Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52003PC0501

    Γνωμοδότηση της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ, επί των τροπολογιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην κοινή θέση του Συμβουλίου σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών περί τροποποιήσεως της πρότασης της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ

    /* COM/2003/0501 τελικό - COD 2000/0117 */

    52003PC0501

    Γνωμοδότηση της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ, επί των τροπολογιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην κοινή θέση του Συμβουλίου σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών περί τροποποιήσεως της πρότασης της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ /* COM/2003/0501 τελικό - COD 2000/0117 */


    ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ, επί των τροπολογιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην κοινή θέση του Συμβουλίου σχετικά με την πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών ΠΕΡΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ

    2000/0117 (COD)

    ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ, επί των τροπολογιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην κοινή θέση του Συμβουλίου σχετικά με την πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών

    1. Εισαγωγή

    Το άρθρο 251, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ προβλέπει ότι η Επιτροπή γνωμοδοτεί για τις τροπολογίες που προτείνονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε δεύτερη ανάγνωση. Η Επιτροπή παραθέτει κατωτέρω τη γνώμη της σχετικά με τις 19 τροπολογίες που πρότεινε το Κοινοβούλιο.

    2. Ιστορικό

    Διαβίβαση της πρότασης στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (COM(2000)276 τελικό - 2000/0117(COD)) σύμφωνα με το άρθρο 175, παράγραφος 1 της Συνθήκης : 11.7.2000

    Γνωμοδότηση της ΕυρωπαϊκήΓ Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής : 26.4.2001

    Γνωμοδότηση της Επιτροπής των Περιφερειών : 13.12.2000

    Γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση : 17.1.2002

    Τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής: 6.5.2002

    Έκδοση της κοινής θέσης του Συμβουλίου: 20.3.2003

    Γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε δεύτερη ανάγνωση : 2.7.2003

    3. Σκοπός της πρότασης

    Η οδηγία περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών επιδιώκει τον τριπλό στόχο του εκσυγχρονισμού, της απλούστευσης και της μεγαλύτερης ευελιξίας του υφιστάμενου νομικού πλαισίου. Εκσυγχρονισμός, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι νέες τεχνολογίες και οι αλλαγές του οικονομικού περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένων των εν εξελίξει ή μελλοντικών διαδικασιών ελευθέρωσης ορισμένων από τις σχετικές δραστηριότητες, απλούστευση, προκειμένου να διευκολυνθεί η κατανόηση των ισχυόντων κειμένων από τους χρήστες, έτσι ώστε οι συμβάσεις να συνάπτονται σε πλήρη συμμόρφωση με τα πρότυπα και τις αρχές που διέπουν τον τομέα και οι εμπλεκόμενοι φορείς (είτε πρόκειται για αγοραστές είτε για προμηθευτές) να είναι σε θέση να γνωρίζουν καλύτερα τα δικαιώματά τους, και ευελιξία των διαδικασιών, προκειμένου να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των αγοραστών.

    4. Γνώμη της Επιτροπής σχετικά με τις τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

    4.1. Τροπολογίες τις οποίες αποδέχθηκε η Επιτροπή (αριθ. 15 εν μέρει)

    Με την επιφύλαξη μεταγενέστερης επαλήθευσης είναι σαφές ότι ορισμένες γλωσσικές εκδόσεις (τουλάχιστον η ιταλική, η ισπανική, η γερμανική και η πορτογαλική) περιέχουν κάποιες ορολογικές ανακρίβειες σε σχέση με την ορολογία της οδηγίας 97/67/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών [1] (ταχυδρομική οδηγία). Στην παράγραφο 2, παραδείγματος χάριν, η ιταλική έκδοση αναφέρεται σε "plico postale" αντί για "invio postale" ενώ η ισπανική έκδοση αναφέρεται σε "expediciσn" αντί για "el transporte" ... Αν και αυτή η τροποποίηση του άρθρου 6 δεν αφορά όλες τις γλωσσικές εκδόσεις, η Επιτροπή μπορεί να δεχτεί την τροπολογία 15 όσον αφορά αυτή την ορολογική ευθυγράμμιση με την ταχυδρομική οδηγία.

    [1] ΕΕ L 15 της 21.1.1998, σ.14. Οδηγία που τροποποιήθηκε την τελευταία φορά με την οδηγία 2002/39/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 5.7.2002, σ. 21.).

    4.2. Τροπολογίες τις οποίες απέρριψε η Επιτροπή (αριθ. 1, 7, 12, 13, 14, 15 εν μέρει, 16, 18, 28, 29, 35, 39, 40, 41, 50, 53, 54, 55 και 56)

    Η τροπολογία 1 σκοπό έχει 1) να εισαγάγει την εγγύηση « υψηλού επιπέδου αξιόπιστων υπηρεσιών κοινού συμφέροντος σε προσιτές τιμές » στους στόχους που επιδιώκει η οδηγία. Εξάλλου, προσθέτει 2) ότι ο συντονισμός των διαδικασιών ανάθεσης "οφείλει να λαμβάνει υπόψη τους γενικούς στόχους που ορίζονται στα άρθρα 2 και 6 της Συνθήκης ΕΚ".

