EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52004DC0479

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συµßούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοßούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονοµική και Κοινωνική Επιτροπή «Ενίσχυση της εμπιστοσύνης στις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων» {SEC(2004) 930}

/* COM/2004/0479 τελικό */

52004DC0479

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συµßούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοßούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονοµική και Κοινωνική Επιτροπή «Ενίσχυση της εμπιστοσύνης στις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων» {SEC(2004) 930} /* COM/2004/0479 τελικό */


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ «Ενίσχυση της εμπιστοσύνης στις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων» {SEC(2004) 930}

1. εισαγωγη

Οι ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων («B2B e-markets») είναι προηγμένες μορφές του ηλεκτρονικού επιχειρείν στις οποίες οι αγοραστές και οι πωλητές πραγματοποιούν εμπορικές συναλλαγές με ηλεκτρονικά μέσα. Οι μορφές των ηλεκτρονικών αυτών αγορών είναι ποικίλες και περιλαμβάνουν από την απλή αγορά και πώληση σε απευθείας σύνδεση (on-line) βάσει καταλόγου έως και περίπλοκες λύσεις για την ολοκλήρωση διεργασιών. Οι ηλεκτρονικές αγορές συμβάλλουν με αυτόν τον τρόπο στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και στην ενίσχυση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Ωστόσο, παρά τα δυνητικά οφέλη, η συμμετοχή των επιχειρήσεων, κυρίως των επιχειρήσεων μικρού και μεσαίου μεγέθους (ΜΜΕ), στις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων είναι ακόμα σχετικά μικρή.

Το Νοέμβριο του 2002 η Γενική Διεύθυνση Επιχειρήσεων δημοσίευσε έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής με τίτλο «B2B Internet trading platforms: Opportunities and barriers for SMEs - A first assessment» (Πλατφόρμες στο διαδίκτυο για το εμπόριο μεταξύ επιχειρήσεων: δυνατότητες και εμπόδια για τις ΜΜΕ - Μια πρώτη αξιολόγηση) [1], στην οποία επισημαίνονται ορισμένα ενδεχόμενα εμπόδια που περιορίζουν τη συμμετοχή των ΜΜΕ στις ηλεκτρονικές πλατφόρμες εμπορίου, όπως είναι η έλλειψη ευαισθητοποίησης, η έλλειψη πληροφόρησης και η έλλειψη εμπιστοσύνης στις ηλεκτρονικές συναλλαγές. Στη συνέχεια συγκροτήθηκε μια ομάδα εμπειρογνωμόνων, στην οποία συμμετείχαν ειδικοί από τη βιομηχανία και τις επιχειρήσεις της ηλεκτρονικής αγοράς με σκοπό να συζητήσει τα προβλήματα και να υποβάλει συστάσεις στην Επιτροπή για τη διευκόλυνση της συμμετοχής των ΜΜΕ στις ηλεκτρονικές αγορές. Η Επιτροπή παρέλαβε με ικανοποίηση την έκθεση της ομάδας εμπειρογνωμόνων [2] και υποστηρίζει τη βασική σύσταση για ενίσχυση της αυτορρύθμισης ώστε να αυξηθεί η εμπιστοσύνη στις ηλεκτρονικές αγορές.

[1] SEC (2002) 1217, 11.11.2002.

[2] http://europa.eu.int/comm/enterprise/ict/policy/b2b/wshop/fin-report.pdf.

Η σχετικά μικρή χρήση των ηλεκτρονικών αγορών μεταξύ επιχειρήσεων, ιδίως από τις ΜΜΕ, μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι οι αγοραστές ωφελούνται περισσότερο από τις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων από ό,τι οι πωλητές. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι ΜΜΕ, οι οποίες είναι συχνά οι προμηθευτές μεγάλων εταιρειών, είναι περισσότερο απρόθυμες να χρησιμοποιήσουν τις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, έχουν εκφραστεί ανησυχίες από τις ΜΜΕ σε σχέση με μια συγκεκριμένη μορφή εφαρμογών ηλεκτρονικής αγοράς, συγκεκριμένα τις αντίστροφες δημοπρασίες σε απευθείας σύνδεση (on-line). Ορισμένες από τις ανησυχίες αυτές σχετίζονται με το γεγονός ότι οι αντίστροφες δημοπρασίες στο διαδίκτυο χρησιμοποιούνται κυρίως ως εργαλείο που πιέζει προς τα κάτω τις τιμές των προμηθευτών, ευνοώντας με τον τρόπο αυτό προφανώς τους αγοραστές περισσότερο από τους προμηθευτές. Τέτοιου είδους ανησυχίες μπορεί να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη χρήση του ηλεκτρονικού επιχειρείν γενικότερα και, ως αποτέλεσμα, στην παραγωγικότητα και στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Ωστόσο, στόχος της Επιτροπής δεν είναι να προωθήσει συγκεκριμένες μορφές εμπορίου αλλά περισσότερο να άρει τα υφιστάμενα ή ενδεχόμενα εμπόδια που μπορεί να αποτρέπουν τις επιχειρήσεις από τη χρήση των ηλεκτρονικών αγορών, έτσι ώστε να υπάρξουν αμοιβαία επωφελή αποτελέσματα.

Στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι η ενίσχυση της εμπιστοσύνης στις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων, μέσω της απάντησης σε ορισμένες ανησυχίες και της διευκόλυνσης της συμμετοχής των επιχειρήσεων στις νέες αυτές μορφές εμπορίου. Η Επιτροπή, εκτός των άλλων, αποβλέπει στη βελτίωση της κατανόησης του ισχύοντος νομικού πλαισίου και στην άρση των εμποδίων στην εσωτερική αγορά που μπορεί να προκύψουν από τους διαφορετικούς εθνικούς κανόνες που ισχύουν για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων.

