EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52000DC0495

Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Αμοιβαία αναγνώριση των οριστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις

/* COM/2000/0495 τελικό */

52000DC0495

Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Αμοιβαία αναγνώριση των οριστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις /* COM/2000/0495 τελικό */


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Αμοιβαία αναγνώριση των οριστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις

Εισαγωγή

Το άρθρο 31 (α) της ΣΕΕ προβλέπει ότι η από κοινού δράση για τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις περιλαμβάνει "διευκόλυνση και επιτάχυνση της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων υπουργείων και των δικαστικών αρχών ή αντίστοιχων αρμόδιων αρχών των κρατών μελών σε σχέση με [...] την εκτέλεση αποφάσεων." Η παραδοσιακή δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις βασίζεται σε ένα ευρύ φάσμα διεθνών νομικών μέσων, το οποίο χαρακτηρίζεται κυρίως από αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αρχή της "αιτήσεως": ένα κυρίαρχο κράτος υποβάλλει αίτηση σε άλλο κυρίαρχο κράτος, το οποίο αποφασίζει το κατά πόσον θα συμμορφωθεί ή όχι με το συγκεκριμένο αίτημα. Ενίοτε, οι κανόνες περί συμμόρφωσης είναι μάλλον αυστηροί, χωρίς να αφήνουν πολλά περιθώρια επιλογής. άλλες φορές, το κράτος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση είναι εντελώς ελεύθερο κατά την απόφασή του. Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, το αιτούν κράτος πρέπει να αναμένει την απάντηση στο αίτημά του πριν να λάβει οποιαδήποτε απόφαση χρειάζονται οι αρχές του προκειμένου να προβούν στη δίωξη αξιόποινης υπόθεσης.

Αυτό το παραδοσιακό σύστημα είναι όχι μόνο αργό αλλά και δυσκίνητο και μερικές φορές εντελώς ανασφαλές ως προς τα αποτελέσματα που θα έχουν ο δικαστής ή ο κατήγορος που υποβάλλει το αίτημα. Κατ' αυτόν τον τρόπο, χρησιμοποιώντας έννοιες που έχουν λειτουργήσει πολύ καλά στη δημιουργία της ενιαίας αγοράς, γεννήθηκε η ιδέα ότι η δικαστική συνεργασία μπορεί επίσης να επωφεληθεί από την έννοια της αμοιβαίας αναγνώρισης, η οποία, απλά, σημαίνει ότι μόλις ληφθεί κάποιο μέτρο, όπως απόφαση που λαμβάνεται από δικαστή κατά την άσκηση των επίσημων αρμοδιοτήτων του σε κάποιο κράτος μέλος, αυτό το μέτρο - στο βαθμό που έχει επιπτώσεις που υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα - πρέπει αυτομάτως να γίνεται δεκτό σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος και να έχει το ίδιο ή τουλάχιστον παρόμοιο αποτέλεσμα εκεί. Η Επιτροπή έχει επίγνωση του γεγονότος ότι αυτό που φαίνεται απλό μπορεί να είναι πράγματι πολύ περίπλοκο όταν κανείς αρχίζει να εξετάζει τις λεπτομέρειες και αποτελεί κύριο στόχο της παρούσας ανακοίνωσης να δείξει τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή προτείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση να υπερβεί αυτές τις δυσκολίες.

Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε όρισε ότι "η αυξημένη αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων και η αναγκαία προσέγγιση των νομοθεσιών θα διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των αρχών και τη δικαστική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων". Η αμοιβαία αναγνώριση πρέπει ως εκ τούτου να εξασφαλίζει όχι μόνον ότι οι αποφάσεις θα εκτελούνται αλλά εξίσου ότι αυτό θα γίνεται κατά τρόπο που να προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα. Για παράδειγμα, η εκτέλεση σε κάποιο άλλο κράτος μέλος πρέπει επίσης να επιδιώκεται όταν επιτρέπει την καλύτερη κοινωνική επανένταξη του αδικοπραγήσαντος.

Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης ισχύει τόσο όσον αφορά τις αποφάσεις που λαμβάνονται πριν από την έκδοση οριστικής απόφασης όσο και τις ίδιες τις οριστικές αποφάσεις. Η παρούσα ανακοίνωση επικεντρώνεται στην αμοιβαία αναγνώριση των οριστικών αποφάσεων.

Η παρούσα ανακοίνωση παρουσιάζει την άποψη της Επιτροπής για το θέμα της αμοιβαίας αναγνώρισης των οριστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις. Αυτό αποτελεί ένα νέο και πολύπλοκο θέμα. Σε πολλές περιπτώσεις, η ανακοίνωση δεν επιχειρεί να δώσει οριστικές απαντήσεις στα ερωτήματα που προκύπτουν αλλά προσπαθεί να προσδιορίσει τους δυνατούς τρόπους προώθησης του ζητήματος.

Ο δεύτερος κύριος στόχος της ανακοίνωσης είναι να συμβάλει στο πρόγραμμα μέτρων που πρέπει να εφαρμόσουν την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης που ζητήθηκε τον Οκτώβριο του 1999 από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων στο Τάμπερε.

Η Επιτροπή καλεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να λάβουν γνώση της παρούσας ανακοίνωσης και να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους στην Επιτροπή σχετικά με τα παρουσιαζόμενα ζητήματα.

1. Ιστορικό

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Κάρντιφ της 15ης/16ης Ιουνίου 1998 ζήτησε από το Συμβούλιο να προσδιορίσει το πεδίο ευρύτερης αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων που εκδίδονται από τα δικαστήρια των κρατών μελών. [1]

[1] Συμπέρασμα της Προεδρίας αριθ. 39.

Το Πρόγραμμα Δράσης της 3ης Δεκεμβρίου 1998 του Συμβουλίου και της Επιτροπής για την άριστη δυνατή εφαρμογή των διατάξεων της συνθήκης του Άμστερνταμ για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης [2] ασχολείται επίσης με την αμοιβαία αναγνώριση των ποινικών αποφάσεων. Στο σημείο 45/στ ζητείται η έναρξη διαδικασίας προκειμένου να διευκολυνθεί η αμοιβαία αναγνώριση και η εκτέλεση των αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις εντός δύο ετών από την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ.

[2] Επίσημη Εφημερίδα (ΕΕ) C 19/1 της 23ης Ιανουαρίου 1999.

Οι εργασίες για την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις ξεκίνησαν σε διάφορες υποομάδες του Συμβουλίου το 1999, και στις 15/16 Οκτωβρίου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων στο Τάμπερε έκρινε ότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης πρέπει να αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο της δικαστικής συνεργασίας τόσο σε αστικά όσο και σε ποινικά θέματα εντός της Ένωσης. [3] Ειδικότερα, το Συμβούλιο και η Επιτροπή κλήθηκαν να θεσπίσουν έως το Δεκέμβριο του 2000 ένα πρόγραμμα μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης. Με το πρόγραμμα αυτό θα πρέπει να ξεκινήσουν εργασίες για τις πτυχές των δικονομικών κανόνων για τις οποίες θεωρούνται αναγκαίες κοινές ελάχιστες προδιαγραφές προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, με σεβασμό των θεμελιωδών αρχών δικαίου των κρατών μελών. [4]

[3] Συμπέρασμα της Προεδρίας αριθ. 33.

[4] Συμπέρασμα της Προεδρίας αριθ. 37.

Κατά τους τελευταίους μήνες, οι εργασίες στις υποομάδες του Συμβουλίου επικεντρώθηκαν σε δύο θέματα αμοιβαίας αναγνώρισης: 1) ένα πρόγραμμα μέτρων που πρέπει να ληφθούν όσον αφορά την αμοιβαία αναγνώριση, και 2) αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων που αφορούν τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων. Δεδομένου ότι πολλά είδη περιουσιακών στοιχείων εν γένει και ειδικότερα τα χρήματα σε τραπεζικούς λογαριασμούς μπορούν να κυκλοφορήσουν με μεγάλη ταχύτητα, εθνικά, εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και παγκοσμίως, φαίνεται ότι στον τομέα της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων, η ταχύτητα αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση επιτυχίας για τις υπηρεσίες καταστολής. Σύμφωνα με αυτά, η ανάγκη να υπάρξει ένα διεθνές σύστημα που θα εξασφαλίζει αυτήν την ταχύτητα είναι μεγάλη και η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης υπόσχεται να συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στην ικανοποίησή της.

2. Η προσέγγιση της Επιτροπής

Η Επιτροπή εκφράζει την ιδιαίτερη ικανοποίησή της που διεξάγονται ήδη εργασίες για τα θέματα που αναφέρονται ανωτέρω. Εντούτοις, η αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων που αφορούν τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων αποτελεί απλά μία όψη του συνολικού τομέα της αμοιβαίας αναγνώρισης. Όχι μόνο πρέπει οι συνεχιζόμενες εργασίες να ολοκληρωθούν με τη θέσπιση κανόνων για την αναγνώριση οριστικών αποφάσεων που ασχολούνται με το ζήτημα του κατά πόσον τα δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να απελευθερωθούν ή να κατασχεθούν, αλλά πρέπει γενικά να καθιερωθεί η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης όσον αφορά τις διαδικαστικές και ουσιαστικές αποφάσεις. Αποφασίσαμε τοιουτοτρόπως να καλύψουμε ένα άλλο μέρος αυτού του φάσματος, την αμοιβαία αναγνώριση των οριστικών αποφάσεων.

Η παρούσα ανακοίνωση δεν προτίθεται να καλύψει τον τομέα της έκδοσης. Μακροπρόθεσμα, η έκδοση μεταξύ κρατών μελών της ΕΕ μπορεί να καταστεί περιττή, αν οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε κάποιο κράτος μέλος αναγνωρίζονται απλά σε όλα τα άλλα κράτη μέλη. Μέχρι να επιτευχθεί κάτι τέτοιο μπορεί να χρειαστεί χωριστή προσπάθεια. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το συμπέρασμα του Τάμπερε αριθ. 35, η έκδοση θα πρέπει να αποτελέσει το αντικείμενο χωριστής προσπάθειας και ιδιαίτερης προσοχής.

Προκειμένου να προετοιμάσουν αυτήν την ανακοίνωση, οι υπηρεσίες της Επιτροπής πραγματοποίησαν δύο συνεδριάσεις σχετικά με το ζήτημα, με ανεξάρτητους και κυβερνητικούς εμπειρογνώμονες, στις 10 και 31 Μαΐου 2000 αντίστοιχα. Ο στόχος αυτών των συνεδριάσεων ήταν να καταστούν γνωστές στην Επιτροπή οι αντιδράσεις σχετικά με ένα συνοπτικό έγγραφο που είχε καταρτιστεί σχετικά με το ζήτημα. Αυτή η ανακοίνωση βασίζεται στις πληροφορίες που δόθηκαν από τους εμπειρογνώμονες και τις απόψεις που αναπτύχθηκαν στο εσωτερικό της ίδιας της Επιτροπής.

3. Ο όρος "Αμοιβαία Αναγνώριση των Οριστικών Αποφάσεων σε Ποινικές Υποθέσεις"

3.1. "Αμοιβαία αναγνώριση"

Η αμοιβαία αναγνώριση αποτελεί ευρέως αναγνωρισμένη αρχή, η οποία στηρίζεται στην ιδέα ότι, ακόμα και αν κάποιο άλλο κράτος μέλος δεν αντιμετωπίζει δεδομένη υπόθεση κατά ταυτόσημο ή ανάλογο τρόπο με το κράτος του ενδιαφερομένου, τα αποτελέσματα είναι τέτοια ώστε να θεωρούνται ισοδύναμα των αποφάσεων του κράτους του ενδιαφερομένου. Η αμοιβαία εμπιστοσύνη είναι καθοριστική, όχι μόνο όσον αφορά την ορθότητα των κανόνων των εταίρων αλλά εξίσου την ορθή εφαρμογή αυτών των κανόνων.

Στη βάση αυτής της έννοιας της ισοδυναμίας και της εμπιστοσύνης στην οποία στηρίζεται, τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται από κάποιο άλλο κράτος μέλος μπορούν να ισχύσουν στη σφαίρα νομικής επιρροής του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Υπό αυτές τις συνθήκες, κάποια απόφαση που λαμβάνεται από κάποια αρχή κράτους μέλους μπορεί να γίνει δεκτή σαν τέτοια σε κάποιο άλλο κράτος μέλος, ακόμα και αν δεν υπάρχει στο συγκεκριμένο κράτος παρόμοια αρχή ή δεν μπορεί να λάβει τέτοια απόφαση ή θα είχε λάβει εντελώς διαφορετική απόφαση σε παρόμοια περίπτωση.

Η αναγνώριση μιας αλλοδαπής δικαστικής απόφασης σε ποινικές υποθέσεις θα μπορούσε εξίσου να σημαίνει ότι αποκτά ισχύ εκτός του κράτους στο οποίο εκδόθηκε, είτε αναγνωρίζοντάς της τα έννομα αποτελέσματα που προβλέπονται από το αλλοδαπό ποινικό δίκαιο είτε λαμβάνοντάς την υπόψη προκειμένου να παράγει τα αποτελέσματα που προβλέπονται από το ποινικό δίκαιο του αναγνωρίζοντος κράτους.

