Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 51999PC0220

    Πρόταση κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας των κοινών τέκνων

    /* COM/99/0220 τελικό - CNS 99/0110 */

    ΕΕ C 247E της 31.8.1999, p. 1–10 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    51999PC0220

    Πρόταση κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας των κοινών τέκνων /* COM/99/0220 τελικό - CNS 99/0110 */

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 247 E της 31/08/1999 σ. 0001 - 0010


    Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΚ) ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας των κοινών τέκνων

    (υποβληθείσα από την Επιτροπή)

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

    Πίνακας περιεχομένων

    1. ΓΕΝΙΚΑ

    1.1. Πλαίσιο

    1.2. Διαπραγματεύσεις της Σύμβασης σχετικά με τη "διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές"

    2. ΠΡΟΤΑΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    2.1. Θέμα

    2.2. Νομική βάση

    3. ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑΣ

    4. ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

    4.1. Γενικός στόχος

    4.2. Συνέχεια

    4.3. Προσαρμογή

    4.4. Συγκριτικός πίνακας

    4.5. Σχολιασμός ανά άρθρο

    1. ΓΕΝΙΚΑ

    1.1. Πλαίσιο

    Δυνάμει του άρθρου 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ένωση θέτει ως στόχο τη διατήρηση και την ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στο πλαίσιο του οποίου εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και όπου τα υποκείμενα δικαίου μπορούν να επικαλούνται τα δικαιώματά τους απολαύοντας ίσων εγγυήσεων με εκείνες που διαθέτουν ενώπιον των δικαστηρίων της χώρας τους.

    Προκειμένου να δημιουργηθεί προοδευτικά ένας τέτοιος χώρος, η Κοινότητα θεσπίζει, μεταξύ άλλων, μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, τα οποία είναι απαραίτητα για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η ενίσχυση της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, η οποία όπως πιστεύουν πολλοί αναπτύχθηκε υπερβολικά αργά, συνιστά μια θεμελιώδη φάση της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου, ο οποίος θα έχει απτά οφέλη για όλους τους πολίτες της Ένωσης (1).

    (1) Πρόγραμμα δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής όσον αφορά την άριστη δυνατή εφαρμογή των διατάξεων της συνθήκης του ’μστερνταμ για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, σημείο 16, ΕΕ C 19, 23.1.1999.

    Μεταξύ αυτών των μέτρων, η καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς προϋποθέτει τη βελτίωση της αναγνώρισης και εκτέλεσης των αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας. Η ταχύτητα των διαδικασιών exequatur και η ασφάλεια δικαίου σε δικαστικά θέματα αποτελούν εν προκειμένω ουσιώδεις προϋποθέσεις τη στιγμή όπου αυξάνεται η δημιουργία οικογενειακών δεσμών μεταξύ προσώπων διαφορετικής ιθαγενείας ή που διαμένουν σε διαφορετικά κράτη μέλη, και η συχνότητα των επακόλουθων διαφορών.

    1.2. Διαπραγματεύσεις της Σύμβασης σχετικά με τη "διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές"

    Η ανάγκη επεξεργασίας σύμβασης που θα επεξέτεινε τη σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 στις γαμικές διαφορές που είχαν αρχικά αποκλειστεί από το καθ'ύλην πεδίο εφαρμογής της, είχε εμφανιστεί από καιρό στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Ήδη, κατά τη σύνοδό του στις 10 και 11 Δεκεμβρίου 1993, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών έκρινε ότι η έναρξη ισχύος της συνθήκης του Μάαστριχτ δημιουργούσε νέες προοπτικές για τον ευρωπαίο πολίτη, γεγονός το οποίο, κατά τη γνώμη του, επέβαλε μια συμπληρωματική εργασία σχετικά με ορισμένες πλευρές της οικογενειακής ζωής του πολίτη.

    Μετά από αυτή τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 10ης και 11ης Δεκεμβρίου 1993, η ελληνική προεδρία απηύθυνε ερωτηματολόγιο προς τα κράτη μέλη με στόχο τον καθορισμό των κατευθυντήριων γραμμών της μελλοντικής σύμβασης. Λαμβάνοντας υπόψη τις ληφθείσες απαντήσεις, καταρτίστηκε ένα συγκεφαλαιωτικό έγγραφο το οποίο χρησίμευσε ως βάση προκειμένου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου 1994 να δώσει την εντολή να ξεκινήσουν οι εργασίες για την προετοιμασία σχεδίου της σύμβασης. Κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1994, η γερμανική προεδρία παρουσίασε σχέδιο σύμβασης που αναφερόταν μόνο στο διαζύγιο, το χωρισμό και την ακύρωση του γάμου. Μεταγενέστερα αποφασίστηκε να περιληφθούν στο πεδίο της σύμβασης τα θέματα γονικής μέριμνας των κοινών τέκνων.

    Στις 28 Μαΐου 1998, το Συμβούλιο εξέδωσε την πράξη για την κατάρτιση της σύμβασης που υπογράφηκε την ίδια ημέρα από τους αντιπροσώπους όλων των κρατών μελών. Η έκδοση από το Συμβούλιο της πράξης για την κατάρτιση της σύμβασης συνοδευόταν από διάφορες δηλώσεις (2).

    (2) ΕΕ C 221, 16. 7. 1998, σ. 27.

    2. ΠΡΟΤΑΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    Δεδομένου ότι η σύμβαση της 28ης Μαΐου 1998 δεν είχε επικυρωθεί πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης του ’μστερνταμ, οι κανόνες της δεν ισχύουν. Αυτή η σύμβαση αποτελεί ένα από τα δύο μόνα επιτεύγματα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας τα οποία πραγματοποιήθηκαν υπό την επήρεια της συνθήκης του Μάαστριχτ. Αποσκοπεί στην επίλυση των πρακτικών δυσχερειών που αντιμετωπίζουν οι πολίτες στην καθημερινή ζωή τους. Η μετατροπή σε κοινοτική πράξη θα έχει κυρίως σαν αποτέλεσμα να εξασφαλίσει ότι η εφαρμογή θα γίνει σε συγκεκριμένη προθεσμία, με ομοιογενή τρόπο, και στο εγγύς μέλλον.

    2.1. Θέμα

    Η παρούσα πρόταση κανονισμού έχει ως στόχο να καταστήσει ομοιόμορφους τους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου των κρατών μελών που αφορούν τη διεθνή δικαιοδοσία καθώς και να βελτιώσει την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων των σχετικών με τη λύση του συζυγικού δεσμού και τη μέριμνα των κοινών τέκνων. Αντικαθιστά το περιεχόμενο της σύμβασης σχετικά με τη « διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές», κατοχυρώνοντας σε μεγάλο βαθμό τη συνέχεια των αποτελεσμάτων που προέκυψαν από τη διαπραγμάτευσή της. Η Επιτροπή συνεπώς επαναλαμβάνει το ουσιαστικό περιεχόμενο της εν λόγω σύμβασης υπό τη μορφή πρότασης κανονισμού.

    2.2. Νομική βάση

    Το θέμα που καλύπτεται από τη σύμβαση υπάγεται, από την έναρξη ισχύος της συνθήκης του ’μστερνταμ, στο άρθρο 65 της συνθήκης και η νομική βάση αυτής της πρότασης είναι το άρθρο 61, σημείο γ της συνθήκης ΕΚ.

    Η επιλεγείσα μορφή (ο κανονισμός) δικαιολογείται από την ανάγκη εφαρμογής, σε θέματα δικαιοδοσίας, αναγνώρισης και εκτέλεσης, κανόνων αυστηρά καθορισμένων και εναρμονισμένων, χωρίς τους οποίους δεν μπορεί να λειτουργήσει ορθά η διαμεθοριακή αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων. Οι κανόνες αυτοί, αποτελώντας ένα σύνολο επακριβών και άνευ όρων διατάξεων άμεσης, ομοιόμορφης και επιτακτικής εφαρμογής, δεν απαιτούν, λόγω της φύσης τους, δράση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών.

    Η πράξη πρέπει να εγκριθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 67 της συνθήκης, σύμφωνα με την οποία, κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου 5 ετών, το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα, βάσει προτάσεως της Επιτροπής ή κατόπιν πρωτοβουλίας κράτους μέλους και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα μέτρα που υπάγονται στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις.

    Ο νέος τίτλος IV της συνθήκης ΕΚ, στον οποίον υπάγεται το θέμα που καλύπτεται από την παρούσα πρόταση κανονισμού, δεν ισχύει για το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία, εκτός αν τα κράτη αυτά επιλέξουν να προσχωρήσουν («opt in») υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται από το πρωτόκολλο που επισυνάπτεται στη συνθήκη. Αυτά τα κράτη δήλωσαν εντούτοις, επ' ευκαιρία του Συμβουλίου "Δικαιοσύνη και Εσωτερικές Υποθέσεις" της 12ης Μαρτίου 1999, την πρόθεσή τους να συμμετέχουν πλήρως στις δραστηριότητες της Κοινότητας στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις. Εναπόκειται σε αυτά τα κράτη να κινήσουν την κατάλληλη στιγμή τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου.

    Ο τίτλος IV της συνθήκης ΕΚ δεν ισχύει επίσης για την Δανία δυνάμει του πρωτοκόλλου που την αφορά. Η Δανία δικαιούται πάντως οποτεδήποτε να ανακαλέσει την απόφαση αυτή. Μέχρι σήμερα, η Δανία δεν εξεδήλωσε την πρόθεση να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου.

    Κατά συνέπεια, η παρούσα πρόταση συντάχθηκε με βάση την ισχύουσα κατάσταση. Αν ο κανονισμός ισχύσει για κάποιο από αυτά τα κράτη μέλη, θα χρειαστεί να επέλθουν οι δέουσες τροποποιήσεις.

    3. ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑΣ

    Ποιοί είναι οι στόχοι της δράσης που προβλέπεται σε σχέση με τις υποχρεώσεις που βαρύνουν την Κοινότητα;

    Οι στόχοι της πρότασης συνίστανται στη βελτίωση και επιτάχυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των δικαστικών αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς. Αυτό εντάσσεται στον επιδιωκόμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση στόχο να αναπτύξει ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης μέσα στον οποίο να εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και τα υποκείμενα δικαίου να μπορούν να επικαλεσθούν τα δικαιώματά τους απολαύοντας ίσων εγγυήσεων με εκείνες που διαθέτουν ενώπιον των δικαστηρίων της χώρας τους. Προκειμένου να αναπτυχθεί σταδιακά αυτός ο χώρος, η Κοινότητα θεσπίζει, μεταξύ άλλων, μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις που είναι απαραίτητα για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

    Η προβλεπόμενη δράση ανταποκρίνεται στα κριτήρια της επικουρικότητας;

    Οι στόχοι της δράσης δεν μπορούν να υλοποιηθούν από τα κράτη μέλη μεμονωμένα και πρέπει ως εκ τούτου, λόγω των διασυνοριακών επιπτώσεων, να υλοποιηθούν σε κοινοτικό επίπεδο.

    Τα μέσα κοινοτικής παρέμβασης είναι ανάλογα προς τους στόχους;

    Η προτεινόμενη πράξη περιορίζεται στο ελάχιστο προαπαιτούμενο και δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτών των στόχων.

    4. ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

    4.1. Γενικός στόχος

    Ακριβώς όπως και η σύμβαση την οποία πρόκειται να αντικαταστήσει, ο κανονισμός καλύπτει ένα κενό στο καθ'ύλην πεδίο εφαρμογής της σύμβασης των Βρυξελλών του 1968, της οποίας το άρθρο 1 αποκλείει ρητά τα θέματα προσωπικής κατάστασης* εξάλλου ο κανονισμός επαναλαμβάνει τη δομή της σύμβασης καθώς και τις περισσότερες από τις θεμελιώδεις αρχές της.

    Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι:

    1) να θεσπιστούν ομοιόμορφοι και σύγχρονοι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας όσον αφορά την ακύρωση του γάμου, το διαζύγιο, και το δικαστικό χωρισμό και να διευκολυνθεί μεταξύ των κρατών μελών η ταχεία και αυτόματη αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων οι οποίες λαμβάνονται στα κράτη μέλη για τα θέματα αυτά*

    2) να θεσπιστούν ομοιόμορφοι και σύγχρονοι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας όσον αφορά τη γονική μέριμνα των κοινών τέκνων κατά τις διαδικασίες αυτές και, κατά συνέπεια, να απλουστευθούν οι διατυπώσεις για την ταχεία και αυτόματη αναγνώριση και εκτέλεση των αντίστοιχων αποφάσεων μέσω απλής διαδικασίας.

    Σημειώνεται ότι οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας είναι άμεσοι, δηλαδή πρέπει να γίνονται σεβαστοί από τον δικαστή της χώρας προέλευσης στον οποίο υποβάλλεται αίτηση εμπίπτουσα στο πεδίο του κανονισμού. Ωστόσο οι διατάξεις αυτές δεν θίγουν ούτε την κατανομή της κατά τόπον αρμοδιότητας στο πλαίσιο του κράτους μέλους, ούτε την κατάσταση των κρατών στα οποία δεν είναι ενοποιημένο το δικαστικό σύστημα.

    Τέλος σημειώνεται ότι η πρόταση κανονισμού, όπως και η σύμβαση, περιέχει ειδικά καθεστώτα (άρθρα 38 και 42).

    4.2. Συνέχεια

    Η Επιτροπή επανέλαβε σε μεγάλη έκταση το περιεχόμενο της σύμβασης, εξασφαλίζοντας κατά το μέγιστο δυνατό τη συνέχεια των εργασιών διαπραγμάτευσής της, αλλά παράλληλα αφαίρεσε τις διατάξεις που δεν συνάδουν προς τη φύση της προτεινόμενης πράξης και την πλαισίωση του τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις μετά τη συνθήκη του ’μστερνταμ.

    Λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη αντιστοιχία μεταξύ των διατάξεων της σύμβασης και εκείνων του κανονισμού, η εξέταση των διατάξεων της παρούσας πρότασης εμπνέεται από την εισηγητική έκθεση της σύμβασης, έκθεση που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 28 Μαΐου 1998 (3).

    (3) ΕΕ C 221, 16. 7. 1998, σ. 27.

    4.3. Προσαρμογή

    Εντούτοις, οι σαφείς διαφορές στη φύση των δύο πράξεων δικαιολογούν τη διαφοροποίηση του κανονισμού από το περιεχόμενο της σύμβασης σε ορισμένα σημεία:

    - η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου : αντίθετα με το άρθρο 45 της σύμβασης, ο κανονισμός δεν χρειάζεται να προσδιορίσει το ρόλο του Δικαστηρίου στο συγκεκριμένο τομέα, δεδομένων των άρθρων 220 και επόμενα της συνθήκης ΕΚ που θα εφαρμόζονται στον τομέα αυτό, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του άρθρου 68*

    - οι συμφωνίες που συμπληρώνουν ή διευκολύνουν την εφαρμογή του κανονισμού: για λόγους σαφήνειας, οι αντίστοιχες διατάξεις της σύμβασης, δηλαδή τα άρθρα 38, παράγραφος 3 και παράγραφος 4, εν μέρει, και 41, προσαρμόστηκαν και συγκεντρώθηκαν στο άρθρο 41*

    - οι επιφυλάξεις: εκ φύσεως, ο κανονισμός ισχύει άμεσα, ως προς όλα τα μέρη του, σε κάθε κράτος μέλος και δεν δέχεται επιφυλάξεις, γεγονός που οδήγησε στην κατάργηση του άρθρου 46, παράγραφος 1, αλλά ειδικά καθεστώτα: άρθρα 38, παράγραφος 2 (σκανδιναβική συμφωνία) και 42 (κονκορδάτα). Τα κράτη μέλη, τα οποία αφορούν οι δηλώσεις στις οποίες παρέπεμπε το άρθρο 46, παράγραφος 2 και 3, δηλαδή η Ιρλανδία και η Ιταλία, θα πρέπει, εφόσον συμμετέχουν στον κανονισμό και εφόσον το κρίνουν σκόπιμο, να ζητήσουν να επισυναφθεί η δήλωση αυτή στα πρακτικά του Συμβουλίου*

    - οι τυπικές διατάξεις : τα άρθρα 47, 48, 49 και 50 της σύμβασης δεν έχουν θέση σε κοινοτική πράξη. Όσον αφορά την έναρξη ισχύος του κανονισμού, τα άρθρα 249 και 254 της συνθήκης ισχύουν πλήρως. Εξάλλου, η Επιτροπή αναλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 211 της συνθήκης ΕΚ την ευθύνη να προτείνει ενδεχόμενες τροποποιήσεις των διατάξεων του κανονισμού *

    - Το άρθρο 43 που επέτρεπε την υπογραφή διμερών συμφωνιών για να μην αναγνωρίζεται απόφαση βάσει υπερβολικής δωσιδικίας έναντι υπηκόου τρίτου κράτους δεν έχει πλέον θέση σε κοινοτική πράξη. Συμφωνίες αυτού του είδους θίγουν λόγω της φύσης τους τους κανόνες κοινοτικής αναγνώρισης, και η ευχέρεια διαπραγμάτευσής τους υπάγεται, μετά τη θέσπιση του κανονισμού, στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας, χωρίς να είναι αναγκαία η ειδική αναφορά της. Για το λόγο αυτό το άρθρο 16 παράγραφος 1 και 2 και το άρθρο 43 της σύμβασης δεν περιλαμβάνονται στο κείμενο του κανονισμού.

    - λόγω της θέσης του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιρλανδίας και της Δανίας, ο κανονισμός δεν επαναλαμβάνει ορισμένες διατάξεις της σύμβασης :

    - το άρθρο 2, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες ορισμένων εσωτερικών εννόμων τάξεων, που ορίζουν εναλλακτικό κριτήριο της ιθαγενείας ή της "κατοικίας", με την έννοια που αναγνωρίζεται σε αυτό τον όρο στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ιρλανδία. Η αναφορά αυτή, ελλείψει « opt in », καταργήθηκε στο άρθρο 2, καθώς και σε όλες τις διατάξεις που παρέπεμπαν σε αυτό*

    - τα άρθρα 19 παράγραφος 2, 20 παράγραφος 2 και 27 παράγραφος 2 που περιείχαν ιδιαίτερες διατάξεις σχετικά με το Ηνωμένο Βασίλειο ή/και την Ιρλανδία*

    - στα άρθρα 21, 26, 28 και 29, τις μνείες των αρμόδιων δικαστηρίων και των ενδίκων μέσων στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία και τη Δανία*

    - το άρθρο 31 παράγραφος 2 που περιείχε ειδική διάταξη για τη Δανία.

