Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52001AE1119

    Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την "Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2358/71 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σπόρων προς σπορά και με τον καθορισμό, για τις περιόδους εμπορίας 2002/03 και 2003/04, των ποσών της ενίσχυσης που χορηγείται στον τομέα των σπόρων προς σπορά"

    ΕΕ C 311 της 7.11.2001, p. 30–32 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    52001AE1119

    Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την "Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2358/71 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σπόρων προς σπορά και με τον καθορισμό, για τις περιόδους εμπορίας 2002/03 και 2003/04, των ποσών της ενίσχυσης που χορηγείται στον τομέα των σπόρων προς σπορά"

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 311 της 07/11/2001 σ. 0030 - 0032


    Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την "Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2358/71 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σπόρων προς σπορά και με τον καθορισμό, για τις περιόδους εμπορίας 2002/03 και 2003/04, των ποσών της ενίσχυσης που χορηγείται στον τομέα των σπόρων προς σπορά"

    (2001/C 311/07)

    Στις 17 Μαΐου 2001, και σύμφωνα με το άρθρο 37 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την ανωτέρω πρόταση.

    Το τμήμα "Γεωργία, ανάπτυξη της υπαίθρου, περιβάλλον", στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 19 Ιουλίου 2001, με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. Λιόλιου.

    Κατά την 384η σύνοδο ολομέλειάς της (συνεδρίαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2001), η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση, με 92 ψήφους υπέρ και 3 αποχές.

    1. Εισαγωγή

    1.1. Σύμφωνα με την Επιτροπή, ο τομέας των σπόρων προς σπορά στην Ευρωπαϊκή 'Ενωση παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια ορισμένα σοβαρά προβλήματα, όπως τονίζεται από την Επιτροπή στην πρόταση τροποποίησης του σχετικού κανονισμού(1). Κατά την Επιτροπή, σημειώθηκε σημαντική αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων και των παραγόμενων ποσοτήτων με ταυτόχρονη αύξηση των εισαγωγών και των αποθεμάτων σε κοινοτικό επίπεδο· αυτό ενέχει τον κίνδυνο να διαταραχθεί η ισορροπία της αγοράς των σπόρων προς σπορά. Η Επιτροπή υποστηρίζει, επίσης, ότι υπάρχει σταθερή αύξηση των δαπανών του προϋπολογισμού για τον τομέα, ο ρυθμός της οποίας επιταχύνθηκε κατά το 1999 και το 2000 έφτασε τα 109,5 εκατ. ευρώ.

    1.2. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές η Επιτροπή προτείνει:

    - τη διατήρηση των σημερινών ποσών των ενισχύσεων στον τομέα των σπόρων που πρέπει να καταβληθούν για τις συγκομιδές 2002/03 και 2003/04·

    - την κατάργηση της διάκρισης σε τρεις ομάδες ποικιλιών των σπόρων προς σπορά Lolium perenne L. και τον καθορισμό ενός ενιαίου ποσού ενίσχυσης, για τις συγκομιδές 2002/03 και 2003/04·

    - τη θέσπιση ενός μηχανισμού σταθεροποίησης της παραγωγής σπόρων προς σπορά, εκτός των σπόρων προς σπορά ρυζιού, για τους οποίους ο μηχανισμός αυτός ήδη ισχύει. Ο σταθεροποιητής αυτός θα είναι ανάλογος με αυτόν που υφίσταται για τους σπόρους προς σπορά ρυζιού.

    2. Παρατηρήσεις

    2.1. Η ιδιαίτερη κατάσταση της αγοράς ορισμένων σπόρων προς σπορά αναγνωρίσθηκε από την Κοινότητα έγκαιρα και για το λόγο αυτό, το 1971 θεσπίσθηκε ο κανονισμός για την κοινή οργάνωση της αγοράς αυτής(2). Η ιδιαιτερότητα αυτή εξακολουθεί να ισχύει και μάλιστα εμπλουτισμένη με νέα στοιχεία λόγω των προβλημάτων που έχουν παρουσιασθεί στη διατροφική αλυσίδα (βλ. επίσης σημείο 2.5.5).

