EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52000AG0037

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 37/2000, της 26ης Ιουνίου 2000, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των κοινών αρχών του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας (ΕΣΟΛ 95) όσον αφορά τους φόρους και τις κοινωνικές εισφορές και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2223/96 του Συμβουλίου

ΕΕ C 245 της 25.8.2000, p. 1–6 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

52000AG0037

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 37/2000, της 26ης Ιουνίου 2000, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των κοινών αρχών του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας (ΕΣΟΛ 95) όσον αφορά τους φόρους και τις κοινωνικές εισφορές και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2223/96 του Συμβουλίου

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 245 της 25/08/2000 σ. 0001 - 0006


Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 37/2000

που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 26 Ιουνίου 2000

για την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. .../2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της ..., για την τροποποίηση των κοινών αρχών του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας (ΕΣΟΛ 95) όσον αφορά τους φόρους και τις κοινωνικές εισφορές και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2223/96 του Συμβουλίου

(2000/C 245/01)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 285,

την πρόταση της Επιτροπής(1),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),

Αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης(3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2223/96 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1996, περί του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας(4) (ΕΣΟΛ 95) περιέχει το πλαίσιο αναφοράς των κοινών προτύπων, ορισμών, ταξινομήσεων και λογιστικών κανόνων για την κατάρτιση των λογαριασμών των κρατών μελών για τις στατιστικές ανάγκες της Κοινότητας, προκειμένου να επιτευχθούν συγκρίσιμα αποτελέσματα μεταξύ των κρατών μελών.

(2) Το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2223/96 ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει τροποποιήσεις της μεθοδολογίας του ΕΣΟΛ 95, προκειμένου να αποσαφηνιστεί και να βελτιωθεί το περιεχόμενό του.

(3) Είναι συνεπώς αναγκαίο να υποβάλλονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο οι διασαφηνίσεις, όσον αφορά την καταγραφή των φόρων και των κοινωνικών εισφορών του ΕΣΟΛ 95, δεδομένου ότι εν λόγω διασαφηνίσεις τροποποιούν βασικές έννοιες.

(4) Το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, που αναφέρεται στο άρθρο 104 της συνθήκης, προβλέπει ότι ως δημοσιονομικό έλλειμμα νοείται ο καθαρός δανεισμός του δημοσίου τομέα, όπως ορίζεται στο ευρωπαϊκό σύστημα ολοκληρωμένων οικονομικών λογαριασμών (ΕΣΟΛ).

(5) Η επιτροπή στατιστικού προγράμματος (ΕΣΠ), η οποία συστάθηκε με την απόφαση 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου(5), η επιτροπή στατιστικών για θέματα νομισματικά, χρηματοπιστωτικά και ισοζυγίου πληρωμών (ΕΣΝΧΙΠ), η οποία συστάθηκε με την απόφαση 91/115/ΕΟΚ του Συμβουλίου(6), και η επιτροπή ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (ΕΑΕΠ) μπορούν να διατυπώσουν τη γνώμη τους σχετικά με την ειδική λογιστική μεταχείριση των φόρων και των κοινωνικών εισφορών σε κάθε χώρα, όποτε το θεωρήσουν σκόπιμο.

(6) Ζητήθηκε η γνώμη της ΕΣΠ και της ΕΣΝΧΙΠ.

(7) Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2223/96 θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που αντίθενται στην Επιτροπή(7),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Σκοπός

Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι να τροποποιήσει τις κοινές αρχές του ΕΣΟΛ 95 όσον αφορά τους φόρους και τις κοινωνικές εισφορές, προκειμένου να διασφαλιστεί η συγκρισιμότητα και η διαφάνεια μεταξύ των κρατών μελών.

Άρθρο 2

Γενικές αρχές

Οι επιπτώσεις των φόρων και των κοινωνικών εισφορών που καταγράφονται στο σύστημα στις καθαρές δανειοδοτικές/δανειοληπτικές πράξεις του δημοσίου, δεν περιλαμβάνουν τα ποσά που δεν προβλέπεται να εισπραχθούν.

Κατά συνέπεια, οι επιπτώσεις των φόρων και των κοινωνικών εισφορών που καταγράφονται στο σύστημα βάσει της περιόδου που αφορούν οι λογαριασμοί στις καθαρές δανειοδοτικές/δανειοληπτικές πράξεις του δημοσίου, ισοδυναμούν, επί εύλογο χρονικό διάστημα, προς τα αντίστοιχα ποσά που έχουν όντως εισπραχθεί.