Η έννοια της αμοιβαίας αναγνώρισης συνοδεύεται συχνά, αλλά όχι πάντα, από ορισμένο βαθμό τυποποίησης των διαδικασιών των κρατών μελών. Πράγματι, αυτή η τυποποίηση επιτρέπει συχνά να γίνονται ευκολότερα δεκτά τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται σε κάποιο άλλο κράτος. Από την άλλη πλευρά, η αμοιβαία αναγνώριση μπορεί, σε κάποιο βαθμό, να καταστήσει την τυποποίηση περιττή.

3.2. "Οριστικές αποφάσεις"

Ο προσδιορισμός αυτού του όρου, κυρίως όσον αφορά το "οριστικό" στοιχείο, έχει αποδειχτεί δύσκολος. Με τον όρο απόφαση νοείται η πράξη με την οποία επιλύεται κατά τρόπο δεσμευτικό κάποιο συγκεκριμένο ζήτημα. Ως ορισμός εργασίας μιας οριστικής απόφασης, προτείνουμε να συμπεριληφθούν όλες οι αποφάσεις που αποφαίνονται επί της ουσίας μιας ποινικής υπόθεσης και οι οποίες δεν υπόκεινται πλέον σε τακτικά ένδικα μέσα ή, όταν είναι ακόμα δυνατή η άσκηση τακτικού ένδικου μέσου, αυτό δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. [5]

[5] Αυτός ο ορισμός προσεγγίζει μια ήδη ισχύουσα διάταξη όσον αφορά την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, δηλαδή το άρθρο 31 της σύμβασης σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (σύμβαση των Βρυξελλών 1968) (ΕΕ C 189 της 28ης Ιουλίου 1990, σ. 2. παγιωμένη μορφή στην ΕΕ C 27 της 26ης Ιανουαρίου 1998).

Αυτός ο ορισμός εργασίας προορίζεται να καλύψει όχι μόνο τις αποφάσεις των δικαστηρίων, αλλά επίσης κάθε απόφαση που ανταποκρίνεται στα καθορισμένα κριτήρια. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν εξίσου να συμπεριληφθούν στο συγκεκριμένο ορισμό τα αποτελέσματα μεσολάβησης μεταξύ δράστη και θύματος ή οι συμφωνίες μεταξύ υπόπτου και υπηρεσιών δίωξης, εφόσον συνεπάγονται ότι δεν μπορεί να ασκηθεί καμία περαιτέρω δίωξη για την ίδια πράξη, δυνατότητα που μπορεί να προσφέρεται από τη νομοθεσία κάποιου κράτους μέλους.

Ένα σημαντικό σημείο στο συγκεκριμένο πλαίσιο αποτελεί το ερώτημα του κατά πόσον οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις διοικητικές αρχές πρέπει εξίσου να αποτελούν το αντικείμενο αμοιβαίας αναγνώρισης. Για παράδειγμα, το άρθρο 25 της σύμβασης των Βρυξελλών 1968 περιορίζει την έκταση εφαρμογής των διατάξεων αναγνώρισης και εκτέλεσης στις αποφάσεις που εκδίδονται από κάποιο δικαστήριο. Εντούτοις, στον τομέα των "ποινικών υποθέσεων" όπως ορίζονται κάτωθι, πολλά κράτη μέλη της ΕΕ έχουν επιλέξει να αναθέτουν εξίσου τη λήψη ορισμένων αποφάσεων στις διοικητικές αρχές. Κατά συνέπεια, ένα σύστημα αμοιβαίας αναγνώρισης δεν θα ήταν πλήρες αν δεν συμπεριλάμβανε αυτές τις αποφάσεις. Αυτό συμφωνεί εξίσου με τη σύμβαση του 1970 για τη διεθνή ισχύ των ποινικών αποφάσεων (άρθρο 1β) και με τη σύμβαση του 1991 για την εκτέλεση αλλοδαπών ποινικών δικαστικών αποφάσεων (άρθρο 1.1.α). Η προσέγγιση αυτή ενισχύεται επίσης από πρακτικές σκέψεις. Έτσι, η ευθύνη των νομικών προσώπων όταν διαπράττεται αξιόποινη πράξη εξ ονόματός τους ή για λογαριασμό τους, παραδείγματος χάρη, δεν εμπίπτει (ακόμη) στο ποινικό δίκαιο σε πολλά κράτη μέλη. Διάκριση βασιζόμενη στην αρχή που έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί θα μπορούσε να επιφέρει στρεβλώσεις.

3.3. "Ποινικές υποθέσεις"

Κατά την παραδοσιακή έννοια του όρου, το (ουσιαστικό) ποινικό δίκαιο καλύπτει τους κανόνες με τους οποίους κάποιο κράτος προβλέπει κυρώσεις ως αντίδραση σε συμπεριφορά που θεωρεί ασυμβίβαστη με τους κοινωνικούς του κανόνες, με σκοπό να αποτρέψει το δράστη από την τέλεση νέων εγκλημάτων και τους άλλους από τη διάπραξη παρόμοιων αξιόποινων πράξεων. Πρόσφατα, αυτή η έννοια διευρύνθηκε για να συμπεριλάβει στοιχεία επανένταξης (για παράδειγμα εντολές απεξάρτησης από ναρκωτικά).

Επιπλέον, έχουν ληφθεί μέτρα ιδιαίτερα στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προβλέπουν την ευθύνη νομικών προσώπων για αξιόποινες πράξεις. [6] Αυτή η ευθύνη μπορεί να έχει ποινικό χαρακτήρα. Προτείνεται επίσης να θεωρηθεί ότι μέτρα μη ποινικού χαρακτήρα υπάγονται στις "ποινικές υποθέσεις" όταν είναι απαραίτητα για να εξασφαλιστεί ότι τα νομικά πρόσωπα μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνα για αξιόποινες πράξεις που διαπράττονται προς όφελός τους από φυσικά πρόσωπα που κατέχουν διευθυντικές θέσεις σε αυτά.

[6] Βλέπε, για παράδειγμα, το άρθρο 3 του Δεύτερου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ C 221 της 19ης Ιουλίου 1997), το άρθρο 3 της κοινής δράσης της 21ης Δεκεμβρίου 1998 για το αξιόποινο της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 351 της 29ης Δεκεμβρίου 1998) και το άρθρο 8 της απόφασης-πλαίσιο της 29ης Μαΐου 2000 για ενίσχυση της προστασίας από την παραχάραξη ενόψει της εισαγωγής του ευρώ με την επιβολή ποινών και άλλων κυρώσεων (ΕΕ L 140 της 14ης Ιουνίου 2000).

4. Υφιστάμενα διεθνη νομικά μέσα

Υπάρχουν ήδη πολλά μέσα σχετικά με την αναγνώριση των οριστικών αποφάσεων. Στον τομέα του ποινικού δικαίου, η σύμβαση της Χάγης του 1970 για τη διεθνή ισχύ των ποινικών αποφάσεων εκπονήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης και η διαδικασία υπογραφής είναι ανοικτή. Επιπλέον τα κράτη μέλη της ΕΚ εξέδωσαν, επίσης στη Χάγη, στις 13 Νοεμβρίου 1991, τη σύμβαση μεταξύ των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την εκτέλεση των αλλοδαπών ποινικών δικαστικών αποφάσεων. Πάντως, τα μέσα αυτά δεν επικυρώθηκαν ευρέως. Ένα τρίτο παράδειγμα, η σύμβαση της ΕΕ του 1998 σχετικά με τις αποφάσεις έκπτωσης από το δικαίωμα οδήγησης, που θεσπίστηκε στο πλαίσιο της συνθήκης του Μάαστριχτ, δεν έχει προς το παρόν επικυρωθεί από κανένα κράτος μέλος της ΕΕ. Η σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (Σένγκεν, 19 Ιουνίου 1990) προβλέπει, στον τίτλο ΙΙΙ, κεφάλαιο 3, κανόνες σχετικά με την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem (άρθρα 54 έως 58). Η συμφωνία συνεργασίας σχετικά με την αντιμετώπιση των οδικών παραβάσεων και την εκτέλεση των χρηματικών ποινών στο συγκεκριμένο τομέα [7] [8] θεσπίστηκε επίσης στο πλαίσιο της συμφωνίας Σένγκεν.

[7] Απόφαση της 28ης Απριλίου 1999 (SCH/Com-ex (99) 11 Rev 2).

[8] Στον τομέα του αστικού και εμπορικού δικαίου, για παράδειγμα, η Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις δημιουργεί ένα μηχανισμό ο οποίος, ενώ εφαρμόζει μια διαδικασία "exequatur" προκειμένου μια απόφαση να μπορεί να εκτελεστεί σε άλλο κράτος μέλος, προβλέπει εντούτοις ότι η ίδια η απόφαση δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επανεξέτασης επί της ουσίας (άρθρο 29) και αναγνωρίζεται αυτομάτως (άρθρο 26).

Προς το παρόν κανένα από τα υφιστάμενα μέσα δεν ισχύει μεταξύ όλων των κρατών μελών της ΕΕ. Επιπλέον, φαίνεται ότι το περιεχόμενό τους δεν επαρκεί για να θεμελιώσει πλήρες καθεστώς αμοιβαίας αναγνώρισης.

5. Γνώση των διαδικασιών που εκκρεμουν και των αποφάσεων που έχουν ληφθεί σε άλλα κράτη μέλη

Για να μπορεί κανείς να γνωρίζει μία απόφαση που έχει ληφθεί σε κάποιο άλλο κράτος μέλος, πρέπει πριν απ' όλα να γνωρίζει ότι αυτή η απόφαση υπάρχει και το περιεχόμενό της. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο κατηγορούμενος μπορεί να έχει υποχρεωθεί να ενημερώσει τις αρχές για την ύπαρξη μιας τέτοιας απόφασης, κυρίως όταν αυτή είναι προς το συμφέρον του όπως στις υποθέσεις που ισχύει η αρχή ne bis in idem. Όμως σε άλλες περιπτώσεις δεν πρέπει να αναμένεται τέτοιου είδους πληροφόρηση. Ακόμα και αν ο ενδιαφερόμενος ενημερώσει τις αρχές, αυτές πρέπει να επαληθεύουν την ακρίβεια αυτών των πληροφοριών. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, δεδομένου ότι πολλές αποφάσεις που προέρχονται από κάποιο άλλο κράτος μέλος δεν θα έχουν συνταχθεί στη γλώσσα εργασίας της ενδιαφερόμενης αρχής, θα είναι εξίσου απαραίτητο να εξασφαλιστεί η μετάφραση.

Δεν υπάρχει Ευρωπαϊκό Μητρώο των δικαστικών αποφάσεων που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς το σκοπό αυτό. [9] Θα ήταν πολύ χρήσιμο να δημιουργηθεί ένα Ευρωπαϊκό Μητρώο των ποινικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί αλλά εξίσου και των διαδικασιών που εκκρεμούν ενώπιον αρχών που θα αποφασίσουν επί της ουσίας. [10] Μπορεί να προβλεφθεί μία προσέγγιση σε δύο στάδια: το πρώτο στάδιο μπορεί να περιοριστεί στη δημιουργία κοινών ευρωπαϊκών πολύγλωσσων εντύπων τα οποία θα μπορούν να χρησιμοποιούνται για να ζητηθούν πληροφορίες σχετικά με τα υπάρχοντα ποινικά μητρώα. Χρησιμοποιώντας αυτά τα έντυπα, οι ασκούντες συναφή με τη δικαιοσύνη επαγγέλματα θα μπορούν να αποστέλλουν αίτηση παροχής πληροφοριών στις αρμόδιες αρχές (ει δυνατόν κεντρικές) όλων των άλλων κρατών μελών της ΕΕ προκειμένου να διαπιστώσουν το κατά πόσον κάποιο άτομο με το οποίο ασχολούνται διαθέτει ποινικό μητρώο.

[9] Στο πλαίσιο της εκπόνησης μιας κοινοτικής στρατηγικής πρόληψης και ελέγχου του οργανωμένου εγκλήματος ενόψει της νέας χιλιετίας (EE C 124 της 3ης Μαΐου 2000), προβλέφθηκε να συσταθεί η δημιουργία μιας ενιαίας βάσης δεδομένων όπου να περιλαμβάνονται τα πρόσωπα που διέπραξαν αξιόποινες πράξεις που συνδέονται με το οργανωμένο έγκλημα, λαμβάνοντας συγχρόνως πλήρως υπόψη τις απαιτήσεις που αφορούν την προστασία των δεδομένων. Αυτή η πρόταση προέκυψε μετά τις συστάσεις του σχεδίου δράσης για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 28 Απριλίου 1997 (ΕΕ C 251 της 15ης Αυγούστου 1997), το οποίο προέβλεπε τον αποκλεισμό από διαδικασίες πρόσκλησης υποβολής προσφορών και από τη χορήγηση επιδοτήσεων ή κρατικών αδειών (σύσταση αριθ. 7) ατόμων που έχουν διαπράξει τέτοια αδικήματα. Επίσης, η ανακοίνωση της Επιτροπής του 1997 για μια κοινοτική πολιτική για την καταπολέμηση της δωροδοκίας απαιτούσε την εφαρμογή ενός συστήματος ενιαίας μαύρης λίστας, με εφαρμογή τους τομείς όπου θα υπήρχε κίνδυνος κατάχρησης κοινοτικών πόρων. Πάντως, η ιδέα μιας βάσης δεδομένων προσέκρουσε σε έντονες επιφυλάξεις εκ μέρους ορισμένων κρατών μελών και η διατύπωση τροποποιήθηκε με μνεία σε "έναν αποτελεσματικό μηχανισμό που θα επιτρέπει την έγκαιρη επισήμανση" των εγκληματιών.

