EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 51999PC0427

Τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένες νομικές πτυχές του ηλεκτρονικού εμπορίου στην εσωτερική αγορά

/* COM/99/0427 τελικό - COD 98/0325 */

ΕΕ C 248E της 29.8.2000, p. 69–96 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

51999PC0427

Τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένες νομικές πτυχές του ηλεκτρονικού εμπορίου στην εσωτερική αγορά /* COM/99/0427 τελικό - COD 98/0325 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 248 E της 29/08/2000 σ. 0069 - 0096


Τροποποιημένη πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ Σχετικά με ορισμένες νομικές πτυχές του ηλεκτρονικού εμπορίου στην εσωτερική αγορά (υποβληθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Στις 18 Νοεμβρίου 1998, η Επιτροπή ενέκρινε πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένες νομικές πτυχές του ηλεκτρονικού εμπορίου στην εσωτερική αγορά [1]. Η πρόταση διαβιβάστηκε στο Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στις 23 Δεκεμβρίου 1998. Στις 29 Απριλίου 1999 [2], η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή εξέδωσε γνωμοδότηση σχετικά με την πρόταση. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, του οποίου ζητήθηκε η γνώμη στο πλαίσιο της διαδικασίας συναπόφασης, προέβη στην εξέταση της πρότασης στους κόλπους της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και Δικαιωμάτων των Πολιτών (υπεύθυνης για την έκθεση), της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων και Βιομηχανικής Πολιτικής, της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Προστασίας των Καταναλωτών καθώς και της Επιτροπής Πολιτισμού, Νεότητας, Παιδείας και Μέσων Ενημέρωσης (Επιτροπές που γνωμοδότησαν). Η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, αφού έλαβε και εξέτασε τις γνωμοδοτήσεις των τριών άλλων Επιτροπών (οι οποίες εκδόθηκαν στις 18 Μαρτίου 1999, 16 Μαρτίου 1999 και 24 Μαρτίου 1999 αντιστοίχως), ψήφισε ομόφωνα την έκθεσή της στις 22 Απριλίου 1999. Το Κοινοβούλιο εξέδωσε τη γνωμοδότησή [3] του κατά την ολομέλεια της 6ης Μαΐου 1999 εγκρίνοντας την πρόταση της Επιτροπής με την επιφύλαξη των τροπολογιών που επέφερε και καλώντας την, σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ, να τροποποιήσει την πρότασή της αναλόγως.

[1] COM (1998) 586 τελικό της 18.11.1998, ΕΕ C 030, 5.2.1999, σ. 4.

[2] ΕΕ C 169, 16/06/99.

[3] Έκθεση ΕΚ (A4-0248/99) της 6.5.1999.

2. Η ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΡΟΤΑΣΗ

Σε γενικές γραμμές, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει την προσέγγιση και τους κύριους προσανατολισμούς της πρότασης της Επιτροπής. Τούτο έχει ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά τη σαφή και σθεναρή υποστήριξη που παρέχει στις αρχές της εσωτερικής αγοράς επί των οποίων βασίζεται η πρόταση.

Οι προτεινόμενες από το Κοινοβούλιο τροπολογίες είναι σε μεγάλο βαθμό τεχνικής φύσης. Η Επιτροπή δέχεται εν όλω ή εν μέρει την πλειοψηφία των τροπολογιών και, σε ορισμένες περιπτώσεις, με την επιφύλαξη τροποποιήσεων ως προς τη διατύπωση.

2.1. Τροπολογίες που εγκρίθηκαν χωρίσ αλλαγέσ

Οι προτεινόμενες από το Κοινοβούλιο τροπολογίες οι οποίες έγιναν δεκτές από την Επιτροπή και ενσωματώθηκαν, χωρίς αλλαγές, στην τροποποιημένη πρόταση αφορούν:

2.1.1. Τροπολογίες στις αιτιολογικές σκέψεις

Τροπολογίες που αφορούν τις επιπτώσεις της πρότασης:

· Τροποποιήθηκε η αιτιολογική σκέψη 2 ώστε να αντανακλάται η τροπολογία 1, η οποία τονίζει ότι η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου δύναται να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.

· Εισήχθη μια νέα αιτιολογική σκέψη 2α για την ενσωμάτωση στο κείμενο της τροπολογίας 2, η οποία αναφέρει ότι το κοινοτικό νομικό πλαίσιο θα προωθήσει την ανάπτυξη των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών προς όφελος των ευρωπαίων πολιτών και επιχειρηματιών.

· Εισήχθη μια νέα αιτιολογική σκέψη 16β για την ενσωμάτωση στο κείμενο της τροπολογίας 18, η οποία υπογραμμίζει την ισόρροπη προσέγγιση που ακολουθεί η οδηγία και το γεγονός ότι θεσπίζει αρχές επί των οποίων μπορούν να βασιστούν συμφωνίες της βιομηχανίας.

· Εισήχθη μια νέα αιτιολογική σκέψη 22α για την ενσωμάτωση στο κείμενο της τροπολογίας 20, στην οποία δίνεται έμφαση στο ότι το ηλεκτρονικό εμπόριο αποτελεί ευκαιρία για την παροχή δημόσιων υπηρεσιών στον πολιτιστικό, εκπαιδευτικό και γλωσσικό τομέα.

Τροπολογίες που αφορούν το στόχο και τις αρχές επί των οποίων βασίζεται η πρόταση:

· Εισήχθη μια νέα αιτιολογική σκέψη 2β για την ενσωμάτωση στο κείμενο της τροπολογίας 24, η οποία αναφέρει ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών μπορεί να αντικατοπτρίζει την ελευθερία έκφρασης που κατοχυρώνεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών.

· Εισήχθη μια νέα αιτιολογική σκέψη 4α για την ενσωμάτωση στο κείμενο της τροπολογίας 4, που αφορά την ανάγκη να διασφαλιστεί υψηλό επίπεδο κοινοτικής ολοκλήρωσης στον τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου.

· Εισήχθη μια νέα αιτιολογική σκέψη 16γ για την ενσωμάτωση στο κείμενο της τροπολογίας 16, η οποία τονίζει την ανάγκη να διασφαλιστεί η πραγματική πρόσβαση σε μηχανισμούς αποκατάστασης, συμπεριλαμβανομένης της ύπαρξης κατάλληλων μέσων έννομης προστασίας, και την ανάγκη να εξεταστεί η δυνατότητα της παροχής πρόσβασης σε δικαστικές διαδικασίες με κατάλληλα ηλεκτρονικά μέσα.

Τροπολογίες που αποσαφηνίζουν ορισμένες πτυχές της πρότασης:

· Τροποποιήθηκε η αιτιολογική σκέψη 6 ώστε να ληφθεί υπόψη η τροπολογία 7, στην οποία προστίθεται μια αναφορά στην προστασία των ανηλίκων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στον κατάλογο των στόχων γενικού συμφέροντος που περιλαμβάνονται σ’ αυτή την αιτιολογική σκέψη.

· Εισήχθη μια νέα αιτιολογική σκέψη 9α για την ενσωμάτωση στο κείμενο της τροπολογίας 17, η οποία αποσκοπεί στην επεξήγηση του ορισμού του «αποδέκτη της υπηρεσίας» που καθιερώνεται στο άρθρο 2 στοιχείο δ).

· Τροποποιήθηκε η αιτιολογική σκέψη 14 ώστε να ληφθεί υπόψη η τροπολογία 12, η οποία διευκρινίζει ότι η πρόταση υποβάλλεται με την επιφύλαξη της οδηγίας 92/28 σχετικά με τη διαφήμιση των φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση.

· Τροποποιήθηκε η αιτιολογική σκέψη 15 ώστε να ληφθεί υπόψη η τροπολογία 13, η οποία αναφέρει ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η εμπιστευτικότητα των ηλεκτρονικών μηνυμάτων, τα κράτη μέλη οφείλουν να μην απαγορεύουν ή περιορίζουν τη χρησιμοποίηση κρυπτογραφικών μεθόδων ή παρόμοιων εργαλείων.

Τροπολογίες που αφορούν τη διεθνή διάσταση του ηλεκτρονικού εμπορίου:

· Εισήχθη μια νέα αιτιολογική σκέψη 20β για την ενσωμάτωση στο κείμενο της τροπολογίας 6, που αφορά την ανάγκη να διασφαλιστεί ένα σαφές νομικό πλαίσιο συμβατό με τους κανόνες που ισχύουν σε διεθνές επίπεδο.

· Εισήχθη μια νέα αιτιολογική σκέψη 20γ για την ενσωμάτωση στο κείμενο της τροπολογίας 19 σχετικά με την ανάγκη συνεργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο ώστε το νομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να καταστεί συμβατό με εκείνο των τρίτων χωρών.

· Εισήχθη μια νέα αιτιολογική σκέψη 20δ για την ενσωμάτωση στο κείμενο της τροπολογίας 22, η οποία τονίζει την ανάγκη να ενισχυθεί η συνεργασία ιδίως με τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες και με τους υπερατλαντικούς εταίρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.1.2. Τροπολογίες στα άρθρα

Άρθρο 2

· Στο άρθρο 2 στοιχείο ε) α, προστέθηκε ένας ορισμός του όρου «καταναλωτής» ώστε να αντανακλά την τροπολογία 32.

Άρθρο 5

· Στο άρθρο 5, παράγραφος 1, προστέθηκε μια αναφορά στην οδηγία 97/7 (οδηγία για τις εξ αποστάσεως πωλήσεις) ώστε να αντανακλά την τροπολογία 33.

· Το άρθρο 5, παράγραφος 2, τροποποιήθηκε ώστε να ληφθεί υπόψη η τροπολογία 34, η οποία αποσαφηνίζει την υποχρέωση να αναγράφονται κατά τρόπο ακριβή και μη επιδεχόμενο αντιρρήσεις οι τιμές και οι λοιποί όροι και υποχρεώσεις.

Άρθρο 6

· Στο άρθρο 6, προστέθηκε μια αναφορά στην οδηγία 97/7 (οδηγία για τις εξ αποστάσεως πωλήσεις) ώστε να αντανακλάται η τροπολογία 37.

Άρθρο 9

· Διαγράφηκε η δυνατότητα για την Επιτροπή να αναθεωρεί τον κατάλογο των κατηγοριών συμβάσεων του άρθρου 9, παράγραφος 2, δυνάμει της διαδικασίας επιτροπολογίας (άρθρο 9, παράγραφος 3), ώστε να ληφθεί υπόψη η τροπολογία 40.

Τίτλος του τμήματος 4

· Αναδιατυπώθηκε ο τίτλος του τμήματος 4 ώστε να αντανακλάται η τροπολογία 43.

Άρθρο 16

· Η ανάγκη να συμμετάσχουν οι ενώσεις καταναλωτών στη διαδικασία κατάρτισης των κωδίκων δεοντολογίας αντικατοπτρίζεται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχεία α) και δ) σύμφωνα με τις τροπολογίες 55 και 56.

· Ενσωματώθηκε μια αναφορά σε κώδικες δεοντολογίας σχετικά με την προστασία των ανηλίκων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο ε), ώστε να αντανακλάται η τροπολογία 57.

Άρθρο 22

· Στο άρθρο 22, παράγραφος 1, αποσαφηνίστηκε ότι ο αποκλεισμός του τομέα που καλύπτει η οδηγία περί προστασίας των δεδομένων από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας καλύπτει επίσης την οδηγία 97/66 για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα των τηλεπικοινωνιών σύμφωνα με την τροπολογία 62.

Άρθρο 24

· Το άρθρο 24, παράγραφος 1, τροποποιήθηκε για να περιλάβει το αίτημα η έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας να περιέχει στατιστική απεικόνιση των αποτελεσμάτων και να λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις στον τομέα των ψηφιακών τεχνολογιών. Η τροποποίηση αυτή αντανακλά τις τροπολογίες 65 και 66.

· Ενσωματώθηκε ένα νέο άρθρο 24, παράγραφος 2, σύμφωνα με το οποίο η έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να εξεταστεί το ζήτημα της ευθύνης των φορέων παροχής μηχανών αναζήτησης και υπερσυνδέσμων. Η τροποποίηση αυτή αντανακλά την τροπολογία 67.