Άρθρο 3

Λογιστική μεταχείριση των φόρων και των κοινωνικών εισφορών

Οι φόροι και οι κοινωνικές εισφορές που καταγράφονται στους λογαριασμούς μπορούν να απορρέουν από δύο πηγές: τα ποσά που τεκμηριώνονται από φορολογικές αποτιμήσεις και δηλώσεις ή τα ταμειακά υπόλοιπα.

α) Εάν χρησιμοποιούνται φορολογικές αποτιμήσεις και δηλώσεις, τα ποσά αναπροσαρμόζονται βάσει συντελεστή που επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα βεβαιωθέντα και δηλωθέντα ποσά που δεν έχουν ποτέ εισπραχθεί. Εναλλακτικά, είναι δυνατόν να καταγράφεται μεταφορά κεφαλαίων στους αντίστοιχους τομείς ίση προς την ίδια αναπροσαρμογή. Για τα βεβαιωθέντα και δηλωθέντα ποσά που δεν έχουν ποτέ εισπραχθεί, οι συντελεστές εκτιμώνται βάσει της κτηθείσας πείρας και των τρεχουσών προσδοκιών. Οι συντελεστές αυτοί είναι ειδικοί για τις διάφορες κατηγορίες φόρων και κοινωνικών εισφορών. Κάθε χώρα ορίζει τους συντελεστές που εφαρμόζει, με μέθοδο η οποία προηγουμένως εγκρίνεται από την Επιτροπή (Eurostat).

β) Εάν χρησιμοποιούνται ταμειακά υπόλοιπα, αυτά αναπροσαρμόζονται χρονικά έτσι ώστε το έσοδο να αποδίδεται όταν λαμβάνει χώρα η δραστηριότητα που γέννησε τη φορολογική υποχρέωση (ή όταν καθορίστηκε το ποσό του φόρου, στην περίπτωση ορισμένων φόρων εισοδήματος). Η αναπροσαρμογή αυτή μπορεί να βασίζεται στη μέση χρονική διαφορά μεταξύ της συγκεκριμένης δραστηριότητας (ή του καθορισμού του ποσού του φόρου) και της είσπραξης του φόρου.

Άρθρο 4

Επαλήθευση

1. Η Επιτροπή (Eurostat) επαληθεύει την εφαρμογή, εκ μέρους των κρατών μελών, των αρχών που θεσπίζει ο παρών κανονισμός.

2. Από το 2000 και στο εξής πριν από τη λήξη κάθε έτους, τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή (Eurostat) αναλυτική περιγραφή των μεθόδων που προτίθενται να χρησιμοποιήσουν για τις διάφορες κατηγορίες φόρων και κοινωνικών εισφορών προκειμένου να εφαρμόσουν τον παρόντα κανονισμό.

3. Οι εφαρμοζόμενες μέθοδοι και οι τυχόν αναθεωρήσεις συμφωνούνται μεταξύ του κάθε κράτους μέλους και της Επιτροπής (Eurostat).

4. Η Επιτροπή (Eurostat) τηρεί ενήμερες την ΕΣΠ, την ΕΣΝΧΙΠ και την ΕΑΕΠ για τις μεθόδους και για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων συντελεστών.

Άρθρο 5

Εφαρμογή

Εντός έξι μηνών από την έκδοση του παρόντος κανονισμού και με τη διαδικασία του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2223/96, η Επιτροπή επιφέρει στο κείμενο του παραρτήματος Α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2223/96 τις απαιτούμενες τροποποιήσεις για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 6

Διαδικασία επιτροπής

Το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2223/96 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Άρθρο 4

1. Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή στατιστικού προγράμματος (εφεξής αποκαλούμενη 'επιτροπή').

2. Όταν γίνεται αναφορά στο παρόν άρθρο, εφαρμόζονται τα άρθρα 4 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

Η περίοδος που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, ορίζεται σε τρεις μήνες.

3. Η Επιτροπή θεσπίζει των εσωτερικό της κανονισμό."

Άρθρο 7

Έναρξη ισχύος

1. Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν από την Επιτροπή μεταβατική περίοδο όχι μεγαλύτερη από δύο έτη, προκειμένου να ευθυγραμμίσουν τα λογιστικά τους συστήματα με τον παρόντα κανονισμό.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

...,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Η Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

(1) ΕΕ C 21 E της 25.1.2000, σ. 68.

(2) ΕΕ C 75 της 15.3.2000, σ. 19.

(3) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Απριλίου 2000 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2000 και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της ... (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4) ΕΕ L 310 της 30.11.1996, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 448/98 (ΕΕ L 58 της 27.2.1998, σ. 1).

(5) ΕΕ L 181 της 28.6.1989, σ. 47.

