EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 51999PC0219

Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις

/* COM/99/0219 τελικό - CNS 99/0212 */

ΕΕ C 247E της 31.8.1999, p. 11–22 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

51999PC0219

Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις /* COM/99/0219 τελικό - CNS 99/0212 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 247 E της 31/08/1999 σ. 0011 - 0022


Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις

(υποβλήθηκε από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Πίνακας περιεχομένων

1. ΓΕΝΙΚΑ

1.1. Πλαίσιο

1.2. Διαπραγμάτευση της σύμβασης σχετικά με την «διαβίβαση των πράξεων»

2. ΠΡΟΤΑΣΗ ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

2.1. Θέμα

2.2. Νομική βάση

3. ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑΣ

4. ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

4.1. Γενικός στόχος

4.2. Συνέχεια

4.3. Προσαρμογή

4.4. Συγκριτικός πίνακας

4.5. Σχολιασμός ανά άρθρο

1. ΓΕΝΙΚΑ

1.1. Πλαίσιο

Δυνάμει του άρθρου 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ένωση θέτει ως στόχο τη διατήρηση και την ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στο πλαίσιο του οποίου εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και τα υποκείμενα δικαίου μπορούν να επικαλούνται τα δικαιώματά τους απολαύοντας ίσων εγγυήσεων με εκείνες που διαθέτουν ενώπιον των δικαστηρίων της χώρας τους.

Προκειμένου να δημιουργηθεί προοδευτικά ένας τέτοιος χώρος, η Κοινότητα θεσπίζει, μεταξύ άλλων, μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, τα οποία είναι απαραίτητα για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η ενίσχυση της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, η οποία όπως πιστεύουν πολλοί αναπτύχθηκε υπερβολικά αργά, συνιστά μια θεμελιώδη φάση της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου, ο οποίος θα έχει απτά οφέλη για όλους τους πολίτες της Ένωσης (1).

(1) Πρόγραμμα δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής όσον αφορά την άριστη δυνατή εφαρμογή των διατάξεων της συνθήκης του ’Aμστερνταμ για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, σημείο 16, ΕΕ C 19, 23.1.1999.

Μεταξύ αυτών των μέτρων, η καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς προϋποθέτει την καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση μεταξύ των κρατών μελών των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων προς επίδοση ή κοινοποίηση σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.

Η ταχύτητα των διαδικασιών και η ασφάλεια δικαίου αποτελούν εν προκειμένω ουσιώδεις προϋποθέσεις τη στιγμή όπου η ανάπτυξη των συναλλαγών, οι οποίες άπτονται της ιδιωτικής σφαίρας ή των οικονομικών και πολιτισμικών σχέσεων, οδηγεί αναπόφευκτα σε πολλαπλασιασμό των διαφορών.

Η διαβίβαση από ένα κράτος μέλος σε άλλο των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις για επίδοση ή κοινοποίηση αποτελεί απαραίτητο κρίκο για την καλή διεξαγωγή μιας δίκης και πρέπει να διεξάγεται υπό ικανοποιητικές προϋποθέσεις.

Πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης του ’Aμστερνταμ, τα κράτη μέλη συνήψαν, στη βάση του άρθρου K.3.2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμβαση για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, η οποία καταρτίστηκε με πράξη του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 26ης Μαΐου 1997 (2). Αυτή η σύμβαση δεν έχει εντούτοις κυρωθεί από τα κράτη μέλη.

(2) ΕΕ C 261, 27.8.1997.

1.2. Διαπραγμάτευση της σύμβασης σχετικά με την «διαβίβαση των πράξεων»

Το Συμβούλιο των Υπουργών Δικαιοσύνης, που συνεδρίασε στις 29 και 30 Οκτωβρίου 1993, έδωσε εντολή σε ομάδα εργασίας, επονομαζόμενη «ομάδα για την απλούστευση της διαβίβασης των πράξεων», να καταρτίσει μια πράξη για την απλούστευση και επιτάχυνση των διαδικασιών διαβίβασης των πράξεων μεταξύ των κρατών μελών. Από την εξέταση των απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο που καταρτίστηκε τον Απρίλιο του 1992 υπό πορτογαλική προεδρία, σε συνεργασία με τις Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο, είχε όντως αναδυθεί ένα σύστημα που χαρακτηριζόταν από μεγάλη πολυπλοκότητα, ανομοιογένεια και ανεπαρκή αποτελεσματικότητα.

Πράγματι, τα περισσότερα κράτη μέλη είναι μέρη στη σύμβαση της Χάγης, της 15ης Νοεμβρίου 1965, σχετικά με την επίδοση και την κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, αλλά και σε διμερείς ή περιφερειακές πράξεις, και αυτό οδήγησε σταδιακά σε μεγάλη σύγχυση ως προς τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται ή να προτιμώνται, πηγή τελικά λαθών ή αμφισβητούμενων επιλογών.

Από το 1993, η ολλανδική αντιπροσωπεία υπέβαλε σχέδιο για την προσαρμογή του άρθρου IV του πρωτοκόλλου που επισυνάπτεται στη σύμβαση των Βρυξελλών, της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, άρθρο το οποίο αφορά την επίδοση και την κοινοποίηση των πράξεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η ομάδα εργασίας διεξήγαγε τις πρώτες συζητήσεις για το σχέδιο αυτό, αργότερα δε η γερμανική προεδρία κατήρτισε ένα ερωτηματολόγιο σχετικά με τη διαδικασία που ισχύει σε κάθε κράτος μέλος.

Τέλος, στις αρχές του 1995, η γαλλική προεδρία υπέβαλε ένα νέο σχέδιο που έχει ιδίως ως βάση τη δημιουργία ενός ενιαίου και υποχρεωτικού για τα κράτη μέλη μηχανισμού.

Με βάση τις προτάσεις των κρατών μελών και τα αποτελέσματα διαβούλευσης με νομομαθείς, η οποία πραγματοποιήθηκε κατόπιν πρωτοβουλίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, το σχέδιο προσανατολίσθηκε προς μια λύση που επιτυγχάνει την εξισορρόπηση των διαφόρων προσανατολισμών.

Μετά το πέρας των εργασιών της ομάδας, το κείμενο του σχεδίου σύμβασης υποβλήθηκε από την ολλανδική προεδρία, σύμφωνα με το άρθρο K.6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προς εξέταση (3).

(3) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 11 Απριλίου 1997 (ΕΕ C 132).

Στις 26 Μαΐου 1997, το Συμβούλιο κατάρτισε τη σύμβαση, η οποία υπεγράφη την ίδια μέρα από τους αντιπροσώπους όλων των κρατών μελών.

2. ΠΡΟΤΑΣΗ ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Δεδομένου ότι η σύμβαση της 26ης Μαΐου 1997 σχετικά με τη « διαβίβαση των πράξεων » δεν είχε κυρωθεί πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης του ’Aμστερνταμ, οι κανόνες της δεν ισχύουν. Αυτή η σύμβαση αποτελεί ένα από τα δύο μόνα επιτεύγματα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας τα οποία πραγματοποιήθηκαν υπό την επήρεια της συνθήκης του Μάαστριχτ. Αποσκοπεί στην επίλυση των πρακτικών δυσχερειών που αντιμετωπίζουν οι πολίτες στην καθημερινή ζωή τους. Η μετατροπή σε κοινοτική πράξη θα έχει κυρίως σαν αποτέλεσμα να εξασφαλίσει ότι η εφαρμογή θα γίνει σε συγκεκριμένη προθεσμία, με ομοιογενή τρόπο, και στο εγγύς μέλλον.

2.1. Θέμα

Ασκώντας, για πρώτη φορά (4), το δικαίωμα πρωτοβουλίας στον « κοινοτικοποιημένο » τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, η παρούσα πρόταση οδηγίας αποσκοπεί να βελτιώσει και να επιταχύνει τη διαβίβαση μεταξύ των κρατών μελών δικαστικών και εξωδίκων πράξεων στον αστικό ή εμπορικό τομέα με σκοπό την επίδοση και την κοινοποίηση. Αποβλέπει να αντικαταστήσει το περιεχόμενο της σύμβασης που αφορά με τη « διαβίβαση των πράξεων », κατοχυρώνοντας σε μεγάλο βαθμό τη συνέχεια των αποτελεσμάτων που προέκυψαν από τη διαπραγμάτευσή της. Η Επιτροπή συνεπώς επαναλαμβάνει το ουσιαστικό περιεχόμενο της εν λόγω σύμβασης υπό τη μορφή πρότασης οδηγίας.

(4) Αναφέρεται στην πρόταση αναμορφοποίησης «Βρυξέλλες II».

2.2. Νομική βάση

Το θέμα που καλύπτεται από τη σύμβαση εμπίπτει στο άρθρο 65 της συνθήκης και η νομική βάση αυτής της πρότασης είναι το άρθρο 61, σημείο γ της συνθήκης ΕΚ.

Η επιλεγείσα μορφή (οδηγία) δικαιολογείται λόγω των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις οποίες η αρμοδιότητα όσον αφορά τη μορφή και τα μέσα προς επίτευξη των στόχων που ορίζονται από την πράξη ανατίθεται στις εθνικές αρχές.

Η πράξη πρέπει να εγκριθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 67 της συνθήκης, σύμφωνα με την οποία, για μια μεταβατική περίοδο πέντε ετών, το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα βάσει προτάσεως της Επιτροπής ή κατόπιν πρωτοβουλίας κράτους μέλους και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τα μέτρα που υπάγονται στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις.

Ο νέος τίτλος IV της συνθήκης ΕΚ, στον οποίον υπάγεται το θέμα που καλύπτεται από την παρούσα πρόταση οδηγίας, δεν ισχύει για το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία, εκτός αν τα κράτη αυτά επιλέξουν να προσχωρήσουν (« opt in ») υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται από το πρωτόκολλο που επισυνάπτεται στις συνθήκες. Αυτά τα κράτη δήλωσαν εντούτοις, επ'ευκαιρία του Συμβουλίου Δικαιοσύνη και Εσωτερικές Υποθέσεις της 12ης Μαρτίου 1999, την πρόθεσή τους να συμμετέχουν πλήρως στις δραστηριότητες της Κοινότητας στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις. Εναπόκειται σε αυτά να κινήσουν την κατάλληλη στιγμή τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου.

Ο τίτλος IV της συνθήκης ΕΚ δεν ισχύει επίσης για την Δανία δυνάμει του πρωτοκόλλου που την αφορά. Η Δανία δικαιούται πάντως οποτεδήποτε να παραιτηθεί της εφαρμογής αυτής της απόφασης. Μέχρι σήμερα, η Δανία δεν εξεδήλωσε την πρόθεση να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου.

Κατά συνέπεια, η παρούσα πρόταση συντάχθηκε με βάση την ισχύουσα κατάσταση. Αν η οδηγία ισχύσει για κάποιο από αυτά τα κράτη μέλη, θα χρειαστεί να επέλθουν οι δέουσες τροποποιήσεις.

3. ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑΣ

Ποιοι είναι οι στόχοι της δράσης που προβλέπεται σε σχέση με τις υποχρεώσεις που βαρύνουν την Κοινότητα;

Οι στόχοι της πρότασης συνίστανται στη βελτίωση και απλούστευση του συστήματος επίδοσης και κοινοποίησης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς. Αυτό εγγράφεται στον επιδιωκόμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση στόχο να αναπτύξει ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης μέσα στον οποίο να εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και τα υποκείμενα δικαίου να μπορούν να επικαλεσθούν τα δικαιώματά τους απολαύοντας ίσων εγγυήσεων με εκείνες που διαθέτουν ενώπιον των δικαστηρίων της χώρας τους. Προκειμένου να αναπτυχθεί σταδιακά αυτός ο χώρος, η Κοινότητα, θεσπίζει, μεταξύ άλλων, μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις που είναι απαραίτητα για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Η προβλεπόμενη δράση ανταποκρίνεται στα κριτήρια της επικουρικότητας;

Οι στόχοι της δράσης δεν μπορούν να υλοποιηθούν από τα κράτη μέλη μεμονωμένα και πρέπει ως εκ τούτου λόγω των διασυνοριακών επιπτώσεων να υλοποιηθούν σε κοινοτικό επίπεδο.

Τα μέσα κοινοτικής παρέμβασης είναι ανάλογα προς τους στόχους;

Η προτεινόμενη πράξη περιορίζεται στο ελάχιστο προαπαιτούμενο και δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτών των στόχων.

4. ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

4.1. Γενικός στόχος

Ακριβώς όπως και η σύμβαση την οποία προορίζεται να αντικαταστήσει, η οδηγία εγγράφεται στο πνεύμα της σύμβασης της Χάγης του 1965, από την οποία παραλαμβάνει ορισμένες λύσεις, αλλά εισάγει καινοτομίες που στρέφονται γύρω από τέσσερις κύριους άξονες.

Καταρχάς, για να αποφευχθούν οι καθυστερήσεις που είναι επακόλουθο της διαβίβασης των πράξεων μεταξύ διαδοχικών μεσολαβητών, θεσπίζει αμεσότερες σχέσεις μεταξύ των υπευθύνων για τη διαβίβαση και των προσώπων που είναι υπεύθυνα για να πραγματοποιήσουν ή να φροντίσουν για την επίδοση ή την κοινοποίησή τους.

Προβλέπει εν συνεχεία χρησιμοποίηση ορισμένων πρακτικών μέσων για να διευκολυνθεί το έργο των προσώπων αυτών, όπως είναι τα σύγχρονα μέσα διαβίβασης, ένα πλήρες και εύχρηστο έντυπο, καθώς και καταλόγους των υπηρεσιών παραλαβής που ορίζουν τα κράτη.

’Aλλωστε, προκειμένου να διασφαλισθούν τα δικαιώματα των μερών, θεσπίζει ιδίως πρωτότυπες ρυθμίσεις σχετικά με τη μετάφραση των πράξεων.

Συγκροτεί επιπλέον συμβουλευτική επιτροπή επιφορτισμένη με το καθήκον παροχής συνδρομής στην Επιτροπή κατά την υλοποίηση των λεπτομερειών εφαρμογής.

Η οδηγία αντικαθιστά το σύστημα κοινοποίησης των πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο IV του πρωτοκόλλου που προσαρτάται στη σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 σχετικά με την διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (5) και στη σύμβαση της Χάγης, της 15ης Νοεμβρίου 1965, σχετικά με την επίδοση και την κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών που συμμετέχουν.

(5) ΕΕ C 27, 26.1.1998.

4.2. Συνέχεια

Η Επιτροπή επανέλαβε σε μεγάλο βαθμό το περιεχόμενο της σύμβασης κατοχυρώνοντας στο μέγιστο τη συνέχεια των εργασιών διαπραγματευσής της, παραλείποντας παράλληλα διατάξεις ασυμβίβαστες με το χαρακτήρα της προτεινόμενης πράξης και με το πλαίσιο του τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις σύμφωνα με τη συνθήκη του ’Aμστερνταμ.

Λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη αντιστοιχία μεταξύ των διατάξεων της σύμβασης και εκείνων της οδηγίας, η εξέταση των διατάξεων της παρούσας πρότασης εμπνέεται από τη επεξηγηματική έκθεση της σύμβασης, έκθεση που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 26 Ιουνίου 1997 (6).

(6) ΕΕ C 261, 27.8.1997.

4.3. Προσαρμογή

Εντούτοις, οι σαφείς διαφορές μεταξύ των δύο πράξεων δικαιολογούν τη διαφοροποίηση της οδηγίας από το περιεχόμενο της σύμβασης σε ορισμένα σημεία:

- η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου: αντίθετα με το άρθρο 17 της σύμβασης, η οδηγία δεν χρειάζεται να προσδιορίσει το ρόλο του Δικαστηρίου στο συγκεκριμένο τομέα, δεδομένου του άρθρου 68 και των εφαρμοζόμενων διατάξεων της συνθήκης*

- η υλοποίηση των λεπτομερειών εφαρμογής: αντίθετα με το άρθρο 18 της σύμβασης, το οποίο προβλέπει εκτελεστική επιτροπή η οποία συμμετέχει στις διαρθρώσεις εργασίας του Συμβουλίου και φροντίζει για την εφαρμογή της σύμβασης, η οδηγία αναθέτει στην Επιτροπή εκτελεστική αρμοδιότητα για να θεσπίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κειμένου, με τη συνδρομή συμβουλευτικής επιτροπής (διαδικασία Ι, απόφαση "επιτροπολογία (7)"), σύμφωνα με τα άρθρα 202 και 211 της συνθήκης*

(7) Απόφαση αριθ. 373, του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 1987, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ 197, 18.7.1987).

