EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52003DC0571

Έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο για τις εξελίξεις στον τομέα του λυκίσκου (κατ'εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 18 παρ. 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1696/71 του Συμβουλίου περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του λυκίσκου)

/* COM/2003/0571 τελικό */

52003DC0571

Έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο για τις εξελίξεις στον τομέα του λυκίσκου (κατ'εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 18 παρ. 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1696/71 του Συμβουλίου περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του λυκίσκου) /* COM/2003/0571 τελικό */


ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ για τις εξελίξεις στον τομέα του λυκίσκου (κατ'εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 18 παρ. 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1696/71 του Συμβουλίου περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του λυκίσκου)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Εισαγωγη

1. Η διαρθρωση των κανονιστικων ρυθμισεων για την ΚΟΑ λυκισκου

1.1. Ενίσχυση στην παραγωγή.

1.2. Οι ομάδες παραγωγών.

1.3. Ειδικά μέτρα.

1.4. Το σύστημα πιστοποίησης του προϊόντος.

1.5. Το καθεστώς των συναλλαγών με τρίτες χώρες.

1.6. Οι δημοσιονομικές πτυχές

2. Γενικη αποψη του τομεα

2.1 Η παραγωγή του λυκίσκου σε παγκόσμιο επίπεδο.

2.2 Η παραγωγή λυκίσκου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

2.2.1 Οι εκτάσεις.

2.2.2 Η παραγωγή.

2.2.3 Οι αποδόσεις

2.2.4 Η διάρθρωση της παραγωγής.

2.2.5 Κόστος και έσοδα παραγωγής.

2.2.6 Ομάδες καλλιεργούμενων ποικιλιών.

3. Η κατάσταση της αγοράς

3.1 Η εμπορία

3.2 Οι τιμές

3.3 Τα αποθέματα των παραγωγών

3.4 Η εξέλιξη των συναλλαγών.

4. Οι προοπτικές σε σχέση με την ένταξη.

5. Εκτιμησεισ

5.1 Λειτουργία της αγοράς

5.2 Λειτουργία της ΚΟΑ

6. Συμπεράσματα.

Παραρτημα I - Ιστορικό της ΚΟΑ (1971 - 1997)

1. Τα πρωτα 20 χρονια τησ κοα.

1.1 Ενίσχυση στην παραγωγή

1.2. Ενίσχυση για αναδιάρθρωση των ποικιλιών

1.3. Διαδικασία πιστοποίησης

1.4. Ομάδες παραγωγών

1.5. Διατάξεις σχετικές με τις συναλλαγές με τις τρίτες χώρες

2. Οι προσαρμογες του 1992.

Παραρτημα II - Λυκίσκος: τεχνικό δελτίο

Παραρτηματα III - Στατιστικοί πίνακες

Εισαγωγη

Το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1696/71 [1] περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του λυκίσκου προβλέπει ότι η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο - πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2003 - έκθεση αξιολόγησης του τομέα, συνοδευόμενη, εφόσον συντρέχει περίπτωση, από προτάσεις για το μέλλον. Αντικείμενο της παρούσας έκθεσης είναι η εν λόγω αξιολόγηση. Στο παράρτημα Ι παρατίθεται η ιστορική εξέλιξη της ΚΟΑ ενώ το παράρτημα ΙΙ περιλαμβάνει ένα τεχνικό δελτίο για τον λυκίσκο.

[1] ΕΕ L 175 της 4.8.1971, σελ. 1. Κανονισμός που τελευταία τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1514/2001 (ΕΕ L 201 της 26.7.2001, σελ. 8).

1. Η διαρθρωση των κανονιστικων ρυθμισεων για την ΚΟΑ λυκισκου

Η εν ισχύι σήμερα ΚΟΑ είναι αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης του 1997 [2].

[2] Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1554/97 του Συμβουλίου (ΕΕ L 208 της 2.8.1997, σελ. 1).

Στόχοι προτεραιότητας της εν λόγω μεταρρύθμισης ήταν να καταστούν οι ρυθμίσεις πιο συνεκτικές και ευέλικτες σε σχέση με τη δυναμική της αγοράς και τις λειτουργικές απαιτήσεις της σχετικής βιομηχανίας όπως και να απλουστευτούν από διοικητικής πλευράς.

1.1 Ενίσχυση στην παραγωγή

Ακρογωνιαίος λίθος της ΚΟΑ είναι η ενίσχυση στην παραγωγή που έχει καθοριστεί για χρονική περίοδο 5 ετών και είναι μία και μόνη για όλες τις ποικιλίες. Το 2001, το καθεστώς ενίσχυσης στην αγορά παρατάθηκε για χρονική περίοδο 3 ετών (συμπεριλαμβανομένης και της συγκομιδής του 2003).

Η εν λόγω κατ' αποκοπή ενίσχυση έχει καθοριστεί στα 480 EUR/ha από τη συγκομιδή του 1996, και έκτοτε παραμένει σταθερή. Σήμερα, αντιστοιχεί σε ποσοστό περίπου 8 % των μέσων ακαθάριστων εσόδων του παραγωγού.

Για να μπορέσουν να επωφεληθούν από το καθεστώς ενίσχυσης, οι παραγωγοί λυκίσκου υποχρεούνται να δηλώνουν τις καλλιεργούμενες εκτάσεις το αργότερο μέχρι τις 31 Μαΐου του έτους συγκομιδής (παρέκκλιση για το ΗΒ: 30 Ιουνίου) και να υποβάλουν την αίτηση ενίσχυσης, μέσω της ομάδας παραγωγών, το αργότερο μέχρι τις 31 Οκτωβρίου του έτους συγκομιδής.

Προβλέπεται η διενέργεια ελέγχων που εντάσσονται στο πλαίσιο του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου.

Σε περίπτωση διαταραχής της αγοράς, η ενίσχυση μπορεί να προσαρμοστεί ή να χορηγηθεί για μέρος μόνον των καλλιεργούμενων εκτάσεων, με απόφαση του Συμβουλίου κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής.

1.2 Οι ομάδες παραγωγών

Με τη μεταρρύθμιση του 1997, ο ρόλος των ομάδων παραγωγών ενισχύθηκε με στόχο, κυρίως, να ενθαρρυνθεί η ποιοτική προσαρμογή της παραγωγής στις εξελίξεις της αγοράς.

Ο ρόλος των ομάδων παραγωγών στρέφεται γύρω από δύο κύριους άξονες:

1. Η εμπορία του προϊόντος διασφαλίζεται από τις ομάδες των παραγωγών. Έχει, ωστόσο, δοθεί στις ομάδες η δυνατότητα να επιτρέπουν στα μέλη τους να εμπορεύονται οι ίδιοι ένα μέρος της παραγωγής τους. Στην περίπτωση αυτή, η ομάδα έχει το δικαίωμα επιτήρησης του επιπέδου των τιμών πώλησης. Σε περίπτωση διαφωνίας για τις προτεινόμενες τιμές, η ομάδα παραγωγών υποχρεούται να επαναλάβει την προσφορά σε υψηλότερη τιμή και να βρει καινούργιο αγοραστή.

Πληροφοριακά, έχει ενδιαφέρον να αναφέρουμε το εθνικό σύστημα διαχείρισης συμβάσεων που δημιουργήθηκε σε επίπεδο ομάδων γερμανών παραγωγών με στόχο να ενθαρρυνθεί η ποιοτική παραγωγή.

Ο αγοραστής καταβάλλει στην ομάδα ένα καθορισμένο ποσό της τιμής την οποία συμφώνησε με τον παραγωγό. Βάσει ανάλυσης ποιότητας που διενεργεί η ομάδα μέσω ενός ανεξάρτητου οργανισμού, μέρος αυτού του ποσού καταβάλλεται στον παραγωγό βάσει ενός συστήματος Bonus/Malus (θετικών και αρνητικών μορίων). Έχουν καθιερωθεί παράμετροι ανάλογα με την περιεκτικότητα σε νερό, το ποσοστό των φύλλων, των μίσχων, της φύρας, το ποσοστό φύλλων κάλυψης των κώνων και της περιεκτικότητας σε α-οξύ.

2. Ένα πακέτο διαρθρωτικών μέτρων χρηματοδοτείται από κρατήσεις διενεργούμενες στην ενίσχυση στην παραγωγή, που μπορεί να φθάσουν μέχρι το πολύ 20 % [3]. Η διαχείριση των πόρων αυτών διασφαλίζεται στο επίπεδο της ομάδας.

[3] Είναι υποχρεωτικά 20 % στη Γερμανία λόγω του ότι οι ομάδες παραγωγών δεν θέτουν σε εμπορία το σύνολο της παραγωγής των μελών τους. Στα υπόλοιπα κράτη μέλη, με εξαίρεση τη Γαλλία, αυτές οι διενεργούμενες κρατήσεις στην ενίσχυση της παραγωγής είναι κατώτερες του 20 % και ποικίλλουν από έτος σε έτος ανάλογα με τις ανάγκες. Η Γαλλία δεν εφαρμόζει αυτές τις κρατήσεις στην ενίσχυση, η οποία καταβάλλεται στους παραγωγούς στο ακέραιο.

Πρόκειται κυρίως για δράσεις στήριξης της αναδιάρθρωσης των ποικιλιών, εξορθολογισμού και εκμηχανισμού της καλλιέργειας, και κυρίως της συγκομιδής, υιοθέτησης κοινών μεθόδων παραγωγής (τεχνικές καλλιέργειας, λιπάσματα, ποικιλίες, ...), δράσεων διάθεσης στο εμπόριο και συνοδευτικών μέτρων για την αγορά, βελτίωσης της ποιότητας και ερευνητικών δράσεων. Το μέρος αυτό της ενίσχυσης μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για ενδυνάμωση της στήριξης των μέτρων που αφορούν την αγρανάπαυση και την εκρίζωση.

