Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 51997XC0123(01)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ σχετικά με τους κανόνες εσωτερικής διαδικασίας για την εξέταση των αιτήσεων πρόσβασης στο φάκελο στις περιπτώσεις εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης ΕΚ, των άρθρων 65 και 66 της συνθήκης ΕΚΑΧ και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 του Συμβουλίου

ΕΕ C 23 της 23.1.1997, p. 3–9 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL)

51997XC0123(01)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ σχετικά με τους κανόνες εσωτερικής διαδικασίας για την εξέταση των αιτήσεων πρόσβασης στο φάκελο στις περιπτώσεις εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης ΕΚ, των άρθρων 65 και 66 της συνθήκης ΕΚΑΧ και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 του Συμβουλίου

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 023 της 23/01/1997 σ. 0003 - 0009


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ σχετικά με τους κανόνες εσωτερικής διαδικασίας για την εξέταση των αιτήσεων πρόσβασης στο φάκελο στις περιπτώσεις εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης ΕΚ, των άρθρων 65 και 66 της συνθήκης ΕΚΑΧ και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 του Συμβουλίου (97/C 23/03)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η πρόσβαση στο φάκελο αποτελεί σημαντική φάση της διαδικασίας σε όλες τις αμφισβητούμενες υποθέσεις ανταγωνισμού (απαγορεύσεις με ή χωρίς πρόστιμο, απαγόρευση πράξης συγκέντρωσης, απόρριψη καταγγελίας κ.λπ.). Στο πλαίσιο της πρόσβασης αυτής, η Επιτροπή οφείλει να συμβιβάσει δύο αντικρουόμενες υποχρεώσεις, ήτοι την υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων υπεράσπισης και την υποχρέωση προστασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών των επιχειρήσεων.

Στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι να διασφαλιστεί ότι η τρέχουσα διοικητική πρακτική σε θέματα πρόσβασης στο φάκελο συμβιβάζεται με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του Πρωτοδικείου και ιδίως την λεγόμενη νομολογία «Carbonate de soude» (ανθρακικής σόδας) (1). Η γενική κατεύθυνση που καθορίστηκε κατά τον τρόπο αυτό αφορά όλες τις υποθέσεις που εξετάζονται βάσει των κανόνων του ανταγωνισμού οι οποίοι εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις: τα άρθρα 85 και 86 της συνθήκης ΕΚ, ο κανονισμός αριθ. 4064/89 του Συμβουλίου (2) (στο εξής «κανονισμός για τις συγκεντρώσεις») και τα άρθρα 65 και 66 της συνθήκης ΕΚΑΧ.

Η πρόσβαση στο φάκελο, που απορρέει από τις διαδικαστικές εγγυήσεις οι οποίες στοχεύουν στο να διασφαλίσουν την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος ακροάσεως (3), που προβλέπεται στο άρθρο 19 (παράγραφοι 1 και 2) του κανονισμού αριθ. 17 του Συμβουλίου (4) και στο άρθρο 2 του κανονισμού αριθ. 99/63 της Επιτροπής (5), καθώς και τις αντίστοιχες διατάξεις των κανονισμών οι οποίοι διέπουν την εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 στον τομέα των μεταφορών, πρέπει να οργανωθεί σε όλες τις περιπτώσεις αποφάσεων διαπίστωσης παραβάσεων, αποφάσεων απόρριψης καταγγελίας, αποφάσεων για τη λήψη προσωρινών μέτρων και αποφάσεων του άρθρου 15 παράγραφος 6.

Πάντως, πρέπει να διευκρινισθεί ότι οι βασικές κατευθύνσεις που εκτίθενται παρακάτω αφορούν ουσιαστικά τα δικαιώματα των ενεχομένων επιχειρήσεων στο πλαίσιο διαδικασίας για εικαζόμενη παράβαση 7 δεν αφορούν δικαιώματα τρίτων και ιδίως των καταγγελλόντων.

Για τις υποθέσεις συγκεντρώσεων, η πρόσβαση στο φάκελο για τα αμέσως ενδιαφερόμενα μέρη προβλέπεται ρητά στο άρθρο 18 παράγραφος 3 του κανονισμού για τις συγκεντρώσεις καθώς και στο άρθρο 13 παράγραφος 3 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3384/94 της Επιτροπής (6) («κανονισμός εφαρμογής»).

I. ΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΤΟ ΦΑΚΕΛΟ

Επειδή αντικείμενο της πρόσβασης στο φάκελο είναι να επιτραπεί στους αποδέκτες μιας ανακοίνωσης αιτιάσεων να αποφανθούν επί των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε η Επιτροπή, οι ενεχόμενες επιχειρήσεις δικαιούνται να έχουν πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα που συνιστούν τον «φάκελο» έρευνας της Επιτροπής (ΓΔ IV), με εξαίρεση τις κατηγορίες εγγράφων που προσδιορίζονται στην απόφαση Hercules (7): το επιχειρηματικό απόρρητο άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής (8) και τις λοιπές εμπιστευτικές πληροφορίες.

Κατά συνέπεια, δεν ανακοινώνονται όλα τα έγγραφα που συλλέγονται στο πλαίσιο της διαδικασίας σύστασης φακέλου και έχει σημασία να διαχωριστούν τα έγγραφα που δεν δύνανται να ανακοινωθούν από τα έγγραφα που δύνανται να ανακοινωθούν.