    4.5. Συγκριτικός πίνακας

    Σύμβαση 1998 // Πρόταση Κανονισμού

    Προοίμιο // Καταργείται

    // Αιτιολογική σκέψη 1 (στόχος)

    // Αιτιολογική σκέψη 2 (αντικείμενο της πρότασης)

    // Αιτιολογική σκέψη 3 (τομέας)

    // Αιτιολογική σκέψη 4 (ενοποίηση)

    // Αιτιολογική σκέψη 5 (επικουρικότητα και αναλογικότητα)

    // Αιτιολογική σκέψη 6 (συνέχεια)

    // Αιτιολογική σκέψη 7 (πεδίο εφαρμογής)

    // Αιτιολογική σκέψη 8 (διαδικασίες)

    // Αιτιολογική σκέψη 9 (πεδίο εφαρμογής)

    // Αιτιολογική σκέψη 10 (γονική μέριμνα)

    // Αιτιολογική σκέψη 11 (κριτήρια δικαιοδοσίας)

    // Αιτιολογική σκέψη 12 (κριτήρια δικαιοδοσίας/γονική μέριμνα)

    // Αιτιολογική σκέψη 13 (απόφαση)

    // Αιτιολογική σκέψη 14 (αναγνώριση/exequatur)

    // Αιτιολογική σκέψη 15 (έρευνα της απόφασης )

    // Αιτιολογική σκέψη 16 (αναγνώριση για εγγραφή σε ληξιαρχικά βιβλία)

    // Αιτιολογική σκέψη 17 (σκανδιναβική συμφωνία)

    // Αιτιολογική σκέψη 18 (διεθνείς συνθήκες)

    // Αιτιολογική σκέψη 19 (συμφωνίες μεταξύ κρατών μελών)

    // Αιτιολογική σκέψη 20 (τροποποίηση καταλόγων δικαστηρίων και ενδίκων μέσων)

    // Αιτιολογική σκέψη 21 (επανεξέταση)

    // Αιτιολογική σκέψη 22 (κατάσταση Ηνωμένου Βασιλείου και Iρλανδίας)

    ’ρθρο 1 // ’ρθρο 1

    ’ρθρο 2 // ’ρθρο 2 (4)

    (4) Τροποποιήθηκε - βλ.ανωτέρω 4.3, 6η παύλα.

    ’ρθρο 3 // ’ρθρο 3

    ’ρθρο 4 // ’ρθρο 4

    ’ρθρο 5 // ’ρθρο 5

    ’ρθρο 6 // ’ρθρο 6

    ’ρθρο 7 // ’ρθρο 7 (5)

    (5) Τροποποιήθηκε - βλ.ανωτέρω 4.3, 6η παύλα.

    ’ρθρο 8 // ’ρθρο 8 (6)

    (6) Τροποποιήθηκε - βλ.ανωτέρω 4.3, 6η παύλα.

    ’ρθρο 9 // ’ρθρο 9

    ’ρθρο 10 // ’ρθρο 10 (7)

    (7) Τροποποιήθηκε - βλ.σχόλιο του άρθρου 10.

    ’ρθρο 11 // ’ρθρο 11

    ’ρθρο 12 // ’ρθρο 12

    ’ρθρο 13 // ’ρθρο 13

    ’ρθρο 14 // ’ρθρο 14

    ’ρθρο 15 // ’ρθρο 15

    ’ρθρο 16 (μη αναγνώριση και πραγματικές διαπιστώσεις) // ’ρθρο 16 (απαγόρευση έρευνας της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου προέλευσης) (8)

    (8) Τροποποιήθηκε - βλ.ανωτέρω 4.3, 5η παύλα.

    ’ρθρο 17 // ’ρθρο 17

    ’ρθρο 18 // ’ρθρο 18

    ’ρθρο 19 // ’ρθρο 19 (9)

    (9) Τροποποιήθηκε - βλ.ανωτέρω 4.3, 6η παύλα.

    ’ρθρο 20 // ’ρθρο 20 (10)

    (10) Τροποποιήθηκε - βλ.ανωτέρω 4.3, 6η παύλα.

    ’ρθρο 21 // ’ρθρο 21 (11)

    (11) Τροποποιήθηκε - βλ.ανωτέρω 4.3, 6η παύλα.

    ’ρθρο 22 // ’ρθρο 22

    ’ρθρο 23 // ’ρθρο 23

    ’ρθρο 24 // ’ρθρο 24

    ’ρθρο 25 // ’ρθρο 25

    ’ρθρο 26 // ’ρθρο 26 (12)

    (12) Τροποποιήθηκε - βλ.ανωτέρω 4.3, 6η παύλα.

    ’ρθρο 27 // ’ρθρο 27 (13)

    (13) Τροποποιήθηκε - βλ.ανωτέρω 4.3, 6η παύλα.

    ’ρθρο 28 // ’ρθρο 28 (14)

    (14) Τροποποιήθηκε - βλ.ανωτέρω 4.3, 6η παύλα.

    ’ρθρο 29 // ’ρθρο 29 (15)

    (15) Τροποποιήθηκε - βλ.ανωτέρω 4.3, 6η παύλα.

    ’ρθρο 30 // ’ρθρο 30

    ’ρθρο 31 // ’ρθρο 31 (16)

    (16) Τροποποιήθηκε - βλ.ανωτέρω 4.3, 6η παύλα.

    ’ρθρο 32 // ’ρθρο 32

    ’ρθρο 33 // ’ρθρο 33

    ’ρθρο 34 // ’ρθρο 34

    ’ρθρο 35 // ’ρθρο 35

    ’ρθρο 36 // ’ρθρο 36

    ’ρθρο 37 // ’ρθρο 37 (17)

    (17) Τροποποιήθηκε - βλ. σχόλιο του άρθρου 37.

    ’ρθρο 38 // ’ρθρο 38 (18)

    (18) Τροποποιήθηκε - βλ.ανωτέρω 4.3, 2η παύλα.

    ’ρθρο 39 // ’ρθρο 39

    ’ρθρο 40 // ’ρθρο 40

    ’ρθρο 41 // ’ρθρο 41 (19)

    (19) Τροποποιήθηκε - βλ.ανωτέρω 4.3, 2η παύλα.

    ’ρθρο 42 // ’ρθρο 42

    ’ρθρο 43 Μη αναγνώριση και μη εκτέλεση αποφάσεων που βασίζονται στο άρθρο 8 // (20)

    (20) Καταργήθηκε - βλ.ανωτέρω 4.3, 5η παύλα.

    ’ρθρο 44 Κράτη μέλη με δύο ή περισσότερα συστήματα δικαίου // ’ρθρο 43 Κράτη μέλη με δύο ή περισσότερα συστήματα δικαίου

    ’ρθρο 45 Δικαστήριο // (21)

    (21) Καταργήθηκε - βλ.ανωτέρω 4.3, 1η παύλα.

    ’ρθρο 46 Δηλώσεις και επιφυλάξεις // (22)

    (22) Καταργήθηκε - βλ.ανωτέρω 4.3, 3η παύλα.

    ’ρθρο 47 Έγκριση και έναρξη ισχύος // ’ρθρο 46 Έναρξη ισχύος (23)

    (23) Βλ.ανωτέρω 4.3, 4η παύλα.

    ’ρθρο 48 Προσχώρηση // καταργήθηκε (24)

    (24) Βλ.ανωτέρω 4.3, 4η παύλα.

    ’ρθρο 49 Τροποποιήσεις // ’ρθρο 44 Επανεξέταση και ’ρθρο 45 Τροποποίηση των καταλόγων των δικαστηρίων και των ενδίκων μέσων (25)

    (25) Βλ.ανωτέρω 4.3, 4η παύλα.

    ’ρθρο 50 Θεματοφύλακας και δημοσιεύσεις // καταργήθηκε (26)

    (26) Βλ.ανωτέρω 4.3, 4η παύλα.

    4.6. Σχολιασμός ανά άρθρο

    Κεφάλαιο I - Πεδίο εφαρμογής

    ’ρθρο 1

    Το άρθρο 1 ορίζει τόσο τον τύπο διαδικασιών στις οποίες εφαρμόζεται ο κανονισμός όσο και την καλυπτόμενη ύλη. Σε σχέση με τον τύπο των διαδικασιών, εκτός από τις αστικές αγωγές ενώπιον δικαστηρίου, περιλαμβάνονται και άλλες μη δικαστικές διαδικασίες που γίνονται δεκτές επί γαμικών διαφορών σε ορισμένα κράτη. Πρόκειται συγκεκριμένα, για διοικητικές διαδικασίες επίσημα αναγνωρισμένες σε ένα κράτος μέλος. Εξαιρούνται, αντίθετα, οι διαδικασίες καθαρά θρησκευτικού χαρακτήρα. Η παράγραφος 2 διευκρινίζει ότι ο όρος "δικαστήρια" περιλαμβάνει, σε όλες τις διατάξεις του κανονισμού, τις δικαστικές ή μη αρχές που είναι αρμόδιες για τις γαμικές διαφορές.

    Σε σχέση με την καλυπτόμενη ύλη, ο κανονισμός περιορίζεται στις αγωγές που αφορούν αμιγώς το συζυγικό δεσμό, δηλαδή την ακύρωση του γάμου, το διαζύγιο και το δικαστικό χωρισμό. Ως εκ τούτου, η αναγνώριση των αποφάσεων διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου θίγει μόνον τη λύση και την ακύρωση του συζυγικού δεσμού. Παρόλο που τα ζητήματα αυτά φαίνονται συνδεδεμένα με τον συζυγικό δεσμό, ο κανονισμός δεν θίγει ζητήματα όπως, μεταξύ άλλων, η υπαιτιότητα των συζύγων, οι περιουσιακές συνέπειες του γάμου ή η υποχρέωση διατροφής ή άλλα συναφή θέματα (δικαίωμα στο όνομα κ.λπ.).

    Όσον αφορά τα θέματα της γονικής μέριμνας, είναι σημαντικό να περιληφθούν στο καθ'ύλην πεδίο διότι σε ορισμένα κράτη η εθνική νομοθεσία επιβάλλει να ρυθμίζονται τα ζητήματα της γονικής μέριμνας στην απόφαση για το καθεστώς του γάμου. Ωστόσο, από τον παρόντα κανονισμό καλύπτονται αποκλειστικά τα ζητήματα της γονικής μέριμνας τα οποία συνδέονται με τη γαμική διαδικασία καθόσον αυτή εκκρεμεί. Όσον αφορά την έννοια της «γονικής μέριμνας», αυτή πρέπει να προσδιορίζεται στην έννομη τάξη του κράτους μέλους όπου κρίνεται η μέριμνα. Πάντως, εφαρμόζεται μόνο στα κοινά τέκνα, λαμβάνοντας υπόψη ότι πρόκειται για αιτήσεις σχετικές με τη γονική μέριμνα που συνδέονται στενά με την αίτηση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης.

    Η απόφαση να περιοριστεί το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, όσον αφορά τη γονική μέριμνα, στις αποφάσεις σχετικά με τα «κοινά τέκνα των συζύγων» δεν παρακωλύει, ωστόσο, να αποφασίζουν τα κράτη μέλη ότι στο μέλλον εφαρμόζουν κριτήρια δωσιδικίας ταυτόσημα προς αυτά του άρθρου 3 σε σχέση με τα «τέκνα της οικογενείας» τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στην προηγούμενη κατηγορία. Οπωσδήποτε, τα κριτήρια δωσιδικίας για αυτά τα τέκνα δεν θα θιγούν από τον κανονισμό και, ως εκ τούτου, θα είναι το εσωτερικό δίκαιο το οποίο θα διέπει την αρμοδιότητα, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε σχέση με τα προαναφερθέντα τέκνα.

    Κεφάλαιο II - Διεθνής δικαιοδοσία

    Τμήμα 1 - Γενικές διατάξεις

    ’ρθρο 2 - Διαζύγιο, δικαστικός χωρισμός και ακύρωση του γάμου

    Οι επιλεγείσες δωσιδικίες ανταποκρίνονται σε αναγκαιότητες αντικειμενικού χαρακτήρα και λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα των μερών. Εμπεριέχουν μία ευέλικτη ρύθμιση προσαρμοσμένη στην κινητικότητα των προσώπων.

    Στο άρθρο 2 περιλαμβάνονται μόνον αντικειμενικά κριτήρια, η τήρηση των οποίων υπόκειται στην έρευνα που προβλέπεται στο άρθρο 9. Επομένως, δεν είναι σωρευτικά και η κατάταξη στο στοιχείο α) ή στο στοιχείο β) δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως ιεράρχηση. Τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο αυτό είναι τα μόνα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν επί του θέματος. Πρόκειται επομένως για αποκλειστική και οριστική απαρίθμηση.

    Τα κριτήρια προσδιορισμού της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων ενός κράτους για να κρίνουν γαμικές διαφορές που εμπίπτουν στο πεδίο του κανονισμού έχουν ως αφετηρία την αρχή ότι πρέπει να υπάρχει ένας πραγματικός σύνδεσμος μεταξύ του προσώπου και ενός κράτους μέλους. Μεταξύ των κριτηρίων που αναγράφονται στο στοιχείο α) συγκαταλέγονται :

    - το κριτήριο της συνήθους διαμονής των συζύγων κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής,

    - 1το κριτήριο της τελευταίας συνήθους διαμονής των συζύγων, όταν ένας εξ αυτών εξακολουθεί να διαμένει εκεί,

    - το κριτήριο της «συνήθους διαμονής του εναγομένου»,

    - σε περίπτωση κοινής αιτήσεως, το κριτήριο του εδάφους στο οποίο βρίσκεται η συνήθης διαμονή του ενός ή του άλλου των συζύγων.

    Σε αυτά τα κριτήρια προστίθενται κατ'εξαίρεση δύο κριτήρια βασιζόμενα στο forum actoris αλλά σε συνδυασμό και με άλλες προϋποθέσεις. Έτσι, γίνονται επίσης δεκτά τα εξής:

    η δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του αιτούντος, εφόσον έχει διαμείνει στο κράτος αυτό τουλάχιστον επί ένα έτος,

    η δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του αιτούντος, εφόσον έχει διαμείνει στο κράτος αυτό τουλάχιστον κατά τους έξι μήνες που προηγούνται αμέσως της αγωγής και εφόσον το κράτος αυτό είναι το κράτος της ιθαγένειας.

    ’ρθρο 3 - Γονική μέριμνα

    Το άρθρο 3 καθορίζει τον χρόνο και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι αρχές του κράτους του οποίου τα δικαιοδοτικά όργανα είναι αρμόδια να αποφασίζουν επί γαμικών διαφορών σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 2, είναι επίσης αρμόδιες να λαμβάνουν αποφάσεις σχετικά με τη γονική μέριμνα των κοινών τέκνων των συζύγων. Προς τούτο, το άρθρο 3 εμφανίζεται διηρημένο σε τρεις παραγράφους.

    Η παράγραφος 1 καθορίζει τη διεθνή δικαιοδοσία σε θέματα σχετικά με τη γονική μέριμνα των κοινών τέκνων των συζύγων, τα οποία διαμένουν συνήθως στο κράτος μέλος του οποίου τα δικαστήρια είναι επίσης αρμόδια να αποφασίζουν επί γαμικών διαφορών. Σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει αυτό ότι πρέπει να είναι τα ίδια δικαστήρια, στο εν λόγω κράτος, τα οποία αποφασίζουν για την τύχη του γάμου και τη γονική μέριμνα: το νόημα του κανόνα είναι μόνον ότι πρόκειται για δικαστήρια του ιδίου κράτους τα οποία αποφασίζουν και για τα δύο ζητήματα.

    Στην παράγραφο 2 καθορίζονται οι προϋποθέσεις ώστε τα δικαστήρια του κράτους στο οποίο ασκείται η δικαιοδοσία επί του διαζυγίου να είναι επίσης αρμόδια να αποφασίζουν για τη γονική μέριμνα όταν το τέκνο δεν διαμένει στο εν λόγω κράτος, αλλά σε άλλο κράτος μέλος. Για την περίπτωση αυτή, η παράγραφος 2 απαιτεί σωρευτικά να ασκεί τουλάχιστον ο ένας εκ των συζύγων τη γονική μέριμνα σε σχέση με το τέκνο και η δικαιοδοσία των δικαστηρίων αυτών να έχει γίνει δεκτή από τους συζύγους και να συνάδει προς τα μείζονα συμφέροντα του τέκνου.

    Η παράγραφος 3 ορίζει πότε παύει η δικαιοδοσία που απονέμεται στις παραγράφους 1 και 2, ορίζοντας εναλλακτικώς τρεις λόγους:

    Στο στοιχείο α), περιλαμβάνεται η βασική περίπτωση σχετικά με τον τελεσίδικο χαρακτήρα της απόφασης για τη γαμική διαφορά, δηλαδή για την εν λόγω απόφαση δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί έφεση ούτε άλλης μορφής αναθεώρηση. Από της στιγμής αυτής, και με την επιφύλαξη της διάταξης του στοιχείου β), δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν οι παράγραφοι 2 και 3. Η γονική μέριμνα ρυθμίζεται επομένως από την εσωτερική νομοθεσία ή τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις.

    Σε αυτή τη λίαν γνωστή περίπτωση, και με την επιφύλαξη του επικουρικού κανόνα του στοιχείου γ), προστίθεται στο στοιχείο β) η περίπτωση κατά την οποία υφίστανται ακόμη εκκρεμείς διαδικασίες σχετικά με τη γονική μέριμνα κατά την ημερομηνία κατά την οποία καθίσταται τελεσίδικη η απόφαση σχετικά με το γάμο, υπό την έννοια ότι μια τέτοια απόφαση δεν υπόκειται σε οποιοδήποτε ένδικο μέσο. Στην περίπτωση αυτή, η δικαιοδοσία ασκείται μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία θα καταστεί τελεσίδικη η απόφαση της δίκης για τη γονική μέριμνα. Ωστόσο, η δικαιοδοσία σχετικά με τη γονική μέριμνα είναι δυνατόν να ασκείται ακόμα και αν καταστεί τελεσίδικη η απόφαση σχετικά με την αίτηση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου.

    Στο στοιχείο γ), περιλαμβάνεται επικουρική διάταξη που αφορά τις λοιπές περιπτώσεις δηλαδή όταν η δίκη τερματίζεται για άλλο λόγο (π.χ. όταν αποσύρεται η αίτηση διαζυγίου ή αποβιώσει ένας εκ των συζύγων).

    ’ρθρο 4 - Απαγωγή παιδιών

    Μεταξύ των κινδύνων, και ίσως ο μεγαλύτερος, όσον αφορά την προστασία των κοινών τέκνων στην κρίσιμη φάση του γάμου, είναι η διεθνής μετακίνηση του τέκνου εκ μέρους ενός των γονέων, με όσα προβλήματα συνεπάγεται αυτό για την ισορροπία και την προστασία του. Ο παρών κανονισμός, σε γαμικές διαφορές, είναι δυνατόν να έχει αρνητικές επιπτώσεις ως προς την επιστροφή των ανηλίκων, εάν δεν θεσπισθούν τα κατάλληλα μέτρα. Αυτή είναι η έννοια του άρθρου 4.

    Στο άρθρο αυτό περιέχεται ιδιαίτερη διάταξη περί δικαιοδοσίας. Ορίζει ότι η δικαιοδοσία που προβλέπεται στο άρθρο 3 θα ασκείται εντός των ορίων της σύμβασης της Χάγης του 1980 (27) και, ιδίως, σύμφωνα με τα άρθρα της 3 και 16. Τοιουτοτρόπως, διασφαλίζεται ως κριτήριο δικαιοδοσίας η νόμιμη συνήθης διαμονή στις περιπτώσεις όπου, συνεπεία παράνομης μετακίνησης ή κατακράτησης του παιδιού, έχει εκ των πραγμάτων παραχθεί μια μεταβολή της συνήθους διαμονής.

    (27) Σύμβαση της Χάγης της 25ης Οκτωβρίου 1980 περί των αστικών θεμάτων σχετικά με τη διεθνή απαγωγή παιδιών.

    ’ρθρο 5 - Ανταγωγή

    Το άρθρο αυτό περιέχει τη συνήθη διάταξη σχετικά με την ανταγωγή, δηλαδή απονέμεται αρμοδιότητα για τις περιπτώσεις ανταγωγής στο δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί της κύριας αγωγής, οσάκις αμφότερες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Η διάταξη αυτή πρέπει να συσχετισθεί με το άρθρο 11, προκειμένου να υπάρχει διαφοροποίηση των δύο περιπτώσεων, μολονότι εκ των πραγμάτων συχνά μπορεί να υπάρξουν ταυτόσημα αποτελέσματα.

