Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52004AR0329

Γνωμοδότηση της Επιτροπής των Περιφερειών με θέμα «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2003/88/ΕΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας»

ΕΕ C 231 της 20.9.2005, p. 69–72 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

20.9.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 231/69


Γνωμοδότηση της Επιτροπής των Περιφερειών με θέμα «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2003/88/ΕΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας»

(2005/C 231/10)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2003/88/ΕΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (COM(2004) 607 τελικό — 2004/0209 COD),

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ την απόφαση του Συμβουλίου της 20ης Οκτωβρίου 2004 να ζητήσει τη γνωμοδότηση της ΕΤΠ για το θέμα, σύμφωνα με το άρθρο 137 § 2 της συνθήκης περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ την απόφαση του Προέδρου της, της 3ης Νοεμβρίου 2004, να αναθέσει στην επιτροπή «Οικονομική και Κοινωνική Πολιτική» τις προπαρασκευαστικές εργασίες για το θέμα,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ την οδηγία 93/104/ΕΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2000/34/EΚ,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών όσον αφορά την επανεξέταση της οδηγίας 93/104/ΕΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (COM(2003) 843 τελικό),

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη δεύτερη φάση των διαβουλεύσεων των κοινωνικών εταίρων σε κοινοτικό επίπεδο για την αναθεώρηση της οδηγίας 93/104/EΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων της οδηγίας στην υπόθεση C-303/98, Sindicato de Médicatos de Asistencia Pública (SIMAP) v Conselleria de Sanidad y Consumo de la Generalidad Valenciana και στην υπόθεση C-151/02, Landeshauptstadt Kiel v Norbert Jaeger,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ την αρχή της επικουρικότητας που θεσπίζεται με το άρθρο 5 της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας — Άρθρο 5 ΣΕΚ,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ την οδηγία 89/391/EK του Συμβουλίου της 12ης Ιουνίου 1989 σχετικά με την εφαρμογή μέτρων σχετικά με την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ το στόχο που υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβόνας της 23ης και 24ης Μαρτίου 2000 προκειμένου να καταστεί η Ευρωπαϊκή Ένωση η πλέον ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία της γνώσης ανά τον κόσμο μέχρι το 2010, με βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και ευρύτερη κοινωνική συνοχή,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ το σχέδιο γνωμοδότησης (CdR 329/2004 rev.2) που υιοθετήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2005 από την επιτροπή «Οικονομική και Κοινωνική Πολιτική» (Εισηγήτρια: Βαρόνη Joan Hanham, Μέλος του Royal Borough of Kensington and Chelsea (UK-EPP)

κατά την 59η σύνοδο ολομέλειας της 13ης και 14ης Απριλίου 2005 (συνεδρίαση της 14ης Απριλίου) υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση:

1.   Οι απόψεις της Επιτροπής των Περιφερειών

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

1.1

επικροτεί την πρωτοβουλία της Επιτροπής να τροποποιήσει την οδηγία για την οργάνωση του χρόνου εργασίας, δεδομένου ότι υφίσταται επείγουσα ανάγκη επίλυσης ορισμένων ζητημάτων σε σχέση με την ερμηνεία και την εφαρμογή της οδηγίας για την οργάνωση του χρόνου εργασίας σε επίπεδο των κρατών μελών·

1.2

υπενθυμίζει στην Επιτροπή, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, ότι οι τοπικές και περιφερειακές αρχές αποτελούν σημαντικούς εργοδότες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σημαντικό ρόλο στη διαχείριση δημόσιων υπηρεσιών όπως είναι η κοινωνική πρόνοια και οι υπηρεσίες υγειονομικής και πολιτικής προστασίας·

