative of their government, it should be possible to contact representatives from another State that has agreed to look after their interests or an international humanitarian organisation for this type of assistance.

A consular official can provide:

* a short but simple note on the local legal system covering, for example, preliminaries to trial, trial procedures and serving sentences,

* a list of local lawyers together with details of the availability of legal aid schemes to foreigners,

* where appropriate, information regarding interpreters and translators, including informing the detainee of their right to the free assistance of an interpreter at court hearings,

* a contact point for families of detainees,

* a note on the prison system;

* details of prisoner transfer schemes, where appropriate;

* details of any relevant NGO that may be able to offer support.

Thereafter, Consular officials could visit detainees to ensure, inter alia, that the person is not being subjected to degrading or inhumane treatment, or being discriminated against because of his or her nationality.

Letter of Rights

It is important for both the investigating authorities and the persons being investigated to be fully aware of what rights exist. The Commission suggests that a scheme be instituted requiring Member States to provide suspects and defendants with a written note of their basic rights - a "Letter of Rights". Since such a measure would significantly improve the position of suspects and defendants, Member States should be required to ensure that they receive a Letter of Rights, and ideally to check that this has been done by way of a written note in the custody record.

The European Parliament has reacted favourably to the suggestion of a Letter of Rights and has proposed that a budget line (within the AGIS budget line) be made available for funding research projects to examine what the content of the Letter of Rights should be. The Commission has its own model "Letter of Rights" but further input at a later stage could be useful. Producing such a document should be inexpensive, especially once the initial costs of drawing it up had been met.

The Letter of Rights should have two parts, one for "European" rights under the proposed Framework Decision, and one part where MS should set out what national provisions exist to safeguard the rights of suspected persons.

Evaluation and monitoring

Justice and Home Affairs Commissioner Antonio Vitorino favours "enhancing[...], evaluation and monitoring mechanisms to check the real application of Union legislation at operational level" [49]. Other suggestions are an early warning mechanism for breaches of fundamental rights [50] and evaluation together with a greater involvement on the part of the ECJ.

[49] Working Group X "Freedom, Security and justice", WD 17, 15 November 2002.

[50] Working Group X "Freedom, Security and Justice", WD 13, 15 November 2002

This initiative must be accompanied with a thorough and reliable method of evaluation and monitoring since without that, and the concomitant reports, Member States cannot be offered the reassurance about other Member States' justice systems that forms the foundation of mutual trust.

4. What are the main policy options available to reach the objective?

* What is the basic approach to reach the objective?

* Which policy instruments have been considered?

* What are the trade-offs associated with the proposed option?

* What "designs" and "stringency levels" have been considered?

* Which options have been discarded at an early stage?

* How are subsidiarity and proportionality taken into account?

Proportionality and subsidiarity

It is appropriate to consider the argument that the principles of subsidiarity and proportionality dictate that Member States should be entitled to exercise autonomy in this area and that action at EU level should not go beyond what is necessary. Article 5 of the Treaty establishing the European Community (which applies here by virtue of Article 2 of the TEU) provides:

"The Community shall act within the limits of the powers conferred upon it by this Treaty and of the objectives assigned to it therein.

In areas which do not fall within its exclusive competence, the Community shall take action, in accordance with the principle of subsidiarity, only if and in so far as the objectives of the proposed action cannot be sufficiently achieved by the Member States and can therefore, by reason of the scale or effects of the proposed action, be better achieved by the Community.

Any action by the Community shall not go beyond what is necessary to achieve the objectives of this Treaty."

The subsidiarity principle is intended to ensure that decisions are taken as closely as possible to the citizen and that, if action is taken at EU level, it is justified, having regard to the options available at national, regional or local level. This means that the EU should not take action unless to do so would clearly be more effective than action taken at national, regional or local level. It is closely bound up with the principles of proportionality and necessity, which require that any action by the EU should not go beyond what is necessary to achieve the objectives of the Treaty. The measure adopted must be the least restrictive that could be adopted in the circumstances and the ends must justify the means.

The Commission considers that in this area only action at the EU level can be effective in ensuring common standards. To date, the Member States have complied only on a national basis with their fair trial obligations, deriving principally from the ECHR. This has led to discrepancies in the levels of safeguards in operation in the different Member States. It has also led to speculation about standards in other Member States and on occasion, there have been accusations of deficiencies in the criminal justice system of one Member State in the press and media of another. This could be remedied by the adoption of common minimum standards. However, any Commission proposals would take account of national specificities. The Action Plan of the Council and the Commission on how best to implement the provisions of the Treaty of Amsterdam on an Area of Freedom, Security and Justice [51] states that: "the principle of subsidiarity, which applies to all aspects of the Union's action, is of particular relevance to the creation of an area of freedom, security and justice".

[51] OJ C 19/1 of 23.1.1999

Great care will be taken not to encroach on matters that remain best covered at the national or regional level.

As regards the specific objectives of the TEU, which form the legal basis and the justification for this initiative, the relevant provisions are:

Article 31 TEU:

"Common action on judicial cooperation in criminal matters shall include:

(a) facilitating and accelerating cooperation between competent ministries and judicial or equivalent authorities of the Member States in relation to proceedings and the enforcement of decisions;

[..]

(c) ensuring compatibility in rules applicable in the Member States, as may be necessary to improve such co-operation;[...]" which must be balanced against:

Article 33 TEU:

"This Title [Title VI] shall not affect the exercise of the responsibilities incumbent upon the Member States with regard to the maintenance of law and order and the safeguarding of internal security".

The Commission takes the view that "ensuring compatibility" between the Member States is of paramount importance and that this can only be achieved by action at the EU level.

However, some Member States informed the Commission during the consultation phase that they consider that this measure infringes the subsidiarity principle and that the organisation of the criminal justice system remains a matter of sovereignty. The Member States taking that view point to the existence of the ECHR as an instrument that sets the "common minimum standards" and argue that Member States are free to decide how to implement that convention in their domestic legislation. They consider that the European Court of Human Rights offers sufficient remedy to those whose fair trial rights have been violated. Some Member States also contend that setting common minimum standards at EU level will lead to a lowering in standards in some countries as certain countries will interpret EU legislation as authority to treat "minimum standards" as sufficient.