1.3 Ειδικά μέτρα

Το 1998, ο τομέας του λυκίσκου αντιμετώπισε έντονη αναντιστοιχία μεταξύ παραγωγής και πραγματικών αναγκών της αγοράς από άποψη ποσότητας αλλά και ποιότητας του προϊόντος. Κατέστη έτσι αναγκαία η προσαρμογή της παραγωγής μέσω επιλεκτικής μείωσης των καλλιεργούμενων εκτάσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Για διάστημα 5 ετών [4] (1998-2002), εφαρμόστηκαν ειδικά προσωρινά μέτρα, τα οποία εν συνεχεία παρατάθηκαν μέχρι και τη συγκομιδή του 2003.

[4] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1098/98 του Συμβουλίου (ΕΕ L 157 της 30.5.1998, σελ. 7).

Τα μέτρα αυτά αφορούν την προσωρινή αγρανάπαυση και την εκρίζωση των καλλιεργειών και έχουν ως στόχο τη μείωση της παραγωγής μέσω μείωσης των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Είναι προαιρετικά για το κράτος μέλος και την ομάδα παραγωγών ενώ η συμμετοχή των μεμονωμένων παραγωγών είναι εθελούσια.

Το μέτρο για την αγρανάπαυση έχει ετήσιο χαρακτήρα, έτσι λοιπόν, κάθε χρόνο, βάσει της κατάστασης στην αγορά και των προοπτικών της, αποφασίζεται είτε να διατηρηθεί η αγρανάπαυση είτε να επαναληφθεί η παραγωγή του λυκίσκου. Το μέτρο αυτό επιτρέπει επίσης την ποιοτική αναπροσαρμογή της προσφοράς, στο βαθμό που η αγρανάπαυση μπορεί να πραγματοποιηθεί με επιλεκτικό τρόπο ανάλογα με την ποικιλία.

Η εκρίζωση συνεπάγεται την υποχρέωση να μην ξανακαλλιεργηθεί λυκίσκος στην έκταση που επωφελείται του μέτρου, μέχρι το τέλος του 2003.

Στο πλαίσιο αυτών των δύο μέτρων, για τις εκτάσεις που τίθενται υπό καθεστώς αγρανάπαυσης ή εκρίζωσης δίνεται αντισταθμιστικό ποσό ύψους 480 EUR/ha, ποσό δηλαδή ίσο με την ενίσχυση στην παραγωγή. Πρέπει ωστόσο να τηρηθούν ορισμένες συνθήκες ορθής γεωργικής πρακτικής, κυρίως για τη διατήρηση των εκτάσεων που έχουν τεθεί σε αγρανάπαυση.

1.4 Το σύστημα πιστοποίησης του προϊόντος

Η ΚΟΑ προβλέπει ότι, για να μπορεί να διατεθεί στο εμπόριο, ο λυκίσκος υπόκειται σε διαδικασία πιστοποίησης, η οποία συνιστά απόδειξη ότι τηρήθηκαν οι ελάχιστοι κανόνες ποιότητας.

Το καθεστώς πιστοποίησης της ποιότητας παρέχει επίσης πληροφορίες για την προέλευση του προϊόντος και το έτος παραγωγής. Η πιστοποίηση πρέπει να πραγματοποιείται πριν από οποιαδήποτε μεταποίηση και πριν από τις 31 Μαρτίου του έτους που έπεται εκείνου της συγκομιδής. Η πιστοποίηση συνοδεύει το λυκίσκο και τα παράγωγα προϊόντα του σε όλη την πορεία παραγωγής και εμπορίας μέχρι το τελικό στάδιο της ζυθοποιίας.

Η πιστοποίηση εφαρμόζεται επίσης και στο εισαγόμενο προϊόν με τη μορφή κανόνων ισοδυναμίας.

1.5 Το καθεστώς των συναλλαγών με τρίτες χώρες

Οι εισαγωγές λυκίσκου από τρίτες χώρες εφαρμόζονται τελωνειακοί δασμοί κατ' αξία προϊόντος και μέτρα διασφάλισης σε περίπτωση διαταραχής της αγοράς.

Οι εξαγωγές δεν αποτελούν αντικείμενο κανενός μέτρου.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο λυκίσκος και τα προϊόντα λυκίσκου δεν μπορούν να εισαχθούν ή να εξαχθούν εκτός αν παρουσιάζουν ποιοτικά χαρακτηριστικά τουλάχιστον ισοδύναμα με αυτά που έχουν οριστεί για το λυκίσκο και τα προϊόντα του που συλλέγονται και υποβάλλονται σε επεξεργασία στην Κοινότητα, αποτελώντας αντικείμενο διαδικασίας πιστοποίησης. Η εγγύηση ποιότητας για τον εισαγόμενο λυκίσκο παρέχεται μέσω της βεβαίωσης ισοδυναμίας που χορηγούν οι αρμόδιες υπηρεσίες των τρίτων χωρών.

1.6 Οι δημοσιονομικές πτυχές

Οι σχετικές με την ΚΟΑ δημοσιονομικές δαπάνες για το λυκίσκο παρουσιάζουν την ακόλουθη εξέλιξη:

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Ο προϋπολογισμός λοιπόν για το λυκίσκο, μετά τη μεταρρύθμιση του 1997, χαρακτηρίζεται από σταθερότητα σε επίπεδο των δαπανών, παρά τη μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι οι εκτάσεις που υπήρξαν αντικείμενο των ειδικών μέτρων αγρανάπαυσης και/ή εκρίζωσης λαμβάνουν επιχορηγήσεις ισοδύναμες με αυτές που χορηγούνται στις καλλιεργούμενες εκτάσεις.

2. Γενικη αποψη του τομεα

2.1 Η παραγωγή του λυκίσκου σε παγκόσμιο επίπεδο

Η μέση παγκόσμια παραγωγή κώνων λυκίσκου για το διάστημα 2000-2002 ανήλθε σε 97 125 τόνους. Σε σχέση με το διάστημα 1995-1997, παρουσιάζει μείωση 25 467 τόνων, ήτοι 21 % (βλ. πίνακα 1 B).

Κατά τις ίδιες αυτές περιόδους, οι παγκοσμίως καλλιεργούμενες εκτάσεις με λυκίσκο μειώθηκαν κατά 26 % (βλ. πίνακα 1 A).

Η Ευρωπαϊκή Ένωση των δεκαπέντε είναι ο πρώτος παγκόσμιος παραγωγός με παραγωγή ίση με το 40 % της παγκόσμιας παραγωγής. Με την προσεχή διεύρυνση, η παραγωγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα αντιπροσωπεύει πάνω από το μισό της παγκόσμιας παραγωγής.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο δεύτερος μεγάλος παγκόσμιος παραγωγός με το 27 % της παραγωγής. Οι εκτάσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες μειώθηκαν κατά 22 % μεταξύ 1995-1997 και 2000-2002 (Ε.Ε.: -17 %). Η αμερικανική παραγωγή κώνων λυκίσκου σημείωσε, μεταξύ των ίδιων περιόδων, μείωση κατά 16 % (Ε.Ε.: -15 %).

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, προτιμούν την καλλιέργεια ποικιλιών πλούσιων σε α-οξύ, με ορισμένες ποικιλίες να παράγουν έως και 15 % α-οξύ.

Η Κίνα είναι ο τρίτος παραγωγός σε παγκόσμιο επίπεδο με παραγωγή που σήμερα ανέρχεται στο 14 % της παγκόσμιας παραγωγής. Σύμφωνα με διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία, οι μέσες ποσότητες που παρήχθησαν στη Κίνα το διάστημα 2000-2002 μειώθηκαν κατά 9 % σε σχέση με το διάστημα 1995-1997. Έτσι, η εν λόγω χώρα, η οποία ανοίγεται όλο και περισσότερο στο παγκόσμιο εμπόριο διαθέτει μεγάλες δυνατότητες επέκτασης της παραγωγής της.

Διάγραμμα 2.1.a: Κατανομή της παγκόσμιας παραγωγής λυκίσκου το 2002

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή: Επεξεργασία από τη ΓΔ AGRI βάσει στοιχείων της IHGC (International Hop Growers Convention)

Διάγραμμα 2.1.β: Εξέλιξη της παγκόσμιας παραγωγής λυκίσκου

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή: Επεξεργασία από τη DGAGRI βάσει στοιχείων της IHGC (International Hop Growers Convention)

2.2 Η παραγωγή λυκίσκου στην Ευρωπαϊκή Ένωση

2.2.1 Οι εκτάσεις

Το εμβαδόν των καλλιεργούμενων με λυκίσκο εκτάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση μειώθηκε, μεταξύ 1995-1997 και 2000-2002, κατά 4 576 εκτάρια (ha), ήτοι 17 %.

Η καλλιέργεια λυκίσκου βρίσκεται σε ύφεση σε όλα τα κράτη μέλη παραγωγούς, με εξαίρεση τη Γαλλία. Η εν λόγω μείωση της καλλιέργειας είναι ιδιαίτερα έντονη στην Ιρλανδία, στην Πορτογαλία και κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο (-43 %) (βλ. πίνακα 1 A).

