Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52003DC0094

    Ανακοίνωση της Επιτροπής για τις σχέσεις μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων χωρών στον τομέα των αερομεταφορών

    /* COM/2003/0094 τελικό */

    52003DC0094

    Ανακοίνωση της Επιτροπής για τις σχέσεις μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων χωρών στον τομέα των αερομεταφορών /* COM/2003/0094 τελικό */


    ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ για τις σχέσεις μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων χωρών στον τομέα των αερομεταφορών

    Εισαγωγη

    1. Στην ανακοίνωσή της, στις 19 Νοεμβρίου 2002 [1], η Επιτροπή προβαίνει στον απολογισμό των εξωτερικών σχέσεων της Κοινότητας σε θέματα αερομεταφορών, εκθέτει τα συμπεράσματα τα οποία εξάγει από τις αποφάσεις που εξέδωσε το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 5 Νοεμβρίου 2002, στις αποκαλούμενες υποθέσεις "ανοικτοί ουρανοί" [2], και παρουσιάζει τους προσανατολισμούς και τις θεμελιώδεις αρχές της εξωτερικής πολιτικής της Κοινότητας στον συγκεκριμένο τομέα.

    [1] COM(2002) 649 τελικό: Ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά τις συνέπειες των αποφάσεων που εξέδωσε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 5 Νοεμβρίου 2002 σχετικά με την ευρωπαϊκή πολιτική αεροπορικών μεταφορών.

    [2] Υποθέσεις C-466/98, C-467/98, C-468/98, C-469/98, C-471/98, C-472/98, C-475/98 και C-476/98, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Δανίας, Σουηδίας, Φινλανδίας, Βελγίου, Λουξεμβούργου, Αυστρίας και Γερμανίας.

    2. Η εφαρμογή της εν λόγω πολιτικής θα γίνει σταδιακά, λόγω του σημαντικού αριθμού διμερών συμφωνιών για τις αερομεταφορές, οι οποίες έχουν συναφθεί από τα κράτη μέλη με χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    3. Η Επιτροπή υπογραμμίζει εντούτοις ότι οι αποφάσεις τις οποίες εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο παράγουν άμεσα νομικά αποτελέσματα, τα οποία πρέπει βραχυπρόθεσμα να ληφθούν υπόψη. Υπενθυμίζεται ότι αυτά, όπως αναφέρεται και στην προαναφερθείσα ανακοίνωση, έχουν διττό χαρακτήρα:

    - Πολλά θέματα, τα οποία συχνά καλύπτονται από τις διατάξεις των εν λόγω συμφωνιών, εμπίπτουν εφεξής στην αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα της Κοινότητας. Όντως, εκτός από τους τομείς που προσδιορίζονται ειδικώς ως κοινοτικής αρμοδιότητας από το Δικαστήριο, η εφαρμογή της νομολογίας AETR στη διεθνή πολιτική αεροπορία συνεπάγεται, mutatis mutandis, ότι η Κοινότητα έχει αρμοδιότητα σε πολλά άλλα θέματα τα οποία καλύπτονται από τις εν λόγω συμφωνίες και από το κοινοτικό δίκαιο [3]. Πρέπει επιπλέον να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το Δικαστήριο, οι τροποποιήσεις που έγιναν επί των συμφωνιών μαρτυρούν επαναδιαπραγμάτευση των συμφωνιών στο σύνολό τους. Από αυτό συνεπάγεται ότι, εάν και ορισμένες διατάξεις των συμφωνιών δεν μεταβλήθηκαν τυπικά από τις τροποποιήσεις που έγιναν ή εάν δεν έχουν υποστεί παρά μόνο ήσσονος σημασίας συντακτικές τροποποιήσεις, οι δεσμεύσεις που απορρέουν από τις εν λόγω διατάξεις θα επαναβεβαιωθούν κατά τη διάρκεια επαναδιαπραγμάτευσης. Τα κράτη μέλη καλούνται επομένως όχι μόνο να μην συνάψουν νέες διεθνείς δεσμεύσεις, αλλά ούτε και να διατηρήσουν σε ισχύ τέτοιες δεσμεύσεις, εάν αυτές παραγνωρίζουν το κοινοτικό δίκαιο (βλ. επί παραδείγματι, την υπόθεση C-472/98, σημείο 45. επίσης βλ. επί του ιδίου θέματος τις υποθέσεις της 4ης Ιουλίου 2000, Επιτροπή/Πορτογαλία, C-62/98, Συλλογή Νομολογίας, σελίδα I-5171 και Επιτροπή/Πορτογαλία, C-84/98, Συλλογή Νομολογίας, σελίδα I-5215).

    [3] COM(2002) 649 τελικό, σημεία 31 και 32.

    - Οι ρήτρες ιθαγένειας οι οποίες περιλαμβάνονται στο σύνολο σχεδόν των προαναφερθεισών συμφωνιών εισάγουν διακρίσεις βάσει της ιθαγένειας οι οποίες αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 43 της Συνθήκης ΕΚ [4].

    [4] Αυτόθι, σημεία 34 έως 37.

    4. Η Επιτροπή δίνει ιδιαίτερη προσοχή στο τελευταίο αυτό σημείο, λόγω της σημασίας του, διότι οι ρήτρες ιθαγένειας στερούν τις αεροπορικές εταιρείες από το πρωταρχικό δικαίωμα που τους αναγνωρίζει η Συνθήκη ΕΚ, ήτοι την ελευθερία εγκατάστασης. Οι εν λόγω ρήτρες εμποδίζουν στην πράξη τους αερομεταφορείς να επωφεληθούν πλήρως από την κοινοτική αγορά και τους καταναλωτές να επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από τον έντονο ανταγωνισμό [5].

    [5] Αυτόθι, σημεία 9 και 10.

    5. Ο κλάδος των αερομεταφορών διανύει από το 2001 μία από τις σοβαρότερες κρίσεις στην ιστορία του. Πολλές ευρωπαϊκές αεροπορικές εταιρείες έχουν θέσει σε εφαρμογή προγράμματα αναδιάρθρωσης, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις σημαντικές οικονομικές δυσκολίες και αβεβαιότητες της συγκυρίας. Η αναγκαία αναδιοργάνωση του τομέα δεν μπορεί να διεξαχθεί σωστά εάν οι αρμόδιες εθνικές και κοινοτικές αρχές δεν αποδείξουν την ανταπόκριση και τον δυναμισμό που είναι απαραίτητα σε θέματα διεθνών σχέσεων, στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας.

    6. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έχει πρωταρχική σημασία η Κοινότητα να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει βραχυπρόθεσμα την εφαρμογή ενός νέου κανονιστικού πλαισίου, το οποίο θα είναι σύμφωνο με το κοινοτικό δίκαιο και θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες των οικονομικών συντελεστών.

    1. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ ΠΟΥ ΔΙΑΠΙΣΤΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΡΗΤΡΕΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ

    1.1. Γενικές αρχές

    7. Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής, της 19ης Νοεμβρίου, για τις συνέπειες των αποφάσεων που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στις 5 Νοεμβρίου 2002 [6], στο μέτρο που και άλλες διμερείς αεροπορικές συμφωνίες καλύπτουν τα ίδια ζητήματα με τις επίμαχες συμφωνίες περί "ανοικτών ουρανών", πρέπει και αυτές να θεωρούνται ότι δεν είναι σύμφωνες με το κοινοτικό δίκαιο. Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την παράβαση που διαπιστώθηκε ως προς τις ρήτρες ιθαγένειας, από τη στιγμή που οι εν λόγω ρήτρες περιλαμβάνονται στο σύνολο σχεδόν των συμφωνιών.

    [6] Αυτόθι, σημείο 38.

    8. Από αυτή την άποψη, πρέπει να γίνεται αναφορά στο κείμενο του άρθρου 43 παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΚ, το οποίο προβλέπει:

    "Στο πλαίσιο των κατωτέρω διατάξεων, οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους απαγορεύονται. Η απαγόρευση αυτή εκτείνεται επίσης στους περιορισμούς για την ίδρυση πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιρειών από τους υπηκόους ενός κράτους μέλους που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους." [7]

    [7] οι υπογραμμίσεις δικές μας

    9. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 43 της Συνθήκης ΕΚ, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εισάγουν περιορισμούς στην ελευθερία εγκατάστασης των κοινοτικών υπηκόων, εκτός εάν αυτοί δικαιολογούνται για λόγους γενικού συμφέροντος και εάν, μεταξύ άλλων, τηρείται η αρχή της μη διάκρισης. Τα σημεία 37 και 38 της απόφασης, η οποία εκδόθηκε στις 30 Νοεμβρίου 1995, για την υπόθεση C55/94 Gebhard [8] απεικονίζουν με εύγλωττο τρόπο τις αρχές που ισχύουν επί του θέματος:

    [8] Συλλογή Νομολογίας του Δικαστηρίου, σελίδα I.-04165

    "Πάντως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα εθνικά μέτρα που ενδέχεται να παρακωλύσουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζονται με τη Συνθήκη πρέπει να πληρούν τέσσερις προϋποθέσεις: να εφαρμόζονται κατά τρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις, να δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, να είναι κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και να μην είναι δεσμευτικά πέραν του βαθμού που είναι αναγκαίος για την επίτευξη του σκοπού αυτού (βλ. απόφαση της 31ης Μαρτίου 1993, Kraus, C-19/92, Συλλογή, σ. I-1663, σημείο 32).