Ακόμα μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός ότι η ανακοίνωση αποσκοπεί στο να διευκολύνει την περαιτέρω εφαρμογή των συστάσεων της ομάδας εμπειρογνωμόνων για την ανάπτυξη κωδίκων δεοντολογίας, ώστε να αυξηθεί η εμπιστοσύνη στις θεμιτές πρακτικές και να διευκολυνθεί η ευρύτερη συμμετοχή των επιχειρήσεων στις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων. Παρά το γεγονός ότι αυτό είναι κατ' εξοχήν αρμοδιότητα του ιδιωτικού τομέα, η Επιτροπή είναι πρόθυμη αρωγός στην εξεύρεση συναινέσεων στον τομέα αυτό και στηρίζει την αυτορρύθμιση με τα κατάλληλα μέσα.

2. ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚEΣ ΑΓΟΡEΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Το ηλεκτρονικό εμπόριο μεταξύ επιχειρήσεων, δηλαδή οι αγοραπωλησίες σε απευθείας σύνδεση, αποτελεί πλέον όλο και πιο δημοφιλή τρόπο πραγματοποίησης συναλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων. Πολλές επιχειρήσεις έχουν στο μεταξύ χαράξει φιλόδοξες στρατηγικές για την αύξηση της αποτελεσματικότητας των ενδοεπιχειρησιακών διαδικασιών, καθώς και για τη βελτίωση και την αναβάθμιση των σχέσεων με τον πελάτη. Οι ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων είναι μια προηγμένη μορφή ηλεκτρονικού εμπορίου μεταξύ επιχειρήσεων συγκρινόμενες, για παράδειγμα, με τις αγοραπωλησίες μέσω ιστοχώρων. Μπορούν να ορισθούν ως πλατφόρμες εμπορίου βασισμένες στο διαδίκτυο αν οι συναλλαγές των επιχειρήσεων αφορούν αγαθά και υπηρεσίες. [3]

[3] Βλ. Παράρτημα 1 για λεπτομέρειες

Αυτές οι νέες μορφές εμπορίου δεν έχουν κατ' ανάγκη ως αποτέλεσμα μια εξισορροπημένη κατανομή του κόστους και των οφελών. Αυτό ισχύει κυρίως για τις αντίστροφες δημοπρασίες σε απευθείας σύνδεση. Οι δημοπρασίες σε απευθείας σύνδεση είναι επίσημες διαδικασίες καθορισμού των τιμών σε μια εμπορική πλατφόρμα στο διαδίκτυο, στις οποίες η εκκίνηση γίνεται από τον πωλητή με σκοπό την πώληση προϊόντων ή υπηρεσιών στην υψηλότερη δυνατή τιμή. Οι αντίστροφες δημοπρασίες είναι προϊόν πρωτοβουλίας του αγοραστή με σκοπό την αγορά προϊόντων και υπηρεσιών στη χαμηλότερη δυνατή τιμή. Ορισμένες αντίστροφες δημοπρασίες αποβλέπουν φανερά στη βραχυπρόθεσμη μείωση του κόστους αντί σε μακροπρόθεσμες επιχειρηματικές σχέσεις.

Ωστόσο, έχει υποστηριχθεί ότι η ενδεχόμενη εξοικονόμηση κόστους μέσω των αντίστροφων δημοπρασιών, που είναι αποτέλεσμα της αυξημένης ανταγωνιστικής πίεσης, μπορεί μέχρι και να εκμηδενιστεί από το υψηλότερο κόστος που συνδέεται με τις συχνές αλλαγές προμηθευτών και συνεπώς τις λιγότερο ολοκληρωμένες επιχειρηματικές αλυσίδες. Προς το παρόν, τα εμπειρικά και οικονομικά στοιχεία που διαθέτουμε για το άμεσο και έμμεσο κόστος και τα οφέλη από τις διάφορες ηλεκτρονικές μορφές εμπορίου, συμπεριλαμβανομένων των αντίστροφων δημοπρασιών, δεν επιτρέπουν οριστικά συμπεράσματα για τα αποτελέσματα που έχουν αυτές οι μορφές εμπορίου στους συμμετέχοντες. Συνεπώς, η Επιτροπή θα δρομολογήσει μια οικονομική μελέτη για την ανάλυση του αντικτύπου των ηλεκτρονικών αγορών μεταξύ επιχειρήσεων στην ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα της βιομηχανίας της ΕΕ.

3. ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Οι ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων υπόκεινται σε ορισμένους νομικούς κανόνες, οι οποίοι καλύπτουν διαφορετικά στάδια των δραστηριοτήτων των ηλεκτρονικών αγορών, από τη σύσταση και τη λειτουργία τους έως τη σύναψη συμβάσεων με ηλεκτρονικά μέσα. Οι κανόνες αυτοί αποσκοπούν, συγκεκριμένα, στην άρση των εμποδίων στην παροχή υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και στην εξασφάλιση θεμιτού και χωρίς στρεβλώσεις ανταγωνισμού. Η καλύτερη γνώση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου αναμφισβήτητα θα συμβάλλει στην αύξηση της εμπιστοσύνης στις νέες μορφές ηλεκτρονικού εμπορίου. Η Επιτροπή θα συνεχίσει να επιζητεί υποστήριξη για την ευρωπαϊκή νομική δικτυακή πύλη για το ηλεκτρονικό επιχειρείν, μια υπηρεσία πληροφοριών στο διαδίκτυο σχετικά με το νομικό πλαίσιο του ηλεκτρονικού επιχειρείν, ιδίως για τις ΜΜΕ, που θα παρέχεται από ένα ευρωπαϊκό δίκτυο ευρωπαϊκών κέντρων πληροφόρησης (δίκτυο ELEAS). [4]

[4] http://www.ebusinesslex.net.

