EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52003SC1293

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο της συνθήκης EK σχετικά με την Κοινή θέση που καθόρισε το Συμβούλιο σχετικά με την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών

/* SEC/2003/1293 τελικό - COD 2001/0111 */

52003SC1293

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο της συνθήκης EK σχετικά με την Κοινή θέση που καθόρισε το Συμβούλιο σχετικά με την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών /* SEC/2003/1293 τελικό - COD 2001/0111 */


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο της συνθήκης EK σχετικά με την Κοινή θέση που καθόρισε το Συμβούλιο σχετικά με την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών

2001/0111 (COD)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο της συνθήκης EK σχετικά με την Κοινή θέση που καθόρισε το Συμβούλιο σχετικά με την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών

1 ιστορικο

Ημερομηνία διαβίβασης της πρότασης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο (έγγραφο COM(2001) 257 τελικό - 2001/0111 (COD)): // 29 Ιουνίου 2001

Ημερομηνία γνωμοδότησης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής: // 24 Απριλίου 2002

Ημερομηνία γνωμοδότησης της Επιτροπής Περιφερειών: // 13 Μαρτίου 2002

Ημερομηνία γνωμοδότησης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση: // 11 Φεβρουαρίου 2003

Ημερομηνία διαβίβασης της τροποποιημένης πρότασης: // 15 Απριλίου 2003

Ημερομηνία έκδοσης της κοινής θέσης : // 5 Δεκεμβρίου 2003

2 ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Η πρόταση στοχεύει να αντικαταστήσει και να συμπληρώσει τα διάφορα ισχύοντα νομοθετικά μέσα στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης. Εντάσσεται στο νομικό και πολιτικό περιβάλλον που δημιουργήθηκε με την καθιέρωση της ιθαγένειας της Ένωσης. Καθορίζει τις λεπτομέρειες άσκησης του θεμελιώδους δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, δικαιώματος που παρέχεται άμεσα από τη συνθήκη σε κάθε πολίτη της Ένωσης και το οποίο περιλαμβάνεται στο Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ένωσης.

Ως προς αυτό, η πρόταση αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό βήμα για να αποκτήσει ισχυρό περιεχόμενο η ιθαγένεια της Ένωσης, όπως καταδεικνύει ο βασικός σχεδιασμός της πρότασης σύμφωνα με τον οποίο η κυκλοφορία και η διαμονή των πολιτών της Ένωσης μεταξύ των κρατών μελών θα έπρεπε να πραγματοποιείται «mutatis mutandis», υπό αντίστοιχες συνθήκες με εκείνες των πολιτών ενός κράτους μέλους που κυκλοφορούν και αλλάζουν τόπο κατοικίας στο εσωτερικό της ίδιας τους της χώρας.

Ο βασικός στόχος της πρότασης είναι να διευκολύνει την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, περιορίζοντας στο απολύτως απαραίτητο τις διοικητικές διατυπώσεις, προσδιορίζοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το καθεστώς των μελών της οικογένειας, θεσπίζοντας ένα δικαίωμα μόνιμης διαμονής το οποίο αποκτάται μετά από πολλά χρόνια νόμιμης συνεχούς διαμονής σ' ένα κράτος μέλος και περιορίζοντας τη δυνατότητα των κρατών μελών να καταργούν ή να θέτουν τέλος στο δικαίωμα διαμονής για λόγους δημοσίας τάξεως.

3 ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

3.1 Γενικός σχολιασμός

Η πολιτική συμφωνία για την ειδική πλειοψηφία στην οποία κατέληξε το Συμβούλιο στις 22 Σεπτεμβρίου 2003, περιλήφθηκε στην κοινή θέση που εκδόθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2003.

Η κοινή θέση του Συμβουλίου διατηρεί επί της ουσίας την αρχική πρόταση της Επιτροπής, όπως τροποποιήθηκε από την τροποποιημένη πρόταση.

Οι βασικές τροποποιήσεις που επήλθαν από την κοινή θέση:

- η έννοια της οικογένειας : ο ορισμός που περιέχεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β) περιορίστηκε στη σχέση δηλωμένης συμβίωσης όταν η νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής θεωρεί την κατάσταση αυτή ως αντίστοιχη του γάμου. Αντίθετα από ό,τι στην τροποποιημένη πρόταση, δεν καλύπτει τις δεόντως αποδεδειγμένες σταθερές σχέσεις. Πάντως, ο περιορισμός αυτός αντισταθμίζεται με την προσθήκη μιας νέας διάταξης στο άρθρο 3, με την οποία τα κράτη μέλη θα πρέπει να διευκολύνουν την είσοδο και διαμονή του συντρόφου που έχει σταθερή σχέση με τον πολίτη της Ένωσης ο οποίος είναι ο κύριος κάτοχος του δικαιώματος διαμονής.

- η επέκταση του δικαιώματος διαμονής χωρίς όρους ούτε διατυπώσεις από τρεις σε έξι μήνες δεν έγινε δεκτή στην κοινή θέση. Δεδομένων των δυσχερειών επέκτασης της περιόδου αυτής στα μέλη της οικογένειας που δεν έχουν την ιθαγένεια ενός κράτους μέλους, το Συμβούλιο προτίμησε να διατηρήσει το ισχύον κεκτημένο των τριών μηνών.

- η διάρκεια της απαραίτητης διαμονής για την κτήση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής ανήλθε σε πέντε έτη, αντί των τεσσάρων ετών που προτάθηκαν από την Επιτροπή.

- η απόλυτη προστασία κατά της απομάκρυνσης για τους ανήλικους και τους δικαιούχους μόνιμης διαμονής δεν έγινε δεκτή. Πάντως, το Συμβούλιο δέχτηκε μια αυξημένη προστασία για τους πολίτες της Ένωσης που διαμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα στο κράτος μέλος υποδοχής.

Η Επιτροπή δέχτηκε την κοινή θέση η οποία, παρότι είναι λιγότερο φιλόδοξη από την αρχική πρόταση της Επιτροπής, όπως τροποποιήθηκε μετά τη γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου, αντιπροσωπεύει ένα σημείο εξισορρόπησης μεταξύ των διαφόρων θέσεων των κρατών μελών και μία σημαντική πρόοδο στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής σε σχέση με το ισχύον κεκτημένο.

3.2. Τροπολογίες του Κοινοβουλίου που λήφθηκαν υπόψη στην κοινή θέση

3.2.1. Τροπολογίες που ενσωματώθηκαν είτε πλήρως, είτε εν μέρει στην τροποποιημένη πρόταση και στην κοινή θέση

3.2.1.1 Οι αιτιολογικές σκέψεις

Οι τροπολογίες 3, 5, 6, 8, 9, 10, 12 και 13 έγιναν δεκτές ως είχαν στην κοινή πρόταση.

Οι τροπολογίες 7 και 11 έγιναν εν μέρει δεκτές. Οι τροποποιήσεις που εισάχθηκαν εξηγούνται λεπτομερώς παρακάτω.

