Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 51997AG1222(04)

    ΚΟΙΝΗ ΘΕΣΗ (ΕΚ) αριθ. 48/97 που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 30 Οκτωβρίου 1997 για την έκδοση της οδηγίας 97/.../ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της ..., περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών

    ΕΕ C 389 της 22.12.1997, p. 51–55 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    51997AG1222(04)

    ΚΟΙΝΗ ΘΕΣΗ (ΕΚ) αριθ. 48/97 που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 30 Οκτωβρίου 1997 για την έκδοση της οδηγίας 97/.../ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της ..., περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 389 της 22/12/1997 σ. 0051


    ΚΟΙΝΗ ΘΕΣΗ (ΕΚ) αριθ. 48/97 που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 30 Οκτωβρίου 1997 για την έκδοση της οδηγίας 97/. . ./ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της . . ., περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών (97/C 389/04)

    ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 100 Α,

    την πρόταση της Επιτροπής (1),

    τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

    Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β της συνθήκης (3),

    Εκτιμώντας:

    (1) ότι ορισμένες οδηγίες περιλαμβανόμενες στον κατάλογο ο οποίος προσαρτάται στην παρούσα οδηγία ορίζουν κανόνες περί προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών 7

    (2) ότι οι μηχανισμοί που υπάρχουν σήμερα, τόσο σε εθνικό όσο και κοινοτικό επίπεδο, για την εξασφάλιση της τήρησης αυτών των οδηγιών, δεν επιτρέπουν πάντοτε τον έγκαιρο τερματισμό των παραβάσεων που θίγουν τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών 7 ότι ως συλλογικά νοούνται τα συμφέροντα που δεν περιλαμβάνουν την απλή σώρευση των συμφερόντων των ατόμων που εθίγησαν από συγκεκριμένη παράβαση 7 ότι τα ανωτέρω δεν θίγουν την άσκηση επιμέρους αγωγών από άτομα που έχουν θιγεί από συγκεκριμένη παράβαση 7

    (3) ότι, όσον αφορά την επιδιωκόμενη παύση αθέμιτων πρακτικών δυνάμει των εφαρμοστέων εθνικών διατάξεων, η αποτελεσματικότητα των εθνικών μέτρων που μεταφέρουν τις ανωτέρω οδηγίες, συμπεριλαμβανομένων και των προστατευτικών μέτρων τα οποία υπερβαίνουν αυτά που απαιτούν οι εν λόγω οδηγίες, εφόσον συμβαδίζουν με τη συνθήκη και επιτρέπονται από τις οδηγίες αυτές, μπορεί να εξουδετερώνεται όταν οι πρακτικές αυτές παράγουν αποτελέσματα σε κράτος μέλος διάφορο της προελεύσεώς τους 7

    (4) ότι οι δυσκολίες αυτές μπορούν να θίξουν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, επειδή αρκεί να μετατεθεί η πηγή μιας παράνομης πρακτικής σε άλλη χώρα για να εκφύγει οιουδήποτε νομικού καταναγκασμού 7 ότι το γεγονός αυτό συνιστά στρέβλωση του ανταγωνισμού 7

    (5) ότι οι δυσκολίες αυτές μπορεί να κλονίσουν την εμπιστοσύνη των καταναλωτών στην εσωτερική αγορά και να περιορίσουν το πεδίο δράσεως των οργανώσεων εκπροσώπησης των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών ή των ανεξάρτητων δημόσιων οργανισμών των αρμόδιων για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών, οι οποίοι βλάπτονται από μια πρακτική παραβιάζουσα το κοινοτικό δίκαιο 7

    (6) ότι οι εν λόγω πρακτικές συχνά εκτείνονται και πέραν των συνόρων μεταξύ των κρατών μελών 7 ότι, συνεπώς, είναι επείγον να προσεγγίσουν σε ορισμένο βαθμό οι εθνικές διατάξεις που επιτρέπουν να διαταχθεί ο τερματισμός των προαναφερθεισών παράνομων πρακτικών ανεξάρτητα από τη χώρα όπου η παράνομη πρακτική παράγει τα αποτελέσματά της 7 ότι, όσον αφορά τη δικαιοδοσία, δεν θίγονται οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και των συμβάσεων που ισχύουν μεταξύ των κρατών μελών ούτε η τήρηση των εκ της συνθήκης γενικών υποχρεώσεων των κρατών μελών και δη των συνδεομένων με την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς 7