    1) Η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχτεί αυτό το μέρος της τροποποίησης, δεδομένου ότι η οδηγία αποσκοπεί μόνο στο συντονισμό των διαδικασιών ανάθεσης των συμβάσεων και δεν αφορά το επίπεδο των υπηρεσιών γενικού ενδιαφέροντος που παρέχονται στα διάφορα κράτη μέλη.

    2) Μια αναφορά στους στόχους του άρθρου 6 παρουσιάστηκε ήδη στην αιτιολογική σκέψη 12 και οι κοινωνικοί στόχοι έχουν ήδη ληφθεί υπόψη στα κατάλληλα σημεία της οδηγίας (παραδείγματος χάριν στην αιτιολογική σκέψη 43 και στο άρθρο 38 σχετικά με τις ρήτρες εκτέλεσης ή ακόμη στο άρθρο 57 όσον αφορά την επαλήθευση της τήρησης της κοινωνικής νομοθεσίας κατά την εξέταση προσφορών που φαίνονται ασυνήθιστα χαμηλές...). Εξάλλου, δεδομένου ότι αυτή η αναφορά στο άρθρο 2 της Συνθήκης δεν διατυπώθηκε σχετικά με την άλλη οδηγία για τις δημόσιες συμβάσεις, η αποδοχή της τροπολογίας θα προκαλούσε ανασφάλεια του δικαίου και θα μπορούσε να οδηγήσει σε αντίθετα συμπεράσματα όσον αφορά τις δυνατότητες συνυπολογισμού των κοινωνικών στόχων.

    Οι τροπολογίες 7 και 28 σκοπό έχουν, όσον αφορά το σκεπτικό και το διατακτικό, αντιστοίχως, να εισαγάγουν μια υποχρέωση -όποτε είναι δυνατόν- να καθορίζουν οι αναθέτοντες φορείς τις τεχνικές προδιαγραφές τους λαμβάνοντας υπόψη κριτήρια προσπελασιμότητας για άτομα με ειδικές ανάγκες ή με κριτήρια σχεδίασης για όλες τις χρήσεις.

    Η προσπελασιμότητα για τα άτομα με ειδικές ανάγκες είναι αναμφίβολα μια σημαντική κοινωνική πτυχή. εντούτοις, αν και είναι δυνατή η προδιαγραφή της από τεχνική άποψη, αυτό δεν θα μπορεί να γίνεται σε όλες τις περιπτώσεις. Πράγματι, η τροπολογία θα είχε ως συνέπεια τη γενίκευση αυτής της υποχρέωσης ακόμη και για τις συμβάσεις των οποίων το αντικείμενο, από τη φύση του, δεν προορίζεται για χρήση από άτομα με ειδικές ανάγκες (παραδείγματος χάριν η ανέγερση στρατώνων ή χώρων εκπαίδευσης για τη λιμενική αστυνομία).

    Εξάλλου, η κοινή θέση επιτρέπει, μετά την 1η ανάγνωση του Κοινοβουλίου, να προδιαγράφονται σε μια δημόσια σύμβαση οι απαιτήσεις προσπελασιμότητας για τα άτομα με ειδικές ανάγκες. αυτό προκύπτει από το παράρτημα ΧΧΙ της οδηγίας σχετικά με τις τεχνικές προδιαγραφές. Η οδηγία για τις "δημόσιες συμβάσεις" αντικείμενο της οποίας είναι ο συντονισμός των διαδικασιών, δεν είναι εντούτοις το κατάλληλο μέσο για την επιβολή υποχρέωσης για προδιαγραφή τέτοιων χαρακτηριστικών.

    Η τροπολογία 12 σκοπό έχει να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών απαγορεύοντας τη χρήση τους για τις συμβάσεις που αφορούν κατασκευαστικά έργα ή ορισμένους τύπους υπηρεσιών (που χαρακτηρίζονται "πνευματικές", "δημιουργικές" ή "σύνθετες").

    Εκτός από τις δυσκολίες όσον αφορά την οριοθέτηση αυτών των κατηγοριών υπηρεσιών σε κοινοτικό επίπεδο, η τροπολογία είναι απαράδεκτη γιατί θα ήταν ασύμβατη με την οριοθέτηση του πεδίου των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών που προβλέπονται στην αιτιολογική σκέψη 22 και στο άρθρο 56. Θα πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι η δυνατότητα απαγόρευσης ή περιορισμού των δυνατοτήτων προσφυγής σε ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς σε εθνικό επίπεδο προβλέπεται ρητά από την κοινή θέση στην παράγραφο 1 του άρθρου 56.