Η αύξηση της πληροφόρησης θα ενισχύσει το ηλεκτρονικό εμπόριο μεταξύ επιχειρήσεων

Η οικοδόμηση της εμπιστοσύνης είναι ένα ζήτημα που αφορά όλο και περισσότερο τις ηλεκτρονικές συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων. Αυτό επιβεβαιώνεται από τα αποτελέσματα ανοικτής διαβούλευσης για τα νομικά εμπόδια του ηλεκτρονικού επιχειρείν [5], η οποία διεξήχθη από τις υπηρεσίες της Επιτροπής το τελευταίο τρίμηνο του 2003. Ο νέος προβληματισμός αφορά ορισμένες μορφές δημοπρασιών σε απευθείας σύνδεση λόγω της αυξημένης χρήσης τους στις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων. Ορισμένες επιχειρήσεις δεν γνωρίζουν προφανώς τους νομικούς κανόνες που ισχύουν σ' αυτές τις δημοπρασίες. Κατά συνέπεια είναι μάλλον δύσκολο να συλλάβουν τη διαφορά μεταξύ μιας μετατόπισης ισχύος στην αγορά η οποία πρέπει να γίνει αποδεκτή για οικονομικούς λόγους και αθέμιτων πρακτικών που δεν συμμορφώνονται με τις νομικές διατάξεις ή τους κώδικες δεοντολογίας. Ένας λόγος είναι ότι, σε αντίθεση με τις παραδοσιακές δημοπρασίες, οι ηλεκτρονικές δημοπρασίες είναι ένα σχετικά νέο φαινόμενο το οποίο δεν είχε μέχρι σήμερα το χρόνο να εξελιχθεί και δεν αναπτύχθηκαν συνεπώς εμπορικές πρακτικές οι οποίες θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τυχόν διαφορές που είναι εγγενείς στους μηχανισμούς δημοπρασίας γενικά.

[5] Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής: Legal barriers in e-business «The results of an open consultation of enterprises» (Νομικοί φραγμοί στο ηλεκτρονικό επιχειρείν: τα αποτελέσματα της ανοικτής διαβούλευσης με τις επιχειρήσεις), http://europa.eu.int/comm/enterprise/ict/policy/doc/legal_barriers_sec_2004_498.pdf.

Οι κανόνες της εσωτερικής αγοράς ισχύουν και στις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων...

Η διαμόρφωση μιας ηλεκτρονικής αγοράς μεταξύ επιχειρήσεων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο [6]. Οι ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων θεωρούνται υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, οι οποίες μπορούν ελεύθερα να συγκροτηθούν χωρίς προηγούμενη έγκριση. Επιπλέον, οι κανόνες περί εσωτερικής αγοράς προβλέπουν ότι κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας που παρέχονται από ένα φορέα παροχής υπηρεσιών εγκατεστημένο στο δικό του έδαφος συμμορφώνονται με τις εθνικές διατάξεις που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος και οι οποίες εμπίπτουν στο συντονισμένο τομέα. Κατά κανόνα, τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται, για λόγους σχετικούς με το συντονισμένο τομέα, να περιορίζουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από ένα άλλο κράτος μέλος στο πλαίσιο της κοινωνίας της πληροφορίας. Ωστόσο, η οδηγία δεν θεσπίζει πρόσθετους κανόνες για το διεθνές ιδιωτικό δίκαιο ούτε εξετάζει την δικαιοδοσία των δικαστηρίων.

[6] Οδηγία 2000/31/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») ΕΕ L 178 , 17/07/2000 σ.1-16.

Σε ό,τι αφορά τη λειτουργία μιας ηλεκτρονικής αγοράς μεταξύ επιχειρήσεων, οι κανόνες περί διαφάνειας στην εν λόγω οδηγία απαιτούν ενημέρωση σχετικά με την ταυτότητα και τον τόπο εγκατάστασης του φορέα παροχής υπηρεσιών και απαιτεί επίσης την τήρηση των υποχρεώσεων περί διαφάνειας για την ηλεκτρονική σύναψη των συμβάσεων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτές οι νομικές διατάξεις αποτελούν σημαντικά βήματα στη συνεχή διαδικασία δημιουργίας μιας εσωτερικής αγοράς όσον αφορά τις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων.

...αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορές στις εθνικές νομοθεσίες

