Odaberite eksperimentalnu funkciju koju želite isprobati

Ovaj je dokument isječak s web-mjesta EUR-Lex

Dokument 52001SC0012

    Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο της συνθήκης ΕΚ σχετικά με την κοινή θέση που καθόρισε το Συμβούλιο σχετικά με την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Ιουνίου 1991 για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες

    /* SEC/2001/0012/ τελικό - COD 99/0152 */

    52001SC0012

    Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο της συνθήκης ΕΚ σχετικά με την κοινή θέση που καθόρισε το Συμβούλιο σχετικά με την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Ιουνίου 1991 για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες /* SEC/2001/0012/ τελικό - COD 99/0152 */


    ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο της συνθήκης EK σχετικά με την κοινή θέση που καθόρισε το Συμβούλιο σχετικά με την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Ιουνίου 1991 για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες

    1. Ιστορικό

    Στις 14 Ιουλίου 1999, η Επιτροπή ενέκρινε μία πρόταση [1] οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ της 10ης Ιουνίου 1991 για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες [2].

    [1] COM(1999)352 τελικό, ΕΕ αριθ. C 177 της 27.6.2000.

    [2] ΕΕ αριθ. L 166 της 28.6.1991, σ.77.

    Η πρόταση αυτή της Επιτροπής διαβιβάστηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στις 20 Ιουλίου 1999.

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διατύπωσε τη γνώμη του κατά την πρώτη ανάγνωση στις 5 Ιουλίου 2000 [3].

    [3] A5-0175/2000.

    Το Συμβούλιο κατέληξε σε πολιτική συμφωνία επί της πρότασης στις 29 Σεπτεμβρίου 2000 και στις 30 Νοεμβρίου 2000 υιοθέτησε ομόφωνα την κοινή θέση η οποία αποτελεί θέμα της παρούσας ανακοίνωσης.

    Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή διατύπωσε τη γνώμη της στις 26 Ιανουαρίου 2000 [4].

    [4] CES 89/2000.

    2. Προέλευση και στόχοι της πρότασης της Επιτροπής

    Η πρόταση της Επιτροπής ανταποκρίθηκε στις επιθυμίες που εξέφρασαν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για προσαρμογή και επέκταση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας του 1991 που αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή πρότεινε να διευρυνθεί η απαγόρευση της νομιμοποίησης των παράνομων εσόδων. Η οδηγία του 1991 υποχρέωνε τα κράτη μέλη μόνο να απαγορεύουν τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων από λαθρεμπόριο ναρκωτικών, ενώ τα ενθάρρυνε να καταπολεμήσουν τη νομιμοποίηση των παράνομων εσόδων από ένα ευρύτερο φάσμα βασικών αδικημάτων. Με την πρόταση επιδιώχθηκε η ευθυγράμμιση της οδηγίας με την ολοένα εντονότερη διεθνή τάση για ευρύτερη κάλυψη των βασικών αδικημάτων.

    Κατά κύριο λόγο, η πρόταση της Επιτροπής προέβλεπε επέκταση των υποχρεώσεων που επιβάλλει η οδηγία του 1991 (ιδιαίτερα, εξακρίβωση της ταυτότητας των πελατών και αναφορά υπονοιών για νομιμοποίηση παράνομων εσόδων) σε ορισμένα ευαίσθητα επαγγέλματα και δραστηριότητες εκτός του χρηματοπιστωτικού κλάδου, όπως τα νομικά και λογιστικά επαγγέλματα.

    Η πρόταση προέβλεπε επίσης ένα ρόλο για την Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), όσον αφορά τη συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρχές των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, σε υποθέσεις που θίγονται τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας.

    Είχαν επίσης προστεθεί διατάξεις σχετικά με την ολοένα συχνότερη περίπτωση των εξ αποστάσεως συναλλαγών μεταξύ του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος και του πελάτη.

    Τέλος, η πρόταση περιελάμβανε ορισμένες προσαρμογές της οδηγίας του 1991 μάλλον τεχνικού χαρακτήρα.

    3. Σχολιασμός της κοινής θέσης

    (α) Γενικά

    Η πολιτική σημασία του θέματος αυτού αναγνωρίστηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο, κατά τη σύνοδο στο Τάμπερε τον Οκτώβριο 1999, ζήτησε την έγκριση της πρότασης "το ταχύτερο δυνατόν".

    Η φινλανδική, η πορτογαλική και πιο πρόσφατα η γαλλική προεδρία χαρακτήρισαν την πρόταση ζήτημα προτεραιότητας.

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προσάρμοσε το ρυθμό των εργασιών του ώστε να εγκριθεί η πρόταση σε μία μόνο ανάγνωση.