1.3

εκφράζει την ανησυχία της ότι η αποτυχία εξεύρεσης ικανοποιητικής λύσης θα προσθέσει και άλλα προβλήματα στα άμεσα προβλήματα έλλειψης ειδικευμένων εργαζομένων τους τομείς της υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας σε όλη την ΕΕ και ότι βραχυπρόθεσμα αυτό θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη οικονομική μετανάστευση στους τομείς αυτούς από τα νέα κράτη μέλη και τις φτωχές χώρες εκτός της ΕΕ προς τα κράτη μέλη έτσι ώστε να αποτελέσει τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα αρνητικό στοιχείο στον τομέα της υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας στα νέα κράτη μέλη και τις πιο φτωχές τρίτες χώρες·

1.4

πιστεύει ότι εκτός της τεχνικής πλευράς του ζητήματος της ρύθμισης του χρόνου εργασίας, τίθενται ορισμένα προβλήματα όσον αφορά το είδος επιχείρησης που επιθυμεί η Ευρώπη. Το γεγονός ότι η Ευρώπη αναζητεί να προωθήσει ένα ευρύτερο επιχειρησιακό πνεύμα, τη δημιουργικότητα και την ενεργό συμμετοχή του πολίτη, παρέχοντας στα άτομα καλύτερη ισορροπία μεταξύ εργασίας και ατομικής ζωής, εξαρτάται από τη ρύθμιση του χρόνου εργασίας και γι' αυτό είναι θέμα που πρέπει να εξεταστεί σε αυτό το πλαίσιο·

1.5

αναγνωρίζει ότι η πρόταση της Επιτροπής για τον προσδιορισμό του χρόνου εργασίας σκοπό έχει να αντιμετωπίσει τη νομική αβεβαιότητα δημιουργήθηκε με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στις υποθέσεις Jaeger και SIMAP. Στόχος της ευρωπαϊκής νομοθεσίας είναι να διασφαλιστεί ότι ο χρόνος εφημερίας παραμένει καθοριστικός παράγοντας της ικανότητας παροχής ποιοτικών και συνεχών υγειονομικών υπηρεσιών καθώς και των υπηρεσιών των νοσηλευτικών ιδρυμάτων — κυρίως για τις τρωτές κατηγορίες ηλικιωμένων και ανηλίκων·

1.6

αναγνωρίζει ότι το ενδεχόμενο αρνητικό αποτέλεσμα επιστροφής στην κατάσταση πριν τις υποθέσεις SIMAP/Jaeger είναι ότι μπορεί να υπάρξουν περιπτώσεις όπου οι εργαζόμενοι ενδέχεται να δαπανούν μεγάλο ποσό χρόνου ως εφημερία στον τόπο εργασίας και ο οποίος εάν δεν αποτελέσει αντικείμενο αποτελεσματικής διαχείρισης μπορεί να έχει αντίκτυπο στην υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων αυτών και ενδεχομένως σε άλλους, όπως είναι οι ασθενείς και το κοινό, αλλά επίσης και στην ικανότητα των εργαζομένων να εξισορροπούν την εργασία με την οικογενειακή ζωή·

1.7

επισημαίνει, ωστόσο, ότι η οδηγία για το χρόνο εργασίας αποτελεί μέτρο υγείας και ασφάλειας που αποβλέπει στο να τεθούν όρια στις ώρες εργασίας προκειμένου να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ εργασίας και ανάπαυσης. Δεν πρόκειται για μέτρο προσδιορισμού άλλων όρων και συνθηκών απασχόλησης, όπως είναι η συμφωνία για χρηματική αποζημίωση της εργασίας με ιδιαίτερη διάρθρωση ωρών. Αυτά αποτελούν ζητήματα που θα πρέπει να συμφωνηθούν σε ατομική ή συλλογική βάση σύμφωνα με την πρακτική και τις διαδικασίες των επιμέρους κρατών μελών ή των αντίστοιχων τομέων εργασίας. Επιπλέον, οιαδήποτε μορφή εργασίας και εάν επιλεγεί, ο εργοδότης παραμένει υπεύθυνος για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων και θα πρέπει να έχει λάβει μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η υγεία και η ασφάλειά τους δεν τίθενται σε κίνδυνο·