    Η τροπολογία 13 σκοπό έχει να θεωρούνται οι κεντρικές υπηρεσίες προμηθειών που έχουν συσταθεί από το κράτος, τις τοπικές ή περιφερειακές αρχές και τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου ως αναθέτουσες αρχές. Η τροπολογία θα είχε ως αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται αναθέτουσα αρχή οποιοσδήποτε οργανισμός, ασχέτως του καθεστώτος του, φτάνει να έχει συσταθεί με σκοπό τη συγκεντρωτική διαχείριση των προμηθειών. Αυτό το στοιχείο θα έπρεπε να προστεθεί στον ορισμό της κεντρικής υπηρεσίας προμηθειών που παρέχεται ήδη στο άρθρο 1 2 σημείο 8, ο οποίος βασίζεται σε δύο στοιχεία: την ιδιότητα της αναθέτουσας αρχής και την αγορά αγαθών και υπηρεσιών που προορίζονται για άλλες αναθέτουσες αρχές. Η τροπολογία θα εισήγαγε μια έκδηλη αντίφαση με τον ορισμό που παρέχεται στο άρθρο 2 1 σημείο α) ο οποίος επιβάλλει προϋποθέσεις για την ιδιότητα της αναθέτουσας αρχής.

    Η τροπολογία 14 αποσκοπεί στην τροποποίηση του ορισμού της έννοιας των "ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων".

    1) Αφενός διευρύνει την έννοια αυτή καταργώντας την προϋπόθεση ότι τα δικαιώματα αυτά πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα "να θίγεται ουσιωδώς η δυνατότητα άλλων φορέων να ασκήσουν τη δραστηριότητα αυτή".

    2) Επιπλέον, περιορίζει την εμβέλεια αυτής της έννοιας εισάγοντας στο διατακτικό μια διευκρίνιση που βρίσκεται στην αιτιολογική σκέψη 25 σύμφωνα με οποία "δεν θεωρούνται αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα εκείνα τα δικαιώματα που παραχωρούνται σε περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων, με βάση κριτήρια αντικειμενικά, αναλογικά και χωρίς διακρίσεις, και τα οποία κριτήρια επιτρέπουν σε κάθε ενδιαφερόμενο που τα πληροί να επωφελείται"

    1) η διεύρυνση του ορισμού δεν είναι αποδεκτή, γιατί έτσι θα υπαχθούν ιδιωτικές επιχειρήσεις στην οδηγία χωρίς αιτιολόγηση.

    2) Το τελευταίο εδάφιο της τροπολογίας το οποίο είναι περιττό, είναι επίσης απαράδεκτο. Εξάλλου, εάν ενσωματωνόταν αυτή η διευκρίνιση στο διατακτικό, θα έπρεπε πολύ περισσότερο να συναχθεί το αντίθετο συμπέρασμα ότι η κοινοτική νομοθεσία θα νομιμοποιούσε δικαιώματα τα οποία έχουν παραχωρηθεί με υποκειμενικά, δυσανάλογα και τα οποία επιβάλλουν διακρίσεις.

    Εκτός από την ορολογική ευθυγράμμιση, που έγινε αποδεκτή από την Επιτροπή, (βλ. Σημείο 4.1.), η τροπολογία 15 σκοπό έχει να εισαγάγει μια διαφορά αντιμετώπισης μεταξύ "ανατιθεμένων κατ' αποκλειστικότητα ταχυδρομικών υπηρεσιών" και "άλλων ταχυδρομικών υπηρεσιών" εξαλείφοντας τη διαφορά που είχε εισαγάγει η κοινή θέση μεταξύ των τελευταίων και των "επικουρικών ταχυδρομικών υπηρεσιών".

    Η τροποποίηση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, επειδή μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετική αντιμετώπιση των ταχυδρομικών φορέων όσον αφορά την παρούσα οδηγία. Πράγματι, οι φορείς που παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες -που αποτελούν μέρος της κατηγορίας των "άλλων ταχυδρομικών υπηρεσιών" -θα μπορούσαν κατά περίπτωση να καλύπτονται από την οδηγία για τους ειδικούς τομείς, ή να μην καλύπτονται ανάλογα με το εάν επίσης ασκούν ή όχι μια δραστηριότητα που περιλαμβάνεται στις "ανατιθέμενες κατ' αποκλειστικότητα ταχυδρομικές υπηρεσίες". Η κοινή θέση είχε κατορθώσει να αντιμετωπίσει με τον ίδιο τρόπο όλες τις ταχυδρομικές δραστηριότητες, είτε έχουν ανατεθεί κατ' αποκλειστικότητα είτε όχι, και να μην εισαγάγει διαφορετική αντιμετώπιση παρά μόνο όσον αφορά τις μη ταχυδρομικές δραστηριότητες ("επικουρικές"). Αυτό δικαιολογείται επειδή οι "ανατιθέμενες κατ' αποκλειστικότητα ταχυδρομικές υπηρεσίες" και οι "άλλες ταχυδρομικές υπηρεσίες" είναι υπηρεσίες της ίδιας φύσης: ανάλογα με την πρόοδο της συνεχιζόμενης ελευθέρωσης του ταχυδρομικού τομέα οι υπηρεσίες θα περάσουν από τον τομέα των ανατιθέμενων κατ' αποκλειστικότητα υπηρεσιών στον τομέα των άλλων υπηρεσιών [2]

    [2] Έτσι, η αντιμετώπιση των ταχυδρομικών αποστολών που έχει ένα βάρος μεταξύ 50 και 100 γραμμαρίων θα είναι "ανατιθέμενη κατ' αποκλειστικότητα ταχυδρομική" μέχρι την πρώτη Ιανουαρίου του 2006 και θα περάσει στην κατηγορία των "άλλων ταχυδρομικών υπηρεσιών" μετά την ημερομηνία αυτή.

