Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52000PC0855

    Πρόταση Κανονισμού του Συμβουλίου περί τροποποιήσεως του κανονισμού αριθ. 136/66/ΕΟΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1638/98, όσον αφορά την παράταση του καθεστώτος ενισχύσεων και τη στρατηγική για την ποιότητα του ελαιολάδου

    /* COM/2000/0855 ôåëéêü - CNS 2000/0358 */

    ΕΕ C 213E της 31.7.2001, p. 1–4 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    52000PC0855

    Πρόταση Κανονισμού του Συμβουλίου περί τροποποιήσεως του κανονισμού αριθ. 136/66/ΕΟΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1638/98, όσον αφορά την παράταση του καθεστώτος ενισχύσεων και τη στρατηγική για την ποιότητα του ελαιολάδου /* COM/2000/0855 ôåëéêü - CNS 2000/0358 */

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 213 E της 31/07/2001 σ. 0001 - 0004


    Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ περί τροποποιήσεως του κανονισμού αριθ. 136/66/ΕΟΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1638/98, όσον αφορά την παράταση του καθεστώτος ενισχύσεων και τη στρατηγική για την ποιότητα του ελαιολάδου

    (υποβάλλεται από την Επιτροπή)

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

    Η παρούσα πρόταση υποβάλλεται κατ` εφαρμογή του άρθρου 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1638/98 του Συμβουλίου [1].

    [1] ΕΕ L 210 της 28.7.1998, σ. 32.

    1. επισκοπηση της καταστασησ

    Η Επιτροπή υπέβαλε τον Φεβρουάριο του 1997 έγγραφο που παρουσιάζει τις εναλλακτικές δυνατότητες [2] της μεταρρύθμισης και αναλύει τα προβλήματα στον τομέα της ελιάς και του ελαιόλαδου. Το έγγραφο αυτό απετέλεσε αντικείμενο διεξοδικού διαλόγου, κυρίως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και με το Συμβούλιο. Μεταξύ άλλων, στο έγγραφο αναφερόταν ότι είχε διαπιστωθεί αύξηση της παραγωγής η οποία υπήρχε κίνδυνος να μην συνοδευτεί με αντίστοιχη αύξηση της ζήτησης. ότι υπάρχουν πολλά και σύνθετα καθεστώτα ενισχύσεων, ο έλεγχος των οποίων ήταν δυσχερής, παρά τα εφαρμοζόμενα μέσα. ότι υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις όσον αφορά τις στατιστικές γνώσεις για την παραγωγή αυτού του τομέα.

    [2] COM(1997) 57 τελικό.

    Όσον αφορά τη χορηγούμενη στους παραγωγούς ενίσχυση, προτάθηκαν δύο βασικές εναλλακτικές δυνατότητες : ή να βελτιωθεί το προϋπάρχον καθεστώς, το οποίο βασιζόταν σε ενίσχυση στην παραγωγή ανά τόνο ελαιόλαδου ή να υπάρξει μια ριζικότερη λύση, αυτή της επεξεργασίας ενός νέου καθεστώτος που να βασίζεται στη χορήγηση ενίσχυσης ανά ελαιόδενδρο, η οποία θα καθοριζόταν σε συνάρτηση με τις ιστορικές αποδόσεις της παραγωγής των ενδιαφερόμενων περιοχών. Εν πάση περιπτώσει, κρινόταν αναγκαία η λήψη ορισμένων μέτρων για να καταργηθούν οι αναποτελεσματικοί μηχανισμοί που είναι ευάλωτοι σε απάτες, ή για να βελτιωθεί ο έλεγχος της παραγωγής και της αγοράς.

    Η πρώτη εναλλακτική δυνατότητα όσον αφορά την ενίσχυση παρουσίαζε το πλεονέκτημα που παρέχει η στήριξη των παραγωγών σε συνάρτηση με την πραγματική παραγωγή τους και, κατά συνέπεια, την ενθάρρυνση της ελαιοκαλλιέργειας μέσω ενός δοκιμασμένου μηχανισμού. Εντούτοις, είναι δύσκολο να επαληθευθούν οι ποσότητες ελαιολάδου που είναι επιλέξιμες να λάβουν την ενίσχυση ανά τόνο. Η βασική αιτία αυτής της δυσκολίας είναι η κινητικότητα του ελαιόλαδου ανάμεσα στους επιχειρηματίες οι οποίοι συμμετέχουν στα στάδια της παραγωγής, της μεταποίησης ή της εμπορίας και ο οποίοι υπάγονται σε διαφορετικούς μηχανισμούς ή χρήσεις στις διάφορες περιφέρειες της Κοινότητας.

    Κατά τα φαινόμενα, ήταν απλούστερος ο έλεγχος και η διαχείριση της δεύτερης εναλλακτικής δυνατότητας η οποία ήταν περισσότερο φιλική προς το περιβάλλον, επειδή δεν παρείχε κίνητρα εντατικοποίησης της παραγωγής. Αυτή θα άμβλυνε συνεπώς τα υφιστάμενα προβλήματα της υπερχρησιμοποιήσεως των υδάτων αρδεύσεως και της διαβρώσεως των εδαφών. Αντίθετα, ένα σύστημα κατ` αποκοπήν ενισχύσεων ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει στην εγκατάλειψη της ελαιοκαλλιέργειας, κυρίως κατά τις περιόδους χαμηλής παραγωγής και σε περιθωριακές περιοχές στις οποίες δεν υπάρχουν άλλες εναλλακτικές δραστηριότητες.

    Τον Μάρτιο του 1998, η Επιτροπή διαπίστωνε σύγκλιση απόψεων υπέρ μιας μεταρρύθμισης που θα είχε στόχο την αποκατάσταση δυναμικής ισορροπίας της αγοράς, τη σταθεροποίηση των εισοδημάτων, την προάσπιση και βελτίωση της ποιότητας καθώς και την οργάνωση και τον έλεγχο του τομέα. Επεσήμανε, ωστόσο, τις διαφορές που ανέκυπταν όσον αφορά τις υφιστάμενες εναλλακτικές δυνατότητες για την ενίσχυση στην παραγωγή. Υπογράμμιζε την ανάγκη καλύτερου εντοπισμού της πραγματικής παραγωγής και των εγγενών παραγόντων αυτής της παραγωγής, όπως οι αποδόσεις ή ο αριθμός ελαιοδένδρων. Σε αναμονή περισσότερο αξιόπιστων δεδομένων, πρότεινε [3] να αναβληθεί η λήψη της απόφασης για τη μεταρρύθμιση, αλλά να ληφθούν για τις επόμενες τρεις περιόδους εμπορίας τα μέτρα εκείνα που θα απέτρεπαν τον κίνδυνο να δημιουργηθούν σοβαρές δυσκολίες για τους επιχειρηματίες και για τον κοινοτικό προϋπολογισμό.

    [3] COM(1998) 171 τελικό.

    Η απόφαση του Συμβουλίου, που συγκεκριμενοποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1638/98, προβλέπει να συνεχισθεί η εφαρμογή του προηγούμενου καθεστώτος για τις τρεις περιόδους εμπορίας 1998/99, 1999/2000 και 2000/01, με τις ακόλουθες βασικές τροποποιήσεις:

    - χορήγηση μιας κατ` αποκοπήν ενίσχυσης ανά τόνο ελαιόλαδου που παράγεται πράγματι, χωρίς διάκριση ανάμεσα σε μικρούς και μεγάλους παραγωγούς,

    - αύξηση της ανώτατης εγγυημένης ποσότητας από 1.350.000 σε 1.777.261 τόνους και κατανομή αυτής της ποσότητας στα κράτη μέλη υπό μορφή εθνικών εγγυημένων ποσοτήτων, με αντίστοιχη μείωση του ποσού της ενίσχυσης από 142,20 σε 132,25 ευρώ/100 χλγρ,

    - παροχή της δυνατότητας να χρησιμοποιείται μέρος των εθνικών εγγυημένων ποσοτήτων για τη χορήγηση ενισχύσεων στον τομέα της επιτραπέζιας ελιάς,

    - κατάργηση της ενίσχυσης στην κατανάλωση και του καθεστώτος αγοράς στη δημόσια παρέμβαση.