1.8

θεωρεί ότι προς το παρόν η δυνατότητα επιμήκυνσης της περιόδου αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του μέσου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας διατίθεται μόνο σε ορισμένους χώρους εργασίας που καλύπτονται από εξαιρέσεις ή όπου έχει συναφθεί συλλογική συμφωνία προς το σκοπό αυτό. Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ τάσσεται υπέρ της ταχείας υιοθέτησης μιας ετήσιας προσέγγισης των ωρών εργασίας, ειδικότερα σε κλάδους που υπόκεινται σε ισχυρές εποχιακές διακυμάνσεις όσον αφορά τη ζήτηση προϊόντων ή υπηρεσιών. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει χρήσιμη συμβολή στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας·

1.9

παρατηρεί ότι ο κανόνας που εφαρμόζεται για τον υπολογισμό του μέσου χρόνου εργασίας για εργαζομένους με βραχύβιες συμβάσεις είναι στην πραγματικότητα ο ίδιος με αυτόν που εφαρμόζεται σήμερα για εργαζομένους που απασχολούνται λιγότερο από την πρότυπη περίοδο αναφοράς 4 μηνών·

1.10

επισημαίνει ότι η πρόταση αίρει την υποχρέωση που δημιουργήθηκε από την υπόθεση Jaeger για την άμεση παροχή αντισταθμιστικής ανάπαυσης. Αυτό θα εξαλείψει τη σύγχυση που δημιουργήθηκε με την απόφαση αυτή. Σε πολλές περιπτώσεις, οι 72 ώρες μπορεί να αποτελούν λογική περίοδο εντός την οποίας μπορεί να παρέχεται η αντισταθμιστική ανάπαυση·

1.11

παρατηρεί ότι η πρόταση διατηρεί τη δυνατότητα των εργαζομένων να επιλέγουν τη μέγιστη διάρκεια 48 ωρών εβδομαδιαίως, στα κράτη μέλη που θα υιοθετήσουν την επιλογή αυτή, αλλά ότι σε ορισμένους χώρους εργασίας η επιλογή αυτή εξαρτάται από τις συλλογικές συμβάσεις. Αυτό το τμήμα της πρότασης απαιτεί περαιτέρω αποσαφήνιση δεδομένου ότι περιλαμβάνει τη δυνατότητα ατομικής επιλογής και όπου δεν υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις. Συνεπώς, η διατύπωση δεν είναι επαρκώς σαφής για το που ισχύει αυτή η δυνατότητα. Μπορεί, για παράδειγμα, να επιδιώκεται η εφαρμογή της από τους μικρούς εργοδότες σε ορισμένα κράτη μέλη που δεν έχουν παραδοσιακά ευρύτατες διαρθρώσεις συλλογικών διαπραγματεύσεων όπως είναι το ΗΒ. Επίσης, μπορούσε να αφορά όλα τα νέα κράτη μέλη που δεν έχουν αναπτύξει προχωρημένες διαδικασίες κοινωνικού διαλόγου και συλλογικών διαπραγματεύσεων·

1.12

συμφωνεί ότι η απόφαση της επιλογής 48 ωρών ως μέγιστο όριο εργασίας την εβδομάδα είναι ατομική επιλογή των εργαζόμενων που δεν θα πρέπει να εξαναγκάζονται από τον εργοδότη γι' αυτό. Θα πρέπει να υπάρξει η κατάλληλη προστασία για να διασφαλιστεί ότι αυτό δεν συμβαίνει, αλλά επίσης να ληφθούν πρόσθετα μέτρα για να διασφαλιστεί ότι η υγεία και η ασφάλειά τους προστατεύονται όταν επιλέγουν να υπερβαίνουν την εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας 48 ωρών·

