Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 51999DC0301

Δέκατη έκτη ετήσια έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (1998)

/* COM/99/0301 τελικό */

ΕΕ C 354 της 7.12.1999, p. 1–192 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

51999DC0301

Δέκατη έκτη ετήσια έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (1998) /* COM/99/0301 τελικό */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 354 της 07/12/1999 σ. 0001


ΔΕΚΑΤΗ ΕΚΤΗ ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ

για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου

- 1998 -

(1999/C 354/01)

COM(1999) 301 τελικό

(Υποβλήθηκε από την Επιτροπή στις 9 Ιουλίου 1999)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Η έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου συντάσσεται κάθε έτος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μετά από τα διαδοχικά αιτήματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Ψήφισμα της 9ης Φεβρουαρίου 1983) και των κρατών μελών (Δήλωση αριθ. 19, σημείο 2, συνημμένη στη συνθήκη που υπεγράφη στο Μάαστριχτ στις 7 Φεβρουαρίου 1992). Η έκθεση αυτή ανταποκρίνεται επίσης στα αιτήματα που εκφράστηκαν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή του Συμβουλίου για ειδικούς τομείς.

1. ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η Επιτροπή όρισε ως στόχο προτεραιότητας να μεριμνά αυστηρά για την ορθή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη, ώστε οι πολίτες της Κοινότητας να επωφελούνται πλήρως από την ευρωπαϊκή οικοδόμηση. Όπως φαίνεται από την παρούσα έκθεση, τη δέκατη έκτη από το ψήφισμα της 9ης Φεβρουαρίου 1983 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Επιτροπή διέθεσε συγκεκριμένα μέσα προκειμένου να επιτύχει το στόχο αυτό, είτε με την άνευ προηγουμένου ενίσχυση των λεπτομερειών χρησιμοποίησης των διαδικασιών παράβασης που αναφέρονται στο άρθρο 169 της συνθήκης, είτε με τη μεγαλύτερη χρησιμοποίηση της διοικητικής συνεργασίας, ιδίως στο πλαίσιο του σχεδίου δράσης για την εσωτερική αγορά.

1.1. Στατιστική ανασκόπηση του έτους 1998

Περισσότερο ακόμη απ'ό,τι τα προηγούμενα χρόνια, το 1998 η Επιτροπή ήταν δραστήρια στο ρόλο της του θεματοφύλακα των συνθηκών, όπως δείχνουν οι ακόλουθοι αριθμοί:

- ο αριθμός των αιτιολογημένων γνωμών που απεστάλησαν κατά τη διάρκεια του έτους έφθασε ένα ιστορικό ρεκόρ, το οποίο δεν είχε επιτευχθεί ποτέ από την έναρξη ισχύος της συνθήκης και εξής, με 675 αιτιολογημένες γνώμες· σε σύγκριση με τις 334 αιτιολογημένες γνώμες που απεστάλησαν το 1997, ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει αύξηση κατά 102 %· η αύξηση αυτή οφείλεται στην πολύ αυστηρότερη και ταχύτερη δράση της Επιτροπής, χάρη στις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που έγιναν από το 1996 και ενισχύθηκαν κατά το 1998·

- το γεγονός ότι ο αριθμός των προειδοποιητικών επιστολών που απεστάλησαν μειώθηκε από 1461 το 1997 σε 1101 το 1998, οφείλεται αποκλειστικά στη μείωση του αριθμού των διαδικασιών που κινήθηκαν λόγω μη μεταφοράς των οδηγιών· πράγματι, οι προειδοποιητικές επιστολές που απεστάλησαν λόγω μη συμμόρφωσης κάποιας νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο ή λόγω κακής εφαρμογής του δικαίου αυτού, αυξάνονται από 432 το 1997 σε 486 το 1998, ήτοι κατά 12 % (και κατά 42 % σε σχέση με το 1996)·

- ο αριθμός των προσφυγών ενώπιον του Δικαστηρίου παραμένει σταθερός, εφόσον 123 φάκελοι αποτέλεσαν αντικείμενο προσφυγής· σε σύγκριση με τον αριθμό των προειδοποιητικών επιστολών και των αιτιολογημένων γνωμών, αυτό δείχνει σαφώς ότι η μεγάλη πλειονότητα των φακέλων παραβάσεων επιλύεται πριν από οποιαδήποτε παρέμβαση του Δικαστηρίου·

- οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαδραμάτισαν το 1998 πολύ δραστήριο ρόλο κατά την αποκάλυψη περιπτώσεων μη συμμόρφωσης ή κακής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, εφόσον ο αριθμός των περιπτώσεων που αποκαλύφθηκαν αυτεπαγγέλτως από τις υπηρεσίες αυτές αυξήθηκε από 261 το 1997 σε 396 το 1998, ήτοι κατά 52 %. Σημειωτέον ότι στις περιπτώσεις που αποκαλύφθηκαν αυτεπαγγέλτως περιλαμβάνονται και οι φάκελοι που ανοίχθηκαν μετά από κοινοβουλευτική ερώτηση ή αναφορά·

- όσον αφορά τον αριθμό των καταγγελιών που έλαβαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής, συνεχίσθηκε η αύξηση που είχε αρχίσει το 1997, δηλαδή από 957 το 1997 σε 1128 το 1998, ήτοι η αύξηση ανέρχεται σε 18 % (και σε 38 % σε σχέση με το 1996)· αυτός ο αριθμός θα ήταν ακόμη μεγαλύτερος αν προστίθεντο οι περίπου 4000 παρόμοιες καταγγελίες που απεστάλησαν για το θέμα της νέας σουηδικής νομοθεσίας που αφορά τον έλεγχο των μεταφορών και των δεμάτων που περιέχουν αλκοολούχα ποτά και προϊόντα καπνού, ή οι εκατοντάδες καταγγελιών που αφορούν τους φόρους τους οποίους εφαρμόζουν ορισμένες βελγικές κοινότητες στις παραβολικές κεραίες (λόγω του αριθμού τους, οι καταγγελίες αυτές αποτέλεσαν αντικείμενο μιας μοναδικής απόδειξης παραλαβής που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα σειρά C(1) και στη θέση Internet των κοινοτικών οργάνων)·

- οι αποφάσεις για τη θέση στο αρχείο μειώθηκαν κατά 7 %, δηλαδή από 2112 το 1997 σε 1961 το 1998, γεγονός που δείχνει πάντως ότι επιλύθηκε μεγάλος αριθμός περιπτώσεων σε σχέση με την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου·

- η ταχύτητα επεξεργασίας των φακέλων αυξήθηκε επίσης: ενώ το 25 % των προειδοποιητικών επιστολών που απεστάλησαν το 1997 αφορούσε διαδικασίες παράβασης που είχαν κινηθεί κατά τη διάρκεια του έτους, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε το 1998 σε 48 %· η επιτάχυνση ήταν ακόμη μεγαλύτερη για τις αιτιολογημένες γνώμες, εφόσον το 19 % των αιτιολογημένων γνωμών που απεστάλησαν το 1998 αφορά διαδικασίες που κινήθηκαν το 1998, έναντι 1 % το 1997·

- τέλος, ως προς τη διαφάνεια, τονίζεται η αύξηση του αριθμού των φακέλων για τους οποίους εκδόθηκε ανακοινωθέν τύπου, από 248 το 1997 σε 334 το 1998.

Τα ανωτέρω στατιστικά στοιχεία δείχνουν σαφώς τον αντίκτυπο των εσωτερικών μεταρρυθμίσεων που εφάρμοσε η Επιτροπή, κατ' αρχάς το 1996 και στη συνέχεια το 1998, προκειμένου να βελτιωθεί η λειτουργία των διαδικασιών παράβασης. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα περιγραφούν πιο εμπεριστατωμένα στον παρόντα πρόλογο (1.2). Η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη γνώρισε θετική εξέλιξη όσον αφορά τη μεταφορά των οδηγιών (1.3), αλλά η τήρηση του κοινοτικού δικαίου γενικά εξακολουθεί δυστυχώς να ποικίλλει πολύ ανάλογα με τα κράτη μέλη (1.4). Η χρησιμοποίηση του μηχανισμού της χρηματικής ποινής που προβλέπεται από το άρθρο 171 της συνθήκης φαίνεται ορισμένες φορές το μόνο μέσο για να οδηγηθεί ένα κράτος μέλος στην αποκατάσταση της κοινοτικής νομιμότητας (1.5).

1.2. H μεταρρύθμιση των μεθόδων εργασίας της Επιτροπής όσον αφορά τις διαδικασίες παράβασης: νέες βελτιώσεις το 1998

Τον Ιούνιο του 1998 η Επιτροπή αξιολόγησε τη λειτουργία των μεθόδων εργασίας της που αφορούν τις διαδικασίες παράβασης, τις αναφερόμενες στο άρθρο 169 της συνθήκης, οι οποίες είχαν μεταρρυθμιστεί τον Ιούλιο του 1996(2). Αυτό το εγχείρημα αφορούσε το σύνολο των διαδικασιών παράβασης, ανεξάρτητα από τον οικείο τομέα του κοινοτικού δικαίου.

Μετά την αξιολόγηση αυτή, η Επιτροπή αποφάσισε διάφορα νέα εσωτερικά μέτρα, προκειμένου να βελτιώσει ακόμη περισσότερο τη λειτουργία των διαδικασιών παράβασης, όσον αφορά:

- την επιτάχυνση της επεξεργασίας των φακέλων,

- τη μεγαλύτερη διαφάνεια των διαδικασιών, αλλά επίσης

- τη βελτίωση της σχέσης με τον καταγγέλλοντα.

1.2.1. Επιτάχυνση της επεξεργασίας των φακέλων παράβασης

Οι βελτιώσεις στον τομέα αυτόν αφορούσαν τόσο τον μηχανισμό λήψης αποφάσεων όσο και την εκτέλεση των αποφάσεων. Οι βελτιώσεις αυτές περιλαμβάνονται στο έγγραφο SEC(1998) 1733 που διαβιβάσθηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στα κράτη μέλη καθώς και στο διαμεσολαβητή.

Μια από τις κυριότερες τροποποιήσεις για την επιτάχυνση της επεξεργασίας των φακέλων παράβασης ήταν η γενίκευση, από τον Απρίλιο 1998, της διεξαγωγής διμηνιαίων συνεδριάσεων που αφιερώνονται ειδικά στην εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Μέχρι πρόσφατα, οι φάκελοι παράβασης εξετάζονταν πράγματι μόνο με την ευκαιρία των τεσσάρων περιοδικών εκθέσεων (τον Μάρτιο, Ιούνιο, Οκτώβριο και Δεκέμβριο), εκτός εάν επρόκειτο για επείγοντες φακέλους. Η χρησιμοποίηση αυτών των περιοδικών εκθέσεων, όπου εξετάζεται το σύνολο των περιπτώσεων(3) είτε εικαζόμενης παράβασης (πριν από την αποστολή της προειδοποιητικής επιστολής) είτε διαπιστωθείσας παράβασης (μετά την αποστολή της προειδοποιητικής αποστολής), εγγυάται τη συνεκτική προσέγγιση των διαφόρων φακέλων ανεξάρτητα από τον οικείο τομέα του δικαίου, και την τακτική εξέταση κάθε φακέλου του οποίου επιλαμβάνεται η Επιτροπή.

Κατά τη μεταρρύθμιση των μεθόδων εργασίας το 1996, η Επιτροπή είχε προσθέσει σ' αυτό το μηχανισμό τη δυνατότητα διεκπεραίωσης των περιπτώσεων παράβασης κατά τις διμηνιαίες εξετάσεις των θεμάτων του κοινοτικού δικαίου (οι οποίες αφιερώνονται κυρίως στις κρατικές ενισχύσεις), προκειμένου οι φάκελοι που ήταν έτοιμοι για απόφαση επί της ουσίας να προχωρούν ταχύτερα, χωρίς να αναμένεται η επόμενη έκθεση.

Μολονότι το 1997 μόνο 40 φάκελοι είχαν επωφεληθεί απ' αυτή τη νέα διαδικασία, το 1998 σχεδόν 400 φάκελοι αποτέλεσαν αντικείμενο απόφασης της Επιτροπής στο πλαίσιο αυτής της διμηνιαίας εξέτασης. Αυτό οδήγησε στην επιτάχυνση της λήψης αποφάσεων. Έτσι, π.χ. η αιτιολογημένη γνώμη ή η προσφυγή μπορεί να αποφασιστεί μετά την εκπνοή της προθεσμίας απάντησης που τάσσεται στο κράτος μέλος, εφόσον δεν υπάρχει απάντηση ή αν αυτή δεν είναι ικανοποιητική. Επίσης ένας επιλυθείς φάκελος μπορεί να αποτελέσει ταχύτερα αντικείμενο τυπικής απόφασης θέσης στο αρχείο, γεγονός που μπορεί επίσης να παρακινήσει τα κράτη μέλη να συμμορφωθούν με το κοινοτικό δίκαιο. Γενικότερα, ο πολλαπλασιασμός των συνεδριάσεων της Επιτροπής που αφιερώνονται στις διαδικασίες παράβασης εισήγαγε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στη διαχείριση των φακέλων.

Η "αποδραματοποίηση" των προειδοποιητικών επιστολών, στις οποίες αποδίδεται η πραγματική έννοια της αίτησης υποβολής παρατηρήσεων, καθώς και η παράλληλη μείωση της προσφυγής στην αλληλογραφία πριν από την προειδοποιητική επιστολή, επέτρεψαν επίσης στην Επιτροπή να αποφασίζει ταχύτερα την κίνηση της διαδικασίας παράβασης. Επιπλέον, η Επιτροπή ζητεί στο εξής την αυστηρότερη τήρηση των προθεσμιών απάντησης στις προειδοποιητικές επιστολές και των προθεσμιών εκτέλεσης των αιτιολογημένων γνωμών, κάθε δε απουσία απάντησης ή συμμόρφωσης εντός της ταχθείσας προθεσμίας δικαιολογεί τη μετάβαση στο επόμενο στάδιο της διαδικασίας.

Ωστόσο, η επιτάχυνση των αποφάσεων έχει νόημα μόνον εάν οι προειδοποιητικές επιστολές ή οι αιτιολογημένες γνώμες κοινοποιούνται γρήγορα στο κράτος μέλος. Πράγματι, το κράτος μέλος πρέπει να γνωρίζει επίσημα τη γνώμη της Επιτροπής ώστε να μπορεί να παρέχει εξηγήσεις, να τερματίζει την παράβαση ή, εφόσον δεν το επιθυμεί, ώστε η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 169 να μπορεί να προχωρήσει.

Ενώ στο παρελθόν οι προθεσμίες κοινοποίησης των προειδοποιητικών επιστολών ή των αιτιολογημένων γνωμών μπορούσαν να μετρηθούν σε μήνες, η Επιτροπή όρισε το 1998 ως αρχή να κοινοποιεί στο εξής τις αποφάσεις εντός της εβδομάδας της θέσπισής τους. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, τροποποιήθηκαν οι εσωτερικοί κανόνες το δεύτερο εξάμηνο του 1998 ώστε αφενός να εξασφαλίζεται η προετοιμασία της κοινοποίησης κατά το μέγιστο βαθμό πριν από τη λήψη της απόφασης προς εκτέλεση, και αφετέρου να ανιχνεύεται συστηματικά κάθε αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο αντίκτυπος των κανόνων αυτών είναι ήδη αξιοσημείωτος, εφόσον το 19 % των αιτιολογημένων γνωμών που απεστάλησαν το 1998 αφορά διαδικασίες κινηθείσες το 1998, ενώ το 1 % των αιτιολογημένων γνωμών που είχαν αποσταλεί το 1997 αφορούσε διαδικασίες κινηθείσες κατά το έτος αυτό.

1.2.2. Μεγαλύτερη διαφάνεια

Από τη μεταρρύθμιση του 1996 και εξής, η δημοσιότητα μέσω του τύπου κατέστη η αρχή σε ό,τι αφορά τις αποφάσεις αιτιολογημένης γνώμης και προσφυγής. Αντίθετα, για τις προειδοποιητικές επιστολές, η Επιτροπή δεν εκδίδει καταρχήν ανακοινωθέν τύπου(4), στο βαθμό που μια προειδοποίηση δεν καθορίζει την οριστική θέση της Επιτροπής, αλλά αποτελεί μάλλον αίτηση υποβολής παρατηρήσεων, και που κατά τη φάση αυτή είναι ευκολότερη η επίλυση των παραβάσεων.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο αριθμός των ανακοινωθέντων τύπου αυξήθηκε κατά το 1998, εφόσον εκδόθηκε ανακοινωθέν τύπου για 334 παραβάσεις, έναντι 44 το 1996.

Αυτή η πολιτική διαφάνειας θα συνεχισθεί, καθιστώντας πιο προσιτές, μέσω του Internet, τις πληροφορίες που είναι σήμερα διαθέσιμες μόνο σε χαρτί.

1.2.3. Καλύτερη υποδοχή του καταγγέλλοντα

Αν και ο καταγγέλλων δεν είναι ασφαλώς από νομική άποψη "ενδιαφερόμενο μέρος" στις διαδικασίες τις προβλεπόμενες από το άρθρο 169 της συνθήκης, οι υπηρεσίες της Επιτροπής αποδίδουν μεγάλη σημασία στην ορθή ενημέρωσή του όσον αφορά την πορεία της καταγγελίας του καθ'όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.

Έτσι, στη συνέχεια έρευνας πρωτοβουλίας που διεξήχθη από τον διαμεσολαβητή το 1996(5), οι υπηρεσίες της Επιτροπής ενημερώνουν στο εξής συστηματικά τον καταγγέλλοντα για την πρόθεσή τους να προτείνουν τη θέση στο αρχείο της υπόθεσης.

Επιπλέον, το έντυπο της καταγγελίας, του οποίου η προηγούμενη μορφή χρονολογείτο από το 1989(6), απέκτησε νέα πιο παιδαγωγική, πιο επεξηγηματική και ακριβέστερη μορφή, προκειμένου ο καταγγέλλων να γνωρίζει σαφώς τί μπορεί να αναμένει από τη διαδικασία παράβασης, και να ενημερώνεται για τα λοιπά ένδικα μέσα που διαθέτει για την επίκληση των δικαιωμάτων του. Εξάλλου διατηρείται η αρχή της εμπιστευτικής επεξεργασίας των καταγγελιών, προκειμένου να εξακολουθεί η αναγκαία σχέση εμπιστοσύνης με τον καταγγέλλοντα και να αποφεύγεται οποιαδήποτε ζημία του.

1.3. Η κατάσταση μεταφοράς των οδηγιών το 1998

Ο κατωτέρω πίνακας παρέχει μια συνολική άποψη της κατάστασης ανακοινώσεων των εθνικών μέτρων εκτέλεσης του συνόλου των οδηγιών που ίσχυαν στις 31 Δεκεμβρίου 1998.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Στις 31 Δεκεμβρίου 1998, τα κράτη μέλη είχαν ανακοινώσει κατά μέσο όρο 95,7 % των εθνικών μέτρων εκτέλεσης που είναι αναγκαία για την υλοποίηση του συνόλου των εφαρμοστέων κοινοτικών οδηγιών. Η συνολική αύξηση του ποσοστού μεταφοράς σε σχέση με το 1997, όπου το ποσοστό ήταν 94 %, οφείλεται κατά πρώτον στην ενίσχυση των μέσων που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, είτε πρόκειται για τις ίδιες τις διαδικασίες παράβασης, είτε για μέσα λιγότερο νομικά όπως είναι η διοικητική συνεργασία (ιδίως οι αποστολές "οδηγίες"), είτε για την πίεση που δημιουργείται από το Σχέδιο Δράσης για την εσωτερική αγορά.

Πρέπει να αναφερθούν ιδιαίτερα οι προσπάθειες της Γερμανίας και του Βελγίου για την απορρόφηση της καθυστέρησης, ενώ τα ποσοστά μεταφοράς του Λουξεμβούργου, της Ελλάδας, της Ιταλίας και, σε μικρότερο βαθμό, της Γαλλίας, παραμένουν ανησυχητικά.

Μολονότι οι συνολικοί αριθμοί είναι ενθαρρυντικοί, εξακολουθούν ωστόσο να υπάρχουν προβλήματα σε ορισμένους τομείς, ιδίως στον τομέα των μεταφορών ή το γεωργικό τομέα, όπου το ποσοστό μεταφοράς παραμένει στάσιμο σε ορισμένους τομείς.

Ο ανακεφαλαιωτικός πίνακας που παρεμβάλλεται στο τέλος του παραρτήματος IV της παρούσας έκθεσης δείχνει λεπτομερώς, ανά κράτος μέλος και ανά τομέα, το επίπεδο μεταφοράς που πραγματοποιήθηκε το 1998.

1.4. Συνολική άποψη της κατάστασης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου γενικά από τα διάφορα κράτη μέλη

Ο κατωτέρω πίνακας κατανέμει ανά κράτος μέλος τους 2979 φακέλους παράβασης που εκκρεμούσαν στις 31 Δεκεμβρίου 1998 (περιλαμβάνοντας τόσο τις περιπτώσεις όπου η Επιτροπή δεν έχει ακόμη αποφανθεί σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας παράβασης, όσο και τις περιπτώσεις όπου η διαδικασία έχει ήδη κινηθεί).

>PIC FILE= "C_1999354EL.000801.EPS">

Διαπιστώνεται ότι η Γαλλία είναι το κράτος μέλος κατά του οποίου έχει κινηθεί ο μεγαλύτερος αριθμός διαδικασιών, με την αποστολή της προειδοποιητικής επιστολής, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης ή κακής εφαρμογής της κοινοτικής ρύθμισης. Σημειώνεται εξάλλου ότι η Γαλλία είναι το κράτος μέλος κατά του οποίου κατατέθηκε ο μεγαλύτερος αριθμός καταγγελιών το 1998, ήτοι 203 επί 1128, ή 18 %. Η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στην Ιταλία, την Ελλάδα και το Βέλγιο παραμένει ανησυχητική, εν μέρει λόγω των περιπτώσεων μη μεταφοράς των κοινοτικών οδηγιών.

>PIC FILE= "C_1999354EL.000901.EPS">

Επίσης παρατηρείται η υπερβολική εκπροσώπηση ορισμένων κρατών μελών στο επίπεδο των φακέλων που βρίσκονταν στο στάδιο της αιτιολογημένης γνώμης ή της προσφυγής στις 31 Δεκεμβρίου 1998, όπως φαίνεται από τους ακόλουθους πίνακες. Αυτό δείχνει για τα οικεία κράτη μέλη μεγαλύτερη δυσχέρεια ταχείας επίλυσης των περιπτώσεων παράβασης του κοινοτικού δικαίου είτε λόγω προβλημάτων ουσίας, πολιτικής ή νομικής φύσης, είτε απλώς λόγω της συχνά σημαντικής καθυστέρησης αυτών των κρατών μελών να απαντήσουν στις προειδοποιητικές επιστολές ή στις αιτιολογημένες γνώμες της Επιτροπής.

>PIC FILE= "C_1999354EL.000902.EPS">

>PIC FILE= "C_1999354EL.001001.EPS">

1.5. Η συνεχής εφαρμογή του μηχανισμού χρηματικής ποινής που προβλέπεται στο άρθρο 171 της συνθήκης

Το 1998, η Επιτροπή εξακολούθησε να χρησιμοποιεί το μηχανισμό που προβλέπεται στο άρθρο 171 παράγραφος 2 της συνθήκης, εφόσον εξέδωσε για πέντε περιπτώσεις αποφάσεις δεύτερης προσφυγής με αίτηση χρηματικής ποινής(7). Δύο προσφυγές αυτού του τύπου υποβλήθηκαν πράγματι στο Δικαστήριο κατά το 1998.

Για πρώτη φορά, μια τέτοια απόφαση εκδόθηκε στον κοινωνικό τομέα, ενώ το δίκαιο του περιβάλλοντος διατηρεί - και με μεγάλη απόσταση - την πρώτη θέση στη χρησιμοποίηση αυτού του μέσου. Διαπιστώνεται επίσης ότι το Λουξεμβούργο αποτελεί για πρώτη φορά αντικείμενο απόφασης προσφυγής με αίτηση χρηματικής ποινής, προστιθέμενο έτσι στην Ελλάδα (4 αποφάσεις), την Ιταλία (3 αποφάσεις), τη Γερμανία (3 αποφάσεις), τη Γαλλία (2 αποφάσεις) και το Βέλγιο (1 απόφαση).

Η αποτελεσματικότητα του μηχανισμού επιβεβαιώνεται, εφόσον, στην πλειονότητα των αποφάσεων προσφυγής, το οικείο κράτος μέλος συμμορφώθηκε γρήγορα με το κοινοτικό δίκαιο, δηλαδή είτε ακόμη και πριν από την κατάθεση του δικογράφου στο Δικαστήριο είτε μετά, όπως φαίνεται από τον κατωτέρω πίνακα.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

2. ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ

2.1. ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

2.1.1 Εφαρμογή του σχεδίου δράσης υπέρ της εσωτερικής αγοράς

Το σχέδιο δράσης υπέρ της ενιαίας αγοράς, το οποίο εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Άστερνταμ τον Ιούνιο του 1997, προέβλεπε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα 18 μηνών. Ενώ το έτος πλησιάζει στη λήξη του στις 31 Δεκεμβρίου 1998, είναι σαφές ότι το πρόγραμμα δράσης ήταν επιτυχές. Σημαντικές πρόοδοι πραγματοποιήθηκαν τόσο σε μη νομοθετικό όσο και σε νομοθετικό επίπεδο. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, όχι όμως στο σύνολό τους, η κατάσταση προόδου που προβλέφθηκε από το σχέδιο δράσης επιτεύχθηκε.

Παρά τις προόδους που πραγματοποιήθηκαν από ορισμένα κράτη μέλη, είναι σαφές ότι όλες οι οδηγίες που δεν έχουν ακόμα τεθεί σε εφαρμογή δεν πρόκειται να τεθούν πριν από τα τέλη του έτους 1998, στόχος οριζόμενος στο σχέδιο δράσης.

Εντούτοις, το ποσοστό των οδηγιών που δεν έχουν ακόμα εφαρμοστεί σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ("ο παράγοντας του κατακερματισμού") σημειώνει αισθητή βελτίωση, μειωνόμενο στο 13,7 % (έναντι του 35 % τον Ιούνιο του 1997). Οι πρόοδοι που σημειώθηκαν παραμένουν εντούτοις πολύ διαφορετικές από το ένα κράτος μέλος στο άλλο και η εμμένουσα καθυστέρηση κατά τη μεταφορά των οδηγιών αποτελεί σοβαρή πηγή ανησυχιών. Επείγει να πάψει αυτή η καθυστέρηση κατά τη μεταφορά. Η Επιτροπή παρακολουθεί την εξέλιξη της κατάστασης στον πίνακα ανακοινώσεων της ενιαίας αγοράς - η δεύτερη και τρίτη έκδοση δημοσιεύθηκαν αντίστοιχα τον Μάιο και τον Οκτώβριο - και παρουσιάζει τακτικά σε έκθεση τις πραγματοποιηθείσες προόδους στο Συμβούλιο (εσωτερική αγορά).

Μετά την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 13ης Μαίου 1998, με τον τίτλο "για μια αποτελεσματικότερη νομοθεσία της ενιαίας αγοράς"(8), το Συμβούλιο (εσωτερική αγορά), κατά τη συνεδρίασή του της 24ης Σεπτεμβρίου, έδωσε ιδιαίτερη σημασία, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι πρέπει να χορηγηθεί η μεγαλύτερη δυνατή προτεραιότητα στην αποτελεσματική, πλήρη και ενδεδειγμένη εφαρμογή των κανόνων που αφορούν την ενιαία αγορά.

Οι πρωτοβουλίες που αποβλέπουν να ενισχύσουν το πλαίσιο για την εφαρμογή της νομοθεσίας και την επίλυση των προβλημάτων - με τη δημιουργία σημείων επαφής και κέντρων συντονισμού - εξετάσθηκαν εις βάθος. Σημεία επαφής για τις επιχειρήσεις και το κοινό παρέχονται στο Internet. Αυτές οι προσπάθειες υποστηρίζονται από το πρόγραμμα Karolus, το οποίο προβλέπει ανταλλαγές υπαλλήλων αρμοδίων για την εφαρμογή των κανόνων που αφορούν την ενιαία αγορά στα διάφορα κράτη μέλη. Στις 7 Απριλίου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αποφάσισαν να παρατείνουν το πρόγραμμα μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1999(9).

Η αποτελεσματικότητα της εσωτερικής αγοράς εξαρτάται επίσης από την ορθή εφαρμογή των κανόνων της από τις δικαιοδοτικές αρχές της Ένωσης. Η δράση Robert Schuman(10), η οποία προσφάτως εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για μια περίοδο τριών ετών, έχει σαν στόχο την καλύτερη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου μέσω της βελτιωμένης κατάρτισης και ενημέρωσης των δικαστών και των δικηγόρων. Τονώνοντας την ευαισθητοποίηση των ασκούντων νομικά επαγγέλματα απέναντι στα πρακτικά θέματα του κοινοτικού δικαίου, η δράση Robert Schuman συμβάλλει στην υλοποίηση του δυναμικού της εσωτερικής αγοράς, προς όφελος των πολιτών, των καταναλωτών και των επιχειρήσεων. Η δράση δημιουργεί εταιρική σχέση με τα όργανα που είναι αρμόδια για την κατάρτιση των δικαστών και των δικηγόρων, τα οποία μπορούν να ζητούν οικονομική ενίσχυση για στοχοθετημένα σχέδια κατάρτισης ή ενημέρωσης στο κοινοτικό δίκαιο.

Στις δύο πιλοτικές φάσεις του 1997 και 1998, περισσότερα από 80 σχέδια, καταρτισμένα σε τοπική κλίμακα, επελέγησαν στο πλαίσιο της δράσης Robert Schuman. Τα αποτελέσματα των σχεδίων σε ήδη προχωρημένο στάδιο υλοποίησης και η αντίδραση των επαγγελματιών μαρτυρούν την επιτυχία της πρωτοβουλίας και τη διάσταση των αναγκών κατάρτισης στο κοινοτικό δίκαιο των δικαστών και των δικηγόρων, τις οποίες προσπαθεί να καλύψει η δράση αυτή. Το πρώτο έτος της δράσης Robert Schuman ξεκίνησε με την πρόσκληση υποβολής προτάσεων, η οποία θα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις αρχές του 1999.

Η βελτίωση και η απλούστευση της νομοθεσίας συνεχίζουν να αποτελούν σημαντική πολιτική προτεραιότητα. Το έτος 1998 χαρακτηρίσθηκε από την ολοκλήρωση της φάσης ΙΙΙ και την έναρξη της φάσης IV της πρωτοβουλίας SLIM, ενώ οι διασκέψεις που ασχολήθηκαν με τη βελτίωση της νομοθεσίας, που διοργανώθηκαν από τη βρετανική και την αυστριακή προεδρία, απέδειξαν το αυξημένο ενδιαφέρον που παρουσιάζει το συγκεκριμένο θέμα σε εθνικό επίπεδο. Η ελεγκτική ομάδα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, η οποία επιτρέπει στις επιχειρήσεις να αξιολογούν εκ των προτέρων τα διοικητικά εμπόδια και τις δαπάνες προσαρμογής που απορρέουν από νέες νομοθετικές προτάσεις, ξεκίνησε επίσης ως πιλοτικό σχέδιο(11). Aυτή η πολιτική ώθηση υπέρ της απλούστευσης και της βελτίωσης της νομοθεσίας ευνοεί τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος το οποίο επιτρέπει στις επιχειρήσεις και στους πολίτες να επωφεληθούν των προτερημάτων που προσφέρει η ενιαία αγορά.

Ο διάλογος με τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, που αποφασίσθηκε κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Cardiff, στοχεύει στη χορήγηση πληροφοριών, τηλεφωνικά και μέσω του Internet, για τον τρόπο άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την κοινοτική νομοθεσία. Επιτρέπει επίσης την παλίνδρομη πληροφόρηση σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζονται στο συγκεκριμένο θέμα. Το OSIS (ανοικτό κατάστημα υπηρεσιών πληροφοριών στο Internet), το οποίο τέθηκε σε λειτουργία τον Δεκέμβριο του 1998 στο πλαίσιο του διαλόγου με τις επιχειρήσεις, παρέχει άμεση πρόσβαση σε μεγάλη κλίμακα πληροφοριών σχετικά με τον τρόπο άσκησης εμπορικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο της ενιαίας αγοράς.

Τρία από τα τέσσερα νομοθετικά μέτρα με προτεραιότητα που ορίζονται στο σχέδιο δράσης εγκρίθηκαν· συγκεκριμένα, αυτά που αφορούν την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου, τη νομική προστασία των βιοτεχνολογικών εφευρέσεων και το μηχανισμό διαφάνειας για τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών. Εντούτοις, το γεγονός ότι η τέταρτη πρόταση με προτεραιότητα, δηλαδή το καταστατικό της ευρωπαϊκής εταιρείας, δεν εγκρίθηκε, εμπόδισε την έγκριση ορισμένων συναφών προτάσεων, όπως η πρόταση δέκατης οδηγίας για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις. Οι στόχοι που ορίζονται για πολλά άλλα νομοθετικά μέτρα επιτεύχθηκαν. Οι πρόοδοι υπήρξαν ιδιαίτερα σημαντικές στον τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου. Σημειώθηκαν επίσης αξιόλογοι πρόοδοι όσον αφορά την ελευθέρωση του τομέα των τηλεπικοινωνιών και της ηλεκτρικής ενέργειας.

Μεταξύ των μέτρων που αποβλέπουν να δώσουν τη δυνατότητα σε όλους τους πολίτες να επωφεληθούν των προτερημάτων της ενιαίας αγοράς, συμπεριλαμβάνονται οι προτάσεις της Επιτροπής σχετικά με τις βελτιώσεις που πρέπει να επέλθουν στα δικαιώματα εισόδου και διαμονής των εργαζομένων καθώς και η ανακοίνωσή της της 1ης Ιουλίου, η οποία εκθέτει τη μέλλουσα πρότασή της για τη δημιουργία ενοποιημένων δικαιωμάτων για όλους τους πολίτες της Ένωσης. Η κατάργηση των ελέγχων στα σύνορα θα πραγματοποιείται στο εξής στη βάση του άρθρου 62 της συνθήκης ΕΚ, όπως αυτό τροποποιήθηκε από τη συνθήκη του Άμστερνταμ.

Πρέπει να σημειωθεί ότι στην ανακοίνωσή της σχετικά με την παρακολούθηση των συστάσεων της ομάδας ανώτατου επιπέδου για την ελεύθερη κυκλοφορία των ατόμων [ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο της πρώτης Ιουλίου 1998, COM(1998) 403 τελικό], η Επιτροπή ορίζει με σαφήνεια την ανάγκη να βελτιωθεί η πληροφόρηση των πολιτών σχετικά με τα δικαιώματά τους και να υπάρξει καλύτερη κατάρτιση και ενημέρωση όλων εκείνων που παρεμβαίνουν στην άσκηση της ελεύθερης κυκλοφορίας. Ο στόχος συνίσταται στο να εξασφαλισθεί κατ'αυτόν τον τρόπο συγκεκριμένη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων.

2.1.2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και ιθαγένεια της Ένωσης

2.1.2.1. Απαγόρευση των διακρίσεων

Στον τομέα της πολιτικής δικονομίας και της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, όπως το είχε ήδη ορίσει η Επιτροπή στην έκθεσή της το 1997, φροντίζει ώστε να τηρείται από τις εθνικές αρχές η νομολογία του Δικαστηρίου που προέκυψε από τις υποθέσεις C-43/95 (Data Delecta)(12), C-323/95 (Hayes)(13) και C-122/96 (Saldanha)(14) σχετικά με την απαγόρευση της εισάγουσας διακρίσεις υποχρέωσης εγγυοδοσίας για τα δικαστικά έξοδα (cautio judicatum solvi) (η υποχρέωση των κοινοτικών υπηκόων, που υποβάλλουν αγωγή ενώπιον των δικαστηρίων κάποιου άλλου κράτους μέλους πλην του κράτους καταγωγής, να παρέχουν ασφάλεια καλύπτουσα τα δικαστικά έξοδα). Στις 8 Ιουλίου 1998, η Επιτροπή ανακοίνωσε στις γερμανικές και ισπανικές αρχές δύο αιτιολογημένες γνώμες με τις οποίες αμφισβητεί το συμβιβάσιμο με το άρθρο 6 της συνθήκης της υποχρέωσης που επιβάλλεται στους κοινοτικούς υπηκόους να χορηγούν μια τέτοια εγγύηση, η οποία προβλέπεται αντίστοιχα από τον γερμανικό ZPO και τον ισπανικό LEC (κώδικας πολιτικής δικονομίας). Στη συνέχεια, η Γερμανία τροποποίησε τη νομοθεσία της, συμμορφούμενη με την αιτιολογημένη γνώμη, και η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο. Στην Ισπανία ένα νομοσχέδιο σχετικό με την πολιτική δικονομία βρίσκεται στο στάδιο της έγκρισης. Για την περίπτωση αυτή η Επιτροπή αποφάσισε, εν απουσία της έγκρισης, την προσφυγή στο Δικαστήριο τον Δεκέμβριο του 1998.

2.1.2.2. Είσοδος και διαμονή

Οι οδηγίες του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα διαμονής των σπουδαστών (93/96/ΕΚ), των συνταξιούχων (90/365/ΕΟΚ) και άλλων μη ασκούντων επαγγελματική δραστηριότητα (90/364/ΕΟΚ) έχουν ήδη μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο όλων των κρατών μελών, με τελευταία τη Γερμανία. Οι διαδικασίες παράβασης που αφορούν την εσφαλμένη μεταφορά των τριών προαναφερόμενων οδηγιών συνεχίζονται.

Η Επιτροπή αποφάσισε αυτό το έτος να σύρει τη Γαλλία και την Ιταλία στο Δικαστήριο σχετικά με τη μεταφορά των διατάξεων των οδηγιών που αφορούν τη δήλωση πόρων των σπουδαστών, των συνταξιούχων και των μη ασκούντων επαγγελματική δραστηριότητα, καθώς επίσης την ασφάλιση ασθένειας των σπουδαστών, συνταξιούχων και μη ασκούντων επαγγελματική δραστηριότητα.

Άλλες διαδικασίες σχετικά με την εσφαλμένη μεταφορά των τριών οδηγιών ευρίσκονται σε λιγότερο προχωρημένο στάδιο (Γερμανία και Αυστρία).

Οι διαδικασίες που κινήθηκαν για εσφαλμένη μεταφορά κατά της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας μπόρεσαν να τεθούν στο αρχείο το 1998 χάρη στην τροποποίηση των σχετικών εθνικών νομοθεσιών.

Η Επιτροπή, στις 30 Μαρτίου 1998, άσκησε προσφυγή στο Δικαστήριο κατά της Ελλάδας [Υπόθεση C-85/98(15)]. Αντικείμενο αυτής της προσφυγής είναι η πρακτική των ελληνικών αρχών να απαιτούν για την έκδοση τίτλων διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών μελών της οικογένειας πολιτών της Ένωσης τέλη υψηλότερα από εκείνα που ισχύουν για την έκδοση της άδειας διαμονής των πολιτών της Ένωσης. H Eπιτροπή είναι της γνώμης ότι αυτή η διαφορετική μεταχείριση είναι αντίθετη προς τις οδηγίες που αφορούν το δικαίωμα διαμονής.

2.1.2.3. Δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι

Μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας 94/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Ιανουαρίου 1996, οι πολίτες της Ένωσης που διαμένουν σε κάποιο κράτος μέλος, του οποίου δεν είναι υπήκοοι, μπόρεσαν να συμμετάσχουν αυτό το έτος στις δημοτικές εκλογές που διεξάχθηκαν στη Γερμανία (Schleswig-Holstein, Βαυαρία και Βρανδεμβούργο), στην Αυστρία (Τιρόλο), τις Κάτω Χώρες, στην Ιρλανδία, στην Ελλάδα και στη Σουηδία.

Η Επιτροπή, ως θεματοφύλακας των συνθηκών, συνέχισε, κατά τη διάρκεια του 1998, τις διαδικασίες που αποσκοπούν να εξασφαλίσουν τη μεταφορά της οδηγίας 94/80/ΕΚ του Συμβουλίου σε όλα τα κράτη μέλη. Η διαδικασία παράβασης κατά της Γαλλίας τέθηκε στο αρχείο λόγω της θέσπισης από τη Γαλλία νόμου μεταφοράς τον μήνα Μάιο. Οι διαδικασίες που ξεκίνησαν το 1997 κατά της Γερμανίας (Σαξωνία και Βαυαρία) συνεχίζονται.

Με την απόφασή του της 9ης Ιουλίου 1998, στην υπόθεση C-323/97(16), το Δικαστήριο καταδίκασε το Βέλγιο για μη κοινοποίηση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας.

Παράλληλα ξεκίνησαν διαδικασίες παράβασης για κακή μεταφορά σε επτά από τα εννέα αυστριακά Länder.

Στις 7 Ιανουαρίου 1998, η Επιτροπή κατάρτισε έκθεση για την εφαρμογή της οδηγίας 93/109/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου των πολιτών της Ένωσης που διαμένουν σε κάποιο κράτος μέλος του οποίου δεν είναι υπήκοοι. Παρά το γεγονός ότι η έκθεση δεν προτείνει καμία τροποποίηση της οδηγίας, ορίζει εντούτοις τις διατάξεις των οποίων η εφαρμογή μπορεί να βελτιωθεί. Κινήθηκαν διαδικασίες παράβασης για κακή μεταφορά κατά της Ελλάδας και της Σουηδίας, ενώ η διαδικασία κατά της Ιταλίας τέθηκε στο αρχείο μετά την τροποποίηση της επίμαχης νομοθεσίας.

2.1.2.4. Νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα

Νομολογία του Δικαστηρίου

Στο πλαίσιο των διαδικασιών λόγω παράβασης που κινήθηκαν στη βάση του άρθρου 171 της συνθήκης ΕΟΚ (μη εκτέλεση απόφασης του Δικαστηρίου), πρέπει να τονισθούν:

- η διαδικασία που κινήθηκε κατά της Ελλάδας, λόγω των αποφάσεων της 15ης Μαρτίου 1988 [Υπόθεση C-147/86(17)] και της 30ής Ιανουαρίου 1992 [Υπόθεση C-328/90(18)] στην υπόθεση των φροντιστηρίων (λειτουργία ιδιωτικών σχολών) και των ιδιωτικών σχολών χορού και μουσικής, μπόρεσε να τεθεί στο αρχείο μετά τη θέσπιση νέας νομοθεσίας σύμφωνης προς το κοινοτικό δίκαιο,

- οι διαδικασίες του άρθρου 171 σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών των ξεναγών στην Ιταλία και στη Γαλλία [απόφαση εκδοθείσα στις 26 Φεβρουαρίου 1991 στις υποθέσεις C-180/89(19) και C-154/89(20)] συνεχίζονται. Όσον αφορά την Ιταλία, η εξέταση των διατάξεων που θεσπίστηκαν από τις περιφέρειες εξακολουθεί και για τη Γαλλία, η Επιτροπή ευρίσκεται εν αναμονή της έναρξης ισχύος του σχεδίου διατάγματος που κοινοποιήθηκε προηγουμένως,

- μια δεύτερη προσφυγή στο Δικαστήριο, με αίτηση επιβολής χρηματικών προστίμων, αποφασίστηκε στην υπόθεση σχετικά με τη μη κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου (πρώτο γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων) από την Ελλάδα [βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Μαρτίου 1995 στην υπόθεση C-365/93(21)].

Όσον αφορά τις άλλες αποφάσεις του Δικαστηρίου που δεν έχουν ακόμα εκτελεσθεί, πρέπει να τονισθεί ότι:

- μετά την απόφαση της 22ας Μαρτίου 1994 [Υπόθεση C-375/92(22)] κατά της Ισπανίας σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών των ξεναγών, η εξέταση των νέων διαταγμάτων σχετικά με την άσκηση του επαγγέλματος, τα οποία θεσπίστηκαν από τις αυτόνομες κοινότητες, συνεχίζεται σε συνεργασία με τις ισπανικές αρχές.

Υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου:

Η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο στις ακόλουθες υποθέσεις:

- κατά της Γερμανίας, όσον αφορά την πρόσβαση στο επάγγελμα του οδοντιάτρου (απαιτήσεις που δεν προβλέπονται από τις οδηγίες "Οδοντίατροι" 78/686/ΕΟΚ και 78/687/ΕΟΚ του Συμβουλίου, όσον αφορά την εγγραφή στο μητρώο κοινωνικής ασφάλισης των κοινοτικών υπηκόων οι οποίοι είναι κάτοχοι διπλωμάτων που έχουν εκδοθεί στα άλλα κράτη μέλη τα οποία είναι σύμφωνα με τις προαναφερόμενες οδηγίες),

- κατά της Ισπανίας, όσον αφορά την εθνική νομοθεσία που μεταφέρει την οδηγία "Αρχιτέκτονες" 85/384/ΕΟΚ του Συμβουλίου και η οποία προβλέπει έναν περιορισμό του πεδίου δραστηριότητας των μετακινούμενων αρχιτεκτόνων. Η προσφυγή δεν αφορά την μέγιστη διάρκεια της παροχής υπηρεσιών στην Ισπανία που επιβάλλεται στους αρχιτέκτονες άλλων κρατών μελών, επειδή αυτός ο περιορισμός εξαλείφθηκε από την εθνική νομοθεσία,

- κατά της Γαλλίας, όσον αφορά την αναγνώριση των διπλωμάτων ψυχιατρικών νοσοκόμων που έχουν αποκτηθεί σε άλλα κράτη μέλη στη βάση των άρθρων 48, 52 και 59 της συνθήκης ΕΚ. Η γαλλική νομοθεσία η οποία επιτρέπει την αναγνώριση τέτοιων διπλωμάτων που δεν υπάγονται στην τομεακή οδηγία προβλέπει, κατά την άποψη της Επιτροπής, μια διαδικασία η οποία δεν είναι σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο.

Εθνικά μέτρα εκτέλεσης

Η διαδικασία που κινήθηκε βάσει του άρθρου 169 της συνθήκης κατά τη Ελλάδας σχετικά με την οδηγία 92/51/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για ένα δεύτερο γενικό σύστημα αναγνώρισης της επαγγελματικής εκπαίδευσης, το οποίο συμπληρώνει την οδηγία 89/48/ΕΟΚ, τέθηκε στο αρχείο μετά την ανακοίνωση από την Ελλάδα των μέτρων μεταφοράς.

Οι διαδικασίες που κινήθηκαν κατά πολλών κρατών μελών σχετικά με την οδηγία 94/38/ΕΚ, η οποία επιφέρει τροποποιήσεις στην οδηγία 92/51/ΕΟΚ όσον αφορά το επίπεδο ορισμένων τίτλων επαγγελματικής εκπαίδευσης, μπόρεσαν όλες να τεθούν στο αρχείο.

Μη συμμόρφωση και κακή εφαρμογή των οδηγιών

Το 1998, η Επιτροπή έλαβε 50 περίπου καταγγελίες λόγω περιορισμών αντίθετων προς τα άρθρα 52 και 59 της συνθήκης ΕΚ καθώς και προς τις οδηγίες που διευκολύνουν την αμοιβαία αναγνώριση διπλωμάτων για επαγγελματικούς σκοπούς. Ορισμένες εξ αυτών έδωσαν λαβή για την έναρξη διαδικασιών λόγω παράβασης, ενώ άλλες τέθηκαν στο αρχείο ως αβάσιμες.

Οι διαδικασίες που κινήθηκαν κατά ορισμένων κρατών μελών, για κακή μεταφορά ή κακή εφαρμογή οδηγιών, συνεχίστηκαν. Μπορεί να αναφερθεί, ως παράδειγμα, η διαδικασία που κινήθηκε κατά της Ισπανίας όσον αφορά τη διάρκεια της κατάρτισης των νοσοκόμων γενικής περίθαλψης, η οποία ευρίσκεται στο στάδιο της αιτιολογημένης γνώμης. Επίσης η διαδικασία κατά της Ιταλίας, η οποία ευρίσκεται και αυτή στο στάδιο της αιτιολογημένης γνώμης, όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών και την εγκατάσταση των δικηγόρων· πράγματι, αφενός, η απαγόρευση ανοίγματος γραφείου η οποία προβλέπεται από την ιταλική νομοθεσία μεταφοράς της οδηγίας 77/249/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από τους δικηγόρους) είναι αντίθετη προς την απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1995 του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-55/94 "Gebhard"(23), και αφετέρου, η μεταφορά της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου (πρώτο γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων) είναι ελλιπής όσον αφορά το επάγγελμα του δικηγόρου. Επιπλέον, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Ιταλίας σχετικά με την υποχρέωση κατοικίας των οδοντιάτρων που επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμα στην Ιταλία (υποχρέωση αντίθετη προς τα άρθρα 48 και 52 της συνθήκης), καθώς και σχετικά με την κακή εφαρμογή των οδηγιών 78/686/ΕΟΚ και 78/687/ΕΟΚ σε ό,τι αφορά, ιδίως, το διπλό σύστημα πρόσβασης στο επάγγελμα.

Στη διαδικασία που κινήθηκε κατά της Ισπανίας όσον αφορά τις προϋποθέσεις αναγνώρισης των διπλωμάτων που λαμβάνονται στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, η Επιτροπή αποφάσισε να αναστείλει την εκτέλεση της προσφυγής που αποφασίσθηκε το 1996, λόγω της θετικής εξέλιξης της υπόθεσης. Πράγματι, αφενός, οι ισπανικές αρχές σημείωσαν προόδους κατά τις νέες διαπραγματεύσεις των ρητρών διεθνών συμφωνιών σχετικά με την αναγνώριση των διπλωμάτων και, αφετέρου, μια πρόσφατη νομολογία του ανώτατου ισπανικού δικαστηρίου, αναγνωρίζει ως σύμφωνα με το δίκαιο τον έλεγχο που πραγματοποιείται από την ισπανική διοίκηση για την κατάρτιση που αποκτάται σε τρίτη χώρα και την εξέταση που επιβάλλεται ως προηγούμενη προϋπόθεση για την αναγνώριση σε περίπτωση ελλείψεων που διαπιστώνονται κατά την κατάρτιση.

Διάλογος με τις εθνικές αρχές

Προκειμένου να ενισχυθεί η διοικητική συνεργασία και να εξευρεθούν ταχείες λύσεις στα διαπιστωθέντα προβλήματα, η Επιτροπή διατήρησε, κατά το 1998, τακτικές επαφές με τις εθνικές αρχές, τόσο στο πλαίσιο της ομάδας συντονιστών για τις οδηγίες του Συμβουλίου 89/48/ΕΟΚ και 92/51/ΕΟΚ (γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων), όσο και στο πλαίσιο των επιτροπών ανώτερων αξιωματούχων (κυρίως στον τομέα της δημόσιας υγείας).

2.1.2.5. Ανεξάρτητοι εμπορικοί αντιπρόσωποι

Στις 13 Ιουλίου 1998, η Επιτροπή απέστειλε στην Ιταλία αιτιολογημένη γνώμη βάσει του άρθρου 169 της συνθήκης, επειδή δεν θέσπισε όλα τα απαραίτητα μέτρα για να μεταφέρει ορθά την οδηγία 76/653/ΕΟΚ για τους εμπορικούς αντιπροσώπους. Η Ιταλία είχε μεταφέρει αυτή την οδηγία το 1991, αλλά παρέλειψε να μεταφέρει πολλές διατάξεις σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο αντιπρόσωπος δικαιούται να λαμβάνει αποζημίωση κατά τη λήξη της σύμβασής του, δικαιούται να λαμβάνει γραπτό αντίγραφο της σύμβασης και δικαιούται προμήθειας για πράξεις που έχουν συναφθεί χάρη στην παρέμβασή του, μετά το τέλος της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας. Στην υπόθεση αυτή, η Επιτροπή αποφάσισε στις 2 Δεκεμβρίου 1998 να προσφύγει στο Δικαστήριο.

Εξάλλου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να αποστείλει προειδοποιητική επιστολή στο Ηνωμένο Βασίλειο για εσφαλμένη μεταφορά της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ. Η οδηγία είχε μεταφερθεί εν μέρει στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 1993 με τους "Commercial Agents Regulations (SI αριθ. 3053 και SI αριθ. 483)". Εντούτοις, αυτή η νομοθεσία δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας όταν ο αντιπρόσωπος ασκεί τη δραστηριότητά του σε άλλο κράτος μέλος πλην του Ηνωμένου Βασιλείου και τα μέρη δεν έχουν επιλέξει τη νομοθεσία κάποιου άλλου κράτους μέλους ως νομοθεσία εφαρμοζόμενη στη σύμβασή τους. Για παράδειγμα, αν μια σύμβαση αντιπροσωπείας έχει συναφθεί με έναν άγγλο αντιπροσωπευόμενο και έναν γάλλο αντιπρόσωπο και έχουν αποφασίσει ότι αυτή η σύμβαση θα διέπεται από το βρετανικό νόμο, η βρετανική νομοθεσία που μεταφέρει την οδηγία δεν θα ισχύει και η σύμβαση θα διέπεται από ένα προϋπάρχον δίκαιο. Συνεπώς, ο γάλλος αντιπρόσωπος δεν έχει δικαίωμα αποζημίωσης μετά τη λήξη της σύμβασης υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται από την οδηγία, γεγονός που είναι αντίθετο προς τους στόχους της. Μετά τη λήψη της προειδοποιητικής επιστολής, το Ηνωμένο Βασίλειο τροποποίησε στις 19 Νοεμβρίου 1998 τη νομοθεσία του σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της Επιτροπής. Συνεπώς, η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο.

2.1.3. Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων

2.1.3.1. Τα άρθρα 30 και επόμενα της συνθήκης

Δεδομένου ότι η τήρηση της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων είναι θεμελιώδης για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, η Επιτροπή προσδίδει ιδιαίτερη προσοχή στην εφαρμογή των άρθρων 30 ως 36 ΕΚ. Ο όγκος των φακέλων που θέτουν σε αμφισβήτηση κρατικά μέτρα ικανά να εμποδίσουν τις συναλλαγές παραμένει σημαντικός, παρά το γεγονός ότι οι στατιστικές καταδεικνύουν ότι ο όγκος αυτός παραμένει σταθερός κατά τα τρία τελευταία έτη. Το 1998, ο αριθμός των νέων καταγγελιών που καταχωρήθηκαν από την Επιτροπή ανέρχεται σε 132. Ο αριθμός των φακέλων παράβασης μη έχοντας αποτελέσει το αντικείμενο απόφασης ταξινόμησης στις 31 Δεκεμβρίου 1998 ανέρχεται σε 323.

Σε σχέση με αυτά τα αριθμητικά στοιχεία, πρέπει να διαπιστωθεί ότι οι διαφορές που αφορούν την "ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων" παρουσιάζουν αύξηση. Τα άρθρα 30 και επόμενα καλούνται περισσότερο από ποτέ να διαδραματίσουν το ρόλο "ασπίδας". Το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο έχει φθάσει σε πολύ σημαντικό στάδιο ανάπτυξης και προσφέρει ενιαίους ή εναρμονισμένους κανόνες προς αποφυγή μιας μεγάλης κλίμακας εμποδίων στις συναλλαγές. Βεβαίως, ο ρόλος του δεν είναι να υποκατασταθεί στις εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις. Αφενός, η αρχή της επικουρικότητας προβλέπει ότι η κοινοτική δράση πρέπει να περιορίζεται σε αυτό που είναι απολύτως αναγκαίο να εκδοθεί σε κοινοτικό επίπεδο, δηλαδή, στην εξεύρεση νομικών λύσεων σε προβλήματα που υπερβαίνουν το εθνικό πλαίσιο. Αφετέρου, ακόμα και στους πλέον ρυθμιζόμενους τομείς σε κοινοτικό επίπεδο, υπάρχουν συχνά θέματα που άπτονται των προϊόντων, της παρουσίασής τους, ή της δραστηριότητας των επιχειρήσεων του τομέα, τα οποία δημιουργούν προβλήματα από το ένα κράτος μέλος στο άλλο και τα οποία πρέπει να αντιμετωπισθούν στη βάση γενικών κανόνων της συνθήκης με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Η εξέταση υποθέσεων αυτού του είδους καθίσταται ολοένα και περισσότερο πολύπλοκη από νομική άποψη, επειδή πρέπει να προσδιορισθεί η έκταση των υποχρεώσεων των κρατών μελών με βάση ένα μεγάλο αριθμό νομοθετικών και κανονιστικών πηγών του πρωτογενούς και του παραγώγου δικαίου. Οι φάκελοι είναι επίσης πολύπλοκοι από τεχνική άποψη, γεγονός που δεν συνέβαινε προηγουμένως. Στο βαθμό που το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και η δράση της Επιτροπής στη βάση του άρθρου 30 της συνθήκης έδωσαν τη δυνατότητα να καθιερωθεί σταδιακά η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας στις εθνικές νομοθεσίες και διοικητικές πρακτικές, αυτό σημαίνει ότι οι περιπτώσεις εμποδίων με τα οποία ευρίσκονται αντιμέτωποι οικονομικοί φορείς έχουν ολοένα και περισσότερο σχέση όχι, για παράδειγμα, με την αποδοχή εκ μέρους κάποιου κράτους μέλους της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, αλλά περισσότερο με το συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται αυτή η αρχή στην ειδική περίπτωση κατά την οποία κάποιο προϊόν δε γίνεται δεκτό στο κράτος μέλος προορισμού. Για την Επιτροπή, αυτό συνεπάγεται συχνά εμπεριστατωμένες τεχνικές αναλύσεις όσον αφορά αυτά τα προϊόντα, τις επιπτώσεις τους για την υγεία ή την ασφάλεια, και την αντίστοιχη ανάλυση των εθνικών κανόνων που εμποδίζουν την αποδοχή του προϊόντος.

Η τεχνική και νομική πολυπλοκότητα αυτών των φακέλων αποτελεί το λόγο για τον οποίον η Επιτροπή συνεχίζει να υποστηρίζει μεθόδους επίλυσης των καταγγελλόμενων προβλημάτων που στηρίζονται στη στενή συνεργασία με τις εθνικές αρχές. Ο αποτελεσματικός διάλογος παρέχει τη δυνατότητα να συμβιβάζονται καλύτερα τα διάφορα διακυβευόμενα συμφέροντα και να υπάρχει ισορροπία μεταξύ της εύλογης φροντίδας των κρατών μελών για την προστασία της δημόσιας υγείας και ασφάλειας και της αξίωσης να κατοχυρωθεί η ενιαία και αποτελεσματική εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων. Με την έννοια αυτή, η Επιτροπή προωθεί τις συνεδριάσεις "πακέτο", ως πλαίσιο στο οποίο η ανοιχτή και άτυπη συζήτηση μπορεί να προσφέρει γρήγορες λύσεις στα εμπόδια που καταγγέλλονται από τους οικονομικούς φορείς. Το 1998, τέτοιες συνεδριάσεις πραγματοποιήθηκαν με όλα τα κράτη μέλη, πλην του Λουξεμβούργου. Γενικά, το ποσοστό επιτυχίας αυτών των συνεδριάσεων είναι υψηλό: στο σύνολο των υποθέσεων που εξετάσθηκαν, διευθετήθηκε ποσοστό άνω του 50 %, είτε κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης είτε με τη θέσπιση μέτρου από το κράτος μέλος, το οποίο έγινε μετά από δέσμευση που αναλήφθηκε κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Όσον αφορά τους φακέλους για τους οποίους συνεχίζει να υπάρχει αμφισβήτηση, αυτοί ανήλθαν κατά μέσο όρο σε ποσοστό μόλις ανώτερο του 10 % των φακέλων που συζητήθηκαν.

Η αποτελεσματικότητα των συνεδριάσεων "πακέτο" αντανακλά το ενδιαφέρον που προσδίδουν τα κράτη μέλη σε αυτό το μέσο. Τα ίδια τα κράτη μέλη παρακάλεσαν την Επιτροπή να επαναλάβει την πρωτοβουλία της, που ξεκίνησε το 1997, να συγκεντρώνει μία φορά κατ' έτος τους προέδρους των εθνικών αντιπροσωπειών που συμμετέχουν στις συνεδριάσεις "πακέτο". Αυτή η συνάντηση, η οποία πραγματοποιήθηκε για δεύτερη φορά τον Φεβρουάριο του 1998, επέτρεψε την παγίωση ενός άτυπου δικτύου μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των εθνικών προέδρων, καθώς και μεταξύ τους. Η δομή αυτή απέδειξε την αποτελεσματικότητά της στη διερεύνηση γρήγορων και ευέλικτων λύσεων για τις καταγγελίες που αφορούν μεμονωμένες και συγκεκριμένες περιπτώσεις. Οι σχετικοί εθνικοί υπάλληλοι συμμετέχουν ενίοτε και στη λειτουργία των "ομάδων εσωτερικής αγοράς" οι οποίες θα μπορούσαν να προσδιορισθούν ως μονάδες που ενδιαφέρονται, στο πλαίσιο μιας εθνικής διοίκησης, για την παρακολούθηση των καταγγελιών που προέρχονται από οικονομικούς φορείς της εν λόγω χώρας, οι οποίοι αντιμετωπίζουν δυσκολίες σε άλλα κράτη μέλη. Αυτές οι ομάδες απευθύνονται στις υπηρεσίες της Επιτροπής όταν τα δίκτυα διοικητικής συνεργασίας δεν τους επιτρέπουν να επιλύσουν τα καταγγελλόμενα προβλήματα. Έχουν αναπτύξει ευέλικτη και άτυπη διεπικοινωνία με τις υπηρεσίες της Επιτροπής. Μέχρι σήμερα, τέτοιες ομάδες έχουν δημιουργηθεί στη Δανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ελλάδα και στην Ισπανία.

Όσον αφορά τους τομείς στους οποίους ζητήθηκε κατά το μέγιστον η δράση της Επιτροπής κατά τη διάρκεια του έτους 1998, πρέπει να αναφερθεί κατά κύριο λόγο ο τομέας των αυτοκινήτων οχημάτων. Οι υπήκοοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι εγκαταλείπουν κάποιο κράτος μέλος για να εγκατασταθούν σε ένα άλλο συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες για την απόκτηση αριθμού κυκλοφορίας των οχημάτων τους στη χώρα προορισμού, παρά την ύπαρξη σαφών κατευθυντηρίων γραμμών που ορίζουν τις διατυπώσεις που απαιτούνται από τις διατάξεις της συνθήκης ΕΚ σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Παρά το γεγονός ότι ο αριθμός τους μειώνεται λόγω των παρεμβάσεων της Επιτροπής στο συγκεκριμένο τομέα εδώ και πολλά έτη, αυτές οι καταγγελίες αντιπροσωπεύουν πάντα περίπου το 20 % του συνόλου των καταγγελιών που λαμβάνονται από την Επιτροπή σχετικά με εμπόδια στις ανταλλαγές εμπορευμάτων. Η Επιτροπή επέτυχε το 1998 να επιλύσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζονται στη Γαλλία, στην Πορτογαλία και στη Γερμανία. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές έχουν τώρα απλουστεύσει τη διαδικασία καταχώρησης των αυτοκινήτων και των μοτοποδηλάτων που εισάγονται από ιδιώτες, μειώνοντας για παράδειγμα τον απαιτούμενο χρόνο διατυπώσεων.

Άλλοι τομείς στους οποίους η Επιτροπή συχνά λαμβάνει καταγγελίες οικονομικών φορέων αφορούν την εμπορία συμπληρωμάτων διατροφής καθώς και τα προϊόντα διατροφής που είναι εμπλουτισμένα με βιταμίνες και θρεπτικές ουσίες. Οι σχέσεις μεταξύ εμπορίου και περιβάλλοντος απασχολούν εξίσου τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή χρειάστηκε να εξετάσει ορισμένα εθνικά συστήματα που αφορούν την επεξεργασία των αποβλήτων, κυρίως όσον αφορά τις συσκευασίες, καθώς και ορισμένα συστήματα που καθιερώνουν τους "πράσινους φόρους". Οι παράλληλες εισαγωγές εντομοκτόνων, τα κριτήρια για τον καθορισμό των τιμών των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, η ονομασία πώλησης προϊόντων σοκολάτας και η εμπορία τεχνουργημάτων από πολύτιμα μέταλλα αποτελούν άλλους τομείς στους οποίους συνεχίζει να ζητείται η παρέμβαση της Επιτροπής εκ μέρους των κοινοτικών οικονομικών φορέων.

Όσον αφορά τη νομολογία του Δικαστηρίου, αξίζει να αναφερθούν δύο σημαντικές αποφάσεις στον οικείο τομέα. Αρχίζοντας από την πιο πρόσφατη, το Δικαστήριο συντάχθηκε με την Επιτροπή όταν αυτή στράφηκε κατά της Γαλλίας λόγω του ότι παρέλειψε να συμπεριλάβει, στη νομοθεσία της σχετικά με το φουά γκρά και τα παρασκευάσματα με βάση το φουά γκρά, ρήτρα αμοιβαίας αναγνώρισης που να επιτρέπει την αποδοχή προϊόντων αυτού του είδους που νομίμως παρασκευάζονται ή τίθενται στο εμπόριο στα άλλα κράτη μέλη. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να προβλέπουν τέτοιες ρήτρες στη νομοθεσία τους, κάθε φορά που εξαρτούν την εμπορία ορισμένου προϊόντος από την τήρηση συγκεκριμένων κανόνων σχετικά με τη σύνθεση ή άλλες προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληροί το εν λόγω προϊόν [Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας, της 22ας Οκτωβρίου 1998, υπόθεση C-184/96(24)]. Αυτό επιβεβαιώνει την πάγια πρακτική της Επιτροπής να ζητεί από τα κράτη μέλη (κυρίως στο πλαίσιο διαδικασιών κοινοποίησης που καθιερώνονται από την οδηγία 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου - βλέπε την επόμενη στήλη) να συμπεριλαμβάνουν ρήτρες αυτού του είδους στις νομοθετικές τους ρυθμίσεις με σκοπό να αποφεύγεται η δημιουργία τεχνικών εμποδίων στις συναλλαγές.

Η άλλη απόφαση του Δικαστηρίου, της οποίας η σημασία δεν πρέπει να υποτιμηθεί, είναι αυτή που εκδόθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1997, "Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας" [Υπόθεση C-265/95(25)]. Σε αυτήν επίσης την περίπτωση το Δικαστήριο συντάχθηκε με την Επιτροπή όταν αυτή κατήγγειλε τη Γαλλία για παραβίαση του άρθρου 30 της συνθήκης λόγω του ότι δεν είχε λάβει όλα τα απαραίτητα και ανάλογα μέτρα προκειμένου οι ενέργειες ιδιωτών να μην παρεμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των φρούτων και οπωρικών που προέρχονται από την Ισπανία. Με αυτή την απόφαση, το Δικαστήριο καθιέρωσε την αρχή σύμφωνα με την οποία το κράτος μέλος είναι υποχρεωμένο να συμβάλει ενεργά στη διαφύλαξη της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, ακόμα και έναντι πράξεων των ιδιωτών, ενώ στην αντίθετη περίπτωση μπορεί να κατηγορηθεί για παράβαση των διατάξεων της συνθήκης.

Η προαναφερόμενη απόφαση επιβεβαιώνει εξάλλου το βάσιμο της πρωτοβουλίας που ελήφθη από την Επιτροπή, μετά από αίτηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Άμστερνταμ στις 16 και 17 Ιουνίου 1997, να προτείνει ένα κατάλληλο μέσο ώστε η Κοινότητα να μπορεί να αντιδρά ταχέως και αποτελεσματικά σε σοβαρές προσβολές της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Η πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για την καθιέρωση ενός μηχανισμού παρέμβασης με σκοπό την κατάργηση ορισμένων εμποδίων στις συναλλαγές(26) επέτυχε την πολιτική συμφωνία του Συμβουλίου στις 18 Μαΐου 1998 καθώς και ευνοϊκή γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 5 Νοεμβρίου 1998. Εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 7 Δεκεμβρίου 1998 [κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2679/98](27). Η Επιτροπή εκφράζει την ικανοποίησή της για την ταχύτητα με την οποία το σύνολο των οργάνων έδωσε συνέχεια στο αίτημα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τη δημιουργία ενός μέσου που να μπορεί να καλύψει τις προσδοκίες τόσο των διαφόρων εθνικών διοικήσεων όσο και των οικονομικών φορέων.

Τέλος, η Επιτροπή εκφράζει την ικανοποίησή της για τη σταδιακή εφαρμογή του μέσου διαφάνειας που καθιερώθηκε από την απόφαση αριθ. 3052/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, δυνάμει της οποίας τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα εθνικά μέτρα που συνιστούν παρεκκλίσεις από τη γενική αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Κατά τη διάρκεια του έτους 1998, 68 εθνικά μέτρα κοινοποιήθηκαν, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων αφορούσε την εμπορία συμπληρωμάτων διατροφής.

2.1.3.2. Οι κανόνες πρόληψης που προβλέπονται από την οδηγία 98/34/ΕΚ(28) (πρώην 83/189/EOK)

H διαδικασία πληροφόρησης που καθιερώνεται από την οδηγία 98/34/ΕΚ αποτελεί θεμελιώδες μέσον πρόληψης των εμποδίων στις συναλλαγές και μέσον αμοιβαίας πληροφόρησης. Αυτή η οδηγία υποχρεώνει τα κράτη μέλη να υποβάλουν τα σχέδια τεχνικών κανόνων σε έλεγχο προηγούμενο της οριστικής έγκρισής τους στο πλαίσιο της διαδικασίας της πληροφόρησης. Εξαιρούνται κυρίως από τη διαδικασία οι τεχνικοί κανόνες που θεσπίζονται για να υπάρξει συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από κοινοτικές πράξεις.

Το 1998, η Επιτροπή έλαβε 604 σχέδια τεχνικών κανόνων τα οποία αποτέλεσαν το αντικείμενο εξέτασης από τις σχετικές υπηρεσίες της Επιτροπής. Ο αριθμός το 1996 ήταν 523(29) και 900 το 1997(30). Αυτά τα αριθμητικά στοιχεία δείχνουν ότι, παρά την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, τα κράτη μέλη συνεχίζουν να θεσπίζουν πολλούς τεχνικούς κανόνες. Αυτοί οι κανόνες ενδέχεται να θέσουν σε αμφισβήτηση τη διατήρηση αυτής της αγοράς και την ακεραιότητα των ωφελημάτων που αυτή συνεπάγεται για το σύνολο των οικονομικών φορέων της.

Mεταξύ των 604 κοινοποιήσεων το 1998, 60(31) αποτέλεσαν το αντικείμενο εμπεριστατωμένης γνώμης σύμφωνα με την οποία το προβλεπόμενο μέτρο πρέπει να τροποποιηθεί για να εξαλειφθούν οι παραβάσεις του παραγώγου κοινοτικού δικαίου ή να εξαλειφθούν αδικαιολόγητα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών που θα μπορούσαν ενδεχομένως να προκύψουν. Τα κράτη μέλη εξέδωσαν, από την πλευρά τους, 99(32) εμπεριστατωμένες γνώμες. Μια κοινοποίηση(33) αποτέλεσε το αντικείμενο αναβολής ενός έτους λόγω του γεγονότος ότι αφορούσε ένα θέμα καλυπτόμενο από πρόταση οδηγίας ή κανονισμό που υποβλήθηκε στο Συμβούλιο.

Από το 1989, η Επιτροπή εξασφαλίζει την τήρηση της υποχρέωσης κοινοποίησης με τη συστηματική εξέταση των επίσημων δημοσιεύσεων όλων των κρατών μελών. Η διαπίστωση από την Επιτροπή παράβασης της οδηγίας 98/34/ΕΚ συνεπάγεται την έναρξη διαλόγου με το σχετικό κράτος μέλος με σκοπό τη διόρθωση της κατάστασης, και μάλιστα με την έναρξη διαδικασίας λόγω παράβασης σύμφωνα με το άρθρο 169 της συνθήκης ΕΚ. Κατά τα τέλη του 1998 περίπου 30 διαδικασίες αυτού του είδους ευρίσκοντο στο στάδιο της εξέτασης.

Εξάλλου, στις 16 Ιουνίου 1998, το Δικαστήριο διευκρίνισε, στο πλαίσιο προδικαστικής διαδικασίας, την έκταση της αρχής της αδυναμίας επίκλησης των τεχνικών κανόνων που θεσπίζονται κατά παράβαση της οδηγίας 98/34/ΕΚ, την οποία είχε καθιερώσει με την απόφασή του CIA-Sécuritel της 30ής Απριλίου 1996 (βλέπε απόφαση Lemmens, C-226/97).

2.1.3.3. Eναρμονισμένη νομοθεσία

Τα ζητήματα που αφορούν τα γεωργικά προϊόντα περιλαμβάνονται στο σημείο 2.13.2.

2.1.3.3.1. Είδη διατροφής

Κατά γενικό κανόνα, στον τομέα των ειδών διατροφής, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα εκτέλεσης των οδηγιών χωρίς εντούτοις να τηρούν σε όλες τις περιπτώσεις τις προθεσμίες που προβλέπονται από αυτές τις οδηγίες.

Σημαντικός αριθμός μέτρων μεταφοράς κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή το 1998. Κατ' αυτόν τον τρόπο 89 παραβάσεις λόγω μη κοινοποίησης μπόρεσαν να τεθούν στο αρχείο πριν από τα τέλη του έτους. Κατά τη διάρκεια του έτους 1998, η Επιτροπή απέστειλε προειδοποιητική επιστολή για 32 υποθέσεις. Παράλληλα, απεστάλησαν 15 αιτιολογημένες γνώμες και η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο για δύο υποθέσεις.

Όσον αφορά την περίπτωση της κακής εφαρμογής των οδηγιών και των κανονισμών που αφορούν τα είδη διατροφής, η Επιτροπή αποφάσισε να αποστείλει δύο προειδοποιητικές επιστολές και έθεσε στο αρχείο δύο φακέλους οι οποίοι είχαν αποτελέσει το αντικείμενο αιτιολογημένης γνώμης.

Το ίδιο διάστημα υποβλήθηκαν περίπου δέκα καταγγελίες. Ορισμένες εξ αυτών των υποθέσεων μπόρεσαν να επιλυθούν μετά από ανταλλαγή αλληλογραφίας μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των εθνικών αρχών.

2.1.3.3.2. Φαρμακευτικά προϊόντα

Κατά τη διάρκεια του 1998, κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή όλα τα μέτρα μεταφοράς που όφειλαν ακόμα να διαβιβασθούν. Κατά τα τέλη του μηνός Οκτωβρίου 1998, 13 κράτη μέλη από τα 15 είχαν μεταφέρει όλες τις οδηγίες που ισχύουν στον τομέα των φαρμακευτικών προϊόντων. Μόνον η Γαλλία και το Βέλγιο οφείλουν ακόμα να ολοκληρώσουν τη μεταφορά. Μετά από διαδικασίες λόγω παράβασης που κινήθηκαν από την Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξέδωσε το 1998 τις ακόλουθες αποφάσεις στις υφιστάμενες περιπτώσεις μη μεταφοράς:

- 12 Φεβρουαρίου 1998 στην υπόθεση C-144/97: μη μεταφορά της οδηγίας 92/74/ΕΟΚ από τη Γαλλία·

- 12 Μαρτίου 1998 στην υπόθεση C-163/97: μη μεταφορά της οδηγίας 92/74/ΕΟΚ από το Βέλγιο·

- 15 Οκτωβρίου 1998 στην υπόθεση C-283/97: μη μεταφορά της οδηγία 92/73/ΕΟΚ από το Βέλγιο·

- 15 Οκτωβρίου 1998 στην υπόθεση C-284/97: μη μεταφορά της οδηγίας 93/40/ΕΟΚ από τη Γαλλία.

Υπάρχουν επίσης ορισμένα γενικά προβλήματα σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή των φαρμακευτικών οδηγιών από τα κράτη μέλη: αυτές οι περιπτώσεις αφορούν κυρίως τις διάφορες ερμηνείες που δίδονται από τα κράτη μέλη στον όρο "φαρμακευτικά προϊόντα" (produit médicinal) (που ενίοτε συνεπάγεται εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων) καθώς και καταγγελίες σχετικά με την εικαζόμενη μη τήρηση από τις αρμόδιες εθνικές αρχές των διατάξεων της οδηγίας 89/105/ΕΟΚ - Διαφάνεια. Η μεταφορά και η εφαρμογή του άρθρου 4 παράγραφος 8 στοιχείο α) σημεία i) έως iii) της οδηγίας 65/65/ΕΟΚ από τα κράτη μέλη και η διαχείριση της επανέγκρισης "παλαιών" φαρμακευτικών προϊόντων αποτελούν επίσης το αντικείμενο διαδικασιών λόγω παράβασης.

Η Επιτροπή εξετάζει προσεκτικά αυτά τα προβλήματα και τις καταγγελίες. Πρέπει να σημειωθεί ότι ένα σχέδιο κωδικοποίησης της φαρμακευτικής νομοθεσίας (ανθρώπινης και κτηνιατρικής) ευρίσκεται ήδη σε πολύ προχωρημένο στάδιο και ότι αυτή η κωδικοποίηση θα βελτιώσει τη σαφήνεια της νομοθεσίας και, οριστικά, την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής της. Μπορούμε να ελπίζουμε ότι η "Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις κοινοτικές διαδικασίες έγκρισης κυκλοφορίας των φαρμάκων" (98/C 229/03) η οποία δημοσιεύθηκε στις 22 Ιουλίου 1998 και η οποία αποσκοπεί να διευκρινίσει τις κεντρικές και αμοιβαίες διαδικασίες αναγνώρισης, θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα.

2.1.3.3.3. Χημικά προϊόντα

Οι τελευταίες οδηγίες στον τομέα της χημείας, σχετικά με τον περιορισμό της κυκλοφορίας στην αγορά επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων και σχετικά με τα λιπάσματα, μεταφέρθηκαν στο εθνικό δίκαιο από το μεγαλύτερο μέρος των κρατών μελών, συχνά αφού κινήθηκαν διαδικασίες λόγω παράβασης.

Η μη κοινοποίηση της μεταφοράς των οδηγιών 96/55/ΕΚ, 97/10/ΕΚ, 97/16/ΕΚ και 97/64/ΕΚ, σχετικά με τον περιορισμό της κυκλοφορίας στην αγορά ορισμένων επικινδύνων ουσιών, καθώς και της οδηγίας 96/65/ΕΚ, σχετικά με την επισήμανση, τη συσκευασία και την ταξινόμηση επικινδύνων παρασκευασμάτων και της οδηγίας 97/63/ΕΚ σχετικά με τα λιπάσματα, οδήγησε στην αποστολή 19 αιτιολογημένων γνωμών στα διάφορα κράτη μέλη. Για την οδηγία 97/63/ΕΚ σχετικά με τα λιπάσματα, η οποία ήταν ο λόγος έναρξης ενός μεγάλου αριθμού διαδικασιών λόγω παράβασης, μόνο τέσσερις παραμένουν εκκρεμείς μέχρι τα τέλη του 1998.

Η οδηγία 97/56/ΕΚ για τη 16η τροποποίηση της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ σχετικά με τον περιορισμό της κυκλοφορίας στην αγορά και της χρησιμοποίησης ορισμένων επικινδύνων ουσιών και παρασκευασμάτων έφθασε στη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της στο τέλος του έτους και δεν είχε μεταφερθεί παρά μόνον από δύο κράτη μέλη. Η οδηγία 98/3/ΕΚ σχετικά με τα λιπάσματα η οποία ευρίσκεται στην ίδια κατάσταση, μεταφέρθηκε αντιθέτως από επτά κράτη μέλη.

Γενικότερα, κατά τα τέλη του έτους 1998, υπολείπονται 51 μέτρα μεταφοράς σχετικά με οκτώ οδηγίες. Τα μέτρα μεταφοράς είναι συνήθως σύμφωνα με τις μεταφερόμενες οδηγίες.

2.1.3.3.4. Οχήματα με κινητήρα, ελκυστήρες, μοτοσυκλέτες

Την 1η Ιανουαρίου 1996, η κοινοτική διαδικασία έγκρισης τύπου κατέστη υποχρεωτική για τα νέα είδη οχημάτων της κατηγορίας Μ1. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να καταστήσει υποχρεωτικές τις διάφορες οδηγίες.

Η έγκριση, στις 14 Ιουλίου 1997, της οδηγίας 97/24/ΕΟΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία ή χαρακτηριστικά των δίτροχων ή τρίτροχων οχημάτων με κινητήρα ολοκλήρωσε την κοινοτική διαδικασία έγκρισης τύπου για τα μοτοποδήλατα, τις μοτοσυκλέτες και τα τρίκυκλα. Η μεταφορά αυτής της οδηγίας προβλεπόταν για τις 18 Δεκεμβρίου 1998 το αργότερο. Πέραν αυτής της ημερομηνίας, η έγκριση ακέραιων οχημάτων είναι δυνατή προαιρετικά κατά τη διάρκεια μιας περιόδου έξι μηνών και καθίσταται υποχρεωτική από τις 17 Ιουνίου 1999.

Το ποσοστό πραγματικής μεταφοράς είναι ιδιαίτερα υψηλό και έχουν σημειωθεί λίγες καθυστερήσεις. Στις λίγες σχετικά περιπτώσεις όπου παρατηρείται καθυστέρηση, η έναρξη διαδικασίας λόγω παράβασης επαρκεί συνήθως για να εξασφαλίσει τη μεταφορά σε σύντομο χρονικό διάστημα. Για ορισμένες οδηγίες πάντως, η μεταφορά ήταν ελλιπής κατά τα τέλη του 1998. Τοιουτοτρόπως, επτά κράτη μέλη δεν είχαν μεταφέρει την οδηγία 97/24/ΕΟΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία ή χαρακτηριστικά των δίτροχων ή τρίτροχων οχημάτων με κινητήρα ενώ έξι κράτη μέλη όφειλαν ακόμα να μεταφέρουν τις οδηγίες 98/14/ΕΟΚ, σχετικά με την έγκριση των οχημάτων με κινητήρα και των ρυμουλκουμένων τους, και της οδηγίας 97/54/ΕΟΚ σχετικά με τη μέγιστη εκ κατασκευής ταχύτητα των τροχοφόρων γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων. Η οδηγία 98/77/ΕΚ όσον αφορά τα μέτρα που επιβάλλεται να ληφθούν για την καταπολέμηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από εκπομπές μηχανοκινήτων οχημάτων και η οδηγία 98/90/ΕΚ για τις θύρες των μηχανοκινήτων οχημάτων και των ρυμολκουμένων τους, οι οποίες όφειλαν να έχουν μεταφερθεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1998, δεν είχαν μεταφερθεί μόνον από ένα κράτος μέλος μέχρι την προβλεπόμενη ημερομηνία.

2.1.3.3.5. Δομικά υλικά

Μετά την καταδίκη του Βελγίου από το Δικαστήριο (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997), το κείμενο του Βασιλικού Διατάγματος που μεταφέρει την οδηγία 89/106/ΕΟΚ κοινοποιήθηκε στις υπηρεσίες της Επιτροπής στις 26 Αυγούστου 1998.

Όσον αφορά τη μεταφορά της οδηγίας 89/106/ΕΟΚ από την Αυστρία, κινήθηκε διαδικασία λόγω παράβασης επειδή ορισμένα άρθρα της αυστριακής νομοθεσίας δεν είναι σύμφωνα με την οδηγία.

Στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παράβασης κατά της Ελλάδας σχετικά με τον έλεγχο της ποιότητας ορισμένων εισαγομένων χαλύβων, απεστάλη αιτιολογημένη γνώμη στις ελληνικές αρχές στις 4 Δεκεμβρίου 1998.

2.1.3.3.6. Κεφαλαιουχικά αγαθά

(μηχανικά μέσα, ηλεκτρομηχανική, εξοπλισμοί ατομικής προστασίας, συσκευές υγραερίου, προσυσκευασίες, νόμιμη μετρολογία, ιατροτεχνολογικά προϊόντα και σκάφη αναψυχής)

Κατά τη διάρκεια του έτους 1998 πραγματοποιήθηκαν σημαντικές πρόοδοι κατά τη μεταφορά των οδηγιών που υπάγονται στους προαναφερόμενους στον τίτλο τομείς. Τοιουτοτρόπως, οι περισσότερες οδηγίες των οποίων η προθεσμία μεταφοράς έληγε στις 31 Δεκεμβρίου 1998, και κυρίως οι οδηγίες 73/23/ΕΟΚ, 88/378/ΕΟΚ, 89/336/ΕΟΚ, 89/392/ΕΟΚ, 89/686/ΕΟΚ, 90/385/ΕΟΚ και 90/396/ΕΟΚ, για τις οποίες γίνεται μνεία στην προαναφερόμενη XVη ετήσια έκθεση για το έτος 1997, μεταφέρθηκαν σε όλες τις εθνικές νομοθεσίες. Εντούτοις συνεχίζουν να υπάρχουν προβλήματα σε σχέση με τέσσερις οδηγίες, τα οποία θα εξετασθούν στη συνέχεια.

Όσον αφορά τις περιπτώσεις κακής εφαρμογής των οδηγιών ή μη συμφωνίας του εθνικού δικαίου προς τις οδηγίες, διαπιστώθηκαν επίσης πολλές πρόοδοι. Υπάρχουν εντούτοις δυσκολίες, κυρίως όσον αφορά τις οδηγίες 89/392/ΕΟΚ (μηχανές), 89/686/ΕΟΚ (μέσα ατομικής προστασίας) και 90/396/ΕΟΚ (συσκευές υγραερίου), οι οποίες συγκεντρώνουν τα δύο τρίτα των αντιμετωπιζόμενων δυσκολιών.

78 περιπτώσεις παράβασης εξετάσθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους 1998, εκ των οποίων 24 καταχωρήθηκαν το 1998. Κατά τα τέλη του έτους 1998, εναπομένουν 37, μεταξύ των οποίων εννέα περιπτώσεις μη κοινοποίησης και 28 άλλες περιπτώσεις πλην των περιπτώσεων μη κοινοποίησης.

Συνολικά, το 1998, απεστάλησαν εννέα αιτιολογημένες γνώμες και ασκήθηκε μία φορά προσφυγή στο Δικαστήριο.

Για τις περιπτώσεις της μη κοινοποίησης, η κατάσταση έχει ως εξής.

Η οδηγία 93/42/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα δεν έχει ακόμα μεταφερθεί από το Βέλγιο.

Όσον αφορά την οδηγία 94/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις συσκευές και τα συστήματα προστασίας που προορίζονται για χρήση σε εκρήξιμες ατμόσφαιρες, απεστάλη αιτιολογημένη γνώμη στο Βέλγιο. Εξάλλου, ασκήθηκε προσφυγή στο Δικαστήριο για μη μεταφορά αυτής της οδηγίας από την Ιρλανδία.

Σχετικά με την οδηγία 95/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους ανελκυστήρες, απεστάλη αιτιολογημένη γνώμη στη Γαλλία, στην Ιταλία και στο Λουξεμβούργο.

Τέλος, όσον αφορά την οδηγία 97/53/ΕΚ της Επιτροπής σχετικά με το ηλεκτρολογικό υλικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε εκρήξιμες ατμόσφαιρες, απεστάλη αιτιολογημένη γνώμη στην Ελλάδα, στο Λουξεμβούργο και στην Πορτογαλία. Η μεταβατική περίοδος που προβλέπεται από αυτή την οδηγία λήγει στις 16 Ιουνίου 1998.

Όσον αφορά τα σκάφη αναψυχής, κατά τις αρχές του έτους 1998 τρία κράτη μέλη δεν είχαν ακόμα μεταφέρει την οδηγία 94/25/ΕΚ, συγκεκριμένα το Βέλγιο, η Ισπανία και η Ιρλανδία. Όσον αφορά τη Φινλανδία, η μεταφορά υπήρξε μερική, επειδή δεν είχε πραγματοποιηθεί από τις νήσους του Aaland.

Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, οι διαδικασίες του άρθρου 169 που εκκρεμούσαν κατά της Ισπανίας, της Ιρλανδίας και του Βελγίου περατώθηκαν, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας κατά της Φινλανδίας μετά την κοινοποίηση από αυτά τα κράτη μέλη των εθνικών μέτρων μεταφοράς.

2.1.3.3.7. Καλλυντικά προϊόντα

Κατά τη διάρκεια του 1998, η Επιτροπή μπόρεσε να διαπιστώσει προόδους όσον αφορά την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας για τα καλλυντικά προϊόντα.

Όσον αφορά τις περιπτώσεις μη κοινοποίησης των εθνικών μέτρων μεταφοράς κοινοτικών οδηγιών, η Επιτροπή μπόρεσε να θέσει στο αρχείο πολλές διαδικασίες λόγω παράβασης που είχαν κινηθεί κατά κρατών μελών. Εντούτοις, η Επιτροπή εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι κάθε μία από τις οδηγίες που εγκρίθηκαν από την Επιτροπή από το 1995 για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου καθώς και οι οδηγίες σχετικά με τις μεθόδους ανάλυσης για τον έλεγχο της σύνθεσης των καλλυντικών προϊόντων παραμένουν μέχρι σήμερα ανεφάρμοστες από τουλάχιστον ένα κράτος μέλος της Κοινότητας. Σε σχέση με αυτό πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η οδηγία 97/18/ΕΚ (σχετικά με την μετάθεση της ημερομηνίας έναρξης της απαγόρευσης των πειραμάτων σε ζώα με συστατικά ή συνδυασμούς συστατικών καλλυντικών προϊόντων) όφειλε να έχει μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1997 προκειμένου να υπάρξει κάποιος βαθμός ασφάλειας δικαίου για τους οικονομικούς φορείς και αυτό ανεξαρτήτως του γεγονότος αν πραγματοποιούνται ή όχι τέτοια πειράματα στα κράτη μέλη. Το γεγονός ότι η Επιτροπή έχει την πρόθεση να υποβάλει προσεχώς στο Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο πρόταση οδηγίας σχετικά με την απαγόρευση πειραμάτων σε ζώα για να ελεγχθούν καλλυντικά προϊόντα και τα συστατικά τους δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη από τις υποχρεώσεις τους. Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη του τεχνικού χαρακτήρα των παραρτημάτων, η Επιτροπή υπενθυμίζει την ανάγκη να γίνεται σαφώς μνεία, σε κάθε εθνικό μέτρο εκτέλεσης, της οδηγίας την οποία προτίθεται το κείμενο να μεταφέρει.

Όσον αφορά την οδηγία 93/35/ΕΟΚ του Συμβουλίου η οποία τροποποιεί για έκτη φορά την οδηγία 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου, οι προσπάθειες της Επιτροπής ανταμείφθηκαν εν μέρει κατά το 1998, επειδή τώρα αυτό το κείμενο έχει μεταφερθεί σε όλα τα κράτη μέλη, κατά τρόπο λίγο ή πολύ πλήρη.

Όσον αφορά τις λοιπές περιπτώσεις παράβασης πέραν των περιπτώσεων μη κοινοποίησης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης, αυτές αποτελούν το αντικείμενο πολύ εμπεριστατωμένης εξέτασης εκ μέρους της Επιτροπής και οι επαφές που έλαβαν χώρα μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών παρέχουν τη δυνατότητα ικανοποιητικών λύσεων τόσο για τη βιομηχανία καλλυντικών όσο και για τις αρμόδιες αρχές.

2.1.3.3.8. Κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και υποδήματα

Η οδηγία 97/37/ΕΚ για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο των παραρτημάτων Ι και ΙΙ της οδηγίας 96/74/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί των ονομασιών των υφανσίμων έληξε την 1η Ιουνίου 1998. Ορισμένα εθνικά μέτρα μεταφοράς αυτής της οδηγίας καταχωρήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτού του έτους. Μόνον η Ιταλία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο δεν μετέφεραν αυτή την οδηγία 97/37/ΕΚ και έχουν κινηθεί διαδικασίες λόγω παράβασης κατά των τριών αυτών κρατών μελών.

Όσον αφορά την οδηγία 94/11/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1994, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών των σχετικών με την επισήμανση των υλικών που χρησιμοποιούνται στα κύρια μέρη των υποδημάτων που προορίζονται να πωληθούν στον καταναλωτή, κινήθηκε διαδικασία λόγω παράβασης κατά του Λουξεμβούργου για μη κοινοποίηση των εθνικών μέτρων μεταφοράς.

2.1.3.3.9. Ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων

Εγκρίνοντας το νόμο αριθ. 389-98 της 19ης Μαίου σχετικά με την ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων(34), η Γαλλία μετέφερε τελικά την οδηγία 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου. Η Επιτροπή είχε αποφασίσει στις 31 Μαρτίου 1998 να προσφύγει στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 171 της συνθήκης, λόγω απουσίας του κειμένου μεταφοράς. Ήταν η πρώτη φορά κατά την οποία η Επιτροπή ζητούσε να επιβληθούν χρηματικά πρόστιμα στη Γαλλία με βάση αυτήν την διάταξη (158250 Ecu ημερησίως)(35).