Policy options

1) No policy change

The first option considered would be to do nothing and carry on with the existing, purely nationally based safeguards and the safety net of the ECHR and European Court of Human Rights.

More and more people are travelling, living or studying abroad and are therefore potential suspects and defendants and also potential victims of crimes committed in a country other than their own. Given the tendency towards greater movement of persons, the no-policy change option would lead to the increased involvement of foreigners in criminal proceedings and the concomitant potentially insufficient protection of foreign suspects and defendants. A lack in consistency of procedural safeguards and the lack of a relevant instrument means that the EU would be unable to protect them adequately against unfair treatment. Since any EU citizen or third country national could, even unwittingly, become involved in criminal proceedings while residing in another country, it is important to ensure that he receives treatment equivalent to that received in his home country.

Consequently, the no-policy change option could also have negative economic impact for the EU as whole. People might be deterred from moving to other Member States for employment purposes (or to a lesser extent, tourism) if they risk criminal procedures which they fear would not be equivalent to their own, should they find themselves involved in criminal proceedings. Moreover, the perceived potential negative impacts stemming from the measures in the Mutual Recognition Programme, and the implementation of the European Arrest Warrant in particular, would stay unsolved. (See section 5.1. below.)

The EU has sometimes been accused of being too "prosecution oriented" and of emphasising the "security" side of the equation at the expense of the "justice" side. It is important to dispel this misconception. A no-policy option in this specific field would give the wrong message. It should be noted that this is not a cosmetic exercise to answer the Commission's critics. There has been a very real commitment to a measure of this sort, and to ensuring a fair balance between prosecution and defence since Tampere. This measure has involved a lot of research and consultation, which is why it has taken longer than some "prosecution oriented" measures but this does not illustrate a lesser commitment to protecting defence rights.

Finally, enthusiasm in the media, from practitioners' organisations, the European Parliament and other quarters was such that the no-policy option could have led to charges of the EU, having floated the idea of this measure, defaulting on its duty if the Commission did not follow up with a proposal.

Hence, for all the reasons set out above, the no-policy change scenario was ruled out.

2) A wide-ranging proposal

A second option consists in creating a wide-ranging instrument that covers all the different aspects tackled in the initial Consultation Paper (about 20 different potential components of a "fair trial"). This would embrace the standards to be applied throughout the EU in criminal proceedings, from the moment an individual first becomes a suspect, throughout the investigation, trial and the post-trial period (detention or other sanction, and any appeal). As well as procedural safeguards, it could cover very wide-ranging issues such as the right to bail, fairness in handling evidence, the ne bis in idem principle and the protection of victims.

However, the wide scope of the instrument would make it unwieldy. Owing to the breadth and the potential scope of such a proposal, the necessary policy design and indeed decision-making processes would be extremely lengthy. Moreover, the subjects would be too disparate to unite in one instrument. In the same way that several instruments are needed to implement the prosecution oriented measures of the Mutual Recognition Programme, it is also the case that defence rights need to be tackled in a logical and structured way, taking topics that are related to each other in a single instrument, and topics that stand alone separately. Explaining why action is justified at EU level for each of the different areas of defence rights can involve different arguments. It is therefore politically easier as well as logistically simpler to make the proposals in a series of stages with rights that are consistent with each other presented in a single instrument and unrelated rights presented separately.

Finally, wide-ranging legislation is very difficult for the Member States to implement in one go.

Consequently, it is clear that this is not an option either.

3) Proposal initially limited to "basic" safeguards in the first instance, with a commitment to cover all the areas mentioned in the Consultation Paper as part of a programme over the next few years.

Some of the areas which could have been covered in a wide-ranging proposal warrant separate measures of their own in order to do them justice. These are primarily the right to bail (provisional release pending trial), the right to have evidence handled fairly, the question of jurisdiction and the related ne bis in idem principle and default judgments. Additionally, the protection of victims has already been covered in a separate instrument [52] and in the area of judicial co-operation in civil matters, work is underway on compensation to victims of crime.

[52] Framework Decision of 15 March 2001 on the Standing of Victims in Criminal Proceedings OJ L 82/1 of 22.3.2001

The work on the right to bail (which also covers detention conditions) is an important and substantial area, which requires separate consideration: it was separated from the work on other safeguards at an early stage. It forms the subject-matter of a measure in the Mutual Recognition Programme (measure 10) and would be more appropriately dealt with as a single issue - a Green Paper in this area is forthcoming.

Also expected this year is a Green Paper on approximation, mutual recognition and enforcement of criminal sanctions in the EU. This is designed to ensure equality of treatment for convicted persons throughout the EU so that, for example, those sentenced in a Member State other than their own are not discriminated against by virtue of their foreign nationality.

Fairness in handling evidence actually covers many rights and many aspects of the proceedings. It soon became clear that all evidence based safeguards should be covered together in a separate measure as the subject of evidence was too vast to cover in a Green Paper that already proposed several rights. The Commission therefore decided to devote more time and a specific study to this topic as soon as the first stage of the procedural safeguards work was completed. We have now started work on a study of safeguards in fairness in gathering and handling of evidence. This will cover, inter alia, the right to silence, the right to have witnesses heard, the problem of anonymous witnesses, the right to disclosure of exculpatory evidence, how the presumption of innocence is to be understood (whether there are circumstances where the burden of proof may be reversed) and many other aspects of the law of evidence.

As far as the protection of victims is concerned, several actions have already been carried out. In May 1999, the Commission adopted a Communication entitled 'Crime victims in the European Union - standards and action' to improve access to justice for victims of crime in the European Union and to protect their rights. This Communication deals with the prevention of victimisation, assistance to victims, the standing of victims in the criminal procedure and compensation. On 15 March 2001, the Council adopted a Framework Decision on the Standing of Victims in Criminal Proceedings with a view to harmonising basic rights for victims of crime within the all territory of the EU. On 16 October 2002, the Commission issued a proposal for a Council Directive on compensation to crime victims.

Given the fact that these issues are very substantial, and warrant separate measures owing to the extent of their impact, it makes sense not to deal with them in this proposal.