- η σχέση με άλλες συμφωνίες και διακανονισμούς: δυνάμει του άρθρου 20 της σύμβασης, η σύμβαση του 1997 δεν απέκλειε στενότερη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών. Υπό το πνεύμα αυτό, η προτεινόμενη οδηγία περιλαμβάνει διάταξη την οποία δανείζεται από άλλες πράξεις του κοινοτικού δικαίου και η οποία επιτρέπει στα κράτη μέλη, μεμονωμένα ή σε συνεργασία, να επιταχύνουν τη διαβίβαση των πράξεων. Η άσκηση αυτής της δυνατότητας υποβάλλεται στην εποπτεία της Επιτροπής: το σχέδιο αυτών των διατάξεων πρέπει να της κοινοποιηθεί. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 20, η οδηγία υπερέχει, όσον αφορά τη διαβίβαση πράξεων προς επίδοση και κοινοποίηση, των διατάξεων που περιέχονται στις συμβάσεις που έχουν συναφθεί από τα κράτη μέλη, ιδιαίτερα του προσαρτημένου στη σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 πρωτοκόλλου και των συμβάσεων της Χάγης του 1954 και 1965.

- οι επιφυλάξεις: αντίθετα με τη σύμβαση (άρθρο 23), η οδηγία δεν δέχεται επιφυλάξεις, αλλά μεταβατικά ή ειδικά καθεστώτα (άρθρο 2, παράγραφος 3* άρθρο 9, παράγραφος 3, άρθρο 13 παράγραφος 2 και άρθρο 15, παράγραφος 2), τα οποία πρέπει να ανακοινώνονται στην Επιτροπή και να δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων*

- οι τυπικές διατάξεις: τα άρθρα 24, 25 26 και 27 της σύμβασης δεν έχουν θέση σε κοινοτική πράξη. Όσον αφορά την έναρξη ισχύος της οδηγίας, τα άρθρα 249 και 254 της συνθήκης ισχύουν πλήρως. Εξάλλου, η Επιτροπή αναλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 211, το ρόλο να μεριμνά για την εφαρμογή της οδηγίας (ρόλος χορηγούμενος στην εκτελεστική επιτροπή από τη σύμβαση) να προτείνει ενδεχόμενες τροποποιήσεις και να ενημερώνει τα κράτη μέλη και το κοινό γενικότερα για τις κοινοποιήσεις και ανακοινώσεις που προβλέπονται από την οδηγία, εξασφαλίζοντας τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (άρθρα 2, 3, 4, 9, 10, 13, 14, 15 και 19.)

4.4. Συγκριτικός πίνακας

Σύμβαση 1997 // Πρόταση οδηγίας

Προοίμιο // Καταργείται

// Αιτιολογική σκέψη 1 (στόχος)

// Αιτιολογική σκέψη 2 (αντικείμενο της πρότασης)

// Αιτιολογική σκέψη 3 (τομέας)

// Αιτιολογική σκέψη 4 (επικουρικότητα και αναλογικότητα)

// Αιτιολογική σκέψη 5 (σύμβαση/συνέχεια)

// Αιτιολογική σκέψη 6 (αρχή της αποκεντρωμένης διαβίβασης)

// Αιτιολογική σκέψη 7 (μέσα διαβίβασης/έντυπο)

// Αιτιολογική σκέψη 8 (άρνηση επίδοσης)

// Αιτιολογική σκέψη 9 (προθεσμία)

// Αιτιολογική σκέψη 10 (γλώσσα)

// Αιτιολογική σκέψη 11 (ημερομηνία επίδοσης)

// Αιτιολογική σκέψη 12 (υπεροχή/άλλοι διακανονισμοί)

// Αιτιολογική σκέψη 13 (προστασία δεδομένων)

// Αιτιολογική σκέψη 14 (αρμοδιότητα εκτέλεσης/επιτροπολογία)

// Αιτιολογική σκέψη 15 (έκθεση/τροποποίηση)

// Αιτιολογική σκέψη 16 (κατάσταση Ην.Βασιλείου, Ιρλανδίας και Δανίας)

’Aρθρο 1 // ’Aρθρο 1

’Aρθρο 2 // ’Aρθρο 2

’Aρθρο 3 // ’Aρθρο 3

’Aρθρο 4 // ’Aρθρο 4

’Aρθρο 5 // ’Aρθρο 5

’Aρθρο 6 // ’Aρθρο 6

’Aρθρο 7 // ’Aρθρο 7

’Aρθρο 8 // ’Aρθρο 8

’Aρθρο 9 // ’Aρθρο 9

’Aρθρο 10 // ’Aρθρο 10

’Aρθρο 11 // ’Aρθρο 11

’Aρθρο 12 // ’Aρθρο 12

’Aρθρο 13 // ’Aρθρο 13

’Aρθρο 14 // ’Aρθρο 14

’Aρθρο 15 // ’Aρθρο 15

’Aρθρο 16 // ’Aρθρο 16

’Aρθρο 17 (αρμοδιότητα του Δικαστηρίου) // ’Aρθρο 17 (λεπτομέρειες εφαρμογής)

’Aρθρο 18 (εκτελεστική επιτροπή) // ’Aρθρο 18 (επιτροπολογία – συμβουλευτική επιτροπή)

’Aρθρο 19 (εφαρμογή των άρθρων 15 -16. της σύμβασης της Χάγης) // ’Aρθρο 19 (ερημοδικία εναγομένου που επαναλαμβάνει το περιεχόμενο των άρθρων 15 16 της σύμβασης της Χάγης)

’Aρθρο 20 (σχέση με άλλες συμφωνίες) // ’Aρθρο 20 (υπεροχή της οδηγίας)

’Aρθρο 21 (δικαστική αρωγή) // ’Aρθρο 21 (δικαστική αρωγή)

’Aρθρο 22 // ’Aρθρο 22

// ’Aρθρο 23 (δημοσίευση)

’Aρθρο 23 (επιφυλάξεις) // ’Aρθρο 24 (επανεξέταση)

’Aρθρο 24 (έγκριση και έναρξη ισχύος) // ’Aρθρο 25 (μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο)

’Aρθρο 25 (προσχώρηση) // ’Aρθρο 26 (έναρξη ισχύος)

’Aρθρο 26 (τροποποιήσεις) // ’Aρθρο 27 (αποδέκτες)

’Aρθρο 27 (θεματοφύλακας και δημοσίευση) //

4.5. Σχολιασμός ανά άρθρο

Κεφάλαιο I – Γενικές διατάξεις

’Aρθρο 1 - Πεδίο εφαρμογής

Το άρθρο 1 παράγραφος 1 καθορίζει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Αναφέρει ότι η σύμβαση διέπει τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη διαβίβαση των πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

Εξάλλου η οδηγία αφορά τη διαβίβαση των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων με σκοπό την επίδοση ή την κοινοποίηση. Η οδηγία δεν δίνει ορισμό της έννοιας των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων.

Ως δικαστικές πράξεις νοούνται προφανώς οι πράξεις που συνδέονται με δικαστική διαδικασία. Ως προς τις εξώδικες πράξεις δεν είναι δυνατό να δοθεί ακριβής ορισμός. Μπορεί να θεωρηθεί ότι πρόκειται για πράξεις που έχουν καταρτισθεί από δημόσιο λειτουργό, όπως μια συμβολαιογραφική πράξη ή μια πράξη δικαστικού επιμελητή, ή για πράξεις που έχουν καταρτισθεί από επίσημη αρχή του κράτους μέλους ή ακόμα για πράξεις που λόγω της φύσεώς τους και της σημασίας τους δικαιολογείται η διαβίβαση και η γνωστοποίησή τους στους παραλήπτες τους σύμφωνα με επίσημη διαδικασία.

Τέλος, όσον αφορά τις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οδηγία, όπως πολυάριθμες άλλες συμφωνίες που χρησιμοποιούν αυτούς τους όρους, δεν δίνει κανέναν ορισμό ούτε παραπέμπει σε ορισμό που δίδεται από τη νομοθεσία του κράτους διαβίβασης ή του κράτους παραλαβής.

Προκειμένου να επιτευχθεί συνοχή μεταξύ των διαφόρων συμβάσεων που συνάπτονται στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα ήταν χρήσιμο να υπομνησθεί η ερμηνεία της εννοίας των αστικών και εμπορικών υποθέσεων που δίνει το Δικαστήριο, το οποίο θεσπίζει την αρχή ενός ορισμού αυτόνομου, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους και την οικονομία της πράξης καθώς και τις γενικές αρχές που απορρέουν από το σύνολο των εθνικών νομικών συστημάτων. Ωστόσο, οι αστικές ή εμπορικές υποθέσεις δεν περιορίζονται στο θεματικό πεδίο εφαρμογής της σύμβασης των Βρυξελλών του 1968.

Αποκλείονται πρωταρχικά από τις αστικές και εμπορικές υποθέσεις οι ποινικές και φορολογικές υποθέσεις, αλλά όχι οι αστικές αγωγές που κρίνονται στο πλαίσιο αυτών των υποθέσεων. Πρέπει, ωστόσο, να γίνει μια ευέλικτη εκτίμηση αυτών των όρων ώστε να διασφαλιστούν τα δικαιώματα των διαδίκων και ιδίως τα δικαιώματα της υπεράσπισης.

Η παράγραφος 2 εισήχθη στο άρθρο 1 για να απαλλάξει το κράτος μέλος παραλαβής από κάθε ευθύνη ως προς την επίδοση και την κοινοποίηση μιας πράξης όταν δεν είναι γνωστή η διεύθυνση του παραλήπτη.

Ωστόσο, δεν απαλλάσσει την υπηρεσία του κράτους μέλους παραλαβής, που θα λάβει μια αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης πράξης προς παραλήπτη του οποίου η διεύθυνση είναι πλημμελής ή ανακριβής, από την υποχρέωση να πραγματοποιήσει έρευνες με μέσα που βρίσκονται στη διάθεσή της.

Εάν η διεύθυνση του παραλήπτη δεν μπορεί να εντοπισθεί, παρά την προσφυγή στα μέσα αυτά, η πράξη θα πρέπει να επιστραφεί, το συντομότερο δυνατό, στην υπηρεσία διαβίβασης.

’Aρθρο 2 - Υπηρεσίες διαβίβασης και υπηρεσίες παραλαβής

Οι διατάξεις του άρθρου 2 θεσπίζουν την αρχή της απευθείας διαβίβασης των πράξεων με σκοπό την επίδοση ή την κοινοποίηση μεταξύ αποκεντρωμένων υπηρεσιών. Το σύστημα αυτό, το οποίο αποτελεί μια νέα πρόοδο στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών, συνιστά μια από τις ουσιώδεις καινοτομίες της οδηγίας.

Πράγματι, ενώ για να θεραπευθεί η βραδύτητα των διαβιβάσεων μέσω της διπλωματικής οδού, που είναι οι μόνες που μπορούν να εφαρμοστούν μεταξύ κρατών που δεν συνδέονται με σχετικές συμβάσεις, οι περισσότερες από τις υπάρχουσες συμφωνίες ορίζουν κεντρικές αρχές υπεύθυνες για τη διαβίβαση των πράξεων στους παραλήπτες τους, συχνά με διαδοχικές βαθμίδες, η οδηγία επιδιώκει την κατάργηση των ενδιάμεσων σταδίων μεταξύ της αποστολής μιας πράξης στο κράτος μέλος διαβίβασης και της επίδοσης ή της κοινοποίησης στο κράτος μέλος παραλαβής.

Εναπόκειται, επομένως, στα κράτη μέλη να ορίσουν τους δημόσιους λειτουργούς, δικαστικές ή διοικητικές αρχές, ή άλλα πρόσωπα που διαθέτουν αρμοδιότητες και μέσα ώστε να διεκπεραιώσουν την αποστολή που αναθέτει η σύμβαση στις υπηρεσίες διαβίβασης και τις υπηρεσίες παραλαβής. Η οδηγία δεν υποχρεώνει εντούτοις τα κράτη μέλη να παράσχουν αυτά τα μέσα στις ιδιωτικές υπηρεσίες που ενδεχομένως θα ορίσουν.

Τα κράτη μέλη έχουν επίσης την ευχέρεια να ορίσουν μία μόνο υπηρεσία η οποία θα ασκεί, στην ίδια εδαφική περιφέρεια, καθήκοντα υπηρεσίας διαβίβασης και υπηρεσίας παραλαβής, ή αντίθετα να ορίσουν διαφορετικές υπηρεσίες.

Τα ομοσπονδιακά κράτη, καθώς και τα κράτη με πλείονα νομικά συστήματα και τα κράτη που έχουν αυτόνομες εδαφικές μονάδες, έχουν την ευχέρεια να ορίσουν περισσότερες της μιας υπηρεσίες.

Ωστόσο, κατ' εξαίρεση από την αρχή της αποκέντρωσης, μπορούν επίσης να δηλώσουν ότι ορίζουν, για ολόκληρο το έδαφός τους, μία μόνο υπηρεσία με καθήκοντα υπηρεσίας διαβίβασης και μία μόνο υπηρεσία με καθήκοντα υπηρεσίας παραλαβής, ή ακόμα μία και μόνη υπηρεσία υπεύθυνη για τα δύο καθήκοντα. Ωστόσο, ο ορισμός μιας και μόνης υπηρεσίας από τα κράτη αυτά δεν θα πρέπει να δώσει λαβή σε καθυστέρηση της εφαρμογής των διαδικασιών επίδοσης και κοινοποίησης.

Ο διορισμός αυτών των κεντρικών υπηρεσιών ισχύει για περίοδο πέντε ετών. Πράγματι, η Επιτροπή, στο πλαίσιο του άρθρου 23 (επανεξέταση), είναι υπεύθυνη να εξετάζει τη λειτουργία των αποκεντρωμένων υπηρεσιών και να εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητά τους. Τα κράτη μέλη που έχουν ορίσει μια κεντρική υπηρεσία μπορούν, κατόπιν αξιολόγησης των πληροφοριών που συλλέγονται εν προκειμένω, να προτιμήσουν εν συνεχεία να ορίσουν αποκεντρωμένες υπηρεσίες και αυτό λόγω των αποτελεσμάτων που επιτυγχάνονται στα κράτη μέλη που επέλεξαν, εξαρχής, το σύστημα της αποκέντρωσης. Η δήλωση μπορεί πάντως να ανανεώνεται ανά πενταετία.

Εξάλλου, σύμφωνα με την παράγραφο 4, τα κράτη υποχρεούνται, να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες παραλαβής που έχουν ορίσει, τις οποίες θα πρέπει να διαθέτουν οι υπηρεσίες διαβίβασης των άλλων κρατών μελών για να τους διαβιβάζουν πράξεις.

Οι αρχές που ορίζονται από τα κράτη μέλη θα διαθέτουν ένα εγχειρίδιο, το οποίο θα περιέχει όλες τις χρήσιμες ενδείξεις, θα καταρτίζεται δε και θα ενημερώνεται κατ' έτος από την Επιτροπή κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 18 της οδηγίας.

’Aρθρο 3 - Κεντρική αρχή

Για να μπορούν οι υπηρεσίες διαβίβασης και οι υπηρεσίες παραλαβής να διευθετούν τις δυσχέρειες που ενδέχεται να ανακύψουν κατά την εφαρμογή της οδηγίας, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να επιλυθούν με επαφές στο επίπεδό τους, η οδηγία προέβλεψε τη δημιουργία κεντρικών αρχών που θα είναι υπεύθυνες για την επίλυση αυτών των δυσχερειών με απευθείας σύνδεση μεταξύ υπηρεσίας διαβίβασης, αφενός, και κεντρικής υπηρεσίας του κράτους παραλαβής, αφετέρου.