    ’ρθρο 6 - Μετατροπή του δικαστικού χωρισμού σε διαζύγιο

    Δυνάμει ορισμένων νομοθεσιών, είναι αρκετά συχνή η μετατροπή του δικαστικού χωρισμού σε διαζύγιο. Συγκεκριμένα, σε ορισμένα κράτη ο δικαστικός χωρισμός αποτελεί προηγούμενο στάδιο απαραίτητο για την έκδοση διαζυγίου, ενώ απαιτείται συνήθως η παρέλευση ορισμένου χρονικού διαστήματος ανάμεσα στο δικαστικό χωρισμό και το διαζύγιο. Αυτή η διάκριση εντούτοις δεν υπάρχει σε άλλες νομοθεσίες.

    Για τις περιπτώσεις αυτές, σύμφωνα με τη διάταξη του κανονισμού είναι δυνατόν να εκδοθεί διαζύγιο είτε από τα δικαστήρια του κράτους του αρμοδίου δυνάμει του άρθρου 2, είτε από τα δικαστήρια του κράτους στο οποίο αποφασίσθηκε ο δικαστικός χωρισμός, υπό τον όρον βεβαίως ότι η δυνατότητα μετατροπής αυτή καθ' εαυτή δεν εξαρτάται από τον κανονισμό, αλλά πρέπει να αναγνωρίζεται από το εσωτερικό ουσιαστικό δίκαιο του εν λόγω κράτους.

    ’ρθρο 7 - Αποκλειστικός χαρακτήρας των δικαιοδοτικών βάσεων των άρθρων 2 έως 6

    Μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνον τα κριτήρια που περιέχονται στα άρθρα 2 έως 6 εναλλακτικώς και χωρίς καμιά μεταξύ τους ιεράρχηση. Ωστόσο, στο άρθρο 7 επιδιώχθηκε να δοθεί έμφαση στον αποκλειστικό χαρακτήρα που έχουν όλα τα κριτήρια των προηγούμενων άρθρων για τον προσδιορισμό της αρμοδιότητας των δικαστηρίων ενός κράτους. Πρέπει να επισημανθεί ότι ο αποκλειστικός χαρακτήρας των αρμοδιοτήτων αφορά τις γαμικές διαφορές και τα συναφή ζητήματα γονικής μέριμνας των τέκνων και ως εκ τούτου δεν θίγει τους κανόνες αρμοδιότητας σε θέματα προστασίας των ανηλίκων όταν είναι ανεξάρτητα από την έγγαμη σχέση. Ο αποκλειστικός χαρακτήρας νοείται με την επιφύλαξη των κανόνων του άρθρου 8 παράγραφος 1 και του άρθρου 38 παράγραφος 2.

    Δεδομένου ότι τα κριτήρια που καθιερώνονται στο άρθρο 2 είναι είτε η συνήθης διαμονή ενός των συζύγων, υπό τις προβλεφθείσες προϋποθέσεις, είτε η ιθαγένεια, στο άρθρο 7 προβλέπεται ότι μια αγωγή μπορεί να εγερθεί ενώπιον δικαστηρίου μόνον σύμφωνα με τους κανόνες των προηγούμενων άρθρων.

    ’ρθρο 8 - Επικουρικές δικαιοδοτικές βάσεις

    Σε σύνδεση προς τον κανόνα του άρθρου 7 (αποκλειστικός χαρακτήρας των αρμοδιοτήτων των άρθρων 2 έως 6), το παρόν άρθρο πραγματεύεται τις διατάξεις δωσιδικίας της εθνικής έννομης τάξης που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνον στα πλαίσια του παρόντος άρθρου. Για ορισμένα κράτη, όταν κάποιος από τους συζύγους διαμένει σε κράτος μη μέλος και ουδέν κριτήριο δωσιδικίας του κανονισμού συντρέχει, η αρμοδιότητα θα έπρεπε να καθορίζεται κατά το εφαρμοστέο δίκαιο του οικείου κράτους μέλους. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η περίπτωση, κάθε ενάγων που είναι υπήκοος κράτους μέλους και έχει συνήθη διαμονή στο έδαφος άλλου κράτους μέλους μπορεί να επικαλεσθεί τους εσωτερικούς κανόνες δικαιοδοσίας του εν λόγω κράτους, όπως ακριβώς οι ημεδαποί. Για να συμβεί αυτό, ο εναγόμενος δεν πρέπει αφενός να έχει συνήθη διαμονή σε ένα κράτος μέλος και αφετέρου να είναι υπήκοος κράτους μέλους.

    Οι δικαιοδοτικές αυτές βάσεις αποκλήθηκαν «επικουρικές», λαμβάνοντας υπόψη το χαρακτήρα τους και τη θέση που καταλαμβάνουν σε σχέση με τα κριτήρια δικαιοδοσίας που καθιερώνονται στον κανονισμό.

    Λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια δικαιοδοσίας των άρθρων 2 έως 6 του κανονισμού, η παράγραφος 1 θέτει το όριο μεταξύ των κριτηρίων, αποκλειστικού χαρακτήρα, που καθιερώνει ο κανονισμός και της αρχής της εφαρμογής των εσωτερικών δικαιοδοτικών κανόνων, δείχνοντας έτσι τα γεωγραφικά όρια του κανονισμού. Οι απαιτήσεις που προβλέπει η παράγραφος 2 του άρθρου 8, πρέπει να εξετασθούν κατά την ακόλουθη έννοια:

    α) σε σχέση με τον ενάγοντα, πρέπει να έχει την ιθαγένεια ενός κράτους μέλους, με συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος. Καθιερώνεται έτσι αρχή εξομοίωσης μεταξύ των πολιτών των κρατών μελών για τους σκοπούς της παραγράφου 1*

    β) σε σχέση με τον εναγόμενο, πρέπει να πληροί δύο προϋποθέσεις: αφενός, δεν πρέπει να έχει συνήθη διαμονή σε κράτος μέλος, αφετέρου, δεν πρέπει να έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους. Πρέπει να συντρέχουν και οι δύο προϋποθέσεις, διότι διαφορετικά θα προέκυπτε η κατάσταση στην οποία ζητείται η εφαρμογή ενός των κριτηρίων του άρθρου 2.

    Τμήμα 2 - Έρευνα της διεθνούς δικαιοδοσίας και του παραδεκτού

    ’ρθρο 9 - Έρευνα της διεθνούς δικαιοδοσίας

    Η έρευνα της διεθνούς δικαιοδοσίας στην οποία προβαίνει αυτεπαγγέλτως ο δικαστής του κράτους προέλευσης, χωρίς παρέμβαση των διαδίκων, έχει ιδιαίτερη σημασία, λαμβανομένης υπόψη της μεγάλης διαφοράς μεταξύ των εσωτερικών ρυθμίσεων των κρατών μελών και της δυνατότητας ευελιξίας που παρέχουν οι εφαρμοστέοι κανόνες συγκρούσεως νόμων.

    ’ρθρο 10 - Έρευνα του παραδεκτού

    Το αντικείμενο αυτής της διάταξης είναι να εξασφαλισθεί το δικαίωμα άμυνας. Δεν αρκεί η έρευνα της ίδιας δικαιοδοσίας του επιληφθέντος δικαστή, που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο, αλλά απαιτείται και η θέσπιση κανόνα, ο οποίος προβλέπει την αναστολή της διαδικασίας μέχρις ότου εξακριβωθεί ότι ο εναγόμενος ήταν σε θέση να παραλάβει το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης εντός της αναγκαίας για την άμυνά του προθεσμίας ή ότι κατεβλήθη η σχετική επιμέλεια κατά το δυνατόν ταχύτερα. Σκοπός είναι να μπορέσει ο δικαστής να διαπιστώσει ότι η διεθνής δικαιοδοσία είναι βάσιμη και, συνεπώς, να αποφύγει κατά το δυνατόν πιθανές αιτίες απόρριψης της αναγνώρισης.

    Η οδηγία για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (28), θα αντικαταστήσει τις διατάξεις που περιγράφονται στο πρώτο εδάφιο, όταν μεταφερθεί από τα κράτη μέλη. Μέχρι τη μεταφορά αυτή, εφαρμόζονται οι διατάξεις της σύμβασης της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965 περί κοινοποιήσεων στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, εφόσον το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης έπρεπε να διαβιβαστεί στο εξωτερικό, κατ'εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας.

    (28) ΕΕ

    Τμήμα 3 - Εκκρεμοδικία και συναφείς αγωγές

    ’ρθρο 11 - Εκκρεμοδικία και συναφείς αγωγές

    Οι διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών στα θέματα γάμου δικαιολογούν τις τροποποιήσεις στο καθεστώς εκκρεμοδικίας που προβλέπεται από τη σύμβαση των Βρυξελλών του 1968. Ειδικότερα, το δίκαιο ορισμένων κρατών μελών αγνοεί τόσο το δικαστικό χωρισμό όσο και την ακύρωση του γάμου. Οι διαφορές αυτές θίγουν επίσης την ίδια την έννοια της εκκρεμοδικίας, η οποία ορίζεται στενότερα σε ορισμένα κράτη μέλη, όπου απαιτείται το ίδιο αντικείμενο, η ίδια αιτία και οι ίδιοι διάδικοι, από ό,τι σε άλλα, στα οποία η έννοια της εκκρεμοδικίας είναι ευρύτερη και αναφέρεται μόνον στο ίδιο αντικείμενο και τους ιδίους διαδίκους.

    Η παράγραφος 1 περιέχει τον κλασικό κανόνα «prior temporis», που εφαρμόζεται σε όλες τις διαφορές στις οποίες αναφέρεται ο κανονισμός, εφόσον έχουν το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία και τους ιδίους διαδίκους. Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος αρνητικής σύγκρουσης δικαιοδοσιών, το δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται της δεύτερης αίτησης αναστέλλει αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία έως ότου διαπιστωθεί η αρμοδιότητα του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της πρώτης αίτησης.

    Η παράγραφος 2 περιέχει διάταξη που λαμβάνει υπόψη ειδικά τις διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών τις οφειλόμενες στο ότι ορισμένα αγνοούν το δικαστικό χωρισμό, το διαζύγιο και την ακύρωση του γάμου. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στις λεγόμενες «συναφείς αγωγές» και θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «μη γνήσια εκκρεμοδικία». Προβλέπει ότι, ακόμη και εν απουσία ταυτότητας αντικειμένου και αιτίας, δύο αγωγές μεταξύ των ίδιων διαδίκων δημιουργούν κατάσταση μη γνήσιας εκκρεμοδικίας που επιτρέπει την εφαρμογή του κανόνα "prior temporis". Ωστόσο, αντίθετα από την παράγραφο 1 η οποία αφορά επίσης τη γονική μέριμνα, το πεδίο της παραγράφου 2 περιορίζεται σαφώς στο διαζύγιο, τον δικαστικό χωρισμό και την ακύρωση του γάμου.

    Στην παράγραφο 3 αναφέρονται οι συνέπειες της αποδοχής της δικαιοδοσίας εκ μέρους του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο. Ο γενικός κανόνας είναι ότι το δικαστήριο που επελήφθη της μεταγενέστερης αίτησης αποσύρεται υπέρ του πρώτου. Επίσης, περιέχεται ιδιαίτερος κανόνας ο οποίος ορίζει ότι ο ενάγων στο δεύτερο δικαστήριο μπορεί να ασκήσει αγωγή, εφόσον επιθυμεί, ενώπιον του δικαστηρίου το οποίο κρίθηκε αρμόδιο επειδή του υποβλήθηκε η αίτηση προηγουμένως.

    Επομένως, οι πρώτες λέξεις του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 «στην περίπτωση αυτή», ερμηνεύονται κατά την έννοια ότι μόνον εφόσον αποσυρθεί το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η δεύτερη αγωγή, έχει δυνατότητα ο ενάγων να ασκήσει αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου που κρίθηκε αρμόδιο επειδή η πρώτη αγωγή ασκήθηκε ενώπιόν του.

    Τμήμα 4 - Ασφαλιστικά μέτρα

    ’ρθρο 12

    Όσον αφορά τον κανόνα περί ασφαλιστικών μέτρων, σημειώνεται ότι δεν υπόκειται στους κανόνες δωσιδικίας του κανονισμού σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, αλλά βασίζεται στην εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου. Διευκρινίζεται ότι τα μέτρα αυτά μπορούν να ληφθούν σε ένα κράτος μέλος, αν δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει δικαιοδοσία για την ουσία της υποθέσεως. Επιπλέον, το άρθρο αυτό εφαρμόζεται μόνο σε επείγουσες περιπτώσεις.

    Όσον αφορά το περιεχόμενο της διάταξης, επισημαίνεται ότι τα ασφαλιστικά μέτρα, αν και μπορούν να ληφθούν σε σχέση με διαδικασίες οι οποίες περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού και εφαρμόζονται αποκλειστικά σε επείγουσες περιστάσεις, αφορούν τόσο πρόσωπα όσο και περιουσιακά στοιχεία και, ως εκ τούτου, θίγουν θέματα τα οποία δεν καλύπτονται από τον κανονισμό στην περίπτωση αγωγών οι οποίες προβλέπονται από το εσωτερικό δίκαιο. Τα ληπτέα μέτρα είναι ευρύτατα, επειδή μπορούν να αφορούν και τα πρόσωπα και τα περιουσιακά στοιχεία που ευρίσκονται στο κράτος στο οποίο λαμβάνονται τα μέτρα, πράγμα απαρίτητο όσον αφορά τις γαμικές διαφορές. Ο κανονισμός δεν αναφέρει τίποτε για την φύση των μέτρων ούτε για τη σχέση των μέτρων με την αγωγή σχετικά με το γάμο. Τα μέτρα αυτά, ως εκ τούτου θίγουν ζητήματα τα οποία δεν εμπίπτουν στο πεδίο ισχύος του κανονισμού. Ωστόσο, τα μέτρα παύουν να εφαρμόζονται όταν η αρμόδια αρχή εκδίδει απόφαση βάσει ενός εκ των κριτηρίων περί δικαιοδοσίας του κανονισμού και η απόφαση αυτή αναγνωρίζεται (ή εκτελείται) εντός του πεδίου ισχύος του κανονισμού. ’λλα μέτρα σχετικά με ζητήματα τα οποία αποκλείονται από το πεδίο ισχύος του κανονισμού, θα εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται έως ότου ληφθούν αποφάσεις από αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο π.χ. σε θέματα περιουσιακών σχέσεων.

    Ο κανών ο οποίος περιέχεται στο άρθρο αυτό περιορίζεται στον καθορισμό των εδαφικών συνεπειών στο κράτος στο οποίο λαμβάνονται τα μέτρα.

    Κεφάλαιο III - Αναγνώριση και εκτέλεση

    ’ρθρο 13 - Έννοια του όρου «απόφαση»

    Οι διατάξεις αυτού του άρθρου προσδιορίζουν την έννοια της απόφασης για τους σκοπούς της αναγνώρισης και της εκτέλεσης. Για το σκοπό αυτό, εκτός από το γενικό ορισμό της παραγράφου 1, στην παράγραφο 2 περιλαμβάνεται επίσης η διευκρίνιση ότι οι διατάξεις του τίτλου III εφαρμόζονται και στην απόφαση σχετικά με τα δικαστικά έξοδα και στον καθορισμό του ύψους των εξόδων. Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το άρθρο καλύπτει αποφάσεις δικαιοδοτικών οργάνων τα οποία μνημονεύονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

    Ο όρος «απόφαση» αναφέρεται μόνον στις θετικές αποφάσεις, δηλαδή στις αποφάσεις με τις οποίες γίνεται δεκτή η αίτηση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου.

    Σε σχέση με τις αποφάσεις περί γονικής μέριμνας οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο ισχύος του κανονισμού και υπόκεινται στους κανόνες δωσιδικίας του άρθρου 3, ορισμένες θετικές αποφάσεις μπορεί να έχουν αρνητικά αποτελέσματα ως προς την γονική μέριμνα για ένα πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο υπέρ του οποίου εξεδόθη η απόφαση. Είναι σαφές ότι μια τέτοια απόφαση εμπίπτει στο πεδίο ισχύος του κανονισμού.

    Η διευκρίνιση της έννοιας «απόφαση που αφορά τη γονική μέριμνα» εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη.

    Όσον αφορά τα έξοδα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η διάταξη του άρθρου 38 παράγραφος 1.

    Για να λάβει υπόψη τα διάφορα εθνικά συστήματα, η παράγραφος 3 εξομοιώνει «τα δημόσια έγγραφα που έχουν εκδοθεί και είναι εκτελεστά σε κράτος μέλος καθώς και τους συμβιβασμούς που καταρτίζονται ενώπιον δικαστηρίου κατά τη διάρκεια δίκης και είναι εκτελεστοί στο κράτος μέλος όπου συνήφθησαν» με τις «αποφάσεις» που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου.

    Τμήμα 1 - Αναγνώριση

    ’ρθρο 14 -Αναγνώριση αποφάσεως

    Το άρθρο αυτό ορίζει την αρχή της αυτόματης αναγνώρισης, χωρίς να απαιτείται κάποια ιδιαίτερη διαδικασία, των αποφάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 13. Η κυριότερη επίπτωση αυτής της αυτόματης αναγνώρισης είναι ότι δεν απαιτείται καμία διαδικασία για την ενημέρωση των στοιχείων των ληξιαρχικών βιβλίων σε άλλο κράτος μέλος και ότι αρκεί να έχει έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση σε άλλο κράτος μέλος. Ωσόσο, δεν πρόκειται για δικαστική αναγνώριση, αλλά για ισοδύναμη ληξιαρχική αναγνώριση.

    Το άρθρο 14 εισάγει αναμφίβολα μία σημαντική αλλαγή για τους ευρωπαίους πολίτες, εφόσον η ενημέρωση των στοιχείων των ληξιαρχικών βιβλίων είναι το συχνότερα ζητούμενο αποτέλεσμα του exequatur: μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού, η διάταξη αυτή θα οδηγήσει σε εξοικονόμηση χρόνου και χρήματος, εφόσον η ενημέρωση των στοιχείων αυτών θα γίνεται χωρίς να απαιτείται άλλη απόφαση.

    Σημειώνεται ότι η απόφαση πρέπει να είναι τελεσίδικη, δηλαδή να μην υπόκειται σε τακτικά ένδικα μέσα σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους προέλευσης.

    ’ρθρο 15 - Λόγοι μη αναγνώρισης

    Στην παράγραφο 1 περιλαμβάνονται οι λόγοι μη αναγνώρισης των αποφάσεων σχετικά με το διαζύγιο, το δικαστικό χωρισμό ή την ακύρωση του γάμου, ενώ στην παράγραφο 2 περιλαμβάνονται οι λόγοι μη αναγνώρισης των αποφάσεων σχετικά με τη γονική μέριμνα που εκδίδονται στα πλαίσια δίκης γαμικής διαφοράς. Ο λόγος αυτής της διάκρισης συνίσταται στο γεγονός ότι, ενώ και τα δύο είδη αποφάσεων συνδέονται στενά μεταξύ τους στη διαδικασία των γαμικών διαφορών, ενδέχεται να έχουν εκδοθεί από διαφορετικές αρχές σύμφωνα με την εσωτερική κατανομή των αρμοδιοτήτων στο κράτος προέλευσης. Ένας άλλος λόγος για τη διάκριση συνίσταται στο ότι το αντικείμενο της γαμικής διαδικασίας και το αντικείμενο της διαδικασίας περί γονικής ευθύνης διαφέρουν κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι λόγοι της μη αναγνώρισης δεν μπορεί να είναι οι αυτοί και στις δύο περιπτώσεις.