Πολλές ανησυχίες σχετικά με τις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων, ιδίως αυτές που αφορούν τις ηλεκτρονικές δημοπρασίες μεταξύ επιχειρήσεων, οφείλονται στην έλλειψη διαφάνειας για τον τρόπο με τον οποίο διεξάγονται οι ηλεκτρονικές συναλλαγές και σε ορισμένες επιχειρηματικές πρακτικές οι οποίες εκλαμβάνονται ως αθέμιτες από τις επιχειρήσεις. Παραδείγματα τέτοιων αθέμιτων πρακτικών, που θεωρούνται δεδομένες, αφορούν την έλλειψη σαφούς αναφοράς στους όρους συμμετοχής, την αβεβαιότητα ως προς την ακριβή στιγμή κατά την οποία συνάπτεται η σύμβαση, τη δυνατότητα απόσυρσης των προσφορών, την αβεβαιότητα ως προς την αποδοχή της καλύτερης προσφοράς στις δημοπρασίες σε απευθείας σύνδεση και πρακτικές που θεωρούνται στρέβλωση του μηχανισμού καθορισμού των τιμών στις δημοπρασίες σε απευθείας σύνδεση (π.χ. η υποβολή προσφοράς από το διοργανωτή της δημοπρασίας). Τέτοιες πρακτικές καλύπτονται γενικά από την εθνική νομοθεσία περί συμβάσεων και τη νομοθεσία που αφορά τον αθέμιτο ανταγωνισμό, οι οποίες ισχύουν και στις δημοπρασίες σε απευθείας σύνδεση και στις συμβατικές δημοπρασίες. Ωστόσο, οι κανόνες αυτοί μπορεί να διαφέρουν από τη μια χώρα στην άλλη με αποτέλεσμα να δημιουργείται η εντύπωση αβεβαιότητας ως προς τους ισχύοντες κανόνες για τις διασυνοριακές ηλεκτρονικές συναλλαγές.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι υφιστάμενοι εθνικοί κανόνες δηλώνουν σαφώς ότι ορισμένες πρακτικές συνιστούν αθέτηση σύμβασης, π.χ. η πώληση ελαττωματικών αγαθών, η καθυστερημένη ή μη παράδοση προϊόντων που έχουν παραγγελθεί, η καθυστερημένη ή μη πληρωμή αγαθών, η εσφαλμένη ποσότητα ή η κακή ποιότητα των παραδιδόμενων αγαθών. Σε άλλες περιπτώσεις, η νομική κατάσταση είναι λιγότερο σαφής π.χ. σε ό,τι αφορά το συγκαλυμμένο καθορισμό κλεισμένων τιμών στις δημοπρασίες, το δικαίωμα του διοργανωτή της δημοπρασίας να υποβάλει προσφορές ή την υποχρέωση του διοργανωτή να δέχεται την καλύτερη προσφορά. Ειδικότερα, ορισμένες εθνικές νομικές διατάξεις αφήνουν στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να συμφωνήσουν σε ποιο βαθμό επιτρέπονται τέτοιου είδους πρακτικές. Μπορεί επίσης να παραμένει ασαφής ο τρόπος με τον οποίο οι ισχύοντες εθνικοί κανόνες εφαρμόζονται στο διαδικτυακό περιβάλλον (π.χ. ορισμός της ακριβούς χρονικής στιγμής κατά την οποία συνάπτεται μια σύμβαση σε μια δημοπρασία σε απευθείας σύνδεση).

Χωρίς περαιτέρω ανάλυση είναι δύσκολο να αξιολογηθεί σε ποιο βαθμό οι αναφερθείσες περιπτώσεις αθέμιτων επιχειρηματικών πρακτικών στις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων καλύπτονται πράγματι από την ισχύουσα εθνική νομοθεσία. Σε κάθε περίπτωση, υφίστανται διαφορές μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με τον τρόπο κανονιστικής ρύθμισης αυτών των πρακτικών, γεγονός που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία εμποδίων κατά τη χρήση ηλεκτρονικών αγορών για διασυνοριακές ηλεκτρονικές συναλλαγές. Συνεπώς, η Επιτροπή προτίθεται να αξιολογήσει περαιτέρω σε ποιο βαθμό οι ισχύουσες εθνικές διαφορές μπορεί να αποτελούν εμπόδιο στην εσωτερική αγορά των ηλεκτρονικών συναλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων.

Απαιτείται μεγαλύτερη διαφάνεια σχετικά με τις νομικές διασφαλίσεις κατά των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών

Για να αυξηθεί η διαφάνεια των εθνικών κανόνων που εφαρμόζονται στις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, η Επιτροπή θα δρομολογήσει μελέτη η οποία μπορεί να συμβάλλει στη δημιουργία διαλόγου σχετικά με την πολιτική που απαιτείται για την ευρωπαϊκή εναρμόνιση των νομικών διατάξεων στον τομέα αυτό, καθώς και για να ληφθεί υπόψη η σημερινή κατάσταση όπως αυτή παρουσιάζεται στην ισχύουσα νομοθεσία της ΕΕ [7]. Παράλληλα, η Επιτροπή θα ενθαρρύνει την ανάδραση από τις επιχειρήσεις με συγκεκριμένα παραδείγματα για αθέμιτες πρακτικές στις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων. Τα στοιχεία αυτά θα συγκεντρωθούν μέσα από τα υφιστάμενα επιχειρηματικά δίκτυα, όπως είναι η ευρωπαϊκή νομική δικτυακή πύλη για το ηλεκτρονικό επιχειρείν, η ευρωπαϊκή δικτυακή πύλη για τις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων [8] και τα εθνικά σημεία επαφής για το ηλεκτρονικό εμπόριο [9]. Τα αποτελέσματα θα αναλυθούν και θα δημοσιοποιηθούν από τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

[7] Π.χ. οδηγία για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση, οδηγία 84/450/EΟΚ του Συμβουλίου για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση (ΕΕ L 250, 19.9.1984, σ.17) και οδηγία 97/55/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/EΟΚ σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση προκειμένου να συμπεριληφθεί η συγκριτική διαφήμιση (ΕΕ L 290, 23.10.1997, σ.18).

[8] http://www.emarketservices.com.

[9] http://europa.eu.int/comm/internal_market/en/ecommerce/contactpoints_en.htm.

Επιπλέον, θα συγκροτηθεί μια ομάδα νομικών εμπειρογνωμόνων για τις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων η οποία θα αποτελείται από εκπροσώπους των κρατών μελών και των ενδιαφερόμενων μερών, με σκοπό να αξιολογήσει τη νομική κατάσταση και να αναλύσει τις συγκεκριμένες καταγγελίες που γίνονται από τις επιχειρήσεις. Η ομάδα αυτή θα κληθεί να υποβάλει έκθεση σχετικά με την ανάγκη περαιτέρω ευρωπαϊκής εναρμόνισης στον τομέα του συμβατικού δικαίου και την ανάγκη αξιολόγησης των υφιστάμενων διασφαλίσεων κατά των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών στις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων, με σκοπό να διευκολυνθούν οι διασυνοριακές ηλεκτρονικές συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων. Οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια και συνέχεια στην έκθεση αυτή θα έχει ως βάση τις τρέχουσες εξελίξεις για το ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων [10].