    Ομοίως, τα κράτη μέλη δεν μπορούν κατά την εφαρμογή των εθνικών τους διατάξεων να μην λαμβάνουν υπόψη τις γνώσεις και τα προσόντα που ο ενδιαφερόμενος έχει ήδη αποκτήσει σε άλλο κράτος μέλος (βλ. απόφαση της 7ης Μαΐου 1991, Βλασσοπούλου, C-340/89, Συλλογή σ. I-2357, σημείο 15). Συνεπώς, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους την ισοτιμία των διπλωμάτων (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Thieffry, σημεία 19 και 27) και, αναλόγως της περίπτωσης, να προβαίνουν σε συγκριτική εξέταση των γνώσεων και προσόντων που απαιτούνται από τις εθνικές τους διατάξεις και αυτών του ενδιαφερομένου (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Βλασσοπούλου, σημείο 16)."

    10. Ο κανονισμός 2407/92 του Συμβουλίου εναρμονίζει τους όρους χορήγησης αδειών αερομεταφορέα στην Κοινότητα. Μια άδεια εκμετάλλευσης η οποία εκδίδεται βάσει και σύμφωνα με τους όρους που θεσπίζονται από τον κανονισμό 2407/92 ισχύει σε ολόκληρη την Κοινότητα. Τα κράτη μέλη δεν έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν τη χορήγηση μεταφορικών δικαιωμάτων με προορισμό τρίτη χώρα στην υποχρέωση κατοχής πιστοποιητικού αερομεταφορέα (AOC), το οποίο θα πρέπει να έχει εκδοθεί από την εθνική τους διοίκηση, διότι αυτό αποτελεί περιορισμό του δικαιώματος εγκατάστασης και αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο. Σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό, η κατοχή πιστοποιητικού AOC αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την απόκτηση άδειας αερομεταφορέα και όχι το αντίστροφο.

    1.2. Πρακτικές συνέπειες όσον αφορά τον καθορισμό κοινοτικών αερομεταφορέων στο πλαίσιο των υφιστάμενων διμερών συμφωνιών

    11. Λαμβανομένης υπόψη της εναρμόνισης σε κοινοτικό επίπεδο των όρων για την χορήγηση αδειών αερομεταφορέα, η οποία πραγματοποιήθηκε με την τρίτη δέσμη, πρέπει να θεωρηθεί ότι κάθε κοινοτικός μεταφορέας, υπό την έννοια του κανονισμού 2407/92 [9], ο οποίος μπορεί να δικαιολογήσει την εγκατάστασή του (με θυγατρική εταιρεία, υποκατάστημα ή πρακτορείο) στην επικράτεια ενός κράτους μέλους, πρέπει να έχει το δικαίωμα να ασκήσει μεταφορικά δικαιώματα με αφετηρία το εν λόγω κράτος προς τρίτη χώρα, με τον ίδιο τρόπο και υπό τους ίδιους όρους όπως και οι αερομεταφορείς που είναι υπήκοοι του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

    [9] Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2408/92, της 23ης Ιουλίου 1992, για την πρόσβαση των κοινοτικών αερομεταφορέων σε δρομολόγια ενδοκοινοτικών αεροπορικών γραμμών, ΕΕΕΕ, αριθ. L240 της 24ης Αυγούστου 1992.

    12. Από τη στιγμή που ο τομέας των αερομεταφορών είναι ανταγωνιστικός και τα συμφέροντα των αεροπορικών εταιρειών είναι συχνά αντικρουόμενα, πρέπει, όταν υπάρχει όριο όσον αφορά τη μεταφορική χωριτικότητα ή/και τη συχνότητα πτήσεων, ή όταν είναι περιορισμός ο αριθμός των εταιρειών, η κατανομή των μεταφορικών δικαιωμάτων μεταξύ των ενδιαφερόμενων κοινοτικών αερομεταφορέων να γίνεται χωρίς διακρίσεις.

    1.3. Συνέπειες όσον αφορά τον καθορισμό των αερολιμένων

    13. Στο μέτρο που μια διμερής συμφωνία περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με τον καθορισμό ορισμένων αερολιμένων με σκοπό την άσκηση των μεταφορικών δικαιωμάτων, είναι ευκταίο, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, ο εν λόγω προσδιορισμός να επαφίεται στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.

    14. Εντούτοις, ο καθορισμός αερολιμένων δεν μπορεί να γίνει με τρόπο ο οποίος κάνει διάκριση μεταξύ των κοινοτικών αερομεταφορέων βάσει της ιθαγένειας ή της ταυτότητάς τους. Επιπλέον, όταν λαμβάνεται απόφαση για κατανομή της ενδοκοινοτικής εναέριας κυκλοφορίας μεταξύ διαφόρων αερολιμένων εντός ενός συστήματος αερολιμένων, σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού 2408/92 του Συμβουλίου, η μέθοδος και τα κριτήρια τα οποία λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των αερολιμένων δεν θα πρέπει να έρχονται σε αντίθεση με την προαναφερθείσα απόφαση περί κατανομής της ενδοκοινοτικής εναέριας κυκλοφορίας, ειδάλλως μπορεί να είναι αδύνατον για ορισμένους κοινοτικούς αερομεταφορείς να εκμεταλλευτούν τον κεντρικό κόμβο ανταποκρίσεων ενός και του αυτού αερολιμένα.

    1.4. Πρακτικές συνέπειες όσον αφορά τη διαπραγμάτευση των τροποποιήσεων των υφιστάμενων συμφωνιών

    15. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε άλλους τομείς οικονομικής δραστηριότητας κατά την προετοιμασία και διεξαγωγή εμπορικών διαπραγματεύσεων μεταξύ κρατών, πρόκειται για κοινή πρακτική των αρμοδίων αρχών να εμπλέκουν πολύ στενά τους αερομεταφορείς σε όλα (σχεδόν) τα στάδια της διαδικασίας.

    16. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης, η οποία απορρέει φυσικώ τω τρόπω από τις διατάξεις του άρθρου 43 της Συνθήκης ΕΚ, επιβάλλει επίσης όπως όλοι οι κοινοτικοί αερομεταφορείς, οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν την εγκατάστασή τους (θυγατρική εταιρεία, υποκατάστημα ή πρακτορείο) στην επικράτεια του σχετικού κράτους μέλους, να μπορούν να εμπλέκονται, είτε άμεσα, είτε μέσω των επαγγελματικών τους οργανώσεων, και χωρίς να γίνονται διακρίσεις, στην προετοιμασία και κατόπιν στη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων για τις αεροπορικές συμφωνίες.

    1.5. Συνέπειες όσον αφορά την παρακολούθηση των κοινοτικών αερομεταφορέων σε θέματα ασφάλειας

    17. Στο εσωτερικό της Κοινότητας, η παρακολούθηση των κοινοτικών αερομεταφορέων σε θέματα ασφάλειας έγκειται σε όλες τις περιπτώσεις στο κράτος μέλος, το οποίο έχει εκδώσει, σύμφωνα με τον κανονισμό 2407/92 του Συμβουλίου, την άδεια αερομεταφορέα, ακόμη και στην περίπτωση που οι αερομεταφορείς εκμεταλλεύονται γραμμές μεταξύ δύο κρατών μελών διαφορετικών από το κράτος που τους εξέδωσε την προαναφερθείσα άδεια.

    18. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο ίδιος κανόνας πρέπει να ισχύει όταν ένας κοινοτικός αερομεταφορέας εκτελεί αεροπορικό δρομολόγιο από την επικράτεια ενός κράτους μέλους, διαφορετικού από αυτό το οποίο εξέδωσε την άδεια αερομεταφορέα, προς την επικράτεια τρίτης χώρας.

    19. Σε περίπτωση που μια τρίτη χώρα αρνηθεί την εφαρμογή της εν λόγω αρχής, εναπόκειται στο κράτος μέλος, το οποίο καθορίζει τον αερομεταφορέα, σε συνεργασία με το κράτος που εξέδωσε την άδεια αερομεταφορέα,

    * να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται εντός της Κοινότητας η παρακολούθηση των αερομεταφορέων σε θέματα ασφάλειας και να καταδείξει την αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για τα ανωτέρω,

    * να καταστήσει σαφές στη σχετική τρίτη χώρα ότι αυτή υποχρεούται να αναγνωρίσει τα πιστοποιητικά που έχει εκδώσει το κράτος μέλος το οποίο εξέδωσε και την άδεια του κοινοτικού αερομεταφορέα, από τη στιγμή που το τελευταίο είναι συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης του Σικάγο, καθώς και ότι τα εν λόγω πιστοποιητικά έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τα ισχύοντα παραρτήματα της Σύμβασης [10].