[10] Βλέπε επίσης σύσταση 49(ε) του προγράμματος δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής για την άριστη δυνατή εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης του Άμστερνταμ σχετικά με τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο "Δικαιοσύνη και Εσωτερικές Υποθέσεις" στη Βιέννη στις 3 Δεκεμβρίου 1998 (ΕΕ C 19 της 23ης Ιανουαρίου 1999).

Σε ένα δεύτερο στάδιο, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα πραγματικό κεντρικό Ευρωπαϊκό Ποινικό Μητρώο. Κατ' αυτόν τον τρόπο θα είναι όχι μόνο δυνατό να υπάρχει η δέουσα αντίδραση στην υποτροπή, αλλά οι εισαγγελικές αρχές θα μπορούν επίσης να επαληθεύουν ταχέως και εύκολα εάν έχουν ήδη κινηθεί διαδικασίες κατά συγκεκριμένου ατόμου. Εξάλλου, αυτό θα τους επιτρέψει όχι μόνο να αποφεύγουν την απαγγελία κατηγοριών που θα απορριφθούν δυνάμει της αρχής ne bis in idem, αλλά θα τους παρέχει εξίσου χρήσιμες πληροφορίες για τις έρευνες που αφορούν αδικήματα στα οποία ενδεχομένως έχει συμμετάσχει ο ενδιαφερόμενος. Ένα κεντρικό μητρώο θα συμβάλει επίσης σημαντικά στην εφαρμογή των αποφάσεων στέρησης δικαιωμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού μητρώου των ποινικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί και των διαδικασιών που εκκρεμούν προϋποθέτει την επίλυση ορισμένων πρακτικών και νομικών προβλημάτων μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται κυρίως το θέμα της ευθύνης για την καταχώριση και την ενημέρωση των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στα μητρώα. Θα πρέπει να κατοχυρωθεί η προστασία των δεδομένων, γεγονός που επιβάλλει τη θέσπιση διατάξεων για ζητήματα όπως η πρόσβαση στα δεδομένα, το δικαίωμα διόρθωσης των δεδομένων, κλπ. Επιπλέον πρέπει να διατεθούν κεφάλαια για να καλύψουν τα έξοδα λειτουργίας αυτού του συστήματος. Η πρόσβαση στο Ευρωπαϊκό Ποινικό Μητρώο θα πρέπει να παρέχεται ηλεκτρονικά για να αυξηθεί η ταχύτητα και η φιλικότητα προς τον χρήστη. Αυτό το κεντρικό μητρώο δεν θα συνεπαγόταν αναγκαστικά έναν κεντρικό υπολογιστή που θα περιελάμβανε όλα τα χρήσιμα δεδομένα αλλά θα μπορούσε να επαρκεί η δημιουργία συνδέσμων με τα εθνικά μητρώα. [11]

[11] Η πρωτοβουλία την οποία ξεκίνησε πρόσφατα η Γερμανία για τη δημιουργία μονάδας προορισμένης να διευκολύνει τον καλό συντονισμό των εθνικών εισαγγελικών αρχών και των διεξαγόμενων σε ποινικό πλαίσιο ερευνών (EUROJUST) προβλέπει ότι η μονάδα EUROJUST θα διαδραματίσει ρόλο όσον αφορά το Ευρωπαϊκό Ποινικό Μητρώο (σχέδιο άρθρου 6).

Οι εθνικοί νόμοι όσον αφορά τα ποινικά μητρώα μπορεί να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Για παράδειγμα, τα κράτη μέλη μπορούν να έχουν διαφορετικούς κανόνες όσον αφορά το είδος των καταδικαστικών αποφάσεων που αναφέρονται στα μητρώα, τη διάρκεια διατήρησης αυτών των δεδομένων, τα άτομα που έχουν πρόσβαση στο μητρώο, κλπ. Δεν φαίνεται απαραίτητη η πλήρης εναρμόνιση αυτών των κανόνων. Εντούτοις, μπορεί να χρειαστεί να οριστούν ορισμένες ελάχιστες προδιαγραφές, κυρίως όσον αφορά την επιλογή των δεδομένων που θα πρέπει να συμπεριληφθούν στο συγκεκριμένο σύστημα. Εξάλλου, θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι τα άτομα που ζητούν πληροφορίες από κάποιο άλλο κράτος μέλος έχουν τα ίδια δικαιώματα πρόσβασης με τα άτομα που βρίσκονται στο συγκεκριμένο κράτος μέλος. Θα πρέπει βεβαίως να εξασφαλιστεί επίσης η ηλεκτρονική συμβατότητα των εθνικών ποινικών μητρώων με το σύστημα του Ευρωπαϊκού Ποινικού Μητρώου.

6. Τα διάφορα θέματα αμοιβαίας αναγνώρισης

6.1. Εφαρμογή των αποφάσεων

Η αναγνώριση μιας απόφασης σημαίνει προπάντων τη θέση της απόφασης σε ισχύ, την εφαρμογή της.

Ορισμένα από τα ισχύοντα διεθνή νομικά μέσα προβλέπουν ότι αυτό γίνεται έμμεσα, μετατρέποντας την αλλοδαπή απόφαση σε εθνική απόφαση, η οποία με τη σειρά της μπορεί να είναι τυπική και να συμφωνεί πλήρως προς την αρχική ή να είναι απόφαση "εξομοίωσης" της αλλοδαπής απόφασης, ήτοι να πρόκειται για την απόφαση που θα είχαν λάβει οι αρχές εάν είχαν επιληφθεί της υπόθεσης εξαρχής. Τόσο η σύμβαση του 1991 για την εκτέλεση των αλλοδαπών ποινικών δικαστικών αποφάσεων όσο και η σύμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 1998 σχετικά με τις αποφάσεις έκπτωσης από το δικαίωμα οδήγησης προτείνουν διάφορες εναλλακτικές λύσεις.

Πάντως, είναι προφανές ότι τα συμπεράσματα του Τάμπερε αποδεικνύουν μια προτίμηση για την άμεση εφαρμογή της αρχής αυτής. Πράγματι, η παράγραφος 34 (αστικές υποθέσεις) τείνει στην κατάργηση των ενδιάμεσων διαδικασιών και η παράγραφος 35 (σχετικά με την έκδοση) ζητά την αντικατάσταση της έκδοσης με απλή μεταγωγή των προσώπων που διαφεύγουν της δικαιοσύνης αφού έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα. Μπορεί λοιπόν ευλόγως να υποτεθεί ότι στο μέτρο του δυνατού, ο γενικός στόχος της αμοιβαίας αναγνώρισης θα πρέπει να είναι η πλήρης και άμεση ισχύς οριστικής απόφασης σε ολόκληρη την Ένωση.

Από πρακτική άποψη, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της εκτέλεσης κυρώσεων που μπορεί να γίνεται σε άλλο κράτος μέλος βάσει μιας διμερούς αίτησης (όπως η φυλάκιση, οι χρηματικές ποινές ή οι εναλλακτικές κυρώσεις) και της στέρησης δικαιώματος (για λεπτομερή ανάλυση των θεμάτων που άπτονται της εκτέλεσης των διαφόρων ειδών κυρώσεων, βλέπε κεφάλαιο 9).

6.2. "Ne bis in idem"

Η αναγνώριση μιας απόφασης συνεπάγεται καταρχήν ότι η απόφαση αυτή πρέπει να ληφθεί υπόψη. Μία όψη της είναι η αρχή "ne bis in idem" [12], σύμφωνα με την οποία εφόσον κάποιος έχει αποτελέσει το αντικείμενο απόφασης με βάση ορισμένα πραγματικά περιστατικά και νομικούς κανόνες που πρέπει να εφαρμοστούν δεν θα μπορεί πλέον να αποτελεί το αντικείμενο μεταγενέστερων αποφάσεων για την ίδια υπόθεση.

[12] Η αρχή αυτή αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης το 1987 για την εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Συνεργασίας. Πάντως, η σύμβαση αυτή έχει επικυρωθεί μόνον από εννέα κράτη μέλη. Η σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1970 για τη διεθνή ισχύ των ποινικών αποφάσεων και του 1972 για τη διαβίβαση των ποινικών δικογραφιών περιλαμβάνει επίσης, στο τμήμα V, κανόνες "ne bis in idem". Υπάρχουν επίσης κοινοτικά μέσα που περιέχουν την αρχή "ne bis in idem" όπως η Σύμβαση του 1995 για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και η Σύμβαση του 1997 για την καταπολέμηση της δωροδοκίας. Η σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985, στον τίτλο III, κεφάλαιο 3, άρθρα 54 έως 58, περιέχει επίσης διατάξεις σχετικά με την αρχή "ne bis in idem", απαγορεύοντας την έκδοση καταδικαστικών αποφάσεων και την ίδια τη δίωξη όταν έχει ήδη εκδοθεί απόφαση.

Η ισχύουσα νομοθεσία στα κράτη μέλη φαίνεται να ευθυγραμμίζεται με μία από τις ακόλουθες δύο εκδοχές αυτής της αρχής: ενίοτε, όταν έχει ήδη υπάρξει προηγούμενη καταδικαστική απόφαση για την ίδια πράξη σε άλλη χώρα, η νέα απόφαση πρέπει να τη λαμβάνει υπόψη κατά τρόπο που να καταλήγει σε μείωση της δεύτερης καταδικαστικής απόφασης ("Anrechnungsprinzip" - αρχή του συνυπολογισμού). [13] Η "Erledigungsprinzip" (αρχή της περάτωσης της δίκης) απαγορεύει πλήρως την έκδοση δεύτερης απόφασης για την ίδια υπόθεση όσον αφορά το ίδιο άτομο.

[13] Για παράδειγμα, κάποιος που καταδικάστηκε για αδίκημα στη χώρα Α, του επεβλήθη ποινή φυλάκισης δύο ετών. Η χώρα Β έχει εξίσου δικαιοδοσία για το συγκεκριμένο αδίκημα και η ποινή που θα μπορούσε να επιβάλει θα ήταν φυλάκιση πέντε ετών. Αν η χώρα Β εφαρμόσει την αρχή του συνυπολογισμού, η πραγματική ποινή θα είναι πέντε μείον δύο, δηλαδή τριετής φυλάκιση.

Η πλήρης αμοιβαία αναγνώριση όπως προβλέπεται να επιτευχθεί μεταξύ κρατών μελών θα πρέπει να στηρίζεται στην αρχή σύμφωνα με την οποία μία απόφαση που έχει ληφθεί από οποιαδήποτε αρχή στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαχειρίζεται πλήρως το πρόβλημα και δεν χρειάζεται να ληφθεί περαιτέρω απόφαση, γεγονός που σημαίνει εφαρμογή της αρχής της περάτωσης της δίκης. Με άλλα λόγια, όταν κάποιος έχει καταδικαστεί ή αθωωθεί [14] για αδίκημα που έχει διαπραχθεί στο κράτος μέλος Α, δεν μπορεί να διωχθεί για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους, στο κράτος μέλος Β, ακόμα και αν το κράτος Β είναι αρμόδιο να κρίνει επί των πραγματικών περιστατικών (για παράδειγμα, επειδή το εν λόγω άτομο είναι υπήκοος του κράτους Β) και ακόμα και αν θα μπορούσε να έχει εκδοθεί διαφορετική απόφαση στο κράτος Β (για παράδειγμα, επειδή το εν λόγω αδίκημα μπορεί να τιμωρείται με βαρύτερη στερητική της ελευθερίας ποινή).

[14] Οι εθνικές νομοθεσίες ή ακόμα και τα διεθνή νομικά μέσα δεν προβλέπουν πάντα ότι το αποτέλεσμα της αρχής ne bis in idem ισχύει εξίσου για τις αθωωτικές αποφάσεις. Ενίοτε γίνεται διάκριση μεταξύ αθώωσης ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων για την πραγματική τέλεση της πράξης (σε αυτήν την περίπτωση η αρχή ne bis in idem γίνεται συνήθως δεκτή) και των περιπτώσεων κατά τις οποίες η πράξη δεν θεωρείται άδικη από το κράτος που εξέδωσε την απόφαση (σε αυτές τις περιπτώσεις η αρχή ne bis in idem συχνά δεν γίνεται δεκτή).

Παρά το γεγονός ότι η αρχή ne bis in idem μπορεί να φαίνεται απλή στη θεωρία, εγείρει πολλά προβλήματα κατά την εφαρμογή της. Αυτά τα ζητήματα επικεντρώνονται στον προσδιορισμό της έννοιας του "idem", "τα ίδια περιστατικά" ή "το ίδιο αδίκημα". Όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, θα πρέπει ενδεχομένως να συμπληρωθούν ή να αντικατασταθούν τα ισχύοντα νομικά μέσα με πράξη που να ρυθμίζει κατά τρόπο σαφέστερο την αρχή ne bis in idem.

Σε κάθε περίπτωση, πολλά συντελούν στο να πιστεύεται ότι οι δυσκολίες που συνδέονται με την αρχή ne bis in idem θα είναι λιγότερο συχνές όταν το Ευρωπαϊκό Μητρώο των υποθέσεων που εκκρεμούν και των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί στον ποινικό τομέα θα επιτρέψει τον καλύτερο συντονισμό των διώξεων μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Επιπλέον, ένα σύστημα διεθνούς δικαιοδοσίας στην κλίμακα της Ένωσης θα καθιστούσε πρακτικά περιττή την αρχή ne bis in idem στο εσωτερικό της Ένωσης, δεδομένου ότι για κάθε υπόθεση μόνον ένα κράτος μέλος θα ήταν αρμόδιο να αποφανθεί.