    Όσον αφορά την μη αναγνώριση των αποφάσεων σχετικά με το διαζύγιο, το δικαστικό χωρισμό και την ακύρωση του γάμου, ως πρώτος λόγος αναφέρεται, ως συνήθως, η πρόδηλη αντίθεση της αναγνώρισης προς τη δημόσια τάξη του κράτους μέλους όπου αυτή ζητείται. Αλλά, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το άρθρο 18 του κανονισμού απαγορεύει την επί της ουσίας αναθεώρηση της απόφασης, το άρθρο 17 απαγορεύει τη μη αναγνώριση της αλλοδαπής απόφασης βάσει του ότι το κράτος μέλος όπου ζητείται η αναγνώριση δεν δέχεται τους ίδιους λόγους διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου και το άρθρο 16 παράγραφος 3 ορίζει ότι το κριτήριο της δημόσιας τάξης δεν εφαρμόζεται στους κανόνες περί δικαστικής αρμοδιότητας.

    Η παράγραφος 1, στοιχείο β), προβλέπει τη μη αναγνώριση απόφασης σε περίπτωση ερημοδικίας, όταν η επίδοση ή κοινοποίηση δεν έχει γίνει κανονικά και έγκαιρα στον εναγόμενο ώστε να μπορεί να αμυνθεί. Ωστόσο, θα πρέπει να αναγνωρίζεται η απόφαση πράγμα το οποίο είναι και η λογική συνέπεια της εύρυθμης λειτουργίας του κανονισμού, όταν ο εναγόμενος την έχει δεχτεί κατηγορηματικά, όπως πχ. σε περίπτωση σύναψης νέου γάμου.

    Το ασυμβίβαστο της προς αναγνώριση απόφασης με άλλες αποφάσεις ρυθμίζεται σε δύο ξεχωριστές διατάξεις, οι οποίες περιλαμβάνονται, αντιστοίχως, στα στοιχεία γ) και δ) της παραγράφου 1. Δεν απαιτείται ταυτότης αιτίας και αντικειμένου.

    Το στοιχείο γ) αναφέρεται στο ασυμβίβαστο της απόφασης με άλλη απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ίδιων διαδίκων στο κράτος μέλος όπου ζητείται η αναγνώριση, ανεξάρτητα από το αν η απόφαση που έχει εκδοθεί σε αυτό το κράτος είναι προγενέστερη ή μεταγενέστερη από την απόφαση που έχει εκδοθεί στο κράτος προέλευσης της απόφασης.

    Το στοιχείο δ) αναφέρεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η απόφαση που έχει εκδοθεί σε μια διαφορά μεταξύ των ίδιων διαδίκων σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος, ανταποκρίνεται σε δύο προϋποθέσεις:

    α) είναι προγενέστερη και

    β) συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώρισή της στο κράτος μέλος όπου ζητείται η αναγνώριση.

    Η παράγραφος 2 αναφέρει τους λόγους μη αναγνώρισης των αποφάσεων των σχετικών με τη γονική μέριμνα, υπό ευρεία έννοια, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, ως εκ τούτου, όχι μόνον οι δικαστικές αποφάσεις αλλά και οποιεσδήποτε άλλες αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από άλλη αρχή, εφόσον συνδέονται με το διαζύγιο.

    Σε σχέση με τη δημόσια τάξη, η οποία αναφέρεται επίσης στο στοιχείο α) της παραγράφου 2: για να αποκλειστεί η αναγνώριση, δεν αρκεί η πρόδηλη αντίθεσή της με τη δημόσια τάξη, αλλά θα πρέπει να σταθμισθεί λαμβάνοντας υπόψη και τα μείζονα συμφέροντα του τέκνου. Σχετικά με την ερημοδικία του εναγόμενου που περιλαμβάνεται στο στοιχείο γ), θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν σχετικά με την παράγραφο 1 στοιχείο β) του ίδιου άρθρου.

    Το γεγονός ότι η απόφαση εκδόθηκε χωρίς να δοθεί, στο τέκνο ή στο πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι η απόφαση παραβιάζει τη γονική μέριμνά του, η ευκαιρία να ακουσθεί, αναφέρονται επίσης ως λόγοι μη αναγνώρισης (στοιχείο δ).

    Τέλος, στα στοιχεία ε) και στ) προβλέπεται ως λόγος μη αναγνώρισης το γεγονός ότι η απόφαση είναι ασυμβίβαστη με άλλη απόφαση, και καθιερώνεται διαφορετική ρύθμιση ανάλογα με τα αν η απόφαση έχει εκδοθεί στο κράτος μέλος όπου ζητείται η αναγνώριση ή σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος της συνήθους διαμονής του ανηλίκου. Δεδομένου ότι αυτά τα δύο στοιχεία αφορούν μόνο τη γονική μέριμνα, η απόφαση με την οποία είναι ασυμβίβαστη η απόφαση της οποίας ζητείται η αναγνώριση, θα πρέπει να είναι μεταγενέστερη, εφόσον οι προγενέστερες αποφάσεις θα πρέπει να έχουν ήδη ληφθεί υπόψη στην απόφαση που συνδέεται με το διαζύγιο. Σκοπός αυτής της διάταξης είναι να αποφευχθεί η ενδεχόμενη αντίφαση μεταξύ, π.χ. μιας απόφασης που εκδίδεται σε κράτος μέλος σχετικά με το διαζύγιο και την επιμέλεια και μιας απόφασης περί μη αναγνωρίσεως της πατρότητας που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος.

    ’ρθρο 16 - Απαγόρευση έρευνας της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου προέλευσης

    Το δικαστήριο από το οποίο ζητείται η αναγνώριση δεν μπορεί να ερευνήσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου προέλευσης ούτε να χρησιμοποιήσει το κριτήριο της δημόσιας τάξης σε σχέση με τους κανόνες δικαιοδοσίας που περιλαμβάνονται στα άρθρα 2 έως 8.

    ’ρθρο 17 - Διαφορές του εφαρμοστέου δικαίου

    Η διάταξη αυτή συνδέεται με τη διάταξη του άρθρου 15 παράγραφος 1 στοιχείο α). Ανταποκρίνεται στην ανησυχία που εξέφρασαν κράτη μέλη με ολιγότερο αυστηρές διατάξεις ουσιαστικού εσωτερικού δικαίου όσον αφορά την έκδοση του διαζυγίου, ότι οι αποφάσεις που εκδίδουν τα δικαστήριά τους δεν θα αναγνωρίζονται σε άλλο κράτος μέλος εφόσον θα πρόκειται για λόγους που δεν είναι γνωστοί στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους της αναγνώρισης. Αποτελεί, επί πλέον, ένα περιορισμό στην άνευ διακρίσεων επίκληση της δημόσιας τάξης.

    Η έννοια «νομοθεσία» του κράτους μέλους όπου ζητείται η αναγνώριση καλύπτει τόσο τους κανόνες του εσωτερικού δικαίου όσο και τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου αυτού του κράτους μέλους.

    ’ρθρο 18 - Μη αναθεώρηση επί της ουσίας

    Το άρθρο αυτό περιλαμβάνει τον κλασικό κανόνα σχετικά με την απαγόρευση της επί της ουσίας αναθεώρησης κατά την αναγνώριση ή την εκτέλεση αποφάσεως. Αποτελεί αναγκαίο κανόνα ώστε να μην παραποιείται η έννοια της διαδικασίας του exequatur, σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται στο δικαστή του κράτους από το οποίο ζητείται η αναγνώριση να κρίνει εκ νέου τα όσα έχει ήδη κρίνει ο δικαστής του κράτους προέλευσης.

    Σκοπός αυτής της διάταξης είναι να απαγορεύσει την αναθεώρηση των μέτρων κατά τη διαδικασία exequatur και σε καμία περίπτωση δεν επιδιώκει να τα καταστήσει ανεπίδεκτα μεταβολής.

    Η βασική αρχή είναι συνεπώς, ότι το κράτος μέλος όπου ζητείται η αναγνώριση δεν μπορεί να αναθεωρήσει την αρχική απόφαση. Η αναθεώρηση των μέτρων προστασίας, ωστόσο, μπορεί να είναι αναγκαία, λόγω της μεταβολής των περιστάσεων, όπως συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες αντιμετωπίζονται καταστάσεις που παρουσιάζουν μεν μια χρονική σταθερότητα, αλλά μπορεί να χρειάζονται τροποποιήσεις, οι οποίες εναπόκεινται τότε στην αρμόδια για τη γονική μέριμνα αρχή.

    ’ρθρο 19 - Αναστολή διαδικασίας

    Η διάταξη αυτή πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 14 παράγραφος 2, στις οποίες ορίζεται ότι, για την αυτόματη αναγνώριση, και, ειδικότερα, την ενημέρωση των ληξιαρχικών βιβλίων, δεν απαιτείται ειδική διαδικασία, εφόσον η απόφαση του κράτους προέλευσης δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους προέλευσης της απόφασης.

    Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο του κράτους μέλους όπου ζητείται η αναγνώριση μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία, αν η απόφαση αυτή έχει προσβληθεί με τακτικό ένδικο μέσο. Σε σχέση με την αναστολή της εκτέλεσης, βλέπε άρθρο 27.

    Τμήμα 2 - Εκτέλεση

    ’ρθρο 20 - Εκτελεστές αποφάσεις

    Η διάταξη αυτή ορίζει ότι η απόφαση που έχει εκδοθεί σε ένα κράτος μέλος πρέπει να περιαφθεί τον εκτελεστήριο τύπο προκειμένου να εκτελεστεί σε άλλο κράτος μέλος. Συνεπώς, πρόκειται απλώς, για το ότι, αιτήσει του ενδιαφερομένου, τα απαριθμούμενα δικαστήρια αποφασίζουν σχετικά με τη δυνατότητα εκτελέσεως στο κράτος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Η αίτηση μπορεί να απορριφθεί μόνον για τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 15 και στο άρθρο 16. Για τις γαμικές διαφορές επαρκούν τα μέτρα αναγνώρισης, λαμβάνοντας υπόψη τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού καθώς και το γεγονός ότι η αναγνώριση καλύπτει και την τροποποίηση των στοιχείων των ληξιαρχικών βιβλίων. Αντιθέτως, η ρύθμιση της εκτέλεσης είναι αναγκαία σε σχέση με την άσκηση της γονικής μέριμνας όσον αφορά το κοινό τέκνο.

    «Ενδιαφερόμενος», για τους σκοπούς της αίτησης, δεν είναι μόνον οι σύζυγοι ή τα τέκνα, αλλά πρέπει να συμπεριληφθεί και η αρμόδια αρχή (Υπουργείο Δικαιοσύνης ή παρόμοια αρχή) σε όσα κράτη είναι δυνατόν.

    Μόνος στόχος της διάταξης αυτής είναι να καταστεί δυνατή η εκτέλεση αποφάσεως που εκδόθηκε σε άλλο κράτος για την άσκηση της γονικής μέριμνας, δεδομένου ότι η διαδικασία για την εκτέλεση stricto sensu διέπεται από το εσωτερικό δίκαιο κάθε κράτους. Κατ' αυτό τον τρόπο, επομένως, αφού η απόφαση κηρυχθεί εκτελεστή σε ένα κράτος, το εσωτερικό δίκαιο του εν λόγω κράτους θα ρυθμίσει τα συγκεκριμένα μέτρα εκτέλεσης.

    Οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν στην καθιέρωση κοινής διαδικασίας σε όλα τα κράτη μέλη για την κήρυξη της εκτελεστότητας, υποκαθιστώντας έτσι τους σχετικούς κανόνες που περιέχονται στις εσωτερικές νομοθεσίες ή σε άλλες συμβάσεις.

    ’ρθρο 21 - Αρμοδιότητα των τοπικών δικαστηρίων

    Η διάταξη αυτή διαιρείται σε τρεις παραγράφους, ρυθμίζοντας στην πρώτη ποίο είδος αρχής έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκτέλεση και αναφέροντας στις δύο επόμενες ποίο δικαστήριο είναι κατά τόπον αρμόδιο εντός του κράτους αυτού. Πρόκειται για διατάξεις που εφαρμόζονται τόσο στην αναγνώριση, μέσω του άρθρου 14, παράγραφος 3, όσο και στην εκτέλεση. Στόχος είναι να διευκολυνθεί η ζωή του ευρωπαίου πολίτη, που θα γνωρίζει επακριβώς σε ποία δικαστήρια πρέπει να απευθυνθεί.

    Στην παράγραφο 1 απαριθμούνται οι αρχές που έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την εκτέλεση. Η λύση που επελέγη διακρίνει μεταξύ δύο διαφορετικών περιπτώσεων, ανάλογα με το αν πρόκειται για αίτηση εκτέλεσης ή για αίτηση αναγνώρισης.

    Κατ' αυτό τον τρόπο, καθιερώνεται κατ' αρχάς ο γενικός κανόνας, δηλαδή αυτός που αφορά την αίτηση εκτελέσεως. Στην παράγραφο 2 στοιχείο α) ορίζεται ότι κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο είναι εκείνο του τόπου συνήθους διαμονής του καθ' ού ή του τόπου συνήθους διαμονής του τέκνου. Διαπιστώθηκε, ωστόσο, ότι μπορούν να υπάρξουν περιπτώσεις όπου ούτε η συνήθης διαμονή του προσώπου κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση ούτε εκείνη του τέκνου βρίσκονται στο κράτος μέλος στο οποίο ζητείται η εκτέλεση. Στις περιπτώσεις αυτές, το στοιχείο β) προβλέπει ότι η αίτηση θα πρέπει να υποβληθεί στα δικαστήρια του τόπου της εκτέλεσης.

    Αντίθετα, για τη δεύτερη περίπτωση, δηλαδή αιτήσεις που επιδιώκουν την αναγνώριση ή τη μη αναγνώριση απόφασης που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, η παράγραφος 3 επαφίει το ζήτημα στο εσωτερικό δίκαιο του κράτους όπου αυτή ζητείται.

    ’ρθρο 22 - Διαδικασία εκτέλεσης

    Στο παρόν άρθρο και στα επόμενα ρυθμίζονται διάφορες πτυχές της διαδικασίας που ακολουθείται για την εκτέλεση των αποφάσεων.

    Θεσπίζεται ένα καθεστώς που βασίζεται σε διαδικασία κατ' αίτηση του διαδίκου και θα είναι ένα κοινοτικό καθεστώς, δηλαδή, η ίδια διαδικασία, ταχεία και απλή θα εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη, κάτι που αποτελεί αναμφισβήτητο πλεονέκτημα. Η διάταξη αυτή πραγματεύεται το ρόλο του επισπεύδοντος.

    Κατά πρώτον, ορίζεται ότι η αίτηση υποβάλλεται κατά το δίκαιο του κράτους εκτελέσεως (παράγραφος 1). Αυτό συνεπάγεται ότι γίνεται παραπομπή στις εθνικές νομοθεσίες όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει η αίτηση, τον αριθμό αντιτύπων που πρέπει να διαβιβασθούν στο δικαστήριο, την αρχή στην οποία πρέπει να κατατεθεί, τη γλώσσα, ενδεχομένως, στην οποία πρέπει να καταρτισθεί και επίσης το κατά πόσον απαιτείται η παρέμβαση δικηγόρου ή οποιουδήποτε άλλου αντιπροσώπου ή εντολοδόχου.

    Προβλέπεται επίσης (παράγραφος 2) η υποχρέωση καθορισμού διεύθυνσης κατοικίας για τις κοινοποιήσεις ή διορισμού αντικλήτου στην περιφέρεια του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της υπόθεσης. Η διάταξη αυτή παρουσιάζει ενδιαφέρον τόσο σε σχέση με την γνωστοποίηση της απόφασης στον αιτούντα (άρθρο 24) όσο και σε σχέση με την προσφυγή κατά της αποφάσεως εκτελέσεως που γίνεται κατά τη διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (άρθρο 26). Τέλος, στην παράγραφο 3 προβλέπεται η υποχρέωση να επισυνάπονται τα έγγραφα που αναφέρονται στα άρθρα 33 και 34.

    ’ρθρο 23 -Απόφαση του δικαστηρίου

    Στην παράγραφο 1, προσδιορίζεται ο «εκούσιος», και «αιτήσει του ενδιαφερομένου» χαρακτήρας, της διαδικασίας εκτελέσεως, χωρίς ωστόσο να υπάρχει δυνατότητα να ακουσθούν οι ισχυρισμοί του προσώπου κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση, ακόμη και σε εξαιρετικές περιπτώσεις, διότι έτσι θα μετατρέπετο συστηματικά η εκουσία διαδικασία σε αμφισβητούμενη. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας εξασφαλίζεται αφού ο διάδικος, κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση, έχει τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης που επιτρέπει την εκτέλεση.

    Ο δικαστής πρέπει απλώς να αποφασίσει για την εκτέλεση, χωρίς να μπορεί να αναθεωρήσει στο στάδιο αυτό τα μέτρα για την επιμέλεια : θα τον εμπόδιζε η διάταξη του άρθρου 39. Ο δικαστής θα πρέπει να αποφασίσει «αμελλητί», αλλά δεν καθορίζεται προθεσμία προς τούτο, δεδομένου ότι πέραν του ότι δεν υπάρχει σχετική προθεσμία στη δικαστική πρακτική, δεν θα μπορούσαν να επιβληθούν κυρώσεις σε περίπτωση μη εκπληρώσεως. Δεδομένου ότι η αποδοχή της εκτελεστότητας αποτελεί το γενικό κανόνα, βάσει της αμοιβαίας εμπιστοσύνης που ερείδεται στην ιδέα ότι όλοι οι δικαστές της Κοινότητας εφαρμόζουν ορθά τον κανονισμό, παραμένει εν προκειμένω ο εκούσιος και ταχύς χαρακτήρας της διαδικασίας, εφόσον για τις περιπτώσεις όπου γεννώνται προβλήματα, υπάρχουν οι προσφυγές που προβλέπονται στα επόμενα άρθρα του κανονισμού.

    Η πρώτη αυτή διάταξη υποστηρίζει ότι η αίτηση μπορεί να απορριφθεί μόνο για τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 15, και ότι αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση (παράγραφος 3).

    ’ρθρο 24 -Επίδοση ή κοινοποίηση της απόφασης

    Ορίζεται ότι η κοινοποίηση στον αιτούντα πραγματοποιείται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκτελέσεως. Η παρούσα διάταξη δείχνει τη σημασία της επιλογής κατοικίας ή του διορισμού αντικλήτου (βλέπε άρθρο 22) και έχει συνέπειες ως προς την άσκηση της προσφυγής που αναφέρεται στα επόμενα άρθρα.

    ’ρθρο 25 - Προσφυγή κατά της αποφάσεως εκτελέσεως

    Στο παρόν άρθρο καθιερώνεται η δυνατότητα προσφυγής του διαδίκου κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση κατά της αποφάσεως που την επιτρέπει.

    Δεδομένου ότι η ομαλή λειτουργία του κανονισμού οδηγεί στη χορήγηση της εκτελεστότητας, είναι λογικό να είναι σύντομη, μόνον ένας μήνας, η προθεσμία προσφυγής (παράγραφος 1). Εάν ο διάδικος κατά του οποίου εκτελείται η απόφαση διαμένει σε άλλο κράτος εκτός εκείνου όπου εκδόθηκε η απόφαση εκτελέσεως, η προθεσμία είναι δύο μήνες από την ημέρα που έγινε η κοινοποίηση είτε προσωπικά είτε στην κατοικία του. Η προθεσμία αυτή δεν παρατείνεται λόγω αποστάσεως.

