This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 51998AG1030(04)
COMMON POSITION (EC) No 51/98 adopted by the Council on 24 September 1998 with a view to adopting European Parliament and Council Directive 98/ /EC, of ... on certain aspects of the sale of consumer goods and associated guarantees
ΚΟΙΝΗ ΘΕΣΗ (ΕΚ) αριθ. 51/98 που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 24 Σεπτεμβρίου 1998 για την έκδοση της οδηγίας 98/.../ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της ..., σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών
ΚΟΙΝΗ ΘΕΣΗ (ΕΚ) αριθ. 51/98 που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 24 Σεπτεμβρίου 1998 για την έκδοση της οδηγίας 98/.../ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της ..., σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών
ΕΕ C 333 της 30.10.1998, p. 46
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
ΚΟΙΝΗ ΘΕΣΗ (ΕΚ) αριθ. 51/98 που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 24 Σεπτεμβρίου 1998 για την έκδοση της οδηγίας 98/.../ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της ..., σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 333 της 30/10/1998 σ. 0046
ΚΟΙΝΗ ΘΕΣΗ (ΕΚ) αριθ. 51/98 που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 24 Σεπτεμβρίου 1998 για την έκδοση της οδηγίας 98/. . ./ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της . . ., σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών (98/C 333/04) ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 100 Α, την πρόταση της Επιτροπής (1), τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2), Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β της συνθήκης (3), Εκτιμώντας: (1) ότι η εσωτερική αγορά περιλαμβάνει έναν χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων 7 ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων αφορά όχι μόνο τις συναλλαγές από πρόσωπα που ενεργούν στα πλαίσια εμπορικών δραστηριοτήτων αλλά και συναλλαγές από μεμονωμένους ιδιώτες 7 ότι τούτο συνεπάγεται, για τους καταναλωτές που κατοικούν σε κράτος μέλος, τη δυνατότητα να κάνουν αγορές, στο έδαφος ενός άλλου κράτους μέλους, με βάση ένα ομοιόμορφο ελάχιστο σύνολο δίκαιων κανόνων που διέπουν την πώληση καταναλωτικών αγαθών 7 (2) ότι οι νομοθεσίες των κρατών μελών σχετικά με τις πωλήσεις καταναλωτικών αγαθών παρουσιάζουν κάποιες διαφορές, με συνέπεια να διαφέρουν μεταξύ τους οι εθνικές αγορές πώλησης καταναλωτικών αγαθών και να είναι δυνατή η στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των πωλητών 7 (3) ότι ο καταναλωτής, ο οποίος προσπαθεί να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα της μεγάλης αγοράς προμηθευόμενος αγαθά σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο της διαμονής του, διαδραματίζει κεφαλαιώδη ρόλο στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς 7 ότι θα πρέπει να εμποδισθεί η τεχνητή επανεμφάνιση συνόρων και η στεγανοποίηση των αγορών 7 ότι οι παρεχόμενες στους καταναλωτές δυνατότητες έχουν αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις νέες επικοινωνιακές τεχνολογίες οι οποίες επιτρέπουν την εύκολη πρόσβαση σε συστήματα διανομής άλλων κρατών μελών ή τρίτων χωρών 7 ότι, ελλείψει μιας ελάχιστης εναρμόνισης των κανόνων των σχετικών με την πώληση καταναλωτικών αγαθών, η ανάπτυξη της πώλησης αγαθών μέσω των νέων επικοινωνιακών τεχνολογιών εξ αποστάσεως κινδυνεύει να εμποδισθεί σοβαρά 7 (4) ότι η δημιουργία ενός ελάχιστου κοινού συνόλου κανόνων δικαίου των καταναλωτών, που θα ισχύει ανεξάρτητα από τον τόπο αγοράς των αγαθών εντός της Κοινότητας, θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και θα τους επιτρέψει να αξιοποιήσουν καλύτερα τα πλεονεκτήματα της εσωτερικής αγοράς 7 (5) ότι οι κυριότερες δυσκολίες τις οποίες συναντούν οι καταναλωτές και οι οποίες αποτελούν την κύρια πηγή διενέξεων με τους πωλητές, αφορούν τη μη συμμόρφωση των αγαθών με τους συμβατικούς όρους 7 ότι θα πρέπει, επομένως, να υπάρξει προσέγγιση ως προς το θέμα αυτό των εθνικών νομοθεσιών που αφορούν την πώληση καταναλωτικών αγαθών, χωρίς ωστόσο η προσέγγιση αυτή να θίξει τις διατάξεις και αρχές των εθνικών δικαίων περί συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης 7 (6) ότι, πρώτα απ' όλα, τα αγαθά πρέπει να είναι σύμφωνα προς τους όρους της σύμβασης 7 ότι η αρχή της συμμόρφωσης προς τους όρους της σύμβασης μπορεί να θεωρηθεί ως κοινή στις διάφορες εθνικές νομικές παραδόσεις 7 ότι, σε ορισμένες εθνικές νομικές παραδόσεις, η αρχή αυτή μπορεί να μην επαρκεί από μόνη της για την εξασφάλιση ελάχιστου επιπέδου προστασίας του καταναλωτή 7 ότι, στο πλαίσιο αυτών