Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 51998AC0795

    Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την «Ανακοίνωση της Επιτροπής: "Τα νέα περιφερειακά προγράμματα 1997-1999 για το στόχο 2 της κοινοτικής διαρθρωτικής πολιτικής - με προτεραιότητα στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης"»

    ΕΕ C 235 της 27.7.1998, p. 38 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    51998AC0795

    Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την «Ανακοίνωση της Επιτροπής: "Τα νέα περιφερειακά προγράμματα 1997-1999 για το στόχο 2 της κοινοτικής διαρθρωτικής πολιτικής - με προτεραιότητα στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης"»

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 235 της 27/07/1998 σ. 0038


    Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την «Ανακοίνωση της Επιτροπής: "Τα νέα περιφερειακά προγράμματα 1997-1999 για το στόχο 2 της κοινοτικής διαρθρωτικής πολιτικής - με προτεραιότητα στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης"»

    (98/C 235/09)

    Στις 17 Νοεμβρίου 1997, και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 198 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει από την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή να γνωμοδοτήσει για την ανωτέρω ανακοίνωση.

    Το τμήμα περιφερειακής ανάπτυξης, χωροταξίας και πολεοδομίας, στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, επεξεργάσθηκε τη γνωμοδότησή του με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. Masucci στις 21 Απριλίου 1998.

    Κατά την 355η σύνοδο ολομελείας της (συνεδρίαση της 27ης Μαΐου 1998), η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 114 ψήφους κατά και μία αποχή την ακόλουθη γνωμοδότηση.

    1. Εισαγωγή

    1.1. Η Επιτροπή παρουσίασε τον περασμένο Νοέμβριο ανακοίνωση στην οποία υποβάλλονται τα νέα περιφερειακά προγράμματα στο πλαίσιο του στόχου 2, που θα πρέπει να υλοποιηθούν στη δεύτερη περίοδο προγραμματισμού, δηλαδή έως τα τέλη του 1999, στις περιοχές που πλήττονται από βιομηχανική παρακμή.

    Το έγγραφο αποτελεί τον καρπό της εξέτασης 65 νέων ενιαίων εγγράφων προγραμματισμού (DOCUP) και του κοινοτικού πλαισίου υποστήριξης (QCS) όσον αφορά την Ισπανία.

    Έχουν αποκλειστεί από την ανάλυση τα DOCUP για την Αυστρία και την Σουηδία που επέλεξαν τον 5ετή προγραμματισμό ().

    1.2. Η ανακοίνωση συνοψίζει τα αποτελέσματα που ελπίζεται ότι θα επιτευχθούν από την άποψη της οικονομικής ανάπτυξης και ειδικότερα τις επιπτώσεις για την απασχόληση.

    Σύμφωνα με όσα αναφέρονται από τα κράτη μέλη, η εφαρμογή των προγραμμάτων αυτών θα επιτρέψει τη δημιουργία και τη διατήρηση περίπου 880 000 θέσεων εργασίας, που θα επικεντρωθούν κατά το 90 % (801 000) στη Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία και Ιταλία.

    1.3. Τα προβλεπόμενα μέτρα μπορούν σε γενικές γραμμές να διαχωριστούν σε 4 τυπολογίες:

    - υποστήριξη στην ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα των βιομηχανικών και εμπορικών δραστηριοτήτων, με ειδικότερη προσοχή στις ΜΜΕ (47,4 % των δαπανών) 7

    - προγράμματα κατάρτισης και επανειδίκευσης των εργαζομένων, με τον προσανατολισμό τους στις νέες τεχνολογίες (33,8 % των δαπανών) 7

    - ενέργειες ανάκτησης και βελτίωσης των αστικών περιοχών και των περιοχών βιομηχανικής παρακμής (12,3 % των δαπανών) 7

    - περιβαλλοντική προστασία και προώθηση καθαρών τεχνολογιών και οικολογικού τουρισμού (5,2 %).

    Απόλυτη προτεραιότητα των νέων προγραμμάτων 1997-1999 του στόχου 2 θα πρέπει να είναι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται από την Επιτροπή στο Σημείωμα γενικών κατευθύνσεων που διαβιβάστηκε στα κράτη μέλη στις 30 Απριλίου 1996 (), η δημιουργία θέσεων εργασίας. Ο στόχος αυτός θα πρέπει να υλοποιηθεί με τη βελτίωση των παραγωγικών διαρθρώσεων και του επιπέδου ειδίκευσης του εργατικού δυναμικού.

    1.4. Η Επιτροπή συνεπώς εξέτασε όλα τα προγράμματα στο φως των στόχων αυτών, αξιολογώντας σε ποιο βαθμό οι προτεραιότητες αυτές έχουν ληφθεί υπόψη 7 η ποιότητα του ενδιαφερόμενου τομέα 7 η συνοχή μεταξύ διακηρυχθέντων στόχων και δαπανών 7 η πραγματική ποσοτική εκτίμηση των επιπτώσεων στην απασχόληση 7 οι περιβαλλοντικές συνέπειες της στρατηγικής και των δράσεων που επιλέχτηκαν.

    1.4.1. Ελήφθησαν επίσης υπόψη και οι αρχές της κοινοπραξίας και του πρόσθετου χαρακτήρα.

    Ειδικότερα, στα προγράμματα θα πρέπει να διαφαίνεται η δέσμευση για μέγιστη ανάληψη ευθύνης εκ μέρους των κοινωνικών εταίρων καθώς και η διασύνδεση των προγραμμάτων για το στόχο 2 με άλλες πρωτοβουλίες οικονομικής ανάκαμψης της εν λόγω περιοχής.

    Όσον αφορά τον πρόσθετο χαρακτήρα, κάθε κράτος μέλος υποχρεώνεται να διασφαλίσει ένα επίπεδο συνολικής δαπάνης ανάλογο με το αντίστοιχο ποσό της περιόδου 1994-1996.

    1.5. Σε σχέση με την περίοδο 1994-1996, ο κατάλογος των περιοχών που έγιναν αποδεκτές στα πλαίσια του στόχου 2 παρέμεινε σε γενικές γραμμές αναλλοίωτος, όπως άλλωστε και το ποσοστό του ενδιαφερόμενου πληθυσμού (16,4 %).

    Οι διαθέσιμοι πόροι καθορίστηκαν σε 8 288 εκατ. Ecu (τιμές 1997) με πραγματική αύξηση της τάξεως του 13,8 % σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Στους πόρους αυτούς θα πρέπει να προστεθούν 859 εκατ. Ecu που δεν χρησιμοποιήθηκαν έως τα τέλη του 1996, έτσι ώστε οι διαθέσιμες πιστώσεις ανέρχονται σε 9 147.

    2. Τα προβλήματα που επισημάνθηκαν

    2.1. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι κατά την κατάρτιση των νέων DOCUP χρησιμοποιήθηκαν επωφελώς οι εμπειρίες της προηγουμένης περιόδου.