    2.1.1. Η καλλιέργεια των σπόρων προς σπορά έχει μεγάλη σημασία για την απασχόληση και το εισόδημα των παραγωγών, την κοινωνικοοικονομική ισορροπία αρκετών αγροτικών περιοχών της ΕΕ, τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και την εξασφάλιση (άρθρο 33, παράγραφος 1 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας), έστω και μερικώς, του εφοδιασμού της ΕΕ με σπόρους προς σπορά.

    2.2. Είναι γεγονός ότι η κατάσταση της αγοράς των σπόρων δεν επιτρέπει την εξασφάλιση ενός δίκαιου εισοδήματος στους παραγωγούς και επιβάλλεται η χορήγηση ενισχύσεων στην παραγωγή των προϊόντων αυτών, όπως προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2358/71 του Συμβουλίου. Στην ΚΟΑ των σπόρων, η απουσία άλλων μηχανισμών (τιμών παρέμβασης, ελέγχου των εισαγωγών, κ.λπ.) προσδίδει μια ιδιαιτέρως βαρύνουσα σημασία, για την λειτουργία της αγοράς αυτής, στο σύστημα καθορισμού του ποσού της ενίσχυσης κατ' αποκοπή ανά εκατόκιλο παραχθέντων σπόρων.

    2.2.1. Σχετικά με τον προσδιορισμό του ύψους των ενισχύσεων, η Επιτροπή προτείνει τη διατήρηση των σημερινών ποσών με αποκλειστικό στόχο τον έλεγχο των δαπανών του προϋπολογισμού για τον τομέα. Η πρόταση αυτή μπορεί να γίνει κατ' αρχήν δεκτή, ταυτόχρονα όμως, πρέπει να επισημανθεί μια ουσιαστική παράλειψη. Το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2358/71 ρητά αναφέρει την αναγκαιότητα να λαμβάνονται υπόψη οι στόχοι του άρθρου 33 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Στο άρθρο αυτό αναφέρεται ότι ένας από τους στόχους της κοινής γεωργικής πολιτικής, ο σπουδαιότερος, είναι "να εξασφαλίζει ένα δίκαιο βιοτικό επίπεδο στο γεωργικό πληθυσμό, ιδίως με την αύξηση του ατομικού εισοδήματος των εργαζομένων στη γεωργία". Η έλλειψη στοιχείων και επαρκούς τεκμηρίωσης στο κείμενο της πρότασης δημιουργούν αμφιβολίες ως προς το εάν η πρόταση της Επιτροπής ακολουθεί την εν λόγω κατεύθυνση.

    2.2.2. Η Επιτροπή προτείνει, τα ποσά των ενισχύσεων για τα διάφορα είδη σπόρων προς σπορά που καλύπτονται από την ΚΟΑ, να ισχύσουν για τις περιόδους εμπορίας 2002/03 και 2003/04. Μέχρι το 1999 τα ποσά αυτά καθορίζονταν ετησίως μέσα στο πλαίσιο του "πακέτου τιμών". Το Συμβούλιο με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1405/99(3) (περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σπόρων προς σπορά και για τον καθορισμό, για τις περιόδους εμπορίας 2000/2001 και 2001/2002, των ποσών της ενίσχυσης που χορηγείται στον τομέα των σπόρων προς σπορά) υιοθέτησε ως συνήθως τον καθορισμό των ποσών για διετή περίοδο εμπορίας. Αν πράγματι η Επιτροπή, όπως αναφέρει στην πρότασή της, έλαβε υπόψη της τα κριτήρια του άρθρου 3, παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2358/71 σε συνδυασμό με τις προβλεπόμενες εξελίξεις, τότε κρίνεται σκόπιμη η επέκταση της ισχύος των ποσών αυτών σε περισσότερες περιόδους εμπορίας. Έτσι οι επαγγελματίες του τομέα θα μπορούν μέσα σε ένα πιο σταθερό περιβάλλον να προχωρήσουν σε ένα καλύτερο προγραμματισμό των δραστηριοτήτων τους.