των νομικών παραδόσεων, ειδικότερα, μπορεί να είναι χρήσιμη η θέσπιση πρόσθετων εθνικών διατάξεων για την εξασφάλιση της προστασίας του καταναλωτή στις περιπτώσεις που τα μέρη δεν έχουν συμφωνήσει ειδικούς συμβατικούς όρους ή όταν τα μέρη έχουν καταλήξει σε συμβατικούς όρους ή συμφωνίες οι οποίες καταργούν ή περιορίζουν, αμέσως ή εμμέσως, τα δικαιώματα του καταναλωτή και οι οποίες, στο μέτρο που τα δικαιώματα αυτά απορρέουν από την παρούσα οδηγία, δεν είναι δεσμευτικές για τον καταναλωτή 7 (7) ότι, προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή της αρχής της συμμόρφωσης προς τους όρους της σύμβασης, είναι σκόπιμο να εισαχθεί μαχητό τεκμήριο συμμόρφωσης προς τους όρους της σύμβασης το οποίο θα καλύπτει τις συνηθέστερες περιπτώσεις 7 ότι το τεκμήριο αυτό δεν περιορίζει την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων 7 ότι, επί πλέον, ελλείψει ειδικών συμβατικών όρων καθώς και σε περίπτωση εφαρμογής της ρήτρας ελάχιστης προστασίας, τα στοιχεία που περιλαμβάνονται σ' αυτό το τεκμήριο μπορούν να χρησιμοποιούνται προκειμένου να καθορίζεται η έλλειψη συμμόρφωσης του αγαθού προς τους όρους της σύμβασης 7 ότι η ποιότητα και η επίδοση την οποία μπορούν εύλογα να αναμένουν οι καταναλωτές, εξαρτώνται από τη φύση των αγαθών, καθώς και από το αν τα αγαθά είναι καινούρια ή μεταχειρισμένα 7 ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο τεκμήριο είναι σωρευτικά 7 ότι, εάν οι περιστάσεις σε μια συγκεκριμένη περίπτωση καθιστούν κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο προδήλως απρόσφορο, τα υπόλοιπα στοιχεία του τεκμηρίου εξακολουθούν, ωστόσο, να ισχύουν 7 (8) ότι ο πωλητής θα πρέπει να είναι ο άμεσος υπεύθυνος έναντι του καταναλωτή σε ό,τι αφορά τη συμμόρφωση των αγαθών προς τους όρους της σύμβασης 7 ότι αυτή είναι η καθιερωμένη παραδοσιακή λύση στις έννομες τάξεις των κρατών μελών 7 ότι, εντούτοις, ο πωλητής θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα, όπως προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, να στραφεί κατά του παραγωγού, κατά προηγούμενου πωλητή ο οποίος εντάσσεται στην ίδια αλυσίδα συμβάσεων ή κατ' άλλου ενδιάμεσου, εκτός αν έχει παραιτηθεί από αυτό το δικαίωμα 7 ότι οι κανόνες που καθορίζουν εναντίον ποίων μπορεί να στραφεί ο πωλητής και με ποιους τρόπους, πρέπει να προσδιορίζονται από το εθνικό δίκαιο 7 (9) ότι, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των αγαθών προς τους όρους της σύμβασης, οι καταναλωτές θα πρέπει να έχουν δικαίωμα σε δωρεάν αποκατάσταση της συμμόρφωσης επιλέγοντας είτε την επισκευή είτε την αντικατάσταση του αγαθού ή, εφόσον αυτό δεν είναι δυνατόν, θα πρέπει να έχουν δικαίωμα σε μείωση του τιμήματος ή υπαναχώρηση από την σύμβαση 7 (10) ότι ο καταναλωτής, κατ' αρχάς, μπορεί να απαιτήσει από τον πωλητή την επισκευή ή την αντικατάσταση των αγαθών, εκτός εάν η επανόρθωση αυτή είναι αδύνατη ή δυσανάλογη 7 ότι η δυσαναλογία της επανόρθωσης θα πρέπει να κρίνεται αντικειμενικά 7 ότι μια επανόρθωση μπορεί να είναι δυσανάλογη εάν, σε σύγκριση με εναλλακτικό τρόπο επανόρθωσης, έχει υπερβολικά υψηλό κόστος 7 ότι, προκειμένου να κριθεί αν το κόστος είναι υπερβολικά υψηλό, το κόστος του ενός τρόπου επανόρθωσης θα πρέπει να είναι σημαντικά υψηλότερο από το κόστος του εναλλακτικού τρόπου επανόρθωσης 7 (11) ότι, στις περιπτώσεις έλλειψης συμμόρφωσης, ο πωλητής μπορεί πάντα να προτείνει στον καταναλωτή, εν είδει διακανονισμού, οποιαδήποτε διαθέσιμη επανόρθωση 7 ότι εναπόκειται στον καταναλωτή να αποφασίσει αν θα δεχτεί ή θα απορρίψει την πρόταση 7 (12) ότι οι αναφορές στο χρόνο της παράδοσης δεν συνεπάγονται ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να τροποποιήσουν τους κανόνες τους σχετικά με την μετάθεση του κινδύνου 7 (13) ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι οποιαδήποτε επιστροφή προς τον καταναλωτή μπορεί να μειωθεί, λαμβάνοντας υπόψη τη χρήση των αγαθών εκ μέρους του καταναλωτή από την στιγμή της παράδοσης 7 ότι οι λεπτομερείς κανόνες βάσει των οποίων χωρεί υπαναχώρηση από τη σύμβαση μπορούν να καθοριστούν από το εθνικό δίκαιο 7 (14) ότι, λόγω του ειδικού τους χαρακτήρα, τα μεταχειρισμένα αγαθά κατά κανόνα είναι αδύνατον να αντικατασταθούν 7 ότι συνεπώς το δικαίωμα του καταναλωτή να ζητήσει αντικατάσταση κατά κανόνα δεν ισχύει για τα εν λόγω αγαθά 7 ότι, όσον αφορά τα αγαθά αυτά, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στους συμβαλλόμενους να συμφωνήσουν μικρότερη περίοδο ευθύνης 7 (15) ότι είναι σκόπιμο να περιορισθεί η περίοδος κατά την οποία ευθύνεται ο πωλητής για οποιαδήποτε έλλειψη συμμόρφωσης κατά την παράδοση των αγαθών 7 ότι τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβλέπουν περιορισμό της περιόδου μέσα στην οποία οι καταναλωτές μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους, εφόσον αυτή η περίοδος δεν λήγει σε δύο έτη από τη στιγμή της παράδοσης 7 ότι όταν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, η έναρξη της παραγραφής δεν συμπίπτει με την στιγμή της παράδοσης των αγαθών, ο συνολικός χρόνος της παραγραφής που προβλέπει το εθνικό δίκαιο δεν μπορεί να είναι συντομότερος των δύο ετών από τη στιγμή της παράδοσης 7 (16) ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν αναστολή ή διακοπή της περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας πρέπει να εκδηλώνεται κάθε έλλειψη συμμόρφωσης καθώς και του χρόνου της παραγραφής, ανάλογα με την περίπτωση και σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, σε περίπτωση επισκευής, αντικατάστασης ή διαπραγματεύσεων μεταξύ πωλητή και καταναλωτή με στόχο το φιλικό διακανονισμό 7 (17) ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να καθορίζουν προθεσμία εντός της οποίας ο καταναλωτής οφείλει να ενημερώσει τον πωλητή για την έλλειψη συμμόρφωσης 7 ότι τα κράτη μέλη μπορούν να εξασφαλίσουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή, μη προβλέποντας αυτή την υποχρέωση 7 ότι, πάντως, οι καταναλωτές σε όλη την Κοινότητα θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους προθεσμία τουλάχιστον δύο μηνών προκειμένου να ενημερώσουν τον πωλητή για την έλλειψη συμμόρφωσης 7 (18) ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν τα μέτρα τους έναντι μιας τέτοιας προθεσμίας η οποία παρεμποδίζει τις διασυνοριακές αγορές των καταναλωτών 7 ότι όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενημερώνουν την Επιτροπή για τον τρόπο που εφαρμόζουν την παρούσα διάταξη 7 ότι η Επιτροπή θα πρέπει να ελέγχει τις επιπτώσεις που έχει η διαφοροποιημένη εφαρμογή αυτής της διάταξης στους καταναλωτές και στην εσωτερική αγορά 7 ότι οι πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο που εφαρμόζεται αυτή η διάταξη από ένα κράτος μέλος θα πρέπει να είναι διαθέσιμες στα άλλα κράτη μέλη, στους καταναλωτές και στις οργανώσεις των καταναλωτών σε όλη την Κοινότητα 7 ότι συνεπώς θα πρέπει να δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων συνοπτική έκθεση σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί σε όλα τα κράτη μέλη 7 (19) ότι, για ορισμένες κατηγορίες αγαθών, αποτελεί τρέχουσα πρακτική να προσφέρουν οι πωλητές ή οι παραγωγοί εγγυήσεις επί των αγαθών έναντι παντός ελαττώματος που εκδηλώνεται εντός ορισμένης προθεσμίας 7 ότι η πρακτική αυτή μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία μεγαλύτερου ανταγωνισμού 7 ότι, μολονότι οι εγγυήσεις αυτές είναι θεμιτά εμπορικά μέσα, δεν θα πρέπει να παραπλανούν τον καταναλωτή 7 ότι, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι δεν θα παραπλανηθούν οι καταναλωτές, οι εγγυήσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν ορισμένες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένης μιας δήλωσης ότι η εγγύηση δεν θίγει τα νόμιμα δικαιώματα του καταναλωτή 7 (20) ότι τα μέρη δεν μπορούν, με κοινή συναίνεση, να περιορίσουν ή να καταργήσουν τα δικαιώματα που παρέχονται στους καταναλωτές, δεδομένου ότι έτσι η παρεχόμενη νομική προστασία θα καθίστατο κενή περιεχομένου 7 ότι η αρχή αυτή θα πρέπει να εφαρμόζεται και στις ρήτρες που συνεπάγονται ότι ο καταναλωτής εγνώριζε την έλλειψη συμμόρφωσης του καταναλωτικού αγαθού κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης 7 ότι η προστασία που παρέχεται στους καταναλωτές βάσει της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να μειώνεται λόγω του ότι ως εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση έχει επιλεγεί το δίκαιο μη κράτους μέλους 7 (21) ότι η νομοθεσία και η νομολογία σ' αυτόν τον τομέα μαρτυρούν, στα διάφορα κράτη μέλη, μια αυξανόμενη μέριμνα για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών 7 ότι, με βάση αυτή την τάση και την εμπειρία από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, μπορεί να κριθεί απαραίτητη μια μεγαλύτερη εναρμόνιση, προβλέποντας κυρίως άμεση ευθύνη του παραγωγού όσον αφορά τα ελαττώματα για τα οποία ευθύνεται 7 (22) ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να θεσπίζουν ή να διατηρούν εν ισχύι αυστηρότερες διατάξεις, στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία, προκειμένου να εξασφαλίσουν ακόμη υψηλότερο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ: Άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί 1. Η παρούσα οδηγία έχει ως αντικείμενο την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών, με σκοπό την εξασφάλιση ενός στοιχειώδους ορίου ομοιόμορφης προστασίας των καταναλωτών στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς. 2. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως: α) «καταναλωτής»: το φυσικό πρόσωπο το οποίο, στο πλαίσιο των συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, ενεργεί για σκοπό μη εντασσόμενο στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας 7 β) «καταναλωτικά αγαθά»: κάθε ενσώματο κινητό πράγμα, εκτός από: - τα αγαθά τα οποία πωλούνται στα πλαίσια αναγκαστικής εκτέλεσης ή με άλλο τρόπο από δικαστική αρχή, - το νερό και το φυσικό αέριο όταν δεν είναι συσκευασμένα προς πώληση σε περιορισμένο όγκο ή καθορισμένη ποσότητα, - την ηλεκτρική ενέργεια 7 γ) «πωλητής»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, στο πλαίσιο συμβάσεως, πωλεί καταναλωτικά αγαθά στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας 7 δ) «παραγωγός»: ο κατασκευαστής ενός καταναλωτικού αγαθού, ο εισαγωγέας του καταναλωτικού αγαθού στο έδαφος της Κοινότητας, ή κάθε πρόσωπο που παρουσιάζεται ως παραγωγός θέτοντας επί του καταναλωτικού αγαθού το όνομά του, το σήμα του ή άλλο διακριτικό σημείο 7 ε) «εγγύηση»: κάθε ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους του πωλητή ή του παραγωγού προς τον καταναλωτή, χωρίς επιπλέον επιβάρυνση, για επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος, ή για αντικατάσταση, επισκευή ή φροντίδα καθ' οιονδήποτε τρόπο του καταναλωτικού αγαθού σε περίπτωση που το καταναλωτικό αγαθό δεν ανταποκρίνεται στα χαρακτηριστικά που αναφέρονται στη δήλωση της εγγύησης ή στη σχετική διαφήμιση 7 στ) «επισκευή»: η αποκατάσταση του καταναλωτικού αγαθού σε περίπτωση έλλειψης συμμόρφωσης, ώστε να είναι σύμφωνο προς τους όρους της σύμβασης πώλησης. 3. Τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να ορίζουν ότι στον όρο «καταναλωτικά αγαθά» δεν περιλαμβάνονται μεταχειρισμένα αγαθά που πωλούνται σε δημόσιους πλειστηριασμούς με αυτοπρόσωπη παρουσία των αγοραστών. 4. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, λογίζονται επίσης ως συμβάσεις πωλήσεως οι συμβάσεις προμήθειας καταλωτικών αγαθών τα οποία πρόκειται να κατασκευασθούν ή να παραχθούν, εκτός εάν ο καταναλωτής υποχρεούται να παράσχει σημαντικό μέρος των υλικών που απαιτούνται για την κατασκευή ή την παραγωγή. Άρθρο 2 Συμμόρφωση προς τους όρους της σύμβασης 1. Ο πωλητής πρέπει να παραδίδει στον καταναλωτή αγαθά που είναι σύμφωνα προς τους όρους της σύμβασης πώλησης. 2. Τα καταναλωτικά αγαθά τεκμαίρονται σύμφωνα προς τους όρους της σύμβασης εάν: α) ανταποκρίνονται στην περιγραφή που έχει γίνει από τον πωλητή και έχουν τις ιδιότητες του αγαθού εκείνου που ο πωλητής είχε παρουσιάσει στον καταναλωτή ως δείγμα ή υπόδειγμα 7 β) είναι κατάλληλα για κάθε ειδική χρήση την οποία επιζητεί ο καταναλωτής και την οποία γνωστοποίησε στον πωλητή κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης, εκτός αν προκύπτει εκ των περιστάσεων ότι ο καταναλωτής δεν βασίστηκε στις εξηγήσεις του πωλητή 7 γ) είναι κατάλληλα για τις χρήσεις για τις οποίες προορίζονται συνήθως τα αγαθά του ιδίου τύπου 7 δ) έχουν τη συνήθη ποιότητα και επιδόσεις ενός αγαθού του ίδιου τύπου τις οποίες μπορεί ευλόγως να αναμένει ο καταναλωτής, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του αγαθού και τις δημόσιες δηλώσεις του πωλητή, του παραγωγού ή του αντιπροσώπου του για τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των αγαθών, ιδίως στο πλαίσιο της διαφήμισης ή της επισήμανσης. 3. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, δεν υφίσταται έλλειψη συμμόρφωσης προς τους όρους της σύμβασης εάν, κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης, ο καταναλωτής εγνώριζε ή δεν μπορούσε ευλόγως να αγνοεί την έλλειψη της συμμόρφωσης. 4. Ο πωλητής δεν ευθύνεται για τις δημόσιες δηλώσεις, που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο δ), εάν: - αποδεικνύει ότι δεν γνώριζε και δεν μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει τη σχετική δήλωση, - αποδεικνύει ότι είχε διορθωθεί η σχετική δήλωση έως τη στιγμή σύναψης της σύμβασης ή - αποδεικνύει ότι η απόφαση για την αγορά του καταναλωτικού αγαθού δεν μπορούσε να επηρεαστεί από τη δήλωση. 5. Η έλλειψη συμμόρφωσης που απορρέει από κακή εγκατάσταση του καταναλωτικού αγαθού εξομοιούται με έλλειψη συμμόρφωσης προς τους όρους της σύμβασης, όταν η εγκατάσταση αποτελεί μέρος της σύμβασης πώλησης του αγαθού και έχει πραγματοποιηθεί από τον πωλητή ή υπ' ευθύνη του. Άρθρο 3 Δικαιώματα του καταναλωτή 1. Ο πωλητής ευθύνεται έναντι του καταναλωτή για κάθε έλλειψη συμμόρφωσης που υπάρχει κατά την παράδοση του αγαθού. 