Στο πλαίσιο των ειδικών προσωρινών μέτρων, πέντε κράτη μέλη εφάρμοσαν τα μέτρα και της αγρανάπαυσης και της εκρίζωσης, συγκεκριμένα: το Βέλγιο, η Γερμανία, η Αυστρία, η Πορτογαλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Όσο αφορά την εκρίζωση, στο τέλος του 5ου έτους του προγράμματος (τέλος του 2002) είχαν εκριζωθεί 2 879 ha. Λαμβάνοντας υπόψη τις προβλέψεις για το 2003, το σύνολο αναμένεται να ανέλθει σε 3 224 ha (ήτοι μείωση κατά 12 %) σε σχέση με το 1997. Πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη και οι εκτός προγράμματος εκριζωμένες εκτάσεις που φτάνουν τα + 1 454 ha.

Όσο αφορά την αγρανάπαυση, παρατηρούνται μεγάλες διακυμάνσεις από έτος σε έτος, πράγμα που προσέδωσε ένα χαρακτήρα μεγάλης ευελιξίας στο δυναμικό παραγωγής. Ωστόσο, οι υπόψη εκτάσεις είναι σχετικά περιορισμένες. Στο πρώτο έτος εφαρμογής του εν λόγω καθεστώτος το 1998, οι εκτάσεις σε αγρανάπαυση ανήλθαν σε 1 393 ha, ήτοι το 5 % των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Στη συνέχεια, έφτασαν μεταξύ 400 και 700 ha.

Διάγραμμα 2.2.1.a: Εκτάσεις που καλλιεργήθηκαν και εκριζώθηκαν επωφελούμενες από τα ειδικά προσωρινά μέτρα // Διάγραμμα 2.2.1.β: Εκτάσεις που τέθηκαν σε αγρανάπαυση επωφελούμενες από τα ειδικά προσωρινά μέτρα

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

//

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή: Ανακοίνωση των κρατών μελών

2.2.2 Η παραγωγή

Το 2002, η παραγωγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανήλθε στους 38 380 τόνους κώνων λυκίσκου. Η παραγωγή σε α-οξύ, για το ίδιο διάστημα, ήταν 3 466 τόνοι, ήτοι απόδοση 9 % σε α-οξύ (βλ. πίνακες 1 C).

Η Γερμανία, με παραγωγή λυκίσκου 32 271 τόνων, αντιπροσωπεύει το 84 % της παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η υπόλοιπη παραγωγή προέρχεται από 7 άλλα κράτη μέλη, εκ των οποίων τα τρία βασικά είναι το Ηνωμένο Βασίλειο (6 %), η Ισπανία (4 %) και η Γαλλία (3 %).

Η μείωση της παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα τελευταία χρόνια ήταν σταθερή, αλλά με λιγότερο έντονη τάση από τη διαπιστωθείσα σε παγκόσμιο επίπεδο. Η μέση παραγωγή των τριών τελευταίων χρόνων (2000-2002) αντιπροσωπεύει περίπου το 86 % της μέσης παραγωγής της περιόδου 1995-1997. Οι απώλειες, ωστόσο, της παραγωγής σε α-οξύ ήταν αισθητά πιο περιορισμένες. Κατά τη διάρκεια αυτών των 6 τελευταίων χρόνων, ήταν της τάξης του 5 % σημειώνοντας πτώση από τους 3 663 τόνους στους 3 466 τόνους. Η σταθεροποίηση της παραγωγής μετά το 2000 είναι αποτέλεσμα μιας κάποιας αισιοδοξίας που επικράτησε για τις προοπτικές της αγοράς και συνεχίστηκε το 2001 και το 2002. Πράγματι, η αγορά τα τρία τελευταία χρόνια εμφάνισε στιγμιαία σημάδια ανάκαμψης, κυρίως χάρη σε ευκαιρίες για εξαγωγές που οφείλονταν στην ευνοϊκή ισοτιμία ευρώ/δολαρίου.

Διάγραμμα 2.2.2: Εξέλιξη της παραγωγής λυκίσκου στη Ευρωπαϊκή Ένωση

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή: Ανακοινώσεις των κρατών μελών

2.2.3 Οι αποδόσεις

Η σύγκριση των περιόδων 1995-1997 και 2000-2002 δείχνει ότι οι αγρονομικές αποδόσεις των κώνων λυκίσκου στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξήθηκαν από 1,61 τόνους/ha σε 1,65 τόνους/ha, ήτοι άνοδος 2 %. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια αυτών των ίδιων περιόδων, οι αγρονομικές αποδόσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες αυξήθηκαν από 1,96 τόνους/ha σε 2,14 τόνους/ha, ήτοι άνοδος 9 %.

Εξάλλου, η σύγκριση των αποδόσεων σε α-οξύ μεταξύ των ίδιων αυτών περιόδων δείχνει αύξηση κατά 22 % στην Ευρωπαϊκή Ένωση και κατά 28 % στις ΗΠΑ. Πρέπει, εντούτοις, να σημειώσουμε ότι οι μέσες αποδόσεις σε α-οξύ στις ΗΠΑ είναι σαφώς υψηλότερες αυτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (E.E.: 156 kg/ha το 2002, έναντι 267 kg/ha στις ΗΠΑ) (βλ. πίνακα 1 D).

Διάγραμμα 2.2.3: Eξέλιξη των αποδόσεων άλφα στην Ευρωπαϊκή Ένωση

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή: Ανακοίνωση των κρατών μελών

2.2.4 Η διάρθρωση της παραγωγής

Ο αριθμός εκμεταλλεύσεων για καλλιέργεια λυκίσκου παρουσιάζει σταθερή μείωση (4 123 εκμεταλλεύσεις το 1997, 2846 εκμεταλλεύσεις το 2002, ήτοι -31 %), ενώ η μέση επιφάνεια ανά εκμετάλλευση βρίσκεται σε άνοδο. Έφτασε από τα 6,5 ha το 1997 στα 7,8 ha το 2002, ήτοι αύξηση 20 %.

Οι αριθμοί ποικίλουν πολύ από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Έτσι, οι μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις καλλιέργειας λυκίσκου βρίσκονται στο Ηνωμένο Βασίλειο (μέσος όρος 11,62 ha το 2002) και ακολουθούν η Γερμανία (μέσος όρος 9,45 ha) και η Γαλλία (μέσος όρος 7,49 ha) (βλ. πίνακα 2).

Πρόκειται κυρίως για οικογενειακές επιχειρήσεις με μεγάλη εξειδίκευση, στις οποίες τα δύο τρίτα της εργασίας πραγματοποιούνται από τα μέλη της οικογένειας και το ένα τρίτο από έμμισθους εργάτες.

Η μέση ηλικία των παραγωγών έχει αυξητική τάση. Από 47 έτη το 1990 αυξήθηκε στα 52 έτη το 2000, σύμφωνα με το RICA για τη Βαυαρία, που είναι η μεγαλύτερη παραγωγική περιοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.2.5 Κόστος και έσοδα παραγωγής

Βάσει των γεωργικών λογιστικών στοιχείων το RICA [5] της χρονικής περιόδου 1998 με 2000, το κόστος παραγωγής στη Βαυαρία, την πιο αντιπροσωπευτική περιοχή της κοινοτικής παραγωγής, έφτανε κατά μέσο όρο τα 4 805 ευρώ/ha. Στην ίδια αυτή περιοχή, τα έσοδα ήταν της τάξης των 5 537 ευρώ/ha (βλ. πίνακα 3).

[5] Οι αριθμοί υπολογίστηκαν βάσει γεωργικών λογιστικών στοιχείων που συγκέντρωσε το RICA από ένα ορισμένο αριθμό εκμεταλλεύσεων της Βαυαρίας, όπου ο λυκίσκος αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 40 % των εισοδημάτων τους.

2.2.6 Ομάδες καλλιεργούμενων ποικιλιών

Πάνω από τη μισή σημερινή καλλιεργούμενη έκταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση (12 000 ha, ήτοι το 55 % του συνόλου των εκτάσεων με λυκίσκο) καταλαμβάνεται από τις αρωματικές ποικιλίες.

Η κατάσταση στον τομέα των εκτάσεων με τις πικρές ποικιλίες μπορεί να θεωρηθεί σταθερή αυτά τα τελευταία χρόνια (+ 10 000 ha). Αναλυτικότερα, παράλληλα με την πλήρη εξαφάνιση ορισμένων ποικιλιών (ήσσονος σημασίας στην πλειονότητα τους, εκτός από μια σημαντική ποικιλία της Ισπανίας), διαπιστώνεται μεγάλη πρόοδος των ποικιλιών υπεράλφα.

Πίνακας 2.2.6.a: Παραγωγή το 2002 αρωματικών και πικρών ποικιλιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Πηγή:Ανακοινώσεις των κρατών μελών

Στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης των ποικιλιών, καθοριστικό ρόλο έπαιξαν τα μέτρα που εφαρμόστηκαν στα πλαίσια της ΚΟΑ για την ενθάρρυνση της διάδοσης των πικρών υπεράλφα ποικιλιών. Η εν λόγω δράση επέτρεψε κυρίως την αναδιάρθρωση στα πλαίσια των παραδοσιακών πικρών ποικιλιών Brewer's Gold και Northern Brewer, οι οποίες δύσκολα μπορούσαν να ανταγωνιστούν τις αμερικανικές υπεράλφα ποικιλίες στην παγκόσμια αγορά. Η Γερμανία προχώρησε σε εκρίζωση της αρωματικής ποικιλίας Hersbrucker η οποία δεν έβρισκε πλέον αγοραστές στην αγορά.