    Όπως επίσης, επισημαίνεται η μεγάλη συνέχεια στρατηγικής μεταξύ των παλαιών και των νέων προγραμμάτων.

    Η παρουσίαση των στόχων σε γενικές γραμμές ήταν σαφής και εξαντλητική, με την ένδειξη 4-5 στρατηγικών στόχων, που επιλέχθηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις σύμφωνα με μια ολοκληρωμένη οπτική της οικονομικής ανάπτυξης, ενώ σε άλλες περιπτώσεις ευνοήθηκαν οριζόντιες διαστάσεις, όπως το συμβατό με το περιβάλλον και η ισοδυναμία των ευκαιριών.

    2.2. Όσον αφορά την επάρκεια των μέτρων σε σχέση με τους στρατηγικούς στόχους που αναφέρθηκαν, η Επιτροπή επισημαίνει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις το ιδιαίτερα ευρύ φάσμα παρεμβάσεων κατέστησε πιο δύσκολη την συμπληρωματικότητα καθώς και τις συνέργιες.

    2.2.1. Ειδικότερα οι δράσεις κατάρτισης είναι αυτές που προσδιορίζονται καλύτερα «ίσως λόγω του οριζόντιου χαρακτήρα των μέτρων που αφορούν τους ανθρώπινους πόρους» ().

    Η Επιτροπή επισημαίνει ωστόσο ότι «ο βαθμός αμοιβαίας ενσωμάτωσης μεταξύ των μέτρων ΕΤΠΑ και μέτρων ΕΚΤ φαίνεται σχετικά καλύτερος» ().

    2.2.2. Αντιθέτως πιο σοβαρές ελλείψεις επεσήμανε η Επιτροπή στα προγράμματα που παρουσιάστηκαν αρχικώς λόγω «μη ποσοστιαίας έκφρασης των στόχων και των αποτελεσμάτων που επιδιώκονται, στις οποίες περιλαμβάνονται τα αποτελέσματα ως προς την απασχόληση, και έλλειψης στοιχείων αναφοράς» ().

    Ειδικότερα επισημαίνει ότι σπάνια χρησιμοποιήθηκε το μεθοδολογικό σημείωμα που διαβιβάστηκε στα κράτη μέλη για προκαταρκτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων στην απασχόληση.

    2.2.3. Μεγαλύτερη προσοχή αντιθέτως δόθηκε στις περιβαλλοντικές πτυχές: το μεγαλύτερο τμήμα των προγραμμάτων περιελάμβανε στρατηγική περιβαλλοντική αξιολόγηση και σε ορισμένες περιπτώσεις δόθηκαν πλήρεις και λεπτομερείς πληροφορίες για το κάθε ένα προβλεπόμενο μέτρο.

    2.3. Όσον αφορά την κοινοπραξία, παρά την δηλωθείσα δέσμευση να εξασφαλιστεί η παρουσία της στο μεγαλύτερο μέρος των σχεδίων, δεν προσδιορίστηκαν σαφώς οι μορφές συμμετοχής.

    2.4. Τέλος οι ανεπαρκείς πληροφορίες και οι δυσκολίες επαλήθευσης των στοιχείων δεν επέτρεψαν την ικανοποιητική επαλήθευση σεβασμού της αρχής του πρόσθετου χαρακτήρα.

    Για το λόγο αυτό, στις αποφάσεις έγκρισης των DOCUP εισήχθη ρήτρα «βάσει της οποίας οι κοινοτικές πληρωμές θα διακοπούν μετά την καταβολή της προκαταβολής εν αναμονή των αποτελεσμάτων της προκαταρκτικής επαλήθευσης του σεβασμού του πρόσθετου χαρακτήρα» ().

    2.5. Για ορισμένες από τις ανεπάρκειες αυτές ήταν ωστόσο δυνατό να υπάρξει παρέμβαση κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων μεταξύ Επιτροπής και κράτους μέλους με σοβαρά αποτελέσματα ως προς τη βελτίωση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας των σχεδίων «ειδικότερα αν ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα αξιολόγησης και της προτεραιότητας που αποδίδεται στη δημιουργία θέσεων εργασίας» ().

    Σε ορισμένες περιπτώσεις δόθηκε μεγαλύτερη σημασία στα μέτρα που υπόσχονται περισσότερα από την άποψη της υποστήριξης της απασχόλησης 7 σε άλλες περιπτώσεις επαναπροσδιορίστηκαν τελείως τα προγράμματα.

    3. Γενικές παρατηρήσεις

    3.1. Το έγγραφο της Επιτροπής αποκτά ιδιαίτερη σημασία για διάφορους λόγους: κυρίως επειδή αφορά την τελευταία περίοδο ισχύος του στόχου 2 όπως έχει διαρθρωθεί σήμερα.

    3.1.1. Όπως είναι γνωστό, πράγματι, κατά τη μεταρρύθμιση των διαρθρωτικών ταμείων που έχουν προαγγελθεί στο έγγραφο «Ατζέντα 2000» προβλέπεται ριζική αναθεώρηση της διαρθρωτικής πολιτικής.

    Οι σημερινοί επτά στόχοι θα μειωθούν σε τρεις, εκ των οποίων δυο περιφερειακοί και ένας που θα προορίζεται αποκλειστικά για τους ανθρώπινους πόρους.

    Για την περίοδο 2000-2006 η Επιτροπή προβλέπει μέση ετήσια χορήγηση ελαφρώς κατώτερη από αυτή που θα διατεθεί το 1999 και η οποία θα χαρακτηρίζεται από πιο αυστηρή εφαρμογή του κατώτατου ορίου του 75 % του ΑΕΠ για τις περιοχές που περιλαμβάνονται στο νέο στόχο 1.

    3.1.2. Επιπλέον προβλέπεται ότι από το σημερινό 51 % που καλύπτεται από τους στόχους 1 και 2 θα υπάρξει μείωση στο 35-40 %: αυτό σημαίνει ότι ορισμένες περιοχές θα αποκλειστούν. Λαμβάνοντας επίσης υπόψη το γεγονός ότι στους νέους στόχους 1 και 2 θα συντρέξουν όλα τα κοινοτικά προγράμματα πρωτοβουλίας, με εξαίρεση εκείνα που αποβλέπουν στους ανθρώπινους πόρους οι οποίοι θα αποτελέσουν το νέο στόχο 3, αυτό σημαίνει ότι ορισμένες περιοχές μπορεί να μην υποστηρίζονται πλέον διαρθρωτικά - με εξαίρεση το Κοινωνικό Ταμείο και τις επιμέρους κοινοτικές πρωτοβουλίες - μετά το 1999. Συνεπώς για τις περιοχές αυτές οι παρεμβάσεις που αναφέρονται στην ανακοίνωση αποκτούν ειδικότερη σημασία.