    Η τροπολογία 16 εισάγει στο διατακτικό την υποχρέωση, για τις αναθέτουσες αρχές, να τηρούν τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου για όλες τις συμβάσεις συμπεριλαμβανομένων εκείνων που βρίσκονται κάτω από τα κατώτατα όρια εφαρμογής της οδηγίας.

    Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτές οι αρχές, όπως αναγνωρίζεται και από την πάγια νομολογία του δικαστηρίου, ισχύουν για όλες τις δημόσιες συμβάσεις ασχέτως του ύψους τους. Εντούτοις, δεν ενδείκνυται από νομική άποψη η επιβολή σχετικής υποχρέωσης στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, η οποία ισχύει μόνο πάνω από ορισμένα κατώτατα όρια. Όσον αφορά τις συμβάσεις που βρίσκονται κάτω από τα κατώτατα όρια, αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει ανασφάλεια του δικαίου όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και, επομένως, όσον αφορά την εμβέλεια των υποχρεώσεων των διαδικασιών που ορίζει. Εξάλλου όσον αφορά τις συμβάσεις που υπάγονται στην οδηγία, η υπενθύμιση αυτή θα συνέπιπτε με την αιτιολογική σκέψη 9 της κοινής θέσης.

    Η τροπολογία 18 σκοπό έχει να ενισχύσει τις υποχρεώσεις του αναθέτοντος φορέα όσον αφορά την τήρηση της εμπιστευτικότητας των δεδομένων που διαβιβάζουν οι οικονομικοί φορείς, συγκεκριμένα τον κατάλογο των σχετικών πληροφοριών ή εγγράφων διευκρινίζοντας ότι η τήρηση αυτών των υποχρεώσεων επιβάλλεται κατά τη διάρκεια των διαδικασιών ανάθεσης και μετά από αυτές.

    Σε συνέχεια της ευθυγράμμισης μεταξύ των δύο οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις όσον αφορά τις κοινές θέσεις, ένα μέρος της τροπολογίας (ο κατάλογος των σχετικών πληροφοριών ή εγγράφων) έχει ήδη ληφθεί υπόψη. Αντίθετα, ο απόλυτος χαρακτήρας της διάταξης ("κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και μετά την ολοκλήρωσή της") δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Αφενός, η διάταξη αυτή θα μπορούσε να είχε ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση του ανταγωνισμού (μόνον η επιχείρηση που έχει εκπονήσει ένα σχέδιο στο πλαίσιο μιας σύμβασης υπηρεσιών θα είναι σε θέση στη συνέχεια να υλοποιήσει το εν λόγω σχέδιο εφόσον τα σχέδια δεν θα μπορούν να κοινοποιηθούν σε κανέναν άλλο υποψήφιο). Εξάλλου, ενδέχεται να προκύψει μια αντίφαση μεταξύ των υποχρεώσεων διαφάνειας (π.χ. έναντι των οργάνων ελέγχου) και των υποχρεώσεων εμπιστευτικότητας.

    Στη διάταξη η οποία, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, απαγορεύει τις αναφορές "συγκεκριμένη παραγωγή", η τροπολογία 29 1) προσθέτει αναφορές σε ένα συγκεκριμένο παραγωγό ή προμηθευτή. Επιπλέον, 2) καταργεί τον όρο σύμφωνα με τον οποίο η αναφορά σε μια συγκεκριμένη παραγωγή απαγορεύεται μόνο εφόσον "θα είχε ως αποτέλεσμα να εννοούνται ή να αποκλείονται ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένα προϊόντα".

    Αυτή η τροπολογία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή για πολλούς λόγους:

    - η κατάργηση του όρου που αναφέρεται στο 2 και ο οποίος και ο οποίος υπάρχει στο ισχύον δίκαιο θα έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση μιας διευκρίνισης που περιορίζει την εμβέλεια της απαγόρευσης μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες η συγκεκριμένη καταγωγή / η συγκεκριμένη παραγωγή έχει περιοριστικό αποτέλεσμα για τη συμμετοχή στις συμβάσεις. Η κατάργηση αυτή φαίνεται ότι οφείλεται στο φόβο ότι αυτή η διευκρίνιση θα εμπόδιζε τους αναθέτοντες φορείς να απαιτούν διαδικασίες παραγωγής που μπορούν να πραγματοποιηθούν από περιορισμένο αριθμό οικονομικών φορέων (παραδείγματος χάριν προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας ή λιγότερο ρυπογόνα προϊόντα). Ο φόβος αυτός δεν είναι βάσιμος. Αυτό αναγνωρίστηκε, πράγματι, ως νόμιμο με την απόφαση "λεωφορεία του Ελσίνκι" [3].