Α. Έγγραφα που δεν δύνανται να ανακοινωθούν

1. Επιχειρηματικό απόρρητο

Αποτελούν επιχειρηματικό απόρρητο οι πληροφορίες (έγγραφα ή τμήματα εγγράφων) για τις οποίες μια επιχείρηση ζήτησε την προστασία «επιχειρηματικού απορρήτου» και η Επιτροπή τα αναγνώρισε ως τέτοια έγγραφα.

Το μη ανακοινώσιμο των πληροφοριών αυτών στοιχεύει να διασφαλίσει την προστασία του έννομου συμφέροντος μιας επιχείρησης να μην καταστούν γνωστά σε τρίτους (9) ορισμένα στοιχεία στρατηγικής σημασίας για τα ουσιαστικά της συμφέροντα και την πορεία ή ανάπτυξη των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων.

Τα κριτήρια αξιολόγησης, όσον αφορά το επιχειρηματικό απόρρητο, δεν έχουν καθοριστεί διεξοδικά μέχρι στιγμής. Πάντως, μπορεί να γίνει μνεία της νομολογίας, ιδίως των υποθέσεων Akzo και BAT Reynolds (10), στο κριτήριο που χρησιμοποιήθηκε στις διαδικασίες αντι-ντάμπινγκ (11) και στις αποφάσεις που λήφθηκαν σχετικά με το θέμα αυτό από τον σύμβουλο ακροάσεων. Το επιχειρηματικό απόρρητο νοείται με τη ευρεία έννοια του όρου. Πράγματι, σύμφωνα με τη νομολογία στην υπόθεση Akzo, ο κανονισμός 17 επιβάλλει στην Επιτροπή των υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη το έννομο συμφέρον των επιχειρήσεων όσον αφορά τη μη διάδοση των επιχειρηματικών τους απορρήτων.

Τα επιχειρηματικά απόρρητα χάνουν το χαρακτήρα τους και την ανάγκη προτασίας όταν καθίστανται γνωστά εκτός της επιχειρήσεως (ή του ομίλου ή της ενώσεως επιχειρήσεων) στην οποία αναφέρονται. Ορισμένα πραγματικά περιστατικά δεν μπορούν να διατηρήσουν τον χαρακτηρισμό του επιχειρηματικού απορρήτου εφόσον έχασαν - με την παρέλευση του χρόνου ή για άλλο λόγο - την εμπορική τους σημασία.

Όταν τα επιχειρηματικά απόρρητα παρέχουν την απόδειξη παράβασης ή τείνουν να απαλλάξουν μια επιχείρηση, η Επιτροπή οφείλει να συμφιλιώσει το συμφέρον για προστασία των ευαίσθητων πληροφοριών, το δημόσιο συμφέρον ώστε να δοθεί τέλος στις παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού και των δικαιωμάτων άμυνας. Αυτό προϋποθέτει εκτίμηση των ακόλουθων στοιχείων:

i) της εγκυρότητας των πληροφοριών για την ύπαρξη ή όχι της παράβασης,

ii) της αποδεικτικής τους ισχύος,

iii) του απαραίτητου χαρακτήρα τους,

iv) του επιπέδου ευαισθησίας τους (σε ποιό βαθμό η διάδοσή τους θα μπορούσε να βλάψει τα συμφέροντα της επιχείρησης),

v) της σοβαρότητας της παράβασης.

Πρέπει να αποφασίζεται για κάθε έγγραφο εάν η ανάγκη διάδοσης είναι σημαντικότερη από τη ζημία που μπορεί να προκληθεί μέσω της διάδοσης αυτής.

2. Εμπιστευτικά έγγραφα

Εξάλλου είναι απαραίτητο να προστατευθούν οι πληροφορίες για τις οποίες ζητήθηκε να τηρηθεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας.

Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει ιδίως τις πληροφορίες που επιτρέπουν να αποκαλυφθεί η ταυτότητα εκείνων που τις υπέβαλαν και οι οποίοι επιθυμούν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους έναντι των μερών και ορισμένα είδη πληροφοριών που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή με την επιφύλαξη να τηρηθεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας 7 στην τελευταία αυτή περίπτωση, ενδέχεται να πρόκειται για έγγραφα που συλλέγησαν στο πλαίσιο ελέγχου και ανήκουν στο κεφάλαιο μιας επιχείρησης και για τα οποία η εν λόγω επιχείρηση ζητά τη μη διάδοση (π.χ. μια μελέτη της αγοράς που έχει πληρωθεί από την επιχείρηση και αποτελεί τμήμα του κεφαλαίου της). Όπως και στην προηγούμενη περίπτωση (επιχειρηματικό απόρρητο), η Επιτροπή οφείλει να συμβιβάσει το έννομο συμφέρον της εν λόγω επιχείρησης για την προστασία του κεφαλαίου της με το δημόσιο συμφέρον, ώστε να τεθεί τέλος στις παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού και τα δικαιώματα υπεράσπισης. Το στρατιωτικό απόρρητο ανήκει επίσης στην κατηγορία εμπιστευτικών πληροφοριών.

Καταρχήν, ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των εγγράφων δεν εμποδίζει τη διάδοσή τους (12) όταν οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για να αποδειχθεί μια εικαζόμενη παράβαση («επιβαρυντικά έγγραφα») ή εάν πρόκειται για έγγραφα που ακυρώνουν ή αντικρούουν τη θέση της Επιτροπής στην ανακοίνωση των αιτιάσεων («απαλλακτικά έγγραφα»).

3. Εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής

Τα εσωτερικά έγγραφα, από τη φύση τους, δεν αποτελούν αποδείξεις στις οποίες μπορεί να βασιστεί η Επιτροπή για την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Συνήθως πρόκειται για περιπτώσεις σχεδίων, γνωμοδοτήσεων ή αναλυτικών υπομνημάτων που προέρχονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες για τις διαδικασίες ελέγχου.