    3.2. Ο δεύτερος λόγος που δίνει ιδιαίτερη σπουδαιότητα στην ανακοίνωση συνίσταται στο γεγονός ότι ο τρόπος με τον οποίο οδηγηθήκαμε στα DOCUP που υιοθετήθηκαν για την περίοδο 1997-1999 και τα μέτρα που προβλέπονται θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο προσεκτικής εκτίμησης, για να υλοποιηθεί η μεταρρύθμιση των διαρθρωτικών ταμείων από πιο διαφανή και αποτελεσματική σκοπιά.

    Με την έννοια αυτή ειδικότερη σημασία μπορούν να έχουν:

    - από την άποψη των διαδικασιών κατάρτισης των προγραμμάτων, η επαλήθευση εφαρμογής της οριζόντιας κοινοπραξίας,

    - από την άποψη των περιεχομένων, η επιλογή των καινοτόμων σχεδίων και των σχεδίων τοπικής ανάπτυξης,

    - από την άποψη των στόχων, η δημιουργία πρόσθετων και μόνιμων θέσεων εργασίας.

    3.3. Ο τρίτος λόγος ενδιαφέροντος - είναι ο πιο σημαντικός (από απόλυτη σκοπιά) - συνίσταται ακριβώς στη συμβολή που τα προγράμματα που περιέχονται στα υποβαλλόμενα DOCUP μπορούν να προσφέρουν στην προσπάθεια δημιουργίας και προστασίας της απασχόλησης, η οποία έχει καταστεί η απόλυτη προτεραιότητα των κοινοτικών πολιτικών.

    4. Η αξιολόγηση

    4.1. Τα προγράμματα που αναφέρονται στην ανακοίνωση μπορούν συνεπώς να αξιολογηθούν:

    - σε μια οπτική επαλήθευσης σε σχέση με τα αποτελέσματα των προηγούμενων περιόδων, στο φως των προβλημάτων που έχουν εμφανιστεί στις προηγούμενες περιόδους διαχείρισης του στόχου 2,

    - σε μια μελλοντική προβολή, στο φως όσων προβλέπονται στο έγγραφο «Ατζέντα 2000» για τη μεταρρύθμιση της διαρθρωτικής πολιτικής ().

    4.2. Η σύγκριση με το παρελθόν

    4.2.1. Πάνω από όλα είναι σκόπιμο να επαληθευτεί εάν ο προγραμματισμός 1997-1999 παρουσίασε βελτιώσεις σε σχέση με τους προηγούμενους προγραμματισμούς.

    Προς το σκοπό αυτό μπορεί να είναι σκόπιμο να χρησιμοποιηθούν, ως κάναβος ανάλυσης, τα ζητήματα που προέκυψαν στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Φόρουμ Συνοχής τον Απρίλιο του 1997, στο οποίο εξετάστηκαν και συζητήθηκαν οι εκθέσεις σχετικά με τη διαχείριση των διαρθρωτικών ταμείων ().

    4.2.2. Στο Φόρουμ αυτό, η συζήτηση για το στόχο 2 επέτρεψε να εμφανιστούν ορισμένα προβλήματα ουσίας. Στο γενικό επίπεδο η παρέμβαση των διαρθρωτικών ταμείων στις περιοχές βιομηχανικής παρακμής, μολονότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαρθρωτική προσαρμογή στη διάρκεια των τελευταίων ετών (στην περίοδο 1989-1993 δημιουργήθηκαν περίπου 500 000 καθαρές θέσεις εργασίας) είχε περιορισμένα αποτελέσματα λόγω της πολύ μικρής διάστασης ορισμένων περιοχών, που σε ορισμένες περιπτώσεις δεν επέτρεψαν αποτελεσματική ολοκληρωμένη προσέγγιση.

    Η περιορισμένη χρονική διάρκεια (2 έτη) ευνόησε τις βραχυπρόθεσμες παρεμβάσεις εις βάρος της στρατηγικής οπτικής για την ανάπτυξη.

    4.2.3. Όσον αφορά ειδικότερα το περιεχόμενο των προγραμμάτων και την εφαρμογή τους, σοβαρά όρια σε μια πραγματική μεταστροφή των ζωνών αυτών προέκυψαν από το γεγονός ότι συχνά οι ΜΜΕ δεν κατορθώνουν να ακολουθήσουν τις εξελίξεις της αγοράς και της καινοτομίας και συνεπώς δεν παράγουν σημαντική περιφερειακή πρόσθετη αξία.

    Εξακολουθεί ωστόσο να υπάρχει μια σημαντική θετική αλλαγή: στο περιεχόμενο των προγραμμάτων δίνεται πάντα προτεραιότητα στους άυλους παράγοντες (ανάπτυξη των επιχειρήσεων, καινοτομία, κατάρτιση και επαγγελματική επανειδίκευση, προστασία του περιβάλλοντος) σε σχέση με φυσικούς παράγοντες, δηλαδή τις βασικές υποδομές.

    Σημαντική είναι επίσης και η προσοχή που δόθηκε στην ΕΤΑ και στην καινοτομία, χρειάζεται όμως να είμαστε προσεκτικοί και να μη χρησιμοποιούνται οι επενδύσεις περισσότερο στην προσφορά καινοτομίας παρά στις πραγματικές απαιτήσεις των ΜΜΕ.

    4.2.4. Μια από τις μεγαλύτερες θετικές πτυχές των διαρθρωτικών ταμείων είναι η δέσμευση των περιοχών στην παροχή ανάπτυξης με μόνιμο και οργανωμένο τρόπο.

    Παραμένουν - και είναι θετικό αυτό - μεγάλες διαφορές στις μεθόδους διαχείρισης, που επηρεάζονται από τις διοικητικές παραδόσεις.

    Συνεχίζεται επίσης και η δυσκολία των συγκεντρωτικών διοικήσεων να αποδεχθούν την «bottom up» προσέγγιση της περιφερειακής ανάπτυξης.

    4.2.5. Ένα άλλο μεγάλο πλεονέκτημα υπήρξε το γεγονός ότι αναπτύχθηκε η οριζόντια κοινοπραξία καθώς και η καλύτερη συνοχή μεταξύ των εθνικών και περιφερειακών παρεμβάσεων.

    Η δημιουργία της κοινοπραξίας σε ορισμένες ζώνες παραμένει δύσκολο να υλοποιηθεί λόγω έλλειψης αντίστοιχου πνεύματος στη σχέση μεταξύ δημόσιων αρχών και κοινωνικοοικονομικών παραγόντων.

    Στο παρελθόν ο ιδιωτικός τομέας ήταν πάντοτε απών κατά τη φάση της κατάρτισης των πραγμάτων, στα οποία συμμετείχαν μόνο οι δημόσιοι και παραδημόσιοι παράγοντες.