Αιτιολογική σκέψη 9 (τροπολογία 7): η τροπολογία στόχευε να αναφέρει σαφώς ότι η διαμονή μέχρι έξι μήνες δεν υπόκειται σε κανένα όρο. η τροπολογία αυτή ενσωματώθηκε, αλλά η περίοδος μειώθηκε στους τρεις μήνες, σύμφωνα με το νέο κείμενο του άρθρου 6, που έγινε δεκτό από την Επιτροπή. Πάντως, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η διαμονή των αναζητούντων εργασία δεν υπόκειται σε κανένα όρο για μία περίοδο τουλάχιστον έξι μηνών και επίσης για μία μεγαλύτερη περίοδο, εφόσον μπορούν να αποδείξουν ότι ψάχνουν ενεργά μία θέση απασχόλησης και ότι έχουν πολλές πιθανότητες να βρουν. Για το λόγο αυτό, εισάχθηκε μία σχετική αναφορά στην αιτιολογική σκέψη.

Αιτιολογική σκέψη 21 (τροπολογία 11) : η εν λόγω τροπολογία ενσωματώθηκε στην κοινή θέση, αλλά τροποποιήθηκε ελαφρά για να προσαρμοστεί στη νέα διατύπωση του άρθρου 24, που έγινε δεκτή από την Επιτροπή και στο οποίο αναφέρεται.

3.2.1.2 Τα άρθρα

Οι τροπολογίες 25, 28, 34, 39, 40, 55, 59, 61, 64, 68, 71, 72, 74, 78, 79, 80, 82, 83, 85, 86, 89, 90 και 99 ενσωματώθηκαν ως είχαν στην κοινή θέση.

Οι τροπολογίες 20, 24, 30, 33, 41, 47, 49, 50, 51, 52, 54, 55, 64, 68, 74, 77, 78, 79, 82, 83, 86, 108 και 116 έγιναν εν μέρει δεκτές στην κοινή θέση. Οι αλλαγές που εισάχθηκαν από το Συμβούλιο εξηγούνται παρακάτω.

Άρθρο 3, παράγραφος 2 (τροπολογία 20) : η τροπολογία στόχευε να διευκολύνει την είσοδο και τη διαμονή οποιουδήποτε μέλους της οικογένειας που προβλέπεται στο άρθρο 2, όταν υφίστανται σοβαροί λόγοι υγείας ή ανθρωπιστικοί λόγοι. Η προσθήκη αυτή έγινε εν μέρει δεκτή στην κοινή θέση: το Συμβούλιο αποφάσισε να καταργήσει την αναφορά σε ανθρωπιστικούς λόγους, εκτιμώντας ότι πρόκειται για εξαιρετικά ευρεία έννοια και η οποία εύκολα προσφέρεται για καταχρήσεις. Η Επιτροπή δέχθηκε την τροποποίηση αυτή, θεωρώντας ότι οι ανθρωπιστικοί λόγοι αποτελούν ήδη τμήμα των δεσμεύσεων στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων όλων των κρατών μελών. για το λόγο αυτό μία ειδική αναφορά στους ανθρωπιστικούς λόγους δεν είναι απαραίτητη.

Άρθρο 5, παράγραφος 2 (τροπολογία 24) : η πρώτη τροποποίηση που προτάθηκε από την τροπολογία, που προσθέτει μία αναφορά στην εθνική νομοθεσία, επιτρέποντας κατά τον τρόπο αυτό να καλυφθεί η κατάσταση των κρατών που δεν εφαρμόζουν τον κανονισμό αριθ. 539/2001 για τις θεωρήσεις, έγινε δεκτή ως έχει στην κοινή θέση.

Η δεύτερη τροποποίηση, που στοχεύει να καταστήσει το κείμενο ορθότερο από νομικής απόψεως, έγινε επίσης δεκτή.

Αντίθετα, η τροποποίηση του δεύτερου εδαφίου που διευκρίνιζε την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να χορηγηθεί η θεώρηση δεν έγινε δεκτή στην κοινή θέση. Το Συμβούλιο θεώρησε ότι οι πέντε εργάσιμες ημέρες ήταν πολύ αυστηρή προθεσμία που δεν επέτρεπε να ληφθούν υπόψη ειδικές καταστάσεις. κατά συνέπεια αντικατέστησε την προθεσμία αυτή από τη φράση « το συντομότερο δυνατόν και βάσει μιας ταχεία διαδικασίας ». Η Επιτροπή δέχθηκε τη νέα αυτή διατύπωση που εγγυάται σε κάθε περίπτωση μία σύντομη εξέταση της αίτησης θεώρησης.

Άρθρο 7, παράγραφος 3 (τροπολογία 30) : η τροπολογία αυτή που δεν προβαίνει παρά στη μετακίνηση του άρθρου 8, παράγραφος 7 έγινε δεκτή στη κοινή θέση. Πάντως, η διατύπωση του στοιχείου γ) τροποποιήθηκε από το Συμβούλιο και έγινε δεκτή από την Επιτροπή, για να διευκρινιστεί ότι, στην περίπτωση αυτή, η ιδιότητα του εργαζομένου διατηρείται μέχρι έξι μήνες, σύμφωνα με το ισχύον κεκτημένο.

Άρθρο 8, παράγραφος 2 (τροπολογία 33) : Το τμήμα της τροπολογίας που στοχεύει να διασαφηνίσει ότι η βεβαίωση εγγραφής δεν αποβλέπει στη διαπίστωση του δικαιώματος διαμονής, αλλά αποτελεί απλή διοικητική διατύπωση, επαναλήφθηκε ως είχε στην κοινή θέση. Αντίθετα, το Συμβούλιο κατάργησε τη διευκρίνιση σύμφωνα με την οποία οι κυρώσεις πρέπει να είναι διοικητικές, διευκρίνηση που είχε εισαχθεί σε όλα τα άρθρα σχετικά με τις κυρώσεις. Η Επιτροπή δέχθηκε την τροποποίηση αυτή που προσφέρει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να αποφασίζουν το καθεστώς των κυρώσεων που θα εφαρμόζεται σύμφωνα με το εσωτερικό τους δίκαιο, ενώ ο χαρακτήρας της κύρωσης που συνάδει με την αναλογικότητα και την απαγόρευση διακρίσεων διατηρείται ανέπαφος στο άρθρο.

Άρθρο 11, παράγραφος 2 (τροπολογία 41): η εν λόγω τροπολογία καθιστά το κείμενο σαφέστερο. Επιβάλλει ένα χρονικό όριο για τις απουσίες, πράγμα που φαίνεται εύλογο. Το κείμενο της κοινής θέσης διαφέρει της τροπολογίας του Κοινοβουλίου μόνο διότι επιβάλλει ένα χρονικό όριο ενός έτους επίσης για τις απουσίες που οφείλονται σε εγκυμοσύνη ή σε τοκετό. Η Επιτροπή δέχθηκε την τροπολογία αυτή θεωρώντας ότι μία απουσία ενός έτους, για οποιοδήποτε λόγο, θα έπρεπε να αιτιολογεί τη δυνατότητα για τα κράτη μέλη, να ελέγχουν εάν ο ενδιαφερόμενος εξακολουθεί να είναι κάτοχος του δικαιώματος διαμονής, ιδίως για τα μέλη της οικογένειας που δεν έχουν την ιθαγένεια ενός κράτους μέλους. Ως προς αυτό, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η διάταξη αυτή δεν αμφισβητεί το δικαίωμα διαμονής των ενδιαφερομένων, αλλά τους επιβάλλει απλώς την αναγκαιότητα να ζητήσουν μία νέα κάρτα διαμονής.