    (7) ότι ο στόχος της προτεινόμενης δράσης μπορεί να επιτευχθεί μόνο από την Κοινότητα 7 ότι εναπόκειται συνεπώς σ' αυτήν να ενεργήσει 7

    (8) ότι το άρθρο 3 Β τρίτη παράγραφος της συνθήκης επιβάλλει στην Κοινότητα να μην υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων της συνθήκης 7 ότι, κατ'εφαρμογή του άρθρου αυτού, πρέπει να λαμβάνονται κατά το δυνατόν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εθνικών νομικών συστημάτων, παρεχόμενης στα κράτη μέλη της δυνατότητας να επιλέγουν μεταξύ διαφορετικών λύσεων που δίνουν ισοδύναμα αποτελέσματα 7 ότι τα δικαστήρια ή οι διοικητικές αρχές που είναι αρμόδια επί των διαδικασιών που αναφέρονται στο άρθρο 2 της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να δικαιούνται να εξετάζουν τα αποτελέσματα προηγούμενων αποφάσεων 7

    (9) ότι μια από τις εναλλακτικές λύσεις θα πρέπει να ενέχει την απαίτηση να ασκούνται τα δικαιώματα που ορίζονται στην παρούσα οδηγία από έναν ή περισσότερους ανεξάρτητους δημόσιους οργανισμούς, ειδικά επιφορτισμένους με την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών 7 ότι μια άλλη επιλογή θα πρέπει να προβλέπει την άσκηση αυτών των δικαιωμάτων από οργανώσεις που έχουν στόχο την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών, σύμφωνα με τα κριτήρια που καθορίζει η εθνική νομοθεσία 7

    (10) ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιλέγουν μεταξύ των εναλλακτικών λύσεων ή να τις συνδυάζουν, καθορίζοντας σε εθνικό επίπεδο τους οργανισμούς ή/και τις οργανώσεις που θα είναι αρμόδιοι για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας 7

    (11) ότι, για την αντιμετώπιση των ενδοκοινοτικών παραβάσεων, θα πρέπει να ισχύσει η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των εν λόγω οργανισμών ή/και οργανώσεων 7 ότι τα κράτη μέλη, κατ'αίτηση των εθνικών φορέων, θα πρέπει να γνωστοποιούν στην Επιτροπή το όνομα και το σκοπό των εθνικών φορέων που νομιμοποιούνται να εγείρουν αγωγή στη χώρα τους σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας 7

    (12) ότι η Επιτροπή είναι αρμόδια για τη δημοσίευση καταλόγου αυτών των νομιμοποιουμένων φορέων στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 7 ότι, έως ότου δημοσιευθεί δήλωση περί του αντιθέτου, τεκμαίρεται ότι ο νομιμοποιούμενος φορέας έχει νομική ικανότητα εφόσον το όνομά του περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυτό 7

    (13) ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν από τον σκοπεύοντα να ασκήσει αγωγή παραλείψεως την προηγούμενη διεξαγωγή διαβούλευσης, προκειμένου να δοθεί στον εναγόμενο η δυνατότητα να θέσει τέρμα στη σχετική παράβαση 7 ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν να γίνεται η προηγούμενη διαβούλευση σε συνεργασία με ανεξάρτητο δημόσιο οργανισμό οριζόμενο υπ' αυτών 7

    (14) ότι, όσα κράτη μέλη ορίσουν προηγούμενη διαβούλευση, θα πρέπει να τάσσουν προθεσμία δύο εβδομάδων αφότου ληφθεί η αίτηση διεξαγωγής διαβούλευσης, προβλέποντας ότι, εάν εντός αυτής δεν παύσει η παράβαση, ο αιτών δικαιούται να ασκήσει, χωρίς άλλη καθυστέρηση, αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο ή διοικητική αρχή 7

    (15) ότι η Επιτροπή είναι σκόπιμο να υποβάλλει εκθέσεις σχετικά με τη λειτουργία της παρούσας οδηγίας, και ιδίως όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της και τη διεξαγωγή προηγούμενης διαβούλευσης 7

    (16) ότι η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να θίγει την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού,

    ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

    Άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής

    1. Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με τις αγωγές παραλείψεως που αναφέρονται στο άρθρο 2 και αποσκοπούν στην προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών που περιλαμβάνονται στις οδηγίες οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα, προκειμένου να εξασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

    2. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως παράβαση νοείται κάθε ενέργεια αντίθετη προς τις οδηγίες που απαριθμούνται στο παράρτημα, όπως έχουν μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών, η οποία θίγει τα συλλογικά συμφέροντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