2.1.3.4. Ιδιαίτερα καθεστώτα ελεύθερης κυκλοφορίας

Πολιτιστικά αγαθά

Στις 24 Ιουνίου 1998, η Επιτροπή αποφάσισε να αποστείλει αιτιολογημένες γνώμες σε πέντε κράτη μέλη για μη κοινοποίηση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 96/100/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του παραρτήματος της οδηγίας 93/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, σχετικά με την επιστροφή πολιτιστικών αγαθών που έχουν παράνομα απομακρυνθεί από το έδαφος κράτους μέλους. Μετά την κοινοποίηση των κειμένων μεταφοράς, η Επιτροπή μπόρεσε τον Δεκέμβριο του 1998 να θέσει στο αρχείο τις σχετικές διαδικασίες για τέσσερα κράτη μέλη. Η Επιτροπή συνεχίζει τη διαδικασία κατά της Γαλλίας.

Όσον αφορά τις υποθέσεις C-413/97 (Γερμανία) και C-415/97 (Ιταλία) για μη κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς της βασικής οδηγίας 93/7/ΕΚ του Συμβουλίου, η Επιτροπή να παραιτηθεί επειδή κοινοποιήθηκαν τα απαραίτητα μέτρα κατά τη διάρκεια αυτού του έτους.

Εκρηκτικές ύλες

Όσον αφορά την οδηγία 93/15/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με την εναρμόνιση των διατάξεων περί της εμπορίας και του ελέγχου των εκρηκτικών υλών εμπορικής χρήσης, τα μέτρα μεταφοράς είναι συνήθως σύμφωνα με τις οδηγίες, εκτός από δύο περιπτώσεις παράβασης λόγω κακής μεταφοράς.

2.1.3.5. Τελωνειακή ένωση

Στον τελωνειακό τομέα, η δραστηριότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναπτύσσεται γύρω από ορισμένες λειτουργίες, η βασική των οποίων συνίσταται στη σύλληψη, εφαρμογή και διαχείριση των απαραίτητων τελωνειακών μέσων για την εφαρμογή των κοινών πολιτικών (εμπορική πολιτική, γεωργική πολιτική, περιβάλλον, δημόσια υγεία) της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με σκοπό τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων, την ασφάλεια των ευρωπαίων πολιτών και τη νομιμότητα των συναλλαγών των επιχειρήσεων, στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς και της οικονομικής και νομισματικής ένωσης.

Σε σχέση με το θέμα αυτό, ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής των κοινοτικών διατάξεων παραμένει βέβαια ουσιαστικό στοιχείο της δράσης της Επιτροπής στο συγκεκριμένο τομέα. Κατ' αυτόν τον τρόπο, στο πλαίσιο αυτής της δράσης, η Ιταλία προσάρμοσε τη νομοθεσία της στον κοινοτικό τελωνειακό κώδικα, προκειμένου να την καταστήσει σύμφωνη προς τους κανόνες που προβλέπονται στον τομέα της άμεσης ή έμμεσης εκπροσώπησης στο τελωνείο.

Πρέπει επίσης να τονισθεί σε σχέση με το θέμα αυτό ότι η Γερμανία συμμορφώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 1996 στην υπόθεση C-61/94(36) σχετικά με την εισαγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων στο πλαίσιο του καθεστώτος της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή. Πράγματι, η Επιτροπή είχε αμφισβητήσει ότι μπορούσε να εγκριθεί αυτή η εισαγωγή, δεδομένου ότι η δασμολογητέα αξία της ήταν κατώτερη των ελαχίστων τιμών που ορίζονται σύμφωνα με τον διεθνή διακανονισμό στον τομέα των γαλακτοκομικών προϊόντων, ο οποίος εγκρίθηκε από την Κοινότητα με την απόφαση 80/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Δεκεμβρίου 1979, σχετικά με τη σύναψη πολυμερών συμφωνιών που προκύπτουν από τις εμπορικές διαπραγματεύσεις 1973-1979(37), καθώς και στο πλαίσιο των διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1999/85 του Συμβουλίου, της 16ης Ιουλίου 1985, σχετικά με το καθεστώς τελειοποίησης προς επανεξαγωγή(38).

2.1.4. Eλεύθερη παροχή υπηρεσιών και δικαίωμα εγκατάστασης

2.1.4.1. Τα άρθρα 52 και επόμενα καθώς και τα άρθρα 59 και επόμενα

Όσον αφορά την ελευθερία εγκατάστασης, η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο σχετικά με το ασυμβίβαστο δύο βελγικών νόμων του 1919 και 1921 που αφορούν τις εταιρείες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, δεδομένου ότι περιλαμβάνουν διατάξεις που αντίκεινται στη γενική αρχή της μη διάκρισης με βάση την υπηκοότητα.

Η Επιτροπή κοινοποίησε επίσης για απαίτηση υπηκοότητας, αιτιολογημένη γνώμη στις γαλλικές αρχές σχετικά με τους όρους που τίθενται από επιχειρήσεις παραγωγής και εμπορίας όπλων τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν από ιδιωτικούς οργανισμούς ή από ιδιώτες.

Όσον αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η ολλανδική νομοθεσία επιβάλλει για την καταχώρηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας και για τους ενδιαφερόμενους που δεν είναι εγκατεστημένοι στις Κάτω Χώρες, την υποχρέωση να δηλώσουν κατοικία στη χώρα αυτή και μάλιστα σε επαγγελματικό πληρεξούσιο. Μια τέτοια απαίτηση αντίκειται στην αρχή που προβλέπεται στο άρθρο 59 και η Επιτροπή κοινοποίησε αιτιολογημένη γνώμη στις ολλανδικές αρχές.

Αιτιολογημένη γνώμη απεστάλη επίσης στις ιταλικές αρχές καθόσον ο νόμος που θεσπίζει τους καταλόγους εγκρίσεων για τους διεκπεραιωτές επιβάλλει σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί την εν λόγω δραστηριότητα να εγγράφεται σε ειδικό κατάλογο που τηρείται από το εδαφικά αρμόδιο εμπορικό επιμελητήριο. Όμως ο όρος αυτός της εγγραφής παρακωλύει την άσκηση της δραστηριότητας οικονομικού παράγοντα που δεν είναι εγκατεστημένος στην Ιταλία και επιθυμεί να ασκήσει ευκαιριακά τη δραστηριότητά του στο κράτος αυτό δυνάμει του άρθρου 59.

Στην Πορτογαλία, οι κανονιστικές ρυθμίσεις για τη λήψη φωτογραφιών από αέρος στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών, προβλέπουν ότι σχετική άδεια σε φορείς ή πρόσωπα ξένης υπηκοότητας παρέχεται μόνο σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις. Μια τέτοια διάκριση με βάση την υπηκοότητα που δεν ήταν δυνατό να αιτιολογηθεί για λόγους δημόσιας ασφάλειας, είχε επίσης ως συνέπεια την αποστολή αιτιολογημένης γνώμης στις πορτογαλικές αρχές.

Στη Γαλλία, ένα διάταγμα για τις κανονιστικές ρυθμίσεις που αφορούν τις συσκευές παρασκευής ή αποθήκευσης φυσικού αερίου προβλέπει ότι οι έλεγχοι επί των εν λόγω συσκευών δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν εκτός της Γαλλίας παρά σε εξαιρετικές περιστάσεις, γεγονός που θίγει τις επιχειρήσεις που δεν είναι εγκατεστημένες στη Γαλλία και επιθυμούν να παράσχουν σχετικές υπηρεσίες· για το λόγο αυτό κοινοποιήθηκε αιτιολογημένη γνώμη στις γαλλικές αρχές.

Πολλές δυσκολίες αντιμετωπίζονται όσον αφορά τις αποσπάσεις μισθωτών σε κράτη μέλη, στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Έχουν λοιπόν κοινοποιηθεί αιτιολογημένες γνώμες στις βελγικές αρχές, όσον αφορά, κατ'αρχήν, την υποχρέωση των αλλοδαπών παρεχόντων υπηρεσίες να καταβάλουν εισφορές στο Fonds de sécurité d' Existence των βέλγων μεταλλοκατασκευαστών και, κατά δεύτερο λόγο, την υποχρέωση καταβολής ενσήμων πιστότητας και καιρικών συνθηκών στον τομέα των οικοδομικών κατασκευών και τέλος την υποχρέωση καταβολής επιδομάτων διατροφής και κατοικίας στον ίδιο τομέα. Εξάλλου, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο διότι οι αυστριακές κανονιστικές ρυθμίσεις προβλέπουν την ευθύνη συνοφειλής για τους πελάτες των αλλοδαπών παρεχόντων υπηρεσίες όσον αφορά την πληρωμή των μισθών των αποσπασμένων μισθωτών ενώ ο όρος αυτός δεν ισχύει για τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην Αυστρία. Τέλος, η Επιτροπή αποφάσισε να κοινοποιήσει αιτιολογημένη γνώμη στις γερμανικές αρχές σχετικά με τις διακρίσεις που επιβάλλονται στις ξένες επιχειρήσεις της βιομηχανίας των οικοδομικών κατασκευών που επιθυμούν να παράσχουν υπηρεσίες από κοινού με άλλες επιχειρήσεις στο πλαίσιο εταιρείας που ιδρύεται για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας (ομάδα εργασίας).

Όσον αφορά πάντα την απόσπαση μισθωτών, τίθεται ένα ιδιαίτερο πρόβλημα που αφορά τους όρους απόσπασης των υπηκόων τρίτων χωρών σε σχέση με τις θεωρήσεις εισόδου, τους τίτλους διαμονής και εργασίας. Στα πλαίσια αυτά η Επιτροπή κοινοποίησε αιτιολογημένες γνώμες στις βελγικές και τις γερμανικές αρχές.

Τέλος, ορισμένες παραβάσεις φέρνουν στην επιφάνεια προβλήματα που έχουν σχέση με την αρχή τόσο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών όσο και της ελεύθερης εγκατάστασης. Έτσι, σε θέματα πανηγύρεων και εκθέσεων, η ιταλική κρατική και περιφερειακή νομοθεσία αποτελεί την αιτία σοβαρών προβλημάτων καθόσον περιορίζει την άσκηση της οργανωτικής δραστηριότητας παρομοίων γεγονότων εφαρμόζοντας κριτήρια σχετικά με την κοινωνική φύση του οργανισμού, τη σύνθεση ή την προέλευσή του· για τον λόγο αυτό κοινοποιήθηκε αιτιολογημένη γνώμη στις ιταλικές αρχές.

Όσον αφορά την ιδιωτική ασφάλεια, η θέση της Επιτροπής που λήφθηκε στο πλαίσιο διαδικασιών παράβασης επιβεβαιώθηκε από το Δικαστήριο. Στον τομέα αυτόν δεν μπορούν να επιβληθούν διακρίσεις με βάση την εθνικότητα ή τον τόπο εγκατάστασης, ιδίως για λόγους δημόσιας ασφάλειας. Αντίθετα, εφαρμόζονται πλήρως οι θεμελιώδεις ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς, όπως η ελευθερία εγκατάστασης, η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και η ελεύθερη διακίνηση των εργαζομένων [Commission/Ισπανία, C-114/97(39), απόφαση της 29.10.1998]. Για το λόγο αυτό η Επιτροπή υπέβαλε προσφυγή κατά του Βελγίου στο Δικαστήριο και αποφάσισε να πράξει το ίδιο κατά της Ιταλίας.

Ο πολίτης της Ένωσης που δεν διαθέτει κατοικία στην Ισπανία υποχρεούται να χρησιμοποιήσει ισπανό συμβολαιογράφο για να αποκτήσει ακίνητο αγαθό που βρίσκεται σε ισπανικό έδαφος ακόμη και όταν η πράξη έχει γίνει ενώπιον ξένου συμβολαιογράφου. Η παρέμβαση του ισπανού συμβολαιογράφου δεν αφορά την πράξη της απόκτησης, αλλά αποσκοπεί μόνο στη διενέργεια φορολογικού ελέγχου στην πράξη που έχει ήδη συναφθεί μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών. Η Επιτροπή εκτιμά ότι η κανονιστική αυτή ρύθμιση παραβιάζει το δικαίωμα της εγκατάστασης, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων και την ελεύθερη διακίνηση των εργαζομένων. Για το λόγο αυτό αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο για την εν λόγω υπόθεση.

2.1.4.2. Χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες

Διάλογος με τις εθνικές αρχές

Προκειμένου να ενισχύσει τη διοικητική συνεργασία και να επιφέρει ταχείες λύσεις στα προβλήματα που επισημάνθηκαν, η Επιτροπή διατήρησε κατά το 1998 τακτικές επαφές με τις εθνικές αρχές, τόσο στο πλαίσιο των θεσμικών επιτροπών (τραπεζική συμβουλευτική επιτροπή, επιτροπή ασφαλίσεων, επιτροπή επικοινωνίας "Οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες") όσο και στο πλαίσιο ad hoc ομάδων ερμηνείας (GTIAD στον τραπεζικό τομέα, ομάδα εργασίας για την ερμηνεία στον τομέα των ασφαλίσεων, ομάδα ερμηνείας της οδηγίας "επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων" κ.λπ.) ή ομάδων υψηλού επιπέδου HLSSC, στον τομέα των κινητών αξιών.

Καταγγελίες και διαπιστωθείσες παραβάσεις

Στον τραπεζικό τομέα, η παράβαση των άρθρων 52 και 59 της συνθήκης ΕΚ καθώς και οδηγιών αποτέλεσε, το 1998, το αντικείμενο δύο διαδικασιών παράβασης που κινήθηκαν από την Επιτροπή βάσει καταγγελιών. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για εικαζόμενη διάκριση με βάση την υπηκοότητα όσον αφορά τις εκπτώσεις φόρου σε τράπεζες εγκατεστημένες στην Ιταλία. Στο εν λόγω κράτος μέλος εστάλη προειδοποιητική επιστολή προκειμένου να γίνουν γνωστά τα κριτήρια που εφαρμόζονται για την κατάρτιση του καταλόγου με βάση τον οποίο έχει επιστραφεί μέρος των εν λόγω πιστώσεων. Η δεύτερη περίπτωση αφορά την υποχρέωση για αρχιτέκτονα στο Λουξεμβούργο να συστήσει εγγύηση σε τράπεζα λουξεμβουργιανής προέλευσης. Η διαδικασία αυτή βρίσκεται σε φάση εξέτασης.

Στον τομέα των ασφαλίσεων, η παραβίαση των άρθρων 52 και 59 της συνθήκης ΕΚ καθώς και των οδηγιών οδήγησε, κατά το 1998, σε δύο νέες διαδικασίες παράβασης που κινήθηκαν από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 169 της συνθήκης. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις επρόκειτο για καταγγελίες. Όσον αφορά τις διαδικασίες που κινήθηκαν πριν από το 1998, η μία από αυτές τέθηκε στο αρχείο διότι το αρμόδιο κράτος μέλος συμμορφώθηκε με τις απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου.

Όσον αφορά τις διαπιστωθείσες παραβάσεις, μεγάλος αριθμός περιπτώσεων έφθασε κατά το 1998 το στάδιο της αιτιολογημένης γνώμης και της προσφυγής. Όσον αφορά τον τομέα των ασφαλίσεων, πρέπει να τονισθεί ότι η αύξηση του αριθμού των διαδικασιών που κινήθηκαν για μη συμμόρφωση ή για μη ορθή εφαρμογή εξηγείται από τις παρατεταμένες παραβάσεις εκ μέρους ορισμένων κρατών μελών. Για ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες ο διάλογος με τις εθνικές αρχές δεν καρποφόρησε, επιβάλλεται η υποβολή προσφυγής στο Δικαστήριο, προκειμένου να επιλυθούν ιδιαίτερα σοβαρά προβλήματα εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.

Στον τομέα των κινητών αξιών, η Επιτροπή κίνησε δύο νέες διαδικασίες το 1998, εναντίον της Ιταλίας (άρθρα 59 και 73 Β) και της Γαλλίας (άρθρα 52, 59 και 73 Β) βάσει καταγγελίας. Σύμφωνα με την Επιτροπή η ιταλική και η γαλλική νομοθεσία δημιούργησαν διακρίσεις μεταξύ των εγχώριων αγορών και των αγορών των υπολοίπων χωρών της Ένωσης καθώς και μεταξύ των παρεχόντων υπηρεσίες από τις χώρες αυτές και εκείνων από τα υπόλοιπα κράτη μέλη.

Συνθήκη

Στον τραπεζικό τομέα, η υπόθεση παράβασης κατά της Ελλάδας που αφορά τη νομοθεσία για τις επιχορηγήσεις για αγαθά εξοπλισμού που αποκτώνται με χρηματοδοτική μίσθωση τέθηκε στο αρχείο. Η ελληνική νομοθεσία προέβλεπε ότι μπορεί να δοθεί κρατική επιχορήγηση μόνο για εξοπλισμό που έχει αποκτηθεί με χρηματοδοτική μίσθωση μετά από μεσολάβηση εταιρείας χρηματοδοτικής μίσθωσης εγκατεστημένης στην Ελλάδα. Η νομοθεσία αυτή διευρύνθηκε καλύπτοντας όλους τους μεσάζοντες σε επίπεδο Κοινότητας.

Στον τομέα των ασφαλίσεων, η Επιτροπή κοινοποίησε το 1998 αιτιολογημένη γνώμη στην Ισπανία διότι η ισπανική νομοθεσία δεν συμβιβάζεται με τους κανόνες της συνθήκης ΕΕ σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρο 59). Οι ισπανικές αρχές επιβάλουν την εξασφάλιση προηγούμενης έγκρισης για την άσκηση δραστηριότητας στο ισπανικό έδαφος όχι μόνο για τους επαγγελματίες που επιθυμούν να εγκατασταθούν στην Ισπανία αλλά και για εκείνους που επιθυμούν να παράσχουν υπηρεσία περιορισμένου χρόνου. Όμως σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η απαίτηση αυτή αντίκειται στο άρθρο 59 της συνθήκης, καθόσον οι παρέχοντες υπηρεσίες δεν υπόκεινται στους ίδιους όρους που εφαρμόζονται στον τομέα της ελεύθερης εγκατάστασης. Εξάλλου, η απαίτηση αυτή δεν μπορεί να βασιστεί σε λόγους γενικού συμφέροντος, όπως η προστασία του καταναλωτή στην ισπανική αγορά, καθόσον δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο στόχο.

Εθνικά μέτρα εκτέλεσης

Οι περιπτώσεις μη ανακοίνωσης

Στον τραπεζικό τομέα, οι διαδικασίες εναντίον του Ηνωμένου Βασιλείου για μη μεταφορά στο έδαφος του Γιβραλτάρ πολλών τραπεζικών οδηγιών, και ιδίως της οδηγίας 89/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τους λογαριασμούς των τραπεζικών υποκαταστημάτων, της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τους ετήσιους τραπεζιτικούς λογαριασμούς, της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων, της οδηγίας 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων και της οδηγίας 96/10/ΕΚ του Συμβουλίου για το συμβατικό συμψηφισμό, έχουν όλες τεθεί στο αρχείο δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ανακοίνωσε στην Επιτροπή όλους τους νόμους και τους κανονισμούς για τη μεταφορά των εν λόγω οδηγιών στο έδαφος του Γιβραλτάρ.

Οι αιτιολογημένες γνώμες για μη μεταφορά της οδηγίας 95/26/ΕΚ του Συμβουλίου, επιλεγόμενη "post-BCCI", εναντίον της Γερμανίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας, του Λουξεμβούργου, του Βελγίου, της Ιρλανδίας, του Βελγίου και της Ελλάδας έχουν όλες αποσταλεί. Με βάση τις απαντήσεις που συγκεντρώθηκαν μέχρι σήμερα, η Επιτροπή αποφάσισε να τεθεί στο αρχείο η διαδικασία κατά της Ελλάδας και του Ηνωμένου Βασιλείου (για τη μη μεταφορά της οδηγίας αυτής στο έδαφος του Γιβραλτάρ) δεδομένου ότι τα εν λόγω κράτη μέλη έχουν ήδη ανακοινώσει στην Επιτροπή τις νομοθετικές ρυθμίσεις της εν λόγω οδηγίας. Άλλα κράτη μέλη δεν ήταν σε θέση να υποβάλουν ένα σαφές χρονοδιάγραμμα για τη μεταφορά της οδηγίας. Η Επιτροπή στις περιπτώσεις αυτές αποφάσισε την προσφυγή στο Δικαστήριο για μη ανακοίνωση. Πρόκειται για τη Γαλλία, την Ισπανία και το Λουξεμβούργο.

Δεδομένου ότι η Γερμανία μετέφερε και ανακοίνωσε την οδηγία 94/19/ΕΚ περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων και την οδηγία 93/6/ΕΟΚ για την επάρκεια των ιδίων πόρων των επενδυτικών επιχειρήσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων, τερματίσθηκαν οι σχετικές διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου.

Όσον αφορά τις ασφαλίσεις, συνεχίζεται η αναστολή εκ μέρους της Επιτροπής της απόφασής της για προσφυγή στο Δικαστήριο κατά της Ισπανίας που λήφθηκε το 1996 για μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων εκτέλεσης που αφορούν την οδηγία 92/96/ΕΟΚ του Συμβουλίου (τρίτη οδηγία για τις "ασφάλειες ζωής"). Το Δικαστήριο με την απόφασή του στην υπόθεση που αφορά την οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής), που εκδόθηκε τον Δεκέμβριο 1997 [υπόθεση C-361/95(40)], καταδίκασε την Ισπανία για τα ίδια αδικήματα (μερική μεταφορά) που αναφέρονται και στην υπόθεση σχετικά με την οδηγία 92/96/ΕΟΚ. Ωστόσο, οι ισπανικές αρχές ανακοίνωσαν το Δεκέμβριο του 1998 εθνικά μέτρα εκτέλεσης για τη μεταφορά των δύο αυτών οδηγιών. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής έχουν ξεκινήσει τις διαδικασίες για να επαληθεύσουν εάν η μεταφορά είναι σήμερα πλήρης προκειμένου να ζητήσουν, ενδεχομένως, τη θέση στο αρχείο των εν λόγω υποθέσεων, το 1999.

Όσον αφορά την οδηγία 91/674/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ετήσιοι και ενοποιημένοι λογαριασμοί των ασφαλιστικών επιχειρήσεων), η προσφυγή στο Δικαστήριο που αποφασίσθηκε το 1998 δεν εκτελέσθηκε τελικά μετά από την ανακοίνωση των εθνικών μέτρων εκτέλεσης. Η υπόθεση έχει τεθεί στο αρχείο. Το Δικαστήριο καταδίκασε επίσης την Ισπανία για μερική μεταφορά της οδηγίας 91/371/ΕΟΚ του Συμβουλίου (οδηγία για την εφαρμογή της συμφωνίας με την Ελβετία) [υπόθεση C-360/95](41)) με την απόφασή του, της 18ης Δεκεμβρίου 1997. Επί του παρόντος έχει ανασταλεί η διαδικασία αναμένοντας την επίσημη ανακοίνωση των μέτρων μεταφοράς, η οποία ανακοινώθηκε πρόσφατα από τις ισπανικές αρχές.

Πρέπει να επισημανθεί ότι παρόλο που τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν ήδη ανακοινώσει μέτρα για την τρίτη οδηγία για τις ασφάλειες ζωής και την πρωτασφάλιση εκτός από την ασφάλιση ζωής, η μεταφορά ή η εφαρμογή των εν λόγω οδηγιών αντιμετωπίζει προβλήματα. Υπάρχουν πράγματι πολλές περιπτώσεις μερικής μεταφοράς ή μη συμμόρφωσης προς επισήμανση.

Στον τομέα των κινητών αξιών, η Επιτροπή απέστειλε στο Ηνωμένο Βασίλειο αιτιολογημένη γνώμη για μη μεταφορά των οδηγιών του Συμβουλίου 86/611/ΕΟΚ, 89/298/ΕΟΚ και 89/592/ΕΟΚ στο έδαφος του Γιβραλτάρ. Το Ηνωμένο Βασίλειο ανακοίνωσε τα μέτρα μεταφοράς και στη συνέχεια η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο.

Οι περιπτώσεις μη συμμόρφωσης και κακής εφαρμογής

Η Επιτροπή απέστειλε κατά το 1998 αιτιολογημένη γνώμη στη Γερμανία για κακή εφαρμογή της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου που αφορά θέματα ασφαλίσεων. Ειδικότερα, η Γερμανία καταργεί ρητά στο κείμενο για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας την απαγόρευση σώρευσης της ασφάλισης ασθενείας με άλλα είδη ασφαλίσεων όσον αφορά τις επιχειρήσεις που επιθυμούν να δημιουργήσουν υποκατάστημα επί του γερμανικού εδάφους ή να αναπτύξουν σε αυτό δραστηριότητα ως παρέχοντες υπηρεσίες, σύμφωνα με την τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός από την ασφάλιση ζωής, με την οποία καταργήθηκε η δυνατότητα επιβολής της μη σώρευσης. Ωστόσο, προστέθηκε νέα διάταξη στις κοινωνικές νομοθετικές ρυθμίσεις, σύμφωνα με την οποία ο υπάλληλος απολαύει των εισφορών που καταβάλλονται από τον εργοδότη μόνον εάν η ασφαλιστική επιχείρηση, ανεξαρτήτως του τόπου της έδρας της, εφαρμόζει τη μη σώρευση. Πρόκειται για μια έμμεση παραβίαση της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ.

Υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου

Στον τραπεζικό τομέα, η τήρηση ανωνύμων λογαριασμών στο έδαφος της Αυστρίας κρίθηκε ασυμβίβαστη με την υποχρέωση απόδειξης της ταυτότητας των πελατών κατά το άνοιγμα λογαριασμού που προβλέπεται από το άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη νομιμοποίηση κεφαλαίων από παράνομες δραστηριότητες· στην εν λόγω υπόθεση αναμένεται η απόφαση του Δικαστηρίου

Όσον αφορά τις προδικαστικές υποθέσεις, το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη εκδώσει την απόφασή του στην υπόθεση C-410/96 (Procureur de la République κατά André Ambry). Η γαλλική νομοθεσία απαιτεί οικονομική εγγύηση η οποία μπορεί να μεταφερθεί σε πρώτη ζήτηση για την έκδοση διοικητικής άδειας (προκειμένου να ασκηθεί το επάγγελμα του ταξιδιωτικού πράκτορα). Ωστόσο, η γαλλική νομοθεσία προβλέπει ότι εάν το ίδρυμα που χορηγεί την εγγύηση βρίσκεται σε κράτος μέλος εκτός της Γαλλίας, πρέπει το εν λόγω ίδρυμα να έχει συνάψει συμφωνία με τραπεζιτικό ίδρυμα ή ασφαλιστική εταιρεία της Γαλλίας. Η προσφυγή στο Δικαστήριο αφορά το θέμα της συμμόρφωσης μιας τέτοιας απαίτησης προς το κοινοτικό δίκαιο.

Όσον αφορά τον τομέα των ασφαλίσεων, το 1998 υποβλήθηκαν τέσσερις νέες υποθέσεις στο Δικαστήριο. Η Επιτροπή προσέφυγε πράγματι στο Δικαστήριο κατά της Γαλλίας για μερική μεταφορά των οδηγιών 92/49/ΕΟΚ και 92/96/ΕΟΚ, δεδομένου ότι μέχρι σήμερα δεν έχει ανακοινωθεί κανένα μέτρο περί τροποποίησης του κώδικα του ταμείου αλληλοβοήθειας προκειμένου να προσαρμοσθεί στις τρίτες οδηγίες για τις ασφαλίσεις. Εξάλλου πραγματοποιήθηκε προσφυγή στο Δικαστήριο κατά της ίδιας χώρας για κακή εφαρμογή των τρίτων οδηγιών για τις ασφαλίσεις καθόσον οι γαλλικές κανονιστικές ρυθμίσεις επιβάλλουν την υποχρέωση συμπλήρωσης δελτίου εμπορίας πριν διατεθούν στην αγορά τα νέα ασφαλιστικά συμβόλαια, παραβιάζοντας τις οδηγίες 92/49/ΕΟΚ και 92/96/ΕΟΚ που απαγορεύουν στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν διατάξεις που απαιτούν την προηγούμενη έγκριση ή τη συστηματική κοινοποίηση των γενικών και ειδικών όρων για τα ασφαλιστικά συμβόλαια.

Εξάλλου, υποβλήθηκε προσφυγή στο Δικαστήριο κατά του Βελγίου διότι η βελγική νομοθεσία για τον έλεγχο των ασφαλιστικών εταιρειών αποκλείει την εφαρμογή της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ όσον αφορά τις ασφαλίσεις έναντι των ατυχημάτων στην εργασία. Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι κίνδυνοι αυτοί καλύπτονται από την εν λόγω οδηγία όταν αποτελούν το αντικείμενο δραστηριότητας ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών. Η ίδια αυτή παράβαση διαπιστώθηκε ότι διαπράχθηκε από τη Φινλανδία και της εστάλη προειδοποιητική επιστολή το 1996.

Τέλος, υποβλήθηκε προσφυγή στο Δικαστήριο κατά της Ισπανίας διότι η ισπανική νομοθεσία για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας δεν προέβλεψε την υποχρέωση να δίδεται αιτιολογημένη απάντηση στο θύμα όσον αφορά την παρέμβαση που προβλέπεται στο άρθρο 1.4 της οδηγίας 84/5/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τον οργανισμό που δημιουργείται στα κράτη μέλη και του οποίου η αποστολή είναι να αποκαθιστά τις ζημίες και βλάβες που έχουν προκληθεί από οχήματα αγνώστων στοιχείων.

Όσον αφορά τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών (οδηγία 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου) εκτελέστηκαν οι προσφυγές κατά της Ισπανίας και του Λουξεμβούργου. Ωστόσο, η Ισπανία κοινοποίησε τον Νοέμβριο του 1998 το νόμο μεταφοράς της. Η διαδικασία κατά της Γερμανίας τέθηκε στο αρχείο.

2.1.4.3. Εμπορικές ανακοινώσεις

Δεν υφίσταται ισχύουσα οδηγία σχετικά με τις εμπορικές ανακοινώσεις υπό το πρίσμα της εσωτερικής αγοράς. Ωστόσο, η Επιτροπή δέχθηκε κατά τη διάρκεια του έτους τρεις καταγγελίες που αφορούν τον εν λόγω τομέα. Επίσης, συνέχισε την εξέταση των τρεχουσών διαδικασιών παράβασης. Η Επιτροπή ξεκίνησε διάλογο με τις γαλλικές αρχές για την ερμηνεία του νόμου "Evin", ο οποίος απαγορεύει τις τηλεοπτικές διαφημίσεις για τα αλκοολούχα ποτά στην ειδική περίπτωση αθλητικών συναντήσεων που διεξάγονται στο εξωτερικό. Η διαδικασία αυτή αποτέλεσε κατά το 1997 το αντικείμενο αιτιολογημένης γνώμης. Η Επιτροπή απέστειλε επίσης αιτιολογημένη γνώμη στη Γερμανία της οποίας η νομοθεσία για τις πριμοδοτήσεις και τις μειώσεις τιμών κρίθηκε αντίθετη προς το άρθρο 59 της συνθήκης. Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε με βάση την καταγγελία ενδιαφερόμενου ο οποίος παρέχει αγαθά και υπηρεσίες στα πλαίσια ενός "Club" που λειτουργεί με βάση άλλο κράτος μέλος.

2.1.4.4. Μέσα ενημέρωσης

Στον τομέα των μέσων ενημέρωσης, η Επιτροπή έχει καταγράψει περίπου δώδεκα νέες καταγγελίες εκ των οποίων ορισμένες τέθηκαν στο αρχείο κατά τη διάρκεια του έτους. Έχει επίσης δεχθεί περισσότερες από 100 καταγγελίες σχετικά με τη φορολογία των δορυφορικών κεραιών σε ένα κράτος μέλος. Όσον αφορά τις συνήθεις παραβάσεις, η Επιτροπή έθεσε στο αρχείο τη διαδικασία κατά της ισπανικής νομοθεσίας σχετικά με τις πτήσεις πάνω από το ισπανικό έδαφος για διαφημιστικούς λόγους. Η Ισπανία συμμορφώθηκε πράγματι με την αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής.

2.1.5. Ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων

Η κατάσταση όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και των πληρωμών στην ΕΕ καθώς και στις τρίτες χώρες είναι, γενικά, σε μεγάλο βαθμό ικανοποιητική. Σημειώθηκε περαιτέρω πρόοδος κατά τη διάρκεια του έτους με την εξάλειψη ορισμένων περιορισμών στην απόκτηση ακινήτων στην Αυστρία (Βιέννη). Παρόλο που εξακολουθούν να επισημαίνονται ορισμένοι ακόμη περιορισμοί, διαπιστώνεται σταθερή πρόοδος στην εξάλειψή τους. Η πλειοψηφία του περιορισμένου αριθμού καταγγελιών που προέρχονται από οικονομικούς παράγοντες, αφορά εμπόδια στην απόκτηση ακινήτων σε άλλες χώρες της ΕΕ. Στον τομέα αυτό, περιορισμοί στο Τυρόλο αντίστοιχοι με εκείνους που εφαρμόσθηκαν στη Βιέννη, αποτέλεσαν το αντικείμενο αιτιολογημένης γνώμης ενώ η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όσον αφορά ορισμένες ελληνικές διαδικασίες που εφαρμόζονται σε θέματα απόκτησης ιδιοκτησίας.

Προκειμένου να διευκολυνθούν οι διασυνοριακές επενδύσεις και μετά από ανακοίνωση που αφορά ορισμένες νομικές πτυχές στον τομέα των διακοινοτικών επενδύσεων (ΕΕ C 220 της 19.7.1997, σ. 15) καθώς και την αποστολή ερωτηματολογίου που έχει στόχο τη συλλογή πληροφοριών για τις εθνικές πρακτικές, κινήθηκαν διαδικασίες παράβασης σε βάρος πολλών κρατών μελών με βάση τις αρχές που προσδιορίζονται στην ανακοίνωση. Έτσι αποφασίσθηκαν αιτιολογημένες γνώμες κατά του Βελγίου, σε δύο ατομικές περιπτώσεις και κατά της Γαλλίας. Αποφασίσθηκε η αποστολή προειδοποιητικών επιστολών στην Ιρλανδία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ισπανία, ενώ για την τελευταία αυτή χώρα ανέκυψε συμπληρωματική περίπτωση σχετικά με ειδικές διαδικασίες παροχής άδειας σε θέματα διακοινοτικών επενδύσεων και οι οποίες απετέλεσαν αντικείμενο αιτιολογημένης γνώμης. Εξετάζονται επίσης και άλλες ενδεχόμενες περιπτώσεις. Επιπλέον, στον τομέα της εκχώρησης δημοσίων στοιχείων του ενεργητικού, αποφασίσθηκε η προσφυγή στο Δικαστήριο για μία περίπτωση που αφορά υφιστάμενους περιορισμούς στην Ιταλία. Τα εμπόδια που θέτουν τα συνταξιοδοτικά ταμεία στις ξένες επενδύσεις αποτέλεσαν το αντικείμενο προειδοποιητικών επιστολών προς το Βέλγιο και τη Φινλανδία ενώ η αναλογικότητα των προστίμων στο πλαίσιο της μη δήλωσης υλικών μεταφορών είχε ως συνέπεια την αποστολή προειδοποιητικής αποστολής προς τη Γαλλία. Επίσης κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου λήφθηκε υπόψη απόφαση προσφυγής στο Δικαστήριο όσον αφορά περιορισμούς του Βελγίου στην αγορά από ορισμένες κατηγορίες κατοίκων ειδικών κρατικών ομολόγων που εκδίδονται στο εξωτερικό.

2.1.6. Επιχειρησιακό περιβάλλον

2.1.6.1. Δίκαιο των εταιρειών

Στο δίκαιο των εταιρειών πρέπει να υπογραμμισθεί η απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1998 το οποίο αποφάσισε σχετικά με την προσφυγή για παράβαση υποχρέωσης που κατέθεσε η Επιτροπή κατά της Γερμανίας [υπόθεση C-191/95(42)] για κακή εφαρμογή των οδηγιών του Συμβουλίου 68/151/ΕΟΚ (μητρώο εταιρειών) και 78/660/ΕΟΚ (ετήσιοι λογαριασμοί).

Οι δύο αυτές οδηγίες προβλέπουν πράγματι ότι οι ετήσιοι λογαριασμοί των κεφαλαιουχικών εταιρειών πρέπει να δημοσιεύονται και ότι τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόζουν κατάλληλες κυρώσεις στις εταιρείες που παραλείπουν να δημοσιεύσουν τους ετήσιους λογαριασμούς τους, όπως προβλέπεται. Στη Γερμανία, περίπου το 90 % των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης αρνούνται να δημοσιεύσουν τους ετήσιους λογαριασμούς τους καταθέτοντάς τους στο πρωτόκολλο του μητρώου εταιρειών.

Στην προαναφερόμενη απόφαση, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η φύση των κυρώσεων που προβλέπει η γερμανική έννομη τάξη για την εν λόγω παράλειψη, δεν μπορεί να επιβάλει την τήρηση της υποχρέωσης δημοσίευσης που προβλέπουν οι δύο προαναφερόμενες οδηγίες. Το Δικαστήριο αποφάσισε συνεπώς ότι η Γερμανία δεν συμμορφώθηκε με τις υποχρεώσεις της δυνάμει των οδηγιών αυτών.

Όσον αφορά τις υπόλοιπες διαδικασίες παράβασης, η Επιτροπή έθεσε στο αρχείο, κατά τη διάρκεια του 1998, πολλές καταγγελίες για μη ανακοίνωση και ιδίως την καταγγελία σε βάρος του Λουξεμβούργου που αφορά τη μεταφορά της οδηγίας 92/101/ΕΟΚ του Συμβουλίου (τροποποίηση της οδηγίας 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου για το κεφάλαιο των ανωνύμων εταιρειών) καθώς και τις διαδικασίες που ξεκίνησαν κατά της Φινλανδίας για τη μεταφορά των οδηγιών του Συμβουλίου 78/660/ΕΟΚ, 83/349/ΕΟΚ, 90/604/ΕΟΚ και 90/605/ΕΟΚ. Σε όλες τις περιπτώσεις αυτές, πραγματοποιήθηκε η μεταφορά των οδηγιών.

Αντίθετα, το 1998 η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο για μη ανακοίνωση της νομοθεσίας μεταφοράς της οδηγίας 92/101/ΕΟΚ από την Ελληνική Δημοκρατία.

2.1.6.2. Πνευματική και βιομηχανική ιδιοκτησία

Βιομηχανική ιδιοκτησία

Στον τομέα της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, υπάρχουν επί του παρόντος μόνον τρεις ισχύουσες οδηγίες. Πρόκειται για την οδηγία 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τα σήματα και για τις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/44/ΕΚ για την έννομη προστασία των βιοτεχνολογικών εφευρέσεων και 98/71/ΕΚ για τη νομική προστασία σχεδίων και υποδειγμάτων.

Σύμφωνα με την οδηγία για τα σήματα, το καταχωρημένο σήμα παρέχει στον δικαιούχο του αποκλειστικό δικαίωμα το οποίο, ελλείψει της συναίνεσής του, του δίνει τη δυνατότητα να απαγορεύει σε κάθε τρίτο τη χρήση του σήματος στον επαγγελματικό βίο.

Η εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά τα εθνικά σήματα δεν είναι πλήρης αλλά περιορίζεται σε ορισμένες πτυχές που έχουν την πιο άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Εκτός των εναρμονισμένων πτυχών, και ιδίως εκείνων που αφορούν τη διαδικασία, τα κράτη μέλη διατηρούν κάθε ελευθερία όσον αφορά τον προσδιορισμό του πλέον κατάλληλου προς την παράδοσή τους συστήματος. Κατά κανόνα, ο μόνος τομέας που καλύπτεται από την οδηγία είναι το ουσιαστικό δίκαιο των καταχωρημένων σημάτων και δεν περιλαμβάνεται καμία διάταξη που να αποβλέπει στην εναρμόνιση των διαδικασιών.

Το πεδίο εναρμόνισης μπορεί τοιουτοτρόπως να οριοθετηθεί, επειδή η οδηγία εφαρμόζεται: μόνο στα καταχωρημένα σήματα (τα συστήματα προστασίας των σημάτων που προκύπτουν από την πρακτική υπάγονται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών)· σε όλες τις γνωστές από τις εθνικές νομοθεσίες κατηγορίες καταχωρημένων σημάτων (σήματα προϊόντων ή υπηρεσιών, μεμονωμένα σήματα, συλλογικά σήματα εγγύησης ή πιστοποίησης), αυτό δεν σημαίνει ότι τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να συμπεριλάβουν στη νομοθεσία τους αυτές τις διάφορες κατηγορίες σημάτων· στα σήματα που έχουν αποτελέσει το αντικείμενο διεθνούς καταχώρησης η οποία παράγει τα αποτελέσματά της στο κράτος μέλος.

Δεδομένου ότι μια διαφορετική εξέλιξη των εθνικών νομοθεσιών για την έννομη προστασία των βιοτεχνολογικών εφευρέσεων στην Κοινότητα μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο για τη βιομηχανική ανάπτυξη των εν λόγω εφευρέσεων και την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, κρίθηκε σημαντικό να αποκτήσει η Κοινότητα νομοθεσία στον εν λόγω τομέα. Δεν θεωρήθηκε όμως απαραίτητο να θεσπισθεί ειδικό δίκαιο που θα υποκαθιστά το εθνικό δίκαιο για την ευρεσιτεχνία. Το κοινοτικό πλαίσιο μπορεί να περιοριστεί στη θέσπιση ορισμένων αρχών που έχουν ως στόχο τον προσδιορισμό της διαφοράς μεταξύ εφεύρεσης και ανακάλυψης σε συνάρτηση με τη δυνατότητα ευρεσιτεχνιακής κατοχύρωσης ορισμένων στοιχείων ανθρώπινης προέλευσης καθώς και να περιοριστεί στην έκταση της προστασίας που παρέχει ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σε μια βιοτεχνολογική εφεύρεση, στη δυνατότητα προσφυγής σε ένα σύστημα κατάθεσης που συμπληρώνει τη γραπτή περιγραφή και στη δυνατότητα απόκτησης υποχρεωτικών μη αποκλειστικών αδειών λόγω αλληλεξάρτησης μεταξύ φυτικών ποικιλιών και εφευρέσεων.

Τα κράτη μέλη πρέπει να θέσουν σε ισχύ τις απαιτούμενες νομοθετικές κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την οδηγία 98/44/ΕΟΚ το αργότερο μέχρι τις 30 Ιουλίου 2000.

Η εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σε θέματα σχεδίων και υποδειγμάτων, όπως και η εναρμόνιση των νομοθεσιών σε θέματα εθνικών σημάτων, δεν είναι πλήρης αλλά περιορίζεται σε ορισμένες πτυχές που έχουν πιο άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Οι πτυχές αυτές είναι η απόκτηση δικαιώματος μέσω της καταχώρησης επί σχεδίου ή υποδείγματος υπό ταυτόσημους όρους, ο ενιαίος προσδιορισμός της έννοιας του σχεδίου ή υποδείγματος καθώς και οι απαιτήσεις για νεωτερισμό και ατομικότητα τις οποίες πρέπει να πληροί το καταχωρημένο σχέδιο ή υπόδειγμα καθώς και μια ισοδύναμη προστασία σε όλα τα κράτη μέλη. Εκτός από τις εναρμονισμένες πτυχές, τα κράτη μέλη διατηρούν κάθε ελευθερία να προσδιορίσουν το πλέον προσαρμοσμένο στην παράδοσή τους καθεστώς.

Τα κράτη μέλη πρέπει να θέσουν σε ισχύ τις νομοθετικές διατάξεις για τη συμμόρφωσή τους με την παρούσα οδηγία το αργότερο μέχρι τις 28 Οκτωβρίου 2001.

Πνευματική ιδιοκτησία

Κατά γενικό τρόπο, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εθνικά μέτρα εκτέλεσης των οδηγιών που υπάγονται σε αυτόν τον τομέα με σημαντικές καθυστερήσεις και συχνά μόνο μετά την έναρξη διαδικασιών παράβασης.

Ωστόσο, η κατάσταση βελτιώθηκε σημαντικά, κυρίως κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους. Επί του παρόντος, όλα τα κράτη μέλη, με εξαίρεση την Ιρλανδία, έχουν ανακοινώσει τα εθνικά μέτρα εκτέλεσης για το σύνολο των εφαρμοστέων οδηγιών την 1η Ιανουαρίου 1997. Όσον αφορά τη μεταφορά της οδηγίας "βάσεις δεδομένων" η οποία έπρεπε να γίνει πριν την 1η Ιανουαρίου 1998, μόνον εννέα κράτη μέλη έχουν ανακοινώσει τα εθνικά μέτρα εκτέλεσης.

Η Επιτροπή θα συνεχίσει τις προσπάθειές της ώστε όλα τα κράτη μέλη να μεταφέρουν τις οδηγίες στο εθνικό δίκαιο και θα μεριμνήσει επίσης για την ορθή εφαρμογή των κειμένων αυτών, γεγονός που φαίνεται να αποτελεί σημαντικό μέρος των δικαστικών διενέξεων.

Όλα τα κράτη μέλη έχουν πλέον ανακοινώσει τα εθνικά μέτρα μεταφοράς για την οδηγία 87/54/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη νομική προστασία των τοπογραφιών προϊόντων ημιαγωγών, για την οδηγία 91/250/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη νομική προστασία προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών και για την οδηγία 93/98/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την εναρμόνιση της διάρκειας προστασίας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και ορισμένων συγγενών δικαιωμάτων.

Έχουν κινηθεί διαδικασίες παράβασης στο στάδιο της αιτιολογημένης γνώμης κατά της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Ιταλίας, του Λουξεμβούργου, των Κάτω Χωρών και της Ισπανίας για τη μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων εκτέλεσης της οδηγίας 96/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων.

Διαδικασίες παράβασης έχουν κινηθεί και βρίσκονται στο στάδιο αιτιολογημένης γνώμης κατά του Βελγίου για μη κύρωση των τελευταίων συμβάσεων της Βέρνης (πράξη του Παρισιού 1971) και της Ρώμης (1961), κατά της Πορτογαλίας για μη κύρωση της σύμβασης της Ρώμης (1961), και κατά της Ιρλανδίας για μη κύρωση της σύμβασης της Βέρνης (πράξη του Παρισιού 1971).

Δύο διαδικασίες παράβασης έχουν κινηθεί και βρίσκονται στο στάδιο της προειδοποιητικής επιστολής, αφενός, κατά της Ιταλίας για μη συμμόρφωση με την οδηγία 93/98/ΕΟΚ του Συμβουλίου και, αφετέρου, κατά του Ηνωμένου Βασιλείου για μη συμμόρφωση προς την οδηγία 92/100/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης και δανεισμού.

Τέλος, σε δύο υποθέσεις αποφασίσθηκε η προσφυγή στο Δικαστήριο κατά της Ιρλανδίας. Στην πρώτη για μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων εκτέλεσης της οδηγίας 92/10/ΕΟΚ και στη δεύτερη για μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων εκτέλεσης της οδηγίας 93/83/ΕΟΚ σχετικά με τις δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και την καλωδιακή αναμετάδοση.

2.1.6.3. Προστασία των βάσεων δεδομένων

Οι οδηγίες 95/46/ΕΚ και 97/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προστασία των βάσεων δεδομένων στον τομέα των τηλεπικοινωνιών τέθηκαν σε ισχύ στις 25 Οκτωβρίου 1998.

Πέντε κράτη μέλη έχουν ανακοινώσει τα εθνικά μέτρα για την μεταφορά της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Μεταξύ αυτών δύο κράτη μέλη, η Ελλάδα και η Σουηδία, έχουν πραγματοποιήσει πλήρη μεταφορά. Τα υπόλοιπα τρία κράτη, η Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Δανία, έχουν πραγματοποιήσει μερική μεταφορά. Τα μέτρα που έχουν ληφθεί εξετάζονται προκειμένου να καθορισθεί εάν πρόκειται για πλήρεις και ορθές μεταφορές.

Αποστάλθηκε προειδοποιητική επιστολή σε όλα τα κράτη μέλη που δεν έχουν ανακοινώσει την πλήρη μεταφορά, εξαιρουμένων εκείνων που έχουν αναφέρει στην Επιτροπή ότι η διαδικασία ανακοίνωσης έχει ήδη ξεκινήσει (ειδικότερα Πορτογαλία).

Όσον αφορά την οδηγία 97/66/ΕΚ, τρία κράτη μέλη, η Ισπανία, η Ιταλία και η Γερμανία, έχουν ανακοινώσει τη μεταφορά της. Για περαιτέρω πληροφορίες ανατρέξατε στο σημείο 2.10, στις τηλεπικοινωνίες.

2.1.6.4. Δημόσιες συμβάσεις

Η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς σε ένα πρωταρχικό τομέα της ευρωπαϊκής οικονομίας, όπως είναι οι δημόσιες συμβάσεις, αρχίζει από την ορθή μεταφορά των κοινοτικών οδηγιών που έχουν εκδοθεί στον εν λόγω τομέα. Όμως, ορισμένες εκδοθείσες οδηγίες στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων δεν είχαν ακόμη μεταφερθεί το 1998. Έτσι, για την οδηγία 93/38/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τους ειδικούς τομείς και για την οδηγία 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τις προσφυγές στους τομείς αυτούς, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία παράβασης κατά της Ελλάδος η οποία δεν ανακοίνωσε τα εθνικά μέτρα εκτέλεσης των εν λόγω οδηγιών.

Η εξέταση των εθνικών μέτρων που ανακοινώθηκαν είχε ως συνέπεια την κίνηση συνολικά 30 διαδικασιών για μη συμμόρφωση, εκ των οποίων οι έξι βρίσκονται τουλάχιστον στο στάδιο της αιτιολογημένης γνώμης. Ενίοτε, οι περιπτώσεις αυτές αφορούν θέματα αρχής ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση την εφαρμογή των δημοσίων συμβάσεων που συνάπτονται στα σχετικά κράτη μέλη.

Επιπλέον, ακόμη και όταν έχει γίνει η μεταφορά, πρέπει να διασφαλιστεί ότι θα εφαρμοστούν πράγματι οι κανόνες. Επομένως, η Επιτροπή συνέχισε τη δράση για τον έλεγχο της εφαρμογής των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου στις διαδικασίες ανάθεσης μεμονωμένων συμβάσεων, κυρίως μέσω καταγγελιών, καθώς επίσης και με την ανάλυση και την παρακολούθηση των αυτεπαγγέλτως διαπιστωθεισών περιπτώσεων.

Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή εξέτασε κατά τη διάρκεια του έτους 397 φακέλους καταγγελιών εκ των οποίων 237 νέες περιπτώσεις. Ταυτόχρονα, κατέστη δυνατόν να τεθούν στο αρχείο 115 φάκελοι, καθόσον στις περισσότερες περιπτώσεις ελήφθησαν τα απαραίτητα μέτρα από τις επιδικάζουσες αρχές ή τις αρχές εποπτείας για να επανορθωθούν οι διαπραχθείσες παρατυπίες. Η διαδικασία διαλόγου και συνεννόησης ("συνεδριάσεις-πακέτα") που τέθηκε σε εφαρμογή για να δοθεί στα κράτη μέλη η δυνατότητα αναζήτησης, από κοινού, στις εκκρεμούσες διαφορές, λύσεων συμφώνων προς το κοινοτικό δίκαιο, συνέβαλε σαφώς σε αυτό το αποτέλεσμα.

Μπορούν να αναφερθούν ορισμένα παραδείγματα.

Μετά από παρέμβαση της Επιτροπής, οι ιταλικές αρχές ακύρωσαν ορισμένες συμβάσεις για τις οποίες υποβλήθηκαν καταγγελίες, και συγκεκριμένα σύμβαση παροχής υπηρεσιών εστίασης σε φέρυ μπόουτ, παραχώρηση υπηρεσιών διανομής ποσίμου ύδατος και σύμβαση οικονομικοτεχνικών υπηρεσιών για κλινικές.

Σε μία περίπτωση που αφορούσε την Πορτογαλία, οι αρχές της περιφέρειας των Αζορών απηύθυναν εγκύκλιο στους αναλαμβάνοντες προμήθειες του δημοσίου με την οποία απαγορεύουν να περιλαμβάνονται στα συστήματα αξιολόγησης προσφορών προβλέψεις που παρέχουν πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις που είχαν στο παρελθόν εκτελέσει συμβάσεις στην περιοχή, καθόσον οι πρακτικές αυτές δεν συμβιβάζονταν με το κοινοτικό δίκαιο.

Η Γερμανία τροποποίησε πρόσφατα τον ομοσπονδιακό νόμο κατά των περιορισμών στον ανταγωνισμό προκειμένου να λάβει υπόψη τις αντιρρήσεις που εξέφρασε η Επιτροπή σε αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με τα μέτρα στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων. Οι νέες κανονιστικές ρυθμίσεις της Γερμανίας οι οποίες τίθενται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 1999 διασφαλίζουν την παροχή αποτελεσματικών διαδικασιών εξέτασης σε οποιονδήποτε έχει συμφέρον για την επίτευξη συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης και ο οποίος έχει θιγεί ή κινδυνεύει να θιγεί από εικαζόμενη παράβαση.

Προσφυγές στο Δικαστήριο έχουν γίνει ή πρόκειται να γίνουν και για άλλες περιπτώσεις.

Έτσι η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Ιταλίας για μη αιτιολογημένη χρησιμοποίηση της "διαδικασίας με διαπραγμάτευση" χωρίς προηγούμενη δημοσίευση της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, στη σύναψη συμβάσεων για τη συντήρηση τη διαχείριση και την ανάπτυξη του ολοκληρωμένου συστήματος μηχανογράφησης της Ragioneria Generale dello Stato και του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Σε υπόθεση κατά του Βελγίου, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τη γνώμη της Επιτροπής ότι ένας νομοθετικός οργανισμός όπως το Vlaamse Raad πρέπει να υπάγεται στον ορισμό του κράτους και να μπορεί να αποτελέσει τον εργολήπτη κατά τους όρους της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τις συμβάσεις δημοσίων έργων.

2.1.6.5. Άμεση φορολογία

Η νέα συνολική προσέγγιση σε θέματα φορολογικής πολιτικής που ξεκίνησε από την Επιτροπή στα πλαίσια της ομάδας φορολογικής πολιτικής υπό την προεδρία του Επιτρόπου κ. Monti, συνεχίζεται. Στα πλαίσια αυτά η Επιτροπή ελπίζει να θεσπισθούν προσεχώς, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Συμβουλίου Ecofin της 1ης Δεκεμβρίου 1997, προτάσεις σχετικές με την κατάργηση της παρακράτησης στην πηγή όσον αφορά την πληρωμή των τόκων και οφειλών μεταξύ συνεταιριζομένων επιχειρήσεων και όσον αφορά τη φορολογία στα έσοδα από αποταμίευση.

Για τους λόγους που αναφέρονται στις προαναφερόμενες εκθέσεις υπάρχουν πολλά εμπόδια που οφείλονται στην έλλειψη προωθημένης εναρμόνισης στον τομέα της άμεσης φορολογίας και μόνο σε περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων μπορούν να αντιμετωπισθούν ως παράβαση του κοινοτικού δικαίου. Οι διάφορες περιπτώσεις διαφορών ρυθμίζονται ουσιαστικά στο πλαίσιο διαδικαστικών ζητημάτων που τίθενται στο Δικαστήριο από τα εθνικά δικαστήρια.

Όσον αφορά τη φορολογική αντιμετώπιση των πριμοδοτήσεων και των καταβολών χρηματικών ποσών στο πλαίσιο των διασυνοριακών δραστηριοτήτων των ασφαλιστικών εταιρειών, το εν λόγω θέμα εξετάζεται σε νομικό επίπεδο στο πλαίσιο των εγγυούμενων δικαιωμάτων από τα άρθρα 8α, 48, 52 και 59 και 73β της συνθήκης ΕΚ παράλληλα με την προετοιμασία, στο πολιτικό επίπεδο, μιας νέας πρωτοβουλίας στον τομέα της προσέγγισης των νομοθεσιών. Για το σκοπό αυτό η Επιτροπή απηύθυνε σε όλα τα κράτη μέλη επιστολή με την οποία τους ζητεί να της κοινοποιήσουν τα μέτρα που προτίθενται να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση της 28ης Απριλίου 1998 στην υπόθεση Jessica Safir C-118/97, στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 59 της συνθήκης ΕΚ απαγορεύει την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας περί φορολογήσεως των ασφαλίσεων ζωής διά κεφαλαιοποιήσεως όπως οι επίδικοι στην κύρια δίκη, στην περίπτωση που η εθνική νομοθεσία στον τομέα αυτό διαφέρει από την εν λόγω νομολογία.

Στην απόφασή του της 16ης Ιουλίου 1998 σχετικά με την υπόθεση C-264/96 (Imperial Chemical Industries)(43) που αφορά το συμβιβάσιμο, με το άρθρο 52 της συνθήκης ΕΚ, της προϋπόθεσης κατά πλειοψηφία εγκατάστασης των θυγατρικών στο Ηνωμένο Βασίλειο, προκειμένου να επωφελούνται από τη μείωση φόρου λόγω ζημιών για τα μέλη του consortium, το Δικαστήριο υπενθύμισε την πάγια σχετική νομολογία του, εκτιμώντας ότι το εν λόγω άρθρο "εμποδίζει την εφαρμογή νομοθεσίας κράτους μέλους η οποία, όσον αφορά τις εγκατεστημένες εντός του κράτους μέλους αυτού εταιρείες που είναι μέλη consortium, μέσω του οποίου κατέχουν εταιρεία holding και ασκούν το δικαίωμα της ελεύθερης εγκαταστάσεως για να δημιουργήσουν μέσω της ως άνω εταιρείας holding θυγατρικές σε άλλα κράτη μέλη, εξαρτά το δικαίωμα μειώσεως του φόρου από την προϋπόθεση η δραστηριότητα της εταιρείας holding να συνίσταται στην κατοχή αποκλειστικά ή κυρίως μετοχών θυγατρικών εταιρειών εγκατεστημένων εντός του κράτους μέλους αυτού". Λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου του άρθρου 5 της συνθήκης για τον εθνικό δικαστή, αν η βρετανική νομοθεσία έπρεπε να θεωρηθεί ασυμβίβαστη προς το κοινοτικό δίκαιο, στο βαθμό που η εταιρεία holding ελέγχει κυρίως θυγατρικές εδρεύουσες σε τρίτες χώρες, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, σε τέτοιες περιστάσεις, το άρθρο 5 δεν επιβάλλει στον εθνικό δικαστή "ούτε να ερμηνεύσει τη νομοθεσία του σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο ούτε να μην εφαρμόσει τη νομοθεσία αυτή σε κατάσταση που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου".

Πρέπει να επισημανθεί προσφυγή στο Δικαστήριο όσον αφορά την ελληνική υπόθεση για κακή εφαρμογή της οδηγίας 69/335/ΕΟΚ(44) περί των εμμέσων φόρων των επιβαλλομένων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων. Πράγματι, κατά τη σύσταση επιχείρησης ή κατά την αύξηση του κεφαλαίου της, η Ελλάδα προβλέπει φόρο εισφοράς 1,3 % ενώ η οδηγία επιτρέπει ως μέγιστο συντελεστή του φόρου εισφοράς 1 %, στον οποίο προστίθεται η εισφορά στο κοινωνικό ταμείο των δικηγόρων, ύψους 0,5 %, η οποία εισπράττεται με την ίδια βάση με το φόρο εισφοράς. Αντίθετα, η Επιτροπή έθεσε στο αρχείο τη διαδικασία που κινήθηκε κατά του ίδιου αυτού κράτους για μη έγκαιρη μεταφορά της οδηγίας 90/434/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1990 σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς για τις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών που αφορούν εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών(45) αφού οι εθνικές αρχές της Ελλάδας θέσπισαν τελικά, με τον νόμο 2578 της 16ης Φεβρουαρίου 1998, τις διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας, λίγο πριν εκδοθεί η απόφαση επί παραλείψεως του Δικαστηρίου της 19ης Φεβρουαρίου 1998 (υπόθεση C-8/97)(46)

Η Επιτροπή έθεσε στο αρχείο πολλούς φακέλους καταγγελιών που αφορούσαν τη μη απόδοση ποσών που είχαν εισπραχθεί ως φόροι και η ασυμβατότητα των οποίων με το κοινοτικό δίκαιο είχε προηγούμενα διαπιστωθεί από το Δικαστήριο· πρόκειται συγκεκριμένα για την "concessione governativa" που κρίθηκε ασύμβατη με την οδηγία 69/335/ΕΟΚ (απόφαση της 20ής Απριλίου 1993, Ponente Carni και Cispadana Costruzioni, υποθέσεις C-71/91 και C-178/91)(47).

Επισημαίνεται επίσης ότι το Δικαστήριο, στην απόφασή του της 5ης Μαρτίου 1998 στην προδικαστική υπόθεση C-347/96 (Solred SA)(48), επανέλαβε τη νομολογία του σχετικά με την ευρεία ερμηνεία του άρθρου 10 της οδηγίας 69/335/ΕΟΚ, λαμβανομένων υπόψη των στόχων που αυτή επιδιώκει, διευκρινίζοντας ότι η απαγόρευση επιβολής οποιουδήποτε έμμεσου φόρου, την οποία ορίζει το άρθρο αυτό, εφαρμόζεται επίσης σε φόρους οι οποίοι, μολονότι δεν πλήττουν αυτές καθ' εαυτές τις εισφορές κεφαλαίου, εισπράττονται ωστόσο - λόγω των διατυπώσεων - που συνδέονται με τη νομική μορφή της εταιρείας, δηλαδή με το μέσον που χρησιμοποιήθηκε για τη συγκέντρωση των κεφαλαίων, οπότε η διατήρησή τους θα ενείχε επίσης τον κίνδυνο να τεθούν υπό αμφισβήτηση οι επιδιωκόμενοι από την οδηγία σκοποί (σημείο 21). Λόγω του γεγονότος αυτού, σε σχέση με τέλος χαρτοσήμου που εισπράττεται γενικά επί όλων των συμβολαιογραφικών πράξεων, το Δικαστήριο απέρριψε, βάσει του άρθρου 10, την είσπραξη αυτού του τέλους με την ευκαιρία πράξεων συγκέντρωσης κεφαλαίων (σημεία 23 έως 25). Σε μία άλλη απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1998 σχετικά με τις υποθέσεις C-31/97 και C-32/97 (FECSA)(49), το Δικαστήριο αποφάνθηκε επίσης ότι το άρθρο 11 στοιχείο β) της οδηγίας πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι η απαγόρευση φορολογήσεως των ομολογιακών δανείων έχει εφαρμογή στο φόρο επί των συμβολαιογραφικών πράξεων με τις οποίες πιστοποιείται η εξόφληση του δανείου. Ένας τέτοιος φόρος δεν μπορεί να εμπίπτει στην παρέκκλιση που προβλέπει το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της εν λόγω οδηγίας.

Σε σχέση με την ίδια αυτή οδηγία, το Δικαστήριο ερμήνευσε τις υποχρεώσεις των κρατών μελών στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου όσον αφορά την απόδοση των αχρεωστήτως καταβληθέντων στη συνέχεια προδικαστικών ερωτημάτων που του υποβλήθηκαν (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-10/97 έως 22/97). Το Δικαστήριο υπογραμμίζει στις αποφάσεις του της 22ας Οκτωβρίου 1998 την υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να μην εφαρμόζει την εθνική νομοθεσία που επιβάλλει φορολογική επιβάρυνση αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο. Το γεγονός αυτό πρέπει να το οδηγεί να δέχεται κατ' αρχήν τα αιτήματα επιστροφής των καταβληθεισών επιβαρύνσεων. Ωστόσο, η επιστροφή αυτή πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, ενώ εξυπακούεται ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από τις αντίστοιχες που αφορούν παρόμοιες προσφυγές εσωτερικής φύσεως. Επιπλέον, το Δικαστήριο αποφάνθηκε με την απόφασή του της 17ης Νοεμβρίου 1998 (υπόθεση C-228/96) ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να αντιτάσσει εθνική αποσβεστική προθεσμία στις αξιώσεις επιστροφής επιβαρύνσεων εισπραχθεισών κατά παράβαση κοινοτικών διατάξεων, έστω και αν το κράτος μέλος αυτό δεν έχει ακόμη τροποποιήσει τους εθνικούς του κανόνες ώστε να τους καταστήσει δυνατούς με τις διατάξεις αυτές. Έτσι η αποσβεστική προθεσμία αρχίζει να ισχύει από την επιβολή και όχι μόνο από μεταγενέστερη απόφαση ασυμβατότητας ενός εθνικού φόρου με το κοινοτικό δίκαιο.

2.1.6.6. ΦΠΑ

Παρόλο που το πακέτο αφορά κυρίως την αναθέρμανση στον τομέα της άμεσης φορολογίας δεν αποτελεί μέρος του φορολογικού πακέτου που θεσπίσθηκε από το Συμβούλιο του Ecofin του Δεκεμβρίου 1997, η Επιτροπή πρέπει να αναπτύξει ένα σύνολο ενεργειών και μέτρων για την εξάλειψη των στρεβλώσεων που υφίστανται στην εσωτερική αγορά στον τομέα της έμμεσης φορολογίας, και ειδικότερα στο επίπεδο του ΦΠΑ. Στα πλαίσια αυτά κύριος στόχος παραμένει η θέσπιση του κοινού συστήματος που βασίζεται στην αρχή της χώρας καταγωγής η οποία διέπει το σύνολο των εργασιών στον εν λόγω τομέα. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του ρυθμού των εργασιών, η Επιτροπή επιδιώκει να σημειώσει πρόοδο στο επίπεδο της απλούστευσης και της εκσυγχρόνισης του συστήματος ΦΠΑ, καθώς και στο πλαίσιο της απαιτούμενης εναρμόνισης που προκύπτει από τα ιδιαίτερα τεχνικά προβλήματα.

Πρέπει επίσης, ως μέσο για τη φορολογική αυτή πολιτική, να διασφαλισθεί η αυστηρή τήρηση των ήδη υφισταμένων διατάξεων στα θέματα ΦΠΑ, ιδιαίτερα όσον αφορά την έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, σχετικά με ομοιόμορφη φορολογική βάση(50). Δυνάμει της οδηγίας αυτής έχουν κινηθεί πολλές διαδικασίες δεδομένου ότι τα κράτη μέλη δεν εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους για τους ακόλουθους λόγους:

Αυστρία: Αντίθετα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 28α παράγραφος 1 στοιχείο α) της έκτης οδηγίας, η Αυστρία παρέχει απαλλαγή από την καταβολή του ΦΠΑ για την παράδοση, την εισαγωγή και την απόκτηση εντός της Κοινότητας χρυσού σε ράβδους, χρυσών νομισμάτων που θεωρούνται ως νόμιμο μέσο πληρωμής, ακατέργαστου χρυσού καθώς και για τις ενδιάμεσες σχετικές πράξεις. Απαλλαγή για το χρυσό, εκτός από το χρυσό που προορίζεται για βιομηχανική χρήση, χορηγήθηκε μεταβατικά μόνο στα κράτη εκείνα που την εφάρμοζαν ήδη κατά την έκδοση της εν λόγω οδηγίας ή στα κράτη για τα οποία αυτό προβλέπεται από την πράξη προσχώρησης. Η Αυστρία συνεπώς δεν καλύπτεται από τη μεταβατική αυτή διάταξη.

Βέλγιο: Η προμήθεια που λαμβάνει ένα πρακτορείο ταξιδίων εγκατεστημένο στο Βέλγιο από γερμανό οργανωτή περιηγήσεων (tour-opérateur) του οποίου πωλεί τα ταξίδια φορολογείται διπλά. Το Βέλγιο θεωρεί ότι το πρακτορείο ταξιδίων ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό του ταξιδιώτη, ότι ενεργεί ως πρακτορείο ταξιδίων κατά την έννοια του άρθρου 26 παράγραφος 1 της έκτης οδηγίας και συνεπώς και ότι ο ΦΠΑ πρέπει να εισπράττεται στο Βέλγιο. Όμως η δραστηριότητα του βελγικού πρακτορείου ταξιδίων συνίσταται στην πώληση, εξ ονόματος και για λογαριασμό του γερμανικού οργανωτή περιηγήσεων, ταξιδιών που οργανώνονται από τον ίδιο. Το πρακτορείο συνεπώς εφόσον δεν ενεργεί ιδίω ονόματι έναντι του ταξιδιώτη, πραγματοποιεί μια παροχή υπηρεσιών στον οργανωτή περιηγήσεων. Συνεπώς, κατ' εφαρμογή του άρθρου 28γ μέρος Ε παράγραφος 3 της έκτης οδηγίας ΦΠΑ, η παροχή των υπηρεσιών πρέπει να φορολογείται στη χώρα του λήπτη της πράξης, δηλαδή του εγκατεστημένου στη Γερμανία οργανωτή περιηγήσεων.

Ισπανία: Σημειώνεται ότι η Επιτροπή κίνησε διαδικασία αφότου η Ισπανία μείωσε τον συντελεστή ΦΠΑ στα διόδια των αυτοκινητοδρόμων από 16 σε 7 %. Πράγματι, η Επιτροπή εκτιμά ότι το μέτρο αυτό συνιστά παράβαση της έκτης οδηγίας καθόσον δεν εντάσσεται στο πεδίο του παραρτήματος Η, όπου απαριθμούνται οι πράξεις για τις οποίες επιτρέπεται η εφαρμογή μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ.

Φινλανδία: Η Φινλανδική νομοθεσία απαλλάσσει από το ΦΠΑ τις πωλήσεις έργων τέχνης που πραγματοποιούν οι δημιουργοί ή οι μεσίτες τους καθώς και τις εισαγωγές έργων τέχνης που αγοράζονται άμεσα από τους δημιουργούς. Η απαλλαγή αυτή όμως δεν καλύπτεται ούτε από την πράξη προσχώρησης της Φινλανδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία επιτρέπει στην εν λόγω χώρα να απαλλάσσει από ΦΠΑ, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, τις παροχές υπηρεσιών των συγγραφέων, καλλιτεχνών και ερμηνευτών, σε εφαρμογή της έκτης οδηγίας, που αφορά "ορισμένες παροχές υπηρεσιών πολιτιστικού χαρακτήρος, καθώς και τις στενά συνδεόμενες με αυτές παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται από οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή άλλους οργανισμούς πολιτιστικού χαρακτήρος αναγνωρισμένος από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος".

Γαλλία: Μια πρώτη διαδικασία παράβασης κινήθηκε λόγω της πρακτικής που εφαρμόζουν οι γαλλικές φορολογικές αρχές οι οποίες αρνούνται την απαλλαγή από ΦΠΑ των αμοιβών διαμεταβίβασης των αποτελεσμάτων των ιατρικών αναλύσεων μεταξύ εργαστηρίων, διότι η εν λόγω διαμεταβίβαση δεν έχει άμεση σχέση με την ιατρική πράξη. Όμως η προσέγγιση αυτή αντίκειται στο άρθρο 13 της έκτης οδηγίας ΦΠΑ και στην κοινοτική νομολογία σχετικά με τις πράξεις που συνδέονται στενά με τις απαλλασσόμενες πράξεις. Μια δεύτερη παράβαση αφορά ΦΠΑ που εισπράττεται επί των αποζημιώσεων που οφείλουν να καταβάλουν οι ενοικιαστές στην επιχείρηση χρηματοδοτικής μίσθωσης (Leasing) σε περίπτωση κλοπής ή πρόκλησης ζημιών στο ενοικιασθέν όχημα καθόσον τέτοιες αντισταθμιστικές εισφορές ως αποζημίωση για τη ζημιά συν τόκους υπερημερίας δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΦΠΑ. Η τρίτη διαδικασία που κινήθηκε κατά της Γαλλίας αφορά μια περίπτωση αντίστοιχη με εκείνη της Γερμανίας για τη χρήση των κουπονιών έκπτωσης(51). Η τέταρτη παράβαση αφορά τη διάκριση που διενεργείται στη γαλλική νομοθεσία μεταξύ δύο τύπων συσκευών για μειονεκτούντες, αφενός, των εγγεγραμμένων στο TIPS (Tarif Interministériel des Prestations Sanitaires) οι οποίες καλύπτονται από την κοινωνική ασφάλιση και υπόκεινται σε μειωμένο συντελεστή 5,5 % και αφετέρου τις μη καλυπτόμενες από την κοινωνική ασφάλιση συσκευές ΕΚ στις οποίες εφαρμόζεται κανονικός συντελεστής 20,6 %. Προκύπτει λοιπόν ότι δύο όμοιες συσκευές, εκ των οποίων η μια έχει εγγραφεί στον κατάλογο του TIPS και η άλλη όχι, φορολογούνται με δύο διαφορετικούς συντελεστές, με βάση ένα διοικητικό κριτήριο που δεν έχει σχέση με τις ιδιότητες του προϊόντος. Παρόλο όμως που η αρχή δυνάμει της οποίας δε μπορεί να εφαρμοσθεί διαφορετικός συντελεστής σε όμοια αγαθά ή υπηρεσίες, δεν περιλαμβάνεται expressis verbis στις κοινοτικές οδηγίες για τον ΦΠΑ, είναι ωστόσο συνυφασμένη με τη φύση του φόρου αυτού. Τέλος, μια τελευταία διαδικασία αφορά τις γαλλικές κανονιστικές ρυθμίσεις που επιτρέπουν σε ορισμένους υποκείμενους στο φόρο και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να μη συμπεριλαμβάνουν στη βάση επιβολής ΦΠΑ του ποσοστού της τιμής που αντιστοιχεί στην υπηρεσία, που περιλαμβάνεται στην απόδειξη (π.χ. σε ξενοδοχεία, εστιατόρια, κλινικές ...). Η διάταξη αυτή ορίζεται υπό τους όρους "μέτρο διοικητικής ανοχής". Όμως, σε εφαρμογή του άρθρου 11 μέρος Α παράγραφος 1στοιχείο α) της έκτης οδηγίας ΦΠΑ, το ποσοστό αυτό πρέπει να θεωρείται ως αναπόσπαστο μέρος της τιμής καθώς και της βάσης επιβολής του ΦΠΑ, στο μέτρο που ο πελάτης υποχρεούνται να καταβάλει το ποσό που αντιστοιχεί στην υπηρεσία. Εξάλλου, η εν λόγω ανοχή εφαρμόζονται σε ορισμένα μόνο ιδρύματα και μπορεί συνεπώς να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού που αντίκειται στην αρχή της ουδετερότητας στον ανταγωνισμό η οποία αποτελεί βασική αρχή του ΦΠΑ.

Ηνωμένο Βασίλειο: Η νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου επιτρέπει στους εργοδότες που υπόκεινται σε ΦΠΑ να εκπίπτουν είτε ένα ποσοστό από την αντισταθμιστική αποζημίωση που καταβάλλουν στους εργαζομένους τους για τα έξοδα που προκύπτουν από τη χρήση του ιδιωτικού τους αυτοκινήτου για τις ανάγκες της επιχείρησης, είτε του ΦΠΑ που αντιστοιχεί στα έξοδα καυσίμων που έχουν πραγματοποιήσει οι υπάλληλοί τους. Στο μέτρο που η έκπτωση αυτή διενεργείται χωρίς ο υποκείμενος να είναι ο αγοραστής στη συναλλαγή και χωρίς να διαθέτει τιμολόγιο στο όνομά του, οι διατάξεις αυτές είναι αντίθετες με τα άρθρα 17 και 18 της έκτης οδηγίας.

Στο πλαίσιο της εποπτείας της ορθής εφαρμογής της έκτης αυτής οδηγίας ΦΠΑ, πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο σε σχέση με τέσσερις διαδικασίες που είχαν κινηθεί προηγουμένως. Πρόκειται κατά πρώτο λόγο για την Πορτογαλία και σε σχέση με την εφαρμογή μειωμένου συντελεστή στο πετρέλαιο κινητήρων στο μαζούτ και στα αντίστοιχα μείγματα, στα γεωργικά είδη και μηχανές· κατά δεύτερο λόγο για τις Κάτω Χώρες που επιτρέπουν στους υποκείμενους σε ΦΠΑ να εκπίπτουν ένα ποσοστό από την αντισταθμιστική αποζημίωση που καταβάλλουν στους εργαζόμενούς τους για τα έξοδα που προκύπτουν από τη χρήση του ιδιωτικού τους αυτοκινήτου για τις ανάγκες της επιχείρησης· και κατά τρίτο λόγο για την Ελλάδα η οποία δεν εισπράττει τον ΦΠΑ στα διόδια που ζητεί για τη χρήση ορισμένων αυτοκινητοδρόμων ενώ πρόκειται για πράξη υποκείμενη στο φόρο κατά την έννοια του άρθρου 2 της έκτης οδηγίας και η εν λόγω παράβαση έχει αρνητικές συνέπειες για την είσπραξη των ιδίων πόρων από την Κοινότητα. Μια τέταρτη και τελευταία προσφυγή αφορά τη Γερμανία η οποία δεν προβαίνει σε διακανονισμό του δικαιώματος προς έκπτωση των παραγωγών αγαθών που έχουν εξαργυρώσει, εκ των υστέρων, κουπόνια εκπτώσεως που έχουν χρησιμοποιηθεί από τελικούς καταναλωτές για να αγοράσουν τα εν λόγω αγαθά σε μειωμένη τιμή. Το βάσιμο του εν λόγω διακανονισμού, σύμφωνα με το άρθρο 11 της έκτης οδηγίας, επικυρώθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996 στην υπόθεση C-317/94 (Elida Gibbs Ltd)(52). Παρά την απόφαση αυτή, η Γερμανία δεν έχει λάβει ακόμη τα μέτρα εφαρμογής που θα επέτρεπαν την επιστροφή των χρημάτων στους υποκείμενους στο φόρο του κράτους αυτού.

Ορισμένες διαδικασίες που είχαν κινηθεί προηγούμενα σχετικά με τον ΦΠΑ τέθηκαν στο αρχείο:

Γαλλία: Μετά από την ενέργεια της Επιτροπής, η Γαλλία έλαβε τα μέτρα για να συμμορφωθεί με τα άρθρα 11 και 13 της έκτης οδηγίας, όπως αυτά ερμηνεύονται από το Δικαστήριο στην απόφασή του της 27ης Οκτωβρίου 1993 (Προδικαστική υπόθεση C-281/91 - Muys en De Winter's Bouw)(53), γεγονός που έχει ως συνέπεια οι τόκοι που εισπράττονται από υποκείμενο στο φόρο, μετά την παράδοση αγαθού, για κλιμακωμένη πληρωμή, να απαλλάσσονται από το ΦΠΑ δυνάμει του άρθρου 13 της έκτης οδηγίας. Αντίθετα, το Δικαστήριο δεν ακολούθησε τη θέση της Επιτροπής στην υπόθεση C-43/96 διότι έκρινε με την απόφασή του της 18ης Ιουνίου 1998 ότι η Γαλλία, διατηρώντας σε ισχύ νομοθετικές διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες αποκλείεται η έκπτωση του ΦΠΑ επί μεταφορικών μέσων που αποτελούν το εργαλείο της δραστηριότητας του υποκείμενου στο φόρο, δεν παρέβη την έκτη οδηγία και ειδικότερα τις διατάξεις του άρθρου 17 παράγραφος 2. Πρέπει ακόμη να αναφερθεί ότι η Επιτροπή έθεσε στο αρχείο τη διαδικασία που κινήθηκε το 1989 σχετικά με θέμα διπλής φορολόγησης ΦΠΑ σε θέματα διαφήμισης που απετέλεσε το αντικείμενο απόφασης του Δικαστηρίου στις 17 Νοεμβρίου 1993 (υπόθεση C-68/92)(54).

Ισπανία: Η Επιτροπή καταλόγισε στην Ισπανία ότι η νομοθεσία της δεν τηρεί το άρθρο 18 παράγραφος 4 της έκτης οδηγίας, το οποίο παρέχει στους οικονομικούς φορείς το δικαίωμα να τους επιστραφεί ο μη εκπίπτων φόρος όταν το ποσό της δικαιούμενης έκπτωσης είναι μεγαλύτερο του οφειλόμενου φόρου για μια περίοδο δηλώσεως. Οι ισπανικές αρχές τροποποίησαν τη νομοθεσία τους ακολουθώντας τις υποδείξεις της Επιτροπής. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι οι ισπανικές αρχές συμμορφώθηκαν με την απόφαση της 7ης Μαΐου 1998 στην υπόθεση C-124/96 στην οποία το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι αντίκειται στις κοινοτικές διατάξεις το γεγονός ότι "η απαλλαγή από το φόρο προστιθέμενης αξίας όσον αφορά τις παροχές που συνδέονται στενά με τον αθλητισμό ή τη σωματική αγωγή ισχύει μόνο για τους ιδιωτικούς φορείς, των οποίων τα τέλη εισόδου ή οι περιοδικές συνδρομές δεν υπερβαίνουν ένα συγκεκριμένο ποσό".

Όσον αφορά την παρακολούθηση της κοινοποίησης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης, η Επιτροπή έθεσε στο αρχείο, μετά από κοινοποίηση των εν λόγω μέτρων, τη διαδικασία μέτρων που κινήθηκε κατά της Γαλλίας δυνάμει της οδηγίας 96/95/ΕΚ του Συμβουλίου(55) με στόχο την τροποποίηση της έκτης οδηγίας όσον αφορά το επίπεδο του κανονικού συντελεστή ΦΠΑ, καθώς και τη διαδικασία κατά της Γερμανίας όσον αφορά την οδηγία 95/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου(56) σχετικά με νέα μέτρα απλούστευσης στον τομέα του ΦΠΑ. Αντίθετα, αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας για μη ανακοίνωση των μέτρων εφαρμογής που αφορούν την οδηγία 96/42/ΕΟΚ του Συμβουλίου(57) που έχει ως στόχο την τροποποίηση της έκτης οδηγίας όσον αφορά το μειωμένο συντελεστή που εφαρμόζεται στα γεωργικά προϊόντα των κλάδων της ανθοκομίας και της φυτοκομίας.

2.1.6.7. Άλλοι έμμεσοι φόροι

Η Επιτροπή συνέχισε τις προσπάθειές της στον τομέα της εναρμόνισης των ειδικών φόρων κατανάλωσης και ελπίζει ότι το Συμβούλιο θα εγκρίνει προσεχώς την πρότασή της σχετικά με τη φορολογία των τσιγάρων και των λοιπών κατεργασμένων προϊόντων του καπνού. Προτίθεται επίσης να αναπτύξει ενέργειες για την εφαρμογή των συστάσεων της ομάδας σε υψηλό επίπεδο όσον αφορά την καταπολέμηση της απάτης στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης, ειδικότερα τη θέσπιση συστήματος προηγούμενης ενημέρωσης για τη διακίνηση και τον έλεγχο των αγαθών που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης εν αναμονή της θέσπισης του μηχανογραφημένου συστήματος των εν λόγω προϊόντων. Για το σκοπό αυτό θα διεξαχθεί κατά τη διάρκεια του έτους 1999 μελέτη σκοπιμότητας.

Η επίβλεψη της ορθής εφαρμογής των ήδη ισχυουσών οδηγιών αποκτά στο θέμα αυτό ιδιαίτερη σημασία καθώς και ως προς τις διατάξεις του άρθρου 95 της συνθήκης.

Στον τομέα αυτό κινήθηκαν δύο διαδικασίες κατά της Γαλλίας, η μία λόγω του τρόπου προσδιορισμού της υποδύναμης των αυτοκινήτων οχημάτων που είναι δυσμενής για τα εισαγόμενα από άλλα κράτη μέλη οχήματα και η άλλη διαδικασία λόγω του φόρου επί των ποτών που προκύπτουν από προηγούμενη μίξη μεταξύ μη αλκοολούχων ποτών και ορισμένων αλκοολούχων ποτών, γεγονός που είναι αντίθετο όχι μόνο στην οδηγία 92/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου(58) σχετικά με τις διαρθρώσεις των ειδικών φόρων κατανάλωσης αλλά και στο άρθρο 95 της συνθήκης καθόσον προκύπτει ότι η φορολογία αυτή πλήττει κατά κύριο λόγο τα προαναμεμειγμένα ποτά για την κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται βασικά μη γαλλικά αλκοολούχα ποτά.

Μια άλλη διαδικασία αφορά τη Φινλανδία η οποία επιτρέπει, κατά γενικευμένο τρόπο, την υπό όρους χρησιμοποίηση των καυσίμων που προορίζονται για τη θέρμανση και τα οποία κατά συνέπεια υπάγονται σε μειωμένο ειδικό φόρο κατανάλωσης, ως καύσιμα για τα μέσα μεταφοράς. Το μέτρο αυτό αντίκειται στο άρθρο 8 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ του Συμβουλίου(59) σχετικά με την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή και το άρθρο 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 92/82/ΕΟΚ του Συμβουλίου(60) σχετικά με την προσέγγιση των ειδικών φόρων κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών.

Η Επιτροπή έθεσε επίσης υπό αμφισβήτηση την πρόσφατη ιταλική νομοθεσία που επιτρέπει την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης μόνο για τα προϊόντα αλκοόλης που προορίζονται για την παραγωγή αρωμάτων και καλλυντικών προϊόντων που είναι "buon gusto" ή "neutro". Η προϋπόθεση αυτή τίθεται επίσης στα προϊόντα υπό μορφή μετουσιωμένης αλκοόλης που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη όπου η μετουσίωση πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες. Από την κοινοτική νομοθεσία και ειδικότερα από το άρθρο 27 παράγραφος 1 σημεία 1 και 2 της οδηγίας 92/83/ΕΟΚ προκύπτει ότι αφού μετουσιωθεί η αλκοόλη σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κάθε κράτους μέλους, τα υπόλοιπα κράτη μέλη υποχρεούνται να δεχθούν τα εν λόγω μετουσιωμένα προϊόντα για απαλλαγή από τον εναρμονισμένο ειδικό φόρο κατανάλωσης στη χώρα τους και να αποφύγουν την επιβολή οποιασδήποτε συμπληρωματικής εθνικής προϋπόθεσης σχετικά με τη μετουσίωση.

Πρέπει ακόμη να αναφερθεί η προσφυγή στο Δικαστήριο κατά της Ελλάδας όσον αφορά τις εθνικές διατάξεις που παρέχουν στο Υπουργείο Οικονομικών την αρμοδιότητα καθορισμού της ελάχιστης τιμής λιανικής πώλησης των επεξεργασμένων καπνών. Πράγματι το άρθρο 9 της οδηγίας 95/59/ΕΚ(61) σχετικά με τις διαρθρώσεις των ειδικών φόρων κατανάλωσης επί των επεξεργασμένων καπνών προβλέπει ρητά ότι η μέγιστη τιμή λιανικής πώλησης ορίζεται από τους καπνοβιομήχανους ή τους εισαγωγείς των εν λόγω προϊόντων.

2.2. ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

Σε ό,τι αφορά τις μεμονωμένες περιπτώσεις, ο αριθμός των διαδικασιών που κινήθηκαν κατά των κρατών μελών δεν μεταβλήθηκε αισθητά σε σχέση με το 1997. Περισσότερο απ' ότι κατά τα προηγούμενα έτη, οι παραβάσεις των κρατών μελών ως προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αφορούν κυρίως τον τομέα των τηλεπικοινωνιών και αντιπροσωπεύουν τα τρία τέταρτα αυτού του είδους παραβάσεων τις οποίες διαχειρίσθηκε το 1998 η Επιτροπή στον τομέα του ανταγωνισμού. Αντίθετα, ο αριθμός των περιπτώσεων που εξετάσθηκαν στον τομέα των μεταφορών καθώς και στον τομέα των υπηρεσιών που παρέχονται στους αερολιμένες μειώθηκε αισθητά.

Όσον αφορά την εφαρμογή των οδηγιών για τον ανταγωνισμό στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, η κοινή ομάδα ("joint team") που συστάθηκε το 1997 για να παρακολουθεί την κατάσταση μεταφοράς των οδηγιών εξακολούθησε το έργο της. Προετοίμασε δύο εκθέσεις που καλύπτουν ιδίως την κατάσταση μεταφοράς των εν λόγω οδηγιών. Η πρώτη εγκρίθηκε από την Επιτροπή στις 8 Φεβρουαρίου 1998 και η δεύτερη στις 25 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Η έμφαση, σε αυτήν την τελευταία έκθεση, δόθηκε κυρίως στην πραγματική εφαρμογή στα κράτη μέλη. Βασίσθηκε εν μέρει στα αποτελέσματα οικονομικών ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν από ανεξάρτητους συμβούλους και αφορούσαν την κατάσταση που επικρατεί στα κράτη μέλη. Παράλληλα, η Επιτροπή συνέχισε τις διαδικασίες του άρθρου 169 της συνθήκης, οι οποίες είχαν ήδη κινηθεί κατά ορισμένων κρατών μελών, και κίνησε νέες διαδικασίες.

2.2.1. Δημόσιες επιχειρήσεις

Στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, εννέα διαδικασίες τέθηκαν στο αρχείο, ενώ δώδεκα νέες διαδικασίες κινήθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους.

Στο πλαίσιο των εν λόγω διαδικασιών, η Επιτροπή αποφάσισε το 1998 να απευθύνει αιτιολογημένες γνώμες στο Βέλγιο, στο Λουξεμβούργο, στην Ελλάδα και στην Ιταλία. Το Βέλγιο δεν είχε ακόμη ορίσει τις αρχές της λογιστικής καταχώρησης του κόστους, τις οποίες η Belgacom θα πρέπει να εφαρμόσει για να προσδιορίσει τα στοιχεία κόστους που περιλαμβάνονται στις εισφορές διασύνδεσης. Το Λουξεμβούργο δεν έχει ακόμη ανακοινώσει το εθνικό σχέδιο αριθμοδότησης, και κατά συνέπεια η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να εξακριβώσει εάν διατίθεται κατάλληλη αριθμοδότηση για όλες τις υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών. Η Πορτογαλία δεν έχει ακόμη απελευθερώσει πλήρως τη θέσπιση και την παροχή υποδομής για την προσφορά υπηρεσιών εκτός από τη φωνητική τηλεφωνία, ενώ η Ελλάδα δεν έχει ακόμη κοινοποιήσει όλα τα μέτρα που έχει λάβει για τον σκοπό αυτόν. Εξάλλου, η Ελλάδα δεν έχει εγκρίνει το κανονιστικό πλαίσιο που θα καθιστά δυνατή την προσφορά κινητών υπηρεσιών DECT και DCS 1800· εξακολουθεί να υποχρεώνει τους κινητούς σταθμούς να διασυνδέονται με ξένα δίκτυα μέσω του δημόσιου φορέα εκμετάλλευσης ΟΤΕ. Τέλος, η Ιταλία ούτε έχει επιτρέψει στην Telecom Italia να αναπροσαρμόσει τα τιμολόγιά της ούτε έχει κοινοποιήσει λεπτομερές χρονοδιάγραμμα για τη σταδιακή εξισορρόπηση των τιμολογίων της.

Εξάλλου, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο σχετικά με την ατελή μεταφορά, από το Λουξεμβούργο, της οδηγίας 94/46/ΕΚ για την απελευθέρωση των υπηρεσιών δορυφορικών επικοινωνιών.

Για μεμονωμένες περιπτώσεις, η Επιτροπή ξεκίνησε διαδικασία, στηριζόμενη στα άρθρα 90 και 86 της συνθήκης, για την άδεια που παρέχεται από την ιταλική κυβέρνηση στην Telecom Italia, επιχείρηση που απολαύει ειδικών δικαιωμάτων, για την εκμετάλλευση της υπηρεσίας της DECT ("Fido"). Η εν λόγω άδεια είχε δοθεί στην Telecom κατά τρόπον ώστε η επιχείρηση αυτή να ευνοεί τη δική της υπηρεσία DECT σε σχέση με παρεμφερείς υπηρεσίες που οι ανταγωνιστές ενδέχεται να επιθυμούν να προσφέρουν στο ξεκίνημα του δημόσιου σταθερού δικτύου της Telecom. Εξάλλου, η Ιταλία δεν έχει χορηγήσει παρόμοιες άδειες σε όλους τους δυνάμει ανταγωνιστές της Telecom, οι οποίοι είχαν υποβάλει σχετική αίτηση. Εντούτοις, η διαδικασία αυτή ανεστάλη, όταν η Telecom αποφάσισε να σταματήσει την ενεργό εμπορία της υπηρεσίας της Fido.