Άρθρο 13, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο α), στοιχείο β) και στοιχείο δ) (τροπολογίες 47, 49, 50, 51) : οι τροπολογίες αυτές στόχευαν στο να καταστήσουν το κείμενο συνεκτικό σε σχέση με το περιεχόμενο του άρθρου 2, εισάγοντας μία αναφορά στην παύση των σχέσεων συμβίωσης που καλύπτονται από το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β). Η κοινή θέση επαναλαμβάνει την τροποποίηση αυτή, περιορίζοντάς την στην παύση των σχέσεων δηλωμένης συμβίωσης, σύμφωνα με το νέο κείμενο του άρθρου 2.

Στο στοιχείο α), η προηγούμενη του γάμου ή της συμβίωσης περίοδος παρατείνεται σε τρία έτη, σε συνάρτηση με τα δύο έτη που ζητήθηκαν από το Κοινοβούλιο. Πάντως, η διάρκεια αυτή είναι μικρότερη από το αρχικό κείμενο της πρότασης της Επιτροπής, που προέβλεπε πέντε έτη. η Επιτροπή δέχθηκε την τροποποίηση αυτή θεωρώντας ότι η προταθείσα διάρκεια είναι εύλογη.

Άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο γ) (τροπολογία 52) : Η τροπολογία του Κοινοβουλίου στόχευε να αναλύσει λεπτομερώς ορισμένες δυσχερείς καταστάσεις που θα δικαιολογούσαν τη διατήρηση του δικαιώματος διαμονής μετά το διαζύγιο, την ακύρωση του γάμου ή την παύση μιας συμβίωσης. Η τροπολογία διατηρήθηκε ως προς το περιεχόμενό της στην κοινή θέση, αλλά καταργώντας την αναφορά στους ανθρωπιστικούς λόγους. Η Επιτροπή δέχθηκε την τροποποίηση αυτή (βλέπε παραπάνω σχόλιο στο άρθρο 3, τροπολογία 20).

Άρθρο 15 (τροπολογία 54) : η τροπολογία στόχευε να δημιουργήσει ένα νέο άρθρο που θα περιλαμβάνει το κείμενο του πρώην άρθρου 24 της αρχικής πρότασης της Επιτροπής. Η κοινή θέση διατηρεί αυτή την ανακατάταξη: είναι λογικότερο να εισαχθεί το εν λόγω άρθρο στο τέλος του κεφαλαίου ΙΙΙ, διότι η απομάκρυνση δεν είναι πλέον δυνατή από τη στιγμή που το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αποκτά το δικαίωμα μόνιμης διαμονής, εκτός αν πρόκειται για λόγους δημοσίας τάξεως. Αντίθετα, η πρώτη παράγραφος που είχε προστεθεί για να διευκρινίσει ότι το δικαίωμα διαμονής διατηρείται εφόσον πληρούνται οι όροι διαμονής, μεταφέρθηκε στο προηγούμενο άρθρο. Η Επιτροπή δέχθηκε την αλλαγή αυτή που δίνει μεγαλύτερη συνοχή στο κείμενο (βλέπε κατωτέρω τμήμα 3.3.2, σχόλιο στα άρθρα 14 και 15).

Άρθρο 16 (τροπολογία 55) : η τροπολογία διατηρήθηκε στην κοινή θέση, με μία τροποποίηση της διατύπωσης που αποκλείει οποιοδήποτε χρονικό περιορισμό για τις απουσίες που οφείλονται στην εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων. Η Επιτροπή δέχθηκε την αλλαγή αυτή που καθιστά το κείμενο του εν λόγω άρθρου συνεκτικό με το άρθρο 11.

Άρθρο 24, παράγραφος 2 (τροπολογία 108) : η εν λόγω τροπολογία στόχευε να καταργήσει τον αποκλεισμό της κοινωνικής πρόνοιας των οικονομικώς ανενεργών προσώπων πριν από την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής. Το Συμβούλιο δέχθηκε την τροπολογία αυτή, αλλά πρόσθεσε ότι οι πολίτες της Ένωσης μπορούν να αποκλείονται του ευεργετήματος της κοινωνικής πρόνοιας κατά τους τρεις πρώτους μήνες της διαμονής. Η Επιτροπή θεωρεί αποδεκτή την αλλαγή αυτή, διότι κατά τη διάρκεια της πρώτης αυτής περιόδου διαμονής τα εν λόγω πρόσωπα απαλλάσσονται από οποιαδήποτε προϋπόθεση και διατύπωση διαμονής, πράγμα που αιτιολογεί τον αποκλεισμό του ευεργετήματος της κοινωνικής πρόνοιας (πράγμα που επίσης ευθυγραμμίζεται με το ισχύον κεκτημένο).

Άρθρο 29, παράγραφος 1 (τροπολογία 77) : η εν λόγω τροπολογία πρότεινε πολλές τροποποιήσεις στην παράγραφο αυτή, που έγιναν όλες δεκτές στην κοινή θέση. Το Συμβούλιο απλώς εισήγαγε μία περαιτέρω τροποποίηση, καταργώντας την αναφορά στον υγειονομικό κανονισμό του 1951, πράγμα που υποκαταστάθηκε από μία γενικότερη αναφορά στα κατάλληλα μέσα της ΠΟΥ. Η Επιτροπή δέχθηκε την τροποποίηση αυτή, θεωρώντας ότι η νέα αναφορά είναι πολύ καταλληλότερη.

Άρθρο 31, παράγραφος 3 (τροπολογία 113) : Η τροπολογία διατηρήθηκε στην κοινή θέση, με τη διατύπωση που επιλέχθηκε για το κείμενο της τροποποιημένης πρότασης. Η εν λόγω τροπολογία προβλέπει μία αναστολή της εκτέλεσης ενός μέτρου απομάκρυνσης, εφόσον ο δικαστής δεν έχει αποφανθεί για το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής. Πάντως, εισάχθηκαν ορισμένες εξαιρέσεις για να αποκλειστεί η περίπτωση που η απομάκρυνση γίνεται μετά από δικαστική απόφαση ή όταν το πρόσωπο είχε ήδη προσφύγει σε διαδικασία δικαστικού ελέγχου καθώς επίσης όταν υφίστανται επιτακτικοί λόγοι δημόσιας ασφάλειας. Η Επιτροπή δέχθηκε τις τροποποιήσεις αυτές, εκτιμώντας ότι ο βασικός στόχος της διάταξης διατηρείτο: η εγγύηση στο άτομο της δυνατότητας άσκησης προσφυγής κατά της απόφασης απομάκρυνσης, αποτρέποντας την απομάκρυνση προτού να μπορέσει να υποβάλλει προσφυγή. Η εξαίρεση της δημόσιας ασφάλειας έγινε δεκτή διότι αιτιολογείται λόγω της σοβαρότητας της εξεταζόμενης κατάστασης.