    4.2.6. Άλλα σημαντικά ζητήματα αφορούν τη διαχείριση των προγραμμάτων.

    Τροποποιήσεις και προσαρμογές πραγματοποιούνται περισσότερο σε συνάρτηση με τις χρηματοδοτικές πτυχές παρά με τις αλλαγές προτεραιοτήτων της περιφερειακής ανάπτυξης.

    Αυτό συντελείται επίσης γιατί λείπει η οποιαδήποτε εποπτεία και γιατί η χρονική διάσταση είναι πολύ περιορισμένη.

    Πολλά σχέδια δεν καθορίζουν λειτουργικούς στόχους από την άποψη της υλοποίησης και των επιπτώσεων. Η επιλογή βάσει αυτών των κριτηρίων αποτέλεσε την εξαίρεση και όχι τον κανόνα.

    Τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις ο πρόσθετος χαρακτήρας αποτέλεσε πρόβλημα: οι διαθέσιμοι πόροι δεν χρησιμοποιήθηκαν ακριβώς γιατί οι περιφερειακές και εθνικές αρχές συνάντησαν δυσκολίες να προσθέσουν πόρους στους αντίστοιχους κοινοτικούς.

    4.2.7. Η Επιτροπή επισημαίνει, στα συμπεράσματα της υπό εξέταση ανακοίνωσης, ότι στα νέα προγράμματα 1997-1999 προσφέρονται περισσότερα κίνητρα στις επενδύσεις που προωθούν αύξηση που βασίζεται στην εντατική χρήση εργατικού δυναμικού και στη βιώσιμη ανάπτυξη.

    Δίνεται μεγαλύτερη προσοχή στις δράσεις επιμόρφωσης και επανειδίκευσης, στην προώθηση του επιχειρηματικού πνεύματος και στην ενθάρρυνση της Ε& Α.

    Επίσης καταβάλλεται νέα προσοχή στην ενίσχυση των υπηρεσιών σε τοπικό επίπεδο, που αντιπροσωπεύουν μια σημαντική λεκάνη απασχόλησης.

    4.2.7.1. Συνολικά παρατηρείται μια θετική ολοκληρωμένη προσέγγιση μεταξύ κοινοτικών εθνικών και τοπικών πρωτοβουλιών, που αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για τη βελτιστοποίηση της χρήσης των πόρων και της επίτευξης καλύτερων αποτελεσμάτων.

    4.3. Η μεταρρύθμιση των διαρθρωτικών ταμείων και οι κρατικές ενισχύσεις με περιφερειακούς στόχους

    4.3.1. Σύμφωνα με όσα ανακοινώθηκαν από την Επιτροπή στην «Ατζέντα 2000» τα νέα προγράμματα του στόχου 2 «θα έχουν ως στόχο την οικονομική διαφοροποίηση, ακόμα και στις περιοχές που εξαρτώνται έντονα από έναν ενιαίο οικονομικό τομέα που βρίσκεται σε κρίση» ().

    Και προστίθεται ότι «θα πρέπει να στηριχθούμε κυρίως στην υποστήριξη των ΜΜΕ και στην καινοτομία, στην ενθάρρυνση της επαγγελματικής επιμόρφωσης, στην ενίσχυση της τοπικής ανάπτυξης, όπως επίσης και της προστασίας του περιβάλλοντος και στην καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού ... Θα πρέπει ειδικότερα να καταβληθούν προσπάθειες στον τομέα των ανθρώπινων πόρων, θέτοντας σε εφαρμογή μια στρατηγική ενεργοποίησης της αγοράς εργασίας σε συνάρτηση με τις μελλοντικές απαιτήσεις».

    4.3.1.1. Η Επιτροπή εκφράζει επίσης την ευχή «ότι θα προσδιοριστούν απλά, διαφανή και ειδικά κριτήρια αποδοχής για τους διάφορους τύπους περιοχών του νέου στόχου 2». Κάθε περιοχή θα υλοποιήσει ένα ενιαίο πρόγραμμα με την παρέμβαση διαφόρων ταμείων (ΕΤΠΑ, ΕΚΤ, ΕΓΤΠΕ, ΧΜΠΑ).

    4.3.1.2. Ο τελικός στόχος θα είναι η προσπάθεια να επικεντρωθούν οι πόροι στις περιοχές που έχουν πληγεί περισσότερο σε κοινοτικό επίπεδο.

    Οι ζώνες που είναι σήμερα αποδεκτές στους στόχους 2 και 5 β και που πρόκειται να αποκλειστούν με τα μελλοντικά επιλεκτικά κριτήρια, θα δεχθούν περιορισμένη δημοσιονομική υποστήριξη με στόχο να βοηθηθεί η μεταβατική περίοδος.

    Η Επιτροπή αναγγέλλει, με στόχο την απλοποίηση των λειτουργικών διαδικασιών, την κατάρτιση ενιαίου πολυετούς προγράμματος για κάθε περιοχή των στόχων 1 και 2, καθώς και την σαφή κατανομή των ευθυνών μεταξύ εθνικών, περιφερειακών, και τοπικών αρχών και της Επιτροπής, καθώς και αυστηρούς ελέγχους και προσεκτικές επαληθεύσεις των αποτελεσμάτων.

    4.3.2. Θα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη και οι νέοι προσανατολισμοί για τις κρατικές ενισχύσεις με περιφερειακό στόχο, τις οποίες ενέκρινε η Επιτροπή στις 10 του περασμένου Δεκεμβρίου, κατόπιν πρωτοβουλίας του επιτρόπου Van Miert, με σκοπό «να εγκαθιδρυθεί ένα πιο διαφανές καθεστώς» και να «δημιουργηθεί μια θετική διάκριση υπέρ των πιο μειονεκτικών περιοχών» ().

    4.3.2.1. Τα κυριότερα κριτήρια θα είναι:

    - συγκέντρωση των ενισχύσεων στις πιο φτωχές περιοχές 7

    - συνοχή των προβλεπόμενων εθνικών παρεμβάσεων με τις αντίστοιχες των περιφερειακών πιστώσεων 7

    - ειδική προσοχή στις επιδοτήσεις που προορίζονται για την προώθηση της απασχόλησης: συνεπώς όχι μόνο ενισχύσεις στις παραγωγικές επενδύσεις αλλά επίσης και στις απασχολήσεις που θα προκύψουν 7

    - συνολική μείωση των περιφερειακών ενισχύσεων.

    4.3.3. Το σημείο στο οποίο επιδιώκουμε εδώ να επιστήσουμε την προσοχή, στο φως των προτάσεων μεταρρύθμισης που αναφέρθηκαν, αφορά τους πληθυσμούς που θα αποκλειστούν από τα διαρθρωτικά ταμεία μετά το 2000.