Όσον αφορά την οδηγία 93/84/ΕΟΚ για την τροποποίηση της οδηγίας 80/723/ΕΟΚ περί της διαφάνειας των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημόσιων επιχειρήσεων, και σε συνέχεια της αποστολής, η οποία αποφασίσθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1997, αιτιολογημένης γνώμης στην Ελλάδα λόγω ασυμφωνίας σχετικά με την έκταση της υποχρέωσης ανακοίνωσης που απαιτεί η οδηγία από τα κράτη μέλη, οι ελληνικές αρχές ανακοίνωσαν στην Επιτροπή, στις 2 Ιουλίου 1998, τις διατάξεις που θέσπισαν για τη μεταφορά της οδηγίας στην ελληνική νομοθεσία. Οι εν λόγω διατάξεις περιέχονται στο άρθρο 27 του νόμου αριθ. 2579. Δεδομένου ότι εξακολουθεί να υπάρχει ασυμφωνία ανάμεσα στην Επιτροπή και την Ελλάδα σχετικά με το εύρος των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στα κράτη μέλη μέσω της οδηγίας, η Επιτροπή ζήτησε πρόσθετες πληροφορίες από τις ελληνικές αρχές προτού αποφανθεί για ενδεχόμενη λήξη της διαδικασίας παράβασης.

Στον τομέα των μεταφορών, η Επιτροπή είχε εκδώσει στις 28 Ιουνίου 1995(62) απόφαση δυνάμει του άρθρου 90 παράγραφος 3 σε σχέση με το άρθρο 86, η οποία διαπίστωνε ότι το Βέλγιο είχε παραβιάσει το άρθρο 90 παράγραφος 1 σε σχέση με το άρθρο 86 επιβάλλοντας στη διοίκηση αεροπορικών οδών, δημόσια επιχείρηση αρμόδια για την εκμετάλλευση του αεροδρομίου Βρυξελλών, σύστημα τελών προσγείωσης που οδηγούσε σε διακρίσεις. Καθώς το Βέλγιο δεν συμμορφώθηκε με την εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή είχε, στις 19 Μαρτίου 1997(63), ζητήσει από το Δικαστήριο να διαπιστώσει την παράλειψη του Βελγίου να εκτελέσει την απόφαση. Με βασιλικό διάταγμα της 20ής Ιανουαρίου 1998, η βελγική κυβέρνηση έδωσε τέλος στην παράβαση και η Επιτροπή, κατά συνέπεια, αποφάσισε να παραιτηθεί του δικαιώματος αγωγής.

Στις 21 Οκτωβρίου, η Επιτροπή είχε εκδώσει ρητή απόφαση βάσει του άρθρου 90 παράγραφος 3 σε σχέση με το άρθρο 86, κατά του συστήματος εκπτώσεων επί των τιμολογίων πλοήγησης στο λιμάνι της Γένουας(64). Με διάταγμα της 8ης Ιουνίου 1998, για τον καθορισμό των τιμολογίων αυτών την 1η Ιουλίου 1998, η ιταλική κυβέρνηση τερμάτισε την παράβαση.

2.2.2. Μονοπώλια

Καμία περίπτωση παράβασης του άρθρου 37 της συνθήκης δεν επισημαίνεται το 1998.

2.3. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ, ΕΜΠΟΡΙΟ, ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Το 1998 υποβλήθηκαν στην Επιτροπή δύο καταγγελίες. Η μία, κατά της Αυστρίας, αφορά τα κατ' αποκοπήν τιμολόγια για σκι τα οποία δημιουργούν διακρίσεις για τους αλλοδαπούς υπηκόους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν διαμένουν στην περιοχή, και η άλλη, κατά της Ιταλίας, αφορά διάκριση λόγω της εθνικότητας ανάμεσα στους ιταλούς πολίτες και τους υπόλοιπους πολίτες της Ένωσης όσον αφορά τα προνομιακά τιμολόγια για άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω, για την είσοδο στο Παλάτι των Δόγηδων στη Βενετία.

Το 1996 και 1997, τέσσερις καταγγελίες κατά της Ελλάδας έθεταν το θέμα της εξακολούθησης διακρίσεων σχετικά με την απαγόρευση της αλιείας στην Ελλάδα από τους μη Έλληνες. Μετά από προειδοποιητική επιστολή, η Ελλάδα εξέδωσε, στις 18 Σεπτεμβρίου 1998, την εγκύκλιο αριθ. 253866 που είναι σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο.

Καταγγελία κατά της υποχρέωσης εγκατάστασης στην Αυστρία για την έκδοση άδειας που να επιτρέπει δραστηριότητες rafting συνεχίσθηκε το 1998. Η απάντηση των αυστριακών αρχών, τον Ιούλιο 1998, γνωστοποιούσε τροποποίηση του αντίστοιχου νόμου. Καθώς η αξιολόγηση του εν λόγω νόμου κατέδειξε ότι δεν υφίσταται πλέον παράβαση, η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο.

Καταγγελία σχετικά με τα τιμολόγια που οδηγούν σε διακρίσεις για την έκδοση άδειας αλιείας στην Ισπανία για τους αλλοδαπούς υπηκόους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν διαμένουν στην Ισπανία, είχε υποβληθεί το 1995. Μετά από προειδοποιητική επιστολή, η Ισπανία απέστειλε τα κείμενα των σχετικών νόμων σε 15 αυτόνομες κοινότητες. Καθώς η αξιολόγηση των εν λόγω νόμων κατέδειξε ότι δεν υφίσταται πλέον παράβαση, η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο.

2.4. ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΚΑΙ ΝΕΟΤΗΤΑ

Έμφαση πρέπει να δοθεί στα θετικά αποτελέσματα που είχε η Επιτροπή στο πλαίσιο της εξέτασης των καταγγελιών οι οποίες της υποβλήθηκαν από τους πολίτες, όσον αφορά την ανώτατη εκπαίδευση.

Οι παρεμβάσεις προς τις αρχές των κρατών μελών και η αυξημένη χρήση μέσων που δημιουργήθηκαν για την εξεύρεση ταχέων λύσεων στις εικαζόμενες παραβάσεις για τις οποίες έλαβε γνώση η Επιτροπή μέσω του δικτύου Naric (δίκτυο εθνικών κέντρων πληροφόρησης για την ακαδημαϊκή αναγνώριση πτυχίων), καθώς και η διοικητική συνεργασία, αποδείχθηκαν αποτελεσματικές για την επίτευξη της τήρησης των κανόνων της συνθήκης.

Καταγράφηκαν αρκετές καταγγελίες που αφορούσαν καταστάσεις οι οποίες αποτελούν εικαζόμενες παραβάσεις των άρθρων 6, 126 και 127 της συνθήκης ΕΚ, λόγω της ακολουθούμενης διοικητικής τακτικής που οδηγεί σε διακρίσεις έναντι φοιτητών υπηκόων άλλων κρατών μελών. Οι διακρίσεις λόγω εθνικότητας που αφορούν την πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση μέσω ποσοστώσεων, επιπλέον εξετάσεων, περιορισμού του αριθμού ("numerus clausus") και συμμετοχής στη χρηματοδότηση (υποτροφίες εγγραφής) υπό όρους πιο περιοριστικούς έναντι υπηκόων άλλων κρατών μελών, αποτελούν σημαντικό μέρος των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι φοιτητές οι οποίοι επιθυμούν να απολαύουν δικαιωμάτων που προβλέπονται από τη συνθήκη.

Συγκεκριμένα, η Γαλλία τροποποίησε πρόσφατα ορισμένους τύπους διοικητικής τακτικής επιβεβλημένους μέσω εγκυκλίου η οποία επέτρεπε περιορισμένη πρόσβαση στους φοιτητές υπηκόους άλλων κρατών μελών, με αιτιολογικό ότι οι εν λόγω σπουδές ήταν δυνατές στη χώρα καταγωγής και ότι η δυνατότητα υποδοχής των αντίστοιχων ιδρυμάτων ήταν περιορισμένη. Η απαίτηση αυτή αποτελεί διάκριση στην πρόσβαση στην εκπαίδευση, αντίθετη με το άρθρο 6 της συνθήκης ΕΚ όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Μετά από την παρέμβαση της Επιτροπής, η Γαλλία τροποποίησε τη διοικητική εγκύκλιο στην οποία στόχευε ο καταγγέλλων.

2.5. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

Έχουν καταβληθεί σημαντικές προσπάθειες σε ό,τι αφορά την ορθή μεταφορά οδηγιών του εν λόγω τομέα στο εσωτερικό δίκαιο. Επί συνόλου 69 οδηγιών, 54 έχουν ήδη αρχίσει να ισχύουν και έχουν απαιτήσει τη λήψη μέτρων μεταφοράς στα 15 κράτη μέλη(65). Ποσοστό 64,8 % των οδηγιών αυτών, δηλαδή 35 οδηγίες, έχουν ήδη μεταφερθεί στο σύνολο των κρατών μεταξύ των οποίων τέσσερα (Δανία, Ισπανία, Φινλανδία και Σουηδία) έχουν ποσοστό μεταφοράς 100 %. Επί του παρόντος, η Επιτροπή προσηλώνεται ιδίως στην ποιοτική πτυχή, δηλαδή στον προσδιορισμό και την προσπάθεια διόρθωσης των περιπτώσεων μη σύμφωνης μεταφοράς, εφόσον, όπως έχει καταστήσει σαφές στην ανακοίνωσή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο όσον αφορά την παρακολούθηση των συστάσεων της Ομάδας Υψηλού Επιπέδου σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων(66), φροντίζει να διώκει τις μη συμμορφούμενες διοικητικές πρακτικές.

Το πρόγραμμα κοινωνικής δράσης 1998-2002, που εκδόθηκε στις 29 Απριλίου 1998(67), αναφέρεται στα προσεχή στάδια της κοινωνικής πολιτικής, παρέχοντας πλαίσιο για την ανανέωσή της.

2.5.1. Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων

Εκκρεμούν ορισμένες διαδικασίες λόγω παράβασης κατά διαφόρων κρατών μελών σχετικά με την εφαρμογή των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71.

Η διαδικασία λόγω παράβασης βάσει του άρθρου 171 της συνθήκης ΕΚ για την εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου της 1ης Ιουνίου 1994 στην υπόθεση C-123/94(68), σχετικά με τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι υπήκοοι άλλων κρατών μελών για τη διδασκαλία ξένης γλώσσας στην Ελλάδα, τέθηκε στο αρχείο μετά από την έκδοση του προεδρικού διατάγματος 394/97 σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο στην απόφασή του. Αντίθετα, η διαδικασία λόγω παράβασης κατά του Βελγίου για τη μη εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-47/93(69), σχετικά με τη χρηματοδότηση των βελγικών πανεπιστημίων για την υποδοχή φοιτητών από άλλα κράτη μέλη με μόνο στόχο να παρακολουθήσουν εκεί πανεπιστημιακά μαθήματα, συνεχίζεται.

Το Δικαστήριο εξέδωσε στις 24 Σεπτεμβρίου 1998 απόφαση στην υπόθεση C-35/97(70) σχετικά με τη δυσμενή διάκριση που ασκεί η Γαλλία έναντι των μεθοριακών εργαζομένων. Συγκεκριμένα, ο αποκλεισμός των μεθοριακών εργαζομένων που κατοικούν στο Βέλγιο από το πλεονέκτημα της χορήγησης μορίων συμπληρωματικής συντάξεως, άπαξ και έχουν τεθεί σε καθεστώς πρόωρης παύσης της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, κρίθηκε ασυμβίβαστος με το άρθρο 48 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68.

Οι διαδικασίες λόγω παράβασης έναντι της Γερμανίας σχετικά, αφενός μεν, με την παροχή κοινωνικής βοήθειας στους διακινούμενους εργαζομένους που τη ζητούν λόγω της επανένωσης των οικογενειών τους, αφετέρου δε, με την προϋπόθεση προσκόμισης της άδειας διαμονής για την παροχή κοινωνικών επιδομάτων, εκκρεμούν. Μετά από τις αιτήσεις της Επιτροπής, το Ηνωμένο Βασίλειο τροποποίησε τη ρύθμισή του σχετικά με τις εκπτώσεις στα τέλη εγγραφής για την πρόσβαση στο πανεπιστήμιο καθώς και τις υποτροφίες σπουδών του/της συζύγου των υπηκόων της Ένωσης που εργάζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στη Δανία σχετικά με τη δανική ρύθμιση και τακτική περιορισμού της χρήσης, από τους μεθοριακούς εργαζομένους που κατοικούν στο έδαφός της, οχημάτων εγγεγραμμένων σε άλλο κράτος μέλος, τα οποία ανήκουν στον εκεί εγκατεστημένο εργοδότη τους. Αιτιολογημένες γνώμες απηύθυνε επίσης στη Γαλλία, το Λουξεμβούργο, την Ισπανία και το Βέλγιο σχετικά με τον αποκλεισμό των μεθοριακών εργαζομένων από το πλεονέκτημα μειωμένων ναύλων για πολύτεκνες οικογένειες στα μέσα μεταφοράς των εν λόγω χωρών, εξ αιτίας του γεγονότος, και μόνον, ότι δεν διαμένουν εκεί. Η Γαλλία αντέδρασε ήδη θετικά σε αυτή την αιτιολογημένη γνώμη.

Τέλος, η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στις Κάτω Χώρες λόγω του αποκλεισμού των βέλγων μεθοριακών εργαζομένων σε κατάσταση ανεργίας από τις παροχές ενός ταμείου που χρηματοδοτεί την επικουρική ασφάλιση συντάξεων κατά την περίοδο της επιδοτούμενης παύσης εργασίας. Συνεχίζει τα διαβήματά της προς τις ολλανδικές αρχές σχετικά με το ζήτημα των τελών για την έκδοση εγγράφων μόνιμης διαμονής.

Όσον αφορά την πρόσβαση στις θέσεις απασχόλησης της δημόσιας διοίκησης, το Δικαστήριο αποφάνθηκε στις 12 Μαρτίου 1998 στην υπόθεση C-187/96, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας(71) σχετικά με την αναγνώριση προϋπηρεσίας διανυθείσας σε δημόσια υπηρεσία άλλου κράτους μέλους (εν προκειμένω της Γαλλίας) κατά την ανάληψη καθηκόντων στην ελληνική δημόσια διοίκηση. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι το άρθρο 48 επέβαλλε στην Ελλάδα να λάβει υπόψη την εν λόγω προϋπηρεσία υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με προϋπηρεσία αποκτηθείσα στον ελληνικό δημόσιο τομέα. Σε πρόσφατη προδικαστική απόφαση(72), το Δικαστήριο είχε ήδη αποφανθεί για την ίδια αρχή, όσον αφορά τις συλλογικές συμβάσεις για τον δημόσιο τομέα. Προκύπτει από την εν λόγω νομολογία ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να αναγνωρίζουν την προϋπηρεσία εργαζομένου στον δημόσιο τομέα ενός κράτους μέλους, όταν αυτός προσλαμβάνεται από τις δημόσιες υπηρεσίες τους. Πράγματι, η προϋπηρεσία στον δημόσιο τομέα έχει σημαντικές επαγγελματικές συνέπειες σε ορισμένα κράτη μέλη, όπως η επαγγελματική και μισθολογική κατηγορία ή οι δυνατότητες προαγωγής.

Εξάλλου, η Επιτροπή μεριμνά ώστε τα κράτη μέλη να καταργήσουν όλους τους αδικαιολόγητους περιορισμούς για την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις απασχόλησης και, συνεπώς, αποφάσισε να συνεχίσει τη διαδικασία δυνάμει του άρθρου 171 λόγω της μη μεταφοράς από το Λουξεμβούργο της απόφασης της 2ας Ιουλίου 1996 στην υπόθεση C-473/93(73), σχετικά με την προϋπόθεση ιθαγενείας για την πρόσβαση στις θέσεις εργασίας του δημόσιου τομέα του Λουξεμβούργου. Για τον ίδιο λόγο έστειλε αιτιολογημένη γνώμη στην Ισπανία.

Στον τομέα του συντονισμού των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, για τις υποθέσεις σχετικά με την είσπραξη, από τις γαλλικές αρχές, της "Γενικευμένης κοινωνικής εισφοράς" ("Contribution sociale Généralisée" CSG)(74) και της "Συνεισφοράς στην εξόφληση του κοινωνικού χρέους στους μεθοριακούς εργαζομένους" ["Cotisation pour le remboursement de la dette sociale" CRDS(75)] επί των εισοδημάτων από δραστηριότητα και αντικατάσταση μεθοριακών εργαζομένων, κινήθηκε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου.

Η Επιτροπή απηύθυνε στη Γαλλία αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με την ερμηνεία των διοικητικών προϋποθέσεων που προβλέπονται από το άρθρο R313.5 του γαλλικού κώδικα κοινωνικής βοήθειας όταν το πρόσωπο που ζητεί αναπηρική παροχή δεν εργαζόταν στο γαλλικό έδαφος τη στιγμή που συνέτρεξε ο κίνδυνος αναπηρίας.

Η Επιτροπή συνέχισε την υπόθεση κατά του Βελγίου σχετικά με την είσπραξη προσωπικής εισφοράς ποσοστού 13,07 % επί των βελγικών συντάξεων δικαιούχων που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος και λαμβάνουν εκεί άλλη σύνταξη χορηγούμενη από το κράτος κατοικίας, και προσέφυγε στο Δικαστήριο(76). Πράγματι, καθώς το βελγικό ίδρυμα δεν ήταν πλέον αρμόδιο για τις παροχές σε είδος που λαμβάνονται στο κράτος διαμονής του δικαιούχου, η εν λόγω εισφορά δεν δικαιολογείται.

Αιτιολογημένη γνώμη απευθύνθηκε στη Γερμανία η οποία, δυνάμει ειδικού νόμου για τις παροχές κοινωνικής ασφάλισης για τους καλλιτέχνες (Künstlersozial-versicherungsgesetz-KSVG), εισπράττει εισφορές επί των αμοιβών που καταβάλλουν οι γερμανοί εκδότες στους συγγραφείς που δεν υπόκεινται στη γερμανική νομοθεσία, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 σχετικά με τον καθορισμό του εφαρμοστέου νόμου.

2.5.2. Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών

Η Επιτροπή έκλεισε μια διαδικασία λόγω παράβασης, που είχε κινηθεί δυνάμει του άρθρου 171 της συνθήκης ΕΚ, κατά του Βελγίου επειδή δεν είχε λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για να συμμορφωθεί προς την απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Φεβρουαρίου 1993 στην υπόθεση C-173/91(77), όσον αφορά νομοθεσία που αποκλείει τους εργαζόμενους γυναικείου φύλου, ηλικίας άνω των 60 ετών, από το πλεονέκτημα των συμπληρωματικών αποζημιώσεων λόγω απόλυσης. Η διαδικασία έκλεισε αφότου το Βέλγιο ανακοίνωσε στην Επιτροπή τα μέτρα για την τροποποίηση της νομοθεσίας που δεν συμφωνούσε με το άρθρο 119 της εν λόγω συνθήκης. Αντίθετα, συνέχισε δύο διαδικασίες, δυνάμει του άρθρου 171, κατά της Γαλλίας (αιτιολογημένη γνώμη) και της Ιταλίας (προειδοποιητική επιστολή) επειδή δεν έλαβαν τα μέτρα που περιελάμβαναν οι αποφάσεις για παράβαση τις οποίες εξέδωσε το Δικαστήριο κατά των εν λόγω κρατών μελών το 1997(78), σχετικά με τη νυχτερινή εργασία των γυναικών.

Όσον αφορά την οδηγία 92/85/EΟΚ του Συμβουλίου για την προστασία των εγκύων, η Επιτροπή έκλεισε τη διαδικασία λόγω παράβασης που είχε κινηθεί κατά του Λουξεμβούργου αφού αυτό της κοινοποίησε τα εθνικά μέτρα μεταφοράς.

Η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει προσφυγές στο Δικαστήριο κατά της Ελλάδας(79), της Γαλλίας(80) και του Λουξεμβούργου(81) λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 96/97/EΚ του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 86/378/EΟΚ για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Σύμφωνα με το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη όφειλαν να έχουν θεσπίσει τα μέτρα μεταφοράς της το αργότερο την 1η Ιουλίου 1997.

2.5.3. Συνθήκες εργασίας

Ορισμένες διαδικασίες κατά πολλών κρατών μελών εκκρεμούν ακόμη. Έτσι, για την οδηγία 93/104/EΚ του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένα στοιχεία για την οργάνωση του χρόνου εργασίας, η Επιτροπή έχει στείλει αιτιολογημένη γνώμη στη Γαλλία, στην Ελλάδα, στο Λουξεμβούργο και στην Πορτογαλία, και έχει προσφύγει στο Δικαστήριο όσον αφορά την Ιταλία(82), εξ αιτίας του γεγονότος ότι τα κράτη αυτά δεν είχαν ακόμη ανακοινώσει, ή το είχαν πράξει ατελώς, μέτρα για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εθνικό δίκαιο.

Η μεταφορά της οδηγίας 94/33/ΕΚ του Συμβουλίου για την προστασία των νέων κατά την εργασία, προχωρεί. Εντούτοις, οι διαδικασίες κατά της Γαλλίας, της Ιταλίας και του Λουξεμβούργου εξακολουθούν να εκκρεμούν. Για την Ιταλία, η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο(83).

Εξάλλου, η οδηγία 94/45/ΕΚ του Συμβουλίου για τη θέσπιση μιας ευρωπαϊκής επιτροπής επιχείρησης, δεν έχει μεταφερθεί ακόμη στο Λουξεμβούργο και την Πορτογαλία, κράτη για τα οποία η Επιτροπή επίσης έχει προσφύγει στο Δικαστήριο(84).

2.5.4. Υγεία και ασφάλεια στον τόπο εργασίας

Όσον αφορά την οδηγία-πλαίσιο 89/391/EΟΚ του Συμβουλίου και τις επιμέρους οδηγίες της(85) καθώς και την επιλεγόμενη "ανεξάρτητη" οδηγία (92/29/EΟΚ, για την ιατρική περίθαλψη στα πλοία), όλα τα κράτη μέλη είχαν ανακοινώσει στην Επιτροπή τα εθνικά τους μέτρα εκτέλεσης εκτός από το Λουξεμβούργο, την Ιρλανδία και την Ιταλία(86). Εν προκειμένω, το Δικαστήριο διαπίστωσε, στις αποφάσεις του της 27ης και 29ης Οκτωβρίου 1998 τις παραβάσεις της Ιρλανδίας για μη μεταφορά της οδηγίας 93/103/ΕΚ(87), και του Λουξεμβούργου, για μη μεταφορά της οδηγίας 92/29/EΟΚ(88), αντίστοιχα.

Όσον αφορά τις οδηγίες για την τροποποίηση των βασικών οδηγιών ή για την προσαρμογή των επιμέρους οδηγιών στην τεχνική πρόοδο(89) μολονότι σημειώθηκε κάποια βελτίωση, η κατάσταση ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς δεν είναι ακόμη απολύτως ικανοποιητική. Συνεπώς, διαδικασίες λόγω παράβασης, ορισμένες από τις οποίες βρίσκονται στο στάδιο της προσφυγής στο Δικαστήριο, συνεχίζονται κατά των κρατών μελών που δεν έχουν ακόμη ανακοινώσει το σύνολο των εθνικών μέτρων εκτέλεσης.

Η ανάλυση της συμμόρφωσης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης της οδηγίας-πλαισίου και των επιμέρους οδηγιών της συνεχίζεται, και η Επιτροπή απηύθυνε στη Γερμανία, στην Ιταλία και στις Κάτω Χώρες αιτιολογημένες γνώμες για μη σύμφωνη μεταφορά της οδηγίας 89/391/EΟΚ.

2.5.5. Δημόσια υγεία

Σύμφωνα με το άρθρο 129 της συνθήκης ΕΚ, κατά το οποίο "οι απαιτήσεις στον τομέα της προστασίας της υγείας αποτελούν συνιστώσα των άλλων πολιτικών της Κοινότητας", η Επιτροπή ενημερώνει τακτικά για τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί σε συνάρτηση με τον όρο αυτόν. Η Τέταρτη Έκθεση που καλύπτει τις αναληφθείσες κατά το 1997 δραστηριότητες, θα δημοσιευθεί το 1999.

2.6. ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΧΗ

Το άρθρο 7 του κανονισμού (EΟΚ) αριθ. 2052/88 σχετικά με την αποστολή των διαρθρωτικών ταμείων καθώς και το άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1164/94 για τη θέσπιση του Ταμείου Συνοχής θεσπίζουν την αρχή ότι οι ενέργειες που αποτελούν το αντικείμενο κοινοτικής συγχρηματοδότησης πρέπει να είναι σύμφωνες με το κοινοτικό δίκαιο. Συνέπεια της αρχής αυτής είναι ότι οποιαδήποτε διαπίστωση μη τήρησης του κοινοτικού δικαίου μπορεί να οδηγήσει, κατ' αρχάς, στην αναστολή και, στη συνέχεια, σε μείωση ή σε διακοπή της συνδρομής [βλέπε άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4253/88 και παράρτημα ΙΙ τμήμα Η του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1164/94].

Εξάλλου, σύμφωνα με τους προσανατολισμούς που περιέχονται στο έγγραφο "Καθαρές δημοσιονομικές διορθώσεις στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 24 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4253/88" [C(97) 3151 τελικό-II], η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει την οριστική διακοπή συνδρομής αλλά μπορεί επίσης να προτείνει υποκατάσταση του σχεδίου. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν έχει καμία νομική υποχρέωση να επιτρέψει την υποκατάσταση σχεδίου από άλλο, όταν υπάρχει ασυμφωνία με το κοινοτικό δίκαιο.

Για τη νέα περίοδο προγραμματισμού (2000-2006), η πρόταση της Επιτροπής για την έκδοση κανονισμού ο οποίος να προβλέπει γενικές διατάξεις σχετικά με τα διαρθρωτικά ταμεία αποσκοπεί στην ενίσχυση της πολιτικής τήρησης του κοινοτικού δικαίου.

Στο πλαίσιο των ενεργειών που συγχρηματοδοτούνται από τα εν λόγω ταμεία, ο έλεγχος της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου αποτελεί αρμοδιότητα, κατ' αρχάς και δυνάμει της αρχής της επικουρικότητας, των εθνικών αρχών. Αυτό δεν θίγει τα δικαιώματα της Επιτροπής βάσει του άρθρου 169 της συνθήκης και του άρθρου 24 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4253/88 ή του αντίστοιχου διατακτικού του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1164/94.

Μολονότι η ανεξαρτησία της διαδικασίας παράβασης σε σχέση με εκείνη του άρθρου 24 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4253/88 έχει παγιωθεί με την κοινοτική νομολογία (Τ-461/93, An TaisΕΚ - The National Trust for Ireland and WWF, απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 1994), η συνοχή ανάμεσα στις δύο αυτές διαδικασίες είναι απαραίτητη.

Έτσι, όταν αποστέλλεται προειδοποιητική επιστολή στο πλαίσιο της διαδικασίας παράβασης, κατ' αρχήν αναστέλλεται η πληρωμή της συνδρομής. Άλλωστε, μετά την αποστολή της αιτιολογημένης γνώμης, ξεκινά η διαδικασία μείωσης ή κατάργησης της συνδρομής. Επίσης, η θέση στο αρχείο περίπτωσης παράβασης βάσει του άρθρου 169 της συνθήκης ΕΚ δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκην ότι η Επιτροπή χάνει το δικαιώμά της για κατάργηση της κοινοτικής συγχρηματοδότησης.

Εντούτοις, προτού ληφθεί απόφαση σχετικά με την κατάργηση ή τη μείωση της κοινοτικής συνδρομής, η Επιτροπή αξιολογεί - κατά περίπτωση - τη σοβαρότητα της παράβασης. Με την αξιολόγηση αυτή αποφεύγεται το να παραμείνουν οι σοβαρές παραβάσεις χωρίς επιπτώσεις στο επίπεδο της κοινοτικής συγχρηματοδότησης ή το να επιφέρουν οι μικρές παραβάσεις δυσανάλογη ζημία στην ανάπτυξη των περιοχών που παρουσιάζουν καθυστέρηση ή βρίσκονται σε ανασυγκρότηση. Σε συνέχεια απόφασης της Επιτροπής για μείωση ή κατάργηση της συνδρομής, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 173 της συνθήκης ΕΚ.

Οι παραβάσεις που συνδέονται με ενέργειες συγχρηματοδοτούμενες από το ΕΤΠΑ και το Ταμείο Συνοχής αφορούν κυρίως την τήρηση των περιβαλλοντικών οδηγιών και των κοινοτικών κανόνων σε θέματα σύναψης συμβάσεων. Η συχνότερα επικαλούμενη αιτίαση είναι η μη τήρηση της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ (περιβαλλοντικές επιπτώσεις). Εντούτοις, έχει παρατηρηθεί αύξηση των καταγγελιών που αφορούν μη τήρηση της οδηγίας 92/43/EΟΚ ("Οικότοποι").

Σε σχέση με το σύνολο των παραβάσεων των κανόνων που αφορούν το περιβάλλον και τη σύναψη των δημόσιων συμβάσεων, ο αριθμός των παραβάσεων (εικαζόμενων ή διαπιστωθεισών) που συνδέονται ή μπορούν να συνδεθούν με κοινοτική συγχρηματοδότηση είναι σχετικά χαμηλός: 6,2 % των περιπτώσεων για το περιβάλλον και 6,9 % για τις δημόσιες συμβάσεις. Εξάλλου, θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι οι διαδικασίες δυνάμει του άρθρου 24 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4253/88 κινήθηκαν για άλλες περιπτώσεις παρατυπιών, οι οποίες ωστόσο δεν συνιστούν παραβάσεις των κοινοτικών κανόνων που αφορούν το περιβάλλον και τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων.

Τα αριθμητικά αυτά στοιχεία είναι ενδεικτικά, δεδομένου ότι η Επιτροπή αντιμετωπίζει αντικειμενικές δυσκολίες να αντιληφθεί την έκταση του προβλήματος των παραβάσεων που έχουν σχέση με κοινοτικές συγχρηματοδοτήσεις. Πράγματι, για λόγους που συνδέονται με τον τρόπο κοινοτικής παρέμβασης μέσω του ΕΤΠΑ (παρέμβαση κατά επιχειρησιακά προγράμματα και όχι κατά μεμονωμένα σχέδια) καθώς και με την αδιαφάνεια των εθνικών συστημάτων διαχείρισης έναντι της Επιτροπής, ορισμένες περιπτώσεις παράβασης δεν περιέρχονται στην αντίληψη της Επιτροπής· για άλλες, είναι δύσκολο να αποδειχθεί άμεσα η σύνδεση μεταξύ παράβασης και ύπαρξης κοινοτικής συγχρηματοδότησης. Αντίθετα, ο προσδιορισμός των παραβάσεων είναι σχετικά ευκολότερος για το Ταμείο Συνοχής, οι παρεμβάσεις του οποίου γίνονται κατά μεμονωμένο σχέδιο και όχι κατά πρόγραμμα.

Παρ' όλα αυτά και παρά τις δυσκολίες που προαναφέρθηκαν, υπήρξαν περιπτώσεις αναστολής της συνδρομής. Εξάλλου, για παραβάσεις που διαπιστώθηκαν στον τομέα της σύναψης συμβάσεων και οι οποίες κρίθηκαν αρκετά σοβαρές (μη δημοσίευση της πρόσκλησης υποβολής προσφορών στην Επίσημη Εφημερίδα, απαίτηση εγγραφής των συμμετεχόντων σε εθνικό επαγγελματικό σύλλογο), καταργήθηκε η συνδρομή που αντιστοιχούσε στα επίμαχα σχέδια. Σε άλλες περιπτώσεις που κρίθηκαν λιγότερο σοβαρές, έγινε δεκτή η υποκατάσταση, από το κράτος μέλος, των επίμαχων σχεδίων από άλλα σχέδια. Στον τομέα του περιβάλλοντος, η δυνατότητα κατάργησης της συνδρομής εξετάζεται επί του παρόντος για μια περίπτωση διαπιστωθείσας παράβασης.

2.7. ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Στο πλαίσιο των παραδοσιακών ιδίων πόρων, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει δύο διαδικασίες παράβασης που αφορούν:

- το Βέλγιο, το οποίο, στην περίπτωση που επιτρέπει στον οφειλέτη να καταβάλει την οφειλή του με δόσεις, καταβάλλει του σχετικούς ίδιους πόρους μόνο μετά την είσπραξη του συνολικού ποσού και

- την Ιταλία, η οποία, χωρίς επαρκή αιτιολόγηση, εφάρμοσε εκπτώσεις κατά την καταβολή των ιδίων πόρων όσον αφορά τους δασμούς για εισαχθέντα εμπορεύματα που είχαν προορισμό τον Άγιο Μαρίνο.

2.8. ENEΡΓΕΙΑ

2.8.1. Εισαγωγή

Κατά το 1998, οι διαπραγματεύσεις για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου κατέληξαν σε συμφωνία με την έκδοση της οδηγίας 98/30/ΕΚ. Όσον αφορά την εφαρμογή του συνόλου των οδηγιών, το ποσοστό μεταφοράς βρίσκεται σε άνοδο σε σχέση με το 1997.

2.8.2. Εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου

Η οδηγία 96/92/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία πρέπει να μεταφερθεί το αργότερο μέχρι τις 19 Φεβρουαρίου 1999, έχει ήδη μεταφερθεί από την Αυστρία και την Ισπανία.

Στις 22 Ιουνίου 1998 εκδόθηκε η οδηγία 98/30/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου(90). Θα πρέπει να έχει μεταφερθεί το αργότερο μέχρι τις 10 Αυγούστου 2000.

2.8.3. Ενεργειακή απόδοση

Η οδηγία 96/57/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τις απαιτήσεις απόδοσης των οικιακών ηλεκτρικών ψυγείων, των καταψυκτών και των συνδυασμών τους, δεν έχει ακόμη μεταφερθεί από το Βέλγιο και την Ιταλία.

Οι διαδικασίες λόγω παράβασης που αφορούν τις οδηγίες εφαρμογής της οδηγίας-πλαισίου 92/75/ΕΟΚ, που έχει ως αντικείμενο την ένδειξη της κατανάλωσης ενέργειας, συνεχίζονται.

Η οδηγία 94/2/EΚ της Επιτροπής, που εφαρμόζεται στα οικιακά ηλεκτρικά ψυγεία, στους καταψύκτες και στους συνδυασμούς τους, έχει μεταφερθεί από όλα τα κράτη μέλη. Η οδηγία 95/12/ΕΚ της Επιτροπής, που εφαρμόζεται στα οικιακά ηλεκτρικά πλυντήρια ρούχων έχει μεταφερθεί από όλα τα κράτη μέλη. Η οδηγία 95/13/ΕΚ της Επιτροπής, σχετικά με τα ηλεκτρικά στεγνωτήρια ρούχων έχει μεταφερθεί από όλα τα κράτη μέλη. Η οδηγία 96/60/ΕΚ της Επιτροπής, όσον αφορά την ένδειξη κατανάλωσης ενέργειας των οικιακών πλυντηρίων - στεγνωτηρίων ρούχων, δεν έχει ακόμη μεταφερθεί από το Βέλγιο. Η οδηγία 96/89/ΕΚ για την τροποποίηση της οδηγίας 95/12/ΕΚ δεν έχει ακόμη μεταφερθεί από το Βέλγιο. Η οδηγία 97/17/ΕΚ της Επιτροπής, όσον αφορά την ένδειξη κατανάλωσης της ενέργειας των οικιακών πλυντηρίων πιάτων, η οποία έπρεπε να έχει μεταφερθεί το αργότερο μέχρι τις 15 Ιουνίου 1998, μεταφέρθηκε μόνο από την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο και τις Κάτω Χώρες. Η Επιτροπή εξέδωσε την οδηγία 98/11/ΕΚ, της 27ης Ιανουαρίου 1998, όσον αφορά την ένδειξη κατανάλωσης ενέργειας των οικιακών λαμπτήρων(91).

2.8.4. Υδρογονάνθρακες

Η οδηγία 94/22/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για τους όρους χορήγησης και χρήσης των αδειών αναζήτησης, εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων, μεταφέρθηκε από όλα τα κράτη μέλη.

2.9. ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ

Στον τομέα των μεταφορών ο αριθμός των οδηγιών παραμένει σταθερός σε σχέση με το 1997 εφόσον δέκα παλαιές οδηγίες καταργήθηκαν και για δέκα νέες έληξε η προθεσμία μεταφοράς κατά το 1998.

Οι καταργηθείσες οδηγίες είναι, ως επί το πλείστον, το αποτέλεσμα της γενικής προσπάθειας εξορθολογισμού και αποσαφήνισης που κατέβαλε η Επιτροπή για την ενοποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας με στόχο τη μεγαλύτερη διαφάνεια. Έτσι, η οδηγία 96/96/ΕΚ επιχειρεί ανασύνταξη των κειμένων που αφορούν την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τον τεχνικό έλεγχο των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους καταργώντας τη βασική οδηγία του 1977 και τις έξι διαδοχικές τροποποιήσεις της.

Όσον αφορά τις νέες οδηγίες των οποίων η προθεσμία μεταφοράς έληξε το 1998, ως επί το πλείστον είχαν εκδοθεί προκειμένου να προσαρμοστούν τα κοινοτικά πρότυπα στον τομέα της ασφάλειας των θαλάσσιων μεταφορών στους νέους κανόνες που περιέχονται στις διεθνείς συμφωνίες και να εξακολουθήσουν οι προσπάθειες ελέγχου για τα σκάφη που μεταφέρουν επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα.

Όπως και κατά τα προηγούμενα έτη, πρέπει δυστυχώς να σημειωθεί ότι η πλειοψηφία των κρατών μελών θεσπίζουν τα εθνικά μέτρα μεταφοράς με σημαντική καθυστέρηση. Αυτή η τάση μεταφράζεται με πολύ χαμηλό ποσοστό ανακοίνωσης εθνικών μέτρων μεταφοράς των οδηγιών των οποίων η λήξη της προθεσμίας εκτέλεσης είχε οριστεί για το 1998.

Ωστόσο, μόλις κινηθούν διαδικασίες λόγω παράβασης, σημειώνεται πραγματική επιτάχυνση των κοινοποιήσεων μέτρων μεταφοράς. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, επί εκατό περίπου υποθέσεων παράβασης - που κινήθηκαν το 1997 αλλά και κατά τους πρώτους μήνες του 1998 - και οι οποίες αποτέλεσαν το αντικείμενο απόφασης να τεθούν στο αρχείο, περισσότερες από τα δύο τρίτα αφορούσαν περιπτώσεις μη ανακοίνωσης.

2.9.1. Οδικές μεταφορές

Μετά την έναρξη ισχύος, το 1997, της κοινοτικής νομοθεσίας που απέβλεπε στην προσέγγιση των εθνικών κανόνων των κρατών μελών στον τομέα της μεταφοράς των επικίνδυνων εμπορευμάτων, πρέπει να σημειωθεί ότι όσον αφορά την οδική μεταφορά αυτού του τύπου εμπορευμάτων, η ρύθμιση που αποσκοπεί στην εφαρμογή της συμφωνίας ADR (ευρωπαϊκή συμφωνία για τις διεθνείς οδικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων) στις εθνικές και διεθνείς μεταφορές, έχει μεταφερθεί από δεκατρία κράτη μέλη η βασική οδηγία (94/55/EΚ) και από έντεκα η τροποποιητική οδηγία της (96/86/EΚ). Εξάλλου, ένα μόνο κράτος μέλος δεν έχει ακόμη ανακοινώσει τα εθνικά μέτρα εκτέλεσης της οδηγίας 95/50/EΚ στόχος της οποίας ήταν η εναρμόνιση των διαδικασιών ελέγχου σχετικά με την οδική μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων, ούτως ώστε να καταστεί αποτελεσματικότερη η εξακρίβωση ότι τηρούνται οι προδιαγραφές ασφάλειας.

Σημαντικές πρόοδοι παρατηρήθηκαν όσον αφορά το μέγιστο βάρος και τις διαστάσεις των οχημάτων, εφόσον μόνον τρία κράτη μέλη δεν έχουν ακόμη ανακοινώσει τα εθνικά τους μέτρα για τη μεταφορά αυτής της οδηγίας 96/53/ΕΚ η οποία συγκέντρωσε σε ένα μόνο κείμενο τα μέτρα που αφορούν το βάρος, τις διαστάσεις και άλλα τεχνικά χαρακτηριστικά ορισμένων οδικών οχημάτων καθώς και εκείνες που αφορούν την απόδειξη της συμμόρφωσης των οχημάτων.

Όσον αφορά την υπόθεση της άδειας οδήγησης, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι μικρή πρόοδος σημειώθηκε το 1998. Η μεταφορά της οδηγίας 91/439/ΕΟΚ εξακολουθεί να είναι ανησυχητική. Πράγματι, η ανάλυση των εθνικών μέτρων μεταφοράς αποκάλυψε σε εννέα κράτη μέλη πολυάριθμα σημεία μη συμμόρφωσης όπως η ελάχιστη ηλικία για μια κατηγορία οχημάτων, η ανανέωση της άδειας οδήγησης για τους πολίτες που δεν κατοικούν πλέον στο κράτος μέλος χορήγησής της, τα κριτήρια των οχημάτων που χρησιμοποιούνται για την εξέταση, η διάρκεια της πρακτικής δοκιμασίας, οι ελάχιστοι κανόνες σχετικά με τη σωματική και πνευματική ικανότητα. Εξάλλου, οι διαδικασίες συστηματικής καταχώρησης των αδειών οδήγησης οι κάτοχοι των οποίων αλλάζουν κράτος κατοικίας, αντίκεινται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των αδειών οδήγησης. Επίσης, τρεις διαδικασίες λόγω παράβασης εξαιτίας μη ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης της τελευταίας τροποποιητικής οδηγίας 97/26/ΕΚ εξακολουθούν να εκκρεμούν.

Στον φορολογικό τομέα, ενώ μπόρεσε να τεθεί στο αρχείο η παράβαση λόγω μη ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 93/89/ΕΟΚ (σχετικά με τους φόρους, τα διόδια και τα τέλη χρήσης) κατά της Γαλλίας, η διαδικασία συνεχίζεται κατά του Βελγίου για μη συμμόρφωση των μέτρων εκτέλεσης. Η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της Αυστρίας λόγω κακής εφαρμογής της οδηγίας στο πλαίσιο της αύξησης των διοδίων στον αυτοκινητόδρομο του Brenner.

Όσον αφορά τον τεχνικό έλεγχο των οχημάτων, το έτος 1998 καταργήθηκε η οδηγία 77/143/ΕΟΚ και οι έξι τροποποιητικές οδηγίες της, μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας 96/96/ΕΚ που προβαίνει σε ανασύνταξη, σε ένα μόνο κείμενο, του κοινοτικού δικαίου για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τον τεχνικό έλεγχο των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους. Εντούτοις, οι παλαιές οδηγίες καταργήθηκαν με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς και εφαρμογής, γι' αυτό και οι διαδικασίες που εκκρεμούν κατά της Ιρλανδίας (οδηγία 91/328) και της Πορτογαλίας (οδηγία 94/23/ΕΚ) εξακολουθούν. Εξάλλου, εκκρεμούν πέντε διαδικασίες παράβασης λόγω μη ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης της νέας οδηγίας.

Η παρακολούθηση της κατάστασης στον τομέα των οδικών μεταφορών έδειξε ότι η εξέλιξη είναι γενικά θετική, με εξαίρεση συγκεκριμένες δυσχέρειες όσον αφορά τη μεταφορά καθώς και προβλήματα που δημιουργούνται από την εφαρμογή των νέων διατάξεων όσον αφορά την άδεια οδήγησης. Πράγματι, η Επιτροπή λαμβάνει λίγες καταγγελίες σχετικά με την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα αυτόν, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι παλαιότερες οδηγίες έχουν μεταφερθεί και εφαρμοσθεί ορθά.

2.9.2. Συνδυασμένες μεταφορές

Ενώ όλα τα κράτη μέλη έχουν πλέον μεταφέρει την οδηγία 92/106/ΕΟΚ σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων για ορισμένες συνδυασμένες εμπορευματικές μεταφορές μεταξύ των κρατών μελών, εκκρεμούν δύο διαδικασίες λόγω κακής εφαρμογής ή μη συμμόρφωσης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης.

2.9.3. Μεταφορές μέσω του πλωτού δικτύου

Η μεταφορά της οδηγίας 96/75/ΕΚ σχετικά με τους όρους ναύλωσης και διαμόρφωσης των τιμών στον τομέα των εθνικών και διεθνών εσωτερικών πλωτών μεταφορών εμπορευμάτων στην Κοινότητα, που έφθασε στη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της το 1997, έχει πλέον ολοκληρωθεί στα τρία ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, δηλαδή το Βέλγιο, τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες.

Όσον αφορά την οδηγία 96/50/EΚ για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων απόκτησης εθνικού πιστοποιητικού κυβερνήτη σκάφους εσωτερικής ναυσιπλοΐας, εκκρεμούν δύο διαδικασίες λόγω μη ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης.

Τέλος, η Επιτροπή αποφάσισε την αποστολή συμπληρωματικών προειδοποιητικών επιστολών σε συνέχεια των διαδικασιών που είχαν κινηθεί κατά δύο κρατών μελών τα οποία συνήψαν διμερείς συμφωνίες με τρίτες χώρες στον τομέα της εσωτερικής ναυσιπλοΐας, ενώ ο τομέας αυτός είναι της αποκλειστικής δικαιοδοσίας της Κοινότητας.

2.9.4. Σιδηροδρομικές μεταφορές

Η οδηγία 91/440/ΕΟΚ για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων, που είχε στόχο να διευκολύνει την προσαρμογή τους στις απαιτήσεις της ενιαίας αγοράς και να αυξήσει την αποτελεσματικότητά τους, ιδίως διαχωρίζοντας τη διαχείριση της σιδηροδρομικής υποδομής και της εκμετάλλευσης των υπηρεσιών μεταφοράς των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, ενισχύθηκε με την οδηγία 95/18/ΕΚ σχετικά με τις άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και με την οδηγία 95/19/ΕΚ για τη χορήγηση δικαιώματος χρήσης της σιδηροδρομικής υποδομής και τη χρέωση τελών υποδομής. Αυτές οι δύο οδηγίες, για τις οποίες η προθεσμία μεταφοράς έληξε το 1997, ανοίγουν τον δρόμο για την ανόρθωση των σιδηροδρομικών μεταφορών μέσω του ανταγωνισμού.

Η Επιτροπή διαπιστώνει με λύπη της ότι μολονότι το ήμισυ των διαδικασιών παράβασης λόγω μη ανακοίνωσης σχετικά με τις οδηγίες 95/18/ΕΚ και 95/19/ΕΚ τέθηκε στο αρχείο το 1998, οι διαδικασίες που αφορούν τους υπόλοιπους φακέλους εξακολουθούν, ορισμένες δε βρίσκονται πλέον στο στάδιο της προσφυγής στο Δικαστήριο.

Eπιπλέον, εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικά προβλήματα όσον αφορά τη μεταφορά του άρθρου 10 της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ, σχετικά με τα δικαιώματα πρόσβασης στην υποδομή ιδίως για το Λουξεμβούργο, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Όσον αφορά τα δύο τελευταία κράτη, η καθυστέρηση μεταφοράς του άρθρου 10 αφορά μόνο τη σήραγγα κάτω από τη Μάγχη - που ενώνει τα δύο αυτά κράτη - για την οποία, επί του παρόντος, θεσπίζεται κανονισμός μεταξύ τους.

Αν και σημειώθηκε αναμφισβήτητη πρόοδος κατά το 1998, η κατάσταση παραμένει ανησυχητική, διότι η μεταφορά των οδηγιών 95/18/ΕΚ και 95/19/ΕΚ που αποσκοπούν να ανοίξουν στον ανταγωνισμό - σε ορισμένο βαθμό - την πρόσβαση των σιδηροδρομικών δικτύων, είναι υψίστης σημασίας για την εξέλιξη της κοινοτικής στρατηγικής στο σιδηροδρομικό τομέα.

2.9.5. Θαλάσσιες μεταφορές

Η δράση της Επιτροπής συνεχίζεται υπέρ της βελτίωσης της ασφάλειας των θαλάσσιων μεταφορών και της πρόληψης της ρύπανσης της θάλασσας, ενισχύοντας αφενός μεν την εφαρμογή των διεθνών κανόνων στο επίπεδο των κρατών τη σημαία των οποίων φέρουν τα σκάφη, αφετέρου δε τη θέσπιση εναρμονισμένου συστήματος ελέγχου από το κράτος του λιμένα, ως μέσο επίβλεψης. Η Επιτροπή θεωρεί λυπηρή τη γενικευμένη καθυστέρηση των κρατών μελών να μεταφέρουν ορθά τις οδηγίες στον εν λόγω τομέα.

Η μεταφορά από τα κράτη μέλη της οδηγίας 93/75/EΟΚ, με στόχο την εφαρμογή σε κοινοτικό επίπεδο διεθνών κανόνων σχετικά με τους ελάχιστους απαιτούμενους όρους για τα σκάφη που μεταφέρουν επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα, πραγματοποιήθηκε με καθυστέρηση τριών ετών, ενώ εξακολουθούν να υφίστανται προβλήματα συμμόρφωσης στο Βέλγιο, στη Γερμανία, και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εξάλλου, η προθεσμία μεταφοράς των τροποποιητικών οδηγιών 96/39/EΚ και 97/34/EΚ, που εκδόθηκαν προκειμένου να προσαρμοστεί η οδηγία 93/75/EΚ στα ισχύοντα διεθνή πρότυπα, έληξε χωρίς το Βέλγιο, η Πορτογαλία και το Ηνωμένο Βασίλειο να έχουν ανακοινώσει τα εθνικά μέτρα μεταφοράς. Η τελευταία τροποποιητική οδηγία 98/55/EΚ η προθεσμία μεταφοράς της οποίας είχε οριστεί στις 31 Δεκεμβρίου 1998, δεν αποτέλεσε αντικείμενο ανακοίνωσης εθνικών μέτρων από κανένα κράτος μέλος.

Η οδηγία 94/57/ΕΚ σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να τηρούνται από τα κράτη μέλη και από τους οργανισμούς που είναι επιφορτισμένοι με την επιθεώρηση, την επίσκεψη και την πιστοποίηση των σκαφών προκειμένου να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με τις διεθνείς συμβάσεις για την ασφάλεια των θαλάσσιων μεταφορών και την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης, σημείωσε σαφή πρόοδο στη μεταφορά της από τα κράτη μέλη. Όλες οι διαδικασίες παράβασης λόγω μη ανακοίνωσης που είχαν κινηθεί μπόρεσαν πράγματι να τεθούν στο αρχείο, αλλά η Επιτροπή χρειάστηκε να ξεκινήσει δύο διαδικασίες παράβασης λόγω μη σύμφωνης μεταφοράς και, κυρίως, να καταρτίσει φακέλους κατά εννέα κρατών μελών (Αυστρίας, Φινλανδίας, Γαλλίας, Γερμανίας, Λουξεμβούργου, Κάτω Χωρών, Πορτογαλίας, Ισπανίας και Ηνωμένου Βασιλείου) που δεν έχουν ακόμη ανακοινώσει τα εθνικά μέτρα μεταφοράς της τροποποιητικής οδηγίας 97/58/ΕΚ, η προθεσμία μεταφοράς της οποίας έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου 1998.

Όσον αφορά το ανθρώπινο στοιχείο, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο λόγω μερικής μεταφοράς, από το Βέλγιο, της οδηγίας 94/58/ΕΚ σχετικά με το ελάχιστο επίπεδο κατάρτισης των ναυτικών, ιδίως για τα θέματα που σχετίζονται με την επικοινωνία επάνω στα σκάφη.

Oι δύο διαδικασίες παράβασης κατά του Βελγίου και της Πορτογαλίας λόγω κακής εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2978/94 τέθηκαν στο αρχείο. Ο εν λόγω κανονισμός αποβλέπει στο να προωθήσει τη χρησιμοποίηση πετρελαιοφόρων εξοπλισμένων με διαχωρισμένο έρμα, και στο να εξασφαλίσει την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος από τη ρύπανση που προκαλούν τα παραδοσιακά πετρελαιοφόρα. Μια τελευταία διαδικασία εκκρεμεί ακόμη σχετικά με κακή εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού από ένα κράτος μέλος.

Σημαντικές δυσχέρειες εξακολουθούν να υφίστανται όσον αφορά την οδηγία 95/21/ΕΚ (έλεγχος του κράτους του λιμένα) που εναρμονίζει τα κριτήρια επιθεώρησης των σκαφών, τους όρους ακινητοποίησής τους ή/και της άρνησης της πρόσβασης στους κοινοτικούς λιμένες. Τα μέρα μεταφοράς έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή από όλα τα κράτη μέλη, εκτός από την Ιταλία κατά της οποίας έχει ληφθεί απόφαση προσφυγής στο Δικαστήριο. Αντίθετα, έχουν κινηθεί διαδικασίες για μη σύμφωνη μεταφορά κατά του Βελγίου, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας. Αυτή η τάση καθυστερημένης ανακοίνωσης φαίνεται να επιβεβαιώνεται επίσης για τις τροποποιητικές οδηγίες 98/25/ΕΚ και 98/42/ΕΚ οι προθεσμίες μεταφοράς των οποίων ορίστηκαν, αντίστοιχα, την 1η Ιανουαρίου 1998 και στις 30 Σεπτεμβρίου 1998 και για τις οποίες η πλειοψηφία των κρατών μελών δεν έχει ακόμη ανακοινώσει τα εθνικά μέτρα εκτέλεσης. Κοινό υπόδειγμα για το δελτίο ταυτότητας των επιθεωρητών που πραγματοποιούν επιθεωρήσεις στο πλαίσιο της οδηγίας 95/21/ΕΚ έχει θεσπιστεί από την οδηγία 96/40/ΕΚ για την οποία όλες οι διαδικασίες λόγω μη ανακοίνωσης έχουν τεθεί στο αρχείο, ενώ μόνον ένα κράτος μέλος αποτελεί το αντικείμενο διαδικασίας μη συμμόρφωσης των εθνικών μέτρων.

Η οδηγία 96/98/EΚ σχετικά με τον εξοπλισμό πλοίων είναι απόλυτα αντιπροσωπευτική του προβλήματος της καθυστέρησης στη μεταφορά των οδηγιών στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών. Πράγματι, δώδεκα διαδικασίες έχουν κινηθεί λόγω μη ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης (μόνον η Γερμανία και η Γαλλία ανακοίνωσαν τα εθνικά τους μέτρα πριν από την προθεσμία που είχε οριστεί για τη μεταφορά της οδηγίας, ενώ η Ελλάδα κοινοποίησε τα μέτρα της εκπρόθεσμα).

Εξακολουθούν να υπάρχουν προβλήματα όσον αφορά την τήρηση της κοινοτικής νομοθεσίας κατά τη νηολόγηση σκαφών και τη χορήγηση σημαίας. Οι όροι εγγραφής των σκαφών στα εθνικά νηολόγια και η χορήγηση της εθνικής σημαίας εξακολουθούν πράγματι να εισάγουν διακρίσεις στο Βέλγιο, στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες, κατά των οποίων συνεχίζονται οι διαδικασίες παράβασης. Το 1997, το Δικαστήριο είχε καταδικάσει, για τη διατήρηση όρων ιθαγένειας αντίθετων με το κοινοτικό δίκαιο όσον αφορά τη νηολόγηση εμπορικών πλοίων, την Ιρλανδία(92) και την Ελλάδα(93) για τις οποίες η Επιτροπή αναγκάστηκε να κινήσει διαδικασίες κατ' εφαρμογήν του άρθρου 171 της συνθήκης, λόγω μη εκτέλεσης απόφασης του Δικαστηρίου.

Σχετικά με τις θαλάσσιες ενδομεταφορές, η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της Γαλλίας η οποία διατηρεί στη νομοθεσία της την αποκλειστικότητα της μεταφοράς μεταξύ εθνικών λιμένων για τα σκάφη που φέρουν γαλλική σημαία, σε αντίφαση με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3577/92 που ελευθέρωσε τις θαλάσσιες ενδομεταφορές από την 1η Ιουλίου 1993 για τους κοινοτικούς εφοπλιστές που εκμεταλλεύονται σκάφη νηολογημένα σε κράτος μέλος τα οποία φέρουν τη σημαία αυτού του κράτους μέλους.

Έχει σημειωθεί αισθητή πρόοδος όσον αφορά τις συμφωνίες καταμερισμού των ναύλων μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών αλλά η αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που εξασφαλίζεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 4055/86 δεν τηρείται ακόμη από όλα τα κράτη μέλη στον τομέα αυτόν. Η Επιτροπή κατάφερε, το 1998, να θέσει στο αρχείο τις διαδικασίες που είχε κινήσει κατά της Ιταλίας για τις συμφωνίες της με το Μαρόκο, τη Σενεγάλη και την Ακτή του Ελεφαντοστού, καθώς και κατά της Ισπανίας για τις συμφωνίες που τη συνδέουν με την Τυνησία και τη Γκαμπόν. Εξάλλου, η Πορτογαλία προσάρμοσε τις συμφωνίες που τη συνδέουν με τη Σενεγάλη, το Σάο Τομέ και Πρίντσιπε και το Πράσινο Ακρωτήριο. Σε συνέχεια της απόφασης του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1998 κατά του Βελγίου και του Λουξεμβούργου(94), η ρήτρα καταμερισμού των ναύλων που περιλάμβανε τη συμφωνία των εν λόγω χωρών με τη Μαλαισία καταργήθηκε επίσης. Τρία κράτη μέλη, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και η Πορτογαλία, εξακολουθούν να παραβιάζουν τον κανονισμό. Πράγματι, σε συνέχεια της προσφυγής της Επιτροπής στο Δικαστήριο, συνεχίζονται δικαιοδοτικές διαδικασίες κατά του Βελγίου λόγω της συμφωνίας του με το Κογκό (πρώην Ζαΐρ), κατά του Βελγίου και του Λουξεμβούργου λόγω των συμφωνιών τους με την Ακτή του Ελεφαντοστού, τη Σενεγάλη, το Μαλί και το Τόγκο, καθώς και κατά της Πορτογαλίας για τις συμφωνίες της με την Αγκόλα και τα κράτη που προέρχονται από την πρώην Γιουγκοσλαβία.

Στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών, οι υπηρεσίες της Επιτροπής λαμβάνουν συστηματικά μέτρα για να βελτιωθεί η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και, πιο συγκεκριμένα, στους τομείς που συνδέονται με την ασφάλεια στη θάλασσα αλλά και με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι ειδικά στον τομέα της θαλάσσιας ασφάλειας πολυάριθμες οδηγίες έχουν ως αντικείμενο την ταχύτερη εφαρμογή ή και την ενίσχυση, στο εσωτερικό της Κοινότητας, κανόνων που έχουν θεσπιστεί σε διεθνές επίπεδο. Ωστόσο, ορισμένα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν συχνά δυσκολίες στο να μεταφέρουν ταχέως στην εθνική νομοθεσία τους μέτρα που προβλέπονται ήδη, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, από διεθνείς συμβάσεις στις οποίες έχουν προσχωρήσει.

2.9.6. Εναέριες μεταφορές

Η διαδικασία ελευθέρωσης της ενδοκοινοτικής πολιτικής αεροπορίας ολοκληρώθηκε το 1997. Συνοδεύεται από αρκετές οδηγίες σε τεχνικούς τομείς ή τομείς συναφείς με τη δραστηριότητα της αερομεταφοράς αυτής καθαυτής. Η μεταφορά των εν λόγω οδηγιών δεν ήταν, στα τέλη του 1998, απόλυτα ικανοποιητική. Εντούτοις, την Επιτροπή απασχολούν περισσότερο οι καθυστερήσεις και η απουσία μεταφοράς παρά η ελλιπής μεταφορά από τα κράτη μέλη. Θα πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στις δύο αυτές περιπτώσεις.

Κατ' αρχάς, όσον αφορά ελλείψεις στο θέμα της μεταφοράς, η οδηγία 96/67/ΕΚ σχετικά με τις υπηρεσίες εδάφους, δεν είχε ακόμη μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο έξι κρατών μελών τον Δεκέμβριο 1998, ενώ θα έπρεπε να είχε μεταφερθεί το αργότερο τον Νοέμβριο 1997 και η αγορά υπηρεσιών εδάφους για λογαριασμό τρίτων άνοιξε στον ανταγωνισμό την 1η Ιανουαρίου 1999.

Εξάλλου, οι βασικές αρχές που διέπουν τις έρευνες ατυχημάτων στην πολιτική αεροπορία και θεσπίζονται με την οδηγία 94/56/ΕΚ δεν έχουν μεταφερθεί σε περισσότερα από τα μισά κράτη μέλη, ενώ η προθεσμία μεταφοράς έληγε στις 26 Νοεμβρίου 1996. Η Επιτροπή θεωρεί λυπηρό ότι οκτώ κράτη μέλη οφείλουν ακόμη να ανακοινώσουν τα εθνικά τους μέτρα εκτέλεσης.

Αντίθετα, όλες οι διαδικασίες που είχαν κινηθεί έχουν τεθεί στο αρχείο όσον αφορά την οδηγία 93/65/ΕΟΚ σχετικά με τον καθορισμό και τη χρησιμοποίηση συμβατών τεχνικών προδιαγραφών για την προμήθεια τεχνικού εξοπλισμού και συστημάτων διαχείρισης της εναέριας κυκλοφορίας. Η ορθή εφαρμογή της οδηγίας για την εναρμόνιση των συστημάτων για τη διαχείριση της εναέριας κυκλοφορίας των κρατών μελών είναι πολύ σημαντική, πόσο μάλλον που η προθεσμία για τη μεταφορά των τροποποιήσεων τις οποίες επέφερε η οδηγία 97/15/ΕΚ προκειμένου να την συμπληρώσει και να την προσαρμόσει προς τους νέους κανόνες του Eurocontrol, έληξε την 1η Δεκεμβρίου 1997. Τέσσερα κράτη μέλη (Γερμανία, Αυστρία, Ελλάδα και Λουξεμβούργο), τα οποία δεν έχουν ακόμη ανακοινώσει τα εθνικά τους μέτρα για την εκτέλεση της τελευταίας αυτής οδηγίας, αποτελούν το αντικείμενο διαδικασιών παράβασης για μη ανακοίνωση.

Όσον αφορά, στη συνέχεια, τα μέτρα μεταφοράς αυτά καθαυτά, το 1998 παρατηρήθηκε αισθητή μείωση του αριθμού των καταγγελιών και των διαδικασιών σχετικά με τις άδειες του προσωπικού πολιτικής αεροπορίας και με τα προβλήματα που συνδέονται με τη συμμόρφωση των εθνικών μέτρων με την οδηγία 91/670/ΕΟΚ. Εντούτοις, όλα τα προβλήματα δεν έχουν ακόμη επιλυθεί και διαδικασίες που κινήθηκαν εκκρεμούν λόγω κακής εφαρμογής της οδηγίας σχετικά με την αμοιβαία αποδοχή των αδειών προσωπικού που εκτελεί καθήκοντα στην πολιτική αεροπορία στο Βέλγιο, στη Γερμανία και στη Γαλλία.

Εξάλλου, είναι νωρίς για να αξιολογηθεί η εφαρμογή της οδηγίας 96/67/ΕΚ από τα κράτη μέλη, σχετικά με τις υπηρεσίες εδάφους, διότι μέχρι σήμερα μόνον η εξυπηρέτηση δι' ιδίων μέσων έχει απελευθερωθεί.

Η Επιτροπή αναγκάστηκε επίσης να χειριστεί διάφορες περιπτώσεις παράβασης στον τομέα των εναέριων μεταφορών. Έτσι, όσον αφορά τα αερολιμενικά τέλη, ορισμένα κράτη μέλη εφαρμόζουν διαφορετικό τέλος ανάλογα με τον προορισμό των επιβατών (εσωτερικές πτήσεις/ ενδοκοινοτικές ή/και διεθνείς αεροπορικές συνδέσεις). Ωστόσο, η διάκριση αυτή δεν συμβιβάζεται με την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που εφαρμόστηκε στον τομέα των εναέριων μεταφορών από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2408/92. Η ύπαρξη φορολογικών μέτρων που δημιουργούν διακρίσεις σε ορισμένα κράτη μέλη, οδήγησε την Επιτροπή να συνεχίσει την εξέταση της διαδικασίας λόγω παράβασης κατά της Ιρλανδίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, των Κάτω Χωρών, της Ελλάδας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο φάκελος που αφορά τη Γαλλία τέθηκε στο αρχείο σε συνέχεια τροποποίησης της γαλλικής νομοθεσίας, η οποία ορίζει το ίδιο ύψος αερολιμενικών τελών, ανεξάρτητα από τον προορισμό των πτήσεων.

Εξάλλου, οι διαδικασίες παράβασης σχετικά με τις διμερείς συμφωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τις επονομαζόμενες "open sky", τις οποίες έχουν υπογράψει πολλά κράτη μέλη, συνεχίστηκαν το 1998. Αφενός μεν, οι εν λόγω συμφωνίες αντιφάσκουν με την αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας για σύναψη παρόμοιων συμφωνιών, αφετέρου δε, δεν συμβιβάζονται με το άρθρο 52 της συνθήκης, στον βαθμό που γίνεται διάκριση σε συνάρτηση με την ιθαγένεια των αερομεταφορέων. Για τον λόγο αυτόν η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο για τις συμφωνίες που υπογράφηκαν από οκτώ κράτη μέλη (Βέλγιο, Δανία, Γερμανία, Φινλανδία, Λουξεμβούργο, Αυστρία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο) καθώς και να αποστείλει προειδοποιητική επιστολή σε δύο άλλα κράτη μέλη.

Πρέπει να επισημανθεί τέλος, ότι η Επιτροπή εξέδωσε δυο αποφάσεις βάσει των διατάξεων του άρθρου 8 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2408/92:

- στις 22 Ιουλίου 1998, αποφάσισε ότι η Σουηδία δεν μπορούσε να περιορίσει, πέραν των επιχειρησιακών περιορισμών όπως συσκότιση (από τις 22 μέχρι τις 7 η ώρα), την άσκηση των δικαιωμάτων μεταφορών στις αεροπορικές συνδέσεις ανάμεσα στο νέο αεροδρόμιο του Karlstad και σε άλλα κοινοτικά αεροδρόμια, τις οποίες καλύπτουν θορυβώδη αεροσκάφη (δηλαδή μη ανταποκρινόμενα στις απαιτήσεις που αναφέρονται στο δεύτερο μέρος κεφάλαιο 3 τόμος 1 του παραρτήματος 16 της σύμβασης σχετικά με τη διεθνή πολιτική αεροπορία),

- στις 9 Σεπτεμβρίου 1998, αντιτάχθηκε στους ιταλικούς κανόνες κατανομής των μεταφορών για το αερολιμενικό σύστημα του Μιλάνου, οι οποίοι προέβλεπαν τη μεταφορά όλων των συνδέσεων που καλύπτονται από το αεροδρόμιο του Linate προς το αεροδρόμιο της Malpensa, με μοναδική εξαίρεση τη σύνδεση Linate-Ρώμης. Δεδομένης της ανεπαρκούς υποδομής πρόσβασης στο αεροδρόμιο της Malpensa, η Επιτροπή θεώρησε, αφενός μεν, ότι η εφαρμογή των κανόνων αυτών οδηγούσε σε διάκριση υπέρ της ιταλικής εταιρείας Alitalia, αφετέρου δε, ότι οι εν λόγω κανόνες δεν ήταν ανάλογοι με τον στόχο των ιταλικών αρχών για δημιουργία βιώσιμου κόμβου ανταπόκρισης στη Malpensa. Σε συνέχεια της απόφασης αυτής, οι ιταλικές αρχές τροποποίησαν τους κανόνες κατανομής των μεταφορών για το αερολιμενικό σύστημα του Μιλάνου.

2.10. ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ

Η κοινοτική νομοθεσία τηλεπικοινωνιών είχε ορίσει την 1η Ιανουαρίου 1998 ως ημερομηνία για την πλήρη απελευθέρωση του τομέα. Με μια μόνον εξαίρεση(95), όλες οι οδηγίες εναρμόνισης είχαν θεσπιστεί και αναμενόταν η μεταφορά τους στις αρχές και κατά τη διάρκεια του έτους 1998, πράγμα που εξηγεί την αύξηση της δραστηριότητας της Επιτροπής για την εξασφάλιση της μεταφοράς της από τα κράτη μέλη.

Όπως είχε ήδη αναγγείλει στην XVη έκθεση, η Επιτροπή εξέδωσε, τον Φεβρουάριο του 1998, την τρίτη έκθεσή της σχετικά με την εφαρμογή της ρύθμισης για τις τηλεπικοινωνίες(96). Η έκθεση περιέχει επισκόπηση της κατάστασης της μεταφοράς του κανονιστικού πλαισίου και παρέχει επιλογή οικονομικών δεικτών που συντελούν στην περιγραφή της κατάστασης των αγορών της δημόσιας τηλεφωνίας και της υποδομής του δημόσιου δικτύου στα κράτη μέλη. Η έκθεση δίνει ως συνολική αξιολόγηση σε συνέχεια της εφαρμογής της ρύθμισης τον Ιανουάριο του 1998 ότι τα μέτρα μεταφοράς των διατάξεων της ρύθμισης υιοθετήθηκαν σε μεγάλο βαθμό στα περισσότερα κράτη μέλη και ότι θα πρέπει στο εξής να δοθεί έμφαση στην πραγματική εφαρμογή των εθνικών κανόνων για να εξασφαλιστεί η πρόσβαση στην αγορά σε όλους τους τομείς.

Υπό αυτό το πνεύμα η Επιτροπή κατήρτισε την τέταρτη έκθεσή της, που εκδόθηκε στις 25 Νοεμβρίου 1998(97). Συμπερασματικά, θεωρούσε ότι:

- η πρόοδος που σημειώθηκε στο επίπεδο των πλέον πρόσφατων οδηγιών σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος των κανονιστικών μέτρων έχει μεταφερθεί στην εθνική νομοθεσία,

- τα εθνικά μέτρα για τη μεταφορά των κυριότερων θεμάτων πάνω στα οποία στηρίζεται η ρύθμιση (εθνικές κανονιστικές αρχές, άδειες, διασύνδεση, παροχή καθολικής υπηρεσίας, τιμολόγια, συχνότητες, δικαίωμα διέλευσης) εφαρμόζονται στην πράξη, αλλά, όπως θα ήταν αναμενόμενο στην περίπτωση μιας τόσο πολύπλοκης εφαρμογής, σημαντικός αριθμός προβλημάτων εξακολουθεί να επιζητεί επίλυση,

- οι δυναμικές αγορές τηλεπικοινωνιών εξελίσσονται ταχέως στα κράτη μέλη.

Όσον αφορά την εφαρμογή των διαφόρων οδηγιών και αποφάσεων, καθώς και των διαδικασιών που έχουν κινηθεί κατ' εφαρμογήν του άρθρου 169 της συνθήκης ΕΚ, η κατάσταση έχει ως εξής.

Η οδηγία-πλαίσιο 90/387/EΟΚ "ΟΝΡ", σχετικά με τις αρχές που πρέπει να εφαρμοστούν για την παροχή ανοικτού δικτύου τηλεπικοινωνιών, μεταφέρθηκε από όλα τα κράτη μέλη.

Όσον αφορά την οδηγία 92/44/ΕΟΚ "μισθωμένες γραμμές", όλα τα κράτη μέλη έχουν ανακοινώσει στην Επιτροπή τα εθνικά μέτρα μεταφοράς. Συνεπώς, οι περισσότερες από τις διαδικασίες που εκκρεμούσαν λόγω μη ανακοίνωσης τέθηκαν στο αρχείο το 1998. Σε συνέχεια της ανάλυσης των κοινοποιηθέντων μέτρων, φαίνεται ότι η οδηγία έχει μεταφερθεί ελλιπώς στο Βέλγιο, την Ελλάδα, το Λουξεμβούργο και την Πορτογαλία.

Η οδηγία 97/51/EΚ τροποποιεί τις δυο προηγούμενες οδηγίες προκειμένου να τις προσαρμόσει σε ανταγωνιστικό περιβάλλον στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Η Επιτροπή αποφάσισε, τον Δεκέμβριο 1998, να αποστείλει προειδοποιητική επιστολή στα κράτη μέλη που δεν έχουν κοινοποιήσει ακόμη εθνικά μέτρα μεταφοράς: την Ελλάδα, τη Γαλλία, την Ιταλία την Πορτογαλία και τη Σουηδία.

Ως προς την οδηγία 95/62/ΕΚ, σχετικά με την εφαρμογή της παροχής ανοικτού δικτύου (ONP) στη φωνητική τηλεφωνία, όλα τα κράτη μέλη, πλην της Ελλάδας έχουν κοινοποιήσει τα μέτρα μεταφοράς, αν και όσον αφορά το Βέλγιο τα μέτρα αυτά είναι μερικά. Τον Δεκέμβριο 1998, αποφασίστηκε η αποστολή αιτιολογημένης γνώμης κατά των δυο αυτών κρατών μελών. Η αιτιολογημένη γνώμη αποφασίστηκε επίσης κατά της Πορτογαλίας, όσον αφορά την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας σχετικά με την αναλυτική λογιστική.

Ορισμένα κράτη μέλη (Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία και Σουηδία) δεν έχουν κοινοποιήσει τη νομοθεσία τους για τη μεταφορά της νέας οδηγίας 98/10/EΚ "φωνητική τηλεφωνία", που κατήργησε την οδηγία 95/62/ΕΚ με έναρξη ισχύος στις 30 Ιουνίου 1998. Η Επιτροπή αποφάσισε, τον Δεκέμβριο 1998, να τους αποστείλει αιτιολογημένη γνώμη. Οι κοινοποιήσεις των κρατών μελών τα οποία έλαβαν προειδοποιητική επιστολή (Γαλλία, Κάτω Χώρες και Πορτογαλία) βρίσκονται στο στάδιο της ανάλυσης.

Σχετικά με την οδηγία 97/13/ΕΚ "άδειες", η Επιτροπή αποφάσισε, τον Δεκέμβριο 1998, να αποστείλει αιτιολογημένη γνώμη κατά του Βελγίου, της Γαλλίας, της Ιταλίας, του Λουξεμβούργου και της Αυστρίας, θεωρώντας ότι τα εθνικά μέτρα που κοινοποιήθηκαν δεν είναι σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας. Η Ελλάδα και οι Κάτω Χώρες έλαβαν προειδοποιητικές επιστολές λόγω μη κοινοποίησης στην Επιτροπή των εθνικών μέτρων εκτέλεσης. Σε συνέχεια της κοινοποίησης εθνικών ρυθμίσεων από την Ισπανία, η Επιτροπή βρίσκεται στο στάδιο αξιολόγησης ορισμένων πτυχών που ενδεχομένως δεν συμφωνούν με το κοινοτικό δίκαιο.

Η οδηγία 97/33/EΚ "διασύνδεση", έχει μεταφερθεί από όλα τα κράτη μέλη πλην της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Σουηδίας, κατά των οποίων η Επιτροπή αποφάσισε, τον Δεκέμβριο 1998, να αποστείλει αιτιολογημένη γνώμη. Προειδοποιητική επιστολή κοινοποιήθηκε στις Κάτω Χώρες, οι οποίες δεν είχαν ανακοινώσει όλα τα εθνικά μέτρα εκτέλεσης. Τον Δεκέμβριο 1998 αποφασίσθηκε να αποσταλεί αιτιολογημένη γνώμη λόγω μη συμμόρφωσης κατά του Βελγίου, της Γαλλίας και του Λουξεμβούργου.

Η οδηγία 97/66/ΕΚ "προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" είχε προθεσμία μεταφοράς την 24η Οκτωβρίου 1998, ημερομηνία κατά την οποία μόνον πέντε κράτη μέλη είχαν κοινοποιήσει μέτρα εφαρμογής (Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία, Αυστρία και Πορτογαλία). Τον Δεκέμβριο 1998, η Επιτροπή αποφάσισε να αποστείλει προειδοποιητικές επιστολές κατά των υπόλοιπων κρατών μελών.

Οι οδηγίες 91/263/EΟΚ και 93/97/EΟΚ που αφορούν, αντίστοιχα, τους τερματικούς εξοπλισμούς τηλεπικοινωνιών και τους εξοπλισμούς επίγειων σταθμών δορυφορικών επικοινωνιών, μεταφέρθηκαν από όλα τα κράτη μέλη. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι εν λόγω οδηγίες κωδικοποιήθηκαν από την οδηγία 98/13/EΚ της 12ης Φεβρουαρίου 1998.

Σχετικά με τις τρεις οδηγίες για τις συχνότητες, συγκεκριμένα τις οδηγίες 87/372/ΕΟΚ (GSM), 90/544/ΕΟΚ (Ermes) και 91/287/ΕΟΚ (DECT), όλα τα κράτη μέλη κοινοποίησαν τα εθνικά τους μέτρα εκτέλεσης.

Όσον αφορά την απόφαση 91/396/ΕΟΚ "αρίθμηση", σχετικά με την καθιέρωση του "112" ως ενιαίου ευρωπαϊκού αριθμού κλήσης έκτακτης ανάγκης, όλα τα κράτη μέλη έλαβαν τα μέτρα που απαιτούνται από αυτήν την απόφαση, αλλά ο αριθμός δεν λειτουργούσε στην Ελλάδα στο τέλος του 1998.

Επίσης, όλα τα κράτη μέλη έχουν ήδη μεταφέρει την απόφαση 92/264/ΕΟΚ, σχετικά με την καθιέρωση του προθέματος "00" ως κοινού προθέματος πρόσβασης στο διεθνές τηλεφωνικό δίκτυο στην Κοινότητα. Φαίνεται, εντούτοις, ότι το πρόθεμα δεν έχει εφαρμοστεί στη Σουηδία λόγω καταγγελίας που υποβλήθηκε στο περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο.

Τέλος, οκτώ κράτη μέλη (Δανία, Γερμανία, Ισπανία, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Πορτογαλία, Φινλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο) κοινοποίησαν εθνικά μέτρα μεταφοράς της οδηγίας 95/47/ΕΚ σχετικά με τη χρήση προτύπων για τη μετάδοση τηλεοπτικού σήματος. Οι διαδικασίες παράβασης που είχαν κινηθεί το 1997 κατά των άλλων κρατών μελών συνεχίστηκαν το 1998 με την αποστολή των αντίστοιχων αιτιολογημένων γνωμών.

2.11. ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ, ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

Όσον αφορά τον οπτικοακουστικό τομέα, τονίζεται ότι όλα τα κράτη μέλη ανακοίνωσαν την εθνική νομοθεσία τους για τη μεταφορά της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ για την τηλεόραση χωρίς σύνορα.

Πολλές διαδικασίες παράβασης βρίσκονται σε εξέλιξη κατά του Βελγίου, της Φινλανδίας, της Γαλλίας, της Ελλάδας, της Ιταλίας και του Λουξεμβούργου.

Στις 30 Ιουλίου 1997, άρχισε να ισχύει η νέα οδηγία "Tηλεόραση χωρίς σύνορα" (οδηγία 97/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997 - ΕΕ L 202 της 30.7.1997 σ. 60).

Η οδηγία αυτή τροποποιεί την οδηγία του 1989 ρυθμίζοντας την άσκηση των τηλεοπτικών δραστηριοτήτων με στόχο την ενήμερωση και τη διευκρίνηση των διατάξεών της. Οι κυριότερες τροποποιήσεις αποβλέπουν στην αποσαφήνιση μερικών ορισμών όπως οι έννοιες "τηλεοπτική διαφήμιση", "τηλεαγορές", "ευρωπαϊκά έργα", αναμετάδοση "εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία", στην εισαγωγή κανόνων σχετικά με τις τηλεαγορές και με τα κανάλια που ασχολούνται αποκλειστικά με την αυτοπροβολή, στην ενίσχυση της προστασίας των ανηλίκων, ειδικότερα καθιστώντας υποχρεωτική την προειδοποίηση που θα επισημαίνει τα μη κωδικοποιημένα προγράμματα που μπορούν να βλάψουν τους ανήλικους και ζητώντας από την Επιτροπή να διεξαγάγει έρευνα αποτελεσματικότητας των συστημάτων ελέγχου τύπου "v-chip" (μικροκύκλωμα κατά της βίας), καθώς και στη σύσταση επιτροπής επαφών μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής για την εφαρμογή και την εξέλιξη της ρύθμισης στον τομέα αυτό, θέμα για το οποίο η Επιτροπή θα υποβάλλει περιοδική έκθεση στην οποία θα λαμβάνονται υπόψη οι σημειωθείσες τεχνολογικές εξελίξεις.

Τα κράτη μέλη έπρεπε να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την οδηγία αυτή το αργότερο στις 30 Δεκεμβρίου 1998.

Όμως, διαπιστώνεται ότι στις 31 Δεκεμβρίου 1998 η πλειονότητα των κρατών μελών δεν είχε ακόμη ανακοινώσει στην Επιτροπή τα εθνικά μέτρα μεταφοράς.

2.12. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Ο έλεγχος της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος ασκείται από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 155 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, μέσω της διαδικασίας παράβασης που προβλέπεται στο άρθρο 169. Συνεπάγεται τον έλεγχο της ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς, της συμμόρφωσής τους και της εφαρμογής των οδηγιών, καθώς και της υλοποίησης των κανονισμών. Ο έλεγχος αυτός ασκείται είτε αυτεπαγγέλτως, είτε μετά από καταγγελίες, ερωτήσεις των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και αναφορές που λαμβάνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όταν αυτές αποκαλύπτουν ενδεχόμενη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου.

Μερικά γενικά στατιστικά στοιχεία μπορούν να δώσουν μία εικόνα της δραστηριότητας και της επαγρύπνησης της Επιτροπής όσον αφορά τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος. Η Επιτροπή προσέφυγε το 1998 στο Δικαστήριο για 15 υποθέσεις (εκ των οποίων μία βάσει του άρθρου 171, βλέπε παρακάτω), και απηύθυνε στα κράτη μέλη 118 αιτιολογημένες γνώμες ή συμπληρωματικές αιτιολογημένες γνώμες (εκ των οποίων τέσσερις βάσει του άρθρου 171) στον τομέα του περιβάλλοντος.

Υπογραμμίζεται ότι, κατά τη διάρκεια του 1998, η Επιτροπή εξακολούθησε να προσφεύγει, για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος, στο άρθρο 171 της συνθήκης. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 171 παράγραφος 2 εδάφιο 2 όπως τροποποιήθηκε από τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε περίπτωση μη εκτέλεσης από κάποιο κράτος μέλος απόφασης του Δικαστηρίου, εκδοθείσας βάσει του άρθρου 169, με την οποία αναγνωρίζεται παράβαση αυτού του κράτους κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει για δεύτερη φορά στο Δικαστήριο, και στην περίπτωση αυτή να συνδυάσει την προσφυγή με αίτηση χρηματικής κύρωσης (προστίμου ή χρηματικής ποινής). Η διαδικασία βάσει του άρθρου 171 έδειξε τη μεγάλη αποτελεσματικότητά της και πιστεύεται ευλόγως ότι τα κράτη μέλη γνωρίζουν πλέον ότι, σε περίπτωση απόφασης λόγω παράβασης, η συμμόρφωση πρέπει να γίνεται το συντομότερο δυνατό. Πράγματι, οι περισσότερες από τις υποθέσεις που είχαν κινηθεί στον τομέα του περιβάλλοντος τέθηκαν στο αρχείο. Έτσι, από τις δέκα περιπτώσεις, για τις οποίες η Επιτροπή έλαβε από τον Ιανουάριο του 1997 απόφαση δεύτερης προσφυγής συνοδευόμενη από αίτηση χρηματικής ποινής, οι επτά επιλύθηκαν.

Κατά τη διάρκεια του 1998 και βάσει του άρθρου 171, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο για δύο νέες υποθέσεις, η μία από τις οποίες αφορά την μεταφορά από τη Γαλλία της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ σχετικά με τη διατήρηση των αγρίων πτηνών (υπόθεση C-373/98), και η άλλη την μεταφορά από την Ιταλία της οδηγίας για τα αστικά λύματα (προσφυγή προς εκτέλεση). Επιπλέον δώδεκα άλλες διαδικασίες συνεχίστηκαν στο στάδιο της προειδοποιητικής επιστολής ή της αιτιολογημένης γνώμης, τόσο λόγω μη ανακοίνωσης και μη συμμόρφωσης όσο και λόγω κακής εφαρμογής. Αυτές οι διάφορες υποθέσεις αναφέρονται λεπτομερέστερα στο δεύτερο τμήμα που αφιερώνεται στους τομείς.

Ωστόσο, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η δραστηριότητα ελέγχου της Επιτροπής δεν περιορίζεται ούτε στη διάστασή της της προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου, ούτε ακόμη στην τελευταία φάση της διαδικασίας πριν από την προσφυγή, δηλαδή στην αποστολή αιτιολογημένων γνωμών και στον έλεγχο της απάντησης που δίνουν τα κράτη μέλη. Αυτές οι ενέργειες αποτελούν τις ύστατες φάσεις της διαδικασίας παράβασης, ενώ πολυάριθμες υποθέσεις μπορούν να τεθούν στο αρχείο πριν να φθάσουν σε αυτό το στάδιο. Αυτό ισχύει ειδικότερα όσον αφορά τον τομέα του περιβάλλοντος, όπου, πράγματι, σημαντικός αριθμός καταστάσεων στις οποίες εφιστάται η προσοχή της Επιτροπής, ιδίως με καταγγελίες, κοινοβουλευτικές ερωτήσεις και αναφορές, δεν αποδεικνύεται ότι αποτελούν παραβάσεις, είτε διότι δεν υπάρχει καμία νομική βάση του κοινοτικού δικαίου, είτε διότι οι ισχυρισμοί των καταγγελλόντων/υποβαλλόντων αναφορά αποδεικνύονται πραγματικά ή νομικά αβάσιμοι. Επομένως η Επιτροπή εκπληρώνει επίσης την αποστολή της ως θεματοφύλακα του κοινοτικού δικαίου του περιβάλλοντος μέσω της άφθονης αλληλογραφίας και των τακτικών επαφών των υπηρεσιών της με τις εθνικές διοικήσεις (συνεδριάσεις ανά δέσμες ή συνεδριάσεις ad hoc).

Επιπλέον, τα προβλήματα που επισημάνθηκαν στις προηγούμενες εκθέσεις σχετικά με την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου του περιβάλλοντος παραμένουν κατ' ουσίαν τα ίδια, είτε πρόκειται για ορισμένες δυσκολίες που συναντούν τα κράτη μέλη κατά τη μεταφορά και την εφαρμογή του δικαίου αυτού, είτε για ορισμένα όρια του δυναμικού της Επιτροπής για τον έλεγχο της εφαρμογής αυτής. Αντιμέτωπη με τα φαινόμενα αυτά και προσπαθώντας να ασκήσει δραστήρια την ελεγκτική της αποστολή, η Επιτροπή συνέχισε κατά το 1998 την εφαρμογή της μεταρρύθμισης των εσωτερικών κανόνων επεξεργασίας των διαδικασιών παράβασης, για να αυξήσει την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητά τους.

Παράλληλα, το 1998 η Επιτροπή εξακολούθησε επίσης τις εργασίες της για να δώσει συνέχεια στην ανακοίνωση που εξέδωσε τον Οκτώβριο του 1996 σχετικά με την "εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου του περιβάλλοντος(98)".

H Επιτροπή ενέκρινε ιδίως στις 16 Δεκεμβρίου 1998 πρόταση σύστασης του Συμβουλίου με την οποία καθορίζονται ελάχιστα κριτήρια περιβαλλοντικώv επιθεωρήσεων στα κράτη μέλη(99). Η πρόταση αυτή, που βασίζεται στη μελέτη την οποία προετοίμασε το δίκτυο Impel ("Implementation and Enforcement of EU Environmental Law", ευρωπαϊκό δίκτυο για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου του περιβάλλοντος), ορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές για τις επιθεωρήσεις που περιλαμβάνουν ελάχιστα κριτήρια για την οργάνωση, τη λειτουργία, την παρακολούθηση και τη δημοσιότητα των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων. Η σύσταση εφαρμόζεται στις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις που αφορούν βιομηχανικές και άλλες εγκαταστάσεις, των οποίων οι εκπομπές και απορρίψεις στο περιβάλλον υπόκεινται σε άδεια, καλύπτει δε και τις πυρηνικές εγκαταστάσεις, περιλαμβανομένων και αυτών που αφορούν την έρευνα και τον ιατρικό τομέα. Σκοπός της σύστασης είναι να ενισχύσει τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος από τις εθνικές νομοθεσίες και να εξασφαλίσει ισότιμη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος σε όλα τα κράτη μέλη.

Εξάλλου, όπως προβλέπεται στην ανακοίνωση για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος, μια ετήσια έκθεση ("Annual Survey") εκπονήθηκε για να συμπληρώσει τις πληροφορίες του παρόντος τμήματος της ετήσιας έκθεσης για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, παρέχοντας και άλλα στοιχεία σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο του περιβάλλοντος. Αυτή η πρώτη "Annual Survey" καλύπτει την περίοδο μεταξύ Οκτωβρίου 1996 και Δεκεμβρίου 1997, η δε επόμενη έκδοση προβλέπεται να καλύψει το επόμενο ημερολογιακό έτος.

H πρώτη "Annual Survey" περιέχει, πρώτον, παρουσίαση της συνέχειας που δόθηκε στην ανακοίνωση για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος, περιλαμβάνοντας στοιχεία σχετικά με τη μελέτη περί ελαχίστων κριτηρίων επιθεώρησης που έγινε από το δίκτυο Impel, σχετικά με τις εργασίες πρόσβασης στη δικαιοσύνη στα κράτη μέλη και τις διαδικασίες καταγγελίας και έρευνας στον τομέα του περιβάλλοντος, σχετικά με την εκπαίδευση των δικαστικών που πραγματοποιήθηκε σε πολλά κράτη μέλη, σχετικά με σχέδιο πιλότο κατάρτισης στο κοινοτικό δίκαιο περιβάλλοντος σε πολλά πανεπιστήμια καθώς και σχετικά με προτάσεις που αφορούν τις κυρώσεις για τις επερχόμενες κοινοτικές περιβαλλοντικές νομοθεσίες. Δεύτερον, η "Annual Survey" παρουσιάζει την κατάσταση σχετικά με ορισμένες ειδικές οριζόντιες ενέργειες, όπως είναι το σχέδιο λευκού βιβλίου για την περιβαλλοντική ευθύνη, η αναθεώρηση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ σχετικά με την ελεύθερη πληροφόρηση για θέματα περιβάλλοντος και οι απαιτήσεις που απορρέουν από την οδηγία 91/692/ΕΟΚ για την τυποποίηση και τον εξορθολογισμό των εκθέσεων που αφορούν την εφαρμογή ορισμένων οδηγιών για το περιβάλλον. Εξάλλου, η "Annual Survey" παρουσιάζει κατάλογο των δημοσιεύσεων της Επιτροπής που αφορούν την εφαρμογή του κοινοτικού ή διεθνούς δικαίου (εκθέσεις, ανακοινώσεις, κ.λπ.), πληροφορίες για τη διάρθρωση και το πρόγραμμα εργασίας του δικτύου Impel και τέλος ορισμένες πληροφορίες για την κατάσταση εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος, στις οποίες περιλαμβάνεται πίνακας με τις αναφορές των εθνικών νομοθεσιών που μεταφέρουν τις οδηγίες, των οποίων η προθεσμία μεταφοράς έληξε κατά τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτεται από την "Annual Survey".

Γενικότερα, η Επιτροπή παρακολουθεί με προσοχή τις προοπτικές που διανοίγονται, για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου του περιβάλλοντος, από σειρά εξελίξεων στις οποίες συμβάλλει ενεργά ή οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο κοινοτικών πρωτοβουλιών: χρησιμοποίηση των περιβαλλοντικών συμφωνιών, περιβαλλοντική αστική ευθύνη, επέκταση των δραστηριοτήτων του άτυπου δικτύου Impel, όπου η Επιτροπή συνασκεί ιδίως την προεδρία των συνεδριάσεών του, ενσωμάτωση του περιβάλλοντος στις λοιπές πολιτικές. Η τελευταία αυτή πτυχή αποτέλεσε αντικείμενο ανακοίνωσης της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο η οποία απέβλεπε σε στρατηγική για την ενσωμάτωση του περιβάλλοντος στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία παρουσιάστηκε στη σύνοδο του Κάρντιφ τον Ιούνιο του 1998(100).

Όπως αναφέρθηκε ήδη, ο έλεγχος της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος τον οποίο ασκεί η Επιτροπή αφορά τρεις πτυχές: τον έλεγχο της ανακοίνωσης των εθνικών εκτελεστικών μέτρων, την εξέταση της συμμόρφωσης των μέτρων αυτών με τις οδηγίες που μεταφέρουν και τον έλεγχο της πρακτικής εφαρμογής των οδηγιών και κανονισμών.

Όσον αφορά την ανακοίνωση των εθνικών εκτελεστικών μέτρων από τα κράτη μέλη, δεν σημειώθηκε καμία σημαντική εξέλιξη στον τομέα του περιβάλλοντος σε σχέση με την προηγούμενη έκθεση.