    Επιπλέον, για την ίδια μεταβατική περίοδο από 1998/99 έως 2000/01, ο ίδιος κανονισμός του Συμβουλίου:

    - προσανατολίζει τις εργασίες του ελαιoκομικού μητρώου σε σύστημα γεωγραφικών πληροφοριών (ελαιοκομικό ΣΓΠ), το οποίο επιτρέπει τον γεωγραφικό εντοπισμό των στοιχείων που δηλώνουν οι παραγωγοί σε αεροφωτογραφίες,

    - ενημερώνει ότι, κατά κανόνα, τα επιπλέον ελαιόδενδρα που φυτεύονται μετά την 1η Μαΐου 1998 δεν θα είναι επιλέξιμα για ενίσχυση στην παραγωγή από το Νοέμβριο του 2001,

    - καταργεί από 1ης Νοεμβρίου 2001 όλες τις κανονιστικές διατάξεις σχετικά με τις ενισχύσεις και τα μέτρα για την εσωτερική αγορά και προβλέπει ότι το Συμβούλιο θα λάβει απόφαση, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής η οποία θα υποβληθεί εντός του έτους 2000, σχετικά με την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών που θα ισχύει από την περίοδο εμπορίας 2001/02.

    Εξάλλου, το Συμβούλιο, όταν εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1638/98, ανέλαβε από κοινού με την Επιτροπή τη δέσμευση να δώσει ιδιαίτερη προτεραιότητα στη διεξοδική εξέταση των θεμάτων που αφορούν τη στρατηγική για την ποιότητα. Επίσης, έλαβε υπό σημείωση τις δηλώσεις της Επιτροπής ότι προτίθεται να αναπροσανατολίσει το σύστημα ελέγχων, κυρίως όσον αφορά την ενίσχυση στην παραγωγή, και να συντάξει έκθεση για την κατάσταση στον τομέα της επιτραπέζιας ελιάς.

    Σε διάστημα δύο ετών, από τότε που έλαβε τη σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου, τον Ιούλιο του 1998, η Επιτροπή έθεσε σε εφαρμογή το σύνολο των προβλεφθέντων μέτρων:

    - επανεξέτασε τις στατιστικές για την παραγωγή των τελευταίων ετών, πραγματοποίησε στατιστική αξιολόγηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων και του αριθμού των ελαιοδένδρων και έθεσε σε εφαρμογή κοινή μέθοδο εκτίμησης των αποδόσεων,

    - αναπροσανατόλισε τις εργασίες που αφορούν το ελαιοκομικό μητρώο προς τη δημιουργία του ελαιοκομικού ΣΓΠ, βάσει νέων δηλώσεων καλλιεργειών και της επεξεργασίας αεροφωτογραφιών σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές,

    - οργάνωσε την καταγραφή των νέων φυτεύσεων και καθόρισε ποιες από αυτές θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να λάβουν ενίσχυση μετά την 1η Νοεμβρίου του 2001, στο πλαίσιο των επιτρεπόμενων προγραμμάτων,

    - αναθεώρησε και συμπλήρωσε τις υποχρεώσεις και τις διαδικασίες ελέγχων, κυρίως στα ελαιοτριβεία,

    - καθόρισε τους όρους και τις διατάξεις που διέπουν την ενίσχυση για τις επιτραπέζιες ελιές, η οποία χορηγείται πλέον από όλα τα κράτη μέλη παραγωγής,

    - καθόρισε τους όρους και τις διατάξεις χορήγησης ενίσχυσης για την ιδιωτική αποθεματοποίηση,

    - πραγματοποίησε ευρεία διαβούλευση και διεξοδικό διάλογο με τις επαγγελματικές οργανώσεις και πολλούς εμπειρογνώμονες σχετικά με τις διάφορες πτυχές της στρατηγικής για την ποιότητα.

    1. αγορα και καθεστως ενισχυσης

    Δεν έχει παρέλθει ακόμη ο απαραίτητος χρόνος, ώστε να μπορέσουμε να αξιολογήσουμε τα αποτελέσματα που αφορούν την αγορά και το καθεστώς ενισχύσεων. Τα νέα μέτρα θεσπίστηκαν το νωρίτερο την περίοδο εμπορίας 1998/99, για την οποία οι έλεγχοι και οι πληρωμές της ενίσχυσης κλιμακώνονται μέχρι τον Οκτώβριο του 2000. Η δεύτερη εξεταζόμενη περίοδος εμπορίας, 1999/2000, ολοκληρώνεται επίσης τον Οκτώβριο του 2000, χωρίς να έχει ακόμη προσδιοριστεί οριστικά η παραγωγή αυτού του έτους, ενώ μόλις τώρα λήγει η προβλεπόμενη περίοδος για την υποβολή της παρούσας έκθεσης.

    Οι εκτιμήσεις των παραγόμενων ποσοτήτων και της δυναμικής τους δεν έχουν ακόμη επιβεβαιωθεί, επειδή εξακολουθούν να υπάρχουν αβεβαιότητες. Είναι αρκετά ακριβείς ως προς το συνολικό επίπεδο της παραγωγής του κάθε κράτους μέλους στο οποίο ασκείται εκτεταμένη ελαιοκαλλιέργεια. Όμως, λόγω της υψηλής μεταβλητότητας των συλλεγόμενων δεδομένων, οι στατιστικές εκτιμήσεις και διευκρινίσεις εξακολουθούν να είναι υπερβολικά ανεπαρκείς στα άλλα κράτη μέλη παραγωγής και σε περιφερειακό επίπεδο.

    Ο αριθμός των ελαιόδενδρων και οι εκτάσεις των ελαιώνων κάθε παραγωγού θα είναι δυνατό να γνωστοποιηθούν μόνον όταν ολοκληρωθούν τα εθνικά ελαιοκομικά ΣΓΠ. Εντούτοις, μέχρι στιγμής, δεν έχει ολοκληρωθεί κανένα ελαιοκομικό ΣΓΠ, ενώ η επεξεργασία ορισμένων από αυτά βρίσκεται ακόμη σε αρχικό στάδιο. Η νέα μέθοδος εκτίμησης των αποδόσεων έχει εφαρμοστεί μόνον για την περίοδο 1999/2000 και δεν έχουν ακόμη συναχθεί τα συμπεράσματα αυτής της εμπειρίας. Είναι πολύ πιθανό αυτές οι στατιστικές εκτιμήσεις να παρουσιάσουν ενδιαφέρον μόνον ως προς τα αποτελέσματα που αφορούν τα σημαντικότερα κράτη μέλη παραγωγής, αλλά η ακρίβεια αυτών των στοιχείων θα εξακολουθήσει να είναι περιορισμένη ως προς το περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.