    Αυτό δεν κατέστη δυνατό, κυρίως λόγω των συνεχιζόμενων συζητήσεων στην ομάδα εργασίας του Συμβουλίου σχετικά με δύο βασικά ζητήματα, και συγκεκριμένα το φάσμα των βασικών αδικημάτων που θα πρέπει να αποτελέσουν τη βάση της απαγόρευσης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τις εγγυήσεις που πρέπει να θεσπιστούν όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των ασκούντων νομικά επαγγέλματα και των πελατών τους, προκειμένου να προστατευτεί ο παραδοσιακός ρόλος τους.

    Τα δύο αυτά προβλήματα επιλύθηκαν από το Συμβούλιο ECOFIN στη σύνοδο της 29ης Σεπτεμβρίου. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι λύσεις που υιοθέτησε το Συμβούλιο και έχουν πλέον ενσωματωθεί στην κοινή θέση της 30ής Νοεμβρίου 2000, ευθυγραμμίζονται σε γενικές γραμμές με τις βασικές αρχές που διαπνέουν την πρόταση της Επιτροπής, ανταποκρίνονται στο βασικό προβληματισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και συνιστούν ένα σημαντικό βήμα προόδου στις προσπάθειες που καταβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

    (β) Σχολιασμός των συγκεκριμένων διατάξεων

    Οι ορισμοί του "πιστωτικού ιδρύματος" στο άρθρο 1 στοιχείο Α και του "χρηματοδοτικού οργανισμού" στο άρθρο 1 στοιχείο Β έχουν τροποποιηθεί λαμβάνοντας υπόψη την έκδοση στις 20 Μαρτίου 2000 της κωδικοποιημένης τραπεζικής οδηγίας 2000/12/EΚ [5]. Το Κοινοβούλιο ζήτησε τις αλλαγές αυτές στην τροπολογία του αριθ. 9. Στην ίδια τροπολογία ζητήθηκε επίσης να γίνει ειδική παραπομπή στην οδηγία 2000/46/EΚ [6] για το ηλεκτρονικό χρήμα. Αυτό, στην πραγματικότητα, θα ήταν περιττό, δεδομένου ότι με την οδηγία 2000/28/EΚ [7] έχει τροποποιηθεί ο ορισμός του "πιστωτικού ιδρύματος" που υπάρχει στην οδηγία 2000/12/EΚ. Ως εκ τούτου, ορίζεται ρητά ότι η έννοια του "πιστωτικού ιδρύματος" περιλαμβάνει και τις επιχειρήσεις ηλεκτρονικού χρήματος, το οποίο ανταποκρίνεται πλήρως στο σκοπό της σχετικής τροπολογίας του Κοινοβουλίου.

    [5] ΕΕ αριθ. L 126 της 26.5.2000, σ.1.

    [6] ΕΕ αριθ. L 275 της 27.10.2000, σ.39.

    [7] ΕΕ αριθ. L 275 της 27.10.2000, σ.37.

    Επίσης, στην κοινή θέση, ο ορισμός του "χρηματοδοτικού οργανισμού" έχει διευρυνθεί ώστε να περιλαμβάνει τους "οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων που διαθέτουν στο κοινό μέσω της αγοράς μερίδια ή μετοχές τους". Ο ορισμός αυτός καλύπτει και υπερακοντίζει τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων την προσθήκη των οποίων ζήτησε το Κοινοβούλιο στην τροπολογία του αριθ. 10. Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, μια απλή παραπομπή στην οδηγία 85/611/ΕΟΚ [8], θα ήταν υπερβολικά περιορισμένη .

    [8] ΕΕ αριθ. L 375 της 31.12.1985, σ.3.

    Τα στοιχεία Γ, Δ και ΣΤ του άρθρου 1, τα οποία η Επιτροπή περιέλαβε στην πρότασή της κατά λέξη από την οδηγία του 1991, παρέμειναν αμετάβλητα.

    Στο άρθρο 1 στοιχείο Ε, ο ορισμός της "παράνομης δραστηριότητας" είναι ευρύτερος σε σχέση με την αρχική πρόταση της Επιτροπής. Η παράνομη δραστηριότητα ορίζεται τώρα ως "κάθε είδους παράνομη ανάμειξη στη διάπραξη σοβαρού εγκλήματος". Η έννοια των "σοβαρών εγκλημάτων" αναλύεται σε πέντε περιπτώσεις.

    Η αναφορά στα αδικήματα σχετικά με τα ναρκωτικά που καλύπτονται από τη σύμβαση της Βιέννης στην πρώτη περίπτωση παραμένει η ίδια (εκτός από ήσσονος σημασίας συντακτικές αλλαγές) όπως στην πρόταση της Επιτροπής.