6.3. Άλλα αποτελέσματα για τις μελλοντικές αποφάσεις

Ένας άλλος τρόπος να ληφθεί υπόψη μια οριστική απόφαση είναι, όταν μεταγενέστερα ληφθεί νέα απόφαση σχετικά με νέο αδίκημα, το γεγονός ότι κάποιος έχει ήδη καταδικαστεί λαμβάνεται υπόψη έτσι ώστε να θεωρηθεί ότι το άτομο αυτό είναι υπότροπος και ότι πρέπει να καταδικαστεί αυστηρότερα λόγω αυτής της επιβαρυντικής περίστασης. Δεν υπάρχει σύμβαση που να αναφέρεται σε αυτήν την πλευρά και πιθανόν δεν είναι απαραίτητο να θεσπιστούν διεθνείς νομικοί κανόνες για το συγκεκριμένο ζήτημα, δεδομένου ότι τα εθνικά νομικά συστήματα μπορούν να αναθέσουν στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή να λάβει υπόψη όχι μόνο τις περιστάσεις της υπόθεσης αλλά εξίσου το παρελθόν του προσώπου κατά του οποίου ασκείται δίωξη. Εντούτοις φαίνεται αναγκαίο να εξασφαλιστεί ότι οι αρχές θα αποκτήσουν γνώση της ύπαρξης προηγούμενων καταδικαστικών αποφάσεων. Δεν πρέπει να αναμένεται ότι ο ίδιος ο δράστης θα επιστήσει την προσοχή τους σε προηγούμενες καταδικαστικές αποφάσεις (βλ. κεφάλαιο 5).

Ο "συνυπολογισμός" δεν πρέπει να λειτουργεί μόνον εις βάρος του δράστη κάποιου αδικήματος: πολλές εθνικές ποινικές νομοθεσίες προβλέπουν μηχανισμούς που κατοχυρώνουν ότι οι κυρώσεις που επιβάλλονται στους υπότροπους δεν υπολογίζονται απολύτως σωρευτικά. Για παράδειγμα, ένας επαγγελματίας κλέφτης αυτοκινήτων ο οποίος συλλαμβάνεται αφού έχει κλέψει 15 αυτοκίνητα σε κάποιο κράτος μέλος και αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να του επιβληθεί η ποινή τριών ετών φυλάκισης για κάθε κλοπή, δεν θα καταδικαστεί σε ποινή 45 ετών. Φαίνεται ότι η νομοθεσία σχεδόν όλων των κρατών μελών προσφέρει μηχανισμούς που επιτρέπουν την επιβολή βαρύτερης ποινής από αυτήν που επιβάλλεται σε κάποιον που έχει διαπράξει μία μόνη αξιόποινη πράξη, αποφεύγοντας ταυτόχρονα την αυστηρή σώρευση.

Μπορούμε να φανταστούμε ότι κάποιος έχει διαπράξει τον ίδιο αριθμό αδικημάτων όχι σε ένα μόνο κράτος μέλος αλλά στα 15 διαφορετικά κράτη μέλη. Όλα αυτά τα κράτη μέλη θα μπορούσαν ταυτοχρόνως αλλά κατά τρόπο ανεξάρτητο να ασκήσουν τις "δικές τους" διώξεις και να επιβάλουν το κάθε ένα ποινή τριών ετών. Ακόμα και υπό το ισχύον σύστημα αυτό θα οδηγούσε στην ακόλουθη κατάσταση. Μόλις ο εγκληματίας εκτίσει την ποινή του στο κράτος μέλος που φυλακίστηκε κατά πρώτον, θα μπορεί να εκδοθεί σε κάποιο άλλο κράτος μέλος για να εκτίσει εκεί την ποινή που έχει αποφασιστεί. Μετά από αυτό θα μεταφερθεί στη συνέχεια σε κάποιο άλλο κράτος μέλος, κ.ο.κ. Μόνον η ευελιξία των υφιστάμενων μέσων έκδοσης θα επέτρεπε να αποφευχθεί η παράταση της φυλάκισης μέχρι το τέλος των 45 ετών. Εντούτοις, υπό ένα σύστημα αμοιβαίας αναγνώρισης, όλες αυτές οι ποινές θα έπρεπε να αναγνωρίζονται σε όλα τα άλλα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένου του κράτους που προέβη πρώτο στη φυλάκιση. Η συνολική ποινή την οποία θα όφειλε να εκτελέσει αυτό το κράτος μέλος σε σχέση με αυτόν τον κλέφτη αυτοκινήτων θα ανερχόταν τοιουτοτρόπως σε 45 έτη.

Φαίνεται συνεπώς απαραίτητο να προβλεφθεί ένας μηχανισμός που θα επιτρέψει να αποφευχθούν τέτοιου είδους αποτελέσματα που θεωρούνται ασυμβίβαστα με ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Μία πιθανή δυνατότητα είναι ο συντονισμός των διώξεων κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν που ισχύει σε εθνικό επίπεδο. Μόλις κάποιο κράτος μέλος ασκήσει δίωξη, αυτό το στοιχείο θα καταγράφεται στο Ευρωπαϊκό Ποινικό Μητρώο. Κατ' αυτόν τον τρόπο όλα τα άλλα κράτη μέλη θα ενημερώνονται για το συγκεκριμένο γεγονός. Θα μπορούν στη συνέχεια να μεταβιβάζουν δικαιοδοσία σε κάποιο κράτος μέλος όσον αφορά το "δικό τους" μέρος της υπόθεσης. Το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν πρέπει αναγκαστικά να είναι το κράτος που άσκησε πρώτο δίωξη. Για να μπορούν τα κράτη μέλη να δράσουν κατ' αυτόν τον τρόπο, οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας θα πρέπει να προβλέπουν τη δυνατότητα να πραγματοποιηθεί μία τέτοια μεταβίβαση. Η απόφαση του δικαστηρίου του κράτους μέλους που καθίσταται κατ' αυτόν τον τρόπο το μόνο αρμόδιο θα μπορεί να αφορά το σύνολο της υπόθεσης. Αυτό το δικαστήριο θα μπορεί εξίσου να εφαρμόσει μηχανισμούς με τους οποίους να αποφεύγεται η αυστηρή σώρευση των ποινών.

7. Η έκταση εφαρμογησ τησ αμοιβαίας αναγνώρισης σε σχέση με το δράση του αδικήματοσ

Οι κανόνες ποινικού δικαίου που αφορούν τη μεταχείριση των ανηλίκων και των πνευματικά μειονεκτούντων ατόμων διαφέρουν κατά πολύ μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών. Δεδομένης αυτής της κατάστασης θα είναι πολύ δύσκολο να αναγνωριστούν οι αποφάσεις που αφορούν αυτά τα άτομα και μπορεί να προβλεφθεί ο αποκλεισμός αυτών των αποφάσεων από το πεδίο εφαρμογής της αμοιβαίας αναγνώρισης, τουλάχιστον προς το παρόν.

Όσον αφορά το ζήτημα του ποιος πρέπει να θεωρηθεί ανήλικος, φαίνεται αδιανόητο ότι τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να δεχτούν μια απλή λύση που να συνίσταται στο να καθοριστούν, για παράδειγμα, ως ανήλικοι όλα τα άτομα ηλικίας μικρότερης των 18 ετών. Φαίνεται πιο εύλογο να προβλεφθεί μεγαλύτερη ευελιξία, αναγνωρίζοντας για παράδειγμα στα κράτη μέλη το δικαίωμα να μην αναγνωρίζουν τις αποφάσεις που αφορούν ανηλίκους αναθέτοντας στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τη φροντίδα να προσδιορίσει την έννοια του ανηλίκου. Θα πρέπει εντούτοις να οριστεί μία ανώτατη ηλικία.

8. Το πεδίο εφαρμογής της αμοιβαιας αναγνώρισης σε συνάρτηση με το αδίκημα

Η αναγνώριση οριστικών αποφάσεων που λαμβάνονται στους τομείς του ποινικού δικαίου που έχει πραγματοποιηθεί εναρμόνιση ή προσέγγιση, όπως η δωροδοκία, η εμπορία ανθρωπίνων όντων ή η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, δεν πρόκειται να δημιουργήσει κανένα πρόβλημα. Ακόμα και πέραν αυτών των τομέων, δεν υπάρχει, εκ των προτέρων, κανένας λόγος να μην εφαρμοστεί η αμοιβαία αναγνώριση. Τα συμπεράσματα του Τάμπερε δεν αποκλείουν ότι μπορεί να θεωρηθούν αναγκαίες κοινές ελάχιστες προδιαγραφές αλλά μόνο για ορισμένα θέματα δικονομικού δικαίου και όχι ουσιαστικού δικαίου. [15] Η παρατηρούμενη τάση έγκειται στη βελτίωση της δικαστικής συνεργασίας υπό τη μορφή αλληλοβοήθειας ή διαδικασιών έκδοσης κατά οριζόντιο τρόπο. Όταν τα τομεακά μέσα προέβλεψαν μηχανισμούς που διευκολύνουν τη συνεργασία, αυτό έγινε αντιληπτό σαν προπομπός μιας πιο συνολικής προσέγγισης.

[15] Συμπέρασμα της Προεδρίας αριθ. 37.

Τα ισχύοντα διεθνή μέσα για την αναγνώριση των αλλοδαπών αποφάσεων προβλέπουν συχνά ότι όταν δεν υπάρχει διπλό αξιόποινο, η αναγνώριση μπορεί να απορριφθεί. [16] Εάν επελέγετο αυτή η αξίωση για την αμοιβαία αναγνώριση, κάθε διαδικασία επικύρωσης θα έπρεπε να επαληθεύει το κατά πόσον καλύπτεται αυτή η προϋπόθεση. Αυτό όχι μόνο θα συνεπαγόταν ένα συμπληρωματικό στάδιο για κάθε επικύρωση αλλά θα παρέτεινε σημαντικά τις διαδικασίες επικύρωσης σε ορισμένες υποθέσεις. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να είναι απαραίτητη η αναπαράσταση του αδικήματος που διέπραξε ο δράστης. Ορισμένα πραγματικά στοιχεία ενδεχομένως δεν θα ήταν σημαντικά σύμφωνα με το ποινικό δίκαιο του κράτους μέλους το οποίο εξέδωσε την απόφαση και δεν θα είχαν ως εκ τούτου αποτελέσει το αντικείμενο ανακρίσεων. Σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, αυτά τα ίδια στοιχεία θα μπορούσαν να διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο. Υπό τέτοιες συνθήκες, θα μπορούσε να κριθεί απαραίτητο να πραγματοποιηθούν έλεγχοι, που θα αντιστοιχούσαν σχεδόν με την εκ νέου εξέταση του φακέλου, εξέταση νέων αποδεικτικών στοιχείων, κλπ. Ένας από τους τρόπους υπέρβασης αυτής της δυσκολίας θα μπορούσε να ήταν ο αποκλεισμός από το πεδίο εφαρμογής της αμοιβαίας αναγνώρισης των συμπεριφορών που θεωρούνται αξιόποινες σε ορισμένα κράτη μέλη ενώ σε άλλα όχι. Τα παραδείγματα αυτού του είδους είναι ενδεχομένως περιορισμένα και αφορούν ιδιαίτερα ευαίσθητους τομείς (όπως έκτρωση, ευθανασία, αδικήματα τύπου, αδικήματα που έχουν σχέση με ήπια ναρκωτικά). Εντούτοις, αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε εξίσου να προσκρούσει σε σημαντικές δυσκολίες όταν πρέπει να αποφασιστεί αν κάποια περίπτωση υπάγεται στην εξαίρεση ή όχι.

[16] Βλέπε άρθρο 5 β) της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1991 μεταξύ των κρατών μελών της ΕΚ για την εκτέλεση των αλλοδαπών ποινικών δικαστικών αποφάσεων και το άρθρο 4 (1) της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1970 για τη διεθνή ισχύ των ποινικών αποφάσεων (ETS 70).

Αν από την άλλη πλευρά εγκαταλειπόταν αυτή η αξίωση του διπλού αξιόποινου και κανένας κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας δεν όριζε σε κάθε περίπτωση ποιο είναι το αποκλειστικά αρμόδιο κράτος μέλος, θα μπορούσε να προκύψει μία από τις δύο ακόλουθες καταστάσεις: κάποιο κράτος μέλος θα μπορούσε να επιβάλλει ποινή για συμπεριφορά η οποία δεν συνιστά αδίκημα σε άλλο κράτος μέλος. Αυτό το τελευταίο θα ήταν ως εκ τούτου υποχρεωμένο να αναγνωρίσει την απόφαση του πρώτου κράτους μέλους και θα έπρεπε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να προβεί στην εκτέλεση απόφασης η οποία επιβάλλει ποινή για πράξη η οποία δεν συνιστά αδίκημα σύμφωνα με τη δική του νομοθεσία. Θα μπορούσε επίσης να προκύψει καταρχήν και η αντίστροφη περίπτωση, δηλαδή κάποιο κράτος μέλος που θεωρεί μια συγκεκριμένη πράξη αδίκημα θα έπρεπε να αναγνωρίσει απαλλακτική απόφαση άλλου κράτους μέλους στο οποίο τέτοιες πράξεις είναι νόμιμες. [17]

[17] Αυτό θα μπορούσε να έχει συνέπειες δύσκολα αποδεκτές για ορισμένους. Για παράδειγμα, στο κράτος μέλος Α, η ευθανασία αποτελεί ποινικό αδίκημα, ενώ στο κράτος μέλος Β είναι νόμιμη εφόσον το άτομο που επιθυμεί να πεθάνει παρέχει τη γραπτή συναίνεσή του. Τα δύο κράτη μέλη είναι αρμόδια στη συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με τους εθνικούς μη συντονισμένους κανόνες τους. Κάποιο άτομο που έχει προβεί σε ευθανασία υπό το πρόσχημα της γραπτής συναίνεσης και επιθυμεί να του χορηγηθεί δικαστική ασυλία για τη συγκεκριμένη πράξη στο κράτος μέλος Α θα μπορούσε να διωχθεί στο κράτος μέλος Β, χωρίς να αποκαλύψει το γεγονός ότι είχε υπάρξει γραπτή συναίνεση. Μετά την έναρξη της δίκης, αυτό το άτομο θα παρουσίαζε τη γραπτή συναίνεση και θα ήταν σίγουρο για την απαλλαγή του, η οποία θα έπρεπε τότε να αναγνωριστεί από το κράτος μέλος Α.