    Άρθρο 2 Αγωγές παραλείψεως

    1. Τα κράτη μέλη ορίζουν τα δικαστήρια ή τις διοικητικές αρχές που είναι αρμόδιες επί διαδικασιών κινουμένων από νομιμοποιούμενους φορείς, κατά την έννοια του άρθρου 3, με τις οποίες επιδιώκεται:

    α) να διαταχθεί, με τη δέουσα ταχύτητα και, όταν ενδείκνυται, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η παύση ή η απαγόρευση οποιασδήποτε παραβάσεως 7

    β) όταν αυτό ενδείκνυται, η λήψη μέτρων, όπως η κατάλληλη δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της απόφασης, ή/και η δημοσίευση επανορθωτικής δήλωσης ώστε να εκλείψουν τα συνεχιζόμενα αποτελέσματα της παράβασης 7

    γ) εφόσον επιτρέπεται από το νομικό σύστημα του συγκεκριμένου κράτους μέλους, να διαταχθεί ο ηττηθείς εναγόμενος να καταβάλει προς το δημόσιο ταμείο ή οιονδήποτε οριζόμενο ως δικαιούχο από την εθνική νομοθεσία, σε περίπτωση μη τήρησης της απόφασης μετά τη λήξη της προθεσμίας που έχουν τάξει τα δικαστήρια ή οι αρμόδιες διοικητικές αρχές, συγκεκριμένο ποσό ανά ημέρα καθυστέρησης ή κάθε άλλο ποσό που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία για την εξασφάλιση της τήρησης των αποφάσεων.

    2. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου περί του εφαρμοστέου δικαίου, κατά τους οποίους εφαρμόζεται είτε το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης της παράβασης, είτε το δίκαιο του κράτους μέλους όπου επήλθαν τα αποτελέσματά της.

    Άρθρο 3 Φορείς νομιμοποιούμενοι προς έγερση αγωγής

    Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως «νομιμοποιούμενοι φορείς» νοούνται οι οργανισμοί ή οργανώσεις που έχουν δεόντως συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους και έχουν έννομο συμφέρον να επιβάλλουν την τήρηση των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1, και συγκεκριμένα:

    α) ένας ή περισσσότεροι ανεξάρτητοι δημόσιοι οργανισμοί, επιφορτισμένοι ειδικά με την προστασία των συμφερόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1, στα κράτη μέλη όπου υπάρχουν τέτοιοι οργανισμοί, ή/και

    β) οι οργανώσεις των οποίων ο σκοπός συνίσταται στην προστασία των συμφερόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1, σύμφωνα με τα κριτήρια που θεσπίζει η εθνική νομοθεσία.

    Άρθρο 4 Ενδοκοινοτικές παραβάσεις

    1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε, σε περίπτωση παραβάσεως που διαπράχθηκε στην επικράτειά του, κάθε νομιμοποιούμενος φορέας από άλλο κράτος μέλος, όταν θίγονται τα συμφέρονται τα οποία προστατεύει, να μπορεί να προσφεύγει στο δικαστήριο ή τη διοικητική αρχή που προβλέπεται στο άρθρο 2, επιδεικνύοντας τον κατάλογο που προβλέπεται στην παράγραφο 3. Τα δικαστήρια ή οι διοικητικές αρχές δέχονται τον κατάλογο αυτό ως απόδειξη της νομικής ικανότητας του νομιμοποιούμενου φορέα, επιφυλαττόμενες του δικαιώματός τους να εξετάσουν κατά πόσον ο σκοπός του φορέα δικαιολογεί την έγερση αγωγής στη συγκεκριμένη περίπτωση.

    2. Για τους σκοπούς της αντιμετώπισης των ενδοκοινοτικών παραβάσεων και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η εθνική νομοθεσία σε άλλους φορείς, τα κράτη μέλη, κατ'αίτηση των οικείων νομιμοποιουμένων φορέων, γνωστοποιούν στην Επιτροπή ότι οι εν λόγω φορείς νομιμοποιούνται να εγείρουν αγωγή σύμφωνα με το άρθρο 2. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν επίσης στην Επιτροπή το όνομα και το σκοπό αυτών των φορέων.

    3. Η Επιτροπή καταρτίζει κατάλογο των νομιμοποιούμενων φορέων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, προσδιορίζοντας το σκοπό τους. Ο κατάλογος αυτός δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 7 οι τροποποιήσεις αυτού του καταλόγου δημοσιεύονται αμελλητί, ενώ ο ενημερωμένος κατάλογος δημοσιεύεται ανά εξάμηνο.