    Στη δεύτερη περίπτωση, η αόριστη αναφορά στο "οργανωμένο έγκλημα" που υπήρχε στην πρόταση της Επιτροπής αντικαθίσταται από αναφορά στις "δραστηριότητες των εγκληματικών οργανώσεων" όπως ορίζονται στην κοινή δράση του τρίτου πυλώνα (98/733/ΔΕΥ) της 21ης Δεκεμβρίου 1998 [9], πράγμα που ανταποκρίνεται στο πνεύμα των τροπολογιών αριθ. 4 και 12 του Κοινοβουλίου, όπου τονίζεται η ανάγκη για έναν εύστοχο ορισμό.

    [9] ΕΕ αριθ. L 351 της 29.12.1998, σ.1.

    Η αναφορά στην "απάτη, διαφθορά ή άλλη παράνομη δραστηριότητα που βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει τα συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων", που υπήρχε στην πρόταση της Επιτροπής, έχει αναδιατυπωθεί στην κοινή θέση. Στην τρίτη περίπτωση του άρθρου 1 στοιχείο Ε, η έννοια της κοινοτικής απάτης εξειδικεύεται περισσότερο και πρέπει να καλύπτει τουλάχιστον βαρείας μορφής απάτες. Αυτό είναι σύμφωνο με την τροπολογία αριθ. 13 του Κοινοβουλίου, που ζητούσε την αναφορά αυτή στις σοβαρές περιπτώσεις μέσω διαφορετικής οδού (συγκεκριμένα μέσω του άρθρου 1, στοιχείο ε) του δεύτερου πρωτοκόλλου της σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων). Η αναφορά σε "άλλη παράνομη δραστηριότητα", που είχε επικριθεί ως ανακριβής έχει αφαιρεθεί, και η δωροδοκία καλύπτεται τώρα σε γενικότερη βάση με μία χωριστή τέταρτη περίπτωση. Η κάλυψη της δωροδοκίας είναι έτσι ευρύτερη από αυτήν που επεδίωκε η τροπολογία αριθ. 13. Ωστόσο, η Επιτροπή διατηρεί ως στόχο το ότι τα βασικά αδικήματα που πρέπει να συνιστούν τη βάση της απαγόρευσης νομιμοποίησης παράνομων εσόδων πρέπει να καλύπτουν όλες τις εγκληματικές δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο του άρθρου 280 της Συνθήκης.

    Τέλος, προστίθεται μία πέμπτη περίπτωση που αναφέρεται στα αδικήματα τα οποία μπορούν να αποφέρουν ουσιώδεις προσόδους και τα οποία τιμωρούνται με σοβαρή ποινή φυλάκισης. Το τι νοείται ως "ουσιώδης" και "σοβαρή" αφήνεται στη διακριτική εκτίμηση κάθε κράτους μέλους. Η λύση αυτή προέκυψε από ένα συμβιβασμό μεταξύ των κρατών μελών που ήθελαν να βασιστεί η απαγόρευση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στην έννοια των "σοβαρών αδικημάτων", όπως ορίζεται στην κοινή δράση (98/308/ΔΕΥ) της 3ης Δεκεμβρίου 1998 [10], και εκείνων που υποστήριζαν ότι ο εν λόγω ορισμός θα ήταν υπερβολικά ευρύς. Ο συμβιβασμός που επετεύχθη στο Συμβούλιο παρέχει στα κράτη μέλη μία ευελιξία ως προς το θέμα αυτό για μία μεταβατική περίοδο, αλλά συμφωνήθηκε ομόφωνα να ευθυγραμμιστεί ο ορισμός που περιέχεται στην πέμπτη περίπτωση με τον ορισμό του σοβαρού εγκλήματος που περιέχεται στην κοινή δράση της 3ης Δεκεμβρίου 1998 μέσα σε τρία χρόνια από την έναρξη ισχύος της νέας οδηγίας. Για το σκοπό αυτό η Επιτροπή θα υποβάλει πρόταση γι' αυτήν την περαιτέρω προσαρμογή της οδηγίας.

    [10] ΕΕ αριθ. L 333 της 9.12.1998, σ.1.