1.13

παρατηρεί ότι πολλές από τις συνθήκες που εφαρμόζονται στη εθελούσια επιλογή εξαίρεσης από τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας 48 ωρών ισχύουν στην ατομική επιλογή εξαίρεσης όπως υφίσταται σήμερα· ορισμένες από αυτές όμως δεν παρέχουν περαιτέρω προστασία προς τους εργαζόμενους και θα πρέπει είτε να αρθούν είτε να εμπέσουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών·

1.14

θεωρεί ότι η απαίτηση σύμφωνα με την οποία η επιλογή εξαίρεσης να αφορά μέγιστη περίοδο ενός έτους και στη συνέχεια να ανανεώνεται, ενδέχεται να δημιουργήσει την εσφαλμένη εντύπωση ότι η διάρκεια της επιλογής εξαίρεσης είναι για ένα έτος, ενώ η ορθή θέση είναι ότι τα άτομα έχουν την ελευθερία να ακυρώσουν την επιλογή εξαίρεσης όποτε το θελήσουν·

1.15

αναγνωρίζει ότι η πρόβλεψη ότι κάθε σχετική επιλογή εξαίρεσης που υπογράφεται τη στιγμή της σύμβασης απασχόλησης είναι άκυρη μπορεί να παρέχει κάποια προστασία στους εργαζόμενους που διαφορετικά ενδέχεται να αισθάνονται υποχρεωμένοι να επιλέξουν εξαίρεση από τη πρότυπη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας. Ωστόσο, θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι ορισμένα άτομα μπορούν πολύ νωρίς στην εργασιακή τους ζωή σε νέο εργοδότη να έχουν τη δυνατότητα να εργάζονται περισσότερες ώρες προκειμένου να έχουν πρόσθετο εισόδημα και, έτσι, πρέπει να καταστεί σαφές πότε ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα επιλογής. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση που οι εργαζόμενοι προσλαμβάνονται ενόψει εποχιακού φόρτου εργασίας. Επίσης, δεδομένου ότι δεν υπάρχει γενική κατανόηση όσον αφορά τον προσδιορισμό της περιόδου δοκιμασίας, η πρόσθετη απαίτηση ότι ένας εργαζόμενος δεν μπορεί να υπογράψει την επιλογή εξαίρεσης κατά τη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας θα οδηγήσει σε ζητήματα ερμηνείας και θα αφαιρέσει από τον εργαζόμενο τη δυνατότητα απόκτησης πρόσθετου εισοδήματος·

1.16

εφιστά την προσοχή στην ασυνήθιστη ανωμαλία που δημιουργείται από τη νέα πρόταση ότι ο εργαζόμενος που προβαίνει στην επιλογή εξαίρεσης, όταν αυτή εγκρίνεται βάσει συλλογικής σύμβασης, δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις 65 ώρες εργασίας εβδομαδιαίως ενώ, παράλληλα, αναγνωρίζει ότι αυτό είναι ασυνήθιστα μεγάλος αριθμός ωρών εργασίας και δεν μπορεί να αποτελέσει τον κανόνα. Σημαίνει ότι ενώ ο εργαζόμενος που επιλέγει την επιμήκυνση δεν μπορεί να εργαστεί πάνω από 65 ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος που δεν την έχει επιλέξει και υπόκειται, συνεπώς, στη μέγιστη διάρκεια 48 ωρών μπορεί να το πράξει. Επιπλέον, προκύπτει ότι ο εργαζόμενος σε χώρο που δεν υφίσταται συλλογική σύμβαση ή εργατική εκπροσώπηση και προβαίνει στην επιλογή εξαίρεσης σε ατομική βάση δεν υπόκειται στο μέγιστο όριο 65 ωρών την εβδομάδα·

1.17

θεωρεί ότι η πρόσθετη απαίτηση τήρησης λεπτομερών αρχείων για όλες τις ώρες εργασίας των εργαζομένων που επέλεξαν εξαίρεση από την από τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας προσθέτει επίσης γραφειοκρατικές διαδικασίες και ότι η καλύτερη λύση για την οδηγία θα ήταν να αναθέσει τη διατύπωση των ευθυνών του εργοδότη στις αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους. Οι αρχές αυτές θα έχουν, έτσι, τη δυνατότητα να ενσωματώσουν τις απαιτήσεις αυτές στη γενικότερη στρατηγική υγείας και ασφάλειας του κράτους μέλους, καθώς και στις υποχρεώσεις που αποδίδονται στους εργοδότες.