Another important factor was the limitations imposed by the legal basis for the measure, namely Article 31 TEU which provides as follows:

"Common action on judicial cooperation in criminal matters shall include:

(a)facilitating and accelerating cooperation between competent ministries and judicial or equivalent authorities of the Member States in relation to proceedings and the enforcement of decisions;

(b) facilitating extradition between Member States;

(c) ensuring compatibility in rules applicable in the Member States, as may be necessary to improve such cooperation;

(d) preventing conflicts of jurisdiction between Member States;

(e) progressively adopting measures establishing minimum rules relating to the constituent elements of criminal acts and to penalties in the fields of organised crime, terrorism and illicit drug trafficking."

This provision, upon which the Commission relies as justification for this action, is open to interpretation and it became clear that there was no agreement that this was a sufficient legal basis for a proposal on procedural safeguards. Consequently, the Commission decided to make a fairly modest, realistic proposal that would be more readily acceptable.

The choice was therefore made to start with a proposal covering basic rights that was capable of being the subject of unanimous agreement, and to cover all the other relevant areas piecemeal at a later date.

Within this policy alternative, a choice had to be made between the different instruments foreseen in Article 34 TEU. This question is important in the light of their different levels of constraint (that is to say, how binding are they on Member States?) and mechanisms for ensuring compliance. The Commission's underlying concerns were to achieve a concrete result, in the shortest possible time, which would be consistent with the philosophy of the Area of Freedom, Security and Justice and the Tampere Conclusions.

a Common position

Common positions are binding on the Member States, who "shall ensure that their national policies conform to the common positions". Nevertheless, no enforcement mechanism is foreseen when a Member State neglects its obligations. Moreover, the European Court of Justice has no jurisdiction regarding this type of instrument. Hence, the option to adopt a common position was discarded.

b Convention

When how to achieve adoption of the European Arrest Warrant was considered, the option of using a convention was considered. Likewise, a convention might have been a way to achieve common minimum standards for procedural safeguards. However, since this instrument requires ratification by the Member States, it does not guarantee early implementation, and Member States that do not agree with it could refuse to ratify it. It could take a long time to come into force and might fail to achieve uniformity of standards. Consequently it was deemed inappropriate here.

c Framework Decision

A Framework Decision has the advantage that recourse to the European Court of Justice is possible on the basis of Art. 35 TEU. Secondly, only implementation in national legislation is required. The Commission retains a role in supervising and monitoring the implementation in national legislation.

It also seemed logical to use the same type of instrument as that used for the European Arrest Warrant. The arguments had been rehearsed in the context of the European Arrest Warrant and the Framework Decision was the instrument of choice for that measure.

5. What are the impacts - positive and negative - expected from the different options?

* What are the expected positive and negative impacts of the options selected, particularly in terms of economic, social and environmental consequences, including impacts on management of risks? Are there potential conflicts and inconsistencies between economic, social and environmental impacts that may lead to trade-offs and related policy decisions?

* How large are the additional ('marginal') effects that can be attributed to the policy proposal, i.e. those effects over and above the "no policy change" scenario?

* Are there especially forceful impacts on any social group, economic sector (including size-class of enterprises) or region?

* Are there impacts outside the European Union on the Acceding Countries and/or other countries ("external impacts")?

* What are the impacts over time?

5.1. The impacts of the different policy options

5.1.1. No policy option:

As pointed out in point 4 above, in the context of the implementation of the EAW, concerns about the level of protection of fundamental rights in EU Member States are bound to increase. Indeed, the EAW presupposes a high level of trust between Member States in their criminal justice systems, and ensuring that criminal procedures safeguard individual rights would certainly contribute to increased trust. It can be said therefore that if no proposal was put forward in this area, the implementation of the EAW would be rendered more difficult and could be undermined by lack of trust between Member States.

Moreover, the EU as an area of freedom, security and justice, needs to assure its citizens that their rights will be adequately protected if they are subject to criminal proceedings in other Member States. If no policy is proposed in this field, and different levels of protection between Member States prevail, citizens may perceive the EU more as an area of "security" rather than of "freedom and justice". These negative perceptions could lead to negative reactions to European integration in this area and also generally. Ultimately, it could affect the sense of belonging to the EU and the emergence of a true European citizenship.

Negative perceptions and lack of trust could in turn affect free movement of people across the EU, labour mobility would be constrained and leisure and business travel could decrease. The economic impacts of such phenomena are difficult to assess, but they seem nevertheless to be significant, in particular they could affect the functioning of the Single Market.

Finally, it can be said that the current level of judicial errors (erroneous convictions, miscarriages of justice) could increase in the future, owing to the increasing number of criminal proceedings involving non-nationals in the EU. This increase has been noted in the recent past, brought about by a number of factors (transborder transport and better communication making transnational crime easier to commit, increased travelling, increased numbers of resident non-nationals in every Member State, etc.) - it can therefore be said that the implementation of the EAW might contribute to increased criminal proceedings involving non-nationals. If no policy or initiative is put forward to protect fundamental rights in criminal proceedings, the increase in the number of cases, and the inevitable judicial errors could lead to the malfunctioning of criminal justice systems and to an increased backlog of cases, including appeals. This situation would lead to an overload of national justice systems, affecting their credibility and causing a waste of resources. It would also have a knock-on effect of submerging the already overloaded European Court of Human Rights in Strasbourg with applications.

5.1.2. A wide-ranging proposal, covering all the safeguards

If all the elements identified as safeguarding individual rights were to be addressed by a single proposal, one could consider that it would be an effective manner to design and implement policy in this field. Indeed, coherence and consistency would be easily ensured across the different areas and practitioners would have a single framework to refer to. It would also favour transparency during the decision-making process.

This policy option however would also have negative impacts. As we saw above in point 4, such a proposal would cover a wide range of issues, cutting across different aspects of criminal justice systems. A single proposal would then target a vast subject matter and audience, which would only result in a complex instrument, difficult to understand and implement.

As stated in point 4, the different elements that could have been included in such a wide-ranging proposal are already at various stages of development. Some of them, such as the right to bail, have evolved in recent months; others still require more thought, research, consultation and data collection (e.g. the fair handling of evidence). If the alternative of proposing a single proposal was selected, then action would have to be delayed until all the different aspects had been satisfactorily developed at European level. This alternative would then mean delaying the proposal of such an instrument for a number of months or even years, which would be difficult to achieve so as to be compatible with the schedule for implementation of the EAW. This alternative would risk failing to address the main challenge at the outset.