[10] Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Το ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων (ΕΕ C 255, 13.9.2001, σ. 1). ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο - Ένα συνεκτικότερο ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων - Σχέδιο δράσης (ΕΕ C 63, 15.3.2003, σ. 1).

Οι κανόνες περί ανταγωνισμού για τις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων είναι επαρκείς

Ένα άλλο βασικό πρόβλημα είναι ότι οι συμμετέχοντες ή οι κάτοχοι ηλεκτρονικών αγορών μεταξύ επιχειρήσεων ενδέχεται να στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό, π.χ. μέσω της συγκέντρωσης ισχύος όσον αφορά τις αγορές ή πωλήσεις ή μέσω της κοινοποίησης ευαίσθητων επιχειρηματικών πληροφοριών. Η Επιτροπή είναι ενήμερη γι' αυτούς τους κινδύνους που απειλούν τον ανταγωνισμό και, συνεπώς, εφαρμόζει αυστηρά την κοινοτική νομοθεσία περί ανταγωνισμού [11] με σκοπό να αποτρέψει ενδεχόμενες συγκεντρώσεις και να εξασφαλίσει ότι δεν θα υπάρξουν συμφωνίες κατά του ανταγωνισμού ή κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης. [12]

[11] Συγκεκριμένα, τα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ, τον κανονισμό (EΚ) αριθ.139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων), ΕΕ L 24, 29.01.2004, σ. 1-22.

[12] Η αξιολόγηση αυτή, ωστόσο, θα πρέπει να γίνει κατά περίπτωση, κατά τρόπον ώστε αυτά που αναφέρονται στη συνέχεια να μην θίγουν την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού σε ειδικές περιπτώσεις.

Από την άποψη αυτή, η πρόληψη της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης στην αγορά έχει ιδιαίτερη σημασία, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του χρήστη των ηλεκτρονικών αγορών. Μια ανησυχία που εκφράζεται συχνά είναι ότι οι ηλεκτρονικές αγορές μπορεί να δημιουργήσουν τα λεγόμενα «αποτελέσματα δικτύου», καθώς το κύρος τους για τους μεμονωμένους χρήστες αυξάνεται ανάλογα με τον αριθμό των χρηστών, γεγονός που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη δεσπόζουσα θέση ενός φορέα εκμετάλλευσης δικτύου εάν τα αποτελέσματα δικτύου είναι τόσο ισχυρά ώστε να ωθούν όλους τους συμμετέχοντες της αγοράς να χρησιμοποιούν το ίδιο δίκτυο. Επιπλέον, οι κίνδυνοι δεσπόζουσας θέσης στην αγορά μπορεί να προκύψουν από τυχόν προσπάθειες για επιβολή αποκλειστικής χρήσης μιας δεδομένης ηλεκτρονικής αγοράς ή από την αποτροπή πρόσβασης όλων των ενδιαφερόμενων αγοραστών και πωλητών σε αυτήν. Υπάρχει επίσης και ο κίνδυνος οι συμμετέχοντες στην ηλεκτρονική αγορά να συνενώνουν στην πράξη την ισχύ όσον αφορά τις αγορές ή τις πωλήσεις, γεγονός που μπορεί να συνιστά πρόβλημα για τον ανταγωνισμό, εφόσον αυτό επηρεάζει τη συμπεριφορά τους ως αγοραστών ή πωλητών και εάν τα μερίδια που κατέχουν στην αγορά δεν είναι ασήμαντα. Ανησυχία υπάρχει επίσης λόγω του ότι οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες εμπορίου μπορεί να διευκολύνουν την ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών για τις επιχειρήσεις σχετικά με τις τιμές, τις ποσότητες ή άλλους όρους της σύμβασης, καταλήγοντας κατ' αυτόν τον τρόπο σε συντονισμένες πρακτικές ή συμφωνίες μεταξύ ανταγωνιστών που δεν ευνοούν τον ανταγωνισμό. Το εάν η ανταλλαγή πληροφοριών συνιστά πρόβλημα ανταγωνισμού ή όχι εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το είδος των πληροφοριών και την ένταση του ανταγωνισμού στη συγκεκριμένη αγορά. Για παράδειγμα, η ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών σχετικά με τις τιμές, τους συμμετέχοντες κ.λ.π. σε μια ολιγοπωλιακή αγορά, με λίγους μόνο «παίκτες» είναι πολύ πιθανότερο να δημιουργήσει ανησυχίες σχετικά με το εάν λειτουργεί σωστά ο ανταγωνισμός παρά σε μια ηλεκτρονική αγορά με πολλούς αγοραστές ή πωλητές.