    Άρθρο 5 Προηγούμενη διαβούλευση

    1. Τα κράτη μέλη μπορούν να εισάγουν ή να διατηρούν εν ισχύι διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες ο διάδικος που σκοπεύει να ασκήσει αγωγή παραλείψεως, πριν κινήσει τη διαδικασία αυτή, πρέπει οπωσδήποτε να επιδιώξει την παύση της παραβάσεως κατόπιν διαβουλεύσεως είτε με τον εναγόμενο, είτε με τον εναγόμενο και με κάποιον νομιμοποιούμενο φορέα, κατά την έννοια του άρθρου 3 στοιχείο α), του κράτους μέλους στο οποίο θα ασκηθεί η αγωγή. Εναπόκειται στο κράτος μέλος να αποφασίσει κατά πόσον ο επισπεύδων διάδικος πρέπει να προβεί σε διαβούλευση με τον νομιμοποιούμενο φορέα. Εάν η παύση της παράβασης δεν επιτευχθεί εντός δύο εβδομάδων μετά την υποβολή του αιτήματος προς διαβούλευση, ο ενδιαφερόμενος μπορεί άνευ ετέρου να ασκήσει αγωγή παραλείψεως.

    2. Οι ρυθμίσεις για την προηγούμενη διαβούλευση που θεσπίζονται από τα κράτη μέλη κοινοποιούνται στην Επιτροπή και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Άρθρο 6 Εκθέσεις

    1. Ανά τριετία και για πρώτη φορά πέντε έτη μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, το αργότερο, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

    2. Στην πρώτη έκθεσή της η Επιτροπή εξετάζει ιδίως:

    - το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας όσον αφορά την προστασία των συλλογικών συμφερόντων προσώπων που ασκούν εμπορική, βιομηχανική, βιοτεχνική ή ελεύθερη επαγγελματική δραστηριότητα,

    - το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, όπως καθορίζεται από τις οδηγίες που απαριθμούνται στο παράρτημα,

    - εάν η προηγούμενη διαβούλευση του άρθρου 5 συνέβαλε στην αποτελεσματική προστασία των καταναλωτών.

    Όταν ενδείκνυται, η έκθεση αυτή συνοδεύεται από προτάσεις για την τροποποίηση της παρούσας οδηγίας.

    Άρθρο 7 Δυνατότητα ευρύτερης δράσης

    Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εισάγουν ή να διατηρήσουν διατάξεις που αποσκοπούν να εξασφαλίσουν ευρύτερα δικαιώματα για την έγερση αγωγής σε εθνικό επίπεδο, στους νομιμοποιούμενους φορείς καθώς και σε πάντα ενδιαφερόμενο.

    Άρθρο 8 Εφαρμογή

    1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο 30 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της. Αμέσως ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά.

    Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομέρειες της αναφοράς αυτής καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

    2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην επιτροπή τις διατάξεις εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

    Άρθρο 9 Έναρξη ισχύος

    Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Άρθρο 10 Αποδέκτες

    Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

    . . .

    Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    (1) ΕΕ C 107 της 13. 4. 1996, σ. 3 και ΕΕ C 80 της 13. 3. 1997, σ. 10.

    (2) ΕΕ C 30 της 30. 1. 1997, σ. 112.

    (3) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Νοεμβρίου 1996 (ΕΕ C 362 της 2. 12. 1996, σ. 236), κοινή θέση του Συμβουλίου της 30ής Οκτωβρίου και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της . . . (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ ΠΟΥ ΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 (1*)

    1. Οδηγία 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Σεπτεμβρίου 1984, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση (ΕΕ L 250 της 19. 9. 1984, σ. 17).

    2. Οδηγία 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος (ΕΕ L 372 της 31. 12. 1985, σ. 31).

    3. Οδηγία 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1986, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη (ΕΕ L 42 της 12. 2. 1987, σ. 48), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 97/. . ./ΕΚ (ΕΕ L . . .).

    4. Οδηγία 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 1989, για το συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων: άρθρα 10 έως 21 (ΕΕ L 298 της 17. 10. 1989, σ. 23), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/. . ./ΕΚ (ΕΕ L . . .).

    5. Οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1990, για τα οργανωμένα ταξίδια και οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις (ΕΕ L 158 της 23. 6. 1990, σ. 59).

    6. Οδηγία 92/28/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1992, για τη διαφήμιση των φαρμάκων που προορίζονται για ανθρώπους (ΕΕ L 113 της 30. 4. 1992, σ. 13).