Είναι απαραίτητο να έχουν την ευχέρεια οι υπηρεσίες της Επιτροπής να εκφράζονται ελεύθερα όσον αφορά τις εν λόγω υποθέσεις στο πλαίσιο του θεσμικού τους οργάνου. Εξάλλου, η διάδοση των εγγράφων αυτών θα μπορούσε να παραβιάζει το απόρρητο των διασκέψεων της Επιτροπής.

Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι το απόρρητο των διασκέψεων προστατεύεται επίσης από τον κώδικα συμπεριφοράς σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής και του Συμβουλίου που αναφέρεται στην απόφαση 94/90/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 8ης Φεβρουαρίου 1984, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής (13), όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 96/567/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ (14), όπως είναι τα εσωτερικά έγγραφα σχετικά με τις δραστηριότητες ελέγχου και έρευνας καθώς και εκείνα η διάδοση των οποίων θα μπορούσε να παραβιάσει την προστασία του ατόμου και της ιδιωτικής ζωής, του απορρήτου στον εμπορικό και βιομηχανικό τομέα ή του καθήκοντος εχεμύθειας που ζητείται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο.

Οι απόψεις αυτές αιτιολογούν τη μη διάδοση των εγγράφων αυτής της κατηγορίας. Τα έγγραφα αυτά ταξινομούνται στη συλλογή εσωτερικών εγγράφων που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση η οποία καταρχήν δεν είναι προσβάσιμη (βλέπε κατωτέρω σημείο II.Α.2).

Β. Έγγραφα που δύνανται να ανακοινωθούν

Όλα τα έγγραφα του φακέλου που δεν θεωρούνται ως «μη δυνάμενα να ανακοινωθούν» βάσει των κριτηρίων που θεσπίζονται παραπάνω είναι προσβάσιμα στα ενδιαφερόμενα μέρη.

Έτσι η πρόσβαση στο φάκελο δεν περιορίζεται στα έγγραφα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν από την Επιτροπή ως «χρήσιμα» για την άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης των επιχειρήσεων.

Η Επιτροπή δεν προβαίνει σε καμία επιλογή προσβάσιμων εγγράφων αποσκοπώντας στο να αποκρύψει έγγραφα που θα μπορούσαν να αποδειχθούν πρόσφορα αποδεικτικά μέσα για την υπεράσπιση των επιχειρήσεων.

Η ιδέα αυτή που υπήρχε ήδη στις αποφάσεις του Πρωτοδικείου στο πλαίσιο των υποθέσεων Hercules και Cimenteries CBR (15) επιβεβαιώθηκε και αναπτύχθηκε από τη νομολογία «Carbonate de soude». Έτσι, το Πρωτοδικείο υπογράμμισε (απόφαση T-30/91, σκέψη 81) «ότι, στο πλαίσιο της κατ' αντιδικία διαδικασίας που οργανώνει ο κανονισμός αριθ. 17, δεν εναπόκειται στην Επιτροπή και μόνον να αποφασίζει ποιά είναι τα χρήσιμα για την άμυνα έγγραφα. Απεναντίας δεδομένου ότι η Επιτροπή πρέπει, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, να προβεί σε δύσκολες και σύνθετες οικονομικές εκτιμήσεις, υποχρεούται αυτή να δίνει στους συμβούλους της οικείας επιχειρήσεως τη δυνατότητα να εξετάζουν τα έγγραφα που ενδεχομένως είναι κρίσιμα, προκειμένου να εκτιμήσουν την αποδεικτική τους αξία για την άμυνα».

Ειδική παρατήρηση σχετικά με τις μελέτες:

Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι οι μελέτες που παραγγέλλονται στο πλαίσιο μιας διαδικασίας ή ενός ειδικού φακέλου, είτε χρησιμοποιούνται αμέσως είτε εμμέσως στη διαδικασία, πρέπει να καθίστανται προσβάσιμες, ανεξάρτητα από την πραγματική αξία της μελέτης. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να δοθεί πρόσβαση, όχι μόνον στο αποτέλεσμα της μελέτης (έκθεση, στατιστικά στοιχεία . . .) αλλά επίσης στην αλληλογραφία της Επιτροπής με τον συμβαλλόμενο, καθώς και στη συγγραφή υποχρεώσεων και τη μεθοδολογία της μελέτης (16). Αντίθετα, η αλληλογραφία σχετικά με τις οικονομικές πλευρές της μελέτης και τα σχετικά στοιχεία του συμβαλλομένου θεωρείται εμπιστευτική χάριν του συμφέροντος αυτού του τελευταίου.

II. ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΤΟ ΦΑΚΕΛΟ

Α. Προπαρασκευαστική διαδικασία - Υποθέσεις που ερευνήθηκαν βάσει των άρθρων 85 και 86

1. Φάκελος της αποδεικτικής διαδικασίας

1.1. Επιστροφή ορισμένων εγγράφων μετά τους ελέγχους

Κατά τους ελέγχους δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 14 παράγραφοι 2 και 14, και παράγραφος 3 του κανονισμού αριθ. 17, η Επιτροπή συλλέγει πολλά έγγραφα εκ των οποίων μπορεί να αποδειχθεί, μετά από λεπτομερή εξέταση, ότι ορισμένα δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Τα έγγραφα αυτά κανονικά επιστρέφονται στην επιχείρηση το συντομότερο δυνατόν.