Υπενθυμίζεται ότι οι οδηγίες, νομικές πράξεις που επιβάλλουν στα κράτη μέλη μόνο υποχρεώσεις αποτελέσματος και τα αφήνουν ελεύθερα όσον αφορά τα μέσα και τις μορφές που χρησιμοποιούν, προϋποθέτουν γενικά την παρέμβαση εθνικών μέτρων που εξασφαλίζουν τη συγκεκριμένη εφαρμογή των υποχρεώσεων του κοινοτικού δικαίου τις οποίες προβλέπουν. Κάθε νέα οδηγία αφήνει στα κράτη μέλη προθεσμία (συνήθως ενός ή δύο ετών) για να τροποποιήσουν το εσωτερικό τους δίκαιο σύμφωνα με τις διατάξεις της. Αλλά σε αυτή τη λήξη της προθεσμίας, τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν μεταφέρει την οδηγία και, επιπλέον, να έχουν ανακοινώσει στην Επιτροπή τα μέτρα μεταφοράς. Η Επιτροπή υπενθυμίζει εξάλλου συστηματικά σε όλα τα κράτη μέλη, και για κάθε νέα εκδοθείσα οδηγία, την απαίτηση εμπρόθεσμης μεταφοράς και ανακοίνωσης.

Η καθυστερημένη ανακοίνωση στην Επιτροπή των μέτρων μεταφοράς οφείλεται γενικά, και αρκετά εύλογα, στην καθυστέρηση θέσπισης των εν λόγω μέτρων στο εθνικό δίκαιο. Είναι όμως επίσης λυπηρό το γεγονός ότι, σε υπερβολικά μεγάλο αριθμό περιπτώσεων, τα θεσπιζόμενα μέτρα ανακοινώνονται στην Επιτροπή με καθυστέρηση πολλών μηνών ή και περισσότερο, και έτσι πρέπει να κινηθούν ή να συνεχιστούν διαδικασίες παράβασης οι οποίες στην πραγματικότητα είναι άνευ αντικειμένου. Πάντως, η Επιτροπή κινεί συστηματικά διαδικασία παράβασης σε περίπτωση μη ανακοίνωσης μέτρων μεταφοράς.

Εξάλλου, πέρα από την άμεση ανακοίνωση των μέτρων μεταφοράς μιας νέας οδηγίας, υποχρέωση που πρέπει να τηρηθεί την ημερομηνία που προβλέπεται από την οδηγία αυτή, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών πρέπει να φροντίζουν να ανακοινώνουν συστηματικά τα μεταγενέστερα μέτρα που λαμβάνουν στο πεδίο εφαρμογής αυτής της οδηγίας όσο αυτή βρίσκεται σε ισχύ. Η Επιτροπή διαπιστώνει πολύ συχνά την απουσία ανακοίνωσης αυτών των μέτρων.

Οι λόγοι των καθυστερήσεων στη μεταφορά και την ανακοίνωση είναι αυτοί που περιγράφηκαν ήδη στις προηγούμενες εκθέσεις: εσωτερική θεσμική και διοικητική διάρθρωση των κρατών μελών, μέθοδοι μεταφοράς, ειδικές δυσκολίες σε ορισμένους ιδιαίτερα πολύπλοκους από τεχνική άποψη τομείς (χημικά, βιοτεχνολογίες), πιθανή έλλειψη συντονισμού μεταξύ των εκπροσώπων των κρατών μελών που διαπραγματεύονται τις οδηγίες και των οργάνων τα οποία, στο πλαίσιο των κρατών μελών, θα επιφορτισθούν με τη μεταφορά των οδηγιών.

Η Επιτροπή δεν μπορεί επομένως παρά να υπενθυμίσει πόσο σημαντικό είναι να αρχίζουν εγκαίρως οι νομικές και διοικητικές εργασίες με σκοπό να καθορίζονται ακριβώς αυτά που πρέπει να μεταφερθούν (εφόσον ορισμένοι ήδη ισχύοντες κανόνες μπορεί να είναι επαρκείς), και στη συνέχεια, να υλοποιούνται πράξεις εθνικού δικαίου ικανές να εξασφαλίσουν τη μεταφορά. Λαμβανομένης υπόψη της μέσης διάρκειας που απαιτεί γενικά η προσαρμογή της εσωτερικής έννομης τάξης προκειμένου να μεταφερθούν οι οδηγίες, ειδικότερα σε περίπτωση παρέμβασης του εθνικού Κοινοβουλίου για την τροποποίηση του νόμου, η εμπειρία υποδεικνύει ότι πρέπει να αξιοποιείται το σύνολο της προθεσμίας για την διενέργεια του εγχειρήματος αυτού και, κατά συνέπεια, για την αποφυγή των διαδικασιών παράβασης που κινεί η Επιτροπή.

Τονίζεται σχετικά το ενδιαφέρον της απόφασης του Δικαστηρίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1997, στην υπόθεση C-129/96 (Inter-Environnement Wallonie ASBL κατά Région wallonne) που εκδόθηκε μετά από αίτηση του Βελγικού Συμβουλίου Επικρατείας για την έκδοση προδικαστικής απόφασης σχετικά με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι "τα άρθρα 5 δεύτερο εδάφιο και 189 τρίτο εδάφιο της συνθήκης ΕΟΚ καθώς και η οδηγία 91/156/ΕΟΚ επιβάλλουν στα κράτη μέλη προς τα οποία απευθύνεται η οδηγία αυτή να απέχουν, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που τάσσει η οδηγία για τη θέση της σε εφαρμογή, από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να διακυβεύσουν σοβαρά την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η οδηγία". Το Δικαστήριο διευκρινίζει(101) ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμά αν τούτο συμβαίνει ως προς εθνικές διατάξεις, με τον έλεγχο της νομιμότητας των οποίων είναι επιφορτισμένο, ότι προβαίνοντας στην εκτίμηση αυτή, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξετάζει ειδικότερα αν οι επίμαχες διατάξεις εμφανίζονται ως πλήρης μεταφορά της οδηγίας, καθώς και ποιά είναι τα συγκεκριμένα αποτελέσματα της εφαρμογής των εν λόγω μη συμβατών προς την οδηγία διατάξεων και ποια είναι η χρονική τους διάρκεια. Για παράδειγμα, αν οι επίμαχες διατάξεις εμφανίζονται ως οριστική και πλήρης μεταφορά της οδηγίας, το γεγονός ότι δεν συνάδουν προς την οδηγία θα μπορούσε να επιτρέψει την υπόθεση ότι το επιδιωκόμενο από την οδηγία αποτέλεσμα δεν πρόκειται να επιτευχθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας, αν είναι αδύνατη η έγκαιρη τροποποίηση των διατάξεων αυτών.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο σχετικά με τη μεταφορά, από το Ηνωμένο Βασίλειο, ορισμένων περιβαλλοντικών οδηγιών στο έδαφος του Γιβραλτάρ, οδηγιών για τις οποίες το Ηνωμένο Βασίλειο αναγνωρίζει ότι εφαρμόζονται στο Γιβραλτάρ αλλά δεν έχει ακόμη ανακοινώσει κανένα εκτελεστικό μέτρο στην Επιτροπή. Πρόκειται για τις οδηγίες 80/51/ΕΟΚ, 83/206/ΕΟΚ, 89/629/ΕΟΚ και 92/14/ΕΟΚ σχετικά με τον περιορισμό του θορύβου που προκαλείται από υποηχητικά αεροσκάφη. Κατά το 1998 το Ηνωμένο Βασίλειο ανακοίνωσε εκτελεστικά μέτρα για την οδηγία 94/67/ΕΟΚ σχετικά με την αποτέφρωση των επικίνδυνων αποβλήτων που αποτελούσε προηγουμένως αντικείμενο της ίδιας διαδικασίας παράβασης.

Σημειώνεται ότι για πολλές οδηγίες η προθεσμία μεταφοράς έληξε το 1998:

- οδηγία 96/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 1996, για τη διάθεση των πολυχλωροδιφαινυλίων και των πολυχλωροτριφαινυλίων (PCB/PCT)(102),

- οδηγία 96/62/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1996, για την εκτίμηση και τη διαχείριση της ποιότητας του αέρα του περιβάλλοντος(103),

- για ορισμένες από τις διατάξεις της, οδηγία 96/54/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Ιουλίου 1996, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο, για εικοστή δεύτερη φορά, της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων ουσιών(104),

- οδηγία 96/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Σεπτεμβρίου 1996, για τροποποίηση της προαναφερθείσας οδηγίας 67/548/ΕΟΚ(105),

- οδηγία 97/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1997, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα ληπτέα μέτρα κατά της εκπομπής αερίων και σωματιδιακών ρύπων προερχόμενων από κινητήρες εσωτερικής καύσης που τοποθετούνται σε μη οδικά κινητά μηχανήματα(106),

- οδηγία 97/49/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 1997, για τροποποίηση της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών(107),

- οδηγία 98/15/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Φεβρουαρίου 1998, για τροποποίηση της οδηγίας 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά ορισμένες απαιτήσεις οι οποίες καθορίζονται στο παράρτημα Ι αυτής(108),

- οδηγία 97/69/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 1997, για την εικοστή τρίτη προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της προαναφερθείσας οδηγίας 67/548/ΕΟΚ(109).

Το 1998, όπως και κατά το παρελθόν, η Επιτροπή αναγκάστηκε να κινήσει πολλές διαδικασίες παράβασης κατά όλων των κρατών μελών λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς. Κατά της Φινλανδίας κινήθηκε μία μόνο από αυτές τις διαδικασίες, και κατά του Λουξεμβούργου δύο. Λεπτομέρειες για τις εν λόγω διαδικασίες παρέχονται στα επόμενα τμήματα που αφορούν τους τομείς και τις οδηγίες.

Όσον αφορά τη συμμόρφωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς, σημειώνεται ότι υπάρχουν διαδικασίες λόγω μη συμμόρφωσης σε όλους τους τομείς της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και για όλα τα κράτη μέλη. Πράγματι, τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση όχι μόνο να θεσπίζουν μέτρα μεταφοράς των οδηγιών, αλλά και να εξασφαλίζουν ότι το περιεχόμενο των εν λόγω μέτρων συνάδει με τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου. Αυτό δεν συμβαίνει πάντα.

Ορισμένα από τα αίτια αυτής της κατάστασης περιγράφηκαν στην προηγούμενη έκθεση: κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφόρων επιπέδων που ενεργούν στο εσωτερικό κράτους μέλους (εθνικό, περιφερειακό ή άλλο), δυσχέρειες που προκαλεί η μεταφορά των υποχρεώσεων προστασίας του περιβάλλοντος σε άλλους τομείς της δράσης του κράτους μέλους (γεωργία, μεταφορές, βιομηχανία, κ.λπ.), ύπαρξη προγενέστερης εθνικής νομοθεσίας εμπνεόμενης από απαιτήσεις διαφορετικές από αυτές της οδηγίας και που χρειάζεται συνεπώς τροποποίηση.

Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή φροντίζει με προσοχή να συμμορφώνεται η έννομη τάξη των κρατών μελών με τις υποχρεώσεις που απορρεόυν από τις περιβαλλοντικές οδηγίες και αυτή η πτυχή της ελεγκτικής αποστολής της αποτελεί την προτεραιότητα. Η προ της προσφυγής φάση των διαδικασιών παράβασης δίνει την ευκαιρία στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη να διευκρινίζουν τα σημεία που αφορούν αυτή τη συμμόρφωση της εθνικής νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο. Ωστόσο η Επιτροπή εξακολουθεί να θεωρεί λυπηρό το γεγονός ότι όλα τα κράτη μέλη δεν φροντίζουν συστηματικά, όπως πράττουν η Δανία, η Γερμανία, η Φινλανδία και η Σουηδία, να συνοδεύουν την κοινοποίηση νομοθετικών ή κανονιστικών πράξεων που προορίζονται να εξασφαλίσουν τη μεταφορά των οδηγιών, από λεπτομερείς εξηγήσεις και πίνακες αντιστοιχίας μεταξύ των εθνικών και των αντίστοιχων κοινοτικών διατάξεων. Οι ενδεχόμενες παρεξηγήσεις θα περιορίζονταν και τα προβλήματα θα εντοπίζονταν πιο εύκολα. Ο έλεγχος της συμμόρφωσης που πραγματοποιείται σε κοινοτικό επίπεδο θα διευκολυνόταν επίσης, αλλά και τα κράτη μέλη θα είχαν άμεσο όφελος από τον περιορισμό στο ελάχιστο του αριθμού των διαδικασιών παράβασης. Εξάλλου, πρέπει να τονισθεί ότι η επιλογή ορισμένων νομοθετικών τεχνικών μεταφοράς (π.χ. χρησιμοποίηση πολλών νομικών πράξεων), περιπλέκοντας το καθήκον ελέγχου της Επιτροπής, απαιτεί ιδιαίτερα στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη που τις επιλέγουν, για να εξηγήσουν τις λεπτομέρειες μεταφοράς.

Πρέπει να σημειωθεί ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκε, για τα τρία νέα κράτη μέλη, και μάλιστα μετά την είσοδό τους στην Κοινότητα, η ενσωμάτωση του κοινοτικού δικαίου. Όταν προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτές οι τρεις χώρες είχαν πράγματι την άδεια να διατηρήσουν επί τέσσερα έτη ορισμένες εθνικές διατάξεις στους τομείς της υγείας και του περιβάλλοντος μέσω ειδικής διάταξης που εμφαίνεται στην Πράξη Προσχώρησης(110). Αυτές οι ιδιαίτερες διατάξεις της συνθήκης προσχώρησης χαρακτηρίστηκαν ως "ρήτρα επανεξέτασης". Η περίοδος των τεσσάρων ετών έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 1998. Κατά τη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου, η Ένωση επανεξέτασε ανάλογα τους κανόνες που είχε καθορίσει στους τομείς αυτούς. Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, η διαδικασία επανεξέτασης κατέληξε στην πρόταση ή στην θέσπιση αυστηρότερων περιβαλλοντικών κανόνων στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, π.χ. όσον αφορά την περιεκτικότητα της βενζίνης σε θείο(111) καθώς και τη σήμανση των επικίνδυνων ουσιών(112). Σε άλλες περιπτώσεις, τα νέα προσχωρούντα κράτη θα διατηρήσουν τους ισχύοντες κανόνες τους επί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Αυτή η συμπληρωματική προθεσμία είναι αναγκαία για να συνεχισθεί η εξέταση και να εξευρεθούν λύσεις σε κοινοτική κλίμακα(113). Η Επιτροπή εξέδωσε στις 11 Δεκεμβρίου 1998 μία ανακοίνωση που αφορά την "ρήτρα επανεξέτασης", δηλαδή την ενίσχυση των κοινοτικών κανόνων προστασίας του περιβάλλοντος στη συνέχεια της προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση(114), στην οποία προβαίνει στον απολογισμό αυτής της διαδικασίας.

Η Επιτροπή οφείλει επίσης να εξακριβώνει την ορθή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος από τα κράτη μέλη (οδηγίες και κανονισμοί). Αυτός ο έλεγχος αφορά τόσο την πρακτική εκτέλεση ορισμένων γενικών υποχρεώσεων εφαρμογής που βαρύνουν τα κράτη μέλη (π.χ. προσδιορισμός των ζωνών, υλοποίηση προγραμμάτων), όσο και συγκεκριμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες μία ιδιαίτερη διοικητική πρακτική ή απόφαση καταγγέλλεται ως αντίθετη με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο. Όμως είτε πρόκειται για σφαιρικά είτε για ειδικά προβλήματα, ο έλεγχος της εφαρμογής αποτελεί σημαντικό μέρος του έργου της Επιτροπής.

Όσον αφορά τη γνώση που μπορεί να έχει η Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις οδηγίες και τους κανονισμούς, πρέπει να τονισθεί ο ουσιώδης ρόλος των καταγγελιών των ιδιωτών και των μη κυβερνητικών οργανισμών, καθώς και των γραπτών και προφορικών ερωτήσεων και των αναφορών που υποβάλλονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι πληροφορίες που ανακοινώνονται με αυτό τον τρόπο είναι εξαιρετικά χρήσιμες για την Επιτροπή, διότι συμπληρώνουν τις περιοδικές εκθέσεις σχετικά με την εφαρμογή των οδηγιών που καταρτίζονται βάσει των πληροφοριών που παρέχουν τα κράτη μέλη και των απαντήσεων των κρατών μελών στα αιτήματα πληροφοριών της Επιτροπής.

Ο αριθμός των καταγγελιών εξακολούθησε να αυξάνεται το 1998 μετά από σχετική πτώση κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών. Η Ισπανία, η Γαλλία και η Γερμανία αποτέλεσαν αντικείμενο των περισσότερων καταγγελιών, ενώ το Λουξεμβούργο, η Φινλανδία και η Σουηδία ήταν τα κράτη που είχαν τις λιγότερες. Ανά μεγάλες κατηγορίες, και με δεδομένο ότι οι καταγγελίες αναφέρουν συχνά πολυάριθμα προβλήματα, οι καταγγελίες που καταγράφηκαν το 1998 αφορούσαν τις δυσχέρειες που συνδέονται με τη φύση σε μία στις δύο περιπτώσεις, με την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε μία στις τέσσερις περιπτώσεις, με τα προβλήματα αποβλήτων σε μία στις δέκα περιπτώσεις, ρύπανσης του ατμοσφαιρικού αέρα σε μία στις δέκα περιπτώσεις και ρύπανσης των υδάτων σε μία στις δέκα περιπτώσεις.

Όπως αναφερόταν στην προηγούμενη έκθεση, κατά την εξέταση των ειδικών περιπτώσεων η Επιτροπή αναγκάζεται να αναλύει τις πλέον συγκεκριμένες και κοντά στους πολίτες πραγματικές και νομικές καταστάσεις, γεγονός που δημιουργεί ορισμένες πρακτικές δυσχέρειες. Η Επιτροπή είναι γεωγραφικά απομακρυσμένη και δεν διαθέτει τον κατάλληλο εξοπλισμό για την πραγματοποίηση των ερευνών, εφόσον, ιδίως, δεν διαθέτει ούτε εξουσία ούτε μέσα επιθεώρησης στον τομέα του περιβάλλοντος, ενώ ο έλεγχος αυτός απαιτεί την ακριβή γνώση των καταστάσεων. Ωστόσο, η Επιτροπή επιδιώκει να εκπληρώσει αυτό το έργο όσο το δυνατόν καλύτερα, ιδίως διότι υπάρχει κίνδυνος να υλοποιηθεί η επίσημη μεταφορά του κοινοτικού δικαίου χωρίς να μεταβληθεί, κατά το μέτρο που απαιτούν οι κοινοτικοί κανόνες, η πρακτική συμπεριφορά. Επιπλέον είναι προφανές ότι για τους πολίτες το μόνο που μετράει τελικά είναι η πραγματική εφαρμογή του δικαίου στις καταστάσεις που τους αφορούν.

Συνήθως, οι καταγγελίες, οι κοινοβουλευτικές ερωτήσεις και οι αναφορές αφορούν προβλήματα μεμονωμένα, πολύ συγκεκριμένα, που θίγουν απευθείας τους καταγγέλλοντες ή τους συντάκτες της αναφοράς: αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων (οδηγία 85/337/ΕΟΚ), υποβάθμιση των τόπων που έχουν χαρακτηριστεί ή πρόκειται να χαρακτηριστούν ως ζώνες ειδικής προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 79/409/ΕΟΚ (άγρια πτηνά). Αυτά τα προβλήματα είναι πολλές φορές αντιπροσωπευτικά μιας γενικής κατάστασης που υπάρχει στο έδαφος ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών. Σημαντικός αριθμός προβλημάτων που προκύπτουν στο πλαίσιο καταγγελιών απορρέει από την ελλιπή ή εσφαλμένη εφαρμογή των οδηγιών. Για τον λόγο αυτό η Επιτροπή, χωρίς να εγκαταλείπει την εξέταση των περιπτώσεων κακής εφαρμογής, ιδίως δε αυτών που επισημαίνουν θέματα αρχής ή οριζόντιας φύσης ή επίσης διοικητικές πρακτικές αντίθετες προς τις οδηγίες, συγκεντρώνει τις προσπάθειές της στην επίλυση των προβλημάτων συμμόρφωσης. Σχετικά με το θέμα αυτό, η καλύτερη κατάρτιση και ενημέρωση σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο, ιδίως των εθνικών υπαλλήλων, θα μπορούσε σε ορισμένες περιπτώσεις να διευκολύνει την καλύτερη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

2.12.1. Ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφόρηση

Η οδηγία 90/313/ΕΟΚ σχετικά με την ελεύθερη πληροφόρηση για θέματα περιβάλλοντος αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική σφαιρική νομοθεσία, στο μέτρο που η διάδοση των πληροφοριών στους πολίτες επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα περιβαλλοντικά προβλήματα, να υπάρχει τεκμηριωμένη και αποτελεσματική συμμετοχή στις συλλογικές επιλογές, και δημοκρατικός έλεγχος. Η Επιτροπή κρίνει ότι οι πολίτες μπορούν, χάρη σ' αυτή την πράξη, να συμβάλλουν επωφελώς στην προστασία του περιβάλλοντος.

Όμως σχετικά με το θέμα αυτό, μολονότι όλα τα κράτη μέλη έχουν ανακοινώσει τα εθνικά μέτρα μεταφοράς της οδηγίας, δεν έχει επιλυθεί σε πολλές περιπτώσεις η συμμόρφωση των εθνικών δικαίων με τις απαιτήσεις της οδηγίας αυτής. Tο Δικαστήριο δεν εξέδωσε μέχρι σήμερα την απόφασή του στην υπόθεση C-217/97 που είχε κινήσει η Επιτροπή κατά της Γερμανίας και που αφορά τον ορισμό των αρχών που καλύπτονται από την οδηγία, τις εξαιρέσεις από την αρχή της ανακοίνωσης, τη μερική ανακοίνωση και το εύλογο κόστος της ανακοίνωσης πληροφοριών. Η Επιτροπή διαβίβασε επίσης αιτιολογημένη γνώμη σε αυτό το κράτος μέλος σχετικά με ορισμένες πτυχές εφαρμογής της οδηγίας στο Land του Schleswig-Holstein.

Εξάλλου η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Ισπανίας όσον αφορά πολλά σημεία μη συμμόρφωσης των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας (εύλογο κόστος, αποκλειόμενες πληροφορίες). Επίσης η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Πορτογαλίας, πρώτον, διότι αυτό το κράτος μέλος δεν ανακοίνωσε στην Επιτροπή την έκθεση που προβλέπεται στο άρθρο 8 της οδηγίας, και δεύτερον, λόγω μη συμμόρφωσης της νομοθεσίας που μεταφέρει την οδηγία όσον αφορά τον ορισμό των αρχών που καλύπτονται από την οδηγία και των εχόντων δικαίωμα πρόσβασης, καθώς και όσον αφορά το περιεχόμενο των πληροφοριών και τις αποκλειόμενες πληροφορίες.

Μια αιτιολογημένη γνώμη διαβιβάστηκε στο Βέλγιο σχετικά με διάφορες μη σύμφωνες πτυχές της μεταφοράς, τόσο από το Ομοσπονδιακό κράτος, όσο και από τις Βρυξέλλες, τη Φλάνδρα και τη Βαλλωνία. Αντίθετα, το Ηνωμένο Βασίλειο τροποποίησε την προγενέστερη ρύθμισή του στη συνέχεια της διαδικασίας που κίνησε η Επιτροπή. Οι διαδικασίες συνεχίζονται κατά άλλων κρατών μελών, αλλά η διαδικασία κατά της Ιταλίας τέθηκε στο αρχείο, όπως και η διαδικασία κατά της Ιρλανδίας, μετά την ανακοίνωση νέας νομοθεσίας, ή η διαδικασία κατά των Κάτω Χωρών μετά την ανακοίνωση νόμου της 12ης Μαρτίου 1998.

Η Επιτροπή εξακολουθεί να λαμβάνει καταγγελίες που αφορούν συχνά θέματα όπως η άρνηση των εθνικών διοικήσεων να δώσουν συνέχεια στις αιτήσεις πληροφοριών, οι προθεσμίες απάντησης, η από μέρους των εθνικών διοικήσεων υπερβολικά ευρεία ερμηνεία των εξαιρέσεων από την αρχή της ανακοίνωσης ή η απαίτηση πληρωμής τελών που υπερβαίνουν εύλογα ποσά.

Βάσει της έκθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 8 της οδηγίας, η Επιτροπή θα υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συνοδευόμενη από ενδεχόμενες προτάσεις αναθεώρησης. Πράγματι, στις 25 Ιουνίου 1998, η Κοινότητα και τα κράτη μέλη υπέγραψαν τη σύμβαση της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη σχετικά με την πρόσβαση στην πληροφόρηση, τη συμμετοχή του κοινού και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη στον τομέα του περιβάλλοντος. Η σύμβαση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως θετικό βήμα που συμβάλλει στην ενισχυμένη προστασία του δικαιώματος κάθε προσώπου να ζει σε ένα περιβάλλον ικανό να εξασφαλίζει την υγεία και την ευημερία του. Η υπογραφή της σύμβασης από την Κοινότητα είναι πολύ σημαντική διότι αποτελεί την πρώτη νομικά δεσμευτική πράξη που εφαρμόζεται ρητά στα κοινοτικά όργανα. Η Επιτροπή προτίθεται να δώσει στην κύρωσή της προτεραιότητα πρώτης τάξης.

Τέλος πρέπει να αναφερθεί ότι το Δικαστήριο ερμήνευσε, σε απόφαση της 17ης Ιουνίου 1998 (υπόθεση C-321/96, Wilhelm Mecklenburg κατά Kreis Pinneberg - Der Landrat), ορισμένες έννοιες της οδηγίας, μετά από αίτηση γερμανικού δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικής απόφασης. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο όρος "σχετική με το περιβάλλον πληροφορία" [άρθρο 2 στοιχείο α) της οδηγίας] πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται σε άποψη διατυπωθείσα από διοικητική αρχή αρμόδια για την προστασία του τοπίου στο πλαίσιο της συμμετοχής της σε διαδικασία εγκρίσεως κατασκευαστικών σχεδίων, αν η άποψη αυτή μπορεί να επηρεάσει, όσον αφορά τα συμφέροντα προστασίας του περιβάλλοντος, την απόφαση εγκρίσεως αυτών των σχεδίων. Το Δικαστήριο αναγνώρισε έτσι ότι πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη ήταν να δώσει στον ορισμό της σχετικής με το περιβάλλον πληροφορίας ευρύ περιεχόμενο, περιλαμβάνον τόσο τα στοιχεία όσο και τις δραστηριότητες που αφορούν την κατάσταση των τομέων αυτών, και το οποίο δεν αποκλείει οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που ασκεί η δημόσια αρχή. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο όρος "μέτρα" αποσκοπεί απλώς να διευκρινίσει ότι μεταξύ των πράξεων που εμπίπτουν στις διατάξεις της οδηγίας πρέπει να περιληφθούν όλες οι μορφές ασκήσεως της διοικητικής δραστηριότητας. Συνεπώς, για να αποτελέσει μία διατυπωθείσα από τη διοικητική αρχή άποψη, πληροφορία σχετική με το περιβάλλον, αρκεί να αποτελεί πράξη δυνάμενη να επηρεάσει δυσμενώς ή να προστατεύσει την κατάσταση ενός των περιβαλλοντικών τομέων στους οποίους αναφέρεται η οδηγία.

Επιπλέον, στην ίδια υπόθεση το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο όρος "προανάκριση" που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 τρίτη περίπτωση, της οδηγίας έχει την έννοια ότι δεν περιλαμβάνει μία διοικητική διαδικασία, η οποία περιορίζεται στην προετοιμασία ενός διοικητικού μέτρου, παρά μόνον στην περίπτωση που αυτή προηγείται αμέσως μιας δικαστικής ή οιονεί δικαστικής διαδικασίας και επιβάλλεται από την ανάγκη διεξαγωγής αποδείξεων επί μιας υποθέσεως πριν από την έναρξη της καθαυτό διαδικασίας. Κατά συνέπεια στο πλαίσιο αυτό η προανάκριση πρέπει να αναλυθεί ως αφορώσα το αμέσως προηγούμενο μια δικαστικής διαδικασίας ή έρευνας στάδιο. Δεδομένου ότι πρόκειται για παρέκκλιση από την αρχή της ελεύθερης πρόσβασης στις περιβαλλοντικές πληροφορίες που καθιερώνεται από την οδηγία, το άρθρο 3 παράγραφος 2 τρίτη περίπτωση, δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπον ώστε τα αποτελέσματά του να εκτείνονται πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για να διασφαλισθεί η προστασία των συμφερόντων τα οποία σκοπεί να κατοχυρώσει.

2.12.2. Αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων

Η οδηγία 85/337/ΕΟΚ για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον αποτελεί το κατ' εξοχήν νομικό μέσο συνολικής προσέγγισης σε θέματα περιβάλλοντος. Πράγματι, η οδηγία επιβάλλει να λαμβάνονται υπόψη τα περιβαλλοντικά θέματα σε πολυάριθμες αποφάσεις συλλογικής εμβέλειας.

Το Βέλγιο, μετά τη διαδικασία παράβασης που κίνησε εναντίον του η Επιτροπή και που οδήγησε στην απόφαση της 2ας Μαΐου 1996 (υπόθεση C-133/94), διόρθωσε την εσφαλμένη μεταφορά του παραρτήματος Ι της οδηγίας στην οποία είχε προβεί(115) και συμπλήρωσε τη μεταφορά των διατάξεων που αφορούν τις διαμεθοριακές διαβουλεύσεις(116) και του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας(117), και έτσι η Επιτροπή έθεσε τέρμα στη διαδικασία.

Υπενθυμίζεται ότι η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας 97/11/ΕΚ που τροποποιεί την οδηγία 85/337/ΕΟΚ λήγει στις 14 Μαρτίου 1999, και ότι είναι πάντα δυνατή η μεταφορά πριν από τη λήξη της προθεσμίας.

Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διατύπωσε στις 20 Οκτωβρίου 1998 τη γνώμη του σε πρώτη ανάγνωση σχετικά με την πρόταση οδηγίας που ενέκρινε η Επιτροπή το Δεκέμβριο του 1996 σχετικά με την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων(118). Αυτή η πρόταση αποβλέπει στη συνεκτίμηση των περιβαλλοντικών θεωρήσεων στο στάδιο της προετοιμασίας και της θέσπισης των πράξεων που καθορίζουν το πλαίσιο στο οποίο θα εντάσσονται τα μελλοντικά σχέδια.

Πολυάριθμες καταγγελίες που έλαβε η Επιτροπή και αναφορές που υποβλήθηκαν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καταγγέλλουν, τουλάχιστον παρεμπιπτόντως, την κακή εφαρμογή της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ από τις εθνικές αρχές. Αυτές αφορούν κυρίως την ποιότητα των μελετών επιπτώσεων (ιδίως την ανεπάρκεια εκτίμησης των έμμεσων αποτελεσμάτων του σχεδίου) και το γεγονός ότι οι συστάσεις που απορρέουν από την αξιολόγηση της μελέτης επιπτώσεων (ιδίως μετά τη διαβούλευση με το οικείο κοινό) δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη στην τελική απόφαση. Όπως αναφέρθηκε στο παρελθόν, η εξέταση των περιπτώσεων που θέτουν υπό αμφισβήτηση την ποιότητα των μελετών επιπτώσεων και την ανεπαρκή συνεκτίμησή τους δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στις υπηρεσίες της Επιτροπής. Μολονότι αληθεύει ότι η οδηγία περιέχει διατάξεις σχετικά με το περιεχόμενο των μελετών επιπτώσεων(119), ο έλεγχος της τήρησης αυτών των διατάξεων από τις εθνικές αρχές είναι εξαιρετικά δύσκολος· επιπλέον, η διαδικαστική κατ' ουσίαν φύση της οδηγίας δεν επιτρέπει να αμφισβητηθούν οι τελικές επιλογές στις οποίες προβαίνουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές, εφόσον έχει τηρηθεί η επιβαλλόμενη από την οδηγία διαδικασία. Σημειώνεται σχετικά ότι οι περιπτώσεις κακής εφαρμογής, οι υποβαλλόμενες στην Επιτροπή σχετικά με αυτή την οδηγία, αφορούν συχνότερα πραγματικά περιστατικά (ύπαρξη και χαρακτηρισμό), και συνεπώς ο έλεγχος των ενδεχόμενων παραβάσεων πιθανότατα ασκείται αποτελεσματικότερα σε αποκεντρωμένο επίπεδο, ιδίως μέσω των εθνικών δικαστηρίων.

Πάντως, το Δικαστήριο είχε επίσης την ευκαιρία να ασχοληθεί με την οδηγία κατά τη διάρκεια του 1998· εξέδωσε δύο αποφάσεις επ' ευκαιρία των οποίων διευκρίνισε την έκταση ορισμένων διατάξεων της οδηγίας.

Στην απόφασή του, της 18ης Ιουνίου 1998, στην υπόθεση C-81/96 ("Burgemeester en wethouders van Haarlemmerliede en Spaarnwoude e.a. και Gedeputeerde Staten van Noord-Holland"), το Δικαστήριο απάντησε σε προδικαστικό ερώτημα που του είχε θέσει το Συμβούλιο Επικρατείας των Κάτω Χωρών σχετικά με την εφαρμογή της διαδικασίας εκτίμησης των επιπτώσεων στο περιβάλλον, η οποία προβλέπεται από την οδηγία 85/337, στη χορήγηση νέας έγκρισης σχεδίου χωροταξίας. Το ερώτημα αφορούσε το θέμα κατά πόσον συμβιβάζεται με την οδηγία η εκτέλεση σχεδίου βάσει έγκρισης που χορηγήθηκε πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της οδηγίας και χωρίς εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, για σχέδιο το οποίο υπάγεται στο εξής στο παράρτημα Ι (υποχρεωτική εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε όλες τις περιπτώσεις), δεδομένου ότι η αρχική έγκριση δεν χρησιμοποιήθηκε αμέσως.

Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η οδηγία 85/337/ΕΟΚ δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να απαλλάσσει από τις υποχρεώσεις που αφορούν την εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον τα σχέδια που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας, όταν τα σχέδια αυτά είχαν ήδη τύχει αδείας πριν από τις 3 Ιουλίου 1988, ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, δεν καταρτίστηκε περιβαλλοντική μελέτη ανταποκρινόμενη στις επιταγές της οδηγίας πριν από τη χορήγηση της άδειας, η οποία και δεν χρησιμοποιήθηκε, και νέα διαδικασία χορηγήσεως αδείας κινήθηκε επισήμως μετά τις 3 Ιουλίου 1988.

Η δεύτερη απόφαση του Δικαστηρίου εκδόθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1998, κατά το πέρας προσφυγής λόγω παράβασης που είχε κινήσει η Επιτροπή κατά της Γερμανίας (υπόθεση C-301/95). Το Δικαστήριο διαπίστωσε, πρώτον, ότι η γερμανική κυβέρνηση δεν θέσπισε εμπρόθεσμα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οδηγία, στο μέτρο που η Γερμανία δεν ανακοίνωσε στην Επιτροπή όλα τα μέτρα που θέσπισε προκειμένου να συμμορφωθεί προς την εν λόγω οδηγία, και ιδίως αυτά που θεσπίσθηκαν από τα Länder. Όσον αφορά τη μη εφαρμογή της οδηγίας σε όλα τα σχέδια που εγκρίθηκαν μετά τις 3 Ιουλίου 1988, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, μη προβλέποντας την υποχρέωση αξιολόγησης των επιπτώσεων στο περιβάλλον για όλα τα σχέδια που υπόκεινται στην αξιολόγηση αυτήν σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, για τα οποία η διαδικασία εγκρίσεως κινήθηκε μετά τις 3 Ιουλίου 1998, η Γερμανία παρέβη επίσης τις υποχρεώσεις που υπέχει. Σε ό,τι αφορά την ατελή εφαρμογή του άρθρου 2 της οδηγίας σε σχέση με τα σχέδια που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας αυτής, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, αποκλείοντας εκ προοιμίου από την υποχρέωση αξιολογήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον ολόκληρες κατηγορίες σχεδίων οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ της εν λόγω οδηγίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν συμμορφώθηκε με την οδηγία. Αντίθετα όσον αφορά την ατελή εφαρμογή του άρθρου 5 παράγραφος 2 της οδηγίας, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι αυτή η διάταξη της οδηγίας καθορίζει το ελάχιστο περιεχόμενο που πρέπει να έχουν οι πληροφορίες που πρέπει να παράσχει ο κύριος του έργου. Το Δικαστήριο έκρινε σχετικά ότι, αν για λόγους που οφείλονται ενδεχομένως στην ομοσπονδιακή δομή αυτού του κράτους μέλους, άλλες ειδικές διατάξεις του ομοσπονδιακού κράτους ή των ομοσπόνδων κρατών θέτουν ιδιαίτερες προϋποθέσεις που αντιστοιχούν, συντρεχούσης περιπτώσεως, σε ειδικές ανάγκες στους διάφορους τομείς δραστηριοτήτων οι οποίοι καλύπτονται από την οδηγία, το άρθρο 13 της οδηγίας παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να θεσπίσουν αυστηρότερους κανόνες από εκείνους που αυτή προβλέπει. Για το λόγο αυτό το Δικαστήριο απέρριψε αυτό το κεφάλαιο της προσφυγής.

Οι υποθέσεις κατά της Ιρλανδίας (C-392/96) και της Πορτογαλίας (υπόθεση C-150/97) συνεχίζονται ενώπιον του Δικαστηρίου και αφορούν επίσης προβλήματα μη συμμόρφωσης.

Όσον αφορά τη διαδικασία που είχε κινηθεί κατά της Ιρλανδίας, ο γενικός εισαγγελέας Tesauro παρουσίασε τις παρατηρήσεις του στην υπόθεση C-392/96 στις 17 Δεκεμβρίου 1998, όπου πρότεινε στο Δικαστήριο να κρίνει ότι, μη θεσπίζοντας όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει την ορθή μεταφορά του άρθρου 4 παράγραφος 2 στο εθνικό δίκαιο, σε ό,τι αφορά τα σχέδια που περιλαμβάνονται στο σημείο 1 στοιχείο β), δ) και ε) και στο σημείο 2 στοιχείο α) του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ και έχοντας μεταφέρει μόνο εν μέρει τα άρθρο 2 παράγραφος 3, και τα άρθρα 5 και 7 της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, η Ιρλανδία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 12 της οδηγίας. Η υπόθεση αφορά ιδίως τον καθορισμό από την Ιρλανδία κατωτάτων ορίων - για τύπους σχεδίων όπως τα σχέδια χρησιμοποίησης χέρσων γαιών ή ημιφυσικών εκτάσεων προς εντατική γεωργική εκμετάλλευση, τα σχέδια δενδροφύτευσης για δημιουργία δασών που μπορούν να οδηγήσουν σε αρνητικές, από οικολογική άποψη, μεταβολές και τις εκχερσώσεις με σκοπό μία άλλη μορφή εκμετάλλευσης του εδάφους, τις επιχειρήσεις με εγκαταστάσεις για πουλερικά ή τις εξορύξεις τύρφης - τόσο υψηλών, ώστε στην πράξη πολυάριθμα σχέδια με σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις αποκλείονταν από τη διαδικασία εκτίμησης που προβλέπει η οδηγία. Όσον αφορά τη μη μεταφορά του άρθρου 2 παράγραφος 3, και των άρθρων 5 και 7 της οδηγίας, η Ιρλανδία δεν αμφισβητεί την ύπαρξη παράβασης.

Στις 13 Οκτωβρίου 1998, ο γενικός εισαγγελέας Mischo παρουσίασε τις παρατηρήσεις του του στην υπόθεση C-150/97 (Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων/Πορτογαλική Δημοκρατία), όπου πρότεινε στο Δικαστήριο να αποφασίσει ότι, μη έχοντας θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί πλήρως και ορθώς με τις διατάξεις της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ, η Πορτογαλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 12 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας. Το αντικείμενο της προσφυγής συνίσταται όχι μόνο στην αναγνώριση της μη τήρησης της προθεσμίας μεταφοράς, αλλά και του γεγονότος ότι η πορτογαλική νομοθεσία που μεταφέρει καθυστερημένα την οδηγία(120) δεν εφαρμόζεται σε σχέδια για τα οποία η διαδικασία έγκρισης είχε αρχίσει κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της, δηλαδή στις 7 Ιουνίου 1990. Ο γενικός εισαγγελέας αναφέρεται, σχετικά με το σημείο αυτό, στη νομολογία του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία από κανένα στοιχείο της οδηγίας δεν προκύπτει ότι αυτή μπορεί να ερμηνευθεί ως επιτρέπουσα στα κράτη μέλη να απαλλάσσουν από την υποχρέωση εκτίμησης των επιπτώσεων στο περιβάλλον τα σχέδια των οποίων η διαδικασία χορήγησης αδείας κινήθηκε μετά την ημερομηνία λήξεως, στις 3 Ιουλίου 1988, της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας.

H Eπιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Γερμανίας όσον αφορά το νόμο περί των αυτοκινητοδρόμων. Επίσης η Επιτροπή απέστειλε συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη στην Ιταλία και αιτιολογημένη γνώμη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σημειώνεται ωστόσο ότι αυτό το κράτος μέλος θέσπισε νέα εθνικά εκτελεστικά μέτρα σχετικά με την Αγγλία, την Ουαλλία και τη Σκωτία κατά τη διάρκεια του 1998. Ορισμένα προβλήματα κακής εφαρμογής στην Ιρλανδία αποτελούν εξάλλου αντικείμενο διαδικασιών παράβασης. Τέλος, η Επιτροπή αποφάσισε να αποστείλει συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη στην Ισπανία, λόγω της απουσίας εκτίμησης των επιπτώσεων για την πλειονότητα των σχεδίων του παραρτήματος ΙΙ.

2.12.3. Ατμοσφαιρικός αέρας

Στον τομέα αυτό, ορισμένες διαδικασίες κατέστη δυνατόν να τεθούν στο αρχείο μετά την τακτοποίηση των καταστάσεων που είχαν οδηγήσει στην κίνηση των εν λόγω διαδικασιών. Ωστόσο παραμένουν ορισμένα προβλήματα που συνδέονται κυρίως με τις οδηγίες σχετικά με την αποτέφρωση και τις οδηγίες των οποίων η προθεσμία μεταφοράς λήγει.

Η εφαρμογή της οδηγίας 92/72/ΕΟΚ σχετικά με την ατμοσφαιρική ρύπανση από το όζον βελτιώθηκε σημαντικά και επέτρεψε τον τερματισμό των διαδικασιών παράβασης που είχαν κινηθεί. Ειδικότερα, η Επιτροπή αποφάσισε το 1998 να προσφύγει στο Δικαστήριο λόγω κακής εφαρμογής της οδηγίας από τη Γαλλία, ιδίως όσον αφορά την ανακοίνωση στην Επιτροπή του τόπου στον οποίο βρίσκονται οι σταθμοί μέτρησης και τις υπερβάσεις των επιπέδων όζοντος που αναφέρονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας για την ενημέρωση και το συναγερμό του πληθυσμού (180 μg/m3 και 360 μg/m3). Όμως αυτό το κράτος μέλος έλαβε στο εξής τα μέτρα που επιτρέπουν την καλύτερη εφαρμογή της οδηγίας. Επίσης, η διαδικασία που κινήθηκε κατά της Σουηδίας λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς μπόρεσε να τεθεί στο αρχείο, διότι αυτό το κράτος μέλος θέσπισε τα σχετικά μέτρα.

Η Γερμανία τερμάτισε την καθυστέρηση ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 94/63/ΕΚ για τον έλεγχο των εκπομπών πτητικών οργανικών ουσιών και η Επιτροπή έθεσε στο αρχείο τη σχετική διαδικασία παράβασης που είχε κινήσει.

Προδικαστικά ερωτήματα όσον αφορά την ερμηνεία και το κύρος του κανονισμού (ΕΚ) 3093/94 του Συμβουλίου σχετικά με τις ουσίες που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο από ιταλικά δικαστήρια. Τα ερωτήματα αφορούν τους περιορισμούς παραγωγής και χρήσης των αλογονωμένων υδρογονανθράκων (halon) και HCFC (υδροχλωροφθορανθράκων), αερίων επικίνδυνων για το περιβάλλον. Στις αποφάσεις του της 14ης Ιουλίου 1998 για τις υποθέσεις C-284/95 και C-341/95, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 5 του κανονισμού πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει πλήρως τη χρήση και, κατά συνέπεια, την εμπορία των HCFC που προορίζονται για την πυρόσβεση και ότι από την εξέταση των τιθέμενων ερωτημάτων δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος του άρθρου 5 του κανονισμού.

Η οδηγία 96/62/ΕΚ που αφορά την ποιότητα του αέρα του περιβάλλοντος έπρεπε να μεταφερθεί το αργότερο στις 21 Μαΐου 1998. Η οδηγία αυτή θα αποτελέσει τη βάση σειράς κοινοτικών πράξεων που θα εκδοθούν για να καθορισθούν οι νέες οριακές τιμές για τους ρύπους της ατμόσφαιρας - αρχής γενομένης από αυτούς που καλύπτονται ήδη από τις υφιστάμενες οδηγίες - καθώς και για να καθορισθούν τα κατώφλια ενημέρωσης και συναγερμού, για να εναρμονισθούν οι μέθοδοι αξιολόγησης της ποιότητας του αέρα και για να καταστεί δυνατή η καλύτερη διαχείριση της ποιότητας του αέρα με σκοπό την προστασία της υγείας και των οικοσυστημάτων. Η Επιτροπή αποφάσισε να αποστείλει αιτιολογημένη γνώμη στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Ιταλία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, λόγω πλήρους ή μερικής απουσίας μέτρων μεταφοράς σε αυτά τα κράτη μέλη κατά τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπει η οδηγία.

Η οδηγία 97/68/ΕΚ σχετικά με την εκπομπή αερίων και σωματιδιακών ρύπων προερχόμενων από κινητήρες εσωτερικής καύσης που τοποθετούνται σε μη οδικά κινητά μηχανήματα έπρεπε να μεταφερθεί το αργότερο στις 30 Ιουνίου. Η Επιτροπή αποφάσισε να αποστείλει αιτιολογημένη γνώμη στο Βέλγιο, την Ελλάδα, τη Γαλλία, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο, την Αυστρία και το Ηνωμένο Βασίλειο λόγω της πλήρους ή μερικής απουσίας μέτρων μεταφοράς σε αυτά τα κράτη μέλη κατά τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπει η οδηγία.

Σημειώνεται τέλος η έκδοση το 1998 της οδηγίας 98/70/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ και την τροποποίηση της οδηγίας 93/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου,(121) που θα πρέπει να μεταφερθεί προσεχώς.

2.12.4. Ύδατα

Η Επιτροπή συνεχίζει το καθήκον ελέγχου της εφαρμογής των ισχυουσών οδηγιών. Με περίπου ένα τέταρτο των υφιστάμενων διαδικασιών παράβασης σε θέματα περιβάλλοντος, με καταγγελίες και αναφορές που λαμβάνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και που εξετάζονται από την Επιτροπή, η κοινοτική νομοθεσία που αφορά την ποιότητα των υδάτων εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο σημαντικής δραστηριότητας της Επιτροπής. Η κατάσταση αυτή οφείλεται στην ποσοτική και ποιοτική σημασία των υποχρεώσεων που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο και που βαρύνουν τα κράτη μέλη, αλλά και στην αυξανόμενη ευαισθησία των πολιτών σχετικά με τα θέματα προστασίας της ποιότητας των υδάτων.

Όσον αφορά την οδηγία 75/440/ΕΟΚ σχετικά με τα ύδατα επιφανείας που προορίζονται για την παραγωγή πόσιμου ύδατος, πολλές διαδικασίες λόγω παράβασης βρίσκονται σε εξέλιξη. Αυτές αφορούν ιδίως την κατάρτιση συστηματικών οργανικών προγραμμάτων δράσης (άρθρο 4 παράγραφος 2 της οδηγίας) - ουσιώδους εργαλείου προστασίας των υδάτων (νιτρικά, γεωργικά φάρμακα, κ.λπ.) - καθώς και τους όρους εφαρμογής των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3. Η Επιτροπή μπόρεσε να θέσει στο αρχείο τη διαδικασία που κινήθηκε κατά της Γερμανίας βάσει του άρθρου 171, μετά την απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 1991 (υπόθεση C-58/89), λόγω της ανακοίνωσης συστηματικού οργανικού προγράμματος δράσης για το σύνολο τους εδάφους της. Επομένως η Επιτροπή παραιτήθηκε από την υπόθεση C-122/97 την οποία είχε υποβάλει στο Δικαστήριο.

Εξάλλου, το Δικαστήριο αναγνώρισε δύο παραβάσεις της Πορτογαλίας. Η πρώτη αποτέλεσε αντικείμενο της απόφασης της 17ης Ιουνίου 1998 (υπόθεση C-214/97) που αφορά την απουσία συστηματικού οργανικού προγράμματος δράσης για το σύνολο του εδάφους της. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα έγγραφα που προσκόμισαν οι πορτογαλικές αρχές, παρά τους τίτλους τους και τα περιγραφόμενα σχέδια, δεν αποτελούσαν συστηματικό σχέδιο δράσης, διότι δεν προέβλεπαν χρονοδιάγραμμα για την εξυγίανση των υδάτων, δεν κάλυπταν όλα τα υδάτινα ρεύματα και δεν συνιστούσαν το κατάλληλο πλαίσιο που επέτρεπε τη βελτίωση της ποιότητας των υδάτων. Σημειώνεται ότι από τότε ανακοινώθηκε στην Επιτροπή οργανικό πρόγραμμα δράσης.

Η δεύτερη παράβαση αποτέλεσε αντικείμενο απόφασης της 15ης Οκτωβρίου 1998 (υπόθεση C-229/97) και αφορά τις εσφαλμένες και ατελείς μεθόδους δειγματοληψίας, κατ' εφαρμογή της οδηγίας 79/869/ΕΟΚ που εκδόθηκε βάσει της οδηγίας 75/440/ΕΟΚ. Ωστόσο, σχετικά με την τελευταία αυτή υπόθεση, ένα νομοσχέδιο που θεσπίστηκε την 1η Αυγούστου 1998 και που ανακοινώθηκε στην Επιτροπή αποβλέπει στη συμμόρφωση του εθνικού δικαίου με την οδηγία.

Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης να προσφύγει στο Δικαστήριο λόγω παράβασης της Γαλλίας σχετικά με την χρήση, στη Βρετάνη, υδάτων που περιέχουν νιτρικά για την παραγωγή πόσιμου ύδατος, χωρίς να έχει εφαρμοσθεί σχέδιο διαχείρισης των υδάτινων πόρων που επιτρέπει μακροπρόθεσμα την αποκατάσταση της ποιότητας.

Στην Ιταλία διαβιβάσθηκε συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη που αφορά την απουσία συστηματικού οργανικού προγράμματος δράσης για το σύνολο του εδάφους της. Αντίθετα, το Ηνωμένο Βασίλειο ανακοίνωσε κατα τη διάρκεια του 1998 εθνικά μέτρα εκτέλεσης της οδηγίας καθώς και προγράμματα δράσης.

Όσον αφορά την οδηγία 76/160/ΕΟΚ σχετικά με την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης, το ποσοστό εποπτείας των τόπων κολύμβησης και η ποιότητα των χρησιμοποιούμενων υδάτων παρουσιάζουν τάση βελτίωσης. Ωστόσο, παρά την πρόοδο αυτήν, συνεχίζονται οι διαδικασίες παράβασης κατά περίπου των μισών κρατών μελών, στο μέτρο που απέχει ακόμη πολύ η πλήρης τήρηση των απαιτήσεων της οδηγίας.

Μολονότι η διαδικασία παράβασης κατά της Φινλανδίας λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς για την επαρχία Åland μπόρεσε να τεθεί στο αρχείο, δεν συνέβη το ίδιο με την διαδικασία κατά της Αυστρίας, γεγονός που οδήγησε την Επιτροπή να προσφύγει στο Δικαστήριο. Επιπλέον, η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στη Γερμανία για την ίδια αιτίαση, όσον αφορά τα νέα Länder. Σημειώνεται όμως ότι ανακοινώθηκαν τα μέτρα μεταφοράς για πέντε από τα έξι νέα Länder μετά από την κίνηση της διαδικασίας παράβασης.

Η Επιτροπή αναγκάσθηκε να κινήσει διαδικασία βάσει του άρθρου 171 της συνθήκης κατά του Ηνωμένου Βασιλείου για την περίπτωση του Blackpool λόγω μη πλήρους εκτέλεσης της απόφασης του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1993 (υπόθεση C-56/90). Η υπόθεση C-198/97 που αφορά την ποιότητα των υδάτων και τη συχνότητα της δειγματοληψίας στην Γερμανία συνεχίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου.

Στην υπόθεση C-92/96, Επιτροπή κατά Βασιλείου της Ισπανίας, το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του στις 12 Φεβρουαρίου 1998, αναγνωρίζοντας ότι αυτό το κράτος μέλος παρέλειψε να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε η ποιότητα των εσωτερικών υδάτων κολύμβησης στο ισπανικό έδαφος να ανταποκρίνεται στις οριακές τιμές που καθορίζονται από το άρθρο 3 της οδηγίας 76/160/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου. Πρόκειται για την πρώτη υπόθεση όπου κράτος μέλος καταδικάζεται λόγω γενικής παράλειψης, που αφορά το σύνολο του εδάφους του, να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση των υδάτων κολύμβησης με τις απαιτήσεις της οδηγίας.

Η Επιτροπή προσέφυγε επίσης στο Δικαστήριο λόγω ανεπαρκούς εποπτείας και μη συμμόρφωσης ορισμένου αριθμού τόπων κολύμβησης στο Βέλγιο (υπόθεση C-307/98). Eξάλλου η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες για την ποιότητα των υδάτων και τη συχνότητα της δειγματοληψίας και αποφάσισε να πράξει το ίδιο και για την Πορτογαλία. Μία διαδικασία παράβασης συνεχίζεται επίσης κατά της Ιταλίας σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας. Τέλος, η Επιτροπή αποφάσισε να απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη στη Δανία και τη Φινλανδία λόγω της απουσίας μέτρησης για την παράμετρο "ολικά κολοβακτηρίδια", που είναι υποχρεωτική βάσει της οδηγίας.

Σημειώνεται τέλος, όσον αφορά την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης, ότι η Επιτροπή έλαβε πολυάριθμες καταγγελίες σχετικά με την απονομή της "γαλάζιας σημαίας". Η πρωτοβουλία αυτή, που είναι ενδιαφέρουσα όσον αφορά την ενημέρωση των κολυμβητών, δεν εξαρτάται ωστόσο κατά κανένα τρόπο από την Κοινότητα ή από την εφαρμογή της οδηγίας 76/160/ΕΟΚ, και συνεπώς η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να δώσει συνέχεια στις καταγγελίες αυτές.

Η εφαρμογή της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ σχετικά με τις επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον καθώς και των οδηγιών που καθορίζουν ειδικούς κανόνες ανά ουσία, οδήγησε σε διαδικασίες παράβασης κατά των περισσότερων κρατών μελών.

Όσον αφορά την μη ανακοίνωση των προγραμμάτων μείωσης της ρύπανσης του ύδατος από επικίνδυνες ουσίες που υπάγονται στον κατάλογο ΙΙ του παραρτήματος της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ ή την ανεπάρκεια των προγραμμάτων που ανακοινώθηκαν, το Δικαστήριο, στην απόφασή του της 11ης Ιουνίου 1998, αναγνώρισε την παράβαση του Λουξεμβούργου (υπόθεση C-206/96). Η απόφαση αυτή είναι η πρώτη που αφορά γενική παράβαση κράτους μέλους ως προς το θέμα αυτό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Δικαστήριο διαπίστωσε την απουσία προγραμμάτων μείωσης της ρύπανσης για 99 ουσίες του καταλόγου ΙΙ. Τα σχετικά ύδατα είναι αυτά που θίγονται από τη ρύπανση κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας. Το Λουξεμβούργο ανακοίνωσε έκτοτε ένα σχέδιο που αποβλέπει στη συμμόρφωση με το άρθρο 7 της οδηγίας.

Το Δικαστήριο εξέδωσε την 1η Οκτωβρίου 1998 απόφαση κατά της Ιταλίας (υπόθεση C-285/96) στην οποία, όπως και στην προηγούμενη απόφαση κατά του Λουξεμβούργου, διαπιστώνει την παράβαση του κράτους μέλους σχετικά με τις 99 προαναφερθείσες ουσίες, επιβεβαιώνοντας την υποχρέωση όλων των κρατών μελών, τα οποία αφορά η ρύπανση από τις ουσίες που αναφέρονται στην οδηγία 76/464/ΕΟΚ, να καταρτίζουν ειδικά προγράμματα για τη μείωση της ρύπανσης από τις ουσίες του καταλόγου ΙΙ. Επίσης, στις 25 Νοεμβρίου 1998, το Δικαστήριο αναγνώρισε, στην απόφασή του στην υπόθεση C-214/96 που είχε κινήσει η Επιτροπή κατά της Ισπανίας, την ίδια παράβαση του κράτους μέλους, αλλά αυτή τη φορά πρόκειται για όλες τις ουσίες του καταλόγου ΙΙ, διότι η διαδικασία δεν μπόρεσε να περιορισθεί στις 99 προαναφερθείσες ουσίες.

Διαδικασίες βασιζόμενες στην ίδια αιτίαση, οι οποίες κινήθηκαν το 1996 ή το 1997, συνεχίζονται ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της Γερμανίας (υπόθεση C-184/97), του Βελγίου (υπόθεση C-207/97) και της Ελλάδας (υπόθεση C-384/97). Το 1998, η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της Πορτογαλίας (υπόθεση C-261/98) και των Κάτω Χωρών (υπόθεση C-152/98). Συνεχίζεται μία διαδικασία κατά της Γαλλίας. Όσον αφορά την Ιρλανδία, η διαδικασία παραμένει ανοικτή, παρόλο που αρχίζει να σημειώνεται κάποια πρόοδος. Αντίθετα, η Επιτροπή μπόρεσε να θέσει στο αρχείο τη διαδικασία που είχε κινήσει κατά της Δανίας, μετά την θέσπιση και την εφαρμογή προγραμμάτων σύμφωνων με τις απαιτήσεις του άρθρου 7 της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ. Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο σημείωσε σημαντική πρόοδο ανακοινώνοντας τα στοιχεία για τη Σκωτία και τη Βόρεια Ιρλανδία(122), για τις οποίες δεν υπήρχε κανένα πρόγραμμα. Αυτές οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν τη γνώμη της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία τα προγράμματα μείωσης της ρύπανσης του ύδατος από τις επικίνδυνες ουσίες, τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7 της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ, μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό στοιχείο βελτίωσης της ποιότητας των υδάτων. Η Επιτροπή είναι αποφασισμένη να φροντίσει ώστε τα προγράμματα αυτά να εφαρμοστούν σε όλα τα κράτη μέλη.

Σημειώνεται επίσης ότι το Δικαστήριο αναγνώρισε την παράβαση της Πορτογαλίας για δύο υποθέσεις που αφορούν απορρίψεις επικίνδυνων ουσιών στο ύδωρ. Αφενός, στην απόφαση της 18ης Ιουνίου 1998 (υπόθεση C-208/97), το Δικαστήριο αναγνώρισε την παράβαση αυτού του κράτους λόγω απουσίας ειδικών προγραμμάτων εξάλειψης των απορρίψεων υδραργύρου που προβλέπονται από την οδηγία 84/156/ΕΟΚ. Αφετέρου, σε απόφαση της 28ης Μαΐου 1998 (υπόθεση C-213/97), το Δικαστήριο αναγνώρισε τη μη σύμφωνη μεταφορά της τροποποιηθείσας οδηγίας 86/280/ΕΟΚ, που εκδόθηκε κατ' εφαρμογή του άρθρου 6 της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ, που ορίζει τις οριακές τιμές και τους ποιοτικούς στόχους για ορισμένες ουσίες. Για τις δύο αυτές υποθέσεις, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 171 της συνθήκης διαδικασία.

Η Επιτροπή εξακολουθεί να διαπιστώνει ότι η ανεπάρκεια των προγραμμάτων μείωσης συνεπάγεται πολυάριθμες ιδιαίτερες περιπτώσεις κακής εφαρμογής της οδηγίας αυτής (ρύπανση του ενός ή του άλλου υδάτινου ρεύματος από γεωργικές ή βιομηχανικές απορρίψεις) και ότι μόνο μία σφαιρική συνεκτίμηση του προβλήματος θα μπορέσει να επιλύσει αυτές τις συγκεκριμένες δυσχέρειες. Επιπλέον ορισμένα προβλήματα που συνδέονται με την απουσία συστηματικής άδειας πριν από τις απορρίψεις, εξακολουθούν να υφίστανται σε πολλά κράτη μέλη. Έτσι, το Δικαστήριο στην απόφασή του της 11ης Ιουνίου 1998 (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-232/95 και C-233/95), διαπίστωσε ότι η Ελλάδα δεν είχε εφαρμόσει τα προγράμματα μείωσης της ρύπανσης, για τις ουσίες του καταλόγου ΙΙ της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ, για τη λίμνη Βεγορίτιδα, τον ποταμό Σούλο και τον Παγασητικό Κόλπο. Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι σε περίπτωση απουσίας προγραμμάτων κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 1 της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ, θα ήταν αδύνατη η σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 έκδοση αδειών απορρίψεων, διότι οι εν λόγω άδειες περιλαμβάνουν πρότυπα αποβολής ισχύοντα για τις εγκεκριμένες μεμονωμένες απορρίψεις και υπολογιζόμενα με γνώμονα ποιοτικούς στόχους καθοριζομένους εκ των προτέρων με πρόγραμμα κατά την έννοια της παραγράφου 1. Η Επιτροπή αποφάσισε εξάλλου να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 171 της συνθήκης.

Επίσης η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στην Πορτογαλία για τις απορρίψεις εργοστασίου γεωργικών ειδών διατροφής στο Santo Tirso, αλλά οι πορτογαλικές αρχές ανακοίνωσαν σε απάντηση μέτρα που θα επιτρέψουν να επιλυθεί ευνοϊκά το πρόβλημα.

Σημειώνεται επίσης ότι το Συμβούλιο Επικρατείας των Κάτω Χωρών υπέβαλε στο Δικαστήριο δύο προδικαστικά ερωτήματα (υποθέσεις C-231/97 και C-232/97) - για τα οποία αυτό δεν έχει ακόμη αποφανθεί - σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ, και ιδίως με την έννοια "απόρριψη" σε σχέση, αντίστοιχα, με τους ρυπανθέντες ατμούς που συγκεντρώνονται άμεσα ή έμμεσα στα ύδατα επιφανείας και με τον καθαρισμό του ξύλου με κρεόσωτο (προϊόν προερχόμενο από την πίσσα και χρησιμοποιούμενο ως αντισηπτικό) στα ύδατα επιφανείας. Το δεύτερο ερώτημα αφορά επίσης την έννοια "ρύπανση που προέρχεται από σημαντικές πηγές", που αναφέρεται στην οδηγία 86/280/ΕΟΚ σχετικά με τις οριακές τιμές για τις απορρίψεις επικίνδυνων ουσιών περιλαμβανόμενων στο κατάλογο Ι του παραρτήματος της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ.

Όσον αφορά τις οδηγίες 78/659/ΕΟΚ σχετικά με τα ύδατα ιχθυοκαλλιέργειας και 79/923/ΕΟΚ σχετικά με τα ύδατα για οστρακοειδή, σημειώθηκε πρόοδος. Η διαδικασία που είχε κινηθεί για την οδηγία 78/659/ΕΟΚ βάσει του άρθρου 171 κατά της Γερμανίας, στη συνέχεια της απόφασης της 12ης Δεκεμβρίου 1996 (υπόθεση C-298/95) μπόρεσε να τεθεί στο αρχείο μετά την εφαρμογή ικανοποιητικών μέτρων. Όσον αφορά την εκτέλεση από την Ιταλία της απόφασης της 9ης Μαρτίου 1994 (υπόθεση C-291/93) σχετικά με την ίδια οδηγία, σημειώθηκε σημαντική πρόοδος, εφόσον πραγματοποιήθηκε ο χαρακτηρισμός της πλειονότητας των σχετικών υδάτων και θεσπίσθηκαν τα προγράμματα μείωσης της ρύπανσης. Στη συνέχεια της απόφασης του Δικαστηρίου, της 4ης Δεκεμβρίου 1997 (υπόθεση C-225/96), με την οποία διαπιστώθηκε η παράλειψη της Ιταλίας να καθορίσει τις επιτακτικές τιμές και τις τιμές οδηγούς για ορισμένες επικίνδυνες ουσίες και να υποδείξει όλα τα ύδατα που ανταποκρίνονται στα αντικειμενικά χαρακτηριστικά των υδάτων για οστρακοειδή σύμφωνα με την οδηγία 79/923/ΕΟΚ, η διαδικασία παράβασης παραμένει ανοικτή. Το Ηνωμένο Βασίλειο ανακοίνωσε κατά τη διάρκεια του 1998 νέα μέτρα μεταφοράς των οδηγιών 78/659/ΕΟΚ και 79/923/ΕΟΚ.

Η εφαρμογή της οδηγίας 80/68/ΕΟΚ περί προστασίας των υπογείων υδάτων από τη ρύπανση που προέρχεται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες προκαλεί ορισμένες διαδικασίες λόγω παράβασης. Στις 18 Ιουνίου 1998 το Δικαστήριο αναγνώρισε την παράβαση της Πορτογαλίας σχετικά με τη μη συμμόρφωση της πορτογαλικής νομοθεσίας (υπόθεση C-183/97), αλλά σημειώνεται ότι αυτό το κράτος μέλος ανακοίνωσε ένα νομοθετικό διάταγμα της 1ης Αυγούστου 1998 που αποσκοπεί στη μεταφορά της οδηγίας. Η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τη ρύπανση των υπογείων υδάτων από ουσίες που χρησιμοποιούνται στην εκτροφή προβάτων, αλλά είναι πιθανό να τεθεί στο αρχείο η υπόθεση αυτή πριν από την κίνηση της δικαστικής διαδικασίας, δεδομένου ότι κοινοποιήθηκαν πολλοί κανονισμοί που ενδέχεται να επιλύσουν το πρόβλημα. Τέλος η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της Ιρλανδίας (υπόθεση C-331/98) λόγω μη συμμόρφωσης της νομοθεσίας της με την οδηγία 80/68/ΕΟΚ όσον αφορά ορισμένες πτυχές των απορρίψεων των υγειονομικών αρχών.

Όσον αφορά την οδηγία 80/778/ΕΟΚ περί της ποιότητας του πόσιμου νερού, η υπόθεση που αφορά τις βρετανικές "undertakings", στην οποία η Επιτροπή κρίνει ανεπαρκείς ως προς τον τύπο και την ουσία τις μη δεσμευτικές αυτές υποχρεώσεις, εκκρεμεί πάντα ενώπιον του Δικαστηρίου (υπόθεση C-340/96). Η διαδικασία κατά της Πορτογαλίας λόγω μη συμμόρφωσης της νομοθεσίας που μεταφέρει την οδηγία συνεχίζεται, αλλά σημειώνεται ότι αυτό το κράτος μέλος ανακοίνωσε το προαναφερθέν νομοθετικό διάταγμα της 1ης Αυγούστου 1998 που αποβλέπει κυρίως στη μεταφορά της οδηγίας.

Εξάλλου η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στην Αυστρία λόγω του τρόπου μεταφοράς που επέλεξε αυτό το κράτος μέλος. Αντίθετα η Επιτροπή έθεσε στο αρχείο την κινηθείσα διαδικασία κατά της Γαλλίας, μετά από αναφορά που έλαβε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σχετικά με τη διανομή του ύδατος στο διαμέρισμα Eure (παρουσία νιτρικών στο διανεμόμενο ύδωρ), εφόσον τα τελευταία ανακοινωθέντα αποτελέσματα δείχνουν ότι τηρείται η οδηγία συνεπεία των σημαντικών μέτρων που έλαβαν οι αρχές.

Η Επιτροπή εξακολουθεί να λαμβάνει πολυάριθμες καταγγελίες λόγω κακής εφαρμογής, οι οποίες όμως δεν μεταφράζονται πάντα σε διαδικασίες παράβασης, στο βαθμό που το βάρος αποδείξεως εναπόκειται στην Επιτροπή και που οι καταγγέλλοντες δυσκολεύονται πολλές φορές να συγκεντρώσουν τα αποδεικτικά στοιχεία.

Σημειώνεται επίσης η έκδοση, στις 3 Νοεμβρίου 1998, της οδηγίας 98/83/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης, που πρόκειται να αντικαταστήσει από το 2003 την οδηγία 80/778/ΕΟΚ(123).

Η κοινοτική νομοθεσία περιλαμβάνει δύο μέσα με σκοπό την καταπολέμηση του ειδικού προβλήματος της ρύπανσης από τα φωσφορικά και νιτρικά άλατα και του ευτροφισμού που είναι αποτέλεσμά τους.

Το πρώτο από τα μέσα αυτά είναι η οδηγία 91/271/ΕΟΚ για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων. Επιβάλλει στα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν από το 1998, 2000 ή 2005, ανάλογα με το μέγεθος των αστικών περιοχών, ότι αυτές διαθέτουν σύστημα συλλογής και επεξεργασίας λυμάτων. Επομένως η Επιτροπή δεν είχε μέχρι τώρα παρά να ελέγξει την ανακοίνωση των μέτρων μεταφοράς ή τη συμμόρφωσης των εν λόγω μέτρων. Δεδομένου ότι η οδηγία αυτή είναι ουσιώδης για την εξυγίανση των υδάτων και την καταπολέμηση του ευτροφισμού, η Επιτροπή αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην έγκαιρη εφαρμογή της. Εξάλλου, στο πλαίσιο του Ταμείου Συνοχής και της περιφερειακής πολιτικής, η Κοινότητα υποστηρίζει τις προσπάθειες των κρατών μελών προκειμένου να εξοπλισθούν με τις αναγκαίες εγκαταστάσεις.

Μετά τη θέσπιση από τα κράτη μέλη των αναγκαίων μέτρων, η Επιτροπή μπόρεσε να θέσει στο αρχείο τη διαδικασία που είχε κινήσει κατά της Γερμανίας βάσει του άρθρου 171 στη συνέχεια της απόφασης της 12ης Δεκεμβρίου 1996 (υπόθεση C-297/95) και τη διαδικασία που είχε κινήσει κατά της Πορτογαλίας βάσει του άρθρου 169. Αντίθετα, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο για δεύτερη φορά (διαδικασία του άρθρου 171) κατά της Ιταλίας σχετικά με την απουσία εθνικής νομοθεσίας μεταφοράς. Επιπλέον, συνεχίζει τις διαδικασίες κατά της Ελλάδας, του Βελγίου και της Ισπανίας λόγω μη συμμόρφωσης της μεταφοράς ή κακής εφαρμογής της οδηγίας.

Σημειώνεται τέλος η έκδοση από την Επιτροπή, στις 27 Φεβρουαρίου 1998, της οδηγίας 98/15/ΕΚ για τροποποίηση της οδηγίας 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά ορισμένες απαιτήσεις οι οποίες καθορίζονται στο παράρτημα Ι αυτής(124).

Το δεύτερο μέσο καταπολέμησης του ευτροφισμού είναι η οδηγία 91/676/ΕΟΚ για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης. Η Επιτροπή εξακολούθησε να αποδίδει μεγάλη σημασία στις διαδικασίες που κινήθηκαν για την τήρηση αυτής της οδηγίας. Έτσι βρίσκονται σε εξέλιξη διαδικασίες παράβασης κατά των περισσότερων κρατών μελών προκειμένου να εξασφαλισθεί η τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 91/676/ΕΟΚ, σχετικά με διάφορες πτυχές: μεταφορά της νομοθεσίας, υπόδειξη των ευπρόσβλητων περιοχών, δημιουργία κωδίκων ορθής γεωργικής πρακτικής, κατάρτιση προγραμμάτων δράσης, εποπτεία της συγκέντρωσης νιτρικών στα ύδατα, διαβίβαση των εκθέσεων σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας. Η εξέλιξη των διαδικασιών δείχνει ότι ορισμένα προβλήματα εξελίσσονται κατά γενικό κανόνα ευνοϊκά (ανακοίνωση των μέτρων μεταφοράς, υπόδειξη των ζωνών) αλλά ότι ανακύπτουν νέες δυσχέρειες (ιδίως κατάρτιση και περιεχόμενο των προγραμμάτων δράσης).

Έτσι, το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση την 1η Οκτωβρίου 1998 στην υπόθεση C-71/97, με την οποία αναγνωρίζει την παράλειψη της Ισπανίας να καταρτίσει κώδικες ορθής πρακτικής και να υποδείξει τις ευπρόσβλητες ζώνες. Αυτή η απόφαση είναι η πρώτη που αφορά την εφαρμογή των πρακτικών υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία. Σημειώνεται ότι τα μέτρα βρίσκονται στο στάδιο της θέσπισης στην Ισπανία προκειμένου να τερματισθεί η παράβαση.

Μια άλλη υπόθεση (C-274/98) υποβλήθηκε κατά της Ισπανίας λόγω απουσίας των προγραμμάτων δράσης. Η υπόθεση που αφορά την Ιταλία, βασιζόμενη σε συγγενείς αιτιάσεις, εκκρεμεί πάντα ενώπιον του Δικαστηρίου (υπόθεση C-195/97). Αντίθετα, η Επιτροπή παραιτήθηκε στις υποθέσεις που είχε κινήσει κατά της Ελλάδας (υπόθεση C-173/97) και της Πορτογαλίας (υπόθεση C-227/97) στη συνέχεια της ανακοίνωσης εθνικών εκτελεστικών μέτρων και του χαρακτηρισμού των ευπρόσβλητων ζωνών.

Η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Ιταλίας για την κατάρτιση προγραμμάτων δράσης και την ανακοίνωση των εκθέσεων. Επίσης, απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στο Βέλγιο για την ανακοίνωση των εθνικών εκτελεστικών μέτρων, την κατάρτιση κωδίκων ορθής πρακτικής και τον χαρακτηρισμό των ευπρόσβλητων ζωνών, και στο Ηνωμένο Βασίλειο για το χαρακτηρισμό των ζωνών και την κατάρτιση των προγραμμάτων, στο Λουξεμβούργο για την κατάρτιση των κωδίκων ορθής πρακτικής και των προγραμμάτων και την ανακοίνωση των εκθέσεων. Αντίθετα, η Επιτροπή έθεσε στο αρχείο τις διαδικασίες κατά της Φινλανδίας και της Πορτογαλίας σχετικά με την απουσία εποπτείας και προγραμμάτων δράσης. Επίσης, η Γαλλία, στην οποία η Επιτροπή είχε απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη, θέσπισε τελικά προγράμματα δράσης για όλες τις ευπρόσβλητες ζώνες του εδάφους της.

Τέλος η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στην Πορτογαλία και στη Γερμανία λόγω, αντίστοιχα, ορισμένων μέτρων μεταφοράς και μη συμμόρφωσης των προγραμμάτων δράσης που θέσπισαν. Αποφάσισε επίσης να απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη στην Ελλάδα για τα προγράμματα δράσης.

Σημειώνεται ότι το Δικαστήριο δεν εξέδωσε την απόφασή του σχετικά με το προδικαστικό ερώτημα που είχε θέσει ένα βρετανικό δικαστήριο (υπόθεση C-293/97) όσον αφορά τα κριτήρια που χαρακτηρίζουν τα "ύδατα που υφίστανται ρύπανση". Σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 91/676/ΕΟΚ, οι ζώνες από τις οποίες απορρέουν ύδατα ευάλωτα στη ρύπανση πρέπει να χαρακτηρισθούν ως ευπρόσβλητες ζώνες. Ο γενικός εισαγγελέας διατύπωσε τις παρατηρήσεις του σχετικά με αυτή την υπόθεση στις 8 Οκτωβρίου 1998.

Η Επιτροπή κίνησε τέλος διαδικασίες παράβασης κατά πολλών κρατών μελών βάσει της οδηγίας 91/692/ΕΟΚ για την τυποποίηση και τον εξορθολογισμό των εκθέσεωνστον τομέα των υδάτων. Πράγματι, ορισμένα κράτη μέλη δεν ανακοίνωσαν, ή ανακοίνωσαν ατελώς ή με καθυστέρηση, τις εκθέσεις που πρέπει να καταρτίσουν για την εφαρμογή ορισμένων οδηγιών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να εκπονήσει με τον κατάλληλο τρόπο τις κοινοτικές εκθέσεις που η ίδια έχει την υποχρέωση να καταρτίσει. Επομένως, η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στην Ιρλανδία και αποφάσισε να πράξει το ίδιο κατά του Λουξεμβούργου, του Βελγίου, της Πορτογαλίας και της Ιταλίας.

Τέλος, σημειώνεται ότι η κοινοτική νομοθεσία για τα ύδατα βρίσκεται προς το παρόν στο στάδιο της αναθεώρησης, προκειμένου να προσαρμοσθούν τα μέσα στις εξελίξεις που σημειώθηκαν εδώ και είκοσι χρόνια όταν εγκαινιάσθηκε αυτή η πολιτική, και κατά συνέπεια να ενισχυθούν οι σημερινές απαιτήσεις και παράλληλα να εισαχθεί η διαχείριση ανά υδρολογική ζώνη. Η οδηγία-πλαίσιο για το ύδωρ, την οποία πρότεινε η Επιτροπή το Φεβρουάριο 1997 προκειμένου να εναρμονισθούν οι παράμετροι ποιότητας των υδάτων και να προστατευθούν όλοι οι τύποι ύδατος, βρίσκεται στο στάδιο της έκδοσης. Η οδηγία αυτή, όταν θα εκδοθεί και θα εφαρμοσθεί, θα κληθεί να αντικαταστήσει ορισμένες σημερινές οδηγίες που αφορούν τα υπόγεια ύδατα (οδηγία 80/68/ΕΟΚ) ή τα ύδατα επιφανείας και, στην περίπτωση αυτή, αυτά που προορίζονται για την παραγωγή πόσιμου ύδατος (οδηγία 75/440/ΕΟΚ), για την ιχθυοκαλλιέργεια (οδηγία 78/659/ΕΟΚ) ή για τα οστρακοειδή (οδηγία 79/923/ΕΟΚ). Οι κανόνες που απορρέουν από την οδηγία 76/464/ΕΟΚ (απορρίψεις στο ύδωρ) και από τις θυγατρικές της οδηγίες θα πρέπει επίσης να εμπέσουν στο πεδίο αυτής της νομοθεσίας-πλαισίου.

Η οδηγία 76/160/EOK (ύδατα κολύμβησης) βρίσκεται πάντα στο στάδιο της αναθεώρησης (τροποποιημένη πρόταση αναθεώρησης εγκριθείσα από την Επιτροπή το Νοέμβριο 1997). Τέλος σημειώνεται ότι η οδηγία 96/61/ΕΚ σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (καλούμενη "IPPC") περιλαμβάνει κανόνες σχετικούς με την ρύπανση του ύδατος.

2.12.5. Φύση

Η Κοινότητα διαθέτει δύο σημαντικές νομικές πράξεις για την προστασία της φύσης: την οδηγία 79/409/ΕΟΚ περί διατηρήσεως των αγρίων πτηνών και την οδηγία 92/43/ΕΟΚ για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας.

Όσον αφορά τη μεταφορά της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ, η κατάσταση φαίνεται αμφιλεγόμενη. Διαπιστώθηκε ορισμένη πρόοδος ιδίως όσον αφορά το νομικό καθεστώς προστασίας των ειδών (άρθρο 5) και τους όρους παρέκκλισης από την υποχρέωση προστασίας (άρθρο 9). Έτσι, η διαδικασία βάσει του άρθρου 171 κατά του Βελγίου (μεταφορά των άρθρων 5 και 9) τέθηκε στο αρχείο, μετά τη θέσπιση διατάγματος, το Δεκέμβριο του 1997, από τη φλαμανδική περιφέρεια. Σημειώνεται επίσης η έκδοση από την Ισπανία του νόμου της 5ης Νοεμβρίου 1997 που ορίζει, κατά τρόπο σύμφωνο με το άρθρο 9, τις δυνατότητες χορήγησης παρεκκλίσεων, και η έκδοση από τη Φινλανδία διατάγματος για τη θήρα, της 27ης Νοεμβρίου 1998, που αποσκοπεί στη συμμόρφωση με την οδηγία 79/409/ΕΟΚ.

Όμως δεν έχουν επιλυθεί άλλα προβλήματα μη συμμόρφωσης. Έτσι, η διαδικασία βάσει του άρθρου 171 σχετικά με τη Γαλλία (μεταφορά του άρθρου 5 για πολλά είδη πτηνών) αποτέλεσε αντικείμενο δεύτερης προσφυγής στο Δικαστήριο (υπόθεση C-373/98), λόγω έλλειψης πλήρων και σύμφωνων μέτρων μεταφοράς, 17 έτη μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας και δέκα έτη μετά την απόφαση. Μαζί με την προσφυγή, η Επιτροπή πρότεινε στο Δικαστήριο να επιβάλει στη Γαλλία ημερήσια χρηματική ποινή 105500 Ecu από την ημερομηνία της δεύτερης απόφασης. Επίσης, σε πολλά κράτη μέλη, ορισμένες δραστηριότητες (θήρα, διευθέτηση των ειδών, εμπόριο) δεν έχουν ακόμη πλαισιωθεί κατά τρόπο σύμφωνο με το άρθρο 9. Επομένως, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο για τις παραβάσεις της Ιταλίας και της Γαλλίας όσον αφορά τη μεταφορά του άρθρου 9 και του Βελγίου όσον αφορά το άρθρο 6.

Επίσης η Επιτροπή αναγκάσθηκε να προσφύγει στο Δικαστήριο όσον αφορά τις ημερομηνίες έναρξης και λήξης της θήρας των αποδημητικών πτηνών στη Γαλλία, οι οποίες είναι αντίθετες με τις διατάξεις του άρθρου 7 παράγραφος 4. Η υπόθεση αυτή οδήγησε στην αποστολή στην Επιτροπή μεγάλου αριθμού καταγγελιών, καθώς και στην παραλαβή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πολυάριθμων αναφορών, ορισμένες φορές ευνοϊκών και ορισμένες φορές δυσμενών ως προς το γαλλικό σύστημα των ημερομηνιών θήρας, το οποίο αμφισβητεί η Επιτροπή σε αυτή τη διαδικασία παράβασης.

Όσον αφορά την μεταφορά της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, παρόλο που η προθεσμία μεταφοράς έληξε τον Ιούνιο του 1994, πολλά κράτη μέλη δεν ανακοίνωσαν, πλήρως ή εν μέρει, την νομοθεσία μεταφοράς των διατάξεων της οδηγίας. Η οδηγία πρέπει να μεταφερθεί ιδίως όσον αφορά το άρθρο 6 (σύστημα προστασίας των εντεταγμένων οικοτόπων στις μελλοντικές ειδικές ζώνες διατήρησης) και τα άρθρα 12 έως 16 (σύστημα προστασίας των ειδών).

Μετά την απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία αναγνωρίζεται η παράλειψη της Ελλάδος να ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς(125), η Επιτροπή συνεχίζει τη διαδικασία για την εκτέλεση της απόφασης βάσει του άρθρου 171 της συνθήκης και για το σκοπό αυτό κοινοποίησε αιτιολογημένη γνώμη στις ελληνικές αρχές. Η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο λόγω μη μεταφοράς από τη Γαλλία του άρθρου 6 της οδηγίας(126). Επίσης αποφάσισε να πράξει το ίδιο κατά της Φινλανδίας όσον αφορά την επαρχία των νήσων Åland, στο βαθμό που οι νομοθεσίες που εκδόθηκαν πρόσφατα δεν εξασφαλίζουν πλήρη μεταφορά της οδηγίας. Ωστόσο, στη συνέχεια αυτής της απόφασης, η Φινλανδία ανακοίνωσε μέτρα μεταφοράς για την επαρχία αυτή.

Αντίθετα, όσον αφορά τη Γερμανία, η διαδικασία που οδήγησε στην απόφαση με την οποία αναγνωρίζεται η παράβαση αυτού του κράτους μέλους(127) τέθηκε στο αρχείο στη συνέχεια έκδοσης νόμου το 1998. Επίσης, σημειώνεται η έκδοση από την Ισπανία βασιλικού διατάγματος τον Ιούνιο του 1998 το οποίο εξασφαλίζει τη συμμόρφωση της νομοθεσίας της με το άρθρο 16 της οδηγίας (όροι παρέκκλισης από την υποχρέωση προστασίας) και η έκδοση από τη Φινλανδία του προαναφερθέντος διατάγματος για τη θήρα, της 27ης Νοεμβρίου 1998, που αποβλέπει, σύμφωνα με τις εθνικές αρχές, στη συμμόρφωση του εθνικού δικαίου με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ όπως και με την οδηγία 79/409/ΕΟΚ.

Σχετικά με την εφαρμογή των οδηγιών 79/409/ΕΟΚ και 92/43/ΕΟΚ, τα κυριότερα προβλήματα αφορούν, όπως και κατά το παρελθόν, την προστασία των χώρων και των οικοτόπων, είτε πρόκειται για το χαρακτηρισμό ως ζώνης ειδικής προστασίας για τα πτηνά, είτε για την επιλογή με σκοπό την ένταξη στο δίκτυο Natura 2000 ή για την προστασία των χώρων που είναι ενδιαφέροντες από την άποψη της φύσης.

Η κατάταξη, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ, σε ζώνες ειδικής προστασίας για τα άγρια πτηνά εφόσον πληρούνται τα αντικειμενικά ορνιθολογικά κριτήρια που επιβάλλουν αυτήν την κατάταξη, εξακολουθεί να δημιουργεί δυσχέρειες σε πολλά κράτη μέλη. Μολονότι οι ζώνες ειδικής προστασίας των αγρίων πτηνών καλούνται να περιληφθούν στο δίκτυο Natura 2000, η υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 4 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ είναι νομικά αυτόνομη σε σχέση με αυτή που απορρέει από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ και που αφορά τη σταδιακή σύσταση του δικτύου Natura 2000 ως οργανωμένου συνόλου τόπων κοινοτικής σημασίας για το σύνολο των ειδών και των οικοτόπων που αναφέρονται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ.

Τα σχετικά εδάφη είναι εκείνα τα οποία υποδέχονται τα είδη που αναφέρονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας, καθώς και τα αποδημητικά είδη, με απόδοση ιδιαίτερης προσοχής στην προστασία των υγροτόπων, και όλως ιδιαιτέρως αυτών που έχουν διεθνή σημασία. Το άρθρο 4 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ, όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο ιδίως στην απόφασή του της 11ης Ιουλίου 1996 (υπόθεση C-44/95) που αφορά την ζώνη Lappel Bank στην εκβολή του Medway κοντά στο λιμάνι του Sheerness στο Kent (Ηνωμένο Βασίλειο) είναι σαφές: μόνο τα κριτήρια ορνιθολογικής και οικολογικής φύσης, με εξαίρεση οποιουδήποτε οικονομικού ή κοινωνικού κριτηρίου, μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την επιλογή και την οριοθέτηση μιας ζώνης ειδικής προστασίας.

Eπομένως η Επιτροπή συνεχίζει τις διαδικασίες λόγω παράβασης που αφορούν πολλές συγκεκριμένες περιπτώσεις ιδιαίτερης σημασίας. Στη συνέχεια της απόφασης του 1993 του Δικαστηρίου σχετικά με τα έλη της Santoña στην Ισπανία, η Επιτροπή συνεχίζει τη διαδικασία βάσει του άρθρου 171 για να επιτύχει την πλήρη εκτέλεση της απόφασης. Η διαδικασία που κινήθηκε κατά της Γαλλίας όσον αφορά την περίπτωση της εκβολής του Σηκουάνα (υπόθεση C-166/97) συνεχίζεται, ο δε γενικός εισαγγελέας διατύπωσε τις παρατηρήσεις του στις 10 Δεκεμβρίου 1998. Επίσης, η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της Γαλλίας για τον ίδιο λόγο όσον αφορά το έλος Poitevin (υπόθεση C-096/98) και την περιοχή Basses Corbières/Vingrau (υπόθεση C-374/98). Συνεχίζονται οι διαδικασίες κατά της Γαλλίας όσον αφορά τον Κόλπο Canche και τις περιοχές Platier d'Oye, Plaine des Maures και Basses Vallée de l'Aude. Επίσης η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο για τον ίδιο λόγο κατά των Κάτω Χωρών όσον αφορά τη ζώνη Waddenzee (υπόθεση C-63/98). Aντίθετα, η Επιτροπή μπόρεσε να θέσει στο αρχείο τη διαδικασία κατά της Ισπανίας σχετικά με τη νήσο Fuerteventura στις Καναρίους.

Εξάλλου διαπιστώνεται ότι οι ζώνες ειδικής προστασίας θα έπρεπε να έχουν καταταχθεί από την έναρξη ισχύος της οδηγίας το 1981. Όμως η γενική ανεπάρκεια, σε αριθμό και σε επιφάνεια, των ζωνών ειδικής προστασίας που κατατάχθηκαν μπορεί να διαπιστωθεί σε πολλά κράτη μέλη.

Το Δικαστήριο εξέδωσε στις 19 Μαΐου 1998 μία σημαντική απόφαση στην υπόθεση C-3/96, με την οποία διαπιστώνεται η παράλειψη των Κάτω Χωρών, για την αιτίαση αυτή. Στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο επιβεβαιώνει, όπως είχε ήδη αναφέρει στην απόφαση της 2ας Αυγούστου 1993 (Επιτροπή/Ισπανία, υπόθεση C-355/90), ότι είναι μεν αληθές ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν κάποιο περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την επιλογή των ζωνών ειδικής προστασίας, πλην όμως η κατάταξη των ζωνών αυτών υπακούει σε ορισμένα ορνιθολογικά κριτήρια που καθορίζονται από την οδηγία. Επομένως, το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη κατά την επιλογή των πλέον κατάλληλων για την κατάταξη σε ΖΕΠ εδαφών δεν αφορά το πρόσφορον της κατατάξεως σε ΖΕΠ των εδαφών που φαίνονται ως τα πλέον κατάλληλα σύμφωνα με ορνιθολογικά κριτήρια, αλλά μόνον την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών για την αναγνώριση των πλέον κατάλληλων εδαφών για τη διατήρηση των αναφερόμενων στο παράρτημα Ι της οδηγίας ειδών. Συνεπώς, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να κατατάσσουν σε ΖΕΠ όλα τα εδάφη τα οποία, κατ' εφαρμογή των ορνιθολογικών κριτηρίων, εμφανίζονται ως τα πλέον κατάλληλα για τη διατήρηση των οικείων ειδών. Έτσι, εφόσον αποδεικνύεται ότι ένα κράτος μέλος κατέταξε σε ΖΕΠ εδάφη των οποίων ο συνολικός αριθμός και η συνολική επιφάνεια υπολείπονται προδήλως του αριθμού και της συνολικής επιφάνειας των θεωρούμενων ως των πλέον κατάλληλων εδαφών για τη διατήρηση των οικείων ειδών, διαπιστώνεται ότι το εν λόγω κράτος μέλος παρέβη την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας. Έτσι, το Δικαστήριο απορρίπτει την άποψη των Κάτω Χωρών σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή υποχρεούται να αποδεικνύει, έδαφος προς έδαφος, ειδικές παραβάσεις της διατάξεως αυτής.

Επιπλέον, στην ίδια υπόθεση, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι είναι πρόσφορη η προσκόμιση από την Επιτροπή γενικού ορνιθολογικού καταλόγου των ζωνών μεγάλου ενδιαφέροντος για τη διατήρηση των αγρίων πτηνών εντός της Κοινότητας, ο οποίος καταρτίστηκε για την αρμόδια Γενική Διεύθυνση της Επιτροπής από την ευρωπαϊκή ομάδα για τη διατήρηση των πτηνών και των οικοτόπων, μαζί με το διεθνές συμβούλιο για τη διαφύλαξη των πτηνών και σε συνεργασία με τους εμπειρογνώμονες της Επιτροπής. Ο κατάλογος αυτός, παρόλο που δεν είναι δεσμευτικός από νομική άποψη για τα οικεία κράτη μέλη, μπορεί στην περίπτωση αυτή, λόγω της εν προκειμένω αναγνωρισμένης επιστημονικής αξίας του, να χρησιμοποιηθεί από το Δικαστήριο ως βάση αναφοράς για να εκτιμηθεί σε ποιο βαθμό το Βασίλειο των Κάτω Χωρών τήρησε την υποχρέωσή του περί κατατάξεως των ΖΕΠ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποδείχθηκε ότι το μόνο έγγραφο που περιέχει επιστημονικά αποδεικτικά στοιχεία επιτρέποντα να εκτιμηθεί η εκ μέρους του καθού κράτους μέλους τήρηση της υποχρεώσεώς του για κατάταξη σε ΖΕΠ των πλέον κατάλληλων, σε αριθμό και επιφάνεια, εδαφών για τη διατήρηση των προστατευόμενων ειδών ήταν ο εν λόγω κατάλογος. Τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν οι Κάτω Χώρες είχαν προσκομίσει επιστημονικά αποδεικτικά στοιχεία, προς απόδειξη ιδίως ότι μπορούσαν να εκπληρώσουν την οικεία υποχρέωση κατατάσσοντας σε ΖΕΠ συνολικό αριθμό και έκταση εδαφών που υπολείπονται εκείνων που προκύπτουν από τον εν λόγω κατάλογο.