3.2.2. Τροποποιήσεις που ενσωματώθηκαν στην τροποποιημένη πρόταση, αλλά δεν έγιναν δεκτές στην κοινή θέση

3.2.2.1. Οι αιτιολογικές σκέψεις

Αιτιολογική σκέψη 4 (τροπολογία 2) : η τροπολογία που στόχευε να αναφέρει ότι η κινητικότητα των μισθωτών και μη μισθωτών εργαζομένων αποτελεί επίσης μία από τις πολιτικές προτεραιότητες της Ένωσης, δεν έγινε δεκτή μέσα σε ένα πνεύμα απλοποίησης του κειμένου.

3.2.2.2. Τα άρθρα

Άρθρο 4 (τροπολογία 21) : Το Κοινοβούλιο είχε ζητήσει μία αναφορά στην απαγόρευση των διακρίσεων βάσει της σεξουαλικής ταυτότητας. η προσθήκη αυτή δεν έγινε δεκτή στην αιτιολογική σκέψη που υποκαθιστά το άρθρο 4. Η Επιτροπή δέχθηκε την τροποποίηση αυτή, διότι το διατηρηθέν κείμενο στην κοινή θέση αντιστοιχεί στη διατύπωση του άρθρου 21 του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων, που δεν καθορίζει περιοριστική απαρίθμηση.

Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α) (τροπολογία 27) : η ρητή αναφορά στους αποδέκτες παρεχόμενων υπηρεσιών δεν έγινε δεκτή στην κοινή θέση: το Συμβούλιο εκτίμησε εύλογα ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι αποδέκτες παρεχόμενων υπηρεσιών αντιστοιχούν με μισθωτούς ή μη μισθωτούς εργαζομένους.

Άρθρο 8, παράγραφος 1 (τροπολογία 32) : η τροπολογία του Κοινοβουλίου που προβλέπει τη δυνατότητα για κάθε πολίτη της Ένωσης να επιτυγχάνει την εγγραφή, εφόσον το επιθυμεί, ακόμη και στα κράτη που δεν επιβάλουν την υποχρέωση αυτή, δεν έγινε δεκτή στην κοινή θέση. Το Συμβούλιο θεώρησε ότι τα κράτη μέλη δεν πρέπει να υποχρεούνται να παρέχουν βεβαίωση εάν επιλέγουν να μην εισάγουν τη διατύπωση της εγγραφής. Επιπλέον, το γεγονός να μπορεί να επιτευχθεί η βεβαίωση αυτή θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να υποχρεώσει στην πράξη όλους τους πολίτες να τη ζητούν. Η Επιτροπή δέχθηκε τα επιχειρήματα αυτά και την εισαχθείσα αλλαγή, που αποκαθιστά το αρχικό κείμενο της πρότασης.

Άρθρο 8, παράγραφος 5, στοιχείο β) (τροπολογία 35) : το Συμβούλιο δεν δέχθηκε μια απλή δήλωση να είναι επαρκής για να αποδείξει το δεσμό συγγένειας. Η αλλαγή αυτή ευθυγραμμίζεται με την προσέγγιση που αποφασίστηκε από το Συμβούλιο σχετικά με το σύστημα εγγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 8, που έγινε δεκτή από την Επιτροπή (βλέπε κατωτέρω, τμήμα 3.3.2, σχολιασμός του άρθρου 8).

Άρθρο 9, παράγραφος 3 (τροπολογία 38) : η τροπολογία του Κοινοβουλίου επεδίωκε να εισάγει στο κείμενο στοιχεία που περιλαμβάνονται στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-459/99 MRAX της 25ης Ιουλίου 2002. Το Συμβούλιο δεν δέχθηκε την τροπολογία αυτή για τον απλό λόγο ότι ήταν σε αντίφαση προς το άρθρο 10. Πράγματι, το άρθρο 10 απαριθμεί εξαντλητικά τα έγγραφα που μπορούν να ζητούνται από τα μέλη της οικογένειας που δεν έχουν την εθνικότητα ενός κράτους μέλους για τη χορήγηση κάρτας διαμονής: Η θεώρηση δεν είναι ένα από τα έγγραφα αυτά. Κατά συνέπεια, θα ήταν αντιφατικό να πιστοποιηθεί ότι η έλλειψη θεώρησης δεν μπορεί να συνεπάγεται άρνηση της χορήγησης κάρτας διαμονής. Η Επιτροπή συμφωνεί με το Συμβούλιο ότι το κείμενο είναι σαφέστερο χωρίς την προσθήκη της τροπολογίας.

Άρθρο 20, παράγραφος 1 (τροπολογία 62) : το κείμενο της αρχικής πρότασης της Επιτροπής προέβλεπε ότι η κάρτα μόνιμης διαμονής ήταν απεριόριστης ισχύος και ανανεώσιμη ανά δέκα έτη, πράγμα που ήταν αντιφατικό. Κατά συνέπεια, το Κοινοβούλιο πρότεινε να διατηρηθεί μόνον η φράση για την απεριόριστη ισχύ. Αντίθετα, το Συμβούλιο επέλεξε, σε συμφωνία με την Επιτροπή, να προβλέψει την ανανέωση ανά δέκα έτη. (Βλέπε κατωτέρω, τμήμα 3.3.2, σχολιασμός του άρθρου 20).

Άρθρο 27, παράγραφος 5 α (τροπολογία 76) : η τροπολογία αυτή υποχρέωνε τα κράτη μέλη να κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε απόφαση απομάκρυνσης πολίτη της Ένωσης ή μέλους της οικογένειάς του. Το Συμβούλιο δεν έκανε δεκτή την τροπολογία αυτή, θεωρώντας ότι πρόκειται για βαριά διαδικασία και η οποία στην πράξη δεν θα προσέφερε συγκεκριμένα πλεονεκτήματα στους πολίτες της Ένωσης. Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή δέχθηκε την κατάργηση της παραγράφου αυτής.

Άρθρο 31, παράγραφος 2 (τροπολογία 84) : η τροπολογία δεν έγινε δεκτή διότι η παράγραφος καταργήθηκε, με τη συμφωνία της Επιτροπής. (βλέπε κατωτέρω, τμήμα 3.3.2, σχολιασμός του άρθρου 31 2).

Άρθρο 33 (τροπολογία 88) : το Κοινοβούλιο είχε προτείνει μέσω της τροπολογίας αυτής να διαχωρίσει το περιεχόμενο του άρθρου 33 σε δύο διαφορετικά άρθρα. Το Συμβούλιο προτίμησε να διατηρήσει το σύνολο του άρθρου 33, θεωρώντας ότι η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου, αναφερόταν αποκλειστικά στις αποφάσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Η Επιτροπή έχει την ίδια γνώμη και κατά συνέπεια δέχθηκε να παραμείνει ένα ενιαίο άρθρο.

Άρθρα 38, 39 και 40 (τροπολογίεs 91, 92 και 93) : οι τροπολογίες αυτές πρότειναν μία τροποποίηση της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της οδηγίας. Το Κοινοβούλιο πρότεινε τον Ιούλιο 2004, αλλά η προθεσμία αυτή δεν φαίνεται εφικτή. Για το λόγο αυτό οι τροπολογίες δεν έγιναν δεκτές στην κοινή θέση.