    [10] Σχεδόν πάντοτε, στο προοίμιο διμερών αεροπορικών συμφωνιών προβλέπεται ότι αυτές ισχύουν χωρίς να θίγονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών, όπως αυτά απορρέουν από τη Σύμβαση του Σικάγο.

    1.6. Ένα σαφές νομικό πλαίσιο

    20. Η προαναφερθείσα νομική ανάλυση παρέχει τη σταθερή νομική βάση για την ανάπτυξη της κοινοτικής πολιτικής. Το κοινοτικό δίκαιο προβλέπει ένα σύνολο σταθερών νομικών υποχρεώσεων για τα κράτη μέλη και την Κοινότητα στο σύνολό της. Δεν υπάρχει πρόβλεψη οι εν λόγω αρχές να εφαρμοστούν επιλεκτικά ή να εισαχθούν σταδιακά. Σύμφωνα με τη Συνθήκη, οι αερομεταφορείς της Κοινότητας έχουν το δικαίωμα άμεσης άσκησης των δικαιωμάτων τους. Εντούτοις, προκειμένου οι εν λόγω αρχές να αποκτήσουν υπόσταση, η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να εισαχθούν μέτρα τα οποία θα δώσουν τη δυνατότητα στην Κοινότητα και στα κράτη μέλη να θεσπίσουν μια συνεκτική προσέγγιση με σκοπό την εφαρμογή τους.

    2. ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ

    2.1. Αξιολόγηση της κατάστασης

    21. Η Επιτροπή αναγνωρίζει την πολυπλοκότητα των σχέσεων μεταξύ των δεκαπέντε κρατών μελών της ΕΕ και των διμερών εταίρων τους, την αβεβαιότητα η οποία επισκιάζει τις εν λόγω σχέσεις και τα προβλήματα που μπορούν να προκύψουν στην πράξη κατά την εφαρμογή των νομικών αρχών που προαναφέρονται. Εγείρονται ανησυχίες από πολλές πλευρές σχετικά με τη νομιμότητα των υφιστάμενων συμφωνιών, τις αλλαγές που ενδεχομένως είναι αναγκαίες και την αντίδραση τρίτων χωρών σε προτάσεις της Κοινότητας και των κρατών μελών της.

    22. Η Επιτροπή κατανοεί επίσης την οικονομική σημασία που έχει για τον αεροπορικό κλάδο η διασφάλιση ενός κανονιστικού περιβάλλοντος, το οποίο θα είναι αρκετά ευέλικτο, ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται στις αλλαγές των οικονομικών συνθηκών και στις λειτουργικές απαιτήσεις, αλλά παράλληλα θα παραμένει αρκετά ισχυρό προκειμένου να διατηρηθούν τα σημαντικά δικαιώματα πρόσβασης στην αγορά, τα οποία έχουν διαπραγματευτεί τα κράτη μέλη κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια. Η αβεβαιότητα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπιστούν οι παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου που διαπιστώθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο παρακωλύει τη διαχείριση και τη βελτίωση των υφιστάμενων συμφωνιών, ενώ πλανάται ο φόβος ότι η ανάληψη δράσης για την αντιμετώπιση της αβεβαιότητας ενδεχομένως να θέσει σε κίνδυνο τις διμερείς σχέσεις που έχουν οικοδομηθεί.

    23. Συνεπώς, η Επιτροπή πιστεύει ότι είναι σημαντικό να περιοριστούν, στο μέτρο του δυνατού, οι αλλαγές που χρειάζεται να γίνουν, με σκοπό τη διατήρηση της ισορροπίας όσον αφορά τα δικαιώματα που απορρέουν δυνάμει του υφιστάμενου πλαισίου διμερών συμφωνιών.

    24. Εντούτοις, είναι σαφές ότι πρέπει να γίνουν αλλαγές επί του σημερινού καθεστώτος, προκειμένου οι υφιστάμενες σχέσεις με τρίτες χώρες να ευθυγραμμιστούν με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002. Η διατήρηση του status quo δεν αποτελεί λύση και, όπως αναγνωρίζουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι, απαιτείται ανάληψη δράσης από την Κοινότητα και τα κράτη μέλη.

    25. Όμως, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι φιλοδοξία της κοινοτικής πολιτικής στον εν λόγω τομέα δεν είναι απλώς να διορθωθούν οι παρανομίες που διαπιστώθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όσο ουσιαστικές και αν είναι αυτές. Οι απαιτούμενες αλλαγές θα συνεισφέρουν επίσης στην περαιτέρω αξιοποίηση της υφιστάμενης κατάστασης, δημιουργώντας πρόσθετες ευκαιρίες για τον ευρωπαϊκό αεροπορικό κλάδο και παρέχοντας στους Ευρωπαίους καταναλωτές ευρύτερες δυνατότητες επιλογής υπηρεσιών.

    26. Πρωταρχικός στόχος πρέπει να είναι η εξεύρεση ενός ισόρροπου και αποτελεσματικού τρόπου εργασίας σε κοινοτικό επίπεδο, με τον οποίο θα αξιοποιείται πλήρως το ειδικό βάρος της Κοινότητας για την προαγωγή των συμφερόντων του αεροπορικού της κλάδου και των καταναλωτών της. Πρέπει να θεσπιστούν σαφείς προτεραιότητες και κατάλληλοι μηχανισμοί για την ανάληψη κοινοτικής δράσης, ενώ παράλληλα θα διασφαλίζεται ότι τα κράτη μέλη μπορούν να εξακολουθήσουν να αναπτύσσουν τους υφιστάμενους πόρους και την εμπειρογνωσία τους, προκειμένου να αντιμετωπίσουν πτυχές των διεθνών σχέσεών τους ανάλογα με την ιδιαίτερη κατάσταση του καθενός.

    2.2. Ανταπόκριση στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου

    27. Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, για τις επονομαζόμενες υποθέσεις "ανοικτοί ουρανοί", έχουν επιπτώσεις όχι μόνο στις οκτώ ειδικές συμφωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες διαπιστώθηκε ότι παραβιάζουν το κοινοτικό δίκαιο, αλλά και σε όλες τις άλλες διμερείς αεροπορικές συμφωνίες στις οποίες τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι συμβαλλόμενα μέρη.

    28. Στην ανακοίνωσή της στις 19 Νοεμβρίου 2002, η Επιτροπή, ανταποκρινόμενη στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, έθεσε μια σειρά πολιτικών προτεραιοτήτων. Θέσπισε κατευθυντήριες αρχές για την μελλοντική κοινοτική πολιτική στον εν λόγω τομέα και προσδιόρισε μια σειρά σημαντικών εμπορικών εταίρων, εκ των οποίων τη Ρωσία και την Ιαπωνία, με τους οποίους πιστεύει ότι η Κοινότητα πρέπει να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις κατά το εγγύς μέλλον. Εντούτοις, βασική της ανησυχία ήταν οι σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και των Ηνωμένων Πολιτειών να συνάδουν με το κοινοτικό δίκαιο.

    29. Για το σκοπό αυτό, η Επιτροπή ζήτησε από τα κράτη μέλη να ενεργοποιήσουν τις διαδικασίες καταγγελίας των συμφωνιών τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες και ζήτησε από το Συμβούλιο να την εξουσιοδοτήσει για έναρξη κοινοτικών διαπραγματεύσεων (εφεξής "εντολή") με τις Ηνωμένες Πολιτείες, με σκοπό τη σύναψη νέας συμφωνίας ΕΕ-ΗΠΑ, σύμφωνα με το άρθρο 300 της Συνθήκης. Η Επιτροπή εξακολουθεί να πιστεύει ότι μια τέτοιου είδους δράση είναι ο μόνος τρόπος να τεθούν οι σχέσεις ΕΕ-ΗΠΑ στον τομέα των αερομεταφορών επί σταθερής νομικής βάσης.

    30. Η Επιτροπή εκφράζει την ικανοποίησή της για τη σημασία που δίνει το Συμβούλιο στις διαβουλεύσεις για τις σχέσεις ΕΕ-ΗΠΑ και είναι αισιόδοξη για την βραχυπρόθεσμη έναρξη των διαπραγματεύσεων σε κοινοτικό επίπεδο.

    31. Εντούτοις, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι υπάρχει επίσης άμεση ανάγκη να παρασχεθεί ένα ορθολογικό νομικό πλαίσιο για τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων και την εφαρμογή όλων των άλλων αεροπορικών συμφωνιών, καθώς και για την κατάλληλη κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών στον τομέα των διεθνών σχέσεων όσον αφορά τις αερομεταφορές.

    32. Κατά συνέπεια, μαζί με την έγκριση της παρούσας ανακοίνωσης, η Επιτροπή υποβάλλει δύο επιπλέον προτάσεις, οι οποίες, μαζί με την εντολή διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ, διαμορφώνουν μια συνεκτική δέσμη τριών μέτρων, τα οποία θα συμβάλλουν στη θέσπιση του εν λόγω πλαισίου.