2. Όταν υπάρχει έλλειψη συμμόρφωσης, ο καταναλωτής έχει δικαίωμα είτε σε δωρεάν αποκατάσταση της συμμόρφωσης του αγαθού με επισκευή ή αντικατάσταση, σύμφωνα με την παράγραφο 3, είτε σε προσήκουσα μείωση του τιμήματος, είτε σε υπαναχώρηση από τη σύμβαση όσον αφορά το αγαθό αυτό, σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5. 3. Ο καταναλωτής έχει, κατ' αρχάς, δικαίωμα να απαιτήσει από τον πωλητή τη δωρεάν επισκευή ή αντικατάσταση του αγαθού, εκτός εάν μια τέτοια πράξη είναι αδύνατη ή δυσανάλογη. Η επανόρθωση θεωρείται δυσανάλογη, εάν, σε σύγκριση με τον εναλλακτικό τρόπο επανόρθωσης, συνεπάγεται για τον πωλητή υπερβολικά υψηλό κόστος, λαμβάνοντας υπόψη: - την αξία που θα είχε το αγαθό εάν δεν υπήρχε έλλειψη συμμόρφωσης, - τη σημασία της έλλειψης συμμόρφωσης και - κατά πόσον ο εναλλακτικός τρόπος επανόρθωσης θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς σημαντική ενόχληση του καταναλωτή. Η επισκευή ή η αντικατάσταση πρέπει να πραγματοποιούνται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και χωρίς σημαντική ενόχληση του καταναλωτή, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του αγαθού και τον σκοπό για τον οποίο ο καταναλωτής προόριζε το αγαθό. 4. Εάν ο καταναλωτής δεν δικαιούται να απαιτήσει ούτε επισκευή ούτε αντικατάσταση ή εάν ο πωλητής δεν ολοκλήρωσε την επανόρθωση εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος ή χωρίς σημαντική ενόχληση του καταναλωτή, ο καταναλωτής δικαιούται να ζητήσει προσήκουσα μείωση του τιμήματος ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. 5. Ο καταναλωτής δεν δικαιούται να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση εάν η έλλειψη συμμόρφωσης είναι ασήμαντη. Άρθρο 4 Δικαίωμα προς επανόρθωση Όταν ο τελικός πωλητής υπέχει ευθύνη έναντι του καταναλωτή λόγω έλλειψης συμμόρφωσης προς τους όρους της σύμβασης, η οποία απορρέει από πράξη ή παράλειψη του παραγωγού, ενός προηγούμενου πωλητή ο οποίος εντάσσεται στην ίδια αλυσίδα συμβάσεων ή οποιουδήποτε άλλου ενδιαμέσου, ο τελικός πωλητής δικαιούται να στραφεί κατά του υπευθύνου ή των υπευθύνων στην αλυσίδα συμβάσεων, εκτός αν παραιτήθηκε του δικαιώματός του. Η εθνική νομοθεσία ορίζει το ή τα πρόσωπα κατά των οποίων μπορεί να στραφεί ο τελικός πωλητής, καθώς και τις σχετικές αγωγές και προϋποθέσεις άσκησής τους. Άρθρο 5 Προθεσμίες 1. Ο πωλητής ευθύνεται δυνάμει του άρθρου 3 όταν η έλλειψη συμμόρφωσης εκδηλώνεται εντός δύο ετών από την παράδοση του αγαθού. Εάν, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, τα δικαιώματα που προβλέπονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 υπόκεινται σε παραγραφή, η παραγραφή αυτή δεν συμπληρώνεται προ της παρόδου δύο ετών από την παράδοση. 2. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι ο καταναλωτής, προκειμένου να απολαύσει των δικαιωμάτων του, οφείλει να ενημερώσει τον πωλητή για την έλλειψη συμμόρφωσης, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία διαπίστωσε την έλλειψη συμμόρφωσης. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζουν την παρούσα παράγραφο. Η Επιτροπή παρακολουθεί τις επιπτώσεις που έχει στους καταναλωτές και στην εσωτερική αγορά η ύπαρξη αυτής της εναλλακτικής δυνατότητας για τα κράτη μέλη. Το αργότερο . . . (4), η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την παρούσα παράγραφο. Η έκθεση αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. 3. Μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου, η έλλειψη συμμόρφωσης, η οποία εκδηλώνεται εντός έξι μηνών από την παράδοση του αγαθού, τεκμαίρεται ότι υφίσταται κατά την παράδοση, εκτός εάν το τεκμήριο αυτό είναι ασυμβίβαστο με τη φύση του αγαθού ή τη φύση της έλλειψης, συμμόρφωσης. Άρθρο 6 Εγγυήσεις 1. Η εγγύηση δεσμεύει νομικά το άτομο που την προσφέρει σύμφωνα με τους όρους που ορίζονται στη δήλωση της εγγύησης και στη σχετική διαφήμιση. 2. Στην εγγύηση πρέπει: - να δηλώνεται ότι ο καταναλωτής έχει νόμιμα δικαιώματα δυνάμει της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας που διέπει την πώληση καταναλωτικών αγαθών και να καθίσταται σαφές ότι αυτά τα δικαιώματα δεν θίγονται από την εγγύηση, - να προσδιορίζονται, σε απλή και κατανοητή γλώσσα, το περιεχόμενο της εγγύησης και τα ουσιαστικά στοιχεία που απαιτούνται για την ενεργοποίηση της εγγύησης, και κυρίως η διάρκεια και η εδαφική της έκταση, καθώς και το όνομα και η διεύθυνση του εγγυητή. 3. Εφόσον το ζητήσει ο καταναλωτής, η εγγύηση πρέπει να τίθεται στη διάθεσή του γραπτώς ή να περιέχεται σε άλλο διαρκές υπόστρωμα που του είναι διαθέσιμο και προσιτό. 