2.   Οι συστάσεις της Επιτροπής των Περιφερειών

Η Επιτροπή των Περιφερειών συνιστά

Επείγουσα ολοκλήρωση

2.1

η Επιτροπή, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο πρέπει να επιδιώξουν την επείγουσα ολοκλήρωση των προτάσεων προκειμένου να υπάρξει σαφήνεια και εμπιστοσύνη στην οδηγία για το χρόνο εργασίας·

Ορισμός του χρόνου εργασίας

2.2.

θα πρέπει να γίνει δεκτός ο νέος ορισμός του χρόνου εργασίας που συμπεριλαμβάνει δύο νέες κατηγορίες: τον «χρόνο εφημερίας» και την «ανενεργή περίοδο του χρόνου εφημερίας», δηλαδή ότι στη διάρκεια του χρόνου εφημερίας που αναφέρεται στον χρόνο κατά τον οποίο ο εργαζόμενος υποχρεώνεται να παραμένει στο χώρο εργασίας προκειμένου να ασκήσει τις δραστηριότητες ή τα καθήκοντά του κατόπιν υποδείξεως του εργοδότη, η ανενεργός περίοδος του χρόνου εφημερίας δεν θα υπολογίζεται ως χρόνος εργασίας εκτός και εάν τα κράτη μέλη αποφασίσουν διαφορετικά, ή εάν υπογραφεί συλλογική συμφωνία προς το σκοπό αυτό. Τα χρονικά διαστήματα στη διάρκεια του χρόνου εφημερίας κατά τα οποία οι εργαζόμενοι επιτελούν εργασία θα λογίζονται ως χρόνος εργασίας·

Περίοδοι αναφοράς για τον υπολογισμό της μέσης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας

2.3.

η πρόταση της Επιτροπής να έχουν τα κράτη μέλη τη δυνατότητα εάν το επιθυμούν να θεσπίζουν πρότυπη περίοδο αναφοράς 12 μηνών για όλους τους εργαζόμενους, υπό την προϋπόθεση ότι, σε σχέση με τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου, η περίοδος αναφοράς δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τη διάρκεια της σύμβασης απασχόλησης εάν αυτή είναι μικρότερη από ένα έτος, θα πρέπει να γίνει δεκτή·

Αντισταθμιστική ανάπαυση

2.4.

μολονότι η πρόταση της Επιτροπής ότι για τους εργαζόμενους που δεν τους επιτρέπεται να ασκήσουν το δικαίωμα ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης θα πρέπει να παρέχεται αντίστοιχη περίοδος αντισταθμιστικής ανάπαυσης εντός ευλόγου περιόδου που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 72 ώρες, αποτελεί σημαντική βελτίωση της τρέχουσας κατάστασης που προέκυψε από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για την υπόθεση Jaeger, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα αιτήματα ευρύτατου φάσματος τομέων και εργασιακών πρακτικών θα πρέπει να εξεταστεί σοβαρά η δυνατότητα παροχής μεγαλύτερης περιόδου παροχής της αντισταθμιστικής ανάπαυσης. Επιπλέον, θα πρέπει να συμπεριληφθεί στο άρθρο 17 η δυνατότητα παράτασης των προθεσμιών, σύμφωνα με τις εθνική πρακτική, μέσω νομοθεσίας ή μέσω συλλογικής σύμβασης·

Η ατομική επιλογή εξαίρεσης τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας 48 ωρών

2.5.