    Λόγω των δυσχερειών του Συμβουλίου να καταλήξει σε συμφωνία όσον αφορά το σημαντικό ζήτημα των βασικών αδικημάτων, οι οποίες οφείλονται εν μέρει στις διαφορετικές δομές των ποινικών κωδίκων των κρατών μελών, η Επιτροπή πιστεύει ότι η λύση που διατυπώνεται στην κοινή θέση, αποτελεί ένα καλό συμβιβασμό, χάρη στον οποίο η καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες θα μπορεί να διεξαχθεί σε ένα εκτεταμένο μέτωπο, σύμφωνα με την πολιτική της ομάδας διεθνούς χρηματοοικονομικής δράσης (FATF) και του Συμβουλίου της Ευρώπης, αφήνοντας παράλληλα στα κράτη μέλη, βραχυπρόθεσμα, μεγαλύτερη ευελιξία. Ωστόσο η Επιτροπή, εκπληρώνοντας την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 17 της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ, θα παρακολουθεί κατά πόσον η εφαρμογή της (τροποποιημένης) οδηγίας από τα κράτη μέλη αντανακλά αγώνα εκτεταμένου φάσματος κατά της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, και θα αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων.

    Ο ορισμός των "αρμόδιων αρχών" στο άρθρο 1 στοιχείο ΣΤ έχει υποστεί μία μικρή τροποποίηση σε σχέση με την πρόταση της Επιτροπής. Το Συμβούλιο συμφώνησε ότι η οδηγία δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να συστήσουν τέτοιες αρχές, εφόσον δεν υπάρχουν.

    Στο νέο άρθρο 2α της κοινής θέσης, η απαρίθμηση των προσώπων και επαγγελμάτων είναι σχεδόν η ιδία με εκείνη που πρότεινε η Επιτροπή.

    Έχουν συμπεριληφθεί και οι φορολογικοί σύμβουλοι, σύμφωνα με τις επιθυμίες του Κοινοβουλίου (βλέπε τροπολογίες αριθ. 7 και 16).

    Ωστόσο, η κοινή θέση δεν συμμορφώνεται με την επιθυμία που εξέφρασε το Κοινοβούλιο, όπως εκφράζεται στις τροπολογίες αριθ. 15 και 16, σύμφωνα με την οποία οι φορολογικοί σύμβουλοι και λογιστές θα πρέπει, όπως και οι συμβολαιογράφοι και οι ασκούντες νομικά επαγγέλματα, να συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας μόνο όσον αφορά ορισμένες ειδικές δραστηριότητες. Στο σημείο αυτό, η κοινή θέση ευθυγραμμίζεται με την πρόταση της Επιτροπής.

    Η αναφορά στους μεταφορείς χρημάτων έχει απαλειφθεί, δεδομένου ότι η πλειοψηφία των κρατών μελών έκρινε ότι δεν χρειάζεται να περιληφθεί η δραστηριότητα αυτή. Τα μεμονωμένα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να περιλάβουν τη δραστηριότητα αυτή στην εθνική τους νομοθεσία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, εφόσον το επιθυμούν.

    Η πρόταση της Επιτροπής αναφερόταν στους "εμπόρους αγαθών μεγάλης αξίας, όπως πολύτιμων λίθων ή μετάλλων". Στην κοινή θέση έχουν προστεθεί οι ακόλουθες λέξεις: "όταν η πληρωμή γίνεται τις μετρητοίς και για ποσό τουλάχιστον 15.000 ευρώ". Η λύση αυτή αφήνει και πάλι στα κράτη μέλη κάποια ευελιξία όσον αφορά την εκπλήρωση του όρου αυτού, αλλά επιβάλλεται να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στις μεγάλες αγορές τις μετρητοίς. Στην τροπολογία αριθ. 18 του Κοινοβουλίου είχε προταθεί να καλύπτονται γενικά τα πρόσωπα που πωλούν είδη πολυτελείας το κόστος των οποίων υπερβαίνει τις 50.000 ευρώ.

    Στην κοινή θέση δεν γίνονται δεκτές οι προτάσεις που διατύπωσε το Κοινοβούλιο στις τροπολογίες αριθ. 17, 19 και 20 να περιληφθούν οι έμποροι έργων τέχνης, οι φορείς που διενεργούν δημοπρασίες και οι υπάλληλοι τελωνειακών και φορολογικών υπηρεσιών. Ούτε η Επιτροπή ούτε το Συμβούλιο δεν θεωρούν ότι θα ήταν σκόπιμο να περιληφθούν οι υπάλληλοι αυτοί στο πεδίο της οδηγίας. Όσον αφορά τους εμπόρους έργων τέχνης και τους φορείς που διενεργούν δημοπρασίες, καθώς και άλλους εμπόρους ειδών μεγάλης αξίας, είναι σαφές ότι θα πρέπει να συνεχιστούν οι τεχνικές συζητήσεις σχετικά με το κατά πόσον μπορούν να περιληφθούν οι εν λόγω επαγγελματίες και ιδιαίτερα για τα μέσα που υπάρχουν ώστε να ελέγχεται η τήρηση στην πράξη των τυχόν υποχρεώσεων που θα επιβάλλονται σ' αυτούς.