4. Το κράτος μέλος, όπου το καταναλωτικό αγαθό διατίθεται στο εμπόριο μπορεί, σύμφωνα με τους κανόνες της συνθήκης, να επιβάλλει, στο έδαφός του, τη σύνταξη της εγγύησης σε μία ή περισσότερες γλώσσες που επιλέγει μεταξύ των επισήμων γλωσσών της Κοινότητας. 5. Εάν η εγγύηση παραβαίνει τις απαιτήσεις των παραγράφων 2, 3 ή 4, κατά κανένα τρόπο δεν θίγεται η εγκυρότητα της εγγύησης αυτής και ο καταναλωτής μπορεί να βασιστεί στην εγγύηση και να απαιτήσει την τήρησή της. Άρθρο 7 Δεσμευτικός χαρακτήρας 1. Συμβατικοί όροι ή συμφωνίες, οι οποίες συνάπτονται με τον πωλητή πριν από την ενημέρωσή του για την έλλειψη συμμόρφωσης και οι οποίες, αμέσως ή εμμέσως, καταργούν ή περιορίζουν τα δικαιώματα που απορρέουν από την παρούσα οδηγία, δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι σε περίπτωση μεταχειρισμένων αγαθών ο πωλητής και ο καταναλωτής μπορούν να συμφωνούν συμβατικούς όρους ή συμφωνίες που προβλέπουν μικρότερη χρονική περίοδο όσον αφορά την ευθύνη του πωλητή από εκείνην που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1. Η περίοδος αυτή δεν μπορεί να είναι κατώτερη του ενός έτους. 2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι ο καταναλωτής δεν στερείται της παρεχόμενης από την παρούσα οδηγία προστασίας, λόγω της επιλογής του δικαίου μη κράτους μέλους ως εφαρμοστέου δικαίου της σύμβασης, όταν η σύμβαση παρουσιάζει στενό σύνδεσμο με το έδαφος κρατών μελών. Άρθρο 8 Εθνικά δίκαια και στοιχειώδης προστασία 1. Η άσκηση των παραχωρούμενων από την παρούσα οδηγία δικαιωμάτων, δεν θίγει την άσκηση άλλων δικαιωμάτων που μπορεί να επικαλεσθεί ο καταναλωτής δυνάμει εθνικών κανόνων περί συμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης. 2. Στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν εν ισχύι αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς τη συνθήκη, προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα υψηλότερο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή. Άρθρο 9 Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο 1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, προκειμένου να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία, το αργότερο . . . (5). Ενημερώνουν αμέσως σχετικά την Επιτροπή. Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη. 2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία. Άρθρο 10 Επανεξέταση Η Επιτροπή, το αργότερο . . . (6), επανεξετάζει την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Η έκθεση αυτή εξετάζει, μεταξύ άλλων, την περίπτωση της θέσπισης άμεσης ευθύνης του παραγωγού και συνοδεύεται, ενδεχομένως, από προτάσεις. Άρθρο 11 Έναρξη ισχύος Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Άρθρο 12 Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη. . . ., Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Ο Πρόεδρος Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος (1) ΕΕ C 307 της 16.10.1996, σ. 8 και ΕΕ C 148 της 14.5.1998, σ. 12. (2) ΕΕ C 66 της 3.3.1997, σ. 5. (3) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Μαρτίου 1998 (ΕΕ C 104 της 6.4.1998, σ. 30), κοινή θέση του Συμβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 1998 και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της . . . (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). (4) 42 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας. (5) 36 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας. (6) Επτά έτη μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας. ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Στις 23 Αυγούστου 1996, η Επιτροπή διαβίβασε στο Συμβούλιο πρόταση, με βάση το άρθρο 100 Α της συνθήκης ΕΚ, σχετικά με την πώληση και τις εγγυήσεις καταναλωτικών αγαθών. 2. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή γνωμοδότησαν στις 10 Μαρτίου 1998 και στις 27 Νοεμβρίου 1996, αντιστοίχως. 3. Την 1η Απριλίου 1998, η Επιτροπή διαβίβασε τροποποιημένη πρόταση στο Συμβούλιο. 4. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1998, το Συμβούλιο καθόρισε την κοινή θέση του σύμφωνα με το άρθρο 189 Β παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο της συνθήκης. II. ΣΤΟΧΟΣ Η μελλοντική οδηγία προορίζεται να παρέχει ένα ομοιόμορφο στοιχειώδες επίπεδο των νόμιμων δικαιωμάτων των καταναλωτών να ζητήσουν επανόρθωση σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ενός προϊόντος με τη σύμβαση πώλησης κατά τη στιγμή της παράδοσης και να εξασφαλίζει διαφάνεια στις εγγυήσεις που προσφέρονται εθελοντικά από πωλητές και κατασκευαστές. Η οδηγία καλύπτει μόνον αγαθά και πωλήσεις μεταξύ επαγγελματιών πωλητών και μη επαγγελματιών καταναλωτών. III. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ Γενικά Το Συμβούλιο επιδίωξε την αύξηση της προστασίας που καταναλωτή σε έναν τομέα που είναι η κύρια πηγή παραπόνων από καταναλωτές σε σχέση με τις συναλλαγές, ιδίως όσον αφορά τις διασυνοριακές συναλλαγές στην ενιαία αγορά. Ενεργώντας έτσι, το Συμβούλιο επιδίωκε επίσης να εξασφαλίσει μια λογική ισορροπία ανάμεσα στα συμφέροντα των καταναλωτών και των πωλητών ώστε να μπορούν να επωφελούνται πλήρως και κατά τρόπο δίκαιο από την εσωτερική αγορά. Το Συμβούλιο αποδέχτηκε ή έλαβε υπόψη ορισμένες τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Άρθρα (τα κείμενα αναφοράς είναι η κοινή θέση και η τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής) Άρθρο 1: Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί - παράγραφος 1: πεδίο εφαρμογής Το Συμβούλιο πρόσθεσε, για λόγους σαφήνειας, τις λέξεις «σχετικά με ορισμένες πτυχές». Ο τίτλος του σχεδίου οδηγίας συμπληρώθηκε αναλόγως. - παράγραφος 2: ορισμοί συμπεριλαμβανομένων των εξαιρέσεων Στον ορισμό του «καταναλωτή» [στοιχείο α)], το Συμβούλιο αποδέχθηκε την τροπολογία αριθ. 11 και διέγραψε κατά συνέπεια τον όρο «απευθείας» που είχε προτείνει η Επιτροπή. Όσον αφορά τα «καταναλωτικά αγαθά» [στοιχείο β)], το Συμβούλιο προσέθεσε τη λέξη «ενσώματο» και έκρινε ότι οι τρεις εξαιρέσεις, μαζί με την εξαίρεση που προβλέπεται στη νέα παράγραφο 3, αποτελούν χρήσιμες αποσαφηνίσεις, ενώ η ρητή αναφορά στα ακίνητα θεωρήθηκε περιττή. Όσον αφορά τον «πωλητή» [στοιχείο γ)], η αναφορά «έναντι μιας άλλης περιουσιακής αξίας» θα είχε θέσει προβλήματα σε αρκετά κράτη μέλη και ως εκ τούτου απαλείφθηκε. Ο ορισμός του κατασκευαστή ή μάλλον του «παραγωγού» [στοιχείο δ)], έγινε αποδεκτός, ενώ ο ορισμός του «αντιπροσώπου του κατασκευαστή» δεν εγκρίθηκε, δεδομένων των διαφορών στις νομοθεσίες των κρατών μελών όσον αφορά το θέμα της αντιπροσώπευσης. Όσον αφορά τις «εγγυήσεις» [στοιχείο ε)], το Συμβούλιο προτίμησε αυτή την πλέον ουδέτερη έννοια από την έννοια της «εμπορικής εγγύησης», δεδομένου ότι ο επιθετικός προσδιορισμός θα προκαλούσε σύγχυση σε μερικά κράτη μέλη. Για λόγους σαφήνειας, το Συμβούλιο επέλεξε τον ορισμό που είχε αρχικά προτείνει η Επιτροπή και τον τροποποίησε ελαφρά. Για τον ίδιο λόγο, προστέθηκε ο ορισμός της «επισκευής» [στοιχείο στ)]. - παράγραφος 3: μεταχειρισμένα αγαθά που πωλούνται σε δημόσιους πλειστηριασμούς Σκοπός της προαιρετικής εξαίρεσης στην παράγραφο αυτή είναι η συνεκτίμηση της ειδικής κατάστασης σε μερικά κράτη μέλη. - παράγραφος 4: προμήθεια καταναλωτικών αγαθών τα οποία πρόκειται να κατασκευασθούν ή να παραχθούν Το Συμβούλιο αποδέχθηκε την τροπολογία αριθ. 17 και προσέθεσε ένα στοιχείο που θεώρησε ότι είναι σχετικό με το πλαίσιο αυτό. Άρθρο 2 Στην παράγραφο 2 στοιχείο β), το Συμβούλιο προτίμησε την αρχική πρόταση της Επιτροπής η οποία προέρχεται από τη σύμβαση της Βιέννης. Στην παράγραφο 2 στοιχείο δ), το Συμβούλιο δέχθηκε μέρος της τροπολογίας αριθ. 20. Για λόγους εφαρμογής, ενέταξε στοιχεία της αρχικής πρότασης της Επιτροπής και αντικατέστησε τις λέξεις «μπορεί να αναμένει» από «μπορεί ευλόγως να αναμένει». Στην παράγραφο 3, το Συμβούλιο υιοθέτησε την τροποποίηση αριθ. 21 με μικρές αλλαγές. Στην παράγραφο 5, το Συμβούλιο θα μπορούσε να υποστηρίξει κατ' αρχήν την τροπολογία αριθ. 23 σχετικά με τις οδηγίες εγκατάστασης, πιστεύει όμως ότι το ζήτημα αυτό θα πρέπει να επανεξετασθεί κατά τη δεύτερη ανάγνωση, λαμβάνοντας υπόψη την υπόθεση ότι το προϊόν πρέπει να είναι σχεδιασμένο για εγκατάσταση από τον καταναλωτή (και όχι από επαγγελματία) και ότι οι γραπτές οδηγίες εγκατάστασης πρέπει να είναι κατανοητές από τον μέσο καταναλωτή. Η έβδομη αιτιολογική σκέψη εξηγεί την έννοια του άρθρου 2. Άρθρο 3 Στην παράγραφο 1, το Συμβούλιο ακολούθησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και μετέφερε το τελευταίο μέρος του άρθρου 3 παράγραφος 1 στο άρθρο 2 παράγραφος 3. Επίσης, μετέφερε το θέμα των προθεσμιών στο άρθρο 5. Η παράγραφος 2 της πρότασης της Επιτροπής μεταφέρθηκε στο άρθρο 2. Όσον αφορά την ιεραρχία των δικαιωμάτων των καταναλωτών, το Συμβούλιο ακολούθησε σε μεγάλο βαθμό στην παράγραφο 3 την έννοια που προβλέπει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με τις ακόλουθες ιδίως διαφορές ή αποχρώσεις: Το Συμβούλιο έκρινε ότι το κριτήριο της αναλογικότητας, το οποίο επεξηγείται στη δέκατη αιτιολογική σκέψη, είναι καταλληλότερο από την άποψη της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας από ό,τι το κριτήριο του «οικονομικά κατάλληλου». Στο πνεύμα αυτό της αναλογικότητας, απέκλεισε την υπαναχώρηση από τη σύμβαση σε περιπτώσεις ελάσσονος έλλειψης συμμόρφωσης. Το θέμα της επανέναρξης ή της αναστολής της προθεσμίας σε περίπτωση αντικατάστασης ή επισκευής (τροπολογίες αριθ. 29 και 33) αφήνεται στα κράτη μέλη όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 16. Στην αιτιολογική σκέψη 13 καθίσταται σαφές ότι τα κράτη μέλη είναι επίσης ελεύθερα να θεσπίζουν κανόνες για την επιστροφή προς τον καταναλωτή στην περίπτωση αγαθών που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί από τον καταναλωτή, καθώς επίσης και για τους λεπτομερείς κανόνες σχετικά με την υπαναχώρηση από τη σύμβαση. Η παράγραφος 4 του άρθρου 3 καθιστά σαφές ότι ο καταναλωτής μπορεί να ζητήσει προσήκουσα μείωση του τιμήματος ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση: - εάν ο καταναλωτής δεν δικαιούται ούτε επισκευή ούτε αντικατάσταση, ή - εάν ο πωλητής δεν ολοκλήρωσε την επανόρθωση εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, ή - εάν ο πωλητής δεν ολοκλήρωσε την επανόρθωση χωρίς σημαντική ενόχληση του καταναλωτή (1). Η αιτιολογική σκέψη 11 καθιστά σαφές ότι ο πωλητής μπορεί βεβαίως πάντοτε να προσφέρει στον καταναλωτή οποιαδήποτε διαθέσιμη επανόρθωση την οποία ο καταναλωτής είναι ελεύθερος να δεχτεί ή να απορρίψει. Όσον αφορά τα μεταχειρισμένα αγαθά, η αιτιολογική σκέψη 14 αναφέρει ότι η αντικατάσταση κατά κανόνα δεν ισχύει για τα εν λόγω αγαθά (βλ. επίσης άρθρο 7 και αιτιολογική σκέψη 20). Όσον αφορά την πληρωμή σε δόσεις, (τροπολογία αριθ. 32), το Συμβούλιο έκρινε ότι τούτο είναι θέμα των κανόνων που διέπουν την καταναλωτική πίστη. Άρθρο 4 Το Συμβούλιο αποδέχθηκε τον όρο «υπεύθυνο πρόσωπο», αλλά προτίμησε να αφήσει επίσης το θέμα των συμβατικών ρητρών διασφάλισης στα κράτη μέλη. Άρθρο 5 Το Συμβούλιο συγκέντρωσε τις προθεσμίες στο άρθρο αυτό και πρόσθεσε στην παράγραφο 1 ως σημαντικό στοιχείο προστασίας του καταναλωτή μια αναφορά στο χρόνο παραγραφής. Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 15, τέτοιες περίοδοι παραγραφής δεν μπορούν να είναι μικρότερες από δύο έτη (αλλά μπορούν βεβαίως να εξακολουθούν να είναι δέκα έτη ή περισσότερο σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία), και δεν μπορούν να είναι μικρότερες από δύο έτη από τη στιγμή της παράδοσης όταν μια τέτοια περίοδος αρχίζει σε μερικά κράτη μέλη πριν από τη στιγμή αυτή. Στην παράγραφο 2, το Συμβούλιο πρόσθεσε για τα κράτη μέλη τη δυνατότητα να προβλέπουν υποχρέωση κοινοποίησης η οποία, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και πρακτική σε μερικά κράτη μέλη, αποτελεί τη βάση ενός σημαντικά ευνοϊκότερου συστήματος για τους καταναλωτές π.χ. σύστημα στο οποίο ο χρόνος παραγραφής των δύο ετών δεν αρχίζει μέχρι να πραγματοποιηθεί η κοινοποίηση. Προκειμένου να προληφθούν προβλήματα για την λειτουργία της ενιαίας αγοράς που θα μπορούσαν να ανακύψουν από αυτή τη δυνατότητα που παρέχεται στα κράτη μέλη, το Συμβούλιο συνόδεψε τη ρήτρα αυτή με ένα σύστημα ενημέρωσης και παρακολούθησης που περιλαμβάνει έκθεση από την Επιτροπή. Άρθρο 6 Όσον αφορά την παράγραφο 1, το Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα, έπειτα από διεξοδική συζήτηση, ότι το κριτήριο της «πλεονεκτικότερης θέσης» δεν μπορεί να εφαρμοστεί και το διέγραψε. Στην παράγραφο 2, πρώτη περίπτωση, το Συμβούλιο αποδέχθηκε την αναφορά στα νόμιμα δικαιώματα των καταναλωτών. Προσέθεσε δε, ως σημαντική διευκρίνιση στην παράγραφο 5, ότι η εγγύηση παραμένει έγκυρη ακόμη και αν παραβαίνει τις απαιτήσεις του άρθρου αυτού. Άρθρο 7 Το άρθρο αυτό καλύπτει επίσης μεταχειρισμένα αγαθά προκειμένου να ληφθεί υπόψη ο ειδικός χαρακτήρας τους (βλ. επίσης άρθρα 2 και 3 και αιτιολογικές σκέψεις 6, 7, 14 και 20). Άρθρο 9 Λόγω της πολυπλοκότητας του θέματος που καλύπτει η παρούσα οδηγία, το Συμβούλιο επέλεξε μια τριετή περίοδο μεταφοράς. Άρθρο 10 Το Συμβούλιο εξέτασε προσεκτικά το θέμα της ευθύνης του παραγωγού, με το οποίο ασχολήθηκε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ιδίως με τις τροπολογίες αριθ. 16, 18, 25 και 48. Έκρινε ότι τούτο είναι μια σημαντική πτυχή της προστασίας του καταναλωτή, αλλά συμμερίστηκε την άποψη της Επιτροπής ότι απαιτείται περαιτέρω μελέτη του θέματος προτού εξετασθεί η ενσωμάτωση αυτής της πτυχής στην οδηγία. Προέβλεψε συνεπώς μια ρήτρα επανεξέτασης που περιλαμβάνει αναφορά σε προτάσεις της Επιτροπής (βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 21). Όσον αφορά την τροπολογία αριθ. 43, το Συμβούλιο έκρινε ότι το θέμα αυτό είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και ότι αντί της τροπολογίας αυτής θα πρέπει να καλυφθεί από το σχέδιο δράσης της Επιτροπής σχετικά με τις εξώδικες διαδικασίες. (1) Κατά τη δεύτερη ανάγνωση, μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμο να αναθεωρηθούν μερικές από τις μεταφράσεις αυτής της παραγράφου.