1.2. Αίτηση για έγγραφα σε μορφή που δεν θα περιέχει στοιχεία εμπιστευτικού χαρακτήρα

Για να διευκολυνθεί η πρόσβαση στο φάκελο σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, θα ζητείται συστηματικά κατά τη διάρκεια της έρευνας, από τις ενεχόμενες επιχειρήσεις:

- να διευκρινίζουν ποιές πληροφορίες (έγγραφα ή τμήματα εγγράφων) θεωρούν ότι καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο, καθώς και τα εμπιστευτικά έγγραφα η διάδοση των οποίων θα τους προκαλούσε ζημία,

- να αιτιολογούν εγγράφως τον εν λόγω ισχυρισμό,

- να χορηγήσουν στην Επιτροπή μια μη εμπιστευτική μορφή των εγγράφων το απόρρητο των οποίων επικαλούνται (με εξάλειψη των εμπιστευτικών αποσπασμάτων).

Για τα έγγραφα που συλλέγησαν κατά τη διάρκεια ελέγχου (άρθρο 14 παράγραφοι 2 και 3), η αίτηση υποβάλλεται μετά την επιστροφή των ελεγκτών από την αποστολή τους.

Όταν μια επιχείρηση, απαντώντας στο αίτημα της Επιτροπής, επικαλείται τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των υποβληθεισών πληροφοριών θα ακολουθείται η εξής διαδικασία:

α) σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, οι ισχυρισμοί ως προς τον εμπιστευτικό χαρακτήρα που εκ πρώτης όψεως θεωρούνται βάσιμοι θα γίνονται προσωρινά δεκτοί. Πάντως, η Επιτροπή θα διατηρεί τη δυνατότητα να επανέλθει στο θέμα αυτό σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας 7

β) όταν ο ισχυρισμός ως προς τον εμπιστευτικό χαρακτήρα φαίνεται προφανώς αβάσιμος, ήτοι π.χ. όταν αφορά ένα έγγραφο που έχει ήδη δημοσιευθεί ή διανεμηθεί σε πολλά αντίγραφα, ή καταχρηστικός, όταν καλύπτει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των συλλεγέντων εγγράφων ή διαβιβάζεται χωρίς αποδεκτή αιτιολόγηση, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση θα πληροφορηθεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να συμφωνήσει για την έκταση του εμπιστευτικού χαρακτήρα όπως αυτός προβάλλεται. Το θέμα θα ρυθμιστεί κατά το στάδιο της τελικής αξιολόγησης του προσβάσιμου χαρακτήρα των εγγράφων (βλέπε κατωτέρω).

1.3. Τελική αξιολόγηση του προσβάσιμου ή μη προσβάσιμου χαρακτήρα των εγγράφων

Μπορεί να αποδειχθεί απαραίτητο να επιτραπεί η πρόσβαση σε ένα έγγραφο του φακέλου για τις λοιπές ενεχόμενες επιχειρήσεις, ακόμη και σε περίπτωση άρνησης της επιχείρησης από την οποία προέρχεται, εφόσον πρόκειται για έγγραφο που χρησιμεύει ως βάση της απόφασης (17) ή για έγγραφο προφανώς απαλλακτικό.

Όταν μια επιχείρηση επικαλείται τον εμπιστευτικό χαρακτήρα ενός τέτοιου εγγράφου χωρίς ωστόσο να υποβάλει μια μορφή του εν λόγω εγγράφου που δεν θα περιέχει στοιχεία εμπιστευτικού χαρακτήρα, θα ακολουθείται η εξής διαδικασία:

- θα γίνεται νέα επαφή με την επιχείρηση που επικαλείται τον εμπιστευτικό χαρακτήρα του εγγράφου προκειμένου να υποβάλει μια μορφή που δεν θα περιέχει τα στοιχεία εμπιστευτικού χαρακτήρα αλλά θα είναι επαρκώς πιστή στο έγγραφο,

- όταν η επιχείρηση εμμένει στην αντίθεσή της στη διάδοση της πληροφορίας, η αρμόδια υπηρεσία προσφεύγει στο σύμβουλο ακροάσεων για την ενδεχόμενη εφαρμογή της διαδικασίας αποφάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 4 της απόφασης 94/810/ΕΚΑΧ, ΕΚ της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 1994 (18), σχετικά με την εντολή των συμβούλων ακροάσεων στο πλαίσιο των διαδικασιών ανταγωνισμού ενώπιον της Επιτροπής. Η επιχείρηση ενημερώνεται με επιστολή για το ότι ο σύμβουλος ακροάσεων έχει επιληφθεί του προβλήματος.

1.4. Ο κατάλογος απαρίθμησης των εγγράφων

Ο κατάλογος απαρίθμησης των εγγράφων καταρτίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

α) ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει συνεχή απαρίθμηση όλων των σελίδων του φακέλου καθώς και μνεία (βάσει ενός κώδικα ταξινόμησης) του βαθμού πρόσβασης στο έγγραφο καθώς και των μερών στα οποία επιτρέπεται η πρόσβαση αυτή 7

β) στον κατάλογο αυτό χορηγείται ένας κώδικας πρόσβασης σε κάθε έγγραφο:

- έγγραφο προσβάσιμο,

- έγγραφο εν μέρει προσβάσιμο,

- έγγραφο μη προσβάσιμο 7

γ) Η κατηγορία των απολύτως μη προσβάσιμων εγγράφων αφορά τα έγγραφα που περιέχουν «επιχειρηματικό απόρρητο» και τα λοιπά εμπιστευτικά έγγραφα. Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας στην υπόθεση «Ανθρακική σόδα» (Carbonate de soude), ο κατάλογος θα περιλαμβάνει για τα έγγραφα αυτά χωριστή μνεία που θα επιτρέπει να προσδιοριστεί το περιεχόμενό τους και το αντικείμενό τους, κατά τρόπο ώστε οποιαδήποτε επιχείρηση ζήτησε πρόσβαση στο φάκελο να είναι σε θέση να καθορίσει, εν γνώσει της καταστάσεως, εάν τα έγγραφα δύνανται να χρησιμοποιηθούν για την άμυνά της και να σταθμίσει αν είναι σκόπιμο να επιδιώξει την πρόσβαση σε αυτά παρά την κατάταξη αυτή 7

δ) Για τα προσβάσιμα και εν μέρει προσβάσιμα έγγραφα, μια τέτοια μνεία του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων στον κατάλογο απαρίθμησης των εγγράφων είναι άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις έχουν μια «φυσική πρόσβαση» σε αυτά είτε στην ακέραιη μορφή τους είτε στην μη εμπιστευτική τους μορφή. Στην περίπτωση αυτή καλύπτονται μόνο τα ευαίσθητα αποσπάσματα κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατόν για την επιχείρηση που έχει την πρόσβαση να καθορίσει το είδος της καλυμμένης πληροφορίας (π.χ. κύκλος εργασιών).

2. Συλλογή εσωτερικών εγγράφων που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση

Για λόγους διοικητικής απλοποίησης και αποτελεσματικότητας, τα εσωτερικά έγγραφα στο εξής θα ταξινομούνται στη συλλογή εσωτερικών εγγράφων που αφορούν την υπό εξέταση περίπτωση (μη προσβάσιμη) που θα περιέχει όλα τα εσωτερικά έγγραφα κατά χρονολογική σειρά. Η ταξινόμηση αυτή θα τίθεται υπό τον έλεγχο του συμβούλου ακροάσεων ο οποίος δύναται, σε περίπτωση ανάγκης, να πιστοποιεί την ιδιότητα ως «εσωτερικών εγγράφων» των εγγράφων που έχουν συλλεχθεί.

Αποτελούν π.χ. εσωτερικά έγγραφα:

α) οι αιτήσεις έρευνας και οι έρευνες της ιεραρχίας στην αντιμετώπιση μιας υπόθεσης 7

β) οι διαβουλεύσεις των άλλων υπηρεσιών της Επιτροπής σχετικά με μια υπόθεση 7

γ) η αλληλογραφία για μια υπόθεση με άλλες αρχές (19) 7

δ) τα σχέδια ή άλλα έγγραφα εργασίας 7

ε) οι συμβάσεις έκτακτης τεχνικής αρωγής (γλωσσικής, πληροφορικής κ.λπ.) για συγκεκριμένη πλευρά ενός φακέλου.

Β. Προπαρασκευαστική διαδικασία - Υποθέσεις που κινήθηκαν βάσει του κανονισμού για τις συγκεντρώσεις

1. Κοινές διατάξεις με την προπαρασκευαστική διαδικασία στις υποθέσεις που κινήθηκαν βάσει των άρθρων 85 και 86

α) Επιστροφή ορισμένων εγγράφων μετά τους ελέγχους

Οι έλεγχοι επί τόπου προβλέπονται ρητά στο άρθρο 13 του κανονισμού για τις συγκεντρώσεις: στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζεται η διοικητική πρακτική που προβλέπεται ανωτέρω στο σημείο II.Α.1.1. για τις υποθέσεις που κινούνται βάσει των άρθρων 85 και 86.

β) Ο κατάλογος απαρίθμησης των εγγράφων

Ο κατάλογος απαρίθμησης των εγγράφων τα οποία υπάρχουν στο φάκελο της Επιτροπής με μνεία των κωδίκων πρόσβασης καταρτίζεται βάσει των κριτηρίων που αναφέρονται ανωτέρω στο σημείο II.Α.1.4.

γ) Αίτηση για μια μορφή των εγγράφων που δεν θα περιέχει στοιχεία εμπιστευτικού χαρακτήρα

Για να επιτραπεί η πρόσβαση στο φάκελο, ζητείται από τις επιχειρήσεις για τις οποίες έχει κινηθεί η διαδικασία:

- να διευκρινίσουν ποιές πληροφορίες (έγγραφα ή τμήματα εγγράφων) θεωρούν ότι καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο, καθώς και τα εμπιστευτικά έγγραφα των οποίων η διάδοση θα τους προκαλούσε ζημία,

- να αιτιολογούν εγγράφως τον εν λόγω ισχυρισμό,

- να υποβάλουν στην Επιτροπή μια μορφή επαρκώς πιστή των εγγράφων, που δεν θα περιέχει στοιχεία εμπιστευτικού χαρακτήρα ως προς τα οποία ζητούν να τηρηθεί το απόρρητο (με εξάλειψη των αποσπασμάτων που περιέχουν στοιχεία εμπιστευτικού χαρακτήρα).

Το διάβημα αυτό ακολουθείται στις υποθέσεις της φάσης II (διαδικασίες για τις οποίες η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία έναντι των κοινοποιούντων μερών) καθώς και στις υποθέσεις της φάσης I (που οδηγούν σε απόφαση της Επιτροπής χωρίς κίνηση της διαδικασίας).

2. Ειδικές διατάξεις για τις προπαρασκευαστικές διαδικασίες στις υποθέσεις συγκεντρώσεων

α) Περαιτέρω διαδικασία στις υποθέσεις της φάσης II

Στις υποθέσεις της φάσης II προβλέπονται τα ακόλουθα μεταγενέστερα στάδια.