    Το άρθρο 2α σημείο 5 της κοινής θέσης, που αφορά τους συμβολαιογράφους και άλλους ασκούντες ανεξάρτητα νομικά επαγγέλματα, υιοθετεί μία διατύπωση και μία σύνταξη κάπως διαφορετική από εκείνη που πρότεινε η Επιτροπή, αν και επί της ουσίας δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές. Το κείμενο προβαίνει τώρα σε διάκριση μεταξύ δύο ειδών περιπτώσεων που οι ασκούντες αυτά τα νομικά επαγγέλματα μπορεί να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας: στην περίπτωση που συμμετέχουν, "βοηθώντας στο σχεδιασμό ή στην υλοποίηση συναλλαγών για τους πελάτες τους", στην ίδια σειρά δραστηριοτήτων που είχε προτείνει και η Επιτροπή. και στη, γενικότερη, περίπτωση κατά την οποία "ενεργούν εξ ονόματος και για λογαριασμό των πελατών τους στο πλαίσιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών ή συναλλαγών επί ακινήτων". Σύμφωνα με τον σκοπό της διάταξης που πρότεινε η Επιτροπή, ο όρος "βοηθώντας" χρησιμοποιείται στην κοινή θέση για να καλυφθεί η περίπτωση όπου οι ασκούντες νομικά επαγγέλματα συμβουλεύουν τους πελάτες τους σχετικά με τις απαριθμούμενες δραστηριότητες. Το Συμβούλιο συμφώνησε με την Επιτροπή ότι ο αποκλεισμός από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας όλων των συμβουλευτικών δραστηριοτήτων, όπως υποστήριζε το Κοινοβούλιο με τις τροπολογίες του αριθ. 34, 45, 16 και 26, θα ήταν υπερβολικός. Παρόλα αυτά, και λαμβάνοντας υπόψη τις επιθυμίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η κοινή θέση περιλαμβάνει εκτεταμένες εγγυήσεις για να προστατευτεί ο συμβουλευτικός και υπερασπιστικός ρόλος των ασκούντων νομικά επαγγέλματα. Αυτές οι εγγυήσεις αναλύονται στο άρθρο 6, παράγραφος 3.

    Το άρθρο 3 αφορά τη διαπίστωση της ταυτότητας των πελατών. Η κοινή θέση ακολουθεί το κείμενο της πρότασης της Επιτροπής, που διατηρεί αμετάβλητο το κείμενο της οδηγίας του 1991, όσον αφορά το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, πρώτο εδάφιο. Η Επιτροπή πιστεύει ότι η διατύπωση ("όταν συνάπτουν επιχειρηματικές σχέσεις") αφήνει στα κράτη μέλη κάποια ευελιξία όσον αφορά την εφαρμογή αυτής της διάταξης, δεδομένου ότι εισάγεται ένα στοιχείο διάρκειας. Ως εκ τούτου, στην κοινή θέση δεν λαμβάνονται υπόψη οι τροπολογίες αριθ. 21 και 22 του Κοινοβουλίου.

    Όσον αφορά το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, η κοινή θέση, σύμφωνα με την τροπολογία αριθ. 33 του Κοινοβουλίου, απαλείφει το παράρτημα που πρότεινε η Επιτροπή σχετικά με τη διαπίστωση της ταυτότητας των πελατών κατά τις εξ αποστάσεως πράξεις με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Το παράρτημα αυτό αντικαθίσταται από ένα νέο άρθρο 3, παράγραφος 10 το οποίο εξετάζεται παρακάτω.

    Το κείμενο του άρθρου 3, παράγραφοι 3 και 4 της κοινής θέσης αντιστοιχεί στην πρόταση της Επιτροπής και στο κείμενο της οδηγίας του 1991. Επομένως δεν έγινε δεκτή η τροπολογία αριθ. 24 του Κοινοβουλίου, που πρότεινε αύξηση των ποσών για τα οποία δεν απαιτείται η εξακρίβωση της ταυτότητας σε ορισμένες ασφαλιστικές συμβάσεις. Η Επιτροπή θα συμφωνούσε με το Κοινοβούλιο ότι τα ποσά αυτά πρέπει να αναθεωρηθούν. Η Επιτροπή πιστεύει ότι το ζήτημα αυτό πρέπει να επανεξεταστεί στο μέλλον με βάση τις λεπτομερείς τεχνικές εργασίες της επιτροπής επαφών.