    2.3. Η κοινοτική προσέγγιση για τα θέματα ιδιοκτησίας και ελέγχου

    33. Προκειμένου να αντιμετωπίσει τις παραβάσεις της κοινοτικής νομοθεσίας σε άλλες διμερείς συμφωνίες, η Επιτροπή προβλέπει την έναρξη κοινοτικών διαπραγματεύσεων με τρίτες χώρες επί θεμάτων ιδιοκτησίας και ελέγχου, καθώς και επί θεμάτων αποκλειστικής κοινοτικής αρμοδιότητας.

    34. Οι διαπραγματεύσεις θα έχουν ως ειδικό στόχο να διασφαλιστεί στις διεθνείς συμφωνίες η χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στην αγορά για όλους τους κοινοτικούς αερομεταφορείς, όπως απαιτεί η Συνθήκη. Η Επιτροπή θεωρεί ότι χρειάζεται μια συστηματική κοινοτική προσέγγιση επί σειρά αρκετών ετών, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το θέμα της ιδιοκτησίας και του ελέγχου με όλους τους διεθνείς εταίρους.

    35. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο σύσταση με την οποία το καλεί να την εξουσιοδοτήσει να ξεκινήσει κοινοτικές διαπραγματεύσεις με όλους τους διμερείς εταίρους, επί θεμάτων ιδιοκτησίας και ελέγχου. Κατά την εκτέλεση της εντολής θα τηρηθούν οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 300 της Συνθήκης, με σύσταση ειδικής επιτροπής, η οποία θα απαρτίζεται από εκπροσώπους των κρατών μελών, με σκοπό να συνδράμει και να υποστηρίξει την Επιτροπή. Η εντολή αποκλείει τις διαπραγματεύσεις με εμπορικούς εταίρους για τους οποίους έχει συνομολογηθεί ειδική ανά χώρα εντολή.

    Γιατί χρειάζεται μια κοινοτική προσέγγιση;

    36. Υπενθυμίζεται ότι όπου είναι προφανές ότι το θέμα μιας συμφωνίας ή σύμβασης εμπίπτει εν μέρει στην αρμοδιότητα της Κοινότητας και εν μέρει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, είναι ουσιαστική η διασφάλιση στενής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και των κοινοτικών θεσμικών οργάνων, τόσο κατά τη διαδικασία διαπραγμάτευσης και σύναψης αυτών, όσο και κατά την εκπλήρωση των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί. Η εν λόγω υποχρέωση συνεργασίας απορρέει από την απαίτηση ενότητας κατά τη διεθνή εκπροσώπηση της Κοινότητας (Απόφαση 1/78 [1978] Συλλογή Νομολογίας του Δικαστηρίου, 2151, σημεία 34 έως 36, Γνώμη 2/91 [1993] Συλλογή Νομολογίας του Δικαστηρίου I-1061, σημείο 36, και Γνώμη 1/94 [1994] Συλλογή Νομολογίας του Δικαστηρίου I-5267, σημείο 108). Τα θεσμικά όργανα της Κοινότητας και τα κράτη μέλη πρέπει να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν εν προκειμένω την βέλτιστη δυνατή συνεργασία (Γνώμη 2/91, σημείο 38).

    37. Τα κύρια νομικά θέματα τα οποία αφορούν το περιεχόμενο και τις διαπραγματεύσεις των ρητρών ιδιοκτησίας και ελέγχου παρουσιάζονται στο πρώτο τμήμα της παρούσας ανακοίνωσης: το κοινοτικό δίκαιο έχει εναρμονίσει τον ορισμό της έννοιας "κοινοτικοί αερομεταφορείς". Εκτός αυτού, υπάρχουν επίσης αξιοσημείωτα πρακτικά και πολιτικά πλεονεκτήματα που συνηγορούν υπέρ των κοινών κοινοτικών διαπραγματεύσεων.

    38. Εν πρώτοις, εάν τα κράτη μέλη εξουσιοδοτηθούν να διαπραγματευτούν μια κοινοτική ρήτρα, υπάρχει περίπτωση να προκύψουν αποκλίνουσες απόψεις μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης του θέματος, γεγονός που θα έχει ως αποτέλεσμα οι τρίτες χώρες να λάβουν αντιφατικά μηνύματα από την Κοινότητα. Τα κράτη μέλη και η Κοινότητα δεν θα πραγματοποιήσουν πρόοδο στον εν λόγω τομέα, εάν η χρονική στιγμή και η ουσία της προσέγγισης έναντι της τρίτης χώρας δεν συντονιστούν σωστά και εάν η αιτιολόγηση των αλλαγών λάβει διαφορετικές μορφές και η πολιτική πίεση ποικίλλει.

    39. Επιπλέον, τα επιμέρους κράτη μέλη θα διαπιστώσουν ότι ένα μονομερές αίτημα προς τρίτη χώρα για την εισαγωγή "κοινοτικής ρήτρας" συχνά προκαλεί αρνητική αντίδραση. Ένα τέτοιο αίτημα είναι από τη φύση του ασύνηθες και συχνά έχει μικρό ειδικό βάρος εάν διαβιβάζεται μεμονωμένα από ένα κράτος μέλος. Επιπλέον, η πίεση για την προστασία των υφιστάμενων μεταφορικών δικαιωμάτων του εθνικού αερομεταφορέα μπορεί να καταστήσει δύσκολη οιαδήποτε προσπάθεια ενός μεμονωμένου κράτους μέλους να υποστηρίξει το θέμα, ακόμη και εάν η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου επιβάλλει τη νομική υποχρέωση διασφάλισης μιας τέτοιας ρήτρας.

    40. Εάν τα κράτη μέλη εξουσιοδοτηθούν να διαπραγματευτούν μια κοινοτική ρήτρα, θα υπάρξει σοβαρός κίνδυνος στρέβλωσης του ανταγωνισμού μεταξύ των κοινοτικών αερομεταφορέων. Εάν κάθε κράτος μέλος ζητάει την εισαγωγή κοινοτικών ρητρών από τρίτες χώρες, με διαφορετική σειρά προτεραιότητας και με διαφορετικό βαθμό επιτυχίας, οι κοινοτικοί αερομεταφορείς θα βρεθούν αντιμέτωποι με ένα μη συνεκτικό συνονθύλευμα ως προς τις ευκαιρίες πρόσβασης στη διεθνή αγορά. Επιπλέον, όσο πιο επιτυχές είναι ένα κράτος μέλος κατά τη διασφάλιση εισαγωγής κοινοτικών ρητρών, τόσο περισσότερο ο αεροπορικός του κλάδος θα εκτίθεται στον ανταγωνισμό από αερομεταφορείς άλλων κρατών μελών, χωρίς αναγκαστικά να επωφελείται από τα αμοιβαία δικαιώματα στο σύνολο της Κοινότητας. Αυτή η κατάσταση θα αποβεί ανυπόφορη.

    41. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι εν λόγω δυσκολίες, είναι σημαντικό για την Κοινότητα να προσεγγίσει τις τρίτες χώρες ασκώντας τις αρμοδιότητές της σύμφωνα με το άρθρο 300 της Συνθήκης. Αυτό θα επιτρέψει στην Κοινότητα να υπερασπίσει την εν λόγω υπόθεση με συνέπεια και πεποίθηση και να αποφύγει μια κατάσταση κατά την οποία τα κράτη μέλη ενδεχομένως να συνομολογήσουν ακούσια διαφορετικούς όρους.

    Η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων και τα αποτελέσματά τους

    42. Η Επιτροπή προβλέπει τη διεξαγωγή εντατικών διαπραγματεύσεων. Σκοπός θα είναι η Επιτροπή να καθορίσει και να διεξάγει ένα συντονισμένο πρόγραμμα διαπραγματεύσεων με τους εμπορικούς εταίρους, εξετάζοντας μαζί τους το θέμα των ρητρών ιδιοκτησίας και ελέγχου. Στην εντολή θα καθιερωθούν κριτήρια τα οποία θα διέπουν τη σειρά προτεραιότητας για τις επαφές με τρίτες χώρες. Κατά την τήρηση των εν λόγω προτεραιοτήτων, η Επιτροπή θα εκπονήσει για κάθε τρίτη χώρα το σχετικό σχέδιο συμφωνίας.

    43. Η Επιτροπή θα λάβει επίσης εντολή να αντιμετωπίσει άλλα θέματα αποκλειστικής κοινοτικής αρμοδιότητας, με σκοπό την ενσωμάτωσή τους στην κοινοτική συμφωνία. Στην πράξη, είναι μάλλον πιθανόν απλώς να ενσωματωθούν στην κοινοτική συμφωνία τα υποδείγματα κειμένων, τα οποία αυτή τη στιγμή χρησιμοποιούνται στις διμερείς συμφωνίες, μολονότι, δοθείσης της ευκαιρίας, η Κοινότητα πρέπει να επιδιώξει να επιφέρει βελτιώσεις στις υφιστάμενες διατάξεις για τα συγκεκριμένα θέματα.