Όταν μια επιχείρηση επικαλείται εμπιστευτικό χαρακτήρα λόγω «επαγγελματικού απορρήτου» για το σύνολο ή τμήμα των υποβληθέντων εγγράφων, ακολουθεί την εξής διαδικασία:

- εάν οι εν λόγω διεκδικήσεις φαίνονται βάσιμες, τα έγγραφα ή τμήματα εγγράφων που αφορούν θεωρούνται μη προσβάσιμα σε τρίτους,

- εάν οι εν λόγω διεκδικήσεις φαίνονται αβάσιμες, η αρμόδια υπηρεσία καλεί την επιχείρηση κατά της οποίας έχει κινηθεί διαδικασία και το αργότερο κατά τη στιγμή της αποστολής της ανακοίνωσης των αιτιάσεων, να αναθεωρήσει τη θέση της. Η επιχείρηση αυτή οφείλει είτε να αναφέρει γραπτώς ποιά έγγραφα ή τμήματα εγγράφων πρέπει να θεωρηθούν ως εμπιστευτικά είτε να διαβιβάσει μορφή των εν λόγω εγγράφων που να μην περιέχει στοιχεία εμπιστευτικού χαρακτήρα.

Στην περίπτωση που διατηρείται διαφωνία σχετικά με την έκταση του εμπιστευτικού χαρακτήρα, η αρμόδια επιτροπή προσφεύγει στο σύμβουλο ακροάσεων για να κινηθεί διαδικασία έκδοσης απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4 της απόφασης της Επιτροπής 94/810/ΕΚΑΧ, ΕΚ 7

β) Ειδικές περιπτώσεις

Το άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού για τις συγκεντρώσεις προβλέπει ότι: «Με απόφαση την οποία κοινοποιεί αμελλητί στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις και για την οποία πληροφορεί τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, η Επιτροπή μπορεί να παραπέμψει μια περίπτωση κοινοποιούμενης συγκεντρώσεως στις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους [. . .]». Στο πλαίσιο της πρόσβασης στο φάκελο, τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να μπορούν κανονικά να λάβουν την ανακοίνωση της αίτησης παραπομπής της εθνικής αρχής, με εξαίρεση, ενδεχομένως, τα επιχειρηματικά απόρρητα ή άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες περιέχει,

το άρθρο 22 παράγραφος 3 του κανονισμού για τις συγκεντρώσεις προβλέπει ότι: «εάν η Επιτροπή διαπιστώσει, ύστερα από αίτηση κράτους μέλους, ότι μια πράξη συγκέντρωσης [. . .] μη κοινοτικών διαστάσεων [. . .] δημιουργεί ή ενισχύει δεσπόζουσα θέση [. . .] μπορεί [. . .] να εκδώσει τις αποφάσεις που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο και παράγραφοι 3 και 4». Μια τέτοια αίτηση έχει ως αποτέλεσμα να δώσει στην Επιτροπή αρμοδιότητα για τις συγκεντρώσεις που κανονικά εκφεύγουν της ελεγκτικής της εξουσίας. Κατά συνέπεια, πρέπει να αναγνωριστεί στα ενδιαφερόμενα μέρη ένα δικαίωμα πρόσβασης στην επιστολή του κράτους μέλους που διατυπώνει την αίτηση, αφού εξαλειφθούν τα ενδεχόμενα επιχειρηματικά απόρρητα ή άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες.

Γ. Πρακτικές λεπτομέρειες για την πρόσβαση στο φάκελο

1. Γενικός κανόνας: πρόσβαση με διαβούλευση στα γραφεία της Επιτροπής

Οι επιχειρήσεις καλούνται να εξετάσουν επί τόπου, στα γραφεία της Επιτροπής, τα προσβάσιμα έγγραφα.

Εάν η επιχείρηση θεωρεί, βάσει του καταλόγου των εγγράφων που της υποβάλλεται, ότι ορισμένα έγγραφα μη προσβάσιμα της είναι απαραίτητα για την υπεράσπισή της, μπορεί να το αναφέρει σε αιτιολογημένη αίτηση που θα απευθύνει στο σύμβουλο ακροάσεων (20).

2. Πάντως, στην περίπτωση φακέλου περιορισμένου όγκου, θα δοθεί η ευχέρεια στην επιχείρηση να λάβει μέσω ταχυδρομείου το σύνολο των προσβάσιμων εγγράφων τα οποία δεν έχουν ήδη διαβιβαστεί με την ανακοίνωση των αιτιάσεων ή την επιστολή απόρριψης της καταγγελίας, ή να έχει πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα στα γραφεία της Επιτροπής.

Για τις υποθέσεις που κινήθηκαν βάσει των διατάξεων των άρθρων 85 και 86, αντίθετα από μια πρακτική που συχνά ακολουθήθηκε στο παρελθόν, στο εξής δεν προσαρτώνται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων ή την επιστολή απόρριψης της καταγγελίας παρά τα αποδεικτικά στοιχεία και έγγραφα στα οποία βασίζονται η ανακοίνωση αιτιάσεων/επιστολή απόρριψης.

Κάθε αίτηση πρόσβασης που κατατίθεται μετά την ημερομηνία ανακοίνωσης των αιτιάσεων καταρχήν θεωρείται απαράδεκτη.