    Στο άρθρο 3, παράγραφος 5 προβλέπονται οι υποχρεώσεις εξακρίβωσης της ταυτότητας των πελατών καζίνων. Τα κράτη μέλη πρέπει να απαιτούν από τα καζίνα τους να εξακριβώνουν την ταυτότητα είτε όλων των πελατών τους είτε μόνον εκείνων που ανταλλάσσουν τουλάχιστον 2.500 ευρώ σε μετρητά με μάρκες ή ανταλλάσσουν το ίδιο ποσό σε μάρκες με επιταγή του καζίνου. Οι εναλλακτικές αυτές επιλογές στη διαδικασία διαπίστωσης της ταυτότητας είναι σύμφωνες με το πνεύμα της τροπολογίας αριθ. 25 του Κοινοβουλίου.

    Το άρθρο 3, παράγραφοι 6 και 7 επαναλαμβάνει το κείμενο της πρότασης της Επιτροπής.

    Το άρθρο 3, παράγραφος 8 της κοινής θέσης διαφοροποιείται από την πρόταση της Επιτροπής και επιτρέπει στα κράτη μέλη να επεκτείνουν την απαλλαγή από την υποχρέωση εξακρίβωσης της ταυτότητας του πελάτη και στις περιπτώσεις όπου ο τελευταίος είναι ο ίδιος πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικός οργανισμός από τρίτη χώρα η οποία επιβάλλει ισοδύναμες υποχρεώσεις με τις προβλεπόμενες από την οδηγία. Τα κράτη μέλη θα διαθέτουν κάποια ευελιξία στην εφαρμογή της διάταξης αυτής. Ωστόσο, η επιτροπή επαφών θα παρακολουθεί την πρακτική που ακολουθείται στο θέμα αυτό ώστε να εξασφαλίζεται μία συντονισμένη προσέγγιση.

    Το άρθρο 3, παράγραφος 9 επαναλαμβάνει το κείμενο του άρθρου 3, παράγραφος 8 της πρότασης της Επιτροπής.

    Το άρθρο 3, παράγραφος 10 της κοινής θέσης αντικαθιστά τις διατάξεις σχετικά με την εξακρίβωση της ταυτότητας κατά τις εξ αποστάσεως συναλλαγές που είχε αρχικά περιληφθεί σε παράρτημα της πρότασης της Επιτροπής. Το ίδιο το Κοινοβούλιο πρότεινε, στην τροπολογία αριθ. 33, να απαλειφθεί το παράρτημα και στην τροπολογία αριθ. 23 να περιληφθούν ειδικές διατάξεις στο άρθρο 3. Ωστόσο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή πιστεύουν τώρα ότι θα ήταν λάθος να θεσπιστούν υπερβολικά αναλυτικές διατάξεις στον τομέα αυτό, όπου υπάρχουν ταχείες τεχνολογικές εξελίξεις (τραπεζικές συναλλαγές μέσω Internet, συστήματα ηλεκτρονικών υπογραφών και επαλήθευσης, κλπ.). Στο κείμενο της κοινής θέσης ως εκ τούτου τονίζεται η ανάγκη να καταβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή από τα κράτη μέλη στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει απευθείας επαφή μεταξύ των συναλλασσομένων και παρατίθενται ως παραδείγματα τρόποι διενέργειας ελέγχου για να εξασφαλιστεί η κατάλληλη εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη στις περιπτώσεις αυτές. Οι τρόποι αυτοί παρουσιάζουν μεγάλη αντιστοιχία με τους ελέγχους στους οποίους αναφέρεται η τροπολογία αριθ. 23 του Κοινοβουλίου, παρόλο που δεν έγινε δεκτός ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του ελέγχου που ζητούσε το Κοινοβούλιο. Αυτό είναι ένα άλλο θέμα του οποίου οι τεχνικές λεπτομέρειες θα πρέπει να εξετασθούν περαιτέρω από την επιτροπή επαφών.

    Η κοινή θέση υιοθετεί, με μικρές συντακτικές αλλαγές, τις τεχνικού χαρακτήρα τροποποιήσεις που πρότεινε η Επιτροπή στα άρθρα 4, 5, 8 και 10. Η κοινή θέση δεν ακολουθεί, ως εκ τούτου, την τροπολογία αριθ. 28 του Κοινοβουλίου που αφορούσε μια εξαίρεση από τον κανόνα μη γνωστοποίησης ορισμένων πληροφοριών, στην περίπτωση των επαγγελμάτων που υπάγονται στην οδηγία.

    Το άρθρο 6 της κοινής θέσης αφορά συγκεκριμένα τις υποχρεώσεις σχετικά με την αναφορά υπονοιών για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

    Το άρθρο 6, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο της κοινής θέσης ακολουθεί την πρόταση και επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιλέξουν, στην περίπτωση των συμβολαιογράφων και των ανεξάρτητων νομικών επαγγελμάτων, τη χρήση του κατάλληλου επαγγελματικού φορέα στον οποίο πρέπει να γίνονται οι εν λόγω αναφορές. Από το κείμενο της κοινής θέσης προκύπτει σαφώς ότι στις περιπτώσεις αυτές ο επαγγελματικός φορέας δεν αποτελεί την αρχή που είναι υπεύθυνη για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Αυτό σημαίνει ότι ο επαγγελματικός φορέας δεν αποτελεί "Υπηρεσία Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών".