Έτσι το στοιχείο α) προβλέπει τη δυνατότητα της υπηρεσίας διαβίβασης να ζητά πληροφορίες από την κεντρική αρχή άλλου κράτους. Το αίτημα θα μπορούσε να αφορά, επί παραδείγματι, προσδιορισμό της υπηρεσίας παραλαβής στην οποία πρέπει να απευθυνθεί μια πράξη με σκοπό την επίδοση ή την κοινοποίηση, όταν οι πληροφορίες που διαθέτει η υπηρεσία διαβίβασης είναι ανεπαρκείς.

Το στοιχείο β) μπορεί να αναφέρεται σε μια ειδική περίπτωση ή σε γενικότερες δυσκολίες. Έτσι μια υπηρεσία διαβίβασης θα μπορεί να απευθύνεται στην κεντρική αρχή άλλου κράτους μέλους εάν έχει διαβιβάσει μια πράξη σε υπηρεσία παραλαβής του κράτους μέλους αυτού από μακρού, αλλά δεν κατόρθωσε, παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις, να λάβει πληροφορίες για τη συνέχεια που είχε η διαβίβαση. Θα μπορεί επίσης να επισημαίνει στην κεντρική αρχή της επαναλαμβανόμενες δυσχέρειες που αντιμετωπίζει στις σχέσεις της με κάποια από τις υπηρεσίες παραλαβής.

Το στοιχείο γ), το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα να ζητηθεί από την κεντρική αρχή του κράτους μέλους παραλαβής να διαβιβάσει μια πράξη στην αρμόδια υπηρεσία παραλαβής με σκοπό την επίδοση ή την κοινοποίησή της, πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη διατύπωσή του μόνο «εκτάκτως». Όντως, δεν εμπίπτει καταρχήν στις αρμοδιότητες της κεντρικής αρχής να επεξεργάζεται απευθείας τις αιτήσεις διαβίβασης, κάτι που πρέπει να κάνει η υπηρεσία παραλαβής.

’Aλλωστε, η οδηγία περιέχει ορισμένες διατάξεις που επιτρέπουν στις υπηρεσίες διαβίβασης και στις υπηρεσίες παραλαβής να διευθετούν τις δυσχέρειες που ανακύπτουν λόγω κάποιας αίτησης επίδοσης ή κοινοποίησης, οι οποίες πρέπει να εφαρμοσθούν πριν από την προσφυγή στην κεντρική αρχή.

Έτσι η απλή αδυναμία να προσδιοριστεί η υπηρεσία παραλαβής που είναι κατά τόπο αρμόδια δεν πρέπει να οδηγεί στη διαβίβαση της πράξης στην κεντρική αρχή αλλά σε αίτηση πληροφοριών κατ' εφαρμογή του στοιχείου α) του άρθρου 3.

Εξάλλου εάν δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστεί η διεύθυνση του παραλήπτη ή εάν η διεύθυνση που δόθηκε είναι εσφαλμένη και δεν επιτρέπει στην υπηρεσία παραλαβής να δώσει συνέχεια σε αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης, η πράξη δεν πρέπει επ' ουδενί να διαβιβαστεί στην κεντρική αρχή. Η κατάσταση είναι ακριβώς αυτή που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 της οδηγίας, σύμφωνα με την οποία η οδηγία δεν ισχύει όταν η διεύθυνση του παραλήπτη είναι άγνωστη.

Θα μπορούσε, αντίθετα, να δικαιολογήσει τη διαβίβαση μιας πράξης στην κεντρική αρχή η παντελής έλλειψη απαντήσεως, παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις και την παρέλευση εύλογης προθεσμίας, όσον αφορά την κατά τόπο αρμόδια υπηρεσία παραλαβής για την επίδοση ή κοινοποίηση μιας πράξης.

Γενικότερα, η διαβίβαση μιας πράξης στην κεντρική αρχή του κράτους μέλους παραλαβής θα μπορούσε να γίνει δεκτή π.χ. σε περίπτωση καταστροφής από πυρκαγιά δικαστηρίου, υπηρεσία του οποίου έχει ορισθεί ως υπηρεσία παραλαβής, ή ακόμη σε περίπτωση πλήρους παράλυσης των υπηρεσιών του κράτους μέλους παραλαβής στην περιοχή όπου η πράξη πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί λόγω γενικής απεργίας ή φυσικής καταστροφής.

Εν πάση περιπτώσει, εναπόκειται στην υπηρεσία διαβίβασης να προσδιορίσει, στο πνεύμα των προσανατολισμών αυτών, κατά πόσο πληρούνται οι έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν τη διαβίβαση της πράξης στην κεντρική αρχή του κράτους παραλαβής.

Η Επιτροπή θα μεριμνά για την εφαρμογή του άρθρου 3 στοιχείο γ), σύμφωνα με το άρθρο 23 (επανεξέταση).

Τέλος θα ήταν σκόπιμο, για τα κράτη που είναι μέρη στη σύμβαση της Χάγης, της 15ης Νοεμβρίου 1965, να ορίζουν, ως κεντρική αρχή, την κεντρική αρχή που έχουν ορίσει κατ'εφαρμογή του άρθρου 2 της εν λόγω σύμβασης.

Κεφάλαιο II - Δικαστικές πράξεις

Τμήμα 1 - Διαβίβαση και επίδοση ή κοινοποίηση των δικαστικών πράξεων

Το τμήμα αυτό καθορίζει τους κανόνες που εφαρμόζονται στην κύρια οδό διαβίβασης των πράξεων που προβλέπεται στην οδηγία.

’Aρθρο 4 - Διαβίβαση πράξεων

Για την ταχύτερη εφαρμογή όλης της διαδικασίας διαβίβασης και επίδοσης ή κοινοποίησης της πράξης, η υπηρεσία διαβίβασης πρέπει να πράξει τα αναγκαία ώστε η πράξη να αποστέλλεται απευθείας στην αρμόδια για την παραλαβή υπηρεσία και το συντομότερο δυνατό. Προκειμένου να προσδιορίσει την υπηρεσία παραλαβής που είναι αρμόδια να παραλάβει την πράξη λόγω της διεύθυνσης του παραλήπτη, η υπηρεσία διαβίβασης αναφέρεται στο εγχειρίδιο που καταρτίζει η Επιτροπή.

Η οδηγία δεν καταρτίζει τον κατάλογο των μέσων διαβίβασης που μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Επιτρέποντας αντίθετα την προσφυγή σε κάθε πρόσφορο μέσο, επιτρέπει την επιλογή ανάλογα με τις διαδικασίες του εσωτερικού δικαίου, τις συγκεκριμένες περιστάσεις και τους τρόπους σύνδεσης που μπορούν να εφαρμοσθούν με την αρμόδια υπηρεσία παραλαβής.

Αυτή η ευελιξία ως προς τα εφαρμοστέα μέσα δεν πρέπει ωστόσο να ζημιώνει τον παραλήπτη της πράξης. Για το λόγο αυτό η οδηγία προβλέπει ότι το παραληφθέν κείμενο πρέπει να συμπίπτει απολύτως με εκείνο που διαβιβάσθηκε και ότι όλες οι ενδείξεις του πρέπει να είναι ευανάγνωστες. Εάν δεν συμβαίνει αυτό, οι πράξεις θα πρέπει να επιστραφούν πάραυτα στην υπηρεσία διαβίβασης συνοδευόμενες από το έντυπο με τίτλο «Βεβαίωση επιστροφής της αίτησης και της πράξης» το οποίο θα έχει συμπληρωθεί δεόντως.

Το εγχειρίδιο σχετικά με το κράτος μέλος παραλαβής θα επιτρέπει στην υπηρεσία διαβίβασης να ενημερώνεται για τα μέσα που μπορεί να εφαρμόσει στις σχέσεις της με τις υπηρεσίες παραλαβής του κράτους μέλους αυτού. Κατά την ετήσια ενημέρωση του εγχειριδίου, θα μπορούν να λαμβάνονται υπόψη οι πραγματοποιηθείσες τεχνικές καινοτομίες καθώς και τα μέσα που έχουν γίνει πρόσφατα δεκτά από τις υπηρεσίες παραλαβής.

Οι πράξεις που θα διαβιβάζονται από την υπηρεσία διαβίβασης πρέπει να συνοδεύονται από έντυπο, καταρτιζόμενο κατά το υπόδειγμα της αίτησης επίδοσης ή κοινοποίησης που προσαρτάται στην οδηγία και που υπάρχει, συνεπώς, σε όλες τις γλώσσες.

Η οδηγία δεν περιέχει κανένα κανόνα σχετικά με τη γλώσσα στην οποία πρέπει να έχουν συνταχθεί οι πρωτυπωθείσες ενδείξεις του εντύπου. Οι υπηρεσίες διαβίβασης είναι επομένως ελεύθερες να χρησιμοποιούν έντυπα στην επίσημη γλώσσα τους ή στην επίσημη γλώσσα της υπηρεσίας παραλαβής ή στη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την οποία το κράτος παραλαβής έχει δηλώσει ότι δέχεται κατ' εφαρμογή της παραγράφου 3.

’Aλλωστε, η υπηρεσία διαβίβασης θα πρέπει να συμπληρώνει το έντυπο χρησιμοποιώντας την επίσημη γλώσσα ή μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους παραλαβής ή τη γλώσσα την οποία αυτό δέχεται κατ' εφαρμογή της παραγράφου 3. Η υπηρεσία διαβίβασης θα μπορεί να προσδιορίσει ποια γλώσσα μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς τούτο αναφερόμενη στο εγχειρίδιο, το οποίο θα αναγράφει:

α) αφενός:

- είτε ότι χρησιμοποιείται μόνο η επίσημη γλώσσα του κράτους παραλαβής,

- είτε ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι διάφορες επίσημες γλώσσες του κράτους παραλαβής,

- είτε εκείνη από τις επίσημες γλώσσες του κράτους παραλαβής η οποία πρέπει να χρησιμοποιηθεί λόγω της διεύθυνσης του παραλήπτη,

β) αφετέρου:

- μια άλλη γλώσσα κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης την οποία το κράτος παραλαβής δήλωσε ότι δέχεται.

Η υπηρεσία διαβίβασης θα μπορεί να χρησιμοποιήσει, κατ' επιλογή, την ενδεδειγμένη γλώσσα που αναφέρεται στο ανωτέρω στοιχείο α) ή τη γλώσσα που αναφέρεται στο ανωτέρω στοιχείο β).

Θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι περισσότερες ενδείξεις που πρέπει να αναγράφονται στο έντυπο, το οποίο προσαρτάται στην οδηγία, δεν απαιτούν μετάφραση και ότι η Επιτροπή θα είναι υπεύθυνη να εκπονήσει ένα γλωσσάριο που θα περιέχει σε όλες τις γλώσσες της Ένωσης τους κυριότερους νομικούς όρους που ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν για τη συμπλήρωση του εντύπου.

Η απαλλαγή από την υποχρέωση επικύρωσης προβλέπεται από πολυάριθμες συμβάσεις. Δεν γίνεται λόγος βεβαίως, εκ προοιμίου στα πλαίσια της Ένωσης, να απαιτείται η επικύρωση των εγγράφων που διαβιβάζονται με μόνο σκοπό την επίδοση ή την κοινοποίηση.

Το άρθρο 49 της σύμβασης των Βρυξελλών, της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, ορίζει επιπλέον ότι καμία επικύρωση εγγράφων ή ανάλογη διατύπωση δεν μπορεί να απαιτηθεί από δικαστήριο κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται αίτηση για την εκτέλεση αποφάσεως που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος.

Η παράγραφος 5 αυτού του άρθρου που προβλέπει τη δυνατότητα να αποστέλλεται η πράξη εις διπλούν στην υπηρεσία παραλαβής και να ζητείται η επιστροφή ενός αντιγράφου φαίνεται να εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση διαβίβασης των πράξεων με παραδοσιακά μέσα όπως το ταχυδρομείο. Η πρακτική θα πρέπει πάντως να προσαρμοσθεί σε συνάρτηση με τα άλλα μέσα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον, παράλληλα με την καθιέρωσή τους.

Το έντυπο αιτήσεως που διαβιβάζεται μαζί με την πράξη επιτρέπει στην υπηρεσία διαβίβασης να παράσχει στην υπηρεσία παραλαβής τις κατάλληλες ενδείξεις.

’Aρθρο 5 - Μετάφραση της πράξης

Όταν μια πράξη πρέπει να διαβιβαστεί σε άλλο κράτος μέλος για επίδοση ή κοινοποίησή της, η υπηρεσία διαβίβασης ενημερώνει τον αιτούντα ότι ο παραλήπτης μπορεί να αρνηθεί να παραλάβει την πράξη λόγω της γλώσσας που έχει χρησιμοποιηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας.

Η οδηγία δεν προβλέπει καμία διάταξη σχετικά με τις νομικές συνέπειες που μπορεί να προκύψουν από την άρνηση παραλαβής μιας πράξης λόγω της γλώσσας που έχει χρησιμοποιηθεί και επαφίεται στα αρμόδια δικαστήρια να αποφασίσουν σχετικά.

Η υπηρεσία διαβίβασης πρέπει, επομένως, να επιστήσει την προσοχή του αιτούντος στους κινδύνους που θα μπορούσαν να ανακύψουν σε σχέση με τις προθεσμίες, την αποτελεσματικότητα ή την ομαλότητα της διαδικασίας, εάν δεν γίνει η μετάφραση που θα μπορούσε να αποδειχθεί απαραίτητη.

Εάν ο αιτών επιλέξει να μεταφράσει την πράξη, θα πρέπει να προκαταβάλει τα έξοδα μετάφρασης, αλλά ο κανόνας αυτός δεν απαγορεύει, εφόσον αυτό προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγεται η διαδικασία, να ληφθεί αργότερα απόφαση σχετικά με την ανάληψη των εξόδων και να επιτραπεί ενδεχομένως η επιστροφή στον αιτούντα τμήματος ή του συνόλου του ποσού που δαπανήθηκε.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο όρος «αιτών» αναφέρεται, σε κάθε περίπτωση, στο μέρος που ενδιαφέρεται για τη διαβίβαση της πράξης. Δεν μπορεί, συνεπώς, να πρόκειται για το δικαστήριο.

’Aρθρο 6 - Παραλαβή της πράξης από την υπηρεσία παραλαβής

Σκοπός των διατάξεων της πρώτης παραγράφου του εν λόγω άρθρου είναι να εξασφαλισθεί η ενημέρωση της υπηρεσίας διαβίβασης ως προς την παραλαβή των διαβιβαζομένων πράξεων από την υπηρεσία παραλαβής. Δίνεται έμφαση στην ταχύτητα της απάντησης που πρέπει να απευθύνει η υπηρεσία παραλαβής εφόσον τίθεται η αρχή της αποστολής αποδεικτικού παραλαβής το συντομότερο δυνατό και με το ταχύτερο μέσο. Οι υπηρεσίες παραλαβής θα πρέπει, επομένως, να προσπαθούν να απευθύνουν το αποδεικτικό στις υπηρεσίες διαβίβασης αμέσως μετά την παραλαβή των πράξεων.

Αρκεί για την υπηρεσία παραλαβής να επιστρέψει στην υπηρεσία διαβίβασης αντίγραφο του εντύπου αίτησης επίδοσης ή κοινοποίησης που διαβιβάζεται μαζί με τις πράξεις, αφού συμπληρωθεί το μέρος «Αποδεικτικό παραλαβής» (κεφάλαιο 8 του εντύπου).

Η παραλαβή του αποδεικτικού επιτρέπει στην υπηρεσία διαβίβασης να βεβαιωθεί ότι το έγγραφο που διαβίβασε έφθασε όντως στην αρμόδια υπηρεσία παραλαβής.