    [3] Απόφαση του δικαστηρίου της 17.9.2002, Concordia Bus Finland Oy Ab, anciennement Stagecoach Finland Oy Ab κατά Helsingin kaupunki et HKL-Bussiliikenne, υπόθεση C -513/99, συλλ. νομολογίας, 2002 σελίδα Ι -07213.

    - Σχετικά με το σημείο 1): δεδομένου ότι στο άρθρο 34 και στο παράρτημα ΧΧΙ το διατακτικό αναφέρεται ήδη σε "συγκεκριμένη κατασκευή ή προέλευση", σε "ιδιαίτερη μέθοδο κατασκευής" και σε συγκεκριμένη "καταγωγή" ή "παραγωγή" είναι περιττή εξάλλου, η προσθήκη αναφορών σε παραγωγούς ή προμηθευτές.

    - Τέλος, η αποδοχή αυτής της τροπολογίας θα δημιουργούσε έλλειψη συνοχής μεταξύ των δύο οδηγιών δεδομένου ότι μια ουσιαστικά όμοια τροπολογία (αριθ. 90) δεν έγινε αποδεκτή για την άλλη πρόταση οδηγίας για τις δημόσιες συμβάσεις

    Η τροπολογία 35 σκοπό έχει να διευρύνει τις δυνατότητες σύναψης συμβάσεων για σκοπούς έρευνας, δοκιμών ή ανάπτυξης χωρίς διαγωνισμό καταργώντας όρους που προβλέπονται στο ισχύον δίκαιο, σύμφωνα με τους οποίους αυτές οι συμβάσεις δεν μπορούν "να συναφθούν με σκοπό την εξασφάλιση κέρδους ή την ανάκτηση των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης και στο βαθμό που η σύναψη μιας τέτοιας σύμβασης δεν θίγει την προκήρυξη διαγωνισμού για τις επόμενες συμβάσεις που θα επιδιώκουν, ιδίως, αυτούς τους σκοπούς".

    Με την κατάργηση των όρων αυτών, η τροπολογία θα είχε ως αποτέλεσμα την εξαίρεση από την υποχρέωση προκήρυξης διαγωνισμού των συμβάσεων που τώρα υπόκεινται στην υποχρέωση αυτή, θέτοντας έτσι υπό αμφισβήτηση το "κοινοτικό κεκτημένο". Επιπλέον, η τροπολογία θα μπορούσε να δημιουργήσει αγορές αποκλειστικής προσφοράς για πολύ μεγάλες περιόδους, δεδομένου ότι η εφαρμογή αυτής της εξαίρεσης θα μπορούσε εύκολα να συνοδεύεται από τη χρήση μιας άλλης εξαίρεσης προβάλλοντας τεχνικούς λόγους (παραδείγματος χάριν διαλειτουργικότητας) για τη συνέχιση της ανάθεσης συμβάσεων στον εργολήπτη της αρχικής σύμβασης έρευνας. Επομένως, η τροπολογία δεν γίνεται δεκτή.

    Η τροπολογία 39 απαιτεί τη χρησιμοποίηση προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής κατά την έννοια της οδηγίας 1999/93/ΕΚ καθώς και αξιόπιστα μέτρα ασφάλειας για να μπορούν να γίνουν αποδεκτές οι προσφορές που υποβάλλονται με ηλεκτρονικά μέσα.

    Σύμφωνα με την αιτιολογία της, η τροπολογία αποσκοπεί στην "κατάλληλη προστασία των δεδομένων" κατά την υποβολή προσφοράς δι' ηλεκτρονικής οδού.

    Ο κύριος επιδιωκόμενος στόχος φαίνεται ότι είναι η εξασφάλιση της εγγύησης ότι θα είναι δυνατό να ανιχνευθούν τροποποιήσεις που γίνονται στις προσφορές μετά από την υποβολή τους και επομένως να είναι δυνατή η ανασύσταση του αρχικού περιεχομένου τους, καθώς και η εγγύηση ότι μόνο τα εξουσιοδοτημένα άτομα θα μπορούσαν να λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των προσφορών.

    Στην προοπτική αυτή, η τροπολογία είναι περιττή και θα μπορούσε αντίθετα να αποτελέσει ανασχετικό παράγοντα για την προσαρμογή της οδηγίας στην τεχνική πρόοδο δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα τεχνικά μέσα για να εξασφαλισθεί η ασφάλεια των προσφορών από την παραλαβή τους, σύμφωνα με το παράρτημα ΧΧΙΙΙ. Με άλλα λόγια, η ακεραιότητα των δεδομένων μπορεί να διασφαλιστεί με άλλα τεχνικά ή οργανωτικά μέσα εκτός από τις προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές. Δεδομένης της ταχύρυθμης εξέλιξης της τεχνολογίας στον τομέα αυτό, η αποδοχή της τροπολογίας θα είχε ως συνέπεια την υποχρέωση τροποποίησης της οδηγίας για να λαμβάνεται υπόψη η τεχνική πρόοδος.