Η Επιτροπή, βάσει του άρθρου 171 της συνθήκης, συνεχίζει την εκτέλεση της απόφασης αυτής κατά των Κάτω Χωρών.

Επίσης, η Επιτροπή συνεχίζει άλλες διαδικασίες για την ίδια αιτίαση κατά άλλων κρατών μελών. Έτσι, αποφάσισε να απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη στη Γερμανία και στη Φινλανδία, και απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στην Ιταλία και στην Πορτογαλία. Επίσης κινήθηκε διαδικασία κατά άλλων κρατών μελών. Αντίθετα, η Επιτροπή ανέστειλε την απόφασή της να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά του Λουξεμβούργου, δεδομένου ότι αυτό το κράτος μέλος προέβη τον Οκτώβριο του 1998 στο χαρακτηρισμό πολλών ζωνών ειδικής προστασίας.

Όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, η δημιουργία του δικτύου Natura 2000, του κοινοτικού δικτύου των τόπων, σημειώνει σαφή πρόοδο, δείχνοντας ότι το νεωτεριστικό διάβημα της οδηγίας γίνεται όλο και καλύτερα κατανοητό: σταδιακή σύσταση του δικτύου· ευρείες συνεννοήσεις μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών· νομικό καθεστώς των ειδικών ζωνών διατήρησης που καθιστά δυνατά τα σχέδια διαχείρισης και τα μέτρα διατήρησης, ενδεχομένως συμβατικής φύσης, και που αναγνωρίζει τη δυνατότητα παρέκκλισης για επιτακτικούς λόγους μείζονος δημοσίου συμφέροντος από την απαγόρευση υποβάθμισης των οικοτόπων και σημαντικής ενόχλησης των ειδών.

Οι προτάσεις από τα κράτη μέλη τόπων προς χαρακτηρισμό βάσει της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ συνεχίσθηκαν, γεγονός που είναι θετικό ακόμη και αν κανένα κράτος μέλος δεν διαβίβασε, στη λήξη της καθοριζόμενης από την οδηγία προθεσμίας τον Ιούνιο του 1995, τον πλήρη κατάλογο των προτεινόμενων τόπων προς προστασία στο πλαίσιο της οδηγίας αυτής. Οι διαδικασίες που είχαν κινηθεί κατά της Πορτογαλίας και της Ελλάδας, λόγω απουσίας ή ανεπάρκειας του καταλόγου των προτεινόμενων τόπων, μπόρεσαν να τεθούν στο αρχείο. Μετά τη διαβίβαση εκτεταμένων καταλόγων από την Ισπανία, το Λουξεμβούργο, τη Σουηδία, τις Κάτω Χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιταλία, την Αυστρία και τη Δανία, οι οποίοι βρίσκονται στο στάδιο της ανάλυσης, οι σχετικές διαδικασίες παράβασης αναστάλθηκαν στο τέλος του 1998. Η Φινλανδία ανακοίνωσε στο τέλος του 1998 εκτεταμένο κατάλογο τόπων, αλλά με ορισμένες επιφυλάξεις. Οι σημαντικότερες καθυστερήσεις αφορούν στο εξής την Ιρλανδία, τη Γερμανία και τη Γαλλία· η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο λόγω της παράβασης αυτών των τριών κρατών μελών.

Σημειώνεται ότι ένα βρετανικό δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα βάσει του άρθρου 171 σχετικά με την έκταση της υποχρέωσης επιλογής τόπων για τη δημιουργία του δικτύου Natura 2000 (υπόθεση C-371/98).

Παρατηρείται επίσης ότι συχνά οι πληροφορίες που αφορούν τους τόπους και τα είδη που φιλοξενούν δεν ανακοινώνονται με τρόπο πλήρη ή κατάλληλο από τα κράτη μέλη κατά την ανακοίνωση του καταλόγου των τόπων. Είναι πιο δύσκολο υπό τις συνθήκες αυτές να αρχίσουν οι μεταγενέστερες φάσεις που προβλέπονται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ, αλλά η Επιτροπή συνεχίζει το έργο της σχετικά και δρα ώστε οι καθυστερήσεις αυτές να μην ζημιώσουν τη δημιουργία του δικτύου Natura 2000.

Eξάλλου, η Επιτροπή συνεχίζει να ασκεί αυστηρή πολιτική όσον αφορά την χορήγηση των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, που προορίζονται για τη διατήρηση των τόπων στο πλαίσιο του κανονισμού LIFE, στους εντεταγμένους ή προς ένταξη στο δίκτυο Natura 2000 τόπους. Επιπλέον, η Επιτροπή εξετάζει προσεκτικά την τήρηση των περιβαλλοντικών κανόνων, όταν λαμβάνει αιτήσεις συγχρηματοδότησης βάσει των διαρθρωτικών ταμείων (ιδίως στόχοι 2 και 5β) και του Ταμείου Συνοχής.

Ο αριθμός των καταγγελιών που έλαβε η Επιτροπή και των διαδικασιών παράβασης που αφορούν περιπτώσεις κακής εφαρμογής σχετικά με ειδικά και τοπικά προβλήματα παραμένει υψηλός. Αυτό δείχνει τις πρακτικές δυσχέρειες που αναφύονται ορισμένες φορές, στο βαθμό που η προστασία των χώρων και των ειδών μπορεί να έρχεται σε αντίθεση με ορισμένες οικονομικές και κοινωνικές επιταγές. Ένα άλλο στοιχείο εξήγησης είναι ότι οι οδηγίες 79/409/ΕΟΚ και 92/43/ΕΟΚ είναι από τις πλέον γνωστές στους πολίτες πράξεις του κοινοτικού δικαίου του περιβάλλοντος, και ότι η συγκεκριμένη συμβολή τους στην αποτελεσματική προστασία της φύσης είναι ευρύτατα αναγνωρισμένη. Επομένως, ο μεγάλος αριθμός καταγγελιών με αντικείμενο την εφαρμογή τους πρέπει να θεωρηθεί αφενός ως ένδειξη της επιτυχίας τους και αφετέρου ως δείγμα της προόδου που πρέπει ακόμα να επιτελεσθεί από τα κράτη μέλη.

Οι δύο κύριες κατηγορίες προβλημάτων που τίθενται στις καταγγελίες είναι αφενός η απουσία κατάταξης σε ΖΕΠ των ιδιαίτερων ζωνών που αντιστοιχούν στα αντικειμενικά ορνιθολογικά κριτήρια που δικαιολογούν την κατάταξη, και αφετέρου, τα προβλήματα που δημιουργεί η εκτέλεση σχεδίου που μπορεί να θίξει τον οικείο τόπο. Όσον αφορά την απουσία κατάταξης σε ΖΕΠ των ιδιαίτερων ζωνών, η Επιτροπή συνεχίζει να εξετάζει με μεγάλη προσοχή τις εν λόγω καταγγελίες και προσπαθεί παράλληλα να τις εντάξει στο πλαίσιο της γενικής διαδικασίας που αναφέρθηκε παραπάνω σχετικά με την συνολική ανεπάρκεια των κατατάξεων τόπων ως ζωνών ειδικής προστασίας. Εξάλλου, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα προβλήματα που αφορούν οι καταγγελίες αυτές ρυθμίζονται κατά τη φάση της εξέτασης, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να εκδοθεί προειδοποιητική επιστολή. Ωστόσο το 1998 κινήθηκαν διαδικασίες κατά διαφόρων κρατών μελών. Ειδικότερα διαβιβάσθηκε αιτιολογημένη γνώμη στο Βέλγιο σχετικά με μία ζώνη ειδικής προστασίας στη Φλάνδρα (κοιλάδα Zwarte Beek).

Όσον αφορά την εκτέλεση σχεδίων που μπορούν να θίξουν ένα τόπο που έχει καταταχθεί ή ενδέχεται να καταταχθεί ως ζώνη ειδικής προστασίας, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ απαγορεύει καταρχήν τη σημαντική υποβάθμιση και τις ενοχλήσεις, αλλά επιτρέπει παρέκκλιση από την αρχή αυτή με την επιφύλαξη της τήρησης ορισμένων όρων: κατάλληλη εκτίμηση των επιπτώσεων του σχεδίου, αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων της εγκατάστασης στο φυσικό οικότοπο, και ελλείψει εναλλακτικών λύσεων και σε περίπτωση πρωταρχικού δημόσιου συμφέροντος, περιλαμβανομένου και του οικονομικού, πραγματοποίηση του σχεδίου μετά την χορήγηση αντισταθμιστικών μέτρων και μετά την ενημέρωση της Επιτροπής. Όμως πολυάριθμες καταγγελίες αφορούν τη μη τήρηση αυτών των διατάξεων.

Σημειώνεται επίσης ότι ορισμένα προβλήματα εφαρμογής της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ μπορούν να ανακύψουν όσον αφορά την προστασία, όχι τόπων, αλλά ειδών. Αυτό οδήγησε π.χ. την Επιτροπή να κινήσει διαδικασία παράβασης κατά της Ελλάδας για το απειλούμενο είδος χελώνας Caretta caretta στη Νήσο Ζάκυνθο.

Αφού η Επιτροπή κίνησε διαδικασία παράβασης, η Ελλάδα ανακοίνωσε το νόμο αριθ. 2637, της 27ης Αυγούστου 1998, που αποβλέπει στην ορθή εφαρμογή, για ορισμένα είδη, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 338/97 που θέτει σε εφαρμογή στην Κοινότητα τη σύμβαση της Ουάσιγκτον του 1973 για το διεθνές εμπόριο των ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας που απειλούνται με εξαφάνιση (της καλούμενης "σύμβασης CITES").

H Eπιτροπή μπόρεσε να θέσει στο αρχείο τη διαδικασία που είχε κινήσει κατά της Γαλλίας σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3254/91 για τις παγίδες με σιαγόνες, στη συνέχεια θέσπισης διατάγματος της 28ης Νοεμβρίου 1997 που καταργεί τις αντιθέσεις με τον κανονισμό.

2.12.6. Θόρυβος

Όπως και κατά το παρελθόν, η εφαρμογή των οδηγιών στον τομέα αυτό δεν δημιουργεί ιδιαίτερες δυσχέρειες. Πράγματι, οι οδηγίες αυτές θεσπίζουν πρότυπα εφαρμόσιμα στα νέα προϊόντα που πρόκειται να τεθούν στην αγορά και όχι στο θόρυβο του περιβάλλοντος που προέρχεται από το συνδυασμό πολλαπλών πηγών (για παράδειγμα, θόρυβος της πόλης που οφείλεται στην κυκλοφοριακή συμφόρηση ή στις βιομηχανικές δραστηριότητες κοντά σε κατοικημένες περιοχές). Όμως, οι καταγγελίες που έλαβε η Επιτροπή αφορούν θέματα θορύβου του περιβάλλοντος και κατά συνέπεια δεν μπορούν, ελλείψει συνολικής κοινοτικής προσέγγισης που να λαμβάνει τη μορφή ιδιαίτερης νομοθεσίας στον τομέα αυτό, να αντιμετωπισθούν σε κοινοτικό επίπεδο.

Η διαδικασία παράβασης σχετικά με την εκμετάλλευση παλαιών και θορυβωδών αεροσκαφών στα βελγικά αεροδρόμια των Βρυξελλών (Zaventem) και της Οστάνδης, κατά παράβαση της οδηγίας 92/14/ΕΟΚ για τον περιορισμό της χρησιμοποίησης ορισμένων κατηγοριών αεροπλάνων, παραμένει ανοικτή, αλλά οι αρμόδιες αρχές έλαβαν μέτρα και ορισμένα από τα ενεχόμενα αεροπλάνα φαίνεται ότι μπορούν να τύχουν παρεκκλίσεων βάσει της οδηγίας 98/20/ΕΚ που τροποποιεί την οδηγία 92/14/ΕΟΚ.

Το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στις 14 Ιουλίου 1998 στην υπόθεση C-389/96 (Aher-Waggon GmbH/Bundesrepublik Deutschland) της οποίας επιλήφθηκε στη συνέχεια προδικαστικού ερωτήματος του γερμανικού ομοσπονδιακού διοικητικού δικαστηρίου, στην περίπτωση γερμανικής ρύθμισης που έχει ως αποτέλεσμα την απαγόρευση της νηολόγησης στη Γερμανία αεροσκαφών που έχουν ήδη νηολογηθεί σε άλλα κράτη μέλη και τα οποία υπερβαίνουν τα ηχητικά όρια που καθορίζονται από τη ρύθμιση αυτή, ενώ αεροσκάφη νηολογημένα στη Γερμανία πριν από την έκδοση αυτής της ρύθμισης μπορούν να εξακολουθούν να κυκλοφορούν. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 30 της συνθήκης ΕΚ δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση που εξαρτά την πρώτη νηολόγηση εντός της οικείας επικρατείας αεροσκαφών που έχουν προγενέστερα νηολογηθεί σε άλλο κράτος μέλος από την τήρηση αυστηρότερων προδιαγραφών από εκείνες που προβλέπει η οδηγία 80/51/ΕΟΚ, περί περιορισμού του θορύβου που προκαλείται από υποηχητικά αεροσκάφη, ενώ συγχρόνως απαλλάσσει από την υποχρέωση αυτή τα αεροσκάφη που νηολογήθηκαν εντός της εν λόγω επικρατείας πριν από την έναρξη εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

Σχετικά με την ανακοίνωση των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 95/27/EΚ που τροποποιεί την οδηγία 86/662/ΕΟΚ, για τον περιορισμό του θορύβου των υδραυλικών πτύων, των πτύων με καλώδια, των προωθητών γαιών, των φορτωτών και των φορτωτών-εκσκαφέων, το Δικαστήριο εξέδωσε δύο αποφάσεις στις 15 Οκτωβρίου 1998 με τις οποίες διαπιστώνει την παράβαση της Ιταλίας (υπόθεση C-324/97) και του Βελγίου (υπόθεση C-326/97). Η Ιταλία ανακοίνωσε τα μέτρα μεταφοράς (Διάταγμα της 26ης Ιουνίου) και η σχετική διαδικασία τέθηκε στο αρχείο, αντίθετα με αυτή που αφορά το Βέλγιο.

2.12.7. Χημικά και βιοτεχνολογίες

Η κοινοτική νομοθεσία στον τομέα των χημικών και των βιοτεχνολογιών συγκεντρώνει πολλές ομάδες οδηγιών που αφορούν προϊόντα ή δραστηριότητες με κοινά χαρακτηριστικά: τεχνική πολυπλοκότητα, συχνές εξελίξεις για την προσαρμογή στην πρόοδο των γνώσεων, πεδίο εφαρμογής επιστημονικό και ταυτόχρονα βιομηχανικό, ιδιαίτεροι κίνδυνοι για το περιβάλλον. Η τήρηση της αρχής της προφύλαξης είναι ιδιαίτερα σημαντική στον τομέα αυτό. Ωστόσο τα κράτη μέλη επιθυμούν να παραμείνει η οδηγία η κύρια χρησιμοποιούμενη πράξη στον τομέα αυτό, γεγονός που τα υποχρεώνει από την πλευρά τους να θεσπίζουν με μεγάλη συχνότητα τα μέτρα μεταφοράς. Επιπλέον, αυτά τα μέτρα πρέπει να είναι σύμφωνα με τις οδηγίες, πράγμα που δεν συμβαίνει πάντα. Η κατάσταση αυτή υποχρεώνει την Επιτροπή να κινεί διαδικασίες παράβασης για να αποφεύγεται η απαγόρευση της κυκλοφορίας στην αγορά ουσιών, εγκεκριμένων δυνάμει των κοινοτικών οδηγιών, ή αντίθετα, η κυκλοφορία στην αγορά μη εγκεκριμένων ουσιών.

Η οδηγία 67/548/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών χαρακτηρίζεται από τις συχνές τροποποιήσεις της που κατέστησαν αναγκαίες λόγω της επιστημονικής και τεχνικής εξέλιξης. Έτσι, σημειώνεται ότι για πολλές οδηγίες που τροποποιούν την οδηγία 67/548/ΕΟΚ, η προθεσμία μεταφοράς έληξε το 1998:

- οδηγία 96/54/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Ιουλίου 1996, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο, για εικοστή δεύτερη φορά, της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ(128),

- οδηγία 96/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Σεπτεμβρίου 1996, για τροποποίηση της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου(129),

- οδηγία 97/69/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 1997, για την εικοστή τρίτη προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της προαναφερθείσας οδηγίας 67/548/ΕΟΚ(130).

Επιπλέον, η Επιτροπή εξέδωσε τις οδηγίες 98/73/ΕΚ, της 18ης Σεπτεμβρίου 1998(131) και 98/98/ΕΚ της 15ης Δεκεμβρίου 1998(132) για την προσαρμογή, αντίστοιχα, για εικοστή τέταρτη και εικοστή πέμπτη φορά, στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ.

Ενόψει αυτής της ταχείας εξέλιξης των κοινοτικών κειμένων, είναι λυπηρό να υπάρχουν πολύ συχνές καθυστερήσεις στη μεταφορά. Αλλά η Επιτροπή κινεί συστηματικά τις σχετικές διαδικασίες και δεν διστάζει να προσφεύγει στο Δικαστήριο κάθε φορά που είναι αναγκαίο.

Το Βέλγιο, με την έκδοση του Βασιλικού Διατάγματος της 13ης Νοεμβρίου 1997 που δημοσιεύθηκε στις 26 Μαρτίου 1998, τακτοποίησε την κατάστασή του σε σχέση με πολλές διαδικασίες παράβασης που είχε κινήσει η Επιτροπή και που αφορούσαν τη μεταφορά των οδηγιών 92/32/ΕΟΚ, 92/69/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105, 93/21/ΕΟΚ, 91/410/ΕΟΚ, 93/90/ΕΟΚ, 93/72/ΕΚ και 93/101/ΕΚ. Αυτές οι διαδικασίες οδήγησαν σε αποφάσεις του Δικαστηρίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1996, της 29ης Μαΐου 1997 και της 11ης Δεκεμβρίου 1997. Η απουσία μεταφοράς της οδηγίας 94/69/ΕΚ ανάγκασε την Επιτροπή να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά του Βελγίου (υπόθεση C-79/98) και να αποφασίσει την προσφυγή και κατά της Πορτογαλίας. Αντίθετα όσον αφορά την Ιρλανδία, η διαδικασία που είχε κινηθεί σχετικά με τη μεταφορά της οδηγίας 94/69/ΕΚ τέθηκε στο αρχείο μετά την ανακοίνωση κανονισμού.

Η οδηγία 96/56/ΕΚ προβλέπει την αντικατάσταση, στον τομέα της σήμανσης των επικίνδυνων ουσιών, των αρχικών ΕΟΚ από τα αρχικά ΕΚ το αργότερο την 1η Ιουνίου 1998. Λόγω έλλειψης μεταφοράς, η Επιτροπή αποφάσισε να απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη στην Πορτογαλία, στη Γερμανία, στην Ελλάδα και στο Βέλγιο.

Σημειώνεται επίσης η έκδοση της οδηγίας 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά(133) που θα πρέπει να μεταφερθεί προσεχώς από τα κράτη μέλη.

Όσον αφορά την οδηγία 86/609/ΕΟΚ σχετικά με την προστασία των ζώων που χρησιμοποιούνται για πειραματικούς σκοπούς, το Δικαστήριο εξέδωσε στις 15 Οκτωβρίου 1998 απόφαση στην υπόθεση C-268/97 που είχε κινήσει η Επιτροπή κατά του Βελγίου και αναγνώρισε την παράλειψη αυτού του κράτους να μεταφέρει τα άρθρα 14 (εκπαίδευση των προσώπων που διεξάγουν πειράματα) και 22 (αμοιβαία αναγνώριση) της οδηγίας. Η υπόθεση, σχετικά με τις επιθεωρήσεις στα ιδρύματα στα οποία χρησιμοποιούνται τα ζώα, κατά της Πορτογαλίας (υπόθεση C-299/97) συνεχίζεται. Η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά του Λουξεμβούργου, να απευθύνει συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη κατά της Ιρλανδίας και να απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη στη Γαλλία λόγω της εσφαλμένης μεταφοράς. Η Σουηδία ανακοίνωσε τελικά, μετά την κίνηση διαδικασίας παράβασης, τα μέτρα μεταφοράς της οδηγίας, δηλαδή ιδίως την τροποποίηση του νόμου για την προστασία των ζώων, καθώς και τροποποίηση του κανονισμού για την προστασία των ζώων και κατευθυντήριες γραμμές για τη μεταχείριση των ζώων που χρησιμοποιούνται στα πειράματα. Eπίσης, η διαδικασία κατά του Ηνωμένου Βασιλείου μπόρεσε να τεθεί στο αρχείο μετά την τροποποίηση, τον Αύγουστο του 1998, του νόμου του 1986 για τις επιστημονικές διαδικασίες που αφορούν τα ζώα.

Εξάλλου, η Επιτροπή εξακολουθεί να καταγράφει καταγγελίες σχετικές με την εφαρμογή αυτής της οδηγίας (χρησιμοποίηση αδέσποτων σκύλων για πειραματικούς σκοπούς, ποιότητα της φροντίδας και συνθήκες στέγασης των ζώων που προορίζονται για πειράματα κ.λπ.) και μεριμνά για την πλήρη τήρηση των διατάξεων αυτής της οδηγίας.

Όσον αφορά τους γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς (OGM), η χρήση τους πλαισιώθηκε από την οδηγία 90/219/ΕΟΚ που αφορά την περιορισμένη χρήση τους και την οδηγία 90/220/ΕΟΚ που αφορά την ελευθέρωσή τους. Οι οδηγίες αυτές τροποποιήθηκαν το 1994 προκειμένου να προσαρμοστούν στην τεχνική πρόοδο, η πρώτη με την οδηγία 94/51/ΕΚ και η δεύτερη με την οδηγία 94/15/ΕΚ. Πιο πρόσφατα, η οδηγία 97/35/ΕΚ τροποποίησε το παράρτημα III της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ.

Εξάλλου, σημειώνεται ότι η οδηγία 90/219/ΕΟΚ τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 1998, για την περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών(134), που πρέπει να μεταφερθεί το αργότερο στις 5 Ιουνίου 2000. Αυτή η οδηγία αφορά κυρίως την προσαρμογή των διοικητικών διαδικασιών στον πραγματικό κίνδυνο τον συνδεόμενο με τις δραστηριότητες στις οποίες ενέχονται οι γενετικώς τροποποιημένοι οργανισμοί· οι τελευταίοι θα είναι στο εξής συγκεντρωμένοι σε τέσσερις, και όχι πλέον σε δύο, ομάδες κινδύνου· τα ελάχιστα μέτρα περιορισμένης χρήσης και ελέγχου ορίζονται για κάθε ομάδα κινδύνου, απλοποιείται δε η δυνατότητα προσαρμογής της οδηγίας στην τεχνική πρόοδο.

Η πρόταση τροποποίησης της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ την οποία ενέκρινε η Επιτροπή στο τέλος του 1997(135), αυξάνει τη διαφάνεια της διαδικασίας έγκρισης για τη θέση σε εμπορία των γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών, συστηματοποιεί τη σήμανση των προϊόντων στα οποία χρησιμοποιούνται οι οργανισμοί αυτοί, καθορίζει τις κοινές αρχές για την αξιολόγηση των κινδύνων και προσαρμόζει τις διοικητικές διαδικασίες στους κινδύνους, περιλαμβανομένων και των έμμεσων κινδύνων.

Στην απόφαση της 29ης Μαίου 1997 (υπόθεση C-357/96), το Δικαστήριο αναγνώρισε την παράλειψη του Βελγίου όσον αφορά την απουσία ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 94/15/ΕΚ. Δεδομένου ότι το θέμα δεν διευθετήθηκε, η Επιτροπή συνεχίζει μία διαδικασία βάσει του άρθρου 171 της συνθήκης και αποφάσισε να απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη σε αυτό το κράτος μέλος. Επίσης το Δικαστήριο αναγνώρισε στις 16 Ιουλίου 1998 την παράλειψη του Βελγίου (υπόθεση C-343/97) σχετικά με τη μεταφορά των οδηγιών 90/219/ΕΟΚ, 90/220/ΕΟΚ και 94/51/ΕΟΚ, και, όπως και προηγουμένως, η Επιτροπή συνεχίζει μία διαδικασία βάσει του άρθρου 171 της συνθήκης. Τέλος, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο λόγω της απουσίας μεταφοράς της οδηγίας 97/35/ΕΚ από το Βέλγιο.

Σε μία άλλη απόφαση της 16ης Ιουλίου 1998 (υπόθεση C-339/97), το Δικαστήριο αναγνώρισε την παράλειψη του Βελγίου όσον αφορά τη μη ανακοίνωση των μέτρων μεταφοράς των οδηγιών 94/15/ΕΚ και 94/51/ΕΚ. Μολονότι το Λουξεμβούργο ανακοίνωσε τα μέτρα που αφορούν την οδηγία 94/15/ΕΚ(136), δε συμβαίνει το ίδιο με την άλλη οδηγία, γεγονός που οδήγησε την Επιτροπή να συνεχίσει μία διαδικασία βάσει του άρθρου 171 της συνθήκης.

Στις 16 Ιουλίου 1998 πάντα, το Δικαστήριο αναγνώρισε την παράλειψη της Πορτογαλίας (υπόθεση C-285/97) λόγω μη ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 94/51/ΕΚ. Το νομοθετικό διάταγμα της 7ης Μαΐου 1998 εξασφάλισε τη μεταφορά της οδηγίας και έτσι η Επιτροπή έθεσε τη διαδικασία στο αρχείο. Ένα άλλο νομοθετικό διάταγμα της 25ης Ιουνίου 1998 εξασφαλίζει τη μεταφορά της οδηγίας 97/35/ΕΚ. Παρά τη μεταφορά αυτή, ορισμένες δυσχέρειες έξακολουθούν να υφίστανται και η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο σχετικά με πολλά σημεία μη συμμόρφωσης της πορτογαλικής νομοθεσίας με τις οδηγίες 90/219/ΕΟΚ και 90/220/ΕΟΚ.

Η Επιτροπή μπόρεσε επίσης να θέσει στο αρχείο τη διαδικασία κατά της Γερμανίας, για την οποία είχε αποφασίσει να προσφύγει στο Δικαστήριο, λόγω μη συμμόρφωσης της μεταφοράς από τη Γερμανία της οδηγίας 90/219/ΕΟΚ σχετικά με τα άρθρα 14 (σχέδια έκτακτης ανάγκης), 15 (ενημέρωση των αρχών από το χρήστη σε περίπτωση ατυχήματος) και 16 (διαβούλευση της Επιτροπής και των κρατών μελών σχετικά με τα σχέδια έκτακτης ανάγκης και σε περίπτωση ατυχήματος). Πράγματι η Γερμανία ανακοίνωσε νομοθεσία(137) που μεταφέρει αυτή την οδηγία.

Επίσης, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο λόγω απουσίας μεταφοράς της οδηγίας 97/35/ΕΚ από την Ελλάδα.

2.12.8. Aπόβλητα

Οι διαδικασίες παράβασης στον τομέα των αποβλήτων παραμένουν πολυάριθμες και αφορούν τόσο την τυπική μεταφορά όσο και την πρακτική εφαρμογή. Οι δυσχέρειες ως προς την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στον τομέα αυτό εξηγούνται πιθανότατα τόσο από τις αναγκαίες αλλαγές συμπεριφοράς των ιδιωτών, των διοικήσεων και των οικονομικών φορέων όσο και από το κόστος των αλλαγών αυτών. Η Επιτροπή φροντίζει ωστόσο επιμελώς για την τήρηση της κοινοτικής νομοθεσίας περί αποβλήτων.

Όσον αφορά την οδηγία-πλαίσιο για τα απόβλητα (οδηγία 75/442/ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 91/156/ΕΟΚ), η Επιτροπή μπόρεσε να θέσει στο αρχείο τις διαδικασίες που είχε κινήσει βάσει του άρθρου 171 κατά της Ισπανίας και της Γαλλίας μετά τις αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 1997 με τις οποίες διαπιστώνεται η παράλειψη αυτών των δύο κρατών (υποθέσεις C-107/96 και C-223/96 αντίστοιχα). Πράγματι η Ισπανία ανακοίνωσε νόμο της 21ης Απριλίου 1998 και η Γαλλία διάταγμα της 30ής Ιουλίου και αποφάσεις της 12ης Αυγούστου και της 9ης Σεπτεμβρίου 1998. Επίσης σημειώνεται η ανακοίνωση από την Ιταλία πολλών πράξεων, όπως το νομοθετικό διάταγμα της 8ης Νοεμβρίου 1997 και δύο διατάγματα της 5ης Φεβρουαρίου και της 1ης Απριλίου 1998, τα οποία όμως δεν επιτρέπουν ακόμη την ολοκλήρωση της πλήρους και σύμφωνης μεταφοράς της οδηγίας στο ιταλικό δίκαιο.

Οι περισσότερες δυσχέρειες που δημιουργεί αυτή η οδηγία-πλαίσιο αφορούν την εφαρμογή της και ιδίως το πρόβλημα των χώρων υγειονομικής ταφής - κοινώς χωματερών - που αποτελούν αντικείμενο πολυάριθμων καταγγελιών σχετικά με χωματερές μη εγκεκριμένες, σε αμφισβητούμενη τοποθεσία, με κακή εκμετάλλευση ή που ρυπαίνουν το ύδωρ κ.λπ. Η οδηγία επιβάλλει την κατοχή άδειας πριν από την εκμετάλλευση εγκαταστάσεων διάθεσης και αξιοποίησης των αποβλήτων· όσον αφορά την διάθεση των αποβλήτων, αυτή η άδεια πρέπει εξάλλου να καθορίζει τους όρους εκμετάλλευσης που περιορίζουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της. Υπενθυμίζεται ωστόσο ότι οι δυνατότητες ενεργειών της Επιτροπής όσον αφορά τους χώρους υγειονομικής ταφής είναι ιδιαίτερα περιορισμένες στο βαθμό που ο τομέας αυτός δεν αποτελεί ακόμη αντικείμενο ειδικής και λεπτομερούς ρύθμισης σε κοινοτικό επίπεδο. Εξάλλου η αρχή της υγειονομικής ταφής δεν αμφισβητείται, αυτή καθεαυτή, από την κοινοτική νομοθεσία. Σημειώνεται ωστόσο ότι το κοινοτικό δίκαιο στον τομέα αυτό πρόκειται να εξελιχθεί προσεχώς διότι η πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου που αφορά την υγειονομική ταφή των αποβλήτων(138) αποτέλεσε αντικείμενο κοινής θέσης του Συμβουλίου(139).

Παρά ταύτα η Επιτροπή, αντιμέτωπη με αυτόν τον τύπο συγκεκριμένων καταστάσεων, αναζητεί ενδεχόμενα γενικότερα προβλήματα, όπως είναι ιδίως η απουσία σχεδίων διαχείρισης των αποβλήτων ή ελλιπή ή ακατάλληλα σχέδια - ένας παράνομος τόπος υγειονομικής ταφής μπορεί να αποκαλύπτει μία μη ικανοποιηθείσα ανάγκη διαχείρισης των αποβλήτων. Με το πνεύμα αυτό η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο για δεύτερη φορά κατά της Ελλάδας (υπόθεση C-387/97), βάσει του άρθρου 171 της συνθήκης, λόγω της μη εκτέλεσης της απόφασης του Δικαστηρίου, της 7ης Απριλίου 1992 (υπόθεση C-45/92), στην περίπτωση συγκεκριμένης κατάστασης διάθεσης των αποβλήτων υπό όρους που δε σέβονταν το περιβάλλον στον Κουρουπητό (στην Κρήτη) και απουσίας σχεδίων διαχείρισης των αποβλήτων. Για εν μέρει ανάλογα γεγονότα που αφορούν μία περίπτωση μη ελεγχόμενης υγειονομικής ταφής στην κοιλάδα του San Rocco, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Ιταλίας (υπόθεση C-365/97) και η δικαστική διαδικασία συνεχίζεται.

Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας του προγραμματισμού σε θέματα διαχείρισης των αποβλήτων, όπως έδειξαν τα διάφορα προαναφερθέντα παραδείγματα, η Επιτροπή αποφάσισε τον Οκτώβριο του 1997 να κινήσει διαδικασίες λόγω παράβασης κατά όλων των κρατών μελών τα οποία, με εξαίρεση της Αυστρίας, δεν εκπόνησαν συστηματικά σχέδια διαχείρισης των αποβλήτων. Οι διαδικασίες αυτές καλύπτουν, ανάλογα με τις περιπτώσεις, τα κενά που αφορούν τα απαιτούμενα από το άρθρο 7 της οδηγίας-πλαισίου σχέδια, τα σχέδια διαχείρισης των επικίνδυνων αποβλήτων, όπως αυτά που προβλέπονται στο άρθρο 6 της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ, καθώς και τα απόβλητα από συσκευασίες, για τα οποία το άρθρο 14 της οδηγίας 94/62/ΕΚ απαιτεί ειδικό προγραμματισμό. H Eπιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Ιρλανδίας για τις τρεις κατηγορίες σχεδίων και κατά του Βελγίου για τα σχέδια που καλύπτουν τα απόβλητα από συσκευασίες. Αιτιολογημένη γνώμη κοινοποιήθηκε στη Γαλλία, στο Λουξεμβούργο, στην Ισπανία, στην Ιταλία, στις Κάτω Χώρες και στην Ελλάδα, και η Επιτροπή αποφάσισε να απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Γερμανία και στη Σουηδία. Εξάλλου, η Επιτροπή συνέχισε το 1998 βάσει του άρθρου 171 της συνθήκης τη διαδικασία που κίνησε κατά της Γερμανίας λόγω της μερικής μη εκτέλεσης της απόφασης της 10ης Μαΐου 1995 (υπόθεση C-422/92) όσον αφορά την παράλειψη κατάρτισης σχεδίων διαχείρισης για τα επικίνδυνα απόβλητα σε πολλά Länder. Ωστόσο τα σχέδια ανακοινώθηκαν στην Επιτροπή στο τέλος του έτους.

Σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, τα σχέδια διαχείρισης πρέπει να καλύπτουν το σύνολο των αποβλήτων που υπάγονται στις οδηγίες αυτές και να αφορούν τον τύπο, την ποσότητα και την προέλευση των αποβλήτων προς αξιοποίηση ή προς διάθεση, τις γενικές τεχνικές προδιαγραφές, τις ειδικές διατάξεις σχετικά με ιδιαίτερα απόβλητα και τους τόπους και τις εγκαταστάσεις που είναι κατάλληλες για τη διάθεση. Τα σχέδια διαχείρισης πρέπει να συμβάλλουν στην υλοποίηση των στόχων περιορισμού της παραγωγής και μείωσης των αποβλήτων, επεξεργασίας κατά προτεραιότητα με αξιοποίηση, διάθεσης των αποβλήτων με ελαχιστοποίηση των κινδύνων για το περιβάλλον, και δημιουργίας ολοκληρωμένου και κατάλληλου δικτύου εγκαταστάσεων διάθεσης αποβλήτων. Αυτοί οι φιλόδοξοι στόχοι δείχνουν ότι είναι αναγκαίο για τα κράτη μέλη να διαθέτουν σχέδια που καλύπτουν το σύνολο του εδάφους τους και που ενημερώνονται τακτικά.

Η οδηγία 75/442/ΕΟΚ συμπληρώνεται, σε ό,τι αφορά τα επικίνδυνα απόβλητα, από την οδηγία 91/689/ΕΟΚ. Το Ηνωμένο Βασίλειο, τελευταίο κράτος μέλος που δεν έχει ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς για το σύνολο του εδάφους του, και στο οποίο η Επιτροπή απηύθυνε σχετική αιτιολογημένη γνώμη το 1998, ανακοίνωσε τελικά τα θεσπισθέντα μέτρα στις 14 Αυγούστου 1998 για τη Βόρεια Ιρλανδία και η διαδικασία μπόρεσε να τεθεί στο αρχείο. Αντίθετα, ορισμένα κράτη μέλη δεν ανακοίνωσαν στην Επιτροπή ορισμένες απαιτούμενες πληροφορίες που αφορούν τις εγκαταστάσεις και επιχειρήσεις διάθεσης και αξιοποίησης των επικίνδυνων αποβλήτων. Επομένως, η Επιτροπή αποφάσισε να απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη στο Βέλγιο, την Ελλάδα, την Ιταλία και την Πορτογαλία.

Η εφαρμογή των οδηγιών που αφορούν τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές που περιέχουν ορισμένες επικίνδυνες ουσίες (91/157/ΕΟΚ και 93/86/ΕΟΚ) σημείωσε σημαντική πρόοδο κατά τη διάρκεια του 1998. Πράγματι, οι καθυστερήσεις θέσπισης των μέτρων μεταφοράς από την Ιταλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία, για τις οποίες είχαν εκδοθεί αποφάσεις του Δικαστηρίου που διαπίστωναν την παράλειψη των κρατών αυτών, απορροφήθηκαν. Η Επιτροπή παραιτήθηκε από την προσφυγή της κατά της Ιταλίας στην υπόθεση C-286/96 που αφορά την οδηγία 93/86/ΕΟΚ. Πράγματι, μετά την απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996 (υπόθεση C-303/95) με την οποία διαπιστώνεται η απουσία μεταφοράς της οδηγίας 91/157/ΕΟΚ και μετά την κίνηση από την Επιτροπή διαδικασίας βάσει του άρθρου 171 της συνθήκης λόγω μη εκτέλεσης της απόφασης, αυτό το κράτος μέλος τακτοποίησε την κατάστασή του θεσπίζοντας στις 20 Νοεμβρίου 1997 διάταγμα που μεταφέρει τις δύο οδηγίες. Η Γαλλία τακτοποίησε επίσης την κατάστασή της μετά την κίνηση διαδικασίας βάσει του άρθρου 171 της συνθήκης λόγω μη εκτέλεσης της απόφασης της 29ης Μαΐου 1997 (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-282/96 και C-283/96) με την οποία διαπιστώθηκε η έλλειψη μεταφοράς των οδηγιών 91/157/ΕΟΚ και 93/86/ΕΟΚ. Πράγματι αυτό το κράτος μέλος θέσπισε στις 30 Δεκεμβρίου 1997 διάταγμα που μεταφέρει τις δύο οδηγίες. Η μη μεταφορά των δύο οδηγιών διαπιστώθηκε τέλος, σε ότι αφορά τη Γερμανία, με την απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1997 (υπόθεση C-236/96), αλλά αυτό το κράτος μέλος ανακοίνωσε τα μέτρα μεταφοράς(140) που επέτρεψαν να τεθεί η διαδικασία στο αρχείο.

Δεύτερον, η Επιτροπή συνεχίζει τις διαδικασίες παράβασης κατά των κρατών μελών που δεν έχουν ακόμη καταρτίσει τα προβλεπόμενα από το άρθρο 6 της οδηγίας προγράμματα. Το Δικαστήριο εξέδωσε σχετικά την πρώτη του απόφαση στις 28 Μαίου 1998 στην υπόθεση C-298/97, με την οποία αναγνωρίζει την παράλειψη της Ισπανίας. Αυτά τα προγράμματα περιλαμβάνουν πολλά στοιχεία: μείωση της περιεκτικότητας σε βαριά μέταλλα των ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών, προώθηση της εμπορίας ηλεκτρικών στηλών που περιέχουν μικρότερες ποσότητες επικίνδυνων ουσιών, μείωση στα οικιακά απορρίμματα της ποσότητας των ηλεκτρικών στηλών, προώθηση της έρευνας, χωριστή διάθεση. Η Ισπανία βεβαίωσε την επίτευξη αυτών των στόχων με διάφορα μέτρα, όπως επενδύσεις σε έργα υποδομής για τη συγκέντρωση των ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών. Ωστόσο, δεν καταρτίσθηκε κανένα πλήρες πρόγραμμα για την εκπλήρωση των ειδικών στόχων της οδηγίας, γεγονός που κατά το Δικαστήριο συνιστά παράλειψη του κράτους μέλους. Στη συνέχεια της απόφασης αυτής, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία βάσει του άρθρου 171.

Το Δικαστήριο συνεχίζει την εξέταση της υπόθεσης C-347/97 που κίνησε η Επιτροπή κατά του Βελγίου για τον ίδιο λόγο. Επίσης για τον ίδιο λόγο η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της Γαλλίας (υπόθεση C-178/98) και της Ελλάδας (υπόθεση C-215/98). Αντίθετα, η διαδικασία κατά της Ιταλίας τέθηκε στο αρχείο, μετά τη θέσπιση μέτρων απ' αυτό το κράτος μέλος. Μία αιτιολογημένη γνώμη διαβιβάσθηκε στην Πορτογαλία για τον ίδιο λόγο.

Τέλος, όσον αφορά τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές, σημειώνεται η θέσπιση το 1998 της οδηγίας 98/101/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1998, περί προσαρμογής στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 91/157/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές που περιέχουν ορισμένες επικίνδυνες ουσίες(141), η οποία θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο προσεχούς μεταφοράς.

H Eπιτροπή κίνησε διαδικασίες παράβασης σχετικά με τη μεταφορά της οδηγίας 94/62/ΕΚ για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας, της οποίας η προθεσμία μεταφοράς έληξε στις 30 Ιουνίου 1996. Έτσι, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Φινλανδίας, της Ιρλανδίας, του Λουξεμβούργου, της Ελλάδας και του Βελγίου. Ωστόσο, τα τρία πρώτα κράτη μέλη τακτοποίησαν την κατάστασή τους: η Φινλανδία ανακοίνωσε τις πράξεις που θεσπίσθηκαν για την επαρχία Åland, η Ιρλανδία κανονισμούς που θεσπίσθηκαν στις 8 Οκτωβρίου 1998, και το Λουξεμβούργο τον κανονισμό του Μεγάλου Δούκα της 31ης Οκτωβρίου 1998. Η Επιτροπή απηύθυνε επίσης αιτιολογημένη γνώμη στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Πορτογαλία. Η Γαλλία κοινοποίησε διάταγμα της 20ής Ιουλίου 1998, που εξασφαλίζει τη μεταφορά ορισμένων διατάξεων της οδηγίας, αλλά η διαδικασία παράβασης παραμένει ανοικτή. Επιπλέον, η Γερμανία κοινοποίησε την τροποποιημένη απόδοση της 28ης Αυγούστου 1998 του κανονισμού που αφορά τις συσκευασίες, ο οποίος διατηρεί ένα σύστημα προώθησης της επαναχρησιμοποίησης των συσκευασιών. Μετά από την αλλαγή αυτή της νομοθεσίας, η Επιτροπή απηύθυνε συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή στη Γερμανία, στην οποία θίγονται ορισμένα προβλήματα σχετικά με αυτό το σύστημα επαναχρησιμοποίησης.

Πέρα από την τυπική μεταφορά της οδηγίας 94/62/ΕΚ, είναι σημαντικό να συνάδουν τα μέτρα μεταφοράς με την οδηγία. Αυτό δεν φαίνεται να είναι η περίπτωση της Δανίας, στην οποία η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη λόγω της απαγόρευσης, σε αυτό το κράτος, των μεταλλικών δοχείων αναψυκτικών και άλλων τύπων συσκευασιών που δεν μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν.

Είναι χρήσιμο να υπενθυμιστεί ότι η οδηγία 94/62/ΕΚ περιέχει μία νεωτεριστική διάταξη όσον αφορά τη μεταφορά των οδηγιών. Το άρθρο 16 προβλέπει την κοινοποίηση στην Επιτροπή και στα λοιπά κράτη μέλη, για εξέταση πριν από τη θέσπισή τους σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από την οδηγία 83/189/ΕΟΚ(142), σχεδίων εθνικών μέτρων με σκοπό την υλοποίηση της οδηγίας. Αυτή η διαδικασία κοινοποίησης συνοδεύεται από προθεσμία εμπλοκής τριών μηνών, κατά τη διάρκεια της οποίας το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν μπορεί να εφαρμόσει το κοινοποιηθέν σχέδιο. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη διαθέτουν έτσι εύλογη προθεσμία για να εκτιμήσουν το συμβιβάσιμο του κοινοποιηθέντος κειμένου με τους κοινοτικούς κανόνες ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και με την ίδια την οδηγία, και να επιστήσουν την προσοχή του κοινοποιούντος κράτους σε οποιοδήποτε πρόβλημα ενδέχεται να ανακύψει σχετικά, από την εφαρμογή του εξετασθέντος σχεδίου. Αυτή η διάταξη, η οποία επιβάλλει προκαταρκτικό διάλογο μεταξύ Επιτροπής και κρατών μελών στον τομέα της μεταφοράς της οδηγίας, συμβάλλει στην πρόληψη ενδεχόμενων προβλημάτων συμμόρφωσης και εφαρμογής. Πρέπει να υπογραμμισθεί σχετικά ότι αυτή η διάταξη δεν εφαρμόζεται μόνο στα θεσπισθέντα μέτρα για να εξασφαλισθεί η μεταφορά της οδηγίας, αλλά θα αφορά επίσης οποιοδήποτε σχέδιο μέτρου αποβλέπει στην τροποποίηση των υφιστάμενων κειμένων μεταφοράς.

Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 259/93 σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους, η Επιτροπή συνεχίζει ακόμη δύο διαδικασίες κατά της Γερμανίας και της Γαλλίας για υποθέσεις που αφορούν καταχρηστικά εμπόδια στη μεταφορά ορισμένων αποβλήτων. Η εφαρμογή του κανονισμού δημιουργεί τακτικά δυσχέρειες εφόσον σκοπός είναι να προσδιοριστεί η φύση των σχετικών αποβλήτων, διότι το εφαρμοστέο σύστημα διαφέρει ανάλογα με το βαθμό βλαβερότητας που παρουσιάζουν. Ο χαρακτηρισμός του τρόπου επεξεργασίας των αποβλήτων, για την οποία ο οικονομικός φορέας επιθυμεί τη μεταφορά των αποβλήτων, δημιουργεί επίσης προβλήματα: ανάλογα με το εάν πρόκειται για αξιοποίηση ή για διάθεση, οι διαδικασίες που πρέπει να τηρηθούν και οι δυνατότητες που παρέχονται στις δημόσιες αρχές για να αντιταχθούν σε μια μεταφορά είναι πράγματι διαφορετικές.

Το Δικαστήριο αποφάνθηκε στις 25 Ιουνίου 1998 σχετικά με την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΟΚ) 259/93 μετά από προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Συμβούλιο Επικρατείας των Κάτω Χωρών σε δύο υποθέσεις.

Έτσι, το Δικαστήριο που ερωτήθηκε στο πλαίσιο μιας υπόθεσης εισαγωγής γερμανικών αποβλήτων στις Κάτω Χώρες χωρίς κοινοποίηση στις αρχές του τελευταίου αυτού κράτους μέλους, διευκρίνισε στην απόφασή του πολλά σημεία (υπόθεση C-192/96, Beside BV και I.M. Besselsen). Πρώτον, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι όροι "αστικά/οικιακά απόβλητα" (πορτοκαλί κατάλογος, παράρτημα III του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 259/93) καλύπτουν, αφενός τα απόβλητα τα οποία συντίθεται κυρίως από απόβλητα προβλεπόμενα στον πράσινο κατάλογο του παραρτήματος ΙΙ του εν λόγω κανονισμού, αναμεμειγμένα με άλλες κατηγορίες αποβλήτων περιλαμβανόμενες στον κατάλογο αυτόν, και αφετέρου, τα περιλαμβανόμενα στον πράσινο κατάλογο απόβλητα που είναι αναμεμειγμένα με μικρή ποσότητα υλών μη περιλαμβανόμενων στον κατάλογο αυτόν. Δεύτερον, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η αναφορά στην εναποθήκευση υλικών (παράρτημα ΙΙ Β της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε) καλύπτει όχι μόνο τις περιπτώσεις στις οποίες η εναποθήκευση πραγματοποιείται στην επιχείρηση, εντός της οποίας πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι λοιπές εργασίες που αναφέρονται στο παράρτημα αυτό, αλλά και τις περιπτώσεις στις οποίες η εναποθήκευση προηγείται της μεταφοράς προς μία τέτοια επιχείρηση, ανεξαρτήτως του αν η επιχείρηση αυτή είναι εγκατεστημένη εντός ή εκτός της Κοινότητας. Τρίτον, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι οι απαριθμούμενες στο άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 259/93 πληροφορίες αποτελούν τα ελάχιστα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει, ελλείψει κοινοποιήσεως, προκειμένου να διαπιστώσει ότι τα "πράσινα απόβλητα" προορίζονται για αξιοποίηση. Τέλος, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι ο κανονισμός αριθ. 259/93 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το κράτος μέλος προορισμού δεν μπορεί να προβεί μονομερώς στην επαναποστολή των αποβλήτων στο κράτος μέλος αποστολής, χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση προς το τελευταίο αυτό κράτος· το κράτος μέλος αποστολής δεν μπορεί να εναντιωθεί στην επανεισαγωγή των αποβλήτων όταν τη ζητήσει το κράτος μέλος προορισμού με δεόντως αιτιολογημένη αίτηση. Επομένως, βεβαιώνεται σαφώς η ευθύνη κάθε κράτους για τα απόβλητα που παράγονται στο έδαφός του.

Στο πλαίσιο της προδικαστικής υπόθεσης C-203/96 (Chemische Afvalstoffen Dusseldorp BV e.a./ Minister van Volkshuisvesting, Ruimtelijke Ordening en Milieubeheer), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η οδηγία 75/442/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε, και ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 259/93 δεν έχουν την έννοια ότι οι αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας εφαρμόζονται επί μεταφοράς αποβλήτων προς αξιοποίηση. Το άρθρο 130Τ της συνθήκης ΕΚ δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να εκτείνουν την εφαρμογή των αρχών αυτών επί αποβλήτων προς αξιοποίηση, όταν προκύπτει ότι οι αρχές αυτές συνιστούν εμπόδιο στις εξαγωγές μη δικαιολογούμενο, ούτε από επιτακτικό μέτρο για την προστασία του περιβάλλοντος, ούτε από τις παρεκκλίσεις που προβλέπει το άρθρο 36 της εν λόγω συνθήκης. Αυτή η λύση επιβεβαιώνει ότι τα απόβλητα που προορίζονται για αξιοποίηση (ανακύκλωση, λιπασματοποίηση, αποτέφρωση με ανάκτηση ενέργειας) μπορούν να τύχουν μεγαλύτερης ελευθερίας κυκλοφορίας απ' ό,τι τα απόβλητα που προορίζονται για διάθεση (αποτέφρωση χωρίς ανάκτηση ενέργειας, υγειονομική ταφή) και ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να υπαγάγουν αυτές τις δύο κατηγορίες αποβλήτων σε ένα και το αυτό πιο περιοριστικό σύστημα.

Τέλος, όσον αφορά τη μεταφορά των αποβλήτων, σημειώνεται η έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2408/98 της Επιτροπής, της 6ης Νοεμβρίου 1998, για την τροποποίηση του παραρτήματος V του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 259/93 σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας, καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους(143).

Άλλες πιο ειδικές οδηγίες αξίζει να αναφερθούν λόγω των διαδικασιών παράβασης που προκάλεσαν ή που προκαλούν.

Έτσι, όσον αφορά την οδηγία 86/278/ΕΟΚ, σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος, και ιδίως του εδάφους κατά τη χρησιμοποίηση της ιλύος καθαρισμού λυμάτων στη γεωργία, η Γαλλία ανακοίνωσε διάταγμα της 8ης Δεκεμβρίου 1997 και αποφάσεις της 8ης Ιανουαρίου και της 2ας Φεβρουαρίου 1998.

Όσον αφορά την πρώτη κοινοτική οδηγία που εκδόθηκε στον τομέα των αποβλήτων, δηλαδή την οδηγία 75/439/ΕΟΚ, περί διαθέσεως των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Πορτογαλίας λόγω μη συμμόρφωσης της μεταφοράς της οδηγίας, διότι η πορτογαλική νομοθεσία παραλείπει να απαιτεί να χρησιμοποιούν οι εγκαταστάσεις αναγέννησης των χρησιμοποιημένων ελαίων την καλύτερη διαθέσιμη τεχνολογία όταν αυτό δεν προκαλεί υπερβολικό κόστος, δεν απαγορεύει τη χρήση ως καυσίμων χρησιμοποιημένων ελαίων περιεκτικότητας σε PCB ανώτερης των 50 ppm, για τους εξοπλισμούς που χρησιμοποιούνται πριν από την έναρξη ισχύος της, και δεν περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με την περιοδική επιθεώρηση των εγκαταστάσεων. Επιπλέον, η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της Γερμανίας (υπόθεση C-102/97) συνεχίζεται. Αφορά προβλήματα κακής εφαρμογής της οδηγίας σχετικά με προβλήματα επεξεργασίας με αναγέννηση των χρησιμοποιημένων ελαίων.

Τέλος σχετικά με τη διάθεση των PCB και PCT, τα οποία είναι ιδιαίτερα επικίνδυνα προϊόντα, υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 96/59/ΕΚ, η οποία καταργεί την παλαιά οδηγία 76/403/ΕΟΚ, πρέπει να μεταφερθεί από τα κράτη μέλη το αργότερο στις 16 Μαρτίου 1998. Ελλείψει ανακοίνωσης μέτρων μεταφοράς, η Επιτροπή αποφάσισε να απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη στη Δανία, τη Γερμανία, την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

2.12.9. Περιβάλλον και βιομηχανία

Σε ένα τομέα συγγενή ως προς ορισμένες πτυχές με εκείνο των επικίνδυνων ουσιών, η οδηγία 82/501/ΕΟΚ καλούμενη "Seveso" αφορά την πρόληψη των κινδύνων βιομηχανικών ατυχημάτων μεγάλης εκτάσεως. Η Επιτροπή μπόρεσε να θέσει στο αρχείο τη διαδικασία που είχε κινήσει κατά της Γερμανίας και που είχε οδηγήσει στην κατάθεση δικογράφου στο Δικαστήριο (υπόθεση C-192/97), λόγω μη συμμόρφωσης της νομοθεσίας - υπερβολικά περιοριστικής σε σχέση με την οδηγία - όσον αφορά τις εγκαταστάσεις και τις ουσίες που καλύπτονται. Πράγματι, αυτό το κράτος μέλος εξέδωσε κανονισμό στις 20 Απριλίου 1998 που τακτοποιεί την κατάσταση. Αντίθετα όσον αφορά τη διαδικασία που είχε κινηθεί κατά της Ιταλίας, η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου (υπόθεση C-336/97), λόγω της κακής εφαρμογής της οδηγίας όσον αφορά τα σχέδια επείγουσας ανάγκης, τις επιθεωρήσεις και τα μέτρα ελέγχου.

Σημειώνεται ότι η οδηγία 96/82/ΕΚ, που πρέπει να μεταφερθεί το αργότερο στις 3 Φεβρουαρίου 1999, θα αντικαταστήσει την οδηγία 82/501/ΕΟΚ από τις 3 Φεβρουαρίου 2001, με στόχο ιδίως την επέκταση του πεδίου εφαρμογής σε περισσότερες εγκαταστάσεις που ενδέχεται να προκαλούν επικίνδυνα ατυχήματα και την ανάπτυξη ανταλλαγών πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών.

Η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Πορτογαλίας σχετικά με τη μεταφορά της οδηγίας 84/360/ΕΟΚ (ατμοσφαιρική ρύπανση από τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις) στο βαθμό που το σύστημα έγκρισης δεν καλύπτει όλες τις εγκαταστάσεις που αναφέρει η οδηγία.

Όσον αφορά την οδηγία 87/217/ΕΟΚ σχετικά με την πρόληψη και τη μείωση της ρύπανσης του περιβάλλοντος από τον αμίαντο, η διαδικασία λόγω μη συμμόρφωσης κατά του Βελγίου συνεχίζεται, αφού η Επιτροπή απέστειλε σε αυτό το κράτος μέλος αιτιολογημένη γνώμη το 1998.

Ως προς τις δύο οδηγίες που αφορούν την καταπολέμηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης της προερχόμενης από την καύση των αστικών απορριμμάτων 89/369/ΕΟΚ (νέες εγκαταστάσεις)και 89/429/ΕΟΚ (παλαιές εγκαταστάσεις), εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένα προβλήματα. Η Επιτροπή έθεσε στο αρχείο τη διαδικασία παράβασης βάσει του άρθρου 171, που είχε κινήσει κατά της Ιταλίας στη συνέχεια της απόφασης της 26ης Ιουνίου 1996 στην υπόθεση C-237/95 στην οποία το Δικαστήριο διαπίστωσε την παράλειψη ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς των δύο οδηγιών, δεδομένου ότι η Ιταλία θέσπισε και δημοσίευσε διάταγμα της 19ης Νοεμβρίου 1997. Αντίθετα η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά του Βελγίου λόγω μη συμμόρφωσης της νομοθεσίας μεταφοράς των δύο οδηγιών, παρά την έκδοση διατάγματος της περιφέρειας Βρυξελλών, της 28ης Μαΐου 1998 και διατάγματος της φλαμανδικής περιφέρειας, της 24ης Μαρτίου 1998, τα οποία ρυθμίζουν ορισμένα προβλήματα μεταφοράς. Εξάλλου, η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στην Ισπανία, δεδομένου ότι αυτό το κράτος μέλος επέτρεψε στις Καναρίους Νήσους τη λειτουργία εγκαταστάσεων αποτέφρωσης μη σύμφωνων με τις απαιτήσεις της οδηγίας 89/369/ΕΟΚ.

Όσον αφορά την αποτέφρωση των αποβλήτων, η οδηγία 94/67/ΕΚ για την αποτέφρωση των επικίνδυνων αποβλήτων έπρεπε να μεταφερθεί στις 31 Δεκεμβρίου 1996. Ενώ οι διαδικασίες παράβασης κατά της Δανίας, της Ιρλανδίας, των Κάτω Χωρών, της Πορτογαλίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας μπόρεσαν να τεθούν στο αρχείο μετά την ανακοίνωση των μέτρων μεταφοράς από αυτά τα κράτη, άλλες διαδικασίες συνεχίζονται. Έτσι, η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο λόγω της παράλειψης της Ελλάδας (υπόθεση C-388/98) και αποφάσισε να πράξει το ίδιο και κατά της Αυστρίας. Επίσης απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ιταλία και στο Βέλγιο.

Υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 94/67/ΕΚ σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (καλούμενη "IPPC"), που εκδόθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1996, πρέπει να μεταφερθεί το αργότερο στις 30 Οκτωβρίου 1999. Αυτή η οδηγία, που ανήκει σε μία νέα γενεά κοινοτικών πρωτοβουλιών στο θέμα του περιβάλλοντος, ευνοεί μία προσέγγιση σφαιρική, επικουρική και προωθούσα τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων παραγόντων και τις συνέργειες βιομηχανίας/περιβάλλοντος. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι όλα τα κράτη μέλη δεν διαθέτουν πράξεις μεταφοράς και ότι στην περίπτωση αυτή, οι εργασίες για τη μεταφορά της οδηγίας πρέπει να αρχίσουν το συντομότερο δυνατό από τα κράτη μέλη. Εξάλλου, η Επιτροπή συγκρότησε μία άτυπη ομάδα εμπειρογνωμόνων, που συνήλθε κατά το 1998, με σκοπό να επικουρήσει τα κράτη μέλη στο έργο μεταφοράς της οδηγίας αυτής. Επιπλέον, ένα φόρουμ ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και της βιομηχανίας σχετικά με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές συνήλθε τακτικά κατά τη διάρκεια του 1998 βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 2 της οδηγίας. Τέλος, η προβλεπόμενη από τα άρθρα 15 και 19 της οδηγίας επιτροπή για την κατάρτιση του καταλόγου των κυριότερων εκπομπών και των πηγών τους που είναι υπεύθυνες για τη ρύπανση, συνήλθε κατά τη διάρκεια του 1998.

Αναφέρεται επίσης ότι η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά του Βελγίου για τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 880/92 σχετικά με κοινοτικό σύστημα απονομής οικολογικού σήματος ("Ecolabel"), λόγω έλλειψης εθνικών μέτρων εκτέλεσης του κανονισμού (ορισμός οργανισμού, πρακτικές λεπτομέρειες εξέτασης των αιτήσεων).

Επίσης, όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1836/93 για την εκούσια συμμετοχή των επιχειρήσεων του βιομηχανικού τομέα σε κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου, η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία λόγω έλλειψης εθνικών μέτρων εκτέλεσης του κανονισμού.

Σημειώνεται επίσης ότι η Επιτροπή αποφάσισε το 1998 να απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη στο Βέλγιο σχετικά με θέμα αρχής, δηλαδή τη συμμόρφωση προς το κοινοτικό δίκαιο του μηχανισμού της σιωπηρής άδειας, δηλαδή μιας άδειας που παρέχεται αν κατά τη λήξη ταχθείσας προθεσμίας, η αρμόδια αρχή δεν έχει αντιταχθεί. Όμως το Δικαστήριο έκρινε, όσον αφορά την οδηγία 80/68/ΕΟΚ (υπόγεια ύδατα), ότι το γεγονός ότι μία οδηγία προβλέπει ότι η άρνηση, χορήγηση ή ανάκληση των αδειών πρέπει να προκύπτει από ρητή πράξη και σύμφωνα με ακριβείς διαδικαστικούς κανόνες οι οποίοι τηρούν ορισμένους αναγκαίους όρους, όρους που καθορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ιδιωτών, έχει ως συνέπεια ότι μία σιωπηρή άδεια δεν μπορεί να συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της οδηγίας(144). Έτσι, ορισμένες πλευρές της βελγικής νομοθεσίας που αφορούν τις οδηγίες 75/442/ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε (απόβλητα), 76/464/ΕΟΚ (επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον), 80/68/ΕΟΚ (υπόγεια ύδατα), 85/337/ΕΟΚ (εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον) και 84/360/ΕΟΚ (ατμοσφαιρική ρύπανση από βιομηχανικές εγκαταστάσεις) δεν είναι σύμφωνες με αυτή την απαίτηση του κοινοτικού δικαίου.

2.12.10. Προστασία από τις ακτινοβολίες

Μολονότι η διαδικασία σχετικά με την προστασία από τις ακτινοβολίες βασίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο β) και το κεφάλαιο ΙΙΙ της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, αυτή δεν περιορίζεται στην πυρηνική ενέργεια, αλλά εκτείνεται επίσης σε οποιαδήποτε έκθεση του πληθυσμού και των εργαζομένων στις ιοντίζουσες ακτινοβολίες, περιλαμβανομένων και των ιατρικών χρήσεων. Το άρθρο 33 της συνθήκης Ευρατόμ επιβάλλει υποχρεωτική διαβούλευση της Επιτροπής με την ευκαιρία της κατάρτισης εθνικών νομοθετικών σχεδίων. Με τη διαδικασία αυτή, η Επιτροπή διαθέτει ένα αποτελεσματικό εργαλείο για να αποφεύγεται ότι η εθνική νομοθεσία εκδίδεται κατά παράβαση της κοινοτικής νομοθεσίας. Ο έλεγχος της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου στον τομέα της προστασίας από τις ακτινοβολίες, ο οποίος ασκείται βάσει του άρθρου 141 της συνθήκης Ευρατόμ, διάταξης της συνθήκης αντίστοιχης με το άρθρο 169 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, διεξάγεται ως συμπλήρωμα αυτής της διαδικασίας προκαταρκτικού ελέγχου.

Όσον αφορά την οδηγία 80/836/Eυρατόμ σχετικά με τους βασικούς κανόνες προστασίας από τις ιοντίζουσες ακτινοβολίες, οι διαδικασίες παράβασης λόγω μη ανακοίνωσης που είχαν κινηθεί κατά της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας μπόρεσαν να τεθούν στο αρχείο. Συνεπώς, όλα τα κράτη μέλη έχουν ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς. Σημειώνεται ότι η οδηγία 80/836/Eυρατόμ θα αντικατασταθεί από την οδηγία 96/29/ Eυρατόμ που πρέπει να μεταφερθεί το αργότερο στις 13 Μαΐου 2000. Βασιζόμενη στη σύσταση αριθ. 60 της διεθνούς επιτροπής προστασίας από τις ακτινοβολίες, η εν λόγω οδηγία μειώνει ιδίως τα όρια έκθεσης για τους εργαζόμενους και το κοινό. Λόγω της προσεχούς αντικατάστασης των παλαιών βασικών κανόνων από τους νέους, η Επιτροπή περιορίζεται, στις διαδικασίες παράβασης κατά του Λουξεμβούργου και των Κάτω Χωρών λόγω μη συμμόρφωσης, στις αιτιάσεις που είναι κοινές τόσο στην παλαιά όσο και στη νέα οδηγία.

Η εφαρμογή της οδηγίας 84/466/ Eυρατόμ, σχετικά με την προστασία όσων υποβάλλονται σε ιατρικές εξετάσεις και θεραπευτική αγωγή, βελτιώθηκε. Η Ιρλανδία και η Ιταλία ανακοίνωσαν τα νομοθετικά κείμενα που μεταφέρουν τα τμήματα της οδηγίας που δεν ήταν ακόμη σύμφωνα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έθεσε στο αρχείο τις αντίστοιχες διαδικασίες παράβασης. Σε απάντηση της καταδίκης της από το Δικαστήριο το 1997 (απόφαση της 9.10.1997, υπόθεση C-96/21), η Ισπανία προόδευσε επίσης στη μεταφορά αυτής της οδηγίας, εξαλείφοντας πολλές αιτιάσεις από τη διαδικασία παράβασης λόγω μη συμμόρφωσης. Αντίθετα, η βελγική νομοθεσία που ανακοινώθηκε δεν ανταποκρίνεται και πάλι στις απαιτήσεις της οδηγίας· η διαδικασία λόγω μη συμμόρφωσης κατά αυτού του κράτους μέλους συνεχίζεται.

Η οδηγία 84/466/Eυρατόμ θα αντικατασταθεί από την οδηγία 97/43/Eυρατόμ που αφορά την έκθεση για ιατρικούς λόγους και που πρέπει να μεταφερθεί το αργότερο στις 13 Μαΐου 2000. Κατά συνέπεια η Επιτροπή περιορίζεται επίσης στη δίωξη των στοιχείων που είναι κοινά στην παλαιά και στη νέα οδηγία.

Η Φινλανδία ανακοίνωσε τα μέτρα μεταφοράς της οδηγίας 89/618/Eυρατόμ σχετικά με την ενημέρωση του πληθυσμού σε περίπτωση έκτακτου κινδύνου από ακτινοβολίες. Επομένως, η Επιτροπή έθεσε στο αρχείο την υπόθεση λόγω μη ανακοίνωσης. Η διαδικασία λόγω μη συμμόρφωσης κατά της Γερμανίας συνεχίζεται.

Όσον αφορά την οδηγία 90/641/Eυρατόμ για την προστασία από τις ακτινοβολίες των εξωτερικών εργαζομένων, η διαδικασία παράβασης λόγω μη συμμόρφωσης κατά της Γαλλίας παραμένει ανοικτή.

Στην περίπτωση της οδηγίας 92/3/Eυρατόμ για την επιτήρηση και τον έλεγχο των αποστολών ραδιενεργών αποβλήτων, μετά την κοινοποίηση από τη Γερμανία και το Βέλγιο των μέτρων μεταφοράς, η Επιτροπή παραιτήθηκε από τις προσφυγές της ενώπιον του Δικαστηρίου λόγω μη ανακοίνωσης (αντίστοιχα υπόθεση C-97/220 και C-97/277). Όλα τα κράτη μέλη έχουν πλέον ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς αυτής της οδηγίας.

2.13. ΓΕΩΡΓΙΑ

2.13.1. Ελεύθερη κυκλοφορία των γεωργικών προϊόντων

Μία από τις βασικές αρχές της λειτουργίας της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής (ΚΓΠ) και των κοινών οργανώσεων αγοράς αυτής της πολιτικής είναι η διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των γεωργικών προϊόντων μέσα σε μία ενιαία αγορά.

Το Δικαστήριο υπενθύμισε επανειλημμένα ότι τα άρθρα 30 και 34 της συνθήκης ΕΚ αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των κοινών οργανώσεων αγοράς, έστω και αν η ρητή μνεία αυτών, μέσα στα πλαίσιά τους, κατέστη περιττή από την 1η Ιανουαρίου 1970.

Η Επιτροπή κατέβαλε συνεχείς προσπάθειες για να καταργήσει σύντομα τα εμπόδια που παρεμποδίζουν τις συναλλαγές στον τομέα των γεωργικών προϊόντων μέσα στην Κοινότητα. Αυτό το έτος επιβεβαιώθηκε η τάση, που παρατηρήθηκε κατά τα τελευταία έτη, να περιορίζεται ο αριθμός νέων περιπτώσεων κλασικών εμποδίων για την ελεύθερη κυκλοφορία των γεωργικών προϊόντων, όπως οι συστηματικοί έλεγχοι κατά την εισαγωγή ή η απαίτηση πιστοποιητικών. Η απαίτηση της Γαλλίας να εγκρίνει τη διάθεση στο εμπόριο μόνο μειγμάτων γρασιδιού που αποτελούνται αποκλειστικά από σπόρους προς σπορά των ποικιλιών που είναι εγγεγραμμένες στον εθνικό γαλλικό κατάλογο θεωρήθηκε ως αντίθετη προς το άρθρο 30 της συνθήκης ΕΚ, χωρίς να αιτιολογείται βάσει του άρθρου 36 ΕΚ, δεδομένου ότι ο τομέας έχει εναρμονισθεί από τις οδηγίες 66/401/ΕΟΚ και 70/457/ΕΟΚ.

Επειδή οι γερμανικές αρχές αρνήθηκαν να μπορεί να αποδίδεται στα προϊόντα άλλων κρατών μελών η εθνική ετικέτα ποιότητας CMA, μαζί με τη μνεία "Markenqualität aus deutschen Landen" που αποδίδεται μόνο στα προϊόντα που μεταποιούνται στη Γερμανία χωρίς ιδιαιτερότητα που να συνδέεται με το περιβάλλον ή τη γεωγραφική προέλευση, η Επιτροπή εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η εν λόγω ετικέτα σημαίνει ότι η διαδικασία παραγωγής περιορίζεται οπωσδήποτε σε ένα κράτος, πράγμα που είναι αντίθετο προς το άρθρο 30 της συνθήκης ΕΚ, όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο στις αποφάσεις Eggers (12.10.1978, υπόθεση 13/78, Συλλογή 1978 Ι, σ. 1935) και Montagne (7.5.1997, υπόθεση C-321/94, Συλλογή 1997 Ι, σ. 2343).

Στις 12 Νοεμβρίου 1998, το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση για την υπόθεση C-102/96 Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και κήρυξε ασυμβίβαστη με το κοινοτικό δίκαιο την υποχρέωση που επέβαλαν οι γερμανικές αρχές να σημαδεύονται και να υφίστανται θερμική επεξεργασία ορισμένα νωπά χοιρινά κρέατα προέλευσης Δανίας, η οποία εμποδίζει το εμπόριο των εν λόγω κρεάτων(145).

Όσον αφορά τα λιγότερο κλασικά εμπόδια, όπως οι επανειλημμένες βιαιοπραγίες στη Γαλλία από ιδιώτες κατά των οπωροκηπευτικών προέλευσης άλλων κρατών μελών, και ιδίως Ισπανίας, και το γεγονός ότι οι δημόσιες αρχές δεν έλαβαν τα απαιτούμενα μέτρα για να αντιμετωπισθεί αυτή η κατάσταση, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι με την απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1997 στην υπόθεση C-265/95 το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση σύμφωνα με την οποία "επειδή δεν έλαβε όλα τα απαραίτητα και ενδεδειγμένα μέτρα, προκειμένου οι ενέργειες ιδιωτών να μην εμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των οπωροκηπευτικών, η Γαλλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 30 της συνθήκης ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 της συνθήκης αυτής, και από τις κοινές οργανώσεις γεωργικών αγορών". Η ειρηνική εξέλιξη της περιόδου εμπορίας των οπωροκηπευτικών που προέρχονταν κυρίως από την Ισπανία κατά το έτος 1998 δείχνει ότι τα μέτρα δημόσιας τάξης που έλαβε η γαλλική κυβέρνηση για να συμμορφωθεί προς την απόφαση του Δικαστηρίου υπήρξαν αρκετά αποτελεσματικά σε σύγκριση με τις προηγούμενες καταστάσεις. Η Επιτροπή ελπίζει ότι οι επόμενες περίοδοι εμπορίας θα εξελιχθούν κατά τον ίδιο τρόπο.

2.13.2. Αγορές

Εκτός από τη δραστηριότητα που διεξάγει με στόχο την εξάλειψη των εμποδίων που παρακωλύουν την ελεύθερη κυκλοφορία των γεωργικών προϊόντων, η Επιτροπή συνέχισε τις προσπάθειές της και για την αποτελεσματική και ορθή εφαρμογή των υπόλοιπων διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας στο γεωργικό τομέα.

Όσον αφορά τον έλεγχο της εφαρμογής των ειδικών μηχανισμών της κοινής οργάνωσης των αγορών, η Επιτροπή συνέχισε να αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη προσοχή την εφαρμογή των μηχανισμών συγκράτησης της παραγωγής, ιδίως στον τομέα του γάλακτος, όπου έγινε συστηματική ανάλυση των εθνικών κειμένων που θεσπίστηκαν για να εξασφαλιστεί η εφαρμογή των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3950/92 και (ΕΟΚ) αριθ. 536/93.

Η Επιτροπή εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη κατά της Ιταλίας και της Ισπανίας λόγω των κενών που διαπιστώθηκαν στην εφαρμογή του καθεστώτος γαλακτοκομικών ποσοστώσεων. Η κύρια μέριμνα ως προς αυτό συνίσταται στην εμμονή των αρμόδιων αρχών να αποφεύγουν την οριστική μεταφορά της οφειλόμενης συμπληρωματικής εισφοράς στους παραγωγούς που είναι υπεύθυνοι για την υπέρβαση της παραγωγής.

Στην Ιταλία, αν και ζητήθηκε από τους αγοραστές να εισπράξουν προκαταβολή επί της εισφοράς που οφείλουν οι παραγωγοί, δεν τους ζητήθηκε ακόμη να καταβάλουν στις αρμόδιες αρχές τα ποσά που εισπράχθηκαν για τις περιόδους 1995-1996 και 1996-1997. Οι ιταλικές αρχές έκριναν, ότι πριν από αυτή την καταβολή, έπρεπε να διεξαχθεί εμπεριστατωμένος έλεγχος του ύψους της μεμονωμένης ποσότητας αναφοράς κάθε παραγωγού και του ύψους της παραγωγής κατά τα εν λόγω έτη. Τα αποτελέσματα αυτών των ελέγχων είναι ακόμη προσωρινά.

Στην Ισπανία, μόνο ένα τμήμα οφειλόμενης εισφοράς για τις περιόδους 1993-1994, 1995-1996 και 1996-1997 καταβλήθηκε πράγματι από τους παραγωγούς. Τόσο οι παραγωγοί, όσο και οι αγοραστές υπέβαλαν προσφυγή κατά των εναντίον τους αποφάσεων. Η Επιτροπή εξετάζει τη θέση των ισπανικών αρχών, σύμφωνα με την οποία το μεγαλύτερο μέρος της οφειλόμενης εισφοράς καλύπτεται ουσιαστικά από τις εγγυήσεις που έχουν συσταθεί στα δικαστήρια και ότι οι φορολογικές αρχές έχουν κινήσει διαδικασία κατάσχεσης.

Προσφεύγοντας στο Δικαστήριο, η Επιτροπή συνέχισε τη διαδικασία κατά της Γαλλίας, η οποία κατένειμε κατά τρόπο που εισάγει διακρίσεις τις ποσότητες αναφοράς που απελευθερώθηκαν από το καθεστώς παύσης της γαλακτοκομικής παραγωγής (υπόθεση C-96/198). Επιπλέον, η κοινοτική νομοθεσία επέβαλλε στα κράτη μέλη να απαλείφουν τη γραμμική μείωση (2,15 %) που μεσολάβησε το 1990/91 με συμπληρωματικές χορηγήσεις. Οι ποσότητες που χορηγήθηκαν στη Γαλλία δεν υπήρξαν ικανοποιητικές σε όλες τις περιπτώσεις.

Αυτή η διαδικασία διεγράφη από το πρωτόκολλο του Δικαστηρίου διότι η γαλλική κυβέρνηση θέσπισε μέτρα τα οποία αφενός διασφαλίζουν την πραγματική διαγραφή της μείωσης, αφετέρου εισάγουν ένα μηχανισμό μερικής ομαδοποίησης των ποσοτήτων που απελευθερώθηκαν με καθεστώς παύσης. Η Επιτροπή παρακολουθεί επί του παρόντος με προσοχή το τελευταίο αυτό σημείο, ώστε να αποφασίσει εάν είναι αρκετός ο βαθμός ομαδοποίησης.

Η Επιτροπή χρειάστηκε εξάλλου να στρέψει την προσοχή της στη μη τήρηση των κοινοτικών ρυθμίσεων που προστατεύουν την ονομασία των γεωργικών προϊόντων.

Στο γαλακτοκομικό τομέα, η Επιτροπή συνέχισε διαδικασία λόγω παράβασης την οποία είχε κινήσει κατά των Κάτω Χωρών που επιτρέπουν την εμπορία γάλακτος κατανάλωσης (γάλα αποβουτυρωμένο κατά 25 % της περιεκτικότητας σε λιπαρές ουσίες του πλήρους γάλακτος) η οποία δεν προβλέπεται από τον κανονισμό του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1411/71 περί καθορισμού συμπληρωματικών κανόνων της ΚΟΑ στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, που καθορίζει αναλυτικά τη σύνθεση του γάλακτος κατανάλωσης. Αυτή η διαδικασία έκλεισε μετά την απόσυρση του προϊόντος από την αγορά.

Στον τομέα των αλκοολούχων ποτών, η Επιτροπή εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας που επιτρέπει την εμπορία στο έδαφός της αλκοολούχων ποτών με την προσθήκη ορισμένου ποσοστού νερού στο ουίσκυ με τη χρησιμοποίηση του γενικού όρου "ουίσκυ" στους όρους της ονομασίας πώλησης. Όμως, μεταξύ των χαρακτηριστικών που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1576/89 τα οποία πρέπει να πληροί το ουίσκυ, συγκαταλέγεται η απαίτηση αλκοολικού τίτλου τουλάχιστον 40 βαθμών και η απαγόρευση προσθήκης νερού σε αλκοολούχο ποτό για να αποφεύγεται η αλλοίωση της φύσης του προϊόντος.

Σημειωτέον ότι για το ίδιο θέμα τέθηκε προδικαστικό ερώτημα από το Tribunal de Grande Instance de Paris (υπόθεση C-136/96). Στην απόφασή του της 16ης Ιουλίου 1998, το Δικαστήριο έκρινε ότι η κοινοτική νομοθεσία απαγορεύει τις αμφισβητούμενες ονομασίες.

Επειδή οι γαλλικές αρχές διατήρησαν στην απάντησή τους στην αιτιολογημένη γνώμη τις προηγούμενες θέσεις τους για να αιτιολογήσουν τη διατήρηση της εμπορίας του εν λόγω ποτού, με την ονομασία πώλησης που αμφισβητεί η Επιτροπή, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο.

Τέλος, στον τομέα του καπνού, η Επιτροπή ανέφερε σε αιτιολογημένη γνώμη τους συμπληρωματικούς όρους που θέτει η ελληνική νομοθεσία σχετικά με τους τόπους παράδοσης του ακατέργαστου καπνού, που δεν προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1067/95.

2.13.3. Εναρμόνιση

Γενικά

Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι στο γεωργικό τομέα η μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο γενικά βελτιώθηκε κάπως κατά το έτος 1998. Σημαντική πρόοδος σημειώθηκε σε πολλά κράτη μέλη, και ιδίως στη Γερμανία, την Αυστρία και την Ιταλία. Αντίθετα, σε τρία κράτη μέλη, τη Γαλλία, το Λουξεμβούργο και την Πορτογαλία, όπου η κατάσταση κάθε άλλο παρά ικανοποιητική ήταν το 1997, παραμένει λίγο πολύ αμετάβλητη. Πρέπει να σημειωθεί ότι γενικά η διάρκεια των διαδικασιών παράβασης μειώθηκε. Έτσι ο αριθμός προσφυγών και αποφάσεων του Δικαστηρίου περιορίστηκε σημαντικά. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό το έτος δεν κινήθηκε καμία διαδικασία δυνάμει του άρθρου 171 της συνθήκης.

Σπόροι προς σπορά και φυτά προς φύτευση

Όλες οι οδηγίες που υπάγονται σ' αυτόν τον τομέα μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο.

Φυτοϋγειονομικός τομέας

Στον τομέα αυτό υπάρχουν ακόμη σχετικά λίγα σημαντικά προβλήματα. Με τη θέσπιση, το 1998, νέας νομοθεσίας σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοφαρμακευτικών προϊόντων, οι γερμανικές αρχές εκτέλεσαν την απόφαση του Δικαστηρίου της 27.11.1997 στην υπόθεση C-96/137 που καταδίκασε τη Γερμανία για παράβαση της υποχρέωσης μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ.

Αντίθετα, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο διότι η Γαλλία και το Βέλγιο δεν μετέφεραν την οδηγία 97/57/ΕΚ που τροποποιεί το παράρτημα VI της προαναφερθείσας οδηγίας 91/414/ΕΟΚ.

Η μεταφορά των οδηγιών 96/32/ΕΚ και 96/33/ΕΚ περί του καθορισμού της μεγίστης περιεκτικότητας για τα κατάλοιπα των φυτοφαρμάκων σημείωσε σημαντική καθυστέρηση στο Λουξεμβούργο και στην Αυστρία.

Ζωοτροφές

Στον τομέα αυτό η προθεσμία μεταφοράς για πολλές σημαντικές οδηγίες έληξε το 1998. Πρόκειται κυρίως για τις οδηγίες 95/53/ΕΚ (οργάνωση των επίσημων ελέγχων), 95/59/ΕΚ (άδεια και καταχώρηση ορισμένων εγκαταστάσεων και μεσαζόντων), 96/25/ΕΚ (κυκλοφορία των πρώτων υλών), 96/51/ΕΚ (ουσιαστική τροποποίηση της νομοθεσίας στον τομέα των πρόσθετων) και 98/67/ΕΚ (αναθεώρηση των παραρτημάτων της οδηγίας 96/25/ΕΚ). Η πολυπλοκότητα των κοινοτικών διατάξεων που πρέπει να μεταφερθούν στο εσωτερικό δίκαιο και να εφαρμοσθούν προκάλεσε σε πολλές περιπτώσεις σημαντική καθυστέρηση στη μεταφορά, οπότε το επίπεδο μεταφοράς σ'αυτόν τον τομέα επιδεινώθηκε σαφώς.

Σε πολλά κράτη μέλη κατέστη απαραίτητη η τροποποίηση σε βάθος της εθνικής νομοθεσίας σχετικά με τις ζωοτροφές, και αυτό προκάλεσε σε ορισμένες περιπτώσεις και την καθυστέρηση εφαρμογής άλλων οδηγιών.

Επίσης, υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο υποθέσεις παράβασης σχετικά με τη μη ανακοίνωση από τη Γαλλία των μέτρων για τη μεταφορά των οδηγιών 93/74/ΕΚ, 94/39/ΕΚ, 95/9/ΕΚ και 95/10/ΕΚ (ζωοτροφές με τις οποίες επιδιώκονται στόχοι ιδιαίτερης διατροφής).

Κτηνιατρικός τομέας

Η μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των οδηγιών που υπάγονται σ'αυτόν τον τομέα βελτιώθηκε σημαντικά.

H Eπιτροπή ανησυχεί ωστόσο ιδιαίτερα για την έλλειψη εθνικών εκτελεστικών μέτρων σε οκτώ κράτη μέλη για τη μεταφορά της οδηγίας 96/43/ΕΚ σχετικά με τη χρηματοδότηση των υγειονομικών επιθεωρήσεων και ελέγχων. Γι' αυτό αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο. Προσφυγή στο Δικαστήριο αποφασίσθηκε επίσης και για την μη μεταφορά από την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία των οδηγιών 96/22/ΕΚ (απαγόρευση της χρησιμοποίησης ουσιών με ορμονική ή θυρεοστατική δράση και των β-ανταγωνιστών) και 96/23/ΕΚ (έλεγχος για ορισμένες ουσίες και τα κατάλοιπά τους σε ζώντα ζώα και στα προϊόντα τους).

Η Αυστρία ολοκλήρωσε τελικά τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των ζωοτεχνικών οδηγιών που αποτελούν μέρος του κοινοτικού κεκτημένου. Ωστόσο δεν έχει μεταφέρει ακόμη την οδηγία 90/428/ΕΟΚ (ιπποειδή που προορίζονται για αγώνες).

Η οδηγία 96/93/ΕΚ σχετικά με την πιστοποίηση ζώων και ζωικών προϊόντων, που προβλέπει κυρίως διατάξεις που εμποδίζουν τις ψευδείς πιστοποιήσεις δεν έχει ακόμη μεταφερθεί από έξι κράτη μέλη. Η αποστολή αιτιολογημένης γνώμης στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη είναι προφανώς αναπόφευκτη.

Σχετικά με τις συνθήκες μεταφοράς των ζώων, παρατηρείται ότι η οδηγία 95/29/ΕΚ μεταφέρθηκε μόνο εν μέρει από τη Γαλλία. Στην Αυστρία, το κρατίδιο του Salzburg δεν θέσπισε τα μέτρα εκτέλεσης της οδηγίας 93/119/ΕΚ (προστασία των ζώων κατά τη σφαγή ή/και τη θανάτωσή τους).

Μη συμμόρφωση και κακή εφαρμογή

Αντίθετα με τα προηγούμενα έτη κατά τα οποία κατά κανόνα παρατηρήθηκε ότι πολύ λίγες υποθέσεις παράβασης για κακή μεταφορά ή κακή εφαρμογή έφθαναν στο στάδιο της αιτιολογημένης γνώμης ή της παραπομπής από την Επιτροπή στο Δικαστήριο, το έτος 1998 χαρακτηρίσθηκε από την αποστολή διαφόρων αιτιολογημένων γνωμών για το θέμα της συμμόρφωσης των μέτρων μεταφοράς των οδηγιών ή της εφαρμογής τους. Εκτός από το πρόβλημα που δημιουργήθηκε από την κακή μεταφορά εκ μέρους του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων, σε τρεις τομείς χρειάσθηκε να σταλούν αιτιολογημένες γνώμες.

Πρώτον, οι ελλείψεις που διαπιστώθηκαν μετά από έρευνες που διεξήχθησαν στα κράτη μέλη όσον αφορά την εφαρμογή των τελών που προβλέπονται από την οδηγία 93/118/ΕΚ για τις υγειονομικές επιθεωρήσεις και ελέγχους των νωπών κρεάτων και των κρεάτων πουλερικών οδήγησαν στην αποστολή αιτιολογημένων γνωμών κατά της Ιταλίας, της Ελλάδας, του Λουξεμβούργου όσον αφορά τις επιθεωρήσεις κρεάτων που εισάγονται από τρίτες χώρες και κατά του Βελγίου και της Γαλλίας για τις πτυχές "εσωτερική αγορά και εισαγωγή από τρίτες χώρες".

Δεύτερον, στα πλαίσια των διαδικασιών παράβασης που κινήθηκαν κατά των κρατών μελών που δεν τήρησαν τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά την κοινοτική νομοθεσία σχετικά με τη σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια βοοειδών (ΣΕΒ), η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στη Γαλλία διότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν εφάρμοζε την απόφαση 96/449/ΕΚ σχετικά με την έγκριση εναλλακτικών συστημάτων θερμικής επεξεργασίας για την επεξεργασία ζωικών αποβλήτων με σκοπό την αδρανοποίηση των παθογόνων παραγόντων της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας. Η παράβαση τακτοποιήθηκε με τη θέσπιση της υπουργικής απόφασης της 6ης Φεβρουαρίου 1998 που θέτει σε εφαρμογή την απόφαση. Επίσης, η Επιτροπή εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη κατά του Ηνωμένου Βασιλείου όταν οι επισκέψεις των υπηρεσιών της κοινοτικής κτηνιατρικής επιθεώρησης (ΟΑV) έδειξαν ότι ήταν ανεπαρκείς οι κτηνιατρικοί έλεγχοι που πραγματοποιούσαν οι βρετανικές υπηρεσίες επιθεώρησης στα σφαγεία και τα εργαστήρια τεμαχισμού αντίθετα με τις οδηγίες 64/433/ΕΟΚ και 89/662/ΕΟΚ και την απόφαση 96/239/ΕΚ, ιδίως λόγω ανεπαρκούς αριθμού κτηνιάτρων. Εξάλλου, η κακή εφαρμογή από τις ισπανικές αρχές της απόφασης 96/449/ΕΚ, που παρέλειψαν να εφαρμόσουν την απόφαση στο υλικό χαμηλού κινδύνου αποτέλεσε την αιτιολογία για την αποστολή αιτιολογημένης γνώμης. Έκτοτε, οι εν λόγω αρχές διόρθωσαν την κατάσταση. Τέλος, η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στην Πορτογαλία λόγω των ελλείψεων που διαπίστωσαν οι κοινοτικοί επιθεωρητές της OAV στην εφαρμογή της οδηγίας 90/667/ΕΟΚ και της απόφασης 96/449/ΕΚ.

Τρίτον, η ύπαρξη σοβαρών ελλείψεων υγιεινής και διάρθρωσης που παρατηρήθηκαν επανειλημμένα σε ορισμένα γαλλικά σφαγεία κατά τους επιτόπιους ελέγχους των κοινοτικών επιθεωρητών της ΟΑV κατέληξε στην αποστολή αιτιολογημένης γνώμης προς τη Γαλλική Δημοκρατία. Τα αποτελέσματα του τελευταίου ελέγχου έδειξαν ωστόσο σημαντική εξέλιξη προς την οριστική εφαρμογή των κανόνων στα εν λόγω σφαγεία. Εξάλλου, η Επιτροπή έστειλε επίσης αιτιολογημένη γνώμη στις γαλλικές αρχές σχετικά με την απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 1994 η οποία, αντίθετα με τις οδηγίες 64/443/ΕΟΚ, 71/118/ΕΟΚ, 91/445/ΕΟΚ και 91/495/ΕΟΚ, παρέχει υγειονομική απαλλαγή σε ορισμένα σφαγεία που θέτουν στην αγορά κρέατα ή προϊόντα με βάση το κρέας.

2.13.4. Εφαρμογή της οδηγίας 98/34/ΕΚ (τεχνικά πρότυπα και κανονισμοί) στο γεωργικό τομέα

Το 1998 υπήρξε, για άλλη μια φορά, καρποφόρο όσον αφορά την κοινοποίηση σχεδίων στην Επιτροπή στα πλαίσια της εφαρμογής της οδηγίας 98/34/ΕΚ (πρώην 83/189/ΕΟΚ) που επιβάλλει στα κράτη μέλη τη γνωστοποίηση πριν από τη θέσπιση του οποιουδήποτε σχεδίου νομοθεσίας που περιέχει τεχνικά πρότυπα και κανονισμούς, που ενδέχεται να δημιουργήσουν εμπόδια στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές.

Στο γεωργικό τομέα εξετάσθηκαν, συνεπώς, κατά τη διάρκεια του 1998 με βάση το άρθρο 30 της συνθήκης ΕΚ και το παράγωγο δίκαιο 158 σχέδια νομοθετικών κειμένων που γνωστοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη (143) και τις χώρες ΕΖΕΣ (15) μετά την ανάλυση των οποίων η Επιτροπή ζήτησε την τροποποίηση ορισμένων κειμένων που γνωστοποιήθηκαν με την έκδοση αιτιολογημένων γνωμών (δώδεκα) ή παρατηρήσεων (17). Σε άλλες περιπτώσεις (τρεις), η Επιτροπή πρότεινε στο Συμβούλιο ρύθμιση που καλύπτει το θέμα που περιέχεται στο γνωστοποιηθέν σχέδιο ή που προτίθεται να καλύψει, αλλά το κείμενο που αποτελεί το θέμα της γνωστοποίησης πάγωσε επί ένα έτος δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφοι 3 και 4 της οδηγίας 98/34/ΕΚ.