Η μη παραλαβή του αποδεικτικού εντός ευλόγων προθεσμιών μετά τη λήξη της προθεσμίας των επτά ημερών θα μπορούσε αντίθετα να αποτελέσει ένδειξη για την υπηρεσία διαβίβασης ότι οι πράξεις απωλέσθηκαν και ότι πρέπει να επαναλάβει την αποστολή, με κίνδυνο να προκληθεί σύγχυση μεταξύ των διαφόρων αποστολών.

Σκοπός της παραγράφου 2 είναι να αποφευχθεί η επιστροφή της πράξης και της αίτησης επίδοσης ή κοινοποίησης στην υπηρεσία διαβίβασης, όταν η απλή συλλογή πληροφοριών ή συμπληρωματικών στοιχείων θα επέτρεπε να διευθετηθούν οι δυσχέρειες που εμποδίζουν την υπηρεσία παραλαβής να προβεί ή να φροντίσει αμέσως για την επίδοση ή κοινοποίηση.

Η παράγραφος 3 εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου η υπηρεσία παραλαβής δεν μπορεί να δώσει καμία συνέχεια στην αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης ούτε καν μετά την παραλαβή πληροφοριών ή συμπληρωματικών στοιχείων.

Προβλέπονται δύο περιπτώσεις η περίπτωση αίτησης που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και η περίπτωση αδυναμίας να πραγματοποιηθεί η επίδοση ή κοινοποίηση επειδή δεν τηρήθηκαν οι τυπικές προϋποθέσεις που προβλέπει η οδηγία.

Η πρώτη περίπτωση αφορά για παράδειγμα αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης που αναφέρεται σε πράξη φορολογικού χαρακτήρα.

Η δεύτερη περίπτωση θα μπορούσε να καλύπτει για παράδειγμα τις αιτήσεις που αναφέρονται σε πράξεις δυσανάγνωστες ή, αντίθετα, σε έγγραφα που δεν συνοδεύονται από αίτηση ή σε αίτηση που αφορά παραλήπτη του οποίου δεν έχει εντοπιστεί η διεύθυνση.

Αυτή η παράγραφος θα μπορούσε να παραπέμπει, εξάλλου, στην παντελή έλλειψη απάντησης, τουλάχιστον εντός εύλογης προθεσμίας, στην αίτηση πληροφοριών ή συμπληρωματικών στοιχείων που υπέβαλε η υπηρεσία παραλαβής κατ' εφαρμογή της παραγράφου 2.

Πρέπει επίσης να επιστρέφονται στην υπηρεσία διαβίβασης οι αιτήσεις που απευθύνθηκαν εκ παραδρομής σε υπηρεσία παραλαβής άλλου κράτους μέλους από εκείνο στο έδαφος του οποίου διαμένει ο παραλήπτης, καθώς και εκείνες που απαιτούν επίδοση ή κοινοποίηση με ιδιαίτερο τύπο ασυμβίβαστο προς το τοπικό δίκαιο.

Σκοπός των διατάξεων της παραγράφου 4 είναι επίσης να αποφευχθεί η επιστροφή των πράξεων στην υπηρεσία διαβίβασης με μόνο λόγο ότι η υπηρεσία παραλαβής που τις έλαβε δεν είναι η κατά τόπο αρμόδια στο κράτος μέλος παραλαβής. Προβλέπουν κατά συνέπεια την επαναδιαβίβαση της πράξης από την αναρμόδια υπηρεσία παραλαβής στην αρμόδια υπηρεσία του ίδιου κράτους μέλους.

Η επαναδιαβίβαση πρέπει να γίνεται υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 4, δηλαδή απευθείας και το συντομότερο δυνατό, με κάθε πρόσφορο μέσο. Λόγω της καθυστέρησης που προκαλείται από την ανάγκη δεύτερης διαβίβασης, αυτή πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη επιμέλεια.

Εξάλλου, για να μην αγνοεί η υπηρεσία διαβίβασης την επαναδιαβίβαση, η οδηγία προβλέπει ότι η αναρμόδια υπηρεσία παραλαβής η οποία επαναδιαβίβασε την πράξη καθώς και η αρμόδια υπηρεσία παραλαβής αποστέλλουν αμφότερες σχετική ειδοποίηση στην υπηρεσία διαβίβασης.

Η κατά τόπο αρμόδια υπηρεσία πρέπει να ειδοποιεί την υπηρεσία διαβίβασης αμέσως μόλις λάβει την πράξη ή το αργότερο εντός επτά ημερών και με το ταχύτερο μέσο, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1.

’Aρθρο 7 - Επίδοση ή κοινοποίηση των πράξεων

Η υπηρεσία παραλαβής ενημερώνεται για τον τύπο της επίδοσης ή κοινοποίησης που ζητήθηκε με τις ενδείξεις που αναγράφει στο έντυπο αίτησης η υπηρεσία διαβίβασης.

Εάν ο τύπος της αιτούμενης επίδοσης ή κοινοποίησης είναι ασυμβίβαστος με τη νομοθεσία του κράτους παραλαβής, η πράξη πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται από το δίκαιο του κράτους παραλαβής εάν το έχει ζητήσει η υπηρεσία διαβίβασης. Η ίδια λύση πρέπει να δίδεται όταν κανένας ιδιαίτερος τύπος δεν έχει ζητηθεί από την υπηρεσία διαβίβασης.

Η αίτηση αυτή μπορεί να διατυπωθεί στο σημείο 5.2.1 του εντύπου.

Η παράγραφος 2 επιβάλλει στην υπηρεσία παραλαβής υποχρέωση ταχείας εφαρμογής της διαδικασίας επίδοσης ή κοινοποίησης. Αυτή πρέπει να προβεί ή να μεριμνήσει αμέσως για τις αναγκαίες ενέργειες. Ωστόσο, λόγω των δυσχερειών που μπορεί να εμφανιστούν, προβλέφθηκε μια προθεσμία ενός μήνα η οποία θεωρείται αρκετή για να μπορέσει να ολοκληρωθεί η διαδικασία επίδοσης ή κοινοποίησης.

Πράγματι, στη δεύτερη φράση δεν πρέπει να δοθεί η ερμηνεία ότι επιτρέπεται στην υπηρεσία παραλαβής να παραμελήσει την υποχρέωσή της να προβεί ή να μεριμνήσει για τις αναγκαίες ενέργειες και έπειτα να ειδοποιήσει την υπηρεσία διαβίβασης ότι δεν έγιναν τα αναγκαία, ώστε η επίδοση ή η κοινοποίηση της πράξης να πραγματοποιηθεί εντός των απαιτουμένων προθεσμιών.

Επιδιώκει την υποχρέωση για την υπηρεσία παραλαβής να ενημερώσει την υπηρεσία διαβίβασης ότι δεν μπόρεσαν ακόμη να ευοδωθούν οι διαδικασίες για την επίδοση ή την κοινοποίηση.

Μπορεί ωστόσο να συμβεί σε ορισμένες περιπτώσεις να μην μπορέσει να γίνει η επίδοση ή κοινοποίηση εντός της προθεσμίας του ενός μήνα, αλλά να καταστεί δυνατή εντός εύλογης προθεσμίας. Στην περίπτωση αυτή, η υπηρεσία παραλαβής εξακολουθεί να υποχρεούται να στείλει τη βεβαίωση που περιέχεται στο έντυπο στην υπηρεσία διαβίβασης κατά την παρέλευση της προθεσμίας του ενός μήνα.

’Aρθρο 8 - ’ρνηση παραλαβής της πράξης

Οι κανόνες που προβλέπονται στο άρθρο 8 σχετικά με τη χρησιμοποίηση των γλωσσών εφαρμόζονται μόνο στις ίδιες τις πράξεις.

Προκειμένου να διαφυλάξει τα συμφέροντα του παραλήπτη της πράξης, η οδηγία θέτει την αρχή της μετάφρασης της πράξης στην επίσημη γλώσσα του κράτους προορισμού, ή, εάν το κράτος αυτό έχει διάφορες επίσημες γλώσσες, στη γλώσσα ή στις γλώσσες του τόπου όπου πρέπει να γίνει η επίδοση ή η κοινοποίηση.

Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, η μετάφραση μπορεί να αποδειχτεί ασκόπως δαπανηρή και μάλιστα αντίθετη προς τα συμφέροντα του παραλήπτη. Αυτό συμβαίνει όταν, π.χ., ο παραλήπτης είναι υπήκοος του κράτους διαβίβασης ή εν πάση περιπτώσει κατανοεί τη γλώσσα του κράτους αυτού.

Πρέπει να παρατηρηθεί ότι όταν μια πράξη έχει συνταχθεί ή μεταφραστεί στην επίσημη γλώσσα του κράτους παραλαβής, ή στην επίσημη ή μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί, ο παραλήπτης δεν μπορεί να την αρνηθεί για λόγους που σχετίζονται με τη χρήση της γλώσσας αυτής.

Εάν αντιθέτως δεν έχει μεταφραστεί, ο παραλήπτης διαθέτει τη δυνατότητα αυτή εάν δεν κατανοεί τη γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί η πράξη.

Ωστόσο, η οδηγία δεν υποχρεώνει τον αιτούντα να διαβιβάσει την πράξη συντεταγμένη ή μεταφρασμένη σε μία από τις προαναφερόμενες γλώσσες, αλλά επιτρέπει στον παραλήπτη να αρνηθεί την παραλαβή της πράξης διότι δεν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενοι κανόνες.

Εάν προκύψει διαφορά σε σχέση με την κατανόηση μιας γλώσσας από τον παραλήπτη της πράξης, θα επιλυθεί σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες, για παράδειγμα εγείροντας το ζήτημα του κατά πόσον η διαβίβαση και η επίδοση ή η κοινοποίηση έγινε κανονικά ενώπιον του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της διαδικασίας, στα πλαίσια της οποίας διαβιβάστηκε η πράξη.

Η υπηρεσία παραλαβής πρέπει να ενημερώνει τον παραλήπτη ότι μπορεί να αρνηθεί την παραλαβή της πράξης εάν αυτή δεν έχει καταρτισθεί σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου επίδοσης ή κοινοποίησης ή σε γλώσσα του κράτους μέλους διαβίβασης την οποία κατανοεί.

Η υπηρεσία παραλαβής μπορεί να απαλλαγεί από την υποχρέωση ενημέρωσης, που της επιβάλει αυτή η παράγραφος, με διάφορα μέσα. Τα ενδεδειγμένα μέσα θα θεσπιστούν σε κάθε κράτος μέλος σε συνάρτηση με τους κανόνες που εφαρμόζονται στο θέμα της επίδοσης ή της κοινοποίησης των πράξεων.

Έτσι στις περιπτώσεις που οι πράξεις επιδίδονται ή κοινοποιούνται με ιδιόχειρη παράδοση στον παραλήπτη από ειδικό υπάλληλο, αυτός μπορεί να προβεί σε προφορική ενημέρωση.

Εάν, αντίθετα, οι πράξεις επιδίδονται ή κοινοποιούνται ταχυδρομικώς, η ενημέρωση μπορεί να γίνει μέσω εγγράφου συνημμένου στα έγγραφα που απευθύνονται στον παραλήπτη.

Εν πάση περιπτώσει, οι συνθήκες υπό τις οποίες η ενημέρωση περιήλθε εις γνώση του παραλήπτη πρέπει να αναφέρονται στο σημείο 12 στοιχείο γ) της βεβαίωσης επίδοσης ή κοινοποίησης.

Εάν ο παραλήπτης αρνείται την πράξη λόγω της γλώσσας που χρησιμοποιήθηκε, είναι ευκταίο να το γνωστοποιήσει εντός εύλογης προθεσμίας ώστε να αποφευχθεί η καθυστέρηση της διαδικασίας.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να συνάπτουν συμφωνίες σύμφωνα με τις οποίες η καθεμία από τις επίσημες γλώσσες ενός από τα κράτη αυτά θεωρείται από τα άλλα κράτη ως μία από τις δικές του επίσημες γλώσσες. Αυτό ισχύει, π.χ. στα σκανδιναβικά κράτη τα οποία έχουν δηλώσει ότι θα χρησιμοποιούν αδιακρίτως τη δανική, τη νορβηγική και τη σουηδική γλώσσα, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται από τη σκανδιναβική σύμβαση του 1974.

Προκειμένου να επιτραπεί στην υπηρεσία διαβίβασης και στον αιτούντα να λάβουν τα μέτρα που θεωρούν σκόπιμα, η υπηρεσία παραλαβής οφείλει να ενημερώσει την υπηρεσία διαβίβασης, μόλις ειδοποιηθεί σχετικά, για ενδεχόμενη άρνηση της πράξης από τον παραλήπτη.

’Aρθρο 9 - Ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης

Σκοπός των διατάξεων αυτού του άρθρου είναι να καθοριστούν κριτήρια ως προς την ημερομηνία που λαμβάνεται υπόψη σχετικά με την επίδοση ή κοινοποίηση μιας πράξης.

Όντως, η επίδοση ή η κοινοποίηση μιας πράξης γεννά, ως επί το πλείστον, νομικά αποτελέσματα για τα οποία είναι σημαντικό να προσδιορίζεται σε ποια στιγμή παρήχθησαν.

Όμως, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ κρατών μελών της Ένωσης, τόσο όσον αφορά τους δικονομικούς κανόνες σχετικά με την επίδοση ή κοινοποίηση των πράξεων όσο και όσον αφορά τους ουσιαστικούς κανόνες, το γεγονός, η ημερομηνία του οποίου λαμβάνεται υπόψη, διαφέρει από κράτους σε κράτος.

Κατά την κατάρτιση της σύμβασης του 1997, επιδιώχθηκε η αναζήτηση ενός κανόνα που θα μπορεί να υποκαταστήσει, στις σχέσεις μεταξύ των κρατών της Ένωσης, τους κανόνες εσωτερικού δικαίου, και αυτό οδήγησε στη θέσπιση των διατάξεων του άρθρου 9.

Η παράγραφος 1 θεσπίζει την αρχή ότι η ημερομηνία της επίδοσης ή της κοινοποίησης είναι εκείνη κατά την οποία η επίδοση ή η κοινοποίηση όντως πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους παραλαβής. Σκοπός της είναι να προστατευθούν τα δικαιώματα του παραλήπτη.

Η παράγραφος 2 επιδιώκει αντίθετα την προστασία των δικαιωμάτων του αιτούντος, ο οποίος μπορεί να έχει συμφέρον να ενεργήσει εντός της συγκεκριμένης προθεσμίας ή σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Κρίθηκε σκόπιμο, στην περίπτωση αυτή, να του επιτραπεί να υποστηρίξει τα δικαιώματά του σε μια ημερομηνία που ο ίδιος μπορεί να προσδιορίσει, αντί να εξαρτάται από ένα γεγονός, την επίδοση ή την κοινοποίηση μιας πράξης σε άλλο κράτος μέλος, επί του οποίου δεν έχει άμεση επιρροή και θα μπορούσε να συμβεί μετά την καθορισμένη ημερομηνία λήξης.

Οι παράγραφοι 1 και 2 θα μπορούσαν να εφαρμόζονται σωρευτικώς, ούτως ώστε τα αποτελέσματα της επίδοσης ή της κοινοποίησης να μπορούν να παράγονται σε διαφορετικές στιγμές έναντι του παραλήπτη της πράξης και έναντι του αιτούντος.

Μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε επί παραδείγματι να δημιουργηθεί, σε σχέση με ορισμένες νομοθεσίες, σε περίπτωση που μια κλήτευση διακόπτει μια παραγραφή και συνεπάγεται κλήση προς εμφάνιση ενώπιον δικαστηρίου.

Όσον αφορά τη στιγμή διακοπής της παραγραφής έναντι του αιτούντος, γίνεται παραπομπή στη νομοθεσία του κράτους μέλους διαβίβασης, κατ' εφαρμογή της παραγράφου 2.

Ωστόσο, όσον αφορά τον παραλήπτη της πράξης, για τον υπολογισμό της προθεσμίας εμφάνισης λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία που ορίζει η νομοθεσία του κράτους παραλαβής.

Η παράγραφος 3 προβλέπει τη δυνατότητα ενός κράτους μέλους να δηλώσει ότι δεν θα εφαρμόσει τις διατάξεις αυτού του άρθρου.