    Τίθεται συνεπώς το πρόβλημα του πως θα συνοδευτούν οι μεταβατικές περίοδοι σε αυτές τις περιοχές καθώς και της υιοθέτησης νέων κριτηρίων αποδοχής που θα είναι επαρκώς θεμελιωμένες και αιτιολογημένες στο επίπεδο των στατιστικών κοινωνικοοικονομικών επισημάνσεων.

    4.3.4. Έτσι δημιουργεί ερωτήματα ο στόχος του να υπάρξει ταύτιση των περιοχών που καλύπτονται από το στόχο 2 με τις περιοχές που μπορούν να επωφεληθούν από τις κρατικές ενισχύσεις (άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ της Συνθήκης). Μολονότι αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα καλύτερου συντονισμού και ενσωμάτωσης των κοινοτικών διαρθρωτικών πολιτικών με τις αντίστοιχες εθνικές, αυτή η επιλογή μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική μείωση των περιοχών.

    5. Οι επιπτώσεις στην απασχόληση

    5.1. Τα αποτελέσματα που θα έχουν στην απασχόληση οι διαρθρωτικές δράσεις αξίζει να μελετηθούν σοβαρά. Ο κύριος στόχος των διαρθρωτικών ταμείων είναι, σύμφωνα με το Λευκό Βιβλίο Ντελόρ, να συμβάλουν στη δημιουργία των προϋποθέσεων οικονομικής ανάπτυξης και μόνιμης ανταγωνιστικότητας.

    Η προτεραιότητα της απασχόλησης ορίστηκε από την Επιτροπή στην ανακοίνωση του Μαρτίου 1996 για τις διαρθρωτικές παρεμβάσεις και την απασχόληση ().

    Και ύστερα από τη συνάντηση του Έσσεν έως και την πρόσφατη διάσκεψη κορυφής του Λουξεμβούργου, όλα τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια έθεσαν σε πρώτη θέση, όσον αφορά τη σοβαρότητα και την επιτακτικότητα, το πρόβλημα της απασχόλησης.

    Η Συνθήκη του Άμστερνταμ περιλαμβάνει νέο τίτλο για την απασχόληση, όπου αυτή θεωρείται «ζήτημα κοινού ενδιαφέροντος».

    Επίσης στο πρόγραμμα εργασίας για το 1998 (), η Επιτροπή αναγγέλλει διάφορες προτάσεις κανονισμού σχετικά με τις διαρθρωτικές πολιτικές, προκειμένου να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις που προτείνονται στο έγγραφο Ατζέντα 2000, και αναφέρει την απασχόληση ως πρώτη «πολιτική προτεραιότητα» στην οποία θα πρέπει να επικεντρωθεί η δράση της ().

    5.2. Στην οπτική αυτή, αξίζει κάποια εμβάθυνση το ζήτημα των στόχων απασχόλησης που προβλέπονται στα διάφορα DOCUP.

    Τα στοιχεία που περιέχονται στο παράρτημα 4 της ανακοίνωσης, σχετικά με τις επιπτώσεις που προβλέπεται ότι θα έχουν στην απασχόληση στα διάφορα κράτη μέλη, είναι διαφορετικά και όχι πάντοτε κατανοητά.

    Για παράδειγμα στο Ηνωμένο Βασίλειο προβλέπονται πάνω από 380 000 θέσεις μεταξύ αυτών που θα δημιουργηθούν και αυτών που θα διατηρηθούν (εκ των οποίων πάνω από 40 000 προσωρινές, περίπου το 10 %), ενώ στη Γερμανία ο αριθμός αυτός μειώνεται σε 120 000 (4 100 οι προσωρινές, περίπου 3 %) και στην Ιταλία 123 000 (6 200 οι προσωρινές, περίπου 5 %).

    Συνεπώς εμφανίζονται σημαντικές διαφορές και στο μέσο κόστος δημιουργίας θέσεων εργασίας.

    5.3. Στην ανακοίνωση υπάρχουν επίσης το ίδιο αντιφατικές διαβεβαιώσεις.

    Η Επιτροπή προχωρεί προσεκτικά στο κεφ. 3 σημείο 5, όπου γίνεται λόγος για ποσοτική έκφραση των στόχων και των επιπτώσεων, υπενθυμίζοντας ότι «μια από τις πιο σοβαρές ελλείψεις των προγραμμάτων που είχαν υποβληθεί αρχικώς ήταν η έλλειψη ποσοστοποίησης των στόχων και των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων».

    Προσθέτει ωστόσο ότι στις διαπραγματεύσεις «πραγματοποιήθηκαν σημαντικές βελτιώσεις».

    Στη συνέχεια εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι τα κράτη μέλη χρησιμοποίησαν πολύ περιορισμένα το μεθοδολογικό σημείωμα που τους απέστειλε σχετικά με την προηγούμενη αξιολόγηση των επιπτώσεων στην απασχόληση.

    Στη συνέχεια του κειμένου αντιθέτως γίνεται λόγος εκ νέου για «αξιοσημείωτη πρόοδο που πραγματοποιήθηκε όσον αφορά την ποσοτική έκφραση των επιπτώσεων στην απασχόληση» και για «λεπτομερείς εκτιμήσεις» ().

    5.3.1. Φαίνεται ωστόσο ότι μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι αξιολογήσεις έγιναν με πολύ διαφορετικές μεθόδους υπολογισμού.

    5.4. Το πρόβλημα υφίσταται επίσης και ως προς τη σύγκριση που μπορεί να γίνει με προηγούμενες εκ των υστέρων εκτιμήσεις.

    Στην περίοδο 1989-1993 - σύμφωνα με την 8η Ετήσια Έκθεση των Διαρθρωτικών Ταμείων 1996 - το σύνολο είναι 850 000 θέσεις εργασίας στα τέσσερα έτη προγραμματισμού.

    Για την περίοδο 1997-1999 - δηλαδή μόνο για δύο έτη, η πρόβλεψη είναι 880 000 θέσεις εργασίας. Συνεπώς τιμή ανώτερη κατά το ήμισυ σε μια περιορισμένη περίοδο, δηλαδή πρόοδος κατά 200 %, που φαίνεται να οφείλεται στη μεγαλύτερη δέσμευση όλων σχετικά με το πρόβλημα της απασχόλησης.

    Η πιο ενδιαφέρουσα σύγκριση όμως - δηλαδή αυτή σχετικά με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας - δεν μπορεί να γίνει στο βαθμό που προς μεγάλη έκπληξη δεν διατίθενται στοιχεία σχετικά με τις καθαρές θέσεις εργασίας (που παρέχονται μόνο από τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο).

    Αυτό λέει πολλά για την αξιοπιστία των στοιχείων που έχουν χορηγηθεί από τις περισσότερες χώρες.