Η Επιτροπή έχει αποκτήσει πρακτική εμπειρία από την αξιολόγηση ηλεκτρονικών αγορών μεταξύ επιχειρήσεων χάρη σε ορισμένες υποθέσεις που εμπίπτουν στα άρθρα 81-82 της συνθήκης ΕΚ και στον κοινοτικό κανονισμό περί συγκεντρώσεων. Η εμπειρία αυτή απέδειξε ότι οι υφιστάμενοι κανόνες περί ανταγωνισμού επαρκούν για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων ανησυχιών περί ανταγωνισμού που προκύπτουν στο πλαίσιο των νέων ηλεκτρονικών μορφών εμπορίου και εξασφαλίζουν ότι δεν θα υπάρχει στρέβλωση του ανταγωνισμού. Στις περιπτώσεις που εξετάστηκαν μέχρι σήμερα, οι ανησυχίες περί ανταγωνισμού απομακρύνθηκαν λόγω του ότι οι συγκεκριμένες ηλεκτρονικές αγορές παρείχαν αποτελεσματική προστασία για τις ευαίσθητες επιχειρηματικές πληροφορίες ή προέβλεπαν τον περιορισμό των κοινών αγορών. Δυνάμει του νέου κανονισμού 1/2003 [13], ο οποίος αντικαθιστά τον κανονισμό 17/1962, δεν προβλέπεται πλέον εκ των προτέρων κοινοποίηση των συμφωνιών και έγκριση από την Επιτροπή. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι φορείς εκμετάλλευσης των ηλεκτρονικών αγορών θα πρέπει να αυτοαξιολογούνται με βάση τις αποφάσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής, όπως είναι οι κατευθυντήριες γραμμές για τις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας [14], είτε οι εν λόγω συμφωνίες είναι συμβατές με το άρθρο 81 της συνθήκης ΕΚ είτε όχι. Η Επιτροπή, οι εθνικές αρχές για τον ανταγωνισμό και τα δικαστήρια μπορούν, ωστόσο, είτε με δική τους πρωτοβουλία είτε ύστερα από καταγγελία, να εξετάζουν τις ηλεκτρονικές αγορές και να αποφασίζουν εάν υφίστανται παραβιάσεις των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού.

[13] Κανονισμός (EΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, ΕΕ L 1, 04.01.2003, σ. 1-25.

[14] Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του άρθρου 81 της συνθήκης EΚ στις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας, ΕΕ C 3, 6.1.2001, σ. 2-30.

...μπορεί όμως να ενισχυθεί περισσότερο η διαφάνεια των εφαρμοστέων κανόνων περί ανταγωνισμού

Η εμπιστοσύνη στις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων αναμφίβολα θα ωφεληθεί από την καλύτερη γνώση των εφαρμοστέων κανόνων περί ανταγωνισμού. Αυτό θα διευκολύνει τη συμμόρφωση των φορέων εκμετάλλευσης των ηλεκτρονικών αγορών, καθώς και των εμπορικών εταίρων, με τους κανόνες και θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της πειθαρχίας. Η Επιτροπή προτίθεται συνεπώς να διευκολύνει την πρόσβαση σε εμπεριστατωμένες πληροφορίες των ενδιαφερομένων για τις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων. Για το σκοπό αυτό, η δικτυακή πύλη για τις ηλεκτρονικές αγορές θα μπορούσε να περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις πρακτικές της Επιτροπής στον τομέα του δικαίου περί ανταγωνισμού, σε ό,τι αφορά τη σύσταση και τη λειτουργία ηλεκτρονικών αγορών μεταξύ επιχειρήσεων, κυρίως υπό τη μορφή συνδέσμων που θα παραπέμπουν στις σχετικές αποφάσεις και στα έγγραφα μέσα στον ιστοχώρο της Επιτροπής. Θα πρέπει επίσης να δοθούν πληροφορίες σχετικά με τους τρόπους καταγγελίας συμπεριφορών αντίθετων με τον ανταγωνισμό στις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων.

4. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ ΣΤΙΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Οι νομικές διατάξεις που εφαρμόζονται στη σύσταση και τη λειτουργία ηλεκτρονικών αγορών μεταξύ επιχειρήσεων επιτρέπουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων επί των λειτουργικών και συμβατικών όρων. Στο πλαίσιο αυτό, η αυτορρύθμιση μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση επιχειρηματικών πρακτικών που βασίζονται στις αρχές του θεμιτού εμπορίου και στα αμοιβαία οφέλη από το ηλεκτρονικό εμπόριο.

Οι ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων πρέπει να βασίζονται στην εμπιστοσύνη

Η ανάπτυξη των ηλεκτρονικών αγορών μεταξύ επιχειρήσεων σίγουρα θα ωφεληθεί αν όλοι οι συμμετέχοντες έχουν τη βεβαιότητα ότι οι συναλλαγές μπορούν να ολοκληρωθούν με τρόπο διαφανή, ασφαλή και δίκαιο. Για να γίνουν ευρύτερα αποδεκτές οι ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων πρέπει να βασίζονται στην εμπιστοσύνη. Από την άποψη αυτή, οι προσδοκίες των επιχειρήσεων από το εμπόριο σε απευθείας σύνδεση δεν διαφέρουν ριζικά από τις προσδοκίες των καταναλωτών, αν και οι επιχειρήσεις δεν υπόκεινται στον ίδιο βαθμό νομικής προστασίας.

Η αυτορρύθμιση μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε τομείς που δεν καλύπτονται από τη (δεσμευτική) νομοθεσία. Γι' αυτό και η αυτορρύθμιση έχει ιδιαίτερη σημασία για τις δημοπρασίες σε απευθείας σύνδεση, από τη στιγμή που οι περισσότερες εθνικές νομοθεσίες περί συμβάσεων δίνουν στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να συμφωνήσουν σχετικά με τις πρακτικές που θα ακολουθήσουν. Στο σχετικά νέο τομέα των δημοπρασιών σε απευθείας σύνδεση, η αυτορρύθμιση μπορεί να συμβάλλει στη διαμόρφωση θεμιτών επιχειρηματικών πρακτικών. Πολλές εν δυνάμει διαφορές λόγω πρακτικών που εκτιμώνται ως αθέμιτες θα μπορούσαν να αποφευχθούν με την εξασφάλιση περισσότερης διαφάνειας για τους εφαρμοστέους κανόνες, ιδίως εάν αυτοί βασίζονται σε ευρεία συναίνεση των διαφόρων εταίρων.