’Aρθρο 10 - Βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης και αντίγραφο της επιδοθείσας ή κοινοποιηθείσας πράξης

Όταν τερματισθεί η διαδικασία επίδοσης ή κοινοποίησης της πράξης, πρέπει να συμπληρωθεί η αντίστοιχη βεβαίωση του εντύπου.

Το έντυπο επιστρέφεται στην υπηρεσία διαβίβασης, συνοδευόμενο ενδεχομένως από αντίγραφο της πράξης.

Εξάλλου, προβλέφθηκαν παρεμφερείς κανόνες με εκείνους που εφαρμόζονται για την αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης όσον αφορά τη γλώσσα που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τη συμπλήρωση του εντύπου της βεβαίωσης, εφόσον η υπηρεσία παραλαβής πρέπει να χρησιμοποιήσει είτε την επίσημη γλώσσα είτε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους προς το οποίο πρέπει να σταλεί το έγγραφο, είτε μια γλώσσα την οποία έχει δηλώσει ότι δέχεται.

’Aρθρο 11 - Έξοδα επίδοσης ή κοινοποίησης

Η παράγραφος 1 θεσπίζει την αρχή ότι οι υπηρεσίες που παρέχονται από τις διοικητικές αρχές του κράτους μέλους παραλαβής είναι δωρεάν.

Αντίθετα, η παράγραφος 2 επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι τα έξοδα βαρύνουν τον αιτούντα, όταν οι διατυπώσεις επίδοσης ή κοινοποίησης δεν πραγματοποιούνται από τη διοίκηση των κρατών.

Θα μπορεί να απαιτηθεί προκαταβολή επί των εξόδων πριν από την εφαρμογή της διαδικασίας επίδοσης ή κοινοποίησης. Το εγχειρίδιο που θα εκπονήσει η Επιτροπή θα περιέχει χρήσιμες ενδείξεις εν προκειμένω και θα αναφέρει ιδίως εάν κατά τη στιγμή της διαβίβασης της πράξης από την υπηρεσία διαβίβασης πρέπει να καταβληθεί κάποιο ποσό.

Τμήμα 2 - ’Aλλοι τρόποι διαβίβασης και επίδοσης ή κοινοποίησης δικαστικών πράξεων

Το τμήμα αυτό προβλέπει ορισμένους επικουρικούς τρόπους διαβίβασης των πράξεων.

’Aρθρο 12 - Διαβίβαση δια της προξενικής ή διπλωματικής οδού

Το άρθρο αυτό, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα προσφυγής στη διπλωματική ή προξενική οδό όσον αφορά τη διαβίβαση των πράξεων, επιφυλάσσει αυτόν τον τρόπο διαβίβασης σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

Θα πρέπει, επομένως, να γίνεται χρήση αυτού μόνο σε περιπτώσεις άκρας δυσκολίας, όπως εκείνες που αναφέρονται για παράδειγμα σε σχέση με το άρθρο 3 στοιχείο γ), δηλαδή κοινωνικές ή κλιματικές περιστάσεις που καθιστούν, για παράδειγμα, αδύνατη την αποστολή των πράξεων από το ένα κράτος μέλος στο άλλο με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.

’Aρθρο 13 - Επίδοση ή κοινοποίηση από διπλωματικούς ή προξενικούς υπαλλήλους

Η οδηγία περιλαμβάνει στο άρθρο αυτό έναν τρόπο επίδοσης ή κοινοποίησης που είναι εκ παραδόσεως δεκτός στις διεθνείς σχέσεις.

Παρέχει, καταρχήν, τη δυνατότητα αυτή σε όλα τα πρόσωπα, ανεξαρτήτως υπηκοότητας, που διαμένουν στο έδαφος ενός κράτους μέλους.

’Aρθρο 14 - Επίδοση ή κοινοποίηση με το ταχυδρομείο

Το άρθρο αυτό θεσπίζει την αρχή της αποδοχής της επίδοσης ή κοινοποίησης με το ταχυδρομείο.

Τα κράτη μέλη μπορούν, ωστόσο, να προσδιορίσουν τους όρους, προκειμένου να δοθούν εγγυήσεις στους παραλήπτες που διαμένουν στο έδαφός τους, υπό τους οποίους μπορεί να δεχθούν την επίδοση ή την κοινοποίηση με το ταχυδρομείο. Θα μπορούσε π.χ. να απαιτηθεί συστημένη αποστολή ή η εφαρμογή των κανόνων της οδηγίας σχετικά με τη μετάφραση των πράξεων.

Υπενθυμίζεται ότι η διεθνής ταχυδρομική σύμβαση, στην οποία όλα τα κράτη μέλη είναι μέρη, προβλέπει ιδίως τη δυνατότητα συστημένων αποστολών.

Οι όροι που καθορίζουν τα κράτη μέλη κατ' εφαρμογή της παραγράφου 2 θα διευκρινίζονται, ενδεχομένως, στο εγχειρίδιο που θα καταρτίσει η Επιτροπή.

’Aρθρο 15 - Απευθείας αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης

Το άρθρο αυτό επιτρέπει σε κάθε ενδιαφερόμενο για τη διαβίβαση μιας πράξης που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας να έλθει σε απευθείας επαφή με τους αρμόδιους του κράτους μέλους παραλαβής ώστε να επιτύχει την επίδοση ή την κοινοποίησή της.

Το άρθρο αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά νομική βάση προκειμένου να γίνεται δεκτή η απευθείας διαβίβαση της πράξης ενός ενδιαφερόμενου μέρους προς ένα δημόσιο λειτουργό. Μια τέτοια απευθείας διαβίβαση είναι όντως νομότυπη μόνον εάν συμμορφώνεται με τους κανόνες δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγεται η διαδικασία.

Δεδομένου, ωστόσο, ότι η παράγραφος 2 προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών μελών να αντιταχθούν, θα ήταν χρήσιμη η παραπομπή στο εγχειρίδιο που θα καταρτίσει η Επιτροπή για να εξακριβωθεί ότι το εν λόγω κράτος δεν αντιτίθεται στην εν λόγω διαδικασία.

Κεφάλαιο III - Εξώδικες πράξεις

’Aρθρο 16 - Διαβίβαση

Θα πρέπει να γίνει παραπομπή στο άρθρο 1 όσον αφορά την έννοια της εξώδικης πράξης.

Κεφάλαιο IV - Τελικές διατάξεις

’Aρθρο 17 - Λεπτομέρειες εφαρμογής

Η συγκεκριμένη διάταξη είναι νέα σε σχέση με το κείμενο της σύμβασης. Αποσκοπεί να χορηγήσει την αρμοδιότητα εκτέλεσης των λεπτομερειών εφαρμογής στην Επιτροπή, σύμφωνα με τα άρθρα 202 και 211 της συνθήκης, αντί να δώσει τέτοια εντολή στην εκτελεστική επιτροπή που προβλέπεται από το άρθρο 18 της σύμβασης.

Στην Επιτροπή ανατίθεται η διεκπεραίωση των πρακτικών καθηκόντων που είναι αναγκαία για τη λειτουργία της οδηγίας, όπως η κατάρτιση και ενημέρωση του εγχειριδίου που θα πρέπει να χρησιμοποιούν οι υπηρεσίες διαβίβασης για να εντοπίζουν τις υπηρεσίες παραλαβής των άλλων κρατών μελών στις οποίες θα πρέπει να απευθύνουν τις πράξεις, καθώς και η εκπόνηση γλωσσάριου νομικών όρων. Ει δυνατόν, στο εγχειρίδιο θα αναφέρονται επίσης οι δαπάνες σχετικά με την επίδοση και την κοινοποίηση των πράξεων σε σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 11 της οδηγίας.

Στην Επιτροπή θα ανατεθεί επίσης το καθήκον τροποποίησης του υποδείγματος εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα και οι λεπτομέρειες εφαρμογής της οδηγίας με σκοπό την επιτάχυνση της διαβίβασης και τις επίδοσης ή κοινοποίησης των πράξεων, διευκολύνοντας για παράδειγμα τις διασυνοριακές διαβιβάσεις με ηλεκτρονικά μέσα υπό προϋποθέσεις ασφαλείας.

Η Επιτροπή θα θεσπίσει αυτά τα μέτρα σύμφωνα με τη διαδικασία επιτροπολογίας που προβλέπεται από το άρθρο 18.

’Aρθρο 18 - Επιτροπή

Αυτή η διάταξη είναι νέα σε σχέση με το άρθρο 18 της σύμβασης.

Για την εκτέλεση των λεπτομερειών εφαρμογής που προβλέπονται στο άρθρο 17, η Επιτροπή επικουρείται από συμβουλευτική επιτροπή (διαδικασία Ι, απόφαση "επιτροπολογία").

’Aρθρο 19 - Ερημοδικία εναγομένου

Αυτή η διάταξη επαναλαμβάνει τα σημεία 1 και 2 του άρθρου 19 της σύμβασης, εξαλείφοντας την τυπική αναφορά στη σύμβαση της Χάγης του 1965 η οποία αναφέρεται στον τίτλο της διάταξης και στην πρώτη παράγραφο.

Το άρθρο αυτό περιλαμβάνει το σύστημα που δημιουργήθηκε με τη σύμβαση της Χάγης, της 15ης Νοεμβρίου 1965, επιφέροντας μια απλή τυπική τροποποίηση σχετικά με τον τρόπο κοινοποίησης από τα κράτη μέλη της δήλωσης που προβλέπεται στο σημείο 1 στοιχείο β). Περιέχει ορισμένους κανόνες για την προστασία των δικαιωμάτων των παραληπτών δικαστικών πράξεων, οι οποίες διαβιβάζονται κατ' εφαρμογή της οδηγίας.

Το σημείο 1 αφορά τα εισαγωγικά δίκης έγγραφα ή ισοδύναμες πράξεις και επιβάλλει στο δικαστή υποχρέωση αναστολής της έκδοσης απόφασης έως ότου βεβαιωθεί ότι η πράξη όντως επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε και ότι η παράδοση έγινε εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να διαθέτει επαρκή χρόνο για να προετοιμάσει την άμυνά του. Παρέχεται, ωστόσο, ευχέρεια παρέκκλισης από τον κανόνα αυτό στα κράτη μέλη που επιθυμούν να μπορεί ο δικαστής να εκδώσει απόφαση, μετά από ορισμένη προθεσμία, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.

Το σημείο 2 αφορά τις περιπτώσεις όπου εκδόθηκε απόφαση ερημοδικούντος του εναγομένου και του παρέχει τη δυνατότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να απαλλαγεί από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας για την άσκηση ενδίκων μέσων. Για να αποφευχθεί νομική ανασφάλεια που θα έβλαπτε τα συμφέροντα του ενάγοντος στον πρώτο βαθμό, η οδηγία προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν με δήλωση την προθεσμία, εντός της οποίας γίνεται δεκτή η αίτηση για την απαλλαγή.

Τέλος, οι διατάξεις του σημείο 2 δεν εφαρμόζονται σχετικά με την προσωπική κατάσταση των ατόμων. Δεν φάνηκε δυνατό, πράγματι, να επιτραπεί η εξάλειψη μιας απόφασης διαζυγίου που εκδόθηκε κατά ερημοδικία και ακολουθήθηκε από νέο γάμο, επειδή στο προκείμενο προέχουν οι επιταγές της ασφάλειας δικαίου.

’Aρθρο 20 - Σχέσεις με άλλες συμβάσεις ή συμφωνίες στις οποίες συμμετέχουν τα κράτη μέλη

Αυτή η διάταξη προβλέπει ότι η οδηγία αντικαθιστά το σύστημα κοινοποίησης των πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο IV του πρωτοκόλλου που επισυνάπτεται στη σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (8) και στη σύμβαση της Χάγης, της 15ης Νοεμβρίου 1965, σχετικά με την επίδοση και την κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών που συμμετέχουν. Η υπεροχή του κοινοτικού δικαίου επιβάλλεται.

(8) ΕΕ C 27, 26.1.1998.

Η προτεινόμενη οδηγία επαναλαμβάνει μια διάταξη που έχει ληφθεί από άλλες πράξεις κοινοτικού δικαίου και η οποία επιτρέπει στα κράτη μέλη, μεμονωμένα ή σε συνεργασία, να επιταχύνουν τη διαβίβαση των πράξεων. Τοιουτοτρόπως, η οδηγία δεν εμποδίζει τη διατήρηση ή τη θέσπιση εκ μέρους των κρατών μελών διατάξεων που συνάδουν με τις διατάξεις της οδηγίας, με σκοπό να επιταχύνεται η διαβίβαση των πράξεων.

Η άσκηση αυτής της δυνατότητας υποβάλλεται στον έλεγχο της Επιτροπής: το σχέδιο αυτών των διατάξεων πρέπει να της κοινοποιείται.

’Aρθρο 21 - Δικαστική αρωγή

Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι δεν θίγονται οι κανόνες περί δικαστικής αρωγής που περιέχονται σε άλλες συμβάσεις οι οποίες μπορούν να ισχύουν μεταξύ ορισμένων κρατών μελών.

’Aρθρο 22 - Προστασία των διαβιβαζομένων πληροφοριών

Το άρθρο αυτό επιβάλλει στις υπηρεσίες παραλαβής υποχρέωσης τήρησης του απορρήτου των πληροφοριών που τους γνωστοποιούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Οι υπηρεσίες παραλαβής είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή των κανόνων του εσωτερικού δικαίου τους σχετικά με την προστασία του απορρήτου αυτού.

Τα πρόσωπα που αφορούν οι διαβιβαζόμενες πληροφορίες θα μπορούν να επικαλούνται πάντοτε τις εφαρμοστέες νομικές διατάξεις για να λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τη χρήση που επιφυλάχθηκε στα εν λόγω δεδομένα.

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και με την ελεύθερη κυκλοφορία αυτών των δεδομένων.

’Aρθρο 23 - Δημοσίευση

Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τις πληροφορίες που προβλέπονται στα άρθρα 2, 3, 4, 9, 10, 13, 14, 15 και 19, τις οποίες πρέπει να της κοινοποιούν τα κράτη μέλη.

’Aρθρο 24 - Επανεξέταση

Αυτή η διάταξη δεν εμφανίζεται στο κείμενο της σύμβασης.

Αντίθετα με τα προβλεπόμενα στη σύμβαση (ο ρόλος επαγρύπνησης ανατίθεται στην εκτελεστική επιτροπή), ανατίθεται στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 211 της συνθήκης, να μεριμνά για την εφαρμογή της οδηγίας και να υποβάλει έκθεση σχετικά με το συγκεκριμένα θέμα.

Η Επιτροπή είναι επιφορτισμένη με την παρακολούθηση της λειτουργίας της οδηγίας, δηλαδή με τη συλλογή κάθε χρήσιμης πληροφορίας σχετικής με την εφαρμογή της από τα κράτη μέλη. Η εξέταση πρέπει να καλύπτει ιδίως την αποτελεσματικότητα της δράσης των υπηρεσιών διαβίβασης και των υπηρεσιών παραλαβής, τις συνθήκες υπό τις οποίες υποβάλλονται στις κεντρικές υπηρεσίες απευθείας αιτήσεις επίδοσης ή κοινοποίησης πράξεων, και την εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με την ημερομηνία επίδοσης και κοινοποίησης

Αυτή η ιδιαίτερη προσοχή που αποδίδεται σε ορισμένες διατάξεις της οδηγίας θα πρέπει να επιτρέπει στην Επιτροπή να διαπιστώνει εάν οι κανόνες που συνεπάγονται δυσκολίες εφαρμογής για ορισμένες χώρες εφαρμόζονται από τις άλλες χωρίς δυσκολία και θα μπορούσε να διευρυνθεί το πεδίο της εφαρμογής τους. Οι πληροφορίες που συλλέγονται από την Επιτροπή θα πρέπει, επομένως, να έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αμοιβαία ενημέρωση των κρατών μελών. Θα αποτελούν άλλωστε αντικείμενο περιοδικών εκθέσεων προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, εκ των οποίων η πρώτη θα υποβληθεί μετά την παρέλευση τριετίας από την ημερομηνία έγκρισης της οδηγίας και οι επόμενες ανά πενταετία.