    2.3. Τα είδη των σπόρων προς σπορά που καλύπτονται από την ΚΟΑ αναφέρονται στο παράρτημα της πρότασης. Για δυο από αυτά η πρόταση αναφέρει μηδενικές ενισχύσεις, κάτι που πρακτικά ισοδυναμεί με την έξοδό τους από το καθεστώς. Υπάρχει το ενδεχόμενο, η ιδιαίτερη κατάσταση της αγοράς και η αρχή της ίσης μεταχείρισης για ορισμένα άλλα είδη σπόρων προς σπορά (πχ. βαμβακιού) να δικαιολογούν την ένταξή τους στο καθεστώς ενισχύσεων. Φαίνεται ωστόσο ότι το ενδεχόμενο αυτό δεν έχει εξετασθεί από την Επιτροπή.

    2.4. Ο τερματισμός της διάκρισης των σπόρων προς σπορά του Lolium perenne L. σε τρείς ομάδες ποικιλιών που προτείνει η Επιτροπή έχει ήδη αποφασισθεί από το Συμβούλιο (καν. (ΕΟΚ) αριθ. 1405/99 παράρτημα Ι). Η ΟΚΕ στην γνωμοδότησή της για το θέμα αυτό(4) είχε επισημάνει την αναγκαιότητα ώστε ο καθορισμός ενός ενιαίου ποσού ενίσχυσης για το είδος αυτό σπόρων να μην θέσει σε μειονεκτική θέση ορισμένους σποροπαραγωγούς, μειώνοντας τις ενισχύσεις για μια συγκεκριμένη ποικιλία. Η Επιτροπή στην πρότασή της δεν έλαβε υπόψη της την επισήμανση αυτή.

    2.5. Η πρόταση της Επιτροπής για εισαγωγή ενός μηχανισμού σταθεροποίησης ανάλογου με αυτόν που ισχύει για τους σπόρους προς σπορά ρυζιού, σε αντίθεση με τις άλλες δυο προτάσεις, αποτελεί σημαντική μεταρρύθμιση για τον τομέα.

    2.5.1. Στο κείμενό της η Επιτροπή είναι περισσότερο ειλικρινής στην αιτιολογική έκθεσή της. Εκεί ξεκάθαρα προβάλλει ως κύριο λόγο, για την εισαγωγή ενός σταθεροποιητή στο καθεστώς, τον περιορισμό της σχετικής δαπάνης στον προϋπολογισμό. Μάλιστα η Επιτροπή συσχετίζει τον καθορισμό των ενισχύσεων με την εισαγωγή του σταθεροποιητή υποστηρίζοντας ότι "η διατήρηση των σημερινών ποσών των ενισχύσεων μπορεί να γίνει αποδεκτή μόνο υπό τον όρο ότι θα εισαχθεί ένας μηχανισμός σταθεροποίησης που αποσκοπεί στον περιορισμό της δαπάνης εντός αποδεκτών ορίων"(5). Η διατύπωση αυτή θα μπορούσε να εκληφθεί σαν έμμεσος εκβιασμός προς τον τομέα, κάτι όχι ιδιαίτερα θετικό για ένα θεσμικό όργανο της ΕΕ.