Δ. Υπενθύμιση ορισμένων ειδικών σημείων όσον αφορά τις καταγγελίες και τις διαδικασίες κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης (άρθρα 85 και 86)

1. Οι καταγγελίες

Έστω και αν οι καταγγέλοντες μπορούν συνήθως να συμμετέχουν στη διαδικασία, πάντως δεν διαθέτουν τα ίδια δικαιώματα και εγγυήσεις με τις ενεχόμενες επιχειρήσεις. Τα δικαιώματα πρόσβασης στο φάκελο που χορηγούνται στους καταγγέλλοντες δεν έχουν την ίδια αιτιολόγηση με τα δικαιώματα υπεράσπισης των αποδεκτών μιας ανακοίνωσης αιτιάσεων και δεν υπάρχει λόγος να εξομοιώνονται τα δικαιώματα των καταγγελλόντων με εκείνα των ενεχομένων επιχειρήσεων.

Εξάλλου, ο καταγγέλλων που πληροφορείται την απόρριψη της καταγγελίας του, μπορεί να ζητήσει πρόσβαση στα έγγραφα που επέτρεψαν στην Επιτροπή να βασίσει τη θέση της. Πάντως, ο καταγγέλλων δεν μπορεί να έχει πρόσβαση σε καμία πληροφορία εμπιστευτικού χαρακτήρα ή άλλα επιχειρηματικά απόρρητα των επιχειρήσεων κατά των οποίων στρέφεται η καταγγελία, ή τρίτων επιχειρήσεων, που συλλέγησαν από την Επιτροπή κατά τη διάρκεια του ελέγχου (άρθρα 11 και 14 του κανονισμού αριθ. 17).

Γίνεται κατανοητό ότι είναι ακόμη πιο αναγκαίο να τηρηθεί η αρχή της τήρησης του απορρήτου εφόσον δεν υπάρχει τεκμήριο παράβασης. Σύμφωνα με την απόφαση FEDETAB (21), «το άρθρο 19, παράγραφος 2, δεν χορηγεί (στους καταγγέλλοντες) παρά το δικαίωμα ακροάσεως και όχι δικαίωμα πρόσβασης σε εμπιστευτικές πληροφορίες».

2. Διαδικασίες στην περίπτωση κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης

Η περίπτωση των διαδικασιών κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης εξετάσθηκε από το Πρωτοδικείο και το Δικαστήριο στην υπόθεση BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής (22).

Εξ ορισμού, οι επιχειρήσεις που κατέχουν δεσπόζουσα θέση σε μια αγορά είναι σε θέση να ασκήσουν εξαιρετικά ισχυρές πιέσεις οικονομικής ή εμπορικής φύσης στους ανταγωνιστές τους ή στους εμπορικούς του εταίρους, πελάτες ή προμηθευτές.

Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο και το Δικαστήριο αναγνώρισαν το βάσιμο κάποιας επιφύλαξης της Επιτροπής να αποκαλύψει το περιεχόμενο ορισμένων επιστολών που έλαβε από πελάτες της εν λόγω επιχείρησης που περιλαμβάνονται στο φάκελο.

Οι πληροφορίες αυτές, που ήταν χρήσιμες για την Επιτροπή ώστε να κατανοήσει καλύτερα την εν λόγω αγορά, δεν αποτελούν κατά κανένα τρόπο αποδεικτικό ενοχοποίησης και η διάδοσή τους στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση θα συνεπαγόταν το σοβαρό κίνδυνο να ληφθούν μέτρα αντιποίνων έναντι των συντακτών τους.

(1) Αποφάσεις του Πρωτοδικείου, της 29ης Ιουνίου 1995, στις υποθέσεις T-30/91 Solvay κατά Επιτροπής, T-36/91 ICI κατά Επιτροπής και T-37/91 ICI κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σσ. II-1775, II-1847 και II-1901.

(2) ΕΕ αριθ. L 395 της 30. 12. 1989, σ. 1 7 διορθωτικό στην ΕΕ αριθ. L 257 της 21. 9. 1990, σ. 13.

(3) Απόφαση του Πρωτοδικείου, της 18ης Δεκεμβρίου 1992, - Cimenterie CBR και λοιποί κατά Επιτροπής - συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-10, 11, 12 και 15/92 - Συλλογή σ. II-2667 αιτιολογική σκέψη 38.

(4) ΕΕ αριθ. 13 της 21. 2. 1962, σ. 204 (ειδ. έκδ. 08/001 της 23. 12. 1980. σ. 25).

(5) ΕΕ αριθ. 127 της 20. 8. 1963, σ. 2268 (ειδ. έκδ. 08/001 της 23. 12. 1980, σ. 37).

(6) ΕΕ αριθ. L 377 της 31. 12. 1994, σ. 1.

(7) Απόφαση του Πρωτοδικείου, της 17ης Δεκεμβρίου 1991, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής - υπόθεση T-7/89 - Συλλογή 1991, σ. II-1711, αιτιολογική σκέψη 54.

(8) Τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής δεν αποτελούν στοιχεία του φακέλου και ταξινομούνται στη συλλογή εσωτερικών εγγράφων σχετικά με την υπό εξέταση υπόθεση (βλέπε σημεία I.Α.3 και II.Α.2 κατωτέρω).

(9) Π.χ. μπορεί να πρόκειται για μεθόδους αξιολόγησης για τις δαπάνες κατασκευής και διανομής, για απόρρητα στοιχεία και διαδικασίες κατασκευής, πηγές προμηθειών, παραγόμενες και πωλούμενες ποσότητες και μερίδια της αγοράς, δελτία πελατών και διανομένων, την εμπορική στρατηγική, τη διάρθρωση της τιμής κόστους και της πολιτικής πωλήσεων καθώς και πληροφορίες σχετικά με την εσωτερική οργάνωση της επιχείρησης.