Aυτές οι εκθέσεις θα συνοδεύονται ενδεχομένως από προτάσεις προσαρμογής της στην εξέλιξη των συστημάτων κοινοποίησης.

’Aρθρο 25 – Μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο

Αυτή η διάταξη είναι νέα σε σχέση με το κείμενο της σύμβασης.

Πρόκειται για βασική διάταξη που αφορά την εφαρμογή, από τα κράτη μέλη, των διατάξεων προκειμένου να συμμορφωθούν με την οδηγία, σύμφωνα με το άρθρο 249 της συνθήκης.

Η Επιτροπή προτείνει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν το αργότερο στις 30 Ιουνίου 2000, τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν προς τις διατάξεις της οδηγίας και να ανακοινώσουν στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την οδηγία.

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν αυτά τα μέτρα από την 1η Οκτωβρίου 2000.

’Aρθρο 26 - Έναρξη ισχύος

Αυτή η διάταξη είναι νέα σε σχέση με το κείμενο της σύμβασης.

Αυτό το άρθρο προσδιορίζει την έναρξη ισχύος της οδηγίας, σύμφωνα με το άρθρο 254 της συνθήκης.

’Aρθρο 27 - Αποδέκτες

Αυτή η διάταξη είναι νέα σε σχέση με το κείμενο της σύμβασης. Αυτό το άρθρο προσδιορίζει ότι η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 61, σημείο γ,

την πρόταση της Επιτροπής (9),

(9) ΕΕ C

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (10),

(10) ΕΕ C

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (11),

(11) ΕΕ C

Εκτιμώντας:

(1) ότι η Ένωση έθεσε ως στόχο να διατηρήσει και να αναπτύξει ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων* ότι προκειμένου να δημιουργήσει σταδιακά έναν τέτοιο χώρο η Κοινότητα θεσπίζει, μεταξύ άλλων, μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, τα οποία είναι απαραίτητα για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς*

(2) ότι η καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς απαιτεί την καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση μεταξύ των κρατών μελών των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων προς επίδοση και κοινοποίηση σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις*

(3) ότι το θέμα αυτό υπάγεται στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις κατά την έννοια του άρθρου 65 της συνθήκης*

(4) ότι, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας και την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 5 της συνθήκης οι στόχοι της παρούσας οδηγίας δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και, συνεπώς, δύνανται να επιτευχθούν μόνον σε κοινοτικό επίπεδο* ότι η παρούσα οδηγία περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο επίπεδο για την επίτευξη αυτών των στόχων και δεν υπερβαίνει τα όρια που απαιτούνται προς τον σκοπό αυτό*

(5) ότι το Συμβούλιο, με την πράξη της 26ης Μαΐου 1997 (12), κατάρτισε το κείμενο μιας σύμβασης για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις και συνέστησε την αποδοχή της από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τους συνταγματικούς κανόνες εκάστου* ότι η σύμβαση αυτή δεν τέθηκε σε ισχύ* ότι πρέπει να εξασφαλιστεί ότι θα δοθεί συνέχεια στα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν στο πλαίσιο της σύναψης της σύμβασης* ότι συνεπώς το ουσιαστικό περιεχόμενό της περιλαμβάνεται σε μεγάλη έκταση στην παρούσα οδηγία*

(12) ΕΕ C 261, 27.8.1997, σ. 1.

(6) ότι η αποτελεσματικότητα και η ταχύτητα των δικαστικών διαδικασιών στον αστικό τομέα συνεπάγεται την άμεση και ταχεία διαβίβαση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων μεταξύ υπηρεσιών διορισμένων από τα κράτη μέλη* ότι, εντούτοις, τα κράτη μέλη πρέπει να μπορούν να δηλώσουν την πρόθεσή τους να διατηρήσουν τις κεντρικές αρχές τους μεταβατικά για περίοδο πέντε ετών* ότι αυτό το μεταβατικό καθεστώς δικαιολογείται λόγω της ανάγκης να προσαρμοσθούν τα ισχύοντα συστήματα διαβίβασης των κρατών μελών*

(7) ότι η ταχύτητα της διαβίβασης δικαιολογεί τη χρήση κάθε ενδεδειγμένου μέσου, τηρουμένων ορισμένων προϋποθέσεων όσον αφορά το ευανάγνωστο και το αξιόπιστο του λαμβανομένου εγγράφου* ότι η ασφάλεια της διαβίβασης προϋποθέτει ότι η προς διαβίβαση πράξη συνοδεύεται από ένα έντυπο το οποίο πρέπει να συμπληρώνεται στη γλώσσα του τόπου στον οποίο λαμβάνει χώρα η επίδοση ή η κοινοποίηση ή σε κάποια άλλη γλώσσα αναγνωριζόμενη από το κράτος παραλαβής*

(8) ότι, προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα της οδηγίας, η δυνατότητα άρνησης της επίδοσης ή της κοινοποίησης πράξεων πρέπει να περιορίζεται σε εξαιρετικές καταστάσεις*

(9) ότι η ταχύτητα διαβίβασης δικαιολογεί την επίδοση ή την κοινοποίηση της πράξης εντός των ημερών που έπονται της παραλαβής της πράξης* ότι, εντούτοις, αν μετά το πέρας ενός μηνός δεν έχει πραγματοποιηθεί η επίδοση ή η κοινοποίηση, η υπηρεσία παραλαβής ειδοποιεί σχετικά την υπηρεσία διαβίβασης* ότι η εκπνοή αυτής της προθεσμίας δεν συνεπάγεται ότι η αίτηση πρέπει να επιστραφεί στην υπηρεσία διαβίβασης όταν φαίνεται ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί εντός εύλογης προθεσμίας*

(10) ότι προκειμένου να προστατευθούν τα συμφέροντα του παραλήπτη, η επίδοση ή η κοινοποίηση πρέπει να πραγματοποιείται στη γλώσσα του τόπου όπου θα γίνει επίδοση ή κοινοποίηση ή σε γλώσσα του κράτους μέλους διαβίβασης την οποία ο παραλήπτης κατανοεί*

(11) ότι, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών που υπάρχουν στα διάφορα κράτη μέλη όσον αφορά τους δικονομικούς κανόνες, το γεγονός, η ημερομηνία του οποίου λαμβάνεται υπόψη όσον αφορά την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης, διαφέρει από κράτος σε κράτος* ότι, σε μια τέτοια κατάσταση, η παρούσα οδηγία πρέπει να προβλέπει ένα σύστημα διπλής ημερομηνίας, στο μέτρο που η ημερομηνία αυτή καθορίζεται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους παραλαβής, εκτός αν πρόκειται για πράξεις που πρέπει να επιδοθούν ή να κοινοποιηθούν εντός συγκεκριμένης προθεσμίας* ότι αυτό αποσκοπεί να προστατεύσει τόσο τα δικαιώματα του παραλήπτη όσο και αυτά του αιτούντος*

(12) ότι η παρούσα οδηγία υπερέχει των διατάξεων, που αφορούν το καλυπτόμενο από αυτήν θέμα και περιλαμβάνονται στις διεθνείς συμβάσεις που συνάπτονται από τα κράτη μέλη, κυρίως του πρωτοκόλλου που επισυνάπτεται στη σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (13) και της σύμβασης της Χάγης, της 15ης Νοεμβρίου 1965, σχετικά με την επίδοση και την κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών που αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη* ότι η οδηγία δεν εμποδίζει τη διατήρηση ή τη θέσπιση από τα κράτη μέλη διατάξεων που συνάδουν με τις διατάξεις αυτής, με σκοπό την επιτάχυνση της διαβίβασης των πράξεων*

(13) ΕΕ C 27, 26.1.1998, σ. 28.

(13) ότι τα δεδομένα που διαβιβάζονται κατ'εφαρμογή της παρούσας οδηγίας πρέπει να υπόκεινται σε καθεστώς προστασίας* ότι το θέμα αυτό εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1994 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (14) και της οδηγίας 97/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασίας της ιδιωτικής ζωής στον τηλεπικοινωνιακό τομέα (15)*

(14) ΕΕ L 281, 23.11.1995, σ. 31.

(15) ΕΕ L 24, 30.1.1998, σ. 1.

(14) ότι πρέπει να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να υλοποιήσει τις λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας οδηγίας* ότι προς τον σκοπό αυτό η Επιτροπή πρέπει να επικουρείται από μια επιτροπή συμβουλευτικού χαρακτήρα*

(15) ότι, το αργότερο τρία έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει την εφαρμογή της με σκοπό να προτείνει, ενδεχομένως, τις απαραίτητες τροποποιήσεις*

(16) ότι σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 των πρωτοκόλλων σχετικά με τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας και σχετικά με τη θέση της Δανίας, αυτά τα κράτη δεν συμμετέχουν στη θέσπιση της παρούσας οδηγίας* ότι κατά συνέπεια η παρούσα οδηγία δεν δεσμεύει ούτε το Ηνωμένο Βασίλειο, ούτε την Ιρλανδία, ούτε τη Δανία και δεν ισχύει έναντι αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

’Aρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1. Η παρούσα οδηγία ισχύει σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις οσάκις μια δικαστική ή εξώδικη πράξη πρέπει να διαβιβασθεί από ένα κράτος μέλος σε άλλο προκειμένου να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί.

2. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται όταν η διεύθυνση του παραλήπτη της πράξης είναι άγνωστη.

’Aρθρο 2

Υπηρεσίες διαβίβασης και παραλαβής

1. Κάθε κράτος μέλος ορίζει τους δημόσιους λειτουργούς, αρχές ή άλλα πρόσωπα, στο εξής "υπηρεσίες διαβίβασης" που είναι αρμόδια για τη διαβίβαση των δικαστικών ή εξωδίκων πράξεων οι οποίες πρέπει να επιδοθούν ή να κοινοποιηθούν σε άλλο κράτος μέλος.

2. Κάθε κράτος μέλος ορίζει τους δημόσιους λειτουργούς, αρχές ή άλλα πρόσωπα, στο εξής "υπηρεσίες παραλαβής", που είναι αρμόδια για την παραλαβή δικαστικών ή εξωδίκων πράξεων άλλου κράτους μέλους.

3. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν είτε μια υπηρεσία διαβίβασης και μια υπηρεσία παραλαβής είτε μια μόνον υπηρεσία επιφορτισμένη και με τα δύο καθήκοντα. Τα ομοσπονδιακά κράτη, τα κράτη με πλείονα νομικά συστήματα ή τα κράτη με αυτόνομες εδαφικές μονάδες δύνανται να ορίσουν περισσότερες υπηρεσίες. Ο ορισμός αυτός ισχύει επί πέντε έτη με δυνατότητα ανανέωσης ανά πενταετία.

4. Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) τις ονομασίες και διευθύνσεις των υπηρεσιών παραλαβής που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3*

β) την κατά τόπο αρμοδιότητά τους*

γ) τα μέσα παραλαβής εγγράφων που έχουν στη διάθεσή τους και

δ) τις γλώσσες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη συμπλήρωση του εντύπου που προσαρτάται στην παρούσα οδηγία.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε μεταγενέστερη μεταβολή αυτών των στοιχείων.

’Aρθρο 3

Κεντρική αρχή

Κάθε κράτος μέλος ορίζει μια κεντρική αρχή αρμόδια να :

α) παρέχει πληροφορίες στις υπηρεσίες διαβίβασης*

β) επιλύει τις δυσχέρειες που μπορεί να προκύψουν κατά τη διαβίβαση των προς επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων*

γ) διαβιβάζει, εκτάκτως, στην αρμόδια υπηρεσία παραλαβής αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης, μετά από αίτηση της υπηρεσίας διαβίβασης.

Τα ομοσπονδιακά κράτη, τα κράτη με πλείονα νομικά συστήματα ή τα κράτη με αυτόνομες εδαφικές μονάδες δύνανται να ορίζουν περισσότερες κεντρικές αρχές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Διαβίβαση και επίδοση ή κοινοποίηση δικαστικών πράξεων

’Aρθρο 4

Διαβίβαση πράξεων

1. Οι δικαστικές πράξεις διαβιβάζονται απευθείας και το ταχύτερο δυνατό μεταξύ των υπηρεσιών που ορίζονται βάσει του άρθρου 2.

2. Η διαβίβαση πράξεων, αιτήσεων, επικυρώσεων, αποδεικτικών παραλαβής, βεβαιώσεων και λοιπών εγγράφων μεταξύ των υπηρεσιών διαβίβασης και των υπηρεσιών παραλαβής γίνεται με οποιαδήποτε κατάλληλο μέσο, εφόσον το περιεχόμενο της παραλαμβανόμενης πράξης είναι αληθές και συμπίπτει απολύτως προς το περιεχόμενο της πράξης που διαβιβάσθηκε, και εφόσον όλες οι εμπεριεχόμενες πληροφορίες είναι ευανάγνωστες.

3. Η διαβιβαζόμενη πράξη συνοδεύεται από αίτηση συντασσόμενη επί του εντύπου που προσαρτάται στην παρούσα οδηγία. Το έντυπο συμπληρώνεται στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή, εφόσον οι επίσημες γλώσσες του εν λόγω κράτους μέλους είναι πλείονες, στην επίσημη ή σε μια από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί η πράξη ή σε άλλη γλώσσα την οποία το κράτος μέλος παραλαβής έχει δηλώσει ότι μπορεί να δεχθεί. Κάθε κράτος μέλος δηλώνει μια ή περισσότερες επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτός από τη δική του ή τις δικές του, στις οποίες δέχεται να συμπληρωθεί το έντυπο.

4. Δεν απαιτείται βεβαίωση της γνησιότητας ή ανάλογη διατύπωση για τις διαβιβαζόμενες πράξεις και έγγραφα.

5. Όταν η υπηρεσία διαβίβασης επιθυμεί την επιστροφή ενός αντιγράφου της πράξεως συνοδευόμενου από τη βεβαίωση του άρθρου 10, αποστέλλει την προς επίδοση ή κοινοποίηση πράξη εις διπλούν.

’Aρθρο 5

Μετάφραση των πράξεων

1. Η υπηρεσία διαβίβασης στην οποία κατατίθεται η προς διαβίβαση πράξη επισημαίνει στον αιτούντα ότι ο παραλήπτης μπορεί να αρνηθεί να παραλάβει την πράξη εφόσον δεν έχει συνταχθεί σε μια από τις γλώσσες που ορίζει το άρθρο 8.

2. Ο αιτών επιβαρύνεται με τυχόν έξοδα μετάφρασης πριν από τη διαβίβαση της πράξης, υπό την επιφύλαξη μεταγενέστερης απόφασης δικαστηρίου ή αρμόδιας αρχής η οποία καταλογίζει τη δαπάνη σε άλλο πρόσωπο.

’Aρθρο 6

Παραλαβή των πράξεων από την υπηρεσία παραλαβής

1. Ευθύς ως της περιέλθει η πράξη, η υπηρεσία παραλαβής αποστέλλει το συντομότερο και οπωσδήποτε εντός επτά ημερών από την παραλαβή αποδεικτικό παραλαβής στην υπηρεσία διαβίβασης με το ταχύτερο μέσο και χρησιμοποιώντας το έντυπο που προσαρτάται στην παρούσα σύμβαση.

2. Εάν η αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης δεν μπορεί να εκτελεσθεί με βάση τις διαβιβασθείσες πληροφορίες ή πράξεις, η υπηρεσία παραλαβής επικοινωνεί με το ταχύτερο μέσο με την υπηρεσία διαβίβασης ζητώντας τις ελλείπουσες πληροφορίες ή πράξεις.

3. Εάν είναι προφανές ότι η αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ή εάν η μη τήρηση των απαιτούμενων τυπικών προϋποθέσεων καθιστά αδύνατη την επίδοση ή την κοινοποίηση, η αίτηση και οι διαβιβαζόμενες πράξεις επιστρέφονται, άμα τη παραλαβή τους, στην υπηρεσία διαβίβασης μαζί με την έντυπη βεβαίωση επιστροφής που προσαρτάται στην παρούσα οδηγία.