    44. Με τον τρόπο αυτό, τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να διεξάγουν διαπραγματεύσεις με τρίτες χώρες επί θεμάτων εθνικής τους αρμοδιότητας, χρησιμοποιώντας, όπως αρμόζει, τις παραδοσιακές διαπραγματευτικές τους δομές. Εντούτοις, ενθαρρύνονται να επωφεληθούν από την ευκαιρία της κοινοτικής παρέμβασης σε θέματα ιδιοκτησίας και ελέγχου με κάποιον εμπορικό εταίρο, προκειμένου να επιλύσουν θέματα διμερούς ενδιαφέροντος. Αυτό θα επιτρέψει να εξεταστούν συνολικά ως μια ενιαία δέσμη όλες οι πτυχές των αεροπορικών σχέσεων μεταξύ τρίτης χώρας και της Κοινότητας και των κρατών μελών της.

    45. Η Επιτροπή προβλέπει ότι η έκβαση των διαπραγματεύσεων θα λάβει διάφορες μορφές. Η απλούστερη μορφή θα ήταν μια σύντομη αυτοτελής συμφωνία, με την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη θα συμφωνήσουν στην αναθεώρηση του ορισμού των δικαιούχων, η οποία θα υπερισχύσει έναντι των σχετικών ρητρών των υφιστάμενων διμερών συμφωνιών. Μια τέτοιου είδους συμφωνία θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει νέες διατάξεις, οι οποίες θα καλύπτουν και άλλα θέματα κοινοτικής αρμοδιότητας, όπως προσδιορίζονται από την Επιτροπή στην προηγούμενη ανακοίνωσή της, στις 19 Νοεμβρίου 2002. Η υπογραφή και η σύναψη της εν λόγω συμφωνίας εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Κοινότητας. Τα κράτη μέλη θα διατηρήσουν παράλληλα την δική τους συμφωνία με τη σχετική χώρα όσον αφορά τα θέματα εθνικής τους αρμοδιότητας. Αυτή η κατάσταση μπορεί να διατηρηθεί έως ότου δοθεί εντολή για συνολικές διαπραγματεύσεις με σκοπό την επίτευξη κοινοτικής συμφωνίας. Για τις περισσότερες χώρες η εν λόγω κατάσταση είναι πιθανό να διατηρηθεί για αρκετό καιρό στο μέλλον.

    Η υπερίσχυση της κοινοτικής δράσης έναντι των διμερών προσεγγίσεων

    46. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει σε κάθε διαπραγμάτευση είναι η αδυναμία επίτευξης συμφωνίας και, ενώ πολλές χώρες είναι ανοικτές στις αλλαγές, κάποιες άλλες ενδεχομένως θεωρήσουν δύσκολο να αποδεχθούν τις απαιτούμενες τροποποιήσεις. Η Επιτροπή θεωρεί ότι έχοντας μια κοινοτική θέση κίνδυνος αυτός είναι κατά πολύ μικρότερος, απ' ό,τι στην περίπτωση μονομερούς αιτήματος από ένα μόνο κράτος μέλος.

    47. Μολαταύτα, εάν αυτό συμβεί, η Επιτροπή θα πρέπει να αποταθεί στο Συμβούλιο και να εξεταστούν εναλλακτικές προσεγγίσεις. Η αρχή η οποία διακυβεύεται είναι μείζονος σημασίας και η Κοινότητα θα πρέπει να υιοθετήσει μια σταθερή στάση κατά την επιδίωξη των εν λόγω αλλαγών. Προκειμένου να επιτευχθεί πρόοδος, μια εκ των πιθανών εναλλακτικών λύσεων θα ήταν η ανάθεση διαπραγματευτικής εντολής για τη σύναψη μιας εντελώς νέας κοινοτικής συμφωνίας, η οποία θα αντικαταστήσει τις υφιστάμενες διμερείς συμφωνίες ή ο συντονισμένος περιορισμός, από το σύνολο των κρατών μελών, των αεροπορικών τους δρομολογίων από και προς τη σχετική χώρα. Η καταγγελία συμφωνίας είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα, αλλά πρέπει να κρατηθεί υπόψη και δεν μπορεί να αποκλειστεί τελείως.

    48. Δεδομένης της σημασίας που έχουν για πολλές χώρες οι αεροπορικές συνδέσεις από και προς την Ευρώπη, είναι πιθανόν οι διμερείς εταίροι να κάνουν ο,τιδήποτε προκειμένου να αποφύγουν την πλήρη παρεμπόδιση των διαπραγματεύσεων και τον κίνδυνο καταγγελίας. Οι περισσότεροι διμερείς εταίροι δεν θα είναι πρόθυμοι να επιτρέψουν την οριστική διακοπή των αεροπορικών τους συνδέσεων με την Ευρώπη. Εντούτοις, πρέπει να τονιστεί ότι η Κοινότητα θα μπορέσει να πραγματοποιήσει πρόοδο υπ' αυτές τις συνθήκες μόνο εάν όλα τα κράτη μέλη υιοθετήσουν την ίδια προσέγγιση. Η ανάθεση της περί ης ο λόγος εντολής θα διασφαλίσει μια τέτοια προσέγγιση.

    Απλούστευση των επαφών με τους άμεσα ενδιαφερόμενους

    49. Η διαπραγμάτευση των "κοινοτικών ρητρών" θα επιτρέψει στις κοινοτικές αεροπορικές εταιρείες να επεκτείνουν τις διεθνείς τους δραστηριότητες από αερολιμένες που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη, καθώς επίσης και να προετοιμάσουν το έδαφος για μεγαλύτερη εμπορική ολοκλήρωση μεταξύ αεροπορικών εταιρειών διαφόρων κρατών μελών. Όπως αναφέρεται ανωτέρω στο τμήμα 1, οι εν λόγω αεροπορικές εταιρείες έχουν δικαίωμα ίσης μεταχείρισης και, συνεπώς, πρέπει να έχουν ίσες ευκαιρίες στην εμπλοκή τους σε διαπραγματεύσεις και στην ενημέρωσή τους για τη διεξαγωγή αυτών. Εάν το θέμα της ιδιοκτησίας και του ελέγχου αντιμετωπιστεί ενιαία μέσω των προσπαθειών της Κοινότητας, αυτό θα προσδώσει περισσότερη διαφάνεια στη διαδικασία και θα καταστήσει απλούστερη όσο και αποτελεσματικότερη την εμπλοκή στις διαπραγματεύσεις του κλάδου στο σύνολό του.

    Ανάθεση της εντολής και επιπτώσεις της

    50. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ανάθεσης της επίσημης εντολής από το Συμβούλιο, η Επιτροπή και το Συμβούλιο θα πρέπει να θέσουν ακριβείς στόχους, να ορίσουν τη σειρά προτεραιότητας όσον αφορά τις επαφές τους με τρίτες χώρες, καθώς και τη μέθοδο εργασίας για τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων. Παράλληλα με την παρούσα ανακοίνωση, υποβάλλεται στο Συμβούλιο σύσταση σύμφωνα με το άρθρο 300 παράγραφος 1.

    51. Η ανάθεση της εντολής θα απαιτήσει την ανάληψη μείζονος σημασίας υποχρεώσεων εκ μέρους της Επιτροπής και των κρατών μελών, σε επίπεδο ανθρωπίνων πόρων και πολιτικής δέσμευσης. Στόχος είναι η συγκρότηση μιας συνεκτικής ευρωπαϊκής ομάδας υπό την προεδρία της Επιτροπής, η οποία θα εργαστεί στενά και εντατικά κατά τα προσεχή έτη. Η Επιτροπή θα χρειαστεί να θεσπίσει και να εφαρμόσει ένα βασικό πρόγραμμα διαπραγματεύσεων κατά τα προσεχή έτη, προκειμένου να αντιμετωπίσει το θέμα με όλους τους εμπορικούς εταίρους της Κοινότητας στον εν λόγω τομέα. Η Επιτροπή θεωρεί μολαταύτα ότι μια τέτοια προσέγγιση αποτελεί την καλύτερη ευκαιρία για την επιτυχή προώθηση των κοινοτικών συμφερόντων.

    52. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι ακόμη και εάν χρησιμοποιηθούν όλα τα πολιτικά και τεχνικά μέσα που διαθέτουν η Επιτροπή και τα κράτη μέλη, θα χρειαστεί σημαντικός χρόνος για να ολοκληρωθεί η εν λόγω αποστολή. Εν τω μεταξύ, οι υφιστάμενες συμφωνίες θα παραμείνουν εν ισχύ ως έχουν, υπό την επιφύλαξη των προτάσεων που επισυνάπτονται στο παρόν έγγραφο.