    2.5.2. Συμπληρωματικά, η Επιτροπή στην προσπάθειά της να δικαιολογήσει την αναγκαιότητα εισαγωγής του μηχανισμού σταθεροποίησης, αναφέρει ότι ο τομέας των σπόρων προς σπορά σημείωσε σημαντική αύξηση των εκτάσεων και της παραγωγής με παράλληλη αύξηση των εξαγωγών και των αποθεμάτων σε κοινοτικό επίπεδο. Οι αναφορές αυτές χωρίς την παράθεση στοιχείων θα πρέπει να αντιμετωπισθούν με σκεπτικισμό. Η παραπομπή μπορεί να αποκρουσθεί για τα είδη των οικογενειών των αγροστωδών και των ελλοβοκάρπων που όλα έχουν κυκλική περίοδο παραγωγής. Οι σπόροι των εν λόγω οικογενειών μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο ως σπόροι προς σπορά και γι' αυτό η αποθήκευσή τους είναι και φυσιολογική αλλά και αναγκαία. Οι επιχειρήσεις εμπορίας των σπόρων που έχουν και την κυριότητά τους προγραμματίζουν την παραγωγή με βάση τα αποθέματά τους και τη ζήτηση της αγοράς για το συγκεκριμένο είδος· εν συνεχεία με βάση τα ανωτέρω η παραγωγή, μέσω του μηχανισμού αυτορύθμισης, προσαρμόζεται στην κατανάλωση.

    2.5.3. Η επιλογή του 1994 ως έτους αναφοράς είναι αμφισβητήσιμη διότι κατά το έτος αυτό οι σπαρμένες εκτάσεις ήταν στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας και το 1995 εντάχθηκαν στην ΕΕ τρεις νέες χώρες που παράγουν σπόρους προς σπορά. Η ελευθερία στις εισαγωγές που χαρακτηρίζει το παρόν καθεστώς και το γεγονός ότι η ΕΕ είναι σημαντικός εισαγωγέας σπόρων έχουν μεγάλες επιπτώσεις στο μέγεθος των αποθεμάτων, πράγμα που επηρεάζει τις τιμές σε επίπεδο παραγωγού και την παραγωγή.

    2.5.4. Η κυκλική αύξηση της παραγωγής για τα αγροστώδη ήταν στο ζενίθ της το 1998 και για τα ελλοβόκαρπα το 1999, παρατηρείται δε μείωση των εκτάσεων και της παραγωγής, πράγμα που θα περιορίσει και το ύψος των δαπανών για τη στήριξη του τομέα. Έτσι παρουσιάζεται κανονικά η κατάσταση για τους σπόρους των ειδών που προορίζονται μόνο για σπορά. Φαίνεται ότι ο τομέας και χωρίς την ύπαρξη μηχανισμού σταθεροποίησης, μπορεί να αυτοπροσαρμόζεται τόσο στις ανάγκες της αγοράς, όσο και του κοινοτικού προϋπολογισμού.

    2.5.5. Η έκθεση της Επιτροπής δεν αναφέρεται στις επιπτώσεις που θα έχει η εισαγωγή του σταθεροποιητή, τόσο στους παραγωγούς όσο και στην λειτουργία του καθεστώτος. Επίσης, δεν έχουν ληφθεί υπόψη οι πρόσφατες ευρύτερες εξελίξεις στον γεωργικό τομέα που επιβάλλουν την αύξηση της παραγωγής σε ορισμένους φυτικούς τομείς (πχ. πρωτεϊνούχα φυτά, φυτά χορτονομής για οικολογικούς σκοπούς).

    2.5.6. Ως προς το είδος του σταθεροποιητή, η Επιτροπή αναφέρει ότι αυτός θα είναι ανάλογος με αυτόν που ισχύει για τους σπόρους προς σπορά ρυζιού. Η εφαρμογή σταθεροποιητή στο ρύζι οφείλεται στις ιδιαιτερότητες του καθεστώτος και της αγοράς του προϊόντος αυτού που δεν χαρακτηρίζουν τους υπόλοιπους σπόρους προς σπορά. Αντίθετα η δημιουργία αποθεμάτων και οι κυκλικές διακυμάνσεις του ρυζιού εξαλείφονται με την προώθησή του στην κατανάλωση.