    Σε αντίφαση με όλες αυτές τις ασάφειες διατίθεται αντιθέτως για τις 12 χώρες το νέο στοιχείο των προσωρινών θέσεων εργασίας, που έχουν εκφραστεί ποσοτικά σε 106 115, αριθμός αρκετά υψηλός για να συγκριθεί με το ενδεχόμενο και ρεαλιστικό τελικό στοιχείο που αποτελούν οι καθαρές θέσεις εργασίας.

    5.5. Μολονότι είναι προφανές ότι η Επιτροπή συναντά δυσκολίες παραλαβής αξιόπιστων πληροφοριών από τα κράτη μέλη και ότι οι προσπάθειές της είναι περιορισμένες σε σχέση με την έκταση που θα πρέπει να έχουν οι αναγκαίοι έλεγχοι, επαναλαμβάνεται ότι υπάρχει πρόβλημα μεθοδολογίας που θα πρέπει να ακολουθηθεί, αλλά κυρίως επαληθεύσεων και ελέγχων ως προς την επίτευξη των στόχων που σήμερα δεν καταβάλλονται.

    Οι έλεγχοι και επαληθεύσεις είναι πράγματι αυστηροί και λεπτομερείς αλλά κυρίως μόνο σε ό,τι αφορά τον απολογισμό των δαπανών: δεν υπάρχει επαλήθευση και παρακολούθηση εκ των υστέρων.

    Δεν πρόκειται μόνο για καθαρά μεθοδολογικά ζητήματα αλλά για πραγματικές και αποτελεσματικές συνέπειες στο επίπεδο της απασχόλησης.

    5.6. Σχετικά με αυτό η ΟΚΕ επιβεβαιώνει ακόμη μια φορά ότι απαραίτητες συνθήκες για τη δημιουργία πραγματικών και μόνιμων θέσεων εργασίας είναι η πραγματική αύξηση της οικονομίας, με αύξηση της ζήτησης και του διαθέσιμου εισοδήματος.

    Οι πολιτικές υποστήριξης, για να δημιουργήσουν νέα απασχόληση, πρέπει να ενσωματωθούν σε μια διαδικασία γενικότερης ανάπτυξης.

    Και αυτό που ισχύει στο μακροοικονομικό επίπεδο ισχύει επίσης και στο μικροοικονομικό: τα μέτρα που αποβλέπουν στην καθιέρωση καινοτομίας και στην αύξηση της παραγωγικότητας θα πρέπει να αντισταθμίζονται από μέτρα που θα αποβλέπουν στη διεύρυνση της ζήτησης.

    Η ίδια η Επιτροπή στην πρόσφατη έκθεση με τίτλο «Η απασχόληση στην Ευρώπη το 1997» υποστηρίζει ότι: «Όποια και να είναι η σχέση μεταξύ απασχόλησης και παραγωγικής ανάπτυξης, το κύριο πρόβλημα έγκειται στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης» ().

    Ο στόχος των διαρθρωτικών ενεργειών, στις οποίες περιλαμβάνονται αυτές που χρηματοδοτούνται από το στόχο 2, θα πρέπει να είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και των περιφερειών αλλά επίσης της παραγωγής, της ζήτησης και του εισοδήματος. Μόνο με τον τρόπο αυτό οι βελτιώσεις μπορούν να οδηγήσουν σε πρόσθετη απασχόληση.

    6. Τελικές θεωρήσεις

    Η ανακοίνωση της Επιτροπής φωτίζει συνεπώς τη συνέχιση ορισμένων εμποδίων που θα πρέπει να λυθούν ενόψει της μεταρρύθμισης των διαρθρωτικών ταμείων και προσφέρει την ευκαιρία ορισμένων θεωρήσεων για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της διαχείρισης των πόρων, τόσο ως προς την επίτευξη του βραχυπρόθεσμου στόχου, να προστατευτεί δηλαδή ή να δημιουργεί απασχόληση, όσο και σε σχέση με το στρατηγικό στόχο της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής.

    6.1. Ενίσχυση της κοινοπραξίας

    6.1.1. Πρέπει να αντιμετωπιστεί πάνω από όλα με αποφασιστικότητα και σαφήνεια το ζήτημα της κοινοπραξίας. Σ' αυτό το θεμελιώδες μέσο η ανακοίνωση αφιερώνει μόνο μια σύντομη παράγραφο στο πρώτο μέρος και δεν την αναφέρει ως πρόβλημα στα αναλυτικά δελτία των επιμέρους χωρών, ενώ επίσης δεν συγκαταλέγεται καθόλου στις τελικές αξιολογήσεις. Μόνο στο πλαίσιο ανασύνθεσης του παραρτήματος 5 σχετικά με τα σχέδια που αφορούν τα τοπικά σύμφωνα και την απασχόληση, γίνεται καταγραφή των κυριότερων εταίρων.

    6.1.2. Όπως η ίδια η Επιτροπή επεσήμανε στο προσανατολιστικό σημείωμα που απέστειλε στα κράτη μέλη το 1996, στις περιοχές του στόχου 2 υπάρχει ήδη μια παράδοση κοινοπραξίας, που θα πρέπει να εμπλουτιστεί περαιτέρω, να εφαρμοστεί και να ενισχυθεί (). Στο έγγραφο αυτό ζητούνται σαφώς κατά την κατάρτιση και την εφαρμογή των νέων προγραμμάτων για το στόχο 2 να συμμετέχουν «πλήρως οι περιφερειακές και τοπικές αρχές όπως επίσης και οικονομικοί παράγοντες, για παράδειγμα οι εκπρόσωποι των ΜΜΕ, και οι οικονομικοί εταίροι».

    Και αυτό με στόχο να εξασφαλιστεί ότι «τα εν λόγω προγράμματα θα αντικατοπτρίζουν πλήρως τις τοπικές ανάγκες και συνθήκες».

    6.1.3. Τέλος δεν περιλαμβάνεται στην έκθεση οποιοδήποτε στοιχείο αξιολόγησης της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας αυτής της συμμετοχής, τόσο κατά την κατάρτιση των προγραμμάτων όσο και στις επόμενες φάσεις εφαρμογής και ελέγχου.

    6.1.4. Η ΟΚΕ αντιθέτως ακόμη μια φορά επιμένει στο γεγονός ότι η κοινοπραξία θα πρέπει να δραστηριοποιηθεί από το στάδιο του προγραμματισμού και θα πρέπει να συνοδεύσει την εφαρμογή των διαρθρωτικών ενεργειών. Η συμβολή μιας ισχυρής κοινοπραξίας είναι ουσιαστική για να είναι αποτελεσματική μια διαρθρωτική δράση, δεδομένου ότι επιτρέπει τον προγραμματισμό παρεμβάσεων που θα αποβλέπουν πραγματικά στις οικονομικοκοινωνικές προσπάθειες και θα εντάσσονται σε μια στρατηγική περιφερειακής ανάπτυξης.