It can be concluded that the costs associated with proposing a single instrument covering all the safeguards, in terms of decision-making, responding to the challenges identified and actual implementation would certainly outweigh the advantages listed in the first paragraph of this section.

5.1.3. Instrument limited to the basic safeguards

As detailed in point 4, this alternative seems to be the most appropriate and feasible given the challenges to be addressed. Consequently, thorough consideration was given to the potential impacts of such a proposal, at different levels: on the EU economy and society as a whole, on suspects and defendants, including particularly vulnerable groups, on professionals working in the criminal justice systems and finally on victims in criminal proceedings. Economic and social impacts have been identified, both in direct and indirect terms. Adequate descriptors are given whenever possible and available quantitative evidence presented. As regards environmental impacts, it has been difficult to identify them for all the different levels of impact. Indirect impacts in this area have been included whenever relevant.

The tables annexed to this report present a schematic overview of the potential impacts, which are detailed below (section 5.2.). It must be underlined however that assessing impacts of a proposal safeguarding fundamental rights is extremely difficult and more often than not amounts to educated guesses and estimates. To try to pin down these impacts, a number of descriptors are provided, but again quantification is a difficult exercise.

5.2. Levels of impact

The tables enclosed in the report give an overview of the main potential impacts at different levels. These impacts have been identified through a series of consultations with stakeholders and brainstorming meetings - whenever possible descriptors are included, but we would like to highlight that the measurement and quantification of these impacts is rather difficult. On the basis of this conclusion, it has been decided to include the development of methods and tools for measuring impact on the monitoring and evaluation provisions (see point 6), in particular as regards the costs of implementation.

5.2.1. EU economy and society

The proposal is intended to impact at this level in terms of EU citizens' improved perceptions of the degree of protection of individual rights across different Member States, which should lead to more trust in their law enforcement and judicial systems. It is hoped this will trickle down in terms of increased mobility and free movement within the EU, with all the associated benefits in terms of economic activity.

More transparency in the judicial system will on the one hand lead to more efficiency, and on the other contribute to a better protection of individual rights. This can in turn facilitate the creation of an Area of Freedom, Security and Justice which must be supported by a true civic citizenship and which European citizens must believe in.

5.2.2. Suspects and defendants

This target group is directly affected by the proposal in terms of the protection of their individual rights. In particular, the right to legal advice will have immediate impacts for this group, both in terms of a decrease in costs associated with criminal procedures and in terms of a perception of fairer access to justice. Furthermore, this impact can extend to the suspects' and defendants' families: indeed, one of the criterion to decide on granting this legal aid is that paying for legal advice would cause undue financial hardship to the family. It is clear therefore that the proposal can have direct economic impacts on the situation of suspects and defendants and their families. This perception can contribute to a feeling of belonging in the society and can thus limit the sense of exclusion suspects and defendants or even their families often experience.

Another area which will impact significantly on this target group is the provision of full translation and interpretation during criminal proceedings. In cases where suspects and defendants are not own nationals and / or do not master sufficiently the language of the proceedings or the criminal justice system, access to full interpretation and translation is vital to the equitable administration of justice. It has been reported that, on occasion, the defendant's family or acquaintances have been asked to provide interpretation, with all the risks this implies for the accurate representation of the facts and the protection of the interests of the defendant. (See for example the ECtHR case of Cuscani v. UK - judgment of 24 September 2002; where the trial Court relied on the defendant's brother to interpret and which was held to be a violation of Art. 6). If the criminal justice system provides for proper interpretation, it will serve the interests of justice, and it will increase the trust of suspects and defendants, and also of victims, in the criminal justice system. Particularly disadvantaged groups can benefit more from the provision of interpretation and translation. For example, women from certain cultural backgrounds will probably find it easier to address themselves to an interpreter, in particular if the interpreter is also a woman, rather than having to rely on male members of the family for interpretation. When minors are involved, a properly trained interpreter may also be able to interpret more accurately for them than relatives or acquaintances.

5.2.3. Professionals working in the criminal justice system

Will the policy have an impact on the main professional target groups?

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Nature of the impact on the main professional target groups

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

+ : increase - : decrease 0 : neutral

From the tables above, it is clear that the Commission considers that the proposed policy will have an impact on the main professions working in the criminal justice systems. It must be noted that these impacts are greater for three groups: translators, interpreters and lawyers. Overall, these impacts are positive: increases in social status and remuneration, for example.

One negative impact must however be underlined: the workload of these professionals will probably increase across the board. This is bound to impact on the capacity of criminal judicial systems on the whole, and may in fact cause some backlog at the start of the implementation of these safeguards. In the long term, this should be absorbed by the system, and it is expected that the added transparency and reduced numbers of judicial mistakes will in fact decrease the judicial backlog.

An additional impact of this proposal in these professional groups will be the increased training needs almost every area.

Given current levels of provision of qualified legal translators and interpreters and the demand for these professionals that this proposal may create, training needs are expected to be greater for these professional groups. These training needs would be at two levels:

- initial training, as the specialised training for legal translator/ interpreter is not always available as part of the standard third-degree diploma;

- continuous professional development and on-the-job training for current professionals to bring them up to standard and to ensure that they keep up to date with changes in legislation and court practices.

It is difficult to provide estimates for the increased costs of training but the monitoring provisions of this proposal will include considering the costs associated with its implementation.

5.2.4. Victims

Impacts of this proposal on victims are harder to assess, given that they will be more indirect in nature. For example, the fact that the proposal contributes to a better application of justice, with fewer appeals and hence shorter proceedings, will impact favourably on victims, who will be released from the burden of the trial earlier. Studies show victims recover from the trauma faster once there is "closure" (after the trial). Shorter proceedings also reduce costs for victims. Another possible positive indirect impact is linked to the better use (and consequent training) of consular officials, which will benefit victims of crimes who are foreigners. The consular official may provide the victim with information about the local legal system, including any compensation scheme, details of any relevant NGO which may be able to offer him support and information regarding interpreters and translators.

It should perhaps be pointed out that the proposal may also have indirect negative impacts on this target group - indeed, in a context of set resources for the criminal justice system, the costs of implementing the different safeguards put forward in this proposal may be to the detriment of the budget allocated to the protection of the interest of victims (opportunity costs). Given the necessary balance between the different interests at stake, this is a very remote possibility, but should however be flagged up.