    Εντούτοις, η τροπολογία θα μπορούσε επίσης να έχει ως στόχο να διασφαλίσει τη βεβαιότητα της αναγνώρισης της ταυτότητας του συντάκτη της προσφοράς, από το στάδιο της προσφοράς των προσφορών. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η υποχρέωση αυτή δεν επιβάλλεται στο κοινοτικό επίπεδο για τις "παραδοσιακές" (μη ηλεκτρονικές) προσφορές και ότι η χρήση ενός ηλεκτρονικού μέσου διαβίβασης δεν συνεπάγεται τέτοια απαίτηση. Εντούτοις, εάν ένας αναθέτων φορέας -για λόγους ασφαλείας του δικαίου- απαιτεί τέτοιο επίπεδο αναγνώρισης της ταυτότητας πιστοποίησης της γνησιότητας σε περίπτωση ηλεκτρονικών υπογραφών, η οδηγία του παρέχει ήδη τη δυνατότητα να το κάνει. Πράγματι, η κοινή θέση αναφέρει ρητώς στην αιτιολογική σκέψη 47 ότι εφαρμόζεται η οδηγία 1999/93/ΕΚ. Στη σημερινή κατάσταση, αυτό σημαίνει ότι η ενδεχόμενη απαίτηση δυνατότητας βέβαιης αναγνώρισης της ταυτότητας του υποψηφίου και της προσφοράς του μπορεί να ικανοποιηθεί με παραπομπή στο εθνικό δίκαιο που μεταφέρει την οδηγία 1999/93/ΕΚ. αυτή εγγυάται ότι μόνο η προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ικανοποιηθούν αυτές οι απαιτήσεις.

    Η τροπολογία 40 σκοπό έχει να επιβάλει την προσφυγή σε διαπιστευμένο τρίτο οργανισμό για τη διασφάλιση του απορρήτου των πληροφοριών που διαβιβάζονται από τους ενδιαφέροντες.

    Η εμπιστευτικότητα των δεδομένων που διαβιβάζουν οι προσφέροντες φαίνεται ότι διασφαλίζεται επαρκώς με βάση τις διατάξεις που προβλέπονται στο παράρτημα ΧΧΙΙΙ

    Εξάλλου, η επιβολή διαπίστευσης στους οργανισμούς πιστοποίησης θα μπορούσε να δημιουργήσει στρεβλώσεις λόγω των ανισοτήτων μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την πιστοποίηση.

    Η τροπολογία 41 σκοπό έχει, αφενός, να διευκρινίσει ότι οι αναθέτοντες φορείς υποχρεούνται να πληροφορούν τους οικονομικούς φορείς όσον αφορά τις αποφάσεις τους σχετικά με την προεπιλογή εντός προθεσμίας δύο μηνών. Προσθέτει εξάλλου την υποχρέωση των αναθετόντων φορέων να πληροφορούν τους αιτούντες προεπιλογή μέσα σε ένα μήνα από την κατάθεση μετά της αίτησης, αν η απόφαση χρειαστεί περισσότερους από δύο μήνες.

    Εφόσον η τροπολογία αποσκοπούσε στο να υποχρεώσει τους αναθέτοντες φορείς να ολοκληρώνουν την αξιολόγηση μιας αίτησης προεπιλογής σε ανώτατη προθεσμία δύο μηνών, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, δεδομένου ότι τα συστήματα προεπιλογής καθιερώθηκαν στην οδηγία αυτή, μεταξύ άλλων, για να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι αναθέτοντες φορείς έχουν ανάγκες για άκρως πολύπλοκους βιομηχανικούς εξοπλισμούς (τροχαίο υλικό σιδηροδρόμων, για παράδειγμα), για την τεχνική αξιολόγηση των οποίων ενδέχεται να απαιτούνται μακρόχρονες περίοδοι δοκιμών, αναλύσεων κ.λπ. . Η τροπολογία είναι, εξάλλου, αντιφατική, γιατί αφενός αναφέρεται σε "ανώτατη" προθεσμία για τη λήψη των αποφάσεων, ενώ αφετέρου προβλέπει ότι η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί. Το δεύτερο μέρος της τροπολογίας είναι επίσης απαράδεκτο, γιατί η πολυπλοκότητα των εξοπλισμών και οι απαραίτητες δοκιμές ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα ότι οι αναθέτοντες φορείς δεν θα γνωρίζουν σε ένα μήνα αν είναι ή όχι δυνατό να λάβουν απόφαση εντός 2 μηνών.

    Η τροπολογία 50, όσον αφορά το κριτήριο ανάθεσης σύμφωνα με την "πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά", σκοπό έχει:

    1) να καταργήσει το μέρος της φράσης "για τους αναθέτοντες φορείς".