    2.5.7. Η εφαρμογή του σταθεροποιητή με τη μορφή εθνικών εγγυημένων ποσοτήτων μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα να μην είναι η ενίσχυση του ίδιου ύψους σε όλη την Κοινότητα όπως προβλέπει ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2358/71, άρθρο 3, παράγραφος 1. Οι παραγωγοί σπόρων στα διάφορα κράτη μέλη διατρέχουν τον κίνδυνο να τους μειωθεί αυθαίρετα η ενίσχυση ή να καταργηθεί, εφόσον την κυριότητα των οικογενειών των σπόρων την έχουν οι επιχειρήσεις εμπορίας σπόρων που προγραμματίζουν και το μέγεθος της παραγωγής.

    2.5.8. Η πρόταση για τον μηχανισμό σταθεροποίησης είναι γενική και αόριστη. Δεν αναφέρει ύψος μέγιστης εγγυημένης ποσότητας (ΜΕΠ), συγκεκριμένο τρόπο υπολογισμού αυτής, σχέση μεταξύ υπέρβασης της ΜΕΠ και μείωσης της ενίσχυσης και άλλα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν κάθε μηχανισμό σταθεροποίησης. Η Επιτροπή επιδιώκει αποφάσεις, πολύ σημαντικές για το μέλλον του τομέα, να μην ληφθούν από το Συμβούλιο αλλά από τη Διαχειριστική Επιτροπή, καταστρατηγώντας την αξία της συμβουλευτικής διαδικασίας με τα άλλα θεσμικά όργανα και την ΟΚΕ.

    3. Συμπεράσματα

    3.1. Η ΟΚΕ συμφωνεί με την πρόταση της Επιτροπής για την διατήρηση των σημερινών ποσών των ενισχύσεων στον τομέα των σπόρων προς σπορά.

    3.2. Η ΟΚΕ προτείνει να εξετάσει το Συμβούλιο και η Επιτροπή το ενδεχόμενο οι ενισχύσεις αυτές να ισχύσουν για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των επόμενων δυο περιόδων εμπορίας.

    3.3. Η ΟΚΕ επικρίνει την Επιτροπή για το γεγονός ότι δεν έλαβε υπόψη της την γνώμη που είχε διατυπώσει στο παρελθόν σχετικά με την κατάργηση της διάκρισης των σπόρων προς σπορά του Lolium perenne L. Καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή να καθορίσουν το ενιαίο ποσό ενίσχυσης για το είδος αυτό σπόρων κατά τρόπο που να μην θέτει σε μειονεκτική θέση ορισμένους σποροπαραγωγούς.

    3.4. Η ΟΚΕ υποστηρίζει την εξέταση της ενδεχόμενης αναγκαιότητας ένταξης και ορισμένων άλλων σπόρων προς σπορά στο καθεστώς.

    3.5. Η ΟΚΕ απορρίπτει την πρόταση της Επιτροπής για την εισαγωγή ενός μηχανισμού σταθεροποίησης στο καθεστώς ως ασαφή, αόριστη, ανεπαρκώς τεκμηριωμένη και φαίνεται περιττή.

    3.6. Η ΟΚΕ εκφράζει αμφιβολίες ως προς το εάν η Επιτροπή στην έκθεσή της έλαβε υπόψη, εκτός των δαπανών του προϋπολογισμού, άλλους σημαντικούς στόχους της Συνθήκης για την ίδρυση της ΕΚ και τις ευρύτερες εξελίξεις στον γεωργικό τομέα της ΕΕ.

    Βρυξέλλες, 12 Σεπτεμβρίου 2001.

    Ο Πρόεδρος

    της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Göke Frerichs

    (1) COM(2001) 244 τελικό - 2001/0099 (CNS).

    (2) Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2358/71 του Συμβουλίου, ΕΕ L 246 της 5.11.1971, σ. 1.

    (3) ΕΕ L 164 της 30.6.1999, σ. 17-22.

    (4) Γνωμοδότηση για την "Πρόταση της Επιτροπής για τον καθορισμό των τιμών των γεωργικών προϊόντων (1999/2000)" της 28.4.1999, ΕΕ C 169 της 16.6.1999, σ. 20.

    (5) Βλ. Αιτιολογική έκθεση - COM(2001) 244 τελικό - 2001/0099 (CNS).

    Top