(10) Απόφαση της 24ης Ιουνίου 1986 στην υπόθεση 53/85, Akzo Chimie κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 1965, αιτιολογικές σκέψεις 24 έως 28, ειδικά αιτιολογική σκέψη 28. Απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1987 στις υποθέσεις 142 και 156/84 - BAT and Reynolds κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 4478/αιτιολογική σκέψη 21.

(11) Διάταξη του Δικαστηρίου, της 30ής Μαρτίου 1982, στην υπόθεση 236/81, CELANESE κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 1183 (υπόθεση αντι-ντάμπινγκ).

(12) Στην περίπτωση αυτή πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία που περιγράφεται στο σημείο II.Α.1.3).

(13) ΕΕ αριθ. L 46 της 18. 2. 1994, σ. 58.

(14) ΕΕ αριθ. L 247 της 28. 9. 1996, σ. 45.

(15) Στην σκέψη 54 της υπόθεσης Herucles, όπου επαναλήφθηκε η αιτιολογική σκέψη 41 της υπόθεσης Cimenteries CBR, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή υποχρεούται να καταστήσει προσβάσιμα στις επιχειρήσεις το σύνολο των επιβαρυντικών και απαλλακτικών εγγράφων τα οποία συνέλεξε κατά τη διάρκεια της έρευνας, με την επιφύλαξη του επιχειρηματικού απορρήτου άλλων επιχειρήσεων, εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες.

(16) Έπεται ότι πρέπει να ενσωματωθεί μια ειδική ρήτρα στις συμβάσεις για την εκπόνηση μελέτης ώστε να προβλεφθεί ότι η μελέτη και τα συναφή έγγραφα (μεθοδολογία, σχετική αλληλογραφία με την Επιτροπή) μπορούν να καταστούν προσβάσιμα από την Επιτροπή σε τρίτους.

(17) Αυτό ισχύει για τα έγγραφα που συνδράμουν στο να καθοριστεί ή έκταση, η διάρκεια και η φύση της παράβασης, η ταυτότητα των συμμετεχόντων, η ζημία που απορρέει για τον ανταγωνισμό, το οικονομικό πλαίσιο κ.λπ.

(18) ΕΕ αριθ. L 330 της 21. 12. 1994. σ. 67.

(19) Πρέπει να προστατεύεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των εγγράφων που απορρέουν από τις αρχές 7 ο κανόνας αυτός δεν ισχύει μόνον για τα έγγραφα των αρχών του ανταγωνισμού, αλλά επίσης για τα έγγραφα των λοιπών αρχών, ενός κράτους μέλους ή μιας τρίτης χώρας.

Κάθε εξαίρεση της αρχής για τη μη διάδοση των εν λόγω εγγράφων θα πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη για λόγους που συνδέονται με το σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης (π.χ. καταγγελία που υποβλήθηκε από ένα κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού 17). Οι επιστολές απλής εκδήλωσης ενδιαφέροντος, είτε προέρχονται από μια αρχή ενός κράτους μέλους είτε από μια αρχή τρίτης χώρας, καταρχήν παραμένουν μη κοινοποιήσιμες.

Πάντως, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των εκτιμήσεων ή σχολίων των λοιπών κρατικών αρχών για τα οποία υπάρχει απόλυτη προστασία και των συγκεκριμένων εγγράφων τα οποία δύνανται να υποβάλουν, που όμως δεν καλύπτονται πάντα από την εξαίρεση. Στην τελευταία αυτή περίπτωση επιβάλλεται μεγάλη περίσκεψη, κυρίως εάν τα έγγραφα αυτά προέρχονται από τρίτες χώρες. Πράγματι, στο επίπεδο ανάπτυξης της διεθνούς συνεργασίας στον τομέα της εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, θεωρείται εξαιρετικά σημαντικό το να διαφυλαχθούν οι σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ της Κοινότητας και των τρίτων χωρών.

Στο πλαίσιο αυτό υπάρχουν δύο πιθανά σχήματα:

α) Υπάρχει ήδη μια συμφωνία που διέπει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα της ανταλλαγείσας πληροφορίας.

Σχετικά με το θέμα αυτό πρέπει να αναφέρουμε το άρθρο VIII.2 της συμφωνίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας τους περί ανταγωνισμού (ΕΕ αριθ. L 95 της 27. 4. 1995, σ. 45) που τονίζει ότι πρέπει να προστατεύονται στο μέγιστο δυνατό βαθμό («to the fullest extent possible») οι ανταλλαγές πληροφοριών και οι πληροφορίες που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της συμφωνίας. Το άρθρο αυτό διευκρινίζει ένα σημείο του διεθνούς δικαίου που πρέπει να τηρείται σχολαστικά.

β) Ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, θα έπρεπε να διατηρείται η ίδια αρχή της εγγύησης του εμπιστευτικού χαρακτήρα.

(20) Ειδική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 5 της απόφασης 94/810/ΕΚΑΧ, ΕΚ.

(21) Απόφαση του Δικαστηρίου, της 29ης Οκτωβρίου 1980, - FEDETAB συνεκδικασθείσες υποθέσεις 209-215 και 218/78, Συλλογή 1980, σ. 3125, αιτιολογική σκέψη 46.

(22) Απόφαση του Πρωτοδικείου, της 1ης Απριλίου 1993, - BPB Industries και British Gypsum - υπόθεση T 65/89, Συλλογή 1993, σ. 11-389.

Απόφαση του Δικαστηρίου, της 6ης Απριλίου 1995, - BPB Industries και British Gypsum, C-310/93 P, Συλλογή 1995, σ. 1-896.

Top