Εξάλλου, στη συνέχεια της απόφασης Securitel της 30ής Απριλίου 1996, στο Δικαστήριο παραπέμφθηκαν διάφορα προδικαστικά ζητήματα που αφορούν τη μη ισχύ έναντι τρίτων εγγράφων για τα οποία δεν τηρήθηκε, πριν από την έγκρισή τους, η διαδικασία πληροφόρησης που προβλέπεται από την οδηγία 98/34/ΕΚ (πρώην 83/189/ΕΟΚ). Σ' αυτό το πλαίσιο, ο γεωργικός τομέας ενεπλάκη στις προδικαστικές υποθέσεις C-425 έως 427/97 και C-246/98 που αφορούν και οι δύο τη ρύθμιση των Κάτω Χωρών που εκδόθηκε το 1991 σχετικά με την απαγόρευση από το εν λόγω κράτος να χορηγούνται στα βοοειδή πάχυνσης κτηνιατρικά φάρμακα με συμπαθομιμητικά αποτελέσματα τα οποία περιέχουν κλενβουτερόλη, καθώς και η αγορά ή η πώληση βοοειδών πάχυνσης στα οποία έχουν χορηγηθεί τα εν λόγω φάρμακα.

Όσον αφορά τις παραβάσεις που έχουν σχέση με τη μη γνωστοποίηση τεχνικών κανόνων ή κανονισμών στο στάδιο σχεδίου, πρέπει να σημειωθεί ότι οι πορτογαλικές αρχές δέχθηκαν να τροποποιήσουν τη νομοθεσία τους στον τομέα των οπωροκηπευτικών για να συμμορφωθούν με την αιτιολογημένη γνώμη που διαβίβασε η Επιτροπή.

2.14. ΑΛΙΕΙΑ

Η Επιτροπή συνέχισε να παρακολουθεί τη θέσπιση μέτρων από μέρους των κρατών μελών για τη διατήρηση και τη διαχείριση των πόρων που καλύπτονται από την κοινή αλιευτική πολιτική.

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή συνέχισε τη συστηματική εξέταση των εθνικών νομοθεσιών που αναφέρονται στον τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας, για να είναι σε θέση να εκτιμήσει κατά πόσον συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο.

2.14.1. Πόροι

Στο πλαίσιο των λεπτομερειών χορήγησης των ποσοστώσεων και της εφαρμογής από μέρους των κρατών μελών του καθεστώτος ελέγχου που εφαρμόζεται στην κοινή αλιευτική πολιτική, στις 14 Ιανουαρίου εκδόθηκε αιτιολογημένη γνώμη προς το Ηνωμένο Βασίλειο, στα πλαίσια διαδικασίας παράλειψης των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις σχετικά με τη μη διακριτική μεταχείριση βάσει της ιθαγένειας, καθώς και την παράβαση προηγούμενης απόφασης του Δικαστηρίου (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1991 στην υπόθεση C-246/89, Eπιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου). Η Επιτροπή θεωρεί ότι, παρά την απόφαση αυτή του Δικαστηρίου, το Ηνωμένο Βασίλειο ακόμη δεν έχει εφαρμόσει, με ικανοποιητικό τρόπο, μέτρα που θέτουν τέλος στη διακριτική μεταχείριση σχετικά με τη χορήγηση των ποσοστώσεων αλιείας. Εξάλλου, στις 24 Ιουλίου εκδόθηκε αιτιολογημένη γνώμη προς τη Δανία, στα πλαίσια διαδικασίας για παράλειψη της υποχρέωσης ελέγχου λόγω της υπέρβασης ορισμένων ποσοστώσεων που έχουν χορηγηθεί στο εν λόγω κράτος μέλος.

2.14.2. Χορήγηση σημαίας/άδειες αλιείας

Κατά το 1998, η Επιτροπή συνέχισε την εξέταση του συμβιβάσιμου των εθνικών νομοθεσιών με το κοινοτικό δίκαιο όσον αφορά τη χορήγηση σημαίας στα αλιευτικά σκάφη.

Η διαδικασία λόγω παράβασης κατά της Ιταλίας που αφορά τη χορήγηση σημαίας και τις άδειες αλιείας τέθηκε στο αρχείο λόγω της έκδοσης, το 1998, εθνικής νομοθεσίας σύμφωνης, στον τομέα αυτό, με το κοινοτικό δίκαιο.

2.15. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ

2.15.1. Ασφάλεια και υγεία

Οι οδηγίες 92/59/ΕΟΚ για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων και 87/357/ΕΟΚ για τις επικίνδυνες απομιμήσεις των τροφίμων μεταφέρθηκαν από όλα τα κράτη μέλη. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει καμία τρέχουσα διαδικασία παράβασης.

2.15.2. Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών

Όσον αφορά την οδηγία 94/47/ΕΚ για τις συμβάσεις χρονομεριστικής μίσθωσης, της οποίας η προθεσμία μεταφοράς έληγε στις 29 Απριλίου 1997, η Επιτροπή έλαβε, το 1998, ανακοίνωση για τα μέτρα μεταφοράς της Φινλανδίας και της Γαλλίας. Ωστόσο, πέντε κράτη μέλη δεν έχουν ακόμη ανακοινώσει τα εθνικά εκτελεστικά μέτρα τους. Η Επιτροπή κίνησε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τεσσάρων κρατών (Βέλγιο, Ισπανία, Ιταλία και Λουξεμβούργο)· προσεχώς θα κινήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της Ελλάδας.

Η οδηγία 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές έχει μεταφερθεί πλέον από όλα τα κράτη μέλη. Η Ισπανία, ως τελευταίο κράτος μέλος, θέσπισε νόμο σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες τον Απρίλιο του 1998. Η διαδικασία που είχε κινηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τέθηκε στο αρχείο.

Στον τομέα αυτό, πρέπει να αναφερθούν δύο αιτήσεις προδικαστικής απόφασης προς το Δικαστήριο. Η μία (C-82/96 The Queen./.Secretary of State and Industry) υποβλήθηκε με διάταξη του High Court of Justice (Queens Bench Division) και αφορά το θέμα των οργανισμών που είναι εξουσιοδοτημένοι να παραστούν στα δικαστήρια για να ζητήσουν την παύση χρησιμοποίησης καταχρηστικών ρητρών των συμβάσεων· μετά από συμφωνία μεταξύ των μερών, η υπόθεση τελικά διαγράφηκε. Η άλλη αίτηση (C-240/98 Oceano Grupo Editorial./.Murciano Quintero) υποβλήθηκε από το Juzgado de Primera Instancia της Βαρκελώνης και θέτει το ερώτημα κατά πόσον η οδηγία 93/13 επιτρέπει στον εθνικό δικαστή να κρίνει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας ρήτρας της σύμβασης που υποβάλλεται σ' αυτόν προς εκτίμηση, όταν εξετάζει το παραδεκτό μιας καταγγελίας.

Όσον αφορά τη μεταφορά της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις, διαβιβάσθηκαν προειδοποιητικές επιστολές στη Φινλανδία και τη Γερμανία, αλλά οι δύο αυτές υποθέσεις τέθηκαν στο αρχείο μετά από ικανοποιητικές αντιδράσεις των εν λόγω δύο κρατών μελών. Εξάλλου, διαδικασίες λόγω παράβασης έχουν κινηθεί κατά της Ιταλίας και της Ελλάδας όσον αφορά την ελλιπή μεταφορά του άρθρου 7 της εν λόγω οδηγίας.

Η μεταφορά του άρθρου 7 της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις - που υποχρεώνει τους διοργανωτές/πωλητές οργανωμένων ταξιδιών και οργανωμένων διακοπών και περιηγήσεων να αποδεικνύουν ότι διαθέτουν επαρκείς εγγυήσεις κατάλληλες να εξασφαλίσουν, σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή πτώχευσης την επιστροφή των καταβληθέντων και τον επαναπατρισμό του καταναλωτή - μελετάται επί του παρόντος από την αρμόδια υπηρεσία της Επιτροπής. Η μελέτη αυτή δικαιολογείται λόγω του ότι τα εθνικά μέτρα μεταφοράς αυτής της διάταξης διαφέρουν πολύ και λόγω του ότι, σε ορισμένα κράτη μέλη, το επίπεδο προστασίας του καταναλωτή φαίνεται πολύ χαμηλό.

Τα προβλήματα που συνδέονται με τη μεταφορά του άρθρου 7 της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ φαίνονται, εξάλλου, καθαρά από τον αριθμό προδικαστικών ερωτήσεων που τέθηκαν στο Δικαστήριο. Στις περιπτώσεις C-178/94 (Dillenkofer και κ.ά. κατά Γερμανίας) και C-364/96 (Verein für Konsumenteninformation ./. Österreichische Kreditversicherung AG), το Δικαστήριο εξέδωσε σημαντικές αποφάσεις όσον αφορά την ισχύ αυτής της διάταξης. Οι περιπτώσεις C-140/97 (Rechberger και ά. κατά Αυστρίας, όσον αφορά, μεταξύ άλλων το ερώτημα, ποια νομοθετικά μέτρα θα ήταν επαρκή για τη μεταφορά του άρθρου 7 της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ) και C-237/97 (AFS Finland ry ./. Kuluttajavirasto, σχετικά με το ερώτημα εάν η καταστατική δραστηριότητα του AFS, η τοποθέτηση σπουδαστών στα πλαίσια σχολικών ανταλλαγών, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και εάν, κατά συνέπεια, το AFS πρέπει να παράσχει τις εγγυήσεις που προβλέπονται από το άρθρο 7) εκκρεμούν ακόμη.

Οι αποφάσεις τις οποίες θα λάβει το Δικαστήριο σχετικά με τις εν λόγω προδικαστικές ερωτήσεις, καθώς και τα αποτελέσματα της προαναφερθείσας μελέτης θα χρησιμεύσουν ως βάση στην Επιτροπή για τη δίωξη ενδεχόμενων παραβάσεων του άρθρου 7 της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ.

Η οδηγία 90/88/ΕΟΚ για την καταναλωτική πίστη αποτελεί το αντικείμενο προδικαστικού ζητήματος (C-208/98 Berliner Kindl Brauerei AG./. Siepert), σχετικά με το ερώτημα εάν η οδηγία εφαρμόζεται στις συμβάσεις εγγυήσεις.

2.15.3. Κατάσταση ανακοινώσεων των εθνικών μέτρων εκτέλεσης των εφαρμοστέων οδηγιών στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών

Από τις δώδεκα οδηγίες που αποτελούν το αντικείμενο του παρόντος κεφαλαίου οι έντεκα έχουν μεταφερθεί από όλα τα κράτη μέλη. Μόνο η οδηγία 94/47/ΕΚ δεν έχει ακόμη μεταφερθεί από πέντε κράτη μέλη.

2.16. ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Όσον αφορά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στο προσωπικό των Κοινοτήτων, οι διαδικασίες λόγω παράβασης που κίνησε η Επιτροπή αφορούν την τήρηση από τα κράτη μέλη του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Κοινοτήτων και τη μη εφαρμογή των εθνικών διατάξεων που απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων.

Στις 13 Σεπτεμβρίου 1996 εστάλη στις ιταλικές αρχές αιτιολογημένη γνώμη για μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 12 περίπτωση β) του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Κοινοτήτων. Μετά τη χορήγηση στους μόνιμους και λοιπούς υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που δεν έχουν την ισπανική ιθαγένεια ενός εντύπου με το οποίο πρέπει να αποδεικνύουν τη νομιμότητα της διαμονής τους κατά την περίοδο υπηρεσίας στην Ισπανία, η Επιτροπή, πριν λάβει απόφαση σχετικά με τη συνέχεια αυτής της διαδικασίας λόγω παράβασης, θέλει να βεβαιωθεί ότι το έντυπο που εκδόθηκε ανταποκρίνεται, στην πράξη, στις ανησυχίες που εκφράσθηκαν στην αιτιολογημένη γνώμη.

Αν και το Δικαστήριο είχε διαπιστώσει, στις 17 Ιουλίου 1997 (υπόθεση C-52/96 Eπιτροπή κατά Βασιλείου της Ισπανίας) τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχει, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σε θέματα μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν έχει ακόμη θεσπίσει τις απαραίτητες εσωτερικές διατάξεις. Η διαδικασία λόγω παράβασης κατ' αυτού παραμένει συνεπώς ανοικτή.

Στον ίδιο τομέα, η Ελλάδα συμμορφώθηκε προς τις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και ενέκρινε τα εσωτερικά μέτρα που επιτρέπουν τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των μόνιμων και λοιπών υπαλλήλων στο κοινοτικό καθεστώς. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έθεσε στο αρχείο τη διαδικασία παράβασης που είχε κινηθεί κατ' αυτής.

2.17. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Σε ό,τι αφορά τα στατιστικά θέματα, οι υποχρεώσεις των κρατών μελών συνίστανται κυρίως στην παροχή, με καθορισμένη περιοδικότητα και σύμφωνα με προκαθορισμένο τύπο, αριθμητικών στοιχείων για συγκεκριμένους τομείς.

Δεν υπάρχουν σοβαρά προβλήματα ούτε ως προς την εφαρμογή των στατιστικών μεθόδων ούτε ως προς την τήρηση των προθεσμιών που προβλέπονται στην πραγματική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου που εφαρμόζεται άμεσα.

Ωστόσο, ως αποτέλεσμα της παράλειψης των ισπανικών και των γαλλικών αρχών να υποβάλουν μηνιαία στοιχεία για τις ποσότητες και τις μέσες τιμές των εκφορτώσεων αλιευτικών προϊόντων (κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1382/91 του Συμβουλίου) και ετήσια στατιστικά στοιχεία για τις αλιεύσεις (κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3880/91 του Συμβουλίου) οι διαδικασίες παράβασης που είχαν κινηθεί συνεχίσθηκαν το 1998.

Δεδομένου ότι οι γαλλικές και ισπανικές αρχές δεν τήρησαν την υπόσχεση να συμμορφωθούν με το κοινοτικό δίκαιο, η Επιτροπή κοινοποίησε μία αιτιολογημένη γνώμη στη Γαλλία και δύο στην Ισπανία.

Κατόπιν τούτου, η Γαλλία άρχισε να διαβιβάζει τα ζητούμενα στοιχεία. Η Επιτροπή τελικά μπόρεσε να θέσει στο αρχείο αυτή την υπόθεση, επειδή διαπιστώθηκε ότι η Γαλλία δημιούργησε ένα κατάλληλο σύστημα στατιστικής για να συμμορφωθεί με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1382/91.

Όσον αφορά τις δύο παραβάσεις της Ισπανίας, πρέπει να λεχθεί ότι οι ισπανικές αρχές κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε το σύστημα στατιστικής τους να συμμορφωθεί με τους δύο κανονισμούς για την αλιεία.

Πράγματι, οι ισπανικές αρχές άρχισαν να διαβιβάζουν τα ζητούμενα στοιχεία και έτσι απέστειλαν ένα "γενικό σχέδιο δράσης για τα στατιστικά στοιχεία της αλιείας στην Ισπανία". Η γενική εξέταση του συνόλου ήταν πολύ θετική. Το τέλος των εργασιών για την πλήρη εφαρμογή κατάλληλου συστήματος στατιστικής προβλέπεται για τις αρχές του επόμενου έτους. Σύμφωνα με τη σημερινή κατάσταση, μπορεί ωστόσο η υπόθεση να τεθεί στο αρχείο το 1999.

Όσον αφορά τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των κοινοτικών οδηγιών επισημαίνεται ότι, γενικά, οι περισσότερες καθυστερήσεις στη γνωστοποίηση των εθνικών μέτρων μεταφοράς συνδέονται με την εσωτερική θεσμική και διοικητική δομή των κρατών μελών.

Πολλά κράτη μέλη δεν είχαν ακόμη γνωστοποιήσει στην Επιτροπή τα εθνικά μέτρα μεταφοράς δύο οδηγιών, της οδηγίας 95/57/ΕΚ του Συμβουλίου, σχετικά με τη συλλογή στατιστικών στοιχείων στον τομέα του τουρισμού (έξι κράτη μέλη) και της οδηγίας 96/16/ΕΚ σχετικά με τις στατιστικές έρευνες που πρέπει να διενεργούνται στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (14 κράτη μέλη).

Οι ενέργειες της Επιτροπής έναντι των κρατών μελών για την τήρηση των προθεσμιών που προβλέπονται στις δύο οδηγίες υπήρξαν αποτελεσματικές.

Πράγματι, οι είκοσι περιπτώσεις παράβασης που κινήθηκαν το 1997 τέθηκαν στο αρχείο κατά τη διάρκεια του 1998, μετά τη γνωστοποίηση των εθνικών μέτρων μεταφοράς.

Η Γερμανία, η Ιταλία, η Πορτογαλία και το Ηνωμένο Βασίλειο για την οδηγία 95/57/ΕΚ, το Βέλγιο, η Δανία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, οι Κάτω Χώρες, η Πορτογαλία, η Φινλανδία, η Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο για την οδηγία 96/16/ΕΚ γνωστοποίησαν όλες τις χρήσιμες πληροφορίες (εθνικό νόμο ή διοικητική πράξη) βάσει των οποίων θα αποφασισθεί να τεθούν στο αρχείο οι περιπτώσεις παράβασης.

Αντίθετα, μόνο μετά την αποστολή από την Επιτροπή αιτιολογημένης γνώμης, η Γαλλία για την οδηγία 95/57/ΕΚ και η Ιρλανδία για τις δύο οδηγίες γνωστοποίησαν τα εθνικά μέτρα μεταφοράς.

Τέλος, μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα ότι η οδηγία 95/57/ΕΚ και η οδηγία 96/16/ΕΚ έχουν πλέον μεταφερθεί σε όλα τα κράτη μέλη.

(1) Bλέπε π.χ. την ΕΕ C 339 της 7.11.1998, σ. 31.

(2) Βλέπε την δέκατη τέταρτη ετήσια έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, ΕΕ C 332 της 3.11.1997, σ. 9.

(3) Ήτοι από 1000 έως 2000 φάκελοι.

(4) Εκτός για τις προειδοποιητικές επιστολές που βασίζονται στο άρθρο 171 της συνθήκης και αυτές που αφορούν τη μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων εκτέλεσης των οδηγιών.

(5) Βλέπε τη δεκάτη πέμπτη ετήσια έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, ΕΕ C 250 της 10.8.1998, σ. 10.

(6) ΕΕ C 26 της 1.2.1989, σ. 6.

(7) Βλέπε τη δέκατη τέταρτη έκθεση για την περιγραφή της ανακοίνωσης της 6ης Ιουλίου 1996 και της μεθόδου της 8ης Ιανουαρίου 1997.

(8) COM(1998) 296.

(9) Απόφαση αριθ. 889/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 126 της 28.4.1998, σ. 6).

(10) Απόφαση αριθ. 1496/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 196 της 14.7.1998, σ. 24).

(11) COM(1998) 197 της 30.3.1998.

(12) Απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, Συλλογή 1996 I, σ. 4661.

(13) Aπόφαση της 20ής Μαρτίου 1997, Συλλογή 1997 I, σ. 1711.

(14) Aπόφαση της 2ας Οκτωβρίου 1997, Συλλογή 1997 I, σ. 5325.

(15) Δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί.

(16) Απόφαση της 9ης Ιουλίου 1998, Συλλογή 1998 Ι, σ. 4281.

(17) Aπόφαση της 15ης Μαρτίου 1988, Συλλογή 1988 Ι, σ. 1637.

(18) Aπόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1992, Συλλογή 1992 Ι, σ. 425.

(19) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991, Συλλογή 1991 Ι, σ. 709.

(20) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991, Συλλογή 1991 Ι, σ. 659.

(21) Απόφαση της 23ης Μαρτίου 1995, Συλλογή 1995 Ι, σ. 499.

(22) Απόφαση της 22ας Μαρτίου 1994, Συλλογή 1994 Ι, σ. 923.

(23) Απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1995, Συλλογή 1995 Ι, σ. 4165.

(24) Aπόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1997, δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή.

(25) Απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1997, Συλλογή 1997 Ι, σ. 6959.

(26) COM(97) 619 της 18.11.1997.

(27) ΕΕ L 337 της 12.12.1998, σ. 8.

(28) Οδηγία 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών (ΕΕ L 204 της 21.7.1998, σ. 37)· αυτή η οδηγία κωδικοποιεί και καταργεί την οδηγία 83/189/ΕΟΚ και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις της, η οποία τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 1998 η οποία επεκτείνει τη διαδικασία πληροφόρησης στους κανόνες που αφορούν τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ L 217 της 5.8.1998, σ. 18).

(29) Οι στατιστικές σχετικά με τους κανονισμούς που κοινοποιήθηκαν το 1996 δημοσιεύονται στην ΕΕ C 311 της 11.10.1997.

(30) Οι στατιστικές σχετικά με κανονισμούς που κοινοποιήθηκαν το 1997 δημοσιεύονται ΕΕ C 281 της 10.9.1998. Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι ο υψηλός αριθμός των σχεδίων που ελήφθησαν το 1997 (900 σχέδια) εξηγείται από το γεγονός ότι οι ολλανδικές αρχές επιδόθηκαν σε μια προσπάθεια "επανόρθωσης" κατά τη διάρκεια της οποίας κοινοποίησαν στην Επιτροπή 230 κείμενα τα οποία είχαν θεσπίσει χωρίς να περάσουν από τη διαδικασία κοινοποίησης.

(31) Αριθμός σχετικά με τις κοινοποιήσεις για τις οποίες η προθεσμία ήταν μέχρι την 1η Μαρτίου 1999. Η προθεσμία για την έκδοση εμπεριστατωμένης γνώμης κατά των σχεδίων κανονισμών που κοινοποιήθηκαν το 1998 λήγει στις 31 Μαρτίου 1999.

(32) Αριθμός σχετικά με τις κοινοποιήσεις για τις οποίες η προθεσμία ήταν μέχρι την 1η Μαρτίου 1999. Η προθεσμία για τη διατύπωση εμπεριστατωμένης γνώμης κατά των σχεδίων κανονισμών που κοινοποιήθηκαν το 1998 λήγει στις 31 Μαρτίου 1999.

(33) Αριθμός σχετικά με τις κοινοποιήσεις για τις οποίες η προθεσμία ήταν μέχρι την 1η Μαρτίου 1999. Η προθεσμία για να ανακοινωθούν στα κράτη μέλη οι αιτήσεις αναβολής σε σχέση με τις κοινοποιήσεις του 1998 λήγει στις 31 Μαρτίου 1999.

(34) Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας της 2ας Μαΐου 1998.

(35) ΙP/98/311 της 1ης Απριλίου.

(36) Συλλογή 1996 Ι, σ. 3989.

(37) ΕΕ L 71 της 17.3.1980, σ. 1.

(38) ΕΕ L 188 της 20.7.1985, σ. 1.

(39) Aπόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1998, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή.

(40) Aπόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997, Συλλογή 1997 Ι, σ. 7351.

(41) Aπόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997, Συλλογή 1997 Ι, σ. 7337.

(42) Συλλογή 1998 Ι, σ. 5449.

(43) Συλλογή 1998 I, σ. 4695.

(44) ΕΕ L 249 της 3.10.1969, σ. 25.

(45) ΕΕ L 225 της 20.8.1990, σ. 1.

(46) Συλλογή 1998 Ι, σ. 823.

(47) Συλλογή 1993 I, σ. 1915.

(48) Συλλογή 1998 I, σ. 937.

(49) Συλλογή 1998 I, σ. 6491.

(50) ΕΕ L 145 της 13.6.1977, σ. 1.

(51) Βλέπε παράβαση.

(52) Συλλογή 1998 Ι, σ. 823.

(53) Συλλογή 1993 Ι, σ. 5405.

(54) Συλλογή 1993 Ι, σ. 588.

(55) ΕΕ L 8 της 11.1.1997, σ. 12.

(56) ΕΕ L 102 της 5.5.1995, σ. 18.

(57) ΕΕ L 170 της 9.7.1996, σ. 34.

(58) ΕΕ L 316 της 31.10.1992, σ. 21.

(59) ΕΕ L 316 της 31.10.1992, σ. 12.

(60) Ομοίως σ. 19.

(61) ΕΕ L 291 της 6.12.1995, σ. 40.

(62) ΕΕ L 216 της 12.9.1995, σ. 8· βλέπε 15η ετήσια έκθεση, σ. 52.

(63) Υπόθεση C-155/97, Επιτροπή κατά Βελγίου.

(64) ΕΕ L 301 της 5.11.1997, σ. 27· βλέπε 15η ετήσια έκθεση, σ. 53.

(65) Η οδηγία 98/59/ΕΚ, του Συμβουλίου, που αφορά τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ L 225, της 12.8.1998, σ. 16) κωδικοποιεί και καταργεί τις οδηγίες 75/129/ΕΟΚ και 92/56/ΕΟΚ. Οι οδηγίες του Συμβουλίου 97/74/ΕΚ (ευρωπαϊκή επιτροπή επιχείρησης), 97/75/ΕΚ (γονική άδεια), 98/23/ΕΚ (εργασία μερικής απασχόλησης) και 98/52/ΕΚ (βάρος της απόδειξης - διάκριση εξαιτίας του φύλου) πρέπει να μεταφερθούν αποκλειστικά από το Ηνωμένο Βασίλειο.

(66) COM(1998) 403 τελικό.

(67) COM(1998) 259 τελικό.

(68) Συλλογή 1995 Ι, σ. 1457.

(69) Συλλογή 1994 Ι, σ. 1593.

(70) Συλλογή 1998 Ι, σ. 5325.

(71) Συλλογή 1998 Ι, σ. 1095.

(72) Aπόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1998 στην υπόθεση C-15/96, Schöning, Συλλογή 1998 Ι, σ. 47.

(73) Συλλογή 1996 Ι, σ. 3207.

(74) Υπόθεση C-169/98.

(75) Υπόθεση C-34/98.

(76) Υπόθεση C-347/98.

(77) Συλλογή 1993 Ι, σ. 693.

(78) Υποθέσεις C-197/96, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1997 Ι, σ. 1489) και C-207/96, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή, 1997 Ι, σ. 6869).

(79) Υπόθεση C-457/98.

(80) Υπόθεση C-354/98.

(81) Υπόθεση C-438/98.

(82) Υπόθεση C-386/98.

(83) Υπόθεση C-385/98.

(84) Υπόθεση C-430/98 και C-12/99, αντίστοιχα.

(85) Οδηγίες 89/654/ΕΟΚ, 89/655/ΕΟΚ, 89/656/EΟΚ, 90/269/EΟΚ, 90/270/EΟΚ, 90/394/EΟΚ, 90/679/EΟΚ, 92/57/ΕΟΚ, 92/58/EΟΚ, 92/91/EΟΚ, 92/104/EΟΚ και 93/103/EΚ.

(86) Υπόθεση C-362/98, σχετικά με την οδηγία 93/103/ΕΚ του Συμβουλίου (εργασία στα αλιευτικά σκάφη).

(87) Υπόθεση C-364/97, Συλλογή 1998 Ι, σ. 6593.

(88) Υπόθεση C-410/97, Συλλογή 1998 Ι, σ. 6813.

(89) Οδηγίες 91/382/ΕΟΚ, 91/322/ΕΟΚ, 93/88/ΕΟΚ, 95/30/ΕΚ, 97/59/ΕΚ, 96/94/ΕΚ και 97/65/ΕΚ.

(90) ΕΕ L 204 της 21.7.1998.

(91) ΕΕ L 71 της 10.3.1998.

(92) Υπόθεση C-151/96 - Aπόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 12ης Ιουνίου 1997 - Επιτροπή κατά Ιρλανδίας - Συλλογή 1997 Ι, σ. 3327.

(93) Υπόθεση C-62/96 - Aπόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 27ης Νοεμβρίου 1997 - Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας - Συλλογή 1997 Ι, σ. 6725.

(94) Συνεκδικασθείσες υποθέσειs C-176/97 και C-177/97 - Aπόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 11ης Ιουνίου 1998 - Επιτροπή κατά Βελγίου και Λουξεμβούργου - Συλλογή 1998 Ι, σ. 3557.

(95) Πρόκειται για την οδηγία 98/61/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, για την τροποποίηση της οδηγίας 97/33/ΕΚ σε ό,τι αφορά τη φορητότητα των αριθμών και την προεπιλογή φορέα, η προθεσμία μεταφοράς της οποίας έληγε στις 31 Δεκεμβρίου 1998.

(96) COM(1998) 80 τελικό.

(97) COM(1998) 594 τελικό.

(98) COM(1996) 500 τελικό, 22 Οκτωβρίου 1996.

(99) COM(1998) 772 τελικό, 16 Δεκεμβρίου 1998.

(100) COM(1998) 333 τελικό.

(101) Σημεία 46 έως 48 της απόφασης.

(102) ΕΕ L 243 της 24.9.1996, σ. 31.

(103) ΕΕ L 296 της 21.11.1996, σ. 55.

(104) ΕΕ L 248 της 30.9.1996, σ. 1.

(105) ΕΕ L 236 της 18.9.1996, σ. 35.

(106) ΕΕ L 59 της 27.2.1998, σ. 1.

(107) ΕΕ L 223 της 13.8.1997, σ. 9.

(108) ΕΕ L 67 της 7.3.1998, σ. 29.

(109) ΕΕ L 343 της 13.12.1997, σ. 19.

(110) Τα άρθρα 69, 84 και 112 της πράξης προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας προβλέπουν μεταβατικά μέτρα για ορισμένα περιβαλλοντικά πρότυπα.

(111) Πρόταση της Επιτροπής COM(1997) 88, της 12ης Μαρτίου 1997, που θα αντικαταστήσει την οδηγία 93/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1993, σχετικά με την περιεκτικότητα ορισμένων υγρών καυσίμων σε θείο (ΕΕ L 74 της 27.3.1993, σ. 81).

(112) Πολλές τεχνικές προσαρμογές της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ.

(113) Η συνέχιση της επανεξέτασης αφορά διάφορες πτυχές της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ καθώς και την οδηγία 76/769/ΕΟΚ, του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν περιορισμούς κυκλοφορίας στην αγορά και χρήσεως μερικών επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων, όπως τροποποιήθηκε.

(114) Η ανακοίνωση χρονολογείται από τις 11 Δεκεμβρίου 1998 και τιτλοφορείται: "Ρήτρα επανεξέτασης - Τα πρότυπα για το περιβάλλον και την υγεία, τέσσερα ετη μετά την προσχώρηση της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση", COM(1998) 745 τελικό.

(115) Βασιλικό Διάταγμα της 23ης Δεκεμβρίου 1993 (προστασία του πληθυσμού και των εργαζομένων από τον κίνδυνο που οφείλεται στις ιοντίζουσες ακτινοβολίες)· διατάγματα της φλαμανδικής κυβέρνησης, της 4ης Φεβρουαρίου 1998 (εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων κατηγοριών εγκαταστάσεων που προκαλούν οχλήσεις· εργασίες και πράξεις διαφορετικές από των εγκαταστάσεων που πpοκαλούν οχλήσεις).

(116) Διάταγμα της κυβέρνησης της περιφέρειας Βρυξέλλες-Πρωτεύουσα· βλέπε επίσης τα διατάγματα της φλαμανδικής κυβέρνησης, της 4ης Φεβρουαρίου 1998, που προαναφέρθηκαν.

(117) Διατάγματα της φλαμανδικής κυβέρνησης, της 10ης Μαρτίου 1998.

(118) COM(96) 511 τελικό.

(119) Βλέπε ιδίως τα άρθρα 3 και 5 και το παράρτημα III της οδηγίας.

(120) Νομοθετικό διάταγμα 278/97 της 8ης Οκτωβρίου 1997.

(121) ΕΕ L 350 της 28.12. 1998 σ. 58.

(122) The Surface Waters (Dangerous Substances) (Classification) Regulations (Northern Ireland) 1998 (SR.1998 No. 397)· The Surface Waters (Dangerous Substances) (Classification) (Scotland) (No. 2) Regulations 1998 (SI 1998 No. 1344).

(123) ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 32.

(124) ΕΕ L 67 της 7.3.1998, σ. 29.

(125) Απόφαση της 26ης Ιουνίου 1997, υπόθεση C-329/96.

(126) Υπόθεση C-256/98.

(127) Απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1997, υπόθεση C-83/97.

(128) ΕΕ L 298 της 30.7.1996, σ. 1.

(129) ΕΕ L 236 της 18.9.1996, σ. 35.

(130) ΕΕ L 343 της 13.12.1997, σ. 19.

(131) ΕΕ L 305 της 16.11.1998, σ. 1.

(132) ΕΕ L 355 της 30.12.1998, σ. 1.

(133) ΕΕ L 123 της 24.4.1998, σ. 1.

(134) ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 13.

(135) ΕΕ C 139 της 4.5.1998, σ. 1.

(136) Κανονισμός του Μεγάλου Δούκα, της 17ης Απριλίου 1998, καθορίζων τις πληροφορίες που πρέπει να περιέχουν οι αιτήσεις έγκρισης σχεδίων σκόπιμης ελευθέρωσης των OGM και σχεδίων θέσης σε κυκλοφορία των OGM (Mémorial A της 28ης Απριλίου 1998, σ. 458).

(137) Gentechnik-Notfallverordnung, που δημοσιεύθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1997.

(138) ΕΕ C 156 της 24.5.1997, σ. 10.

(139) ΕΕ C 333 της 30.10.1998, σ. 15.

(140) Batterieverordnung, που δημοσιεύθηκε στις 2 Απριλίου 1998.

(141) ΕΕ L 1 της 5.1.1999, σ. 1.

(142) Αυτή η οδηγία αντικαταστάθηκε από την οδηγία 98/34/ΕΚ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών (ΕΕ L 204 της 21.7.1998, σ. 37).

(143) ΕΕ L 298 της 7.11.1998, σ. 19.

(144) Απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 1991, Επιτροπή κατά Ιταλίας, υπόθεση C-360/87, συλλογή 1991, σ. Ι-791, σημεία 30 και 31.

(145) Υπόθεση C-102/96· βλέπε 13η ετήσια έκθεση (1995).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ - ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ

Πίνακας 1.1

Μέσα ανίχνευσης των παραβάσεων

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Πίνακας 1.2

Φάκελοι υποβληθέντες προς εξέταση στην Επιτροπή μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1998, ανά έτος ανοίγματος

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

>PIC FILE= "C_1999354EL.007101.EPS">

1.3. ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΑΝΑ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ ΤΩΝ ΦΑΚΕΛΩΝ ΠΟΥ ΑΝΟΙΧΘΗΚΑΝ ΤΟ 1998

Πίνακας 1.3.1

Περιπτώσεις εντοπισθείσες αυτεπαγγέλτως το 1998, ανά κράτος μέλος

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

>PIC FILE= "C_1999354EL.007201.EPS">

Πίνακας 1.3.2

Καταγγελίες ληφθείσες το 1998, ανά κράτος μέλος

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

>PIC FILE= "C_1999354EL.007301.EPS">

Πίνακας 1.3.3

Φάκελοι ανοιχθέντες το 1998 λόγω μη ανακοίνωσης, ανά κράτος μέλος

(μη ανακοίνωση των μέτρων μεταφοράς των οδηγιών ή των τεχνικών προτύπων βάσει της οδηγίας 98/34/ΕΚ)

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

>PIC FILE= "C_1999354EL.007401.EPS">

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ - ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΑΝΑ ΣΤΑΔΙΟ, ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ, ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟΜΕΑ

Πίνακας 2.1

Παραβάσεις για τις οποίες κινήθηκε διαδικασία - ανά στάδιο και κράτος μέλος

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Πίνακας 2.2

Παραβάσεις για τις οποίες κινήθηκε διαδικασία - ανά κράτος μέλος, στάδιο και νομική βάση

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

>PIC FILE= "C_1999354EL.007801.EPS">

>PIC FILE= "C_1999354EL.007901.EPS">

>PIC FILE= "C_1999354EL.008001.EPS">

>PIC FILE= "C_1999354EL.008101.EPS">

Πίνακας 2.3

Ανοιχθέντες φάκελοι, κατάσταση της διαδικασίας στις 31.12.1998, ανά κράτος μέλος

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

>PIC FILE= "C_1999354EL.008301.EPS">

>PIC FILE= "C_1999354EL.008401.EPS">

>PIC FILE= "C_1999354EL.008501.EPS">

>PIC FILE= "C_1999354EL.008601.EPS">

Πίνακας 2.4

Ανοιχθέντες φάκελοι, κατάσταση στις 31.12.1998, ανά τομέα

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

>PIC FILE= "C_1999354EL.008801.EPS">

>PIC FILE= "C_1999354EL.008901.EPS">

>PIC FILE= "C_1999354EL.009001.EPS">

>PIC FILE= "C_1999354EL.009101.EPS">

Πίνακας 2.5

Αποφάσεις αρχειοθέτησης ληφθείσες το 1998

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

>PIC FILE= "C_1999354EL.009301.EPS">

>PIC FILE= "C_1999354EL.009401.EPS">

>PIC FILE= "C_1999354EL.009501.EPS">

Πίνακας 2.6

Αρχειοθετήσεις αποφασισθείσες: Eξέλιξη

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ, ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ

ΑΥΣΤΡΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/4512

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E073·

ΤΙΤΛΟΣ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΓΟΡΕΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ (ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΜΗ) ΤΩΝ ΜΗ ΥΠΗΚΟΩΝ

98/10/28: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΑΥΣΤΡΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/4372

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E073·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ - ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΔΙΑΜΟΝΗΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/05/29: SG(98) D/04257

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 98/2090

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E052· 157E073·

ΤΙΤΛΟΣ: ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ "SNTC"

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/12/18: SG(98) D/12024

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 98/2089

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E052· 157E073·

ΤΙΤΛΟΣ: ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ "DISTRIGAZ"

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/12/18: SG(98) D/12028

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/5075

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E073·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ - ΠΡΟΕΓΓΡΑΦΗ ΣΕ ΔΑΝΕΙΟ ΕΚΦΡΑΣΜΕΝΟ ΣΕ DEM

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/04/16: SG(97) D/2920

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 98/12/21

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-98/478

ΙΣΠΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/2154

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E052· 157E058· 157E073·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/10/16: SG(98) D/8696

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/2190

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E052· 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΑΞΙΩΝ ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/04/14: SG(97) D/02812

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 98/07/08

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-98/245

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/2209

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E052· 157E073·

ΤΙΤΛΟΣ: ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ - GOLDEN SHARE ELF-AQUITAINE

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/12/11: SG(98) D/11608

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/4535

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E073·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/04/07: SG(98) D/02935

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/2210

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E052· 157E073·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΕ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/08/10: SG(98) D/06985

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-99/058

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 91/2097

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E052· 157E058· 157E221·

ΤΙΤΛΟΣ: ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΕ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 95/05/29: SG(95) D/6717

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 98/10/14

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-98/367

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/4276

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030· 157E036·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΟΙΟΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΕΙΔΩΝ ΕΙΣΑΓΟΜΕΝΟΥ ΧΑΛΥΒΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/12/04: SG(98) D/11287

ΣΟΥΗΔΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/2188

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 393R2309·

ΤΙΤΛΟΣ: ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΑΡΙΘ. 2309/93

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/02/11: SG(98) D/01201

ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/2181

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E003· 157E005· 157E085·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΚΤΕΛΩΝΙΣΤΕΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 95/06/21: SG(95) D/7832

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 96/02/09

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-96/035

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 98/06/18

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/2313

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E086· 157E090· 157E169·

ΤΙΤΛΟΣ: ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΕΛΩΝ ΠΡΟΣΓΕΙΩΣΗΣ ΠΟΥ ΙΣΧΥΕΙ ΣΤΟ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ- BRUXELLES NATIONAL

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 97/04/23

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-97/155

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗΣ: 98/05/18

ΙΣΠΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 91/0755

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030· 157E034· 157E037· 157E048·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 91/0751

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030· 157E034· 157E037·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ + ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 91/0757

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030· 157E034· 157E037·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 91/0759

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030· 157E037·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 89/0030

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E171· 384D0508·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΥΠΕΡ ΤΗΣ IDEALSPUN/BEAULIEU

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 89/08/30: SG(89) D/11165

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 89/12/18

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-89/375

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 91/02/19

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 97/4182

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E051· 157E052· 157E059· 371R1408·

ΤΙΤΛΟΣ: ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΣΤΗΝ KUNSTLERSOZIALVERSICHERUNG

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/08/07: SG(98) D/06929

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/4125

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E006· 368R1612· 600J1696· 675J0048· 689J0357· 694J0245·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΕΠΙΔΟΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΚΑΡΤΑΣ ΔΙΑΜΟΝΗΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/05/23: SG(97) D/03956

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/4670

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 368R1612·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΡΝΗΣΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/06/23: SG(98) D/05016

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 98/2057

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E052· 368R1612·

ΤΙΤΛΟΣ: ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΜΕΘΟΡΙΑΚΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ ΕΚΠΤΩΣΕΩΝ ΓΙΑ ΠΟΛΥΜΕΛΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/12/04: SG(98) D/11289

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/4831

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E051· 157E235· 371R1408· 683J0275·

ΤΙΤΛΟΣ: ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΕΠΙ ΤΩΝ ΒΕΛΓΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/11/06: SG(97) D/09192

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 98/09/22

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-98/347

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/4042

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 371R1408·

ΤΙΤΛΟΣ: ΣΩΡΕΥΣΗ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ, ΜΙΑ ΕΚ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ

98/12/02: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/4041

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 371R1408·

ΤΙΤΛΟΣ: ΙΑΤΡΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΣΕ ΑΛΛΟ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/08/07: SG(97) D/06840

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 89/0457

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E007· 157E128· 157E171·

ΤΙΤΛΟΣ: ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΠΟΥΔΑΣΤΩΝ - ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΛΟΓΩ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 91/03/21: SG(91) D/5883

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 93/02/17

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-93/047

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 94/05/03

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΘΡ. 171 ΕΚ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 95/10/03: SG(95) D/12292

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΡΘΡ. 171 ΕΚ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/04/22: SG(98) D/03223

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 88/0072

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E238·

ΤΙΤΛΟΣ: ΦΟΡΟΙ ΕΙΣΠΡΑΤΤΟΜΕΝΟΙ ΣΕ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΔΙΑΜΟΝΗΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΥΠΗΚΟΟΟΥΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/03/04: SG(98) D/01895

98/12/02: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΔΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/4516

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E048· 686J0127· 693J0415·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΧΡΗΣΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ, ΙΔΙΩΣ ΓΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ, ΑΠΟ ΜΕΘΟΡΙΑΚΟ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/05/18: SG(98) D/03884

ΙΣΠΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 98/2059

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E052· 368R1612·

ΤΙΤΛΟΣ: ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΜΕΘΟΡΙΑΚΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ ΕΚΠΤΩΣΕΩΝ ΓΙΑ ΠΟΛΥΜΕΛΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/10/28: SG(98) D/09040

ΙΣΠΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/4628

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E048·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ - ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΛΟΓΩ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/11/17: SG(98) D/09628

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/4305

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E051· 371R1408·

ΤΙΤΛΟΣ: ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΑΜΟΝΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/07/16: SG(97) D/05734

98/12/02: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ: PV(98) 1411

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 97/4332

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E051· 371R1408·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΡΝΗΣΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΠΑΡΟΧΩΝ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/09/09: SG(98) D/07572

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/4558

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E051· 371R1408·

ΤΙΤΛΟΣ: ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΡΙΑΚΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/07/23: SG(97) D/06031

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 98/02/12

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-98/034

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/5152

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E0051·

ΤΙΤΛΟΣ: ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/07/16: SG(97) D/05732

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/4433

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E052· 368R1612·

ΤΙΤΛΟΣ: SNCF - ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΟΛΥΜΕΛΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/05/15: SG(98) D/03849

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/4403

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 368R1612· 696J0057· 697J0035·

ΤΙΤΛΟΣ: ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΘΟΡΙΑΚΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 95/07/28: SG(95) D/10329

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 97/01/24

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-97/035

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 98/09/24

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/4947

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E048· 157E051· 371R1408·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑΣ ΣΤΟΥΣ ΜΕΘΟΡΙΑΚΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/12/16: SG(97) D/10625

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 98/05/07

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-98/169

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/4801

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 371R1408· 690J0018· 693J0058· 694J0103·

ΤΙΤΛΟΣ: ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ - ΜΗ ΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/10/17: SG(97) D/08558

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 91/4957

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E048· 692J0419·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΕ ΑΛΛΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ - ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΫΠΗΡΕΣΙΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 95/05/18: SG(95) D/6530

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 96/06/04

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-96/187

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 98/03/12

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 90/4816

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E048· 157E171· 368R1612·

ΤΙΤΛΟΣ: ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΛΟΓΩ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 93/08/03: SG(93) D/13307

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 94/04/27

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-94/123

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 95/06/01

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΘΡ. 171 ΕΚ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/01/24: SG(97) D/00570

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 92/4760

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E048· 157E052· 157E059· 368R1612· 675J0032·

ΤΙΤΛΟΣ: ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΛΟΓΩ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ - ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΟΛΥΜΕΛΟΥΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 95/05/18: SG(95) D/6528

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 96/06/03

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-96/185

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 98/10/29

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 91/0583

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E048· 368R1612· 694J290·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ - ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΛΟΓΩ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 92/07/13: SG(92) D/9438

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 94/10/26

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-94/290

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 96/07/02

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΘΡ. 171 ΕΚ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/07/02: SG(98) D/05296

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΡΘΡ. 171 ΕΚ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/12/30: SG(98) D/12490

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/2208

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E005· 157E048· 368R1612·

ΤΙΤΛΟΣ: ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΛΕΚΤΟΡΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/05/16: SG(97) D/03767

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/4630

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E048·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΙΑΤΡΟΥ (BOLZANO) - ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΛΟΓΩ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/05/18: SG(98) D/03879

98/12/02: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ: PV(98) 1411

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 98/2058

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E052· 368R1612·

ΤΙΤΛΟΣ: ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΜΕΘΟΡΙΑΚΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ ΕΚΠΤΩΣΕΩΝ ΓΙΑ ΠΟΛΥΜΕΛΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/10/28: SG(98) D/09042

ΤΕΛΕΥ.ΑΠΟΦ.ΕΠΙΤ: 98/12/02: AΓ - P.M.: PV(98) 1411

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 91/0222

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E048· 368R1612· 693J047·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ - ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 92/07/14: SG(92) D/9481

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 93/12/17

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-93/473

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 96/07/02

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΘΡ. 171 ΕΚ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/12/17: SG(97) D/38454

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΡΘΡ. 171 ΕΚ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/07/13: SG(98) D/05711

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡΘΡ. 171 ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ:95/4045

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 357E048· 368R1612·

ΤΙΤΛΟΣ: ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ FVP (ΤΑΜΕΙΟ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/09/16: SG(98) D/07667

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/4738

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E048·

ΤΙΤΛΟΣ: ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΠΕΛΑΣΗΣ ΤΟΥ ΜΗ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/06/09: SG(98) D/4503

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 92/2247

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E048· 368R1612·

ΤΙΤΛΟΣ: ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΛΟΓΩ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ - ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 95/11/14: SG(95) D/14062

98/12/02: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΓΕΩΡΓΙΑ

ΙΣΠΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 97/2227

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 392R3950· 393R536·

ΤΙΤΛΟΣ: ΚΑΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΣΕΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/05/07: SG(98) D/03614

ΙΣΠΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 97/2117

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E005· 392D0562· 394D0381· 394D0382· 396D0449·

ΤΙΤΛΟΣ: ΡΥΘΜΙΣΗ ΣΕΒ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/02/03: SG(98) D/00967

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/4430

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 389R1576·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΩΛΗΣΗ ΑΛΚΟΟΛΟΥΧΩΝ ΠΟΤΩΝ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΕΝΔΕΙΞΗ "WHISKY"

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/05/02: SG(97) D/3504

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/4466

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΜΠΟΔΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΙΣΠΑΝΙΚΗΣ ΦΡΑΟΥΛΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 95/05/05: SG(95) D/5798

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 95/08/04

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-95/265

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 97/12/09

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/4951

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 392R3479· 395R1067·

ΤΙΤΛΟΣ: ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΩΝ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΑ ΑΚΑΤΕΡΓΑΣΤΑ ΚΑΠΝΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/06/11: SG(98) D/04593

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 97/2228

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): ΟΥΔΕΝ·

ΤΙΤΛΟΣ: ΚΑΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΣΕΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/05/04: SG(98) D/03510

ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/2073

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E005· 157E052· 389R2299· 392R2407· 392R2408· 392R2409·

ΤΙΤΛΟΣ: ΣΥΝΑΨΗ ΣΥΜΦΩΝΙΩΝ "OPEN SKY" ΜΕ ΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/03/16: SG(98) D/02185

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 98/12/18

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-98/476

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/2125

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E052· 392R2407·

ΤΙΤΛΟΣ: ΣΥΝΑΨΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ "OPEN SKY" ΜΕ ΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/03/16: SG(98) D/02191

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 98/12/18

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-98/466

ΙΣΠΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/2163

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 392R2408·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΑ ΤΕΛΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ ΠΟΥ ΕΙΣΑΓΟΥΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/12/14: SG(98) D/11702

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/4037

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E007· 157E059· 392R2408·

ΤΙΤΛΟΣ: ΤΕΛΗ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/06/11: SG(98) D/04595

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/2161

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 392R2408·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΑ ΤΕΛΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ ΠΟΥ ΕΙΣΑΓΟΥΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/07/02: SG(98) D/05255

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/2162

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 392R2408·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΑ ΤΕΛΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ ΠΟΥ ΕΙΣΑΓΟΥΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/12/14: SG(98) D/11700

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/2165

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 392R2408·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΑ ΤΕΛΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ ΠΟΥ ΕΙΣΑΓΟΥΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/12/14: SG(98) D/11690

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/2164

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 392R2408·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΑ ΤΕΛΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ ΠΟΥ ΕΙΣΑΓΟΥΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/06/30: SG(98) D/05145

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/4653

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E0006· 157E0059· 392R2408·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΝΕΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΕΠΙΒΑΤΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/06/23: SG(98) D/05024

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/2101

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 386R4055·

ΤΙΤΛΟΣ: ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟ ΝΑΥΛΩΝ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 95/12/21: SG(95) D/16798

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 97/05/05

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-97/176

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 98/06/11

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

98/12/02: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/2161ΒΕΛΓΙΟ

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 386R4055·

ΤΙΤΛΟΣ: ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΧΩΡΕΣ CMEAOC

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/06/16: SG(97) D/04503

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 98/05/25

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-98/201

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 91/0600

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 386R4055·

ΤΙΤΛΟΣ: ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΕΤΑΙ ΣΕ ΣΥΜΦΩΝΙΑ UEBL-TOΓΚO

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 93/10/11: SG(93) D/1634

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 98/05/08

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-98/171

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 91/0601

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 386R4055·

ΤΙΤΛΟΣ: ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟ ΝΑΥΛΩΝ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΕΤΑΙ ΣΕ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΒΕΛΓΙΟΥ-ZAΪΡ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 93/10/11: SG(93) D/16346

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 98/05/08

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-98/170

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 90/0354

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E007· 157E048· 157E052· 157E058·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΠΛΟΙΑ - ΣΗΜΑΙΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 93/06/04: SG(93) D/9153

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΙΣΠΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/2100

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 386R4055·

ΤΙΤΛΟΣ: ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟ ΝΑΥΛΩΝ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 95/12/06: SG(95) D/15599

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 97/06/27

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-97/238

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΙΣΠΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 91/0469

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 386R4055·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΣΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΙΣΠΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΓΚΑΜΠΟΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 94/01/19: SG(94) D/7

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/2168

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E052·

ΤΙΤΛΟΣ: ΟΡΟΙ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/12/14: SG(98) D/11714

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/2198

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 392R3577·

ΤΙΤΛΟΣ: ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΕΝΔΟΜΕΤΑΦΟΡΕΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/04/25: SG(97) D/3208

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/2014

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 386R4055·

ΤΙΤΛΟΣ: ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ - ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΑΝΤΙΘΕΤΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 4055/86

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/04/06: SG(98) D/02867

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 90/0356

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E005· 157E007· 157E048· 157E052· 157E221·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΠΛΟΙΑ - ΣΗΜΑΙΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 93/07/27: SG(93) D/12698

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 96/03/07

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-96/062

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 97/11/27

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΘΡ. 171 ΕΚ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/09/24: SG(98) D/07968

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 90/0357

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E005· 157E007· 157E048· 157E052· 157E058· 157E171·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΠΛΟΙΑ - ΣΗΜΑΙΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 93/06/18: SG(93) D/10001

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 96/05/06

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-96/151

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 97/06/12

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΘΡ. 171 ΕΚ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/09/23: SG(98) D/07925

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 97/4482

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 386R4055·

ΤΙΤΛΟΣ: ΤΕΛΟΣ ΕΠΙΒΙΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΒΙΒΑΣΗΣ ΕΠΙΒΑΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/12/14: SG(98) D/11696

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/2197

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 392R3577·

ΤΙΤΛΟΣ: ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΕΝΔΟΜΕΤΑΦΟΡΕΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/03/11: SG(97) D/1926

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/2105

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 386R4055·

ΤΙΤΛΟΣ: ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟ ΝΑΥΛΩΝ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 95/12/21: SG(95) D/16796

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/2165

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 386R4055·

ΤΙΤΛΟΣ: ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΧΩΡΕΣ CMEAOC

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/10/31: SG(97) D/08968

98/10/07: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 91/2148

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E007· 157E048· 157E052· 157E058· 157E221·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΠΛΟΙΑ - ΟΡΟΙ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 93/06/30: SG(93) D/10928

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/2162

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 386R4055·

ΤΙΤΛΟΣ: ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΧΩΡΕΣ CMEAOC

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/07/29: SG(97) D/06336

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 98/05/24

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-98/202

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/2102

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 386R4055·

ΤΙΤΛΟΣ: ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟ ΝΑΥΛΩΝ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 95/12/21: SG(95) D/16800

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 97/05/05

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-97/177

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 98/06/11

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

98/12/02: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 90/0358

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E005· 157E007· 157E048· 157E052· 157E058· 157E221·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΠΛΟΙΑ - ΣΗΜΑΙΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 93/06/30: SG(93) D/10930

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/2163

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 386R4055·

ΤΙΤΛΟΣ: ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΧΩΡΕΣ CMEAOC

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/06/06: SG(97) D/04244

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 98/02/27

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-98/062

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/2164

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 386R4055·

ΤΙΤΛΟΣ: ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟ ΝΑΥΛΩΝ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/06/06: SG(97) D/04240

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 98/03/27

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-98/084

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/2040

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 394R2978·

ΤΙΤΛΟΣ: ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ - ΜΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ 2978/94

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/02/07: SG(97) D/00945

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

ΙΣΠΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/2297

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 165FPRI· 165FPRO·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΔΕΙΑ ΔΙΑΜΟΝΗΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 96/09/13: SG(96) D/08014

ΙΣΠΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 91/2315

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 368R0259·

ΤΙΤΛΟΣ: ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 93/12/13: SG(93) D/20161

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 96/01/21

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-96/052

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 97/07/17

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/2139

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 368R0259·

ΤΙΤΛΟΣ: ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 95/08/14: SG(95) A/10881

98/10/07: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 97/2165

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 392R0880·

ΤΙΤΛΟΣ: ΚΑΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ 880/92

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/08/06: SG(98) D/06865

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/2151

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 393R1836·

ΤΙΤΛΟΣ: ΜΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ 1836/93.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/08/06: SG(98) D/06873

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΤΕΛΕΥ.ΑΠΟΦ.ΕΠΙΤ: 98/12/02: ΠΡΟΣΦΥΓΗ: PV(98) 1411

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/4663

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 382R3626· 397R0338·

ΤΙΤΛΟΣ: CITES - ΑΘΗΝΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/05/06: SG(98) D/03579

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/2153

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 393R1836·

ΤΙΤΛΟΣ: ΚΑΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ 1836/93

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/06/23: SG(98) D/05026

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΑΛΙΕΙΑ

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 90/0248

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E007· 157E034· 157E048· 157E052· 157E058· 381R3796· 383R0170·

ΤΙΤΛΟΣ: ΟΡΟΙ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ Η/ΚΑΙ ΝΗΟΛΟΓΗΣΗΣ ΑΛΙΕΥΤΙΚΩΝ ΣΚΑΦΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 93/03/23: SG(93) D/4629

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΔΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/2219

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 383R0170· 387R2241· 389R4047·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ (1990)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/07/24: SG(98) D/06263

ΙΣΠΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 88/0356

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 382R2057· 387R2241·

ΤΙΤΛΟΣ: ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ - ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ ΑΛΙΕΥΤΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 89/11/20: SG(89) D/14536

98/12/02: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΙΣΠΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 92/2256

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 383R0170· 387R2241· 389R4047·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/07/08: SG(97) D/05307

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 90/0418

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 383R0170· 387R2241· 387R3977·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ - ΥΠΕΡΑΛΙΕΥΣΗ 1988

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 92/09/29: SG(92) D/12966

ΤΕΛΕΥ.ΑΠΟΦ.ΕΠΙΤ: 98/12/02: ΠΡΟΣΦΥΓΗ - ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΜΕΛΛΗΤΙ: PV(98) 1411

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 84/0445

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E171· 382R2057· 383R0171·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΛΙΕΙΑ ΚΑΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΤΗΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 86/11/18: SG(86) D/13614

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 88/02/29

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-88/064

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 91/06/11

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΘΡ. 171 ΕΚ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 93/10/11: SG(93) D/16336

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΡΘΡ. 171 ΕΚ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 96/04/17: SG(96) D/03959

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 92/2258

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 383R0170· 387R2241· 389R4047·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/06/04: SG(97) D/04238

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 90/0328

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E007· 157E048· 157E052· 157E058· 157E171· 157E221· 383R0170·

ΤΙΤΛΟΣ: ΟΡΟΙ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ Η/ΚΑΙ ΝΗΟΛΟΓΗΣΗΣ ΑΛΙΕΥΤΙΚΩΝ ΣΚΑΦΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 93/07/27: SG(93) D/12698

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 96/03/07

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-96/062

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 97/11/27

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΘΡ. 171 ΕΚ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/09/24: SG(98) D/07968

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 90/0332

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E007· 157E048· 157E052· 157E058· 157E221· 383R0170·

ΤΙΤΛΟΣ: ΟΡΟΙ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ Η/ΚΑΙ ΝΗΟΛΟΓΗΣΗΣ ΑΛΙΕΥΤΙΚΩΝ ΣΚΑΦΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 93/03/11: SG(93) D/3851

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 89/2109

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E007· 157E030· 157E034· 157E052·

ΤΙΤΛΟΣ: ΟΡΟΙ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ Η/ΚΑΙ ΝΗΟΛΟΓΗΣΗΣ ΑΛΙΕΥΤΙΚΩΝ ΣΚΑΦΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/10/30: SG(98) D/09144

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 92/4211

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E007· 157E052· 383R0173·

ΤΙΤΛΟΣ: ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΑΛΙΕΥΤΙΚΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΣΕΩΝ ΤΟ 1992

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/01/14: SG(98) D/00277

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 91/0637

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 383R0170· 387R2241· 387R3977· 388R4194·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ - ΥΠΕΡΑΛΙΕΥΣΗ 1988

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 96/04/17: SG(96) D/3961

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1997

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 87/0398

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 382R2057· 383R0170· 385R3721· 385R3732·

ΤΙΤΛΟΣ: ΥΠΕΡΑΛΙΕΥΣΗ 1985-1986

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 89/02/09: SG(89) D/1749

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/2033

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E006· 157E008·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΖΩΝΕΣ ΤΟΥ ΦΙΝΛΑΝΔΙΚΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ Η ΟΠΟΙΑ ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΔΑΠΟΥΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/12/30: SG(98) D/12494

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/4523

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΓΕΦΥΡΑ ΣΤΟΝ ΙΣΘΜΟ ΤΗΣ MESSINA - ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΝΑΤΕΘΕΙΣΑ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/10/24: SG(97) D/08732

98/12/02: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/4170

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΒΙΤΑΜΙΝΟΥΧΩΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/12/30: SG(98) D/12510

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/4521

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ - ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΩΝ ΣΕ ΑΛΛΟ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/04/07: SG(98) D/02900

98/12/02: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 91/4782

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΛΙΚΕΡ ΑΥΓΩΝ "ADVOCAAT" - ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗΣ ΣΤΗ ΣΗΜΑΝΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΒΗΤΑ-ΚΑΡΟΤΙΝΗΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 96/07/10: SG(96) D/06268

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΑΥΣΤΡΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/4270

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΑΛΑΜΙΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/05/29: SG(98) D/04259

ΑΥΣΤΡΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/2153

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E30· 157E37·

ΤΙΤΛΟΣ: ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ ΚΑΤΕΡΓΑΣΜΕΝΩΝ ΚΑΠΝΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/05/21

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/4808

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/12/18: SG(98) D/12026

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/2037

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΣΗΜΑΝΣΗ ΤΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/02/04: SG(98) D/00965

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 91/2245

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030· 157E031· 157E032· 157E033· 157E034· 157E035· 157E036·

ΤΙΤΛΟΣ: ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΥΠΕΡΕΛΑΦΡΩΝ ΑΕΡΟΣΚΑΦΩΝ ΜΕ ΚΙΝΗΤΗΡΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/03/23: SG(98) D/02363

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 82/0316

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΡΝΗΣΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΟΔΕΪΝΗΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 83/09/19: SG(83) D/11374

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΙΣΠΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/4849

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΩΛΗΣΗ ΜΗ ΣΥΣΚΕΥΑΣΜΕΝΟΥ ΤΕΪΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/07/07: SG(97) D/05199

ΙΣΠΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/2226

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030· 157E036·

ΤΙΤΛΟΣ: ΡΥΘΜΙΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/07/29: SG(98) D/06507

ΙΣΠΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/4198

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030· 157E036· 157E171·

ΤΙΤΛΟΣ: ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΟΧΗΜΑΤΟΣ - ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/12/03: SG(97) D/10049

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 97/4419

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΥΔΑΤΩΝ ΓΙΑ ΠΙΣΙΝΕΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/11/23: SG598) D/10966

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 97/4239

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ ΥΠΟ ΔΙΑΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ-ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΣΧΕΔΙΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΤΕΛΩΝ (ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΗ)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/07/24: SG(98) D/06273

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 99/02/02

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-99/023

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/4209

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΡΝΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΥ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΠΛΟΪΜΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΟ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/06/18: SG(98) D/04934

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/2175

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΚΑΟΥΤΣΟΥΚ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΕ ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΡΟΦΙΜΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/12/03: SG(97) D/10079

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/2176

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΣΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/03/27: SG(98) D/02456

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 92/4438

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΛΚΟΟΛΟΥΧΑ ΠΟΤΑ ΜΕ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΕ ΑΛΚΟΟΛΗ ΑΝΩΤΕΡΗ ΤΟΥ 250 ΑΝΑ ΟΓΚΟ· ΕΙΣΦΟΡΑ, ΣΗΜΑΝΣΗ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/07/07: SG(97) D/05215

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 98/09/01

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-98/326

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/2067

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/10/26: SG(98) D/08993

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/2150

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030· 157E036·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΝΖΥΜΑΤΟΥΧΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΣΕ ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΤΡΟΦΙΜΑ ΚΑΙ ΠΟΤΑ ΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/05/15: SG(98) D/03853

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/2201

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030· 157E036·

ΤΙΤΛΟΣ: ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ - ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΗΡΙΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/08/10: SG(98) D/06961

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/2222

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030· 157E036·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΣΥΚΩΤΙ ΦΟΥΑ ΓΚΡΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 94/10/14: SG(94) D/14519

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 96/05/31

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-96/184

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 98/10/22

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/4226

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030· 157E036·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΨΗΣΤΑΡΙΑΣ RECTELLA

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/05/19: SG(98) D/03925

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 85/0269

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΡΝΗΣΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΔΕΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΟΔΕΪΝΗΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 87/11/12: SG(87) D/13711

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 91/0555

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΣΦΡΑΓΙΔΑΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΑΠΟ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΜΕΤΑΛΛΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 96/07/10: SG(96) D/06266

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 91/0562

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030· 157E036·

ΤΙΤΛΟΣ: ΡΥΘΜΙΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΖΥΜΑΡΙΚΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/07/29: SG(98) D/06501

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/4580

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΤΙΜΕΣ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/09/23: SG(97) D/07834

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/4609

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΑ ΔΙΑΙΤΗΤΗΤΙΚΩΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/08/31: SG(98) D/07391

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 92/2222

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/06/17: SG(97) D/04572

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 98/11/06

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-98/398

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 92/2085

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΕΧΝΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΜΕΤΑΛΛΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 96/11/11: SG(96) D/09650

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 99/02/05

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-99/030

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 89/0335

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΡΥΘΜΙΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΙΜΕΣ ΤΩΝ ΚΑΠΝΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 90/07/12: SG(90) D/24400

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 97/4579

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΓΙΑ ΑΘΛΗΤΕΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/12/18: SG(98) D/12016

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/2314

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΣΟΚΟΛΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΣΟΚΟΛΑΤΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/07/29: SG(98) D/06503

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/2243

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΣΤΑΘΜΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/03/23: SG(98) D/02377

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/4698

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030· 157E036·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΑ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΓΙΑ ΑΘΛΗΤΕΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 96/09/04: SG(96) D/07694

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 92/2116

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΕΧΝΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΜΕΤΑΛΛΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 96/03/08: SG(96) D/02953

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/4146

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030· 157E171·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΥΠΟΥ ΚΑΙ ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΟΧΗΜΑΤΟΣ (ΔΙΑΤΑΞΗ ΖΕΥΞΗΣ)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/04/07: SG(98) D/02937

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 91/4303

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΥΛΙΚΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 93/06/18: SG(93) D/10007

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/4883

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030· 157E036·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΜΗ ΑΛΚΟΟΛΟΥΧΩΝ ΠΟΤΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/09/23: SG(97) D/07828

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/4248

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030· 157E036· 157E171·

ΤΙΤΛΟΣ: ΤΙΜΕΣ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/09/09: SG(98) D/07570

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 90/0397

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΜΠΟΡΙΑ ΑΡΤΟΥ ΟΛΙΚΗΣ ΑΛΕΣΕΩΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 91/03/18: SG(91) D/5566

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 97/2060

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ 24.5.96 ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΜΙΚΡΟΔΙΑΤΡΟΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΣΤΑ ΤΡΟΦΙΜΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/08/31: SG(987) D/07383

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/5125

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·157E036·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΒΙΤΑΜΙΝΟΥΧΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/09/23: SG(97) D/07832

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/4810

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030· 157E036· 157E171·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΒΙΤΑΜΙΝΟΥΧΑΣ ΜΑΡΓΑΡΙΝΗΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/08/31: SG(98) D/07377

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/4075

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030· 157E036·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΕΝΩΝ ΜΕ ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ ΚΑΙ ΣΙΔΗΡΟ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/09/23: SG(97) D/07824

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 92/2082

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΕΧΝΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΜΕΤΑΛΛΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/02/24: SG(97) D/01372

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 82/0320

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΡΝΗΣΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΔΕΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΟΔΕΪΝΗΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 83/09/06: SG(83) D/10910

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 89/0034

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΔΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΑ ΕΥΡΕΣΙΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 89/08/28: SG(89) D/11009

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 90/01/31

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-90/030

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 92/02/18

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/4631

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΦΥΤΟΦΑΡΜΑΚΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/09/22: SG(97) D/07778

98/12/02: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΣΟΥΗΔΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/4466

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΒΥΤΙΟΦΟΡΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/08/31: SG(98) D/07385

ΣΟΥΗΔΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/4665

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E030·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΔΕΞΑΜΕΝΩΝ ΠΙΕΣΗΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/06/11: SG(98) D/04601

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/4509

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E052· 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΠΟΣΑΠΑΣΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΟΜΑΔΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/12/22: SG(98) D/12233

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/4563

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/08/07: SG(98) D/06915

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/4441

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E006· 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΓΩΓΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ - ΠΟΣΑ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ ΑΠΟ ΜΗ ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/07/08: SG(98) D/05439

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 92/4643

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΘΥΓΑΤΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/11/12: SG(97) D/09388

ΑΥΣΤΡΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/4150

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΜΗ ΤΩΝ ΜΙΣΘΩΝ ΤΩΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΕΝΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/05/25: SG(98) D/04040

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/2248

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E006· 157E048· 157E052· 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΙΣΠΡΑΞΗ, ΑΠΟ ΤΗ ΒΕΛΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ, ΤΕΛΟΥΣ ΠΟΥ ΕΙΣΑΓΕΙ ΔΙΚΡΙΣΕΙΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/11/23: SG(98) D/10968

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/2105

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E048· 157E052· 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/06/10: SG(97) D/04325

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 98/09/29

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-98/355

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/4687

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΩΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΕ ΜΗ ΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/09/09: SG(98) D/07562

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/7018

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E228·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΡΝΗΣΗ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΩΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/06/12: SG(97) D/04413

98/12/02: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/4878

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E057·

ΤΙΤΛΟΣ: ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΝΩΣΕΙΣ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΟΥ ΣΚΟΠΟΥ (ASBL) - ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΕΝΟΣ ΒΕΛΓΟΥ ΕΤΑΙΡΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/06/19: SG(97) D/04618

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 98/05/08

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-98/172

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/4136

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ - ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/06/19: SG(97) D/04620

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 98/05/28

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-98/203

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/4042

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΠΙΒΟΛΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/03/23: SG(98) D/02371

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 89/5019

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΑΓΑΘΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/03/23: SG(98) D/02369

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 90/2171

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΛΗΡΩΜΗ ΕΝΣΗΜΩΝ ΠΙΣΤΟΤΗΤΑΣ Η ΚΑΚΟΚΑΙΡΙΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/03/23: SG(98) D/02365

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΙΣΠΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/2181

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E06· 157E220·

ΤΙΤΛΟΣ: CAUTIO JUDICATUM SOLVI ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/07/08: SG(98) D/05483

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΙΣΠΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 92/5178

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E048· 157E052· 157E059· 157E073·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ - ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΙΣΠΑΝΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/01/27: SG(98) D/00745

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΙΣΠΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/4103

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E048· 157E052· 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 96/06/11: SG(96) D/05299

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 97/03/19

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-97/114

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 98/10/29

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 97/4423

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E52· 157E59·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΘΕΑΜΑΤΩΝ ΤΣΙΡΚΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/10/14: SG(98) D/08561

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/4879

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E052·

ΤΙΤΛΟΣ: ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΩΣ ΟΠΛΟΠΟΙΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/08/10: SG(98) D/06959

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/5128

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΑ ΜΟΝΤΕΛΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/03/05: SG(98) D/01925

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/4272

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΦΙΑΛΕΣ ΧΛΩΡΙΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/09/30: SG(98) D/08170

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/2262

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E052· 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΓΡΑΦΕΙΩΝ ΕΥΡΕΣΕΩΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/08/06: SG(98) D/06869

98/12/02: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/4719

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΤΥΧΕΡΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ - GAMING AND LOTTERIES ACT 1956

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/02/03: SG(98) D/00896

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/2068

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E048· 157E052· 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΠΟΥ ΕΙΣΑΓΟΥΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/07/08: SG(98) D/05443

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 97/4114

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E06· 157E52· 157E59·

ΤΙΤΛΟΣ: ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΙΣΑΓΟΥΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙΣΕΣ ΣΕ ΓΕΡΜΑΝΟ ΠΟΛΙΤΗ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/10/02: SG(98) D/08219

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/2246

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΕΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/05/18: SG(98) D/03872

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/5095

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E052· 157E059· 157E171·

ΤΙΤΛΟΣ: ΙΤΑΛΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΜΠΟΡΟΠΑΝΗΓΥΡΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΘΕΣΕΙΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/05/18: SG(98) D/03868

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 91/2236

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E059· 157E73·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΙΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΜΟΙΒΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΥΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/05/05: SG(97) D/3561

98/10/28: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/2300

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E006· 157E052· 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΟΔΙΚΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/07/14: SG(97) D/05637

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/2146

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΉ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 96/03/12: SG(96) D/2996

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 98/10/05

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-98/358

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 92/4468

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ ΕΥΡΕΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/04/15: SG(98) D/03073

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/4906

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΕΚΛΟΓΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΣΤΙΣ Κ.Χ. ΓΙΑ ΑΙΤΗΣΗ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΟΣ ΕΥΡΕΣΙΤΕΧΝΙΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/08/31: SG(98) D/07379

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/2245

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E006· 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΛΟΓΩ ΙΑΘΑΓΕΝΕΙΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/05/18: SG(98) D/03880

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/5030

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E048· 157E052· 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/06/19: SG(97) D/04622

98/10/07: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 92/4835

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E005· 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ. ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/09/22: SG(97) D/07776

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/4302

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E052· 157E057·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΡΝΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΣΤΟ ΜΗΤΡΩΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΤΗΣ ΛΙΕΓΗΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/08/06: SG(98) D/06867

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΙΣΠΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 90/0388

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E005· 157E048· 157E052· 157E059· 157E171·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 91/10/14: SG(91) D/18934

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 92/10/01

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-92/375

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 94/03/22

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/2278

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E171· 380D1186· 386D0283· 391D0482·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΣΤΑ ΥΠΕΡΠΟΝΤΙΑ ΕΔΑΦΗ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/06/16: SG(98) D/04599

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/4441

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E059· 157E171·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΟΡΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟ. ΥΠΟΒΡΥΧΙΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/12/02: SG(98) D/11233

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/2082

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E052·

ΤΙΤΛΟΣ: ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/05/15: SG(98) D/03845

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/4448

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΕΣ - ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΤΩΝ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/08/10: SG(98) D/06963

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 89/0645

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E005· 157E048· 157E052· 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΟΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΟΥ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 96/09/24: SG(96) D/08327

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 98/07/13

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-98/252

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 85/0499

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E171· 380D1186· 386D0283· 391D0482·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΣΤΑ ΥΠΕΡΠΟΝΤΙΑ ΕΔΑΦΗ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 87/05/27: SG(87) D/6705

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 88/09/23

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-88/263

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 90/12/12

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΘΡ. 171 ΕΚ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 92/06/05: SG(92) D/7477

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΡΘΡ. 171 ΕΚ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 95/11/16: SG(95) D/14163

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 86/0432

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E059· 157E171·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 88/05/02: SG(88) D/5345

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 89/04/28

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-89/154

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 91/02/26

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΘΡ. 171 ΕΚ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 92/05/18: SG(92) D/6574

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΡΘΡ. 171 ΕΚ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 95/11/28: SG(95) D/14850

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/5108

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E052· 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΞΕΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΕ ΤΙΤΛΟΥΣ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΣΧΟΛΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/06/17: SG(97) D/04533

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 89/0165

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E052· 157E059· 157E171·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΣΧΟΛΩΝ.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 90/01/22: SG(90) D/0906

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 90/10/24

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-90/328

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 92/01/30

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΘΡ. 171 ΕΚ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 96/04/08: SG(96) D/03658

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΡΘΡ. 171 ΕΚ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/09/17: SG(97) D/07679

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/2003

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E059· 157E060· 157E171·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΣΤΟΥΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ ΑΛΛΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΝΑ ΑΝΟΙΞΟΥΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/10/08: SG(98) D/08362

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 87/0071

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E059· 157E171·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΠΟΥ ΠΑΡΕΝΟΧΛΟΥΝ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 88/04/20: SG(88) D/4748

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 89/05/25

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-89/180

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 91/02/26

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΘΡ. 171 ΕΚ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 95/07/05: SG(95) D/08643

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 91/0237

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E048· 157E052· 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΠΟ ΞΕΝΑΓΟΥΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/08/07: SG(97) D/06836

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/2249

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): ΟΥΔΕΝ·

ΤΙΤΛΟΣ: ΜΗ ΚΥΡΩΣΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΑΠΟΔΟΣΕΩΝ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΒΕΡΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/12/02: SG(98) D/11231

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 97/2047

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): ΟΥΔΕΝ·

ΤΙΤΛΟΣ: ΜΗ ΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ (1971) ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΒΕΡΝΗΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/12/17: SG(98) D/11884

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 97/2048

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): ΟΥΔΕΝ·

ΤΙΤΛΟΣ: ΜΗ ΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/12/17: SG(98) D/11894

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/4337

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E30· 157E36· 157E59·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΩΛΗΣΗ CD

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/10/15: SG(98) D/8623

ΙΣΠΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 92/4788

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E048· 157E052· 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΝΑΕΡΙΑ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 96/01/31: SG(96) D/1848

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 94/4855

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E059·

ΤΙΤΛΟΣ: ΚΑΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ EVIN

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 96/11/21: SG(96) D/09951

ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/2126

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 390R2252·

ΤΙΤΛΟΣ: ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΒΟΥΤΥΡΟ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 96/10/30: SG(96) D/09346

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 97/10/07

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-97/348

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 96/2029

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E002· 389R1552·

ΤΙΤΛΟΣ: ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΤΕΛΩΝ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΙΝΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/03/20: SG(98) D/02347

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/2250

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 389R1552·

ΤΙΤΛΟΣ: ΠΛΗΡΩΜΗ ΜΕ ΔΟΣΕΙΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΙ ΙΔΙΟΙ ΠΟΡΟΙ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/06/23: SG(98) D/05022

ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΕΜΜΕΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 91/0559

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 385R1999· 386R3677·

ΤΙΤΛΟΣ: ΤΕΛΕΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΡΟΣ ΕΠΑΝΕΞΑΓΩΓΗ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 93/02/03: SG(93) D/1740

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 94/02/14

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-94/061

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 96/09/10

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΒΕΛΓΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 84/0342

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E009· 157E028· 368R0950·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΤΕΛΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΗ ΕΙΔΙΚΩΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 85/07/25: SG(85) D/9543

ΔΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 84/0343

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E009· 157E028· 368R0950·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΤΕΛΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΗ ΕΙΔΙΚΩΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 85/07/25: SG(85) D/9545

ΙΣΠΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 90/0078

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E028· 387R2658·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΤΕΛΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΗ ΕΙΔΙΚΩΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 92/12/31: SG(92) D/19475

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/2238

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 392R2913·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/12/03: SG(97) D/10073

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 86/0126

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E009· 157E028· 368R0950·

ΤΙΤΛΟΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΗ ΕΙΔΙΚΩΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΑΠΑΛΛΑΓΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΔΑΣΜΟΥΣ ΚΔ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 90/05/02: SG(90) D/21649

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 84/0345

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E009· 157E028· 368R0950·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΤΕΛΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΗ ΕΙΔΙΚΩΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 85/07/25: SG(85) D/9549

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 84/0346

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E009· 157E028· 368R0950·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΤΕΛΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΗ ΕΙΔΙΚΩΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 85/07/25: SG(85) D/9551

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 84/0347

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E009· 157E028· 368R0950·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΤΕΛΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΗ ΕΙΔΙΚΩΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 85/07/25: SG(85) D/9553

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 90/0079

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E028· 387R2658·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΤΕΛΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΗ ΕΙΔΙΚΩΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 93/01/20: SG(93) D/00940

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 84/0126

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 377R1535·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΕΡΟΔΥΝΑΜΙΚΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ ΑΠΑΛΛΑΣΣΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΔΑΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΑ ΣΑΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 85/06/06: SG(85) D/6932

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 84/0344

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E009· 157E028· 368R0950·

ΤΙΤΛΟΣ: ΑΤΕΛΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΗ ΕΙΔΙΚΩΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 85/07/25: SG(85) D/9547

ΙΤΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 95/2166

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 682J0199· 694J0125·

ΤΙΤΛΟΣ: TEE - ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΝΤΩΝ ΔΑΣΜΩΝ - ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΚΑΘΟΡΙΖΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/09/17: SG(97) D/07696

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 97/4487

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E095·

ΤΙΤΛΟΣ: ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΜΕΓΑΛΗΣ ΙΣΧΥΟΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/05/15: SG(98) D/03851

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 92/5125

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E095·

ΤΙΤΛΟΣ: ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΒΟΛΗ ΔΑΣΜΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/12/22: SG(97) D/10946

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 91/0779

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E095·

ΤΙΤΛΟΣ: ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 93/09/07: SG(93) D/14615

1Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΝ: 95/12/01

ΑΡΙΘ. ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: C-95/375

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: 97/10/23

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ: ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΘΡ. 171 ΕΚ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 98/08/31: SG(98) D/07401

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 90/5361

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E067·

ΤΙΤΛΟΣ: ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΒΡΕΤΑΝΙΚΩΝ INVESTMENT-TRUSTS

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 96/08/06: SG(96) D/07318

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΕΙΣΑ ΤΟ 1998

ΓΑΛΛΙΑ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ: 93/2098

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ (ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ CELEX): 157E052· 157E058·

ΤΙΤΛΟΣ: ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΜΟΝΙΜΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣΑ ΤΗΝ: 97/06/19: SG(97) D/04624

98/06/24: ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ

Σημείωση:

Το παρόν παράρτημα περιλαμβάνει όλες τις οδηγίες για τις οποίες δημιουργήθηκαν προβλήματα μη ανακοίνωσης, μη συμμόρφωσης ή κακής εφαρμογής κατά τη διάρκεια του 1998 και απεικονίζει την κατάσταση των διαδικασιών παράβασης που κίνησε η Επιτροπή κατά των κρατών μελών μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1998.Ως μη ανακοίνωση νοείται η πλήρης έλλειψη ανακοίνωσης εθνικών μέτρων εκτέλεσης των οδηγιών ή, ενδεχομένως, η ελλιπής ανακοίνωση αυτών των μέτρων εκτέλεσης.

Περιεχόμενα

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΜΕΡΟΣ 1: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΚΑΙ ΜΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ

Σημ..

Η αναφερόμενη ημερομηνία είναι αυτή της εκτέλεσης της απόφασης (Αποστολή) ή αυτή της απόφασης, εφόσον η απόφαση δεν εκτελέστηκε κατά το 1998.Συντμήσεις χρησιμοποιούμενες σε αυτό το τμήμα: ΠΕ: προειδοποίηση, ΑΓ: αιτιολογημένη γνώμη, ΣΠΕ: συμπληρωματική προειδοποίηση, ΣΑΓ: συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη, ΠΕ 171 και ΑΓ 171: προειδοποίηση ή αιτιολογημένη γνώμη λόγω μη τήρησης απόφασης του Δικαστηρίου

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

Χημικά, πλαστικά, καουτσούκ

93/0015

Οδηγία 93/15/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, για την εναρμόνιση των διατάξεων περί της εμπορίας και του ελέγχου των εκρηκτικών υλών εμπορικής χρήσης

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, IRL, I, L, NL, A, P, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

94/0060

Οδηγία 94/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, για τη δέκατη τέταρτη τροποποίηση της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν περιορισμούς κυκλοφορίας στην αγορά και χρήσεως μερικών επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, EL, E, F, IRL, I, L, NL, A, P, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0028

Οδηγία 96/28/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Μαΐου 1996, περί προσαρμογής στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 76/116/ΕΟΚ του Συμβουλίου, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών περί λιπασμάτων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, I, IRL, NL, A, P, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0065

Οδηγία 96/65/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Οκτωβρίου 1996, για τέταρτη προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 88/379/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν την ταξινόμηση, τη συσκευασία και την επισήμανση των επικίνδυνων παρασκευασμάτων και για τροποποίηση της οδηγίας 91/442/ΕΟΚ σχετικά με τα επικίνδυνα παρασκευάσματα των οποίων οι συσκευασίες πρέπει να φέρουν σφράγισμα ασφαλείας για τα παιδιά

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, E, I, IRL, NL, A, P, FIN, F, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0010

Οδηγία 97/10/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Φεβρουαρίου 1997, για την τρίτη προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο του παραρτήματος Ι της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν περιορισμούς κυκλοφορίας στην αγορά και τη χρήση ορισμένων επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων (CMR)

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, EL, E, IRL, NL, P, FIN, F, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0016

Οδηγία 97/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Απριλίου 1997, για τη δέκατη πέμπτη τροποποίηση της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ για τον περιορισμό της κυκλοφορίας στην αγορά και της χρήσης μερικών επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, EL, E, FI, F, IRL, L, NL, P, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0056

Οδηγία 97/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1997, για τη δέκατη έκτη τροποποίηση της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν περιορισμούς της κυκλοφορίας στην αγορά και της χρήσης ορισμένων επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: D, F, FIN

97/0063

Οδηγία 97/63/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 1997, για τροποποίηση των οδηγιών 76/116/ΕΟΚ, 80/876/ΕΟΚ, 89/284/ΕΟΚ και 89/530/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα λιπάσματα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, FI, IRL, A, NL, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0064

Οδηγία 97/64/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Νοεμβρίου 1997, για τέταρτη προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο του παραρτήματος Ι της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν περιορισμούς κυκλοφορίας στην αγορά και χρήσεως μερικών επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων (έλαια για λυχνίες)

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, E, FI, F, IRL, L, NL, S

98/0003

Οδηγία 98/3/ΕΚ της Επιτροπής, της 15ης Ιανουαρίου 1998, περί προσαρμογής στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 76/116/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών περί λιπασμάτων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, FI, IRL, A, UK

Mηχανική και ηλεκτροτεχνική

93/0068

Οδηγία 93/68/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 1993, για την τροποποίηση των οδηγιών 87/404/ΕΟΚ (απλά δοχεία πίεσης), 88/378/ΕΟΚ (ασφάλεια των παιχνιδιών), 89/106/ΕΟΚ (προϊόντα του τομέα των δομικών κατασκευών), 89/336/ΕΟΚ (ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα), 89/392/ΕΟΚ (μηχανές), 89/686/ΕΟΚ (μέσα ατομικής προστασίας), 90/384/ΕΟΚ (όργανα ζύγισης μη αυτόματης λειτουργίας), 90/385/ΕΟΚ (ενεργά εμφυτεύσιμα ιατρικά βοηθήματα), 90/396/ΕΟΚ (συσκευές αερίου), 91/263/ΕΟΚ (τερματικός εξοπλισμός τηλεπικοινωνιών), 92/42/ΕΟΚ (νέοι λέβητες ζεστού νερού που τροφοδοτούνται με υγρά ή αέρια καύσιμα) και 73/23/ΕΟΚ (ηλεκτρολογικό υλικό που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί εντός ορισμένων ορίων τάσεως)

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, F, I, NL, P, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

94/0009

Οδηγία 94/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1994, σχετικά με την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών για τις συσκευές και τα συστήματα προστασίας που προορίζονται για χρήση σε εκρήξιμες ατμόσφαιρες

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, EL, E, F, I, L, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

95/0016

Οδηγία 95/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1995, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τους ανελκυστήρες

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, IRL, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0053

Οδηγία 97/53/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Σεπτεμβρίου 1997, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 79/196/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν το ηλεκτρολογικό υλικό που δύναται να χρησιμοποιηθεί σε ατμόσφαιρα υπέχουσα τον κίνδυνο εκρήξεως και που απαιτεί ορισμένους τρόπους προστασίας

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, F, IRL, I, L, NL, A, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Συσκευές υπό πίεση, ιατρικά μηχανήματα και μετρολογία

93/0042

Οδηγία 93/42/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί των ιατροτεχνολογικών προϊόντων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, E, EL, F, I, IRL, L, NL, A, P, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Είδη διατροφής

93/0043

Οδηγία 93/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, για την υγιεινή των τροφίμων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, F, IRL, I, L, NL, A, P, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

95/0003

Οδηγία 95/3/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Φεβρουαρίου 1995, για την τροποποίηση της οδηγίας 90/128/ΕΟΚ σχετικά με τα πλαστικά υλικά και αντικείμενα που προορίζονται να έλθουν σε επαφή με τρόφιμα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, F, IRL, I, L, NL, A, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0004

Οδηγία 96/4/EK, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 1996, που τροποποιεί την οδηγία 91/321/ΕΟΚ σχετικά με τα παρασκευάσματα για βρέφη και τα παρασκευάσματα δεύτερης βρεφικής ηλικίας

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, F, IRL, L, NL, A, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0005

Οδηγία 96/5/EK, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 1996, για τις μεταποιημένες τροφές με βάση τα δημητριακά και τις παιδικές τροφές για βρέφη και μικρά παιδιά

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, EL, E, F, IRL, L, NL, A, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0008

Οδηγία 96/8/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Φεβρουαρίου 1996, σχετικά με τα τρόφιμα που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν σε δίαιτες μειωμένων θερμίδων για απώλεια βάρους

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, EL, E, F, IRL, L, NL, A, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0011

Οδηγία 96/11/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 1996, για τροποποίηση της οδηγίας 90/128/ΕΟΚ σχετικά με τα πλαστικά υλικά και αντικείμενα που προορίζονται να έρθουν σε επαφή με τρόφιμα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, F, IRL, I, L, NL, A, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0070

Οδηγία 96/70/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1996, για τροποποίηση της οδηγίας 80/777/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την εκμετάλλευση και τη θέση στο εμπόριο των φυσικών μεταλλικών νερών

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, EL, E, IRL, L, NL, P, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0077

Οδηγία 96/77/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τη θέσπιση ειδικών κριτηρίων καθαρότητας για τα πρόσθετα τροφίμων πλην των χρωστικών και των γλυκαντικών υλών

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, F, IRL, I, L, NL, A, P, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0083

Οδηγία 96/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, περί τροποποιήσεως της οδηγίας 94/35/ΕΚ για τα γλυκαντικά που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στα τρόφιμα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, F, IRL, I, L, NL, A, P, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0084

Οδηγία 96/84/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, για τροποποίηση της οδηγίας 89/398/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα τρόφιμα που προορίζονται για ειδική διατροφή

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, IRL, F, L, NL, A, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0085

Οδηγία 96/85/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, για την τροποποίηση της οδηγίας 95/2/ΕΚ για τα πρόσθετα τροφίμων πλην των χρωστικών και των γλυκαντικών

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, F, I, NL, A, P, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0004

Οδηγία 97/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 1997, για τροποποίηση της οδηγίας 79/112/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των τροφίμων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, EL, F, L, NL, FIN, P, S, UK

97/0048

Οδηγία 97/48/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 1997, για τη δεύτερη τροποποίηση της οδηγίας 82/711/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τον καθορισμό των βασικών κανόνων που είναι αναγκαίοι για τον έλεγχο της μετανάστευσης των συστατικών των υλικών και αντικειμένων από πλαστική ύλη που προορίζονται να έρθουν σε επαφή με τρόφιμα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, EL, E, F, IRL, I, NL, A, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0060

Οδηγία 97/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 1997, για την τρίτη τροποποίηση της οδηγίας 88/344/ΕΟΚ σχετικά με την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τους διαλύτες εκχύλισης οι οποίοι χρησιμοποιούνται στην παρασκευή των τροφίμων και των συστατικών τους

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, EL, F, I, L, NL, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

98/0028

Οδηγία 98/28/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 1998, για τη χορήγηση παρέκκλισης από ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 93/43/ΕΟΚ για την υγιεινή των τροφίμων, όσον αφορά τη θαλάσσια μεταφορά χύδην ακατέργαστης ζάχαρης (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, NL, S

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

98/0036

Οδηγία 98/36/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Ιουνίου 1998, περί τροποποιήσεως της οδηγίας 96/5/ΕΚ για τις μεταποιημένες τροφές με βάση τα δημητριακά και τις παιδικές τροφές για βρέφη και μικρά παιδιά

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, NL, FIN

Φαρμακευτικά προϊόντα

92/0073

Οδηγία 92/73/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1992, για τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των οδηγιών 65/65/ΕΟΚ και 75/319/ΕΟΚ περί της προσέγγισης των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων για τα φάρμακα και τη θέσπιση συμπληρωματικών διατάξεων για τα ομοιοπαθητικά φάρμακα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, EL, E, F, I, IRL, L, NL, A, P, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

92/0074

Οδηγία 92/74/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1992, για τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 81/851/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα και τη θέσπιση συμπληρωματικών διατάξεων για τα ομοιοπαθητικά κτηνιατρικά φάρμακα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, EL, E, I, IRL, L, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

93/0040

Οδηγία 93/40/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, για την τροποποίηση των οδηγιών 81/851/ΕΟΚ και 81/852/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, I, IRL, L, NL, A, P, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Καλλυντικά προϊόντα

93/0035

Οδηγία 93/35/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, για την έκτη τροποποίηση της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τα καλλυντικά

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, IRL, I, L, NL, A, P, FIN, S, UK.