    Στο άρθρο 6, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο αναφέρονται οι εγγυήσεις που παρέχονται στους επαγγελματίες που υπάγονται στην οδηγία ώστε να διατηρήσουν τον παραδοσιακό τους ρόλο και την εμπιστοσύνη των πελατών τους. Η πρόταση της Επιτροπής προέβλεπε τέτοιες εγγυήσεις μόνο στην περίπτωση των ανεξάρτητων νομικών επαγγελμάτων. Ωστόσο, το Συμβούλιο θεώρησε ότι οι ίδιες εκτιμήσεις ισχύουν, υπό ορισμένες συνθήκες, και για τους ελεγκτές, τους εξωτερικούς λογιστές και τους φορολογικούς συμβούλους και ως εκ τούτου προέβλεψε τις ίδιες εγγυήσεις και για τα επαγγέλματα αυτά. Σύμφωνα με την κοινή θέση, τα κράτη μέλη δεν είναι υποχρεωμένα να επιβάλουν οποιαδήποτε υποχρέωση στους ασκούντες νομικά και άλλα επαγγέλματα να αναφέρουν πληροφορίες που λαμβάνουν και οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένδειξη πράξεων νομιμοποίησης παράνομων εσόδων "κατά τη διαπίστωση του νομικού καθεστώτος του πελάτη ή όταν τον υπερασπίζονται ή τον εκπροσωπούν ή σχετικά με κάποια δικαστική διαδικασία". Το Συμβούλιο και η Επιτροπή έχουν την πεποίθηση ότι αυτές οι εγγυήσεις εξασφαλίζουν την πλήρη εναρμόνιση του κειμένου της κοινής θέσης με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών. Ενώ το κείμενο της κοινής θέσης δεν αντιστοιχεί επακριβώς στο κείμενο των τροπολογιών του Κοινοβουλίου, η Επιτροπή πιστεύει ότι η κοινή θέση εκφράζει το πνεύμα μιας σειράς τροπολογιών του Κοινοβουλίου (π.χ. αριθ. 16 ή αριθ. 26) με τις οποίες επιδιώκεται η κατάλληλη προστασία του παραδοσιακού ρόλου, ιδίως των νομικών επαγγελμάτων.

    Το άρθρο 6, παράγραφος 4 σχετικά με τη χρήση των πληροφοριών για ύποπτες συναλλαγές αντιστοιχεί στην πρόταση της Επιτροπής, η οποία με τη σειρά της αποτελεί επανάληψη της αντίστοιχης διάταξης της οδηγίας του 1991. Ως εκ τούτου, δεν έχει γίνει δεκτή η τροπολογία αριθ. 27 του Κοινοβουλίου.

    Τα άρθρα 7 και 9 της κοινής θέσης είναι σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητα σε σχέση με την πρόταση της Επιτροπής. Η τροπολογία αριθ. 29 του Κοινοβουλίου, σκοπός της οποίας ήταν να τροποποιηθεί το κριτήριο της καλής πίστης για την απαλλαγή από την ευθύνη σχετικά με την αναφορά ύποπτων συναλλαγών στις αρχές, δεν λαμβάνεται υπόψη στην κοινή θέση.

    Το άρθρο 11 της κοινής θέσης εισάγει ορισμένες αλλαγές σε σύγκριση με την πρόταση της Επιτροπής. Οι διατάξεις σχετικά με τον εσωτερικό έλεγχο και τα μέτρα κατάρτισης είναι αντίστοιχες με την πρόταση της Επιτροπής. Έχει προστεθεί μία νέα παράγραφος 2 για την ενημέρωση των προσώπων και των ιδρυμάτων ή οργανισμών που υπάγονται στην οδηγία σχετικά με τις πρακτικές νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, που αποτελεί παλαιό αίτημα του χρηματοπιστωτικού κλάδου ιδιαίτερα. Αυτή η νέα διάταξη αντιστοιχεί εν μέρει στην τροπολογία αριθ. 30 του Κοινοβουλίου. Ωστόσο, σε αντίθεση με το στόχο της εν λόγω τροπολογίας, το άρθρο 11 της κοινής θέσης δεν περιορίζεται στο χρηματοπιστωτικό κλάδο. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή πιστεύουν ότι οι όροι "κατάλληλες διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου" και "κατάλληλα μέτρα" για την κατάρτιση του προσωπικού εξασφαλίζουν αρκετή ευελιξία ώστε να αποφευχθεί η υπερβολική επιβάρυνση των επαγγελματιών και των δραστηριοτήτων που θα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της τροποποιημένης οδηγίας.