    ’ρθρο 26 - Δικαστήριο προσφυγής και ένδικα μέσα

    Στην παράγραφο 1 απαριθμούνται τα δικαστήρια ενώπιον των οποίων μπορεί να ασκηθεί προσφυγή κατά της αποφάσεως που επιτρέπει την εκτέλεση. Στην προκειμένη περίπτωση, η διαδικασία διεξάγεται κατά την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία, σε αντιδιαστολή προς την αίτηση και την αρχική απόφαση που έχει εκούσιο χαρακτήρα. Υπογραμμίζεται ότι, η μόνη προϋπόθεση που ορίζεται στον κανονισμό, είναι ότι, η διαδικασία σε περίπτωση προσφυγής είναι αμφισβητούμενη, σε αντίθεση με την πρώτη απόφαση που εκδίδεται κατά την εκούσια δικαιοδοσία. Αυτό πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερα υπόψη λόγω των γλωσσικών διαφορών, που δεν πρέπει επ' ουδενί να οδηγήσουν σε σύγκριση των όρων «αμφισβητούμενη» και «αντιδικία». Όντως, σε ορισμένα κράτη μέλη πέραν του αμφισβητούμενου χαρακτήρα έχει και χαρακτήρα αντιδικίας, ενώ αυτό δεν συμβαίνει σε άλλα. Επομένως, ενώ πρέπει πάντοτε η διαδικασία να είναι αμφισβητούμενη, το αν η διαδικασία που ακολουθείται στην προσφυγή είναι κατ' αντιδικία ή όχι, εξαρτάται από την εσωτερική νομοθεσία, όπως και οι δωσιδικίες ρυθμίζουν τη διαδικασία (lex fori regit processum).

    Κατά της αποφάσεως που εκδίδεται επί της προσφυγής, δεν υπάρχει άλλος τύπος ενδίκων μέσων, εκτός από την αναίρεση και άλλα ένδικα μέσα τελευταίου βαθμού, στα κράτη όπου δεν υπάρχει αναίρεση. Ο στόχος περιορισμού των ενδίκων μέσων κατ' αυτό τον τρόπο αποβλέπει στην αποφυγή άσκοπων ενδίκων μέσων, που θα αποτελούσαν αναβλητικούς ελιγμούς άνευ εύλογης ουσίας. Πρόκειται όντως για τη διασφάλιση του στόχου του κανονισμού, που είναι να διευκολύνει την ελεύθερη κυκλοφορία των αποφάσεων.

    ’ρθρο - 27 Αναστολή της διαδικασίας

    Σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνατόν να είναι μία απόφαση εκτελεστή στο κράτος προέλευσης, καίτοι μπορεί να έχει ήδη ασκηθεί προσφυγή ή να μην έχει λήξει η προθεσμία για την άσκησή της. Υπ' αυτές τις συνθήκες, επιδιώκεται να αποφευχθεί η πολυπλοκότητα που θα εδημιουργείτο αν εχορηγείτο η εκτελεστότητα της απόφασης. Επομένως, στην παρούσα διάταξη καθιερώνεται η δυνατότητα, και όχι η υποχρέωση, του δικαστηρίου στο οποίο ασκείται η προσφυγή να αναστείλει τη διαδικασία αν έχει ασκηθεί στο κράτος προελεύσεως τακτικό ένδικο μέσο ή αν η προθεσμία για την άσκησή του δεν έχει ακόμη εκπνεύσει. Η αναστολή μπορεί να χορηγηθεί μόνον κατ' αίτηση του προσφεύγοντος.

    Σχετικά με την αναστολή της αναγνώρισης, βλ. τις παρατηρήσεις για το άρθρο 19.

    ’ρθρο 28 - Δικαστήριο προσφυγής κατά αποφάσεως που απορρίπτει την εκτέλεση

    Παράλληλα με τη θέσπιση προσφυγής για τις περιπτώσεις όπου γίνεται δεκτή η εκτέλεση, ο αιτών μπορεί να προσφύγει όταν απορρίπτεται η εκτέλεση* στην παράγραφο 1 απαριθμούνται οι αρχές που είναι αρμόδιες για την εκδίκαση της προσφυγής. Εν προκειμένω, όμως, δεν τάσσεται καμία προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής. Ο λόγος είναι ότι, αν απορριφθεί η αίτηση, ο αιτών έχει δικαίωμα να ασκήσει ένδικα μέσα, όταν το θεωρεί σκόπιμο, και όταν μπορεί για παράδειγμα να συγκεντρώσει τα σχετικά στοιχεία. Και πάλι, ο στόχος του κανονισμού δείχνει τη διαφορά της ακολουθητέας οδού: η κανονική συνέπεια είναι να εκτελεσθεί η απόφαση και, επομένως, μετά την πρώτη απόφαση που εκδίδεται με ταχύ τρόπο και με εκούσια διαδικασία, πρέπει να παρέχονται διευκολύνσεις ώστε να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός.

    Ο αμφισβητούμενος χαρακτήρας της διαδικασίας και η προστασία των δικαιωμάτων του καθ'ού ζητείται η εκτέλεση, οδηγούν στη διάταξη της παραγράφου 2 περί κοινοποιήσεως της παρεμβάσεως, και σε περίπτωση ερημοδικίας, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 10 (έρευνα του παραδεκτού), ασχέτως αν ο διάδικος έχει τη συνήθη διαμονή του σε κράτος μέλος ή όχι.

    ’ρθρο 29 - Ένδικα μέσα κατά απόφασης επί της προσφυγής

    Όπως και στο άρθρο 26 παράγραφος 2 , κατά της αποφάσεως επί της προσφυγής μπορούν να ασκηθούν μόνο τα αναφερόμενα ένδικα μέσα.

    ’ρθρο 30 - Μερική εκτέλεση

    Το παρόν άρθρο αναφέρεται σε δύο διαφορετικά ζητήματα.

    Η παράγραφος 1 αφορά την περίπτωση όπου η απόφαση έκρινε επί πολλών θεμάτων και δεν μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστή για όλα: εν προκειμένω, το δικαστήριο επιτρέπει την εκτέλεση επί ενός μόνο ή περισσοτέρων εξ αυτών.

    Η δεύτερη περίπτωση, στην παράγραφο 2, αφορά τη δυνατότητα του αιτούντος να ζητήσει μόνο μερική εκτέλεση της απόφασης.

    ’ρθρο 31 - Δικαστική αρωγή

    Ορίζεται ότι εάν ο αιτών έχει τύχει οιασδήποτε μορφής δικαστικής αρωγής ή απαλλαγής από δικαστικά έξοδα και δαπάνες, στο κράτος προελεύσεως, απολαύει του ιδίου καθεστώτος στο κράτος εκτελέσεως, με την ευμενέστερη ή εκτενέστερη μορφή που αναγνωρίζεται στο κράτος εκτελέσεως.

    ’ρθρο 32 - Εγγυοδοσία ή κατάθεση χρηματικού ποσού

    Σε σχέση με τον διάδικο που ζητά την αναγνώριση ή την εκτέλεση σε κράτος μέλος αποφάσεως, η οποία έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, επιλέγεται στο παρόν άρθρο η ήδη κατοχυρωμένη αρχή της απαλλαγής από οιοδήποτε τύπο εγγυοδοσίας ή κατάθεσης χρηματικού ποσού ("cautio judicatum solvi").

    Τμήμα 3 - Κοινές διατάξεις

    ’ρθρο 33 - Έγγραφα

    Η παράγραφος 1 αφορά τα έγγραφα που πρέπει να προσκομίζονται πάντοτε, τόσο όταν ζητείται όσο και όταν αμφισβητείται, η αναγνώριση αποφάσεως ή ζητείται η εκτέλεσή της. Αποτελεί κοινή προϋπόθεση όλων των συμβάσεων περί εκτελέσεως να προσκομίζεται κυρωμένο αντίγραφο της απόφασης, η γνησιότητα δε αυτού πιστοποιείται σύμφωνα με τον κανόνα "locus regit actum", δηλαδή το δίκαιο του τόπου έκδοσης της απόφασης. Αν συντρέχει περίπτωση, πρέπει να προσκομίζεται έγγραφο που αποδεικνύει ότι ο αιτών απολαύει δωρεάν δικαστικής αρωγής, στο κράτος μέλος προελεύσεως.

    Η παράγραφος 2 αναφέρεται στα έγγραφα που πρέπει να προσκομίζονται εάν η απόφαση έχει εκδοθεί ερήμην. Στις περιπτώσεις αυτές, ο αιτών την αναγνώριση ή την εκτέλεση θα πρέπει να αποδεικνύει, στην προσήκουσα μορφή, ότι η γραπτή αίτηση ή παρόμοιο έγγραφο κοινοποιήθηκε ή, σε περίπτωση αποφάσεως διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου, να υποβάλλει έγγραφο, εκ του οποίου προκύπτει ότι ο εναγόμενος έχει αποδεχθεί άνευ αμφισβητήσεως το περιεχόμενο της εν λόγω απόφασης.

    Η παράγραφος 2 στοιχείο β) έχει διατυπωθεί με τρόπο που εναρμονίζεται με το άρθρο 15 παράγραφος 1 στοιχειο β) και παράγραφος 2 στοιχείο γ).

    Τέλος, στην παράγραφο 3 αναφέρεται το έγγραφο που πρέπει να προσκομίζεται, επί πλέον των προβλεπομένων στις παραγράφους 1 και 2 για την ενημέρωση των ληξιαρχικών βιβλίων. Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα ληξιαρχικά βιβλία είναι αξιόπιστα ως προς τα στοιχεία που περιέχουν, για την ενημέρωσή τους πρέπει να προσκομίζεται έγγραφο, το οποίο αποδεικνύει ότι η απόφαση δεν επιδέχεται πλέον ένδικα μέσα, κατά το δίκαιο του κράτους όπου εκδόθηκε.

    ’ρθρο 34 - ’λλα έγγραφα

    Πέραν των εγγράφων που απαιτεί το άρθρο 33, ο διάδικος που ζητεί την εκτέλεση οφείλει να αποδείξει ότι, κατά το δίκαιο του κράτους μέλους προελεύσεως, η απόφαση είναι εκτελεστή και έχει επιδοθεί.

    ’ρθρο 35 - Απουσία εγγράφων

    Στο άρθρο αυτό προβλέπονται διευκολύνσεις για την τήρηση των διατυπώσεων προσαγωγής των εγγράφων: το δικαστήριο μπορεί να τάξει σχετική προθεσμία, να κάνει δεκτά ισοδύναμα έγγραφα ή να απαλλάξει από την υποχρέωση προσαγωγής, εάν κρίνει ότι η κατάσταση είναι αρκετά σαφής (πχ. για περιπτώσεις καταστροφής εγγράφων). Ωστόσο, η δυνατότητα αυτή προβλέπεται μόνον σε σχέση με τα έγγραφα που απαιτούνται από την παράγραφο 1 στοιχείο β) και την παράγραφο 2 του άρθρου 33 και όχι από την παράγραφο 3 σχετικά με την ενημέρωση των ληξιαρχικών βιβλίων. Αντίγραφο της σχετικής αποφάσεως είναι πάντα αναγκαίο.

    Η διάταξη αυτή πρέπει να συσχετισθεί με τον κανόνα του άρθρου 22, που προβλέπει ποιές συνέπειες υπάρχουν εάν η αίτηση εκτελέσεως δεν συνοδεύεται από τα έγγραφα που απαιτούνται στα προηγούμενα άρθρα. Εάν, παρά τους μηχανισμούς που προβλέπονται για την συμπλήρωση των δικαιολογητικών, τα προσκομιζόμενα έγγραφα είναι ανεπαρκή και δεν παρέχουν στο δικαστή την ευκταία ενημέρωση, η αίτηση μπορεί να κηρυχθεί απαράδεκτη.

    Η επιδιωκόμενη απλούστευση ενισχύεται με την υποχρέωση προσαγωγής μεταφράσεων, μόνον εφόσον ζητηθεί από την αρμόδια αρχή. Στην περίπτωση αυτή, επί πλέον, η μετάφραση μπορεί να επικυρωθεί από πρόσωπο που νομιμοποιείται προς τούτο σε οποιοδήποτε κράτος μέλος, όχι απαραιτήτως στο κράτος προέλευσης ή στο προς ό η αίτηση κράτος.

    ’ρθρο 36 - Επικύρωση ή άλλη ανάλογη διατύπωση

    Δεν απαιτείται επικύρωση ή άλλη ανάλογη διατύπωση για τα έγγραφα που αναφέρονται στα άρθρα 33 και 34 και στην παράγραφο 2 του άρθρου 35, ούτε, εφόσον συντρέχει περίπτωση, για το διορισμό αντικλήτου που θα εκπροσωπήσει τον αιτούντα στη διαδικασία για την κήρυξη της εκτελεστότητας.

    Κεφάλαιο IV - Μεταβατικές διατάξεις

    ’ρθρο 37

    Ο γενικός κανόνας είναι ότι ο κανονισμός εφαρμόζεται μόνο στις αγωγές που ασκούνται, στα δημόσια έγγραφα που εκδίδονται και στους δικαστικούς συμβιβασμούς που καταρτίζονται ενώπιον δικαστηρίου κατά τη διάρκεια δίκης, μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού.

    Δεδομένου ότι πρόκειται για κανονισμό, η ημερομηνία αυτή είναι η ίδια στο κράτος μέλος προέλευσης και στο κράτος αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως.

    Ωστόσο, προβλέπεται η δυνατότητα να εκτελεσθεί μια απόφαση δυνάμει των διατάξεων του κανονισμού, ακόμα και αν η αγωγή έχει εγερθεί πριν από την έναρξη ισχύος του, εφόσον οι κανόνες δικαιοδοσίας που εφαρμόζονται από τον δικαστή του κράτους προέλευσης ευθυγραμμίζονται με τους προβλεπόμενους στον τίτλο II ή στη σύμβαση που ίσχυε μεταξύ των δυο κρατών κατά την ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής.

    Η μνεία ότι οι εφαρμοσθέντες κανόνες δικαιοδοσίας «ευθυγραμμίζονται με τους προβλεπόμενους στον τίτλο II» σημαίνει ότι, στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως θα πρέπει να εξετάσει την αρμοδιότητα του δικαστή του κράτους προέλευσης, εφόσον αυτή δεν μπόρεσε να εξετασθεί κατ' αίτηση του εναγομένου στο κράτος προέλευσης βάσει του κανονισμού.

    Σημειώνεται ότι το άρθρο 37 δεν καλύπτει την περίπτωση απόφασης εκδοθείσας πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού, ακόμη και αν οι κανόνες δικαιοδοσίας που εφαρμόσθηκαν από το δικαστήριο του κράτους προέλευσης ευθυγραμμίζονται με τον τίτλο ΙΙ. Στο μέτρο που η αναγνώριση τέτοιας απόφασης εγγραφόταν στο πλαίσιο διμερούς ή πολυμερούς σύμβασης, η κατάσταση αυτή ρυθμίζεται από το άρθρο 40 παράγραφος 2.

    Κεφάλαιο V - Γενικές διατάξεις

    ’ρθρο 38 - Σχέση με άλλες συμβάσεις

    Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού περιέχει το γενικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο ο παρών κανονισμός, αντικαθιστά μεταξύ των κρατών μελών τις υφιστάμενες μεταξύ των κρατών μελών διμερείς ή πολυμερείς συμβάσεις. Δεν συμπεριλαμβάνει καμία απαρίθμηση των υφιστάμενων συμβάσεων επί του θέματος αυτού. Ο λόγος είναι ότι ο κανονισμός είναι το βασικό κείμενο ως προς τα θέματα στα οποία αναφέρεται (άρθρο 1) σε σχέση με άλλες συμβάσεις. Η περίπτωση συμβάσεων που αφορούν εν μέρει θέματα καλυπτόμενα από το σχέδιο κανονισμού εξετάζεται στα άρθρα 39 και 40.

    Η Φινλανδία και η Σουηδία είναι συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης της 6ης Φεβρουαρίου 1931 μεταξύ της Δανίας, Φινλανδίας, Ισλανδίας, Νορβηγίας και Σουηδίας, η οποία περιέχει ορισμένους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου όσον αφορά τον γάμο, την υιοθεσία και την επιμέλεια τέκνων. Η σύμβαση αυτή τροποποιήθηκε τελευταία από συμφωνία η οποία εγκρίθηκε στη Στοκχόλμη το 1973. Εν συνεχεία πολιτικής συμφωνίας η οποία επετεύχθη στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον Δεκέμβριο του 1997, το άρθρο 38 παράγραφος 2 του κειμένου του κανονισμού αναφέρεται σε αυτή την ιδιαίτερη κατάσταση, και επιτρέπει στα σκανδιναβικά κράτη μέλη να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν τη σκανδιναβική συμφωνία στις αμοιβαίες σχέσεις τους. Ωστόσο, θα πρέπει να πληρούνται οι όροι οι οποίοι ορίζονται στο άρθρο αυτό.

    Κατά το άρθρο 38 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού, έκαστο από τα σκανδιναβικά κράτη έχει την ευχέρεια να δηλώσει, κατά την έκδοση του κανονισμού, ότι η σκανδιναβική συμφωνία του 1931 θα ισχύει, εν όλω ή εν μέρει, στις αμοιβαίες τους σχέσεις αντί των κανόνων που περιέχονται στον παρόντα κανονισμό.

    Το στοιχείο β) επιβεβαιώνει την αρχή της μη εισαγωγής διακρίσεων. Αυτή η φράση έχει δηλωτική αξία, στο μέτρο που το άρθρο 6 της συνθήκης ΕΚ εφαρμόζεται σε όλους τους καλυπτόμενους από τη συνθήκη τομείς και, συνεπώς, και στα θέματα που ρυθμίζει ο κανονισμός. Ο έλεγχος της τήρησης της εν λόγω αρχής ανήκει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

    Κατά την Επιτροπή, για τα κράτη μέλη που επιθυμούν να κάνουν χρήση της ευχέρειας αυτής, θα είναι αναγκαίο να επαναλάβουν το περιεχόμενο της δήλωσης που προσαρτάται στη Σύμβαση και που επισυνάπτεται στην υποσημείωση (29).

    (29) Δήλωση των σκανδιναβικών κρατών μελών που δικαιούνται να προβούν σε δήλωση κατά την έννοια του άρθρου 38, παράγραφος 2, η οποία θα προσαρτηθεί στη σύμβαση.

    Οι διατάξεις του στοιχείου γ) περιλαμβάνονται για να εγγυώνται ότι οι κανόνες περί δωσιδικίας οι οποίοι θα περιέχονται σε οιαδήποτε μελλοντική συμφωνία μεταξύ των σκανδιναβικών κρατών μελών σχετικά με τα θέματα τα οποία περιλαμβάνονται στον κανονισμό, θα ευθυγραμμίζονται με τις διατάξεις του.

    Απόφαση εκδιδόμενη σε σκανδιναβικό κράτος μέλος σύμφωνα με τη σκανδιναβική συμφωνία, θα αναγνωρίζεται και θα εκτελείται επίσης στα άλλα κράτη μέλη, σύμφωνα με τους κανόνες που περιέχονται στον τίτλο III του παρόντος κανονισμού, εφόσον οι κανόνες δωσιδικίας των οποίων κάνουν χρήση τα σκανδιναβικά δικαστήρια αντιστοιχούν σε αυτούς που ορίζονται στον τίτλο II του κανονισμού.

    Τα οικεία κράτη μέλη ανακοινώνουν τις συμφωνίες στην Επιτροπή την οποία και ενημερώνουν για οποιαδήποτε τροποποίηση ή καταγγελία.

    Η σκοπιμότητα διατήρησης αυτού του ειδικού καθεστώτος θα επανεξεταστεί βάσει της έκθεσης που θα υποβληθεί από την Επιτροπή (άρθρο 45).

    ’ρθρο 39 - Σχέση με ορισμένες πολυμερείς συμβάσεις

    Στη διάταξη αυτή, συμπεριλαμβάνεται ο κανόνας σχετικά με την υπεροχή του κανονισμού έναντι άλλων διεθνών συμβάσεων των οποίων τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη, στο βαθμό που πρόκειται για θέματα που ρυθμίζονται από τον παρόντα κανονισμό.