Ειδικότερα, η δράση αναδιάρθρωσης των ποικιλιών που υποστηρίχθηκε το διάστημα 1986 με 1997 αφορούσε 3 241 ha, τα οποία αντιπροσώπευαν το 12,4 % της κοινοτικής έκτασης το 1987. Η αναδιάρθρωση πραγματοποιήθηκε κυρίως με στροφή προς τις ποικιλίες άλφα και υπεράλφα (+ 71 % του συνόλου).

Ο πίνακας 4 σε παράρτημα δίνει μια εικόνα των ποικιλιακών αναδιαρθρώσεων που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1997 και 2002.

Διάγραμμα 2.2.6.β: Εξέλιξη των αρωματικών και πικρών ποικιλιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή:Ανακοινώσεις των κρατών μελών

3. Η κατάσταση της αγοράς

3.1 Η εμπορία

Η εμπορία του λυκίσκου πραγματοποιείται είτε βάσει προσυναπτόμενων συμβάσεων διάρκειας 3 έως 5 χρόνων γενικά είτε στην ελεύθερη αγορά.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το ποσοστό της διατιθέμενης στο εμπόριο παραγωγής λυκίσκου στο πλαίσιο συμβάσεων μειώθηκε από 72 % το 1997 σε 61 % το 2002. Η "βάσει συμβάσεων" αγορά έχει μειωτικές τάσεις λόγω της προτίμησης που δείχνει η βιομηχανία στην ελεύθερη αγορά, στην οποία βρίσκει όλο και μεγαλύτερη πληθώρα προσφορών σε πολύ χαμηλότερες τιμές από αυτές των πωλήσεων με συμβόλαια. Η σύμβαση παραμένει εντούτοις ο τρόπος εμπορίας που προτιμούν οι παραγωγοί κυρίως λόγω της σταθερότητας των συμβατικών τιμών για μεγάλα διαστήματα.

Η ζήτηση εξαρτάται από τις όλο και μεγαλύτερες ζυθοποιίες, η πολιτική των οποίων αλλάζει ανάλογα με τις προτιμήσεις των καταναλωτών. Ακόμη, αυτές συχνά διαθέτουν αποθέματα προηγούμενων συγκομιδών για τα οποία οι παραγωγοί δεν διαθέτουν πληροφορίες.

3.2 Οι τιμές

Η ανάλυση αφορά στην εξέλιξη των τιμών των ποικιλιών λυκίσκου που διατίθενται στο εμπόριο βάσει συμβάσεων αλλά και στην ελεύθερη αγορά, για το χρονικό διάστημα 1993-2002 (βλ. διάγραμμα 3.2 και πίνακα 5).

Οι τιμές των με σύμβαση προϊόντων των αρωματικών ποικιλιών αυξάνονταν μέχρι το 1999, έτος κατά το οποίο οι βάσει συμβάσεων πωλήσεις άρχισαν να πέφτουν και η μείωση τους συνεχίστηκε έως το 2002. Οι βάσει συμβάσεων πωλήσεις πικρών ποικιλιών παρουσίασαν κάποια άνοδο τιμών το 2001 και 2002, λόγω της προτίμησης προς αυτές τις ποικιλίες και της μείωσης των διαθέσιμων ποσοτήτων στην παγκόσμια αγορά [6].

[6] Πράγματι, ένα μέρος των αποθεμάτων που κρατούσαν κοινοπραξίες στις ΗΠΑ καταστράφηκε από πυρκαγιά.

Οι τιμές των διοχετευόμενων στην ελεύθερη αγορά προϊόντων παρουσίασαν πολύ μεγαλύτερες διακυμάνσεις σε όλες τις ποικιλίες και μεταξύ των ετών 1993 και 2002 υπερδιπλασιάστηκαν. 'Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η ελεύθερη αγορά ήταν πιο ζωηρή λόγω του ότι ο κλάδος, του οποίου η εξάρτηση από το προϊόν μειώθηκε, δείχνει αυξημένο ενδιαφέρον για προμήθειες «επιτόπου» ("spot").

Πρέπει ακόμη να σημειώσουμε ότι οι τιμές στην ελεύθερη αγορά πλησίασαν σε μεγάλο βαθμό τις τιμές των συναλλαγών βάσει συμβάσεων. Έτσι, η σχέση των μέσων τιμών ελεύθερης αγοράς βάσει συμβάσεων έφθασε από 41 % το 1993 στο 79 % το 2002.

Οι αρωματικές ποικιλίες, λιγότερο παραγωγικές και πιο δύσκολες στην καλλιέργεια, πωλούνται παραδοσιακά σε τιμή υψηλότερη από τις πικρές ποικιλίες. Πρέπει, εντούτοις, να σημειωθεί ότι η απόκλιση των τιμών μεταξύ αρωματικών και πικρών ποικιλιών τείνει να συρρικνωθεί, λόγω της μείωσης της ζήτησης των αρωματικών ποικιλιών και του υψηλού ποσοστού σε α-οξύ που περιέχουν οι νέες υπεράλφα ποικιλίες, οι οποίες αποκτούν συνεπώς μεγαλύτερη εμπορική αξία.

Διάγραμμα 3.2: Εξέλιξη των κοινοτικών τιμών ανά ποικιλία λυκίσκου

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή:Ανακοινώσεις των κρατών μελών

3.3 Τα αποθέματα των παραγωγών

Τα στοιχεία που διαβίβασαν τα κράτη μέλη για τα αποθέματα δείχνουν μια μεγάλη άνοδο το 2001 και 2002 ενώ οι ποσότητες αυτές ήταν εντελώς αμελητέες στο παρελθόν (πίνακας 6).

Η αύξηση αυτή είναι ακόμη πιο αισθητή το 2002 και αντιπροσωπεύει το 36,1 % της παραγωγής, η οποία από την πλευρά της έχει παραμείνει σχετικά σταθερή. Τα αποθέματα αυτά αφορούν εξ ίσου τις αρωματικές και πικρές ποικιλίες.

Σημειωτέον ότι τα σχετικά με τα αποθέματα στοιχεία αντιστοιχούν τη διαμορφωμένη τον Μάρτιο κάθε έτους κατάσταση. Σύμφωνα με ορισμένες πιο πρόσφατες πληροφορίες που έδωσε ο κλάδος [7], φαίνεται ότι οι ποσότητες αυτές έχουν τελικά διοχετευθεί στην αγορά. Ωστόσο, η διαμορφωθείσα το 2001 και 2002 κατάσταση είναι καινούργια και αποτελεί αναμφίβολα έκφραση κάποιων δυσκολιών που παρουσιάζονται στην εμπορία του λυκίσκου τα τελευταία χρόνια. Λόγω αυτού του γεγονότος, οι ζυθοποιίες, σύμφωνα με τους επαγγελματικούς κύκλους, διαθέτουν σήμερα σημαντικά αποθέματα.

[7] Πληροφορίες που δόθηκαν από τους παραγωγούς στη συνεδρίαση της μόνιμης ομάδας της 12.6.2003.

3.4 Η εξέλιξη των συναλλαγών

Από το 1993, οι εξαγωγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαμορφώθηκαν μεταξύ 20 000 και 24 000 τόνων ισοδύναμου σε κώνους λυκίσκου [8]. Περισσότερες από τις μισές κοινοτικές εξαγωγές συνίστανται σε συσσωματωμένο λυκίσκο (πέλετς) ή σε μορφή εκχυλίσματος.

[8] Οι ποσότητες συσσωματώσεων και τα εκχυλίσματα λυκίσκου υπολογίζονται σε κώνους λυκίσκου ώστε να υπάρχουν συγκρίσιμα στοιχεία, σε σχέση κυρίως με τις παραγόμενες ποσότητες.

Αντίθετα, οι εισαγωγές παρουσίασαν μια κανονική πορεία μείωσης αλλά από το 2000 σταθεροποιήθηκαν στους 11 500 περίπου τόνους κώνων. (βλ. πίνακες 7 και 8).

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι συνεπώς παραδοσιακά καθαρός εξαγωγέας, αποτελεί όμως κυρίως την κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας αγοράς λυκίσκου. Το θετικό υπόλοιπο εξαγωγών/εισαγωγών αυξήθηκε το 1998 και 1999 φθάνοντας έκτοτε σε ένα ύψος της τάξεως των 10 000 τόνων.

Οι ΗΠΑ είναι ο κύριος εμπορικός εταίρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατά συνέπεια ο δεύτερος παράγοντας της παγκόσμιας αγοράς. Πράγματι, η χώρα αυτή είναι η πηγή του 45 % (5 049 τόνοι το 2002) των εισαγωγών μας και προορισμός του 17 % (3 673 τόνοι το 2002) των εξαγωγών μας. Περίπου το 50 % των εξαγωγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελείται από μικρές ποσότητες που εξάγονται σε πληθώρα τρίτων χωρών ενώ οι εισαγωγές μας προέρχονται κυρίως από 4 τρίτες χώρες προμηθευτές.

Οι άλλοι δύο βασικοί αγοραστές κοινοτικού λυκίσκου είναι η Ρωσία (εξαγωγές 3 733 τόνων το 2002) και η Ιαπωνία (εξαγωγές 2 732 τόνων το 2002).