    Όσον αφορά τους ελέγχους της πραγματικής παραγωγής που δικαιούται να λάβει ενίσχυση, τα πρώτα αποτελέσματα των νέων διατάξεων που άρχισαν να εφαρμόζονται από την περίοδο 1998/99 δείχνουν ότι ορισμένα κράτη μέλη εξακολουθούν να έχουν σημαντική δυσκολία να ελέγξουν ποια παραγωγή δικαιούται να λάβει ενίσχυση. Χάρη στο σύστημα των εθνικών εγγυημένων ποσοτήτων, οι ανεπάρκειες των συστημάτων ελέγχου των κρατών μελών δεν έχουν, περιορισμένη επίπτωση στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Όμως, οι δυσλειτουργίες αυτές προκαλούν δυσαρέσκεια και δυσκολίες που θα μπορούσαν, σε τελική ανάλυση, να έχουν αντίκτυπο στην αγορά και να θέσουν σε κίνδυνο το κοινοτικό καθεστώς σε αυτό τον τομέα. Η ειδική έκθεση αριθ. 11/2000 του Ελεγκτικού Συνεδρίου [4] και η ανάλυση των πρώτων αποτελεσμάτων της εμπειρίας που αποκτήθηκε με την εφαρμογή των νέων μέτρων ελέγχου δείχνουν ότι η Επιτροπή πρέπει να προβεί σε ορισμένες προσαρμογές και να λάβει συμπληρωματικά μέτρα αρχής γενομένης από την περίοδο 2000/01. Η ανάγκη αυτή αφορά ειδικότερα το καθεστώς κυρώσεων, ώστε να είναι ευκολότερα εφαρμοστό, και το καθεστώς προκαταβολών επί της ενίσχυσης, ώστε να αποτρέπεται η διπλή καταβολή των ενισχύσεων κεφαλαίων.

    [4] ΕΕ C 215 της du 23.7.2000, σ. 1.

    Για να είναι δυνατός ο έλεγχος της ενίσχυσης ανά τόνο παραγόμενου ελαιόλαδου, είναι απόλυτα αναγκαία η παρακολούθηση της δραστηριότητας των ελαιοτριβείων. Κρίνεται σκόπιμο, επίσης, η παρακολούθηση αυτή να περιλαμβάνει πάντοτε αντιπαραβολή της παραγωγής των ελαιοτριβείων με την παραγωγική ικανότητα ελαιοπαραγωγής των ενδιαφερόμενων παραγωγών, αφ` ενός, και με τις ποσότητες των αποθεμάτων ελαιόλαδου που έχουν στην κατοχή τους οι επιχειρηματίες, οι οποίοι προμηθεύτηκαν αυτό το ελαιόλαδο από τα ελαιοτριβεία.

    Η σχετική σημασία των τριών τύπων ελέγχου, στο επίπεδο των ελαιοτριβείων, των ελαιώνων και στον τόπο προορισμού του ελαιόλαδου, εξαρτάται από το μέγεθος του εξεταζόμενου ελαιοτριβείου και τον βαθμό συμμετοχής του ελαιοτριβείου στη διάθεση του παραγόμενου ελαιόλαδου στην αγορά. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίζουμε, τουλάχιστον, τον αριθμό των ελαιόδενδρων από τα οποία παρήχθη η εξεταζόμενη ποσότητα. Αυτή η ακριβής και αξιόπιστη γνώση είναι δυνατό να αποκτηθεί μόνον όταν θα υπάρξει το ελαιοκομικό ΣΓΠ.

    Όσον αφορά την αγορά του ελαιόλαδου, η ετήσια παραγωγή ελαιόλαδου ήταν πολύ μεγάλη τις περιόδους 1998/99 και 1999/2000 και προσέγγισε τους 1.900.000 τόνους, στους οποίους περιλαμβάνεται ποσοστό 8% πυρηνελαίου, ενώ η Ισπανία και η Ιταλία είχαν διαδοχικά μία χαμηλή και μία μέτρια προς υψηλή συγκομιδή. Το επίπεδο της κοινοτικής παραγωγής, αν και είναι κατώτερο από την άνευ προηγουμένου μεγάλη παραγωγή της περιόδου 1997/98, υπάρχει κίνδυνος να εξακολουθήσει να αυξάνεται με τη συνέχιση της εντατικής καλλιέργειας και την επικείμενη είσοδο στην παραγωγή των νέων δένδρων. Χάρη στις προσπάθειες προβολής, η κατανάλωση ελαιόλαδου διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα στην Κοινότητα και παρουσίασε πολύ μεγάλη αύξηση στις τρίτες χώρες, γεγονός που επέτρεψε να πραγματοποιηθούν εξαγωγές σε επίπεδα ρεκόρ, χωρίς επιστροφή κατά την εξαγωγή.

    Μετά την εξαιρετικά μεγάλη συγκομιδή της περιόδου 1997/98, οι τιμές επανήλθαν σε ικανοποιητικά επίπεδα. Στη συνέχεια, άρχισαν σταδιακά να ολισθαίνουν από το φθινόπωρο του 1999, λόγω της μεγαλύτερης σε σχέση με τις προβλέψεις παραγωγής. Στο τέλος της περιόδου εμπορίας 1999/2000, οι πιθανότητες να υπάρξει εξαιρετικά μεγάλη συγκομιδή στην Ισπανία την περίοδο 2000/01 οδήγησαν τις τιμές στα χαμηλά επίπεδα του 1997/98. Εντούτοις, μόνο για ελάχιστο χρονικό διάστημα η παραγωγή ανήλθε σε επίπεδο που να δικαιολογεί την ενεργοποίηση του μηχανισμού χορήγησης ενίσχυσης στην ιδιωτική αποθεματοποίηση και έτσι δεν κρίθηκε αναγκαία η χορήγηση αυτής της ενίσχυσης.

    Για την περίοδο 1998/99, τη μόνη για την οποία υπάρχουν οριστικά δεδομένα, τα κατ` αποκοπήν ποσά των ενισχύσεων στην παραγωγή ανά 100 χλγρ. ελαιόλαδου, λαμβανομένου υπόψη του μηχανισμού των εθνικών εγγυημένων ποσοτήτων και παρά τη μεγάλη παραγωγή, ήταν υψηλότερα από τα αντίστοιχα ποσά των δύο προηγούμενων περιόδων. Κατά μέσο όρο, για το σύνολο των κρατών μελών, ήταν τα υψηλότερα ποσά ενισχύσεων των τελευταίων δέκα περιόδων, με εξαίρεση τις περιόδους 1994/95 και 1995/96 που χαρακτηρίστηκαν από ξηρασία.

    Όσον αφορά τις επιτραπέζιες ελιές, όλα τα κράτη μέλη παραγωγής αποφάσισαν σταδιακά να χορηγήσουν το ποσό της ενίσχυσης που καθορίστηκε για το ελαιόλαδο σε ισοδύναμες ποσότητες μεταποιημένης επιτραπέζιας ελιάς. Κατά τη διάρκειας της περιόδου 1998/99, η Ισπανία, η Ελλάδα και η Πορτογαλία χορήγησαν αυτή την ενίσχυση. Όμως, δεν είναι ακόμη δυνατό να αξιολογηθεί η επίπτωση αυτής της ενίσχυσης στο εισόδημα των παραγωγών και στις επενδύσεις σε αυτό τον τομέα. Η Γαλλία άρχισε να χορηγεί αυτή την ενίσχυση την περίοδο 1999/2000 και η Ιταλία την περίοδο 2000/01. Η Επιτροπή χρειάζεται, συνεπώς, μεγαλύτερη περίοδο παρατήρησης για να είναι σε θέση να συντάξει την αναλυτική έκθεση για τον τομέα αυτό την οποία ανέλαβε τη δέσμευση να παρουσιάσει.

    Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, επιβάλλεται η συναγωγή ορισμένων συμπερασμάτων για το καθεστώς της ενίσχυσης. Κατ` αρχήν, σύμφωνα με τις ενδείξεις, τα μέτρα που προέβλεψε το Συμβούλιο το 1998 συνέβαλαν στη βελτίωση της κατάστασης αυτού του τομέα, χωρίς, παρόλ` αυτά, να επιλύσουν όλα τα προβλήματα. Και οι δύο εναλλακτικές δυνατότητες για το μελλοντικό καθεστώς της ενίσχυσης εξακολουθούν να είναι επίκαιρες, εφόσον δεν είμαστε ακόμη σε θέση να κάνουμε μία πλήρως τεκμηριωμένη επιλογή. Ειδικότερα, για τη χορήγηση ενίσχυσης ανά τόνο παραγόμενου ελαιόλαδου, απαιτείται έλεγχος της πραγματικής παραγωγής ο οποίος δεν είναι ακόμη ικανοποιητικός στο σύνολο της Κοινότητας. μία κατ` αποκοπήν ενίσχυση ανά παραγωγικό ελαιόδενδρο ή ανά εκτάριο ελαιώνα απαιτεί γνώση του ακριβούς αριθμού δένδρων και των καλλιεργούμενων εκτάσεων σε επίπεδο κάθε παραγωγού και τα στοιχεία αυτά δεν είναι ακόμη διαθέσιμα.

    Πράγματι, ανεξάρτητα από το ποια από τις δύο εναλλακτικές δυνατότητες θα επιλεγεί για το καθεστώς της ενίσχυσης, η ύπαρξη του ελαιοκομικού ΣΓΠ κρίνεται ως στοιχείο καθοριστικής σημασίας. Στην περίπτωση της ενίσχυσης ανά τόνο παραγόμενου ελαιόλαδου το ελαιοκομικό ΣΓΠ αποτελεί χρησιμότατο μέσο συμπληρωματικού ελέγχου και στην περίπτωση της κατ` αποκοπήν ενίσχυσης αποτελεί απόλυτα αναγκαίο μέσο. Επιπλέον, για τον αποτελεσματικό έλεγχο των φυτεύσεων που πραγματοποιούνται μετά την 1η Μαΐου 1998, για τις οποίες έχει ήδη αποφασιστεί ότι δεν θα χορηγείται πλέον η ενίσχυση, απαιτείται ΣΓΠ.

    Κατά συνέπεια, όσον αφορά την αγορά και το καθεστώς της ενίσχυσης, η Επιτροπή θεωρεί αναγκαίο να συνεχισθεί η ενίσχυση των ελέγχων και των επιθεωρήσεων που άρχισαν να πραγματοποιούνται από το 1998, και να συμπληρώνονται οι αναλύσεις για τον εξεταζόμενο τομέα, λαμβανομένων υπόψη των νέων δεδομένων και των νέων αποτελεσμάτων. Αυτό θα επιτρέψει τη δίκαιη αξιολόγηση των εναλλακτικών δυνατοτήτων για το καθεστώς ενισχύσεων, εφόσον θα λαμβάνονται υπόψη ρεαλιστικές, άμεσες και πραγματικές δυνατότητες, και οι νέες διατάξεις που συμβάλλουν στη σημαντική βελτίωση των ελέγχων. Αυτό θα επιτρέψει επίσης να εξετασθούν σε βάθος οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της ελαιοκαλλιέργειας.

    Η Επιτροπή προτείνει στο Συμβούλιο να παρατείνει για δύο ακόμη περιόδους εμπορίας την εφαρμογή του ισχύοντος καθεστώτος. Να μετατεθεί από την 1η Νοεμβρίου 2001 στην 1η Νοεμβρίου 2003 η κατάργηση των ενισχύσεων και των μέτρων για την εσωτερική αγορά. Το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής που θα υποβληθεί το 2002, θα αποφασίσει για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών, η οποία θα ισχύει από την 1η Νοεμβρίου 2003.

    Εντούτοις, επειδή δεν γνωρίζουμε ποιο θα είναι το μελλοντικό καθεστώς της ενίσχυσης, η Επιτροπή προτείνει, επίσης, στο Συμβούλιο να ορίσει ήδη από σήμερα ότι το καθεστώς αυτό θα πρέπει να ελέγχεται από ένα ελαιοκομικό ΣΓΠ που θα έχει πράγματι τεθεί σε λειτουργία. Έτσι, από την 1η Νοεμβρίου 2003, η ενίσχυση θα χορηγείται αποκλειστικά για ελαιόδενδρα ή ελαιόλαδα που παράγονται από ελαιώνες οι οποίοι περιλαμβάνονται σε ένα ελαιοκομικό ΣΓΠ, η ολοκλήρωση του οποίου θα έχει επιβεβαιωθεί.

    2. στρατηγικη για την ποιοτητα

    Οι εργασίες που έχουν πραγματοποιηθεί σχετικά με τη στρατηγική για την ποιότητα του ελαιόλαδου επέτρεψαν να διασαφηνιστεί ένα σύνολο πάρα πολλών παραγόντων και προβλημάτων, που συνδέονται συχνά μεταξύ τους και εμπλέκονται στο επίπεδο της παραγωγής της ελιάς και του ελαιόλαδου, της συσκευασίας και της παρουσίασης των προϊόντων που διατίθενται στην αγορά. Τα προβλήματα αυτά αφορούν την κατάταξη των ελαιόλαδων σε κατηγορίες, τους κανόνες σήμανσης, τους ελέγχους και την οργάνωση των δραστηριοτήτων για τη βελτίωση της ποιότητας με την ευρεία έννοια του όρου συμπεριλαμβάνοντας τις περιβαλλοντικές πτυχές. Οι δυσκολίες αυτές δημιουργούν διαταραχή στην αγορά, επειδή οι ψαλίδες των τιμών των διαφόρων κατηγοριών ελαιόλαδου είναι πολύ μεγάλες και επικαλύπτονται, χωρίς αυτό να έχει, συχνά, πραγματική σχέση με τις ποιότητες που προσδοκούν οι καταναλωτές.

    Τα μέτρα που πρέπει να προβλεφθούν είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα από το καθεστώς της ενίσχυσης το οποίο θα επιλεγεί και περιλαμβάνουν συχνά αρκετά εξειδικευμένα τεχνικά ζητήματα. Πρέπει να σχεδιάζονται στο πλαίσιο πολυετούς στρατηγικής και προγραμματισμού, επειδή σε πολλές περιπτώσεις υπάρχει αλληλοεξάρτηση ανάμεσα στις αποφάσεις και τα αποτελέσματα, κυρίως σε συνάρτηση με τη διάθεση των αποθεμάτων και τις προσαρμογές των μεθόδων βιομηχανικής παραγωγής τροφίμων που ανταποκρίνονται σε παλαιές προδιαγραφές, με την εξέλιξη των οργανώσεων του τομέα, των τεχνικών μεθόδων και των ερευνητικών εργασιών. Επιβάλλουν ρύθμιση από το Συμβούλιο και από την Επιτροπή, αλλά συνδέονται και με τα μέτρα ή τις ενέργειες που αποφασίζονται στο επίπεδο του Διεθνούς Ελαιοκομικού Συμβουλίου, των ερευνητικών οργανισμών και των οργανώσεων των επιχειρηματιών του τομέα.

    Η γενική κατεύθυνση που προσδίδει συνοχή στη συνολική στρατηγική πρέπει να εξετασθεί προσεκτικά και να προβλεφθεί συνολικά. Η Επιτροπή υποβάλλει για το θέμα αυτό, ταυτόχρονα με την παρούσα πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου, έκθεση στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τη στρατηγική για την ποιότητα του ελαιόλαδου. Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει τα αποτελέσματα των αναλύσεων που έχουν πραγματοποιηθεί σε αυτό τον τομέα και τις προτεινόμενες κατευθυντήριες γραμμές για τα διάφορα επίπεδα λήψης αποφάσεων ή ανάληψης δράσης. Όσον αφορά τη ρύθμιση του Συμβουλίου, οι προτεινόμενες διατάξεις αφορούν την κατάταξη των ελαιόλαδων σε διάφορες κατηγορίες, αφ` ενός, και την οργάνωση των δραστηριοτήτων των επιχειρηματιών, αφ` ετέρου.