    Η υπεροχή του κανονισμού συνεπάγεται την υποχρεωτική εφαρμογή των διατάξεών του έναντι αυτών των συμβάσεων.

    Σχετικά με τις συμβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι όλα τα κράτη μέλη δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη των προαναφερόμενων συμβάσεων, και επίσης ότι, η συμπερίληψή τους στο άρθρο αυτό, δεν σημαίνει ότι συνιστάται στα κράτη μέλη να προσχωρήσουν στις εν λόγω συμβάσεις. Η διάταξη περιέχει απλώς μια πρακτική ρύθμιση για τη σχέση μεταξύ του παρόντος κανονισμού και άλλων συμβάσεων.

    ’ρθρο 40 - Έκταση των αποτελεσμάτων

    Το παρόν άρθρο αφορά τη συνέχιση των αποτελεσμάτων των συμβάσεων που αναφέρονται στα άρθρα 38, παράγραφος 1, και 39, rationae materiae και rationae temporis, και την εφαρμογή των διεθνών συμβάσεων που αναφέρονται στα άρθρα 38 και 39 είτε όσον αφορά τα θέματα στα οποία δεν εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός (παράγραφος 1), είτε όσον αφορά τις αποφάσεις που εξεδόθησαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού (παράγραφος 2). Στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν θεσπίζεται κάποια μεταβατική ρύθμιση, υπό την επιφύλαξη αυτής που ορίζεται στο άρθρο 37, η οποία να επιτρέπει την αναγνώρισή τους δυνάμει αυτού του κανονισμού, εφόσον οι εν λόγω αποφάσεις είχαν εκδοθεί δυνάμει κριτηρίου δικαιοδοσίας που αναγνωρίζεται από τον κανονισμό.

    ’ρθρο 41 - Συμφωνίες μεταξύ κρατών μελών

    Το άρθρο 41 συνδυάζει τις διατάξεις των άρθρων 38(3) και 41 της σύμβασης. Η παράγραφος 1 προβλέπει ότι δύο ή περισσότερα κράτη μέλη μπορούν να συνάπτουν μεταξύ τους συμφωνίες με στόχο τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού ή τη διευκόλυνση της εφαρμογής του. Αυτή η δυνατότητα της μεταξύ τους θέσπισης των πρακτικών λεπτομερειών εφαρμογής ισχύει επί όσο διάστημα δεν έχουν ληφθεί σχετικά κοινοτικά μέτρα.

    Η άσκηση της ευχέρειας αυτής υπόκειται στην εποπτεία της Επιτροπής: πρέπει να της ανακοινώνεται αντίγραφο αυτών των σχεδίων συμφωνιών. Επίσης πρέπει να της ανακοινώνονται οι ενδεχόμενες καταγγελίες ή τροποποιήσεις. Λόγω της φύσης τους, οι συμφωνίες αυτές με στόχο τη συμπλήρωση του κανονισμού δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις των τίτλων II και ΙΙΙ.

    ’ρθρο 42- Συνθήκες με την Αγία Έδρα

    Το άρθρο αυτό αναφέρεται σε συμφωνίες συναφθείσες με τρίτα κράτη, και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην αποκλειστική αρμοδιότητα των εκκλησιαστικών δικαστηρίων να ακυρώνουν καθολικούς γάμους συναφθέντες βάσει του Κονκορδάτου. Πράγματι ο κανονισμός θα ανάγκαζε την Πορτογαλία να παραβίαζει τις διεθνείς της υποχρεώσεις βάσει του Κονκορδάτου αυτού, εάν έπρεπε να εφαρμόζει τις διατάξεις των άρθρων 2 και επ. στα πολιτικά δικαστήρια για την ακύρωση καθολικών γάμων στην Πορτογαλία συναφθέντων βάσει του Κονκορδάτου.

    Η διαφύλαξη του Κονκορδάτου, κατά το άρθρο 42 παράγραφος 1, παρέχει συνεπώς την ευχέρεια στην Πορτογαλία, να μην αναγνωρίζει την αρμοδιότητα αυτή ούτε τις αναφερθείσες αποφάσεις ακύρωσης των γάμων, τις οποίες θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να εκδώσουν τα δικαστήρια αυτά.

    Κατά δεύτερο λόγο, σύμφωνα με την παράγραφο 2, οι αποφάσεις ακύρωσης οι οποίες εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κονκορδάτου ή του πορτογαλικού αστικού κώδικα, αναγνωρίζονται στα άλλα κράτη μέλη, εφόσον έχουν ενταχθεί στην πορτογαλική έννομη τάξη.

    Η κατάσταση στην Πορτογαλία είναι διαφορετική από την κατάσταση στην Ισπανία και στην Ιταλία, όπου η αρμοδιότητα των εκκλησιαστικών δικαστηρίων για την κήρυξη της ακυρότητας του γάμου δεν είναι αποκλειστική, αλλά συντρέχουσα, και υπάρχει ειδική διαδικασία για την αναγνώρισή της κατά το αστικό δίκαιο. Για αυτό το λόγο, τα Κονκορδάτα αυτά αναφέρονται σε ειδική παράγραφο, όπου ορίζεται ότι οι αποφάσεις διέπονται από το ίδιο καθεστώς αναγνώρισης, μολονότι δεν υφίσταται αποκλειστική αρμοδιότητα.

    Στην περίπτωση της Ισπανίας, πρόκειται για τη συμφωνία με την Αγία Έδρα της 3ης Ιανουαρίου 1979 περί νομικών υποθέσεων. Ο δικαστικός χωρισμός και το διαζύγιο εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων. Σε σχέση με την ακύρωση, από την έναρξη ισχύος του συντάγματος του 1978, καταργήθηκε η αποκλειστική αρμοδιότητα των εκκλησιαστικών δικαστηρίων και ισχύει η διαζευκτική αρμοδιότητα των εκκλησιαστικών και των πολιτικών δικαστηρίων, πράγμα το οποίο συνεπάγεται αναγνώριση των αστικών συνεπειών. Στις περιπτώσεις αυτές, παράλληλα με την προαναφερόμενη συμφωνία του 1979, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το άρθρο 80 του αστικού κώδικα και η δεύτερη πρόσθετη διάταξη του νόμου αριθ. 30/1981, της 7ης Ιουλίου 1981, με την οποία τροποποιείται η ρύθμιση του γάμου στον αστικό κώδικα και καθορίζεται η ακολουθητέα διαδικασία σε περιπτώσεις ακύρωσης, δικαστικού χωρισμού και διαζυγίου. Από τις διατάξεις αυτές απορρέουν οι ακόλουθες συνέπειες:

    1) Οι αποφάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων παράγουν αστικά αποτελέσματα μόνον εφόσον συναινούν και τα δύο μέρη ή κανένα από τα δύο μέρη δεν προβάλλει αντιρρήσεις.

    2) Εάν δεν διατυπωθούν αντιρρήσεις, ο τακτικός δικαστής κρίνει εάν η απόφαση του εκκλησιαστικού δικαστηρίου παράγει ή όχι αστικά αποτελέσματα* σε καταφατική περίπτωση, την εκτελεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στον αστικό κώδικα σχετικά με τους λόγους ακύρωσης και λύσης του γάμου.

    3) Οι διαδικασίες ακύρωσης στο κανονικό και στο αστικό δίκαιο δεν συμπίπτουν. Γι'αυτό το λόγο, παράγουν αποτελέσματα στην αστική έννομη τάξη μόνον οι κανονικές αποφάσεις οι οποίες «είναι σύμφωνες με το αστικό δίκαιο».

    4) Το άρθρο 80 του αστικού κώδικα παραπέμπει στο άρθρο 954 του κώδικα πολιτικής δικονομίας σχετικά με τους όρους εκτέλεσης των αλλοδαπών αποφάσεων. Εξυπακούεται ότι, η παραπομπή αυτή ισχύει για την περίπτωση της μη εμφάνισης ή ερημοδικίας του εναγομένου. Συμπερασματικά, το θεμελιώδες στοιχείο είναι αν ένα από τα μέρη διατύπωσε ή όχι αντιρρήσεις σε σχέση με την αίτηση για την αναγνώριση των αστικών αποτελεσμάτων των αποφάσεων των εκκλησιαστικών δικαστηρίων για την ακύρωση του γάμου.

    Η συμφωνία της 18ης Φεβρουαρίου 1984 μεταξύ της Αγίας Έδρας και της Ιταλικής Δημοκρατίας τροποποιεί το Κονκορδάτο του Λατερανού της 11ης Φεβρουαρίου 1929. Στο άρθρο 8 παράγραφος 2 της συμφωνίας αυτής ορίζεται ότι, οι αποφάσεις περί ακύρωσης του γάμου που απαγγέλλονται από εκκλησιαστικά δικαστήρια και είναι εκτελεστές, παράγουν αποτελέσματα στην Ιταλία με απόφαση του αρμόδιου «Corte d'appello», υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α) το εκκλησιαστικό δικαστήριο ήταν αρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης εφόσον επρόκειτο για γάμο που έχει τελεστεί σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει το εν λόγω άρθρο*

    β) κατά τη διαδικασία ενώπιον των εκκλησιαστικών δικαστηρίων εξασφαλίστηκε στους διαδίκους το δικαίωμα εμφάνισης και υπεράσπισής τους σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του ιταλικού δικαίου, και

    γ) πληρούνται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις τις οποίες απαιτεί η ιταλική νομοθεσία για να κηρύξει την ισχύ των αλλοδαπών αποφάσεων. Αν και ο νόμος αριθ. 218 της 31ης Μαΐου 1995, ο οποίος μεταρρυθμίζει το ιταλικό σύστημα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (άρθρο 73) καταργεί τα άρθρα 796 και επ. του κώδικα πολιτικής δικονομίας, στην πράξη γίνεται δεκτό ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου αυτού (διεθνείς συμφωνίες) τα εν λόγω άρθρα παραμένουν εν ισχύ για την αναγνώριση εκκλησιαστικών αποφάσεων ακύρωσης γάμων.l.

    ’ρθρο 43 - Κράτη μέλη με δύο ή περισσότερα συστήματα δικαίου

    Για τις περιπτώσεις αυτές, απαιτείται η εξεύρεση συμπληρωματικών κριτηρίων για τον καθορισμό της εδαφικής ενότητας. Περιλαμβάνονται, ωστόσο, μόνον τα κριτήρια τα οποία παραπέμπουν στα συνδετικά στοιχεία που περιέχονται στον παρόντα κανονισμό.

    Κεφάλαιο VI - Τελικές διατάξεις

    ’ρθρο 44 -Επανεξέταση

    Αυτή η διάταξη είναι νέα σε σχέση με το κείμενο της σύμβασης. Δυνάμει του άρθρου 211 της συνθήκης ΕΚ, εναπόκειται στην Επιτροπή να μεριμνά για την εφαρμογή του κανονισμού. Μετά πέντε έτη, η Επιτροπή θα διατυπώσει ενδεχομένως προτάσεις τροποποιήσεων, με γνώμονα την έκθεση που θα εκπονήσει σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού, και ειδικότερα των ειδικών καθεστώτων (άρθρα 38 και 42) και των συμφωνιών εφαρμογής μεταξύ των κρατών μελών οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 41, εφόσον συντρέχει περίπτωση.

    ’ρθρο 45 - Τροποποίηση των δικαστηρίων και των ενδίκων μέσων

    Η τροποποίηση των καταλόγων των αρμόδιων δικαστηρίων αποτελεί μέτρο εκτέλεσης του παρόντος κανονισμού. Λαμβανομένης υπόψη της διατύπωσης της αντίστοιχης διάταξης της σύμβασης, το Συμβούλιο διατήρησε στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα να ασκήσει απευθείας αυτές τις εκτελεστικές αρμοδιότητες, αντίθετα με το γενικό κανόνα του άρθρου 202 της συνθήκης ΕΚ. Η Επιτροπή είναι βεβαίως διατεθειμένη να παραλαμβάνει η ίδια την κοινοποίηση των ενδεχόμενων μεταβολών και να τις δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    ’ρθρο 46 -Έναρξη ισχύος

    Αυτή η διάταξη είναι νέα σε σχέση με το κείμενο της σύμβασης.

    Αυτό το άρθρο ορίζει την έναρξη ισχύος του κανονισμού, σύμφωνα με το άρθρο 254 της συνθήκης.

    Πρόταση

    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΚ) ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας των κοινών τέκνων

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 61, σημείο γ,

    την πρόταση της Επιτροπής (30),

    (30) ΕΕ C

    τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (31),

    (31) ΕΕ C

    τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (32),

    (32) ΕΕ C

    Εκτιμώντας:

    (1) ότι η Ένωση έθεσε ως στόχο να διατηρήσει και να αναπτύξει ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων* ότι, προκειμένου να δημιουργήσει σταδιακά έναν τέτοιο χώρο, η Κοινότητα θεσπίζει, μεταξύ άλλων, μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, τα οποία είναι απαραίτητα για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς*

    (2) ότι η καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς απαιτεί τη βελτίωση και επιτάχυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των δικαστικών αποφάσεων σε αστικές υποθέσεις*

    (3) ότι το θέμα αυτό υπάγεται στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις κατά την έννοια του άρθρου 65 της συνθήκης*

    (4) ότι οι διαφορές των εθνικών κανόνων δικαιοδοσίας και αναγνώρισης δυσχεραίνουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων καθώς και την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς* ότι συνεπώς δικαιολογείται η θέσπιση διατάξεων που επιτρέπουν την ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης αρμοδιότητας σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας με σκοπό των απλούστευση των διατυπώσεων για την ταχεία και απλή αναγνώριση των αποφάσεων και την εκτέλεσή τους*

    (5) ότι, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας και την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνονται στο άρθρο 5 της συνθήκης οι στόχοι του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και, συνεπώς, δύνανται να επιτευχθούν μόνο σε κοινοτικό επίπεδο* ότι ο παρών κανονισμός περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο επίπεδο για την επίτευξη αυτών των στόχων και δεν υπερβαίνει τα όρια που απαιτούνται προς τον σκοπό αυτό*

    (6) ότι το Συμβούλιο, με την πράξη της 28ης Μαΐου 1998 (33), κατάρτισε το κείμενο μιας σύμβασης σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και συνέστησε την αποδοχή της από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς κανόνες εκάστου* ότι η σύμβαση αυτή δεν τέθηκε σε ισχύ* ότι πρέπει να εξασφαλιστεί ότι θα δοθεί συνέχεια στα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν στο πλαίσιο της σύναψης της σύμβασης* ότι συνεπώς το ουσιαστικό περιεχόμενό της περιλαμβάνεται σε μεγάλη έκταση στον παρόντα κανονισμό*

    (33) ΕΕ C 221, 16.7.1998, σ. 1.

    (7) ότι, για να επιτευχθεί ο στόχος της ελεύθερης κυκλοφορίας των δικαστικών αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας στο πλαίσιο της Κοινότητας, είναι αναγκαίο και ενδεδειγμένο να πραγματοποιείται η διασυνοριακή αναγνώριση των δικαιοδοσιών και των αποφάσεων σχετικά με τη λύση του συζυγικού δεσμού και τη μέριμνα των κοινών τέκνων, με μία δεσμευτική κοινοτική πράξη που θα ισχύει άμεσα*

    (8) ότι το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού πρέπει να περιλαμβάνει τις "αστικές διαδικασίες" καθώς και άλλες, μη δικαστικές, διαδικασίες που ισχύουν για θέματα γάμου σε ορισμένα κράτη μέλη, με εξαίρεση τις διαδικασίες καθαρά θρησκευτικού χαρακτήρα* ότι για το λόγο αυτό, το κείμενο πρέπει να διευκρινίζει ότι ο όρος "δικαστήρια" περιλαμβάνει τις δικαστικές ή μη αρχές που είναι αρμόδιες σε θέματα γάμου*

    (9) ότι ο παρών κανονισμός πρέπει να περιορίζεται στις διαδικασίες που αφορούν αμιγώς τη λύση ή την ακύρωση του συζυγικού δεσμού, και ότι, συνεπώς, η αναγνώριση των αποφάσεων δεν αφορά θέματα όπως η υπαιτιότητα των συζύγων, οι περιουσιακές συνέπειες του γάμου και οι υποχρεώσεις διατροφής ή άλλα ενδεχόμενα συναφή θέματα, ακόμη και αν συνδέονται με τις προαναφερόμενες διαδικασίες*

    (10) ότι, όσον αφορά τη γονική μέριμνα, δεδομένου ότι πρόκειται για διαδικασίες που συνδέονται στενά με διαδικασία διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου, τα εμπλεκόμενα τέκνα είναι τα κοινά τέκνα των συζύγων* ότι η ίδια η έννοια της "γονικής μέριμνας" πρέπει να διευκρινίζεται από το εσωτερικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο εξετάζεται το θέμα της μέριμνας*

    (11) ότι τα επιλεγέντα κριτήρια προσδιορισμού της δικαιοδοσίας πρέπει να βασίζονται στην αρχή ότι πρέπει να υπάρχει ένας πραγματικός σύνδεσμος μεταξύ του ενδιαφερόμενου και του κράτους μέλους που έχει τη δικαιοδοσία* ότι η απόφαση να συμπεριληφθούν ορισμένα κριτήρια οφείλεται στο γεγονός ότι αυτά υφίστανται σε διάφορες εσωτερικές έννομες τάξεις και ότι γίνονται δεκτά από τα άλλα κράτη μέλη*

    (12) ότι ένας από τους κινδύνους που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της προστασίας των κοινών τέκνων σε καταστάσεις συζυγικής κρίσης είναι ο κίνδυνος ενός εκ των γονέων να μετακινήσει διεθνώς το τέκνο* ότι συνεπώς η νόμιμη συνήθης διαμονή διατηρείται ως κριτήριο δικαιοδοσίας στις περιπτώσεις όπου, λόγω της μετακίνησης του τέκνου ή της παράνομης μη επιστροφής του, υπάρχει εκ των πραγμάτων μεταβολή της συνήθους διαμονής*

    (13) ότι ο όρος "απόφαση" αφορά μόνο τις θετικές αποφάσεις, δηλ. εκείνες που κατέληξαν σε διαζύγιο, δικαστικό χωρισμό ή ακύρωση του γάμου* ότι τα δημόσια έγγραφα που έχουν εκδοθεί και είναι εκτελεστά στο κράτος μέλος προέλευσης εξομοιούνται με τέτοιες αποφάσεις*

    (14) ότι η αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων που εκδίδονται από τα δικαστήρια των κρατών μελών πρέπει να βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης* ότι για το σκοπό αυτό οι λόγοι μη αναγνώρισης περιορίζονται στο ελάχιστο αναγκαίο* ότι η διαδικασία αυτή πρέπει ωστόσο να συνεπάγεται δυνατότητες προσφυγής ώστε να εξασφαλίζεται η τήρηση της δημόσιας τάξης του κράτους μέλους όπου ζητείται η αναγνώριση και των δικαιωμάτων της άμυνας και των ενδιαφερόμενων, ώστε να αποφεύγεται η αναγνώριση ασυμβίβαστων αποφάσεων*

    (15) ότι το κράτος όπου ζητείται η αναγνώριση δεν πρέπει να ερευνά ούτε την δικαιοδοσία του κράτους προέλευσης ούτε την ουσία της απόφασης*

    (16) ότι δεν πρέπει να απαιτείται καμία διαδικασία για την ενημέρωση, σε ένα κράτος μέλος, των στοιχείων των ληξιαρχικών βιβλίων, μετά από σχετική τελεσίδικη απόφαση εκδοθείσα σε άλλο κράτος μέλος*

    (17) ότι οι διατάξεις της συμφωνίας που συνάφθηκε το 1931 από τα σκανδιναβικά κράτη πρέπει να μπορούν να εφαρμοσθούν μέσα στο όρια που θέτει ο παρών κανονισμός*

    (18) ότι η Πορτογαλία, η Ιταλία και η Ισπανία συνήψαν διεθνείς συμφωνίες (concordats) πριν από την ρύθμιση αυτών των θεμάτων στη συνθήκη* ότι πρέπει να αποφευχθεί η παραβίαση από αυτά τα κράτη μέλη των διεθνών τους υποχρεώσεων έναντι της Αγίας Έδρας*

    (19) ότι τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να καθορίζουν μεταξύ τους τις πρακτικές λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού επί όσο διάστημα δεν έχουν ληφθεί σχετικά κοινοτικά μέτρα*

    (20) ότι το Συμβούλιο διατηρεί την αρμοδιότητα να αποφασίζει σχετικά με τις τροποποιήσεις των καταλόγων των αρμόδιων δικαστηρίων μετά από αίτηση του οικείου κράτους μέλους*

    (21) ότι το αργότερο πέντε έτη μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει την εφαρμογή του με σκοπό να προτείνει, εφόσον συντρέχει λόγος, τις αναγκαίες τροποποιήσεις*

    (22) ότι σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 των πρωτοκόλλων σχετικά με τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας και σχετικά με τη θέση της Δανίας, αυτά τα κράτη δεν συμμετέχουν στη θέσπιση του παρόντος κανονισμού* ότι κατά συνέπεια ο παρών κανονισμός δεν δεσμεύει ούτε το Ηνωμένο Βασίλειο, ούτε την Ιρλανδία, ούτε τη Δανία και δεν ισχύει έναντι αυτών,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ I - ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

    ’ρθρο 1

    1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται:

    α) στις αστικές διαδικασίες που αφορούν το διαζύγιο, το δικαστικό χωρισμό και την ακύρωση του γάμου των συζύγων*

    β) στις αστικές διαδικασίες που αφορούν τη γονική μέριμνα των κοινών τέκνων των συζύγων συνεπεία της αναφερόμενης στο στοιχείο α) αγωγής που αφορά τις γαμικές σχέσεις.