Φαίνεται συνεπώς, από την ανάλυση του ζητήματος σχετικά με ποια αδικήματα πρέπει να καλύπτονται από την αμοιβαία αναγνώριση, ότι υπάρχουν επίσης ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της δημιουργίας ενός δικαιοδοτικού συστήματος που να καλύπτει όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση (βλέπε κάτωθι σημείο 13).

Ένα άλλο θέμα είναι το κατά πόσον η αμοιβαία αναγνώριση θα πρέπει να επιφυλάσσεται στις πιο σοβαρές μορφές εγκληματικότητας. Ο ορισμός του σοβαρού αδικήματος δεν είναι εντούτοις εντελώς ομοιογενής στα διάφορα νομικά μέσα. [18] Έχοντας υπόψη το διπλό στόχο της αμοιβαίας αναγνώρισης, δεν υπάρχει παρά ταύτα λόγος να περιοριστεί η εφαρμογή αυτής της αρχής στα σοβαρά αδικήματα (τουλάχιστον όσον αφορά την αναγνώριση οριστικών αποφάσεων). Αντιθέτως, τα άτομα που κρίνονται ένοχοι αδικημάτων που δεν θεωρούνται σοβαρά θα πρέπει βεβαίως να είναι επιλέξιμα για την εφαρμογή αυτής της αρχής στο κράτος μέλος καταγωγής τους, όπως οι δράστες πιο "σοβαρών" αδικημάτων. Αυτό θα μπορούσε σαφώς να αυξήσει τις ευκαιρίες τους για κοινωνική επανένταξη. Εξάλλου, δεν υπάρχει εμφανής λόγος να μην λαμβάνονται υπόψη αποφάσεις που αφορούν λιγότερο σοβαρές μορφές εγκληματικότητας όταν λαμβάνεται άλλη απόφαση, ανεξάρτητα από το αν γίνεται για λόγους αύξησης της ποινής, για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem, ή για άλλους λόγους.

[18] Συγκρίνετε το άρθρο 2 της Σύμβασης της ΕΕ του 1996 για την έκδοση και το άρθρο 1 β) της κοινής δράσης του 1998 για το ξέπλυμα χρημάτων και το άρθρο 2.1 της Σύμβασης του 1995 για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

9. Τα διάφορα είδη κυρώσεων

Η απάντηση στο ερώτημα του κατά πόσον η αμοιβαία αναγνώριση πρέπει να εφαρμόζεται ανεξάρτητα από την επιβαλλόμενη κύρωση είναι η πιο δύσκολη. Αποτελεί εντούτοις ένα από τα ουσιαστικά προβλήματα. [19]

[19] Η Σύμβαση της Χάγης του 1970 για τη διεθνή ισχύ των ποινικών αποφάσεων καλύπτει την ποινή κατά της ελευθερίας, τις χρηματικές ποινές ή την κατάσχεση και την αφαίρεση δικαιώματος (άρθρο 2), αλλά το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση της απόφασης για την αφαίρεση δικαιώματος. Η Σύμβαση του 1991 για την εκτέλεση αλλοδαπών ποινικών δικαστικών αποφάσεων καλύπτει μόνο τις ποινές κατά της ελευθερίας ή τις χρηματικές ποινές. Η Σύμβαση του 1998 σχετικά με τις αποφάσεις έκπτωσης από το δικαίωμα οδήγησης δεν καλύπτει, εξ ορισμού, παρά μόνο την τρίτη κατηγορία.

9.1. Ποινές φυλάκισης

Στο συγκεκριμένο τομέα πρέπει να συμβιβαστούν δύο είδη συμφερόντων: το συμφέρον του κράτους μέλους το οποίο εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση να επιτύχει την εκτέλεσή της και το συμφέρον του καταδικασθέντος να διαθέτει πραγματική ευκαιρία επανένταξης στην κοινωνία. [20]

[20] Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τόσο η Σύμβαση της Χάγης του 1970 για τη διεθνή ισχύ των ποινικών αποφάσεων όσο και η Σύμβαση του 1991 για την εκτέλεση των αλλοδαπών ποινικών δικαστικών αποφάσεων περιορίζουν τη δυνατότητα εκτέλεσης ποινής σε άλλη χώρα σε περίπτωση που το συγκεκριμένο άτομο είναι υπήκοος, διαμένει ή εκτίει ήδη ποινή σε αυτήν τη χώρα. Η Σύμβαση του 1991 για την εκτέλεση των αλλοδαπών ποινικών δικαστικών αποφάσεων επιτρέπει εξάλλου στο κράτος μέλος διαμονής ή υπηκοότητας να ζητήσει τη μεταβίβαση της εκτέλεσης. Είναι αξιοσημείωτο ότι καμία από αυτές τις δύο πράξεις δεν προβλέπει ότι ακούεται η γνώμη του συγκεκριμένου ατόμου σχετικά με το που θα εκτίσει την ποινή του.

Αυτός ο τελευταίος συλλογισμός επιτρέπει να συναχθεί ότι οι ποινές φυλάκισης θα πρέπει, κατά γενικό κανόνα, να εκτελούνται το εγγύτερο δυνατό στο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο θα πρέπει να επανενταχθεί ο δράστης του αδικήματος. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, αυτό θα είναι το κράτος μέλος στο οποίο διαμένει.

Όταν απόφαση εκδιδόμενη σε κάποιο κράτος μέλος εκτελείται σε άλλο κράτος μέλος τίθεται ζήτημα σχετικά με το ποιο είναι το κράτος μέλος που είναι αρμόδιο να λαμβάνει αποφάσεις που αφορούν την εκτέλεση, όπως η πρόωρη αποφυλάκιση. [21] Η αμοιβαία εμπιστοσύνη θα πρέπει να εφαρμόζεται και προς τις δύο κατευθύνσεις: ενώ το κράτος μέλος που εκτελεί την καταδικαστική απόφαση εμπιστεύεται την απόφαση του κράτους μέλους που την εξέδωσε, αυτό το τελευταίο πρέπει να δείχνει εμπιστοσύνη για τον τρόπο με τον οποίο το άλλο κράτος μέλος εκτελεί την απόφαση. Κατ' αυτόν τον τρόπο, φαίνεται ότι οι αποφάσεις που αφορούν την εκτέλεση, οι οποίες στηρίζονται στη συμπεριφορά του κρατουμένου, πρέπει να υπάγονται στην αρμοδιότητα του κράτους μέλους που εκτελεί την απόφαση. Πρακτικοί λόγοι συνηγορούν επίσης υπέρ αυτής της λύσης. Πράγματι, είναι οι αρχές του κράτους μέλους που εκτελεί την απόφαση οι οποίες βρίσκονται σε άμεση επαφή με τον κρατούμενο και οι καλύτερα τοποθετημένες για να κρίνουν τη συμπεριφορά του. Δεν πρέπει να αποκλείεται η δυνατότητα να ζητείται η γνώμη των αρχών του κράτους μέλους που έλαβε την απόφαση ή τουλάχιστον να επιδιώκεται η ενημέρωσή τους πριν από τη λήψη κάποιου μέτρου. Μια άλλη δυνατότητα θα ήταν το κράτος μέλος που λαμβάνει την απόφαση να επιβάλει περιορισμούς ή προϋποθέσεις κατά τη στιγμή της μεταβίβασης (για παράδειγμα για να προστατεύσει ή να ενημερώσει το θύμα).

[21] Η Σύμβαση του 1991 για την εκτέλεση των αλλοδαπών ποινικών δικαστικών αποφάσεων δεν διαφέρει θεμελιωδώς από τη Σύμβαση της Χάγης του 1970 για τη διεθνή ισχύ των ποινικών αποφάσεων όσον αφορά την αρμοδιότητα εκτέλεσης μετά τη μεταβίβαση. Αξίζει να σημειωθεί κυρίως ότι και οι δύο Συμβάσεις εξουσιοδοτούν το κράτος στο οποίο εκτίεται η ποινή να αποφασίζει για τις διαδικασίες και άλλα μέτρα. Μόνο η Σύμβαση της Χάγης εντούτοις συμπεριλαμβάνει ρητά την υπό όρους αποφυλάκιση μεταξύ αυτών των μέτρων.

Η χάρη, η αμνηστία ή άλλα μέτρα που δεν συνδέονται με τη συμπεριφορά του καταδικασθέντος ατόμου κατά τη διάρκεια της κράτησής του πρέπει να συνεχίζουν να υπάγονται στην αρμοδιότητα του κράτους μέλους το οποίο εξέδωσε την απόφαση.

Ένα άλλο ζήτημα που μπορεί να τεθεί είναι αυτό του κόστους της κράτησης, [22] το οποίο μπορεί να είναι σημαντικό. Στο προκείμενο θα μπορούσε να βασιστεί κανείς στην αρχή ότι οποιοσδήποτε ενδιαφέρεται για τη λήψη συγκεκριμένου μέτρου είναι αυτός που πρέπει να φέρει το οικονομικό βάρος. Όταν κάποιο κράτος μέλος λαμβάνει απόφαση φυλάκισης, δρα σύμφωνα με την πολιτική που ακολουθεί στον ποινικό τομέα. Μπορεί συνεπώς να συναχθεί μετά βεβαιότητας ότι αυτό το μέτρο είναι προς το συμφέρον αυτού του κράτους μέλους. Αναμφίβολα μπορεί να είναι προς το συμφέρον άλλων κρατών μελών ή και της κοινωνίας στο σύνολό της η φυλάκιση ορισμένων εγκληματιών για ορισμένη περίοδο, κυρίως από την άποψη της πρόληψης, αλλά φαίνεται δύσκολο να καταλογιστεί η δαπάνη φυλάκισης στο σύνολο της κοινωνίας. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο βασικός κανόνας θα μπορούσε να είναι ότι το κράτος μέλος που εκδίδει την απόφαση βαρύνεται με το κόστος της φυλάκισης.

[22] Το ζήτημα των εξόδων που απορρέουν από την κράτηση κάποιου ατόμου δεν επιλύεται στις υφιστάμενες συμβάσεις και το οικονομικό βάρος δεν αποτελεί λόγο άρνησης εκτέλεσης της απόφασης που εκδόθηκε στο άλλο κράτος.

Εντούτοις, το ισχύον σύστημα φαίνεται να στηρίζεται στην αρχή σύμφωνα με την οποία όταν κάποιο κράτος δέχεται να εκτελέσει απόφαση φυλάκισης για κάποιο άλλο κράτος, δεν ζητεί την επιστροφή των δαπανών που προκύπτουν. Η διατήρηση αυτού του συστήματος φαίνεται λιγότερο πολύπλοκη στην πρακτική, δεδομένου ότι αποφεύγονται διοικητικές διαδικασίες για την πραγματοποίηση και την είσπραξη των πληρωμών.

9.2. Χρηματικές ποινές

Κατά γενικό τρόπο, η αμοιβαία αναγνώριση των οριστικών αποφάσεων που επιβάλλουν πρόστιμο πρέπει να ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις ανεξαρτήτως από το αν το πρόστιμο είναι υψηλό ή σχετικά ασήμαντο.

Ένα απλό και ταχύ σύστημα αμοιβαίας αναγνώρισης παρουσιάζει προτερήματα ακριβώς σε αυτή την τελευταία περίπτωση, όταν τιμωρούνται ασήμαντες παραβάσεις όπως οι μικρές παραβάσεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Η διεθνής εκτέλεση μέσω σύμβασης θα συνεπαγόταν έξοδα που θα ήταν συχνά ανώτερα από το επιβαλλόμενο πρόστιμο. Εντούτοις, θα εξέπεμπε λάθος μήνυμα η μη εκτέλεση ασήμαντων προστίμων σε άλλα κράτη μέλη. Πράγματι, αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι εφόσον κανείς επιτύχει να διαβεί τα σύνορα, πρόστιμα που επιβάλλονται για αδικήματα που έχουν διαπραχθεί στο εξωτερικό δεν θα εκτελεστούν, γεγονός που έρχεται σε αντίφαση με την ιδέα ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι θα ήταν δύσκολο να γίνει δεκτό από κάποιον πολίτη, ο οποίος διέπραξε παράβαση μικρής σημασίας, ότι ακριβώς επειδή το αδίκημα διαπράχθηκε σε κάποιο άλλο κράτος μέλος οφείλει να πληρώσει διαδικαστικές δαπάνες που υπερβαίνουν κατά πολύ το ίδιο το πρόστιμο. Ένα σύστημα είσπραξης των προστίμων στηριζόμενο στην αμοιβαία αναγνώριση θα μπορούσε να απλοποιήσει τα πράγματα και ως εκ τούτου θα συνεπαγόταν μικρά διαδικαστικά έξοδα.