(6) ΕΕ L 59 της 6.3.1991, σ. 19· απόφαση όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 96/174/ΕΚ (ΕΕ L 51 της 1.3.1996, σ. 48).

(7) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Η Επιτροπή διαβίβασε στο Συμβούλιο, στις 19 Οκτωβρίου 1999, πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που τροποποιεί τις κοινές αρχές του ΕΣΟΛ 95 για την καταγραφή των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών και τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2223/96 του Συμβουλίου.

2. Βάση της εν λόγω πρότασης είναι το άρθρο 285 της συνθήκης, σύμφωνα με το οποίο πρέπει να εφαρμοσθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 251 της συνθήκης διαδικασία της συναπόφασης με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

3. Μετά την πρώτη ανάγνωση, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έδωσε τη γνώμη του στις 13 Απριλίου 2000.

4. Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έδωσε τη γνώμη της στις 26 Ιανουαρίου 2000.

5. Το Συμβούλιο υιοθέτησε στις 26 Ιουνίου 2000 την κοινή του θέση, σύμφωνα με το άρθρο 251 της συνθήκης.

II. ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Η πρόταση έχει ως κύριο στόχο την τροποποίηση των κοινών αρχών του ΕΣΟΛ 95 όσον αφορά την καταγραφή των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών. Επιπλέον, τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2223/96 αντικαθιστώντας τη διαδικασία επιτροπής του άρθρου 4 ώστε να ληφθεί υπόψη η απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου(1). Κύριος στόχος της είναι να εξασφαλίσει ότι οι ανάγκες της Κοινότητας οι σχετικές με τις στατιστικές θα καλύπτονται μέσω της καταγραφής των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών στο ΕΣΟΛ 95 με τρόπο συγκρίσιμο και διαφανή. Η σημαντικότερη τροποποίηση που θα επιφερθεί είναι ότι από τους καταχωρημένους στο σύστημα φόρους και ασφαλιστικές εισφορές εξαιρούνται τα ποσά που δεν αναμένεται ότι θα εισπραχθούν. Θα πρέπει να επιτευχθεί, εντός ευλόγου χρόνου, οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές που καταχωρούνται βάσει των λειτουργικών στοιχείων να ισοδυναμούν με τα αντίστοιχα ποσά που όντως εισπράττονται.

III. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

Η κοινή θέση ακολουθεί τη βασική σύλληψη της πρότασης της Επιτροπής. Εν συνεχεία παρατίθενται οι μεταβολές που επιφέρθησαν στην κοινή θέση σε σχέση με την πρόταση της Επιτροπής.

Η τροπολογία αριθ. 1 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία μεταβάλλει τον τίτλο του κανονισμού αντικαθιστώντας τον όρο "διευκρινίζει" με τον όρο "τροποποιεί", περιλαμβάνεται στην κοινή θέση κατ' ουσίαν, αλλά με μικρές αλλαγές διατύπωσης, σύμφωνες με τη διοργανική συμφωνία της 22ας Δεκεμβρίου 1998 περί κοινών κατευθυντηρίων γραμμών για την ποιότητα της διατύπωσης της κοινοτικής νομοθεσίας(2), και ιδίως του άρθρου 18.

Άρθρο 1

Στην κοινή θέση το άρθρο 1 επαναδιατυπώθηκε ώστε να ανταποκρίνεται στη μεταβολή του τίτλου του κανονισμού. Κατ' ουσίαν, η μεταβολή αυτή ακολουθεί την τροπολογία αριθ. 1 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Ωστόσο, εφόσον σκοπός της πρότασης είναι να τροποποιηθεί ο υπάρχων κανονισμός περί ΕΣΟΛ 95 μόνον ως προς τις αρχές καταγραφής των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών, το Συμβούλιο δεν θεώρησε ενδεδειγμένο να περιλάβει στο προκείμενο νομοθέτημα διατάξεις που δημιουργούν νομική βάση για τον καθορισμό των ιδίων πόρων από τον ΦΠΑ χρησιμοποιώντας το ΕΣΟΛ 95. Επομένως, η τροπολογία αριθ. 6 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν περιελήφθη στην κοινή θέση.

Άρθρο 2

Οι τροποποιήσεις του κειμένου του άρθρου 2 δεν μεταβάλλουν κατ' ουσίαν την πρόταση της Επιτροπής, αλλά σκοπό έχουν τη βελτίωση του κειμένου χρησιμοποιώντας ακριβέστερη διατύπωση.

Άρθρο 3

Στο στοιχείο α) του άρθρου 3 της κοινής θέσης προσετέθη μια διάταξη που προβλέπει εναλλακτικώς διαφορετική καταγραφή προκειμένου να αυξηθεί η ευελιξία. Για το λόγο αυτό περιελήφθη η τροπολογία αριθ. 7 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αν και με μικρές αλλαγές διατύπωσης.

