This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 52000AG0011
Common Position (EC) No 11/2000 of 29 March 1999 adopted by the Council, acting in accordance with the procedure referred to in Article 251 of the Treaty establishing the European Community, with a view to adopting a Directive of the European Parliament and of the Council on minimum examination requirements for safety advisers for the transport of dangerous goods by road, rail or inland waterway
Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 11/2000, της 29ης Μαρτίου 1999, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις ελάχιστες απαιτήσεις που εφαρμόζονται στις εξετάσεις των υποψήφιων συμβούλων ασφαλείας για την οδική, τη σιδηροδρομική και την πλωτή μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων
Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 11/2000, της 29ης Μαρτίου 1999, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις ελάχιστες απαιτήσεις που εφαρμόζονται στις εξετάσεις των υποψήφιων συμβούλων ασφαλείας για την οδική, τη σιδηροδρομική και την πλωτή μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων
ΕΕ C 36 της 8.2.2000, p. 1–7
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 11/2000, της 29ης Μαρτίου 1999, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις ελάχιστες απαιτήσεις που εφαρμόζονται στις εξετάσεις των υποψήφιων συμβούλων ασφαλείας για την οδική, τη σιδηροδρομική και την πλωτή μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 036 της 08/02/2000 σ. 0001 - 0007
ΚΟΙΝΗ ΘΕΣΗ (ΕΚ) αριθ. 11/2000 που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 29 Μαρτίου 1999 για την έκδοση της οδηγίας 2000/.../ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της ..., για τις ελάχιστες απαιτήσεις που εφαρμόζονται στις εξετάσεις των υποψήφιων συμβούλων ασφαλείας για την οδική, τη σιδηροδρομική και την πλωτή μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων (2000/C 36/01) ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 71 παράγραφος 1 στοιχείο γ), την πρόταση της Επιτροπής(1), τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2), Μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή των Περιφερειών, Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης(3), Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) η βελτίωση της ασφάλειας των μεταφορών και η προστασία του περιβάλλοντος, ειδικότερα στον τομέα των οδικών, σιδηροδρομικών και πλωτών μεταφορών επικίνδυνων εμπορευμάτων, είναι θέματα εξαιρετικής σημασίας, και ο ανθρώπινος παράγων είναι σημαντικός για την ασφαλή άσκηση αυτών των μεταφορών· (2) βάσει της οδηγίας 96/35/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1996, σχετικά με το διορισμό και την επαγγελματική κατάρτιση συμβούλων ασφαλείας για την οδική, σιδηροδρομική και πλωτή μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων(4), οι επιχειρήσεις των οποίων οι δραστηριότητες περιλαμβάνουν μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων, καθώς και εργασίες φορτοεκφόρτωσης που συνδέονται με τέτοιου είδους μεταφορές, υποχρεούνται να διορίζουν έναν ή περισσότερους συμβούλους ασφαλείας· η εν λόγω οδηγία δεν περιέχει αναλυτικές διατάξεις με στόχο την εναρμόνιση των όρων εξέτασης των συμβούλων ασφαλείας, ούτε διατάξεις σχετικές με τους εξεταστικούς οργανισμούς· (3) είναι σκόπιμο να θεσπισθεί από τα κράτη μέλη ένα στοιχειώδες κοινό πλαίσιο για τις εξετάσεις των συμβούλων ασφαλείας, καθώς και τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται από τους εξεταστικούς οργανισμούς, προκειμένου