2.2. Τροπολογίες που έγιναν δεκτέσ με την επιφύλαξη τροποποιήσεων

Οι εξής τροπολογίες που πρότεινε το Κοινοβούλιο έγιναν δεκτές από την Επιτροπή, εν όλω ή εν μέρει, με την επιφύλαξη τροποποιήσεων συνήθως σε επίπεδο διατύπωσης ή/και μαζί με περαιτέρω διευκρινίσεις:

2.2.1. Τροπολογίες στις αιτιολογικές σκέψεις

Τροπολογίες που αφορούν τις επιπτώσεις της πρότασης:

· Εισήχθη μια νέα αιτιολογική σκέψη 5α για την ενσωμάτωση στο κείμενο της τροπολογίας 3 σχετικά με την ανάγκη να θεσπιστεί ένα νομικό πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, προκειμένου να επιτευχθεί ασφάλεια δικαίου και εμπιστοσύνη εκ μέρους των καταναλωτών. Η διατύπωση τροποποιήθηκε ελαφρώς για λόγους συνοχής με τον τίτλο της πρότασης.

Τροπολογίες που αφορούν το στόχο και τις αρχές επί των οποίων βασίζεται η πρόταση:

· Τροποποιήθηκε η αιτιολογική σκέψη 16 ώστε να αντανακλά το μέρος της τροπολογίας 14, στο οποίο τονίζεται ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να ενθαρρύνουν τους μηχανισμούς αυτορρύθμισης και αναδιατυπώνεται η τελευταία φράση της αιτιολογικής σκέψης.

· Εισήχθη μια νέα αιτιολογική σκέψη 17α για την ενσωμάτωση στο κείμενο της τροπολογίας 25, η οποία υπογραμμίζει ότι οι περιορισμοί της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών πρέπει να συνάδουν με το κοινοτικό δίκαιο και να επιβάλλονται για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων δημόσιου συμφέροντος.

Τροπολογίες που αποσαφηνίζουν ορισμένες πτυχές της πρότασης:

· Αναδιατυπώθηκε η αιτιολογική σκέψη 7 ώστε να αντανακλά την τροπολογία 9, η οποία αποσκοπεί στην απάλειψη μέρους της αιτιολογικής σκέψης 7, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η νομική αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από το διεθνές ιδιωτικό δίκαιο. Για λόγους σαφήνειας, το τελευταίο μέρος της αιτιολογικής σκέψης 7 αναδιατυπώθηκε αντί να απαλειφθεί.

· Τροποποιήθηκε η αιτιολογική σκέψη 11 ώστε να ληφθεί υπόψη η τροπολογία 11, η οποία συνδέεται στενά με την τροπολογία 38 (βλέπε τα παρακάτω σχόλια για την τροπολογία 38 σχετικά με το άρθρο 7).

· Εισήχθη μια νέα αιτιολογική σκέψη 16α για την ενσωμάτωση στο κείμενο της τροπολογίας 15, η οποία τονίζει τη σημασία του να τεθούν σε ισχύ βάσει παρόμοιου χρονοδιαγράμματος η προτεινόμενη οδηγία για τα πνευματικά δικαιώματα και η προτεινόμενη οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο.

Τροπολογίες που αφορούν τη διεθνή διάσταση του ηλεκτρονικού εμπορίου:

· Εισήχθη μια νέα αιτιολογική σκέψη 20α για την ενσωμάτωση στο κείμενο της τροπολογίας 5, που αφορά την ανάγκη συντονισμού των εθνικών κανονιστικών μέτρων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να αποφευχθεί μια κατάτμηση της εσωτερικής αγοράς και να υπάρξει μια ισχυρή διαπραγματευτική θέση σε διεθνές επίπεδο. Η διατύπωση τροποποιήθηκε ώστε να καταστεί σαφές ότι η θέσπιση ενός κοινοτικού νομικού πλαισίου θα συμβάλει στο να αποκτήσει η ΕΕ μια ισχυρή διαπραγματευτική θέση σε διεθνές επίπεδο.

2.2.2. Τροπολογίες στα άρθρα

Άρθρο 2

· Ο ορισμός της «υπηρεσίας της κοινωνίας των πληροφοριών» που υιοθετείται στο άρθρο 2 στοιχείο α), ο οποίος επαναλαμβάνει κατά λέξη τον ορισμό που είχε ήδη υιοθετηθεί στην οδηγία 98/34, αντικαταστάθηκε από μια άμεση αναφορά στην εν λόγω οδηγία. Η αλλαγή αυτή απαιτούνταν από την τροπολογία 29 και γίνεται δεκτή καθώς αποσαφηνίζει το γεγονός ότι η έννοια της «υπηρεσίας της κοινωνίας των πληροφοριών» αποτελεί ήδη τμήμα του «κοινοτικού κεκτημένου». Προκειμένου να επεξηγηθεί το πεδίο του ορισμού της «υπηρεσίας της κοινωνίας των πληροφοριών» εισήχθησαν στην πρόταση μια νέα αιτιολογική σκέψη (αιτιολογική σκέψη 2γ) και μια προσθήκη στην αιτιολογική σκέψη 3.

Άρθρο 7

· Η τροπολογία 38 αφορά το θέμα των μη ζητηθεισών εμπορικών επικοινωνιών μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Το πρώτο μέρος της τροπολογίας αποσκοπεί στην απάλειψη της υποχρέωσης να είναι αναγνωρίσιμη η μη ζητηθείσα εμπορική επικοινωνία αμέσως μόλις λαμβάνεται από τον παραλήπτη. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η απάλειψη αυτή θα μείωνε την προστασία των χρηστών εν γένει και των καταναλωτών ειδικότερα και απερρίφθη.

Το δεύτερο μέρος, που καθιερώνει την υποχρέωση για τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε να τίθενται στη διάθεση των καταναλωτών «μητρώα αποχής» τα οποία συμβουλεύονται τακτικά οι φορείς παροχής υπηρεσιών, προσφέρει μια ρεαλιστική και εφαρμόσιμη λύση στο πρόβλημα των μη ζητηθεισών εμπορικών επικοινωνιών με την επιφύλαξη των υφιστάμενων οδηγιών και, ως εκ τούτου, αντικατοπτρίζεται στο νέο άρθρο 7, παράγραφος 2, της πρότασης. Η τροπολογία αυτή πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με την τροποποίηση της αιτιολογικής σκέψης 11 (σύμφωνα με την τροπολογία 11), η οποία επεξηγεί το στόχο του άρθρου. Τέλος, το τρίτο μέρος της τροπολογίας 38 δεν χρειάζεται να ληφθεί υπόψη στο άρθρο 7, καθώς το σχετικό θέμα (υποχρέωση για τους παρόχους υπηρεσιών να πληροφορούν τους πελάτες τους για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα) αντιμετωπίζεται ήδη στις οδηγίες περί της προστασίας των δεδομένων. Εντούτοις, προκειμένου να καταστεί σαφές ότι οι οδηγίες περί προστασίας των δεδομένων εφαρμόζονται εξ ολοκλήρου στο ηλεκτρονικό εμπόριο, προστέθηκε μια νέα αιτιολογική σκέψη (αιτιολογική σκέψη 6α).

Άρθρο 11

· Το άρθρο 11, παράγραφος 1, τροποποιήθηκε προκειμένου να αποσαφηνιστούν και να απλοποιηθούν τα καθορισμένα κριτήρια για τον προσδιορισμό της χρονικής στιγμής της σύναψης ορισμένων συμβάσεων σε απευθείας σύνδεση, όπως απαιτείται από την τροπολογία 42.

· Στο άρθρο 11, παράγραφος 2, προστέθηκαν οι όροι «πραγματικά και προσιτά» καθώς και μια αναφορά στην ανάγκη να διατίθενται μέσα για τη διόρθωση σφαλμάτων ηλεκτρονικού χειρισμού πριν από τη σύναψη της σύμβασης. Επιπλέον, προστέθηκε μια αναφορά στη δυνατότητα να αναπαράγεται η σύμβαση από τον καταναλωτή. Οι τροποποιήσεις αυτές αντικατοπτρίζουν την τροπολογία 73.

2.3. Τροπολογίες ή μέρη τροπολογιών που απερρίφθησαν

Η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αποδεχτεί ορισμένες τροπολογίες για έναν από τους παρακάτω λόγους:

2.3.1. Επειδή ο στόχος και η διατύπωσή τους δεν είναι αρκετά σαφείς, πράγμα που ενδέχεται να οδηγήσει σε παρερμηνείες και σε ανασφάλεια δικαίου.

Επομένως, οι τροπολογίες 8, 26 και 58 δεν έχουν ληφθεί υπόψη στην τροποποιημένη πρόταση επειδή αναφέρονται σε ένα συγκεκριμένο θέμα, όπως τα πνευματικά δικαιώματα, πράγμα που καθίσταται περιττό στο πλαίσιο της παρούσας πρότασης, η οποία είναι οριζόντιας φύσης, και ενδέχεται να οδηγήσει σε παρερμηνείες.

Οι τροπολογίες 23 και 64 δεν έγιναν δεκτές επειδή ενδέχεται να προκαλέσουν σύγχυση μεταξύ διαφόρων ειδών στόχων γενικού συμφέροντος. Οι τροπολογίες 28, 30, 39, 59 και 60, οι οποίες προτείνουν τροποποιήσεις από πλευράς διατύπωσης, δεν είναι αρκετά σαφείς ως προς το στόχο τους και ενδέχεται να οδηγήσουν σε παρερμηνείες.

2.3.2. Επειδή αντιβαίνουν στο κοινοτικό δίκαιο ή και σε άλλες κοινοτικές οδηγίες.

Τούτο ισχύει για την τροπολογία 10, η οποία θα μπορούσε να ερμηνευτεί κατά τρόπο αντίθετο προς τους κανόνες προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εμπίπτουν επίσης στην περίπτωση αυτή οι τροπολογίες που επιδιώκουν να τροποποιήσουν το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας κατά τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το ισχύον κοινοτικό πλαίσιο για τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (27 και 63).

2.3.3. Επειδή ενδέχεται να διαταράξουν την ισορροπία των συμφερόντων που προτάθηκε στην αρχική πρόταση όσον αφορά ορισμένα ζητήματα.

Τούτο ισχύει για τις τροπολογίες που αφορούν την ευθύνη των μεσαζόντων (45 έως 49, 53 και 54), που είναι ένας πολύ σημαντικός και ευαίσθητος τομέας στον οποίον καταβλήθηκε ιδιαίτερη προσπάθεια στην αρχική πρόταση, σε στενή διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, προκειμένου να επιτευχθεί μια εύλογη λύση συμβιβασμού η οποία λαμβάνει δεόντως υπόψη όλα τα διακυβευόμενα συμφέροντα. Εμπίπτουν επίσης στην περίπτωση αυτή οι τροπολογίες που αποβλέπουν στον περιορισμό των παρεκκλίσεων στο παράρτημα II της πρότασης (τροπολογίες 21 και 68).

2.3.4. Επειδή είναι υπερβολικά φιλόδοξες στο παρόν στάδιο λαμβανομένου υπόψη του επιπέδου της κοινοτικής ολοκλήρωσης.

Τούτο ισχύει για την τροπολογία 61 που αφορά την προσφυγή στη δικαιοσύνη με ηλεκτρονικά μέσα, μολονότι σε σχέση με το τελευταίο αυτό ζήτημα η Επιτροπή παραδέχεται ότι υπάρχει ανάγκη να βελτιωθούν οι δυνατότητες αποκατάστασης, ιδίως στο διασυνοριακό πλαίσιο, και εισήγαγε μια νέα αιτιολογική σκέψη 16γ σχετικά με το θέμα αυτό.

Τροποποιημένη πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ Σχετικά με ορισμένες νομικές πτυχές του ηλεκτρονικού εμπορίου στην εσωτερική αγορά

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως τα άρθρα 547, παράγραφος 2 και 66 55 καθώς και το άρθρο 100a 95,

την πρόταση της Επιτροπής [4],

[4] ΕΕ C 30, 5.2.1999, σ. 4.

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [5],

[5] ΕΕ C 169, 16.6.1999.

αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 189b 251 της Συνθήκης [6],

[6] ΕΕ C

(1) ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αποσκοπεί στη δημιουργία ολοένα στενότερων δεσμών μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και λαών και στην εξασφάλιση της οικονομικής και κοινωνικής προόδου· ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7a 14, παράγραφος 2 της Συνθήκης, η εσωτερική αγορά αποτελεί ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίο είναι εξασφαλισμένη η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών καθώς και η ελευθερία της εγκατάστασης· ότι η ανάπτυξη των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών στο χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα είναι βασικό μέσο για την κατάργηση των φραγμών που χωρίζουν τους ευρωπαϊκούς λαούς·

(2) ότι η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου στην κοινωνία των πληροφοριών προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες απασχόλησης στην Κοινότητα, ιδίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, και ότι θα διευκολύνει την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων καθώς και τις επενδύσεις στην καινοτομία, και ότι δύναται επίσης να αυξάνει την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο καθένας θα έχει πρόσβαση στο Internet·

(2α) ότι το κοινοτικό δίκαιο και τα χαρακτηριστικά της κοινοτικής έννομης τάξης αποτελούν στοιχείο ζωτικής σημασίας για να επιτραπεί στους ευρωπαίους πολίτες και επιχειρηματίες να εκμεταλλευτούν πλήρως, ανεξαρτήτως των συνόρων, τις ευκαιρίες που προσφέρει το ηλεκτρονικό εμπόριο· ότι επομένως η παρούσα οδηγία έχει ως στόχο να εξασφαλίσει υψηλό επίπεδο ολοκλήρωσης της νομοθεσίας, σε κοινοτικό επίπεδο, προκειμένου να εγκαθιδρύσει έναν πραγματικό χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα για τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών·

(2β) ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών μπορεί σε πολλές περιπτώσεις να αντικατοπτρίζει στο κοινοτικό δίκαιο κατά τρόπο συγκεκριμένο μια γενικότερη αρχή, ήτοι την ελευθερία έκφρασης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, της Σύμβασης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, την οποία έχουν επικυρώσει όλα τα κράτη μέλη· ότι, για το λόγο αυτό, οι οδηγίες που καλύπτουν την παροχή υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών πρέπει να εξασφαλίζουν ότι μπορεί κανείς να επιδίδεται στην εν λόγω δραστηριότητα ελεύθερα υπό το φως του ως άνω άρθρου, με μόνη προϋπόθεση τους περιορισμούς που ορίζει η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου και το άρθρο 46, παράγραφος 1, της Συνθήκης·

(2γ) ότι ο ορισμός της υπηρεσίας της κοινωνίας των πληροφοριών υπάρχει ήδη στο κοινοτικό δίκαιο, στην οδηγία 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1998 για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών [7], όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 1998 [8]· ότι η οδηγία 98/84/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Νοεμβρίου 1998 για τη νομική προστασία των υπηρεσιών που βασίζονται ή συνίστανται στην παροχή πρόσβασης υπό όρους [9] παραπέμπει ήδη στον ορισμό που παρέχεται στην οδηγία 98/34· ότι ο εν λόγω ορισμός καλύπτει κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, εξ αποστάσεως, μέσω δικτύων, μέσω ηλεκτρονικών εξοπλισμών επεξεργασίας (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης) και αποθήκευσης δεδομένων, και κατόπιν ατομικού αιτήματος του αποδέκτη της υπηρεσίας· ότι οι υπηρεσίες που περιέχονται στον ενδεικτικό κατάλογο του παραρτήματος V της οδηγίας 98/34/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/48/ΕΚ, οι οποίες δεν συνεπάγονται επεξεργασία και αποθήκευση των δεδομένων. δεν καλύπτονται από τον εν λόγω ορισμό·

[7] ΕΕ L 204, 21.7.1998, σ. 37.

[8] ΕΕ L 217, 5.8.1998, σ. 18.

[9] ΕΕ L 320, 28.11.1998, σ. 54.

(3) ότι οι υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών καλύπτουν μεγάλη ποικιλία οικονομικών δραστηριοτήτων, οι οποίες μπορούν να συνίστανται, συγκεκριμένα, στην πώληση εμπορευμάτων σε απευθείας σύνδεση (online)· ότι δεν πρόκειται αποκλειστικά για υπηρεσίες που παρέχουν τη δυνατότητα σύναψης συμβάσεων σε απευθείας σύνδεση αλλά επίσης, από τη στιγμή που είναι οικονομικές δραστηριότητες, για υπηρεσίες που δεν αμείβονται από τον αποδέκτη τους, όπως είναι η παροχή πληροφοριών σε απευθείας σύνδεση ή οι εμπορικές επικοινωνίες, ή οι υπηρεσίες που παρέχουν εργαλεία για την αναζήτηση και την ανάκτηση δεδομένων και για την πρόσβαση σε δεδομένα· ότι οι υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών καλύπτουν επίσης υπηρεσίες που συνίστανται στη διαβίβαση πληροφοριών μέσω ενός δικτύου επικοινωνίας, στην παροχή πρόσβασης σε ένα δίκτυο επικοινωνίας ή στην καταχώριση πληροφοριών τις οποίες παρέχει ο αποδέκτης της υπηρεσίας· ότι η τηλεοπτική μετάδοση κατά την έννοια της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ [10] της 3ης Οκτωβρίου 1989 για το συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων και η ραδιοφωνική μετάδοση δεν αποτελούν υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών διότι δεν παρέχονται κατόπιν ατομικού αιτήματος· ότι αντιθέτως οι υπηρεσίες που διαβιβάζονται από σημείο σε σημείο, όπως το βίντεο κατ’ αίτηση ή η αποστολή εμπορικών επικοινωνιών μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αποτελούν υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών·

[10] ΕΕ L 298, 17.10.1989, σ. 23.

(4) ότι η ανάπτυξη των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών στην Κοινότητα περιορίζεται από ορισμένα νομικά εμπόδια στα οποία προσκρούει η καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και τα οποία είτε δυσχεραίνουν την άσκηση της ελευθερίας της εγκατάστασης και της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών είτε τις καθιστούν λιγότερο ελκυστικές· ότι τα εν λόγω εμπόδια έχουν να κάνουν με τις αποκλίσεις των νομοθεσιών καθώς και με την έλλειψη ασφάλειας δικαίου που χαρακτηρίζει τα εθνικά καθεστώτα που ισχύουν για τις υπηρεσίες αυτές· ότι, λόγω της απουσίας συντονισμού και προσαρμογής των νομοθεσιών που αφορούν τους συγκεκριμένους τομείς, δικαιολογείται η ύπαρξη εμποδίων σε ό,τι έχει σχέση με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ότι δεν υπάρχει ασφάλεια δικαίου όσον αφορά την έκταση στην οποία μπορούν τα κράτη μέλη να ασκήσουν έλεγχο σε υπηρεσίες που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη·

(4α) ότι είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί ότι το ηλεκτρονικό εμπόριο μπορεί να επωφεληθεί πλήρως από την εσωτερική αγορά και ότι επομένως, όπως και στην περίπτωση της οδηγίας 89/552, πρέπει να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο κοινοτικής ολοκλήρωσης·

(5) ότι θα πρέπει, σε ό,τι αφορά τους κοινοτικούς στόχους, τα άρθρα 52 43 και 59 49 της Συνθήκης και το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο, να καταργηθούν τα εμπόδια αυτά με το συντονισμό ορισμένων εθνικών νομοθεσιών, συμπεριλαμβανομένης της αποσαφήνισης των νομικών εννοιών σε κοινοτικό επίπεδο, στο βαθμό που χρειάζεται για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς· ότι η παρούσα οδηγία πραγματεύεται μόνο ορισμένα ειδικά ζητήματα που δημιουργούν προβλήματα για την εσωτερική αγορά και ως εκ τούτου είναι απολύτως συνεπής με την ανάγκη τήρησης της αρχής της επικουρικότητας όπως αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 3b 5 της Συνθήκης·

(5α) ότι, προκειμένου να εξασφαλιστούν η ασφάλεια δικαίου και η εμπιστοσύνη του καταναλωτή, η παρούσα οδηγία πρέπει να καθορίζει ένα σαφές και ομοιόμορφο γενικό πλαίσιο που να καλύπτει ορισμένες νομικές πτυχές του ηλεκτρονικού εμπορίου στην εσωτερική αγορά·

(6) ότι, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, τα μέτρα που προβλέπει η παρούσα οδηγία περιορίζονται στο ελάχιστο αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου της καλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς· ότι, εφόσον είναι απαραίτητη μια παρέμβαση σε κοινοτικό επίπεδο και προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι ο χώρος είναι πράγματι χωρίς εσωτερικά σύνορα για το ηλεκτρονικό εμπόριο, η οδηγία οφείλει να εξασφαλίζει την υψηλού επιπέδου προστασία των στόχων γενικού συμφέροντος, ιδίως την προστασία των ανηλίκων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την προστασία του καταναλωτή και της δημόσιας υγείας· ότι, σύμφωνα με το άρθρο 129 152 της Συνθήκης, η προστασία της υγείας είναι ουσιαστική συνιστώσα των άλλων πολιτικών της Κοινότητας· ότι η παρούσα οδηγία δεν θίγει το νομικό καθεστώς που εφαρμόζεται στην καθ’ αυτό παράδοση αγαθών ούτε το καθεστώς που εφαρμόζεται στην παροχή υπηρεσιών που δεν αποτελούν υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών·

(6α) ότι οι κανόνες περί της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών [11] και η οδηγία 97/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997 περί επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασίας της ιδιωτικής ζωής στον τηλεπικοινωνιακό τομέα [12], εφαρμόζονται εξ ολοκλήρου στις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών· ότι οι εν λόγω οδηγίες θεσπίζουν ήδη το κοινοτικό νομικό πλαίσιο στον τομέα των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, δεν ήταν αναγκαίο να καλύπτεται το θέμα αυτό από την παρούσα οδηγία για να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ιδιαίτερα η ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών μεταξύ των κρατών μελών· ότι η υλοποίηση και εφαρμογή της παρούσας οδηγίας πρέπει να συνάδει πλήρως με τις αρχές για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως όσον αφορά τη μη ζητηθείσα εμπορική επικοινωνία και το καθεστώς ευθύνης των μεσαζόντων· ότι η παρούσα οδηγία δεν μπορεί να αποτρέψει την ανώνυμη χρήση ανοικτών δικτύων όπως το Internet·

[11] ΕΕ L 281, 23.11.1995, σ. 31.

[12] ΕΕ L 24, 30.01.1998, σ. 1.

(7) ότι η παρούσα οδηγία δεν έχει ως στόχο να θεσπίσει ειδικούς κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου σχετικά με τη σύγκρουση νόμων και δικαιοδοσιών και επομένως εφαρμόζεται με την επιφύλαξη δεν αποτελεί υποκατάστατο των σχετικών διεθνών συμβάσεων·

(8) ότι ο έλεγχος των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών πρέπει να ασκείται στην πηγή της δραστηριότητας για να προστατεύεται αποτελεσματικά το γενικό συμφέρον και ότι γι’ αυτό το σκοπό είναι απαραίτητο να δοθούν εγγυήσεις ότι η αρμόδια αρχή θα εξασφαλίζει την προστασία του γενικού συμφέροντος όχι μόνο για τους πολίτες της χώρας της αλλά επίσης για όλους τους πολίτες της Κοινότητας· ότι, επιπλέον, για την αποτελεσματική εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών και προκειμένου να υπάρχει ασφάλεια δικαίου για τους φορείς παροχής των υπηρεσιών και για τους αποδέκτες τους, οι εν λόγω υπηρεσίες πρέπει να υπόκεινται μόνο στο νομικό καθεστώς του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο φορέας παροχής· ότι για τη βελτίωση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί με ακρίβεια η ευθύνη του κράτους μέλους καταγωγής των υπηρεσιών·

(9) ότι ο καθορισμός του τόπου εγκατάστασης του φορέα παροχής των υπηρεσιών πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου· ότι ο τόπος εγκατάστασης, όταν πρόκειται για εταιρεία που παρέχει υπηρεσίες μέσω διεύθυνσης (site) Internet, δεν βρίσκεται εκεί που είναι η τεχνολογία που υποστηρίζει την εν λόγω διεύθυνση (site) ούτε εκεί που παρέχεται πρόσβαση στην εν λόγω διεύθυνση (site)· ότι, όταν υπάρχουν περισσότεροι του ενός τόποι εγκατάστασης του ίδιου φορέα, αρμόδιο κράτος μέλος είναι εκείνο στο έδαφος του οποίου ο φορέας παροχής υπηρεσιών έχει το κέντρο των δραστηριοτήτων του· ότι, εάν υπάρχουν ιδιαίτερες δυσκολίες για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο φορέας παροχής των υπηρεσιών, προβλέπονται μηχανισμοί συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και μπορεί να συγκληθεί εκτάκτως η συμβουλευτική επιτροπή για να εξετάσει τις εν λόγω δυσκολίες·

(9α) ότι ο ορισμός του «αποδέκτη της υπηρεσίας» καλύπτει όλους τους τύπους χρήσης των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών, τόσο από άτομα που παρέχουν πληροφορίες σε ανοικτά δίκτυα όπως το Internet όσο και από άτομα που αναζητούν πληροφορίες στο Internet για ιδιωτικούς ή επαγγελματικούς λόγους·

(10) ότι οι εμπορικές επικοινωνίες είναι ουσιώδους σημασίας για τη χρηματοδότηση των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών και για την ανάπτυξη μεγάλης ποικιλίας νέων υπηρεσιών που παρέχονται δωρεάν· ότι για το συμφέρον των καταναλωτών και για την τιμιότητα των συναλλαγών, οι εμπορικές επικοινωνίες, συμπεριλαμβανομένων των εκπτώσεων, των προσφορών και των διαφημιστικών παιχνιδιών, οφείλουν να τηρούν ορισμένες υποχρεώσεις σχετικά με τη διαφάνεια και ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις ισχύουν με την επιφύλαξη της οδηγία 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [13] για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις· ότι η παρούσα οδηγία εκδίδεται με την επιφύλαξη των υφιστάμενων οδηγιών που αφορούν τις εμπορικές επικοινωνίες, ιδίως της οδηγίας 98/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [14] για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών όσον αφορά τη διαφήμιση και τη χορηγία υπέρ των προϊόντων καπνού·

[13] ΕΕ L 144, 4.6.1997, σ. 19.