    2.4. Ανταλλαγή πληροφοριών και μη διακριτική μεταχείριση

    53. Το τρίτο στοιχείο της δέσμης, παράλληλα με την έναρξη διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ και των διαπραγματεύσεων για την αναγνώριση των "κοινοτικών αερομεταφορέων" και για θέματα αποκλειστικής κοινοτικής αρμοδιότητας, είναι ένα σχέδιο κανονισμού, το οποίο επισυνάπτεται στην παρούσα ανακοίνωση. Το εν λόγω σχέδιο κανονισμού παρέχει το πλαίσιο προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις διαπραγματεύσεις και τις συμφωνίες στον συγκεκριμένο πολύπλοκο τομέα διακινούνται ελεύθερα εντός της Κοινότητας και καθιερώνει σαφείς κανόνες για την εφαρμογή των συμφωνικών, προκειμένου να διασφαλιστούν δίκαιες και ίσες ευκαιρίες στους κοινοτικούς αερομεταφορείς.

    Προς μια συνεργατική και συλλογική προσέγγιση

    54. Επί του παρόντος, είναι δύσκολο να διαμορφωθεί μια ακριβής εικόνα όσον αφορά την κατάσταση των αεροπορικών σχέσεων μεταξύ της Κοινότητας και των εμπορικών της εταίρων σε ολόκληρο τον κόσμο. Κάθε κράτος μέλος έχει το δικό του σύνολο διμερών συμφωνιών και έχει ως συνήθως προβεί σε διαπραγματεύσεις προκειμένου να προωθήσει και να διαχειριστεί τις εν λόγω συμφωνίες τελείως ανεξάρτητο από τα άλλα. Επιπλέον, ορισμένες λειτουργικές πτυχές πολλών συμφωνιών περιλαμβάνονται σε εμπιστευτικά παραρτήματα, τα οποία δεν διατίθενται παρά μόνο στα συμβαλλόμενα μέρη και στις αεροπορικές τους εταιρείες.

    55. Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αλλάζουν την παρούσα κατάσταση.

    56. Εν πρώτοις, αυτή τη στιγμή διαγράφεται σαφώς ο ρόλος της Κοινότητας στις διεθνείς σχέσεις στον τομέα των αερομεταφορών. Σε πολλούς τομείς η αρμοδιότητα της Κοινότητας έχει αναγνωριστεί και είναι επίσης ουσιαστικό η Κοινότητα να ασκήσει την αρμοδιότητά της στο θέμα της ιδιοκτησίας και του ελέγχου των αερομεταφορέων. Η δυνατότητα των κρατών μελών να αναλαμβάνουν διεθνείς δεσμεύσεις επί των εν λόγω θεμάτων περιορίζεται και η Επιτροπή χρειάζεται να λαμβάνει πληροφορίες για τις δραστηριότητες των κρατών μελών. Αυτό θα επιτρέψει στην Επιτροπή να παρακολουθεί τις εξελίξεις σε τομείς κοινοτικού ενδιαφέροντος και να ανταποκρίνεται στο ρόλο της ως θεματοφύλακας της Συνθήκης.

    57. Επιπλέον, από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της 5ης Νοεμβρίου συνεπάγεται ότι, στο μέτρο που εξακολουθούν να αναλαμβάνουν τη διαπραγμάτευση των διευθετήσεων σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά, τα κράτη μέλη δεν θα διαπραγματεύονται πλέον αεροπορικές συμφωνίες προς το συμφέρον μόνο των εθνικών τους αεροπορικών εταιρειών. Τα συμφέροντα των εθνικών αερομεταφορέων θα εξακολουθήσουν να αποτελούν σημαντικό στοιχείο για τους διαπραγματευτές, αλλά πρέπει εφεξής να λαμβάνεται υπόψη ότι τα μεταφορικά δικαιώματα θα αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης εξ ονόματος των κοινοτικών αερομεταφορέων γενικότερα. Σύμφωνα με τη συνθήκη, όλοι οι κοινοτικοί αερομεταφορείς με έγκυρη άδεια λειτουργίας και με εγκατάσταση στο σχετικό κράτος μέλος έχουν δικαίωμα να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους χωρίς περαιτέρω περιορισμούς. Συνεπώς, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις εκκρεμείς διαπραγματεύσεις δημοσιοποιούνται, προκειμένου οι κοινοτικοί αερομεταφορείς να μπορέσουν να εκδηλώσουν ενδεχομένως το ενδιαφέρον τους για την έκβαση των διαπραγματεύσεων και να τους διασφαλιστεί ίση πρόσβαση στη διαδικασία διαπραγμάτευσης.

    58. Τέλος, προκειμένου να μεγιστοποιηθεί ο ρόλος της Κοινότητας και των κρατών μελών στις σχέσεις τους με τρίτες χώρες, θα ήταν ευκταίο να διασφαλιστεί η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις εν εξελίξει και τις μελλοντικές επαφές με τρίτες χώρες. Αυτό θα επιτρέψει στην Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εντοπίσουν τα κοινά προβλήματα που έχουν με συγκεκριμένους εμπορικούς εταίρους και να συντονίσουν τις προσεγγίσεις τους τόσο ως προς την ουσία, όσο και ως προς τη χρονική στιγμή, είτε στο πλαίσιο μιας κοινοτικής προσέγγισης, είτε ενδεχομένως συντονίζοντας τις διμερείς διαπραγματεύσεις τους σύμφωνα με άρθρο 10 της Συνθήκης.

    Διασφάλιση της ανταλλαγής πληροφοριών

    59. Για τον σκοπό αυτό, και προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με το άρθρο 10 της Συνθήκης, επισυνάπτεται ένα σχέδιο κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, με το οποίο απαιτείται από τα κράτη μέλη να ενημερώνουν την Επιτροπή όσον αφορά όλες τις προβλεπόμενες διαπραγματεύσεις. Η Επιτροπή θα εξετάσει όλες αυτές τις κοινοποιήσεις με σκοπό αφενός να εξακριβώσει τη συμβατότητα της προτεινόμενης προσέγγισης με την κοινοτική νομοθεσία, και αφετέρου να προσδιορίσει τα θέματα ευρύτερου κοινοτικού ενδιαφέροντος τα οποία μπορούν ενδεχομένως να συζητηθούν επωφελώς με άλλα κράτη μέλη ή να αποτελέσουν αντικείμενο στενότερου συντονισμού σε κοινοτικό επίπεδο.

    60. Η πρόταση απαιτεί επίσης από τα κράτη μέλη να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, προκειμένου να μπορέσει να εξακριβώσει τη συμμόρφωση του αποτελέσματος με την κοινοτική νομοθεσία και να είναι σε θέση να παρακολουθήσει την χωρίς διακρίσεις εφαρμογή των διατάξεων των συμφωνιών, ειδικότερα στο θέμα των μεταφορικών δικαιωμάτων.

    61. Τέλος, η πρόταση υποχρεώνει τα κράτη μέλη να πληροφορούν και να αντιμετωπίζουν όλους τους κοινοτικούς αερομεταφορείς που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτειά τους χωρίς διακρίσεις. Αυτό συνεπάγεται ότι θα ζητήσουν εκδήλωση ενδιαφέροντος απ'όλους τους κοινοτικούς αερομεταφορείς πριν από την έναρξη των διαπραγματεύσεων με τρίτες χώρες, ώστε να διασφαλίσουν ότι θα ληφθούν υπόψη τα συμφέροντά τους κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και ότι θα μπορούν να παρίστανται στις σχετικές συζητήσεις.

    Διασφάλιση της μη διακριτικής μεταχείρισης

    62. Εντούτοις, ενώ είναι απλό να εμπλακούν οι αερομεταφορείς στις διαπραγματεύσεις για τις αερομεταφορές, η διασφάλιση της αμερόληπτης έκβασης και η επιδίωξη της κατανομής μεταφορικών δικαιωμάτων χωρίς διακρίσεις, ως αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, μπορεί να αποβεί μία από τις δυσκολότερες πτυχές της μετάβασης από τις διμερείς συμφωνίες σε μια κοινοτική πολιτική για τις διεθνείς αερομεταφορές.

    63. Έως σήμερα, οι περισσότερες συμφωνίες έχουν αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης με σκοπό τη διασφάλιση μεταφορικών δικαιωμάτων για έναν και μόνο εθνικό αερομεταφορέα. Σε ορισμένα κράτη μέλη υπάρχουν ένας ή δύο μικρότεροι διεθνείς αερομεταφορείς, αλλά λίγα είναι τα κράτη μέλη που είχαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της κατανομής μεταφορικών δικαιωμάτων, τα οποία προήλθαν από διαπραγμάτευση, μεταξύ διαφόρων αερομεταφορέων.

    64. Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της 5ης Νοεμβρίου 2002 αλλάζουν την συγκεκριμένη κατάσταση. Όπως σημειώνεται ανωτέρω, οι εν λόγω αποφάσεις επιβεβαιώνουν ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να μην εισάγουν διακρίσεις μεταξύ των εταιρειών βάσει της ιδιοκτησίας, στο μέτρο που αυτές είναι εγκατεστημένες υπό κάποια μορφή στην επικράτειά τους. Αυτό αποτελεί σήμερα νομική υποχρέωση για τα κράτη μέλη. Οι αερομεταφορείς έχουν δικαίωμα να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα κράτη μέλη, εφόσον θεωρούν ότι τα δικαιώματά τους δυνάμει της συνθήκης καταργούνται ή υπονομεύονται από το κείμενο της διμερούς συμφωνίας ή από τα μέσα με τα οποία έχει εφαρμοστεί.