4. Η υπηρεσία παραλαβής που παραλαμβάνει πράξη για την επίδοση ή την κοινοποίηση της οποίας στερείται κατά τόπο αρμοδιότητας διαβιβάζει την πράξη αυτή και τη σχετική αίτηση στην κατά τόπον αρμόδια υπηρεσία παραλαβής αυτού του κράτους μέλους, εφόσον η αίτηση πληροί τους όρους του άρθρου 4 παράγραφος 3 και ενημερώνει την υπηρεσία διαβίβασης δια του εντύπου που προσαρτάται στην παρούσα οδηγία. Η τελευταία ενημερώνει την υπηρεσία διαβίβασης κατά την παραλαβή της πράξης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1.

’Aρθρο 7

Επίδοση ή κοινοποίηση των πράξεων

1. Η υπηρεσία παραλαβής επιδίδει ή κοινοποιεί την πράξη ή μεριμνά προς τούτο σύμφωνα είτε με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής είτε με τον ειδικό τύπο τον οποίο ζήτησε η υπηρεσία διαβίβασης, εφόσον αυτός δεν αντιβαίνει στο δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.

2. Οι ενέργειες που απαιτούνται για την επίδοση ή κοινοποίηση ολοκληρώνονται το συντομότερο δυνατό. Εν πάση περιπτώσει, εάν δεν καταστεί δυνατή η επίδοση και η κοινοποίηση εντός μηνός από την παραλαβή, η υπηρεσία παραλαβής ειδοποιεί σχετικά την υπηρεσία διαβίβασης μέσω της τυποποιημένης βεβαίωσης που επισυνάπτεται στην παρούσα οδηγία, η οποία καταρτίζεται υπό τους όρους του άρθρου 10 παράγραφος 2. Η προθεσμία υπολογίζεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής.

’Aρθρο 8

’Aρνηση παραλαβής της πράξης

1. Η υπηρεσία παραλαβής ενημερώνει τον παραλήπτη ότι μπορεί να αρνηθεί την παραλαβή, εφόσον η πράξη που επιδίδεται ή κοινοποιείται δεν έχει συνταχθεί σε μια από τις ακόλουθες γλώσσες:

α) στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή, εάν αυτό το κράτος έχει περισσότερες επίσημες γλώσσες, στην επίσημη ή σε μια από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση ή η κοινοποίηση ή

β) σε γλώσσα του κράτους μέλους διαβίβασης την οποία ο παραλήπτης κατανοεί.

2. Εάν η υπηρεσία παραλαβής πληροφορηθεί ότι ο παραλήπτης αρνείται να παραλάβει την πράξη σύμφωνα με την παράγραφο 1, ενημερώνει αμέσως την υπηρεσία διαβίβασης, μέσω της βεβαίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 10, και επιστρέφει την αίτηση και τις πράξεις των οποίων ζητείται η μετάφραση.

’Aρθρο 9

Ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης

1. Η ημερομηνία της επίδοσης ή της κοινοποίησης μιας πράξης, κατ' εφαρμογή του άρθρου 7, είναι η ημερομηνία κατά την οποία η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 8.

2. Όταν στα πλαίσια κινηθείσας ή εκκρεμούσας διαδικασίας στο κράτος μέλος διαβίβασης, μια πράξη πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, λαμβάνεται υπόψη για τον αιτούντα η ημερομηνία που καθορίζεται από το δίκαιο του κράτους αυτού.

3. Κάθε κράτος μέλος δύναται να δηλώσει ότι δεν θα εφαρμόσει τις παραγράφους 1 και 2.

’Aρθρο 10

Βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης και αντίγραφο της επιδοθείσας ή κοινοποιηθείσας πράξης

1. Αφού ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις επίδοσης ή κοινοποίησης, εκδίδεται σχετική βεβαίωση βάσει του εντύπου που προσαρτάται στην παρούσα οδηγία, η οποία αποστέλλεται στην αρχή διαβίβασης μαζί με αντίγραφο της οικείας πράξης, σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 5.

2. Η βεβαίωση συντάσσεται στην επίσημη γλώσσα ή σε μια από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους διαβίβασης ή σε άλλη γλώσσα που το κράτος μέλος διαβίβασης έχει δηλώσει ότι μπορεί να δεχθεί. Κάθε κράτος μέλος δηλώνει την ή τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός από τη δική του ή τις δικές του, τις οποίες μπορεί να δεχθεί για τη συμπλήρωση του εντύπου.

’Aρθρο 11 - Έξοδα επίδοσης ή κοινοποίησης

1. Για την επίδοση ή την κοινοποίηση δικαστικών πράξεων προερχομένων από κράτος μέλος δεν καταβάλλονται ούτε επιστρέφονται τέλη ή έξοδα για τις υπηρεσίες που προσέφερε το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.

2. Ο αιτών καταβάλλει ή επιστρέφει τα έξοδα που προκύπτουν από:

α) την παρέμβαση δημόσιου λειτουργού ή αρμόδιου προσώπου κατά το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής*

β) τη χρήση ειδικού τύπου επίδοσης ή κοινοποίησης.

ΤΜΗΜΑ 2

’Aλλοι τρόποι διαβίβασης και επίδοσης ή κοινοποίησης δικαστικών πράξεων

’Aρθρο 12

Διαβίβαση δια της προξενικής ή διπλωματικής οδού

Κάθε κράτος μέλος δύναται, σε εξαιρετικές περιστάσεις, να χρησιμοποιεί την προξενική ή τη διπλωματική οδό για τη διαβίβαση δικαστικών πράξεων με σκοπό την επίδοση ή την κοινοποίηση προς τις αρχές άλλου κράτους μέλους, οι οποίες ορίζονται κατ'εφαρμογή του άρθρου 2 ή του άρθρου 3.

’Aρθρο 13

Επίδοση ή κοινοποίηση από διπλωματικούς ή προξενικούς υπαλλήλους

Κάθε κράτος μέλος δύναται να προβαίνει απευθείας και χωρίς άσκηση πιέσεων, μέσω των διπλωματικών ή προξενικών του υπαλλήλων, στην επίδοση ή στην κοινοποίηση δικαστικών πράξεων σε πρόσωπα που διαμένουν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους.

Κάθε κράτος μέλος δύναται να δηλώσει ότι αντιτάσσεται στην χρησιμοποίηση αυτής της ευχέρειας στην επικράτειά του, εκτός εάν οι πράξεις πρόκειται να επιδοθούν ή να κοινοποιηθούν σε υπηκόους του κράτους μέλους διαβίβασης.

’Aρθρο 14

Επίδοση ή κοινοποίηση ταχυδρομικώς

1. Κάθε κράτος μέλος δύναται να επιδίδει ή να κοινοποιεί δικαστικές πράξεις απευθείας με το ταχυδρομείο σε πρόσωπα διαμένοντα σε άλλο κράτος μέλος.

2. Κάθε κράτος μέλος δύναται να καθορίσει τους όρους υπό τους οποίους μπορεί να δεχθεί την επίδοση ή την κοινοποίηση δικαστικών πράξεων με το ταχυδρομείο.

’Aρθρο 15

Απευθείας αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης

1. Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τους έχοντες έννομο συμφέρον σε μια δίκη να επιδώσουν ή να κοινοποιήσουν απευθείας τις δικαστικές πράξεις μέσω δικαστικών επιμελητών, υπαλλήλων ή άλλων αρμοδίων προσώπων του κράτους μέλους παραλαβής.

2. Κάθε κράτος μέλος δύναται να δηλώσει ότι αντιτίθεται στην επίδοση ή την κοινοποίηση δικαστικών πράξεων στην επικράτειά του κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΕΞΩΔΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

’Aρθρο 16

Διαβίβαση

Οι εξώδικες πράξεις μπορούν να διαβιβασθούν σε άλλο κράτος μέλος προς επίδοση ή κοινοποίηση σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

TEΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ V

’Aρθρο 17

Λεπτομέρειες εφαρμογής

Η Επιτροπή θεσπίζει σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18 τα μέτρα που αποσκοπούν:

α) στην κατάρτιση και ετήσια ενημέρωση ενός εγχειριδίου που περιλαμβάνει τα στοιχεία που παρέχουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4*

β) στην εκπόνηση γλωσσάριου, στις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περί των πράξεων που δύνανται να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται κατ'εφαρμογή της παρούσας οδηγίας*

γ) στην τροποποίηση του εντύπου που εμφαίνεται στο παράρτημα της παρούσας οδηγίας*

δ) στην υλοποίηση των λεπτομερειών εφαρμογής με σκοπό την επιτάχυνση της διαβίβασης και της επίδοσης ή κοινοποίησης πράξεων.

’Aρθρο 18

Επιτροπή

Η Επιτροπή επικουρείται από μια επιτροπή συμβουλευτικού χαρακτήρα την οποία αποτελούν αντιπρόσωποι των κρατών μελών και της οποίας προεδρεύει ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής.

Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην εν λόγω επιτροπή σχέδιο των μέτρων που πρόκειται να ληφθούν. Η συμβουλευτική επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό, μέσα σε προθεσμία που μπορεί να ορίσει ο πρόεδρος ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος και, αν χρειασθεί, προβαίνει σε ψηφοφορία.

Η γνώμη καταχωρείται στα πρακτικά. Επιπλέον κάθε κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να ζητήσει να καταχωρηθεί η θέση του στα πρακτικά.

Η Επιτροπή λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής και την ενημερώνει για τον τρόπο με τον οποίο έλαβε υπόψη τη γνώμη αυτή.

’Aρθρο 19

Ερημοδικία εναγομένου

1. Όταν πρέπει να διαβιβασθεί εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη σε άλλο κράτος μέλος με σκοπό την επίδοση ή την κοινοποίηση βάσει της παρούσας οδηγίας και ο εναγόμενος ερημοδικήσει, ο δικαστής υποχρεούται να αναστείλει την έκδοση απόφασης μέχρις ότου διαπιστωθεί:

α) ότι η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε με τον τρόπο που ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, όσον αφορά την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων στα πλαίσια διαδικασιών εντός του κράτους αυτού κατά προσώπων ευρισκομένων στην επικράτειά του, ή

β) ότι η πράξη παραδόθηκε πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του με άλλο τρόπο προβλεπόμενο από την παρούσα οδηγία, καθώς και,

ότι και στη μια περίπτωση και στην άλλη είτε η επίδοση ή κοινοποίηση είτε η παράδοση έγινε εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να αμυνθεί.

2. Κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να δηλώσει ότι οι δικαστές του, παρά τις διατάξεις της παραγράφου 1, μπορούν να εκδώσουν απόφαση, ακόμα και εάν δεν έχει παραληφθεί βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης ή παράδοσης, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) η πράξη διαβιβάσθηκε με έναν από τους τρόπους που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία,

β) διάστημα, το οποίο ο δικαστής αξιολογεί για κάθε περίπτωση χωριστά και το οποίο ανέρχεται τουλάχιστον σε έξι μήνες, έχει παρέλθει από την ημέρα της διαβίβασης της πράξης,

γ) δεν έχει παραλειφθεί καμία βεβαίωση, μολονότι έχει καταβληθεί κάθε εύλογη προσπάθεια μέσω των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους παραλαβής.

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εμποδίζουν το δικαστή να διατάζει προσωρινά ή ασφαλιστικά μέτρα, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης.

4. Όταν πρέπει να διαβιβασθεί εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη σε άλλο κράτος μέλος με σκοπό την επίδοση ή την κοινοποίηση σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, και εκδοθεί απόφαση κατά ερημοδικήσαντος εναγομένου, ο δικαστής έχει την ευχέρεια να απαλλάξει τον εναγόμενο από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας για την άσκηση ενδίκου μέσου κατά της απόφασης, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) ο εναγόμενος, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν έλαβε εγκαίρως γνώση της εν λόγω πράξης, ώστε να αμυνθεί, ή δεν έλαβε γνώση της απόφασης, ώστε να ασκήσει ένδικο μέσο*

β) οι ισχυρισμοί του εναγομένου δεν φαίνονται παντελώς αστήρικτοι.

Η αίτηση απαλλαγής μπορεί να υποβληθεί μόνο μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα αφότου ο εναγόμενος έλαβε γνώση της απόφασης.

Κάθε κράτος μέλος δύναται να δηλώσει ότι αυτή η αίτηση είναι απαράδεκτη, εάν υποβληθεί μετά την πάροδο ορισμένου διαστήματος που θα ορίζεται στη δήλωσή του, αλλά το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερο του ενός έτους από την έκδοση της απόφασης.

5. Η παράγραφος 4 δεν εφαρμόζεται στις αποφάσεις που αφορούν την προσωπική κατάσταση.

’Aρθρο 20

Σχέση με άλλες συμβάσεις ή συμφωνίες στις οποίες συμμετέχουν τα κράτη μέλη

1. Όσον αφορά τα θέματα που διέπονται από το πεδίο εφαρμογής της, η παρούσα οδηγία υπερισχύει των διατάξεων που περιλαμβάνονται στις διεθνείς συμβάσεις που συνάπτονται από τα κράτη μέλη, κυρίως του άρθρου IV του πρωτοκόλλου της σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και της σύμβασης της Χάγης, της 15ης Νοεμβρίου 1965, σχετικά με την επίδοση και την κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.

2. Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τη διατήρηση ή τη θέσπιση από τα κράτη μέλη διατάξεων που συνάδουν με τις διατάξεις αυτής, με σκοπό να επιταχύνεται η διαβίβαση των πράξεων. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το σχέδιο αυτών των διατάξεων που προτίθενται να θεσπίσουν.

’Aρθρο 21

Δικαστική αρωγή

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την εφαρμογή του άρθρου 23 της σύμβασης για την πολιτική δικονομία της 17ης Ιουλίου 1905, του άρθρου 24 της σύμβασης για την πολιτική δικονομία της 1ης Μαρτίου 1954 και του άρθρου 13 της σύμβασης για τη διευκόλυνση της διεθνούς πρόσβασης στη δικαιοσύνη της 25ης Οκτωβρίου 1980, μεταξύ των κρατών μελών που είναι μέρη αυτών των συμβάσεων.

’Aρθρο 22

Προστασία των διαβιβαζόμενων πληροφοριών

1. Οι πληροφορίες και ειδικότερα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάζονται βάσει της παρούσας οδηγίας χρησιμοποιούνται από τις υπηρεσίες παραλαβής μόνο για το σκοπό για τον οποίον διαβιβάσθηκαν.

2. Οι υπηρεσίες διαβίβασης διασφαλίζουν το απόρρητο των πληροφοριών αυτών, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο.

3. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν θίγουν τις εθνικές διατάξεις που επιτρέπουν στους ενδιαφερόμενους να ενημερώνονται για τη χρησιμοποίηση πληροφοριών διαβιβαζόμενων κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

4. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την εφαρμογή της οδηγίας 95/46/EΚ και της οδηγίας 97/66/EΚ.

’Aρθρο 23

Δημοσίευση

Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 2, 3, 4, 9, 10, 13, 14, 15 και 19, που της ανακοινώνονται από τα κράτη μέλη.

’Aρθρο 24

Επανεξέταση

Το αργότερο τρία έτη μετά την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας οδηγίας, και ακολούθως ανά πενταετία, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, μεριμνώντας κυρίως για την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών που ορίζονται κατ'εφαρμογή του άρθρου 2 καθώς και για την πρακτική εφαρμογή του άρθρου 3 σημείο γ και του άρθρου 9. Η έκθεση αυτή συνοδεύεται ενδεχομένως από προτάσεις με σκοπό την προσαρμογή της παρούσας οδηγίας στις εξελίξεις των συστημάτων κοινοποίησης.

’Aρθρο 25

Μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο

1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν το αργότερο στις 30 Ιουνίου 2000 τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή. Εφαρμόζουν αυτές τις διατάξεις από την 1η Οκτωβρίου 2000.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίσουν αυτές τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων εθνικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

’Aρθρο 26

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευση της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

’Aρθρο 27

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Συμβούλιο

Ο πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΑΙΤΗΣΗ ΕΠΙΔΟΣΗΣ Ή ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΡΑΞΕΩΝ

(’Aρθρο 4 παράγραφος 3 της οδηγίας)

Κωδικός αριθμός: (*) Το σημείο αυτό είναι προαιρετικό.

1. ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗΣ

1.1. Όνομα:

1.2. Διεύθυνση:

1.2.1. Οδός και αριθμός/ταχυδρομική θυρίδα: .

1.2.2. Τόπος και ταχυδρομικός τομέας: .

1.2.3. Χώρα: .

1.3. Τηλ.: .

1.4. Φαξ (*): .

1.5. Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (*): .

2. ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ

2.1. Όνομα:

2.2. Διεύθυνση:

2.2.1. Οδός και αριθμός/ταχυδρομική θυρίδα: .

2.2.2. Τόπος και ταχυδρομικός τομέας .

2.2.3. Χώρα: .

2.3. Τηλ.: .

2.4. Φαξ (*): .

2.5. Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (*): .

3. ΑΙΤΩΝ

3.1. Στοιχεία ταυτότητας: .

3.2. Διεύθυνση:

3.2.1. Οδός και αριθμός/ταχυδρομική θυρίδα:

3.2.2. Τόπος και ταχυδρομικός τομέας.

3.2.3. Χώρα:

3.3. Τηλ. (*):

3.4. Φαξ (*):

3.5. Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (*):

4. ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ

4.1. Στοιχεία ταυτότητας: .

4.2. Διεύθυνση:

4.2.1. Οδός και αριθμός/ταχυδρομική θυρίδα: .

4.2.2. Τόπος και ταχυδρομικός τομέας: .

4.2.3. Χώρα: .

4.3. Τηλ. (*): .

4.4. Φαξ (*): .

4.5. Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (*): .

4.6. Αριθμός δελτίου ταυτότητας ή κοινωνικής ασφάλισης ή αντίστοιχο στοιχείο/αριθμός οργάνωσης ή αντίστοιχο στοιχείο (*):

5. ΜΕΘΟΔΟΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ Ή ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗΣ

5.1. Σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής

5.2. Σύμφωνα με το ακόλουθο ειδικό τύπο:

5.2.1. Αν η μέθοδος αυτή δεν συμβιβάζεται με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, τότε η επίδοση ή κοινοποίηση της πράξης (των πράξεων) γίνεται σύμφωνα με το δίκαιο αυτό:

5.2.1.1. ναι

5.2.1.2. όχι

6. ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣ ΕΠΙΔΟΣΗ Ή ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

α) 6.1. Φύση της πράξης

6.1.1. Δικαστική

6.1.1.1. κλήτευση

6.1.1.2. απόφαση

6.1.1.3. ένδικο μέσο

6.1.1.4. άλλη: .

6.1.2. Εξώδικη

β) 6.2. Ημερομηνία ή προθεσμία που ορίζεται στην πράξη (*):

γ) 6.3. Γλώσσα της πράξης:

6.3.1. πρωτότυπο: D EN DK ES FIN F GR IT NL P S λοιπές:

6.3.2. μετάφραση: (*) D EN DK ES FIN F GR IT NL P S λοιπές:

δ) 6.4. Αριθμός των συνημμένων εγγράφων:

7. ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΕΝΟΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΥ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΣΥΝΟΔΕΥΟΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΕΠΙΔΟΣΗΣ Ή ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗΣ (άρθρο 4 παράγραφος 5 της οδηγίας)

7.1. Ναι (σ'αυτήν την περίπτωση, να αποστείλετε δύο αντίγραφα της πράξης που πρόκειται να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί)

7.2 Όχι

1. Βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 2 της οδηγίας πρέπει να προβείτε σε όλες τις ενέργειες που απαιτούνται για την επίδοση ή την κοινοποίηση της πράξης το συντομότερο δυνατό. Εν πάση περιπτώσει αν δεν μπορείτε να επιδώσετε ή να κοινοποιήσετε την πράξη μέσα σε ένα μήνα από την παραλαβή της, πρέπει να ενημερώσετε την παρούσα υπηρεσία με την βεβαίωση του σημείου 13.

2. Αν δεν μπορείτε να επιδώσετε ή να κοινοποιήσετε την πράξη με βάση τις διαβιβαζόμενες πληροφορίες ή πράξεις, οφείλετε, βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 2 της οδηγίας να έρθετε σε επαφή με την παρούσα υπηρεσία με το ταχύτερο δυνατό μέσο ώστε να σας αποσταλούν οι πληροφορίες ή οι πράξεις που λείπουν.

(Τόπος),

(Ημερομηνία)

Υπογραφή ή/και σφραγίδα:

Αριθμός πρωτοκόλλου της υπηρεσίας παραλαβής:

ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ

(’Aρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας)

Το παρόν αποδεικτικό πρέπει να αποσταλεί με το ταχύτερο δυνατό μέσο διαβίβασης το συντομότερο δυνατό μετά την παραλαβή της πράξης και πάντως εντός επτά ημερών από την παραλαβή.

8. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ:

(Τόπος),

(Ημερομηνία)

Υπογραφή ή/και σφραγίδα:

ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

(’Aρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας)

Η αίτηση και η πράξη πρέπει να επιστραφούν αξία τη παραλαβή.

9. ΛΟΓΟΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ: .

9.1. Η αίτηση καταφανώς εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της σύμβασης:

9.1.1. η πράξη δεν είναι αστική ή εμπορική

9.1.2. η αίτηση για επίδοση ή κοινοποίηση δεν γίνεται μεταξύ κρατών μελών

9.2. Επειδή δεν έχουν τηρηθεί οι απαιτούμενες τυπικές προϋποθέσεις, η επίδοση ή κοινοποίηση δεν είναι δυνατή:

9.2.1. η πράξη δεν είναι ευανάγνωστη

9.2.2. η γλώσσα που χρησιμοποιείται για τη συμπλήρωση των εντύπων είναι εσφαλμένη

9.2.3. η παραληφθείσα πράξη δεν είναι πιστό και ακριβές αντίγραφο

9.2.4. άλλοι λόγοι (παρακαλούμε διευκρινίσατε):

9.3. Η μέθοδος της επίδοσης ή κοινοποίησης δεν συμβιβάζεται με το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους (άρθρο 7 παράγραφος 1 της οδηγίας)

(Τόπος),

(Ημερομηνία)

Υπογραφή ή/και σφραγίδα: .

ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΑΝΑΔΙΑΒΙΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑ ΤΟΠΟ ΑΡΜΟΔΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ (’Aρθρο 6 παράγραφος 4 της οδηγίας)

Η αίτηση και η πράξη διαβιβάστηκαν στην ακόλουθη υπηρεσία παραλαβής, η οποία έχει κατά τόπο αρμοδιότητα, για την επίδοση ή την κοινοποίηση

10.1. ΟΝΟΜΑ:

10.2. Διεύθυνση:

10.2.1. Οδός και αριθμός/ταχυδρομική θυρίδα:

10.2.2. Τόπος και ταχυδρομικός τομέας:

10.2.3. Χώρα:

10.3. Τηλ.:

10.4. Φαξ (*):

10.5. Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (*):

(Τόπος),

(Ημερομηνία)

Υπογραφή ή/και σφραγίδα:

Αριθμός πρωτοκόλλου της αρμόδιας υπηρεσίας παραλαβής:

ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗΣ (’Aρθρο 6 παράγραφος 4 της οδηγίας)

Η βεβαίωση αυτή πρέπει να αποσταλεί με το ταχύτερο δυνατό μέσο διαβίβασης το συντομότερο δυνατό από την παραλαβή της πράξης οπωσδήποτε εντός επτά ημερών από την παραλαβή.

11. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ:

(Τόπος),

(Ημερομηνία)

Υπογραφή ή/και σφραγίδα:

ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΕΠΙΔΟΣΗΣ Ή ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗΣ Ή ΜΗ ΕΠΙΔΟΣΗΣ Ή ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ (’Aρθρο 10 της οδηγίας)

Η επίδοση ή κοινοποίηση πρέπει να πραγματοποιηθεί το συντομότερο δυνατό. Εν πάση περιπτώσει, αν δεν είναι δυνατό να επιδοθεί ή κοινοποιηθεί η πράξη εντός μηνός από την παραλαβή, η υπηρεσία παραλαβής ειδοποιεί την υπηρεσία διαβίβασης (σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 της οδηγίας).

12. ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ Ή ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗΣ

α) 12.1. Ημερομηνία και διεύθυνση της επίδοσης ή της κοινοποίησης:

β) 12.2. Η πράξη:

Α) 12.2.1. επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής συγκεκριμένα.

12.2.1.1. εγχειρίστηκε:

12.2.1.1.1. στον παραλήπτη αυτοπροσώπως

12.2.1.1.2. σε άλλο πρόσωπο

12.2.1.1.2.1. Ονοματεπώνυμο:

12.2.1.1.2.2. Διεύθυνση

12.2.1.1.2.2.1. Οδός και αριθμός/ταχυδρομική θυρίδα:

12.2.1.1.2.2.2. Τόπος και ταχυδρομικός τομέας:

12.2.1.1.2.2.3. Χώρα:

12.2.1.1.2.3. Σχέση με τον παραλήπτη:

οικογένεια υπάλληλος άλλα πρόσωπα

12.2.1.1.3. στην κατοικία του παραλήπτη

12.2.1.2. κοινοποιήθηκε μέσω ταχυδρομείου

12.2.1.2.1. χωρίς αποδεικτικό παραλαβής

12.2.1.2.2. μαζί με το συνημμένο αποδεικτικό παραλαβής

12.2.1.2.2.1. του παραλήπτη

12.2.1.2.2.2. άλλου προσώπου

12.2.1.2.2.2.1. Ονοματεπώνυμο

12.2.1.2.2.2.2. Διεύθυνση:

12.2.1.2.2.2.2.1. Οδός και αριθμός/Ταχυδρομική θυρίδα:

12.2.1.2.2.2.2.2. Τόπος και ταχυδρομικός τομέας:

12.2.1.2.2.2.2.3. Χώρα:

12.2.1.2.2.2.3. Σχέση με τον παραλήπτη:

οικογένεια υπάλληλος άλλα πρόσωπα

12.2.1.3. άλλη μέθοδος (παρακαλείσθε να προσδιορίσετε με ποιο τρόπο).

Β) 12.2.2. επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε σύμφωνα με την ακόλουθη ειδική μέθοδο (αναφέρατε παρακαλούμε με ποιο τρόπο):

γ) 12.3 Ο παραλήπτης της πράξης ενημερώθηκε [γραπτά] [προφορικά] ότι μπορεί να αρνηθεί να την παραλάβει, εάν δεν έχει συνταχθεί σε επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους επίδοσης ή κοινοποίησης ή σε επίσημη γλώσσα του κράτους διαβίβασης την οποία κατανοεί.

13. ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 7 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η επίδοση ή κοινοποίηση δεν κατέστη δυνατή εντός μηνός από την παραλαβή.

14. ΑΡΝΗΣΗ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

Ο παραλήπτης αρνήθηκε να παραλάβει την πράξη λόγω της γλώσσας που χρησιμοποιήθηκε. Η πράξη επισυνάπτεται στην παρούσα βεβαίωση.

15. ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΜΗ ΕΠΙΔΟΣΗΣ Ή ΜΗ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

15.1. ’Aγνωστη διεύθυνση

15.2. Ο παραλήπτης δεν ανευρίσκεται

15.3. Η πράξη δεν μπορούσε να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί πριν από την ημερομηνία ή εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο σημείο 6.2

15.4 ’Aλλοι λόγοι (παρακαλούμε διευκρινίσατε):

Η πράξη επισυνάπτεται στην παρούσα βεβαίωση.

(Τόπος),

(Ημερομηνία)

Υπογραφή ή/και σφραγίδα .

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

1. ΤΙΤΛΟΣ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ

Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.

2. ΚΟΝΔΥΛΙ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

B5-800

3. ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ

’Aρθρο 61, σημείο γ

4. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ:

4.1 Γενικός στόχος της δράσης

Οι στόχοι της πρότασης συνίστανται στη βελτίωση και απλούστευση του συστήματος επίδοσης και κοινοποίησης των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς. Αυτοί οι στόχοι υπάγονται στο γενικό στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αναπτύξει ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

4.2 Περίοδος καλυπτόμενη από τη δράση και όροι ανανέωσής της

Αορίστου χρόνου

5. ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΔΑΠΑΝΗΣ

5.1 ΜΥΔ (μη υποχρεωτική δαπάνη)

5.2 ΔΠ (διαχωριζόμενες πιστώσεις)

6. ΕΙΔΟΣ ΤΗΣ ΔΑΠΑΝΗΣ

Δημόσια σύμβαση

7. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΠΤΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΤΜΗΜΑ Β

(σε χιλιάδες ευρώ)

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

8. ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΤΗΣ

Θα εφαρμοσούν οι ισχύουσες διατάξεις για την ανάθεση και τον έλεγχο των δημοσίων συμβάσεων

9. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΚΟΣΤΟΥΣ - ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

9.1 Ποσοτικά προσδιορίσιμοι ειδικοί στόχοι, ενδιαφερόμενος πληθυσμός

Όλοι οι οικονομικοί φορείς και οι πολίτες θα επωφεληθούν των διατάξεων της οδηγίας στο μέτρο που αυτή αποβλέπει στη δημιουργία του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και τα υποκείμενα δικαίου μπορούν να επικαλούνται τα δικαιώματά τους τυγχάνοντας ίδιων εγγυήσεων με εκείνες τις οποίες απολαύουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

9.2 Αιτιολόγηση της δράσης

Η διαβίβαση των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων στον αστικό ή εμπορικό τομέα από το ένα κράτος μέλος στο άλλο με σκοπό την επίδοση ή την κοινοποίηση, απαραίτητο στοιχείο για την καλή διεξαγωγή μιας διαδικασίας, πρέπει να μπορεί να πραγματοποιείται υπό ικανοποιητικούς όρους.

Προκειμένου να κατοχυρωθεί στην πράξη ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες διαβίβασης και παραλαβής των δικαστικών πράξεων που απευθύνονται σε ή προέρχονται από κάποιο άλλο κράτος μέλος μπορούν να ανταποκριθούν εύκολα και χωρίς καθυστέρηση στο καθήκον τους, η οδηγία προβλέπει την κατάρτιση ενός εγχειριδίου το οποίο θα περιλαμβάνει το σύνολο των πληροφοριών που ανακοινώνονται από τα κράτη μέλη και ενός λεξικού στις επίσημες γλώσσες εκείνων των πράξεων που μπορούν να κοινοποιηθούν.

Η προτεινόμενη οδηγία προβλέπει τη δημιουργία μιας συμβουλευτικής επιτροπής η οποία θα επικουρεί την Επιτροπή στο καθήκον που της έχει ανατεθεί να θεσπίσει τις λεπτομέρειες εφαρμογής.

9.3. Παρακολούθηση και αξιολόγηση της δράσης

Το άρθρο 23 της πρότασης οδηγίας προβλέπει ότι η Επιτροπή υποβάλει έκθεση, το αργότερο 3 έτη μετά την ημερομηνία έγκρισης της οδηγίας, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας.

10. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ (ΜΕΡΟΣ A ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ III ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ)

Η πραγματική χρησιμοποίηση των διοικητικών πόρων που είναι απαραίτητοι θα προκύψει από την ετήσια απόφαση της Επιτροπής σχετικά με τη διάθεση των πόρων, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη το προσωπικό και τα συμπληρωματικά ποσά που θα της χορηγηθούν από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή.

10.1 Επίπτωση για τον αριθμό των θέσεων απασχόλησης

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

10.2 Συνολική δημοσιονομική επίπτωση των ανθρωπίνων πόρων.

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

10.3 ’Aλλες δαπάνες που απορρέουν από τη δράση

(σε χιλιάδες ευρώ)

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Αυτές οι δαπάνες θα καλυφθούν από τη χρησιμοποίηση των πόρων στο πλαίσιο της σχετικής γενικής διεύθυνσης.

Top