    Η κατάταξη των ελαιόλαδων σε κατηγορίες έχει θεσπιστεί στο παράρτημα του κανονισμού αριθ. 136/66/ΕΟΚ με τίτλο: «Ονομασίες και ορισμοί των ελαιόλαδων και των πυρηνελαίων που αναφέρονται στο άρθρο 35». Οι κατευθυντήριες γραμμές που περιέχονται στην έκθεση για τη στρατηγική της ποιότητας προτείνουν τροποποιήσεις της κατάταξης ως προς δύο βασικά ζητήματα και ορισμένα θέματα περισσότερο τεχνικού χαρακτήρα.

    Το ένα από τα δύο βασικά ζητήματα αφορά την τεχνική πρόοδο η οποία επέτρεψε να λαμβάνουμε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες ελαιόλαδου χαμηλής οξύτητας. Έτσι, το «παρθένο» και «εξαιρετικό παρθένο» ελαιόλαδο με οξύτητα κατώτερη των 2°, που αντιπροσώπευαν κάποτε ποσοστό μόλις 50% των ποσοτήτων ελαιόλαδου που παράγονταν απευθείας από τις ελιές, αντιπροσωπεύουν σήμερα το 70% περίπου της παραγωγής. Αν και ο χαμηλός βαθμός οξύτητας δεν αποτελεί απόλυτο κριτήριο ποιότητας για μία συγκεκριμένη κατηγορία ελαιόλαδων ή μια ποικιλία ελιών, αποτελεί αναμφίβολα δείκτη ποιότητας αναγνωρισμένο από την αγορά. Προτείνεται να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη που έχει σημειωθεί, ώστε να προσαρμοστούν τα όρια οξύτητας των διαφόρων κατηγοριών ελαιόλαδου και πυρηνελαίου.

    Το δεύτερο από τα βασικά ζητήματα αφορά τη σημερινή χρησιμοποίηση των ονομασιών των ειδών για τον ποιοτικό χαρακτηρισμό των ειδικών κατηγοριών ελαιόλαδου. Το σημαντικότερο πρόβλημα σε αυτό το θέμα είναι η υποχρεωτική ονομασία «ελαιόλαδο» που προσδίδεται στα μείγματα εξευγενισμένου ελαιόλαδου και ορισμένων παρθένων ελαιόλαδων. Οι καταναλωτές παραπλανόνται σε κάποιο βαθμό από μια ασαφή ένδειξη που τους προσανατολίζει στην επιλογή ενός τύπου ελαιόλαδου σε βάρος των παρθένων ελαιόλαδων. Ο ποιοτικός χαρακτηρισμός της εν λόγω κατηγορίας ελαιόλαδου πρέπει να είναι δίκαιος, χωρίς να υποτιμάται η πραγματική του αξία και ιδίως οι θρεπτικές του ιδιότητες. Εξάλλου, η τρέχουσα ονομασία «παρθένα ελαιόλαδα» προσδιορίζει μία ειδική κατηγορία που διατίθεται υποχρεωτικά στην αγορά με αυτή την ονομασία και το σύνολο των κατηγοριών ελαιόλαδου που παράγεται απευθείας από τις ελιές. Προτείνεται όλες αυτές οι κατηγορίες να ορίζονται στις κανονιστικές ρυθμίσεις και στο χονδρικό εμπόριο με την ονομασία «ακατέργαστα ελαιόλαδα». Με τον τρόπο αυτό, δεν θα αλλάξει τίποτα για τον καταναλωτή.

    Στις άλλες προτάσεις που αφορούν την ποιοτική κατάταξη των ελαιολάδων περιλαμβάνεται η απαγόρευση των βοηθητικών υλών παραλαβής του ελαιόλαδου με χημική ή βιοχημική δράση και η επέκταση της κατηγορίας των ακατέργαστων πυρηνελαίων σε ορισμένα έλαια που λαμβάνονται με μηχανικό τρόπο από τις ελιές.

    Για να ενθαρρυνθούν οι επιχειρηματίες να οργανωθούν με σκοπό τη βελτίωση και την εγγύηση της ποιότητας των προσφερόμενων προϊόντων, προτείνεται να χρηματοδοτήσει η Κοινότητα προγράμματα δραστηριοτήτων που υποβάλλονται από εγκεκριμένες οργανώσεις. Οι πληρωμές του ΕΓΤΠΕ θα καταλογίζονται στις προβλεπόμενες για τους παραγωγούς ενισχύσεις, σε συνάρτηση με τις επιλογές που θα πραγματοποιήσουν τα κράτη μέλη παραγωγής. Οι ενισχύσεις αυτές θα αφορούν τη βελτίωση, την πιστοποίηση και την προάσπιση της ποιότητας του ελαιόλαδου, αλλά θα περιλαμβάνουν και μέρος από τις τρέχουσες δραστηριότητες των οργανώσεων παραγωγών σχετικές με τη διαχείριση του τομέα και την αγορά του ελαιολάδου.

    Εκτός από τον καθορισμό εύλογων προθεσμιών για τη θέσπιση λεπτομερών διατάξεων ενός παρόμοιου συστήματος, κυρίως των διατάξεων έγκρισης των οργανώσεων των επιχειρηματιών και των όρων επιλεξιμότητας των προτεινόμενων δραστηριοτήτων, πρέπει να καθοριστούν και οι προθεσμίες που θα δοθούν στους επιχειρηματίες να οργανωθούν οι ίδιοι και να ετοιμάσουν τα προγράμματά τους, ώστε τα κράτη μέλη να αξιολογήσουν και να επιλέξουν τις προσφορές. Συνολικά, πρακτικά απαιτείται διάστημα δύο ετών από την ημερομηνία λήψης της απόφασης για τις βασικές αρχές που θα διέπουν τον εξεταζόμενο μηχανισμό μέχρι τη συγκεκριμένη υλοποίηση των πρώτων δραστηριοτήτων.

    Κατά συνέπεια, όσον αφορά τη στρατηγική για την ποιότητα, η Επιτροπή προτείνει στο Συμβούλιο να αποφασίσει από τώρα τις αναγκαίες τροποποιήσεις των ποιοτικών κατηγοριών των ελαιολάδων και των πυρηνελαίων και τις αρχές που θα διέπουν το σύστημα παροχής κινήτρων στις οργανώσεις επιχειρηματιών που υλοποιούν ορισμένα προγράμματα δραστηριοτήτων. Πράγματι, αυτές οι αποφάσεις του Συμβουλίου αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση, ώστε να είναι σε θέση στη συνέχεια η Επιτροπή να επεξεργαστεί λεπτομερέστερους κανόνες και να θέσει σε εφαρμογή συντονισμένα μέτρα ή δράσεις για το σύνολο του τομέα τα οποία, όμως, χρειάζεται διάστημα δύο ετών περίπου για να καταστούν πλήρως λειτουργικά. Όσον αφορά τις οργανώσεις επιχειρηματιών, το Συμβούλιο πρέπει να δηλώσει ήδη από σήμερα την απόφασή του να επιτρέψει στα κράτη μέλη να διαθέσουν μέρος των χρηματοδοτήσεων που προβλέπονται για ενισχύσεις οι οποίες θα αρχίσουν ενδεχομένως να εφαρμόζονται από την 1η Νοεμβρίου 2003, για να χρηματοδοτήσουν τουλάχιστον ένα μέρος των δραστηριοτήτων αυτών των οργανώσεων.