Η Τσεχία, η Αυστραλία και η Σλοβενία με 2 000, 1 100 και 1 000 τόνους κώνων αντίστοιχα είναι επίσης σημαντικοί προμηθευτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Διάγραμμα 3.4.α: Κοινοτικές εισαγωγές λυκίσκου

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή: EUROSTAT

Διάγραμμα 3.4.β: Κοινοτικές εξαγωγές λυκίσκου

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή: EUROSTAT

4. Οι προοπτικές σε σχέση με την ένταξη

Με την ένταξη 10 νέων κρατών μελών και κυρίως των 4 χωρών παραγωγών (Τσεχική Δημοκρατία, Πολωνία, Σλοβενία και Σλοβακική Δημοκρατία), οι καλλιεργούμενες με λυκίσκο εκτάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα αυξηθούν περίπου κατά 50 % (+ 10 000 ha) και η παραγωγή περίπου κατά 29 % (+ 11 000 τόνοι).

Η παραγωγή των νέων κρατών μελών συνίσταται κυρίως σε αρωματικές ποικιλίες, ενώ η τάση είναι προς την κατεύθυνση της επέκτασης της καλλιέργειας ποικιλιών πλούσιων σε α-οξύ. Στην Πολωνία μάλιστα, αυτές οι τελευταίες σήμερα κυριαρχούν.

Μεταξύ 1997 και 2002, η καλλιεργούμενη έκταση στις εν λόγω 4 χώρες μειώθηκε κατά 18 %, κατάσταση παρόμοια με τη μείωση που παρατηρήθηκε και στην Ένωση των 15. Στο ίδιο διάστημα, η παραγωγή μειώθηκε έτσι κατά 32 %. Το αναλογούν στις πλούσιες σε α-οξύ ποικιλίες ποσοστό αυξήθηκε από 5,4 % στο 13 % της παραγωγής.

5. Εκτιμησεισ

5.1 Λειτουργία της αγοράς

Το βασικό πρόβλημα της αγοράς του λυκίσκου μπορεί να εντοπιστεί σε δύο έκδηλα φαινόμενα που χαρακτήρισαν τις τάσεις της αγοράς την τελευταία δεκαετία και τα οποία εντάθηκαν τα τελευταία χρόνια.

1. Πρώτον, η προτίμηση του καταναλωτή στράφηκε σε μπύρες με λιγότερο λυκίσκο με αποτέλεσμα τη μείωση της ζήτησης λυκίσκου.

2. Δεύτερον, η στροφή προς ποικιλίες με υψηλή περιεκτικότητα σε α-οξύ είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξει πληθωρική προσφορά αυτού του προϊόντος, σε μια αγορά όπου η ζήτηση παρουσιάζει αισθητή μείωση. Ο τομέας της παραγωγής υπέστη λοιπόν ένα πλήγμα από την εισαγωγή των νέων πλούσιων σε α-οξύ ποικιλιών, πράγμα που για τον παραγωγό δεν απέφερε παρά μόνον κάποια οριακά κέρδη ενώ οι βιομηχανίες επωφελήθηκαν από ένα προϊόν πλουσιότερο σε α-οξύ χωρίς να χρειάζεται να καταβάλουν αναλογικά υψηλότερη τιμή.

Η κατάσταση αυτή οδήγησε στην ανάγκη να μειωθούν οι καλλιεργούμενες με λυκίσκο εκτάσεις.

Στη διάρκεια, ωστόσο, του 2001 και 2002 οι παραγωγοί (και/ή οι ομάδες παραγωγών) έδειξαν σαφώς μία ορισμένη επιφύλαξη στο να παρακολουθήσουν αυτή την εξέλιξη. Έτσι, η διοχέτευση στην αγορά έγινε δυσκολότερη και δημιουργήθηκαν αμέσως αποθέματα.

Οι τιμές συνεχίζουν να διαμορφώνονται κατά τρόπο διαρθρωτικό μεταξύ της « συμβασιακής » αγοράς που αντιπροσωπεύει περίπου το 60 % και της ελεύθερης αγοράς που αντιπροσωπεύει το 40 %. Το αποτέλεσμα είναι μια ισορροπία μεταξύ των δύο μορφών εμπορευματοποίησης, η οποία επιτρέπει ταυτόχρονα τη διασφάλιση μιας βάσης βιώσιμων τιμών για τους παραγωγούς, της συμβατικής βάσης, και τον εφοδιασμό της βιομηχανίας από την ελεύθερη αγορά σε ελκυστικές τιμές. Η βιομηχανία εξακολουθεί να καλύπτει μεγάλο μέρος των αναγκών της με αγορές βάσει συμβάσεων.

Οι θέσεις των παραγόντων της αγοράς τροποποιήθηκαν, κυρίως όμως ενισχύθηκε η θέση των αγοραστών (βιομηχανικός κλάδος). Πράγματι, η μείωση των αναγκών και η συνεχιζόμενη άφθονη προσφορά επέτρεψε στον κλάδο να μειώσει την εξάρτησή του από την αγορά και να αποφεύγει την ανάπτυξη μακροχρόνιων σχέσεων με την παραγωγή με τη μέθοδο της σύμβασης.

Η αγορά, ωστόσο, της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξακολουθεί να επιδεικνύει ένα συνεπή δυναμισμό, στο μέτρο που η προσφορά προσαρμόζεται στη σταδιακή μείωση της χρησιμοποίησης αυτού του προϊόντος. Μια νέα ισορροπία μπορεί να επιτευχθεί με την αναδιάρθρωση των ποικιλιών και την εξέλιξη των αναγκών του κλάδου.

Η αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν πρόκειται να χάσει τη σπουδαιότητα της ως άξονας περιστροφής της παγκόσμιας αγοράς ενώ προβλέπεται να υπάρξει περαιτέρω ανάπτυξη μετά τη διεύρυνση. Η ανάγκη για αναδιάρθρωση, ωστόσο, στα νέα κράτη παραγωγούς θα ενταθεί. Η ένταξη στην κοινοτική αγορά θα αποφέρει απτά πλεονεκτήματα στους παραγωγούς των νέων κρατών μελών.

5.2 Λειτουργία της ΚΟΑ

Η ενίσχυση στη παραγωγή αποτέλεσε σίγουρα ένα σημαντικότατο μέσο στήριξης των παραγωγών. Η σπουδαιότητά της σχετίζεται με τη δυνατότητα διασφάλισης της οικονομικής απόδοσης της καλλιέργειας σε ελκυστικά επίπεδα, λαμβανομένων υπόψη τόσο των διαρθρωτικών όσο και των διαχειριστικών επενδύσεων που προϋποθέτει αυτή η καλλιέργεια. Η διατήρηση ενός κατώτατου ορίου αποδοτικότητας για τον παραγωγό φρέναρε το φαινόμενο της εγκατάλειψης και διαφύλαξε τη βιωσιμότητα του τομέα.

Πριν να προβούμε σε ένα απολογισμό, πρέπει να τονίσουμε επίσης ότι η ενίσχυση αυτή συνέβαλε αποφασιστικά:

* στην επιβίωση μιας καλλιέργειας που αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο του τοπίου ορισμένων περιοχών

* στη διατήρηση μιας ανθηρής τοπικής οικονομίας και κυρίως της απασχόλησης σε οικογενειακές εκμεταλλεύσεις, με σχέση αποδεκτή από δημοσιονομικής απόψεως (σχέση ενίσχυσης/εσόδων περίπου 8 %) και ευνοϊκή από οικονομική και κοινωνική άποψη.

Οι ομάδες παραγωγών αποτελούν την κινητήρια δύναμη για τη λειτουργία της ΚΟΑ λυκίσκου.

Διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο στην παροχή τεχνικής βοήθειας και προσανατολισμού σε επίπεδο παραγωγής και εμπορίας του κοινοτικού λυκίσκου. Αποτελούν σημείο επαφής και διαλόγου μεταξύ παραγωγής και βιομηχανίας και, μέσω του ρόλου αυτού, είναι βασικοί παράγοντες της αγοράς.

Δεδομένου τούτου, η δυνατότητα που δόθηκε στους παραγωγούς να εμπορεύονται οι ίδιοι ένα μέρος ή το σύνολο της παραγωγής τους αποτελεί μια κίνηση ευελιξίας που εκτιμήθηκε σε μεγάλο βαθμό και συνέβαλε στην επαναβεβαίωση του βασικού σεναρίου της αγοράς.

Σε ότι αφορά τις διενεργούμενες κρατήσεις στο ποσό της ενίσχυσης και τη διαχείριση των πόρων αυτών, έχει διαπιστωθεί διαφορά στις προσεγγίσεις μεταξύ των κρατών μελών, πράγμα που μας κάνει να αναρωτιόμαστε εάν πρέπει να διατηρηθεί ένα τέτοιο μέτρο. Πράγματι, η δυνατότητα παρακράτησης και διαχείρισης ενός μέρους της ενίσχυσης από τις ομάδες παραγωγών υπήρξε μέτρο που εφαρμόστηκε κανονικά από ένα μόνο κράτος μέλος. Παρότι η δράση μπορεί να θεωρηθεί θετική, υπάρχουν επιφυλάξεις σχετικά με την κοινοτική προστιθέμενη αξία του μέτρου. Πράγματι, παρατηρούμε ότι:

* Για λόγους διαφάνειας και απλούστευσης, θα ήταν προτιμότερη η καταβολή ολόκληρου του ποσού της ενίσχυσης στον παραγωγό

* Οι ίδιοι στόχοι και τα ίδια αποτελέσματα μπορούν να επιτευχθούν και μέσω ενός μηχανισμού εθελούσιας προσχώρησης. Σε περίπτωση ανάγκης, οι ομάδες παραγωγών θα μπορούσαν να αποφασίζουν, βάσει ενός εσωτερικού πλαισίου της ομάδας και του εθνικού ιδιωτικού δικαίου, την εφαρμογή αυτών των κρατήσεων στην τιμή που καταβάλλεται στους παραγωγούς. Η επιλογή αυτή μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική διοικητική απλούστευση της διαχείρισης του μέτρου, κυρίως σε ό,τι αφορά τους προς διενέργεια ελέγχους.