6. How to monitor and evaluate the results and impacts of the proposals after implementation?

* How will the policy be implemented?

* How will the policy be monitored?

* What are the arrangements for any ex-post evaluation of the policy?

The implementation of the initiative on procedural safeguards for suspects and defendants in criminal proceedings throughout the European Union will take due account of the ECHR - indeed, it is hoped that as a result of this initiative, Member States will achieve better standards of compliance with the ECHR. The ECtHR cannot be relied upon as a safety net to remedy all breaches of the ECHR. This is unrealistic in view of a number of factors. The ECtHR is a court of last resort and additionally the ECtHR itself has expressed concern over its ability to handle its ever-increasing caseload. If there are repeated allegations of violations of the ECHR, the Member States should have the means to remedy them of their own motion, or better still, to reduce the chances of them occurring at all. Since the principle of mutual recognition may only be implemented efficiently where there is mutual trust, it is important that these common minimum standards be complied with for this reason also.

The level of compliance should be demonstrably high. In order for each Member State to be certain of the level of compliance in other Member States, there should be some form of reliable evaluation. Mutual trust must go beyond the perceptions of governments of the Member States - it must also be established in the minds of representatives of the media, practitioners, law enforcement officers and all those that will administer decisions based on mutual recognition on a daily basis. This cannot be achieved overnight, and cannot be achieved at all unless there is some reliable means of assessing compliance with common minimum standards across the European Union. This will be all the more so in the light of enlargement.

The Commission considers it appropriate that it should play a major role in the evaluation and monitoring process. It needs to be informed of how measures are being implemented in practice.

It would therefore seem appropriate for the Commission to extend its task of collecting information on the transposition of EU obligations into national legislation to a regular monitoring exercise on compliance. This should be on the basis of Member States themselves submitting data or statistics compiled by their national authorities and submitted to be collated and analysed by the Commission. The Commission could use the services of independent experts to analyse the data and assist with the drawing up of reports. One possible team of independent experts is the EU Network of Independent Experts on Fundamental Rights. It was commissioned by DG-Justice and Home Affairs "to assess how each of the rights listed in the Charter of Fundamental Rights of the EU is applied at both national and Community levels...[taking] account of developments in national legislation, the case law of constitutional courts [...] as well as the case law of the Court of Justice of the European Communities and the European Court of Human Rights". The tasks of this network include the production of an annual report summarising the situation of fundamental rights in the context of both European Union law and national legal orders [53]. The network will report to the Commission and to the European Parliament. Since Articles 47 and 48 of the Charter of Fundamental Rights of the EU provide for the right to a fair trial and the rights of the defence, the network is already mandated to consider many of the provisions included in this proposal. In any event, evaluation of common minimum standards for procedural safeguards should be carried out on a continuous basis at regular intervals rather than as a once-off or on an ad hoc basis.

[53] Network of experts on the Charter appointed in July 2002, Unit A5, DG-JHA; its terms of reference are set out in Contract notice 2002/S60 - 046435, OJ S60 of 26.3.2002.

In this way, any persistent breaches will come to light, together with any patterns of standards falling below the agreed minimum.

7. Stakeholder consultation

* Which interested parties were consulted, when in the process, and for what purpose?

* What were the results of the consultation?

For the past two years, the Commission has been carrying out a review of procedural safeguards. To this end, it published a broad Consultation Paper in several languages on the Justice and Home Affairs website in January and February 2002. That paper set out the areas that might become the focus of subsequent measures and asked for comments and responses from interested parties.

At the same time, a questionnaire on various aspects of trial procedures under their own existing domestic system was sent to the Member States, to be answered by their Ministries of Justice. Using the responses to those two documents, the Commission identified the following areas as appropriate for immediate consideration:

- access to legal representation, both before the trial and at trial,

- access to interpretation and translation,

- ensuring that vulnerable suspects and defendants in particular are properly protected,

- consular assistance to foreign detainees,

- notifying suspects and defendants of their rights (the "Letter of Rights").

(The Council of the European Union has sent this questionnaire to acceding countries on its own initiative.)

Additionally the Commission's desk officer attended numerous conferences relating to these topics, both as speaker and listener. In order to get a clear view of the problem, several bilateral meetings were organised with various organisations. The organisations consulted include Amnesty International, the Law Society of England and Wales, JUSTICE, the Bar Council of England and Wales, Fair Trials Abroad, the European Criminal Bar Association, the Council of the Bars and Law Societies of the European Union, several Members of the European Parliament and the UK Liberal Democrat Party. Although it may appear that consultation centred largely on UK based NGOs, the desk officer noted that in any open consultation procedure, UK based NGOs often responded in much greater numbers than their counterparts in other Member States. All relevant bodies who sought an audience were heard and their views noted.

After an experts meeting held on 7 and 8 October 2002 on the appropriateness of EU action in this area, a Green Paper was adopted and published on 19 February 2003, focussing on the five areas mentioned above. The Green Paper listed a number of specific questions and requested comments and observations to be received by 15 May 2003. The Commission ensured that translations into English, French and German were obtained of all the responses received before 16 May 2003. The responses that were sent between 16 May 2003 and 10 June 2003 were translated where possible. Over 70 replies were received and have been published on the JHA website at: .

In June 2003, when the Commission's services had a clearer view of the policy options available and their impacts, a public hearing was organised. All persons and organisations that had responded to the Green Paper were invited to attend, as well as representatives from the Ministries of all Member States and acceding countries. The meeting was publicised on the EU official website, giving anyone the possibility to attend if they so wished. At the hearing, national experts and NGOs concerned made a number of general observations and comments, which have been taken into consideration in the drafting of the proposal.

8. Commission draft proposals and justification

* What is the final policy choice and why?

* Why was a more/less ambitious option not chosen?

* Which are the trade-offs associated to the chosen option?

* If current data or knowledge are of poor quality, why should a decision be taken now rather than be put off until better information is available?

* Have any accompanying measures to maximise positive impacts and minimise negative impacts been taken?