[14] ΕΕ L 213, 30.7.1998, σ. 9.

(11) ότι το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/7/ΕΚ και το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997 περί επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασίας της ιδιωτικής ζωής στον τηλεπικοινωνιακό τομέα [15] αφορούν το ζήτημα της συγκατάθεσης του αποδέκτη σε ορισμένες περιπτώσεις μη ζητηθείσας εμπορικής επικοινωνίας και εφαρμόζονται εξ ολοκλήρου στις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών· ότι η αποστολή μη ζητηθεισών εμπορικών επικοινωνιών μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ενδέχεται να είναι ανεπιθύμητη για τους καταναλωτές και τους φορείς παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών και να διαταράσσει την ομαλή λειτουργία διαδραστικών δικτύων· ότι το θέμα της συγκατάθεσης του αποδέκτη ορισμένων μορφών μη ζητηθεισών εμπορικών επικοινωνιών δεν εξετάζεται από την παρούσα οδηγία, έχει όμως ήδη αντιμετωπιστεί, ειδικότερα, στην οδηγία 97/7/ΕΚ και στην οδηγία 97/66/ΕΚ· ότι, στα κράτη μέλη που επιτρέπουν τις μη ζητηθείσες εμπορικές επικοινωνίες μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, πρέπει να ενθαρρύνεται και να διευκολύνεται η ανάπτυξη κατάλληλων πρωτοβουλιών φιλτραρίσματος από τη βιομηχανία· ότι επιπλέον είναι αναγκαίο, σε κάθε περίπτωση, οι μη ζητηθείσες εμπορικές επικοινωνίες να είναι σαφώς αναγνωρίσιμες, προκειμένου να βελτιωθεί η διαφάνεια και να διευκολυνθεί η λειτουργία των εν λόγω πρωτοβουλιών της βιομηχανίας· ότι οι μη ζητηθείσες εμπορικές επικοινωνίες μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου δεν πρέπει να συνεπάγονται πρόσθετα έξοδα επικοινωνίας για τον αποδέκτη·

[15] ΕΕ L 24, 30.1.1998, σ. 1.

(12) ότι για να αρθούν τα εμπόδια στην ανάπτυξη των διασυνοριακών υπηρεσιών εντός της Κοινότητας τις οποίες θα μπορούσαν να προτείνουν οι επαγγελματίες που ασκούν νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα στο Internet είναι απαραίτητο να εξασφαλίζεται σε κοινοτικό επίπεδο η τήρηση των επαγγελματικών κανόνων, οι οποίοι προβλέπονται για την προστασία, ιδίως, του καταναλωτή ή της δημόσιας υγείας· ότι οι κώδικες δεοντολογίας σε κοινοτικό επίπεδο αποτελούν ένα προνομιούχο μέσο καθορισμού των δεοντολογικών κανόνων που εφαρμόζονται στην εμπορική επικοινωνία και ότι πρέπει κατ’ αρχήν να ενθαρρυνθεί η επεξεργασία τους ή ενδεχομένως η προσαρμογή τους παρά ο επακριβής προσδιορισμός τους στην παρούσα οδηγία· ότι οι νομοθετικά κατοχυρωμένες δραστηριότητες που καλύπτει η παρούσα οδηγία νοούνται κατά την έννοια του ορισμού που περιλαμβάνει το άρθρο 1, παράγραφος δ, της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1988 σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών [16]·

[16] ΕΕ L 19, 24.1.1989, σ. 16.

(13) ότι κάθε κράτος μέλος, οφείλει, ενδεχομένως, να προσαρμόσει τη νομοθεσία του η οποία περιέχει απαιτήσεις, ιδίως όσον αφορά τη μορφή, οι οποίες μπορούν να παρεμποδίσουν τη σύναψη συμβάσεων με ηλεκτρονικά μέσα με την επιφύλαξη παντός κοινοτικού μέτρου το οποίο θα μπορούσε να ληφθεί στον τομέα της φορολογίας σε σχέση με την ηλεκτρονική έκδοση τιμολογίου· ότι η εξέταση των νομοθεσιών που χρειάζονται την εν λόγω προσαρμογή πρέπει να γίνει συστηματικά και να αφορά όλα τα στάδια και τις πράξεις που περιλαμβάνει η διαδικασία σύναψης της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένης της αρχειοθέτησης της σύμβασης· ότι ως αποτέλεσμα της προσαρμογής αυτής η σύναψη συμβάσεων με ηλεκτρονικά μέσα πρέπει να καταστεί πραγματικά και ουσιαστικά εφικτή, από νομικής πλευράς και στην πράξη· ότι το νομικό αποτέλεσμα των ηλεκτρονικών υπογραφών αποτελεί αντικείμενο της οδηγίας 99/.../ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [σχετικά με τη θέσπιση κοινού κοινοτικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές υπογραφές] [17]· ότι είναι απαραίτητο να αποσαφηνιστεί σε ποια χρονική στιγμή θεωρείται ότι συνάπτεται μια σύμβαση με ηλεκτρονικά μέσα· ότι η αποδοχή από μέρους του αποδέκτη της υπηρεσίας να συνάψει σύμβαση μπορεί να είναι η εκτέλεση μιας πληρωμής σε απευθείας σύνδεση (online)· ότι το αποδεικτικό παραλαβής από έναν φορέα παροχής υπηρεσιών μπορεί να συνίσταται στην παροχή σε απευθείας σύνδεση (online) μιας αμειβόμενης υπηρεσίας·

[17] COM(1998) 297 τελικό, 13.5.1998.

(14) ότι, μεταξύ άλλων, η οδηγία 93/13/ΕΟΚ [18] του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές και η οδηγία 97/7/ΕΚ αποτελούν ουσιώδες κεκτημένο για την προστασία του καταναλωτή κατά τη σύναψη συμβάσεων και ότι οι οδηγίες αυτές εξακολουθούν να εφαρμόζονται εξ ολοκλήρου στις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών· ότι μέρος του εν λόγω κοινοτικού κεκτημένου αποτελούν επίσης η οδηγία 84/450/ΕΟΚ [19] του Συμβουλίου της 10ης Σεπτεμβρίου 1984 για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση, όπως τροποποιήθηκε με από την οδηγία 97/55/ΕΚ [20] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 1997 για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση προκειμένου να συμπεριληφθεί η συγκριτική διαφήμιση, η οδηγία 87/102/ΕΟΚ [21] του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1986 για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν σχετικά με την καταναλωτική πίστη, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 98/7/ΕΚ [22] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998 σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη, η οδηγία 90/314/ΕΟΚ [23] του Συμβουλίου για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις, και η οδηγία 98/6/ΕΚ [24] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998 περί της προστασίας των καταναλωτών όσον αφορά την αναγραφή των τιμών των προϊόντων που προσφέρονται στους καταναλωτές· ότι η παρούσα οδηγία εκδίδεται με την επιφύλαξη της οδηγίας 98/43/ΕΚ [25] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Ιουλίου 1998 για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών όσον αφορά τη διαφήμιση και τη χορηγία υπέρ των προϊόντων καπνού, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, και άλλων οδηγιών σχετικών με την προστασία της δημόσιας υγείας, ιδίως της οδηγίας 92/28/ΕΟΚ [26] του Συμβουλίου της 31ης Μαρτίου 1992 για τη διαφήμιση των φαρμάκων που προορίζονται για ανθρώπους·

[18] ΕΕ L 95, 21.4.1993, σ. 29.

[19] ΕΕ L 250, 19.9.1984, σ. 17.

[20] ΕΕ L 290, 23.10.1997, σ. 18.

[21] ΕΕ L 42, 12.2.1987, σ. 48.

[22] ΕΕ L 101, 1.4.1998, σ. 17.

[23] ΕΕ L 158, 23.6.1998, σ. 59.

[24] ΕΕ L 80, 18.3.1998, σ. 27.

[25] ΕΕ L 213, 30.7.1998, σ. 9.

[26] ΕΕ L 113, 30.4.1992, σ. 13.

(15) ότι η εμπιστευτικότητα των ηλεκτρονικών μηνυμάτων διασφαλίζεται από το άρθρο 5 της οδηγίας 97/66/ΕΚ· ότι βάσει αυτής της οδηγίας τα κράτη μέλη οφείλουν να απαγορεύουν κάθε μορφή υποκλοπής και παρακολούθησης των εν λόγω ηλεκτρονικών μηνυμάτων από τρίτα άτομα εκτός του αποστολέα και του αποδέκτη τους και να αποφεύγουν να απαγορεύουν ή να περιορίζουν τη χρησιμοποίηση κρυπτογραφικών μεθόδων ή εργαλείων, ώστε να προστατεύεται η εμπιστευτικότητα ή να διασφαλίζεται η αυθεντικότητα των πληροφοριών που διαβιβάζονται ή αποθηκεύονται·

(16) ότι οι διαφορές των υφιστάμενων ή νεοεμφανιζόμενων εθνικών κανονιστικών διατάξεων και νομολογιών όσον αφορά την αστική και ποινική ευθύνη των φορέων παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών οι οποίοι δρουν με την ιδιότητα του μεσάζοντα εμποδίζει την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ιδίως παρεμποδίζοντας την ανάπτυξη των διασυνοριακών υπηρεσιών και δημιουργώντας στρεβλώσεις του ανταγωνισμού· ότι οι φορείς παροχής υπηρεσιών σε ορισμένες περιπτώσεις, έχουν καθήκον να δράσουν προκειμένου να αποφύγουν ή να τερματίσουν παράνομες δραστηριότητες· ότι οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να συνιστούν ικανή βάση για τη δημιουργία ταχέων και αξιόπιστων μηχανισμών με τους οποίους να μπορούν να αποσύρονται οι παράνομες πληροφορίες και να καθίσταται η πρόσβαση σε αυτές αδύνατη· ότι καλό θα ήταν οι μηχανισμοί αυτοί να εκπονούνται βάσει εθελοντικών συμφωνιών μετά από διαπραγματεύσεις μεταξύ όλων των ενδιαφερόμενων μερών και να ενθαρρύνονται από τα κράτη μέλη· ότι είναι προς το συμφέρον όλων των μερών που συμμετέχουν στην παροχή υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών να υιοθετήσουν και να εφαρμόσουν τέτοιους μηχανισμούς· ότι οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με την ευθύνη δεν αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη και στην εφαρμογή στην πράξη, από τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη, τεχνικών συστημάτων προστασίας και αναγνώρισης και τεχνικά εργαλεία επιτήρησης που κατέστησαν δυνατά από την ψηφιακή τεχνολογία εντός των ορίων που καθορίζονται από τις οδηγίες 95/46/ΕΚ και 97/66/ΕΚ·

(16α) ότι είναι σημαντικό η οδηγία .../.../ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία των πληροφοριών [27] και η παρούσα οδηγία να τεθούν σε ισχύ βάσει παρόμοιου χρονοδιαγράμματος, προκειμένου να εγκαθιδρυθεί ένα σαφές κανονιστικό πλαίσιο όσον αφορά το ζήτημα της ευθύνης των μεσαζόντων για παραβιάσεις δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων σε κοινοτικό επίπεδο·

[27] COM(1999) 250 τελικό, 21.5.1999.