    Όλα τα προτεινόμενα μέτρα αφορούν τους προϋπολογισμούς των ετών 2003 και 2004 και δεν εμπεριέχουν πρόσθετες δαπάνες. Εντάσσονται στον γενικό στόχο για ενιαία εφαρμογή της κοινής γεωργικής πολιτικής και υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας. Τροποποιούν υφιστάμενους κανονισμούς του Συμβουλίου και, για τον λόγο αυτό, απαιτείται η έκδοση κανονισμού του Συμβουλίου.

    2000/0358 (CNS)

    Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ περί τροποποιήσεως του κανονισμού αριθ. 136/66/ΕΟΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1638/98, όσον αφορά την παράταση του καθεστώτος ενισχύσεων και τη στρατηγική για την ποιότητα του ελαιολάδου

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 37,

    την πρόταση της Επιτροπής [5],

    [5] ΕΕ C της , σ.

    τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου [6],

    [6] ΕΕ C της , σ.

    τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [7],

    [7] ΕΕ C της , σ.

    τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών [8],

    [8] ΕΕ C της , σ.

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1) Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1638/98 του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 1998, για την τροποποίηση του κανονισμού αριθ. 136/66/ΕΟΚ περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών [9], θέσπισε μέτρα που εφαρμόζονται για τις τρεις περιόδους εμπορίας 1998/99, 1999/2000 και 2000/01. Αυτό το διάστημα τριών περιόδων εμπορίας αναμένεται ότι θα δώσει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να συλλέξει και να αναλύσει τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την επεξεργασία πρότασης προς το Συμβούλιο για μεταρρύθμιση της προαναφερθείσας κοινής οργάνωσης της αγοράς κατά τη διάρκεια του έτους 2000. Κρίνεται ότι τα μέτρα που θέσπισε ο εν λόγω κανονισμός επέτρεψαν ορισμένες βελτιώσεις της κοινής οργάνωσης της αγοράς, αλλά οι πληροφορίες και η εμπειρία που αποκτήθηκαν κατά τις δύο πρώτες περιόδους εμπορίας δεν είναι επαρκείς για να μπορέσει η Επιτροπή να συναγάγει βάσιμα και οριστικά συμπεράσματα για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών που πρέπει να εφαρμοστεί από την 1η Νοεμβρίου 2001.

    [9] ΕΕ L 210 της 28.7.1998, σ. 32.

    (2) Για να υπάρξουν τα πλήρη αποτελέσματα των μέτρων που έχουν τεθεί σε εφαρμογή από την περίοδο εμπορίας 1998/99 και για να εξετασθούν διεξοδικά τα στοιχεία και να πραγματοποιηθούν αναλύσεις για τον εξεταζόμενο τομέα, είναι απαραίτητο να παραταθεί μέχρι το τέλος της περιόδου εμπορίας 2002/03 η εφαρμογή των ισχυουσών διατάξεων και ιδίως των διατάξεων του κανονισμού αριθ. 136/66/ΕΟΚ, της 22ας Σεπτεμβρίου 1966, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών [10].

    [10] ΕΕ 172 της 30.9.1966, σ. 3025/66. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2702/1999 (ΕΕ L 327, της 21.12.1999, σ.7).

    (3) Το σύστημα ελέγχου της χορηγούμενης στους παραγωγούς ενίσχυσης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ύπαρξη και τη σωστή λειτουργία του Συστήματος Γεωγραφικών Πληροφοριών (ΣΓΠ) που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1638/98. Το ΣΓΠ είναι απόλυτα αναγκαίο για την εξέταση ορισμένων εναλλακτικών δυνατοτήτων για το μέλλον και είναι τουλάχιστον χρήσιμο για τις άλλες εναλλακτικές δυνατότητες. Πρέπει, συνεπώς, να δηλωθεί από τώρα ότι το μελλοντικό καθεστώς της ενίσχυσης, ανεξάρτητα από το ποια μορφή θα λάβει, θα αφορά, από την 1η Νοεμβρίου 2003, αποκλειστικά τα ελαιόδενδρα που θα εγγράφονται σε ΣΓΠ η ολοκλήρωση του οποίου θα έχει επιβεβαιωθεί.

    (4) Οι εξελίξεις στην αγορά του ελαιόλαδου καταδεικνύουν την αναγκαιότητα μιας συντονισμένης στρατηγικής για τη βελτίωση της ποιότητας του προϊόντος κατά την ευρεία έννοια του όρου περιλαμβάνοντας τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει κυρίως την παροχή κινήτρων για την οργάνωση και τις δραστηριότητες των ενδιαφερόμενων επιχειρηματιών καθώς και τροποποιήσεις της κατάταξης των ελαιόλαδων και των πυρηνελαίων σε κατηγορίες.

    (5) Για την ορθή λειτουργία του τομέα, πρέπει να προβλεφθεί καθεστώς παροχής κινήτρων στις εγκεκριμένες οργανώσεις επιχειρηματιών για να θέσουν σε εφαρμογή προγράμματα βελτίωσης και πιστοποίησης της ποιότητας, καθώς και στους τομείς της διαχείρισης του τομέα και της αγοράς του ελαιολάδου. Θεωρείται απαραίτητη περίοδος δύο περίπου ετών για να θεσπισθούν λεπτομερείς κανόνες ενός τέτοιου καθεστώτος, η σύσταση των ενδιαφερόμενων οργανισμών και την εκπόνηση προγραμμάτων, την αξιολόγηση και την έγκρισή τους από τα κράτη μέλη. Πρέπει να προβλεφθούν ήδη από τώρα τα βασικά στοιχεία του καθεστώτος το οποίο θα αποφασισθεί να τεθεί σε εφαρμογή από την 1η Νοεμβρίου 2003, ώστε να διευκολυνθεί η ταχύτερη δυνατή υλοποίηση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων.

    (6) Οι ονομασίες και οι ορισμοί των ελαιόλαδων και των πυρηνελαίων δεν είναι σε ορισμένες περιπτώσεις επαρκείς και είναι πιθανό να δημιουργούν σύγχυση στους καταναλωτές, όπως και στους επιχειρηματίες του τομέα. οι δυσκολίες αυτές δημιουργούν αναταραχή στην αγορά, η οποία πρέπει να αποτραπεί μέσω του καθορισμού νέων ονομασιών και ορισμών, με την αντικατάσταση του παραρτήματος του κανονισμού αριθ. 136/66/ΕΟΚ.

    (7) Η ονομασία «παρθένο ελαιόλαδο» αφορά το σύνολο των ελαίων που λαμβάνονται απευθείας από τον καρπό της ελιάς, όπως αναφέρεται στο σημείο 1 του παραρτήματος του κανονισμού αριθ. 136/66/ΕΟΚ, καθώς και στην κατηγορία του ελαιολάδου που περιγράφεται στο γράμμα β) του ίδιου σημείου 1. Για να μην υπάρξει σύγχυση, κρίνεται σκόπιμο να δοθεί η ονομασία «ακατέργαστα ελαιόλαδα» σε όλες τις κατηγορίες που αναφέρονται στο εν λόγω σημείο 1 και να επιφυλαχθεί η ονομασία «παρθένο ελαιόλαδο» για το έλαιο που επί του παρόντος αναφέρεται στο γράμμα β). Επειδή η ονομασία «ακατέργαστο ελαιόλαδο» δεν χρησιμοποιείται στο λιανικό εμπόριο, η προτεινόμενη αλλαγή δεν θα επηρεάσει τους καταναλωτές.