δεδομένου ότι η ΕΕ και τα κράτη μέλη επιθυμούν να προωθήσουν μεγαλύτερη επιχειρηματικότητα, δημιουργικότητα και ενεργό συμμετοχή του πολίτη, και παράλληλα να διευκολύνουν την καλύτερη εξισορρόπηση μεταξύ εργασίας και ζωής των ατόμων θα πρέπει να καταργηθεί σταδιακά η δυνατότητα που παρέχουν επί του παρόντος τα κράτη μέλη στους εργαζόμενους να επιλέγουν μία μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας 48 ωρών, υπέρ πρωτοβουλιών οι οποίες προάγουν αυτό το πνεύμα·

2.6.

η πρόταση της Επιτροπής, να επιτρέπεται η δυνατότητα επιλογής μέγιστης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας 48 ωρών μόνο όταν η επιλογή αυτή παρέχεται στα πλαίσια συλλογικής σύμβασης ή σύμβασης μεταξύ δύο πλευρών του κλάδου σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο ή μέσω συλλογικής σύμβασης στο κατάλληλο επίπεδο, θα πρέπει να υποστηριχθεί·

Περαιτέρω προϋποθέσεις για την επιλογή εξαίρεσης από τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας 48 ωρών

2.7.

οι προσπάθειες της Επιτροπής να διασφαλίσει ότι τα άτομα επιλέγουν με γνώση ότι είναι ελεύθερα να επιλέξουν ή όχι χωρίς φόβο συνεπειών, θα πρέπει να υποστηριχθούν αποφασιστικά·

2.8

Συνεπώς ότι θα πρέπει να παραμείνουν οι ακόλουθες συνθήκες:

πρέπει να εκφράζεται η συμφωνία του εργαζόμενου·

κανείς εργαζόμενος δεν υφίσταται συνέπειες λόγω μη διάθεσής του να συμφωνήσει με την επιλογή εξαίρεσης·

2.8.1

Οι ακόλουθες συνθήκες θα πρέπει να καταργηθούν:

ότι η συμφωνία θα πρέπει να ισχύει για περίοδο που δεν υπερβαίνει το ένα έτος και θα πρέπει να ανανεώνεται·

ότι κανείς εργαζόμενος δεν εργάζεται πάνω από 65 ώρες την εβδομάδα, εκτός και εάν η συλλογική σύμβαση παρέχει αυτή τη δυνατότητα·

2.8.2

οι ακόλουθες συνθήκες θα πρέπει να διαγραφούν ή να ανατεθεί στα εθνικά κράτη μέλη η εφαρμογή τους σύμφωνα με την εθνική πρακτική και τις διαδικασίες όσον αφορά την τήρηση της εθνικής νομοθεσίας και του συστήματος εργασιακών σχέσεων:

ότι η συμφωνία που συνάπτεται κατά τη στιγμή της υπογραφής της ατομικής σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκεια περιόδου δοκιμασίας θεωρείται άκυρη

ότι ο εργοδότης τηρεί και ενημερώνει αρχείο για όλους τους εργαζομένους που παρέχουν τέτοια εργασία, καθώς και για τον αριθμό των ωρών κατά τις οποίες όντως απασχολήθηκαν οι τελευταίοι·

ότι τα αρχεία είναι στη διάθεση των αρμόδιων αρχών οι οποίες για λόγους υγείας και ασφάλειας απαγορεύουν ή περιορίζουν τη δυνατότητα υπέρβασης του μέγιστου χρόνου εβδομαδιαίας εργασίας·

ότι ο εργοδότης παρέχει στις αρμόδιες αρχές, όταν το ζητήσουν, πληροφορίες για τον αριθμό των ωρών που πραγματικά εργάσθηκαν οι εν λόγω εργαζόμενοι.

Βρυξέλλες, 14 Απριλίου 2005

Ο Πρόεδρος

της Επιτροπής των Περιφερειών

Peter STRAUB


Top