    2) να καταργήσει τη διευκρίνιση ότι πρέπει να πρόκειται για την πλέον συμφέρουσα "από οικονομική άποψη" προσφορά.

    3) να αλλάξει το "που δικαιολογούνται από το αντικείμενο της συγκεκριμένης σύμβασης" σε "συνδεδεμένα με το αντικείμενο της συγκεκριμένης σύμβασης".

    4) να προσθέσει το συνυπολογισμό των μεθόδων παραγωγής.

    5) να προσθέσει "την πολιτική του προσφέροντος όσον αφορά την ίση μεταχείριση".

    Σχετικά με το σημείο 1): η κατάργηση των λέξεων "για τους αναθέτοντες φορείς" θα επέτρεπε το συνυπολογισμό ασαφών στοιχείων, συχνά μη μετρήσιμων, σε σχέση με ένα ενδεχόμενο όφελος για "την κοινωνία" κατά την ευρεία έννοια. Τέτοια κριτήρια ανάθεσης δεν θα πληρούσαν πλέον τη λειτουργία τους που είναι να επιτρέπουν την αξιολόγηση των εγγενών ιδιοτήτων των προσφορών για να προσδιοριστεί η προσφορά που προσφέρει την καλύτερη σχέση ποιότητας/τιμής για τον αγοραστή. Αυτό θα αποτελούσε ανατροπή ως προς το στόχο που καθορίζεται στις οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις και θα προκαλούσε επίσης σοβαρούς κινδύνους άνισης μεταχείρισης.

    Σχετικά με το σημείο 2): Αυτοί οι κίνδυνοι θα ενισχυθούν σημαντικά αν ληφθεί υπόψη αυτό το μέρος της τροπολογίας. Θα αποτελούσε εξάλλου θεμελιώδη τροποποίηση της συνολικής φιλοσοφίας του σημερινού κοινοτικού συντονισμού, της πρότασης οδηγίας της Επιτροπής αλλά και των δημόσιων συμβάσεων γενικά, των οποίων θα μηδενιζόταν η δημοσιονομική λειτουργία. Εξάλλου, αυτό το τμήμα της τροπολογίας θα προκαλούσε σημαντική έλλειψη συνοχής μεταξύ των δύο οδηγιών.

    Ως προς το σημείο 3): αυτό το μέρος της τροπολογίας σκοπό έχει να διασφαλίσει ότι η νέα οδηγία θα προσφέρει τις ίδιες δυνατότητες συνυπολογισμού ορισμένων κριτηρίων με αυτές που προσφέρει σήμερα το ισχύον δίκαιο, όπως ερμηνεύεται από το δικαστήριο στην απόφαση "λεωφορεία του Ελσίνκι". Η τροπολογία αυτή είναι περιττή εφόσον η κοινή θέση με το συνδυασμό του άρθρου 55 και της αιτιολογικής σκέψης (54) περιλαμβάνει ήδη τις απαραίτητες αποσαφηνίσεις και εγγυήσεις για το θέμα αυτό.

    Ως προς το σημείο 4): οι μέθοδοι παραγωγής εντάσσονται στον ευρύτερο ορισμό των "περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών" που περιλαμβάνονται σαφώς κριτήρια που παρέχονται ως παράδειγμα. Πράγματι, εφόσον οι μέθοδοι παραγωγής αναγνωρίζονται στο παράρτημα ΧΧΙ ως πιθανές τεχνικές προδιαγραφές, τίποτα δεν εμποδίζει να μπορούν αυτές οι ίδιες προδιαγραφές να αποτελούν κριτήρια ανάθεσης. Θα ήταν επομένως πλεονασμός να αναφέρονται ρητώς στα παραδείγματα των κριτηρίων τα οποία, επιπλέον, δεν είναι διεξοδικά.

    Ως προς το σημείο 5): ο συνυπολογισμός ζητημάτων που δεν συνδέονται με το αντικείμενο της σύμβασης, όπως η πολιτική ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων, θα αλλοίωνε την ουσία της οδηγίας για τις δημόσιες συμβάσεις, αντικείμενο της οποίας είναι να εγγυάται "υγιείς" δημόσιες δαπάνες και να εγγυάται την ισότητα της πρόσβασης στις δημόσιες συμβάσεις και θα τη μετέτρεπε σε αποκλειστικό όργανο άλλων πολιτικών. Πράγματι, η πολιτική ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων δεν επιτρέπει την αξιολόγηση της ποιότητας της προσφοράς για να προσδιοριστεί η καλύτερη ποιότητας/τιμής, αλλά έχει σκοπό να παρέχει προτίμηση σε μια "κοινωνικά υπεύθυνη" επιχείρηση, και επομένως να αναθέτει τις συμβάσεις σε επιχειρήσεις των οποίων η προσφορά δεν θα είναι υποχρεωτικά αυτή που παρουσιάζει την καλύτερη σχέση ποιότητας/τιμής.