να εξασφαλισθεί ένα ορισμένο επίπεδο ποιότητας και να διευκολυνθεί η αμοιβαία αναγνώριση των πιστοποιητικών ΕΚ επαγγελματικής κατάρτισης των συμβούλων ασφαλείας· (4) οι εξετάσεις των συμβούλων ασφαλείας περιλαμβάνουν τουλάχιστον μια γραπτή δοκιμασία αποτελούμενη από ερωτήσεις που καλύπτουν τουλάχιστον τα θέματα τα οποία ορίζονται στον κατάλογο του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 96/35/ΕΚ, καθώς και μια ανάλυση συγκεκριμένης περίπτωσης που να παρέχει στους υποψηφίους τη δυνατότητα να αποδείξουν την ικανότητά τους να εκπληρώσουν καθήκοντα συμβούλου ασφαλείας· (5) τα κράτη μέλη δύνανται να ορίσουν ότι οι υποψήφιοι οι οποίοι προτίθενται να εργασθούν για επιχειρήσεις επιφορτισμένες μόνον με τη μεταφορά ορισμένων επικίνδυνων εμπορευμάτων εξετάζονται μόνο στα θέματα που έχουν σχέση με τη δραστηριότητά τους· στην περίπτωση αυτή, το πιστοποιητικό ΕΚ πρέπει να αναγράφει ρητώς τα όρια ισχύος του· (6) οι εξετάσεις που διοργανώνονται από τους εξεταστικούς οργανισμούς τελούν υπό την έγκριση των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών· τα κράτη μέλη καθορίζουν τα κριτήρια που εφαρμόζονται στους εξεταστικούς οργανισμούς προκειμένου να κατοχυρωθεί υψηλή ποιότητα υπηρεσιών· οι εξεταστικοί οργανισμοί οφείλουν να είναι τεχνικώς ικανοί, αξιόπιστοι και ανεξάρτητοι· (7) θα πρέπει τα κράτη μέλη να αλληλοεπικουρούνται κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ: ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί Άρθρο 1 1. Η παρούσα οδηγία καθορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις που εφαρμόζονται στις εξετάσεις προς απόκτηση του πιστοποιητικού ΕΚ επαγγελματικής κατάρτισης των συμβούλων ασφαλείας για τη μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων το οποίο προβλέπεται στην οδηγία 96/35/ΕΚ. 2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι σύμβουλοι ασφαλείας για την μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων εξετάζονται σύμφωνα με αυτές τις ελάχιστες απαιτήσεις. Άρθρο 2 Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοείται ως: α) "σύμβουλος ασφαλείας για τη μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων", αποκαλούμενος εφεξής "σύμβουλος": παν πρόσωπο το οποίο ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο β) της οδηγίας 96/35/ΕΚ· β) "επικίνδυνα εμπορεύματα": τα εμπορεύματα τα οποία ορίζονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 94/55/ΕΚ(5) και στο άρθρο 2 της οδηγίας 96/49/ΕΚ(6)· γ) "επιχείρηση": οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο α) της οδηγίας 96/35/ΕΚ· δ) "εξετάσεις": οι εξετάσεις οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 της οδηγίας 96/35/ΕΚ· ε) "εξεταστικός οργανισμός": παν όργανο το οποίο ορίζεται από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών για να διενεργήσει τις εξετάσεις· στ) "πιστοποιητικό ΕΚ": το πιστοποιητικό το οποίο καταρτίζεται σύμφωνα με το υπόδειγμα που παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 96/35/ΕΚ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ Εξετάσεις Άρθρο 3 1. Η αρμόδια αρχή ή ο εξεταστικός οργανισμός διοργανώνουν γραπτές υποχρεωτικές εξετάσεις, τις οποίες δύνανται να συμπληρώνουν με προφορικές εξετάσεις, προκειμένου να εξακριβώσουν εάν οι υποψήφιοι διαθέτουν το απαιτούμενο επίπεδο γνώσεων για να ασκήσουν τα καθήκοντα συμβούλου, ώστε να τους χορηγηθεί πιστοποιητικό ΕΚ. 2. Οι υποχρεωτικές εξετάσεις συνίστανται σε γραπτή δοκιμασία προσαρμοσμένη στο είδος ή τα είδη μεταφορών για τα οποία χορηγείται το πιστοποιητικό. 