Η Επιτροπή υποστηρίζει την ιδέα της αυτορρύθμισης για της ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων

Η Επιτροπή έχει την άποψη ότι, για να λειτουργούν κατά τρόπο βιώσιμο και αποτελεσματικό οι ηλεκτρονικές αγορές, θα πρέπει να βασίζονται στις αρχές του θεμιτού εμπορίου που επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να συμμετέχουν στις αγορές χωρίς να αναλαμβάνουν περιττούς κινδύνους. Η αυτορρύθμιση, για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να απηχεί τη συναίνεση μεταξύ όλων των ενδιαφερόμενων μερών. Η Επιτροπή ενθαρρύνει την ανάπτυξη κωδίκων δεοντολογίας με την εμπλοκή όλων των ενδιαφερόμενων μερών, π.χ. των φορέων εκμετάλλευσης της ηλεκτρονικής αγοράς, των αγοραστών και των πωλητών, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ότι ο κώδικας δεοντολογίας αντικατοπτρίζει μια ισορροπία συμφερόντων και έχει ως αποτέλεσμα την αυξημένη δέσμευση των ενδιαφερόμενων μερών στις θεμιτές πρακτικές. Για να διευκολυνθεί αυτή η πρωτοβουλία της διαμόρφωσης συναίνεσης και να αξιολογηθούν οι ανάγκες και οι δυνατότητες, θα διοργανωθεί ανοικτό εργαστήριο σχετικά με την εμπιστοσύνη στις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων το δεύτερο εξάμηνο του 2004. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή είναι έτοιμη να διευκολύνει τη διεργασία αυτή φέρνοντας σε επαφή όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, χωρίς ωστόσο να εμπλακεί άμεσα στις διαπραγματεύσεις για τους συγκεκριμένους όρους ενδεχόμενων κωδίκων δεοντολογίας.

Ένα μοντέλο αναφοράς για τους κώδικες δεοντολογίας στις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων

Οι ανάγκες και οι προοπτικές της αυτορρύθμισης ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με τους τομείς και τις μορφές εμπορίου. Ιδιαίτερη ανάγκη φαίνεται να υπάρχει για κώδικες δεοντολογίας που θα διευκρινίζουν περισσότερο τους κανόνες περί διαφάνειας σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των ηλεκτρονικών αντίστροφων δημοπρασιών μεταξύ επιχειρήσεων. Ύστερα από τις συστάσεις της ομάδας εμπειρογνωμόνων για τις εμπορικές πλατφόρμες μεταξύ επιχειρήσεων στο διαδίκτυο, τέτοιοι κώδικες δεοντολογίας θα πρέπει, συγκεκριμένα, να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των χρηστών για πληροφόρηση σχετικά με την εν λόγω ηλεκτρονική αγορά (π.χ. συμμετέχοντες, μοντέλα διαδικασίας της συναλλαγής, μηχανισμοί καθορισμού τιμών, τεχνική ασφάλεια, ιδιωτικότητα και εμπιστευτικότητα, εφαρμοστέο δίκαιο και τρόποι επίλυσης διαφορών). [15]

[15] Βλ. παραρτήματα 2 και 3.

Οι πρώτες προσπάθειες για την ανάπτυξη κωδίκων δεοντολογίας έχουν καταβληθεί από ευρωπαϊκές ενώσεις σε διάφορους τομείς της βιομηχανίας. Ωστόσο, μια πρώτη αξιολόγηση δείχνει ότι είναι συχνά ατελείς και δεν εξετάζουν επαρκώς όλα τα ζητήματα. [16] Συνεπώς, η Επιτροπή καλεί τον ιδιωτικό τομέα να επανεξετάσει τους υφιστάμενους κώδικες δεοντολογίας με σκοπό να γίνουν περισσότερο περιεκτικοί και πλήρεις.

[16] Βλ. παράρτημα 2.

Οι κώδικες δεοντολογίας για τις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων είναι προαιρετικοί

Εξ ορισμού, οι κώδικες δεοντολογίας βασίζονται σε συμφωνίες εξ ιδίας πρωτοβουλίας και δεν είναι νομικώς δεσμευτικοί. Η Επιτροπή είχε τη γνώμη ότι τέτοιου είδους εκούσιες δεσμεύσεις είναι το κατάλληλο μέσο για τη δημιουργία κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συνεπώς ενίσχυσης του ηλεκτρονικού επιχειρείν. Θεωρεί συνεπώς ότι οι επιχειρήσεις που συνυπογράφουν κώδικες δεοντολογίας θα πρέπει και να συμμορφώνονται με αυτούς.

Απαιτείται μεγαλύτερη διαφάνεια σχετικά με τους συμφωνηθέντες κώδικες δεοντολογίας ώστε να ενθαρρυνθεί περαιτέρω η ανάπτυξη επιχειρηματικών πρακτικών. Με την προσχώρησή τους σε έναν κώδικα δεοντολογίας οι φορείς εκμετάλλευσης ηλεκτρονικών αγορών μεταξύ επιχειρήσεων όσο και οι επιχειρήσεις μπορούν να προσδοκούν αυξημένη εμπιστοσύνη στις υπηρεσίες των αγορών αυτών, ιδίως εάν ο κώδικας δεοντολογίας υποστηρίζεται από ένα πρόγραμμα πιστοποίησης από τρίτο μέρος το οποίο επαληθεύει τη συμμόρφωση με τις συμφωνηθείσες αρχές.