There were many reasons why the European Commission launched an initiative on procedural safeguards. Important ones are freedom of movement, setting standards for an enlarged Europe and perhaps most important of all, facilitating the operation of Mutual Recognition by enhancing the mutual trust in which it is based. The rights of the defence have not suddenly appeared on the Commission's programme. They were explicitly mentioned in the Tampere conclusions [54] and have always been seen as an integral part of the Justice and Home Affairs agenda.

[54] Points 33 and 40, and implicitly in points 35 and 37.

The aim is to achieve an equivalence of protection between the Member States and not the same standards although the starting point will be "common minimum standards" leaving the Member States free to build on those in order to ensure a fair trial system within their jurisdiction. As the Commission indicated in its Communication of 14 July 1998, Towards an Area of Freedom, Security and Justice "procedural rules should respond broadly to the same guarantees ensuring that people will not be treated unevenly according to the jurisdiction dealing with their case".

As regards, freedom of movement - the EU encourages its citizens to move around freely, for work or other reasons. Employment and social security provisions make it easier to find work. European citizens and residents should reasonably be entitled to expect to encounter equivalent standards in respect of safeguards in criminal proceedings wherever they go in the EU.

Options considered included attempting to cover all fair trial rights in one instrument but on reflection, this was deemed too complicated, too unwieldy and less likely to achieve the stated aim. There were also the "third pillar" constraints of putting forward a realistic proposal that could be justified under Art 31 TEU and that would be realistic in view of the unanimity rule. Consequently, a stage by stage approach was adopted, with is proposal being the first of several measures to reach the stage of a draft Framework Decision. It is important to press ahead with this measure now so that agreed safeguards are in place as soon as possible (in view, inter alia, of the timetable for implementation of the European Arrest Warrant). Any follow up and subsequent proposals may be under a new regime if the EU draft Constitution is adopted (affecting the legal basis and unanimity requirements).

To conclude, the Commission sees this measure as necessary in order to ensure the mutual trust which forms the basis of the measures set out in the Mutual Recognition programme, of which the European Arrest Warrant was the first to reach political agreement. However, a common set of minimum standards on safeguards will be necessary for all the Mutual Recognition measures, to allay anxieties about the perceived "lower standards" in other Member States and maybe in the acceding States after enlargement and to counter criticism of certain criminal justice systems in the EU. It will ensure that the fundamental rights of the European citizen are respected uniformly in this important area.

ANNEX 1 -

Problem identification:

Main challenges (not in order of priority):

* Need to build trust between MS in each other's criminal justice systems, especially in the light of the European Arrest Warrant so that law enforcement and judicial authorities respect each other's decisions and procedures

* Need to protect individual rights to a common minimum standard

* Need to take account of right to freedom of movement

* Need to reinforce citizens' trust in other Member States owing to increased mobility including for employment purposes, transport companies (e.g. lorry drivers at risk of unwittingly carrying illegal cargo), tourism (e.g. road accidents and other "innocent activities" can inadvertently lead to criminal proceedings)

* Need to deal with mobility and increasing numbers of third-country nationals in the Member States

* Need to enhance the public understanding of the different criminal justice systems

* Enlargement will introduce 10 new countries into the system - it is harder to have a basic degree of uniformity as regards common standards with 25 than with 15

* ECHR implemented (and interpreted ?) differently in different Member States

* Avoid "naming and shaming" (which already goes on between the 15, especially in the media) but concentrate on agreeing common standards

Related challenges:

1. General

* Launch a debate on what constitutes a fair trial

* Ascertain what common standards already exist

2. Legal advice

* Uneven implementation of the provisions of Article 6 ECHR as regards access to legal representation throughout the EU (not only basic provision of lawyers but when suspect first has access to lawyer - e.g. before or after first police questioning?)

* Differences in access to free legal representation for those who cannot afford to pay

* Differences in how much legal representation is provided (lawyer present for all court appearances? Prison visits from lawyer to prepare case?)

* Substantial differences between Member States in organisation, level of qualification required and payment of lawyers (e.g. reduce reliance on pro bono work, ensure that all defendants represented) NB - different systems of provision may work equally well - e.g. "public defender" system v. own lawyer so not the intention to investigate what system is best, merely to ensure minimum levels of provision

3. Interpretation and translation

* Inadequate provision of competent, qualified language professionals in criminal proceedings in which the defendant is a foreigner and/or doesn't understand the language of the proceedings. Substantial differences between Member States in remuneration of interpreters and translators

* Substantial differences between Member States in training of interpreters and translators

* Insufficient numbers of legal translators and interpreters (especially for the more unusual languages); not "attractive" profession, highly technical, low status (in most MS, translation and interpretation not considered a "profession"), rare for translators and interpreters to be employees - usually employed on a freelance basis so no job security, no holiday or sick pay, no pension and other rights that go with an employment contract

* Many respondents to Green Paper, especially those representing professional organisations of translators and interpreters called for proper training/accreditation/recognition of diplomas/continuous professional education for translators and interpreters - with both language professionals and lawyers/judges involved in the accreditation process.

* Judges and lawyers not trained in how to deal with court translators and interpreters - need to provide for training of judges, lawyers and court personnel

4. Specific attention for persons who, owing to their age or their physical, medical or emotional condition, cannot understand or follow the proceedings

* Disadvantaged situation of certain people who are in an especially vulnerable position during criminal proceedings. Suspects who for physical, medical, emotional or other reasons (such as but not limited to age, nationality, race, gender, sexual orientation, state of health, educational level etc) are in a weaker position than the average person.

* Difficulties in identifying these groups of especially vulnerable people - some categories are obvious (e.g. children) but for others the vulnerability is not immediately obvious (e.g. low IQ, certain health problems etc).

* Once a suspect or defendant has been identified as needing specific attention, certain steps have to be taken. For a child, the parents or a social worker must be alerted, for someone with a health problem, a doctor may be needed.

5. Communication and consular assistance

* A detained person should be entitled to have family members, persons assimilated to family members and any employer informed of the detention. This can be achieved by having the relevant information communicated on behalf of the detained person if there are concerns about preserving any evidence.

* Where the detained person is a foreigner, use should be made of the consular authorities to assist with the communication.

* Problems with lack of compliance with the Vienna Convention on Consular Relations - law enforcement officials do not always contact the Consulate of the detained person; some detained persons choose not to have assistance even if it is offered owing to poor perception of the assistance.