Η ρύθμιση σχετικά με τους τρόπους καταβολής των ενισχύσεων μέσω των ομάδων παραγωγών μπορεί να παραμείνει απαραίτητη προϋπόθεση («εκ των ων ουκ άνευ») για να μπορεί κανείς να επωφεληθεί της ενίσχυσης. Η ρύθμιση αυτή μπορεί έτσι να αποτελέσει επαρκή εγγύηση για να ενδιαφέρονται οι παραγωγοί να είναι μέλη μιας ομάδας.

Η πιστοποίηση είναι ένα μέσο που τέθηκε σε ισχύ από την ΚΟΑ λυκίσκου το 1971. Η βελτίωση της ποιότητας του λυκίσκου είναι ένας από τους στόχους της ΚΟΑ που αποσκοπεί στη διασφάλιση των ελάχιστων κανόνων ποιότητας.

Η εν λόγω διαδικασία πιστοποίησης επιτρέπει τη διασφάλιση της ποιότητας των προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο και αποτελεί στοιχείο που συμβάλλει στη διαφάνεια της αγοράς. Το μέσο αυτό παίζει σημαντικό ρόλο για τον παραγωγό, δεδομένου ότι η τιμή που πετυχαίνει στην αγορά είναι και συνάρτηση της ποιότητας του προϊόντος, έχει όμως μεγάλο ενδιαφέρον και για τη βιομηχανία.

Τα ειδικά μέτρα έπαιξαν αναμφισβήτητο ρόλο στα πλαίσια της ανάγκης:

- απόκρισης στη συγκυρία μιας ασταθούς ζήτησης στην αγορά,

- διαρθρωτικής και συνεχούς προσαρμογής της παραγωγής λυκίσκου στις απαιτήσεις της αγοράς.

Εξάλλου, το γεγονός ότι χορηγείται ενίσχυση ίδιου ύψους με εκείνη που παρέχεται και σε περίπτωση πραγματικής παραγωγής, επέτρεψε να καλυφθεί εν μέρει η απώλεια κερδών και το κόστος αναδιάρθρωσης για τους παραγωγούς.

Το μέτρο της εκρίζωσης ήταν ένα μέτρο που βασίστηκε εξ ολοκλήρου σε ένα πλαίσιο απαραίτητων διαρθρωτικών προσαρμογών της παραγωγής λυκίσκου απέναντι στη ζήτηση τόσο σε ποσοτικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ζητούμενων ποικιλιών. Αυτή η απόλυτη ανάγκη αναζήτησης ισορροπίας εξηγεί αναμφίβολα γιατί σε ορισμένα κράτη μέλη παραγωγούς έγιναν και συμπληρωματικές εκριζώσεις χωρίς τη στήριξη των ειδικών μέτρων εκρίζωσης.

Το ζήτημα στο εν λόγω θέμα είναι να ξέρουμε κατά πόσον, αν έλειπε αυτό το μέτρο, ο ρυθμός εξόδου από τον τομέα θα ήταν ο ίδιος. Η εντύπωση είναι ότι η στροφή των παραγωγών για παράδειγμα προς τις μεγάλες καλλιέργειες κατέστη δυνατή επειδή ο παραγωγός λυκίσκου μπόρεσε να επωφεληθεί, με το αντισταθμιστικό ποσό για την εκρίζωση, μιας ελαφρά ανώτερης ενίσχυσης σε σχέση με τις άμεσες ενισχύσεις που καταβάλλονται στις αροτραίες καλλιέργειες.

Πράγματι, η βασική δυσκολία για τη στροφή του παραγωγού έγκειται στην αναζήτηση εναλλακτικής λύσης η οποία, από πλευράς απασχόλησης, μπορεί να του προσφέρει παρόμοιες ευκαιρίες. Έτσι, η στροφή σε αροτραίες καλλιέργειες είναι ελκυστική αφού δεν προϋποθέτει μεγάλες επενδύσεις ή τεχνικές δυσκολίες, αλλά επιφέρει αισθητή μείωση από πλευράς απασχόλησης και συνεπώς και εισοδημάτων για τον παραγωγό.

Η αγρανάπαυση είναι ένα μέτρο που χρησιμοποιήθηκε με τρόπο πιο αποσπασματικό και σποραδικό. Η χρησιμότητα του υπήρξε ωστόσο ουσιαστική για την επίλυση δυσκολιών συγκυριακού χαρακτήρα στη διάθεση του προϊόντος στην αγορά. Η εφαρμογή αυτού του μέτρου επέτρεψε την αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων δυσκολιών εμπορίας ενώ παράλληλα επέδρασε με επιλεκτικό τρόπο στην προσφορά. Η ελκυστικότητα, ωστόσο, αυτού του μέτρου για τον παραγωγό ήταν περιορισμένη αφού η προσωρινή εγκατάλειψη της παραγωγής λυκίσκου προϋπέθετε αφενός την υποχρέωση διατήρησης της καλλιεργήσιμης με λυκίσκο έκτασης και, αφετέρου, του δημιουργούσε το πρόβλημα της εναλλακτικής απασχόλησης και της αισθητής μείωσης του εισοδήματός του.

Γενικά, ο συνδυασμός των δύο αυτών ειδικών μέτρων με το δικό του το καθένα αποτέλεσμα επέτρεψε την επίτευξη μια αποτελεσματικής απόκρισης στην αναζήτηση ισορροπίας στον τομέα του λυκίσκου.

Με τη σημερινή ωστόσο μορφή τους, τα μέτρα αυτά συνεχίζουν να είναι επίκαιρα; Η απάντηση είναι πιθανόν ότι για τις σημερινές συνθήκες η σύλληψή τους είναι ξεπερασμένη, μπορούν όμως να επαναλειτουργήσουν σε μια διαφορετική βάση, η οποία θα τους επέτρεπε να ανταποκριθούν καλύτερα στις μελλοντικές απαιτήσεις του τομέα.

6. Συμπεράσματα

Η αγορά του λυκίσκου είναι βασικά προσανατολισμένη στις απαιτήσεις της βιομηχανίας παραγωγής ζύθου, η οποία τείνει προς μείωση των αναγκών της. Οι με τον καιρό εξελίξεις φαίνονται να εξαρτώνται έντονα από αυτό το στοιχείο, που κυριάρχησε την τελευταία δεκαετία και το οποίο πιθανόν θα εξακολουθήσει να αποτελεί σταθερά και για το μέλλον.

Η παραγωγή, που εξαρτάται έντονα από τις εισπράξεις στην αγορά, πρέπει οπωσδήποτε να προσαρμοστεί και να αναζητά συνεχώς νέες ισορροπίες στην αγορά.

Η κοινή οργάνωση της αγοράς έπαιξε ρόλο συνεκτικό με εκείνον της δυναμικής της αγοράς. Η ενίσχυση στην παραγωγή καθορίστηκε σε ένα πολύ ισορροπημένο επίπεδο σε σχέση με το βασικό στόχο που συνίσταται στο να υποστηρίζει τους παραγωγούς χωρίς να δημιουργεί εξαρτήσεις από την ενίσχυση αυτή.

Τα ειδικά μέτρα διευκόλυναν την επίτευξη των αναγκαίων συγκυριακών, μέσω της αγρανάπαυσης, και διαρθρωτικών, μέσω της εκρίζωσης, προσαρμογών για επανισορρόπηση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης.

Οι ομάδες παραγωγών έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εμπορία του προϊόντος και στον προσανατολισμό της παραγωγής.

Η πιστοποίηση και τα ποιοτικά πρότυπα επέτρεψαν τη διατήρηση της καλής ποιότητας του κοινοτικού λυκίσκου και το διαρκή έλεγχο του προϊόντος που διατίθεται στην κοινοτική αγορά.

Η κοινή οργάνωση της αγοράς του λυκίσκου παρουσιάζει επίσης δικαιολογημένο ενδιαφέρον ενόψει της προοπτικής της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της αυξανόμενης σημασίας του τομέα σε επίπεδο παραγωγής και παγκόσμιου εμπορίου.

Στα πλαίσια μιας κατάστασης φθίνουσας ζήτησης στην αγορά, η συνολική εκτίμηση για την εφαρμογή των σχετικών με τον τομέα του λυκίσκου κανονιστικών διατάξεων καθώς και για τη λειτουργία της αγοράς είναι θετική.

Το ερώτημα που τίθεται είναι λοιπόν βασικά το να εντοπίσουμε πώς θα δώσουμε μια νέα μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη προοπτική στην κοινή οργάνωση αγοράς του λυκίσκου.

Το μελλοντικό καθεστώς πρέπει να ανταποκρίνεται σε τρεις αποφασιστικής σημασίας απαιτήσεις.

1. στη διατήρηση της βιωσιμότητας της παραγωγής

Θα πρέπει να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα της παραγωγής από πλευράς ποιότητας και κρίσιμου μεγέθους εμπορίας προϊόντος. Για να υπάρξει απόκριση στις δύο όψεις αυτού του στόχου ενδείκνυται η διατήρηση:

α) των διατάξεων στον τομέα της πιστοποίησης του προϊόντος που αποτελούν σημείο αναφοράς τόσο για την κοινοτική όσο και για την παγκόσμια αγορά.