(16β) ότι η παρούσα οδηγία εξισορροπεί τα διάφορα διακυβευόμενα συμφέροντα και θεσπίζει αρχές επί των οποίων μπορούν να βασιστούν οι συμφωνίες και τα πρότυπα της βιομηχανίας·

(16γ) ότι η πραγματική άσκηση των ελευθεριών που παρέχει η εσωτερική αγορά απαιτεί να εξασφαλίζεται στα θύματα αποτελεσματική πρόσβαση σε μέσα διακανονισμού των διαφορών· ότι οι ζημίες που δύνανται να προκύψουν σε σχέση με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών χαρακτηρίζονται ταυτόχρονα από την ταχύτητα και τη γεωγραφική τους έκταση· ότι λόγω της ιδιαιτερότητας αυτής και της ανάγκης να εξασφαλιστεί ότι οι εθνικές αρχές δεν εκθέτουν σε κίνδυνο την αμοιβαία εμπιστοσύνη που πρέπει να υπάρχει μεταξύ τους, η παρούσα οδηγία απαιτεί από τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε να είναι διαθέσιμα κατάλληλα μέσα έννομης προστασίας· ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να εξετάσουν την ανάγκη της παροχής πρόσβασης σε δικαστικές διαδικασίες με κατάλληλα ηλεκτρονικά μέσα·

(17) ότι κάθε κράτος μέλος οφείλει, ενδεχομένως, να προσαρμόσει τη νομοθεσία του εφόσον ενδέχεται αυτή να παρεμποδίσει τη χρήση μηχανισμών εξώδικης επίλυσης των διαφορών με τα κατάλληλα ηλεκτρονικά μέσα· ότι η προσαρμογή πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται πραγματικά και ουσιαστικά εφικτή η λειτουργία παρόμοιων μηχανισμών, τόσο από νομικής πλευράς όσο και στην πράξη, ακόμη και σε διασυνοριακές καταστάσεις· ότι τα όργανα εξώδικης επίλυσης των διαφορών κατανάλωσης οφείλουν να τηρούν ορισμένες θεμελιώδεις αρχές που εξηγούνται στη σύσταση 98/257/ΕΚ της Επιτροπής της 30ής Μαρτίου 1998 σχετικά με τις αρχές που διέπουν τα αρμόδια όργανα για την εξώδικη επίλυση των διαφορών κατανάλωσης [28]·

[28] ΕΕ L 115, 17.4.1998, σ. 31.

(17α) ότι στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, παρά τον κανόνα περί ελέγχου στην πηγή των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών, θα φαινόταν θεμιτή υπό ορισμένες συνθήκες η λήψη μέτρων από τα κράτη μέλη προς περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών· ότι, ωστόσο, τα εν λόγω μέτρα πρέπει να συνάδουν με το κοινοτικό δίκαιο και να επιβάλλονται για την επίτευξη ενός από τους εξής επιδιωκόμενους στόχους δημόσιου συμφέροντος: δημόσια τάξη, ιδίως προστασία των ανηλίκων, ή καταπολέμηση παντός είδους προτροπής στο μίσος λόγω φυλής, φύλου, θρησκείας ή εθνικότητας, προστασία της δημόσιας υγείας, δημόσια ασφάλεια και προστασία των καταναλωτών· ότι τα εν λόγω μέτρα πρέπει να είναι αυστηρά ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο στόχο και δεν πρέπει να βαίνουν πέραν των επιβαλλόμενων προς την επίτευξη του στόχου αυτού·

(18) ότι είναι απαραίτητο να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ορισμένες δραστηριότητες, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών δεν μπορεί να εξασφαλιστεί βάσει της Συνθήκης ή βάσει του υφιστάμενου παράγωγου κοινοτικού δικαίου· ότι ο αποκλεισμός αυτός ισχύει με την επιφύλαξη της εφαρμογής, ενδεχομένως, νομοθετικών μέσων που μπορεί να είναι απαραίτητα για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς· ότι η φορολογία, ιδίως ο φόρος προστιθέμενης αξίας, που επιβάλλεται σε μεγάλο αριθμό υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στην παρούσα οδηγία, πρέπει να αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και ότι για το σκοπό αυτό η Επιτροπή έχει επίσης την πρόθεση να διευρύνει την εφαρμογή της φορολόγησης στην πηγή σε ό,τι αφορά την παροχή υπηρεσιών εντός της ενιαίας αγοράς, προκειμένου να εξασφαλίζεται η συνοχή της σφαιρικής προσέγγισης·

(19) ότι, σε ό,τι αφορά την παρέκκλιση από την παρούσα οδηγία σχετικά με τις συμβατικές υποχρεώσεις στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές, αυτές πρέπει να ερμηνεύονται σαν να περιέχουν τις πληροφορίες που αφορούν τα ουσιώδη στοιχεία του περιεχομένου της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των καταναλωτών, που επηρεάζουν καθοριστικά την απόφαση σύναψης της σύμβασης·

(20) ότι η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε υπηρεσίες που παρέχονται από φορείς οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε τρίτη εξωκοινοτική χώρα· ότι, λαμβανομένης υπόψη της παγκόσμιας διάστασης του ηλεκτρονικού εμπορίου, θα πρέπει ωστόσο να εξασφαλίζεται η συνάφεια του κοινοτικού πλαισίου με το διεθνές πλαίσιο· ότι η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των αποτελεσμάτων των συνομιλιών που διεξάγονται τώρα στα πλαίσια των διεθνών οργανισμών [μεταξύ άλλων ΠΟΕ, ΟΟΣΑ, Επιτροπής Διεθνούς Εμπορικού Δικαίου των Ηνωμένων Εθνών (UNCITRAL)] και αφορούν τις νομικές πτυχές, καθώς και των συζητήσεων στα πλαίσια του Global Business Dialogue που ξεκίνησε με βάση την ανακοίνωση της Επιτροπής της 4.2.1998 με τίτλο «Παγκοσμιοποίηση και κοινωνία των πληροφοριών - Η ανάγκη για ενισχυμένο διεθνή συντονισμό» [29]·

[29] COM(1998) 50 τελικό.

(20α) ότι, παρά την παγκόσμια φύση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, είναι αναγκαίος ο συντονισμός των εθνικών κανονιστικών μέτρων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης για να αποφευχθεί η κατάτμηση της εσωτερικής αγοράς και για να εγκαθιδρυθεί ένα κατάλληλο ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο· ότι ο εν λόγω συντονισμός αναμένεται επίσης να συμβάλει στην καθιέρωση κοινής και ισχυρής διαπραγματευτικής θέσης στα διεθνή φόρα·

(20β) ότι, για να επιτραπεί η απρόσκοπτη ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου, το νομικό πλαίσιο πρέπει να είναι σαφές και απλό, προβλεπτό και συμβατό με τους κανόνες που ισχύουν σε διεθνές επίπεδο ώστε να μην πλήττεται η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας ή να μην παρεμποδίζεται η καινοτομία στον τομέα αυτό·

(20γ) ότι, προκειμένου να λειτουργήσει πράγματι η αγορά με ηλεκτρονικά μέσα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι κυριότερες μη ευρωπαϊκές περιοχές πρέπει να προβούν σε διαβουλεύσεις μεταξύ τους ώστε να καταστούν συμβατές οι νομοθεσίες και οι διαδικασίες·

(20δ) ότι πρέπει να ενισχυθεί η συνεργασία με τις τρίτες χώρες στον τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου, ιδίως με τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες και με τους κύριους εμπορικούς εταίρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

(21) ότι, τα κράτη μέλη φροντίζουν, κατά τη μεταφορά των κοινοτικών πράξεων στο εθνικό τους δίκαιο, να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα έτσι ώστε το κοινοτικό δίκαιο να εφαρμόζεται με την ίδια αποτελεσματικότητα και αυστηρότητα όπως και το εθνικό τους δίκαιο·

(22) ότι η έκδοση της παρούσας οδηγίας δεν μπορεί να εμποδίσει τα κράτη μέλη να λάβουν υπόψη τις διάφορες κοινωνικές και πολιτισμικές επιπλοκές που συνεπάγεται η έλευση της κοινωνίας των πληροφοριών ούτε να θίξει τα μέτρα πολιτιστικής πολιτικής, ιδίως στον τομέα των οπτικοακουστικών μέσων, που ενδέχεται να λάβουν τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, λαμβάνοντας υπόψη τη γλωσσική τους ιδιομορφία, τις εθνικές και περιφερειακές ιδιομορφίες καθώς και τις πολιτιστικές τους κληρονομιές· ότι η ανάπτυξη της κοινωνίας των πληροφοριών πρέπει να εξασφαλίζει, σε κάθε περίπτωση, την πρόσβαση των ευρωπαίων πολιτών στην ευρωπαϊκή πολιτιστική κληρονομιά η οποία θα προσφέρεται σε ψηφιακό περιβάλλον·

(22α) ότι η ηλεκτρονική επικοινωνία προσφέρει στα κράτη μέλη ένα εξαιρετικό μέσο παροχής δημόσιων υπηρεσιών στον πολιτιστικό, εκπαιδευτικό και γλωσσικό τομέα·

(23) ότι το Συμβούλιο στο ψήφισμά του της 3ης Νοεμβρίου 1998 19η Ιανουαρίου 1999 για την καταναλωτική διάσταση της κοινωνίας των πληροφοριών [30] υπογράμμισε ότι η προστασία των καταναλωτών αξίζει ιδιαίτερης προσοχής στο πλαίσιό της· ότι η Επιτροπή θα εξετάσει σε ποιο βαθμό οι υφιστάμενοι κανόνες προστασίας των καταναλωτών δεν παρέχουν επαρκή προστασία σε ό,τι έχει σχέση με την κοινωνία των πληροφοριών και θα εντοπίσει ενδεχομένως τα πιθανά κενά της εν λόγω νομοθεσίας και τις πτυχές εκείνες για τις οποίες μπορεί να κριθεί αναγκαία η λήψη πρόσθετων μέτρων· ότι η Επιτροπή θα πρέπει, ενδεχομένως να υποβάλει πρόσθετες ειδικές προτάσεις για την κάλυψη των κενών που ίσως εντοπίσει·

[30] ΕΕ C 23, 28.1.1999, σ. 1.

(24) ότι η παρούσα οδηγία εκδίδεται με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2299/89 του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1989 για την θέσπιση κώδικα συμπεριφοράς για τα ηλεκτρονικά συστήματα κράτησης θέσεων [31], όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3089/93 [32]·

[31] ΕΕ L 220, 29.7.1989, σ. 1.

[32] ΕΕ L 278, 11.11.1993, σ. 1.

(25) ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2027/97 [33] του Συμβουλίου για την ευθύνη του αερομεταφορέως σε περίπτωση ατυχήματος και η σύμβαση της Βαρσοβίας της 12ης Οκτωβρίου 1929 προβλέπουν διάφορες υποχρεώσεις για τους αερομεταφορείς όσον αφορά την παροχή πληροφοριών στους επιβάτες τους, μεταξύ άλλων, σχετικά με την ευθύνη του αερομεταφορέα· ότι η οδηγία εκδίδεται με την επιφύλαξη των απαιτήσεων των δύο αυτών μέσων·

[33] ΕΕ L 285, 17.10.1997, σ. 1.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Κεφάλαιο I – Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1 – Στόχος και πεδίο εφαρμογής

1. Η παρούσα οδηγία έχει ως στόχο να εξασφαλίσει την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ιδίως την ελεύθερη κυκλοφορία, μεταξύ κρατών μελών, των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών.

2. Η παρούσα οδηγία εξασφαλίζει την προσέγγιση, στο βαθμό που χρειάζεται για την πραγματοποίηση του στόχου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, των εθνικών διατάξεων που ισχύουν για τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών οι οποίες αφορούν το καθεστώς της εσωτερικής αγοράς, την εγκατάσταση των φορέων παροχής υπηρεσιών, τις εμπορικές επικοινωνίες, τη σύναψη συμβάσεων με ηλεκτρονικά μέσα, την ευθύνη των μεσαζόντων, τους κώδικες δεοντολογίας, τον εξώδικο διακανονισμό των διαφορών, τα μέσα έννομης προστασίας και τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών.

3. Η παρούσα οδηγία συμπληρώνει το ισχύον κοινοτικό δίκαιο που αφορά τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών με την επιφύλαξη του υφιστάμενου επιπέδου προστασίας της δημόσιας υγείας και του καταναλωτή που έχουν θεσπίσει τα κοινοτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων όσων έχουν εκδοθεί για τους σκοπούς της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.

Άρθρο 2 - Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

(α) «υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών»: κάθε υπηρεσία που παρέχεται, κατά κανόνα έναντι αμοιβής, από απόσταση, με ηλεκτρονικά μέσα και μετά από προσωπική αίτηση ενός αποδέκτη υπηρεσιών·

για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού νοείται ως:

– «εξ αποστάσεως»: μια υπηρεσία που παρέχεται χωρίς τα συμβαλλόμενα μέρη να είναι ταυτοχρόνως παρόντα,

– «με ηλεκτρονικά μέσα»: μια υπηρεσία που παρέχεται στην αφετηρία της και γίνεται αποδεκτή στον προορισμό της μέσω εξοπλισμών ηλεκτρονικής επεξεργασίας (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης) ή αποθήκευσης δεδομένων και η οποία παρέχεται, διαβιβάζεται και λαμβάνεται εξ ολοκλήρου μέσω τηλεφωνικής γραμμής, ραδιοφωνικής μετάδοσης, οπτικής ίνας ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα,

– «κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας ενός αποδέκτη υπηρεσιών»: μια υπηρεσία που παρέχεται με μετάδοση δεδομένων κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας.

υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 1 της οδηγίας 98/34/ΕΚ της 22ας Ιουνίου 1998 για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/48/ΕΚ της 20ής Ιουλίου 1998 [34]·

[34] ΕΕ L 204, 21.7.1998, σ. 37, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/48/ΕΚ της 20.7.1998, ΕΕ L 217, 5.8.1998, σ. 18.

(β) «φορέας παροχής υπηρεσιών»: κάθε φυσικό η νομικό πρόσωπο που παρέχει μια υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών

(γ) «εγκατεστημένος φορέας παροχής υπηρεσιών»: φορέας ο οποίος ασκεί κατά τρόπο ουσιαστικό μια οικονομική δραστηριότητα μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης για αόριστη χρονική διάρκεια. Η παρουσία και η χρήση τεχνικών μέσων και τεχνολογιών που χρησιμοποιούνται για την παροχή της υπηρεσίας δεν αποτελούν εγκατάσταση του φορέα·

(δ) «αποδέκτης της υπηρεσίας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιεί, για επαγγελματικούς ή μη επαγγελματικούς σκοπούς, μια υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών, ιδίως για να αναζητήσει πληροφορίες ή για να προσφέρει πρόσβαση σε αυτές·

(ε) «εμπορικές επικοινωνίες»: όλες οι μορφές επικοινωνίας που αποσκοπούν να προωθήσουν, άμεσα ή έμμεσα, αγαθά, υπηρεσίες ή την εικόνα μιας επιχείρησης, ενός οργανισμού ή ενός προσώπου που ασκεί εμπορική, βιομηχανική ή βιοτεχνική δραστηριότητα ή δραστηριότητα ελεύθερου επαγγελματία. Δεν συνιστούν καθ’ αυτό εμπορική επικοινωνία:

- τα στοιχεία που επιτρέπουν την άμεση πρόσβαση στη δραστηριότητα της εν λόγω επιχείρησης, του οργανισμού ή του προσώπου, ιδίως το όνομα του τομέα ή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου,

- οι επικοινωνίες που αφορούν αγαθά, υπηρεσίες ή την εικόνα της εν λόγω επιχείρησης, του οργανισμού ή του προσώπου οι οποίες πραγματοποιούνται ανεξάρτητα από τη θέλησή τους, ιδίως χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα.

(στ) «καταναλωτής»: κάθε φυσικό πρόσωπο που επιδιώκει στόχους μη εντασσόμενους στο πλαίσιο της εμπορικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας.

(στ) (ζ) «συντονισμένος τομέας»: οι απαιτήσεις που ισχύουν για τους φορείς παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών και για τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών.

Άρθρο 3 – Εσωτερική αγορά

1. Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε οι υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών που παρέχει ένας φορέας εγκατεστημένος στο έδαφός του να τηρούν τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους οι οποίες αφορούν το συντονισμένο τομέα της παρούσας οδηγίας.

2. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν, για λόγος που αφορούν το συντονισμένο τομέα της παρούσας οδηγίας, να περιορίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών οι οποίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος.

3. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις διατάξεις των άρθρων 9, 10 και 11 μόνο στο βαθμό που η νομοθεσία του κράτους μέλους ισχύει βάσει των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του.

Κεφάλαιο II - Αρχές

ΤΜΗΜΑ 1 - ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ

Άρθρο 4 - Αρχή της μη αναγκαίας προηγούμενης άδειας

1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν στη νομοθεσία τους ότι η πρόσβαση στη δραστηριότητα του φορέα παροχής μιας υπηρεσίας της κοινωνίας των πληροφοριών δεν μπορεί να υπόκειται σε καθεστώς προηγούμενης χορήγησης άδειας ή σε οποιαδήποτε άλλη απαίτηση η οποία έχει ως αποτέλεσμα να εξαρτάται η εν λόγω πρόσβαση από απόφαση, μέτρα ή συγκεκριμένη συμπεριφορά μιας αρχής.

2. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των καθεστώτων έγκρισης που δεν αφορούν ειδικά και αποκλειστικά τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών ή των καθεστώτων έγκρισης που προβλέπει η οδηγία 97/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [35].

[35] ΕΕ L 117, 7.5.1997, σ. 15.

Άρθρο 5 – Γενικές πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται

1. Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 97/7/ΕΚ, τα κράτη μέλη προβλέπουν στη νομοθεσία τους ότι οι υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών πρέπει να προσφέρουν στους αποδέκτες τους και στις αρμόδιες αρχές εύκολη, άμεση και μόνιμη πρόσβαση στις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) επωνυμία του φορέα παροχής της υπηρεσίας,

(β) διεύθυνση στην οποία ο φορέας είναι εγκατεστημένος,

(γ) στοιχεία που να επιτρέπουν την ταχεία επαφή και την άμεση και ουσιαστική επικοινωνία με το φορέα παροχής της υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρονικής του διεύθυνσης,

(δ) εφόσον ο φορέας είναι εγγεγραμμένος σε εμπορικό μητρώο, το μητρώο στο οποίο είναι εγγεγραμμένος και τον αριθμό εγγραφής του σε αυτό,

(ε) εφόσον η δραστηριότητα υπόκειται σε καθεστώς αδειοδότησης, δραστηριότητες που καλύπτονται από την άδεια που έλαβε ο φορέας και στοιχεία της αρχής η οποία χορήγησε την εν λόγω άδεια,

(στ) όσον αφορά τα νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα,

- επαγγελματική ένωση ή παρόμοιο όργανο στο οποίο είναι εγγεγραμμένος ο φορέας παροχής υπηρεσιών, εφόσον είναι εγγεγραμμένος σε τέτοια ένωση ή όργανο,

- επαγγελματικό τίτλο ο οποίος του έχει χορηγηθεί στο κράτος μέλος εγκατάστασης, επαγγελματικούς κανόνες που ισχύουν στο κράτος μέλος εγκατάστασης, καθώς και κράτη μέλη στα οποία παρέχονται σε τακτική βάση οι υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών,

(ζ) εφόσον η δραστηριότητα που ασκεί ο φορέας υπόκειται σε ΦΠΑ, τον αριθμό ΦΠΑ με τον οποίο είναι εγγεγραμμένος στη φορολογική του αρχή.

2. Τα κράτη μέλη προβλέπουν στη νομοθεσία τους ότι οι τιμές όποτε οι υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών αναφέρονται σε τιμές και άλλους ουσιώδεις όρους και προϋποθέσεις, τα στοιχεία αυτά πρέπει να αναγράφονται κατά τρόπο ακριβή και μη επιδεχόμενο αντιρρήσεων και να περιλαμβάνουν όλα τα πρόσθετα έξοδα.

ΤΜΗΜΑ 2 – ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ

Άρθρο 6 – Πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται

Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 97/7/ΕΚ, τα κράτη μέλη προβλέπουν στη νομοθεσία τους ότι η εμπορική επικοινωνία οφείλει να πληροί τους ακόλουθους όρους:

(α) η εμπορική επικοινωνία πρέπει να είναι σαφώς αναγνωρίσιμη·

(β) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου γίνεται η εμπορική επικοινωνία πρέπει να είναι σαφώς αναγνωρίσιμο·

(γ) οι προσφορές όπως είναι οι εκπτώσεις, οι πριμοδοτήσεις και τα δώρα, εφόσον επιτρέπονται από το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο φορέας παροχής υπηρεσιών, πρέπει να είναι σαφώς αναγνωρίσιμες, η πρόσβαση στους όρους υπό τους οποίους μπορεί κανείς να επωφεληθεί από τις προαναφερόμενες προσφορές πρέπει να είναι εύκολη οι δε όροι να παρουσιάζονται κατά τρόπο ακριβή και μη επιδεχόμενο αντιρρήσεων·

(δ) οι διαγωνισμοί ή τα διαφημιστικά παιχνίδια, εφόσον επιτρέπονται από το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο φορέας παροχής υπηρεσιών, οφείλουν να είναι σαφώς αναγνωρίσιμα, η πρόσβαση στους όρους συμμετοχής πρέπει να είναι εύκολη, οι δε όροι να παρουσιάζονται κατά τρόπο ακριβή και μη επιδεχόμενο αντιρρήσεων.

Άρθρο 7 – Μη ζητηθείσα εμπορική επικοινωνία

1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν στη νομοθεσία τους ότι η εμπορική επικοινωνία μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου πρέπει να είναι αναγνωρίσιμη κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο αντιρρήσεων αμέσως μόλις φθάνει στον παραλήπτη.

2. Με την επιφύλαξη της οδηγίας 97/7/ΕΚ και της οδηγίας 97/66/ΕΚ, τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να εξασφαλίζεται ότι οι φορείς παροχής υπηρεσιών που αναλαμβάνουν δραστηριότητες μη ζητηθεισών εμπορικών επικοινωνιών μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου συμβουλεύονται τακτικά και τηρούν το ή τα μητρώα «αποχής» στα οποία μπορούν να εγγράφονται τα φυσικά πρόσωπα που δεν επιθυμούν να λαμβάνουν τέτοιες εμπορικές επικοινωνίες.

Άρθρο 8 – Νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα

1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν στη νομοθεσία τους η οποία αφορά την εμπορική επικοινωνία των νομοθετικά κατοχυρωμένων επαγγελμάτων ότι η παροχή υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών επιτρέπεται εφόσον τηρεί τους κανόνες του επαγγέλματος οι οποίοι διέπουν την προστασία της ανεξαρτησίας, της αξιοπρέπειας, του ήθους του επαγγέλματος καθώς και το επαγγελματικό απόρρητο και την πίστη προς τους πελάτες και τους συναδέλφους.

2. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή ενθαρρύνουν τις επαγγελματικές ενώσεις και οργανισμούς να καταρτίζουν κώδικες δεοντολογίας σε κοινοτικό επίπεδο προκειμένου να προσδιορίζουν ποιες πληροφορίες μπορούν να δοθούν στα πλαίσια της παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών, σύμφωνα με τους κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3. Εφόσον είναι απαραίτητο για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και σε ό,τι έχει σχέση με τους κώδικες δεοντολογίας που ισχύουν σε κοινοτικό επίπεδο, η Επιτροπή μπορεί να προσδιορίζει, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 23, ποιες είναι οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

ΤΜΗΜΑ 3 – ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΣΥΝΑΠΤΟΝΤΑΙ ΜΕ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ ΜΕΣΑ

Άρθρο 9 – Αντιμετώπιση των συμβάσεων που συνάπτονται με ηλεκτρονικά μέσα

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η νομοθεσία τους να καθιστά εφικτή τη σύναψη συμβάσεων με ηλεκτρονικά μέσα. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, ιδίως, ότι το νομικό καθεστώς που εφαρμόζεται στη διαδικασία σύναψης των συμβάσεων δεν εμποδίζει την ουσιαστική χρησιμοποίηση των συμβάσεων που συνάπτονται με ηλεκτρονικά μέσα ούτε οδηγεί στη στέρηση της ισχύος ή των εννόμων αποτελεσμάτων των συμβάσεων αυτών εξαιτίας του γεγονότος ότι έχουν συναφθεί με ηλεκτρονικά μέσα.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες συμβάσεις:

(α) στις συμβάσεις οι οποίες απαιτούν συμβολαιογραφικό τύπο,

(β) στις συμβάσεις οι οποίες απαιτούν, προκειμένου να έχουν νομική ισχύ, την εγγραφή τους σε μητρώο δημόσιας αρχής,

(γ) στις συμβάσεις οι οποίες εμπίπτουν στο οικογενειακό δίκαιο,

(δ) στις συμβάσεις οι οποίες εμπίπτουν στο κληρονομικό δίκαιο.

3. Ο κατάλογος των κατηγοριών συμβάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, μπορεί να τροποποιηθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 23.

4. 3. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τον πλήρη κατάλογο των κατηγοριών συμβάσεων τις οποίες καλύπτει η παρέκκλιση που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 10 – Πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται

1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν στη νομοθεσία τους ότι, εφόσον δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά τα συμβαλλόμενα μέρη που είναι επαγγελματίες, οι λεπτομέρειες κατάρτισης μιας σύμβασης με ηλεκτρονικά μέσα πρέπει να εξηγούνται από τον φορέα παροχής της υπηρεσίας κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο αντιρρήσεων πριν από τη σύναψη της σύμβασης. Οι παρεχόμενες πληροφορίες αφορούν ιδίως:

(α) τα διάφορα στάδια μέχρι τη σύναψη της σύμβασης,

(β) την αρχειοθέτηση ή μη της σύμβασης μετά τη σύναψή της και τον τρόπο πρόσβασης σε αυτήν,

(γ) τα μέσα που θα επιτρέπουν τη διόρθωση σφαλμάτων ηλεκτρονικού χειρισμού.