6. Knowing of the existence of rights/ a "Letter of Rights"

* Other problems may arise if the detained person is a refugee or asylum seeker fleeing persecution in his home State and does not want assistance from consular officials - entitlement to have the assistance of a representative of an international humanitarian organisation

* Low awareness of the existing rights available to suspects and defendants during criminal proceedings, and as early on as arrest, (e.g. rights during police questioning)

* Difficulty in informing foreign defendants and/or those who do not speak the language of their basic rights, including the important right to a lawyer and an interpreter

* Lack of equivalence between MS in terms of protection of individual rights.

7. Evidence

* The right to be presumed innocent until proved guilty is at stake where the burden of proof is reversed in the definition of offences in a Member State

* The right to have someone informed of the detention is not always respected (anxiety that evidence will be destroyed, that suspect will alert accomplice etc.)

* Substantial differences between Member States in criteria and conditions governing self-incrimination (right to silence varies from one Member State to another)

* Cultural differences can lead to very different uses and interpretations of practices such as plea bargaining or the use of informers (e.g. pentiti in Italy)

* Discrepancies in rules governing admissibility of evidence

* Problems with prosecution failing to disclose all evidence, especially exculpatory evidence - rules vary from one Member State to another

8. Detention

* Substantial differences between Member States in criteria and conditions of bail

* Discrepancies between the Member States in relation to the right for a national of another Member State to serve any period of detention in their own Member State

* High number of persons in pre-trial detention, especially foreign defendants since they are perceived as presenting a higher risk of absconding (no community ties).

9. Ne bis in idem and lis pendens

* Lack of clarity in Article 54 Schengen Implementing Convention

* Disparities between Article 54 Schengen Implementing Convention and Article 50 Charter of Fundamental Rights

* Adapt current rules to the objective of an Area of Freedom, Security and Justice

10. Evaluation and Monitoring

* Difficulties in obtaining accurate, objective information about the actual situation in a country

* Need to have information at regular intervals so that it may be updated, and any improvement or deterioration noted

ANNEX 2

How to overcome these challenges? Objectives of the proposal

Global // * Create specific guarantees to ensure the protection of individual rights

* Ensure that a person encounters equivalent standards in respect of safeguards in criminal proceedings across the EU as those in his or her Member State

* Improve trust between Member States in their criminal justice systems as well as public perceptions thereof

* New instrument will highlight existing rights

Specific // Legal advice

* Create a more equivalent situation as regards legal advice in all the Member States

* Agree common rules about when (at what point in the proceedings) the suspected person should be entitled to legal advice and in which situations that legal advice should be free (in whole or in part)

* Encourage Member States to create a mechanism for ensuring effectiveness of defence lawyers

Interpretation and translation

* Strengthen compliance with ECHR requirements in this field.

* Enhance the social situation of translators and interpreters

* Aim for an equivalent level of training in Member States

* Encourage Member States to create a mechanism for ensuring competence of interpreters and translators

Specific attention for persons who, owing to their age or their physical, medical or emotional condition, cannot understand or follow the proceedings

Ensure a higher level of protection by:

* Identifying the suspects who need specific attention

* Raising awareness of the vulnerable position of these people

* Ensuring a better training of the police officers and other actors in the criminal process

* Requiring a written record to be made of what specific attention was needed and record the fact that it was given

Communication and consular assistance

* Agreeing that there should be a basic right to communication with the outside world where a person is detained (unless circumstances dictate that this is not appropriate)

* Ensuring that detained persons have the possibility of communicating with their family, dependants and/or place of employment (if necessary through a third party if direct communication is contraindicated). Where the defendant is a foreigner, ensuring that use is made of the consular authorities to assist with such communication.

* Ensuring that consular officials in each Member State are prepared to offer such assistance and have the necessary knowledge of criminal proceedings in the host State.

* Ensuring an appropriate training of police officers

Knowing of the existence of rights/Letter of Rights

* Would a "Letter of Rights" with equivalent contents throughout the Member States, which police stations would have ready in all languages, present a simple, inexpensive solution? Text of L/R could also be available on internet in numerous languages so readily available

* Require Member States to ensure all suspects receive Letter of Rights

* During the preparatory phase, all interested groups are invited to take part in the debate about what the contents of the Letter of Rights should be (budget available for experts meeting to be held in 2004 so can involve outside experts).

* The Letter of Rights should cover both common "European" and specific national rights where relevant.

Evidence

* To include proposals for safeguards relating to evidence at this stage would be inefficient, as the proposal would be too broad and attempt to cover too many areas. The Commission plans to start work on a separate initiative covering all safeguards relating to evidence in 2004 and will develop a relevant strategy nearer the time

Detention

* Create equivalent standards on pre-trial detention and alternatives to such detention throughout the European Union

* Enable control, supervision or preventive measures ordered by a judicial authority pending the trial to be recognised and immediately enforced in another Member State

* Reduce the number of persons in pre-trial detention by covering alternatives to pre-trial detention

* Commission plans separate Green Paper on this topic, to be adopted late 2003 or early 2004.

Ne bis in idem and lis pendens

* Guarantee that citizens are not prosecuted or tried for the same acts several times

* Avoid duplication of work for prosecuting and law enforcement authorities

Horizontal // Evaluation and Monitoring

Extend the Commission's task of collecting information on the transposition into national legislation of the relevant EU obligations to a regular monitoring exercise on compliance

ANNEX 3. Potential impacts

Expected impact on the EU economy and society if the suggested policy is implemented

Target : EU economy and society

Qualitative // Descriptors

Economic impact:

Positive Indirect

* Enhanced mobility and freedom of movement owing to increased trust on the part of citizens in their freedom to move across Europe, (benefits for employment purposes, transport companies (e.g. lorry drivers), tourism

* More transparency leads to more efficiency (unnecessary appeals and people in custody, reduce backlog in courts, etc.)

* Reduce expense of holding foreign nationals in detention (pre-trial and following conviction) , reduce miscarriages of justice

Negative Direct/Indirect

* Associated implementation costs (to be included in the monitoring and evaluation measure)

* MS with no centralised systems for lawyers and translation will have to set them up; market levels of pay for lawyers and translators; Letter of Rights; training for police officers, consular services, lawyers, translators, social workers...

* Abuses of these guarantees may cause undue delay in procedures.