    Οι τροπολογίες 53 και 56 αφορούν το άρθρο 59. Αυτή η διάταξη, που σήμερα ισχύει για τις συμβάσεις υπηρεσιών, αφορά ενδεχόμενες δυσκολίες πρόσβασης των οικονομικών φορέων της Ευρώπης στις αγορές υπηρεσιών τρίτων χωρών. Η διάταξη επιβάλλει στην Επιτροπή να καταβάλει προσπάθεια να επιλύει τα προβλήματα τα σχετικά με την πρόσβαση στις αγορές τρίτων χωρών. Η τροπολογία θα είχε ως αποτέλεσμα να επεκτείνει, αφενός τις ισχύουσες διατάξεις στα τρία είδη συμβάσεων και θα εισήγαγε, αφετέρου, την υποχρέωση παρέμβασης σε περίπτωση ενδεχόμενης μη τήρησης ορισμένων συμβάσεων ΔΟΕ από τις τρίτες χώρες.

    Η επέκταση στις συμβάσεις προμηθειών και έργων των υφισταμένων υποχρεώσεων επέμβασης δεν είναι αιτιολογημένη. Πράγματι, γι' αυτά τα είδη συμβάσεων υπάρχουν άλλα μέσα υπάρχουν, είτε στην παρούσα οδηγία (βλ. π.χ. το άρθρο 58), είτε στο πλαίσιο διμερών ή πολυμερών συμφωνιών ή διαπραγματεύσεων. Επομένως, αυτή η πτυχή της τροπολογίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

    Όσον αφορά τη νέα περίπτωση παρέμβασης, μια οδηγία για τις δημόσιες συμβάσεις δεν είναι το κατάλληλο όργανο για την εισαγωγή υποχρέωση εποπτείας από την Επιτροπή της τήρησης του διεθνούς δικαίου εργασίας εκ μέρους των τρίτων χωρών.

    Η τροπολογία 55 θα εισήγαγε ένα νομικό τεκμήριο ελεύθερης πρόσβασης στο σιδηροδρομικών τομέα σε περίπτωση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και ορθής εφαρμογής της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων [4], 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου της 19ης Ιουνίου 1995, σχετικά με τις άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις [5], 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2001 σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και της χρέωσης για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφαλείας [6]. Η τροπολογία συνδέεται τη διαδικασία αποκλεισμού που προβλέπεται στο άρθρο 30.

    [4] ΕΕ L 237 της 24.8.1991, σ. 25. Οδηγία που τροποποιήθηκε τελευταία φορά με την οδηγία 2001/12/ΕΚ, ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 1.

    [5] ΕΕ L 143 της 27.6.1995, σ. 70. Οδηγία που τροποποιήθηκε τελευταία φορά με την οδηγία 2001/13/ΕΚ, ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 26.

    [6] ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 29

    Αυτό το πακέτο οδηγιών το σχετικό με τους σιδηροδρόμους δεν αποτελεί, στην παρούσα φάση, ελευθέρωση υπό την έννοια των άλλων οδηγιών που αναφέρονται στο παράρτημα ΧΙ. Είναι εξάλλου πρόωρη η εισαγωγή από τώρα ενός νομικού τεκμηρίου ελεύθερης πρόσβασης, δεδομένου ότι άλλα μέτρα είναι υπό συζήτηση για να ολοκληρωθεί το άνοιγμα των μεταφορών φορτίων μέχρι το 2008.

    Η τροπολογία 54, που αφορά μια συγκεκριμένη γερμανική κατάσταση, θα εισήγαγε ένα νομικό τεκμήριο ελεύθερης πρόσβασης σε δραστηριότητες εξερεύνησης και εξόρυξης άνθρακα ή άλλων στερεών καυσίμων στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος θα εφάρμοζε προαιρετικά στον τομέα του άνθρακα μια οδηγία (94/22/ΕΚ) σχετικά με τις άδειες στον τομέα των υδρογονανθράκων. Η τροπολογία αυτή συνδέεται με τη διαδικασία αποκλεισμού που προβλέπεται στο άρθρο 30.

    Η εισαγωγή ενός νομικού τεκμηρίου που συνδέεται με την προαιρετική εφαρμογή μιας κοινοτικής οδηγίας πέραν του δικού της πεδίου εφαρμογής δημιουργεί προβλήματα ασφαλείας του δικαίου και δεν λαμβάνει υπόψη τις διαφορές μεταξύ του τομέα των υδρογονανθράκων και του τομέα των ανθράκων και των άλλων στερεών καυσίμων. Μια τέτοια προαιρετική εφαρμογή δεν μπορεί ωστόσο να αγνοηθεί. Εξάλλου, σε συνέχεια της πρώτης ανάγνωσης η κοινή θέση περιέχει ήδη μια αιτιολογική σκέψη (40) που στόχο έχει να αποσαφηνίσει ότι μια τέτοια προαιρετική εφαρμογή αποτελεί γεγονός το οποίο θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς του άρθρου 30 της οδηγίας.

    5. Συμπέρασμα

    Σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή τροποποιεί την πρότασή της όπως ορίζεται ανωτέρω.

    Top