3.3. Νέες διατάξεις που εισάχθηκαν από το Συμβούλιο

3.3.1 Οι αιτιολογικές σκέψεις

Οι αιτιολογικές σκέψεις προσαρμόστηκαν, ώστε να διασφαλιστεί η συνοχή με τις τροποποιήσεις που εισάχθηκαν στο κείμενο των άρθρων: αυτό ισχύει στην περίπτωση, για παράδειγμα, των αιτιολογικών σκέψεων που συνοδεύουν τις νέες διατάξεις σχετικά με τα άρθρα 6, 8 και 28.

Άλλες τροποποιήσεις στοχεύουν να καταστήσουν το κείμενο απλούστερο και σαφέστερο. Για παράδειγμα, οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 2 και 3 επαναδιατυπώθηκαν για να υπογραμμίσουν τη σημασία της έννοιας της ιθαγένειας της Ένωσης στην οποία βασίζεται η εν λόγω οδηγία.

Μια άλλη τροποποίηση αφορά την κατάργηση οποιασδήποτε αναφοράς στα άρθρα της συνθήκης ΕΚ, διότι η αναφορά αυτή θα ήταν αμέσως ξεπερασμένη από την έναρξη ισχύος του μελλοντικού Συντάγματος. Σε κάθε περίπτωση η αναφορά δεν είναι απαραίτητη στις αιτιολογικές σκέψεις.

Παρακάτω εξετάζονται μόνον οι αιτιολογικές σκέψεις που αντιπροσωπεύουν μία καινοτομία σε συνάρτηση με το κείμενο της τροποποιημένης πρότασης ή οι οποίες δεν εμπίπτουν στις προαναφερθείσες κατηγορίες.

Αιτιολογική σκέψη 6 : η αιτιολογική αυτή σκέψη προστέθηκε για να ορίσει την έννοια της διευκόλυνσης που προβλέπεται στο άρθρο 3. Η έννοια αυτή, που προέρχεται από το ισχύον κεκτημένο σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, μισθωτών και μη, δεν ερμηνεύθηκε ποτέ από το Δικαστήριο. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η νέα αυτή αιτιολογική σκέψη είναι πολύ χρήσιμη διότι δίνει ενδείξεις στα κράτη μέλη ως προς τη συγκεκριμένη εφαρμογή του άρθρου 3.

Αιτιολογική σκέψη 16: σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (υπόθεση C-184/99, Grzelczyk), τα κράτη μέλη δεν μπορούν να απομακρύνουν έναν πολίτη της Ένωσης που προσέφυγε στην κοινωνική πρόνοια στο κράτος μέλος υποδοχής χωρίς να δικαιούται παρά όταν καθίσταται υπέρμετρο βάρος. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η νέα αυτή αιτιολογική σκέψη είναι πολύ χρήσιμη διότι αναφέρει στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να καθοριστεί εάν ο ενδιαφερόμενος κατέστη υπέρμετρο βάρος, όπως, για παράδειγμα, η διάρκεια και το ποσό της αιτούμενης αρωγής.

Αιτιολογική σκέψη 17 : προστέθηκε μία φράση στο τέλος της εν λόγω αιτιολογικής σκέψης για να διασαφηνίσει το περιεχόμενο του όρου νόμιμη διαμονή.

Αιτιολογική σκέψη 31 : το πρώην άρθρο 4 σχετικά με την απαγόρευση των διακρίσεων καταργήθηκε και το περιεχόμενό του προστέθηκε στην αιτιολογική σκέψη σχετικά με τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι υπάρχει πρόβλημα ως προς αυτό. Επειδή η απαγόρευση των διακρίσεων αποτελεί τμήμα των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, η μεταφορά σε μία αιτιολογική σκέψη δεν αλλάζει σε τίποτα την έκταση του δικαιώματος αυτού.

3.3.2. Τα άρθρα

Άρθρα 2 και 3 : τα εν λόγω άρθρα, σχετικά με τον ορισμό της οικογένειας και των δικαιούχων, τροποποιήθηκαν σε πολλά σημεία :

- η έννοια του συντρόφου δηλωμένης συμβίωσης και της σταθερής σχέσης

Ο ορισμός που περιέχεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β) της τροποποιημένης πρότασης περιλάμβανε συγχρόνως τους συντρόφους δηλωμένης συμβίωσης και τους συντρόφους που διατηρούσαν σταθερή σχέση δεόντως αποδεδειγμένη, εφόσον η νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής αναγνωρίζει αυτό το είδος των καταστάσεων. Το Συμβούλιο αποφάσισε να περιορίσει τον ορισμό αυτό αποκλειστικά στους συντρόφους δηλωμένης συμβίωσης, εφόσον η νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής θεωρεί τη δηλωμένη συμβίωση ως αντίστοιχη του γάμου.

Συγχρόνως, το κείμενο του άρθρου 3 τροποποιήθηκε ώστε να προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος οφείλει να διευκολύνει την είσοδο και τη διαμονή του συντρόφου με τον οποίο ο πολίτης της Ένωσης συνδέεται με σταθερή σχέση, δεόντως αποδεδειγμένη. Η Επιτροπή δέχθηκε την προσέγγιση που πρότεινε το Συμβούλιο. Εάν ισχύει ότι ο ορισμός του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο β) είναι πιο περιορισμένος σε σχέση με το κείμενο της τροποποιημένης πρότασης, πρέπει να θεωρηθεί ότι το περιεχόμενο του άρθρου 3 διευρύνθηκε ώστε να περιλαμβάνει κάθε είδος σταθερής σχέσης. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η έννοια της σταθερής σχέσης μπορεί να καλύψει ποικίλες καταστάσεις: γάμο μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου, δηλωμένη συμβίωση, νόμιμη συγκατοίκηση και ελεύθερη σχέση. Η έννοια της διευκόλυνσης διασαφηνίστηκε στην αιτιολογική σκέψη 6.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι το κείμενο της κοινής θέσης αντιπροσωπεύει ένα δίκαιο συμβιβασμό που επιτρέπει να διευκολυνθεί η άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των συντρόφων πολιτών της Ένωσης με τους οποίους δεν συνδέονται με γάμο, χωρίς να επιβάλλονται αλλαγές στις εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών.

- Τα λοιπά μέλη της οικογένειας

Όσον αφορά τους ανιόντες και κατιόντες του πολίτη που είναι ο κύριος κάτοχος του δικαιώματος διαμονής, καλύπτονται από το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχεία γ) και δ), το Συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα να επανέλθει στο κεκτημένο, επανεισάγοντας τις προϋποθέσεις ηλικίας και εξάρτησης για τους κατιόντες και τους ανιόντες. Η Επιτροπή δέχθηκε την τροποποίηση αυτή, που αποτελούσε επιθυμία όλων των αντιπροσωπειών, σε ένα πνεύμα συμβιβασμού.

Άρθρο 6 (νέο): οι πρώην παράγραφοι 5 και 6 του άρθρου 6 μεταφέρθηκαν σε ένα νέο άρθρο στο κεφάλαιο «Δικαίωμα διαμονής» πράγμα που έχει το πλεονέκτημα της σαφήνειας. Πάντως, η επέκταση μέχρι έξι μήνες του δικαιώματος διαμονής χωρίς όρους δεν έγινε δεκτή. Τα κράτη μέλη υπογράμμισαν τη δυσχέρεια να επεκταθεί σε έξι μήνες η περίοδος που δεν υπόκειται σε καμία διατύπωση για τα μέλη της οικογένειας των υπηκόων τρίτων χωρών, για λόγους που συνδέονται με τις θεωρήσεις. Για την αντιμετώπιση των δυσχερειών αυτών, η Επιτροπή δέχθηκε να επανέλθει στο ισχύον κεκτημένο που προβλέπει περίοδο τριών μηνών χωρίς όρους ούτε διατυπώσεις.