    65. Δυνάμει της διαπραγματευτικής εντολής που προτείνεται ανωτέρω και κατά τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες και με άλλες τρίτες χώρες, η Κοινότητα θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις όσον αφορά τη διατύπωση των υφιστάμενων διμερών συμφωνιών και να παράσχει στους κοινοτικούς αερομεταφορείς την προσήκουσα μεταχείριση.

    Καθορισμός

    66. Σκοπός οιασδήποτε διαπραγμάτευσης που αφορά την Κοινότητα και τα κράτη μέλη πρέπει τώρα να είναι ασφαλώς ο καθορισμός πολλών και χωρίς περιορισμούς ως προς τον αριθμό αερομεταφορέων. Ο προσδιορισμός μόνο ενός είναι απλώς ανεπαρκής για την ουσιαστική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Ακόμη και αν μια συμφωνία χορηγεί δικαιώματα στους κοινοτικούς αερομεταφορείς, εάν παράλληλα καθορίζει μόνον έναν κοινοτικό αερομεταφορέα για τα δρομολόγια μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας, ή μεταξύ δύο πόλεων των δύο συμβαλλομένων μερών, υπονομεύει πλήρως τα δικαιώματα των κοινοτικών μεταφορέων δυνάμει της Συνθήκης. Οι κοινοτικοί αερομεταφορείς θα στερηθούν στην πραγματικότητα τα δικαιώματα πρόσβασης στην αγορά.

    67. Συνεπώς, σε περιπτώσεις όπου τρίτες χώρες επιδιώκουν να διατηρήσουν τις υφιστάμενες ρήτρες καθορισμού ενός μόνο αερομεταφορέα ή ζητούν την επιβολή νέων τέτοιων ρητρών, τα κράτη μέλη και οι διαπραγματευτές της Κοινότητας πρέπει να τις αρνούνται και να διαβιβάζουν το θέμα στην Επιτροπή. Η Επιτροπή θεωρεί ότι το εν λόγω θέμα μπορεί να αντιμετωπιστεί καλύτερα ως μέρος της συντονισμένης κοινοτικής επαναδιαπραγμάτευσης των ρητρών ιδιοκτησίας και ελέγχου.

    68. Οι σοβαροί περιορισμοί των συχνοτήτων μπορούν επίσης να αποβούν προβληματικοί για παρόμοιους λόγους. Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι όλοι οι ενδιαφερόμενοι κοινοτικοί αερομεταφορείς θα αντιμετωπιστούν όπως αρμόζει. Ο αριθμός των αναγκαίων συχνοτήτων προκειμένου αυτό να διασφαλιστεί ποικίλλει από χώρα σε χώρα.

    Κατανομή περιορισμένων δικαιωμάτων

    69. Κατά το προσεχές μέλλον, είναι πιθανόν να παραμείνει ένας σημαντικός αριθμός συμφωνιών βάσει των οποίων δεν θα παρέχονται αρκετές συχνότητες, ή μεταφορική ικανότητα, ή δικαιώματα καθορισμού αερομεταφορέα, ούτως ώστε δεν θα μπορούν να ικανοποιούνται όλοι οι ενδιαφερόμενοι κοινοτικοί αερομεταφορείς. Ως εκ τούτου, θα υπάρξει ανάγκη τα κράτη μέλη να θεσπίσουν διαδικασίες για την χωρίς διακρίσεις κατανομή των περιορισμένων μεταφορικών δικαιωμάτων ή των περιορισμένων δικαιωμάτων καθορισμού αερομεταφορέα.

    70. Για τον σκοπό αυτό, το σχέδιο κανονισμού το οποίο επισυνάπτεται στην παρούσα ανακοίνωση διευκρινίζει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών εν προκειμένω. Απαιτεί από τα κράτη μέλη να θεσπίσουν ένα αμερόληπτο σύστημα, το οποίο θα παρέχει πληροφορίες στους αερομεταφορείς σχετικά με τα διαθέσιμα μεταφορικά δικαιώματα, θα απαιτεί την εκδήλωση ενδιαφέροντος για τα συγκεκριμένα μεταφορικά δικαιώματα και θα ικανοποιεί τις αιτήσεις κατά τρόπο δίκαιο και διαφανή.

    71. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι είναι σημαντικό κατά την αξιολόγηση των αιτήσεων για τον καθορισμό αερομεταφορέα και μεταφορικών δικαιωμάτων τα κράτη μέλη να έχουν τη δυνατότητα να απορρίψουν τις μη ρεαλιστικές αιτήσεις και να διασφαλίσουν ότι τα δικαιώματα χρησιμοποιούνται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να θεσπιστούν σαφή κριτήρια για τη διαδικασία της κρίσης. Τα κριτήρια τα οποία μπορούν να εφαρμοστούν από τα κράτη μέλη είναι τα εξής:

    - τα συμφέροντα του καταναλωτή και τα οφέλη για το κοινό.

    - ο ανταγωνισμός στις εν λόγω αγορές.

    - η ικανότητα του υποψηφίου να εξασφαλίσει την συνεχή παροχή της υπηρεσίας.

    - η ικανότητα του υποψηφίου να πληροί τις απαιτήσεις ασφαλείας.

    - η ανάγκη εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.

    72. Το σχέδιο κανονισμού επιβάλλει διάφορες απαιτήσεις στα κράτη μέλη, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται κοινοποιούνται όπως αρμόζει στους αερομεταφορείς και ότι οι αποφάσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή τους δημοσιοποιούνται.

    73. Στο παράρτημα του παρόντος εγγράφου, καθορίζεται ένα σύνολο γενικών αρχών και διαδικασιών για την κατανομή των μεταφορικών δικαιωμάτων. Αυτά λειτουργούν ως σημείο αναφοράς για την ενδιάμεση περίοδο πριν από την έναρξη ισχύος του προτεινόμενου κανονισμού και θα χρησιμοποιηθούν κατά την εφαρμογή του κανονισμού εφόσον θεσπιστεί.

    3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

    74. Η Επιτροπή πιστεύει ότι η έναρξη κοινοτικών διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με τα μέτρα που εξηγούνται ανωτέρω, αποτελούν μια αποφασιστική δέσμη μέτρων που θα επιτρέψουν στην Κοινότητα και στα κράτη μέλη να δώσουν υπόσταση στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της 5ης Νοεμβρίου 2002 στις αποκαλούμενες υποθέσεις "ανοικτοί ουρανοί".

    75. Ως πρώτο βήμα, είναι ουσιαστικό να προβούμε στην έναρξη διαπραγματεύσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

    - Η Επιτροπή καλεί το Συμβούλιο να λάβει απόφαση ούτως ώστε να επιτρέψει τις κοινοτικές διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία ενός ανοικτού εναέριου χώρου με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

    76. Επιπλέον, είναι μείζονος νομικής και οικονομικής σημασίας να επιτραπεί σε όλους τους κοινοτικούς αερομεταφορείς να επωφεληθούν από τα δικαιώματα πρόσβασης στην αγορά δυνάμει των υφιστάμενων διμερών συμφωνιών, συμφωνώντας με τις τρίτες χώρες όσον αφορά τον καθορισμό κοινοτικών αερομεταφορέων. Εντούτοις, είναι αδύνατο να επιτευχθεί ταχεία πρόοδος στον εν λόγω τομέα, εκτός εάν δρομολογηθεί μια δυναμική κοινοτική προσέγγιση, υπό την αιγίδα της Επιτροπής και με σαφή εντολή.

    - Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συνιστά στο Συμβούλιο να επιτρέψει τις κοινοτικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των κοινοτικών αερομεταφορέων που θα εκτελούν διεθνή δρομολόγια από και προς τρίτες χώρες, καθώς και για θέματα που εμπίπτουν στην αποκλειστική κοινοτική αρμοδιότητα.

    77. Εντός της Κοινότητας, είναι ουσιαστικό να διασφαλιστεί ότι οι κοινοτικοί αερομεταφορείς, οι κυβερνήσεις των κρατών μελών και τα θεσμικά όργανα της Κοινότητας ενημερώνονται δεόντως για τις εν εξελίξει και για όλες τις προβλεπόμενες διαπραγματεύσεις. Αυτό θα επιτρέψει στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη να προσδιορίσουν τα θέματα κοινού ενδιαφέροντος και, εάν χρειαστεί, να προτείνουν τον συντονισμό τους. Για τους αερομεταφορείς, η μεγαλύτερη διαφάνεια θα τους επιτρέψει να επωφεληθούν όντως από τα δικαιώματα που τους εκχωρούνται δυνάμει της Συνθήκης, τα οποία επί του παρόντος αναγνωρίζονται σε μεγάλο βαθμό μόνο σε θεωρητικό επίπεδο.