Προκύπτουν τρία βασικά θέματα. Πρώτον, το επιβαλλόμενο πρόστιμο υπερβαίνει ενίοτε το ανώτατο όριο που ορίζεται στο κράτος μέλος εκτέλεσης για το ίδιο αδίκημα. Αυτό αφορά τη θεμελιώδη επιλογή μεταξύ της άμεσης και πλήρους εκτέλεσης και της μετατροπής σε νέα απόφαση στο κράτος μέλος εκτέλεσης. Στις περισσότερες των περιπτώσεων πρέπει να αποφασιστεί αν η ισότητα μεταχείρισης [23] μεταξύ των ατόμων που έχουν διαπράξει αξιόποινες πράξεις στο ίδιο κράτος μέλος υπερισχύει της ισότητας μεταχείρισης μεταξύ των δραστών αξιόποινων πράξεων που έχουν την ίδια υπηκοότητα ή διαμένουν στο ίδιο κράτος μέλος.

[23] Χρησιμοποιώντας την έκφραση "ισότητα μεταχείρισης" στο συγκεκριμένο πλαίσιο, δεν σημαίνει ότι αποκλείεται η δυνατότητα εξατομίκευσης της απόφασης, για παράδειγμα, σε συνάρτηση με τα οικονομικά μέσα του δράστη του αδικήματος, τις υποχρεώσεις του έναντι τρίτων, όπως υποχρεώσεις διατροφής κλπ.

Δεύτερον, προκύπτει δυσκολία που συνδέεται με την πιθανή διαφορά του χαρακτήρα των αποφάσεων που επιβάλλουν πρόστιμο. Μπορεί μερικές φορές να αποδεικνύεται απαραίτητο να κινηθεί διοικητική ή αστική διαδικασία για να εισπραχθεί το οφειλόμενο ποσό. Η Σύμβαση του 1991 για την εκτέλεση των αλλοδαπών ποινικών δικαστικών αποφάσεων προσπαθεί να επιλύσει αυτό το ζήτημα όταν το πρόστιμο επιβάλλεται σε νομικό πρόσωπο παρέχοντας στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκτέλεσης τη δυνατότητα να δηλώσει τη βούλησή του να εισπράξει το οφειλόμενο ποσό σύμφωνα με τις διατάξεις του δικού του κώδικα πολιτικής δικονομίας που διέπουν την εκτέλεση (άρθρο 9, παράγραφος 2).

Τρίτον, πρέπει επίσης να δοθεί απάντηση στο ερώτημα του τρόπου με τον οποίο τα εισπραττόμενα πρόστιμα κατανέμονται μεταξύ των δύο ενδιαφερομένων κρατών. Υπάρχουν τρεις δυνατότητες: είτε το κράτος μέλος που εκτελεί την απόφαση διατηρεί τα εισπραχθέντα ποσά, είτε τα διαβιβάζει στο κράτος μέλος που έλαβε την απόφαση, είτε τα δύο κράτη μέλη προβαίνουν σε κατανομή. Η πρώτη δυνατότητα συνεπάγεται τα λιγότερα διοικητικά διαβήματα, η δεύτερη σαφώς περισσότερα και η τρίτη θα ήταν πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί στην πράξη. Ένα επιχείρημα υπέρ της δεύτερης δυνατότητας θα μπορούσε να είναι ότι η αρχική απόφαση προβλέπει, στις περισσότερες περιπτώσεις, ότι τα ποσά πρέπει να καταβάλλονται στο κράτος του οποίου οι αρχές έχουν εκδώσει τις αποφάσεις. Αν αναγνωριστεί και αυτή η όψη της απόφασης, τότε τα ποσά πρέπει να καταβληθούν στο κράτος μέλος που έλαβε την απόφαση. Ανεξάρτητα από τη λύση που θα επιλεγεί, θα χρειαστούν ενδεχομένως μηχανισμοί για να αποζημιωθεί το κράτος μέλος εκτέλεσης για τα έξοδα συγκέντρωσης του προστίμου και μία πιθανή λύση θα μπορούσε να είναι ότι το κράτος μέλος εκτέλεσης μπορεί να καταλογίζει αυτά τα έξοδα στον ενδιαφερόμενο, όπως συμβαίνει όταν κάποιο πρόστιμο εισπράττεται στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας.

9.3. Κατάσχεση

Όσον αφορά την κατάσχεση, οι αρχές που ορίζονται για την αναγνώριση και την εκτέλεση των χρηματικών ποινών θα έπρεπε να εφαρμοστούν τουλάχιστον όσον αφορά την κατάσχεση χρημάτων, είτε σε μετρητά είτε σε τραπεζικούς λογαριασμούς. Όσον αφορά την κατάσχεση άλλων περιουσιακών στοιχείων, οι αρχές θα πρέπει ενδεχομένως να προσαρμοστούν, παρά το γεγονός ότι κανείς θα μπορεί να συνεχίζει να ακολουθεί τις βασικές κατευθυντήριες.

Ένα θέμα που μπορεί να χρειαστεί ιδιαίτερη προσοχή όσον αφορά την κατάσχεση είναι η προστασία των δικαιωμάτων θυμάτων αξιόποινων πράξεων και καλόπιστων τρίτων.

9.4. Εναλλακτικές κυρώσεις

Ορισμένα νομικά συστήματα έχουν επεξεργαστεί κυρώσεις διαφορετικές των "κλασικών" όπως η επιβολή εργασιών προς το κοινό συμφέρον.

Μπορούν να προκύψουν δύο είδη δυσκολιών: η πρώτη δυσκολία συνδέεται με το γεγονός ότι οι εναλλακτικές κυρώσεις χαρακτηρίζονται συχνά από ένα στοιχείο αποκατάστασης. Για παράδειγμα, ο δράστης του αδικήματος είναι υποχρεωμένος να ενεργήσει προς το συμφέρον της κοινότητας ως συνόλου ή προς το συμφέρον του θύματος/των θυμάτων του αδικήματος. Σε σχέση με το θέμα αυτό, είναι απαραίτητο να σταθμιστεί το δυνάμει όφελος για την κοινότητα ή το θύμα του αδικήματος με το όφελος που αντιπροσωπεύει η δυνατότητα, για το δράστη του αδικήματος, να παρέχει αυτή την υπηρεσία στο κράτος μέλος στο οποίο είναι κοινωνικά ενταγμένος. Η εκτέλεση υπηρεσίας κοινού συμφέροντος για κάποιο άλλο κράτος μέλος δεν θα είχε καμία χρησιμότητα για την κοινότητα της οποίας οι αξίες έχουν θιγεί από το αδίκημα. Εξάλλου, η υποχρέωση εκτέλεσης εργασίας κοινού συμφέροντος μακριά από την κατοικία κάποιου θα επιδείνωνε την αυστηρότητα της ποινής.

Δεύτερον, ορισμένα κράτη μέλη έχουν αναπτύξει εναλλακτικά μέτρα σε μικρότερο βαθμό από άλλα και μπορεί ενδεχομένως να μην διαθέτουν την κατάλληλη κοινωνική πλαισίωση και τα κατάλληλα όργανα ελέγχου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η μεταφορά της εκτέλεσης του μέτρου μπορεί να μην έχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα διαπαιδαγώγησης. Δεδομένης αυτής της ενδεχόμενης δυσκολίας, μπορεί να είναι προτιμότερο να γίνει συγκριτική ανάλυση προκειμένου να τεθεί ενδεχομένως σε εφαρμογή αργότερα ένας μηχανισμός συνεργασίας, που θα διευκόλυνε τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών μελών.

Ως εκ τούτου, παρά το γεγονός ότι η αμοιβαία αναγνώριση των εναλλακτικών κυρώσεων πρέπει καταρχήν να ακολουθεί τις ίδιες κατευθυντήριες με εκείνες που ισχύουν για τις ποινές φυλάκισης ή τις χρηματικές ποινές, λόγω του μεγάλου αριθμού των διαδικασιών και των μέτρων που μπορούν να εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία, φαίνεται νόμιμο να αφεθεί μεγαλύτερο περιθώριο ελιγμών στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Κάθε ένα από αυτά θα μπορούσε να ζητήσει τη μεταφορά, αλλά το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν θα είναι υποχρεωμένο να δεχτεί το αίτημα.

9.5. Στέρηση δικαιώματος

Αν κάποιο άτομο που έχει αποτελέσει το αντικείμενο απόφασης προβλεπόμενης στο σημείο 3.2 και δεν μπορεί κατά συνέπεια να ασκήσει λειτούργημα ή επάγγελμα, έχει αποκλειστεί από τη συμμετοχή σε δημόσιες συμβάσεις, δεν μπορεί να ασκήσει δραστηριότητες που συνεπάγονται επαφές με παιδιά ή έχει στερηθεί άλλο δικαίωμα, διαβεί απλά τα σύνορα και ασκήσει αυτό το λειτούργημα, υποβάλλει προσφορά για δημόσια σύμβαση ή δεχτεί επιδότηση στα γειτονικά κράτη μέλη, το αποτέλεσμα της κύρωσης εξουδετερώνεται σε μεγάλο μέρος. Η Επιτροπή έχει πλήρη επίγνωση ότι επέκταση του αποτελέσματος της στέρησης δικαιώματος εκτός του κράτους μέλους στο οποίο έχει ληφθεί η απόφαση θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν επιδείνωση της κατάστασης του καταδικασθέντος, αλλά θεωρεί ότι αυτό το μέτρο είναι απαραίτητο για να αποφευχθούν οι προαναφερόμενες συνέπειες που θα ήταν ασυμβίβαστες με την ιδέα ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να γίνουν ιδιαίτερες προσπάθειες προκειμένου να ξεπεραστούν τα εμπόδια της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων στέρησης δικαιώματος.

Η αμοιβαία αναγνώριση της στέρησης δικαιώματος (και παρόμοιων μέτρων όπως η απαγόρευση άσκησης ορισμένων δραστηριοτήτων) εγείρει εντελώς διαφορετικά πρακτικά προβλήματα από τις κυρώσεις που συζητήθηκαν ανωτέρω. Πολλές αποφάσεις στέρησης δικαιώματος και ανάλογες κυρώσεις όπως εκείνες που αφορούν το δικαίωμα άσκησης ορισμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων πρέπει να αναγνωρίζονται και να εκτελούνται σε όλη την Ένωση για να είναι αποτελεσματικές στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς. Η αμοιβαία αναγνώριση πρέπει να είναι πολυμερής ή ακριβέστερα κοινοτικής εμβέλειας και η συμμόρφωση με την απόφαση πρέπει να ελέγχεται καθ' όλη τη διάρκεια ισχύος της. Φαίνεται ότι ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό συνίσταται στο να δημιουργηθούν μητρώα, στα οποία θα καταχωρούνται οι αποφάσεις μόλις εκδοθούν (ή μόλις καταστούν οριστικές) με καθορισμένο μορφότυπο συμπεριλαμβάνοντας τουλάχιστον τα στοιχεία προσδιορισμού του φυσικού ή νομικού προσώπου που έχει εκπέσει των δικαιωμάτων του, τις απαγορευόμενες δραστηριότητες και τη διάρκεια της ποινής. Πρόκειται για σημαντικό έργο που παρουσιάζει τις ίδιες δυσκολίες με εκείνες που αντιμετωπίζονται με τη βάση δεδομένων για τα άτομα που έχουν διαπράξει αδικήματα σε συνάρτηση με το οργανωμένο έγκλημα, που συμπεριλήφθηκε στην πρόσφατη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της οργανωμένης εγκληματικότητας. [24] Ιδιαίτερα, τα θέματα προστασίας των δεδομένων έχουν ιδιαίτερη σημασία και η πρόσβαση σε αυτό το μητρώο αποτελεί ένα σύνθετο πρόβλημα. Πώς, για παράδειγμα, τα υπεύθυνα για τον έλεγχο των δραστηριοτήτων κανονιστικά όργανα θα ενημερώνονται (για παράδειγμα, στον οικονομικό τομέα ή στον εκπαιδευτικό κόσμο, ανάλογα με το χαρακτήρα της στέρησης δικαιώματος);

[24] Πρόληψη και έλεγχος του οργανωμένου εγκλήματος: στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αρχή της νέας χιλιετίας (ΕΕ C 124 της 3ης Μαΐου 2000). Βλέπε επίσης το σημείο 5 ανωτέρω.

10. Προστασία των ατομικών δικαιωμάτων

Στο συμπέρασμα αριθ. 33 της συνεδρίασης του Τάμπερε, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κρίνει ότι η ενίσχυση της αμοιβαίας αναγνώρισης θα διευκόλυνε τη δικαστική προστασία των δικαιωμάτων του ατόμου. Θα πρέπει λοιπόν να κατοχυρωθεί ότι η μεταχείριση των υπόπτων και τα δικαιώματα υπεράσπισης δεν θα θιγούν από την εφαρμογή της αρχής, αλλά επιπλέον ότι οι εγγυήσεις θα ενισχυθούν καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Ο ακρογωνιαίος λίθος όλης της προβληματικής στο συγκεκριμένο τομέα παραμένει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1950 και ιδιαίτερα τα άρθρα της 5, 6 και 7. Ορισμένα ειδικά θέματα δικονομικού δικαίου θα μπορούσαν εντούτοις να αναλυθούν περαιτέρω, για παράδειγμα οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες προβλέπονται η παροχή νομικών συμβουλών και η διερμηνεία. Το αυτό ισχύει για ορισμένες ειδικές διαδικασίες όπως οι απλουστευμένες διαδικασίες για τις περιπτώσεις αυτόφωρου ή οι διαδικασίες ερημοδικίας [25].