F: μερική μεταφορά

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

95/0017

Οδηγία 95/17/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Ιουνίου 1995, για λεπτομέρειες εφαρμογής της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τη μη αναγραφή ενός ή περισσοτέρων συστατικών στον κατάλογο που προβλέπεται για την επισήμανση των προϊόντων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, EL, E, IRL, I, L, NL, A, P, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0001

Εικοστή οδηγία 97/1/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Ιανουαρίου 1997, για την προσαρμογή στην τεχνολογική πρόοδο των παραρτημάτων ΙΙ, ΙΙΙ, VI και VII της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά τα καλλυντικά προϊόντα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, IRL, I, NL, A, FIN, S

97/0018

Οδηγία 97/18/ΕΚ της Επιτροπής, της 17ης Απριλίου 1997, για τη μετάθεση της ημερομηνίας έναρξης της απαγόρευσης των πειραμάτων σε ζώα με συστατικά ή συνδυασμούς συστατικών καλλυντικών προϊόντων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, EL, E, IRL, I, NL, FIN, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0045

Εικοστή πρώτη Οδηγία 97/45/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 1997, για προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο των παραρτημάτων ΙΙ, ΙΙΙ, VΙ και VΙΙ της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, F, IRL, NL, A, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

98/0016

Εικοστή δεύτερη οδηγία 98/16/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 1998, για προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο των παραρτημάτων ΙΙ, ΙΙΙ, VΙ και VΙΙ της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, EL, E, F, IRL, NL, A, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Βιομηχανία κλωστοϋφαντουργικών, δερμάτων, ένδυσης

94/0011

Οδηγία 94/11/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1994, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών των σχετικών με την επισήμανση των υλικών που χρησιμοποιούνται στα κύρια μέρη των υποδημάτων που προορίζονται να πωληθούν στον καταναλωτή

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, F, I, IRL, NL, A, P, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0037

Οδηγία 97/37/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Ιουνίου 1997, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο των παραρτημάτων Ι και ΙΙ της οδηγίας 96/74/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί των ονομασιών των υφανσίμων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, EL, E, F, IRL, NL, A, P, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Οχήματα με κινητήρα

97/0024

Οδηγία 97/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 1997, σχετικά με ορισμένα στοιχεία και χαρακτηριστικά των δίκυκλων ή τρίκυκλων οχημάτων με κινητήρα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, E, F, IRL, I, L, A, FIN

97/0027

Οδηγία 97/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 1997, για τις μάζες και διαστάσεις ορισμένων κατηγοριών οχημάτων με κινητήρα και των ρυμουλκουμένων τους και για την τροποποίηση της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, EL, E, F, IRL, I, NL, A, P, FIN, S, UK

97/0054

Οδηγία 97/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 1997, περί τροποποιήσεως, καθ' όσον αφορά τη μέγιστη εκ κατασκευής ταχύτητα των τροχοφόρων γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων, των οδηγιών του Συμβουλίου 74/150/ΕΟΚ, 74/151/ΕΟΚ, 74/152/ΕΟΚ, 74/346/ΕΟΚ, 74/347/ΕΟΚ, 75/321/ΕΟΚ, 75/322/ΕΟΚ, 76/432/ΕΟΚ, 76/763/ΕΟΚ, 77/311/ΕΟΚ, 77/537/ΕΟΚ, 78/764/ΕΟΚ, 78/933/ΕΟΚ, 79/532/ΕΟΚ, 79/533/ΕΟΚ, 80/720/ΕΟΚ, 86/297/ΕΟΚ, 86/415/ΕΟΚ και 89/173/ΕΟΚ

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, IRL, I, L, FIN, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

98/0014

Οδηγία 98/14/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Φεβρουαρίου 1998, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών του αφορούν την έγκριση των οχημάτων με κινητήρα και των ρυμουλκουμένων τους

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, EL, ES, F, IRL, I, L, FIN, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

98/0077

Οδηγία 98/77/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Οκτωβρίου 1998, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 70/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά τα μέτρα που επιβάλλεται να ληφθούν για την καταπολέμηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από εκπομπές μηχανοκινήτων οχημάτων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: κανένα

ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

Τηλεπικοινωνίες

96/0019

Οδηγία 96/19/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 1996, για τροποποίηση της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ όσον αφορά το πλήρες άνοιγμα των αγορών τηλεπικοινωνιών στον ανταγωνισμό

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: όλα πλην Ρ

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

94/0046

Οδηγία 94/46/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 1994, για τροποποίηση των οδηγιών 88/301/ΕΟΚ και 90/388/ΕΟΚ σχετικά με τις δορυφορικές επικοινωνίες

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, EL, F, IR, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

86/0378

Οδηγία 86/378/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1986, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, EL, E, F, IRL, I, NL, A, P, FI, S, UK

91/0322

Οδηγία 91/322/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 29ης Μαΐου 1991, περί καθορισμού ενδεικτικών οριακών τιμών μέσω της εφαρμογής της οδηγίας 80/1107/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προστασίας των εργαζομένων από τους κινδύνους που παρουσιάζονται συνεπεία εκθέσεώς τους, κατά τη διάρκεια της εργασίας, σε χημικά, φυσικά ή βιολογικά μέσα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, F, IRL, I, L, A, P, FI, S, UK

92/0029

Οδηγία 92/29/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1992, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για την προώθηση βελτιωμένης ιατρικής περίθαλψης στα πλοία

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην L

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

93/0103

Οδηγία 93/103/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας κατά την εργασία στα αλιευτικά σκάφη (13η ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ)

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, F, L, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

93/0104

Οδηγία 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, IR, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

94/0033

Οδηγία 94/33/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1994, για την προστασία των νέων κατά την εργασία

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, IR, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

94/0045

Οδηγία 94/45/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1994, για τη θέσπιση μιας ευρωπαϊκής επιτροπής επιχείρησης ή μιας διαδικασίας σε επιχειρήσεις και ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας με σκοπό να ενημερώνονται οι εργαζόμενοι και να ζητείται η γνώμη τους

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, F, IR, I, NL, A, FI, S

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

95/0030

Οδηγία 95/30/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 1995, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 90/679/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την προστασία των εργαζομένων από κινδύνους που διατρέχουν λόγω της έκθεσής τους σε βιολογικούς παράγοντες κατά την εργασία (έβδομη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ)

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, EL, E, F, IR, NL, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

95/0063

Οδηγία 95/63/ΕΚ του Συμβουλίου, της 5ης Δεκεμβρίου 1995, για την τροποποίηση της οδηγίας 89/655/ΕΟΚ σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζομένους κατά την εργασία τους (δεύτερη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ)

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, E, F, L, NL, A, FI, S, UK

96/0034

Οδηγία 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1996, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια, που συνήφθη από την UNICE, τη CEEP και τη CES

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, F, IR, NL, A, FI, S

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0094

Οδηγία 96/94/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 1996, για τη θέσπιση δεύτερου καταλόγου ενδεικτικών οριακών τιμών κατ' εφαρμογή της οδηγίας 80/1107/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προστασίας των εργαζομένων από τους κινδύνους που συνεπάγεται η έκθεσή τους σε χημικά, φυσικά ή βιολογικά μέσα κατά τη διάρκεια της εργασίας

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, E, F, NL, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0097

Οδηγία 96/97/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1996, που τροποποιεί την οδηγία 86/378/ΕΟΚ για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, IR, I, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0059

Οδηγία 97/59/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Οκτωβρίου 1997, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 90/679/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία των εργαζομένων από κινδύνους που διατρέχουν λόγω της έκθεσής τους σε βιολογικούς παράγοντες κατά την εργασία (έβδομη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ)

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, E, F, IR, NL, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0065

Οδηγία 97/65/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Νοεμβρίου 1997, για την τρίτη προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 90/679/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία των εργαζομένων από κινδύνους που διατρέχουν λόγω της έκθεσής τους σε βιολογικούς παράγοντες κατά την εργασία

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, E, F, IR, NL, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΓΕΩΡΓΙΑ

Κτηνιατρικός τομέας

90/0428

Οδηγία 90/428/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με το εμπόριο ιπποειδών που προορίζονται για αγώνες και με τους όρους συμμετοχής στους αγώνες αυτούς

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, ES, F, IR, I, L, NL, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

92/0117

Οδηγία 92/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1992, για τα μέτρα προστασίας από ορισμένες ζωονόσους και ορισμένους ζωονοσογόνους παράγοντες στα ζώα και στα προϊόντα ζωικής προέλευσης, προκειμένου να αποφευχθούν οι εστίες λοιμώξεων και δηλητηριάσεων που οφείλονται στα τρόφιμα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, ES, F, IR, L, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

93/0118

Οδηγία 93/118/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1993, σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 85/73/ΕΟΚ για τη χρηματοδότηση των υγειονομικών επιθεωρήσεων και ελέγχων των νωπών κρεάτων και των κρεάτων πουλερικών

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, F, IR, L, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

93/0119

Οδηγία 93/119/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1993, για την προστασία των ζώων κατά τη σφαγή ή/και τη θανάτωσή τους

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, ES, F, IR, I, L, NL, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

94/0028

Οδηγία 94/28/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 1994, για τον καθορισμό των αρχών σχετικά με τους ζωοτεχνικούς και γενεαλογικούς όρους που εφαρμόζονται κατά τις εισαγωγές προέλευσης τρίτων χωρών ζώων, του σπέρματος, των ωαρίων και των εμβρύων τους και για την τροποποίηση της οδηγίας 77/504/ΕΟΚ περί των ζώων αναπαραγωγής του βοείου είδους καθαρόαιμου γένους

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, ES, IR, I, L, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

94/0042

Οδηγία 94/42/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για την τροποποίηση της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου του τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοιροειδών

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, ES, F, IR, L, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

95/0029

Οδηγία 95/29/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1995, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/628/ΕΟΚ για την προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, EL, ES, IR, I, L, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

95/0068

Οδηγία 95/68/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για τροποποίηση της οδηγίας 77/99/ΕΟΚ περί υγειονομικών προβλημάτων στον τομέα της παραγωγής και της εμπορίας προϊόντων με βάση το κρέας και ορισμένων άλλων προϊόντων ζωικής προέλευσης

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, ES, F, IR, I, L, NL, A, P, FI, S.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

95/0070

Οδηγία 95/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για τη θέσπιση στοιχειωδών κοινοτικών μέτρων ελέγχου των ασθενειών των δίθυρων μαλακίων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, ES, F, I, L, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

95/0071

Οδηγία 95/71/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για τροποποίηση του παραρτήματος της οδηγίας 91/493/ΕΟΚ περί καθορισμού των υγειονομικών κανόνων οι οποίοι διέπουν την παραγωγή και τη διάθεση στην αγορά των αλιευτικών προϊόντων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, EL, ES, F, IR, I, L, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0022

Οδηγία 96/22/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, για την απαγόρευση της χρησιμοποίησης ορισμένων ουσιών με ορμονική ή θυρεοστατική δράση και των β- ανταγωνιστικών ουσιών στη ζωική παραγωγή για κερδοσκοπικούς λόγους και κατάργησης των οδηγιών 81/602/ΕΟΚ, 88/146/ΕΟΚ και 88/299/ΕΟΚ

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, ES, L, NL, A, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0023

Οδηγία 96/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, περί της λήψης μέτρων ελέγχου για ορισμένες ουσίες και τα κατάλοιπά τους σε ζώντα ζώα και στα προϊόντα τους και κατάργησης των οδηγιών 85/358/ΕΟΚ και 86/469/ΕΟΚ και των αποφάσεων 89/187/ΕΟΚ και 91/664/ΕΟΚ

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, ES, L, NL, A, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0043

Οδηγία 96/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1996, για τροποποίηση και κωδικοποίηση της οδηγίας 85/73/ΕΟΚ για τη χρηματοδότηση των υγειονομικών επιθεωρήσεων και ελέγχων των ζώντων ζώων και ορισμένων ζωικών προϊόντων και για τροποποίηση των οδηγιών 90/675/ΕΟΚ και 91/496/ΕΟΚ

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, L, NL, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0090

Οδηγία 96/90/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1996, για την τροποποίηση της οδηγίας 92/118/ΕΟΚ για τον καθορισμό των όρων υγειονομικού ελέγχου καθώς και των υγειονομικών όρων που διέπουν το εμπόριο και τις εισαγωγές στην Κοινότητα προϊόντων που δεν υπόκεινται, όσον αφορά τους προαναφερόμενους όρους, στις ειδικές κοινοτικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στο κεφάλαιο Ι του παραρτήματος Α της οδηγίας 89/662/ΕΟΚ και, όσον αφορά τους παθογόνους παράγοντες, της οδηγίας 90/425/ΕΟΚ

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, ES, F, IR, NL, A, P, FI, S.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0093

Οδηγία 96/93/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την πιστοποίηση ζώων και ζωικών προϊόντων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, ES, NL, P, FI, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0002

Οδηγία 97/2/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 1997, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/629/ΕΟΚ σχετικά με την θέσπιση στοιχειωδών κανόνων για την προστασία των μόσχων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, ES, F, IR, I, L, NL, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0022

Οδηγία 97/22/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Απριλίου 1997, περί τροποποιήσεως της οδηγίας 92/117/ΕΟΚ για τα μέτρα προστασίας από ορισμένες ζωονόσους και ορισμένους ζωονοσογόνους παράγοντες στα ζώα και τα προϊόντα ζωικής προέλευσης, προκειμένου να αποφευχθούν οι εστίες λοιμώξεων και δηλητηριάσεων που οφείλονται στα τρόφιμα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, ES, IR, L, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0061

Οδηγία 97/61/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1997, για την τροποποίηση του παραρτήματος της οδηγίας 91/492/ΕΟΚ περί καθορισμού των υγειονομικών κανόνων που διέπουν την παραγωγή και τη διάθεση στην αγορά ζώντων δίθυρων μαλακίων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, L, A, P, FI, S

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0076

Οδηγία 97/76/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1997, για την τροποποίηση των οδηγιών 77/99/ΕΟΚ και 72/462/ΕΟΚ όσον αφορά τους κανόνες που εφαρμόζονται στον κιμά, στα παρασκευάσματα κρέατος και σε ορισμένα άλλα προϊόντα ζωικής προέλευσης

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, ES, L, A, P

98/0099

Οδηγία 98/99/ΕΚ του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 1998, περί τροποποιήσεως της οδηγίας 97/12/ΕΚ για την τροποποίηση και την ενημέρωση της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου του τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοιροειδών

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Κανένα

Φυτοϋγειονομικός τομέας

96/0032

Οδηγία 96/32/ΕΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1996, περί τροποποιήσεως του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 76/895/ΕΟΚ περί του καθορισμού της μέγιστης περιεκτικότητας για τα κατάλοιπα των φυτοφαρμάκων επί και εντός των οπωροκηπευτικών και του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 90/642/ΕΟΚ που αφορά τον καθορισμό των ανώτατων περιεκτικοτήτων για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων επάνω ή μέσα σε ορισμένα προϊόντα φυτικής προέλευσης, συμπεριλαμβανομένων των οπωροκηπευτικών, και καταρτίσεως πίνακος ανωτάτων περιεκτικοτήτων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, ES, F, IR, I, NL, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0033

Οδηγία 96/33/ΕΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1996, περί τροποποιήσεως των παραρτημάτων των οδηγιών 86/362/ΕΟΚ και 86/363/ΕΟΚ που αφορούν τον καθορισμό των ανώτατων περιεκτικοτήτων για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων μέσα και πάνω στα σιτηρά και στα τρόφιμα ζωικής προελεύσεως

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, ES, F, IR, I, NL, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0068

Οδηγία 96/68/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 1996, για τροποποίηση της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, ES, F, IR, I, L, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0041

Οδηγία 97/41/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1997, για την τροποποίηση των οδηγιών 76/895/ΕΟΚ, 86/362/ΕΟΚ, 86/363/ΕΟΚ και 90/642/ΕΟΚ περί του καθορισμού της μέγιστης περιεκτικότητας για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων επί και εντός των οπωροκηπευτικών, μέσα και πάνω στα σιτηρά, πάνω και μέσα στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, και επάνω και μέσα σε ορισμένα προϊόντα φυτικής προέλευσης, συμπεριλαμβανομένων των οπωροκηπευτικών, αντιστοίχως

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: F

97/0057

Οδηγία 97/57/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1997, με την οποία καταρτίζεται το παράρτημα VI της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, EL, ES, F, IR, L, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

98/0001

Οδηγία 98/1/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Ιανουαρίου 1998, για τροποποίηση ορισμένων παραρτημάτων της οδηγίας 77/93/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί των μέτρων προστασίας κατά της εισαγωγής στην Κοινότητα οργανισμών επιβλαβών για τα φυτά ή τα φυτικά προϊόντα και κατά της εξάπλωσής τους στην Κοινότητα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, ES, F, IR, I, L, NL, A, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

98/0002

Οδηγία 98/2/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Ιανουαρίου 1998, για τροποποίηση του παραρτήματος IV της οδηγίας 77/93/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί των μέτρων προστασίας κατά της εισαγωγής στην Κοινότητα οργανισμών επιβλαβών για τα φυτά ή τα φυτικά προϊόντα και κατά της εξάπλωσής τους στην Κοινότητα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, ES, F, IR, I, L, NL, A, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

98/0022

Οδηγία 98/22/ΕΚ της Επιτροπής, της 15ης Απριλίου 1998, για τον καθορισμό των ελάχιστων όρων για τη διενέργεια φυτοϋγειονομικών ελέγχων στην Κοινότητα σε φυτά, φυτικά προϊόντα ή άλλα αντικείμενα που προέρχονται από τρίτες χώρες σε σταθμούς επιθεώρησης διαφορετικούς από εκείνους του τόπου προορισμού

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, IR, I, NL, FI, S.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Σπόροι προς σπορά και φυτά προς φύτευση

P.M.

Ζωοτροφές

93/0074

Οδηγία 93/74/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Σεπτεμβρίου 1993, για τις ζωοτροφές με τις οποίες επιδιώκονται στόχοι ιδιαίτερης διατροφής

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, ES, IR, I, L, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

94/0039

Οδηγία 94/39/ΕΚ της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 1994, για την κατάρτιση καταλόγου των χρήσεων για τις οποίες προορίζονται οι ζωοτροφές με τις οποίες επιδιώκονται στόχοι ιδιαίτερης διατροφής

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, ES, IR, I, L, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

95/0009

Οδηγία 95/9/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 1995, για την τροποποίηση της οδηγίας 94/39/ΕΚ για την κατάρτιση καταλόγου των χρήσεων για τις οποίες προορίζονται ζωοτροφές με τις οποίες επιδιώκονται στόχοι ιδιαίτερης διατροφής

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, ES, IR, I, L, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

95/0010

Οδηγία 95/10/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 1995, για τον καθορισμό της μεθόδου υπολογισμού της ενεργειακής αξίας των τροφών για σκύλους και γάτες με τις οποίες επιδιώκονται στόχοι ιδιαίτερης διατροφής

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, ES, IR, I, L, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

95/0033

Οδηγία 95/33/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Ιουλίου 1995, για την τροποποίηση της οδηγίας 82/471/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένα προϊόντα τα οποία χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, ES, F, IR, I, L, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

95/0053

Οδηγία 95/53/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 1995, για τον καθορισμό των αρχών οργάνωσης των επίσημων ελέγχων στον τομέα της διατροφής των ζώων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, ES, NL, S

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

95/0069

Οδηγία 95/69/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για τη θέσπιση των όρων και των κανόνων που εφαρμόζονται κατά την έγκριση και την εγγραφή ορισμένων εγκαταστάσεων και ενδιαμέσων του τομέα της διατροφής των ζώων και για τροποποίηση των οδηγιών 70/524/ΕΟΚ, 74/63/ΕΟΚ, 79/373/ΕΟΚ και 82/471/ΕΟΚ

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, ES, NL, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0024

Οδηγία 96/24/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, για την τροποποίηση της οδηγίας 79/373/ΕΟΚ περί εμπορίας των συνθέτων ζωοτροφών

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, ES, NL

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0025

Οδηγία 96/25/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, για την κυκλοφορία των πρώτων υλών ζωοτροφών, για την τροποποίηση των οδηγιών 70/524/ΕΟΚ, 74/63/ΕΟΚ, 82/471/ΕΟΚ και 93/74/ΕΟΚ και για την κατάργηση της οδηγίας 77/101/ΕΟΚ

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, ES, NL

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0051

Οδηγία 96/51/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996, για την τροποποίηση της οδηγίας 70/524/ΕΟΚ περί των προσθέτων υλών στη διατροφή των ζώων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, ES, NL, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0008

Οδηγία 97/8/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Φεβρουαρίου 1997, για την τροποποίηση της οδηγίας 74/63/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί καθορισμού των ανωτάτων ορίων περιεκτικότητος για τις ανεπιθύμητες ουσίες και προϊόντα στις ζωοτροφές

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, EL, ES, IRL, NL, A, S

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0047

Οδηγία 97/47/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 1997, για την τροποποίηση των παραρτημάτων των οδηγιών 77/101/ΕΟΚ, 79/373/ΕΟΚ και 91/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, ES, IR, I, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0072

Οδηγία 97/72/ΕΚ της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, για την τροποποίηση της οδηγίας 70/524/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί των προσθέτων υλών στη διατροφή των ζώων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, ES, IR, I, NL, A, P, S

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

98/0019

Οδηγία 98/19/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Μαρτίου 1998, για την τροποποίηση της οδηγίας 70/524/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις πρόσθετες ύλες στη διατροφή των ζώων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, ES, IR, I, NL, A, P, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

98/0051

Οδηγία 98/51/ΕΚ της Επιτροπής, της 9ης Ιουλίου 1998, για τη θέσπιση ορισμένων μέτρων εφαρμογής της οδηγίας 95/69/ΕΚ του Συμβουλίου για τη θέσπιση των όρων και των κανόνων που εφαρμόζονται κατα την έγκριση και την εγγραφή ορισμένων εγκαταστάσεων και ενδιαμέσων του τομέα της διατροφής των ζώων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, S

98/0060

Οδηγία 98/60/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Ιουλίου 1998, για την τροποποίηση της οδηγίας 74/63/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί καθορισμού των ανωτάτων ορίων περιεκτικότητας για τις ανεπιθύμητες ουσίες και προϊόντα στις ζωοτροφές

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, ES, F, IR, NL, A, P, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

98/0064

Οδηγία 98/64/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Σεπτεμβρίου 1998, για τον καθορισμό κοινοτικών μεθόδων αναλύσεως για τον προσδιορισμό των αμινοξέων, των ακατέργαστων λιπαρών ουσιών και του olaquindox στις ζωοτροφές και για την τροποποίηση της οδηγίας 71/393/ΕΟΚ της Επιτροπής

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK

98/0067

Οδηγία 98/67/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Σεπτεμβρίου 1998, για την τροποποίηση των οδηγιών 80/511/ΕΟΚ, 82/475/ΕΟΚ, 91/357/ΕΟΚ και 96/25/ΕΚ του Συμβουλίου και για κατάργηση της οδηγίας 92/87/ΕΟΚ

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Κανένα

ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ

Επίγειες, οδικές και εσωτερικές πλωτές μεταφορές

96/0050

Οδηγία 96/50/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996, σχετικά με την εναρμόνιση των προϋποθέσεων απόκτησης εθνικού πιστοποιητικού κυβερνήτη σκάφους εσωτερικής ναυσιπλοΐας για τη μεταφορά εμπορευμάτων και προσώπων στην Κοινότητα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, D, L, A, UK (ανεφάρμοστο DK, EL, E, IR)

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Σιδηροδρομικές μεταφορές και θερινή ώρα

91/0440

Οδηγία 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην L (μερική μεταφορά)

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

95/0018

Οδηγία 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1995, σχετικά με τις άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, EL, E, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

95/0019

Οδηγία 95/19/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1995, για τη χορήγηση δικαιώματος χρήσης της σιδηροδρομικής υποδομής και τη χρέωση τελών υποδομής

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, EL, E,, NL, A, P, FI, S,

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Επίγειες μεταφορές, ασφάλεια-τεχνολογία

91/0328

Οδηγία 91/328/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1991, για την τροποποίηση της οδηγίας 77/143/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως της νομοθεσίας των κρατών μελών σχετικά με τον τεχνικό έλεγχο των οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην IRL

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

94/0055

Οδηγία 94/55/ΕΚ του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 1994, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις οδικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην GR και IRL

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

95/0050

Οδηγία 95/50/ΕΚ του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1995, σχετικά με την καθιέρωση ενιαίων διαδικασιών στον τομέα του ελέγχου των οδικών μεταφορών επικίνδυνων εμπορευμάτων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην IRL

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0047

Οδηγία αριθ. 96/47/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996, περί τροποποιήσεως της οδηγίας 91/439/ΕΟΚ για την άδεια οδήγησης

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην EL

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0049

Οδηγία 96/49/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις σιδηροδρομικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, E, F, L, NL, A, FIN, S, UK

96/0053

Οδηγία 96/53/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1996, σχετικά με τον καθορισμό, για ορισμένα οδικά οχήματα που κυκλοφορούν στην Κοινότητα, των μέγιστων επιτρεπόμενων διαστάσεων στις εθνικές και διεθνείς μεταφορές και των μέγιστων επιτρεπόμενων βαρών στις διεθνείς μεταφορές

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, E, EL, F, I, L, A, P, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0086

Οδηγία 96/86/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1996, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 94/55/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά την οδική μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, F, I, L, NL, A, P, FI, S

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0087

Οδηγία 96/87/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1996, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 96/49/ΕΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά τη σιδηροδρομική μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, E, F, L, NL, A, FI, S

96/0096

Οδηγία 96/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1996, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τον τεχνικό έλεγχο των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, E, FR, L, NL, A, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0026

Οδηγία 97/26/ΕΚ του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1997, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/439/ΕΟΚ σχετικά με την άδεια οδήγησης

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, F, L, NL, A, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Εναέριες μεταφορές, ασφάλεια και κοινωνικές πτυχές

94/0056

Οδηγία 94/56/ΕΚ του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 1994, για την θέσπιση των βασικών αρχών που διέπουν τις έρευνες ατυχημάτων και συμβάντων πολιτικής αεροπορίας

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, E, IR, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0015

Οδηγία 97/15/ΕΚ της Επιτροπής, της 25ης Μαρτίου 1997, για έγκριση των προτύπων της Eurocontrol και τροποποίηση της οδηγίας 93/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τον καθορισμό και τη χρησιμοποίηση συμβατών τεχνικών προδιαγραφών για την προμήθεια τεχνικού εξοπλισμού και συστημάτων διαχείρισης της εναέριας κυκλοφορίας

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, E, F, IRL, I, NL, P, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Εναέριες μεταφορές, πολιτική αερολιμένων, περιβάλλον

80/0051

Οδηγία 80/51/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1979, περί περιορισμού του θορύβου που προκαλείται από υποηχητικά αεροσκάφη

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0067

Οδηγία 96/67/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1996, σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά υπηρεσιών εδάφους στους αερολιμένες της Κοινότητας

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, F, NL, A, FI, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Θαλάσσιες μεταφορές, ασφάλεια και τεχνικές πτυχές

95/0021

Οδηγία 95/21/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1995, για την επιβολή, σχετικά με τη ναυσιπλοΐα που συνεπάγεται χρήση κοινοτικών λιμένων ή διέλευση από ύδατα υπό τη δικαιοδοσία κράτους μέλους, των διεθνών προτύπων για την ασφάλεια των πλοίων, την πρόληψη της ρύπανσης και τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί των πλοίων (έλεγχος του κράτους του λιμένα)

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην I

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0039

Οδηγία 96/39/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Ιουνίου 1996, περί τροποποιήσεως της οδηγίας 93/75/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τις ελάχιστες προδιαγραφές που απαιτούνται για τα πλοία τα οποία κατευθύνονται σε ή αποπλέουν από κοινοτικούς λιμένες μεταφέροντας επικίνδυνα ή ρυπoγόνα εμπορεύματα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, EL, E, F, I, IR,NL, A, P, FIN, S

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0098

Οδηγία 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τον εξοπλισμό πλοίων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: D, EL, FR

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0034

Οδηγία 97/34/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Ιουνίου 1997, για την τροποποίηση της οδηγίας 93/75/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές που απαιτούνται για τα πλοία τα οποία κατευθύνονται σε ή αποπλέουν από κοινοτικούς λιμένες μεταφέροντας επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, EL, E, F, IRL, NL, A, P, FI, S

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0058

Οδηγία 97/58/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Σεπτεμβρίου 1997, για τροποποίηση της οδηγίας 94/57/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τους κοινούς κανόνες και πρότυπα επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και των συναφών δραστηριοτήτων των ναυτικών αρχών

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, EL, E, FR, IR, I, NL, FI, S

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0070

Οδηγία 97/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 1997, για θέσπιση εναρμονισμένου καθεστώτος για τα αλιευτικά σκάφη μήκους 24 μέτρων και άνω

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK

98/0018

Οδηγία 98/18/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 1998, για τους κανόνες και τα πρότυπα ασφαλείας για τα επιβατηγά πλοία

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B

98/0025

Οδηγία 98/25/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 1998, για την τροποποίηση της οδηγίας 95/21/ΕΚ, για την επιβολή, σχετικά με τη ναυσιπλοΐα που συνεπάγεται χρήση κοινοτικών λιμένων ή διέλευση από ύδατα υπό τη δικαιοδοσία κράτους μέλους, των διεθνών προτύπων για την ασφάλεια των πλοίων, την πρόληψη της ρύπανσης και τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί των πλοίων (έλεγχος του κράτους του λιμένα)

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, FI, S, UK

98/0042

Οδηγία 98/42/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Ιουνίου 1998, για την τροποποίηση της οδηγίας 95/21/ΕΚ του Συμβουλίου για την επιβολή, σχετικά με την ναυσιπλοΐα που συνεπάγεται χρήση κοινοτικών λιμένων ή διέλευση από ύδατα υπό τη δικαιοδοσία κράτους μέλους, των διεθνών προτύπων για την ασφάλεια των πλοίων, την πρόληψη της ρύπανσης και τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί των πλοίων (έλεγχος από το κράτος ελλιμενισμού)

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, FI, S, UK

98/0055

Οδηγία 98/55/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 1998, για τροποποίηση της οδηγίας 93/75/ΕΟΚ για τις ελάχιστες προδιαγραφές που απαιτούνται για τα πλοία τα οποία κατευθύνονται σε ή αποπλέουν από κοινοτικούς λιμένες μεταφέροντας επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B

TΗΛΕΟΡΑΣΗ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ

97/0036

Οδηγία 97/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997, για την τροποποίηση της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου για το συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: P, FIN, DK

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Ατμοσφαιρικός αέρας

93/0012

Οδηγία 93/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1993, σχετικά με την περιεκτικότητα ορισμένων υγρών καυσίμων σε θείο

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην Ε

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0062

Οδηγία 96/62/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1996, για την εκτίμηση και τη διαχείριση της ποιότητας του αέρα του περιβάλλοντος

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, F, FI, L, NL, A, S

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0068

Οδηγία 97/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1997, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα ληπτέα μέτρα κατά της εκπομπής αερίων και σωματιδιακών ρύπων προερχόμενων από κινητήρες εσωτερικής καύσης που τοποθετούνται σε μη οδικά κινητά μηχανήματα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: D, DK,E, FI, NL

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Ύδατα

76/0160

Οδηγία 76/160/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1975, περί της ποιότητος των υδάτων κολυμβήσεως

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, E, EL, F, FI, I, IR, L, NL, P, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

91/0271

Οδηγία 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1991, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην Ι

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

98/0015

Οδηγία 98/15/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Φεβρουαρίου 1998, για τροποποίηση της οδηγίας 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά ορισμένες απαιτήσεις οι οποίες καθορίζονται στο παράρτημα Ι αυτής

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, E, FI, L, NL

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Φύση

92/0043

Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, D, DK, E, FI, I, IR, L, NL, A, P, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Θόρυβος

95/0027

Οδηγία 95/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1995, που τροποποιεί την οδηγία 86/662/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τον περιορισμό του θορύβου των υδραυλικών πτύων, των πτύων με καλώδια, των προωθητών γαιών, των φορτωτών και των φορτωτών- εκσκαφέων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Kανένα

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Χημικά και Bιοτεχνολογίες

94/0015

Οδηγία 94/15/ΕΚ της Επιτροπής, της 15ης Απριλίου 1994, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: D, DK, E, EL, F, FI, I, IR, L, NL, A, P, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

94/0051

Οδηγία 94/51/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Νοεμβρίου 1994, για πρώτη προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 90/219/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην L

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

94/0069

Οδηγία 94/69/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 1994, για εικοστή πρώτη προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων ουσιών

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: D, DK, E, EL, F, FI, I, IR, L, NL, A, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0054

Οδηγία 96/54/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Ιουλίου 1996, για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο, για εικοστή δεύτερη φορά, της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων ουσιών

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: D, DK, E, F, FI, I, IR, L, NL, A, S

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0056

Οδηγία 96/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Σεπτεμβρίου 1996, για τροποποίηση της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί ταξινομήσεως, συσκευασίας και επισημάνσεως των επικίνδυνων ουσιών

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, E, F, FI, I, IR, L, NL, A, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0035

Οδηγία 97/35/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιουνίου 1997, για τη δεύτερη προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: D, DK, E, F, FI, I, IR, L, NL, A, P, S

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Απόβλητα

94/0062

Οδηγία 94/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: D, DK, E, FI, I, IR, L, NL, A, S

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

94/0067

Οδηγία 94/67/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1994, για την αποτέφρωση των επικίνδυνων αποβλήτων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: D, DK, E, F, Fi, IR, L, NL, P, S

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0059

Οδηγία 96/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 1996, για τη διάθεση των πολυχλωροδιφαινυλίων και των πολυχλωροτριφαινυλίων (PCB/PCT)

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: F, FI, IR, L, NL, A, S

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Προστασία από τις ακτινοβολίες

89/0618

Οδηγία 89/618/Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1989, σχετικά με την ενημέρωση του πληθυσμού για τα εφαρμοστέα μέτρα προστασίας της υγείας και την ακολουθητέα συμπεριφορά σε περίπτωση έκτακτου κινδύνου από ακτινοβολίες

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, D, DK, E, EL, F, FI, I, IR, L, NL, A, P, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

TΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ

92/0044

Οδηγία 92/44/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή της παροχής ανοικτού δικτύου στις μισθωμένες γραμμές

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, F, IR, I, L, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

95/0047

Οδηγία 95/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, σχετικά με τη χρήση προτύπων για τη μετάδοση τηλεοπτικού σήματος

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, E, IR, L, P, FI, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

95/0062

Οδηγία 95/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την εφαρμογή της παροχής ανοικτού δικτύου (ONP) στη φωνητική τηλεφωνία

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, E, F, IR, I, L, NL, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0013

Οδηγία 97/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Απριλίου 1997, σχετικά με κοινό πλαίσιο γενικών και ειδικών αδειών στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, F, IR, I, L, A, P, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0033

Οδηγία 97/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997, για τη διασύνδεση στο χώρο των τηλεπικοινωνιών προκειμένου να διασφαλισθεί καθολική υπηρεσία και διαλειτουργικότητα, με εφαρμογή των αρχών παροχής ανοικτού δικτύου (ΟΝΡ)

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, F, IR, I, L, A, FI, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0051

Οδηγία 97/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 90/387/ΕΟΚ και 92/44/ΕΟΚ με σκοπό την προσαρμογή τους στο ανταγωνιστικό περιβάλλον του τηλεπικοινωνιακού τομέα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, IR, L, A, FI, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0066

Οδηγία 97/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, περί επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασίας της ιδιωτικής ζωής στον τηλεπικοινωνιακό τομέα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: D, E, I, A, P

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

98/0010

Οδηγία 98/10/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 1998, για την εφαρμογή της παροχής ανοικτού δικτύου (ΟΝΡ) στη φωνητική τηλεφωνία και για την καθολική υπηρεσία για τις τηλεπικοινωνίες σε ανταγωνιστικό περιβάλλον

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, F, L, A, FI, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

98/0061

Οδηγία 98/61/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, για την τροποποίηση της οδηγίας 97/33/ΕΚ σε ό,τι αφορά τη φορητότητα των αριθμών και την προεπιλογή φορέα

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: D,E,L

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και δικαιώματα των πολιτών

94/0080

Οδηγία 94/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1994, περί λεπτομερών κανόνων άσκησης του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι κατά τις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές από τους πολίτες της Ένωσης που κατοικούν σε κράτος μέλος του οποίου δεν είναι υπήκοοι

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην B

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Δημόσιες συμβάσεις

90/0531

Οδηγία 90/531/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Σεπτεμβρίου 1990, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην E

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

92/0013

Οδηγία 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στις διαδικασίες σύναψης των συμβάσεων φορέων οι οποίοι λειτουργούν στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην EL, P

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

92/0050

Οδηγία 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

93/0036

Οδηγία 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

93/0038

Οδηγία 93/38/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην EL, E, P

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0052

Οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1997, περί τροποποιήσεως των οδηγιών 92/50/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ και 93/37/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, συμβάσεων δημοσίων προμηθειών και συμβάσεων δημοσίων έργων, αντιστοίχως

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, I, IRL, NL, FIN, S

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Τράπεζες

95/0026

Οδηγία 95/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1995, για την τροποποίηση των οδηγιών 77/780/ΕΟΚ και 89/646/ΕΟΚ στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων, των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 92/49/ΕΟΚ στον τομέα της ασφάλισης ζημιών, των οδηγιών 79/267/ΕΟΚ και 92/96/ΕΟΚ στον τομέα της ασφάλισης ζωής, της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ στον τομέα των επιχειρήσεων επενδύσεων και της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ στον τομέα των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), με σκοπό την ενίσχυση της προληπτικής εποπτείας

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, EL, E, NL, A, P, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Ασφάλειες

91/0371

Οδηγία 91/371/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 1991, σχετικά με την εφαρμογή της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με την πρωτασφάλιση εκτός από την ασφάλιση ζωής

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

92/0049

Οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής)

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην E

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

92/0096

Οδηγία 92/96/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Νοεμβρίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση ζωής, και για την τροποποίηση των οδηγιών 79/267/ΕΟΚ και 90/619/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία σχετικά με την ασφάλεια ζωής)

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

95/0026 (βλέπε "Τράπεζες" ανωτέρω)

Χρηματιστήρια και κινητές αξίες

93/0022

Οδηγία 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993, σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην L

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

95/0026 (βλέπε "Τράπεζες" ανωτέρω)

97/0009

Οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997, σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DK, D, EL, E, IRL, I, NL, FIN, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Χρηματοοικονομική πληροφόρηση και εταιρικό δίκαιο

90/0605

Οδηγία 90/605/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Νοεμβρίου 1990, για την τροποποίηση του πεδίου εφαρμογής των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ περί των ετησίων και περί των ενοποιημένων λογαριασμών αντιστοίχως

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην D

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

92/0101

Οδηγία 92/101/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1992, για την τροποποίηση της οδηγίας 77/91/ΕΟΚ όσον αφορά τη σύσταση της ανώνυμης εταιρείας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην EL

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Εφαρμογή των άρθρων 30 έως 36 της συνθήκης ΕΚ και εφαρμογή των ρητρών διασφάλισης

96/0100

Οδηγία 96/100/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1997, που τροποποιεί το παράρτημα της οδηγίας 93/7/ΕΟΚ σχετικά με την επιστροφή πολιτιστικών αγαθών που έχουν παράνομα απομακρυνθεί από το έδαφος κράτους μέλους

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην F, A

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα ως προς τα τυπικά προσόντα

78/0686

Οδηγία 78/686/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων του οδοντιάτρου και περί των μέτρων προς διευκόλυνση της πραγματικής ασκήσεως του δικαιώματος εγκαταστάσεως και του δικαιώματος της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην A

78/0687

Οδηγία 78/687/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν τις δραστηριότητες του οδοντιάτρου

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην A

89/0048

Οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην EL

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

97/0038

Οδηγία 97/38/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Ιουνίου 1997, για την τροποποίηση του παραρτήματος Γ της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με ένα δεύτερο γενικό σύστημα αναγνώρισης της επαγγελματικής εκπαίδευσης, το οποίο συμπληρώνει την οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην EL, P

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

98/0021

Οδηγία 98/21/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Απριλίου 1998, που τροποποιεί την οδηγία 93/16/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ιατρών και της αμοιβαίας αναγνώρισης των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων τους

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: F, L

Ελεύθερη κυκλοφορία των πληροφοριών. Προστασία των δεδομένων

95/0046

Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: EL, P, S

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Δικαίωμα δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα

92/0100

Οδηγία 92/100/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 1992, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην IRL

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

93/0083

Οδηγία 93/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1993, περί συντονισμού ορισμένων κανόνων όσον αφορά το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα που εφαρμόζονται στις δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και την καλωδιακή αναμετάδοση

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην IRL

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0009

Οδηγία 96/9/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 1996, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: B, DK, D, E, F, A, FIN, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΕΜΜΕΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ

ΦΠΑ

96/0042

Οδηγία 96/42/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1996, για τροποποίηση της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Όλα πλην EL

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΕΝΕΡΓΕΙΑ

Ηλεκτρική ενέργεια

96/0092

Οδηγία 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: A, E

98/0075

Οδηγία 98/75/ΕΚ της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 1998, για την ενημέρωση του καταλόγου υπευθύνων φορέων που καλύπτονται από την οδηγία 90/547/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τη διαμετακόμιση της ενέργειας μέσω των μεγάλων δικτύων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Κανένα

Φυσικό αέριο

98/0030

Οδηγία 98/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Κανένα

Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ενεργειακή αποτελεσματικότητα

96/0057

Οδηγία 96/57/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με τις απαιτήσεις για την ενεργειακή απόδοση των οικιακών ηλεκτρικών ψυγείων, καταψυκτών και συνδυασμών τους

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: D, DK, E, EL, F, IR, L, NL, P, A, FI, S, UK

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

96/0060

Οδηγία 96/60/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Σεπτεμβρίου 1996, για την εκτέλεση της οδηγίας 92/75/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά την ένδειξη κατανάλωσης ενέργειας των οικιακών πλυντηρίων-στεγνωτηρίων ρούχων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: A, D, DK, EL, E, FIN, F, I, IRL, L, NL, P, S, UK

96/0089

Οδηγία 96/89/ΕΚ της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 1996, για τροποποίηση της οδηγίας 95/12/ΕΚ για την εφαρμογή της οδηγίας 92/75/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την ένδειξη κατανάλωσης ενέργειας των οικιακών ηλεκτρικών πλυντηρίων ρούχων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: A, D, DK, EL, E, FIN, F, I, IRL, L, NL, P, S, UK

97/0017

Οδηγία 97/17/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 1997, για την εκτέλεση της οδηγίας 92/75/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την ένδειξη της κατανάλωσης ενέργειας των οικιακών πλυντηρίων πιάτων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: EL, E, F, IRL, L, NL

98/0011

Οδηγία 98/11/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Ιανουαρίου 1998, για την εφαρμογή της οδηγίας 92/75/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά την ένδειξη κατανάλωσης ενέργειας των οικιακών λαμπτήρων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Κανένα

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΤΟΥΣ

94/0047

Οδηγία 94/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 1994, περί της προστασίας των αγοραστών ως προς ορισμένες πλευρές των συμβάσεων που αφορούν την απόκτηση δικαιώματος χρήσης ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής μίσθωσης

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: A, D, NL, UK, IRL, DK, SF, S, F, P,

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

95/0058

Οδηγία 95/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Νοεμβρίου 1995, που τροποποιεί την οδηγία 79/581/ΕΟΚ για την προστασία των καταναλωτών όσον αφορά την αναγραφή των τιμών των τροφίμων όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 88/315/ΕΟΚ του Συμβουλίου και την οδηγία 88/314/ΕΟΚ για την προστασία των καταναλωτών όσον αφορά την αναγραφή των τιμών των μη εδώδιμων προϊόντων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: Κανένα

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ

97/0077

Οδηγία 97/77/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1997, για την τροποποίηση των οδηγιών 93/23/ΕΟΚ, 93/24/ΕΟΚ και 93/25/ΕΟΚ σχετικά με τη διεξαγωγή στατιστικών ερευνών στον τομέα της παραγωγής χοίρων, βοοειδών και αιγοπροβάτων

Κράτη μέλη που ανακοίνωσαν τα εκτελεστικά μέτρα: DE, B, DK, E, F, I, IRL, L, NL, P, FI, UK

ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗΣ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ

Κατάσταση ανακοίνωσης των εθνικών μέτρων εκτέλεσης των οδηγιών (κατάσταση στις 31 Δεκεμβρίου 1998)

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΜΕΡΟΣ 2: ΜΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΜΕ ΤΙΣ ΟΔΗΓΙΕΣ

Σημ. 1:

Σε αυτό το μέρος, οι ημερομηνίες αναφέρονται με τη μορφή έτος/μήνας/ημέρα. Οι συντμήσεις είναι ίδιες με αυτές του μέρους 1.

Σημ. 2:

Ο τρόπος ανάγνωσης των πληροφοριών που περιέχονται, στο εσωτερικό κάθε τομέα ή υπο-τομέα, στο παρόν μέρος του παραρτήματος είναι, ανά στήλες, από πάνω προς τα κάτω και από τα αριστερά προς τα δεξιά, γνωρίζοντας ότι ορισμένες φορές ο ίδιος φάκελος παράβασης χωρίζεται σε δύο στήλες.

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

Συσκευές υπό πίεση, ιατρικά μηχανήματα και μετρολογία

376L0891

ΑΥΣΤΡΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2210

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/30

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2166

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/16

389L0392

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4025

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/13

389L0686

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/4213

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/10/21

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2168

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/09/29

390L0385

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2291

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 96/03/25

392L0042

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4082

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/06/19

393L0042

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/4813

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/09/24

Φαρμακευτικά προϊόντα

365L0065

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2076

ΑΓ: 98/10/07

389L0105

ΑΥΣΤΡΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/4052

ΠΕ: 98/03/25

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/4419

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/08/27

ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

Τηλεπικοινωνίες και Ταχυδρομεία

394L0046

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2130

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/05/15

396L0002

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2221(2)

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/22

396L0019

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2217

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/12/02

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2241

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/24

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2076

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/05/27

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2108

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/07/03

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2072

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/05/27

396L0019

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2071

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/24

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2153

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/05/18

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2077

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/24

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2240

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/11

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2221(1)

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/21

ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

376L0207

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 90/2109

ΑΓ2-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/29

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 90/2226

ΠΕ2-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/24

377L0187

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 90/2144

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/07/16

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 89/0537

ΠΕ2-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 96/12/04

380L0987

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 86/0116

ΑΓ2-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/05/29

389L0391

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2015

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/04/22

ΔΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2134

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/06/19

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2193

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/10/19

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2135

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/03/04

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2136

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/09/29

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2137

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/10/19

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2138

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/02/13

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2139

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/30

ΑΥΣΤΡΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2149

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/01/12

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2140

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/06/18

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2173

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/04/15

ΣΟΥΗΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2182

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/06

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2141

ΣΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/01/26

390L0269

ΣΟΥΗΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2252

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/30

390L270

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2224

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/10

392L0085

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2352

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/11

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2353

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/18

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2354

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/11

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2356

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/18

ΣΟΥΗΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2359

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/30

398L0059

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 89/0536

ΠΕ2-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 96/12/04

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2018

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/05/18

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2327

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/16

ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ

Επίγειες μεταφορές, εμπορεύματα

392L106

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2145

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/10/16

393L0089

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2049

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/02/12

396L0026

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2269

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/10/29

Επίγειες μεταφορές, επιβάτες

391L0440

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2243

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/05/21

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2247

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/01/22

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2244

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/11/24

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2248

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/01/22

395L0019

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2168

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/10/16

Επίγειες μεταφορές, ασφάλεια-τεχνολογία

391L439

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2027

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/06/10

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2214

ΣΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/21

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2216

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/04/22

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2219

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/18

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2213

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/06/23

KΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Aριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2220

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/07

ΑΥΣΤΡΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2028

ΣΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/30

ΣΟΥΗΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2222

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/01/22

394L0055

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2079

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/06

Εναέριες μεταφορές, ασφάλεια και κοινωνικές πτυχές

391L670

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2143

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/03/05

Θαλάσσιες μεταφορές, ασφάλεια και τεχνικές πτυχές

393L0075

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2219

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/03/04

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2218

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/10/07

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2216

ΣΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/05/18

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2170

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/09/29

394L0057

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2023

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/02/24

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2211

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/03/04

Θαλάσσιες μεταφορές, λιμένες και κοινωνικές πτυχές

394L0058

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2049

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/04/06

ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ

389L0552

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 92/2159

ΑΓ 171 - 98/12/16

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 92/2164

Προσφυγή 98/6/24

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 92/2162

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 92/11/03

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ : 94/4750

ΠΡΟΣΦΥΓΗ Αναστολή : 98/6/24

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ : 96/2209

ΣΠΕ Αποστολή 97/10/28

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ : 95/4452

ΑΓ Αναστολή : 98/12/02

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφόρηση

390L0313

BΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/4372

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/10/30

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/2196

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/06/09

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4678

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/09/01

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2197

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/09/03

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2058

Αιτιολογημένη γνώμη τέλος του Αναστολή: 98/12/02

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/4682

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/06

Αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων

385L0337

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2003

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/06

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 90/4710

ΠΡΟΣΦΥΓΗ Απόφαση: 98/10/22

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 90/0129

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ-ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ-ΓΝΩΜΗ-Α: 98/12/18

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 89/0425

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 96/12/05

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 91/0794

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ-ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ-ΓΝΩΜΗ-Α: 98/09/29

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 91/2168

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/04/17

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 92/5033

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/10

Ύδατα

375L0440

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 89/0206

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ-ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ-ΓΝΩΜΗ-Α: 98/12/02

376L0160

ΔΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2195

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/11

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2197

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/11

376L0464

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 90/5220

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/06/12

378L0659

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 90/0211

ΠΕ2-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/07/03

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 92/2362

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/07/01

379L0869

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2035

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/06/24

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 89/4571

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 96/03/08

380L0068

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 89/0163

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/09/07

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2112

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/05/12

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2191

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/06

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 91/0772

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 96/10/15

386L0280

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 92/2358

ΠΕ2-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/11

391L0271

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2036

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/17

391L0676

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/2239

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/23

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/2237

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/09/29

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2201

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/17

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2231

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/04/28

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2232

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/02/19

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/2245

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/05/20

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2247

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/12

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2106

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/06/09

Φύση

379L0409

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2123

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 96/12/27

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 84/0121

ΠΡΟΣΦ2: 98/10/16

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/4084

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/05

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/4794

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/05

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 92/4279

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ-ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ-ΓΝΩΜΗ-Α: 98/06/18

Χημικά και βιοτεχνολογίες

386L0609

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2218

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/07/22

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2031

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/18

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 91/2216

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ-ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ-ΓΝΩΜΗ-Α: 98/12/17

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2190

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ-ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ-ΓΝΩΜΗ-Α: 98/06/09

390L0219

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2120

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/10/01

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2128

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/15

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2179

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/09/23

Απόβλητα

375L0442

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 90/0038

ΠΕ2-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/03/19

387L0101

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2115

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/12/02

394L0062

ΔΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/4515

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/06

Περιβάλλον και βιομηχανία

376L0464

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/4357

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/18

384L0360

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 92/2183

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/06/30

387L0217

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2166

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/10/15

389L0369

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2121

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/04/24

389L0429

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2122

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/04/24

Προστασία από τις ακτινοβολίες

384L0466

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 91/0723

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 96/01/24

384L0467

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 88/0487

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/12/10

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 88/0488

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 93/12/14

389L0618

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2276

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/12/10

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2041

Αιτιολογημένη γνώμη:: 98/12/09

390L0641

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/2097

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/12/10

ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ

392L0044

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2307

ΣΠΕ : 98/12/16

395L0062

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2218

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/11/21

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2220

ΑΓ : 98/12/02

397L0013

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2119

ΑΓ : 98/12/16

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2379

ΠΕ : 98/12/16

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2121

ΑΓ : 98/12/16

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2075

ΑΓ : 98/12/16

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2124

ΑΓ : 98/12/16

ΑΥΣΤΡΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2126

ΑΓ : 98/12/02

397L0033

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2131

ΑΓ : 98/12/16

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2122

ΑΓ : 98/12/16

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2125

ΑΓ : 98/12/02

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και δικαιώματα των πολιτών

368L0360 και 373L0148

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2100

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/05/18

393L0096

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2084

ΑΓ : 98/12/02

Δημόσιες συμβάσεις

389L0665

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2054

ΑΓ : 97/03/19

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/2236

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/12/10

390L0531 και 393L0037

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/4576

ΑΓ : 96/06/26

392L0013

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2082

ΠΡΟΣΦΥΓΗ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/06/17

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2071

ΑΓ : 96/06/26

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2084

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/08

392L0050, 393L0036 και 393L0037

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/2289

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/12/02

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/4522

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/10

393L0037

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2149

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/12/10

Ασφάλειες

392L0049

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2079

ΠΡΟΣΦΥΓΗ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/29

392L0049 και 392L0096

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2046

ΠΡΟΣΦΥΓΗ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/07

Χρηματοοικονομική πληροφόρηση και εταιρικό δίκαιο

378L0660

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2235

ΑΓ : 98/12/09

383L0349

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2238

ΑΓ : 98/12/09

390L0604

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2242

ΑΓ : 98/12/09

390L0605

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2243

ΑΓ : 98/12/09

Αστικό δίκαιο και πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών

386L0653

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2178

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/12/02

Νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα ως προς τα τυπικά προσόντα

375L0362

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 90/0981

ΣΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/10

377L0453

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2078

ΑΓ : 98/10/07

378L0686

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2179

ΠΡΟΣΦΥΓΗ : 98/12/02

386L0017

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 90/0349

ΠΡΟΣΦΥΓΗ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/23

389L0048

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2254

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/10/15

389L0594

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 92/2292

ΠΡΟΣΦΥΓΗ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/10

392L0051

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4918

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/23

ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ

Αμοιβαία συνδρομή

377L0799

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 90/6019

ΣΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/04/07

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2196

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/04/07

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΤΟΥΣ

390L0314

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2275

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/10/16

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2155

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/18

393L0013

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/2171

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/12/19

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2028

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/04/06

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2025

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/04/06

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2026

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/18

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/2170

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/04/06

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2027

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/04/06

ΣΟΥΗΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2032

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/21

394L047

ΣΟΥΗΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2008

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/23

ΜΕΡΟΣ 3: ΚΑΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ

Σημ. 1:

Σε αυτό το μέρος, οι ημερομηνίες αναφέρονται με τη μορφή έτος/μήνας/ημέρα. Οι συντμήσεις είναι ίδιες με αυτές του μέρους 1.

Σημ. 2:

Ο τρόπος ανάγνωσης των πληροφοριών που περιέχονται, στο εσωτερικό κάθε τομέα ή υπο-τομέα, στο παρόν μέρος του παραρτήματος είναι, ανά στήλες, από πάνω προς τα κάτω και από τα αριστερά προς τα δεξιά, γνωρίζοντας ότι ορισμένες φορές ο ίδιος φάκελος παράβασης χωρίζεται σε δύο στήλες.

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

Τεχνικά πρότυπα και προδιαγραφές

398L034

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2312

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/09/11

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/1134

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 96/12/20

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/0227

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 96/04/01

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 92/0956

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 95/09/07

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/0556

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 96/11/05

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/0555

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 96/11/05

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/0649

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 95/11/06

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/0102

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/03/26

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/0554

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 96/11/05

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/0009

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/01/28

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/0194

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/07/04

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/0193

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/07/04

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/0765

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/02/23

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/0199

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/17

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/0621

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 94/07/28

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/0007

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/02/04

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/0552

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 96/11/05

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/0007

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 95/02/22

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/0101

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/03/26

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/0100

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/03/26

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2313

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/09/22

Χημικά, πλαστικά, καουτσούκ

393L0015

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/4054

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/05/27

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/0663

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/09

Συσκευές υπό πίεση, ιατρικά μηχανήματα και μετρολογία

373L0023

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4272

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/01/30

388L378

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2102

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/09/29

389L0392

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/2279

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/04/23

389L0686

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2322

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/10/15

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/4480

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/09/24

390L0396

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/4294

ΠΕ: 96/10/16

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/4523

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/09/18

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2294

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/03/18

Κατασκευές

389L0106

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/4276

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ : 98/12/4

Είδη διατροφής

379L112

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/4129

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/09/04

380L777

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2189

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/25

383L0417

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2309

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/01/22

Φαρμακευτικά προϊόντα

365L0065

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4113

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 96/08/28

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/4658

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/02/06

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/4396

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/12/08

389L0105

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/4349

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/17

ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

380L723, 385L413 και 393L0084

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2253

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/11/21

396L0019 και 396L0002

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2237

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/17

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2100

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/17

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2148

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/17

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2072

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/05/27

ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

368L0360

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 92/2290

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 95/10/30

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4787

ΣΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/04

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4823

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/11/06

375L0117 και 379L0007

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 91/4668

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/05/18

ΓΕΩΡΓΙΑ

Κτηνιατρικός τομέας

364L0433 και 391L0498

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2022

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/02/09

364L0433

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2097

ΑΠΌΦΑΣΗ: 12.11.1998

364L0433, 372L0461, 389L0662 και 391L0495

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2152

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/05/26

364L0433, 371L0118, 377L0099, 391L0495, 392L0045 και 394L0065

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4080

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/24: SG(98)D/07276

372L0462, 385L0073, 390L0675 και 393L0118

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2006

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/09/09

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2011

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/12/18

385L0073 και 393L0118

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/2181

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/06/10

389L0108 και 391L0493

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2198

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/18

390L0667

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2216

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/05/26

Σπόροι προς σπορά και φυτά προς φύτευση

366L0401 και 370L0457

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2002

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/06/24

Τεχνικοί κανόνες

383L0189, 388L0182 και 398L0034

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2267

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/09/30

ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ

Επίγειες μεταφορές, εμπορεύματα

374L0561, 389L0048 και 389L0438

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/4116

ΣΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/09/16

392L0106

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4557

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/24

393L0089

ΑΥΣΤΡΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2059

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/05/29

Επίγειες μεταφορές, ασφάλεια-τεχνολογία

385L0003 και 396L0053

ΑΥΣΤΡΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/4571

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/09/03

Εναέριες μεταφορές, πολιτική εναέριας κυκλοφορίας

392L2407, 392L2408 και 392L2409

ΑΥΣΤΡΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2090

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/12/18

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2085

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/12/18

ΔΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2087

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/12/18

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2088

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/12/18

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2086

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/12/18

ΣΟΥΗΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2089

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/12/18

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2073

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/12/18

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2125

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/12/18

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2094

ΠΕ: 98/11/04

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2325

ΠΕ: 98/11/04

Εναέριες μεταφορές, ασφάλεια και κοινωνικές πτυχές

391L670

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4152

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/19

Θαλάσσιες μεταφορές, ασφάλεια και τεχνικές πτυχές

394L0057

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/4447

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/09/24

ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ

389L0552

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4452

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 96/01/24

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/4750

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/08/07

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφόρηση

390L0313

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/4055

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/10/28

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2093

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/06/30

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/4022

Αιτιολογημένη γνώμη: 98/03/25

Αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων

385L0337

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/4646

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/21

Ύδατα

375L0440

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 92/4200

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/10/28

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 92/2300

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/06/04

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2060

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/22

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2063

Αιτιολογημένη γνώμη: 98/10/07

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2067

Αιτιολογημένη γνώμη: 98/12/02

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2065

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/22

376L0160

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 86/0214

ΠΕ2-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/10/30

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 89/0416

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/08/05

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 89/0418

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 96/03/22

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 89/0317

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/05/23

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2107

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/05

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 87/0356

ΣΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 93/03/15

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2109

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/10/15

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2108

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/11

376L0464

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 89/2343

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/05/09

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 89/0303

ΠΕ2-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/18

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 90/0979

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/11/11

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 91/0620

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 95/07/06

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 91/0205

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/05/30

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 90/0960

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 96/06/25

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/4548

PΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/07/11

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 91/0206

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 93/05/18

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 91/0642

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 96/08/22

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 91/0207

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 96/06/18

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 90/4113

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/04/17

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 91/0556

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/07/17

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 91/0785

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/03/25

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 90/2190

ΣΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 95/01/19

379L0923

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 91/0743

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 96/07/01

380L0778

ΑΥΣΤΡΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2155

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/10/21

384L0156

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 92/2303

ΠΕ2-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/11

391L0271

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2012

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/17

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2069

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/11

391L0676

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2205

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/07/17

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/2240

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/02/19

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2192

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/10/21

Φύση

379L0409

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4435

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/09/29

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 92/4575

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/11

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 88/0295

ΠΕ2-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 96/03/08

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 91/4380

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 96/08/06

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/4466

Αιτιολογημένη γνώμη: 98/07/29

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 89/4910

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/04/03

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 91/0640

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 94/09/13

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 91/4599

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 95/07/03

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/04/30

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 92/4052

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/12/19

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 92/4527

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/12/19

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/4733

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/10/16

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2208

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/17

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2165

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/18

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4840

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/04/08

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 88/0172

ΣΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/07/14

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 87/0176

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 96/01/05

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/4479

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/03/02

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2206

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/17

392L0043

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2225

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/12/19

ΑΥΣΤΡΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2089

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/04/28

ΔΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2090

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/01/19

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2231

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/11/27

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2224

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/01/09

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2230

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/11/06

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2229

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/12/19

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2091

Αιτιολογημένη γνώμη: 97/10/15

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2226

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/11/12

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2228

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/12/16

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2092

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/12/19

Απόβλητα

375L0439 και 387L0101

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 90/5097

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/03/10

375L0442 και 391L0156

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 89/0138

ΠΡΟΣΦΥΓΗ 2: 97/11/17

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2159

ΣΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/02/24

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2190

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/09/29

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 90/0262

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/10/23

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/4085

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/06

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2177

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/21

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2180

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/10/21

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2178

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/05

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2182

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/10/21

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2179

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/06

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2185

Αιτιολογημένη γνώμη: 98/10/97

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2181

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/27

391L0157

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/2271

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/10/06

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/2277

ΠΕ2-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/17

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/2270

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/05/14

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/2273

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/06/10

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2073

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/06

391L0689

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2171

Αιτιολογημένη γνώμη: 98/12/02

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2174

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/17

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2176

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/17

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2178

Αιτιολογημένη γνώμη: 98/12/02

394L0062

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2175

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/10/15

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2189

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/26

ΣΟΥΗΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2184

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/23

Περιβάλλον και Βιομηχανία

382L0501

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/4865

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/07/11

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 91/2065

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/09/29

389L0369

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/4621

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/24

ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ

390L0388, 396L0019 και 397L0033

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2132

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/09/29

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και δικαιώματα των πολιτών

364L0221

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/4026

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/13

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/4899

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/22

373L0148

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4725

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/06/24

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4317

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/06/24

390L0364, 390L0365 και 390L0366

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/2218

ΠΡΟΣΦΥΓΗ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/25

393L0096

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/2215

ΠΡΟΣΦΥΓΗ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/06/16

Δημόσιες συμβάσεις

371L0305 και 393L0037

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2110

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/03/23

388L0295

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/0608

ΑΠΟΦΑΣΗ: 98/12/17

389L0440 και 389L0665

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4646

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/03/23

389L0665 και 393L0037

ΑΥΣΤΡΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4325

ΠΡΟΣΦΥΓΗ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 96/10/07

389L0665, 392L0050 και 393L0036

ΑΥΣΤΡΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/4698

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/12/02

390L0531, 392L0050, 393L0036, 393L0037 και 393L0038

ΑΥΣΤΡΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/4081

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/07

392L0050

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4379

ΑΓ : 96/07/24

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/4076

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/30

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/4543

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/05/15

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/4032

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/11/04

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/4230

ΣΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/22

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/5004

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/10

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/4463

ΣΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/29

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4052

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 96/09/24

392L0050 και 393L0036

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4415

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/11/11

393L0036

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4837

ΑΓ : 98/06/24

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4716

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/10

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/4623

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/17

393L0036 και 393L0037

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/4800

ΑΓ : 98/12/02

393L0037

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/4646

ΠΡΟΣΦΥΓΗ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 96/10/02

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2107

ΠΡΟΣΦΥΓΗ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/06/22

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2098

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/12/02

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/4218

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/09/09

393L0038

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2252

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/01/22

Τράπεζες

391L0308

ΑΥΣΤΡΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2121

ΠΡΟΣΦΥΓΗ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/28

Ασφάλειες

377L0092

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4242

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/29

384L0005

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2048

ΠΡΟΣΦΥΓΗ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/01/23

392L0049

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2108

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/01/22

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2112

ΠΡΟΣΦΥΓΗ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/06/02

Χρηματοοικονομική πληροφόρηση και εταιρικό δίκαιο

368L0151 και 378L0660

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 90/0322

ΑΠΟΦΑΣΗ: 98/09/29

384L0253

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2016

ΑΓ: 97/12/10

Νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα ως προς τα τυπικά προσόντα

368L0368

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/4176

ΠΡΟΣΦΥΓΗ : 97/12/10

377L0452 και 377L0453

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2068

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/10/22

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 91/4352

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/23

378L0686

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 87/0434

ΠΡΟΣΦΥΓΗ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/15

378L0686 και 378L0687

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 90/0411

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 92/08/06

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 90/0412

ΑΠΟΦΑΣΗ: 95/06/01

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2179

ΠΡΟΣΦΥΓΗ : 98/12/02

385L0384

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/4270

ΠΡΟΣΦΥΓΗ : 98/12/16

385L0432

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 91/0820

ΠΕ171-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/03/25

389L0048

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/4568

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/03/13

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4533

ΑΓ : 98/12/09

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 90/4379

ΠΡΟΣΦΥΓΗ : 98/06/24

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/4348

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/06/10

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4173

ΠΡΟΣΦΥΓΗ : 98/12/02

392L0051

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4816

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/07

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/4639

ΠΡΟΣΦΥΓΗ : 98/08/07

ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ

ΦΠΑ

377L0388

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2124

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/07/14

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2229

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/11/26

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2142

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/12/22

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2232

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/06

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2133

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/18

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2078

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/09/17

ΑΥΣΤΡΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2081

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/07

ΑΥΣΤΡΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2133

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/10/29

ΑΥΣΤΡΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2231

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/03/05

ΑΥΣΤΡΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2134

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/18

ΑΥΣΤΡΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/4733

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/01/22

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 96/2187

ΣΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/06/11

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2174

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/08

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 92/2073

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 96/04/17

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 90/0033

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/12/05

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2242

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/10/02

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2136

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/18

ΙΣΠΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2172

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/12/22

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2137

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/18

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2156

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/04

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4515

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/03/05

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4741

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/06/11

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/4391

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 96/06/11

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 88/0213

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/07/30

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 89/5085

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/12/30

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/4246

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/18

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/4401

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/24

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2103

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/06/18

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2215

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/17

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2104

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/24

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 88/0199

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/07/16

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 88/0200

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/10/21

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2138

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/04

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/4365

ΣΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/10

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/2290

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 96/09/05

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/2100

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/09/14

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 88/0201

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/12/04

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 93/2141

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 96/04/10

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2234

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/10/02

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2139

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/18

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/2099

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/10/14

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 88/0202

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/10/22

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2140

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/18

ΣΟΥΗΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/2141

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/18

ΣΟΥΗΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2188

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/24

377L0388 και 389L0465

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 92/2242

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 96/05/13

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 92/2241

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 96/09/24

377L0388 και 379L1072

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 92/4607

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/12/18

377L0388 και 392L0012

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2148

ΣΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/10/22

392L0077

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/2178

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/07/20

394L0005

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4689

ΣΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/10

Ειδικοί φόροι κατανάλωσης/φορολογία αυτοκινήτων

392L0012

ΑΥΣΤΡΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/4358

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/06

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/4860

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/12/15

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4625

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/02/04

392L0081

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2068

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/12/03

392L0082

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2071

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/06

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/4868

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/18

392L0083

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/4099

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/12/16

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2114

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 95/10/25

392L0012 και 392L0082

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/2251

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/11/04

392L0012 και 392L0083

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4404

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/12/22

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/4373

ΑΓ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/08/05

392L0012, 392L0083 και 392L0084

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/2151

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 97/12/22

383L0189 και 388L0182

ΙΤΑΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 97/0018

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/04/15

392L0079 και 395L0059

ΓΑΛΛΙΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 98/4061

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 98/07/29

395L0059

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/4034

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/06/11

Φόροι εισφοράς κεφαλαίων

369L0335

ΕΛΛΑΔΑ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 91/2193

ΠΡΟΣΦΥΓΗ: 98/11/26

Άμεσοι φόροι

390L0435

ΒΕΛΓΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 95/4973

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/08/07

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΤΟΥΣ

390L0088

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Αριθ. ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ: 94/2069

ΠΕ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ: 97/06/20

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

AΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΑΝ ΜΕΧΡΙ ΤΙΣ 31.12.1998 ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΑΚΟΜΑ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΙ

ΒΕΛΓΙΟ

Απόφαση της 27.9.1988, υπόθεση C-42/87

Απόφαση της 3.5.1994, υπόθεση C-47/93

Διακρίσεις όσον αφορά τη δημόσια χρηματοδότηση· τριτοβάθμια μη πανεπιστημιακή εκπαίδευση

Οι βελγικές αρχές διαβίβασαν αντίγραφο του διατάγματος της 1ης Οκτωβρίου 1998, που τροποποιεί τον νόμο σχετικά με την χρηματοδότηση και τον έλεγχο των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Το κείμενο αυτό είναι υπό εξέταση στις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Απόφαση της 19.2.1991, υπόθεση C-375/89

Ενίσχυση υπέρ της Idealspun/ Beaulieu

Η διαδικασία στο Cour d'Appel της Γάνδης, συνεχίζεται.

Απόφαση της 24.3.1994, υπόθεση C-80/92

Ελεύθερη κυκλοφορία των ασύρματων τηλεφώνων

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά.

Απόφαση της 10.9.1996, υπόθεση C-11/95

Μερική μεταφορά της οδηγίας "Τηλεόραση χωρίς σύνορα"

Η διαδικασία 171 συνεχίζεται.

Απόφαση της 20.2.1997, υπόθεση C-344/95

Όροι και λεπτομέρειες της χορήγησης καρτών διαμονής

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά.

Απόφαση της 20.3.1997, υπόθεση C-294/96

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 90/385/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τα ενεργά εμφυτεύσιμα ιατρικά βοηθήματα

Οι βελγικές αρχές ανακοίνωσαν το κείμενο του σχεδίου βασιλικού διατάγματος. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής αναμένουν την δημοσίευσή του.

Απόφαση της 29.5.1997, υπόθεση C-357/96

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 15/94/ΕΚ που τροποποιεί την οδηγία 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον

Η διαδικασία 171 συνεχίζεται.

Απόφαση της 12.3.1998, υπόθεση C-163/97

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 92/74/ΕΟΚ του Συμβουλίου, για τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 81/851/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα και τη θέσπιση συμπληρωματικών διατάξεων για τα ομοιοπαθητικά κτηνιατρικά φάρμακα

Η διαδικασία 171 κινήθηκε.

Απόφαση της 9.7.1998, υπόθεση C-323/97

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 94/80/CE του Συμβουλίου περί λεπτομερών κανόνων άσκησης του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι κατά τις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές από τους πολίτες της Ένωσης που κατοικούν σε κράτος μέλος του οποίου δεν είναι υπήκοοι

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά. Το νομοσχέδιο που μεταφέρει την οδηγία θα ψηφιστεί σύντομα.

Απόφαση της 9.7.1998, υπόθεση C-343/97

Μη συμμόρφωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς, αντίστοιχα, της οδηγίας 94/51/ΕΚ που τροποποιεί την οδηγία 90/219/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών και της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον

Η διαδικασία 171 κινήθηκε.

Απόφαση της 17.9.1998, υπόθεση C-323/96

Συμβάσεις δημοσίων έργων του κτηρίου Vlaamse Raad (έργα αποπεράτωσης και είδη υγιεινής)

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις βελγικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Απόφαση της 6.10.1998, υπόθεση C-79/98

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 94/69/ΕΚ για εικοστή πρώτη προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων ουσιών

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις βελγικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Απόφαση της 15.10.1998, υπόθεση C-268/97

Μη συμμόρφωση της βελγικής νομοθεσίας με την οδηγία 86/609/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία των ζώων που χρησιμοποιούνται για πειραματικούς και άλλους επιστημονικούς σκοπούς

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις βελγικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου

Απόφαση της 15.10.1998, υπόθεση C-283/97

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 92/73/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των οδηγιών 65/65/ΕΟΚ και 75/319/ΕΟΚ περί της προσέγγισης των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων για τα φάρμακα και τη θέσπιση συμπληρωματικών διατάξεων για τα ομοιοπαθητικά φάρμακα

Πρόσφατη απόφαση.

Απόφαση της 15.10.1998, υπόθεση C-326/97

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 95/27ΕΟΚ που τροποποιεί την οδηγία 86/662/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τον περιορισμό του θορύβου των υδραυλικών πτύων, των πτύων με καλώδια, των προωθητών γαιών, των φορτωτών και των φορτωτών- εκσκαφέων

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις βελγικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Απόφαση της 20.9.1990, υπόθεση C-5/89

Επιχείρηση Bug-Alutechnik· επιστροφή επιδότησης

Η διαδικασία προσφυγής που κινήθηκε από την επιχείρηση Hoogovens Aluminium Profiltechnik GMBH, συνεχίζεται ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht.

Απόφαση της 10.5.1995, υπόθεση C-422/92

Διάθεση αποβλήτων

Οι γερμανικές αρχές ανακοίνωσαν μέτρα που βρίσκονται υπό εξέταση στις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Απόφαση της 29.9.1998, υπόθεση C-191/95

Υποβολή ετήσιων λογαριασμών στο εμπορικό μητρώο

Οι γερμανικές αρχές έστειλαν σημείωμα στην Επιτροπή, ανακοινώνοντας ότι εξετάζουν, με τα Lander, τον τρόπο εκτέλεσης της απόφασης του Δικαστηρίου.

Απόφαση της 22.10.1998, υπόθεση C-301/95

Μη συμμόρφωση των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις γερμανικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Απόφαση της 12.11.98, υπόθεση C-102/96

Εμπόδια στις εισαγωγές αρσενικών χοίρων που προέρχονται από την Δανία

Πρόσφατη απόφαση.

ΕΛΛΑΔΑ

Απόφαση της 8.11.1990, υπόθεση C-53/88

Προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη

Η διαδικασία 171 συνεχίζεται.

Απόφαση της 7.4.1992, υπόθεση C-45/91

Απόβλητα, χωριό της Κρήτης

Έγινε προσφυγή στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 171 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ. Η προσφυγή συνοδεύεται από αίτημα χρηματικής ποινής.

Απόφαση της 23.3.1995, υπόθεση C-365/93

Αναγνώριση διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης

Έγινε προσφυγή στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 171 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ. Η προσφυγή συνοδεύεται από αίτημα χρηματικής ποινής.

Απόφαση της 2.5.1996, υπόθεση C-311/95

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών

Η αναστολή εκτέλεσης της προσφυγής στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 171 παράγραφος 2 της συνθήκης, αποφασίστηκε εν αναμονή της επίσημης ανακοίνωσης του Προεδρικού Διατάγματος 346/98, που μεταφέρει την οδηγία 92/50/EΟΚ.

Απόφαση της 2.7.1996, υπόθεση C-290/94

Πρόσβαση στις θέσεις απασχόλησης: διάκριση λόγω ιθαγένειας

Η διαδικασία 171 κινήθηκε και συνεχίζεται.

Απόφαση της 26.6.1997, υπόθεση C-329/96

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας

Η διαδικασία 171 συνεχίζεται.

Απόφαση της 22.10.1997, υπόθεση C-375/95

Φορολογία μεταχειρισμένων αυτοκινήτων

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά. Σχετικό νομοσχέδιο συζητείται στο Κοινοβούλιο.

Απόφαση της 27.11.1997, υπόθεση C-62/96

Όροι χορήγησης άδειας ή/και εγγραφή στα νηολόγια για τα αλιευτικά σκάφη και τα εμπορικά πλοία

Η διαδικασία 171 κινήθηκε.

Απόφαση της 11.6.1998, υπόθεση C-232/95

Ρύπανση των υδάτων της λίμνης Βεγορίτιδος

Η διαδικασία 171 κινήθηκε.

Απόφαση της 11.6.1998, υπόθεση C-233/95

Επικίνδυνες ουσίες στο υδάτινο περιβάλλον

Η διαδικασία 171 κινήθηκε.

Απόφαση της 15.10.1998, υπόθεση C-385/97

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 93/118/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την χρηματοδότηση των υγειονομικών επιθεωρήσεων και ελέγχων των νωπών κρεάτων και των κρεάτων πουλερικών

Πρόσφατη απόφαση.

Απόφαση της 29.10.1998, υπόθεση C-185/96

Διάκριση λόγω ιθαγένειας: αναγνώριση της ιδιότητας πολύτεκνου

Πρόσφατη απόφαση.

ΙΣΠΑΝΙΑ

Απόφαση της 2.8.1993, υπόθεση C-355/90

Διατήρηση πτηνών στη Santoña

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά. Υπάρχει ενδεχόμενη λύση.

Απόφαση της 22.3.1994, υπόθεση C-375/92

Περιορισμοί στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών των ξεναγών

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά στο επίπεδο των διαφόρων περιοχών.

Απόφαση της 17.7.1997, υπόθεση C-52/96

Μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά.

Απόφαση της 9.10.1997, υπόθεση C-21/96

Προστασία από τις ακτινοβολίες των ασθενών που υποβάλλονται σε ιατρικές εξετάσεις και θεραπευτική αγωγή

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά.

Απόφαση της 18.12.1997, υπόθεση C-360/95

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 91/371/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή της συμφωνίας μεταξύ της ΕΟΚ και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με την πρωτασφάλιση εκτός από την ασφάλιση ζωής

Οι ισπανικές αρχές ανακοίνωσαν τα μέτρα που βρίσκονται υπό εξέταση στις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Απόφαση της 18.12.1997, υπόθεση C-361/95

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την πρωτασφάλιση εκτός από την ασφάλιση ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά: οι υπηρεσίες της Επιτροπής περιμένουν την επίσημη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας.

Απόφαση της 12.2.1998, υπόθεση C-92/96

Κακή εφαρμογή των διατάξεων που προβλέπονται στην oδηγία 76/160/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της ποιότητος των υδάτων κολυμβήσεως όσον αφορά τα εσωτερικά ύδατα

Οι ισπανικές αρχές διαβίβασαν ένα μη σύμφωνο σχέδιο εξυγίανσης εσωτερικών υδάτων που εξετάζεται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Απόφαση της 7.5.1998, υπόθεση C-124/96

Απαλλαγή του ΦΠΑ όσον αφορά τις υπηρεσίες σχετικά με τις αθλητικές δραστηριότητες των αθλητικών κέντρων και των αθλητικών ομοσπονδιών.

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά.

Απόφαση της 28.5.1998, υπόθεση C-298/97

Μη ανακοίνωση των προγραμμάτων που απαιτούνται από το άρθρο 6 της οδηγίας 91/157/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές που περιέχουν ορισμένες επικίνδυνες ουσίες.

Η διαδικασία 171 κινήθηκε.

Απόφαση της 1.10.1998, υπόθεση C-71/97

Κακή εφαρμογή της οδηγίας 91/676/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης.

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις ισπανικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Απόφαση της 29.10.1998, υπόθεση C-114/97

Δραστηριότητες ιδιωτικής ασφαλείας.

Πρόσφατη απόφαση.

Απόφαση της 25.11.1998, υπόθεση C-214/96

Κακή εφαρμογή της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί ρυπάνσεως που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες πού εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητος (άρθρο 7: προγράμματα μείωσης της ρύπανσης)

Πρόσφατη απόφαση.

ΓΑΛΛΙΑ

Απόφαση της 27.4.1988, C-252/85

Άγρια πτηνά

Έγινε προσφυγή στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 171 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ. Η προσφυγή συνοδεύεται από αίτημα χρηματικής ποινής.

Απόφαση της 12.12.1990, υπόθεση C-263/88

Άρνηση του δικαιώματος εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών στα υπερπόντια εδάφη

Η διαδικασία 171 συνεχίζεται.

Απόφαση της 26.2.1991, υπόθεση C-154/89

Περιορισμοί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών των ξεναγών

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά. Οι γαλλικές αρχές θα κοινοποιήσουν το κείμενο του διατάγματος τερματίζοντας έτσι την παράβαση μόλις αυτό εγκριθεί.

Απόφαση της 11.6.1991, υπόθεση C-64/88

Αλιεία: κακός έλεγχος της τήρησης των τεχνικών μέτρων διατήρησης

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής συνεχίζουν την εξακρίβωση της πλήρους εφαρμογής της απόφασης του Δικαστηρίου.

Απόφαση της 13.3.1997, υπόθεση C-197/96

Νυκτερινή εργασία γυναικών

Η διαδικασία 171 συνεχίζεται.

Απόφαση της 9.12.1997, υπόθεση C-265/95

Εμπόδια στην εισαγωγή φραουλών από την Ισπανία

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής απευθύνθηκαν στις γαλλικές αρχές με σκοπό να τους υπενθυμίσουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από τη συνθήκη ΕΚ. Οι υπηρεσίες εξακριβώνουν την εφαρμογή της απόφασης του Δικαστηρίου στην πράξη.

Απόφαση της 12.2.1998, υπόθεση C-144/97

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 92/74/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 81/851/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα και τη θέσπιση συμπληρωματικών διατάξεων για τα ομοιοπαθητικά κτηνιατρικά φάρμακα

Η διαδικασία 171 κινήθηκε.

Απόφαση της 24.9.1998, υπόθεση C-35/97

Υπολογισμός της συμπληρωματικής σύνταξης των μεθοριακών εργαζομένων.

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις γαλλικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Απόφαση της 15.10.1998, υπόθεση C-284/97

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 93/40/ΕΟΚ για την τροποποίηση της οδηγίας 81/852/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα αναλυτικά, φαρμακοτοξικολογικά και κλινικά πρότυπα και πρωτόκολλα στον τομέα του ελέγχου των κτηνιατρικών φαρμακευτικών προϊόντων

Πρόσφατη απόφαση.

Απόφαση της 22.10.1998, υπόθεση C-184/96

Παρασκευάσματα με βάση το foie gras

Πρόσφατη απόφαση.

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Απόφαση της 12.6.1997, υπόθεση C-151/96

Εμπορικά πλοία- εγγραφή στο νηολόγιο

Η διαδικασία 171 κινήθηκε. Οι ιρλανδικές αρχές κοινοποίησαν τα νομοθετικά μέτρα που βρίσκονται υπό εξέταση στις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Απόφαση της 27.10.1998, υπόθεση C-364/97

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 93/103/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας κατά την εργασία στα αλιευτικά σκάφη

Πρόσφατη απόφαση.

Απόφαση της 17.12.1998, υπόθεση C-353/96

Συμβάσεις κρατικών προμηθειών: προμήθειες λιπασμάτων για λογαριασμό του Irish Forestry Board Ltd

Πρόσφατη απόφαση.

ΙΤΑΛΙΑ

Απόφαση της 12.7.1988, υπόθεση C-322/86

Απόφαση της 9.3.1994, υπόθεση C-291/93

Ποιότητα των υδάτων για ιχθυοκαλλιέργεια

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά.

Απόφαση της 26.2.1991, υπόθεση C-180/89

Περιορισμοί στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών των ξεναγών

Η διαδικασία 171 συνεχίζεται.

Απόφαση της 1.6.1995, υπόθεση C-40/93

Πρόσβαση στο επάγγελμα του οδοντιάτρου

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά.

Απόφαση της 29.2.1996, υπόθεση C-307/94

Μη ανακοίνωση των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας του Συμβουλίου που αποβλέπει στο συντονισμό των νομοθετικών διατάξεων σχετικά με ορισμένες δραστηριότητες του φαρμακευτικού τομέα

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά.

Απόφαση της 12.12.1996, υπόθεση C-302/95

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 92/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την επεξεργασία των αστικών λυμάτων

Αποφασίσθηκε η προσφυγή στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 171 παράγραφος 2. Η προσφυγή αυτή συνοδεύεται από αίτημα χρηματικής ποινής.

Απόφαση της 23.1.1997, υπόθεση C-314/95

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς αντίστοιχα της οδηγίας 74/63/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί καθορισμού των ανωτάτων ορίων περιεκτικότητας για τις ανεπιθύμητες ουσίες και προϊόντα στις ζωοτροφές, της οδηγίας 92/116/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την τροποποίηση και ενημέρωση της οδηγίας 71/118/ΕΟΚ περί των υγειονομικών προβλημάτων στον τομέα των συναλλαγών νωπών κρεάτων πουλερικών καθώς και της οδηγίας 92/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί μέτρων προστασίας από ορισμένες ζωονόσους

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά. Δύο από τις τρεις οδηγίες μεταφέρθηκαν. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής αναμένουν την δημοσίευση των μέτρων που μεταφέρουν την οδηγία 92/117/ΕΟΚ, για να θέσουν τον φάκελο στο αρχείο.

Απόφαση της 17.7.1997, υπόθεση C-43/97

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με το συντονισμό των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά.

Απόφαση της 4.12.1997, υπόθεση C-207/96

Νυκτερινή εργασία γυναικών

Η διαδικασία 171 κινήθηκε.

Απόφαση της 4.12.1997, υπόθεση C-225/96

Κακή εφαρμογή της οδηγίας 79/923/ΕΟΚ σχετικά με τα ύδατα για οστρακοκαλλιέργεια

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά.

Απόφαση της 18.6.1998, υπόθεση C-35/96

Καθορισμός του ύψους των υποχρεωτικών αμοιβών για όλους τους εκτελωνιστές στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών εκτελωνισμού

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις ιταλικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Απόφαση της 1.10.1998, υπόθεση C-285/96

Κακή εφαρμογή της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί ρυπάνσεως που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον τής Κοινότητος (άρθρο 7: προγράμματα μείωσης της ρύπανσης)

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επικοινώνησαν με τις ιταλικές αρχές για να πληροφορηθούν ποιά μέτρα σχεδιάζουν να λάβουν για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

Απόφαση της 2.7.1996, υπόθεση C-473/93

Διάκριση λόγω ιθαγένειας: πρόσβαση στις θέσεις απασχόλησης αντίστοιχα νοσοκόμων στα κρατικά νοσοκομεία, εκπαιδευτικού στη δημόσια εκπαίδευση, δημόσιου υπαλλήλου ή μισθωτού υπαλλήλου στους τομείς της έρευνας για μη στρατιωτικούς σκοπούς, των οδικών μεταφορών, των ταχυδρομείων και τηλεπικοινωνιών, της διανομής ύδατος, αερίου και ηλεκτρικού ρεύματος

Αποφασίσθηκε η προσφυγή στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 171 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ. Η προσφυγή αυτή συνοδεύεται από αίτημα χρηματικής ποινής.

Απόφαση της 11.6.1998, υπόθεση C-206/96

Έλλειψη προγραμμάτων για τη μείωση της ρύπανσης όσον αφορά τις 99 ουσίες που αναγράφονται στον κατάλογο II του παραρτήματος της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί ρυπάνσεως πού προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες πού εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον τής Κοινότητος

Οι αρχές του Λουξεμβούργου διαβίβασαν στην Επιτροπή ένα σχέδιο προβλεπόμενων μέτρων για την εκτέλεση της απόφασης το οποίο βρίσκεται υπό εξέταση στις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες.

Απόφαση της 16.7.1998, υπόθεση C-339/97

Περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών (οδηγία 94/51/ΕΚ)

Η διαδικασία 171 κινήθηκε.

Απόφαση της 29.10.1998, υπόθεση C-410/97

Μη ανακοίνωση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 92/29/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για την προώθηση βελτιωμένης ιατρικής περίθαλψης στα πλοία

Πρόσφατη απόφαση.

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Απόφαση της 19.5.1998, υπόθεση C-3/96

Μη τήρηση της υποχρέωσης δημιουργίας ειδικών ζωνών προστασίας που προβλέπονται από την οδηγία 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών

Η διαδικασία 171 κινήθηκε.

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Απόφαση της 28.5.1998, υπόθεση C-213/97

Ατελής ή λανθασμένη μεταφορά του άρθρου 3 και των παραρτημάτων I και II της οδηγίας 86/280/ΕΟΚ του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 88/347/ΕΟΚ σχετικά με τις οριακές τιμές και τους ποιοτικούς στόχους για τις απορρίψεις ορισμένων επικίνδυνων ουσιών

Η διαδικασία 171 κινήθηκε.

Απόφαση της 17.6.1998, υπόθεση C-214/97

Απουσία προγραμμάτων εξυγίανσης που προβλέπονται στο άρθρο 4 της οδηγίας 75/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της απαιτουμένης ποιότητος των υδάτων επιφάνειας που προορίζονται για την παραγωγή ποσίμου ύδατος

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά. Οι πορτογαλικές αρχές διαβίβασαν ένα οργανικό σχέδιο δράσης για την εξυγίανση των υδάτων επιφάνειας το οποίο βρίσκεται υπό εξέταση στις τεχνικές υπηρεσίες.

Απόφαση της 18.6.1998, υπόθεση C-183/97

Μη συμμόρφωση των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 80/68/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προστασίας των υπογείων υδάτων από τη ρύπανση που προέρχεται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά. Οι πορτογαλικές αρχές διαβίβασαν νομοθετικό διάταγμα που βρίσκεται υπό εξέταση στις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Απόφαση της 18.6.1998, υπόθεση C-208/97

Απουσία των προγραμμάτων των προβλεπόμενων από το άρθρο 4 της οδηγίας 84/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τις οριακές τιμές και τους ποιοτικούς στόχους όσον αφορά τις απορρίψεις υδραργύρου σε τομείς άλλους εκτός του τομέα της ηλεκτρολύσεως των χλωριούχων αλάτων των αλκαλίων

Η διαδικασία 171 κινήθηκε.

Απόφαση της 15.10.1998, υπόθεση C-229/97

Μη συμμόρφωση των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 79/869/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί των μεθόδων μετρήσεως και περί της συχνότητας των δειγματοληψιών και της αναλύσεως των επιφανειακών υδάτων τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ποσίμου ύδατος

Πρόσφατη απόφαση.

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Απόφαση της 18.2.1992, υπόθεση C-30/90

Άδειες για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά. Η θέσπιση του νέου νόμου "The Patents and Trade Marks Regulations 1998" θα επιτρέψει την θέση του φακέλου στο αρχείο.

Απόφαση της 14.7.1993, υπόθεση C-56/90

Ποιότητα των υδάτων του: Blackpool και Southport

Η διαδικασία 171 κινήθηκε.

Απόφαση της 8.6.1994, υπόθεση C-382/92

Μεταβιβάσεις επιχειρήσεων

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά.

Απόφαση της 8.6.1994, υπόθεση C-383/92

Ομαδικές απολύσεις

Ο φάκελος εξελίσσεται θετικά.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΠΟ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

1. Εφαρμογή του άρθρου 177 της συνθήκης ΕΚ

Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (παρακάτω καλούμενο "το Δικαστήριο") επελήφθη κατά τη διάρκεια του 1998, 264 προδικαστικών ερωτημάτων που του υποβλήθηκαν από τα εθνικά δικαστήρια τα οποία αντιμετώπισαν δυσκολίες ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου ή αμφιβολίες σχετικά με το κύρος κοινοτικής πράξης.

Ανάλογα με την καταχώρησή τους στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, τα προδικαστικά ερωτήματα δημοσιεύονται πλήρως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τον αριθμό των ερωτημάτων που τέθηκαν ανά κράτος μέλος κατά τη διάρκεια των τελευταίων εννέα ετών(1).

Εξέλιξη του αριθμού προδικαστικών ερωτημάτων ανά κράτος μέλος

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Η μεγάλη αύξηση του αριθμού των προδικαστικών υποθέσεων που υποβλήθηκαν από την Ισπανία οφείλεται σε 37 υποθέσεις - που συνεκδικάσθηκαν - αναφορικά με την ερμηνεία των κανόνων ΦΠΑ. Άλλες έξι ισπανικές προδικαστικές υποθέσεις αφορούσαν την προστασία των καταναλωτών, ιδίως στον τομέα των πωλήσεων επί πιστώσει.

Μετά την κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των προδικαστικών θεμάτων που υποβλήθηκαν από την Αυστρία το προηγούμενο έτος, μπορεί να διαπιστωθεί ότι για το 1998 ο αριθμός αυτός μειώθηκε περισσότερο από το μισό.

Μπορεί να σημειωθεί ότι, όπως και το 1997, δικαστήρια από κάθε κράτος μέλος έθεσαν ερωτήματα.

Το 1998 οι προδικαστικές αποφάσεις αποτελούσαν περίπου το 54 % του συνόλου των υποθέσεων που υποβάλλονται στο Δικαστήριο (485, εκ των οποίων 90 διαγράφηκαν από το πρωτόκολλο).

Οι ακόλουθοι πίνακες παρέχουν πληροφορίες για τον αριθμό των ερωτημάτων που υποβλήθηκαν από τις ανώτατες δικαστικές αρχές καθώς και την ακριβή προέλευση των ερωτημάτων αυτών.