Πάντως, η Επιτροπή δεσμεύτηκε ρητά να μελετήσει τη δυνατότητα να προταθεί μία επέκταση του δικαιώματος μέχρι έξι μήνες στην έκθεση που θα υποβάλει δύο έτη μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας (άρθρο 36).

Για να διασφαλιστεί η συνοχή, όλα τα άρθρα που αναφέρονταν στην περίοδο των έξι μηνών έπρεπε να προσαρμοστούν. Πρόκειται για τα άρθρα 7, παράγραφος 1, 8, παράγραφοι 1 και 2, 9, παράγραφοι 1 και 2, 24, παράγραφος 2, 27 παράγραφος 3, 29 παράγραφοι 2 και 3.

Άρθρο 7, παράγραφος 4 : Το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης των σπουδαστών περιορίζεται στο σύζυγο, σύντροφο και τους συντηρούμενους κατιόντες. Οι συντηρούμενοι ανιόντες αποκλείστηκαν, όπως προβλέπεται στο ισχύον κεκτημένο. Πάντως, η είσοδος και διαμονή τους θα διευκολύνονται βάσει του άρθρου 3. Η Επιτροπή δέχθηκε τον περιορισμό αυτό, σύμφωνα με το κεκτημένο, που επέτρεψε στο πλαίσιο του συνολικού συμβιβασμού, να διασφαλιστεί ότι οι σπουδαστές θα απολαύουν όλων των δικαιωμάτων που προβλέπονται στην οδηγία.

Άρθρο 8 : όσον αφορά τα διαβήματα που πρέπει να γίνουν για την εγγραφή, το Συμβούλιο επέφερε τροποποιήσεις στο προταθέν σύστημα εκ μέρους της Επιτροπής. Η κοινή θέση εισάγει ένα σύστημα με το οποίο ο πολίτης της Ένωσης θα πρέπει να υποβάλει στην αρμόδια διοίκηση δικαιολογητικά, που απαριθμούνται ρητά, για το ότι πληροί τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 7 (αναλόγως των περιπτώσεων: αν είναι μισθωτός ή μη μισθωτός εργαζόμενος, αν διαθέτει επαρκείς πόρους ή ασφάλιση ασθένειας κλπ.) Πάντως, το σύστημα αυτό παραμένει εξαιρετικά ευέλικτο, διότι η βεβαίωση της εγγραφής εκδίδεται αμέσως και οι έλεγχοι της πραγματικής τήρησης των όρων διαμονής δεν θα μπορούν να γίνουν παρά αν υπάρχει εύλογη επιφύλαξη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 14. Στο νέο αυτό πλαίσιο, ήταν απαραίτητο να διευκρινιστεί, στην παράγραφο 4 του άρθρου, το επίπεδο των πόρων που θεωρούνται ως επαρκείς, εισάγοντας συγχρόνως κάποια ευκαμψία ώστε να υποχρεωθούν τα κράτη μέλη να λάβουν υπόψη την προσωπική κατάσταση του ενδιαφερομένου.

Η Επιτροπή δέχτηκε την προσέγγιση του Συμβουλίου, διότι αντιπροσωπεύει ένα σημείο εύλογης ισορροπίας μεταξύ της νόμιμης ανησυχίας των κρατών μελών για την πρόληψη καταχρήσεων και της εισαγωγής ενός πλέον εύκαμπτου συστήματος για τους πολίτες σε συνάρτηση με το ισχύον κεκτημένο, σύμφωνα με την επιθυμία της Επιτροπής.

Άρθρο 11 παράγραφος 1 : το Συμβούλιο πρόσθεσε ότι η διάρκεια της κάρτας διαμονής που χορηγείται στα μέλη της οικογένειας τα οποία δεν έχουν την εθνικότητα ενός κράτους μέλους μπορεί να είναι μικρότερη των πέντε ετών και να αντιστοιχεί στη διάρκεια που προβλέπεται για τη διαμονή του πολίτη της Ένωσης, εάν η προβλεπόμενη διαμονή είναι μικρότερη των πέντε ετών. Η Επιτροπή δέχθηκε την τροποποίηση αυτή η οποία κατά τη γνώμη της είναι λογική.

Άρθρο 12, παράγραφος 2. Μία προϋπόθεση διαμονής για διάστημα ενός έτους πριν από το θάνατο του πολίτη της Ένωσης εισάχθηκε ώστε να επιτραπεί στο μέλος της οικογένειας που δεν έχει την εθνικότητα ενός κράτους μέλους να διατηρήσει το δικαίωμα διαμονής του στο κράτος μέλος υποδοχής. Η Επιτροπή δέχτηκε την τροποποίηση αυτή, διότι ανταποκρίνεται σε αιτιολογημένες ανησυχίες και η διάρκεια ενός έτους φαίνεται αναλογική για τη δημιουργία δεσμού με το κράτος μέλος υποδοχής και για την αποφυγή καταχρήσεων.

Άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο δ) : το Συμβούλιο πρόσθεσε μία άλλη κατάσταση στην οποία η διαμονή του μη κοινοτικού συζύγου ή συντρόφου θα ήταν αιτιολογημένη μετά το διαζύγιο ή την παύση της σχέσης. Πρόκειται για την περίπτωση όπου ο ενδιαφερόμενος επέτυχε ένα δικαίωμα επίσκεψης παιδιών τα οποία απέκτησε με τον πολίτη της Ένωσης. Η Επιτροπή δέχθηκε την προσθήκη αυτή που στοχεύει να καλύψει μία απολύτως νόμιμη κατάσταση.

Άρθροs 14 και 15: το περιεχόμενο του πρώην άρθρου 13 της τροποποιημένης πρότασης κατανεμήθηκε σε δύο διαφορετικά άρθρα και διευκρινίστηκε.

Από τη μία πλευρά, το άρθρο 14 καθιστά σαφέστερες τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων ένα κράτος μέλος μπορεί να απομακρύνει ένα πολίτη της Ένωσης όταν δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις του δικαιώματος διαμονής. Κατά τον τρόπο αυτό, η νομολογία του Δικαστηρίου, υπόθεση C-184/99, Grzelczyk, ενσωματώθηκε στο κείμενο της διάταξης: ένα μέτρο απομάκρυνσης δεν μπορεί να αποτελεί την αυτόματη συνέπεια της προσφυγής στην κοινωνική πρόνοια στο κράτος μέλος υποδοχής. Επιπλέον, η νέα αιτιολογική σκέψη 16 διασαφηνίζει ακόμη περισσότερο την έννοια του υπέρμετρου βάρους που θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την ενδεχόμενη απομάκρυνση του προσώπου που προσέφυγε στην κοινωνική πρόνοια χωρίς να δικαιούται.