    2. Εξομοιώνονται προς τις ενώπιον δικαστηρίου διαδικασίες οι λοιπές διαδικασίες που αναγνωρίζονται επισήμως σε ένα κράτος μέλος. Ο όρος «δικαστήρια» συμπεριλαμβάνει κάθε αρμόδια επί του θέματος αρχή των κρατών μελών.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ II - ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

    ΤΜΗΜΑ 1ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    ’ρθρο 2Διαζύγιο, δικαστικός χωρισμός και ακύρωση του γάμου

    Διεθνή δικαιοδοσία σε θέματα διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού και ακύρωσης του γάμου των συζύγων έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους:

    α) στο έδαφος του οποίου βρίσκεται:

    - η συνήθης διαμονή των συζύγων, ή

    - η τελευταία συνήθης διαμονή των συζύγων στο μέτρο που ένας των συζύγων έχει αυτή τη διαμονή ή

    - η συνήθης διαμονή του εναγομένου ή

    - σε περίπτωση κοινής αιτήσεως, η συνήθης διαμονή του ενός ή του άλλου των συζύγων ή

    - η συνήθης διαμονή του ενάγοντος εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον ένα χρόνο πριν από την αγωγή ή

    - η συνήθης διαμονή του ενάγοντος εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την κατάθεση της αγωγής και αν είναι υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους,

    β) της ιθαγένειας των δύο συζύγων.

    ’ρθρο 3Γονική μέριμνα

    1. Τα δικαστήρια κράτους μέλους που έχουν δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 2 επί αγωγής διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης ενός γάμου έχουν διεθνή δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα τέκνου των συζύγων, εφόσον αυτό έχει συνήθη διαμονή στο ίδιο αυτό κράτος μέλος.

    2. Όταν το τέκνο δεν έχει συνήθη διαμονή στο κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, οι αρχές του εν λόγω κράτους έχουν διεθνή δικαιοδοσία επί του θέματος αυτού, εφόσον το τέκνο έχει συνήθη διαμονή σε ένα από τα κράτη μέλη και:

    α) τουλάχιστον ένας εκ των συζύγων έχει την γονική μέριμνα έναντι του τέκνου, και

    β) η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων έχει γίνει δεκτή από τους συζύγους και συνάδει προς τα μείζονα συμφέροντα του τέκνου.

    3. Η διεθνής δικαιοδοσία που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 παύει :

    α) μόλις καταστεί τελεσίδικη η απόφαση που δέχεται ή απορρίπτει την αγωγή διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου ή

    β) στις περιπτώσεις όπου κατά την ημερομηνία που αναφέρεται στο στοιχείο α) εκκρεμεί δίκη σχετική με τη γονική μέριμνα, μόλις καταστεί τελεσίδικη η απόφαση επί της εν λόγω δίκης ή

    γ) στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) μόλις περατωθεί η δίκη για άλλο λόγο.

    ’ρθρο 4Απαγωγή παιδιών

    Τα αρμόδια, κατά την έννοια του άρθρου 3, δικαστήρια, ασκούν τη διεθνή δικαιοδοσία τους σύμφωνα με τη σύμβαση της Χάγης, της 25ης Οκτωβρίου 1980, περί των αστικών θεμάτων σχετικά με τη διεθνή απαγωγή παιδιών και ιδίως με τα άρθρα 3 και 16 της σύμβασης αυτής.

    ’ρθρο 5Ανταγωγή

    Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η κύρια αγωγή βάσει των άρθρων 2 έως 4 είναι αρμόδιο και για την ανταγωγή, στο μέτρο που αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

    ’ρθρο 6Μετατροπή του δικαστικού χωρισμού σε διαζύγιο

    Με την επιφύλαξη του άρθρου 2, το δικαστήριο του κράτους μέλους το οποίο εξέδωσε απόφαση επί του δικαστικού χωρισμού είναι επίσης αρμόδιο για να μετατρέψει την απόφαση αυτή σε διαζύγιο, εφόσον το προβλέπει το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους.

    ’ρθρο 7Αποκλειστική δικαιοδοσία βάσει των άρθρων 2 έως 6

    Σύζυγος που:

    α) έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφος κράτους μέλους ή

    β) έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους,

    μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος μόνον δυνάμει των άρθρων 2 έως 6.

    ’ρθρο 8Επικουρικές δικαιοδοτικές βάσεις

    1. Εφόσον ουδέν δικαστήριο ενός κράτους μέλους έχει διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει των άρθρων 2 έως 6, η διεθνής δικαιοδοσία ρυθμίζεται, σε κάθε κράτος μέλος, από το δίκαιο του κράτους αυτού.

    2. Κάθε υπήκοος κράτους μέλους που έχει συνήθη διαμονή στο έδαφος άλλου κράτους μέλους μπορεί να επικαλείται, όπως οι ημεδαποί, τους κανόνες δικαιοδοσίας που εφαρμόζονται στο εν λόγω κράτος κατά εναγομένου που δεν έχει συνήθη διαμονή στο έδαφος ενός κράτους μέλους και που δεν έχει την ιθαγένεια ενός κράτους μέλους.

    ΤΜΗΜΑ 2ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ

    ’ρθρο 9Έρευνα της διεθνούς δικαιοδοσίας

    Δικαστήριο κράτους μέλους αποφαίνεται αυτεπαγγέλτως την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, όταν επιλαμβάνεται υποθέσεως για την οποία η δικαιοδοσία του δεν στηρίζεται στους όρους του παρόντος κανονισμού και για την οποία δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

    ’ρθρο 10Έρευνα του παραδεκτού

    1. Όταν ο εναγόμενος δεν παρίσταται, η αρμόδια αρχή υποχρεούται να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου εξακριβωθεί ότι ο εναγόμενος αυτός ήταν σε θέση να παραλάβει το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο εντός της αναγκαίας για την άμυνά του προθεσμίας ή ότι καταβλήθηκε κάθε επιμέλεια για το σκοπό αυτό.

    2. Οι εθνικές διατάξεις που μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία ../…/ΕΚ του Συμβουλίου, της ............., για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (34) εφαρμόζονται, αντί των διατάξεων της παραγράφου 1, εάν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης έπρεπε να διαβιβασθεί στην αλλοδαπή κατ?εφαρμογή της οδηγίας αυτής.

    (34) EE L

    Μέχρι την έναρξη ισχύος των εθνικών διατάξεων που μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο την εν λόγω οδηγία, εφαρμόζονται οι διατάξεις της σύμβασης της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965 σχετικά με την επίδοση και την κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, εάν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης έπρεπε να διαβιβασθεί στην αλλοδαπή κατ?εφαρμογή της συμβάσεως αυτής.

    ΤΜΗΜΑ 3ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΑΓΩΓΕΣ

    ’ρθρο 11 Εκκρεμοδικία και συναφείς αγωγές

    1. Αν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και εκ της ιδίας αιτίας μεταξύ των αυτών διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί, αναστέλλει αυτεπάγγελτα τη διαδικασία του μέχρι να διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.

    2. Αν έχουν ασκηθεί αγωγές διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού και ακύρωσης του γάμου των συζύγων, οι οποίες δεν έχουν το ίδιο αντικείμενο ούτε την ίδια αιτία, μεταξύ των ιδίων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών, το δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται μεταγενέστερα αναστέλλει αυτεπάγγελτα τη διαδικασία έως ότου διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που έχει πρώτο επιληφθεί.

    3. Όταν διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, κάθε δικαστήριο που επελήφθη μεταγενέστερα αποφαίνεται περί της ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ αυτού του δικαστηρίου.

    Στην περίπτωση αυτή, ο διάδικος που άσκησε την αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα μπορεί να ασκήσει την αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.

    ΤΜΗΜΑ 4ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

    ’ρθρο 12 Ασφαλιστικά μέτρα

    Σε επείγουσες περιπτώσεις οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν εμποδίζουν τα αρμόδια δικαστήρια κράτους μέλους να λαμβάνουν ασφαλιστικά μέτρα σχετικά με πρόσωπα ή αγαθά που ευρίσκονται στο κράτος αυτό, τα οποία προβλέπονται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους έστω και αν το δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, διεθνή δικαιοδοσία για την ουσία της υποθέσεως.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ III - ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ

    ’ρθρο 13Έννοια του όρου «απόφαση»

    1. Ως «απόφαση», κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, νοείται κάθε απόφαση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου εκδιδόμενη από δικαστήριο κράτους μέλους, καθώς και κάθε απόφαση που αφορά τη γονική μέριμνα των συζύγων και λαμβάνεται επ' ευκαιρία των ανωτέρω διαδικασιών γαμικών διαφορών, οποιαδήποτε και εάν είναι η ονομασία της, όπως «απόφαση», «διαταγή» ή «διάταξη».

    2. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται επίσης για τον καθορισμό του ποσού των εξόδων και δαπανών σε δίκες που διεξάγονται βάσει του παρόντος κανονισμού και για την εκτέλεση διαταγών ή εντολών πληρωμής των εν λόγω εξόδων και δαπανών.

    3. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, τα δημόσια έγγραφα που έχουν εκδοθεί και είναι εκτελεστά σε κράτος μέλος καθώς και οι συμβιβασμοί που καταρτίζονται ενώπιον δικαστηρίου κατά τη διάρκεια δίκης και είναι εκτελεστοί στο κράτος μέλος όπου συνήφθησαν, αναγνωρίζονται και καθίστανται εκτελεστοί(-ά) υπό τους ίδιους όρους όπως και οι αποφάσεις που αναφέρονται στη παράγραφο 1.

    ΤΜΗΜΑ 1ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ

    ’ρθρο 14Αναγνώριση αποφάσεων

    1. Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε ένα κράτος μέλος αναγνωρίζονται στα υπόλοιπα κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη διαδικασία.

    2. Ειδικότερα, και με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, οποιοδήποτε κράτος μέλος μπορεί να επιφέρει τροποποιήσεις χωρίς ειδική διαδικασία στα ληξιαρχικά βιβλία του, βάσει αποφάσεως διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου που εκδίδεται σε άλλο κράτος μέλος και δεν επιδέχεται περαιτέρω ένδικα μέσα κατά το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.

    3. Οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος μπορεί, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπουν τα τμήματα 2 και 3 του παρόντος κεφαλαίου, να ζητήσει την έκδοση απόφασης για την αναγνώριση ή μη αναγνώριση της απόφασης.

    4. Εάν η επίκληση της αναγνωρίσεως γίνεται παρεμπιπτόντως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, το δικαστήριο αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία να κρίνει σχετικά.

    ’ρθρο 15Λόγοι μη αναγνώρισης

    1. Αποφάσεις που αφορούν διαζύγιο, δικαστικό χωρισμό ή ακύρωση γάμου δεν αναγνωρίζονται:

    α) αν η αναγνώριση αντίκειται προδήλως στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους όπου ζητείται η αναγνώριση*

    β) αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο νομοτύπως και εμπροθέσμως, ώστε να μπορεί να αμυνθεί εκτός εάν βεβαιωθεί ότι ο εναγόμενος έχει δεχθεί την απόφαση κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση*

    γ) αν η απόφαση δεν συμβιβάζεται με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ίδιων διαδίκων στο κράτος μέλος όπου ζητείται η αναγνώριση*

    δ) αν η απόφαση δεν συμβιβάζεται με απόφαση που εκδόθηκε προγενέστερα μεταξύ των ίδιων διαδίκων σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος, εφόσον η προγενέστερη απόφαση συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώρισή της στο κράτος μέλος όπου ζητείται η αναγνώριση.

    2. Απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα των συζύγων που έχει εκδοθεί στα πλαίσια δίκης περί γαμικών διαφορών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 13, δεν αναγνωρίζεται:

    α) αν η αναγνώριση αντίκειται προδήλως στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους όπου ζητείται η αναγνώριση, λαμβάνοντας υπόψη τα μείζονα συμφέροντα του τέκνου*

    β) αν εκδόθηκε, εκτός περιπτώσεων κατεπείγοντος, χωρίς να δοθεί στο τέκνο η ευκαιρία να ακουσθεί, κατά παράβαση θεμελιωδιών δικονομικών αρχών του κράτους μέλους όπου ζητείται η αναγνώριση*

    γ) αν το εισαγωγικό της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα διάδικο νομοτύπως και εμπρόθεσμα ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός αν βεβαιωθεί ότι ο διάδικος αυτός έχει δεχθεί την απόφαση κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση*

    δ) κατόπιν αιτήματος προσώπου που ισχυρίζεται ότι η απόφαση παραβιάζει την άσκηση της γονικής μέριμνάς του, εάν η απόφαση εκδόθηκε χωρίς να δοθεί στο πρόσωπο αυτό η ευκαιρία να ακουσθεί*

    ε) αν η απόφαση δεν συμβιβάζεται με μεταγενέστερη απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα που εκδόθηκε στο κράτος μέλος όπου ζητείται η αναγνώριση* ή

    στ) αν η απόφαση δεν συμβιβάζεται με μεταγενέστερη απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος ή στην τρίτη χώρα συνήθους διαμονής του τέκνου, εφόσον η μεταγενέστερη απόφαση συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώρισή της στο κράτος όπου ζητείται η αναγνώριση.

    ’ρθρο 16Απαγόρευση έρευνας της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου προέλευσης

    Δεν ερευνάται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως. Το κριτήριο της δημόσιας τάξης που προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 στοιχείο α) και παράγραφος 2 στοιχείο α) δεν εφαρμόζεται στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας των άρθρων 2 έως 8.

    ’ρθρο 17Διαφορές μεταξύ των εφαρμοστέων δικαίων

    Αποφάσεις που αφορούν διαζύγιο, δικαστικό χωρισμό ή ακύρωση γάμου δεν μπορούν να μην αναγνωρίζονται επειδή η νομοθεσία του κράτους μέλους όπου ζητείται η αναγνώριση δεν επιτρέπει διαζύγιο, δικαστικό χωρισμό ή ακύρωση γάμου βάσει των ίδιων πραγματικών περιστατικών.

    ’ρθρο 18Απαγόρευση της αναθεώρησης επί της ουσίας

    Αποκλείεται σε οποιαδήποτε περίπτωση η επί της ουσίας αναθεώρηση αποφάσεως.

    ’ρθρο 19Αναστολή διαδικασίας

    Το δικαστήριο κράτους μέλους, όπου ζητείται αναγνώριση αποφάσεως που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος, μπορεί να αναστείλει την διαδικασία, αν η απόφαση αυτή έχει προσβληθεί με τακτικό ένδικο μέσο.

    ΤΜΗΜΑ 2ΕΚΤΕΛΕΣΗ

    ’ρθρο 20Εκτελεστές αποφάσεις

    Απόφαση, που εκδόθηκε σε κράτος μέλος για την άσκηση της γονικής μέριμνας επί κοινού τέκνου των διαδίκων και είναι εκτελεστή σε αυτό το κράτος μέλος, εκτελείται σε άλλο κράτος μέλος, αφού κηρυχθεί εκεί εκτελεστή, με αίτηση κάθε ενδιαφερόμενου.

    ’ρθρο 21Κατά τόπον αρμόδια δικαστήρια

    1. Η αίτηση υποβάλλεται :

    στο Βέλγιο στο «Tribunal de premi_ύ_ύ_ύ_ύ_ύ_ύ» ή το «Rechtbank van eerste aanleg» ή το «erstinstanzliche Gericht»,

    στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στο «Familiengericht»,

    στην Ελλάδα, στο «Μονoμελές Πρωτoδικείo »,

    στην Ισπανία, στο «Juzgado de Primera Instancia»,

    στη Γαλλία, στον πρόεδρο του «tribunal de grande instance»,

    στην Ιταλία, στο «Corte d'appello»,

    στο Λουξεμβούργο, στον πρόεδρο του «tribunal d'arrondissement»,

    στην Αυστρία, στο «Bezirksgericht»,

    στις Κάτω Χώρες, στον πρόεδρο του «arrondissementsrechtbank»,

    στην Πορτογαλία, στο «Tribunal de Comarca» ή στο «Tribunal de famύ_ύ_»,

    στην Φινλανδία, στο «kδrδjδoikeus/tingsrδtt»,

    στην Σουηδία, στο «Svea hovrδtt».

    2. Το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο σε σχέση με μια αίτηση εκτέλεσης καθορίζεται από τον τόπο της συνήθους διαμονής του προσώπου, κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση, ή από τον τόπο της συνήθους διαμονής του τέκνου, με το οποίο συνδέεται η αίτηση.

    Εάν ουδείς από τους τόπους που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο δεν βρίσκεται στο κράτος μέλος όπου ζητείται η εκτέλεση, το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο καθορίζεται από τον τόπο εκτέλεσης.

    3. Σε σχέση με τις διαδικασίες του άρθρου 14 παράγραφος 3, το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο καθορίζεται από το εσωτερικό δίκαιο του κράτους μέλους, στο οποίο κινείται η διαδικασία αναγνώρισης ή μη αναγνώρισης.

    ’ρθρο 22Διαδικασία εκτέλεσης

    1. Η αίτηση υποβάλλεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους όπου ζητείται η εκτέλεση.

    2. Ο αιτών οφείλει να προβεί σε εκλογή κατοικίας στην περιφέρεια του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται. Αν πάντως το δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως δεν προβλέπει την εκλογή κατοικίας, ο αιτών διορίζει αντίκλητο.