Αριθμός προδικαστικών ερωτημάτων που τέθηκαν από τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια ανά κράτος μέλος για το 1998

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Προέλευση των ερωτημάτων που υποβλήθηκαν από τα ανώτατα δικαστήρια

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

2. Σημαντικές αποφάσεις οι οποίες εξεδόθησαν από τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια που αποφασίζουν σε τελευταίο βαθμό

2.1. Εισαγωγή

Η ανάλυση που ακολουθεί επιτρέπει να διαπιστωθεί η εξέλιξη της συνεκτίμησης του κοινοτικού δικαίου από τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια.

Η Επιτροπή μπόρεσε εκ νέου να έχει πρόσβαση στα δεδομένα που συλλέγονται από την υπηρεσία έρευνας και τεκμηρίωσης του Δικαστηρίου. Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε τοιουτρόπως επέτρεψε να προσδιορισθούν οι αποφάσεις που έχουν αποτελέσει εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, σημειώνοντας ότι οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα εθνικό δικαστήριο όφειλε να εφαρμόσει το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορούν να προσδιορισθούν χρησιμοποιώντας τις τράπεζες ηλεκτρονικών δεδομένων εάν δεν περιλαμβάνεται στην απόφαση παραπομπή σε κανόνα κοινοτικού δικαίου. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν μπορεί να προβεί σε συστηματική ανάλυση των πολυάριθμων αποφάσεων που εκδίδονται ανά έτος από τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια. Ενδεικτικά πρέπει να σημειωθεί ότι κάθε έτος, η υπηρεσία έρευνας και τεκμηρίωσης του Δικαστηρίου λαμβάνει γνώση περίπου 1200 αποφάσεων των δικαιοδοτικών οργάνων σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο.

2.2. Αντικείμενο των ερευνών

Οι έρευνες αφορούν αποφάσεις που εκδόθηκαν ή δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του έτους 1998 και πραγματοποιήθηκαν σε συνάρτηση με τα ακόλουθα ερωτήματα:

1. Ένα δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα, θα μπορούσε να αποφύγει να παραπέμψει ένα προδικαστικό ερώτημα για υπόθεση η οποία εγείρει θέμα ερμηνείας κοινοτικού δικαίου του οποίου η ερμηνεία δεν ήταν έκδηλης σαφήνειας;

Υπάρχουν άλλες αποφάσεις στο θέμα της προδικαστικής παραπομπής που αξίζει να αναφερθούν;

2. Ένα δικαστήριο θα μπορούσε να διαπιστώσει - αντίθετα με τον κανόνα που αναφέρεται στην απόφαση που εκδόθηκε στην υπόθεση 314/85, Foto-Frost(2) - την ακυρότητα πράξης κοινοτικού οργάνου;

3. Υπάρχουν αποφάσεις οι οποίες λόγω του παραδειγματικού ή "επαναστατικού" χαρακτήρα τους αξίζει να τονισθούν;

4. Υπάρχουν αποφάσεις που εφαρμόζουν τα συμπεράσματα των υποθέσεων "Francovich"(3), και "Brasserie du Pecheur/Factortame"(4) ;

Πρώτο ερώτημα

Στη Γερμανία, το Bundesfinanzhof με απόφαση της 11ης Ιουνίου 1997(5), έκρινε ότι δεν όφειλε να θέσει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο βάσει του άρθρου 177 εδάφιο 3 της συνθήκης ΕΚ, πριν την απόρριψη προσφυγής με θέμα την προτιμησιακή μεταχείριση των σχολικών δαπανών στο επίπεδο του φόρου εισοδήματος. Ο αιτών, κάτοικος Γερμανίας ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι στο πλαίσιο του φόρου εισοδήματος εκπίπτουν οι βαρύνουσες αυτόν σχολικές δαπάνες του υιού του, ο οποίος έχει γερμανική και βρετανική υπηκοότητα και φοιτά σε ιδιωτικό σχολείο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σύμφωνα με το Bundesfinanzhof, το άρθρο 19 παράγραφος 1, αριθ. 9 του νόμου για το φόρο εισοδήματος (Einkommensteuergesetz), βάσει του οποίου οι σχολικές δαπάνες των παιδιών που είναι εγγεγραμμένα σε ιδιωτικά σχολεία εκπίπτουν από το φόρο εισοδήματος, εφαρμόζεται μόνο σε ορισμένα ιδιωτικά σχολεία που υπάγονται στο εθνικό σύστημα εκπαίδευσης. Το Bundesfinanzhof αναφέρεται στη νομολογία του Δικαστηρίου(6) για να βεβαιώσει ότι η προτίμηση αυτή δεν παραβαίνει τα άρθρα 59 και 60 της συνθήκης ΕΚ διότι τα σχολεία αυτά δεν παρέχουν υπηρεσίες υπό την έννοια της συνθήκης ήτοι παροχές που κατά κανόνα προσφέρονται αντί αμοιβής. Πράγματι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι σχολικές δαπάνες για τη συμμετοχή στην εκπαίδευση στο πλαίσιο του εθνικού συστήματος εκπαίδευσης δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αμοιβή υπό την έννοια οικονομικής αντιπαροχής. Το Bundesfinanzhof διευκρινίζει ότι δεν έχει σημασία εάν το σχολείο είναι δημόσιο ή ιδιωτικό, διότι το αποφασιστικό στοιχείο συνίσταται στο γεγονός ότι ο νόμος σχετικά με το φόρο εισοδήματος αφορά μόνο τα ιδιωτικά σχολεία που έχουν ενσωματωθεί στο εθνικό σύστημα εκπαίδευσης· κάτι που δεν συνέβαινε στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Επίσης στη Γερμανία, το Bundesverfassungsgericht με απόφαση της 5ης Αυγούστου 1998(7), απέρριψε τη συνταγματική προσφυγή (Verfassungsbeschwerde) της Deutsche Bundespost Telecom κατά απόφασης του Bundesarbeitsgericht το οποίο διαπίστωνε ότι ο αποκλεισμός των εργαζομένων μερικής απασχόλησης από το επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα ήταν παράνομος διότι αντέβαινε τη γενική αρχή της ισότητας που εγγράφεται στο θεμελιώδη νόμο(8). Η Deutsche Bundespost Telecom, η οποία υποχρεώθηκε να χορηγήσει αναδρομικά δικαίωμα συνταξιοδότησης στους εργαζομένους αυτούς, κατέθεσε προσφυγή στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, προβάλλοντας την παράβαση της αρχής του "νόμιμου δικαστή" που προβλέπεται από το θεμελιώδη νόμο(9), με την αιτιολογία ότι το Bundesarbeitsgericht όφειλε, πριν εκδώσει απόφαση, να υποβάλει στο Δικαστήριο το ερώτημα εάν ο κοινοτικός κανόνας της μη αναδρομικότητας που διατυπώθηκε από την απόφαση Barber, της 17ης Μαΐου 1990(10) και περιλαμβάνεται στο πρωτόκολλο αριθ. 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (πρωτόκολλο Barber) αντιτίθεται στην αρχή της μη διακριτικής μεταχείρισης την οποία απαίτησε το Bundesarbeitsgericht για την περίοδο που προηγήθηκε της ημερομηνίας αυτής.

Το Bundesverfassungsgericht απέρριψε την προσφυγή. Οι περιστάσεις κατά τις οποίες το Bundesarbeitsgericht δεν προσέφυγε στο Δικαστήριο αποτελούν, κατά την πάγια νομολογία του, προσβολή της αρχής του νόμιμου δικαστή μόνο εάν το δικαστήριο τελευταίου βαθμού αψήφησε ριζικά τη νομολογία του Δικαστηρίου σε θέματα σχετικά με την επίλυση της διαφοράς ή εάν σε περίπτωση έλλειψης σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου το δικαστήριο τελευταίου βαθμού προδήλως υπερέβη τη διακριτική του εξουσία ως προς την υποχρέωση παραπομπής της υπόθεσης στο Δικαστήριο.

Το Bundesverfassungsgericht έκρινε ότι το Bundesarbeitsgericht είχε επαρκώς αιτιολογήσει την άρνηση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο. Πράγματι, το Δικαστήριο επανειλημμένως(11) έκρινε ότι ο περιορισμός των αποτελεσμάτων της απόφασης Barber στην περίοδο μετά τη 16η Μαΐου 1990 δεν εφαρμόζεται για τον αποκλεισμό των εργαζομένων μερικής απασχόλησης από το επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα. Το Bundesverfassungsgericht έκρινε βάσιμη τη θέση του Bundesarbeitsgericht σύμφωνα με την οποία εφόσον το πρωτόκολλο Barber αποβλέπει μόνο στη διευκρίνιση και τον περιορισμό του εύρους των αποτελεσμάτων της προαναφερόμενης απόφασης και δεν περιέχει κανένα κανόνα μεγαλύτερης εμβέλειας δεν υπήρχε λόγος υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο. Τέλος, το Bundesverfassungsgericht έκρινε ότι η κοινοτική αρχή της μη αναδρομικότητας δεν απέκλειε την εφαρμογή εθνικών κανόνων για τη μη διακριτική μεταχείριση. Συνεπώς, εκτίμησε ότι η θέση που υποστηρίχθηκε από το Bundesarbeitsgericht δεν συνιστούσε υπέρβαση της διακριτικής του εξουσίας.

Πρέπει να σημειωθεί απόφαση του αυστριακού Verwaltungsgerichtshof με την οποία απεσύρθη προδικαστικό ερώτημα που είχε υποβληθεί στο Δικαστήριο μετά την έκδοση από αυτό προδικαστικής απόφασης που απαντούσε σε παρόμοιο ερώτημα(12).

Τα αυστριακά δικαστήρια επελήφθησαν προσφυγής καθηγητή του πανεπιστημίου στον οποίο δεν είχε χορηγηθεί η μηνιαία προσαύξηση λόγω προϋπηρεσίας που προβλέπεται από τον αυστριακό νόμο σχετικά με τις αμοιβές των δημοσίων υπαλλήλων (Gehaltsgesetz). Μολονότι ο νόμος απαιτεί προϋπηρεσία δεκαπέντε ετών με την ιδιότητα του καθηγητή σε αυστριακό πανεπιστήμιο, ο αιτών είχε υποβάλει την αίτησή του αφού είχε ασκήσει ανάλογη δραστηριότητα μόνον επί δέκα έτη στην Αυστρία, με το επιχείρημα ότι διέθετε ενδεκαετή επαγγελματική πείρα ως καθηγητής σε άλλο κράτος μέλος. Υποστήριζε ότι η μη συνεκτίμηση της προϋπηρεσίας που πραγματοποιήθηκε στο εξωτερικό και η άρνηση για το λόγο αυτό της χορήγησης της προσαύξησης, που κατά την άποψή του αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της αμοιβής του, συνιστούσε έμμεση διάκριση και ως εκ τούτου η αρμόδια διοικητική υπηρεσία παρέβαινε το κοινοτικό δίκαιο, και κυρίως τα άρθρα 48 και 7 της συνθήκης ΕΚ.

Το Verwaltungsgerichtshof καταρχήν είχε υποβάλει το Δικαστήριο προδικαστική παραπομπή. Το Verwaltungsgerichtshof μετά την κοινοποίηση από το Γραμματέα του Δικαστηρίου της απόφασης Schöning(13), και αφού ζήτησε από τους διαδίκους τις παρατηρήσεις τους, απέσυρε τα προδικαστικά του ερωτήματα και έκρινε, σύμφωνα με την προαναφερόμενη απόφαση, ότι το μόνο ουσιώδες ερώτημα, ήτοι εάν η προσαύξηση προϋπηρεσίας αποτελεί μέρος της αμοιβής ή πριμοδότηση για την ανταμοιβή της πίστης των δημοσίων υπαλλήλων, υπάγεται αποκλειστικά στο εθνικό δίκαιο. Το Verwaltungsgerichtshof απέρριψε το αίτημα του προσφεύγοντος και αντίθετα με τη γνώμη που διατύπωσε στην προδικαστική παραπομπή του - ήτοι ότι η εν λόγω προσαύξηση δεν αποτελεί ούτε μέρος του μισθού ούτε πριμοδότηση για την πίστη - έκρινε ότι πρόκειται περισσότερο για πριμοδότηση για την πίστη που έχει ως στόχο να προσελκύσει στα αυστριακά πανεπιστήμια πρόσωπα που διαθέτουν ορισμένη πείρα και ότι επομένως, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, μία ανάλογη πριμοδότηση δικαιολογούσε τη διαπιστωθείσα διακριτική μεταχείριση.

Στην Ισπανία, το Tribunal Supremo, δικαστήριο που δικάζει σε τελευταίο βαθμό, επελήφθη ακυρωτικής προσφυγής εθνικών διατάξεων σχετικά με την κατάργηση των δημοσίων υπηρεσιών στοιβασίας και εκφόρτωσης των πλοίων, οι οποίες σύμφωνα με τους προσφεύγοντες ήταν αντίθετες με τις κοινοτικές διατάξεις στον τομέα του ανταγωνισμού. Το Tribunal Supremo δεν έκρινε αναγκαία την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο και τόνισε στην απόφασή του, της 27ης Απριλίου 1998, ότι δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί για τη συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο(14). Προσέθεσε ότι τα άρθρα 85, 86, 90 και 94 της συνθήκης ΕΚ, που αναφέρονται στην προσφυγή είναι επαρκώς σαφή και επομένως η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο δεν ήταν αναγκαία. Το Tribunal Supremo απέρριψε την προσφυγή διότι έκρινε ότι οι εν λόγω εθνικές διατάξεις ήταν συμβατές με το κοινοτικό δίκαιο.

Με απόφαση της 26ης Μαΐου 1998(15) σχετικά με τη μεταβίβαση επιχείρησης, το Εφετείο του Turku (Turun hovioikeus), στη Φινλανδία, απεφάνθη για την ερμηνεία του άρθρου 177 τρίτο εδάφιο της συνθήκης ΕΚ. Το Εφετείο έκρινε ότι, εφόσον αποτελεί δικαστήριο οι αποφάσεις του οποίου δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα από το εσωτερικό δίκαιο, είναι υποχρεωμένο να αποστείλει προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο αυτό. Η επιχειρηματολογία του φινλανδικού δικαστηρίου βασίζεται στο γεγονός ότι βάσει του φινλανδικού δικαίου η προσφυγή ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου εξαρτάται από την προηγούμενη χορήγηση άδειας από το δικαστήριο αυτό. Σύμφωνα με το κεφάλαιο 30 άρθρο 3 του φινλανδικού κώδικα δικονομίας (Oikeudenkäymiskaari), η άδεια αυτή χορηγείται μόνο εάν η εξέταση της υποβαλλόμενης υπόθεσης είναι αναγκαία για την εφαρμογή του εν λόγω νόμου σε παρόμοιες υποθέσεις ή για τη διατήρηση της ομοιομορφίας της νομολογίας. Επίσης, η άδεια μπορεί να χορηγηθεί εάν η απόφαση περιέχει σοβαρό διαδικαστικό ελάττωμα.

Το Εφετείο αφού θεώρησε ότι στο πλαίσιο του άρθρου 117 που αποβλέπει στη διασφάλιση της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, το τρίτο εδάφιο έχει κυρίως ως στόχο να εμποδίσει τη δημιουργία σε κράτος μέλος εθνικής νομολογίας που δεν συμφωνεί με τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, έκρινε ότι είναι υποχρεωμένο να αποστείλει παραπομπή. Σύμφωνα με το δικαστήριο αυτό η διαφορετική ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα σε περίπτωση άρνησης για τη χορήγηση άδειας προσφυγής από το Ανώτατο Δικαστήριο οι υποθέσεις που του υποβάλλονται να επιλύονται χωρίς κανένα δικαστήριο να υποχρεούται να παραπέμψει προδικαστικό ερώτημα. Η ερμηνεία αυτή δεν θα συμμορφωνόταν με το στόχο του άρθρου 177 τρίτο εδάφιο της συνθήκης ΕΚ.

Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση το Εφετείο αποφάσισε να μην υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο διότι η απόφαση μπορούσε να εκδικασθεί βάσει της υπάρχουσας νομολογίας σχετικά με την έννοια της μεταβίβασης επιχείρησης.

Με απόφαση της 20ής Μαΐου 1998(16) σχετικά με τους κανόνες ανταγωνισμού στον τομέα της σύναψης δημοσίων συμβάσεων το γαλλικό Conseil d'État, ακολουθώντας τα συμπεράσματα του επιτρόπου της κυβέρνησης, εξέδωσε απόφαση χωρίς να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο. Ο επίτροπος μολονότι αναγνώρισε αφενός ότι είναι δύσκολο να καθορισθεί η πραγματική εμβέλεια του άρθρου 6 της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ(17) και αφετέρου ότι ενόψει της μη σαφούς αυτής διάταξης οι δικαστές μπορεί να επιχειρήσουν να χρησιμοποιήσουν το άρθρο 177 της συνθήκης ΕΚ και να υποβάλουν προδικαστικό ερώτημα στον κοινοτικό δικαστή, τους κάλεσε να επιλύσουν οι ίδιοι το ζήτημα της ακριβούς εμβέλειας του άρθρου 6 της προαναφερόμενης οδηγίας με το επιχείρημα ότι η διάρκεια των προδικαστικών διαδικασιών είναι ασύμβατη με την απαίτηση για ταχεία διαδικασία των προσυμβατικών ασφαλιστικών μέτρων που εφαρμόζεται από το Conseil d'État στον τομέα της σύναψης δημοσίων συμβάσεων.

Σε υπόθεση που αφορούσε ερώτημα σχετικά με το κύρος κοινοτικής πράξης το ιταλικό Συμβούλιο Επικρατείας(18) βεβαίωσε ότι οφείλει ως διοικητικό δικαστήριο που εκδικάζει σε τελευταίο βαθμό να παραπέμψει ανάλογο προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο μόνο όταν η εν λόγω πράξη που εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση του φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράνομη ή όταν υπάρχουν εύλογες αμφιβολίες ως προς το κύρος της. Το γεγονός ότι ένας από τους διαδίκους αμφισβητεί το κύρος της πράξης ή ζητά τη δικαστική παραπομπή δεν αρκεί από μόνο του για να υποχρεώσει τον εθνικό δικαστή του τελευταίου βαθμού να υποβάλει την παραπομπή. Πράγματι σύμφωνα με το Συμβούλιο Επικρατείας, ο εθνικός δικαστής ακόμα και αν αποφασίζει σε τελευταίο βαθμό, οφείλει πάντοτε να εξακριβώνει τη σοβαρότητα του τιθέμενου ερωτήματος εκ μέρους ενός των διαδίκων και να το απορρίπτει εάν αυτό είναι προδήλως αβάσιμο.

Στις Κάτω Χώρες, το Hoge Raad με απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 1998(19), και χωρίς να προσφύγει σε προδικαστική παραπομπή, έκρινε ότι μία ιδιωτική ταχυδρομική εταιρεία δεν μπορεί να τύχει απαλλαγής του ΦΠΑ για τις δραστηριότητές της. Ο ολλανδικός νόμος για τον ΦΠΑ (Wet op de omzetbelasting) προβλέπει, όπως και η έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ για τον ΦΠΑ(20), απαλλαγή για τις υπηρεσίες που πραγματοποιούνται από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες. Επίσης, η έκτη οδηγία προβλέπει απαλλαγή για την πώληση γραμματοσήμων(21), χωρίς να διευκρινίζει εάν πρέπει να πρόκειται για υπηρεσίες που πραγματοποιούνται από δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες. Η τελευταία αυτή απαλλαγή δεν απαντάται στον ολλανδικό νόμο. Το Hoge Raad έκρινε ότι οι δραστηριότητες των ιδιωτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων της πώλησης γραμματοσήμων, υπόκεινται στον ΦΠΑ.

Πάντα στις Κάτω Χώρες σε υπόθεση(22) που αφορά την έγκριση από τις ολλανδικές αρχές μέτρων κατά της εξάπλωσης της ασθένειας ΣΕΒ, το Hoge Raad σημείωσε ότι μπορούσε εύλογα να έχει αμφιβολίες για την ερμηνεία του άρθρου 9 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/662/ΕΟΚ(23), σχετικά με τα μέτρα πρόληψης που πρέπει να ληφθούν από τα κράτη μέλη σε περίπτωση ασθενειών που μπορούν να προκαλέσουν σοβαρό κίνδυνο για τα ζώα ή την υγεία του ανθρώπου. Τα ολλανδικά μέτρα είχαν ληφθεί εν αναμονή της λήψης κοινοτικών μέτρων βάσει της προαναφερόμενης οδηγίας. Το Hoge Raad απεφάνθη στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων και επομένως δεν όφειλε να προσφύγει στο Δικαστήριο σε περίπτωση αμφιβολίας για το κοινοτικό δίκαιο. Το Hoge Raad θεώρησε ότι η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος ήταν άκαιρη δεδομένου ότι ήταν γνωστό ότι η απάντηση του Δικαστηρίου θα διδόταν μετά την έναρξη ισχύος παρόμοιων μέτρων που θα εγκρίνονταν σε κοινοτικό επίπεδο.

Δεύτερο ερώτημα

Δεν εντοπίστηκε από τις έρευνες απόφαση σχετική με το ερώτημα αυτό.

Τρίτο ερώτημα

Στη Γερμανία το Bundesverfassungsgericht απεφάνθη για την εμβέλεια του πρωτοκόλλου Barber(24). Τοιουτοτρόπως, με την απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 1997(25) που εκδόθηκε κατόπιν συνταγματικής προσφυγής από το Landesarbeitsgericht Hamburg, το Bundesverfassungsgericht κήρυξε αντισυνταγματικό το νόμο σχετικά με το επαγγελματικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων που απασχολούνται στην πόλη του Αμβούργου στο μέτρο που ο νόμος αυτός αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής του τα πρόσωπα που εργάζονται ανά εβδομάδα αριθμό ωρών μικρότερο του μισού του κανονικού αριθμού ωρών. Αν και ο νόμος δεν συνεπάγεται διακρίσεις που βασίζονται στο φύλο - τα εν λόγω γεγονότα δεν δείχνουν ότι η ομάδα προσώπων που αποκλείεται από αυτό το επαγγελματικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης αποτελείται στην πλειοψηφία από γυναίκες - είναι ωστόσο αντίθετος στη γενική αρχή της ισότητας. Πράγματι, αντίθετα από τα πρόσωπα που εργάζονται με πλήρη ή μερική απασχόληση, τα πρόσωπα που εργάζονται ανά εβδομάδα αριθμό ωρών μικρότερο του μισού του κανονικού αριθμού ωρών δεν έχουν δικαίωμα συνταξιοδότησης. Ο νόμος κηρύχθηκε αντισυνταγματικός επειδή η διάκριση αυτή δεν μπορούσε να αιτιολογηθεί.

Το Bundesverfassungsgericht έκρινε ότι το πρωτόκολλο Barber δεν αντιβαίνει στην έγκριση εθνικού κανόνα μη διακριτικής μεταχείρισης που έχει αναδρομικά αποτελέσματα διότι το πρωτόκολλο δεν αποβλέπει στη χρονική εφαρμογή των εθνικών συνταγματικών κανόνων. Επίσης, υπενθύμισε ότι το πρωτόκολλο Barber εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που διέπονται από το άρθρο 119 της συνθήκης ΕΚ, ήτοι όταν υπάρχει διακριτική μεταχείριση που βασίζεται στο φύλο. Και κατέληξε ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας της εν λόγω διάταξης δεν περιορίζονται χρονικά.

Επίσης, στη Γερμανία, το Bundesverfassungsgericht με απόφαση της 31ης Μαρτίου 1998(26), απέρριψε ως προφανώς αβάσιμες και επομένως απαράδεκτες διάφορες συνταγματικές προσφυγές (Verfassungsbeschwerden) που είχαν ως στόχο να εμποδίσουν την εισαγωγή του ευρώ στη Γερμανία. Οι προσφεύγοντες υποστήριζαν ότι το τρίτο στάδιο της νομισματικής ένωσης άρχιζε την 1η Ιανουαρίου 1999 χωρίς να πληρούνται τα κριτήρια σύγκλισης. Για να στηρίξουν την προσφυγή τους, επικαλέσθηκαν την παραβίαση του δικαιώματος συμμετοχής σε πολιτική συζήτηση με αντικείμενο τη διατύπωση της ευρωπαϊκής πολιτικής(27), καθώς και την παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος για την προστασία της ιδιοκτησίας(28) και την ελευθερία δράσης(29) με νομισματικά μέτρα που, κατά την άποψή τους είχαν αρνητικά αποτελέσματα για τα αγαθά και τη νομισματική αξία.

Το Bundesverfassungsgericht έκρινε ότι η απόφαση συμμετοχής της Γερμανίας στο τρίτο στάδιο της Νομισματικής Ένωσης ήταν επαρκώς δικαιολογημένη όσον αφορά τις δημοκρατικές αρχές και ότι η απόφαση αυτή δεν προσέβαλε τα συνταγματικά δικαιώματα των προσφευγόντων. Το Bundesverfassungsgericht, όπως είχε ήδη διαπιστώσει στην απόφασή του, της 12ης Οκτωβρίου 1993(30) για τη συμβατότητα του θεμελιώδους νόμου με το νόμο κύρωσης της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, έκρινε και πάλι ότι η συμμετοχή της Γερμανίας στη Νομισματική Ένωση που προβλέπεται από τη συνθήκη του Μάαστριχτ είναι συμβατή με τον προαναφερόμενο νόμο. Πράγματι, το Bundesverfassungsgericht, υπενθυμίζει ότι η μεταφορά αρμοδιοτήτων των γερμανικών αρχών προς τις ευρωπαϊκές αρχές, η οποία προκύπτει από τη συνθήκη, στηρίζεται στο άρθρο 88 του θεμελιώδους νόμου και στην έγκριση της συνθήκης από τις κοινοβουλευτικές αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 23 του προαναφερόμενου νόμου. Επιπλέον, η συνθήκη του Μάαστριχτ και ο θεμελιώδης νόμος παρέχουν στο Κοινοβούλιο και στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση την εξουσία θέσπισης εκτιμήσεων και προγνωστικών - που έχουν το χαρακτήρα πιθανοτήτων - σχετικά με την επίτευξη των κριτηρίων σύγκλισης. Βάσει του θεμελιώδους νόμου, η ευθύνη της μεταφοράς της νομισματικής κυριαρχίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα βαρύνει το νομοθέτη και η ευθύνη της εφαρμογής της βαρύνει την κυβέρνηση.

Υπό τους όρους αυτούς, καταλήγει το Bundesverfassungsgericht, δεν μπορούν οι προσφεύγοντες με την ιδιότητά τους ως κύριοι του νομίσματος να υποβάλουν προς έλεγχο σε αυτό την απόφαση για τη συμμετοχή της Γερμανίας στο τρίτο στάδιο της Νομισματικής Ένωσης, μέσω συνταγματικής προσφυγής.

Το Bundesverfassungsgericht απέρριψε με απόφαση της 22ας Ιουνίου 1998(31) συνταγματική προσφυγή με το ίδιο αντικείμενο παραπέμποντας στην απόφασή του, της 31ης Μαρτίου 1998.

Πάντα στη Γερμανία, το Bundesgerichtshof(32) με απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 1998 αναθεώρησε την προηγούμενη νομολογία του στον τομέα της συγκριτικής διαφήμισης για να λάβει υπόψη του την οδηγία 97/55/ΕΚ(33) σύμφωνα με την οποία η συγκριτική διαφήμιση είναι καταρχήν θεμιτή. Πριν την έναρξη ισχύος της οδηγίας αυτής, η νομολογία είχε εκτιμήσει ότι το πρώτο άρθρο του νόμου για τον αθέμιτο ανταγωνισμό απαγόρευε ως αρχή τη συγκριτική διαφήμιση, με εξαίρεση περιπτώσεις στις οποίες η σύγκριση δικαιολογείται και ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το Bundesgerichtshof, βασιζόμενο στη νομολογία του Δικαστηρίου(34), τόνισε, ότι πριν από την εκπνοή της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 97/55/ΕΚ, ήταν υποχρεωμένο να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο, στο μέτρο του δυνατού, σύμφωνα με τη νομολογία αυτή. Επομένως, το δικαστήριο αυτό επειδή το πρώτο άρθρο του νόμου για τον αθέμιτο ανταγωνισμό περιλαμβάνει γενική ρήτρα που επιδέχεται ευρείας ερμηνείας, αντέστρεψε ρητά την προηγούμενη νομολογία του και έκρινε ότι η συγκριτική διαφήμιση είναι καταρχήν θεμιτή όταν πληρούνται(35) οι διατυπωθέντες στην οδηγία όροι.

Στην απόφαση της 24ης Ιουνίου 1998 (G2/97), το αυστριακό Verfassungsgerichtshof ασχολήθηκε με τη σχέση μεταξύ της αρχής της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου και των καθηκόντων του Verfassungsgerichtshof στον τομέα του ελέγχου της νομιμότητας (ή της συνταγματικότητας) των εθνικών νομοθεσιών αναφορικά με την εθνική έννομη τάξη. Η υπόθεση αφορούσε το Burgenländisches Tourismus-förderungsgesetz 1992 (νόμος για την προώθηση του τουρισμού στο Burgenland), και κυρίως το άρθρο 27 παράγραφος 2 που καθόριζε την είσπραξη φόρου ο οποίος προορίζεται για την προώθηση του τουρισμού στο Burgenland βάσει του καθαρού προϊόντος "υπό την έννοια του Umsatzsteuergesetz" (νόμος για τον ΦΠΑ). Σε παρόμοιες υποθέσεις (νόμοι για την προώθηση του τουρισμό στη Στυρία, στο Τυρόλο και στην Καρινθία), το Verwaltungsgerichtshof είχε παραπέμψει προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΚ για να καθορισθεί εάν το άρθρο 33 παράγραφος 1 της έκτης οδηγίας ΦΠΑ (77/388/ΕΚ) απαγόρευε την είσπραξη ανάλογου φόρου (για να διευκρινισθεί επομένως εάν επρόκειτο για μορφή ή όχι του ΦΠΑ). Το Verfassungsgerichtshof, από την πλευρά του, δεν παρέπεμψε ανάλογο ερώτημα στο ΔΕΚ αλλά ασχολήθηκε με τον έλεγχο της νομιμότητας του νόμου αυτού αναφορικά με την εθνική έννομη τάξη. Δικαιολογεί τον τρόπο αυτό αντιμετώπισης με την παρατήρηση ότι δεν υπάρχει πιθανή σύγκρουση μεταξύ της ενδεχόμενης απόφασής του να ακυρώσει (ή όχι) ανάλογο νόμο και του γεγονότος ότι βάσει της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, ένας νόμος αντίθετος με το κοινοτικό δίκαιο καθίσταται αυτομάτως ανεφάρμοστος. Το Verfassungsgerichtshof παρατηρεί ότι στην περίπτωση που ένας νόμος δεν ακυρώνεται από αυτό λόγω ασυμβατότητας με το αυστριακό σύνταγμα, εναπόκειται στο ανώτατο δικαστήριο του αυστριακού δημοσίου δικαίου να διευκρινίσει το ερώτημα της συμβατότητας του νόμου αυτού με το κοινοτικό δίκαιο (ενδεχομένως με την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος). Στη συγκεκριμένη περίπτωση το Verfassungsgerichtshof κατέληξε στην ακύρωση του τμήματος της φράσης "υπό την έννοια του Umsatzsteuergesetz", διότι η εφαρμογή του τμήματος αυτού θα είχε ως αποτέλεσμα να υπάγονται σε φόρο προώθησης του τουρισμού στο Burgenland όχι μόνο το καθαρό προϊόν που αποκτάται στο Burgenland, αλλά το προϊόν από ολόκληρη την εθνική επικράτεια.

Στο Βέλγιο, το Cour de cassation με απόφαση της 12ης Ιουνίου 1998(36), επιβεβαίωσε απόφαση του Cour d'appel των Βρυξελλών(37) που είχε αναγνωρίσει το δικαίωμα, στο δικαιούχο των πνευματικών δικαιωμάτων στις οδηγίες χρήσης, να αντιταχθεί στην εμπορία, από παράλληλο εισαγωγέα, αυθεντικών προϊόντων που τέθηκαν νόμιμα στην κοινοτική αγορά, συνοδευόμενα από φωτοτυπίες των πρωτότυπων οδηγιών χρήσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο παράλληλος εισαγωγέας είχε επισυνάψει τις φωτοτυπίες των οδηγιών χρήσης που είχαν υλοποιηθεί από το δικαιούχο στην επιβαλλόμενη γλώσσα για να συμμορφωθεί με το βελγικό νόμο σχετικά με την εμπορική πρακτική που του επέβαλε να συντάξει τις οδηγίες χρήσης στην ή στις γλώσσες της περιοχής όπου τα προϊόντα τίθενται στο εμπόριο. Το Cour d'appel εφάρμοσε κατά αναλογία στα πνευματικά δικαιώματα τη νομολογία που θεσπίστηκε από το Δικαστήριο στις υποθέσεις Hoffmann-La Roche και Bristol-Meyers Squibb(38) στο τομέα του δικαίου των σημάτων. Ο παράλληλος εισαγωγέας στην αναίρεσή του αμφισβητούσε την εφαρμογή της νομολογίας αυτής στα πνευματικά δικαιώματα, θεωρώντας ότι οι όροι που καθορίστηκαν από το Δικαστήριο στις αποφάσεις αυτές, για να επιτραπεί στον δικαιούχο δικαιώματος σήματος να αντιταχθεί στην εμπορία, από παράλληλο εισαγωγέα, προστατευόμενων προϊόντων, θεσπίστηκαν ενόψει του ειδικού χαρακτήρα των εν λόγω προϊόντων, ήτοι φαρμακευτικών προϊόντων. Ο συλλογισμός του Cour d'appel, που απέρριψε την επιχειρηματολογία αυτή επιβεβαιώθηκε από το Cour de cassation.

Το Ανώτατο Δικαστήριο της Δανίας, με απόφαση της 6ης Απριλίου 1998(39), επιβεβαίωσε την απόφαση που εξέδωσε το Østre Landsret(40) με την οποία απερρίφθη αίτηση που απευθυνόταν κατά του δανού Πρωθυπουργού από έντεκα δανούς πολίτες, που υποστηρίζονταν από επτακόσιους εβδομήντα επτά παρεμβαίνοντες σχετικά με τη συνθήκη του Μάαστριχτ. Οι αιτούντες αμφισβητούσαν τη συνταγματικότητα της μεταφοράς αρμοδιοτήτων από τις δανικές αρχές στα κοινοτικά όργανα. Το άρθρο 20 παράγραφος 1 του συντάγματος προβλέπει ότι "οι αρμοδιότητες που διαθέτουν οι αρχές του Βασιλείου κατά τους όρους του παρόντος συντάγματος μπορούν να μεταφερθούν με νόμο και στο μέτρο που θα καθορισθεί, σε διεθνείς αρχές που θα δημιουργηθούν βάσει αμοιβαίας συμφωνίας με άλλα κράτη για την προώθηση της διεθνούς συνεργασίας και έννομης τάξης". Οι αιτούντες υποστήριζαν ότι η μεταφορά των αρμοδιοτήτων που προκύπτει από τη συνθήκη ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από τη συνθήκη του Μάαστριχτ, είναι αόριστη και ότι κατά συνέπεια δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί με νόμο βάσει του προαναφερόμενου άρθρου 20. Κατά την άποψή τους μόνο η τροποποίηση του συντάγματος βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο του 88 θα επέτρεπε ανάλογη μεταφορά.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την επιχειρηματολογία αυτή και επισήμανε κυρίως "ότι τα δανικά δικαστήρια πρέπει να κηρύξουν ανεφάρμοστη κοινοτική πράξη στη Δανία, στην εξαιρετική περίπτωση όπου διαπιστωνόταν, με κάθε απαιτούμενη βεβαιότητα, ότι κοινοτική πράξη της οποίας το κύρος επιβεβαιώθηκε από το ΔΕΚ βασίζεται σε εφαρμογή της συνθήκης που υπερέβη το πεδίο των αρμοδιοτήτων που μεταφέρθηκαν με το νόμο προσχώρησης. Το ίδιο ισχύει καθ' αναλογία και όσον αφορά τους κανόνες και τις αρχές του κοινοτικού δικαίου που βασίζονται στη νομολογία του ΔΕΚ".

Σε υπόθεση που αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 48 και 67 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου, το Tribunal Supremo, στην Ισπανία, αναγνώρισε με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1997(41), την υπεροχή της νομολογίας του Δικαστηρίου. Η ισπανική νομοθεσία στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης προβλέπει, για τους ανέργους άνω των 52 ετών, παροχή της οποίας η χορήγηση εξαρτάται από τη συμπλήρωση της περιόδου ασφάλισης που δημιουργεί δικαίωμα συνταξιοδότησης γήρατος. Το Tribunal Supremo, στην προηγούμενη νομολογία του είχε απορρίψει τα αιτήματα χορήγησης που είχαν υποβληθεί από πρόσωπα που είχαν συμπληρώσει ανάλογες περιόδους σε άλλο κράτος μέλος, εκτιμώντας ότι ελλείψει συνεισφορών στην Ισπανία δεν πληρούνταν οι όροι χορήγησης. Το Tribunal Supremo διόρθωσε τη νομολογία αυτή που είναι αντίθετη με τη νομολογία του Δικαστηρίου, αναγνωρίζοντας ρητά την υπεροχή του.

Με απόφαση της 20ής Ιανουαρίου(42), το Tribunal Supremo απέρριψε την προσφυγή υπηκόου κράτους μέλους στον οποίο δεν επεστράφησαν τα κατασχεθέντα ποσά στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που βασιζόταν σε εθνική ρύθμιση που κρίθηκε ασύμβατη με το κοινοτικό δίκαιο μετά από προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου(43). Το Tribunal Supremo αρνήθηκε την επιστροφή, τονίζοντας όταν το Δικαστήριο θεωρεί μία εθνική διάταξη ασύμβατη με το κοινοτικό δίκαιο, η απόφαση αυτή δεν έχει αναδρομικό αποτέλεσμα έναντι του εθνικού δικαίου και επομένως η κατάσχεση που ήδη πραγματοποιήθηκε, αν και υλοποιήθηκε με βάση διάταξη που κηρύχθηκε ασύμβατη με το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επιστροφής.

Σε άλλες δύο αποφάσεις το Tribunal Supremo αρνήθηκε να αναγνωρίσει άμεσο οριζόντιο αποτέλεσμα στην οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου(44) σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές. Αν και ανάλογο αποτέλεσμα αναγνωρίστηκε σε διάφορες αποφάσεις που εκδόθηκαν το 1997 και το 1998(45), το Tribunal Supremo, με απόφαση της 31ης Ιανουαρίου(46), αρνήθηκε κατά ρητό τρόπο το άμεσο οριζόντιο αποτέλεσμα της εν λόγω οδηγίας και περιορίστηκε να αναγνωρίσει τη σημασία της για την ερμηνεία του εθνικού δικαίου σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο. Στην απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1998(47), αν και δήλωσε ότι στην προηγούμενη νομολογία του είχε αναγνωρίσει άμεσο οριζόντιο αποτέλεσμα στην εν λόγω οδηγία, το Tribunal Supremo αρκέστηκε να εκφράσει αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα αποδοχής παρόμοιου αποτελέσματος. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση απεφάνθη, με βάση όχι την οδηγία αλλά τον ισπανικό νόμο της 13ης Απριλίου 1998(48) για τους γενικούς όρους των συμβάσεων, που προβλέπει όπως και η οδηγία, την απαγόρευση των καταχρηστικών ρητρών.

Στη Γαλλία, το Conseil d'État με απόφαση της Assemblée(49), παρέκαμψε τους εθνικούς κανόνες που εφαρμόζονται κατά τη σύναψη συμβάσεων εκχώρησης δημοσίων έργων λόγω της ασυμβατότητάς τους με τους στόχους της οδηγίας 89/440/ΕΟΚ(50). Ο προσφεύγων ζητούσε από το Conseil d'État να ακυρώσει απόφαση του Tribunal administratif της Λυών με την οποία απερρίφθη η αίτησή του ακύρωσης της απόφασης του Conseil de la Communauté urbaine της Λυών σχετικά με την εκχώρηση εκτέλεσης και εκμετάλλευσης οδικού έργου. Σύμφωνα με τον προσφεύγοντα εφόσον οι εθνικοί κανόνες που εφαρμόζονται στη σύναψη συμβάσεων εκχώρησης δημοσίων έργων δεν προέβλεπαν μέτρα δημοσιότητας είναι ασύμβατες με τους στόχους της οδηγίας 71/305/ΕΟΚ(51), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 89/440/ΕΟΚ, αν και αυτή κατά την ημερομηνία της επίδικης απόφασης(52) δεν είχε ακόμα μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο της Γαλλίας.

Το Conseil d' État έκρινε ότι οι εν λόγω εθνικοί κανόνες στο μέτρο που δεν προέβλεπαν μέτρα δημοσιότητας δεν ήταν συμβατοί με τους στόχους της οδηγίας 89/440/ΕΟΚ και επομένως δεν μπορούσαν να αποτελέσουν νόμιμη βάση για την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εγκρίθηκε υπό παράτυπες προϋποθέσεις.

Η απόφαση αυτή επιβεβαιώνει την τάση της Haute Assemblée να προσδίδει το μεγαλύτερο δυνατό αποτέλεσμα σε κοινοτική οδηγία(53), ακόμα και αν αυτή δεν έχει μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο εντός των προθεσμιών(54).

Με την απόφασή του αριθ. 88-400 DC(55), το γαλλικό Conseil constitutionnel κήρυξε σύμφωνο με το σύνταγμα τον οργανικό νόμο που καθορίζει τους όρους εφαρμογής του άρθρου 88-3 του συντάγματος σχετικά με την άσκηση, από τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διαμένουν στη Γαλλία, εκτός από τους γάλλους υπηκόους, του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές και μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία 94/80/ΕΚ(56).

Το Conseil constitutionnel, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του, από την απόφαση "IVG" του 1975(57), εκτιμά ότι παρά την αρχή της υπεροχής των διεθνών συνθηκών ή συμφωνιών επί των νόμων, που εγγράφεται στο άρθρο 55 του συντάγματος, οι συνθήκες δεν αποτελούν μέρος των κανόνων αναφοράς του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων που ασκείται από αυτό. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρέβαλε τον οργανικό νόμο με το κοινοτικό δίκαιο τόσο το πρωτογενές όσο και το παράγωγο. Όμως, λόγω της συνταγματικής πηγής της εξέτασης αυτής(58), η θέση που εγκρίθηκε από το Conseil constitutionnel δεν πρέπει να εκληφθεί ως αμφισβήτηση της αρχής που διατυπώθηκε από τη νομολογία "IVG" αλλά ως απλή εξαίρεση στην παραδοσιακή νομολογία.

Το γαλλικό Cour de cassation, στις 7 Απριλίου 1998 (υπόθεση Laubeuf) ακύρωσε την απόφαση του Tribunal de grande instance, της 6ης Ιουλίου 1995. Η διαφορά αφορούσε το φορολογικό αίτημα της εταιρείας Laubeuf, το οποίο υποβλήθηκε εκτός εθνικής προθεσμίας, ήτοι μετά την 31η Δεκεμβρίου του δεύτερου έτους που ακολουθεί το έτος καταβολής του επίδικου φόρου. Ωστόσο, το Tribunal de grande instance κήρυξε παραδεκτό το αίτημα αυτό κατ' εφαρμογή της νομολογίας Emmott(59). Παρόλα αυτά, το Cour de Cassation ακύρωσε την απόφαση διότι έκρινε ότι έπρεπε να εφαρμοστεί η απόφαση Fantask(60) που είχε εκδοθεί εν τω μεταξύ.

Επίσης στη Γαλλία, μία απόφαση του Conseil d'Etat, της 20ής Φεβρουαρίου 1998, σχετικά την Ville de Vaucresson, θέτει το ενδιαφέρον ερώτημα εάν κείμενο που μεταφέρει μία οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο μπορεί να προβλέπει μεταβατικές διατάξεις, οι οποίες θα έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της οδηγίας μετά την προθεσμία μεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 85/337/ΕΟΚ για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον αποκλείει τη μη υπαγωγή των διαδικασιών που αναλήφθηκαν μετά την ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο, στο πεδίο εφαρμογής της(61). Δεν απεφάνθη για την δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας σε τρέχουσες περιπτώσεις κατά τη τελευταία ημερομηνία μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Αντίθετα με τη θέση που υποστήριξε η Επιτροπή, ο Γενικός Εισαγγελέας έκρινε ότι τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρέσουν από την περιβαλλοντική εκτίμηση τα έργα των οποίων η διαδικασία έγκρισης είχε ξεκινήσει πριν από την τελευταία ημερομηνία μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο.

Το Conseil d'Etat ακολούθησε τη γραμμή αυτή όσον αφορά μία οδηγία σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων δημοσίων έργων. Το διάταγμα μεταφοράς προβλέπει ότι δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις των οποίων ο δικαιούχος καθορίστηκε πριν την 22α Ιουλίου 1990 και ο οποίος ως αντιπαροχή ξεκίνησε προκαταρκτικές μελέτες και έργα. Σύμφωνα με τον επίτροπο της κυβέρνησης στο Conseil d'Etat, "η απαίτηση άμεσης εφαρμογής των νέων υποχρεώσεων δημοσιότητας που επιβάλλονται από την οδηγία για τα έργα θα αντέβαινε την αρχή της έννομης ασφάλειας και της τήρησης της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, λαμβανομένων υπόψη του βάρους, της βραδύτητας και της πολυπλοκότητας των διαδικασιών που οδηγούν στη χορήγηση της ανάθεσης έργων, γεγονός που θα υπέθετε την ενδεχομένη επανεξέταση του δικαιούχου της εκχώρησης". Το Conseil d'Etat θεωρεί ότι οι επίδικες διατάξεις δεν είναι αντίθετες στους στόχους των σχετικών οδηγιών στο μέτρο που η προβλεπόμενη παρέκκλιση αφορά μόνο τις συμβάσεις για τις οποίες, πριν την ημερομηνία κατά την οποία η οδηγία θα άρχιζε να παράγει αποτελέσματα, η αναθέτουσα αρχή είχε ήδη δεσμευθεί ως προς την επιλογή εκδοχέα και είχε απαιτήσει από αυτόν την εκτέλεση ορισμένων μελετών και έργων.

Στην Ιταλία, το Corte Costituzionale εξετίμησε την επίπτωση του κοινοτικού δικαίου στις εθνικές διατάξεις σχετικά με την πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Επελήφθη του θέματος της συνταγματικότητας μιας νομοθετικής διάταξης που αναγνωρίζει στον υπουργό πανεπιστημίων και επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας την εξουσία να ρυθμίζει την πρόσβαση στις ειδικευμένες σχολές και στα πανεπιστημιακά μαθήματα και να προβλέπει numerus clausus για την εγγραφή στα ιδρύματα αυτά(62). Το θέμα τίθεται, ιδίως, σε σχέση με τις διατάξεις του συντάγματος που αναθέτουν αποκλειστικά στον νομοθετικό τομέα τη διοργάνωση των σπουδών και την πρόσβαση στην εκπαίδευση. Η ανάθεση, στον υπουργό, της διακριτικής εξουσίας για την εισαγωγή numerus clausus, ελλείψει προηγούμενου καθορισμού, από τον νομοθέτη, των γενικών αρχών της ρύθμισης σχετικά με την πρόσβαση στο πανεπιστήμιο, συνεπάγεται καταχρηστική μείωση της εξουσίας του νομοθετικού τομέα προς όφελος της κανονιστικής αρχής.

Το Corte Costituzionale υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το σύνταγμα, τα κριτήρια πρόσβασης στο πανεπιστήμιο, και κατά συνέπεια η εισαγωγή numerus clausus, υπάγονται στον νομοθετικό τομέα, αλλά ότι ο νόμος μπορεί να αφήσει στην εκτελεστική εξουσία τη φροντίδα συμπλήρωσης των καθοριζόμενων από αυτόν ουσιωδών κανόνων. Επομένως, για να συμφωνεί η εξουσιοδότηση που παρέχεται στον υπουργό με την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, πρέπει να καθορίζονται εκ των προτέρων, με διάταξη επιπέδου νόμου, τα κριτήρια που επιτρέπουν τον καθορισμό των σχολών και των μαθημάτων στα οποία μπορεί να περιορίζεται η πρόσβαση. Το Corte Costituzionale διαπιστώνει ότι ο εθνικός νομοθέτης δεν καθόρισε τα κριτήρια που οριοθετούν την διακριτική εξουσία της διοίκησης στον εν λόγω τομέα. Ωστόσο, διευκρινίζει ότι το νομικό πλαίσιο στο οποίο πρέπει να αναζητηθούν αυτά τα κριτήρια περιλαμβάνει επίσης τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου που αφορούν τη διοργάνωση των πανεπιστημιακών σπουδών, ειδικότερα τις οδηγίες που αφορούν την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων και αποβλέπουν στη διευκόλυνση της πραγματικής άσκησης της ελεύθερης εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών για τα επαγγέλματα του γιατρού, του κτηνίατρου, του οδοντίατρου και του αρχιτέκτονα(63). Αυτές επιβάλλουν στο κράτος υποχρέωση αποτελέσματος που συνίσταται στην εξασφάλιση του ότι πληρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις θεωρητικής και πρακτικής κατάρτισης που ορίζουν. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η δυνατότητα που προβλέπει ο ιταλός νομοθέτης, δηλαδή η εισαγωγή numerus clausus για τις σχολές και τα μαθήματα που εξασφαλίζουν τις καταρτίσεις που αναφέρονται στις οδηγίες αυτές, είναι απλώς ένα μέσο, κατά την έννοια του άρθρου 189 της συνθήκης ΕΚ, για την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκουν οι εν λόγω οδηγίες. Η υπουργική εξουσία περιορισμού της πρόσβασης στα πανεπιστημιακά μαθήματα εντάσσεται επομένως σε ένα κανονιστικό πλαίσιο ανώτερου επιπέδου το οποίο, παρέχοντας τα κριτήρια επιλογής των μαθημάτων περιορισμένης πρόσβασης, αφαιρεί κάθε αυθαίρετο χαρακτήρα από την εν λόγω εξουσία. Κατά συνέπεια, το θέμα της συνταγματικότητας της οικείας νομοθετικής διάταξης κρίθηκε ως αβάσιμο.

Στην Ιταλία επίσης, το Corte di Cassazione(64) αποφάνθηκε σχετικά με το αν συμβιβάζονται οι οδηγίες 78/686/ΕΟΚ και 78/687/ΕΟΚ(65), όπως αυτές ερμηνεύθηκαν από το Δικαστήριο στην απόφασή του, της 1ης Ιουνίου 1995(66), με τις συνταγματικές αρχές ίσης μεταχείρισης και δικαιώματος στην εργασία. Οι προσφεύγοντες, πτυχιούχοι ιατρικής, επικαλέστηκαν την εφαρμογή ενός εθνικού νόμου που τους επέτρεπε την άσκηση των δραστηριοτήτων οδοντιάτρου, παρά το γεγονός ότι είχαν αρχίσει την πανεπιστημιακή κατάρτισή τους στην ιατρική μετά την τελευταία προθεσμία που καθορίζεται από το άρθρο 19 της οδηγίας 78/686/ΕΟΚ. Αυτή η εθνική διάταξη είχε κριθεί ασυμβίβαστη με τις εν λόγω οδηγίες με την προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου που είχε διαπιστώσει την παραβίαση από μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας των υποχρεώσεων που υπέχει από τις εν λόγω οδηγίες.

Συνοψίζοντας τους προσανατολισμούς του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ της κοινοτικής και της εσωτερικής έννομης τάξης, το Corte di Cassazione υπενθύμισε ότι αυτές είναι διαφορετικές έννομες τάξεις, οι οποίες συντονίζονται σύμφωνα με την κατανομή αρμοδιοτήτων που έχει καθορισθεί από τις συνθήκες για την ίδρυση των Κοινοτήτων, ότι η σύγκρουση μεταξύ των εθνικών διατάξεων και των διατάξεων κοινοτικού δικαίου συνεπάγεται όχι την ακυρότητα των πρώτων, αλλά τη μη εφαρμογή τους από τον εθνικό δικαστή και, τέλος, ότι ο έλεγχος της συνταγματικότητας με τον οποίο επιφορτίζεται το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν μπορεί να αφορά κοινοτικές διατάξεις, ξένες προς την εσωτερική έννομη τάξη, αλλά το πολύ το νόμο περί εκτέλεσης της συνθήκης, όταν η εφαρμογή του μπορεί να συνεπάγεται την παραβίαση των θεμελιωδών αρχών της εθνικής συνταγματικής τάξης ή των απαραβίαστων δικαιωμάτων του προσώπου. Το Corte di Cassazione διευκρίνισε σχετικά ότι, όταν προβάλλεται ισχυρισμός σχετικά με σύγκρουση μεταξύ κοινοτικού κειμένου και των θεμελιωδών αρχών του συντάγματος, ο εθνικός δικαστής οφείλει, με σκοπό την προδικαστική παραπομπή στο συνταγματικό δικαστήριο, να ερευνά αν η σύγκρουση αυτή είναι τόσο σοβαρή ώστε να πρέπει να σκεφθεί κανείς ότι η ίδια η συνθήκη, στο σύνολό της, βρίσκεται σε σύγκρουση με το σύνταγμα, και ότι κατ' αυτό τον τρόπο δικαιολογείται η προσφυγή στη δραστική λύση της εξόδου της Ιταλίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το Corte di Cassazione έκρινε ωστόσο ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να προκύψει μια τέτοια συνέπεια, δεδομένης της ανυπαρξίας σύγκρουσης μεταξύ, αφενός των οδηγιών και της απόφασης του Δικαστηρίου που αναφέρονται παραπάνω και, αφετέρου, των θεμελιωδών αρχών του Συντάγματος που επικαλούνται οι προσφεύγοντες.

Σε απόφαση της 30ής Δεκεμβρίου 1997 (αριθ. 443, Giustizia Civile, 1998, σ. 609) το ιταλικό συνταγματικό δικαστήριο αναγνώρισε ότι ενώ η "αντίστροφη διακριτική μεταχείριση" δεν τιμωρείται από το κοινοτικό δίκαιο, αντίθετα η διαφορά μεταχείρισης μεταξύ ιταλικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων άλλων κρατών μελών παραβιάζει το άρθρο 3 του ιταλικού συντάγματος που προβλέπει την αρχή της ισότητας.

Το ερώτημα της συνταγματικής νομιμότητας είχε ως αντικείμενο ορισμένα άρθρα του νόμου, της 4ης Ιουλίου 1967, αριθ. 580 σχετικά με τη βιομηχανική παρασκευή ζυμαρικών, τα οποία ορίζουν ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται υλικά διαφορετικά από αυτά που αναφέρονται ή επιτρέπονται σε διάταγμα του υπουργού, το οποίο πρέπει να θεσπιστεί βάσει του άρθρου 30 του νόμου. Πράγματι, ο Pretore de Pordenone έκρινε ότι υπήρχε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης σε σχέση με το άρθρο 3 του συντάγματος, διότι οι εθνικοί παραγωγοί ζυμαρικών υποχρεούνται να παράγουν ζυμαρικά μόνο με τα υλικά που επιτρέπει η ιταλική νομοθεσία, ενώ οι εισαγωγείς μπορούν να θέτουν σε εμπορία ζυμαρικά προερχόμενα από άλλα κράτη μέλη σύμφωνα με τους κανόνες καταγωγής αυτών των χωρών.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, δυνάμει της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων που περιέχεται στη συνθήκη ΕΚ, η Ιταλία υποχρεούται να δέχεται τα ζυμαρικά που έχουν τεθεί νόμιμα σε εμπορία σε άλλο κράτος μέλος. Εξάλλου, το Δικαστήριο αναγνώρισε στην απόφαση Zoni(67) ότι ο νόμος αριθ. 580/67 δεν ανταποκρίνεται σε επιτακτικές απαιτήσεις όπως είναι η προστασία των καταναλωτών ή η διασφάλιση της ευθύτητας των συναλλαγών ή η προστασία της δημόσιας υγείας που μπορούν να δικαιολογούν απαγόρευση εισαγωγής ζυμαρικών από άλλα κράτη μέλη. Το ερώτημα της συνταγματικής νομιμότητας αφορά ωστόσο την υπόθεση μιας αντίστροφης διακριτικής μεταχείρισης. Το Συνταγματικό Δικαστήριο, παρόλο που αναγνώρισε ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν απαιτεί να καταργήσει ο νομοθέτης το νόμο όσον αφορά τους παραγωγούς ζυμαρικών που είναι εγκατεστημένοι στο ιταλικό έδαφος, αναγνωρίζει ωστόσο, σε σχέση με το ιταλικό δίκαιο, ότι ορισμένα άρθρα του νόμου είναι αντίθετα με το άρθρο 3 του ιταλικού συντάγματος. Τα κηρύσσει κατά συνέπεια αντισυνταγματικά, στο μέτρο που δεν επιτρέπουν στους παραγωγούς ζυμαρικών τους εγκατεστημένους στην Ιταλία να χρησιμοποιούν υλικά, τα οποία, βάσει του κοινοτικού δικαίου, χρησιμοποιούνται νόμιμα στο έδαφος της ΕΚ.

Στις Κάτω Χώρες, το Hoge Raad επέτρεψε, σε απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1998(68), σε υπόχρεο καταβολής ΦΠΑ, του οποίου οι οικονομικές δραστηριότητες περιελάμβαναν την πώληση ναρκωτικών, να εκπέσει τον ΦΠΑ που είχε προκαταβάλει. Το Δικαστήριο είχε ωστόσο θεωρήσει, σε απόφαση της 5ης Ιουλίου 1988(69), ότι η παράνομη πώληση ναρκωτικών δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του ΦΠΑ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Εφετείο (Gerechtshof) είχε κρίνει ότι ο υπόχρεος δεν είχε το δικαίωμα να εκπέσει τον προκαταβληθέντα φόρο, στο μέτρο που ο φόρος αυτός αφορούσε την παράδοση ναρκωτικών(70). Σύμφωνα με το Hoge Raad, αντίθετα, οι παραδόσεις και οι υπηρεσίες για τις οποίες έχει προκαταβληθεί ο ΦΠΑ χρησιμοποιούνται για την ανάγκη των οικονομικών δραστηριοτήτων του υπόχρεου. Επομένως, ο εν λόγω υπόχρεος είχε δικαίωμα έκπτωσης.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην υπόθεση Wilson and others -v- St Helens Borough Council(71), το House of Lords αποφάνθηκε σχετικά με την οδηγία 77/187/ΕΟΚ σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων(72). Οι προσφεύγοντες, μέλη του προσωπικού μιας δημόσιας σχολής, είχαν απολυθεί για οικονομικούς λόγους κατά την μεταβίβαση της σχολής από μία τοπική δημόσια αρχή προς άλλη. Η αρχή προς την οποία έγινε η εκχώρηση τους είχε επαναπροσλάβει στη συνέχεια με νέα σύμβαση απασχόλησης, μέσω μείωσης του μισθού. Το House of Lords, στο οποίο ασκήθηκε προσφυγή βάσει του Transfer of Undertakings (Protection of Employment) Regulations 1981 και της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ, θεώρησε ότι δυνάμει της προαναφερθείσας εθνικής διάταξης, παρόλο που η μεταβίβαση μιας επιχείρησης δεν τερματίζει αυτόματα σύμβαση απασχόλησης, μία ρητή απόλυση που έχει κοινοποιηθεί πριν, μετά ή κατά τη μεταβίβαση δεν είναι ωστόσο άκυρη. Επομένως, ο εργαζόμενος δεν μπορεί να υποχρεώσει τον εκδοχέα να διατηρήσει τη σύμβαση απασχόλησής του υπό το ίδιο καθεστώς και τους ίδιους όρους όπως προηγουμένως.

Το House of Lords διευκρίνισε ότι από τις διατάξεις της προαναφερθείσας οδηγίας δεν προέκυπτε ότι μία απασχόληση πρέπει να διατηρηθεί κατά τη μεταβίβαση επιχείρησης, όταν η προστασία αυτού του είδους δεν υπάρχει στο εθνικό δίκαιο. Υπενθύμισε σχετικά ότι δυνάμει του εθνικού δικαίου, το μόνο δικαίωμα το οποίο μπορεί να επικαλεσθεί ο εργαζόμενος, και το οποίο καθιερώνεται με την κοινοτική οδηγία, είναι το δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση λόγω καταχρηστικής απόλυσης(73).

Στην υπόθεση Jesuthasan -v- London Borough of Hammersmith and Fulham(74), το Court of Appeal επιλήφθηκε προσφυγής ενός εκπαιδευτικού, απασχολούμενου με μερική απασχόληση από μία τοπική αρχή, ο οποίος απολύθηκε στο τέλος της σύμβασης ορισμένου χρόνου και ο οποίος θεωρούσε αυτή την απόλυση καταχρηστική. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι εθνικές διατάξεις σχετικά με τις καταχρηστικές απολύσεις(75) δεν εφαρμόζονται στους απασχολούμενους με μερική απασχόληση. Ο ενάγων βασίσθηκε ωστόσο στην απόφαση του House of Lords(76), που εκδόθηκε στην υπόθεση R -v- Secretary of State for Employment, ex parte Equal Opportunities Commission, στην οποία το εν λόγω δικαστήριο είχε θεωρήσει ότι, εφόσον οι γυναίκες αποτελούν το μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων με ημιαπασχόληση, η μη εφαρμογή των εθνικών διατάξεων σε θέματα καταχρηστικών απολύσεων σε αυτούς τους εργαζομένους εισήγαγε διακρίσεις και επομένως ήταν ασυμβίβαστη με το άρθρο 119 της συνθήκης ΕΚ και με τις οδηγίες 75/117/ΕΟΚ και 76/207/ΕΟΚ(77).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Court of Appeal έκρινε ότι η μη εφαρμογή των σχετικών εθνικών διατάξεων, που είχε ήδη κριθεί ασυμβίβαστη με το κοινοτικό δίκαιο διότι εισήγαγε διακρίσεις και που είχε αποκλεισθεί, για το λόγο αυτό, στην περίπτωση προσφυγής κινηθείσας από γυναίκα εργαζόμενη, έπρεπε επίσης να αποκλεισθεί στην περίπτωση προσφυγής ανδρός εργαζομένου.

Τέταρτο ερώτημα

Η ευθύνη του βελγικού κράτους τέθηκε υπό αμφισβήτηση δύο φορές μετά τη θέσπιση, από μέρους του βελγικού νομοθέτη, του νόμου της 10ης Δεκεμβρίου 1997 που απαγορεύει τη διαφήμιση για τα προϊόντα καπνού(78). Ο νόμος αυτός, του οποίου η έναρξη ισχύος είχε καθορισθεί για την 1η Ιανουαρίου 1999, θα είχε ιδίως ως αποτέλεσμα να διακυβευθεί η διοργάνωση του Grand Prix της φόρμουλας 1 που διεξάγεται κάθε χρόνο στο Spa Francorchamps. Διάφορες επιχειρήσεις και περιφερειακές δημόσιες αρχές προσέφυγαν στο δικαστήριο κατά του βελγικού κράτους προκειμένου να επιτύχουν αφενός, την αναστολή της εφαρμογής του εν λόγω νόμου και την άδεια διοργάνωσης του Grand Prix χωρίς τους περιορισμούς που επιβάλλει ο νόμος, και, αφετέρου, την καταδίκη του βελγικού κράτους σε επανόρθωση της ζημίας που προξένησε η θέσπιση του εν λόγω νόμου ο οποίος θεωρείται ότι παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο. Και στις δύο περιπτώσεις, τα αιτήματά τους απορρίφθηκαν.

Το Cour d'appel της Λιέγης, στο οποίο υποβλήθηκε προσφυγή για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, υπενθύμισε στην απόφασή του της 12ης Φεβρουαρίου 1998(79), καταρχήν την αρχή που εξήγγειλε το Δικαστήριο(80), σύμφωνα με την οποία η γένεση της ευθύνης των κρατών μελών είναι δυνατή, ανεξάρτητα από το όργανο του οποίου η πράξη ή η παράλειψη αποτελεί τη βάση της παράβασης, περιλαμβανομένης και της περίπτωσης που η παράβαση προσάπτεται στον εθνικό νομοθέτη. Εξετάζοντας στη συνέχεια τα κριτήρια εκτίμησης που όρισε το Δικαστήριο, ειδικότερα την έκταση της διακριτικής ευχέρειας την οποία διαθέτει ο νομοθέτης στον οικείο τομέα(81) και λαμβάνοντας υπόψη την πρόταση ευρωπαϊκής οδηγίας που προβλέπει επίσης γενική απαγόρευση της διαφήμισης και της χορηγίας υπέρ των προϊόντων καπνού, το Cour d'appel κατέληξε ότι στο πλαίσιο αυτό φαινόταν παρακινδυνευμένο να υποστηριχθεί ότι το βελγικό κράτος ήταν ένοχο "κατάφωρης παράβασης" του άμεσα ισχύοντος κοινοτικού δικαίου.

Στην απόφαση που εξέδωσε ως προς την ουσία το Tribunal de première instance του Verviers(82), το τελευταίο έκρινε προς την ίδια κατεύθυνση και απέρριψε τα επιχειρήματα τα οποία αντλούν οι ενάγοντες από την εφαρμογή του - ευρύτερου - καθεστώτος ευθύνης που προβλέπεται από το βελγικό δίκαιο.

Στο Βέλγιο πάντα, το Tribunal de première instance των Βρυξελλών, κήρυξε, σε απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1998(83), το κράτος υπεύθυνο παράβασης του κοινοτικού δικαίου διότι δεν μετέφερε εντός της ταχθείσας προθεσμίας την οδηγία του Συμβουλίου αριθ. 86/653/ΕΟΚ σχετικά με τους ανεξάρτητους εμπορικούς αντιπροσώπους(84). Δυνάμει του άρθρου 17 της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη είχαν την υποχρέωση ιδίως να λάβουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν στον εμπορικό αντιπρόσωπο την πληρωμή κατ' αποκοπή αποζημίωσης υπό ορισμένους όρους. Ο παλαιός βελγικός νόμος, που ίσχυε κατά το χρόνο των γεγονότων, δεν προέβλεπε τέτοια αποζημίωση. Ο ενάγων, του οποίου καταγγέλθηκε η σύμβαση ανεξάρτητου εμπορικού αντιπροσώπου μετά την προθεσμία μεταφοράς που επιβάλλει η οδηγία, αλλά πριν από την έναρξη ισχύος του εθνικού νόμου μεταφοράς(85), είχε κινήσει αγωγή για την αναζήτηση ευθυνών κατά του βελγικού κράτους. Το εν λόγω δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι ο ενάγων πληρούσε τους όρους χορήγησης που καθορίζει η οδηγία, καταδίκασε το κράτος στην πληρωμή αποζημίωσης η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με τα κριτήρια αξιολόγησης που προβλέπει η οδηγία.

Στην Iταλία, το Corte di Cassazione εξέτασε και πάλι το θέμα της ευθύνης του κράτους για τις ζημιές που προκαλεί η καθυστερημένη μεταφορά της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ(86) για την προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη. Όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό της αποζημίωσης, που αναγνωρίζει το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 80/1992 με το οποίο μεταφέρεται η εν λόγω οδηγία, στους εργαζόμενους που δεν μπόρεσαν να επωφεληθούν από την προβλεπόμενη στην οδηγία προστασία, ελλείψει εμπρόθεσμης μεταφοράς, η νομολογία του κοινωνικού τμήματος του Corte di Cassazione δείχνει κάποια εξέλιξη. Πράγματι, ενώ σε απόφαση που είχε εκδώσει στην αρχή του έτους(87), το δικαστήριο αυτό επιβεβαιώνει(88) τον προσανατολισμό του σύμφωνα με τον οποίο η ζημία που απορρέει από έλλειψη μεταφοράς κοινοτικής οδηγίας, παρόλο που επιδέχεται αποζημίωση, δεν βρίσκει την αφορμή της σε παράνομο γεγονός που μπορεί να αποδοθεί στο κράτος, δηλώνει για πρώτη φορά, σε απόφαση της 11ης Ιουνίου1998(89) ότι η εν λόγω αποζημίωση βρίσκει την "άμεση και απευθείας αφορμή της στην αστική ευθύνη του κράτους κατά την έννοια του άρθρου 2043 του ιταλικού αστικού κώδικα", που αφορά το παράνομο γεγονός ως πηγή υποχρεώσεων. Πάντως οι δύο αποφάσεις δεν διαφέρουν όσον αφορά τα κριτήρια υπολογισμού των τόκων και επανεξέτασης των ποσών που οφείλονται στους εργαζόμενους βάσει της εν λόγω αποζημίωσης. Πράγματι, και για τη μία και για την άλλη απόφαση, οι τόκοι και η επανεξέταση πρέπει να υπολογίζονται από την ημερομηνία δήλωσης της πτώχευσης του οικείου εργοδότη, η οποία θεωρείται ως ημερομηνία επέλευσης της ζημίας.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην υπόθεση R -v- Secretary of State for Transport, ex parte Factortame and other(90), το Court of Appeal επιβεβαίωσε απόφαση του High Court(91) που αποδίδει ευθύνες στη κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου λόγω παράβασης του κοινοτικού δικαίου. Οι προσφεύγοντες, ισπανοί ιδιοκτήτες και επιχειρηματίες αλιευτικών σκαφών, υποστήριξαν ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων(92) όπως και ενώπιον του Δικαστηρίου(93), ότι ο Merchant Shipping Act 1988 που επέβαλε, για την νηολόγηση αλιευτικού σκάφους στο Ηνωμένο Βασίλειο, όρους σχετικούς με την ιθαγένεια, τη διαμονή και την κατοικία των ιδιοκτητών, ναυλωτών και επιχειρηματιών του σκάφους, παραβίαζε την κοινοτική αρχή της μη διάκρισης λόγω ιθαγενείας. Στη συνέχεια, οι προσφεύγοντες άσκησαν ενώπιον του High Court αγωγή αποζημίωσης κατά της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου για τη ζημία που προξένησε ο ίδιος νόμος.

Το High Court έκρινε ότι η παράβαση του κοινοτικού δικαίου ήταν αρκετά σοβαρή ώστε να αποδειχθεί η ευθύνη του Secretary of State for Transport. Αποφαινόμενο σχετικά με την έφεση του τελευταίου, το Court of Appeal επιβεβαίωσε την απόφαση του High Court. Το Court of Appeal έθεσε την αρχή σύμφωνα με την οποία, για να αποδειχθεί η ευθύνη της νομοθετικής εξουσίας, πρέπει να προσκομισθεί απόδειξη για το ότι αυτή υπερέβη κατά τρόπο πρόδηλο και σοβαρό τα όρια της εξουσίας της. Το εν λόγω δικαστήριο διευκρίνισε ότι μια παραβίαση της θεμελιώδους αρχής της μη διάκρισης βάσει της ιθαγενείας συνεπάγεται κατά γενικό κανόνα την ευθύνη του κράτους για την προξενηθείσα ζημία.

Το Court of Appeal ενέκρινε το συλλογισμό του High Court, που είχε επισημάνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα από την εφαρμογή των όρων διαμονής και κατοικίας ήταν πράγματι διάκριση βάσει της ιθαγενείας, ότι ο Secretary of State είχε επίγνωση του ότι αυτοί οι όροι θα προξενούσαν αναγκαστικά ζημία στους προσφεύγοντες, στο μέτρο που τους εμπόδιζαν να αλιεύουν στο πλαίσιο της ποσόστωσης του Ηνωμένου Βασιλείου, και τέλος, ότι η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου είχε προσφύγει σε έναν νόμο προκειμένου να αποφύγει την καθυστέρηση επίτευξης του επιδιωκόμενου στόχου μέσω δικαστικών προσφυγών, εφόσον οι προσφεύγοντες δεν μπορούσαν να επιτύχουν ασφαλιστικά μέτρα χωρίς την παρέμβαση του Δικαστηρίου. Τέλος, το Court of Appeal έλαβε υπόψη τη θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η οποία είχε αντιταχθεί ρητά στην προτεινόμενη νομοθεσία(94).

Το Court of Appeal τόνισε επίσης τη θεμελιώδη σημασία της παραβιασθείσας αρχής του κοινοτικού δικαίου και απέρριψε τα επιχειρήματα του Secretary of State που επικαλείτο την έλλειψη σαφήνειας των κοινοτικών διατάξεων και την "εύλογη" ερμηνεία αυτών των διατάξεων από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου.

(1) Οι δύο προηγούμενες εκθέσεις δημοσιεύθηκαν αντίστοιχα στην ΕΕ C 332 της 3.11.1997, σ. 198 και στην ΕΕ C 250 της 10.8.1998, σ. 195.

(2) Συλλογή 1987, σ. 4199.

(3) Υποθέσεις C-6/90 και C-9/90, Συλλογή1996 I, σ. 5357.

(4) Υποθέσεις C-46/93 και C-48/93, Συλλογή1996 I, σ.1029.

(5) Bundesfinanzhof, Urteil vom 11. Juni 1997, X R 74/95, Sammlung der Entscheidungen des Bundesfinanzhofs Bd. 183, σ. 436.

(6) Απόφαση του Δικαστηρίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Υπόθεση 263/86, Βελγικό Δημόσιο κατά Humbel, Συλλογή 1988 I, σ. 5365.

(7) Bundesverfassungsgericht, Beschluß vom 5. August 1998, 1 BvR 264/98, Europäische Zeitschrift für Wirtschaftsrecht 1998, σ. 728.

(8) Άρθρο 3 παράγραφος 1 του θεμελιώδους νόμου.

(9) Άρθρο 101 παράγραφος 1 δεύτερη φράση του θεμελιώδους νόμου. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι κανείς δεν στερείται του νόμιμου δικαστή του.

(10) Υπόθεση C-262/88, Barber, Συλλογή 1990 I, σ. 1889.

(11) Αποφάσεις του Δικαστηρίου, της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, Υπόθεση C-57/93, Vroege, Συλλογή 1994, σ. I-4541, και της 11ης Δεκεμβρίου 1997, Υπόθεση C-246/96, Magorrian & Cunningham, Συλλογή 1997 Ι, σ. 7153.

(12) Υπόθεση 99/12/0167, της 24ης Ιουνίου 1998.

(13) Απόφαση του Δικαστηρίου, της 15ης Ιανουαρίου 1998, Υπόθεση C-15/96, Καλλιόπη Schöning-Κουγεβετοπούλου κατά Freie und Hansestadt Hamburg, Συλλογή 1998 Ι, σ. 47.

(14) Tribunal Supremo, Sala Tercera, de lo Contencioso-Administrativo, της 27ης Απριλίου 1998, Asociación de Empresas Frigoríficas de la Ría de Vigo / Administración General del Estado, Repertorio Aranzadi de Jurisprudencia, 1998, αριθ. 3328.

(15) Turun Hovioikeus, της 26ης Μαΐου 1998, αριθ. 1275/98.

(16) Conseil d'État, Section, της 20ής Μαΐου 1998, Communauté de communes du Piémont de Barr et autres, Revue française de droit administratif 1998, σ. 609, conc. Henri Savoie· Actualité Juridique Droit Administratif 1998, 632· Europe 1998 Act. αριθ. 238.

(17) Οδηγία 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, ΕΕ L 209 της 24.7.1992, σ. 1.

(18) Consiglio di Stato, sez.V, της 23ης Απριλίου 1998, n. 478, Foro amministrativo, 1998, σ. 1090.

(19) Hoge Raad, X contre Inspecteur der omzetbelasting, Beslissingen in belastingzaken, 1998, σ. 83.

(20) Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμόνισης των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη βάση, ΕΕ L 145 της 13.6.1977, σ. 1. Βλέπε το άρθρο 13 A παράγραφος 1 στοιχείο α).

(21) Βλέπε το άρθρο 13 B στοιχείο ε).

(22) Hoge Raad, της 19ης Ιουνίου 1998, Productschap voor vee en vlees κατά Κάτω Χωρών, Rechtspraak van de Week, 1998, σ. 131.

(23) Οδηγία 89/662/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 1989, σχετικά με τους κτηνιατρικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς (ΕΕ L 395 της 30.12.1989, σ. 13).

(24) Για άλλη απόφαση σχετική με το πρωτόκολλο Barber βλέπε ανωτέρω.

(25) Bundesverfassungsgericht, Beschluß vom 27. November 1997, 1 BvL 12/91, Entscheidungen des Bundesverfassungsgerichts Bd. 97, σ. 35.

(26) Bundesverfassungsgericht, Beschluß vom 31. März 1998, 2 BvR 1877/97 und 2 BvR 50/98, Entscheidungen des Bundesverfassungsgerichts Bd 97, σ. 350.

(27) Οι προσφεύγοντες επικαλούνταν το άρθρο 38 παράγραφος 1 του θεμελιώδους νόμου που προβλέπει το θεμελιώδες δικαίωμα συμμετοχής, με την εκλογή μελών του Κοινοβουλίου, στη λειτουργία ενός δημοκρατικού κράτους.

(28) Άρθρο 14 παράγραφος 1 του θεμελιώδους νόμου.

(29) Άρθρο 2 παράγραφος 1 του θεμελιώδους νόμου.

(30) Bundesverfassungsgericht, Urteil vom 12. Oktober 1993, 2 BvR 2134/92 und 2 BvR 2159/92, dit "Maastricht", Entscheidungen des Bundesverfassungsgerichts Bd 89, σ. 155.

(31) Bundesverfassungsgericht, Beschluß vom 22. Juni 1998, 2 BvR 532/98, Juristenzeitung 1998, σ. 306.

(32) Bundesgerichtshof, Urteil vom 5. Februar 1998, I ZR 211/95, Entscheidungen des Bundesgerichtshofes in Zivilsachen Bd. 138, σ. 55.

(33) Οδηγία 97/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση προκειμένου να συμπεριληφθεί και η συγκριτική διαφήμιση, ΕΕ L 290 της 23.10.1997, σ. 18.

(34) Απόφαση του Δικαστηρίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1997, Υπόθεση C-129/96, Inter-Environnement Wallonie κατά Région wallonne, Συλλογή 1997 Ι, σ. 7411.

(35) Ειδικότερα στο άρθρο 3α παράγραφος 1 στοιχεία α) έως η) της οδηγίας.

(36) Cour de cassation, της 12ης Ιουνίου 1998, αριθ. C.97.0254, Bigg's SA κατά Kenwood Corporation και Kenwood SA.

(37) Cour d'appel de Bruxelles, της 28ης Ιανουαρίου 1997, αριθ. 1996/AR/144, Bigg's SA κατά Kenwood Corporation και Kenwood SA, Pasicrisie belge II, 1999, σ. 7-13.

(38) Αποφάσεις του Δικαστηρίου, της 23ης Μαΐου 1978, Υπόθεση 102/77, Hoffmann-La Roche, Rec. 1979, σ. 1139 και της 11ης Ιουλίου 1996, συνεκδικασθείσες υποθέσεις, C-427/93, C-429/93 και C-436/93, Bristol-Meyers Squibb, Συλλογή 1986 Ι, σ. 3457.

(39) Ugeskrift for Retsvæsen 1998.800 H.

(40) Østre Landsret, απόφαση της 27ης Ιουνίου 1997, 3.asd.nr.B-2131-96, που αναφέρεται στη δεκάτη πέμπτη ετήσια έκθεση - 1997.

(41) Tribunal Supremo, Sala Cuarta, de lo Civil, της 17ης Δεκεμβρίου 1997, Natividad SL κατά Instituto Nacional de la Seguridad Social (INSS), La Ley 1998, αριθ. 4508, σ. 15-16.

(42) Tribunal Supremo, Sala Segunda, de lo Penal, της 20ής Ιανουαρίου 1998, Friedrich J. P. κατά Ministerio Fiscal, Repertorio Aranzadi de Jurisprudencia 1998, αριθ. 27.

(43) Απόφαση του Δικαστηρίου, της 14ης Δεκεμβρίου 1995, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-163/94, C-165/94 και C-250/94, Sanz de Lera e.a., Συλλογή 1995 Ι, σ. 4821.

(44) Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές (ΕΕ L 95 της 21.4.1993, σ. 29).

(45) Βλέπε Tribunal Supremo, Sala Primera, de lo Civil, της 20ής Φεβρουαρίου 1998, Ediciones Océano Exito, SA/José Ramón B.F., Repertorio Aranzadi de Jurisprudencia 1998, αριθ. 604· της 30ης Μαΐου 1998, Vicente Alfonso V. N./A. SA, La Ley 1998, αριθ. 4598, σ. 4-5, της 20ής Ιουλίου 1998, Home English, Repertorio Aranzadi de Jurisprudencia 1998, αριθ. 6192.

(46) Tribunal Supremo, Sala Primera, de lo Civil, της 31ης Ιανουαρίου 1998, Carlos Luis A. F. y Unión de Consumidores de España (UCE) κατά Banco Central Hispanoamericano SA, Repertorio Aranzadi de Jurisprudencia 1998, αριθ. 121.

(47) Tribunal Supremo, Sala Primera, de la Civil, της 13ης Νοεμβρίου 1998, SE, SA κατά Luis LC, La Ley 1998, αριθ. 4690, σ. 6-7.

(48) Ley 7/1998, της 13ης Απριλίου 1998, sobre condiciones generales de la contratación (BOE αριθ. 89, της 14ης Απριλίου 1998).

(49) Conseil d'État, assemblée, της 6ης Φεβρουαρίου 1998, M. Tête, Association de sauvegarde de l'Ouest lyonnais· Actualité Juridique Droit Administratif 1998, σ. 458· Revue française de droit administratif 1998 σ. 407, conc. Henri Savoie· Revue trimestrielle de droit commercial et de droit économique 1998 σ. 584· La semaine juridique - édition générale, 1998 II 10109· Gazette du Palais 1998 αριθ. 217-218 II som. σ. 38-39.

(50) Οδηγία 89/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 1989, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη των συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ L 210 της 21.7.1989, σ. 1).

(51) Η οδηγία 71/305/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 1971, που τροποποιήθηκε πολλές φορές, κωδικοποιήθηκε από την οδηγία 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ L 199 της 9.8.1993, σ. 54).

(52) Μολονότι τα κράτη μέλη έπρεπε να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν το αργότερο στις 20 Ιουλίου 1990, η Γαλλία άρχισε να τηρεί την υποχρέωση μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο μόνο με το νόμο αριθ. 91-3, της 3ης Ιανουαρίου 1991, σχετικά με τη διαφάνεια και την κανονικότητα των διαδικασιών συμβάσεων (JORF 5 Ιανουαρίου 1991, σ. 236). Η μεταφορά έγινε λειτουργική από την 31η Μαρτίου 1992, ημερομηνία στην οποία ένα διάταγμα και μία απόφαση που προέβλεπαν μέτρα δημοσιότητας που εφαρμόζονται στις συμβάσεις εκχώρησης εγκρίθηκαν κατ' εφαρμογή του νόμου.

(53) Για μεταγενέστερη απόφαση, βλέπε, για παράδειγμα: Conseil d' État, assemblée, της 20ής Φεβρουαρίου 1998, Ville de Vaucresson, Jurisclasseur droit administratif 1998 αριθ. 80.

(54) Στο πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών βλέπε: Conseil d'État, section, της 20ής Μαΐου 1998, Communautéde communes du Piémont de Barr, Revue française de droit administratif 1998, σ. 609.

(55) Απόφαση του Conseil constitutionnel αριθ. 88-400 DC, της 20ής Μαΐου 1998, Revue française de droit administratif 1998 σ. 671· Actualité Juridique Droit Administratif 1998, 531· Europe 1998 Chronique αριθ. 5, α. 4.

(56) Οδηγία 94/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1994, περί λεπτομερών κανόνων άσκησης του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι κατά τις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές από τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κατοικούν σε κράτος μέλος του οποίου δεν είναι υπήκοοι, (ΕΕ L 368 της 31.12.1999, σ. 38.)

(57) Απόφαση του Conseil constitutionnel αριθ. 74-54 DC, της 15ης Ιανουαρίου 1975, Συλλογή σ. 19· Grandes décisions du Conseil constitutionnel, 9 éd., σ. 305.

(58) Το άρθρο 88-3 του Συντάγματος εξαρτά ρητά τη συνταγματικότητα του οργανικού νόμου που προβλέπεται για την εφαρμογή του από τη συμφωνία του νόμου αυτού με τους κοινοτικούς κανόνες.

(59) Απόφαση του Δικαστηρίου, της 25ης Ιουλίου 1991, Υπόθεση C-208/90, T. Emmott κατά Minister for Social Welfare & Attorney General, Συλλογή 1991 Ι, σ. 4292.

(60) Απόφαση του Δικαστηρίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1997, Υπόθεση C-188/95, Fantask A/S e.a. κατά Industriministeriet, Συλλογή 1997 Ι, σ. 6820.

(61) Απόφαση της 9ης Αυγούστου 1994, Υπόθεση C-396/92, Bund Naturschutz in Bayern eV, R. Stansdorf e.a. κατά Freistaat Bayern., Συλλογή 1994 Ι, σ. 3717.

(62) Corte Costituzionale, της 27ης Νοεμβρίου 1998, αριθ. 383, Da G.U. nο 48 del 2.12.1998, prima serie speciale, Corte Costituzionale.

(63) Το Corte Costituzionale αναφέρεται ειδικότερα στις οδηγίες του Συμβουλίου: 78/686/ΕΟΚ, της 25ης Ιουλίου 1978 (ΕΕ L 233 της 24.8.1978, σ. 1)· 78/687/ΕΟΚ, της 25ης Ιουλίου 1978 (ΕΕ L 233 της 24.8.1978, σ. 10)· 78/1026/ΕΟΚ, της 18ης Δεκεμβρίου 1978 (ΕΕ L 362 της 23.12.1978, σ. 1)· 78/1027/ΕΟΚ, της 18ης Δεκεμβρίου 1978 (ΕΕ L 362 της 23.12.1978, σ. 7)· 85/384/ΕΟΚ, της 10ης Ιουνίου 1985 (ΕΕ L 223 της 21.8.1985, σ. 15)· 89/594/ΕΟΚ, της 30ής Οκτωβρίου 1989 (ΕΕ L 341 της 23.11.1989 σ. 19)· και 93/16/ΕΟΚ, της 5ης Απριλίου 1993 (ΕΕ L 165 της 7.7.1993, σ. 1).

(64) Corte di Cassazione, sez. un., της 13ης Φεβρουαρίου 1998, n. 1512, Giust. civ., 1998, I, 1935 και Corte di Cassazione, sez. un., της 11ης Νοεμβρίου 1997 n. 11129, Giust. civ., 1998, I, σ. 1026 (του οποίου οι αιτιολογίες είναι οι ίδιες).

(65) Οδηγία 78/686/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων του οδοντιάτρου και περί των μέτρων προς διευκόλυνση της πραγματικής ασκήσεως του δικαιώματος εγκαταστάσεως και του δικαιώματος της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (ΕΕ L 233 της 24.8.1978, σ. 1) και οδηγία 78/687/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν τις δραστηριότητες του οδοντιάτρου (ΕΕ L 233 της 24.8.1978, σ. 10).

(66) Απόφαση του Δικαστηρίου, της 1ης Ιουνίου 1995, Υπόθεση C-40/93, Επιτροπή/Ιταλική Δημοκρατία, Συλλογή 1995 Ι, σ. 1319.

(67) Απόφαση της 14ης Ιουλίου 1988, Υπόθεση 90/86, Zoni, Συλλογή 1988 Ι, σ. 4285.

(68) Hoge Raad, X κατά Inspecteur der omzetbelasting, Beslissingen in belastingzaken, 1998, σ. 116.

(69) Απόφαση της 5ης Ιουλίου 1988, Υπόθεση 269/86, Mol, Συλλογή 1988 Ι, σ. 3627.

(70) Gerechtshof Amsterdam, της 9ης Ιανουαρίου 1997, Beslissingen in belastingzaken, 1998, σ. 116.

(71) House of Lords, της 29ης Οκτωβρίου 1998, Wilson and others -v- St Helens Borough Council, The All England Law Reports, 1998, σ. 609-634.

(72) Οδηγία 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (ΕΕ L 61 της 5.3.1977, σ. 26).

(73) Για την ερμηνεία της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ, βλέπε την απόφαση του Δικαστηρίου, της 12ης Νοεμβρίου 1998, υπόθεση C-399/96, SA Europièces / Sanders. Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι εναπόκειται στο δικαστήριο παραπομπής να καθορίσει αν η προτεινόμενη από τον προς ον η μεταβίβαση σύμβαση εργασίας συνεπάγεται ουσιαστική τροποποίηση των όρων εργασίας προς ζημία του εργαζομένου. Σε μια τέτοια περίπτωση, το άρθρο 4 παράγραφος 2 της οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι η καταγγελία επέρχεται εξαιτίας του εργοδότη (βλέπε σημείο 44 διάταξη 2).

(74) Court of Appeal (Civil Division), της 26ης Φεβρουαρίου 1998, Jesuthasan -v- London Borough of Hammersmith and Fulham, Industrial Relations Law Reports, 1998, σ. 372-376.

(75) Employment Protection (Consolidation) Act 1978.

(76) House of Lords, της 3ης Μαρτίου 1994, R -v- Secretary of State for Employment, ex parte Equal Opportunities Commission, Industrial Relations Law Reports, 1994, σ. 176.

(77) Οδηγίες 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975 περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (ΕΕ L 45 της 19.2.1975, σ. 14) και 76/207/ΕΟΚ, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ L 39 της 14.2.1976, σ. 40).

(78) Νόμος της 10ης Δεκεμβρίου 1997 που απαγορεύει τη διαφήμιση για τα προϊόντα καπνού, MB 11/02/98, σ. 3737.

(79) Cour d'appel της Λιέγης, της 12ης Φεβρουαρίου 1998, Revue de jurisprudence de Liège, Mons et Bruxelles, 1998, σ. 502-513.

(80) Αποφάσεις του Δικαστηρίου, της 5ης Μαρτίου 1996, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93, Brasserie du Pêcheur et Factortame III, Συλλογή 1996 Ι, σ. 1029.

(81) Απόφαση του Δικαστηρίου, της 26ης Μαρτίου 1996, Υπόθεση C-392/93, British Telecommunications, Συλλογή 1996 Ι, σ. 1631.

(82) Tribunal de première instance de Verviers, της 26ης Ιουνίου 1998, Journal des Tribunaux / Droit européen, 1998, αριθ. 53, σ. 210-211.

(83) Tribunal de première instance των Βρυξελλών, της 13ης Φεβρουαρίου 1998, Revue de jurisprudence de Liège, Mons et Bruxelles, 1998, σ. 1261-1264.

(84) Οδηγία του Συμβουλίου 86/653/ΕΟΚ για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους, (ανεξάρτητους επαγγελματίες), (ΕΕ L 382 της 31.12.1986, σ. 17).

(85) Ο βέλγος νομοθέτης μετέφερε την οδηγία μόλις το 1995, στο νόμο του της 13ης Απριλίου 1995 σχετικά με τις συμβάσεις εμπορικών αντιπροσώπων, M.B. της 2ας Ιουνόυ 1995, σ. 15621, ενώ το άρθρο 22.1 της οδηγίας προέβλεπε ότι τα κράτη μέλη έπρεπε να συμμορφωθούν με αυτή πριν από την 1η Ιανουαρίου 1990.

(86) Οδηγία 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη (ΕΕ L 283 της 28.10.1980, σ. 23).

(87) Corte di Cassazione, sez. lav., της 10ης Φεβρουαρίου 1998, n. 1366, Giust. civ., 1998, I, σ. 1942.

(88) Corte di Cassazione, sez. lav., της 9ης Ιανουαρίου 1997, n. 133, Foro it., Mass., 1997, 14, που αναφέρεται στην δεκάτη πέμπτη ετήσια έκθεση - 1997.

(89) Corte di Cassazione, sez. lav., 11 Ιουνίου 1998, n. 5846, Giust. civ., 1998, I, σ. 2468.

(90) Court of Appeal, της 8ης Απριλίου 1998, R -v- Secretary of State for Transport, ex parte Factortame and others Common Market Law Reports, 1998, vol. 3, σ. 192-218.

(91) High Court, της 31ης Ιουλίου 1997, Common Market Law Reports, 1998, vol. 3, σ. 1353-1429.

(92) House of Lords, της 9ης Ιουλίου 1990, R -v- Secretary of State for Transport, ex parte Factortame and others, Appeal Cases, 1991, σ. 603.

(93) Αποφάσεις του Δικαστηρίου, της 4ης Οκτωβρίου 1991, Υπόθεση C-246/89, Επιτροπή/Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, Συλλογή 1991 Ι, σ. 4585, και της 25ης Ιουλίου 1991, Queen / Secretary of State for Transport, ex parte Factortame Ltd. και λοιποί, C-221/89, Συλλογή 1991 Ι, σ. 3905.

(94) Απόφαση του Δικαστηρίου, της 4ης Οκτωβρίου 1991, Υπόθεση C-246/89, Επιτροπή/Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, Συλλογή 1991 Ι, σ. 4585.

Top