    78. Τέλος, αναγνωρίζοντας ότι δεν είναι δυνατόν να κινηθούμε άμεσα προς την κατεύθυνση ανοικτών συμφωνιών για τις αερομεταφορές με όλους τους διμερείς εταίρους και ότι τα μεταφορικά δικαιώματα από τρίτες χώρες προς και από τα κράτη μέλη είναι πιθανόν να παραμείνουν περιορισμένα σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι σημαντικό να συνομολογηθούν κοινές αρχές για την κατανομή των μεταφορικών δικαιωμάτων, οι οποίες θα διασφαλίζουν ότι όλοι οι ενδιαφερόμενοι κοινοτικοί αερομεταφορείς έχουν δίκαιες και ίσες ευκαιρίες διασφάλισης πρόσβασης στην αγορά.

    - Έχοντας υπόψη τους εν λόγω σκοπούς, η Επιτροπή ζητά από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να λάβουν επειγόντως υπόψη την πρόταση κανονισμού για τη διαπραγμάτευση και την εφαρμογή των αεροπορικών συμφωνιών μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών.

    79. Εφόσον εκκρεμεί η έναρξη των διαπραγματεύσεων που προβλέπονται ανωτέρω και η θέση σε ισχύ του προτεινόμενου κανονισμού για τις διαδικασίες διαπραγμάτευσης και εφαρμογής των συμφωνιών παροχής αεροπορικών υπηρεσιών μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, πρέπει να μειωθεί η νομική αβεβαιότητα. Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα κράτη μέλη μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο ασυμβατότητας με τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τη Συνθήκη και με το κοινοτικό δίκαιο, εφαρμόζοντας μια σειρά βασικών αρχών, οι οποίες επισπεύδουν την θέση σε ισχύ του προτεινόμενου κανονισμού:

    α) Δυνάμει του άρθρου 10 της Συνθήκης, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίζουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τη Συνθήκη και επίσης υποχρεούνται να διευκολύνουν την επίτευξη των καθηκόντων της Κοινότητας, ενώ θα απέχουν από τη λήψη οιουδήποτε μέτρου το οποίο θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη των στόχων της Συνθήκης. Συνεπώς, τα κράτη μέλη πρέπει να προσαρμόσουν τις σχέσεις τους με τις τρίτες χώρες αναλόγως.

    β) Οι δράσεις των κρατών μελών πρέπει να υποστηρίζουν τις πρωτοβουλίες, τις διαπραγματεύσεις, τις πολιτικές και τους στόχους της Κοινότητας.

    γ) Τα κράτη μέλη πρέπει να μην διεξάγουν διαπραγματεύσεις επί θεμάτων αποκλειστικής κοινοτικής αρμοδιότητας ή επί θεμάτων τα οποία υπόκεινται στη διεξαγωγή κοινοτικών διαπραγματεύσεων δυνάμει ειδικής εντολής.

    δ) Όσον αφορά τις διμερείς συμφωνίες, τα κράτη μέλη πρέπει να ενημερώνουν την Επιτροπή για όλες τις προβλεπόμενες διεθνείς διαπραγματεύσεις, καθώς και για την έκβαση των εν λόγω διαπραγματεύσεων, προκειμένου η Επιτροπή να μπορεί να παρακολουθεί και να συντονίζει τις προσεγγίσεις με τρίτες χώρες, καθώς και να διασφαλίζει την τήρηση του κοινοτικού δικαίου.

    ε) Εν αναμονή της έγκρισης του προαναφερθέντος κανονισμού, ο οποίος θα θεσπίσει τους κοινοτικούς κανόνες επί του θέματος, τα κράτη μέλη πρέπει να επιδιώξουν την κατανομή των όποιων μεταφορικών δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από τις διμερείς τους συμφωνίες με τρόπο αμερόληπτο, διαφανή και έγκαιρο, μεταξύ των κοινοτικών αερομεταφορέων που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτειά τους. Στο παράρτημα του παρόντος εγγράφου επισυνάπτεται κατάλογος των αρχών και των διαδικασιών.

    στ) Προκειμένου να λάβει πρακτική υπόσταση το δικαίωμα της εγκατάστασης, όπως ορίζεται στο άρθρο 43 της Συνθήκης, τα κράτη μέλη πρέπει να χρησιμοποιήσουν τις ευκαιρίες που προσφέρονται από τις διμερείς τους συμφωνίες προκειμένου να ανοίξουν τα δρομολόγια από και προς τις τρίτες χώρες σε όλους τους κοινοτικούς αερομεταφορείς που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτειά τους, σε δίκαιη και ισότιμη βάση.

    - Η Επιτροπή ζητά από τα κράτη μέλη να τηρήσουν τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές έως την ανάθεση των εντολών και έως ότου τεθεί σε ισχύ ο προτεινόμενος κανονισμός ούτως ώστε να αποφευχθούν τυχόν παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου.

    Παράρτημα της ανακοίνωσης

    Αρχεσ και διαδικασιεσ για την Κατανομη μεταφορικων δικαιωματων μεταξυ των κοινοτικων μεταφορεων, δυναμει διμερουσ συμφωνιασ μεταξυ κρατουσ μελους και τριτης χωρας

    Γενικές αρχές:

    * Τα μεταφορικά δικαιώματα αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης εξ ονόματος των κοινοτικών αερομεταφορέων γενικώς και όχι εξ ονόματος ενός και μόνο αερομεταφορέα.

    * Όλοι οι κοινοτικοί αερομεταφορείς οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος έχουν ισότιμα το δικαίωμα:

    - να ενημερώνονται για τα διαθέσιμα μεταφορικά δικαιώματα.

    - να ζητούν να χρησιμοποιήσουν τα εν λόγω μεταφορικά δικαιώματα.

    - να χαίρουν της δέουσας αντιμετώπισης της αίτησής τους.

    Διαδικασίες:

    * Στις περιπτώσεις όπου ο αριθμός των κοινοτικών αερομεταφορέων που μπορούν να εκτελούν δρομολόγια σε μια συγκεκριμένη γραμμή ή ένα σύνολο γραμμών περιορίζεται από κάποια συμφωνία, ή στις περιπτώσεις όπου τα μεταφορικά δικαιώματα περιορίζονται όσον αφορά τη συχνότητα, τη μεταφορική ικανότητα, τη διέλευση από τον εναέριο χώρο ή για κάποιον άλλο λόγο, το κράτος μέλος ενημερώνει όλους τους κοινοτικούς αερομεταφορείς που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτειά του για τα διαθέσιμα μεταφορικά δικαιώματα και δημοσιεύει πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την κατανομή των εν λόγω δικαιωμάτων. Ειδικότερα, το κράτος μέλος ορίζει:

    - τον αριθμό των αερομεταφορέων που θα οριστούν και τα διαθέσιμα μεταφορικά δικαιώματα.

    - τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία θα ορίσει τους αερομεταφορείς και θα κατανείμει τα μεταφορικά δικαιώματα.

    * Τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν τη διάδοση των εν λόγω πληροφοριών, με τρόπο ώστε οι αερομεταφορείς να έχουν τουλάχιστον δύο εβδομάδες στη διάθεσή τους για να εκπονήσουν τις γραπτές τους αιτήσεις.

    * Σε περίπτωση που οι αιτήσεις που έχουν παραληφθεί δεν υπερβαίνουν τον αριθμό των μεταφορικών δικαιωμάτων, το κράτος μέλος επιτρέπει σε όλους τους υποψήφιους κοινοτικούς αερομεταφορείς να εκτελούν πτήσεις.

    * Σε περίπτωση που βάσει των γραπτών αιτήσεων τα διαθέσιμα δικαιώματα δεν αρκούν για να καλυφθούν οι αιτήσεις που έχουν παραληφθεί, το κράτος μέλος διοργανώνει δημόσια ακρόαση, καλώντας όλους τους αερομεταφορείς που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον να τεκμηριώσουν το αίτημά τους.

    * Το κράτος μέλος αιτιολογεί δεόντως τις αποφάσεις του σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στην πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος.

    * Το κράτος μέλος προβλέπει διαδικασία προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου ή ανεξάρτητου διαμεσολαβητή, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

    * Κατά τη λήξη της διαδικασίας, τα κράτη μέλη δημοσιεύουν τις αιτήσεις που έλαβαν, τα ονόματα των αερομεταφορέων που έχουν οριστεί και την κατανομή μεταφορικής ικανότητας και συχνοτήτων μεταξύ των εν λόγω αερομεταφορέων.

    Τα κράτη μέλη επιδιώκουν να θεσπίσουν τυποποιημένες διαδικασίες, συμπεριλαμβανόμενων των ενιαίων προθεσμιών, των κριτηρίων, καθώς και της διαδικασίας προσφυγής, μολονότι αυτά μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με τη φύση της συμφωνίας και τα σχετικά δρομολόγια.

    Top