β) του κεντρικού ρόλου των ομάδων παραγωγών κυρίως στο πλαίσιο της εμπορίας και του προσανατολισμού της παραγωγής. Η εκτίμηση αυτή, ωστόσο, δεν πρέπει να αποκλείσει μια κάποια ευελιξία των μελών των ομάδων παραγωγών που επιθυμούν να εμπορεύονται οι ίδιοι ένα μέρος της παραγωγής τους.

2. στη διασφάλιση ευνοϊκών οικονομικών συνθηκών για την παραγωγή

Οι σημερινές οικονομικές συνθήκες της παραγωγής λυκίσκου, και κυρίως η οικονομική αποδοτικότητα της καλλιέργειας, πρέπει να διατηρηθούν ώστε να είναι οικονομικά σύμφορη η παραγωγή. Ο στόχος αυτός έχει επίσης μεγάλη σημασία στη βιώσιμη ανάπτυξη των εκτάσεων, κυρίως σε ό,τι αφορά τη διαφύλαξη του τοπίου και τη διατήρηση της απασχόλησης. Είναι επομένως ανάγκη να διασφαλιστεί στην παραγωγή λυκίσκου μια μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη προοπτική που να εγγυάται τη σταθερότητα των σημερινών εσόδων μέσω της παροχής ενίσχυσης ισοδύναμης με τη σημερινή ενίσχυση και μιας αποτελεσματικότερης και αμεσότερης διάθεσης της παρεχόμενης στήριξης. Μια τέτοια προσέγγιση αναμένεται να ενθαρρύνει τους παραγωγούς να διατηρήσουν τις επενδύσεις τους στις καλλιέργειες λυκίσκου και να συνεχίσουν την αναδιάρθρωση των ποικιλιών.

3. Διασφάλιση ευελιξίας απέναντι στην εξέλιξη της αγοράς

Πρέπει να δοθούν και εναλλακτικές δυνατότητες στους παραγωγούς διότι είναι εξίσου σημαντικές για την αντιμετώπιση συγκυριακού ή διαρθρωτικού τύπου κρίσεων της αγοράς. Ο παραγωγός πρέπει να έχει τη δυνατότητα και να σταματήσει προσωρινά την παραγωγή και να την εγκαταλείψει οριστικά προκειμένου να προσανατολιστεί σε άλλες ευκαιρίες παραγωγής.

Το μελλοντικό καθεστώς πρέπει να συγκεντρώνει αυτά τα διαφορετικά στοιχεία σε ένα απλό, ευέλικτο και βιώσιμο σύστημα για τους παραγωγούς.

1. Ένταξη της ενίσχυσης στην παραγωγή λυκίσκου στο καθεστώς της μίας ενιαίας πληρωμής

Η ένταξη του καθεστώτος της ενίσχυσης στην παραγωγή στο καθεστώς της μίας ενιαίας πληρωμής που προβλέπει η μεταρρύθμιση της ΚΓΠ θα επιτρέψει την επίτευξη των στόχων που απαριθμούνται παρακάτω. Πράγματι, η πλήρης αποσύνδεση της ενίσχυσης στην καλλιέργεια λυκίσκου θα πρέπει να εγγυάται μια σταθερή στήριξη στον παραγωγό. Σε περίπτωση που η κατάσταση της αγοράς εξελιχθεί αρνητικά για διαρθρωτικούς ή συγκυριακούς λόγους, θα μπορεί να αποφασίζει ελεύθερα την προσωρινή διακοπή της παραγωγής του ή την εκρίζωση του λυκίσκου και προσανατολισμό προς άλλες καλλιέργειες.

Τα κράτη μέλη, θα πρέπει πάντως να έχουν το δικαίωμα να διατηρήσουν μια συνδεδεμένη ενίσχυση, που να μπορεί να φτάνει κατά μέγιστο ποσοστό στο 25 % της ενίσχυσης στην παραγωγή ώστε να λαμβάνονται υπόψη, εφόσον συντρέχει περίπτωση, ειδικές συνθήκες παραγωγής ή ιδιαιτερότητες τοπικού χαρακτήρα. Τα κράτη μέλη, προκειμένου να ενθαρρύνουν τους παραγωγούς να οργανωθούν, θα μπορούν να αποφασίζουν να εξαρτούν τη χορήγηση ολόκληρης ή μέρους μόνον της συνδεδεμένης ενίσχυσης, από την ένταξη σε μια ομάδα παραγωγών.

2. Τροποποίηση της σημερινής ΚΟΑ

Οι κανόνες οι σχετικοί με την πιστοποίηση και τις σχέσεις με τρίτες χώρες θα μπορούν να παραμείνουν ως έχουν. Ακόμη, θα πρέπει να προβλεφθούν διατάξεις σχετικά με το ρόλο των ομάδων παραγωγών, σε απλοποιημένη μορφή.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Ιστορικό της ΚΟΑ (1971 - 1997)

1. Τα πρωτα 20 χρονια της ΚΟΑ

Η κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα του λυκίσκου θεσπίστηκε το 1971 με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων και τη διασφάλιση αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου για τους παραγωγούς.

Τα κύρια στοιχεία του βασικού κανονισμού, που προσδιορίστηκαν ακριβέστερα στη συνέχεια με ειδικούς κανονισμούς του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, είναι η ενίσχυση στην παραγωγή καθώς και η ενίσχυση για αναδιάρθρωση των ποικιλιών, η διαδικασία πιστοποίησης, οι ομάδες παραγωγών και οι διατάξεις που αφορούν τις συναλλαγές με τρίτες χώρες.

1.1 Ενίσχυση στην παραγωγή

Κάθε χρόνο, το Συμβούλιο καθόριζε την άμεση ενίσχυση ανά εκτάριο διαφοροποιημένη κατά τις ομάδες των αρωματικών, των πικρών και των άλλων ποικιλιών. Για τον καθορισμό του ποσού της ενίσχυσης λαμβάνονταν υπόψη η κατάσταση της αγοράς, η προβλεπόμενη τάση, η εξέλιξη των τιμών στις εξωκοινοτικές αγορές και η εξέλιξη των στοιχείων κόστους. Η ενίσχυση καταβαλλόταν στη διάρκεια του έτους που ακολουθούσε το έτος της συγκομιδής.

1.2 Ενίσχυση για αναδιάρθρωση των ποικιλιών

Η θέσπιση της ενίσχυσης για αναδιάρθρωση των ποικιλιών στο τέλος του 1987 είχε στόχο να ενθαρρύνει τους παραγωγούς να καλλιεργήσουν ποικιλίες που ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες της αγοράς. Η ειδική ενίσχυση [9] για την αναδιάρθρωση ανερχόταν σε 2 500 ECU/ha και περιοριζόταν σε ένα ανώτατο όριο 1.000 ha ανά κράτος μέλος. Η περίοδος εφαρμογής παρατάθηκε μέχρι το τέλος του 1996.

[9] Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2997/87 του Συμβουλίου (ΕΕ L284 της 7.10.1987, σελ. 20). Κανονισμός που τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 423/95 (ΕΕ L 45 της 1.3.1995, σελ. 1).

1.3 Διαδικασία πιστοποίησης

Από την αρχή, και στο πλαίσιο μιας πολιτικής ποιότητας, η ΚΟΑ περιλαμβάνει μια διαδικασία πιστοποίησης. Η πιστοποίηση συνιστά απόδειξη ότι κάθε παρτίδα λυκίσκου που διατίθεται στο εμπόριο τηρεί τις ελάχιστες προδιαγραφές ποιότητας.

1.4 Ομάδες παραγωγών

Οι ομάδες παραγωγών έπαιζαν κεντρικό ρόλο στην εμπορία του λυκίσκου. Για μια μέγιστη διάρκεια 10 χρόνων (μέχρι τον Αύγουστο του 1981), χορηγούνταν ενίσχυση για το ξεκίνημα νέων ομάδων παραγωγών, χρηματοδοτούμενη και από εθνικούς δημοσιονομικούς πόρους. Κατά την ένταξη τους, η Ισπανία και η Πορτογαλία είχαν δικαίωμα σε μια περίοδο επιλεξιμότητας 5 χρόνων όπως και τα νέα γερμανικά εδάφη και η Αυστρία. Η στήριξη αυτή εφαρμόστηκε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1999.

1.5 Διατάξεις σχετικές με τις συναλλαγές με τις τρίτες χώρες

Κατά την εισαγωγή, εφαρμόζονται δασμοί κατ' αξία προϊόντος. Στο πλαίσιο των συναλλαγών με τρίτες χώρες, είναι δυνατό να ληφθούν προσωρινά ασφαλιστικά μέτρα σε περίπτωση που μετά από εισαγωγή ή εξαγωγή, η κοινοτική αγορά γνωρίσει σοβαρές διαταραχές. Κανένα μέτρο δεν προβλέπεται για τις εξαγωγές.

2. Οι προσαρμογες του 1992

Η αναγνώριση των ομάδων παραγωγών απαιτούσε, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση τους να διαθέτουν στην αγορά το σύνολο της παραγωγής των μελών τους.

Στην πραγματικότητα, ένα μεγάλο μέρος των παραγωγών δεν συμμορφωνόταν με αυτή τη διάταξη. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, το 1992 εγκρίθηκε ένα πιο ήπιο σύστημα, σε συνδυασμό με κυρώσεις συνιστάμενες σε προϊούσα μείωση της ενίσχυσης, αντί της χρήσης διαδικασιών άρσης της αναγνώρισης των ομάδων παραγωγών που δεν τηρούσαν τους κανονισμούς.