3. α) Στον υποψήφιο υποβάλλεται ερωτηματολόγιο αποτελούμενο τουλάχιστον από 20 ερωτήσεις ανάπτυξης που αφορούν, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4 της οδηγίας 96/35/ΕΚ, τουλάχιστον τα θέματα που ορίζονται στον κατάλογο του παραρτήματος ΙΙ της εν λόγω οδηγίας. Ωστόσο, είναι δυνατή η χρήση ερωτήσεων πολλαπλών επιλογών. Σ' αυτήν την περίπτωση, δύο ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών υπολογίζονται ως μία ερώτηση ανάπτυξης. Μεταξύ των θεμάτων αυτών, ιδιαίτερη προσοχή, κατάλληλη για το συγκεκριμένο είδος μεταφοράς, πρέπει να δίδεται στα ακόλουθα σημεία: - γενικά μέτρα πρόληψης και ασφάλειας, - ταξινόμηση των επικίνδυνων εμπορευμάτων, - γενικοί όροι συσκευασίας, συμπεριλαμβανομένων των δεξαμενών, των εμπορευματοκιβωτίων-δεξαμενών και των συρμών-δεξαμενών, - ενδείξεις και ετικέτες κινδύνου, - ενδείξεις στα έγγραφα μεταφοράς, - χειρισμός και στοιβασία, - επαγγελματική κατάρτιση του πληρώματος, - έγγραφα πορείας και πιστοποιητικά μεταφοράς, - οδηγίες ασφαλείας, - προϋποθέσεις σχετικά με το υλικό μεταφοράς. β) Οι υποψήφιοι πραγματοποιούν ανάλυση συγκεκριμένης περίπτωσης σχετικής με το παράρτημα Ι της οδηγίας 96/35/ΕΚ, προκειμένου να αποδείξουν ότι διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις και ικανότητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του συμβούλου. γ) Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίσουν ότι οι υποψήφιοι οι οποίοι προτίθενται να εργασθούν για επιχειρήσεις εξειδικευμένες στη μεταφορά συγκεκριμένων κατηγοριών επικίνδυνων εμπορευμάτων θα εξετάζονται μόνον, σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 96/35/ΕΚ, στα θέματα που συνδέονται με τη δραστηριότητά τους. Τέτοιες κατηγορίες εμπορευμάτων είναι οι ακόλουθες: - κλάση 1 (εκρηκτικά) - κλάση 2 (αέρια) - κλάση 7 (ραδιενεργό υλικό) - κλάσεις 3, 4.1, 4.2, 4.3, 5.1, 5.2, 6.1, 6.2, 8 και 9 (στερεά και υγρά) - αριθ. ONU 1202, 1203, 1223 (πετρελαιοειδή). Ο τίτλος του πιστοποιητικού ΕΚ πρέπει να αναγράφει ρητώς ότι ισχύει μόνον για κατηγορίες επικίνδυνων εμπορευμάτων που αναφέρονται στο παρόν σημείο, και επί των οποίων έχει εξετασθεί ο σύμβουλος, κατά τους όρους των στοιχείων α) και β). 4. Η αρμόδια αρχή ή ο εξεταστικός οργανισμός καταρτίζουν σταδιακώς κατάσταση των ερωτήσεων που έχουν τεθεί στις εξετάσεις. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ Κριτήρια επιλογής των εξεταστικών οργανισμών Άρθρο 4 1. Εάν τα κράτη μέλη δεν αναλαμβάνουν απευθείας τη διοργάνωση των εξετάσεων, ορίζουν τους εξεταστικούς οργανισμούς βάσει των ακόλουθων κριτηρίων: α) αρμοδιότητα του εξεταστικού οργανισμού· β) συγκεκριμένοι τρόποι διεξαγωγής των εξετάσεων τους οποίους προτείνει ο εξεταστικός οργανισμός· γ) μέτρα που λαμβάνονται προς κατοχύρωση του αμερόληπτου των εξετάσεων· δ) ανεξαρτησία του οργανισμού από παν φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο απασχολεί συμβούλους. 2. Ο εγκρινόμενος εξεταστικός οργανισμός ορίζεται εγγράφως. Η έγκριση δυνατόν να έχει περιορισμένη χρονική ισχύ. Άρθρο 5 Τα κράτη μέλη αλληλοβοηθούνται στην εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Κάθε κράτος μέλος διαβιβάζει σε τακτικά διαστήματα στην Επιτροπή την κατάσταση των ερωτήσεων που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 4. Η Επιτροπή ενημερώνει, σχετικώς, τα λοιπά κράτη μέλη. ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV Τελικές διατάξεις Άρθρο 6 1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 1999. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά. Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις της αναφοράς αυτής εκδίδονται από τα κράτη μέλη. 2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα κείμενα των διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία. Άρθρο 7 Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Άρθρο 8 Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη. ... Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ... Ο Πρόεδρος Για το Συμβούλιο ... Ο Πρόεδρος (1) EE C 148 της 14.5.1998, σ. 21, καιEE C 52 της 23.2.1999, σ. 16. (2) EE C 407 της 28.12.1998, σ. 118. (3) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 1998 (EE C 341 της 9.11.1998, σ. 29), κοινή θέση του Συμβουλίου της 29ης Μαρτίου 1999, και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της ... (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα). (4) EE L 145 της 19.6.1996, σ. 10. (5) Οδηγία 94/55/ΕΚ του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 1994, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις οδικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων (EE L 319 της 12.12.1994, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 1999/47/ΕΚ της Επιτροπής (EE L 169 της 5.7.1999, σ. 1). (6) Οδηγία 96/49/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις σιδηροδρομικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων (EE L 235 της 17.9.1996, σ. 25), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 1999/48/ΕΚ της Επιτροπής (EE L 169 της 5.7.1999, σ. 58). ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στις 20 Μαρτίου 1998, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο την πρόταση οδηγίας για την εναρμόνιση των στοιχειωδών όρων διενέργειας των εξετάσεων των υποψήφιων συμβούλων ασφαλείας για την οδική, τη σιδηροδρομική και την πλωτή μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων(1). Η πρόταση αυτή βασίζεται στο άρθρο 71 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έδωσε τη γνώμη του για την πρόταση της Επιτροπής στις 20 Οκτωβρίου 1998(2) και η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έδωσε τη δική της στις 9 Σεπτεμβρίου 1998(3). Κατόπιν της αίτησης διαβούλευσης του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 1999, η Επιτροπή των Περιφερειών κοινοποίησε με την από 22 Ιουλίου 1999 επιστολή της την απόφασή της να μην διατυπώσει γνώμη. Βάσει της γνώμης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβουλίου, στις 23 Δεκεμβρίου 1998, τροποποιημένη πρόταση(4). Στις 29 Μαρτίου 1999, το Συμβούλιο ενέκρινε κοινή θέση σύμφωνα με το άρθρο 251 της συνθήκης ΕΚ. II. ΣΤΟΙΧΟΙ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ 1. Στις 3 Ιουνίου 1996, το Συμβούλιο εξέδωσε την οδηγία 96/35/ΕΚ(5) προκειμένου να διευκολύνει την τήρηση των κανόνων για την πρόληψη των κινδύνων που συνεπάγεται η μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων. Η οδηγία 96/35/ΕΚ αφορά τις επιχειρήσεις που διενεργούν μεταφορές επικίνδυνων φορτίων, καθώς και εργασίες φορτοεκφόρτωσης συναφείς με τέτοιου είδους μεταφορές, και αφορά μόνον της οδικές, σιδηροδρομικές και πλωτές μεταφορές. Προβλέπει ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις υποχρεούνται να διορίζουν έναν ή περισσότερους συμβούλους ασφαλείας για τη μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων, υπεύθυνους για την πρόληψη των κινδύνων που συνεπάγονται τέτοιου είδους δραστηριότητες για τα πρόσωπα, τα εμπορεύματα ή το περιβάλλον. Ο σύμβουλος πρέπει να είναι κάτοχος κοινοτικού πιστοποιητικού επαγγελματικής κατάρτισης, το οποίο χορηγείται από την αρμόδια αρχή ή από την υπηρεσία που ορίζεται προς τούτο σε κάθε