    (8) Για να διατηρηθεί ο φυσικός χαρακτήρας των ακατέργαστων ελαιολάδων, πρέπει να εξαιρεθεί όσο το αφορά η χρησιμοποίηση βοηθητικών υλών παραλαβής που έχουν χημική ή βιοχημική δράση.

    (9) Η πρόοδος που έχουν επιτύχει οι παραγωγοί και τα ελαιοτριβεία είχε σαν αποτέλεσμα να πολλαπλασιασθούν οι ποσότητες των ελαιόλαδων των κατηγοριών «παρθένο» και «εξαιρετικό παρθένο» σε βάρος των ελαιόλαδων των κατηγοριών «κοινό» και «μειονεκτικό». Για να συνεκτιμηθεί αυτή η εξέλιξη της αγοράς κατά την κατάταξη του ακατέργαστου ελαιόλαδου σε κατηγορίες, προς όφελος των καταναλωτών, πρέπει να μειωθεί η ανώτατη επιτρεπόμενη οξύτητα για το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο και να καταργηθεί η κατηγορία των κοινών παρθένων ελαιόλαδων εντάσσοντάς την στην κατηγορία των μειονεκτικών ελαιόλαδων.

    (10) Η γενική ονομασία του προϊόντος «ελαιόλαδο» χρησιμοποιείται σήμερα για να ορίσει την κατηγορία ελαίου η οποία αναφέρεται στο σημείο 3 του παραρτήματος του κανονισμού αριθ. 136/66/ΕΟΚ που αντιστοιχεί σε ελαιόλαδο το οποίο προέρχεται από την ανάμειξη παρθένου και εξευγενισμένου ελαιόλαδου, εκτός από το μειονεκτικό. Αυτή η ανάμειξη δημιουργεί συγχύσεις που είναι δυνατό να παραπλανήσουν έναν μη επαρκώς ενημερωμένο καταναλωτή και να προκαλέσουν διαταραχή στην αγορά. Πρέπει, συνεπώς, να υπάρξει ειδικός ποιοτικός χαρακτηρισμός του μείγματος του ελαιόλαδου, χωρίς ωστόσο να υποβαθμιστεί αυτή η κατηγορία ελαιόλαδου, οι ιδιότητες του οποίου εκτιμώνται από μεγάλο μέρος των καταναλωτών.

    (11) Η πρόοδος που έχουν επιτύχει οι βιομηχανίες εξευγενισμού επιτρέπει να προσαρμοσθεί ο ορισμός των εξευγενισμένων ελαιόλαδων μειώνοντας το ποσοστό της ανώτατης οξύτητας.

    (12) Στον ορισμό των ακατέργαστων πυρηνελαίων πρέπει να περιληφθούν όλα τα ελαιόλαδα που παράγονται με μηχανικά μέσα, τα οποία αντιστοιχούν, με εξαίρεση ορισμένα καθορισμένα χαρακτηριστικά, στο μειονεκτικό ελαιόλαδο γιατί τα έλαια αυτά έχουν τα τυπικά χαρακτηριστικά των ακατέργαστων πυρηνελαίων.

    (13) Για να μπορέσει ο τομέας να προσαρμοσθεί πρέπει να ορισθεί προθεσμία δύο ετών πριν από την υποχρεωτική εφαρμογή των νέων ονομασιών και ορισμών.

    (14) Δεδομένου ότι τα αναγκαία μέτρα για τη θέση σε εφαρμογή του παρόντος κανονισμού είναι μέτρα διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 2 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή [11], θα πρέπει τα μέτρα αυτά να θεσπίζονται με τη διαδικασία της επιτροπής διαχείρισης που προβλέπεται από το άρθρο 4 της εν λόγω απόφασης.

    [11] ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    Άρθρο 1

    Ο κανονισμός αριθ. 136/66/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

    1. Στο άρθρο 4, παράγραφος 2, οι όροι «τις περιόδους εμπορίας 1998/99 έως 2000/01» αντικαθίστανται από τους όρους «τις περιόδους εμπορίας 1998/99 έως 2002/03».

    2. Το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:

    - στην παράγραφο 2, οι όροι «τις περιόδους εμπορίας 1998/99 έως 2000/01» αντικαθίστανται από τους όρους «τις περιόδους εμπορίας 1998/99 έως 2002/03»,

    - στην παράγραφο 9, δεύτερο εδάφιο, οι όροι «τις περιόδους εμπορίας 1998/99 έως 2000/01» αντικαθίστανται από τους όρους «τις περιόδους εμπορίας 1998/99 έως 2002/03».

    3. Στο άρθρο 20 δ, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, οι όροι «τις περιόδους εμπορίας 1998/99 έως 2000/01» αντικαθίστανται από τους όρους «τις περιόδους εμπορίας 1998/99 έως 2002/03».

    4. Το άρθρο 37 διαγράφεται.

    5. Το άρθρο 38 αντικαθίσταται από το εξής:

    «Άρθρο 38

    1. Η Επιτροπή επικουρείται από μία επιτροπή, την επιτροπή διαχείρισης λιπαρών ουσιών, την οποία αποτελούν αντιπρόσωποι των κρατών μελών και της οποίας προεδρεύει ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής.

    2. Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται η διαδικασία της επιτροπής διαχείρισης που προβλέπεται στο άρθρο 4 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7 παράγραφος 3 της εν λόγω απόφασης.

    3. Το χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της απόφασης 1999/468/ΕΚ καθορίζεται σε ένα μήνα.»

    6. Το παράρτημα αντικαθίσταται από το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 2

    Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1638/98 τροποποιείται ως εξής:

    1. Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

    α) στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, οι όροι «τις περιόδους εμπορίας 1998/99 έως 2000/01» αντικαθίστανται από τους όρους «τις περιόδους εμπορίας 1998/99 έως 2002/03».

    β) στην παράγραφο 2, δεύτερο εδάφιο, οι όροι «τις περιόδους εμπορίας 1998/99 έως 2000/01» αντικαθίστανται από τους όρους «τις περιόδους εμπορίας 1998/99 έως 2002/03» και

    γ) στην παράγραφο 4, οι όροι «τις περιόδους εμπορίας 1998/99 έως 2000/01» αντικαθίστανται από τους όρους «τις περιόδους εμπορίας 1998/99 έως 2002/03».

    2. Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο 2α :

    «Άρθρο 2α

    Τα ελαιόδενδρα και οι αντίστοιχες εκτάσεις η ύπαρξη των οποίων δεν βεβαιώνεται από Σύστημα Γεωγραφικών Πληροφοριών, το οποίο έχει θεσπιστεί σύμφωνα με το άρθρο 2 του παρόντος κανονισμού, καθώς και οι ποσότητες ελαιόλαδου που παράγονται από αυτά, δεν θα είναι δυνατόν να δίδουν το δικαίωμα ενίσχυσης στην παραγωγή ελαιολάδου στο πλαίσιο της ισχύουσας κοινής οργάνωσης της αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών από 1ης Νοεμβρίου 2003.»

    3. Στο άρθρο 3, παράγραφος 2, οι όροι «του έτους 2000» αντικαθίστανται από τους όρους «του έτους 2002» και η ημερομηνία «1ης Νοεμβρίου 2001» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «1ης Νοεμβρίου 2003».

    4. Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο 4α.