Από την άλλη πλευρά, οι κανόνες σχετικά με τις διαδικαστικές εγγυήσεις μεταφέρονται σε ένα ειδικό άρθρο, το άρθρο 15, χωρίς αλλαγή του περιεχόμενου.

Η Επιτροπή συμφωνεί με την προσέγγιση αυτή και διευκρινίζει τους όρους βάσει των οποίων το δικαίωμα διαμονής του πολίτη της Ένωσης χάνεται, τηρώντας συγχρόνως το ισχύον κεκτημένο και τη νομολογία του δικαστηρίου στον τομέα αυτό. Θεωρεί επίσης ότι ο χωρισμός σε δύο άρθρα καθιστά το κείμενο συνεκτικότερο και σαφέστερο.

Άρθρο 16, παράγραφοι 1 και 2 : η προηγούμενη περίοδος αδιάλειπτης διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής που είναι απαραίτητη για την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής καθορίζεται σε πέντε έτη αντί των τεσσάρων. Η Επιτροπή δέχθηκε την αλλαγή αυτή, διότι η εν λόγω μακρύτερη περίοδος κατά ένα έτος επέτρεψε να αποτραπούν οι επιφυλάξεις ορισμένων κρατών μελών ως προς την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής εκ μέρους σπουδαστών.

Άρθρο 16, παράγραφος 3 : το Συμβούλιο μείωσε την περίοδο απουσίας που συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος μόνιμης διαμονής σε δύο έτη, σε αντίθεση με τα τέσσερα έτη της τροποποιημένης πρότασης. Η αλλαγή αυτή συνεπάγεται επίσης αλλαγή στο άρθρο 20 παράγραφος 3, σχετικά με τη διάρκεια της κάρτας μόνιμης διαμονής. Η Επιτροπή δέχθηκε την αλλαγή αυτή διότι, μετά από δύο έτη απουσίας, μπορεί να θεωρηθεί ότι ο ισχυρός δεσμός με το κράτος μέλος υποδοχής, που αιτιολογεί το δικαίωμα μόνιμης διαμονής, διακόπτεται.

Άρθρο 17, παράγραφος 4, στοιχείο α) : η διάρκεια της προηγούμενης διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής παρατάθηκε σε δύο έτη, όπως προβλέπεται στο ισχύον κεκτημένο (κανονισμός 1251/70 της Επιτροπής). Η Επιτροπή δέχθηκε την αλλαγή αυτή, σύμφωνα με το κεκτημένο, που εγγυάται ένα στενό δεσμό με το κράτος μέλος υποδοχής που να αιτιολογεί την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής από τα πρόσωπα αυτά.

Άρθρα 19 και 20: η υποχρέωση επίτευξης κάρτας μόνιμης διαμονής καταργήθηκε για τους πολίτες της Ένωσης. Για αυτούς, θα είναι δυνατόν να εκδίδεται, εφόσον το θεωρούν απαραίτητο ή χρήσιμο, ένα έγγραφο που θα πιστοποιεί ότι απέκτησαν το δικαίωμα μόνιμης διαμονής. Το έγγραφο αυτό θα εκδίδεται το συντομότερο δυνατό μετά την αίτηση και μετά τον έλεγχο της διάρκειας της διαμονής τους. Η Επιτροπή συμφώνησε με την προσέγγιση αυτή, διότι θεωρεί ότι η τροποποίηση αυτή εντάσσεται στο στόχο της οδηγίας για τη μείωση στο ελάχιστο των διοικητικών διατυπώσεων στις οποίες υπόκεινται οι πολίτες της Ένωσης.

Αντίθετα, τα μέλη της οικογένειας που δεν έχουν την ιθαγένεια ενός κράτους μέλους εξακολουθούν να υπόκεινται, προς το συμφέρον τους, στην υποχρέωση απόκτησης κάρτας διαμονής. Η μόνη διαφορά που εισάγεται στην κοινή θέση σε σχέση με το κείμενο της τροποποιημένης πρότασης αφορά τη διάρκεια της κάρτας αυτής, την οποία το Συμβούλιο προτίμησε να περιορίσει σε δέκα έτη, και αυτό για να επιτραπεί μία ενημέρωση των δεδομένων (για παράδειγμα, η φωτογραφία), διατηρώντας συγχρόνως την αυτόματη ανανέωσή της.

Άρθρο 24 : στην πρώτη παράγραφο, προστέθηκε ότι η ίση μεταχείριση εφαρμόζεται, επιφυλασσομένων των λοιπών διατάξεων της συνθήκης και του παράγωγου δικαίου, σύμφωνα με το περιεχόμενο του άρθρου 12 της συνθήκης ΕΚ.

Στη δεύτερη παράγραφο το Συμβούλιο θέλησε να διευκρινίσει ότι οι σπουδαστές και οι ανενεργοί αποκλείονται της ενίσχυσης που μπορεί να συνίσταται είτε σε υποτροφίες συντήρησης είτε σε δάνεια. Η προσθήκη του αποκλεισμού των δανείων συντήρησης στοχεύει να λάβει υπόψη την περίπτωση των κρατών μελών που δεν γνωρίζουν αυτό το σύστημα ενίσχυσης υπέρ των σπουδαστών. Η Επιτροπή δέχθηκε την προσθήκη αυτή που εντάσσεται στο στόχο της εν λόγω διάταξης, ο οποίος είναι να αποκλειστεί της ενίσχυσης οποιοδήποτε πρόσωπο δεν είναι εργαζόμενος, μισθωτός ή μη. Πάντως, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι τα πρόσωπα αυτά δικαιούνται οποιασδήποτε ενίσχυσης σχετικά με την πρόσβαση στις σπουδές, όπως για παράδειγμα υποτροφία που θα καλύπτει τα δίδακτρα.

Άρθρο 27 παράγραφος 2 : το τρίτο εδάφιο της εν λόγω παραγράφου, που προέβλεπε ότι η προσωπική συμπεριφορά δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως απειλή κατά της δημόσιας τάξης παρά εάν το κράτος μέλος υποδοχής λαμβάνει κατασταλτικά μέτρα για την πάταξη παρόμοιων συμπεριφορών όταν αυτές εκδηλώνονται από υπηκόους του, καταργήθηκε. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η κατάργηση αυτή αντιπροσωπεύει βελτίωση του κειμένου. Πράγματι, η παράγραφος αυτή επαναλάμβανε εν μέρει το περιεχόμενο της απόφασης του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 1982 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Adoui και Cornuaille. πάντως, εκτός του κειμένου της απόφασης, η Επιτροπή συνειδητοποίησε ότι η διάταξη αυτή μπορούσε να ερμηνευθεί κατά τρόπο που θα μπορούσε να επιτρέψει να θεωρηθεί ως κίνδυνος για τη δημόσια τάξη οποιαδήποτε συμπεριφορά κατά της οποίας επιβάλλονται κυρώσεις σε εθνικό επίπεδο. Για το λόγο αυτό, δέχθηκε την κατάργηση της παραγράφου.

Άρθρο 27 παράγραφος 3 : η παράγραφος μετατοπίστηκε στο άρθρο 15 παράγραφος 3, πράγμα που είναι λογικότερο, διότι η λήξη ισχύος ενός εγγράφου ταυτότητας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύει συμπεριφορά που αντίκειται στη δημόσια τάξη.