    Οι δημόσιες διοικήσεις δεν μπορούν πλέον να θεωρούν τη συμμετοχή των κοινωνικών και οικονομικών οργανώσεων ως πρόσθετο και, συνεπώς, προαιρετικό στοιχείο ή ακόμη λιγότερο ως τυπικότητα που απλώς δυσχεραίνει την εργασία όποιων καλούνται να αποφασίσουν. Η πραγματικότητα της κοινοπραξίας θα πρέπει αντιθέτως να αποτελέσει οργανικό και γενικευμένο στοιχείο σε όλα τα κράτη μέλη και για όλες τις διαρθρωτικές ενέργειες.

    6.1.5. Μετά τη μεταρρύθμιση των διαρθρωτικών ταμείων και τον κανονισμό του 1993 υπήρξε κάποια πρόοδος προς την εφαρμογή της κοινοπραξίας, όμως ο βαθμός εφαρμογής του άρθρου 4 του κανονισμού 2081 διαφέρει από χώρα σε χώρα. Η ΟΚΕ ζητεί συνεπώς να αλλάξει το άρθρο αυτό και να ορισθούν πιο συγκεκριμένα οι αρχές της κοινοπραξίας, χωρίς να αφεθούν υπερβολικά περιθώρια χειρισμών στα κράτη μέλη. Η νέα πρόταση της Επιτροπής (άρθρο 8 της πρόσφατης πρότασης κανονισμού-πλαίσιο) μας φαίνεται ως βήμα προς τα εμπρός, που υιοθετεί τα αιτήματα της ΟΚΕ. Επίσης το ίδιο θα πρέπει να γίνει για τον καθορισμό των κοινών κριτηρίων σχετικά με τη λειτουργία των επιτροπών εποπτείας.

    6.1.6. Όπως υποστηρίζει ήδη η Επιτροπή στην έκθεση για τα διαρθρωτικά ταμεία 1996 () είναι σημαντικό:

    - να διατυπωθεί το νομικό πλαίσιο για να αποσαφηνιστούν οι ρόλοι και οι ευθύνες 7

    - να υποστηριχθεί η βελτίωση των τεχνικών και λειτουργικών ικανοτήτων των εταίρων που τις χρειάζονται, με ενημερωτικές επιμορφωτικές ενέργειες και παροχή τεχνικής βοήθειας.

    Ο στόχος που θα πρέπει να επιτευχθεί είναι να καταστεί η κοινοπραξία υποχρεωτικό μέσο της διαρθρωτικής πολιτικής, με πραγματική συμμετοχή των οικονομικών και κοινωνικών εταίρων, δημόσιων και ιδιωτικών, κατά την κατάρτιση των προγραμμάτων διαρθρωτικής παρέμβασης.

    6.2. Αναθεώρηση της διάρκειας του προγραμματισμού και της επιλεξιμότητας των περιοχών

    6.2.1. Αντί να επεκτείνει την εγκυρότητα των προγραμμάτων 1994-1996, η Επιτροπή προτίμησε να εγκρίνει νέα προγράμματα, θεωρώντας ότι με τον τρόπο αυτό η χρήση των ταμείων θα βελτιωθεί. Στην περίπτωση αυτή η αναγκαιότητα επαναπροσανατολισμού των προγραμμάτων προς τον πρωταρχικό στόχο της απασχόλησης μπορεί να δικαιολογήσει την απόφαση αυτή.

    Γενικά όμως φαίνεται ορθό να δηλώσει κανείς ότι η παραγωγική μεταστροφή μιας περιοχής, που συνήθως σημαίνει την πλήρη αναδιοργάνωση της οικονομικής και τοπικής γεωγραφίας της, δεν μπορεί να σημειωθεί πάντοτε σε σύντομα χρονικά διαστήματα. Το ίδιο ισχύει και για τον αναπροσανατολισμό των ανθρώπινων πόρων, που αν θα πρέπει να καταρτιστούν καταλλήλως στις νέες δραστηριότητες, χρειάζεται ένας ορισμένος χρόνος.

    6.2.2. Για το μέλλον ένας πιο μακρόχρονος προγραμματισμός φαίνεται λειτουργικότερος στα πλαίσια μιας πιο ολοκληρωμένης στρατηγικής η οποία θα έχει βαθύτερες συνέπειες στην πραγματικότητα του στόχου 2. Φυσικά θα πρέπει να γίνεται πάντοτε αναπρογραμματισμός στα μισά της περιόδου, που μπορεί να προσφέρει την ευκαιρία όχι μόνο επαληθεύσεων και προσαρμογών αλλά ενδεχομένως και ολοκλήρωσης νέων προτάσεων παρέμβασης, με στόχο να ενισχυθούν εκείνες οι πραγματικότητες που προσφέρουν μεγαλύτερες δυνατότητες για επιπτώσεις στη συνολική ανταγωνιστικότητα μιας περιοχής και στη δημιουργία σταθερής απασχόλησης.

    6.2.3. Όσον αφορά τα κριτήρια επιλεξιμότητας, οι διάφορες υποθέσεις που γίνονται για το στόχο 2 θα πρέπει να επαληθευθούν προσεκτικά. Είναι σίγουρο πως μια καλύτερη και πιο αποτελεσματική ολοκληρωμένη προσέγγιση θα πρέπει να προβλέπει επίσης πιο ευέλικτα κριτήρια εδαφικών διαστάσεων των παρεμβάσεων.

    6.2.4. Ένα πρόβλημα που θα πρέπει να επιλυθεί με τη συνεργασία των κρατών μελών και των τοπικών κυβερνήσεων είναι το ζήτημα των στατιστικών δεικτών που βρίσκονται στη βάση των επιλογών και των αξιολογήσεων.

    Είναι σημαντικό να προσδιοριστούν δείκτες για την κατάσταση της κρίσης, με συγκρίσιμα και αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία.

    6.2.5. Η ΟΚΕ συμφωνεί γενικώς με την αναγκαιότητα επικέντρωσης, μέσω της οποίας θα αποφευχθεί ο διασκορπισμός των πόρων στις διάφορες κατευθύνσεις, με τρόπο ώστε να υπάρξει σημαντική κρίσιμη μάζα που θα βοηθήσει τη μεταστροφή και τη νέα ανάπτυξη. Οι πόροι συνεπώς θα πρέπει στο εσωτερικό των επιλεγμένων περιφερειών να επικεντρώνονται στις ζώνες που έχουν πληγεί περισσότερο.

    6.3. Η κεντρική σημασία της υποστήριξης της ΜΜΕ

    6.3.1. Για να επιτευχθούν καλύτερα αποτελέσματα από την άποψη της παραγωγικότητας της χρηματοδοτικής παρέμβασης του στόχου 2 και κυρίως από την άποψη της απασχόλησης, θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στις ΜΜΕ. Η ανάπτυξη των σημερινών ΜΜΕ και των μικροεπιχειρήσεων καθώς και η δημιουργία νέων και καινοτόμων επιχειρήσεων αποτελούν ουσιαστικό τρόπο για την παραγωγική διαφοροποίηση των ζωνών μεταστροφής.