Άρθρο 4 της πρότασης της Επιτροπής

Το Συμβούλιο έκρινε ότι οι διατάξεις του άρθρου 4 της αρχικής πρότασης της Επιτροπής δεν είναι αρκετά σαφείς και αποφάσισε να απαλείψει το άρθρο ως άχρηστο.

Άρθρο 4 (άρθρο 5 της πρότασης της Επιτροπής)

Δεν επιφέρθησαν μεταβολές στην πρόταση της Επιτροπής.

Άρθρο 5 (άρθρο 6 της πρότασης της Επιτροπής)

Η διατύπωση του άρθρου αυτού τροποποιήθηκε ώστε να καταστεί το κείμενο σαφέστερο. Η τροπολογία αριθ. 8 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου περιελήφθη.

Άρθρο 6 (νέο)

Ένα νέο άρθρο 6 προσετέθη στην κοινή θέση προκειμένου να ληφθεί υπόψη η απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου(3), η οποία αντικαθιστά τη διαδικασία επιτροπής της απόφασης 87/373/ΕΟΚ του Συμβουλίου. Το άρθρο αυτό αντικθιστά το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2223/96, με τη νέα διαδικασία επιτροπής. Η τροπολογία αυτή δεν μεταβάλλει κατ' ουσίαν το άρθρο 5 της κοινής θέσης.

Άρθρο 7 της πρότασης της Επιτροπής

Ως ημερομηνία έναρξης της ισχύος της κοινής θέσης ορίζεται η εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα.

Το Συμβούλιο εισήγαγε στην παράγραφο 2 του άρθρο 7 της κοινής θέσης μια διάταξη που επιτρέπει στα κράτη μέλη να ζητήσουν από την Επιτροπή μεταβατική περίοδο που δεν θα υπερβαίνει τη διετία. Η κοινή θέση λοιπόν περιλαμβάνει την τροπολογία αριθ. 9 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Αιτιολογικές σκέψεις

Οι αιτιολογικές σκέψεις έχουν προσαρμοσθεί στις τροποποιήσεις που επιφέρθησαν στην πρόταση της Επιτροπής.

Το Συμβούλιο, για να καταστήσει το κείμενο σαφέστερο, διέγραψε την αιτιολογική σκέψη 3 της πρότασης της Επιτροπής και τροποποίησε την αιτιολογική σκέψη 4 (νέα 3), διευκρινίζοντας ότι πρέπει οι διευκρινίσεις οι σχετικές με την καταγραφή φόρων και ασφαλιστικών εισφορών στο ΕΣΟΛ 95 να παραπεμφθούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, διότι μεταβάλλουν βασικές έννοιες.

Το Συμβούλιο δεν διαφωνεί, με την αρχή, σύμφωνα με την οποία χρειάζεται να οριστούν σαφή κριτήρια ώστε οι λογαριασμοί στα διάφορα κράτη μέλη να είναι ομοιογενείς. Το Συμβούλιο ωστόσο δεν περιέλαβε τις τροπολογίες αριθ. 2 και 3 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, διότι σκοπός τους δεν είναι η εξήγηση του κειμένου των άρθρων του κανονισμού [βλέπε σημείο 10 της διοργανικής συμφωνίας περί κοινών κατευθυντήριων γραμμών για την ποιότητα της διατύπωσης της κοινοτικής νομοθεσίας(4)].

Επιπλέον και για τους λόγους που παρατίθενται σχετικά με το άρθρο 1, το Συμβούλιο δεν μπορεί να δεχθεί τις τροπολογίες αριθ. 4 και 5 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Σχετικά με το άρθρο 5, εισήχθη στην κοινή θέση μια νέα αιτιολογική σκέψη 5, ώστε να διευκρινιστεί ο ρόλος των διαφόρων επιτροπών.

IV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το Συμβούλιο κρίνει ότι όλες οι τροποποιήσεις που επέφερε στην κοινή του θέση ακολουθούν ευθέως τους στόχους της πρότασης κανονισμού. Σκοπός είναι να εξασφαλισθεί ότι οποιεσδήποτε στατιστικές πηγές και αν χρησιμοποιηθούν τα κράτη μέλη τοποθετούνται σε ίση μοίρα. Η κοινή θέση περιλαμβάνει την ουσία των περισσότερων τροπολογιών των άρθρων που προτείνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

(1) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(2) ΕΕ C 73 της 17.3.1999, σ. 1.

(3) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(4) ΕΕ C 73 της 17.3.1999, σ. 1.

Top