Άρθρο 28 παράγραφος 2 : τα κράτη μέλη σχεδόν ομόφωνα αντιτάχθηκαν σε μία απόλυτη προστασία έναντι των απομακρύνσεων για τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους που έχουν αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής. Πάντως, δέχθηκαν αυξημένη προστασία για τους πολίτες της Ένωσης που διαμένουν για διάστημα πολλών ετών στο κράτος μέλος υποδοχής. Κατά συνέπεια, η συμβιβαστική λύση που έγινε δεκτή στην κοινή θέση διατυπώνεται ως ενισχυμένη προστασία σε συνάρτηση με τη διάρκεια της διαμονής στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής.

Μετά την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής, οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους θα μπορούν να απομακρύνονται μόνον για ιδιαίτερα σοβαρούς λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας.

Μετά από δέκα έτη διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής, οι πολίτες της Ένωσης δεν θα μπορούν να απομακρύνονται παρά για επιτακτικούς λόγους δημόσιας τάξης.

Σε αυτό προστίθεται μία απόλυτη προστασία για τους πολίτες της Ένωσης που είναι ανήλικοι, ανεξαρτήτως της διάρκειας της διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής, με εξαίρεση μια αιτιολογημένη απομάκρυνση για επιτακτικούς λόγους δημόσιας τάξης ή αν η απομάκρυνση επιβάλλεται, λαμβάνοντας υπόψη το ύψιστο συμφέρον του παιδιού.

Η Επιτροπή δέχθηκε τις λύσεις αυτές, που έστω και αν ήταν λιγότερο φιλόδοξες από την πρότασή της, εκπροσωπούν μία πρόοδο σε σχέση με το ισχύον κεκτημένο, θεσπίζοντας αυστηρούς όρους για την απομάκρυνση των πολιτών της Ένωσης που έχουν πολύ ισχυρούς δεσμούς στο κράτος μέλος υποδοχής. Πρέπει επίσης να υπογραμμίσουμε ότι η παράγραφος αυτή προστίθεται στις λοιπές διατάξεις του κεφαλαίου που βελτιώνουν σε μεγάλο βαθμό την προστασία έναντι περιοριστικών μέτρων της ελεύθερης κυκλοφορίας για κάθε πολίτη της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς του, ανεξαρτήτως τη διάρκειας διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής.

Πρώην άρθρο 29, παράγραφος 2 : το Συμβούλιο αποφάσισε, με τη συμφωνία της Επιτροπής, να καταργήσει την παράγραφο αυτή. Το περιεχόμενο της εν λόγω διάταξης επαναλάμβανε το περιεχόμενο του άρθρου 9 της οδηγίας 64/221/ΕΟΚ, που προβλέπει την υποχρέωση για τα κράτη μέλη να ζητούν γνωμοδότηση από ανεξάρτητη αρχή προτού λάβουν απόφαση απομάκρυνσης, όταν το κράτος μέλος υποδοχής δεν προβλέπει δικαστική προσφυγή ή όταν η εν λόγω προσφυγή περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης ή όταν δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Πάντως, λόγω του γεγονότος ότι η κοινή θέση πιστοποιεί την υποχρέωση για τα κράτη μέλη να προβλέπουν πάντα τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής (άρθρο 31, παράγραφος 1) ότι η εν λόγω προσφυγή πρέπει να αναφέρεται στα γεγονότα και τις περιστάσεις (άρθρο 31, παράγραφος 2) και ότι υπάρχει η δυνατότητα αναστολής του μέτρου απομάκρυνσης (άρθρο 31, παράγραφος 3) το Συμβούλιο εκτίμησε, σε συμφωνία με την Επιτροπή, ότι η παράγραφος αυτή δεν είναι πλέον απαραίτητη.

Άρθρο 31 παράγραφος 4 : η κοινή θέση εισάγει μία εξαίρεση στην αρχή της αυτοπρόσωπης εμφάνισης, όταν η εμφάνιση θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο διατάραξης της δημόσιας τάξης ή όταν η προσβληθείσα απόφαση αφορά μία επαναπροώθηση.

Η Επιτροπή δέχθηκε τις αλλαγές αυτές. Φαίνεται αιτιολογημένο να αποκλεισθούν της ευεργετικής αυτής διάταξης τα πρόσωπα που δεν εισήλθαν ποτέ στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής (διότι αποτέλεσαν αντικείμενο μέτρου επαναπροώθησης), καθώς και τα πρόσωπα, η παρουσία των οποίων στο έδαφος του εν λόγω κράτους θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη του.

Άρθρο 32 παράγραφοι 1 και 2 : η πρώτη παράγραφος καταργήθηκε και το περιεχόμενό της περιλήφθηκε εν μέρει στην αιτιολογική σκέψη 27. Η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι δημιουργεί πρόβλημα η μεταφορά αυτή, διότι η απαγόρευση της απομάκρυνσης δια βίου αποτελεί συνέπεια της δεύτερης παραγράφου, που διατηρήθηκε στο άρθρο.

Στη δεύτερη παράγραφο, η περίοδος μετά την οποία ο ενδιαφερόμενος θα μπορεί να υποβάλλει αίτηση άρσης της απαγόρευσης παρουσίας στο έδαφος παρατάθηκε σε τρία έτη, σε σχέση με τα δύο έτη που προτάθηκαν από την Επιτροπή. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η προθεσμία αυτή είναι εύλογη.

Άρθρο 33 παράγραφος 2 : διευκρινίστηκε ότι η εκτίμηση που στοχεύει στο να καθοριστεί εάν το πρόσωπο αντιπροσωπεύει κίνδυνο για τη δημόσια τάξη πρέπει να παρέμβει μόνον όταν η απομάκρυνση εκτελέστηκε δύο έτη μετά από τη λήψη της απόφασης.

Η Επιτροπή θεωρεί τη διευκρίνιση αυτή ως θετική και απόλυτα ευθυγραμμισμένη με το στόχο της διάταξης, που είναι να υποχρεωθούν τα κράτη μέλη να προβούν σε εξέταση της κατάστασης όταν, μεταξύ της απόφασης απομάκρυνσης και της υλικής εκτέλεσης της απόφασης, μεσολαβεί μεγάλο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου οι περιστάσεις που αιτιολόγησαν την απόφαση μπορούν να έχουν αλλάξει.

Άρθρο 35 : προστέθηκε το νέο αυτό άρθρο για την κατάχρηση δικαιώματος. Το περιεχόμενό του διασαφηνίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αρνηθούν ή να θέσουν τέλος στα δικαιώματα που παρέχονται από την οδηγία εάν επιτεύχθηκαν μετά από απάτη ή κατάχρηση.

4 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η Επιτροπή δέχθηκε την κοινή θέση, εκτιμώντας ότι το κείμενό της επαναλαμβάνει τα βασικά στοιχεία που περιέχονται στην αρχική πρόταση και στις τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπως έγιναν δεκτές στην τροποποιημένη της πρόταση.

Το κείμενο αυτό αντιπροσωπεύει μία εύλογη και ισορροπημένη συμβιβαστική λύση, που επιτρέπει την ενίσχυση των δικαιωμάτων των πολιτών της Ένωσης στον τομέα του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής.

Top