2. Τα κράτη μέλη προβλέπουν στη νομοθεσία τους ότι τα διάφορα στάδια μέχρι τη σύναψη της σύμβασης με ηλεκτρονικά μέσα πρέπει να οριστούν έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η απόλυτη και ενσυνείδητη συγκατάθεση των μερών.

3. Τα κράτη μέλη προβλέπουν στη νομοθεσία τους ότι, εφόσον δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά τα συμβαλλόμενα μέρη που είναι επαγγελματίες, οι φορείς παροχής υπηρεσιών πρέπει να δηλώνουν τους κώδικες δεοντολογίας στους οποίους υπόκεινται, ενδεχομένως, καθώς και τα στοιχεία που επιτρέπουν την πρόσβαση στους εν λόγω κώδικες με ηλεκτρονικά μέσα.

Άρθρο 11 -Χρονική στιγμή σύναψης της σύμβασης

1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν στη νομοθεσία τους ότι, εφόσον δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά τα συμβαλλόμενα μέρη που είναι επαγγελματίες και εφόσον ζητείται από έναν αποδέκτη υπηρεσίας να εκφράσει τη συγκατάθεσή του χρησιμοποιώντας τεχνολογικά μέσα, όπως επιλογή εικονιδίου με το ποντίκι, προκειμένου να αποδεχθεί την προσφορά ενός φορέα παροχής υπηρεσιών, η σύμβαση συνάπτεται όταν ο αποδέκτης της υπηρεσίας έχει λάβει από το φορέα παροχής υπηρεσιών, με ηλεκτρονικά μέσα, το αποδεικτικό παραλαβής της αποδοχής από τον αποδέκτη.

Ισχύουν οι ακόλουθες αρχές:

(α) το αποδεικτικό παραλαβής θεωρείται ότι παραλαμβάνεται όταν ο αποδέκτης της υπηρεσίας μπορεί να έχει πρόσβαση σ’ αυτό·

(β) ο φορέας παροχής υπηρεσιών υποχρεούται να αποστέλλει το αποδεικτικό παραλαβής κατευθείαν.

(α) η σύμβαση συνάπτεται όταν ο αποδέκτης της υπηρεσίας:

- έχει λάβει, με ηλεκτρονικά μέσα από τον φορέα παροχής της υπηρεσίας το αποδεικτικό παραλαβής της αποδοχής της υπηρεσίας από τον αποδέκτη και

- έχει επιβεβαιώσει την παραλαβή του αποδεικτικού παραλαβής·

(β) το αποδεικτικό παραλαβής θεωρείται ότι παραλαμβάνεται και η επιβεβαίωση ότι γίνεται όταν τα μέρη στα οποία απευθύνονται μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτά 7

(γ) το αποδεικτικό παραλαβής του φορέα παροχής και η επιβεβαίωση του αποδέκτη πρέπει να αποστέλλονται το ταχύτερο δυνατόν.

2. Τα κράτη μέλη προβλέπουν στη νομοθεσία τους ότι, εφόσον δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά τα συμβαλλόμενα μέρη που είναι επαγγελματίες, ο φορέας παροχής οφείλει να θέσει στη διάθεση του αποδέκτη της υπηρεσίας πραγματικά και προσιτά κατάλληλα μέσα που θα του επιτρέψουν να αντιληφθεί και να διορθώσει τα λάθη του κατά τον ηλεκτρονικό χειρισμό και τις ακούσιες συναλλαγές πριν από τη σύναψη της σύμβασης. Οι όροι και οι γενικές υποχρεώσεις της σύμβασης που παρέχονται στον καταναλωτή πρέπει να διατίθενται κατά τρόπο που να επιτρέπει την αποθήκευση και την αναπαραγωγή τους.

ΤΜΗΜΑ 4 - ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΜΕΣΑΖΟΝΤΩΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Άρθρο 12 – Απλή μεταφορά («mere conduit»)

1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν στη νομοθεσία τους ότι σε περίπτωση παροχής μιας υπηρεσίας της κοινωνίας των πληροφοριών η οποία συνίσταται στη μετάδοση πληροφοριών που παρέχει ο αποδέκτης της υπηρεσίας σε ένα δίκτυο επικοινωνιών, ή στην παροχή πρόσβασης στο δίκτυο επικοινωνιών, δεν υφίσταται ευθύνη του φορέα παροχής μιας τέτοιας υπηρεσίας όσον αφορά τις μεταδιδόμενες πληροφορίες, παρά μόνο στο πλαίσιο αγωγής παραλείψεως, υπό τον όρο ότι ο φορέας παροχής υπηρεσιών:

(α) δεν αποτελεί την αφετηρία της μετάδοσης των πληροφοριών,

(β) δεν επιλέγει τον αποδέκτη της μετάδοσης, και

(γ) δεν επιλέγει και δεν τροποποιεί τις πληροφορίες που αποτελούν το αντικείμενο της μετάδοσης.

2. Οι δραστηριότητες μετάδοσης και παροχής πρόσβασης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν την αυτόματη, ενδιάμεση και προσωρινή αποθήκευση των μεταδιδόμενων πληροφοριών, στο βαθμό που η εν λόγω αποθήκευση εξυπηρετεί αποκλειστικά την πραγματοποίηση της μετάδοσης στο δίκτυο επικοινωνιών και ότι η διάρκειά της δεν υπερβαίνει το χρόνο που είναι ευλόγως απαραίτητος για τη μετάδοση.

Άρθρο 13 -«Caching»

Τα κράτη μέλη προβλέπουν στη νομοθεσία τους ότι σε περίπτωση παροχής μιας υπηρεσίας της κοινωνίας των πληροφοριών η οποία συνίσταται στη μετάδοση πληροφοριών που παρέχει ένας αποδέκτης υπηρεσίας σε ένα δίκτυο επικοινωνιών, δεν υφίσταται ευθύνη του φορέα παροχής της υπηρεσίας, παρά μόνο στο πλαίσιο μιας αγωγής παραλείψεως, όσον αφορά την αυτόματη, ενδιάμεση και προσωρινή αποθήκευση των πληροφοριών η οποία γίνεται με αποκλειστικό σκοπό να καταστεί αποτελεσματικότερη η μεταγενέστερη μετάδοση των πληροφοριών, μετά από αίτηση άλλων αποδεκτών της υπηρεσίας, υπό τον όρο ότι ο φορέας παροχής υπηρεσιών:

(α) δεν τροποποιεί τις πληροφορίες,

(β) τηρεί τους όρους πρόσβασης στις πληροφορίες,

(γ) τηρεί τους κανόνες που αφορούν την ενημέρωση των πληροφοριών με νέα στοιχεία, οι οποίοι συνάδουν με τα πρότυπα της βιομηχανίας,

(δ) δεν έρχεται σε σύγκρουση με την τεχνολογία, η οποία συνάδει με τα πρότυπα της βιομηχανίας και χρησιμοποιείται για την απόκτηση δεδομένων σχετικά με τη χρησιμοποίηση των πληροφοριών, και

(ε) δρα με ταχύτητα προκειμένου να αποσύρει τις πληροφορίες ή να καταστήσει την πρόσβαση σε αυτές αδύνατη, μόλις αντιληφθεί ότι:

- οι πληροφορίες έχουν αποσυρθεί από το σημείο του δικτύου στο οποίο βρίσκονταν αρχικά,

- η πρόσβαση στις πληροφορίες κατέστη αδύνατη,

- αρμόδια αρχή διέταξε την απόσυρση των εν λόγω πληροφοριών ή απαγόρευσε την πρόσβαση σε αυτές.

Άρθρο 14 - Φιλοξενία

1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν στη νομοθεσία τους ότι σε περίπτωση παροχής μιας υπηρεσίας της κοινωνίας των πληροφοριών η οποία συνίσταται στην αποθήκευση πληροφοριών που παρέχονται από έναν αποδέκτη υπηρεσίας δεν υφίσταται ευθύνη του φορέα παροχής της υπηρεσίας, παρά μόνο στο πλαίσιο μιας αγωγής παραλείψεως, για τις πληροφορίες που αποθηκεύονται μετά από αίτηση αποδέκτη της υπηρεσίας υπό τον όρο ότι:

(α) ο φορέας παροχής της υπηρεσίας δεν γνωρίζει πραγματικά ότι πρόκειται για παράνομη δραστηριότητα και ότι, σε ό,τι αφορά την αγωγή αποζημιώσεως δεν γνωρίζει τα γεγονότα ή τις περιστάσεις υπό τις οποίες εμφανίζεται η παράνομη δραστηριότητα, ή

(β) ο φορέας παροχής της υπηρεσίας, μόλις αντιληφθεί τα προαναφερθέντα, δρα με ταχύτητα προκειμένου να αποσύρει τις πληροφορίες ή να καταστήσει την πρόσβαση σε αυτές αδύνατη.

2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται όταν ο αποδέκτης της υπηρεσίας ενεργεί υπό την εξουσία ή υπό τον έλεγχο του φορέα παροχής της υπηρεσίας.

Άρθρο 15 – Απουσία υποχρέωσης ελέγχου

1. Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν στους φορείς παροχής υπηρεσιών, για την παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται στα άρθρα 12 έως 14, γενική υποχρέωση ελέγχου των πληροφοριών που μεταδίδουν ή αποθηκεύουν ούτε υποχρέωση δραστήριας αναζήτησης γεγονότων ή περιστάσεων που να δείχνουν ότι πρόκειται για παράνομες δραστηριότητες.

2. Η παράγραφος 1 ισχύει με την επιφύλαξη κάθε δραστηριότητας ελέγχου, στοχοθετημένης και προσωρινής, που ζητείται από τις εθνικές δικαστικές αρχές, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, όταν κρίνεται απαραίτητο για λόγους ασφάλειας του κράτους, άμυνας, δημόσιας ασφάλειας και για την πρόληψη, την αναζήτηση, τον εντοπισμό και τη δίωξη ποινικών παραβάσεων.

Κεφάλαιο III - Εφαρμογή

Άρθρο 16 – Κώδικες δεοντολογίας

1. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή ενθαρρύνουν:

(α) την κατάρτιση κωδίκων δεοντολογίας σε κοινοτικό επίπεδο, από τις ενώσεις ή οργανώσεις επαγγελματιών και καταναλωτών, με σκοπό να συμβάλουν στην ορθή εφαρμογή των άρθρων 5 έως 15,

(β) τη διαβίβαση των σχεδίων των κωδίκων δεοντολογίας εθνικού ή κοινοτικού επιπέδου στην Επιτροπή προκειμένου αυτή να εξετάσει κατά πόσο είναι συμβατοί οι κώδικες με το κοινοτικό δίκαιο,

(γ) τη δυνατότητα πρόσβασης με ηλεκτρονικά μέσα στους κώδικες δεοντολογίας στις κοινοτικές γλώσσες,

(δ) την ενημέρωση, εκ μέρους ενώσεων ή οργανώσεων επαγγελματιών και καταναλωτών, των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τις αξιολογήσεις της εφαρμογής των κωδίκων δεοντολογίας τους και του αντικτύπου των κωδίκων στις πρακτικές, στις συνήθειες ή στα έθιμα που αφορούν το ηλεκτρονικό εμπόριο,

(ε) την κατάρτιση κωδίκων δεοντολογίας όσον αφορά την προστασία των ανηλίκων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

2. Για τα θέματα που τις αφορούν, οι ενώσεις καταναλωτών συμμετέχουν στη διαδικασία κατάρτισης και εφαρμογής των κωδίκων δεοντολογίας που καταρτίζονται στο πλαίσιο της παραγράφου 1, στοιχείο α).

Άρθρο 17 - Εξώδικος διακανονισμός των διαφορών

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η νομοθεσία τους να επιτρέπει, σε περιπτώσεις διαφωνίας μεταξύ ενός φορέα παροχής και ενός αποδέκτη μιας υπηρεσίας της κοινωνίας των πληροφοριών, την ουσιαστική χρήση μηχανισμών εξώδικης επίλυσης και με τα κατάλληλα ηλεκτρονικά μέσα.

2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα αρμόδια όργανα εξώδικης επίλυσης των διαφορών κατανάλωσης να εφαρμόζουν, στα πλαίσια της τήρησης του κοινοτικού δικαίου, τις αρχές της ανεξαρτησίας, της διαφάνειας, της εκατέρωθεν ακρόασης, της αποτελεσματικότητας της διαδικασίας, της νομιμότητας της απόφασης, της ελευθερίας των μερών και της αντιπροσώπευσης.

3. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τα αρμόδια όργανα εξώδικης επίλυσης των διαφορών να ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τις αποφάσεις που λαμβάνουν όσον αφορά τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών και σχετικά με τις πρακτικές, τις συνήθειες ή τα έθιμα που αφορούν το ηλεκτρονικό εμπόριο.

Άρθρο 18 – Μέσα έννομης προστασίας

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι δραστηριότητες υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών να μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αποτελεσματικών μέσων έννομης προστασίας που να επιτρέπουν τη λήψη μέτρων, το ταχύτερο δυνατόν και με τη διαδικασία αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, με σκοπό την επανόρθωση της εικαζομένης παράβασης και την αποφυγή πρόκλησης περαιτέρω ζημίας στα διακυβευόμενα συμφέροντα.

2. Οι πράξεις που αντιβαίνουν στις εθνικές διατάξεις που μεταφέρουν τα άρθρα 5 έως 15 της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο και βλάπτουν τα συμφέροντα των καταναλωτών συνιστούν παραβιάσεις κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 1 της οδηγίας 98/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [36].

[36] ΕΕ L 166, 11.6.1998, σ. 51.

Άρθρο 19 – Συνεργασία μεταξύ των αρχών

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές τους να διαθέτουν τις κατάλληλες εξουσίες ελέγχου και έρευνας που απαιτούνται για την αποτελεσματική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και μεριμνούν ώστε οι φορείς παροχής υπηρεσιών να κοινοποιούν στις αρχές τις απαραίτητες πληροφορίες.

2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές τους να συνεργάζονται με τις εθνικές αρχές των άλλων κρατών μελών και ορίζουν για το σκοπό αυτό αρμόδιο για επικοινωνία του οποίου τα στοιχεία κοινοποιούν στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή.

3. Τα κράτη μέλη παρέχουν το συντομότερο δυνατό τη συνδρομή και τις πληροφορίες που ζητά η αρχή άλλου κράτους μέλους ή η Επιτροπή, ακόμα και με τα κατάλληλα ηλεκτρονικά μέσα.

4. Τα κράτη μέλη δημιουργούν στις διοικητικές τους υπηρεσίες σημεία επαφής, στα οποία υπάρχει πρόσβαση με ηλεκτρονικά μέσα, και στα οποία μπορούν να απευθυνθούν τόσο οι αποδέκτες όσο και οι φορείς παροχής υπηρεσιών προκειμένου:

(α) να λάβουν πληροφορίες για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους κατά τη σύναψη συμβάσεων,

(β) να λάβουν τα στοιχεία των αρχών, των οργανισμών ή των ενώσεων από τις οποίες οι αποδέκτες των υπηρεσιών μπορούν να πληροφορηθούν τα δικαιώματά τους και να υποβάλουν καταγγελία, και

(γ) να λάβουν συνδρομή σε περίπτωση διαφοράς.

5. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τις διοικητικές ή δικαστικές αποφάσεις που λαμβάνονται στην επικράτειά τους για την επίλυση διαφορών στα πλαίσια των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών καθώς και σχετικά με τις πρακτικές, τις συνήθειες ή τα έθιμα που αφορούν το ηλεκτρονικό εμπόριο.

6. Οι λεπτομέρειες της συνεργασίας μεταξύ εθνικών αρχών οι οποίες αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 5 προσδιορίζονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 23.

7. Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν από την Επιτροπή να συγκαλέσει εκτάκτως την επιτροπή που ορίζεται στο άρθρο 23 προκειμένου να εξετάσει τις δυσκολίες εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1.

Άρθρο 20 – Ηλεκτρονικά μέσα

Η Επιτροπή μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 23, προκειμένου να εξασφαλίσει την καλή λειτουργία των ηλεκτρονικών μέσων μεταξύ κρατών μελών τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, και στο άρθρο 19, παράγραφοι 3 και 4.

Άρθρο 21 - Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη καθορίζουν το καθεστώς των κυρώσεων που εφαρμόζονται για τις παραβιάσεις των εθνικών διατάξεων οι οποίες έχουν θεσπιστεί κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν την εφαρμογή των εν λόγω κυρώσεων. Οι εν λόγω κυρώσεις πρέπει να έχουν αποτελεσματικό, ανάλογο και αποτρεπτικό χαρακτήρα. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή το αργότερο κατά την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 24, παράγραφος 1, όπως επίσης κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση που τις αφορά, στις συντομότερες δυνατές προθεσμίες.

Κεφάλαιο IV – Εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις

Άρθρο 22 – Εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις

1. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται:

(α) στον τομέα της φορολογίας

(β) στον τομέα που καλύπτουν οι οδηγίες 95/46/ΕΚ [37] και 97/66/EΚ [38] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίουl [39];

[37] ΕΕ L 281, 23.11.1995, σ. 31.

[38] ΕΕ L 24, 30.1.98, σ.1

[39] ΕΕ L 281, 23.11.1995, σ. 31.

(γ) στις δραστηριότητες των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών που αναφέρονται στο παράρτημα Ι. Ο κατάλογος των δραστηριοτήτων μπορεί να τροποποιηθεί από την Επιτροπή βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 23.

2. Το άρθρο 3 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζεται στους τομείς που αναφέρονται στο παράρτημα II.

3. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 3, παράγραφος 2, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να λάβουν, στα πλαίσια της τήρησης του κοινοτικού δικαίου, μέτρα για τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας μιας υπηρεσίας της κοινωνίας των πληροφοριών τηρώντας τις ακόλουθες διατάξεις:

(α) τα μέτρα πρέπει:

(i) να είναι απαραίτητα για έναν από τους ακόλουθους λόγους:

- δημόσια τάξη, ιδίως προστασία των ανηλίκων, ή καταπολέμηση της προτροπής στο μίσος λόγω φυλής, φύλου, θρησκείας ή εθνικότητας,

- προστασία της υγείας,

- δημόσια ασφάλεια,

- προστασία του καταναλωτή

(ii) να στρέφονται κατά μιας υπηρεσίας της κοινωνίας των πληροφοριών η οποία βλάπτει τους στόχους που αναφέρονται στο σημείο (i) ή συνιστά σοβαρό κίνδυνο που απειλεί να βλάψει τους προαναφερόμενους στόχους·

(iii) να είναι ανάλογα ως προς τους στόχους αυτούς·

(β) το κράτος μέλος έχει προηγουμένως:

- ζητήσει από το κράτος μέλος που αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, να λάβει μέτρα και το τελευταίο δεν έλαβε μέτρα ή τα μέτρα δεν ήταν επαρκή·

- κοινοποιήσει στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο φορέας παροχής υπηρεσιών την πρόθεσή του να λάβει τέτοια μέτρα·

(γ) τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν στην νομοθεσία τους ότι σε έκτακτες περιπτώσεις οι όροι που αναφέρονται στο στοιχείο β) δεν ισχύουν. Στην περίπτωση αυτή τα μέτρα πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο φορέας παροχής υπηρεσιών το συντομότερο δυνατό μαζί με τους λόγους για τους οποίους κρίνει το κράτος μέλος ότι πρόκειται για κατάσταση έκτακτης ανάγκης·

(δ) η Επιτροπή μπορεί να αποφανθεί σχετικά με τη συμβατότητα των μέτρων με το κοινοτικό δίκαιο. Εφόσον αποφανθεί αρνητικά, το κράτος μέλος οφείλει να μη λάβει τα προβλεπόμενα μέτρα ή να παύσει επειγόντως στα μέτρα που έλαβε.

Κεφάλαιο V – Συμβουλευτική Επιτροπή και τελικές διατάξεις

Άρθρο 23 - Συμβουλευτική Επιτροπή

Η Επιτροπή επικουρείται από μια επιτροπή συμβουλευτικού χαρακτήρα την οποία αποτελούν αντιπρόσωποι των κρατών μελών και της οποίας προεδρεύει ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής.

Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην εν λόγω επιτροπή σχέδιο των μέτρων που πρόκειται να ληφθούν. Η συμβουλευτική επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό, μέσα σε προθεσμία που μπορεί να ορίσει ο πρόεδρος ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος και, αν χρειασθεί, προβαίνει σε ψηφοφορία.

Η γνώμη καταχωρείται στα πρακτικά. Επιπλέον κάθε κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να ζητήσει να καταχωρηθεί η θέση του στα πρακτικά.

Η Επιτροπή λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής και την ενημερώνει για τον τρόπο με τον οποίο έλαβε υπόψη τη γνώμη αυτή.

Άρθρο 24 – Έκθεση

1. Το αργότερο σε τρία έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας και στη συνέχεια κάθε δύο έτη η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η οποία μπορεί να συνοδεύεται ενδεχομένως από προτάσεις για την προσαρμογή της στην εξέλιξη των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών.

2. Η έκθεση εξετάζει την ανάγκη αναπροσαρμογής υπό το φως των τεχνικών και οικονομικών εξελίξεων και της νεοεμφανιζόμενης νομολογίας στα κράτη μέλη. Η έκθεση πρέπει ειδικότερα να αναλύει κατά πόσο είναι αναγκαίο να διατυπωθούν προτάσεις σχετικά με την ευθύνη των παρόχων υπερσυνδέσμων και μέσων εντοπισμού πληροφοριών, τις απαιτήσεις κοινοποίησης και τον καταλογισμό της ευθύνης που προκύπτει από την αφαίρεση περιεχομένου.

Άρθρο 25 - Μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις απαραίτητες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία σε διάστημα ενός έτους από την έναρξη ισχύος της. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 26 – Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 27 - Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Δραστηριότητες που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας

Οι δραστηριότητες των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, και δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία είναι:

- οι συμβολαιογραφικές δραστηριότητες,

- η εκπροσώπηση και η υπεράσπιση ενός πελάτη στο δικαστήριο,

- οι δραστηριότητες λαχειοφόρων αγορών, εκτός εκείνων που γίνονται στα πλαίσια εμπορικής επικοινωνίας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Οι τομείς οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 22, παράγραφος 2, στους οποίους δεν εφαρμόζεται το άρθρο 3, είναι:

- τα συγγραφικά δικαιώματα, τα συγγενικά δικαιώματα, τα δικαιώματα που προβλέπει η οδηγία 87/54/ΕΟΚ [40] και η οδηγία 96/9/ΕΟΚ [41], καθώς και τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας,

[40] Οδηγία του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1986 σχετικά με τη νομική προστασία των τοπογραφιών προϊόντων ημιαγωγών· ΕΕ L 24, 27.1.1987, σ. 36.

[41] Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 1996, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων (οδηγία των «βάσεων δεδομένων», ΕΕ L 77, 27.3.1996, σ. 20).

- η έκδοση ηλεκτρονικού νομίσματος από τα πιστωτικά ιδρύματα για τα οποία τα κράτη μέλη έχουν εφαρμόσει μια από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας ../../ΕΚ [42],

[42] Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [για την ανάληψη, άσκηση και την προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας επιχείρησης ηλεκτρονικού χρήματος].

- το άρθρο 44 παράγραφος 2 της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ [43],

[43] Οδηγία του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1985 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (OPCVM)· ΕΕ L 375, 31.12.1985, σ. 3, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 95/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ΕΕ L 168, 18.7.1995, σ. 7.

- το άρθρο 30 και ο τίτλος IV της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ [44], και ο τίτλος IV της οδηγίας 92/96/ΕΟΚ [45], τα άρθρα 7 και 8 της οδηγίας 88/357/ΕΟΚ [46] και το άρθρο 4 της οδηγίας 90/619/ΕΟΚ [47],

[44] Οδηγία του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία για την «πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής») ΕΕ L 228, 11.8.1992, σ. 1, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 95/26/ΕΚ.

[45] Οδηγία του Συμβουλίου , της 10ης Νοεμβρίου 1992, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 79/267/ΕΟΚ και 90/619/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία σχετικά με την ασφάλεια ζωής) ΕΕ L 360, 9.12.1992, σ. 1, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 95/26/ΕΚ.

[46] Δεύτερη οδηγία 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1988 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, ΕΕ L 172, 4.7.1988, σ. 1, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 92/49/ΕOΚ.

[47] Οδηγία του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 1990, για το συντονισμό των νομοθετικών κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση ζωής και τη θέσπιση διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ, ΕΕ L 330, 29.11.1990, σ. 50, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 92/96/ΕΟΚ.

- οι συμβατικές υποχρεώσεις που αφορούν τις συμβάσεις που συνάπτουν οι καταναλωτές,

- η μη ζητηθείσα εμπορική επικοινωνία μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή αντίστοιχης ατομικής επικοινωνίας.

Top