//

* National motoring and touring organisations report the absence of sufficient procedural safeguards for their members when involved as suspects or defendants in cross border criminal proceedings across the EU

* Negative reports in the press about "unfair" criminal proceedings in other Member States (e.g. "plane-spotters' case)

Social impact:

Positive Direct

* Better respect for fundamental rights - citizens reinforced in their value system and in validity of democracy (important especially in the light of fight against terrorism)

* Increased trust between MS - can lead to more active cooperation in the judicial area, increased social cohesion and a sense of belonging

* More transparency can lead to more respect for fundamental rights, which enhances mutual recognition

* Reduce feelings of helplessness of individuals against a system perceived to be unfair

* Increased faith in channels of communication between actors in the criminal justice system

Indirect

* Increased sense of belonging in society, of being a stakeholder

* Concept of civic citizenship, may bring the EU closer to the citizens

Negative Direct/Indirect

//

Environmental impact:

* More effective judicial systems will lead to more efficient use of resources.

* More fluent functioning of the criminal justice system leads to a greater efficiency in the prosecution of environmental crimes.

//

Expected impact on suspects and defendants if the suggested policy is implemented

Target group: suspects and defendants

NB: All these potential impacts apply to own nationals and foreigners alike. However, it must be noted that some aspects of the proposal target mainly foreign suspects and defendants, and hence impacts on this subgroup are multiplied.

Qualitative // Descriptors

Economic impact:

Positive Direct

* Ensure better representation hence lower costs for suspects, automatic right to free assistance of translators and interpreters

* Reduce miscarriages of justice whereby innocent person wrongly convicted - economic costs (e.g. loss of job, loss of trust from employers)

Positive Indirect

* Increased awareness of rights not only on the part of suspects and defendants but also increased awareness on the part of all actors in the criminal justice system

* Better knowledge of rights and better compliance with them may lead to speedier procedures

Negative Direct/Indirect

//

Social impact:

Positive Direct

* Equal access to justice in the broad sense (e.g. financial, linguistic, medical, etc.)

* Awareness of their existing rights: better protection of their fundamental rights

* Increase of independence of suspects/defendants with regards to their family

* Reduce miscarriages of justice

Negative

* Ability for suspect or defendant in bad faith to misuse the guarantees provided

* Abuses of the system may cause undue delay in procedures

//

Environmental impact:

No direct or indirect impacts

// Not applicable

Expected impact on suspects and defendants' families if the suggested policy is implemented

Target group: suspects' and defendants' families

Qualitative // Descriptors

Economic impact:

Positive Direct

* Increased faith in the criminal justice systems of all Member States so more trust both at home and abroad - reduced need to employ lawyer privately or to pay for translator or other assistance

* Fewer miscarriages of justice will lead to fewer people in prison for offences they did not commit - therefore fewer families losing potentially main breadwinner

* Legal aid: should be granted where the legal costs would cause the family undue financial hardship

Positive Indirect

* Greater labour mobility may be achieved, people more prepared to look for work abroad

Negative Direct/Indirect

* Costs of implementing the measures may lead to increased taxes or changes in financial priorities which could have a negative impact on families of suspects and defendants

//

Social impact:

Positive Direct

* Increased faith in the criminal justice system

* Increased trust in the criminal justice systems of other Member States

Negative

* //

* Family members may be asked to assist, for example to stand surety for bail , to help trace witnesses, even to translate and bear other burdens during the proceedings

Environmental impact:

No direct or indirect impacts

// Not applicable

Expected impact on professionals working in the criminal justice system if the suggested policy is implemented

Target group: translators/interpreters/police officers/lawyers/court officers/judges/social workers etc.

Qualitative // Descriptors

Economic impact:

Positive Direct

* Enhanced social status

* Greater recognition of qualifications of translators and interpreters and assistance with obtaining continuous professional development

* Greater recognition for the work of translators and interpreters

Positive Indirect:

* Better remuneration for lawyers working under criminal legal aid schemes

* Better remuneration for legal translators and interpreters

* Increased number of qualified lawyers willing to accept pro bono cases

* Increased numbers of legal translators and interpreters available to courts and police stations

Negative:

* Increased costs in terms of training.

* Increased workload for all actors in the criminal justice system

//

* In some Member States legal advice on arrest is given on a pro bono basis by trainees and students, or under the "commis d'office" system

* The GROTIUS Programme PROJECT 2001/GRP/015 has pointed out the lack of legal interpreters and translators because of the comparative unattractiveness and low status of these professions

Social impact:

Positive Direct

* Reduced criticism of criminal justice will improve the morale of all those working in the system

* Efficient working of the judicial system in and out of court as a consequence of an appropriate training and awareness of courts and legal services to interpreters and translators during interdisciplinary training

Positive Indirect

* Higher social status for translators and interpreters working in the criminal justice system

Negative Direct

//

* See above GROTIUS Programme PROJECT 2001/GRP/015

* The International Federation of Interpreters reports that judges and lawyers are unfamiliar or not trained to work with interpreters and translators which can slow down the procedure

Environmental impact:

No direct or indirect impacts

// Not applicable

Expected impact on victims in the criminal justice system if the suggested policy is implemented

Target group: victims and related pressure groups

Qualitative // Descriptors

Economic impact:

Positive Direct/Indirect

* Better justice leads to fewer contested decisions. Fewer appeals lead to a quicker procedure which can help victims recover and reduce tangential costs for the victim

Negative Direct

* The costs of implementing the policy is chargeable to the justice budget - spending priorities relating to suspects and defendants means less available for compensation to victims

Negative Indirect

* The budget invested in the suggested policy will not be used for other victim centred purposes (opportunity costs)

//

Social impact:

Positive Direct/Indirect

* Fewer appeals (see above) should lead to more expeditious procedures. This has a positive impact on the situation of the victim who is released from the burden of the trial. Studies show victims recover from the trauma faster once there is "closure" (after the trial)

* The proposal raises awareness of the situation of victims

* The proposals for making better use of consular officials will also be to the advantage of victims of crimes who are foreigners. The consular official may provide the victim with information about the local legal system, including any compensation scheme, details of any relevant NGO that may be able to offer him support and information regarding interpreters and translators.

Negative Direct

//

Environmental impact:

No direct or indirect impacts

// Not applicable

Top