κράτος μέλος. Το πιστοποιητικό αυτό, το οποίο αναγνωρίζεται από όλα τα άλλα κράτη μέλη, ισχύει για τις συγκεκριμένες μεταφορές και πιστοποιεί τα επαγγελματικά προσόντα των συμβούλων. Για την απόκτηση του πιστοποιητικού, ο υποψήφιος πρέπει να έχει παρακολουθήσει μαθήματα που του παρέχουν τις απαραίτητες γνώσεις για την άσκηση των καθηκόντων που ορίζονται στο παράρτημα Ι της προαναφερόμενης οδηγίας και να έχει επιτύχει σε εξετάσεις που αφορούν τον στοιχειώδη κατάλογο θεμάτων που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ. Η οδηγία 96/35/ΕΚ δεν περιλαμβάνει λεπτομερείς διατάξεις για εναρμόνιση των όρων εξέτασης των συμβούλων ασφαλείας, ούτε διατάξεις που εφαρμόζονται στους εξεταστικούς οργανισμούς. Προκειμένου, ωστόσο, να μπορέσουν όλα τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν την εκπαίδευση και τις απαραίτητες εξετάσεις, το Συμβούλιο προέβλεψε αρκετά μεγάλη προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας στα εθνικά δίκαια, και συγκεκριμένα την 31η Δεκεμβρίου 1999. 2. Η Επιτροπή, επειδή διαπίστωσε ότι η οργάνωση των εξετάσεων που έχουν ήδη προβλέψει ορισμένα κράτη μέλη υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσει σε διαφορές επιπέδου και σημαντική ανισορροπία των εξετάσεων, έκρινε ότι είναι σκόπιμο να προτείνει στοιχειώδη εναρμόνιση του επιπέδου εκπαίδευσης των συμβούλων ασφαλείας προκειμένου να εξασφαλιστούν ασφαλέστερες μεταφορές και να καθορίσει υψηλού επιπέδου εξαταστικούς όρους. Υπέβαλε έτσι πρόταση οδηγίας προκειμένου να καθορισθούν οι ελάχιστες απαιτήσεις σε θέματα οργάνωσης και περιεχομένου των εξετάσεων, καθώς και τους όρους συμμετοχής των επιχειρήσεων που θέλουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως εξεταστές. Δεδομένου ότι η οδηγία 96/35/ΕΚ προβλέπει ότι τα κράτη μέλη θα εφαρμόσουν την οδηγία το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1999, η Επιτροπή προτείνει τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν τη νέα οδηγία έξι μήνες νωρίτερα. III. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ Η κοινή θέση του Συμβουλίου ακολουθεί την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής, με την επιφύλαξη των παρακάτω τροποποιήσεων: - στο άρθρο 3 παράγραφος 3 στοιχείο α), η κοινή θέση επιτρέπει μεγαλύτερη ευλυγισία στην κατανομή των ερωτήσεων ανάπτυξης από εκείνη που προτείνεται στο άρθρο 3 παράγραφος 5 στοιχείο α). Το Συμβούλιο έκρινε καλύτερο να αφήνει στα κράτη μέλη μεγαλύτερο περιθώριο χειρισμών όσον αφορά τον καθορισμό του στοιχειώδους περιεχομένου των εξετάσεων. Ο υποψήφιος θα υποβάλλεται σε 20 τουλάχιστον ερωτήσεις, που αφορούν τα θέματα που αναφέρονται στον κατάλογο του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 96/35/ΕΚ. Ο υποψήφιος θα μπορεί να υποβάλλεται σε ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών, οπότε δύο ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών υπολογίζονται ως μία ερώτηση ανάπτυξης. Το Συμβούλιο δεν έκρινε αναγκαίο να συγκεντρώσει σε τρεις ομάδες τα θέματα που αναφέρονται στο εν λόγω παράρτημα ΙΙ και να απαιτήσει να τίθενται τρεις ερωτήσεις για την πρώτη ομάδα, δύο για τη δεύτερη και μία για την τελευταία. Το Συμβούλιο έκρινε επαρκές να αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχή, μεταξύ των θεμάτων που αναφέρονται στο προαναφερόμενο παράρτημα ΙΙ, σε αυτές που αποτελούν το αντικείμενο της πρώτης ομάδας των θεμάτων που περιέχονται στην τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής - κατάργηση του άρθρου 4 παράγραφος 2 και του άρθρου 8 που περιέχεται στην τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής. Το άρθρο 4 παράγραφος 2 προβλέπει ότι η Επιτροπή εγκρίνει, σύμφωνα με τη διαδικασία επιτροπής, τους όρους εξέτασης των υποψηφίων που προτίθενται να εργασθούν στις ειδικευμένες επιχειρήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 [άρθρο 3 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της κοινής θέσης]. Το άρθρο 8 ορίζει τη διαδικασία επιτροπής που εφαρμόζεται. Το Συμβούλιο έκρινε καλύτερο να αφήσει στα κράτη μέλη την αρμοδιότητα διοργάνωσης της εξέτασης των υποψηφίων που επιθυμούν να εργασθούν στις προαναφερθείσες ειδικευμένες επιχειρήσεις - το άρθρο 4 της κοινής θέσης περιλαμβάνει, κατ' ουσία, τις απαιτήσεις που προβλέπονται για τα άρθρα 5 και 6 της τροποποιημένης πρότασης της Επιτροπής - στο άρθρο 6 παράγραφος 1, η προβλεπόμενη από την Επιτροπή ημερομηνία στο άρθρο 9 παράγραφος 1, δηλαδή η 30ή Ιουνίου 1999, μεταφέρθηκε, και ορίσθηκε για την ίδια ημερομηνία με εκείνη που προβλέπεται στην οδηγία 96/35/ΕΚ, δηλαδή την 31η Δεκεμβρίου 1999. Το Συμβούλιο, υπενθυμίζοντας ότι η νέα οδηγία αποσκοπεί ιδίως στην εναρμόνιση της διοργάνωσης και του περιεχομένου των εξετάσεων που προβλέπει η οδηγία 96/35/ΕΚ, έκρινε σκόπιμο η ημερομηνία μεταφοράς της νέας οδηγίας να συμπίπτει με εκείνη της οδηγίας 96/35/ΕΚ - κατάργηση της παραγράφου 3 του άρθρου 9 της πρότασης της Επιτροπής (άρθρο 6 της κοινής θέσης), που αποσκοπεί στη θέσπιση καθεστώτος κυρώσεων. Το Συμβούλιο έκρινε ότι δεν είναι αναγκαίο, στα πλαίσια της νέας οδηγίας, να προβλέπεται διάταξη για τον καθορισμό καθεστώτος κυρώσεων που θα εφαρμόζεται σε περίπτωση παραβίασης της οδηγίας. IV. ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ 1. Τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που αποδέχθηκε το Συμβούλιο και περιέλαβε η Επιτροπή Το Συμβούλιο ακολούθησε την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής, επιλέγοντας ως προς το περιεχόμενό τους, αν όχι και ως προς τη διατύπωση, τις παρακάτω τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: - στο άρθρο 1 παράγραφος 2, η κοινή θέση περιλαμβάνει το πρώτο μέρος της τροπολογίας 1 σχετικά με την προσθήκη στη διατύπωση που αναφέρει το πεδίο της δραστηριότητας των συμβούλων ασφαλείας, δηλαδή τη μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων - στο άρθρο 1 παράγραφος 2, η κοινή θέση περιλαμβάνει το δεύτερο μέρος της τροπολογίας 1, που διευκρινίζει ότι οι διατάξεις της οδηγίας αποτελεούν στοιχειώδεις απαιτήσεις - στο άρθρο 3 παράγραφος 1, η κοινή θέση λαμβάνει υπόψη την τροπολογία 2, που διευκρινίζει τις γνώσεις που πρέπει να αποδείξουν οι υποψήφιοι ότι κατέχουν - στο άρθρο 3 παράγραφος 1, η κοινή θέση λαμβάνει υπόψη την τροπολογία 4, που προβλέπει ότι η υποχρεωτική γραπτή εξέταση πρέπει να συμπληρώνεται από προφορική εξέταση - στο άρθρο 3 παράγραφος 3 στοιχείο α) η κοινή θέση λαμβάνει υπόψη την τροπολογία 5, που τροποποιεί το άρθρο 3 παράγραφος 5 στοιχείο α) της τροποποιημένης πρότασης της Επιτροπής, για να αναφέρει ότι οι προβλεπόμενες απαιτήσεις, σχετικά με τις ερωτήσεις που πρέπει να αφορούν τα θέματα που περιέχονται στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 96/35/ΕΚ, αποτελούν στοιχειώδεις απαιτήσεις - στο άρθρο 3 παράγραφος 3 στοιχείο γ), η κοινή θέση περιέχει την τροπολογία 7, με την οποία αυξάνονται οι δυνατότητες που έχουν τα κράτη μέλη να παρέχουν παρεκκλίσεις προκειμένου να περιορίσουν τον αριθμό των θεμάτων εξέτασης και να απονέμουν ειδικά πιστοποιητικά κατάρτισης - στο άρθρο 5, η κοινή θέση λαμβάνει υπόψη την τροπολογία 9, με την οποία βελτιώνεται η