    7. Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95 της 21. 4. 1993, σ. 29).

    8. Οδηγία 94/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 1994, περί της προστασίας των αγοραστών ως προς ορισμένες πλευρές των συμβάσεων που αφορούν την απόκτηση δικαιώματος χρήσης ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής μίσθωσης (ΕΕ L 280 της 29. 10. 1994, σ. 83).

    9. Οδηγία 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις (ΕΕ L 144 της 4. 6. 1997, σ. 19).

    (1*) Οι οδηγίες αριθ. 1, 6, 7 και 9 περιέχουν ειδικές διατάξεις για τις αγωγές παραλείψεως.

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

    1. Στις 16 Φεβρουαρίου 1996, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο πρόταση με βάση το άρθρο 100 Α της συνθήκης ΕΚ και με αντικείμενο τις αγωγές παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών.

    2. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έδωσαν γνώμη, αντιστοίχως, στις 14 Νοεμβρίου και 25 Σεπτεμβρίου 1996.

    3. Στις 13 Ιανουαρίου 1997, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο τροποποιημένη πρόταση.

    4. Στις 30 Οκτωβρίου 1997, το Συμβούλιο ενέκρινε κοινή θέση σύμφωνα με το άρθρο 189 Β της συνθήκης.

    ΙΙ. ΣΤΟΧΟΣ

    5. Στόχος της πρότασης της Επιτροπής είναι να καταστήσει ευχερέστερη την προσφυγή στη δικαιοσύνη, και ειδικότερα την έγερση αγωγών παραλείψεως, εντός ενός εκάστου κράτους μέλους αλλά και σε διασυνοριακή βάση, νομιμοποιώντας ενεργά τους οικείους ανεγνωρισμένους φορείς. Προς επίτευξη αυτού του στόχου, η πρόταση προβλέπει την κατονομασία των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων και διοικητικών αρχών, την κατάρτιση καταλόγου των νομιμοποιούμενων εθνικών φορέων και, τέλος, την αμοιβαία αναγνώριση των καταλόγων αυτών από τα κράτη μέλη.

    ΙΙΙ. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

    6. Γενικές παρατηρήσεις

    Η κοινή θέση ακολουθεί σε μεγάλη έκταση την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής, άρα και τις τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τις οποίες αποδέχθηκε η Επιτροπή. Σε ορισμένα σημεία επιδιώκει μεγαλύτερους βαθμούς σαφήνειας, ενώ σε άλλα τηρεί επιφυλακτικότερη προσέγγιση.

    7. Ειδικές παρατηρήσεις

    Το Συμβούλιο τροποποίησε ως κατωτέρω την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής:

    α) Πεδίο εφαρμογής (άρθρα 1 και 6, παράρτημα)

    Το Συμβούλιο έκρινε ότι ενδείκνυται περισσότερο να γίνει λόγος για «αγωγές παραλείψεως που αναφέρονται στο άρθρο 2» παρά για «έννομη προστασία».

    Σχετικώς με τα συλλογικά συμφέροντα των προσώπων που ασκούν εμπορική, βιομηχανική, βιοτεχνική ή ελεύθερη επαγγελματική δραστηριότητα, το Συμβούλιο έκρινε ότι τα συμφέροντα αυτά θα έπρεπε να επανεξεταστούν κατόπιν της πείρας που έχει αποκτηθεί με την οδηγία στην παρούσα μορφή της. Στο άρθρο 6 παράγραφος 2, το Συμβούλιο προβλέπει, συνεπώς, εκ μέρους της Επιτροπής και, εν συνεχεία, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και το βραδύτερο μία πενταετία μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας, μια εξέταση της εφαρμογής της όσον αφορά την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των ανωτέρω κατηγοριών προσώπων και, όπου ενδείκνυται, την τροποποίησή της.

    Ως προς το θέμα των συμφερόντων του κοινού γενικά, το Συμβούλιο έκρινε σκοπιμότερο να εστιασθεί το ενδιαφέρον στα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών.

    Η παράγραφος 2 του άρθρου 1 υπέστη ανάλογη αναπροσαρμογή.

    Ο κατάλογος των εννέα οδηγιών του παραρτήματος υποβλήθηκε και αυτός από το Συμβούλιο στην προμνημονευθείσα επανεξέταση, για να εξακριβωθεί μήπως πρέπει να τροποποιηθεί με βάση τα νέα δεδομένα. Κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διέθεσαν τεχνικό έγγραφο [SEC(97) 935 final] (1) το οποίο δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα, όπου αναφέρονται τα άρθρα των πέντε εκ των εννέα οδηγιών, σχετικά με τα οποία μάλλον θα χρειαστεί ανάληψη δράσης βάσει της νέας οδηγίας.