    3. Στην αίτηση επισυνάπτονται τα έγγραφα που αναφέρονται στα άρθρα 33 και 34.

    ’ρθρο 23Απόφαση του δικαστηρίου

    1. Το δικαστήριο στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση αποφασίζει αμελλητί. Ο διάδικος, κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση, δεν έχει στο στάδιο αυτό της διαδικασίας δικαίωμα υποβολής παρατηρήσεων.

    2. Η αίτηση μπορεί να απορριφθεί μόνο για έναν από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 15.

    3. Αποκλείεται, σε οποιαδήποτε περίπτωση, η επί της ουσίας αναθεώρηση αποφάσεως.

    ’ρθρο 24Επίδοση ή κοινοποίηση της απόφασης

    Η απόφαση επί της αιτήσεως επιδίδεται ή κοινοποιείται αμελλητί στον αιτούντα, επιμελεία του γραμματέα του δικαστηρίου, όπως προβλέπει το δίκαιο του κράτους μέλους όπου ζητείται η εκτέλεση.

    ’ρθρο 25Προσφυγή κατά της αποφάσεως εκτελέσεως

    1. Αν η εκτέλεση επιτραπεί, το πρόσωπο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση μπορεί να προσφύγει κατά της αποφάσεως μέσα σε ένα μήνα από την επίδοση ή κοινοποίησή της.

    2. Αν το πρόσωπο αυτό έχει την συνήθη διαμονή του σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο εκδόθηκε η απόφαση που επιτρέπει την εκτέλεση, η προθεσμία είναι δύο μήνες από την ημέρα που του έγινε η επίδοση ή κοινοποίηση προσωπικά ή στην κατοικία του. Η προθεσμία αυτή δεν παρεκτείνεται λόγω αποστάσεως.

    ’ρθρο 26Δικαστήριο προσφυγής και ένδικα μέσα

    1. Η προσφυγή κατά της αποφάσεως που επιτρέπει την εκτέλεση ασκείται, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας :

    στο Βέλγιο, στο «Tribunal de premiθre instance» ή στο «Rechtbank van eerste aanleg» ή στο «erstinstanzliche Gericht»,

    στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στο «Oberlandesgericht»,

    στην Ελλάδα, στο «Εφετείo»,

    στην Ισπανία, στο «Audiencia Provincial»,

    στη Γαλλία, στο «Cour d'appel»,

    στην Ιταλία, στο «Corte d'appello»,

    στο Λουξεμβούργο, στο «Cour d'appel»,

    στις Κάτω Χώρες, στο «arrondissementsrechtbank»,

    στην Αυστρία, στο «Bezirksgericht»,

    στην Πορτογαλία, στο «Tribunal de Relaηγo»,

    στη Φινλανδία, στο «hovioikeus/hovrδtt»,

    στη Σουηδία, στο «Svea hovrδtt».

    2. Κατά της αποφάσεως επί της προσφυγής μπορεί να ασκηθεί:

    - στο Βέλγιο, την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο και τις Κάτω Χώρες μόνον αναίρεση,

    - στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, μόνον «Rechtsbeschwerde»,

    - στην Αυστρία, μόνον «Revisionsrekurs»,

    - στην Πορτογαλία, μόνον «recurso restrito _ύ_ύϊ_ύ_σ_ύρ_ϊ_ύϊ_ύϊ»,

    - στη Φινλανδία, μόνον προσφυγή στο «korkein oikeus/hφgsta domstolen»,

    - στη Σουηδία, μόνον προσφυγή στο «hφgsta domstolen».

    ’ρθρο 27Αναστολή της διαδικασίας

    Το δικαστήριο στο οποίο ασκείται η προσφυγή μπορεί, με αίτηση του προσφεύγοντος, να αναστείλει τη διαδικασία, αν κατά της αλλοδαπής αποφάσεως έχει ασκηθεί στο κράτος μέλος προελεύσεως τακτικό ένδικο μέσο ή αν η προθεσμία για την άσκησή του δεν έχει ακόμη λήξει* στην τελευταία περίπτωση, το δικαστήριο μπορεί να τάξει προθεσμία για την άσκηση του ένδικου αυτού μέσου.

    ’ρθρο 28Δικαστήριο προσφυγής κατά αποφάσεως που απορρίπτει την αίτηση εκτελέσεως

    1. Αν η αίτηση εκτελέσεως απορριφθεί, ο αιτών μπορεί να προσφύγει :

    στο Βέλγιο, στο «Cour d'appel» ή στο «hof van beroep»,

    στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στο «Oberlandesgericht»,

    στην Ελλάδα, στο « Εφετείo »,

    στην Ισπανία, στο «Audiencia Provincial»,

    στη Γαλλία, στο «Cour d'appel»,

    στη Ιταλία, στο «Corte d'appello»,

    στο Λουξεμβούργο, στο «Cour d'appel»,

    στις Κάτω Χώρες, στο «gerechtshof»,

    στην Αυστρία, στο «Bezirksgericht»,

    στην Πορτογαλία, στο «Tribunal de Relaηγo»,

    στη Φινλανδία, στο «hovioikeus/hovrδtten»,

    στη Σουηδία, στο «Svea hovrδtt».

    2. Το πρόσωπο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση καλείται να παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου που εκδικάζει την προσφυγή. Σε περίπτωση ερημοδικίας του, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 10.

    ’ρθρο 29Ένδικα μέσα κατά απόφασης επί της προσφυγής κατά απορριπτικής αποφάσεως

    Η απόφαση επί της προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 28 μπορεί να προσβληθεί:

    - στο Βέλγιο, την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο και τις Κάτω Χώρες μόνον με αναίρεση,

    - στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, μόνον με «Rechtsbeschwerde»,

    - στην Αυστρία, μόνον με «Revisionsrekurs»,

    - στην Πορτογαλία, μόνον με «recurso restrito ΰ matιria de direito»,

    - στη Φινλανδία, μόνον με προσφυγή στο «korkein oikeus/hφgsta domstolen»,

    - στη Σουηδία, μόνον με προσφυγή στο «Hφgsta domstolen»,

    ’ρθρο 30Μερική εκτέλεση

    1. Αν η αλλοδαπή απόφαση απεφάνθη επί πολλών αξιώσεων και δεν μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστή στο σύνολό της, το δικαστήριο την κηρύσσει εκτελεστή ως προς μία ή περισσότερες από τις αξιώσεις.

    2. Ο αιτών μπορεί να ζητήσει μερική εκτέλεση της αποφάσεως.

    ’ρθρο 31Δικαστική αρωγή

    Ο αιτών στον οποίο έχει παρασχεθεί στο κράτος μέλος προελεύσεως ολικά ή μερικά δικαστική αρωγή ή απαλλαγή από έξοδα και δαπάνες, απολαύει, στο πλαίσιο της διαδικασίας των άρθρων 21 έως 24, της ευμενέστερης μεταχείρισης ή της ευρύτερης απαλλαγή από έξοδα και δαπάνες, που προβλέπει το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο ζητείται η εκτέλεση.

    ’ρθρο 32Εγγυοδοσία ή κατάθεση χρηματικού ποσού

    Σε διάδικο που ζητεί σε κράτος μέλος την εκτέλεση αποφάσεως η οποία έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, καμία εγγύηση ή κατάθεση χρηματικού ποσού, ανεξάρτητα από την ονομασία της, δεν μπορεί να επιβληθεί με την αιτιολογία ότι είναι αλλοδαπός ή ότι δεν διαμένει συνήθως στο κράτος εκτελέσεως.

    ΤΜΗΜΑ 3ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    ’ρθρο 33Έγγραφα

    1. Ο διάδικος που επικαλείται ή αμφισβητεί την αναγνώριση ή ζητεί την εκτέλεση αποφάσεως οφείλει να προσκομίσει:

    α) αντίγραφο της αποφάσεως, το οποίο να συγκεντρώνει τις αναγκαίες προϋποθέσεις γνησιότητας,

    β) αν συντρέχει περίπτωση, έγγραφο που να αποδεικνύει ότι ο αιτών απολαμβάνει δικαστικής αρωγής στο κράτος προελεύσεως.

    2. Επιπλέον, εφόσον πρόκειται για απόφαση ερήμην, ο διάδικος που επικαλείται την αναγνώριση ή ζητεί την εκτέλεση οφείλει να προσκομίσει:

    α) το πρωτότυπο ή κυρωμένο αντίγραφο του εγγράφου που να αποδεικνύει ότι το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα διάδικο ή

    β) οποιοδήποτε έγγραφο στο οποίο να δηλώνεται ότι ο εναγόμενος έχει αποδεχθεί την απόφαση κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση.

    3. Το πρόσωπο που ζητεί την ενημέρωση των ληξιαρχικών βιβλίων ενός κράτους μέλους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2, προσκομίζει επίσης έγγραφο που μαρτυρεί ότι η απόφαση δεν υπόκειται πλέον σε ένδικα μέσα κατά το δίκαιο του κράτους μέλους όπου εκδόθηκε.

    ’ρθρο 34’λλα έγγραφα

    Ο διάδικος που ζητεί την εκτέλεση οφείλει επίσης να προσκομίσει κάθε έγγραφο κατάλληλο να αποδείξει ότι, κατά το δίκαιο του κράτους προελεύσεως, η απόφαση είναι εκτελεστή και έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί.

    ’ρθρο 35Απουσία εγγράφων

    1. Αν δεν προσάγονται τα έγγραφα που μνημονεύονται στο άρθρο 33 παράγραφος 1 στοιχείο β) και στο άρθρο 33 παράγραφος 2, το δικαστήριο μπορεί είτε να ορίσει προθεσμία προσαγωγής τους είτε να δεχθεί ισοδύναμα έγγραφα είτε, εφόσον κρίνει ότι έχει επαρκώς ενημερωθεί, να απαλλάξει τον αιτούντα από την υποχρέωση αυτή.

    2. Το δικαστήριο μπορεί να ζητήσει την προσαγωγή μεταφράσεως των εγγράφων. Η μετάφραση επικυρώνεται από πρόσωπο που έχει σχετικό δικαίωμα σε ένα από τα κράτη μέλη.

    ’ρθρο 36Επικύρωση ή άλλη ανάλογη διατύπωση

    Καμιά επικύρωση ή άλλη ανάλογη διατύπωση δεν απαιτείται για τα έγγραφα που μνημονεύονται στο άρθρο 33, στο άρθρο 34 και στο άρθρο 35 παράγραφος 2, καθώς και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, για το έγγραφο διορισμού αντικλήτου.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV - ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    ’ρθρο 37

    1. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται μόνο στις αγωγές που ασκούνται, στα δημόσια έγγραφα που συντάσσονται και στους δικαστικούς συμβιβασμούς που καταρτίζονται ενώπιον δικαστηρίου κατά τη διάρκεια δίκης, μετά την έναρξη της ισχύος του.

    2. Αποφάσεις που εκδίδονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού κατόπιν αγωγής που έχει ασκηθεί πριν από την ημερομηνία αυτή, αναγνωρίζονται και εκτελούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου III, αν η διεθνής δικαιοδοσία βασίστηκε σε κανόνες σύμφωνους με τις διατάξεις του κεφαλαίου II ή με τις διατάξεις σύμβασης η οποία, κατά την ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής, ίσχυε μεταξύ του κράτους μέλους προελεύσεως και του κράτους μέλους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ V - ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    ’ρθρο 38Σχέση με τις συμβάσεις

    1. Με επιφύλαξη των άρθρων 37 και 40 και της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, ο παρών κανονισμός αντικαθιστά, μεταξύ των κρατών μελών, τις κατά την έναρξη ισχύος του υφιστάμενες συμβάσεις, συναφθείσες μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών και αφορώσες θέματα τα οποία διέπονται από τον παρόντα κανονισμό.

    2. Η Σουηδία και η Φινλανδία έχουν τη δυνατότητα να δηλώσουν ότι ισχύει, εν όλω ή εν μέρει, στις μεταξύ των σχέσεις, η σύμβαση της 6ης Φεβρουαρίου 1931 μεταξύ Δανίας, Φινλανδίας, Ισλανδίας, Νορβηγίας και Σουηδίας, η οποία περιέχει διατάξεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου σχετικά με το γάμο, την υιοθεσία και την επιμέλεια, καθώς και το τελικό πρωτόκολλο αυτής, αντί και στη θέση των κανόνων του παρόντος κανονισμού. Οι δηλώσεις αυτές δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ως παράρτημα του κανονισμού. Αυτά τα κράτη μέλη μπορούν να δηλώσουν ανά πάσα στιγμή ότι τις ανακαλούν εν όλω ή εν μέρει.

    Η αρχή της μη εισαγωγής διακρίσεων λόγω ιθαγενείας μεταξύ των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης τηρείται.

    Τα κριτήρια αρμοδιότητας σε κάθε συμφωνία που θα συναφθεί μεταξύ των αναφερομένων στο πρώτο εδάφιο κρατών μελών, και θα αφορά θέματα ρυθμιζόμενα στον παρόντα κανονισμό, ευθυγραμμίζονται με τα προβλεπόμενα στον παρόντα κανονισμό.

    Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε ένα από τα σκανδιναβικά κράτη που έχει προβεί στη δήλωση του πρώτου εδαφίου, βάσει δικαιοδοσίας που αντιστοιχεί σε περίπτωση δικαιοδοσίας που προβλέπεται στο κεφάλαιο II, αναγνωρίζονται και εκτελούνται στα υπόλοιπα κράτη μέλη σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στον τίτλο III αυτού.

    3. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή :

    α) αντίγραφο των συμφωνιών ή σχεδίων συμφωνιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, πρώτο και τρίτο εδάφιο, καθώς και των ομοιόμορφων νόμων που τις θέτουν σε ισχύ,

    β) κάθε καταγγελία ή τροποποίηση των συμφωνιών αυτών ή των ομοιομόρφων νόμων.

    ’ρθρο 39Σχέση με ορισμένες πολυμερείς συμβάσεις

    Στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών, στις οποίες τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη, ο παρών κανονισμός υπερισχύει των ακόλουθων συμβάσεων, στο βαθμό που οι εν λόγω συμβάσεις αφορούν θέματα διεπόμενα από αυτόν:

    σύμβαση της Χάγης, της 5ης Οκτωβρίου 1961, σχετικά με την αρμοδιότητα των αρχών και το εφαρμοστέο δίκαιο όσον αφορά την προστασία των ανηλίκων,

    σύμβαση του Λουξεμβούργου, της 8ης Σεπτεμβρίου 1967, για την αναγνώριση αποφάσεων που αφορούν το κύρος γάμων,

    σύμβαση της Χάγης, της 1ης Ιουνίου 1970, για την αναγνώριση αποφάσεων διαζυγίου και δικαστικού χωρισμού,

    ευρωπαϊκή σύμβαση, της 20ής Μαΐου 1980, για την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε θέματα επιμέλειας των τέκνων και για την αποκατάσταση της επιμέλειάς τους,

    σύμβαση της Χάγης, της 19ης Οκτωβρίου 1996, σχετικά με την αρμοδιότητα, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, την εκτέλεση και τη συνεργασία σε θέματα γονικής ευθύνης και μέτρων προστασίας των παιδιών εφόσον το παιδί έχει τη συνήθη διαμονή του σε κράτος μέλος.

    ’ρθρο 40Έκταση των αποτελεσμάτων

    1. Οι συμφωνίες και οι συμβάσεις που αναφέρονται στα άρθρα 38, παράγραφος 1, και 39 εξακολουθούν να παράγουν αποτελέσματα στα θέματα στα οποία ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται.

    2. Εξακολουθούν να παράγουν αποτελέσματα ως προς τις αποφάσεις που εκδόθηκαν και τα δημόσια έγγραφα που συντάχθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

    ’ρθρο 41Συμφωνίες μεταξύ κρατών μελών

    1. Δύο ή περισσότερα κράτη μέλη μπορούν να συνάπτουν μεταξύ τους συμβάσεις ή συμφωνίες με στόχο τη συμπλήρωση των διατάξεων του παρόντος κανονισμού ή τη διευκόλυνση της εφαρμογής του.

    Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή:

    α) αντίγραφο αυτών των σχεδίων συμφωνιών*

    β) τυχόν καταγγελία ή τροποποίηση των εν λόγω συμφωνιών.

    2. Σε καμία περίπτωση αυτές οι συμβάσεις ή συμφωνίες δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από τα κεφάλαια II και ΙΙΙ.

    ’ρθρο 42Συνθήκες με την Αγία Έδρα

    1. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τη διεθνή συμφωνία (concordat) μεταξύ της Αγίας Έδρας και της Πορτογαλίας, η οποία υπογράφηκε στην Πόλη του Βατικανού στις 7 Μαΐου 1940.

    2. Κάθε απόφαση σχετικά με ελαττωματικό γάμο η οποία εκδόθηκε κατ'εφαρμογή της συμφωνίας που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο, αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη υπό τους όρους του κεφαλαίου III του παρόντος κανονισμού.

    3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται επίσης στις ακόλουθες διεθνείς συμφωνίες (concordats) με την Αγία Έδρα:

    - συνθήκη του Λατερανού (Concordato lateranense) της 11ης Φεβρουαρίου 1929 μεταξύ της Ιταλίας και της Αγίας Έδρας, όπως τροποποιήθηκε από τη συμφωνία και το πρόσθετο πρωτόκολλό της που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 18 Φεβρουαρίου 1984,

    - συμφωνία μεταξύ της Αγίας Έδρας και της Ισπανίας περί νομικών υποθέσεων της 3ης Ιανουαρίου 1979.

    4. Τα οικεία κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή:

    α) αντίγραφο των συνθηκών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3,

    β) τυχόν καταγγελία ή τροποποίηση των εν λόγω συνθηκών.

    ’ρθρο 43Κράτη μέλη με δύο ή περισσότερα συστήματα δικαίου

    Στα κράτη μέλη όπου εφαρμόζονται σε διαφορετικές εδαφικές ενότητες δύο ή περισσότερα συστήματα δικαίου ή σύνολα κανόνων, αφορώντα τα θέματα που διέπονται από τον παρόντα κανονισμό:

    α) κάθε αναφορά στη συνήθη διαμονή στο οικείο κράτος μέλος αφορά τη συνήθη διαμονή σε μια εδαφική ενότητα*

    β) κάθε αναφορά στην ιθαγένεια αφορά την εδαφική ενότητα που ορίζεται από το δίκαιο του οικείου κράτους*

    γ) κάθε αναφορά στην αρχή κράτους μέλους, που έχει επιληφθεί αιτήσεως διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου, αναφέρεται στην αρχή της εδαφικής ενότητας που έχει επιληφθεί αυτής της αίτησης*

    δ) κάθε αναφορά στους κανόνες του κράτους μέλους στο οποίο ζητείται η αναγνώριση ή η εκτέλεση αφορά τους κανόνες της εδαφικής ενότητας στην οποία γίνεται επίκληση της δικαστικής αρμοδιότητας, της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI - ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    ’ρθρο 44Επανεξέταση

    Πέντε έτη το αργότερο από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και ιδίως των άρθρων 38, 41, 42 και 44. Η έκθεση αυτή συνοδεύεται ενδεχομένως από προτάσεις προσαρμογής του κανονισμού.

    ’ρθρο 45Τροποποίηση των καταλόγων των δικαστηρίων και των ενδίκων μέσων

    Ο καθορισμός των δικαστηρίων ή των ενδίκων μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, στο άρθρο 26, παράγραφοι 1 και 2, στο άρθρο 28, παράγραφος 1 και στο άρθρο 29 μπορεί να τροποποιηθεί με απόφαση του Συμβουλίου.

    ’ρθρο 46Έναρξη ισχύος

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Βρυξέλλες,

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    Top