Έτσι, ο βασικός κανονισμός, όπως τροποποιήθηκε το 1992 [10], όριζε ότι, σε περίπτωση χορήγησης ενίσχυσης σε αναγνωρισμένη ομάδα παραγωγών που δεν είχε διοχετεύσεις στο εμπόριο το σύνολο της παραγωγής των μελών της, θα υπήρχε προοδευτική μείωση της ενίσχυσης (κατά 4 % για τη συγκομιδή του 1992, κατά 8 % για τη συγκομιδή του 1993, κατά 12 % για τη συγκομιδή του 1994, κατά 15 % για τη συγκομιδή του 1995 και κατά 15 % για τη συγκομιδή του 1996). Οι ομάδες παραγωγών όφειλαν να διαθέσουν στο εμπόριο ολόκληρη την παραγωγή των μελών το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 1997.

[10] Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3124/92 του Συμβουλίου (ΕΕ L313 της 30.10.1992, σελ. 1).

Οι μεταβατικές διατάξεις όριζαν ότι το 15 % τουλάχιστον της χορηγούμενης ενίσχυσης έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για μέτρα σταθεροποίησης της αγοράς και για δράσεις προσαρμογής στις απαιτήσεις της αγοράς και βελτίωσης της παραγωγής.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Λυκίσκος: τεχνικό δελτίο

1. Περιγραφή του προϊόντος

Από βοτανικής άποψης, ο λυκίσκος (humulus lupulus) ανήκει στην ίδια οικογένεια με την κάνναβη, δηλαδή των Cannabinaceae και στην κατηγορία των Urticaceae. Είναι ένα δίοικο φυτό, δηλαδή κάθε φυτό έχει μόνο θηλυκά ή μόνο αρσενικά άνθη. Ωστόσο, μόνο τα θηλυκά φυτά δημιουργούν καρπούς, που ονομάζονται κώνοι και οι οποίοι περιέχουν τη λουπουλίνη, μια κίτρινη ουσία που διακρίνεται εύκολα όταν συνθλίψουμε τον ώριμο κώνο με τα δάχτυλα.

Το ριζικό σύστημα παραμένει λειτουργικό για πολλά χρόνια (γενικά + 20 χρόνια) και το μέρος του φυτού που βρίσκεται πάνω από το έδαφος κόβεται κάθε χρόνο κατά τη συγκομιδή. Είναι αναρριχητικό φυτό που μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 7 μέτρα και συνεπώς χρειάζεται στήριξη (πάσσαλοι, σύρματα, δικτυωτό πλέγμα). Τα τελευταία χρόνια αναπτύχθηκαν επίσης ποικιλίες νάνοι (περίπου 2,50 μέτρα ύψος).

Ο λυκίσκος έχει ορισμένες κλιματικές και εδαφολογικές απαιτήσεις, γι αυτό γενικά καλλιεργείται στη ζώνη που περικλείεται μεταξύ 35 και 55 μοιρών γεωγραφικού πλάτους του βόρειου και νότιου ημισφαίριου.

Η ποιότητα του νωπού λυκίσκου φθίνει γρήγορα λόγω οξείδωσης. Μπορεί να χάσει έως και το 30 % της πικράδας του μέσα σε 6 μήνες από τη συγκομιδή. Για το λόγο αυτό αποξηραίνεται αμέσως μετά τη συγκομιδή και συσκευάζεται (δηλαδή συμπιέζεται και πακετάρεται ) ή μεταποιείται σε συσσωματώσεις (κόκκους) ή σε εκχύλισμα λυκίσκου. Αυτό το τελευταίο είδος προϊόντος είναι πιο εύκολο να αποθηκευτεί και να χρησιμοποιηθεί λόγω του μικρού του όγκου και της σταθερότητας που έχει από άποψη ποιότητας με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι ζυθοποιοί να επιλέγουν αυτή τη λύση.

2. Οι ποικιλίες λυκίσκου

Οι ποικιλίες λυκίσκου κατανέμονται σε τρεις ομάδες βάσει των εν ισχύι εμπορικών χρήσεων του, και συγκεκριμένα:

- τις αρωματικές ποικιλίες (με μικρή περιεκτικότητα σε οξύ άλφα),

- τις πικρές ποικιλίες (με υψηλή κατά μέσο όρο περιεκτικότητα, ακόμη και πολύ υψηλή σε άλφα οξύ) και

- τις υπόλοιπες ποικιλίες που περιλαμβάνουν τις πειραματικές ποικιλίες. οι υπόλοιπες ποικιλίες καλλιεργούνται στο 0,25 % μόνον της κοινοτικής έκτασης στην οποία καλλιεργείται ο λυκίσκος.

Σήμερα, είναι καταγεγραμμένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση περίπου 25 αρωματικές ποικιλίες και 18 πικρές ποικιλίες. Οι νέες ποικιλίες είναι το αποτέλεσμα μακροχρόνιων ερευνών και επιλογών. Χρειάζονται περισσότερα από 12 χρόνια για την ανάπτυξη μιας νέας ποικιλίας και άλλα τρία χρόνια για την πλήρη παραγωγή της καλλιέργειας, φτάνοντας έτσι συνολικά τα 15 χρόνια.

Η επιλογή αφορά την απόδοση ανά εκτάριο (η οποία καθορίζει το εισόδημα του παραγωγού), τη βελτίωση της αντοχής κατά των ασθενειών (λόγω της συμβολής της στην αύξηση της απόδοσης και στη μείωση του κόστους παραγωγής) - στο πλαίσιο αυτό, οι παραγωγοί χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο, στις νέες φυτεύσεις, φυτά απαλλαγμένα από ιούς και λαμβάνουν υπόψη τους τις αγρο-τεχνικές πτυχές (όπως για παράδειγμα την ωρίμανση των φυτών, ορισμένα είναι πρόωρα ενώ άλλα όψιμα, πράγμα που επιτρέπει την παράταση της συγκομιδής), τις καλές ποιότητες για ανάπτυξη (ικανότητα αναρρίχησης και εύκολη καθοδήγηση) και την περιεκτικότητα σε αρωματικές και πικρές ουσίες.

3. Χρησιμοποίηση του προϊόντος

Ο λυκίσκος χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή μπύρας και δευτερευόντως για την παρασκευή καλλυντικών (σαπουνιών, σαμπουάν), θεραπευτικών (καταπραϋντικών ροφημάτων) και οικιακών προϊόντων (γέμισμα μαξιλαριών). Η χρησιμοποίηση λυκίσκου στη μπύρα εκφράζεται με βάση την κατανάλωση α-οξέος (πικρό συστατικό της λουπουλίνης) και με βάση την προσθήκη λυκίσκου (αναγκαία γραμμάρια άλφα ανά εκατόλιτρο μπύρας). Τα χαρακτηριστικά των ποικιλιών είναι επίσης πολύ σημαντικά για την παραγωγή μπύρας με ειδική γεύση και άρωμα.

Παρότι ο λυκίσκος αποτελεί σημαντικό συστατικό που συμβάλλει στην πικράδα, τη γεύση και τη διατήρηση της μπύρας, οι απαιτούμενες ποσότητες είναι πολύ μικρές, μεταξύ 40 και 200 γρ. λυκίσκου ανά εκατόλιτρο μπύρας. Όλα εξαρτώνται βέβαια από το ποσοστό σε άλφα που περιέχει ο λυκίσκος (μπορεί να φτάσει το 14 % στις ποικιλίες σούπερ άλφα) και από την προσθήκη λυκίσκου.

Χάρη στην τεχνολογική πρόοδο το ποσοστό προσθήκης λυκίσκου μειώνεται από χρόνο σε χρόνο και υπολογίζεται, ενδεικτικά, για το 2002 σε 5,3 γρ. άλφα/εκατόλιτρο. Για την παγκόσμια παραγωγή μπύρας που εκτιμάται σε 1 455 εκατ. εκατόλιτρα, το 2003, χρειάζονται περίπου 7 566 τόνοι α-οξέος. Η κατανάλωση μπύρας αυξάνει ελαφρά κάθε χρόνο κυρίως στην Ασία και τη Λατινική Αμερική ενώ παρουσιάζει ελαφρά μείωση στη Βόρεια Ευρώπη.

Η προτίμηση των καταναλωτών στρέφεται σε μπύρες όλο και λιγότερο πικρές για τις οποίες χρειάζεται λιγότερος λυκίσκος. Πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε ότι ο λυκίσκος συμβάλλει κατά 0,3 % περίπου στη διαμόρφωση του κόστους παραγωγής της μπύρας εκτός φόρων (πηγή HOPS ΗΠΑ Ιούνιος 2003).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ III

Στατιστικοί πίνακες

Πινακας περιεχομενων

σελ.

Table 1 A - Hop areas in the European Community and in the rest of the world (1993-2002)

Table 1 B - Hop production in the European Community and in the rest of the world (1993-2002).

Table 1 C - Alpha production in the European Community and in the rest of the world (1993-2002)

Table 1 D - Alpha yields in the European Community and in the rest of the world (1993-2002).

Table 2 - Structure of production in different hop regions of production (1997-2002).

Table 3 - Changes in returns and production costs in Bavaria (1997-2000)

Table 4 - Changes in varieties (1997-2002)

Table 5 - Hops average contract and spot market prices (1993-2002)

Table 6 - Evolution of hops production & unsold quantities (1990-2002)

Table 7 - Development of EU hops imports (1993-2002)

Table 8 - Development of EU hops exports (1993-2002).

Table 9 - Special temporary measures (STM) 1997-2003.

Table 10 - EU hops consumption (1993-2002)... 37

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Top