    β) Αρμόδια δικαστήρια και διοικητικές αρχές και εφαρμοστέο δίκαιο (άρθρο 2)

    Το Συμβούλιο αντικατέστησε στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) την έννοια της επανόρθωσης των συνεπειών της παράβασης, με την έννοια της έκλειψης των συνεχιζόμενων αποτελεσμάτων της παράβασης.

    Στο στοιχείο γ) της ίδιας παραγράφου, ετέθη μια προϋπόθεση σχετική με τις εν ισχύι εθνικές διατάξεις.

    Ως προς το θέμα του εφαρμοστέου δικαίου, στην παράγραφο 2, το Συμβούλιο δεν έκρινε σκόπιμο να επιδειχθεί προτίμηση είτε προς το δίκαιο του κράτους μέλους τέλεσης της παράβασης είτε (όπως θα προτιμούσαν ορισμένες αντιπροσωπείες) προς το δίκαιο του κράτους μέλους όπου επήλθαν τα αποτελέσματά της.

    γ) Νομιμοποιούμενοι φορείς (άρθρο 3)

    Το Συμβούλιο έκρινε ότι στο στοιχείο β) του άρθρου 3 αρμόζει καλύτερα η έννοια του σκοπού των οργανώσεων, παρά η έννοια του έννομου συμφέροντος. Επίσης, προτίμησε να γίνει μνεία των εθνικών κριτηρίων (όπως στην αρχική πρόταση της Επιτροπής) παρά της δυνατότητας προσφυγής σε «ένδικα μέσα προστασίας» (όπως στην τροποποιημένη πρόταση). Εξ άλλου, το όλο άρθρο αναπροσαρμόστηκε για να εξασφαλιστεί καλύτερη αντιστοιχία με το άρθρο 1. Το Συμβούλιο έκρινε ότι η ουσία του άρθρου 2α της τροποποιημένης πρότασης καλύπτεται ήδη από τις διατάξεις του άρθρου 3.

    δ) Ενδοκοινοτικές παραβάσεις (άρθρο 4)

    Χάριν σαφήνειας, το Συμβούλιο τροποποίησε τη δομή αυτού του άρθρου μετατρέποντας την πρώην παράγραφο 2 του άρθρου 3, σε παράγραφο 2 του άρθρου 4.

    Στην παράγραφο 1, το Συμβούλιο καθορίζει την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των νομιμοποιούμενων φορέων.

    Επειδή υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στα κράτη μέλη στο ζήτημα της αναγνώρισης των φορέων, ύστερα δε από ορισμένες πρακτικές σκέψεις, το Συμβούλιο προσάρμοσε στα άρθρα 2 και 3 το σύστημα κατάρτισης των καταλόγων των νομιμοποιούμενων φορέων και τα της ενημέρωσής τους.

    ε) Προηγούμενη διαβούλευση (άρθρο 5)

    Το Συμβούλιο προτίμησε, αφενός μεν, να αποσαφηνισθεί η διατύπωση, αφετέρου δε, προκειμένου να δυνηθούν οι δημόσιοι φορείς σε ορισμένα κράτη μέλη να διατηρήσουν τον προϋπάρχοντα ρόλο τους, να γίνει λόγος για νομιμοποιούμενους φορείς κατά την έννοια του άρθρου 3 στοιχείο α).

    Οι επιπτώσεις του συστήματος προηγούμενης διαβούλευσης θα υποβληθούν και αυτές στην επανεξέταση την οποία ορίζει το άρθρο 6.

    στ) Εκθέσεις (άρθρο 6)

    Η προθεσμία υποβολής της πρώτης έκθεσης παρατάθηκε για λόγους αντιστοιχίας με την προθεσμία εφαρμογής που γίνεται δεκτή στο άρθρο 8.

    ζ) Προθεσμία εφαρμογής (άρθρο 8)

    Το Συμβούλιο επιθυμεί την «κατά παράδοση» προθεσμία των 30 μηνών.

    η) Προοίμιο

    Όπου συνέτρεχε λόγος, το Συμβούλιο προσάρμοσε το κείμενο του προοιμίου στις νέες διατυπώσεις των άρθρων.

    (1) Έγγρ. 8189/97 CONSOM 46 CODEC 284.

    Top