    Όσον αφορά το άρθρο 12 παράγραφος 2, η Επιτροπή επαναλαμβάνει, λαμβάνοντας υπόψη τους στενούς δεσμούς μεταξύ σοβαρού οικονομικού εγκλήματος, όπως η νομιμοποίηση παράνομων εσόδων, και απάτης κατά της ΕΚ (σημεία 49 και 51 των συμπερασμάτων του Τάμπερε), την πρόθεσή της να καθιερώσει, μεταξύ της OLAF και των αρχών των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, ένα μηχανισμό συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών σε θέματα σχετικά με την καταπολέμηση της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η Επιτροπή σημειώνει τη δήλωση στην οποία προέβη το Συμβούλιο κατά την επίτευξη της πολιτικής συμφωνίας της 29ης Σεπτεμβρίου 2000. Το Συμβούλιο δηλώνει ότι συνειδητοποιεί την αναγκαιότητα του μηχανισμού αυτού από πρακτική άποψη και καλεί την Επιτροπή να υποβάλει νέα πρόταση. Συνεπώς στην κοινή θέση διαγράφηκε το άρθρο 12, παράγραφος 2. Κατόπιν των μεταβολών αυτών, οι τροπολογίες του Κοινοβουλίου αριθ. 31 και 32 δεν περιλαμβάνονται στην κοινή θέση. Η Επιτροπή θα προετοιμάσει πρόταση βάσει του άρθρου 280 της Συνθήκης (όπως αναφέρεται στην τροπολογία αριθ. 41 του Κοινοβουλίου). Η πρόταση αυτή θα περιλαμβάνει πτυχές για την ανταλλαγή πληροφοριών με τη συμμετοχή της Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένων των αναγκαίων διοικητικών μέτρων για την ανεύρεση περιουσιακών στοιχείων και τον εντοπισμό κεφαλαίων με σκοπό την ανάκτησή τους καθώς και άλλων συναφών μέτρων, όπως οι έλεγχοι κατά τις διακινήσεις μετρητών που ενδέχεται να συνδέονται με τη νομιμοποίηση προσόδων από απάτη κατά της ΕΚ.

    Τέλος, το προοίμιο της οδηγίας έχει προσαρμοστεί ώστε να ευθυγραμμίζεται με τα άρθρα του κειμένου που ενέκρινε το Συμβούλιο στην κοινή θέση. Στα σημεία της αιτιολογικής σκέψης, όπως τροποποιήθηκαν, περιλαμβάνονται οι τροπολογίες αριθ. 3 και 34 (εν μέρει), ενώ οι τροπολογίες αριθ. 1, 5, 7, 45 και 35 δεν έχουν ληφθεί υπόψη.

    4. Συμπεράσματα

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι η κοινή θέση που υιοθέτησε το Συμβούλιο στις 30 Νοεμβρίου 2000 είναι σε γενικές γραμμές πιστή στο πνεύμα της πρότασης που υπέβαλε η Επιτροπή τον Ιούλιο 1999, η οποία με τη σειρά της ανταποκρινόταν στις ανησυχίες που είχαν εκφράσει το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο.

    Γενικότερα, όπου η κοινή θέση διαφοροποιείται από την πρόταση της Επιτροπής, επιδιώκεται η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της. αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις διατάξεις σχετικά με τα βασικά αδικήματα.

    Όσον αφορά τα επαγγέλματα που καλύπτει η οδηγία, και ιδιαίτερα τα νομικά επαγγέλματα, η κοινή θέση επιδιώκει, σύμφωνα και με τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, την πρόβλεψη κατάλληλων εγγυήσεων ώστε οι επαγγελματίες αυτοί να διατηρήσουν τον παραδοσιακό τους ρόλο, με την παροχή συμβουλών στους πελάτες τους και την εκπροσώπησή τους ενώπιον των δικαστηρίων. Η Επιτροπή πιστεύει ότι η κοινή θέση έχει εξασφαλίσει τη λεπτή ισορροπία που απαιτεί η υπαγωγή των επαγγελμάτων αυτών στο πεδίο των απαγορεύσεων σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χωρίς όμως να υπονομεύεται η σχέση εμπιστοσύνης την οποία διατηρούν κατά παράδοση με τους πελάτες τους.

    Η Επιτροπή, συνεπώς, συνιστά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να εγκρίνει την κοινή θέση.

    Vrh