...η μεγαλύτερη διαφάνεια όμως θα συμβάλλει στην προώθηση των αρχών θεμιτού εμπορίου

Η Επιτροπή ενθαρρύνει τους φορείς εκμετάλλευσης των ηλεκτρονικών αγορών μεταξύ επιχειρήσεων να λειτουργούν προορατικά και να αυξάνουν τη διαφάνεια σε ό,τι αφορά τους όρους συμμετοχής καθώς και να παρέχουν στους δυνητικούς αγοραστές και πωλητές όλες τις σχετικές πληροφορίες για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας και της ασφάλειας της ηλεκτρονικής αγοράς. Βάσει των πληροφοριών αυτών, μπορούν να αναπτυχθούν περισσότερο ανεξάρτητα συστήματα βαθμολόγησης τα οποία θα δώσουν στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις σχετικά με το ποιες ηλεκτρονικές αγορές θα χρησιμοποιήσουν.

Από την άποψη αυτή, η ευρωπαϊκή δικτυακή πύλη για τις ηλεκτρονικές αγορές θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην καλύτερη ενημέρωση των επιχειρήσεων σχετικά με το ποιες ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων συμμορφώνονται με τις βασικές αρχές περί θεμιτού εμπορίου.

Για την περαιτέρω ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της αυτορρύθμισης στον τομέα αυτό η Επιτροπή ενθαρρύνει τις επιχειρηματικές οργανώσεις και τα εμπορικά επιμελητήρια να ενημερώνουν τα μέλη τους σχετικά με τους όρους των υφιστάμενων κωδίκων δεοντολογίας και να παρέχουν συμβουλές για μια σωστή συμμετοχή στις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων. Όλες οι ενέργειες ενημέρωσης και κατάρτισης θα πρέπει να παραμένουν αυστηρώς ουδέτερες και να μην έχουν ως αποτέλεσμα δεσμευτικές συστάσεις σχετικά με τη χρήση συγκεκριμένων ηλεκτρονικών αγορών μεταξύ επιχειρήσεων.

5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η παρούσα ανακοίνωση εξετάζει την ανάγκη ενίσχυσης της εμπιστοσύνης στις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων ώστε να μειωθούν οι οικονομικοί κίνδυνοι που απορρέουν από αθέμιτες ή παράνομες επιχειρηματικές πρακτικές στις αγορές αυτές. Οι ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν την αποτελεσματικότητα τους, εάν μειωθεί το κόστος των συναλλαγών και ενισχυθεί ο ανταγωνισμός, αλλά τα οφέλη που θα προκύψουν από την αύξηση της αποτελεσματικότητας εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη βούληση των επιχειρήσεων να συμμετέχουν σε αυτές. Για την άρση των δυνητικών εμποδίων στη χρήση ηλεκτρονικών αγορών μεταξύ επιχειρήσεων, τα οποία προκύπτουν από την έλλειψη εμπιστοσύνης, η Επιτροπή σκοπεύει να προβεί στις ακόλουθες ενέργειες:

* Ανάλυση, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, των υφιστάμενων εθνικών νόμων που εφαρμόζονται στις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων, με σκοπό τον προσδιορισμό ενδεχόμενων παγίδων ή/και αναγκών για ευρωπαϊκή εναρμόνιση.

* Παρότρυνση προς τα ενδιαφερόμενα μέρη να συμφωνήσουν ή να επανεξετάσουν κώδικες δεοντολογίας με σκοπό την προώθηση των αρχών του θεμιτού εμπορίου στις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων, όπως περιγράφεται στην παρούσα ανακοίνωση. Η Επιτροπή προτίθεται να διευκολύνει τη διαδικασία επίτευξης συναίνεσης μεταξύ των εμπορικών εταίρων, φέρνοντας σε επαφή όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη σε τομεακό επίπεδο και εξηγώντας περαιτέρω τις νομικές απαιτήσεις που πρέπει να ικανοποιούνται.

* Δρομολόγηση μιας μελέτης για τον οικονομικό αντίκτυπο των ηλεκτρονικών αγορών μεταξύ επιχειρήσεων στην ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων της ΕΕ, ειδικότερα με ανάλυση του άμεσου και έμμεσου κόστους και των οφελών για τους συμμετέχοντες στην ηλεκτρονική αγορά. Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης θα συζητηθούν περαιτέρω με τα ενδιαφερόμενα μέρη ώστε οι τελευταίοι να βελτιώσουν τις επιχειρηματικές στρατηγικές τους στις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων.

* Παροχή εμπεριστατωμένων πληροφοριών για την εφαρμογή των υφιστάμενων κανόνων περί ανταγωνισμού στις ηλεκτρονικές αγορές μεταξύ επιχειρήσεων ώστε να υπάρξει καθοδήγηση για συμπεριφορές που θα ευνοούν τον ανταγωνισμό.

Η παρούσα ανακοίνωση αναμένεται να ενθαρρύνει τη διεξαγωγή εντονότερου διαλόγου μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών στο πλαίσιο των ηλεκτρονικών αγορών μεταξύ επιχειρήσεων σε ό,τι αφορά την τήρηση των αρχών του θεμιτού εμπορίου και των απαιτήσεων ασφάλειας. Ως επακόλουθο, τυχόν εμπόδια στη συμμετοχή σε τέτοιου είδους ηλεκτρονικές μορφές εμπορίου θα πρέπει να εκλείψουν, ώστε να υπάρξει θετικός αντίκτυπος για την αποτελεσματικότητα των επιχειρηματικών διαδικασιών και την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα παρουσιάζουν τακτικά την πρόοδο που συντελείται στον τομέα αυτό μέσω της ευρωπαϊκής δικτυακής πύλης για τις ηλεκτρονικές αγορές.

Top