αποτελεσματικότητα της ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τον κατάλογο των ερωτήσεων του άρθρου 3 παράγραφος 3 της τροποποιημένης πρότασης της Επιτροπής (άρθρο 3 παράγραφος 4 της κοινής θέσης), επειδή προβλέπει ότι τα κράτη μέλη διαβιβάζουν τον κατάλογο αυτό στην Επιτροπή, η οποία ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη. 2. Τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τις οποίες δεν δέχθηκε το Συμβούλιο, και α) δεν περιέλαβε η Επιτροπή Το Συμβούλιο, σύμφωνα με την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής, δεν δέχθηκε: - το τρίτο μέρος της τροπολογίας 1, με το οποίο προστίθετο, στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της τροποποιημένης πρότασης της Επιτροπής, μια διάταξη σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση, από τα κράτη μέλη και τον ΕΟΧ, του πιστοποιητικού κατάρτισης κοινοτικού τύπου. Το Συμβούλιο υπογράμμισε ότι είναι περιττή μια τέτοια προσθήκη προκειμένου για ένα πιστοποιητικό ΕΚ, που θα καταρτίζεται σύμφωνα με τον τύπο που περιέχεται στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 96/35/ΕΚ - την τροπολογία 3, με την οποία θα προστίθετο, στο άρθρο 3 παράγραφος 3 της τροποποιημένης πρότασης της Επιτροπής, μια διάταξη που θα προέβλεπε ότι οι υποψήφιοι πρέπει να αποδείξουν ότι είναι σε θέση να ανταποκριθούν στα καθήκοντα του συμβούλου ασφαλείας, πραγματοποιώντας επιπλέον μια περιπτωσιολογική μελέτη. Το Συμβούλιο υπενθύμισε ότι μια τέτοια διάταξη προβλέπεται ήδη στο άρθρο 3 παράγραφος 5 στοιχείο β) της τροποποιημένης πρότασης της Επιτροπής και περιέχεται στο άρθρο 3 παράγραφος 3 στοιχείο β) της κοινής θέσης - την τροπολογία 6, με την οποία θα προστίθετο, στο άρθρο 3 παράγραφος 5 της τροποποιημένης πρότασης της Επιτροπής, μα νέα παράγραφος όσον αφορά τη διάρκεια του κύρους του πιστοποιητικού κατάρτισης και την ανανέωσή του. Το Συμβούλιο υπενθύμισε ότι μια τέτοια διάταξη προβλέπεται ήδη στο άρθρο 6 της οδηγίας 96/35/ΕΚ - την τροπολογία 8, η οποία διευκρίνιζε τα κριτήρια του άρθρου 5 στοιχείο β) της τροποποιημένης πρότασης της Επιτροπής [άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) της κοινής θέσης], προσθέτοντας ότι οι εξεταστικοί οργανισμοί οφείλουν να προβλέπουν επίσης τη δυνατότητα για τους υποψηφίους να χρησιμοποιούν ορισμένα έγγραφα κατά τη διάρκεια των εξετάσεων (επιτρεπόμενα έγγραφα). Το Συμβούλιο έκρινε ότι η προσθήκη που ζητείται περιέχεται ήδη στην ευρύτερη έννοια, η οποία προβλέπεται τόσο από την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής όσο και από τη νέα διατύπωση του εν λόγω άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο β): "συγκεκριμένοι τρόποι διεξαγωγής των εξετάσεων τους οποίους προτείνει ο εξεταστικός οργανισμός". β) που περιέλαβε η Επιτροπή - την τροπολογία 10, με την οποία προσαρμόζεται η προθεσμία κοινοποίησης των κυρώσεων του άρθρου 9 παράγραφος 3 της τροποποιημένης πρότασης της Επιτροπής. Το άρθρο 6 της κοινής θέσης δεν περιλαμβάνει την παράγραφο 3 του άρθρου 9. Το Συμβούλιο έκρινε ότι είναι καλύτερο να μην προβλέπονται στην οδηγία ειδικές διατάξεις σχετικά με τις κυρώσεις (βλέπε σημείο ΙΙΙ). (1) EE C 148 της 14.5.1998, σ. 21. (2) EE C 341 της 9.11.1998, σ. 29. (3) EE C 407 της 28.12.1998, σ. 118. (4) EE C 52 της 23.2.1999, σ. 16. (5) Οδηγία 96/35/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1996, σχετικά με το διορισμό και την επαγγελματική κατάρτιση συμβούλων ασφαλείας για την οδική, σιδηροδρομική και πλωτή μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων (ΕΕ L 145 της 19.6.1996, σ. 10).