[25] Η Σύμβαση του 1970 για τη διεθνή ισχύ των ποινικών αποφάσεων περιλαμβάνει ένα τμήμα που ασχολείται με τις αποφάσεις που εκδίδονται ερήμην.

11. Θέματα δικονομικού δικαίου που χρειάζονται ελάχιστεσ κοινές προδιαγραφές

Το Συμπέρασμα αριθ. 37 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε απαιτεί την έναρξη εργασιών για τα θέματα δικονομικού δικαίου για τα οποία θεωρείται απαραίτητος ο καθορισμός ελάχιστων κοινών προδιαγραφών για να διευκολυνθεί η αμοιβαία αναγνώριση, τηρώντας τις θεμελιώδεις αρχές δικαίου των κρατών μελών. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δέχεται τοιουτοτρόπως ότι η αμοιβαία αναγνώριση δεν μπορεί να αντικαταστήσει πλήρως την προσέγγιση των νομοθεσιών, αλλά και οι δύο πρέπει να συμβαδίσουν.

Συνεπώς, θα πρέπει να καθοριστεί σε ποιους τομείς είναι απαραίτητες αυτές οι κοινές ελάχιστες προδιαγραφές για να εξασφαλιστεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη που είναι απαραίτητη για την αμοιβαία αναγνώριση και, σε μία δεύτερη φάση, για τον καθορισμό αυτών των ίδιων των προδιαγραφών.

Οι κοινές προδιαγραφές θα μπορούσαν να θεωρηθούν απαραίτητες στους ακόλουθους τομείς:

- Προστασία του κατηγορούμενου κατά τη διάρκεια της διαδικασίας όσον αφορά τα δικαιώματα της υπεράσπισης όπως η πρόσβαση σε νομικές συμβουλές και το δικαίωμα εκπροσώπησης, η διερμηνεία και η μετάφραση όταν ο κατηγορούμενος δεν κατέχει επαρκώς τη γλώσσα της διαδικασίας, η πρόσβαση στα δικαστήρια (στις περιπτώσεις διοικητικών διαδικασιών στο επίπεδο της έφεσης)

- Προστασία του θύματος αξιόποινης πράξης όσον αφορά τη δυνατότητα να τύχει ακρόασης στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, να παρουσιάσει αποδεικτικά στοιχεία, κλπ.

12. Η διαδικασία επικύρωσης ("Exequatur")

Θεωρητικά μία τέτοια διαδικασία θα έπρεπε να ήταν εντελώς περιττή: η αμοιβαία αναγνώριση θα έπρεπε να είναι άμεση και αυτόματη χωρίς άλλη διαδικαστική φάση. Πρακτικά αυτό φαίνεται αδύνατο στις περισσότερες περιπτώσεις. Όταν εκδίδεται η απόφαση σε γλώσσα διαφορετική από εκείνη την οποία ομιλούν το ή τα ενδιαφερόμενο/α άτομο/α και οι επιλαμβανόμενες αρχές θα πρέπει τουλάχιστον να γίνει μετάφραση του κειμένου. Εξάλλου, θα είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί ότι η εν λόγω απόφαση είναι σύμφωνη με τον ορισμό που δίδεται στο σημείο 3.2 και ότι προέρχεται από αρχή που είναι αρμόδια για τη λήψη τέτοιων αποφάσεων.

Αν προβλεφθεί οποιοσδήποτε περιορισμός του πεδίου εφαρμογής της αμοιβαίας αναγνώρισης, η διαδικασία επικύρωσης (ή απόδειξης της γνησιότητας) θα πρέπει να συμπεριλάβει ένα στάδιο που να επιτρέπει να ελεγχθεί το κατά πόσον η ληφθείσα απόφαση υπάγεται στο συγκεκριμένο πεδίο εφαρμογής. Αν η αναγνώριση εξαρτάται από την τήρηση ορισμένων δικονομικών εγγυήσεων, θα πρέπει ενδεχομένως να προβλεφθούν έλεγχοι προς το σκοπό αυτό. Πράγματι, κάθε συμπληρωματικό σημείο που πρέπει να ελεγχθεί πριν να αναγνωριστεί η απόφαση από το κράτος μέλος εκτέλεσης καθιστά τη διαδικασία επικύρωσης πιο πολύπλοκη και μακρόχρονη, γεγονός που αντιβαίνει στα κύρια προτερήματα της αμοιβαίας αναγνώρισης που είναι η ταχύτητα και η απλούστευση. Μία άκρως επαχθής διαδικασία επικύρωσης θα είχε σαν συνέπεια να επιτρέπει μόνο ένα σύστημα αμοιβαίας αναγνώρισης το οποίο, στην πράξη, θα προσέγγιζε κατά πολύ το κλασικό σύστημα της "αίτησης".

Οι πρακτικοί προβληματισμοί που διατυπώνονται για τα διάφορα είδη κυρώσεων οδηγούν στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει ενδεχομένως να προβλεφθούν διαφορετικές διαδικασίες επικύρωσης για τις διάφορες αποφάσεις. Για παράδειγμα, όταν το επιβαλλόμενο είδος κύρωσης δεν υπάρχει στο κράτος μέλος εκτέλεσης, θα μπορούσε να είναι απαραίτητη μία πιο εμπεριστατωμένη διαδικασία μετατροπής.

13. Πρόβλεψη των συγκρούσεων δικαιοδοσίας μεταξύ κρατών μελών

Το άρθρο 31, σημείο δ), της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπει ότι η κοινή δράση στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την πρόληψη των συγκρούσεων δικαιοδοσίας μεταξύ κρατών μελών.

Επί του παρόντος, το ποινικό δίκαιο πολλών χωρών προβλέπει διαφορετικά κριτήρια δικαιοδοσίας, τα οποία περιλαμβάνονται σε διάφορα κοινοτικά μέσα. [26] Τα προβλήματα οξύνονται ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται γενική διεθνής δικαιοδοσία, η οποία προβλέπεται από διάφορα νομικά μέσα [27]. Κατά συνέπεια, δεν είναι ασυνήθιστο να θεωρούνται αρμόδια πολλά κράτη μέλη. Δεν υπάρχει κανόνας εκκρεμοδικίας ούτε ιεράρχηση των διαφόρων επιπέδων δικαιοδοσίας, αλλά μόνο παρότρυνση ενίοτε να υπάρξει συντονισμός και στο μέτρο του δυνατού συγκέντρωση των διώξεων [28].

[26] Βλέπε για παράδειγμα, την κοινή δράση της 24ης Φεβρουαρίου 1997 για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρωπίνων όντων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης των παιδιών, Τίτλος II, τμήμα Α, σημείο στ) (ΕΕ L 63 της 4ης Μαρτίου 1997), τη Σύμβαση της 26ης Μαΐου 1997 για την καταπολέμηση της δωροδοκίας στην οποία ενέχονται υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των κρατών μελών της ΕΕ, άρθρο 7 (ΕΕ C 195 της 25ης Ιουνίου 1997), την κοινή δράση της 21ης Δεκεμβρίου 1998 για το αξιόποινο της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 4 (ΕΕ L 351 της 29ης Δεκεμβρίου 1998), την κοινή δράση της 22ας Δεκεμβρίου 1998 για τη δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα, άρθρο 7 (ΕΕ L 358 της 31ης Δεκεμβρίου 1998).

[27] Για παράδειγμα, κοινή δράση του 1997 για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρωπίνων όντων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης των παιδιών.

[28] Όπως στο άρθρο 6 της σύμβασης του 1995 για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή στο άρθρο 4 της κοινής δράσης του 1998 για το αξιόποινο της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση.

Οι σύνδεσμοι του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου έχουν ήδη σαν καθήκον να διευκολύνουν το συντονισμό σε περίπτωση περισσότερων αιτήσεων που προέρχονται από τις τοπικές δικαστικές αρχές. [29] Επιπλέον, το πρόγραμμα δράσης της Βιέννης που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο και την Επιτροπή [30] προβλέπει την εξέταση, εντός πέντε ετών από την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ, της δυνατότητας καταχώρησης των υποθέσεων που εκκρεμούν, έτσι ώστε να αποφευχθούν οι συγκρούσεις δικαιοδοσίας. Ελλείψει ταξινόμησης των αρμόδιων δικαιοδοτικών οργάνων το μόνο που θα μπορούσε να προβλεφθεί είναι η παρέκκλιση από την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης όταν το κράτος μέλος που προβαίνει στην αναγνώριση έχει αρμοδιότητα και προβαίνει πράγματι στην άσκηση διώξεων ή είχε αρμοδιότητα αλλά αποφάσισε να μην ασκήσει δίωξη. [31] Αυτό φαίνεται εντούτοις να υπονομεύει σοβαρά την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης.

[29] Βλέπε το άρθρο 4, παράγραφος 3, της κοινής δράσης για τη δημιουργία ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου (ΕΕ L 191 της 7ης Ιουλίου 1998). Η βελτίωση των λειτουργικών δυνατοτήτων του δικτύου αποτελεί επί του παρόντος αντικείμενο συζητήσεων.

[30] Πρόγραμμα δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής όσον αφορά την άριστη δυνατή εφαρμογή των διατάξεων της συνθήκης του Άμστερνταμ για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (ΕΕ C 19 της 23ης Ιανουαρίου 1999). Βλέπε το σημείο 49(ε) του σχεδίου δράσης.

[31] Το άρθρο 6, σημεία ε) και στ) της σύμβασης του 1970 για τη διεθνή ισχύ των ποινικών αποφάσεων προβλέπει αυτούς τους λόγους μη εκτέλεσης μιας απόφασης.

13.1. Συντονισμός

Ένα από τα μέσα για να διευθετηθεί η σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ κρατών μελών και κατά συνέπεια οι πολλαπλές διαδικασίες θα ήταν η ανάπτυξη κριτηρίων προτεραιότητας για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας και η ανάθεση σε έναν υπάρχοντα οργανισμό ή οργανισμό που θα δημιουργηθεί της αρμοδιότητας να αποφασίζει για κάθε περίπτωση χωριστά ποιο κράτος μέλος είναι αρμόδιο σε συνάρτηση με αυτά τα κριτήρια. Αυτό το καθήκον θα μπορούσε να αναληφθεί από την Eurojust, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ή κάποια άλλη αρχή.

Εντούτοις αν αυτός ο κατάλογος κριτηρίων αφήνει περιθώριο εκτίμησης στον οργανισμό που αποφασίζει, αυτός θα βρεθεί ενδεχομένως σε κατάσταση ιδιαίτερα δύσκολη όταν πρόκειται για υποθέσεις με έντονο πολιτικό χαρακτήρα. Χρησιμοποιώντας τη διακριτική του ευχέρεια αξιολόγησης θα πρέπει να αναμένεται ότι θα αποτελέσει το αντικείμενο έντονων κριτικών, ανεξάρτητα από την απόφασή του. Ακόμα και αν αυτός ο οργανισμός μπορεί να αποδείξει ότι η απόφασή του θεμελιώνεται σε καλά καθορισμένους κανόνες θα υπόκειται ενδεχομένως στην κριτική εκ μέρους εκείνων που θεωρούν ότι αυτοί οι κανόνες θα έπρεπε να έχουν ερμηνευτεί διαφορετικά αλλά παρά ταύτα το έργο του θα είναι πολύ πιο εύκολο από ό,τι στην αντίθετη περίπτωση.

13.2. Κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία

Η καθιέρωση της αμοιβαίας αναγνώρισης φαίνεται να αποτελεί την κατάλληλη ευκαιρία για να συμπληρωθεί το ισχύον σύστημα, σύμφωνα με το οποίο πολλά κράτη μέλη μπορούν να έχουν δικαιοδοσία για το ίδιο αδίκημα, με κανόνες που να καθορίζουν με σαφήνεια ένα συγκεκριμένο αρμόδιο κράτος μέλος. Οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας θα πρέπει όχι μόνο να προβλέπουν τις θετικές συγκρούσεις διεθνούς δικαιοδοσίας (όταν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη επιθυμούν να εκδικάσουν συγκεκριμένη υπόθεση) αλλά εξίσου τις αρνητικές (όταν κανένα κράτος μέλος δεν επιθυμεί να δικάσει συγκεκριμένη υπόθεση).