    Οι ΜΜΕ θα πρέπει να υποστηριχθούν στην προσπάθεια να γίνουν ανταγωνιστικές στην εθνική και διεθνή αγορά και θα πρέπει να γίνουν αποδέκτες παρεμβάσεων που θα αποβλέπουν στη μεταφορά καινοτομίας, ενισχύοντας τη σχέση μεταξύ ΜΜΕ και στόχων μετατροπής.

    Εκτός από τις υποδομές, οι πόροι του στόχου 2 θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τη βελτίωση της θέσης των ΜΜΕ στις διακοινοτικές εμπορικές ανταλλαγές, με νέα προϊόντα και προσφυγή σε νέες αγορές. Συνολικά, θα πρέπει να επιδιωχθεί το περιβάλλον μέσα στο οποίο δρουν να είναι ευνοϊκό για το γενικότερο κέρδος, όπως επίσης να διαδοθεί στους νέους το πνεύμα του κινδύνου και της καινοτομίας.

    6.3.2. Θεμελιώδης είναι, στην οπτική αυτή, η ανάπτυξη των συστημάτων ενημέρωσης και ανακοίνωσης, δηλαδή η εφαρμογή της ΚΤΠ στις ΜΜΕ της παραγωγής και των υπηρεσιών. Προτεραιότητα στις μορφές παρέμβασης θα πρέπει να δοθεί στη δημιουργία κέντρων παροχής υπηρεσιών στις ΜΜΕ, που θα είναι προσανατολισμένα και θα δρουν προς την κατεύθυνση των αναγκών τους.

    Θα πρέπει να ξεπεραστεί επίσης μια ορισμένη «βιομηχανιστική» αντίληψη που οδηγεί τον προγραμματισμό όλων των χωρών να ενισχύει τις επιχειρήσεις των παραδοσιακών παραγωγικών τομέων της βιομηχανίας σε σχέση με τις αντίστοιχες των υπηρεσιών εμπορίου και τουρισμού.

    Θα πρέπει επίσης να υπενθυμίσουμε ότι ενώ πολλά χρόνια τώρα η βιομηχανία και η γεωργία συνεχίζουν να χάνουν προσωπικό και να προσφέρουν περιορισμένες δυνατότητες νέας απασχόλησης, οι υπηρεσίες παρουσιάζουν σχεδόν χωρίς διακοπή συνεχείς αυξήσεις της απασχόλησης.

    Υπηρεσίες όπως είναι οι τηλεπικοινωνίες, η πληροφορική, η διανομή έχουν ακόμα ευρύτατα περιθώρια δυνατοτήτων απασχόλησης. Από το Λευκό Βιβλίο του Ντελόρ έως τις πιο σύγχρονες οικονομικές προβλέψεις σε εκατομμύρια υπολογίζονται οι θέσεις εργασίας που μπορούν να δημιουργηθούν με την έως το βάθος εκμετάλλευση των δυνατοτήτων της κοινωνίας των πληροφοριών. Χρηματοδοτήσεις για την καινοτομία για παράδειγμα στην τηλεματική, στο εμπόριο, στις υπηρεσίες, θα πρέπει να βρουν χώρο και στον χρηματοδοτικό προγραμματισμό του στόχου 2.

    6.3.3. Άλλα δύο πεδία μπορούν επίσης αποφασιστικά να εξερευνηθούν προκειμένου να δημιουργηθεί απασχόληση:

    - η προστασία του περιβάλλοντος (καθορισμός των υδάτων, ανακύκλωση των βιομηχανικών αποβλήτων, βελτίωση του αστικού περιβάλλοντος κ.λπ.). Σημαντική είναι από την άποψη αυτή η πρόσφατη ανακοίνωση για το περιβάλλον και την απασχόληση () 7

    - η εξερεύνηση νέων αποθεμάτων απασχόλησης σε σχέση με τις νέες ανάγκες του πληθυσμού. Στις ζώνες του στόχου 2 υπάρχει υψηλή πυκνότητα πληθυσμού και υπάρχει επίσης μεγάλο διαθέσιμο εργατικό δυναμικό, λόγω των βιομηχανικών αναδιαρθρώσεων.

    6.3.4. Τέλος, σημαντική είναι επίσης η ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων, σε μια στενή συνεργασία μεταξύ του συστήματος επιμόρφωσης και των αναγκών των επιχειρήσεων. Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία στις ζώνες του στόχου 2, στις οποίες εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, συχνά πολύ υψηλής επαγγελματικότητας, είναι υποχρεωμένοι να ανακυκλωθούν σε μεγάλη ηλικία. Είναι ουσιαστικό συνεπώς να ενεργοποιηθεί ένα σύστημα μόνιμης επιμόρφωσης, που να βοηθήσει τους εργαζομένους να αντιμετωπίσουν τις συνεχώς ταχύτερες αλλαγές.

    Βρυξέλλες, 27 Μαΐου 1998.

    Ο Πρόεδρος

    της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Tom JENKINS

    () Σύνθεση των προγραμμάτων για τις δύο αυτές χώρες περιλαμβάνεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής για τη σημερινή κατάσταση των περιφερειακών πολιτικών της ΕΕ στην Αυστρία, Φινλανδία και Σουηδία 7 COM(96) 316 τελ. της 3.7.1996.

    () COM(96) 952 τελ., 29.4.1996.

    () COM(97) 524 τελ., 14.11.1997, ΙΙΙ, i, iv.

    () COM(97) 524 τελ., 14.11.1997, ΙΙΙ, i, v.

    () COM(97) 524 τελ., 14.11.1997, ΙΙΙ, i, γ.

    () COM(97) 524 τελ., 14.11.1997, ΙΙΙ, ii.

    () Βλ. έγγρ. «Ατζέντα 2000», πρώτο μέρος, ΙΙ, 2.

    () Ειδική σημασία έχει η έκθεση του καθηγητή Michel Quιvit.

    () «Ατζέντα 2000», πρώτο μέρος, ΙΙ, 2.

    () ΕΕ C 74 της 10.3.1998.

    () COM(96) 109 τελικό, 20.3.1996.

    () SEC(97) 1852 τελικό.

    () COM(97) 517 τελικό.

    () COM(97) 524 τελ., 14.11.1997, ΙΙΙ, iii.

    () COM(97) 479 τελικό, 1.10.1997, σ. 1.

    () COM(96) 952 τελικό, 29.4.1996, ΙΙΙ.

    () COM(97) 526 τελικό.

    () COM(97) 592 τελικό, της 18.11.1997.

    Top