    «Άρθρο 4α

    1. Στο πλαίσιο της ισχύουσας κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών, από 1ης Νοεμβρίου 2003, τα κράτη μέλη παραγωγής ελαιόλαδου θα μπορούν να διαθέτουν, εντός συγκεκριμένων ορίων που θα καθορισθούν από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία διαχειρίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4 της απόφασης αριθ. 1999/468/ΕΚ, μέρος των ενισχύσεων που ενδεχομένως προβλέπονται στους ελαιοπαραγωγούς για να διασφαλισθεί η κοινοτική χρηματοδότηση προγραμμάτων δραστηριοτήτων τα οποία εκπονούνται από εγκεκριμένες οργανώσεις επιχειρηματιών ή από τις ενώσεις τους στους ακόλουθους τομείς:

    α) της διαχείρισης του τομέα και της αγοράς του ελαιολάδου.

    β) της βελτίωσης της ποιότητας και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της παραγωγής.

    γ) της πιστοποίησης και προάσπισης της ποιότητας του ελαιόλαδου.

    2. Εντός των καθορισθέντων ορίων η κοινοτική χρηματοδότηση για τα προγράμματα δραστηριοτήτων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 θα ισούται με το μέρος των ενισχύσεων που διατίθενται από το συγκεκριμένο κράτος μέλος. Η εν λόγω χρηματοδότηση δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει το 100% των επιλέξιμων δαπανών των προγραμμάτων στον τομέα που αναφέρεται στο στοιχείο α), το 75% στον τομέα που αναφέρεται στο στοιχείο β) και το 50% στον τομέα που αναφέρεται στο στοιχείο γ). Η συμπληρωματική χρηματοδότηση θα χορηγείται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, λαμβανομένης υπόψη της χρηματοδοτικής συμμετοχής των επιχειρηματιών, η οποία είναι υποχρεωτική για τα προγράμματα στους τομείς που αναφέρονται στα στοιχεία β) και γ) της παραγράφου 1, και θα είναι τουλάχιστον 25% στην περίπτωση του τομέα του στοιχείου γ).

    3. Σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 38 του κανονισμού αριθ. 136/66/ΕΟΚ, η Επιτροπή θα θεσπίσει:

    α) τους όρους έγκρισης των οργανώσεων επιχειρηματιών ή των ενώσεών τους,

    β) τους τύπους δραστηριοτήτων των επιλέξιμων προγραμμάτων στους τρεις τομείς οι οποίοι αναφέρονται στην παράγραφο 1,

    γ) τις διαδικασίες έγκρισης των προγραμμάτων από τα κράτη μέλη,

    δ) τα μέτρα όσον αφορά τον έλεγχο και τις κυρώσεις,

    ε) τις άλλες διατάξεις, που είναι ενδεχομένως αναγκαίες, για την ταχεία εφαρμογή των εν λόγω προγραμμάτων από την 1η Νοεμβρίου 2003.»

    5. Στο άρθρο 5, πρώτο εδάφιο, η ημερομηνία "1η Νοεμβρίου 2001" αντικαθίσταται από "1η Νοεμβρίου 2003".

    Άρθρο 3

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την έβδομη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Εφαρμόζεται από 1ης Νοεμβρίου 2001. Εντούτοις, το άρθρο 1 στοιχείο 6 εφαρμόζεται από 1ης Νοεμβρίου 2003.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Βρυξέλλες,

    Για το Συμβούλιο

    Ο πρόεδρος

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΕΛΑΙΟΛΑΔΩΝ ΚΑΙ ΠΥΡΗΝΕΛΑΙΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 35

    1. ακατεργαστα ελαιολαδα

    Έλαια που λαμβάνονται από τον ελαιόκαρπο μόνο με μηχανικές μεθόδους, ή άλλες φυσικές επεξεργασίες με συνθήκες που δεν προκαλούν αλλοίωση του ελαίου, και το οποίο δεν έχει υποστεί καμία άλλη επεξεργασία πλην της πλύσης, της μετάγγισης, της φυγοκέντρισης και της διήθησης. εξαιρούνται τα έλαια που λαμβάνονται με διαλύτες, με βοηθητικές ύλες παραλαβής που έχουν χημική ή βιοχημική δράση, ή με μεθόδους επανεστεροποίησης ή πρόσμειξης με έλαια άλλης φύσης.

    Τα έλαια αυτά κατατάσσονται στην αναλυτική ταξινόμηση και στις ακόλουθες ονομασίες:

    α) εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο: Ακατέργαστο ελαιόλαδο του οποίου η περιεκτικότητα σε ελεύθερα λιπαρά οξέα, εκφραζόμενη σε ελαϊκό οξύ, δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει τα 0,8 g ανά 100 g και τα άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είναι σύμφωνα με αυτά που προβλέπονται γι αυτή την κατηγορία.

    β) παρθένο ελαιόλαδο: Ακατέργαστο ελαιόλαδο του οποίου η περιεκτικότητα σε ελεύθερα λιπαρά οξέα, εκφραζόμενη σε ελαϊκό οξύ, δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει τα 2 g ανά 100 g και του οποίου τα άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα γι αυτή την κατηγορία.

    γ) ελαιόλαδο λαμπάντε: Ακατέργαστο ελαιόλαδο με περιεκτικότητα σε ελεύθερα λιπαρά οξέα, εκφραζόμενη σε ελαϊκό οξύ, που υπερβαίνει τα 2 g ανά 100 g και του οποίου τα άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα γι αυτή την κατηγορία.

    2. εξευγενισμενο ελαιολαδο

    Ελαιόλαδο που λαμβάνεται από τον εξευγενισμό ακατέργαστων ελαιολάδων, των οποίων η περιεκτικότητα σε ελεύθερα λιπαρά οξέα, εκφραζόμενη σε ελαϊκό οξύ, δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει τα 0,3 g ανά 100 g και των οποίων τα άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα γι αυτή την κατηγορία.

    3. ελαιολαδο στανταρ

    Έλαιο που αποτελείται από ανάμειξη εξευγενισμένου ελαιόλαδου και ακατέργαστων ελαιόλαδων, εκτός από τα ελαιόλαδα λαμπάντε, του οποίου η περιεκτικότητα σε ελεύθερα λιπαρά οξέα, εκφραζόμενη σε ελαϊκό οξύ, δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει το 1 g ανά 100 g και του οποίου τα άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα γι αυτή την κατηγορία.

    4. ακατεργαστο πυρηνελαιο

    Έλαιο που λαμβάνεται από την επεξεργασία με διαλύτη των πυρήνων της ελιάς ή αντιστοιχεί, με εξαίρεση ορισμένα καθορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, σε ελαιόλαδο λαμπάντε . εξαιρούνται τα έλαια που λαμβάνονται με διεργασίες επανεστεροποίησης και κάθε πρόσμειξης με έλαια άλλης φύσης και των οποίων τα άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα γι αυτή την κατηγορία.

    5. εξευγενισμενο πυρηνελαιο:

    Έλαιο που λαμβάνεται από τον εξευγενισμό του ακατέργαστου πυρηνελαίου, του οποίου η περιεκτικότητα σε ελεύθερα λιπαρά οξέα, εκφρασμένη σε ελαϊκό οξύ, δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει τα 0,3 g ανά 100 g και του οποίου τα άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα γι αυτή την κατηγορία.

    6. πυρηνελαιο

    Έλαιο που αποτελείται από μείγμα εξευγενισμένου πυρηνελαίου και ακατέργαστων ελαιολάδων, εκτός από τα ελαιόλαδα λαμπάντε, του οποίου η περιεκτικότητα σε ελεύθερα λιπαρά οξέα, εκφραζόμενη σε ελαϊκό οξύ, δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει το 1 g ανά 100 g και του οποίου τα άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα γι αυτή την κατηγορία».

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    Top