Αν κοινά προσδιορισμένοι κανόνες προβλέπουν ρητά ότι οι αρχές ενός (μόνου) κράτους μέλους είναι αρμόδιες να εκδικάσουν συγκεκριμένη υπόθεση, τα άλλα κράτη μέλη θα αναγνωρίσουν και θα δεχτούν αυτή την απόφαση πιο εύκολα από την περίπτωση κατά την οποία οι δικές τους αρχές θα είχαν εξίσου αρμοδιότητα να αποφανθούν. Αυτό ισχύει ταυτόχρονα για τις διαφορές ουσιαστικού ποινικού δικαίου και ποινικής δικονομίας. Πράγματι, ακόμα και όταν δεν υπάρχει διπλό αξιόποινο, το κράτος μέλος που καλείται να εκτελέσει απόφαση σχετικά με πράξη που δεν συνιστά αδίκημα από την άποψη της δικής του νομοθεσίας θα το δεχόταν ευκολότερα, δεδομένου ότι αυτή η απόφαση στηρίζεται σε κοινά αποδεκτούς κανόνες που καθορίζουν τις αρμοδιότητες για δεδομένη υπόθεση. Στον τομέα της ποινικής δικονομίας, υπάρχουν διαφορές όσον αφορά για παράδειγμα την "αρχή της σκοπιμότητας των διώξεων". Τα κράτη μέλη που αναγνωρίζουν αυτή την αρχή αναθέτουν στην εισαγγελική αρχή τη φροντίδα να αποφασίσει για την ανάγκη άσκησης διώξεων όταν τα συγκεντρωθέντα αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύουν ότι έχει διαπραχθεί αδίκημα. Σε άλλα κράτη μέλη υπο αυτές τις συνθήκες οι διώξεις είναι υποχρεωτικές. Εξίσου, όταν το αρμόδιο κράτος μέλος, του οποίου το σύστημα διώξεων θεμελιώνεται στην αρχή της σκοπιμότητας, έχει δικαιοδοσία δυνάμει κανόνων κοινά θεσπισμένων και οι εισαγγελικές του αρχές αποφασίζουν να μην ασκήσουν δίωξη, τα άλλα κράτη μέλη, τα οποία δεν έχουν δικαιοδοσία, θα δεχτούν ευκολότερα αυτή την απόφαση και το γεγονός ότι δεν μπορούν να ασκήσουν τα ίδια δίωξη.

Θα μπορούσε να προταχθεί το επιχείρημα ότι η δημιουργία ενός τέτοιου συστήματος αμοιβαίας αναγνώρισης σε συνδυασμό με κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας θα επέτρεπε να αντισταθμιστεί η απώλεια εθνικής κυριαρχίας στην οποία οφείλουν να συναινέσουν τα κράτη μέλη όταν αναγνωρίζουν τις αποφάσεις άλλων κρατών μελών παραχωρώντας τους έναν τομέα δικαιοδοσίας στον οποίο είναι ελεύθερα να καθορίσουν τους ποινικούς κανόνες. Αυτός ο τομέας δικαιοδοσίας θα διευρυνθεί στο μέτρο που τα άλλα κράτη μέλη θα αναγνωρίζουν τις αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει αυτών των κανόνων. Η αρχή της εδαφικότητας, ως κριτήριο εθνικής κυριαρχίας, θα αντικατασταθεί από άλλα κριτήρια που θα μπορούσαν εντούτοις συχνά να στηρίζονται σε αυτήν την ίδια αρχή. Για παράδειγμα, ένα από τα βασικά κριτήρια δικαιοδοσίας θα μπορούσε να είναι ο τόπος του αδικήματος.

Ένα άλλο επιχείρημα που συνηγορεί για τον καθορισμό κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας σαφώς προσδιορισμένων είναι η ανάγκη να αποφεύγεται η αναζήτηση του πλέον ευνοϊκού δικαστηρίου ("forum-shopping"). Αυτό θα πρέπει να καταστεί αδύνατο ανεξάρτητα από το διάδικο που επιδιώκει να ενεργήσει κατ' αυτόν τον τρόπο, είτε πρόκειται για κατηγορία είτε για υπεράσπιση.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων (ενδεχομένως) κρατών μελών θα μπορούσαν να καθορίζουν μόνες τους, ερμηνεύοντας τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας, αν η αρμοδιότητα για την άσκηση ή μη δίωξης ανήκει στο κράτος μέλος τους. Η προσφυγή σε ευρωπαϊκή αρχή προκειμένου να αποφανθεί σε περίπτωση σύγκρουσης δικαιοδοσίας θα ήταν απαραίτητη μόνο στην περίπτωση κατά την οποία τα κράτη μέλη, για οποιονδήποτε λόγο, επιμένουν στη διεθνή δικαιοδοσία τους. Αυτό το καθήκον θα μπορούσε να ανατεθεί στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, [32] στην EUROJUST, ή σε ανάλογο όργανο. Ανεξάρτητα από τη λύση που θα επιλεγεί, η ικανότητα να ληφθεί ταχέως απόφαση σε θέματα διεθνούς δικαιοδοσίας είναι καθοριστικής σημασίας.

[32] Ενδεχομένως κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν που προβλέπει το πρωτόκολλο για την ερμηνεία της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, που υπεγράφη στο Λουξεμβούργο στις 3 Ιουνίου 1971 (ΕΕ L 204 της 2ας Αυγούστου 1975, παγιωμένη μορφή, ΕΕ C 27 της 26ης Ιανουαρίου 1998).

Ένα από τα μειονεκτήματα που παρουσιάζει η θέσπιση σειράς κανόνων κατανομής της διεθνούς δικαιοδοσίας μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ είναι ότι το έργο αυτό μπορεί να απαιτήσει σημαντική προσπάθεια διαπραγμάτευσης. Εντούτοις, θα πρέπει να θεωρηθεί σαν "ενιαία και οριστική" προσπάθεια στο μέτρο που αυτό θα απέτρεπε το ενδεχόμενο να πρέπει να επιλυθεί το θέμα της δικαιοδοσίας για κάθε υπόθεση που μπορεί να συνεπάγεται τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών. Εντούτοις, κάθε διαδικασία επικύρωσης θα πρέπει να επαληθεύει το κατά πόσον το κράτος μέλος στο οποίο έχει ληφθεί η απόφαση που πρέπει να αναγνωριστεί ήταν πράγματι αρμόδιο να λάβει αυτή την απόφαση. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτό το εμπόδιο δεν πρέπει να είναι αξεπέραστο, ειδικά αν οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας είναι σαφείς και καλά συνταγμένοι, αλλά θα πρέπει παρά ταύτα να αναμένεται από καιρού εις καιρόν ότι ορισμένες πολύπλοκες υποθέσεις θα απαιτούν σημαντική προσπάθεια. [33]

[33] Ο καθορισμός ενός συστήματος με το οποίο αναγνωρίζεται σε συγκεκριμένη υπόθεση δικαιοδοσία ενός εκ των κρατών μελών και αποκλείεται η δικαιοδοσία των άλλων, θα μπορούσε να έχει συνέπειες όσον αφορά τις διεθνείς υποχρεώσεις που ενδεχομένως έχουν αναλάβει τα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να έχουν δεχτεί έναντι τρίτων χωρών ή διεθνών οργανισμών τον καθορισμό δικαιοδοσίας για ορισμένες υποθέσεις. Στο πλαίσιο ενός συστήματος αποκλειστικής δικαιοδοσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί αυτή η δικαιοδοσία να ανήκει σε κάποιο άλλο κράτος μέλος ενώ το πρώτο κράτος μέλος να μην έχει εκ των πραγμάτων καμία δικαιοδοσία. Το ζήτημα του κατά πόσον αυτό θα καθιστούσε απαραίτητη την τροποποίηση των ισχυουσών πράξεων που δημιουργούν υποχρεώσεις για τα κράτη μέλη έναντι τρίτων χωρών ή διεθνών οργανισμών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο αυτές οι πράξεις ρυθμίζουν τη σχέση τους με άλλες πράξεις.

Σε ορισμένες υποθέσεις, τα κράτη μέλη θα επιδιώκουν πάντα να έχουν διεθνή δικαιοδοσία, ανεξάρτητα από τον τόπο στον οποίο έχουν διαπραχθεί οι πράξεις, για παράδειγμα όταν το εθνικό τους συμφέρον θίγεται από προσβολές εις βάρος των υπαλλήλων τους ή σε περιπτώσεις παραβίασης της νομοθεσίας που αφορά το απόρρητο/την εθνική ασφάλεια. Όταν γίνονται τέτοιες εξαιρέσεις από την αρχή της εδαφικότητας, θα πρέπει να αντιστοιχούν σε απώλεια δικαιοδοσίας για το κράτος μέλος στην επικράτεια του οποίου έχει διαπραχθεί η πράξη για να αποφευχθούν τα προβλήματα που απορρέουν από το συνδυασμό πολλαπλής δικαιοδοσίας και αμοιβαίας αναγνώρισης, όπως περιγράφεται ανωτέρω. Αν δεν μπορεί να οριστεί μία μόνη δικαιοδοσία αυτού του είδους, θα πρέπει να εξεταστεί η εξαίρεση αυτών των θεμάτων από την αμοιβαία αναγνώριση.

Συμβολή τησ Επιτροπής στισ εργασίες που αφορούν το πρόγραμμα μέτρων που προορίζονται να θέσουν σε εφαρμογή την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης

Οι εργασίες που αφορούν την αμοιβαία αναγνώριση των οριστικών αποφάσεων ποινικού δικαίου θα μπορούσαν να αναληφθούν υπό τη μορφή συνόλων που ασχολούνται με θέματα που θα δημιουργήσουν την ανάγκη να δοθεί απάντηση σε ίδιες ή παρόμοιες ερωτήσεις. Από κάθε τέτοιο σύνολο θα μπορούσαν να προκύψουν ένα ή περισσότερα νομικά μέσα. Κατά την εξέταση αυτών των συνόλων, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ορισμένος αριθμός θεμελιωδών ερωτήσεων σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση, κυρίως όσον αφορά το διπλό αξιόποινο, τη συνολική ή μερική αναγνώριση, τη διαδικασία επικύρωσης και τις διαδικαστικές απαιτήσεις οι οποίες θα πρέπει να ικανοποιούνται στο κράτος μέλος απόφασης για να παρέχεται η δυνατότητα στο άλλο κράτος μέλος να αναγνωρίσει αυτήν την απόφαση.

Αυτά τα σύνολα είναι τα ακόλουθα:

- Αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων που επιβάλλουν χρηματικές ποινές γενικά (πέραν των παραβάσεων του κώδικα οδικής κυκλοφορίας).

- Μέτρα που αφορούν το ποινικό μητρώο κάποιου ατόμου. Σε μία πρώτη φάση, θα φαινόταν ενδεδειγμένο να δημιουργηθούν ευρωπαϊκά έντυπα που να παρέχουν τη δυνατότητα στα δικαστήρια και στις εισαγγελικές αρχές να διαβιβάζουν εύκολα μία αίτηση στις αρμόδιες αρχές (κεντρικές, ει δυνατόν) όλων των άλλων κρατών μελών της ΕΕ προκειμένου να προσδιορίσουν αν το άτομο με το οποίο ασχολούνται διαθέτει ποινικό μητρώο. Σε μία δεύτερη φάση θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα Ευρωπαϊκό Ποινικό Μητρώο.

- Κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας για τις οριστικές αποφάσεις σε ποινικές υποθέσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, αν κριθεί προτιμότερο να μην ξεκινήσει εργασία καθορισμού κοινών κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέπει να εξεταστούν τα θέματα διευκρίνησης της αρχής ne bis in idem καθώς και ο συντονισμός των διώξεων. Αυτό θα πρέπει να γίνει παράλληλα με τις τρέχουσες εργασίες που αφορούν την EUROJUST, για τις οποίες το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε όρισε προθεσμία που λήγει στα τέλη του έτους 2001.

- Στέρηση δικαιώματος, εναλλακτικές κυρώσεις, δικαστικός έλεγχος ατόμων. Θα πρέπει ενδεχομένως να γίνει απογραφή των υφιστάμενων κυρώσεων. Θα μπορούσε να επιδιωχθεί συνεργασία με το ευρωπαϊκό φόρουμ για την πρόληψη του εγκλήματος.

- Κατάσχεση μετά από δέσμευση περιουσιακών στοιχείων Τα αποτελέσματα των εργασιών για τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για να κατοχυρωθεί ότι οι δύο αυτές φάσεις είναι συμβιβάσιμες.

- Εκτέλεση των αποφάσεων φυλάκισης που λαμβάνονται σε κάποιο άλλο κράτος μέλος. Αυτό θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο των μέτρων που αφορούν τη μεταγωγή ατόμων (αντί της τυπικής έκδοσης). Μπορεί ενδεχομένως να χρειαστεί αξιολόγηση της ισχύουσας κατάστασης στον τομέα της έκδοσης, στα κράτη μέλη της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των υφιστάμενων νομικών μέσων.

Δεδομένου ότι η παρούσα ανακοίνωση εξετάζει μόνο μέρος του γενικού τομέα της αμοιβαίας αναγνώρισης, η Επιτροπή δεν κρίνει χρήσιμο να ορίσει προθεσμίες για τα παρουσιαζόμενα μέτρα. Ο καθορισμός προθεσμιών για τα επιμέρους μέτρα θα παρουσίαζε ενδιαφέρον μόνο στο πλαίσιο της προετοιμασίας του προγράμματος που θα καλύπτει όλα τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν στον τομέα της αμοιβαίας αναγνώρισης.

Η Επιτροπή καλεί όλους τους ενδιαφερομένους να αποστείλουν εγγράφως τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την παρούσα ανακοίνωση το αργότερο μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2000, στην ακόλουθη διεύθυνση:

The Director-General Directorate General Justice and Home Affairs

European Commission

Rue de la Loi 200 B-1049 Brussels

Fax: (+32 2) 296.74.81

E-mail: Adrian.Fortescue@cec.eu.int

Top